Η ΨΥΧΗ ΤΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ (Α)

ἐπ. Αὐγουστίνος Καντιώτης

by admin

Ποῖ­ος, ἀγα­πη­τοί μας ἀνα­γνῶ­σται, ποῖ­ος δύνα­ται ν’ ἀμφι­σβη­τή­σῃ τὴν ἀξί­αν τῆς Παι­δεί­ας;
Όλοι οἱ λαοὶ τοῦ κόσμου ἀπ’ ἀρχαιο­τά­της ἐπο­χῆς ἐξε­τί­μων τὴν Παι­δεί­αν. Μετά τοὺς βωμούς, τοὺς ὁποί­ους ἀνή­γει­ρον πρὸς λατρεί­αν τοῦ θεί­ου, ἔκτι­ζον γυμνα­στή­ρια, σχο­λὰς καὶ ἀκα­δη­μί­ας, ὅπου συνέρ­ρε­αν οἱ νέοι πρὸς ἐκπαί­δευ­σιν. Ὡρι­σμέ­ναι πόλεις τῆς ἀρχαιό­τη­τος διε­φη­μί­σθη­σαν ὡς ἀξιό­λο­γα κέν­τρα παι­δεύ­σε­ως.
Ἔξο­χοι ῥήτο­ρες καὶ φιλό­σο­φοι εἵλ­κυον πλή­θη νέων, ποὺ ἐδί­ψων μόρ­φω­σιν. Εὐγε­νεῖς γονεῖς, θεω­ροῦν­τες τὴν Παι­δεί­αν ὑπὲρ πᾶν ἄλλο ἀγα­θόν, ἀνε­ζή­τουν τοὺς καλυ­τέ­ρους διδα­σκά­λους καὶ ἐδα­πά­νων ὁλο­κλή­ρους περιου­σί­ας χάριν τῆς μορ­φώ­σε­ως τῶν τέκνων των. Ἡ Ἑλλὰς, περισ­σό­τε­ρον ὅλων τῶν ἐθνῶν τοῦ κόσμου, διε­κρί­νε­το διὰ τὸν ἔρω­τα πρὸς τὴν Παι­δεί­αν. Αἱ Ἀθῆ­ναι ὑπῆρ­ξαν, ἰδί­ως κατὰ τὴν ἐπο­χὴν τοῦ Περι­κλέ­ους, τὸ ἐκπαι­δευ­τή­ριον ὅλης τῆς Ἑλλά­δος.
Ὁ Περι­κλῆς ἐκαυ­χᾶ­το διὰ τὴν Παι­δεί­αν τῆς πόλε­ως. Ὁ Διο­γέ­νης, χαρα­κτη­ρί­ζων τὴν ἀμά­θειαν νέων, οἱ ὁποῖ­οι παρη­μέ­λουν τὴν μόρ­φω­σίν των, ἐνῷ διέ­θε­τον ὅλα τὰ ὑλι­κὰ μέσα, ὠνό­μα­ζε τὸν ἀπαί­δευ­τον πλού­σιον χρυ­σό­μαλ­λον πρό­βα­τον. Ὁ Ἀρι­στο­τέ­λης, ὁ διδά­σκα­λος τοῦ Μεγά­λου Ἀλε­ξάν­δρου, ἐρω­τη­θείς κάπο­τε τί δια­φέ­ρουν οἱ πεπαι­δευ­μέ­νοι ἀπὸ τοὺς ἀπαι­δεύ­τους, ἀπήν­τη­σε: «Δια­φέ­ρουν τόσον, ὅσον οἱ ζῶν­τες ἀπὸ τοὺς νεκρούς.»
Διὰ τῆς κρί­σε­ως ταύ­της ὁ φιλό­σο­φος ἤθε­λε νὰ τονί­σῃ τὴν ἀξί­αν τῆς Παι­δεί­ας, διὰ τῆς ὁποί­ας ὁ ἄνθρω­πος γίνε­ται ἄξιος τοῦ ὀνό­μα­τός του. Διό­τι, ὅπως λέγει καὶ ὁ ἄλλος μέγας φιλό­σο­φος τῆς ἀρχαιό­τη­τος, ὁ Πλά­των, ὁ ἄνθρω­πος, ἐὰν μέν τύχῃ καλῆς φύσε­ως καὶ ὀρθῆς Παι­δεί­ας, γίνε­ται θειό­τα­τον καὶ ἡμε­ρώ­τα­τον ζῷον· ἐὰν ὅμως δὲν τύχῃ καλῆς ἀνα­τρο­φῆς, γίνε­ται τὸ ἀγριώ­τα­τον ἐξ ὅλων τῶν θηρί­ων ὅσα φύει ἡ γῆ.
Διὰ τοῦ­το λέγει ὁ ἴδιος φιλό­σο­φος: «Οὐκ ἔστι περί ὅτου ἂν θειο­τέ­ρου ἄνθρω­πος βου­λεύ­σαι τοῦ ἢ περὶ Παι­δεί­ας καὶ αὐτοῦ καὶ τῶν αὐτοῦ οἰκεί­ων.» Δὲν ὑπάρ­χει, δηλα­δή, ἀνώ­τε­ρον καὶ θειό­τε­ρον πρᾶγ­μα τὸ ὁποῖ­ον θὰ ἠδύ­να­το νὰ σκε­φθῇ ὁ ἄνθρω­πος ἀπὸ τὴν Παι­δεί­αν τοῦ ἑαυ­τοῦ του καὶ τῶν ἀνθρώ­πων του.
Τόση εἶναι ἡ ἀξία τῆς Παι­δεί­ας, ὥστε ὁ σοφὸς Σολο­μῶν λέγει ὅτι: «Ἐκεῖ­νος ποὺ περι­φρο­νεῖ τὴν σοφί­αν καὶ τὴν Παι­δεί­αν εἶναι ταλαί­πω­ρος· ἡ ἐλπίς του διὰ τὴν ἐπι­τυ­χί­αν τοῦ τελι­κοῦ σκο­ποῦ τῆς ὑπάρ­ξε­ώς του εἶναι ματαία, οἱ κόποι του εἶναι ἀνω­φε­λεῖς, καὶ τὰ ἔργα του εἶναι ἄχρη­στα.» Ἰδοὺ ἐπὶ λέξει ὁ θεό­πνευ­στος λόγος: «Σοφί­αν καὶ Παι­δεί­αν ὁ ἐξου­θε­νῶν ταλαί­πω­ρος, καὶ κενὴ ἡ ἐλπὶς αὐτῶν, καὶ οἱ κόποι ἀνόη­τοι, καὶ ἄχρη­στα τὰ ἔργα αὐτῶν.» (Σοφ. Σολ. 3, 11).
Ὄχι μόνον ἡ Γρα­φὴ καὶ οἱ φιλό­σο­φοι, ἀλλὰ καὶ ὁ λαὸς, ἐκφρά­ζων τὴν κοι­νὴν ἀντί­λη­ψιν περὶ Παι­δεί­ας, λέγει: «Ἄνθρω­πος ἀπαί­δευ­τος ξύλον ἀπε­λέ­κη­τον.» Τὸ ρητὸν τοῦ­το τῆς λαϊ­κῆς σοφί­ας εἶχε γρά­ψει εἰς πινα­κί­δα ὁ καλὸς διδά­σκα­λος τοῦ Δημο­τι­κοῦ Σχο­λεί­ου τοῦ χωρί­ου τῆς ἰδιαι­τέ­ρας μου πατρί­δος, καὶ τὸ ὑπεν­θύ­μι­ζε συχνὰ εἰς τοὺς ἀμε­λεῖς μαθη­τάς.
Ἀλλ’ ἐνῷ περὶ τῆς ἀξί­ας τῆς Παι­δεί­ας οὐδε­μία ἀμφι­σβή­τη­σις ὑπάρ­χει, ὑπάρ­χει ὅμως πολ­λὴ ἀμφι­σβή­τη­σις, ἀσυμ­φω­νία γνω­μῶν, ἔρι­δες, φιλο­νει­κί­αι καὶ μάχαι πει­σμα­τώ­δεις περὶ τοῦ ποία Παι­δεία εἶναι ἡ ὀρθή.
Ὁ μελε­τῶν τὰ συγ­γράμ­μα­τα τῶν νεω­τέ­ρων παι­δα­γω­γῶν τῶν δια­φό­ρων ἐθνῶν εὑρί­σκε­ται ἐνώ­πιον πραγ­μα­τι­κῆς Βαβυ­λω­νί­ας γνω­μῶν. Διά­φο­ροι κατευ­θύν­σεις τῆς Παι­δεί­ας χαράσ­σον­ται. Ἕκα­στος παι­δα­γω­γός, προ­κει­μέ­νου νὰ δια­τυ­πώ­σῃ τὸν σκο­πὸν τῆς Παι­δεί­ας καὶ νὰ καθο­ρί­σῃ τὰ μέσα πρὸς πραγ­μα­το­ποί­η­σιν τοῦ σκο­ποῦ, δὲν μένει ἀνε­πη­ρέ­α­στος ἀπὸ τὸ ἐπι­κρα­τοῦν πνεῦ­μα τῆς ἐπο­χῆς, τὰ ἰδε­ο­λο­γι­κὰ ρεύ­μα­τα καὶ τὰς κοσμο­θε­ω­ρί­ας, ποὺ ἐπι­κρα­τοῦν σήμε­ρον διὰ νὰ σβή­σουν αὔριον.
Δυστυ­χῶς, καὶ εἰς τὸν ἱερὸν χῶρον τῆς ἀγω­γῆς τῶν παι­διῶν ἔχουν εἰσπη­δή­σει ἔξαλ­λα πνεύ­μα­τα, ποὺ ἐπι­διώ­κουν νὰ χρη­σι­μο­ποι­ή­σουν τὰ παι­διὰ πρὸς σκο­ποὺς πόρ­ρω ἀπέ­χον­τας τοῦ ἀλη­θι­νοῦ σκο­ποῦ τῆς Παι­δεί­ας. Κρη­μνί­ζουν τοὺς ὑπάρ­χον­τας βωμούς, ἐξου­θε­νώ­νουν ἀρχὰς αἰω­νί­ου κύρους, ὑπε­ρα­σπί­ζον­ται μὲτὰ πεί­σμα­τος, οιή­σε­ως καὶ ὑπε­ρη­φα­νεί­ας τὰ ἰδι­κά των συστή­μα­τα ὡς τὰ μόνα ἐνδε­δειγ­μέ­να καὶ σωτή­ρια, καὶ στή­νουν τὰ ἰδε­ο­λο­γι­κὰ των εἴδω­λα, τοὺς ἰδι­κούς των θεούς, πρὸ τῶν ὁποί­ων πρέ­πει νὰ κλί­νουν γόνυ καὶ νὰ προ­σφέ­ρουν τὸν λιβα­νω­τὸν των ὅλοι οἱ διδά­σκα­λοι καὶ καθη­γη­ταί.

Συνε­χί­ζε­ται…

(ἐπ. Αὐγου­στί­νος Καν­τιώ­της, ἀπὸ τὸ βιβλίο “ΤΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ”)

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek