Καὶ ἕνας νὰ μείνῃς, πιστεύω, Κύριε, νὰ λέγῃς

by admin

«Κἀγὼ ἑώρα­κα καὶ μεμαρ­τύ­ρη­κα, ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ» (Ἰωάν. 1:34)

Ἐχθές, ἀγα­πη­τοί μου, ἦταν ἡ ἑορ­τὴ τῶν Θεο­φα­νεί­ων, δηλα­δὴ ἡ φανέ­ρω­σι τοῦ Θεοῦ. Ἀλλ᾽ αὐτὸ δὲν τὸ αἰσθα­νό­με­θα· διό­τι ἄλλο τὸ νὰ ξέρῃς καὶ ἄλλο τὸ νὰ αἰσθά­νε­σαι. Στὰ παλαιὰ χρό­νια, ποὺ οἱ ἄνθρω­ποι ἤξε­ραν ὀλί­γα γράμ­μα­τα, ἔμπαι­ναν στὴν ἐκκλη­σία καὶ τοὺς ἔβλε­πες νὰ αἰσθά­νων­ται τὸ μεγα­λεῖο. Εἶχαν αἴσθη­σι, καρ­διὰ αἰσθαν­τι­κή, τὰ ζοῦ­σαν. Τώρα ξέρου­με πολ­λά, ἀλλ’ ἡ καρ­διὰ εἶνε ξηρά. Καὶ ὁ ἄνθρω­πος δὲν εἶνε μόνο μυα­λὸ καὶ δια­βή­της· εἶνε κυρί­ως καρ­διά. Μπαί­νουν χίλιοι στὴν ἐκκλη­σία, ἀλλ᾽ ἀμφι­βάλ­λω ἐὰν ἕνας αἰσθά­νε­ται τὸ μεγα­λεῖο ποὺ λέγε­ται θεία λει­τουρ­γία, τὰ ὑπέ­ρο­χα ᾄσμα­τα ποὺ ψάλ­λει ἡ Ἐκκλη­σία. Ὅλα κατήν­τη­σαν τύπος· χρειά­ζε­ται μία ἀλλα­γή, ὥστε ὁ ἐκκλη­σια­σμὸς νὰ λάβῃ οὐσια­στι­κὸ περιε­χό­με­νο.

Λέμε λοι­πόν, ὅτι Θεο­φά­νεια εἶνε ἡ φανέ­ρω­σι τοῦ Θεοῦ. Διό­τι ξέρου­με, ὅτι πρὸ Χρι­στοῦ ὁ ἀλη­θι­νὸς Θεὸς ἦταν ἄγνω­στος. Καὶ ὄχι μόνο στοὺς ἀγρί­ους· καὶ αὐτὸς ὁ εὐγε­νὴς λαὸς τῶν Ἑλλή­νων ἀγνο­οῦ­σε τὸν ἀλη­θι­νὸ Θεό, γι᾿ αὐτὸ στὸ «κλει­νὸν ἄστυ» οἱ Ἀθη­ναῖ­οι πρό­γο­νοί μας εἶχαν καὶ βωμὸ μὲ ἐπι­γρα­φὴ «ἀγνώ­στῳ Θεῷ» (Πράξ. 17:23). Λάτρευαν οἱ ἄνθρω­ποι ὅ,τι φαν­τα­σθῇς· ἀπί­στευ­το καὶ ὅμως ἀλη­θι­νό.

Μὰ σὰν ἐχθὲς οἱ οὐρα­νοὶ σχί­σθη­καν καὶ ἔγι­νε ἡ φανέ­ρω­σι τοῦ ἀλη­θι­νοῦ Θεοῦ, τῆς ἁγί­ας Τριά­δος· ὁ Πατὴρ φώνα­ξε· «Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγα­πη­τός, ἐν ᾧ εὐδό­κη­σα» (Ματθ. 3:17), ὁ Υἱὸς βαπτί­σθη­κε στὰ ρεῖ­θρα τοῦ Ἰορ­δά­νου, καὶ τὸ Πνεῦ­μα τὸ ἅγιο μὲ τὴ μορ­φὴ περι­στε­ριοῦ «ἐβε­βαί­ου τοῦ λόγου τὸ ἀσφα­λές», βεβαί­ω­νε δηλα­δή, ὅτι ὁ βαπτι­ζό­με­νος εἶνε ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ.

Ἀφή­σα­με πιὰ τὴν περί­ο­δο τοῦ Δωδε­καη­μέ­ρου, ποὺ ἄρχι­σε τὴ νύκτα τῶν Χρι­στου­γέν­νων καὶ ἔκλει­σε ἐχθές. Δώδε­κα ἡμέ­ρες, δώδε­κα σκα­λιά· ἕνα πνευ­μα­τι­κὸ ἀσαν­σέρ, ποὺ μᾶς ἀνε­βά­ζει ἀπὸ τὴ γῆ πρὸς τὸν οὐρα­νό.

Ἐχθὲς Θεο­φά­νεια. Καὶ σήμε­ρα πάλι ἑορ­τή· ἡ Ἐκκλη­σία μας μᾶς καλεῖ νὰ τιμή­σω­με τὸ πρό­σω­πο, ποὺ ὑπη­ρέ­τη­σε στὴ βάπτι­σι τοῦ Κυρί­ου ἡμῶν Ἰησοῦ Χρι­στοῦ. Συνε­πῶς ὁ λόγος θὰ εἶνε γιὰ τὸν ἱερὸ Βαπτι­στή.

***

Τί ἦταν ὁ ἅγιος Ἰωάν­νης; Ἄνθρω­πος μὲ ὑλι­κὸ σῶμα ὅπως καὶ ἐμεῖς. Σωμα­τι­κῶς δὲν δια­φέ­ρου­με μετα­ξύ μας τόσο, ὅσο δια­φέ­ρου­με ψυχι­κῶς· ἐκεῖ ἡ δια­φο­ρὰ ποὺ μᾶς χωρί­ζει εἶνε χαώ­δης. Ἄνθρω­πος ποὺ δὲν ἔχει πίστι καὶ ἔννοια τοῦ Θεοῦ, ποὺ δὲν πατά­ει στὴν ἐκκλη­σία, δὲν προ­σεύ­χε­ται, δὲν συναι­σθά­νε­ται τὰ ἁμαρ­τή­μα­τά του, δὲν μετα­νο­εῖ, ἀλλ᾽ ἀντι­θέ­τως βλα­στη­μά­ει τὸ Θεὸ καὶ κυλί­ε­ται σὰν τὸ χοῖ­ρο στὸ βόρ­βο­ρο, αὐτὸς κακῶς ὀνο­μά­ζε­ται ἄνθρω­πος· εἶνε ἕνα δίπο­δο κτῆ­νος μὲ μορ­φὴ ἀνθρώ­που. Γι᾿ αὐτὸν ὁ προ­φή­της Δαβὶδ εἶπε: «ἄνθρω­πος ἐν τιμῇ ὢν οὐ συνῆ­κε, παρα­συ­νε­βλή­θη τοῖς κτή­νε­σι τοῖς ἀνο­ή­τοις καὶ ὡμοιώ­θη αὐτοῖς (=ἔγι­νε σὰν τὰ ἄλο­γα ζῷα, ὅμοιος μ’ αὐτά)» (Ψαλμ. 48:13, 21). Καὶ ὁ πρό­γο­νός μας Διο­γέ­νης πῆρε φανά­ρι μέρα μεση­μέ­ρι καὶ γύρι­ζε τὴν Ἀθή­να, λέγον­τας· «Ἄνθρω­πον ζητῶ». Τί ἐννο­οῦ­σε; Δὲν ὑπῆρ­χαν ἄνθρω­ποι; Ὑπῆρ­χαν, ἀλλ’ εἶχαν ἐκπέ­σει ἀπὸ τὸ ὕψος τους.

Πέφτει ὁ ἄνθρω­πος, κατρα­κυ­λᾷ. Αὐτὸ εἶνε τὸ μεγά­λο δρᾶ­μα του. Πέφτει στὴν ἁμαρ­τία, καὶ ἡ πτῶ­σι του εἶνε μεγά­λη. Ἀπὸ τὸ βάθος ἐκεῖ­νο, στὸ ὁποῖο φθά­νει, δὲν μπο­ρεῖ νὰ τὸν σηκώ­σῃ οὔτε ἡ φιλο­σο­φία, οὔτε ἡ τέχνη, οὔτε ἡ ποί­η­σι, οὔτε τὰ δρά­μα­τα, οὔτε τὰ θέα­τρα, οὔτε οἱ κινη­μα­το­γρά­φοι, οὔτε τὰ δικα­στή­ρια, οὔτε οἱ ποι­νές. Ἐὰν μπο­ροῦ­σε ὁ ἄνθρω­πος νὰ σωθῇ μόνος του, μὲ τὰ ἀνθρώ­πι­να μέσα, δὲν θὰ κατέ­βαι­νε ὁ Χρι­στὸς στὸν κόσμο. Γιὰ νὰ κατε­βῇ, σημαί­νει, ὅτι ἡ φθο­ρὰ ἦταν ἀθε­ρά­πευ­τη καὶ ἦταν ἀνάγ­κη ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ νὰ «κλί­νῃ (=κάμ­ψῃ τοὺς) οὐρα­νούς» γιὰ νὰ κατε­βῇ ἐδῶ καὶ νὰ τὸν σώσῃ.

Ξέρε­τε πῶς μοιά­ζει ὁ ἄνθρω­πος; Παρα­τη­ροῦ­σα κάπο­τε σ᾽ ἕνα λιμά­νι, ποὺ εἶχε βυθι­σθῇ ἀπὸ τὸ βομ­βαρ­δι­σμὸ ἕνα μικρὸ πλοῖο καὶ ἔμε­νε στὸν πυθ­μέ­να. Οἱ δύτες δὲν μπο­ροῦ­σαν νὰ τὸ βγά­λουν. Χρειά­σθη­κε νὰ ἔλθῃ ἰσχυ­ρὸς γερα­νός. Ἔρρι­ξε γάν­τζους στὸ βάθος τῆς θαλάσ­σης καὶ μετὰ ἀπὸ κοπιώ­δη προ­σπά­θεια, –ἔτρι­ζε ὅλος ὁ γερα­νός–, κατώρ­θω­σε σιγά — σιγὰ ν᾿ ἀνα­σύ­ρῃ τὸ σκά­φος καὶ νὰ τὸ βγά­λῃ ἐπά­νω. Ἔτσι καὶ ὁ ἄνθρω­πος· εἶχε πέσει σὲ βάθος δια­φθο­ρᾶς, καὶ ἕνας γερα­νὸς οὐρά­νιος κατέ­βη­κε ἐκεῖ βαθειά, τὸν σήκω­σε, βαρὺ σὰν μολύ­βι, καὶ τὸν ἔβγα­λε ἐπά­νω· εἶνε ὁ Κύριός μας. Ἄνθρω­πος ποὺ πιστεύ­ει στὸ Χρι­στό, ποὺ προ­σεύ­χε­ται, μετα­νο­εῖ, ἐξο­μο­λο­γεῖ­ται, τρέ­χει στὴν ἐκκλη­σία· ἄνθρω­πος ποὺ ζῇ τίμια μὲ τὴ γυναῖ­κά του καὶ δὲν ἀθε­τεῖ τὸν ἱερὸ γάμο του, ποὺ ἔχει συνεί­δη­σι τῶν ὑπο­χρε­ώ­σε­ών του ἀπέ­ναν­τι στὸν ἑαυ­τό του, στὴν οἰκο­γέ­νειά του, στὴν πατρί­δα, στὸ Θεό, αὐτὸς σιγά — σιγὰ ἀνε­βαί­νει ψηλά, γίνε­ται πραγ­μα­τι­κὸς ἄνθρω­πος, ἀγγί­ζει τὰ ἄστρα τοῦ οὐρα­νοῦ.

Ἐδῶ εἶνε τὸ μυστή­ριο. Ὁ ἄνθρω­πος μπο­ρεῖ νὰ καταν­τή­σῃ χει­ρό­τε­ρος ἀπὸ τὰ ζῷα, ἀκό­μη καὶ ἀπὸ τὸ Σατα­νᾶ· διό­τι ὁ Σατα­νᾶς κάνει πολ­λὰ ἁμαρ­τή­μα­τα, ἀλλ’ ἕνα δὲν τὸ κάνει ποτέ του· δὲν ὑβρί­ζει τὸ Χρι­στό· ἀκού­ει τὸ ὄνο­μά Του καὶ τρέ­μει. Ἄνθρω­πος λοι­πόν, ποὺ βλα­στη­μά­ει, γίνε­ται κτῆ­νος καὶ χει­ρό­τε­ρος ἀπὸ τὸ δαί­μο­να. Καὶ σήμε­ρα πολ­λοὶ δὲν δια­φέ­ρουν ἀπὸ τὰ κτή­νη καὶ ὀλί­γο δια­φέ­ρουν ἀπὸ τοὺς δαί­μο­νες τῆς κολά­σε­ως, μὲ τοὺς ὁποί­ους πάλευ­σε ὁ ἅγιος Ἀντώ­νιος. Ὁ ἄπι­στος εἶνε σαρ­κω­μέ­νος δαί­μο­νας, καὶ χει­ρό­τε­ρος· διό­τι ὁ δαί­μο­νας πιστεύ­ει ὅτι ὑπάρ­χει Θεός, ἐνῷ ὁ ἄπι­στος καὶ ἄθε­ος δὲν πιστεύ­ει (βλ. Ἰακ. 2:19).

Ἐπα­νέρ­χο­μαι στὸ θέμα. Ἐνῷ λοι­πὸν πολ­λοὶ ἄνθρω­ποι κατρα­κυ­λοῦν, πέφτουν καὶ λίγο δια­φέ­ρουν ἀπὸ τοὺς δαί­μο­νες, ἀντι­θέ­τως ὁ ἅγιος Ἰωάν­νης ὁ Βαπτι­στὴς μᾶς δεί­χνει, ὅτι ὁ ἄνθρω­πος μπο­ρεῖ νὰ νική­σῃ τὴ δια­φθο­ρὰ καὶ τὰ πάθη καὶ νὰ φθά­σῃ –σὲ τί ὕψος; Ἐνῷ ὁ Ἰού­δας κατρα­κύ­λη­σε στὴν κατα­στρο­φή, ὁ ἅγιος Ἰωάν­νης πέτα­ξε ψηλά, πολὺ ψηλά. Κοι­τά­ξε­τε τὴν εἰκό­να του! Εἶνε ὁ μόνος ἅγιος, ποὺ ζωγρα­φί­ζε­ται μὲ πτε­ρά. Ἐνῷ εἶνε ἄνθρω­πος μὲ σάρ­κα, ἐν τού­τοις οἱ ζωγρά­φοι ἀπὸ πολὺ παλαιὰ τὸν ζωγρα­φί­ζουν μὲ πτε­ρά. Θέλουν νὰ ποῦν· μολο­νό­τι ἔχει σάρ­κα καὶ ὀστᾶ, δὲν ἦταν πλέ­ον ἄνθρω­πος· ἦταν ἄγγε­λος. Ὁ ἄπι­στος λοι­πὸν εἶνε σαρ­κω­μέ­νος δαί­μο­νας, ὁ ἅγιος Ἰωάν­νης ὁ Βαπτι­στὴς εἶνε ἔνσαρ­κος ἄγγε­λος.

Πῶς ἔζη­σε; Πρῶ­τα — πρῶ­τα ἦταν δοτός· οἱ γονεῖς του δηλα­δὴ τὸν ὑπο­σχέ­θη­καν στὸ Θεὸ καὶ μικρὸς ἔφυ­γε στὴν ἔρη­μο τοῦ Ἰορ­δά­νου. Ἔζη­σε ζωὴ ἁπλῆ, λιτή, ἀσκη­τι­κή. Στρῶ­μα του εἶχε τὴν ἀμμου­διὰ τῆς ὄχθης, στέ­γη του τὰ ἄστρα, ποτό του νερὸ ἀπ᾽ τὸ ποτά­μι, τρο­φή του ἀκρί­δες (τρυ­φε­ρὲς ἄκρες χόρ­των ἢ τὰ γνω­στὰ ἔντο­μα). Σύν­τρο­φοί του ἦταν οἱ ἄγγε­λοι καὶ τὰ θηρία. Ἐκεῖ ἔμει­νε χρό­νια.

Ἔπει­τα πῆρε ἐντο­λή, ἄρχι­σε νὰ διδά­σκῃ στὴν ὄχθη τοῦ Ἰορ­δά­νου καὶ νὰ βαπτί­ζῃ. Στε­κό­ταν πάνω σ᾽ ἕνα βρά­χο, –ποὺ ἀκό­μη τὸν δεί­χνουν–, καὶ κήρυτ­τε· ὄχι ὅπως κηρύτ­του­με ἐμεῖς, κολα­κεύ­ον­τας τὰ ἀνθρώ­πι­να πάθη, ἀλλ’ ὡς ἀντι­πρό­σω­πος τοῦ Θεοῦ. Ὅλο τὸ κήρυγ­μά του ἦταν μία λέξι, ποὺ ἔχει βάθος καὶ πλά­τος, μῆκος καὶ ὕψος· «Μετα­νο­εῖ­τε» (Ματθ. 3:2). Ἐὰν ὁ ἄνθρω­πος τὴν τηρή­σῃ, θὰ θερα­πεύ­σῃ τὰ ἕλκη του. Τὴν ἴδια λέξι ἐπα­νέ­λα­βε καὶ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χρι­στός (ἔ.ἀ. 4:17). Δηλα­δή, τί νὰ κάνῃς; Ὅπως πᾶμε, ψυχι­κῶς καὶ ἠθι­κῶς, πᾶμε κατὰ κρη­μνῶν. Εἶνε σὰν ἕνα πλοῖο, τοῦ ὁποί­ου ὁ καπε­τά­νιος μέθυ­σε καὶ ἔχα­σε τὴν πορεία του.

Ἔζη­σα στὴ ζωή μου αὐτὸ τὸ πρᾶγ­μα. Ταξί­δευα στὶς Κυκλά­δες. Συνέ­βη λοι­πὸν νὰ μεθύ­σῃ ὁ καπε­τά­νιος καὶ τὸ πλοῖο κιν­δύ­νευε νὰ πέσῃ ἔξω. Τότε κάποιος ναύ­της ἔξυ­πνος κατά­λα­βε, ὅτι θὰ πέσου­με σὲ βρά­χια· ἔτρε­ξε, ἀνέ­βη­κε στὴ γέφυ­ρα καὶ πρό­λα­βε νὰ ξυπνή­σῃ τὸν ὑπο­πλοί­αρ­χο, φωνά­ζον­τας· Στρο­φή! στρο­φὴ 180 μοι­ρῶν! Καὶ ἱκα­νὸς ἐκεῖ­νος, μόλις κατώρ­θω­σε νὰ κάνῃ τὴ στρο­φὴ καὶ ν᾿ ἀπο­φύ­γῃ τὸ ναυά­γιο.

Ἡ μετά­νοια λοι­πὸν εἶνε ἡ στρο­φὴ 180 μοι­ρῶν. Καὶ ἂν ἐμεῖς, ἀγα­πη­τοί μου, καὶ ὡς ἄτο­μα καὶ ὡς οἰκο­γέ­νειες καὶ ὡς ἔθνος δὲν κάνου­με τέτοια στρο­φή, θὰ χαθοῦ­με.

Τέλος ἐμφα­νί­σθη­κε ξαφ­νι­κὰ καὶ ἔπε­σε σὰν κεραυ­νὸς μέσα στὴ διε­φθαρ­μέ­νη κοι­νω­νία.

Ὅταν ἔμα­θε, ὅτι ὁ ἀνά­ξιος βασι­λιᾶς Ἡρώ­δης γλεν­το­κο­ποῦ­σε μὲ παλ­λα­κί­δα καὶ κανείς δὲν τολ­μοῦ­σε νὰ τὸν ἐλέγ­ξῃ, ἀνέ­βη­κε στὰ ἀνά­κτο­ρα καὶ ἔρρι­ξε τὸν κεραυ­νό του, φωνά­ζον­τας· Βασι­λιά, «οὐκ ἔξε­στί σοι ἔχειν τὴν γυναῖ­κα τοῦ ἀδελ­φοῦ σου», δὲν σοῦ ἐπι­τρέ­πε­ται νὰ συζῇς παρα­νό­μως μὲ τὴ νύφη σου. Τὸ τέλος του ἦταν μαρ­τυ­ρι­κό· τοῦ πῆραν τὸ κεφά­λι, τὸν ἔσφα­ξαν.

***

Αὐτὸς ἦταν ὁ Βαπτι­στὴς τοῦ Κυρί­ου. Ἀνώ­τε­ρη φυσιο­γνω­μία, οὐρα­νο­μή­κης ψυχή. Καὶ ἔψα­λα τὸ ἐγκώ­μιό του γιὰ νὰ τονί­σω τὰ ἑξῆς.

Στὸν Ἰορ­δά­νη ἔλε­γε πρὸς ὅλους τὸ «Μετα­νο­εῖ­τε»· καὶ βαπτί­ζον­ταν κατὰ χιλιά­δες. Ἔμπαι­ναν μέσα στὸ ποτά­μι μέχρι τὸ λαι­μὸ γυμνοί. Καὶ ὅσο ἔλε­γαν τὰ ἁμαρ­τή­μα­τά τους, ἔμε­ναν βου­τηγ­μέ­νοι στὸ νερό, ἄλλος δέκα λεπτά, ἄλλος εἴκο­σι, ἄλλος μία ὥρα, ἄλλος δύο ὧρες, ἄλλος τρεῖς, ἀνα­λό­γως τῶν ἁμαρ­τη­μά­των. Καὶ ἐνῷ ὅλοι ἔμε­ναν στὸ νερὸ κάποιο χρο­νι­κὸ διά­στη­μα, ἕνας μόνον, ὁ Ἰησοῦς, δὲν ἔμει­νε καθό­λου. Τὸ λέγει τὸ Εὐαγ­γέ­λιο μὲ μία λέξι: «καὶ βαπτι­σθεὶς ὁ Ἰησοῦς ἀνέ­βη εὐθὺς ἀπὸ τοῦ ὕδα­τος» (Ματθ. 3:16). Τί σημαί­νει τὸ «εὐθύς»; Ὅτι μόλις μπῆ­κε ἀμέ­σως βγῆ­κε. Δὲν εἶχε νὰ πῇ καμ­μία ἁμαρ­τία. Εἶνε ὁ μόνος ἀνα­μάρ­τη­τος.

–Τότε λοι­πὸν για­τί βαπτί­σθη­κε;

Βαπτί­σθη­κε τώρα, ποὺ ἀρχί­ζει ἡ δημό­σια ζωή του, γιὰ νὰ δοθοῦν, ἐπί­ση­μα καὶ ἐνώ­πιον ὅλων, οἱ ἀπαι­τού­με­νες βεβαιώ­σεις γιὰ τὸ πρό­σω­πό του.

Γίνε­ται ἡ φανέ­ρω­σι τοῦ μυστη­ρί­ου τῆς ἁγί­ας Τριά­δος καὶ ἐκεῖ μαρ­τυ­ρεῖ γι᾿ αὐτὸν ὁ οὐρά­νιος Πατέ­ρας φωνά­ζον­τας· «Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγα­πη­τός, ἐν ᾧ εὐδό­κη­σα» (Ματθ. 3:17). Ὁ Ἰησοῦς εἶνε ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ Πατρός.

Γίνε­ται ἡ βάπτι­σι καὶ κατ᾽ αὐτὴν μαρ­τυ­ρεῖ γι᾽ αὐτὸν ὁ Βαπτι­στής, ποὺ δὲν εἶπε ποτέ ψέμα, καὶ ἐκεῖ λέγει σὲ ὅλους· Μαρ­τυ­ρῶ, δίνω κατά­θε­σι, ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶνε ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ· «κἀγὼ ἑώρα­κα καὶ μεμαρ­τύ­ρη­κα, ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ» (Ἰωάν.1:34).

Στὶς δύο αὐτὲς μαρ­τυ­ρί­ες θὰ προ­στε­θοῦν ἔπει­τα καὶ ἄλλες ὅπως γιὰ παρά­δειγ­μα:

Στὴ σταύ­ρω­σι τοῦ Ἰησοῦ ὁ εὐγνώ­μων λῃστής, φωτι­ζό­με­νος ἀπὸ τὸ Θεό, τὸν ἀνα­γνω­ρί­ζει βασι­λέα καὶ τοῦ ζητά­ει· «Μνή­σθη­τί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασι­λείᾳ σου» (Λουκ. 23:42).

Ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἐκπνέ­ει καὶ γίνε­ται σει­σμὸς καὶ ἄλλα συγ­κλο­νι­στι­κὰ γεγο­νό­τα, τότε ὁ Ρωμαῖ­ος κεν­τυ­ρί­ων (ἑκα­τόν­ταρ­χος) ὁμο­λο­γεῖ· «Ἀλη­θῶς Θεοῦ Υἱὸς ἦν οὗτος» (Ματθ. 27:54).

Καὶ στὴ διάρ­κεια τῆς και­νῆς δια­θή­κης ἑκα­τομ­μύ­ρια μάρ­τυ­ρες δίνουν τὴ ζωή τους γιὰ τὸ Χρι­στό, διό­τι πιστεύ­ουν, ὅτι εἶνε Θεός.

Καὶ στὸ τέλος, ὅπως λέγει ὁ Τζο­βάν­νι Παπί­νι στὴν Ἱστο­ρία τοῦ Χρι­στοῦ, καὶ ἐκεῖ­νοι οἱ ἄπι­στοι, ποὺ ὑβρί­ζουν καὶ βλα­σφη­μοῦν τὸ Χρι­στό, θὰ ἔλθῃ ἡ ὥρα, ποὺ θὰ γονα­τί­σουν μπρο­στά του. Ἡ νίκη θὰ εἶνε τοῦ Χρι­στοῦ, καὶ κάθε γλῶσ­σα θὰ ὁμο­λο­γή­σῃ, «ὅτι Κύριος Ἰησοῦς Χρι­στὸς εἰς δόξαν Θεοῦ πατρός» (Φιλιπ. 2:11).

Μὴ κλο­νί­ζε­σθε, ἀδελ­φοί μου! Καὶ ἂν ἀκό­μη ἔλθουν χρό­νια ἄπι­στα, καὶ κυβερ­νή­σουν ἄθε­οι, καὶ γκρε­μί­σουν θυσια­στή­ρια, καὶ σφά­ξουν κλη­ρι­κούς, καὶ ἐξον­τώ­σουν πιστούς, καὶ ἂν ὅλοι ἀρνη­θοῦν τὸ Χρι­στό, σύ, καὶ ἕνας νὰ μεί­νῃς, νὰ λέγῃς: Πιστεύω, Κύριε· σὺ εἶσαι ὁ Θεός μου, ὁ λυτρω­τής μου, ὁ βασι­λεύς μου· ὅν, παῖ­δες Ἑλλή­νων, ὑμνεῖ­τε καὶ ὑπε­ρυ­ψοῦ­τε εἰς πάν­τας τοὺς αἰῶ­νας· ἀμήν.

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek