38. Υἱέ μου… Υἱέ μου…

Αβεσσαλώμ (σε συνέχειες)

by admin

«Καὶ ἐταράχθη ὁ βασιλεὺς καὶ ἀνέβη εἰς τὸ ὑπερῷον τῆς πύλης καὶ ἔκλαυσε· καὶ οὕτως εἶπεν ἐν τῷ πορεύεσθαι αὐτόν· υἱέ μου Ἀβεσσαλώμ, υἱέ μου, υἱέ μου Ἀβεσσαλώμ…» (Β’ Βασ. 18:33).

Καὶ τώρα ἔπρεπε ν’ ἀναγγελθῇ στὸ βασιλιὰ ἡ νίκη. ̔Ὁ ἐμφύλιος σπαραγμὸς σταμάτησε. Ὁ Ἀβεσσαλὼμ τιμωρήθηκε παραδειγματικά. Οἰκτρὸν ὑπῆρξε τὸ τέλος του. Μὰ ποιός θὰ τρέξῃ στὴ Μαναῒμ γιὰ νὰ φέρῃ τὰ μαντᾶτα στὸ Δαβίδ; Ἡ θέσι τοῦ ἀγγελιαφόρου εἶνε ἐξαιρετικὰ λεπτή. Πρέπει ν’ ἀναγγείλῃ δύο ἀντίθετες εἰδήσεις. Μία χαρούμενη καὶ μία θλιβερή. Τὴ χαρούμενη στὸ βασιλιὰ Δαβίδ. Τὴ θλιβερὴ στὸν πατέρα Δαβίδ.

̔Ὁ Ἀχιμάας, ὁ υἱὸς τοῦ Σαδώκ, ζωηρὸς καθὼς ἦταν, παρουσιάσθηκε αὐτόκλητος στὸ στρατηγὸ Ἰωάβ. «Στεῖλε ἐμένα. Ἔχω γερὸ πόδι. Θὰ τρέξω σὰν τὸ πουλί. Πουθενὰ δὲν θὰ καθυστερήσω. Ὅπως ἄλλοτε τὸν εἰδοποίησα νὰ φυλαχθῇ, ἔτσι θέλω καὶ τώρα νὰ τοῦ φέρω πρῶτος τὴ χαρούμενη εἴδησι, πὼς τὸ μακελειὸ τελείωσε, καὶ πὼς οἱ πιστοί του στρατιῶτες ἐξετέλεσαν στὸ ἀκέραιο τὸ καθῆκόν τους. Τίμησαν τὰ ὅπλα. Τοῦ ἄνοιξαν καὶ πάλι τὸ δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς στὴν πατρίδα. Ἄφησέ με, Ἰωάβ, νὰ πάω». Ὁ στρατηγὸς ὅμως ἐπ ̓ οὐδενὶ λόγῳ ἤθελε ν ̓ ἀφήσῃ τὸν ἀγαπητό του Ἀχιμάας νὰ γίνῃ ἄγγελος τέτοιων εἰδήσεων. Γνώριζε πολὺ καλὰ τὴν τυφλὴ ἀγάπη, ποὺ εἶχε ὁ Δαβὶδ στὸν Ἀβεσσαλώμ. Καὶ δὲν ἤξερε πῶς θὰ ἔπαιρνε τώρα τὸ χαμό του. Καλύτερα νὰ μὴν ἐκτεθῇ ὁ Ἀχιμάας. Μπορεῖ νὰ πέσῃ σὲ δυσμένεια. Ἂς πάῃ ἄλλος. «Καὶ εἶπεν αὐτῷ Ἰωάβ· οὐκ ἀνὴρ εὐαγγελίας σὺ ἐν τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ καὶ εὐαγγελιῇ ἐν ἡμέρᾳ ἄλλῃ, ἐν δὲ τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ οὐκ εὐαγγελιῇ, οὗ εἵνεκεν ὁ υἱὸς τοῦ βασιλέως ἀπέθανε» (Β ́ Βασ. 18:20).

Τότε παρουσιάσθηκε ὁ Χουσί. Προσφέρθηκε νὰ ἀναλάβῃ αὐτὸς τὸ δύσκολο ἔργο. Ἦταν ἡλικιωμένος καὶ φίλος τοῦ Δαβίδ. Οἱ ὑπηρεσίες δέ, ποὺ εἶχε προσφέρει στὸ βασιλιά, ἦταν πολλὲς καὶ μεγάλες. Πραγματικά. Καταλληλότερο πρόσωπο δὲν ὑπῆρχε γιὰ μία τέτοια ἀποστολή. «Καὶ εἶπεν Ἰωὰβ τῷ Χουσί· βαδίσας ἀνάγγειλον τῷ βασιλεῖ ὅσα εἶδες· καὶ προσεκύνησε Χουσὶ τῷ Ἰωὰβ καὶ ἐξῆλθε» (Β ́ Βασ. 18:21).

Μὰ ὁ Ἀχιμάας δὲν τὸ βάζει κάτω. Ἐπαναλαμβάνει τὴν παράκλησί του. Πιὸ ἔντονα τώρα. «Ἔλα, στρατηγέ μου. Μὴ μὲ ἐμποδίζῃς. Ἄφησἐ με. Θὰ τὰ καταφέρω. Μὴν ἀνησυχῇς. Δὲν θὰ τὸν κακοκαρδίσω. Ξέρω καὶ ἕνα σύντομο δρόμο. Θὰ πάω ἀπὸ τὴν ὁδὸ Κεχάρ. Θὰ φθάσω γρηγορώτερα». Ὁ στρατηγὸς ἐπὶ τέλους κάμπτεται. Δίνει τὴν ἄδεια καὶ ξεκινοῦν οἱ δύο ἀγγελιαφόροι. Ὁ καθένας καὶ ἀπὸ ἄλλο δρόμο. Ποιός θὰ φθάσῃ πιὸ γρήγορα…

***

Ὁ Δαβὶδ εἶνε καθισμένος στὴν πύλη τῆς πόλεως Μαναΐμ. Περιμένει ὧρες ὁλόκληρες. Ἔχει τὰ χέρια του πλεγμένα. Ἡ ἀπόγνωσι εἶνε ζωγραφισμένη στὸ πρόσωπό του. Τί θὰ γίνῃ; Ἔκλινε ὁ ἥλιος πρὸς τὴ Δύσι, καὶ ἀκόμη καμμία εἴδησι. Πῶς πῆγαν οἱ ἄνδρες του στὴ μάχη; Μπόρεσαν ν’ ἀντιμετωπίσουν τοὺς πολυαρίθμους στασιαστάς; Μήπως ἡττήθηκαν; Καὶ ὁ Ἀβεσσαλώμ; Τὸ παιδί του ὁ Ἀβεσσαλώμ; Τί γίνεται; «Ἄχ! μεγάλε Ἀδωνάϊ. Βγάλε με σὺ ἀπ ̓ τὴ δύσκολη αὐτὴ θέσι. Ποτὲ δὲν ἔνοιωσα τόσο δυστυχισμένος. Γιὰ τί πρέπει νὰ εὔχωμαι; Ποιοί νὰ νικήσουν; Ποιοί νὰ ἡττηθοῦν; Θὰ σεβασθοῦν ἆραγε οἱ ἀνδρεῖοι μου τὸν Ἀβεσσαλώμ; Ἄχ! μικρέ μου ξεροκέφαλε! Ἂς ἐρχόταν τουλάχιστον κάποιος, νὰ μοῦ ἔφερνε μία εἴδησι, δύο λόγια, ἕνα μήνυμα!». Κανένας δὲν φαίνεται. Τὰ μάτια τοῦ Δαβὶδ ὅλο καὶ ἐρευνοῦν πέρα μακριὰ στὸν ὁρίζοντα, μήπως κανένα σημαδάκι φανῇ. Τίποτε ὅμως. Ἔτσι πέρασαν ὅλες οἱ ὧρες τῆς ἡμέρας. Γεμάτες ἀγωνία καὶ πλῆξι.

Ξαφνικὰ ὁ φρουρός, ποὺ βρισκόταν ψηλὰ στὴ σκοπιά, σὰν νὰ διέκρινε κάτι νὰ κινῆται στὸ βάθος. Φωνάζει λοιπὸν ὅλος χαρά: «Βασιλιά μου! Κάποιος ἔρχεται. Τὸν ξεχωρίζω καλά. Τρέχει. Δὲν θ’ ἀργήσῃ νὰ φθάσῃ ἐδῶ. Ἰδοὺ καὶ ἄλλος. Ἀπὸ πέρα, ἀπ’ τὴν ἄλλη κατεύθυνσι. Γιὰ μᾶς ἔρχονται. Ἀσφαλῶς θὰ ἔχουν πολλὰ νέα. Ἐπὶ τέλους! Καιρὸς ἦταν».

Ὁ Δαβὶδ ταράχθηκε. Πετιέται ἐπάνω σὰν ἐλατήριο. Τώρα τοὺς βλέπει καὶ αὐτός. Ἆραγε τί εἰδήσεις τοῦ φέρνουν; Θὰ χαρῇ ὡς βασιλιάς, ἢ θὰ κλαύσῃ ὡς πατέρας;

Πρῶτος φθάνει ὁ Ἀχιμάας. Λαχανιασμένος πέφτει στὰ πόδια τοῦ Δαβίδ. «Ἂς ἔχῃ δόξα Κύριος ὁ Θεός σου, ὁ ὁποῖος ἀπεμάκρυνε τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ σήκωσαν τὸ χέρι τους ἐναντίον σου, τοῦ κυρίου μου καὶ βασιλιά μου». «Καὶ ἐβόησε Ἀχιμάας καὶ εἶπε πρὸς τὸν βασιλέα· εἰρήνη. Καὶ προσεκύνησε τῷ βασιλεῖ ἐπὶ πρόσωπον αὐτοῦ ἐπὶ τὴν γῆν καὶ εἶπεν· εὐλογητὸς Κύριος ὁ Θεός σου, ὃς ἀπέκλεισε τοὺς ἄνδρας τοὺς ἐπαραμένους τὴν χεῖρα αὐτῶν ἐν τῷ κυρίῳ μου τῷ βασιλεῖ» (Β ́ Βασ. 18:28).

Ὁ Δαβὶδ ἔνοιωσε ἕνα σφίξιμο στὴν καρδιά. «Λοιπόν; Μίλα καθαρά. Γιατί μοῦ μασᾷς τὰ λόγια; Δὲν θέλω ἀοριστολογίες. Πές μου συγκεκριμένα. Τί γίνεται ὁ Ἀβεσσαλώμ;». «Καὶ εἶπεν ὁ βασιλεύς· εἰρήνη τῷ παιδαρίῳ τῷ Ἀβεσσαλώμ;» (Β΄ Βασ. 18:29). Ὁ Ἀχιμάας βρίσκεται τώρα σὲ δύσκολη θέσι. Δὲν περίμενε τόσο ἐνδιαφέρον γιὰ τὸν ἀρχιστασιαστή. Πίστευε, πὼς ὁ Δαυὶδ θὰ νοιαζόταν μονάχα γιὰ τὴν ἔκβασι τῆς μάχης. Ποῦ νὰ ἔβαζε μὲ τὸ νοῦ του, ὅτι ὁ βασιλιὰς θὰ ὑποχωροῦσε μπροστὰ στὸν πατέρα… Γι’ αὐτὸ δὲν ξέρει τί νὰ πῇ. Θυμᾶται τώρα τὸν Ἰωὰβ ποὺ τὸν ἀπέτρεπε ἀπὸ μία τόσο δύσκολη ἀποστολή. Ἀποφασίζει λοιπὸν νὰ μιλήσῃ πάλι ἀόριστα. Μὲ μασημένα λόγια ἀπαντᾷ στὴν ἐρώτησι τοῦ Δαβίδ. «Εἶδα πλῆθος πολὺ ἐκεῖ νὰ κινῆται, καὶ ἔτσι δὲν μπόρεσα νὰ πάρω θετικὲς πληροφορίες. Ξέρεις νά… ὅταν… ὁ Ἰωάβ… μ’ ἔστειλε… νά, δὲν γνωρίζω τί ἔγινε ἀκριβῶς ἐκεῖ…». «Καὶ εἶπεν Ἀχιμάας εἶδον τὸ πλῆθος τὸ μέγα τοῦ ἀποστεῖλαι τὸν δοῦλον τοῦ βασιλέως Ἰωὰβ καὶ τὸν δοῦλόν σου, καὶ οὐκ ἔγνων τί ἐκεῖ» (Β ́ Βασ. 18:29).

Ἐπάνω στὴν ὥρα ὅμως φθάνει καὶ ὁ Χουσί. Μήπως ἐκεῖνος μιλοῦσε πιὸ καθαρά; Ὁ Δαβὶδ στρέφεται πρὸς αὐτὸν καὶ περιμένει μὲ ἀγωνία ἀνακοινώσεις. «Ἂς μάθῃς, κύριέ μου βασιλεῦ, τὴν καλὴ εἴδησι, ὅτι ὁ Κύριος ἐξέδωσε σήμερα τὴ δίκαιη ἀπόφασι, καὶ σὲ ἀπάλλαξε ἀπὸ τὰ χέρια ὅλων τῶν ἐχθρῶν σου. «Εὐαγγελισθήτω ὁ κύριός μου ὁ βασιλεύς, ὅτι ἔκρινέ σοι Κύριος σήμερον ἐκ χειρὸς πάντων τῶν ἐπεγειρομένων ἐπὶ σέ» (Β ́ Βασ. 18:31). Πάλι αἰσθάνεται τὸ σφίξιμο στὴν καρδιά του ὁ Δαβίδ. Μὰ γιατί ἀποφεύγουν νὰ τοῦ δώσουν συγκεκριμένες πληροφορίες γιὰ τὸ πρόσωπο, ποὺ τόσο τὸν ἐνδιαφέρει; Μήπως καὶ συνέβη ἐκεῖνο, ποὺ φοβόταν; «Καὶ εἶπεν ὁ βασιλεὺς πρὸς τὸν Χουσί· εἰ εἰρήνη τῷ παιδαρίῳ τῷ Ἀβεσσαλώμ;». Ὁ Χουσὶ πρέπει ν’ ἀπαντήσῃ χωρὶς περιστροφές. Νὰ φανερώσῃ ὅλη τὴν ἀλήθεια. «Καὶ εἶπεν ὁ Χουσί· γένοιντο ὡς τὸ παιδάριον οἱ ἐχθροὶ τοῦ κυρίου μου τοῦ βασιλέως καὶ πάντες, ὅσοι ἐπανέστησαν ἐπ ̓ αὐτὸν εἰς κακά» (Β ́ Βασ. 18:32).

«Δηλαδή;… Ὥστε;… Συνέβη τὸ τρομερό;… Ἀλλοίμονό μου…». Μονάχα αὐτὰ τὰ λόγια ψιθυρίζει ὁ Δαβὶδ μὲ σβησμένη φωνή. Ἡ φοβερὴ εἴδησι ἔπεσε σὰν κεραυνός. ̔Ὁ Ἀβεσσαλώμ, ὁ υἱός του μὲ τὴ σπάνια ὀμορφιά, ὁ ζωηρὸς καὶ ἀτίθασος, ὁ ἀπροσάρμοστος, ὁ πονηρὸς καὶ κρυψίνους, δὲν ὑπάρχει πιά. Τὰ μάτια ἐκεῖνα, ποὺ πάντα μέσα τους ἔκρυβαν μία σκοτεινὴ φλόγα, δὲν ὑπάρχουν πιά. Ὁ Ἀβεσσαλὼμ εἶνε νεκρός. Νεκρός…

Ὁ δυστυχὴς πατέρας δὲν κρατιέται πιά. Σὰν δεντρὶ κτυπημένο ἀπὸ ἀστροπελέκι ἔγειρε. Εἶνε πολὺ βουρκωμένη ἡ ψυχή του. Δὲν χαίρεται γιὰ τὴ νίκη τῶν στρατευμάτων του. Κλαίει γιὰ τὸ χαμὸ τοῦ παιδιοῦ του. Ἀργά – ἀργὰ ἀποσύρεται. Κλείνεται σὲ κάποιο δωμάτιο. Ἐκεῖ κατάμονος ἀφήνει τὴν ψυχή του νὰ ξεσπάσῃ. «Καὶ ἐταράχθη ὁ βασιλεὺς καὶ ἀνέβη εἰς τὸ ὑπερῷον τῆς πύλης καὶ ἔκλαυσε· καὶ οὕτως εἶπεν ἐν τῷ πορεύεσθαι αὐτόν· υἱέ μου Ἀβεσσαλώμ, υἱέ μου, υἱέ μου Ἀβεσσαλώμ» (Β ́ Βασ. 18:33). «Υἱέ μου… Υἱέ μου… Υἱέ μου… Κανένας δὲν σὲ ἔκλαυσε… Κανένας δὲν βρέθηκε κοντά σου τὶς ὧρες τῆς ἀγωνίας σου… Γιατί μᾶς τὸ ἔκανες αὐτό; Ἤσουν περήφανος… Ἐγωιστής… Ἀνυπόμονος… Υἱέ μου… Υἱέ μου  Ἀβεσσαλώμ…». Καὶ ὁ θρῆνος τοῦ Δαβὶδ σταματημὸ δὲν εἶχε.

***

Μὰ ἂν ὁ Δαβὶδ ἔκλαυσε πικρὰ γιὰ ἕνα Ἀβεσσαλώμ, τί πρέπει νὰ κάνωμε ἐμεῖς ὅλοι γιὰ τὰ δικά μας παιδιά, ποὺ ἀργοπεθαίνουν κάθε μέρα. Ἡ νεολαία μας, τὰ ἀρνία τοῦ Ἰησοῦ, μακρυὰ ἀπὸ τὴ μάντρα τοῦ ποιμένος, πλεγμένα στὰ βάτα τῶν ἀμφιβολιῶν, ριγμένα στοὺς κρημνοὺς τῶν σαρκικῶν ἀπολαύσεων, πικραμένα ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας τὸ σαράκι, σιγοσβήνουν κάθε στιγμὴ ποὺ περνᾷ. Γι ̓ αὐτὸ εἶνε καιρὸς θρήνου.

Κλαύσετε πικρὰ σεῖς οἱ ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας, διότι κοιτάξατε τὰ μεταθετά σας καὶ τὸ θησαυρισμό σας. Διότι φροντίσατε μονάχα γιὰ τὴν καριέρα σας, καὶ ἀφήσατε μέσα στοὺς πέντε δρόμους ὀρφανὰ τὰ παιδιὰ τοῦ Ἰησοῦ. Οἱ λύκοι τὰ ἅρπαξαν.

Θρηνήσετε γονεῖς, μητέρες καὶ πατέρες, διότι κοιτάξατε μονάχα, πῶς θὰ ἐμφανίσετε τὰ τέκνα σας ὡς κούκλους μέσα στὴ μικρή σας κοινωνία, καὶ πῶς θὰ τὰ μορφώσετε στὰ διάφορα Κολλέγια καὶ Ἰνστιτοῦτα, ἐνῷ τὴν ψυχή τους στὶς δύσκολες ὧρες τῆς ἐφηβείας τὴν ἐγκαταλείψατε στὸ πέλαγος μιᾶς σφοδρῆς κρίσεως.

Κλαύσετε πολὺ καὶ σεῖς ἄνθρωποι τῆς τέχνης καὶ τῶν γραμμάτων, διότι μεθύσατε τὰ παιδιά μας μὲ τὰ ἡδύποτα τῆς γραφίδος σας, καὶ ἔτσι τὰ ξελογιάσατε καὶ τὰ σύρατε μακριὰ ἀπὸ τὸ Θεό, σὲ στοιχειωμένες χῶρες, ἐκεῖ ποὺ δὲν γελοῦν καὶ ποὺ δὲν χαίρονται ἀληθινὰ οἱ ἄνθρωποι.

Ἂς κλαύσωμε τέλος ὅλοι μας. Λίγο πολὺ κάποια εὐθύνη ἔχουμε ὅλοι μας γιὰ τὸ σημερινὸ κατάντημα τῆς νέας γενεᾶς. Ἂς κλαύσωμε τοὺς δικούς μας Ἀβεσσαλώμ. Μαζί μας θὰ συντονίσῃ τὰ δάκρυά του καὶ ὁ θρηνωδὸς προφήτης, ὁ Ἱερεμίας. Οἱ λόγοι του ἁρμόζουν στὴν πνευματική μας δυστυχία καὶ ἐρήμωσι. «Ἐξέλιπον ἐν δάκρυσιν οἱ ὀφθαλμοί μου, ἐταράχθη ἡ καρδία μου, ἐξεχύθη εἰς τὴν γῆν ἡ δόξα μου ἐπὶ τὸ σύντριμμα τῆς θυγατρὸς τοῦ λαοῦ μου ἐν τῷ ἐκλείπειν νήπιον καὶ θηλάζοντα ἐν πλατείαις πόλεως» (Θρῆνοι 2:11).

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek