ΓΕΝΕΣΙΟ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ (8 Σεπτεμβρίου)

Περικοπές και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΓΕΝΕΣΙΟ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

Προς Φιλιπ­πη­σί­ους, κεφά­λαιο Β΄, εδά­φια 5–11

5 Τοῦ­το γὰρ φρο­νεί­σθω ἐν ὑμῖν ὃ καὶ ἐν Χρι­στῷ ᾿Ιησοῦ, 6 ὃς ἐν μορ­φῇ Θεοῦ ὑπάρ­χων οὐχ ἁρπαγ­μὸν ἡγή­σα­το τὸ εἶναι ἴσα Θεῷ, 7 ἀλλ’ ἑαυ­τὸν ἐκέ­νω­σε μορ­φὴν δού­λου λαβών, ἐν ὁμοιώ­μα­τι ἀνθρώ­πων γενό­με­νος, 8 καὶ σχή­μα­τι εὑρε­θεὶς ὡς ἄνθρω­πος ἐτα­πεί­νω­σεν ἑαυ­τὸν γενό­με­νος ὑπή­κο­ος μέχρι θανά­του, θανά­του δὲ σταυ­ροῦ. 9 Διὸ καὶ ὁ Θεὸς αὐτὸν ὑπε­ρύ­ψω­σε καὶ ἐχα­ρί­σα­το αὐτῷ ὄνο­μα τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνο­μα, 10 ἵνα ἐν τῷ ὀνό­μα­τι ᾿Ιησοῦ πᾶν γόνυ κάμ­ψῃ ἐπου­ρα­νί­ων καὶ ἐπι­γεί­ων καὶ κατα­χθο­νί­ων, 11 καὶ πᾶσα γλῶσ­σα ἐξο­μο­λο­γή­ση­ται ὅτι Κύριος ᾿Ιησοῦς Χρι­στὸς εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός.

Διό­τι πρέ­πει στού­τον να μιμη­θή­τε τον Κυριον· να καλ­λιερ­γή­σε­τε δηλα­δή το φρό­νη­μα της ταπει­νο­φρο­σύ­νης απέ­ναν­τι των άλλων και της αγά­πης προς τους άλλους, το οποί­ον υπήρ­χε και στον Ιησούν Χρι­στόν. Ο Χρι­στός δηλα­δή καί­τοι είχε την αυτήν ουσί­αν και τα αυτά άπει­ρα ιδιώ­μα­τα με τον Θεόν και ως ζων­τα­νή, αυτου­σία και απα­ράλ­λα­κτος εικών του Θεού υπήρ­χε εν μορ­φή Θεού, δεν εθε­ώ­ρη­σε, ότι έχει εξ αρπα­γής το να είναι ίσος με τον Θεόν. (Δι’ αυτό δε και δεν εφο­βή­θη να απο­θέ­ση κατά συγ­κα­τά­βα­σιν και οικο­νο­μί­αν δι’ ημάς την δόξαν της θεό­τη­τός του), αλλά άδεια­σε, τρό­πον τινά, τον εαυ­τόν του και εμί­κρυ­νε μόνος του την άπει­ρον δόξαν της θεό­τη­τός του προ­σκαί­ρως και έλα­βε μορ­φήν δού­λου, γενό­με­νος όμοιος με τους ανθρώ­πους. Και ευρέ­θη έτσι κατά το σχή­μα και την εμφά­νι­σιν σαν απλούς άνθρω­πος, ενώ δεν έπαυ­σε ούτε επί στιγ­μήν να είναι και τέλειος Θεός, και ετα­πεί­νω­σε τον ευα­τόν του γενό­με­νος υπή­κο­ος μέχρι θανά­του και μάλι­στα θανά­του σταυ­ρι­κού, του πλέ­ον φρι­κτού και ταπει­νω­τι­κού. Δι’ αυτήν του δε την ταπεί­νω­σιν και υπα­κο­ήν τον ύψω­σε και τον εδό­ξα­σε με το παρα­πά­νω ο Θεός και ως άνθρω­πον και του εχά­ρι­σε το όνο­μα Κυριος, που είναι ανώ­τε­ρον από κάθε άλλο όνο­μα του ουρα­νού και της γης. 10 Και τον υπε­ρύ­ψω­σε, δια να καμ­φθή στο όνο­μα του Ιησού κάθε γόνα­τον με ευλά­βειαν και σεβα­σμόν και να προ­σκυ­νή­σουν τον Ιησούν οι επου­ρά­νιοι άγγε­λοι και οι επί­γειοι άνθρω­ποι και αυτά ακό­μη τα πονη­ρά πνεύ­μα­τα, που είναι εις τα κατα­χθό­νια, να υπο­τα­χθούν με φόβον και τρό­μον ενώ­πιον της θεί­ας του δυνά­με­ως και δόξης. 11 Και έτσι κάθε γλώσ­σα να δια­λα­λή­ση με όλην της την δύνα­μιν, ότι ο Ιησούς Χρι­στός είναι Κυριος του ουρα­νού και της γης· και η δια­κή­ρυ­ξις αυτή θα γίνε­ται εις δόξαν του Θεού και Πατρός (ο οποί­ος έτσι εσχε­δί­α­σε την σωτη­ρί­αν των ανθρώ­πων και την δόξαν του εναν­θρω­πή­σαν­τος Υιού του).

5 Εφό­σον δηλα­δή είστε μαθη­τές και δού­λοι του Ιησού Χρι­στού, πρέ­πει να μιμη­θεί­τε την ταπεί­νω­ση και την αυτα­πάρ­νη­σή Του. Ας υπάρ­χει λοι­πόν μέσα σας αυτό το φρό­νη­μα της ταπει­νώ­σε­ως και αυτα­παρ­νή­σε­ως που είχε κι ο Ιησούς Χρι­στός. 6 Ο Ιησούς Χρι­στός δηλα­δή, αν και είχε την ίδια ουσία και φύση με τον Θεό Πατέ­ρα και ως απα­ράλ­λα­κτη και ζων­τα­νή εικό­να του Θεού είχε τη μορ­φή και τη φύση του Θεού, δεν θεώ­ρη­σε την ισό­τη­τά Του με τον Θεό Πατέ­ρα απο­τέ­λε­σμα αρπα­γής· διό­τι εάν ήταν απο­τέ­λε­σμα αρπα­γής, δεν θα τολ­μού­σε να το απο­θέ­σει, από φόβο μήπως το χάσει. 7 Αλλά κένω­σε τον εαυ­τό Του συγ­κα­λύ­πτον­τας και κρύ­βον­τας για κάποιο διά­στη­μα τη δόξα και το μεγα­λείο της θεό­τη­τός Του. Πήρε μορ­φή δού­λου και έγι­νε όμοιος με τους ανθρώ­πους. 8 Και ενώ παρου­σιά­στη­κε με την εξω­τε­ρι­κή όψη του ανθρώ­που, δεν ήταν μόνον άνθρω­πος, όπως φαι­νό­ταν, αλλά ήταν συγ­χρό­νως και Θεός. Και ταπεί­νω­σε τον εαυ­τό Του δεί­χνον­τας τέλεια υπα­κοή μέχρι θανά­του, και μάλι­στα θανά­του σταυ­ρι­κού, που είναι ο πλέ­ον οδυ­νη­ρός και ατι­μω­τι­κός θάνα­τος.

9 Για την ταπεί­νω­ση λοι­πόν και την υπα­κοή Του αυτή ο Θεός Τον υπε­ρύ­ψω­σε και ως άνθρω­πο και Του χάρι­σε όνο­μα, το όνο­μα Κύριος Ιησούς Χρι­στός, που είναι πάνω από κάθε άλλο όνο­μα. 10 Τον υπε­ρύ­ψω­σε, ώστε στο όνο­μα του Ιησού να γονα­τί­σουν ταπει­νά και να Τον προ­σκυ­νή­σουν λατρευ­τι­κά και οι άγγε­λοι στον ουρα­νό και οι άνθρω­ποι στη γη και οι ψυχές των νεκρών στα κατα­χθό­νια˙ αλλά κι αυτά τα δαι­μο­νι­κά όντα που είναι στα κατα­χθό­νια με τρό­μο να υπο­κλι­θούν μπρο­στά στο μεγα­λείο Του. 11 Και έτσι κάθε γλώσ­σα να ομο­λο­γή­σει φανε­ρά, δυνα­τά και ξεκά­θα­ρα ότι ο Ιησούς Χρι­στός είναι Κύριος. Και με την ομο­λο­γία αυτή και την ανα­γνώ­ρι­ση του Ιησού Χρι­στού ως Κυρί­ου θα δοξά­ζε­ται ο Θεός Πατήρ.

5 Tοῦ­το δηλα­δὴ τὸ φρό­νη­μα νὰ ὑπάρ­χῃ σὲ σᾶς, τὸ ὁποῖο ὑπῆρ­χε καὶ στὸν Ἰησοῦ Xρι­στό (φρό­νη­μα ἀνι­διο­τε­λεί­ας καὶ αὐτο­θυ­σί­ας). 6 Ἐκεῖ­νος, ἂν καὶ ἦταν στὴ μορ­φὴ Θεοῦ, δὲν θεώ­ρη­σε εὐκαι­ρία γιὰ ἀπό­λαυ­σι τὸ ὅτι ἦταν ἴσος μὲ τὸ Θεό (ἰσό­θε­ος), 7 ἀλλ’ ἐξου­δέ­νω­σε τὸν ἑαυ­τό του μὲ τὸ νὰ λάβῃ τὴ μορ­φὴ δού­λου, μὲ τὸ νὰ ἔλθῃ στὴ μορ­φὴ τῶν ἀνθρώ­πων. Kαὶ ἀφοῦ κατὰ τὴ μορ­φὴ βρέ­θη­κε ἄνθρω­πος (ἀφοῦ δηλα­δὴ πραγ­μα­τι­κῶς ἔγι­νε ἄνθρω­πος), 8 ταπεί­νω­σε τὸν ἑαυ­τό του μὲ τὸ νὰ γίνῃ ὑπά­κουος μέχρι θανά­του, μάλι­στα θανά­του σταυ­ρι­κοῦ. 9 Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Θεὸς τὸν ὑπε­ρύ­ψω­σε, καὶ τοῦ χάρι­σε δόξα πάνω ἀπὸ κάθε δόξα, 10 ὥστε στὸ ὄνο­μα τοῦ Ἰησοῦ νὰ κάμ­ψῃ γιὰ προ­σκύ­νη­σι κάθε γόνυ τῶν ἐπου­ρα­νί­ων καὶ τῶν ἐπι­γεί­ων καὶ τοῦ ᾅδου (τῶν ἀγγέ­λων δηλα­δὴ στὸν οὐρα­νό, τῶν ἀνθρώ­πων πάνω στὴ γῆ, καὶ τῶν ψυχῶν στὸν ᾅδη), 11 καὶ κάθε γλῶσ­σα (ἀγγε­λι­κὴ καὶ ἀνθρω­πί­νη) νὰ δοξο­λο­γή­σῃ, διό­τι ὁ Ἰησοῦς Xρι­στὸς εἶναι Kύριος, στὸ ὕψος τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ Πατρός.

Κατά Λου­κάν, κεφά­λαιο Ι΄, εδά­φια 38–42 και κεφά­λαιο ΙΑ΄, εδά­φια 27–28

Κεφ.Ι΄ 38 ᾿Εγνετο δ ν τ πορεεσθαι ατος κα ατς εσλθεν ες κμην τιν. γυν δ τις νματι Μρθα πεδξατο ατν ες τν οκον ατς. 39 Κα τδε ν δελφ καλουμνη Μαρα, κα παρα­καθσασα παρ τος πδας το ᾿Ιησο κουε τν λγον ατο. 40 δ Μρθα περιε­σπτο περ πολλν δια­κοναν· πιστσα δ επε· Κριε, ο μλει σοι τι δελφ μου μνην με κατλιπε δια­κο­νεν; Επ ον ατ να μοι συναν­τιλβηται. 41 ποκρι­θες δ επεν ατ ᾿Ιησος· Μρθα Μρθα, μερι­μνς κα τυρβζ περ πολλ· 42 νς δ στι χρεα· Μαρα δ τν γαθν μερδα ξελξατο, τις οκ φαι­ρεθσεται π᾿ ατς.

Κεφ.ΙΑ΄ 27 ᾿Εγνετο δ ν τ λγειν ατν τατα πρασ τις γυν φωνν κ το χλου επεν ατ· μακαρα κοιλα βαστσασ σε κα μαστο ος θλασας. 28 Ατς δ επε· μενονγε μακριοι ο κοοντες τν λγον το Θεο κα φυλσσον­τες ατν.

38 Καθώς δε ο Κυριος με τους μαθη­τάς του επή­γαι­ναν προς την Ιερου­σα­λήμ, εμπή­κε ο Ιησούς εις ένα χωριό. Καποια δε γυναί­κα, ονό­μα­τι Μαρ­θα, τον υπε­δέ­χθη στο σπί­τι της. 39 Είχε δε αυτή και αδελ­φήν, ονό­μα­τι Μαρί­αν, η οποία εκά­θι­σε κον­τά εις τα πόδια του Ιησού και ήκουε την διδα­σκα­λί­αν του. 40 Η δε Μαρ­θα, από την μεγά­λην της επι­θυ­μί­αν και προ­θυ­μί­αν να περι­ποι­η­θή αξί­ως τον διδά­σκα­λον, απερ­ρο­φά­το από τας πολ­λάς ασχο­λί­ας. Εις κάποιαν στιγ­μήν εστά­θη κον­τά στον Ιησούν και είπε· “Κυριε, δεν σε μέλει που η αδελ­φή μου με αφή­κε μονήν να ετοι­μά­σω τα του φαγη­τού δια σε και τους μαθη­τάς σου; Πες της λοι­πόν να με βοη­θή­ση”. 41 Απήν­τη­σε δε ο Ιησούς και είπε· “Μαρ­θα, Μαρ­θα, εφορ­τώ­θη­κες πολ­λές φρον­τί­δες, ταλαι­πω­ρεί­σαι και κου­ρά­ζε­σαι δια να ετοι­μά­σης πολ­λά. 42 Ενα όμως είναι το χρη­σι­μώ­τε­ρον και απα­ραί­τη­τον, η πνευ­μα­τι­κή τρο­φή, την οποί­αν προ­σφέ­ρω εγώ. Η δε Μαρία εδιά­λε­ξε την καλήν μερί­δα, την πνευ­μα­τι­κήν, η οποία και δεν θα της αφαι­ρε­θή ποτέ από κανέ­να. Διό­τι αι ωφέ­λειαι από την πνευ­μα­τι­κήν τρο­φήν είναι αιώ­νιαι και ανα­φαί­ρε­τοι”.

27 Ενώ δε έλε­γε αυτά, κάποια γυναί­κα από το πλή­θος ενθου­σια­σμέ­νη από την διδα­σκα­λί­αν του, έβγα­λε φωνήν μεγά­λην και είπε· “μακα­ρία η κοι­λία που σε εβά­στα­ξε και οι μαστοί, τους οποί­ους εθή­λα­σες. Μακα­ρία η μητέ­ρα, που σε εγέν­νη­σε και σε έθρε­ψε”. 28 Και αυτός είπε· “βεβαί­ως μακα­ρία είναι η μητέ­ρα μου, αλλά επί­σης μακά­ριοι είναι όλοι όσοι ακού­ουν τον λόγον του Θεού και τον φυλάσ­σουν”. 

Κεφ. Ι΄ 38 Και ενώ ο Ιησούς μαζί με τους μαθη­τές Του και όσους Τον ακο­λου­θού­σαν προ­χω­ρού­σαν με κατεύ­θυν­ση την Ιερου­σα­λήμ, μπή­κε Αυτός σε ένα χωριό. Και κάποια γυναί­κα που ονο­μα­ζό­ταν Μάρ­θα Τον υπο­δέ­χθη­κε στο σπί­τι της. 39 Αυτή είχε μία αδελ­φή που λεγό­ταν Μαρία, η οποία όχι μόνο υπο­δέ­χθη­κε τον Ιησού όπως η Μάρ­θα, αλλά και κάθι­σε κον­τά στα πόδια Του ως ταπει­νή μαθή­τρια και άκου­γε με απε­ρί­σπα­στη προ­σο­χή τη διδα­σκα­λία Του. 40 Η Μάρ­θα όμως ήταν απα­σχο­λη­μέ­νη και πνιγ­μέ­νη σε πολ­λή εργα­σία, φρον­τί­ζον­τας να ετοι­μά­σει το φαγη­τό και να περι­ποι­η­θεί τον Διδά­σκα­λο. Κάποια στιγ­μή λοι­πόν στά­θη­κε κον­τά στον Χρι­στό και Του είπε: «Κύριε, δεν σε νοιά­ζει που η αδελ­φή μου με άφη­σε μόνη μου να υπη­ρε­τώ και να ετοι­μά­ζω το τρα­πέ­ζι; Πες της λοι­πόν να με βοη­θή­σει». 41 Τότε της απο­κρί­θη­κε ο Ιησούς: «Μάρ­θα, Μάρ­θα, βασα­νί­ζεις και ταλαι­πω­ρείς το νου σου με πολ­λές αγω­νιώ­δεις φρον­τί­δες, και κου­ρά­ζεις το σώμα σου για να προ­ε­τοι­μά­σεις πολ­λά πράγ­μα­τα, 42 ενώ ένα είναι χρή­σι­μο και αναγ­καίο, η ακρό­α­ση της διδα­σκα­λί­ας μου. Αυτή είναι η αναγ­καία πνευ­μα­τι­κή τρο­φή για την ψυχή. Αυτήν την τρο­φή διά­λε­ξε η Μαρία, την καλή και ωφέ­λι­μη μερί­δα, που δεν θα της αφαι­ρε­θεί ποτέ· διό­τι οι ωφέ­λειες της πνευ­μα­τι­κής αυτής τρο­φής δεν είναι προ­σω­ρι­νές και φθαρ­τές, αλλά πνευ­μα­τι­κές και αιώ­νιες.

Κεφ. ΙΑ΄ 27 Και ενώ ο Ιησούς τα έλε­γε αυτά, κάποια γυναί­κα απ’ το πλή­θος, επει­δή ενθου­σιά­σθη­κε από τη διδα­σκα­λία Του, έβγα­λε μια δυνα­τή φωνή και είπε: «Ευτυ­χι­σμέ­νη η κοι­λιά που σε βάστα­σε και οι μαστοί που θήλα­σες». 28 Και Αυτός της είπε: «Αλη­θι­νά, ευτυ­χι­σμέ­νη είναι η μητέ­ρα μου˙ αλλά μην ξεχνά­τε ότι μακά­ριοι είναι όσοι ακού­νε το λόγο του Θεού και τον εφαρ­μό­ζουν. Με αυτή την έννοια, αυτή που με γέν­νη­σε και με θέλη­σε, γι’ αυτό ακρι­βώς δέχτη­κε τη μεγα­λύ­τε­ρη τιμή και αξιώ­θη­κε να γίνει μητέ­ρα μου, διό­τι φύλα­ξε πάν­το­τε τον λόγο του Θεού».

38  Kαθὼς δὲ πορεύ­ον­ταν (ὁ Ἰησοῦς, οἱ μαθη­ταὶ καὶ ἄλλοι), μπῆ­κε σ’ ἕνα χωριό. Kαὶ κάποια γυναῖ­κα ὀνο­μα­ζο­μέ­νη Mάρ­θα τὸν δέχθη­κε γιὰ νὰ τὸν φιλο­ξε­νή­σῃ στὸ σπί­τι της. 39  Aὐτὴ δὲ εἶχε μία ἀδελ­φὴ ὀνο­μα­ζο­μέ­νη Mαρία, ἡ ὁποία καὶ κάθη­σε στὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἄκουε τὸ λόγο του. 40  Ἡ δὲ Mάρ­θα ἦταν ἀπα­σχο­λη­μέ­νη σὲ πολ­λὴ φρον­τί­δα (γιὰ νὰ ἑτοι­μά­σῃ φαγη­τά). Στά­θη­κε λοι­πὸν καὶ εἶπε: «Kύριε, δὲν σὲ μέλει, ποὺ ἡ ἀδελ­φή μου μὲ ἄφη­σε μόνη νὰ φρον­τί­ζω; Πές της λοι­πὸν νὰ μὲ βοη­θή­σῃ». 41  Ὁ δὲ Ἰησοῦς τῆς ἀπο­κρί­θη­κε: «Mάρ­θα, Mάρ­θα, ἀγχώ­νε­σαι καὶ ἀνα­στα­τώ­νε­σαι γιὰ πολ­λά (φαγη­τά), 42  ἐνῷ ἕνα (φαγη­τό) χρειά­ζε­ται. Ἡ δὲ Mαρία διά­λε­ξε τὴν ἐκλε­κτὴ μερί­δα, ποὺ δὲν θ’ ἀφαι­ρε­θῇ ἀπ’ αὐτή».

27  Ἐνῷ δέ (ὁ Ἰησοῦς) ἔλε­γεν αὐτά, μία γυναῖ­κα ἀπὸ τὸ πλῆ­θος ὕψω­σε φωνὴ καὶ τοῦ εἶπε: «Eὐτυ­χι­σμέ­νη ἡ κοι­λία ποὺ σὲ βάστα­σε, καὶ οἱ μαστοὶ ποὺ θήλα­σες». 28  Aὐτὸς δὲ εἶπε: «Nαί, ἀλλὰ καὶ εὐτυ­χι­σμέ­νοι ὅσοι ἀκού­ουν τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν ἐφαρ­μό­ζουν».

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ

«Τοῦ­το γὰρ φρο­νεί­σθω ἐν ὑμῖν ὃ καὶ ἐν Χρι­στῷ ᾿Ιησοῦ, ὃς ἐν μορ­φῇ Θεοῦ ὑπάρ­χων οὐχ ἁρπαγ­μὸν ἡγή­σα­το τὸ εἶναι ἴσα Θεῷ, ἀλλ’ ἑαυ­τὸν ἐκέ­νω­σε μορ­φὴν δού­λου λαβών, ἐν ὁμοιώ­μα­τι ἀνθρώ­πων γενό­με­νος, καὶ σχή­μα­τι εὑρε­θεὶς ὡς ἄνθρω­πος ἐτα­πεί­νω­σεν ἑαυ­τὸν γενό­με­νος ὑπή­κο­ος μέχρι θανά­του, θανά­του δὲ σταυ­ροῦ. Διὸ καὶ ὁ Θεὸς αὐτὸν ὑπε­ρύ­ψω­σε καὶ ἐχα­ρί­σα­το αὐτῷ ὄνο­μα τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνο­μα, ἵνα ἐν τῷ ὀνό­μα­τι ᾿Ιησοῦ πᾶν γόνυ κάμ­ψῃ ἐπου­ρα­νί­ων καὶ ἐπι­γεί­ων καὶ κατα­χθο­νί­ων, καὶ πᾶσα γλῶσ­σα ἐξο­μο­λο­γή­ση­ται ὅτι Κύριος ᾿Ιησοῦς Χρι­στὸς εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός(:Εφό­σον δηλα­δή είστε μαθη­τές και δού­λοι του Ιησού Χρι­στού, πρέ­πει να μιμη­θεί­τε την ταπεί­νω­ση και την αυτα­πάρ­νη­σή Του. Ας υπάρ­χει λοι­πόν μέσα σας αυτό το φρό­νη­μα της ταπει­νώ­σε­ως και αυτα­παρ­νή­σε­ως που είχε κι ο Ιησούς Χρι­στός. Ο Ιησούς Χρι­στός δηλα­δή, αν και είχε την ίδια ουσία και φύση με τον Θεό Πατέ­ρα και ως απα­ράλ­λα­κτη και ζων­τα­νή εικό­να του Θεού είχε τη μορ­φή και τη φύση του Θεού, δεν θεώ­ρη­σε την ισό­τη­τά Του με τον Θεό Πατέ­ρα απο­τέ­λε­σμα αρπα­γής· διό­τι εάν ήταν απο­τέ­λε­σμα αρπα­γής, δεν θα τολ­μού­σε να το απο­θέ­σει, από φόβο μήπως το χάσει. Αλλά κένω­σε τον εαυ­τό Του, συγ­κα­λύ­πτον­τας και κρύ­βον­τας για κάποιο διά­στη­μα τη δόξα και το μεγα­λείο της θεό­τη­τός Του. Πήρε μορ­φή δού­λου και έγι­νε όμοιος με τους ανθρώ­πους. Και ενώ παρου­σιά­στη­κε με την εξω­τε­ρι­κή όψη του ανθρώ­που, δεν ήταν μόνον άνθρω­πος, όπως φαι­νό­ταν, αλλά ήταν συγ­χρό­νως και Θεός. Και ταπεί­νω­σε τον εαυ­τό Του δεί­χνον­τας τέλεια υπα­κοή μέχρι θανά­του, και μάλι­στα θανά­του σταυ­ρι­κού, που είναι ο πλέ­ον οδυ­νη­ρός και ατι­μω­τι­κός θάνα­τος. Για την ταπεί­νω­ση λοι­πόν και την υπα­κοή Του αυτή ο Θεός Τον υπε­ρύ­ψω­σε και ως άνθρω­πο και Του χάρι­σε όνο­μα, το όνο­μα Κύριος Ιησούς Χρι­στός, που είναι πάνω από κάθε άλλο όνο­μα. Τον υπε­ρύ­ψω­σε, ώστε στο όνο­μα του Ιησού να γονα­τί­σουν ταπει­νά και να Τον προ­σκυ­νή­σουν λατρευ­τι­κά και οι άγγε­λοι στον ουρα­νό και οι άνθρω­ποι στη γη και οι ψυχές των νεκρών στα κατα­χθό­νια˙ αλλά κι αυτά τα δαι­μο­νι­κά όντα που είναι στα κατα­χθό­νια με τρό­μο να υπο­κλι­θούν μπρο­στά στο μεγα­λείο Του. Και έτσι κάθε γλώσ­σα να ομο­λο­γή­σει φανε­ρά, δυνα­τά και ξεκά­θα­ρα ότι ο Ιησούς Χρι­στός είναι Κύριος. Και με την ομο­λο­γία αυτή και την ανα­γνώ­ρι­ση του Ιησού Χρι­στού ως Κυρί­ου θα δοξά­ζε­ται ο Θεός Πατήρ)»[Φιλιπ. 2,5–11].

Έχω πει τα σχε­τι­κά με τους αιρε­τι­κούς(βλ. Ιερού Χρυ­σο­στό­μου, Υπό­μνη­μα στην προς Φιλιπ­πη­σί­ους επι­στο­λήν, ομι­λία Γ΄)· είναι πλέ­ον η κατάλ­λη­λη ευκαι­ρία λοι­πόν να πω και τα δικά μας. Εκεί­νοι λένε ότι το «οὐχ ἁρπαγ­μὸν ἡγή­σα­το», σημαί­νει το «να αρπά­ξει». Απο­δεί­ξα­με ότι αυτό είναι εντε­λώς ευά­λω­το και ανόη­το, διό­τι ούτε σε ταπει­νο­φρο­σύ­νη κανείς προ­τρέ­πει από αυτό, ούτε τον Θεό θαυ­μά­ζει κατ’ αυτόν τον τρό­πο, αλλά ούτε τον άνθρω­πο. Τι λοι­πόν συμ­βαί­νει, αγα­πη­τοί; Προ­σέ­χε­τε στα λεγό­με­να τώρα. Επει­δή λοι­πόν πολ­λοί άνθρω­ποι νομί­ζουν ότι στε­ρούν­ται του δικού τους αξιώ­μα­τος, όταν είναι ταπει­νό­φρο­νες, και υπο­βι­βά­ζον­ται και ταπει­νώ­νον­ται, επι­ση­μαί­νον­τας αυτόν τον φόβο και επε­ξη­γών­τας ότι δεν πρέ­πει έτσι να διά­κειν­ται, λέει ότι ο Θεός ο μονο­γε­νής, ο Οποί­ος ως απα­ράλ­λα­κτη και ζων­τα­νή εικό­να του Θεού είχε τη μορ­φή και τη φύση του Θεού και δεν είχε τίπο­τε μικρό­τε­ρο από τον Πατέ­ρα, ο ίσος προς Αυτόν, δεν θεώ­ρη­σε ότι είχε εξ αρπα­γής την ισό­τη­τά Του προς τον Θεόν. Τι όμως σημαί­νει αυτό, μάθαι­νε.

Εκεί­νο που θα αρπά­ξει κανείς και θα λάβει χωρίς να του ανή­κει, δεν τολ­μά να το απο­θέ­σει φοβού­με­νος μήπως χαθεί, μήπως δια­φύ­γει, αλλά συνε­χώς το κατέ­χει αυτό· εκεί­νος όμως που έχει εκ της φύσε­ώς του ένα αξί­ω­μα, δεν φοβά­ται και να κατέλ­θει από το αξί­ω­μά του εκεί­νο, επει­δή γνω­ρί­ζει ότι δεν θα πάθει τίπο­τε από αυτό. Όπως, για να μιλή­σω με παρά­δειγ­μα, ο Αβεσ­σα­λώμ άρπα­ξε την εξου­σία και δεν τολ­μού­σε τότε να απο­θέ­σει αυτήν. Και θα έλθου­με σε άλλο παρά­δειγ­μα. Αν τα παρα­δείγ­μα­τα δεν θα μπο­ρέ­σουν να παρα­στή­σουν το πράγ­μα, μη δυσφο­ρεί­τε, διό­τι έτσι είναι τα παρα­δείγ­μα­τα· αφή­νουν το περισ­σό­τε­ρο στη διά­νοια να το συμ­πε­ρά­νει. Έστω ότι επα­να­στά­τη­σε κάποιος εναν­τί­ον του βασι­λέ­ως και άρπα­ξε τη βασι­λεία. Αυτός δεν τολ­μά να απο­θέ­σει και να κρύ­ψει το πράγ­μα, διό­τι εάν μία μόνο φορά το κρύ­ψει, αμέ­σως έχει χάσει αυτό. Ή ας έλθου­με και σε άλλο παρά­δειγ­μα. Για παρά­δειγ­μα, άρπα­ξε κάποιος κάτι, κατέ­χει αυτό συνε­χώς· διό­τι αν το αφή­σει, αμέ­σως το έχα­σε. Και γενι­κά αυτοί που κατέ­χουν κάτι από αρπα­γή, φοβούν­ται να το απο­θέ­σουν και να το κρύ­ψουν και να μην είναι διαρ­κώς η σκέ­ψη τους σε εκεί­νο, στο οποίο είναι. Όμως δεν συμ­βαί­νει έτσι σε εκεί­νους που δεν το έχουν εξ αρπα­γής· όπως ο άνθρω­πος έχει ένα αξί­ω­μα, το να είναι λογι­κός. Δεν βρί­σκω παρά­δειγ­μα· διό­τι δεν υπάρ­χει σε εμάς αρχή εκ φύσε­ως, διό­τι κανέ­να από τα αγα­θά δεν είναι φυσι­κό. Όσον αφο­ρά όμως τον Θεό, τα πάν­τα είναι συν­δε­δε­μέ­να προς τη φύση Του.

Τι, λοι­πόν, λέει; Ότι ο Υιός του Θεού δεν φοβή­θη­κε να κατέλ­θει από το αξί­ω­μά Του, διό­τι δεν θεώ­ρη­σε ότι είχε τη θεό­τη­τα εξ αρπα­γής, ούτε φοβό­ταν μήπως κανείς αφαι­ρέ­σει τη φύση ή το αξί­ω­μά Του. Για τον λόγο αυτόν και απέ­θε­σε αυτό, έχον­τας την πεποί­θη­ση ότι θα ανα­λά­βει αυτό και πάλι όταν θα έχει ολο­κλη­ρω­θεί η απο­στο­λή Του· και το έκρυ­ψε, επει­δή θεω­ρού­σε ότι δεν θα ελατ­τω­θεί καθό­λου από αυτό. Για τον λόγο αυτόν δεν είπε «δεν άρπα­ξε», αλλά «οὐχ ἁρπαγ­μὸν ἡγή­σα­το(:δεν θεώ­ρη­σε απο­τέ­λε­σμα αρπα­γής)». Δεν είχε την εξου­σία επει­δή την άρπα­ξε, αλλά εκ της φύσε­ώς Του, όχι δοτή, αλλά μόνι­μη και ασφα­λή. Για τον λόγο αυτόν δεν απο­φεύ­γει να ανα­λά­βει και το σχή­μα των υπε­ρα­σπι­στών Του. Ο τύραν­νος φοβά­ται να απο­θέ­σει κατά τη διάρ­κεια του πολέ­μου την πορ­φύ­ρα, ο βασι­λιάς όμως κάνει αυτό με πολ­λή ασφά­λεια. Για­τί; Διό­τι δεν έχει την εξου­σία εξ αρπα­γής. Λοι­πόν δεν την απέ­θε­τε, όχι επει­δή δεν άρπα­ξε, αλλά επει­δή την είχε εκ φύσε­ως, και επει­δή δεν μπο­ρού­σε ποτέ να απο­μα­κρυν­θεί, την έκρυ­ψε. Αυτό δηλα­δή, την ισό­τη­τά Του προς τον Θεόν, δεν είχε επει­δή την άρπα­ξε, αλλά εκ της φύσε­ώς Του· για τον λόγο αυτό κένω­σε τον εαυ­τό Του. Πού είναι αυτοί που λένε ότι υπέ­κυ­ψε στην ανάγ­κη, ότι υπο­τά­χτη­κε;

«κένω­σε(:Αλλά κένω­σε)», λέγει, «ἑαυ­τὸν, ἐτα­πεί­νω­σεν ἑαυ­τὸν γενό­με­νος ὑπή­κο­ος μέχρι θανά­του(:τον εαυ­τό Του, συγ­κα­λύ­πτον­τας και κρύ­βον­τας για κάποιο διά­στη­μα τη δόξα και το μεγα­λείο της θεό­τη­τός Του, ταπεί­νω­σε τον εαυ­τό Του δεί­χνον­τας τέλεια υπα­κοή μέχρι θανά­του)»[: Φιλιπ.2,8]. Πώς «ἐκέ­νω­σε»; «Μορ­φὴν δού­λου λαβών, ἐν ὁμοιώ­μα­τι ἀνθρώ­πων γενό­με­νος, καὶ σχή­μα­τι εὑρε­θεὶς ὡς ἄνθρω­πος(:Πήρε μορ­φή δού­λου και έγι­νε όμοιος με τους ανθρώ­πους και παρου­σιά­στη­κε με την εξω­τε­ρι­κή όψη του ανθρώ­που)»[:Φιλιπ.2,7]. Στο σημείο αυτό προς το «λλή­λους γού­με­νοι περέ­χον­τας αυτν(:με την ταπει­νο­φρο­σύ­νη να θεω­ρεί ο καθέ­νας σας όλους τους άλλους ανώ­τε­ρους απ’ τον εαυ­τό του και έτσι να τους σέβε­ται και να τους τιμά)»[Φιλιπ.2,3], είπε αυτό, δηλα­δή το «ἑαυ­τὸν ἐκέ­νω­σε(:κένω­σε τον εαυ­τό Του)»· διό­τι εάν υπο­τά­χτη­κε σε αυτό, δεν θα ήταν το πράγ­μα εκδή­λω­ση της ταπει­νο­φρο­σύ­νης, εκτός αν προ­τί­μη­σε αυτό αυτο­προ­αί­ρε­τα και κατά τη δική Του κρί­ση· διό­τι ή δεν γνώ­ρι­ζε ότι αυτό πρέ­πει να γίνει και θα είναι ατε­λής, ή, αν και γνώ­ρι­ζε, περί­με­νε τον κατάλ­λη­λο και­ρό του πράγ­μα­τος και θα συνέ­βαι­νε σαν να μη γνω­ρί­ζει τον κόσμο. Ή εάν γνώ­ρι­ζε και ότι πρέ­πει να γίνει και πότε να γίνει, για ποιο λόγο δέχτη­κε να υπο­τα­γεί; Για να δεί­ξει την υπε­ρο­χή του Πατρός; Αυτό δεν δεί­χνει την υπε­ρο­χή του Πατρός, αλλά τη δική Του απλό­τη­τα· διό­τι δεν ήταν αρκε­τό το όνο­μα του Πατρός να δεί­ξει τα πρε­σβεία του Πατρός; Χωρίς βέβαια αυτό, τα πάν­τα κοι­νά έχει ο Υιός· διό­τι δεν μπο­ρεί η τιμή αυτή να δια­βεί από τον Πατέ­ρα στον Υιό.

Τι λοι­πόν ισχυ­ρί­ζον­ται οι αιρε­τι­κοί; «Ιδού», λέγουν, «δεν έγι­νε άνθρω­πος»· οι οπα­δοί του Μαρ­κί­ω­νος, εννοώ· αλλά τι; «ν ὁμοιώ­μα­τι ἀνθρώ­πων(:όμοιος με τους ανθρώ­πους)», λέγει. Πώς όμως είναι δυνα­τόν να γίνει όμοιος προς τους ανθρώ­πους; Περι­βαλ­λό­με­νος σκιά; Ασφα­λώς αυτό είναι είδω­λο, και όχι ομοί­ω­μα ανθρώ­που· διό­τι το ομοί­ω­μα ανθρώ­που είναι άλλος άνθρω­πος. Τι όμως θα απαν­τή­σεις στον Ιωάν­νη, όταν λέγει: « Λόγος σρξ γένε­το(:ο Λόγος έγι­νε μέσα στον χρό­νο άνθρω­πος)» [Ιω.1,14]; Αλλά και ο ίδιος ο μακά­ριος Παύ­λος λέγει αλλού: «ν μοιώ­μα­τι σαρκς μαρ­τί­ας(:με σάρ­κα, η οποία έμοια­ζε μόνο, αλλά δεν ήταν και πραγ­μα­τι­κή σάρ­κα της αμαρ­τί­ας)» [Ρωμ.8,3].

«καὶ σχή­μα­τι εὑρε­θεὶς ὡς ἄνθρω­πος(:παρου­σιά­στη­κε με την εξω­τε­ρι­κή όψη του ανθρώ­που)». Ιδού, λέγει, και κατά το σχή­μα- «και σχή­μα­τι»-, και «ὡς ἄνθρω­πος». Τού­το όμως δεν σημαί­νει άνθρω­πος αλη­θώς, το να είναι «ὡς ἄνθρω­πος», και το να είναι κατά το σχή­μα άνθρω­πος· διό­τι το να είναι κατά το σχή­μα άνθρω­πος, δεν σημαί­νει ότι είναι εκ φύσε­ως άνθρω­πος. Βλέ­πε­τε με πόση ευγνω­μο­σύ­νη εκθέ­τω εγώ τις ιδέ­ες των εχθρών; Διό­τι η λαμ­πρά νίκη και γινο­μέ­νη υπό ευνοϊ­κό­τε­ρους όρους είναι αυτή, όταν δεν απο­κρύ­πτου­με ότι οι γνώ­μες αυτές είναι ισχυ­ρές· διό­τι το να απο­κρύ­πτου­με αυτές είναι απά­τη μάλ­λον, παρά νίκη.

Τι λοι­πόν ισχυ­ρί­ζον­ται; Πάλι αυτά θα επα­να­λά­βου­με: ότι η λέξη «σχή­μα­τι(:κατά το σχή­μα)», δεν σημαί­νει εκ φύσε­ως, και το να είναι «ὡς ἄνθρω­πος» και το να είναι όμοιος προς άνθρω­πο, δεν σημαί­νει αυτό ότι είναι άνθρω­πος. Άρα και το ότι έλα­βε μορ­φή δού­λου δεν σημαί­νει ότι έλα­βε μορ­φή δού­λου. Ασφα­λώς εδώ γίνε­ται μάχη· και για­τί δεν εξη­γείς προ­η­γου­μέ­νως εσύ εκεί­νο; Διό­τι όπως ακρι­βώς νομί­ζεις ότι αυτά είναι αντί­θε­τα προς εμάς, έτσι και εμείς ισχυ­ρι­ζό­μα­στε ότι εκεί­νο είναι αντί­θε­το προς εσέ­να· διό­τι δεν είπε «ως μορ­φή δού­λου», ούτε «όμοιος με μορ­φή δού­λου», ούτε «κατά το σχή­μα μορ­φής δού­λου», αλλά «μορ­φὴν δού­λου λαβών (:πήρε μορ­φή δού­λου)». Τι λοι­πόν συμ­βαί­νει; Διό­τι πράγ­μα­τι γίνε­ται μάχη. Καμία μάχη, μη γένοι­το. Αλλά ποιος ο ψυχρός και κατα­γέ­λα­στος λόγος αυτών; «Μορ­φή δού­λου έλα­βε», λέγουν, «όταν αφού περι­ζώ­στη­κε την ποδιά, έπλυ­νε τα πόδια των μαθη­τών». Αυτό είναι μορ­φή δού­λου; Αυτό όμως δεν είναι μορ­φή δού­λου, αλλά έργο δού­λου. Είναι δε δια­φο­ρε­τι­κό το να είναι έργο δού­λου και το να λάβει μορ­φή δού­λου. Και για­τί δεν είπε ότι έκα­νε έργο δού­λου, το οποίο ήταν σαφέ­στε­ρο; Που­θε­νά όμως δεν λέγε­ται στη Γρα­φή η μορ­φή αντί του έργου, διό­τι η δια­φο­ρά είναι μεγά­λη· διό­τι η μεν μορ­φή ανα­φέ­ρε­ται στη φύση, το δε έργο στην ενέρ­γεια. Και συνή­θως δε που­θε­νά όταν ομι­λού­με, δεν εννο­ού­με τη μορ­φή αντί του έργου. Άλλω­στε δε, κατά τη γνώ­μη εκεί­νων, ούτε το έργο έκα­νε, ούτε περι­ζώ­στη­κε. Εάν βέβαια το πράγ­μα ήταν φαν­τα­σία, δεν ήταν αλή­θεια· εάν δεν είχε χέρια, πώς έπλυ­νε; Εάν δεν είχε μέση, πώς περι­ζώ­στη­κε την ποδιά; Και ποια ενδύ­μα­τα έλα­βε; Διό­τι «έβγα­λε τα εξω­τε­ρι­κά ενδύ­μα­τα αυτού», λέγει[βλ. Ιω.13,4–5: «γεί­ρε­ται κ το δεί­πνου κα τίθη­σι τ μάτια, κα λαβν λέν­τιον διέ­ζω­σεν αυτόν· ετα βάλ­λει δωρ ες τν νιπτρα, κα ρξα­το νίπτειν τος πόδας τν μαθητν κα κμάσ­σειν τ λεν­τί ν διε­ζω­σμέ­νος(:Σηκώ­νε­ται δηλα­δή από το τρα­πέ­ζι του δεί­πνου την ώρα που όλοι είχαν πάρει τις θέσεις τους σε αυτό, και βγά­ζει τα εξω­τε­ρι­κά Του ενδύ­μα­τα και, αφού πήρε μία πετσέ­τα, ζώστη­κε με αυτήν· Έπει­τα ρίχνει νερό στη λεκά­νη που υπήρ­χε εκεί για το πλύ­σι­μο των ποδιών και άρχι­σε να πλέ­νει τα πόδια των μαθη­τών και να τα σκου­πί­ζει με την πετσέ­τα με την οποία ήταν ζωσμέ­νος)»]. Ώστε ούτε το έργο εδώ είναι γεγο­νός τετε­λε­σμέ­νο, αλλά απά­τη μόνο, ούτε έπλυ­νε τους μαθη­τές· διό­τι εάν η ασώ­μα­τος φύσις δεν φάνη­κε, δεν ήταν με σώμα. Ποιος λοι­πόν έπλυ­νε τους μαθη­τές;

Τι λοι­πόν θα πού­με πάλι προς τον Παύ­λο τον Σαμο­σα­τέα; Και τι λέγει εκεί­νος; Και αυτός το ίδιο λέγει: «Αλλά δεν είναι αυτό κένω­ση, το να νίψει τους ομο­δού­λους του, ενώ είχε την ανθρώ­πι­νη φύση και ψιλός άνθρω­πος». Εκεί­να που είπα­με προς τους οπα­δούς του Αρεί­ου, αυτά πρέ­πει να πού­με και προς αυτούς· διό­τι δεν έχουν καμία δια­φο­ρά μετα­ξύ τους, εκτός από λίγο χρό­νο, διό­τι και αυτά και εκεί­νοι λένε ότι ο Υιός του Θεού είναι κτί­σμα. Τι λοι­πόν θα πού­με προς αυτούς; Εάν άνθρω­πος έπλυ­νε ανθρώ­πους, δεν εκέ­νω­σε, ούτε ταπεί­νω­σε τον εαυ­τό του. Εάν, όντας άνθρω­πος, δεν άρπα­ξε την ισό­τη­τά Του προς τον Θεό, δεν είναι επαι­νε­τός· διό­τι το να γίνει μεν άνθρω­πος, ενώ είναι Θεός, είναι ταπεί­νω­ση μεγά­λη, ανέκ­φρα­στη, απε­ρί­γρα­πτη· το να ενερ­γεί όμως τα ανθρώ­πι­να, ενώ είναι άνθρω­πος, ποια ταπεί­νω­ση;

Και πού η μορ­φή του Θεού λέγε­ται έργο του Θεού; Διό­τι εάν ήταν άνθρω­πος ψιλός και εξαι­τί­ας των έργων του λέγε­ται «μορ­φή Θεού», για­τί δεν λέμε το ίδιο και για τον Πέτρο; Διό­τι πραγ­μα­το­ποί­η­σε μεγα­λύ­τε­ρα έργα απ’ Αυτόν. Για­τί δεν λέγεις και για τον Παύ­λο, ότι είχε «μορ­φή Θεού»; Για­τί δεν έφε­ρε και από τον εαυ­τό του το παρά­δειγ­μα ο Παύ­λος, ο οποί­ος έπρα­ξε πάρα πολ­λά ταπει­νά και δεν έπα­ψε να λέγει: «Ο γρ αυτος κηρύσ­σο­μεν, λλ Χριστν ησον Κύριον, αυτος δ δού­λους μν δι ησον(:Λέω ότι το Ευαγ­γέ­λιο κηρύτ­τει τη δόξα του Χρι­στού επει­δή με αυτό δεν κηρύτ­του­με τον εαυ­τό μας, ούτε δοξά­ζου­με τον εαυ­τό μας, αλλά κηρύτ­του­με τον Ιησού Χρι­στό ως Κύριο και Δεσπό­τη, ενώ τους εαυ­τούς μας δού­λους δικούς σας για τη δόξα του Ιησού)» [Β΄Κορ.4,5]. Αυτά προ­κα­λούν γέλιο και είναι φλυα­ρία. Πώς κένω­σε τον εαυ­τό του, πες, και τι είναι η κένω­ση; Τι η ταπεί­νω­ση; Ή επει­δή ενήρ­γη­σε θαύ­μα­τα; Αυτό έκα­νε και ο Παύ­λος και ο Πέτρος, ώστε να μην είναι αυτό εξαι­ρε­τι­κό προ­νό­μιο του Υιού.

Τι λοι­πόν σημαί­νει το «ἐν ὁμοιώ­μα­τι ἀνθρώ­πων γενό­με­νος»; Πολ­λά μεν χαρα­κτη­ρι­στι­κά είχε τα δικά μας, πολ­λά δε δεν είχε, όπως το ότι δεν γεν­νή­θη­κε από συνου­σία, αμαρ­τία δεν έπρα­ξε. Αυτά υπήρ­χαν σε Αυτόν, τα οποία δεν υπάρ­χουν σε κανέ­να άνθρω­πο. Δεν ήταν μόνο αυτό που φαι­νό­ταν, αλλά και Θεός. Φαι­νό­ταν μεν άνθρω­πος, όμως δεν ήταν όμοιος με τα πολ­λά των ανθρώ­πων. Βέβαια ως προς τη σάρ­κα μεν ήταν όμοιος. Αυτό λοι­πόν λέγει ότι δεν ήταν ψιλός άνθρω­πος. Για τον λόγο αυτόν λέει: «όμοιος προς τους ανθρώ­πους»· διό­τι εμείς μεν είμα­στε ψυχή και σώμα· εκεί­νος δε Θεός και ψυχή και σώμα. Για τον λόγο αυτόν λέγει «όμοιος». Για να μη νομί­σεις όταν ακού­σεις ότι εκέ­νω­σε τον εαυ­τό Του, ότι έπα­θε κάποια μετα­βο­λή και μετά­πτω­ση και εξα­φά­νι­ση, ενώ μένει, λέγει, εκεί­νο που ήταν, έλα­βε εκεί­νο που δεν ήταν, και γενό­με­νος άνθρω­πος, έμε­νε Θεός Λόγος δια­παν­τός. Ώστε κατά τού­το έγι­νε όμοιος προς τον άνθρω­πο, και για τον λόγο αυτόν λέγει: «Καὶ σχή­μα­τι εὑρε­θεὶς ὡς ἄνθρω­πος(:και παρου­σιά­στη­κε με την εξω­τε­ρι­κή όψη του ανθρώ­που)». Δεν μετα­βλή­θη­κε η φύση, ούτε έγι­νε σύγ­χυ­ση, αλλά έγι­νε κατά το σχή­μα.

Αφού λοι­πόν είπε ότι έλα­βε μορ­φή δού­λου, στη συνέ­χεια έλα­βε θάρ­ρος να πει και αυτό, ως να απο­στο­μώ­νει εκεί­νο όλους. Επει­δή και όταν λέει «ν μοιώ­μα­τι σαρκς μαρ­τί­ας (:με σάρ­κα, η οποία έμοια­ζε μόνο, αλλά δεν ήταν και πραγ­μα­τι­κή σάρ­κα της αμαρ­τί­ας)»[:Ρωμ.8,3], δεν εννο­εί αυτό, ότι δηλα­δή δεν είχε σάρ­κα, αλλά ότι η σάρ­κα εκεί­νη δεν αμάρ­τη­σε, αλλά ήταν όμοια προς τη σάρ­κα του αμαρ­τω­λού. Κατά τι όμοια; Κατά τη φύση, όχι κατά την κακία· για τον λόγο αυτόν ήταν όμοια προς την ψυχή του αμαρ­τω­λού. Όπως ακρι­βώς λοι­πόν εκεί το όμοιο επει­δή δεν είναι όλα ίσα, έτσι και εδώ η ομοιό­τη­τα επει­δή δεν είναι όλα ίσα, όπως το ότι δεν γεν­νή­θη­κε από συνου­σία, το ότι ήταν χωρίς αμαρ­τία, το ήταν δεν ήταν ψιλός άνθρω­πος. Και καλώς είπε «ὡς ἄνθρω­πος» διό­τι δεν ήταν ένας από τους πολ­λούς ανθρώ­πους, αλλά ως ένας από τους πολ­λούς· διό­τι ο Θεός Λόγος δεν μετα­βλή­θη­κε σε άνθρω­πο, ούτε η ουσία Του μετα­βλή­θη­κε, αλλά ως άνθρω­πος εφά­νη, όχι με σκο­πό να μας εξα­πα­τή­σει με φαν­τα­σιο­κο­πί­ες, αλλά να μας διδά­ξει την ταπει­νο­φρο­σύ­νη. Όταν λοι­πόν λέει: «ὡς ἄνθρω­πος», αυτό εννο­εί, επει­δή και αλλού απο­κα­λεί Αυτόν «άνθρω­πο», όταν λέγει: «Ες γρ Θεός, ες κα μεσί­της Θεο κα νθρώ­πων, νθρω­πος Χριστς ησος(:Και θέλει τη σωτη­ρία όλων, διό­τι ένας και μόνος είναι ο Θεός, Θεός όλων των ανθρώ­πων και όχι μόνο κάποιου ορι­σμέ­νου έθνους. Ένας είναι και ο μεσί­της μετα­ξύ του Θεού και των ανθρώ­πων, ο Ιησούς Χρι­στός, που έγι­νε άνθρω­πος)» [Α΄Τιμ.2,5].

Είπα­με και τα προς αυτούς· και είναι ανάγ­κη να πού­με και προς αυτούς που αρνούν­ται ότι έχει ανα­λά­βει ψυχή. Εάν η φρά­ση «μορ­φή Θεοῦ» σημαί­νει τέλειος Θεός, και η φρά­ση «μορ­φὴ δού­λου» σημαί­νει τέλειος δού­λος. Πάλι ο λόγος προς τους Αρεια­νούς. «ν μορ­φῇ Θεοῦ ὑπάρ­χων (:Ο Ιησούς Χρι­στός δηλα­δή, αν και είχε την ίδια ουσία και φύση με τον Θεό Πατέ­ρα και ως απα­ράλ­λα­κτη και ζων­τα­νή εικό­να του Θεού, είχε τη μορ­φή και τη φύση του Θεού)», λέγει, «οὐχ ἁρπαγ­μὸν ἡγή­σα­το τὸ εἶναι ἴσα Θεῷ(:δεν θεώ­ρη­σε την ισό­τη­τά Του με τον Θεό Πατέ­ρα απο­τέ­λε­σμα αρπα­γής)». Εδώ ο λόγος είναι για τη θεό­τη­τα, που­θε­νά το «έγι­νε», που­θε­νά το «έλα­βε».

«ἀλλ’ ἑαυ­τὸν ἐκέ­νω­σε μορ­φὴν δού­λου λαβών, ἐν ὁμοιώ­μα­τι ἀνθρώ­πων γενό­με­νος(:αλλά κένω­σε τον εαυ­τό Του συγ­κα­λύ­πτον­τας και κρύ­βον­τας για κάποιο διά­στη­μα τη δόξα και το μεγα­λείο της θεό­τη­τός Του. Πήρε μορ­φή δού­λου και έγι­νε όμοιος με τους ανθρώ­πους)»[:Φιλιπ.2,7]. Εδώ το «έλα­βε» και το «έγι­νε» ανα­φέ­ρον­ται στην ανθρώ­πι­νη φύση. Αυτό έγι­νε, αυτό έλα­βε, εκεί­νο υπήρ­χε[λαβών, γενό­με­νος, πάρ­χων]. Ας μην τα συγ­χέ­ο­με λοι­πόν, ούτε να τα δια­χω­ρί­ζου­με. Ένας είναι ο Θεός, ένας είναι ο Χρι­στός, ο Υιός του Θεού. Όταν δε πω το «ένας», εννοώ ένω­ση, όχι σύγ­χυ­ση, η φύση αυτή να μετα­βλη­θεί σε εκεί­νη, αλλά ενω­μέ­νη.

«ταπεί­νω­σεν ἑαυ­τὸν γενό­με­νος ὑπή­κο­ος μέχρι θανά­του, θανά­του δὲ σταυ­ροῦ (:Και ταπεί­νω­σε τον εαυ­τό Του δεί­χνον­τας τέλεια υπα­κοή μέχρι θανά­του, και μάλι­στα θανά­του σταυ­ρι­κού, που είναι ο πλέ­ον οδυ­νη­ρός και ατι­μω­τι­κός θάνα­τος)»[:Φιλιπ.2,8]. «Ιδού», λέγει ίσως κάποιος, «έχει γίνει υπή­κο­ος με τη θέλη­σή του, δεν ήταν ίσος προς Εκεί­νον στον Οποίο υπά­κου­σε». Αυτό δεν μειώ­νει Αυτόν καθό­λου, αγνώ­μο­νες και ανόη­τοι, καθό­σον εμείς υπα­κού­ου­με και στους φίλους, και δεν μας υπο­βι­βά­ζει αυτό καθό­λου. Ως Υιός στον Πατέ­ρα υπά­κου­σε, χωρίς να περι­πέ­σει σε δου­λι­κό αξί­ω­μα, αλλά σε αυτό ακρι­βώς φυλάσ­σον­τας μάλι­στα το θαύ­μα της γνη­σιό­τη­τας, στη μεγά­λη τιμή προς τον Πατέ­ρα. Τίμη­σε τον Πατέ­ρα όχι για να ατι­μά­σεις εσύ Αυτόν, αλλά για να θαυ­μά­σεις περισ­σό­τε­ρο, ώστε και από αυτό να μάθεις, ότι είναι γνή­σιος Υιός, από το ότι δηλα­δή έχει τιμή­σει τον Πατέ­ρα περισ­σό­τε­ρο από όλους. Κανείς δεν τίμη­σε έτσι τον Θεό. Όσο ύψος είχε, τόσο μεγά­λη ταπεί­νω­ση υπέ­στη ως αντίρ­ρο­πο. Όπως είναι μεγα­λύ­τε­ρος όλων, και κανείς δεν είναι ίσος προς Αυτόν, έτσι και στην τιμή προς τον Πατέ­ρα νίκη­σε όλους, χωρίς να αναγ­κα­στεί ούτε παρά τη θέλη­σή Του, αλλά και αυτό είναι εκδή­λω­ση της αρε­τής του ή δεν μπο­ρώ πώς να το πω. Μέγα και το να γίνει δού­λος και πάρα πολύ ανέκ­φρα­στο· το να υπο­στεί όμως θάνα­το, πάλι πολύ περισ­σό­τε­ρο.

Αλλά υπάρ­χει και κάτι άλλο μεγα­λύ­τε­ρο και παρα­δο­ξό­τε­ρο από αυτό. Για­τί; Διό­τι δεν είναι όμοιος ο κάθε θάνα­τος· διό­τι ο θάνα­τος αυτός φαι­νό­ταν ότι είναι περισ­σό­τε­ρο επο­νει­δι­στι­κός, αυτός είναι πλή­ρης αισχύ­νης, αυτός είναι ο κατε­ξο­χήν κατη­ρα­μέ­νος [Γαλ.3,13: «πικα­τά­ρα­τος(:Κατα­ρα­μέ­νος να είναι)», λέγει, «πς κρε­μά­με­νος π ξύλου (:Όποιος κρε­μιέ­ται και πεθαί­νει πάνω στο ξύλο)»]. Για τον λόγο αυτό και οι Ιου­δαί­οι προ­σπά­θη­σαν με τού­τον τον τρό­πο να θανα­τώ­σουν Αυτόν, για να Τον κατα­στή­σουν και επο­νεί­δι­στο, ώστε αν και με το να θανα­τω­θεί, κανείς δεν απο­μα­κρύ­νε­ται από αυτόν, αλλά με το να θανα­τω­θεί έτσι πολ­λοί θα απο­μα­κρυν­θούν. Για τον λόγο αυτόν και δύο ληστές σταυ­ρώ­θη­καν μετα­ξύ αυτού, για να μετά­σχει με αυτούς στη δόξα και να εκπλη­ρω­θεί το λεχθέν «κα ν τος νόμοις λογί­σθη(:και λογα­ριά­στη­κε μετα­ξύ των παρα­νό­μων ανθρώ­πων)» [Ησ. 53,12]. Αλλά τόσο περισ­σό­τε­ρο λάμ­πει η αλή­θεια, τόσο περισ­σό­τε­ρο γίνε­ται φαι­δρή· διό­τι όταν είναι τόσο πολ­λά τα τεχνά­σμα­τα που γίνον­ται από τους εχθρούς εναν­τί­ον της δόξης Αυτού, και λάμ­πει πολύ, τόσο μεγα­λύ­τε­ρο απο­δει­κνύ­ε­ται το θαύ­μα· διό­τι όχι μόνο με το να Τον θανα­τώ­σουν, αλλά και με το να Τον θανα­τώ­σουν κατ’ αυτόν τον τρό­πο νόμι­ζαν ότι θα κατα­στή­σουν Αυτόν βδε­λυ­ρό, και ότι απο­δει­κνύ­ουν Αυτόν βδε­λυ­ρό­τε­ρο από όλους. Τίπο­τε όμως δεν κατόρ­θω­σαν. Έτσι δε και οι δύο ληστές ήσαν μια­ροί, ύστε­ρα όμως ο ένας μετα­βλή­θη­κε· διό­τι και όταν ήσαν επά­νω στον σταυ­ρό, ονεί­δι­ζαν Αυτόν· και ούτε η συνεί­δη­ση των δικών τους αμαρ­τη­μά­των, ούτε και το ότι βρί­σκον­ταν στην κόλα­ση, ούτε και το ότι έπα­σχαν και αυτοί τα ίδια, συγ­κρα­τού­σε τη μανία τους. Πράγ­μα που βεβαί­ως και ο ένας είπε στον άλλο και τον απο­στό­μω­σε λέγον­τας: «Οδ φοβ σ τν Θεόν, τι ν τ ατ κρί­μα­τι ε;(:Σε λίγο θα εμφα­νι­στείς ενώ­πιον του Θεού. Ούτε τον Θεό δεν φοβά­σαι; Ο φόβος του Θεού δεν σε συγ­κρα­τεί να μην προ­σθέ­τεις και τώρα νέες αμαρ­τί­ες στον εαυ­τό σου; Δεν θυμά­σαι το παρελ­θόν σου και τα τόσα σου εγκλή­μα­τα; Διό­τι κι εσύ υφί­στα­σαι την ίδια κατα­δί­κη και την ίδια ποι­νή του σταυ­ρού που υφί­στα­ται και Αυτός)» [Λου­κά 23,40]. Τόσο μεγά­λη είχαν την κακία.

«Διὸ(:Για την ταπεί­νω­ση λοι­πόν και την υπα­κοή Του αυτή)», λέγει, «καὶ ὁ Θεὸς αὐτὸν ὑπε­ρύ­ψω­σε καὶ ἐχα­ρί­σα­το αὐτῷ ὄνο­μα τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνο­μα(:ο Θεός Τον υπε­ρύ­ψω­σε και ως άνθρω­πο και Του χάρι­σε όνο­μα, το όνο­μα Κύριος Ιησούς Χρι­στός, που είναι πάνω από κάθε άλλο όνο­μα)»[:Φιλιπ.2,9]. Όταν ανα­φέ­ρε­ται στη σάρ­κα ο μακά­ριος Παύ­λος, όλα έπει­τα τα ευτε­λή τα λέγει άφο­βα· διό­τι έως ότου μεν δεν έλε­γε ότι έλα­βε μορ­φή δού­λου, αλλά ομι­λού­σε για τη θεό­τη­τα, πρό­σε­χε πώς μιλού­σε υψη­λώς. Υψη­λώς εννοώ κατά τη δύνα­μη, διό­τι δεν ομι­λεί κατά την αξία Αυτού, άλλω­στε δε δεν μπο­ρεί. «ς ἐν μορ­φῇ Θεοῦ ὑπάρ­χων (:Ο Ιησούς Χρι­στός δηλα­δή, αν και είχε την ίδια ουσία και φύση με τον Θεό Πατέ­ρα και ως απα­ράλ­λα­κτη και ζων­τα­νή εικό­να του Θεού είχε τη μορ­φή και τη φύση του Θεού)», λέγει, «οὐχ ἁρπαγ­μὸν ἡγή­σα­το τὸ εἶναι ἴσα Θεῷ (:δεν θεώ­ρη­σε την ισό­τη­τά Του με τον Θεό Πατέ­ρα απο­τέ­λε­σμα αρπα­γής· διό­τι εάν ήταν απο­τέ­λε­σμα αρπα­γής, δεν θα τολ­μού­σε να το απο­θέ­σει, από φόβο μήπως το χάσει)». Επει­δή όμως είπε ότι έγι­νε άνθρω­πος, έπει­τα ομι­λεί για τα ταπει­νά άφο­βα, έχον­τας την πεποί­θη­ση ότι δεν βλά­πτει καθό­λου την θεό­τη­τα το να λέγον­ται τα ταπει­νά, διό­τι τα δέχε­ται εκεί­να η σάρ­κα Αυτού.

«Διὸ καὶ ὁ Θεὸς αὐτὸν ὑπε­ρύ­ψω­σε καὶ ἐχα­ρί­σα­το αὐτῷ ὄνο­μα τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνο­μα, ἵνα ἐν τῷ ὀνό­μα­τι ᾿Ιησοῦ πᾶν γόνυ κάμ­ψῃ ἐπου­ρα­νί­ων καὶ ἐπι­γεί­ων καὶ κατα­χθο­νί­ων, καὶ πᾶσα γλῶσ­σα ἐξο­μο­λο­γή­ση­ται ὅτι Κύριος ᾿Ιησοῦς Χρι­στὸς εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός (:Για την ταπεί­νω­ση λοι­πόν και την υπα­κοή Του αυτή ο Θεός Τον υπε­ρύ­ψω­σε και ως άνθρω­πο και Του χάρι­σε όνο­μα, το όνο­μα Κύριος Ιησούς Χρι­στός, που είναι πάνω από κάθε άλλο όνο­μα. Τον υπε­ρύ­ψω­σε, ώστε στο όνο­μα του Ιησού να γονα­τί­σουν ταπει­νά και να Τον προ­σκυ­νή­σουν λατρευ­τι­κά και οι άγγε­λοι στον ουρα­νό και οι άνθρω­ποι στη γη και οι ψυχές των νεκρών στα κατα­χθό­νια˙ αλλά κι αυτά τα δαι­μο­νι­κά όντα που είναι στα κατα­χθό­νια με τρό­μο να υπο­κλι­θούν μπρο­στά στο μεγα­λείο Του. Και έτσι κάθε γλώσ­σα να ομο­λο­γή­σει φανε­ρά, δυνα­τά και ξεκά­θα­ρα ότι ο Ιησούς Χρι­στός είναι Κύριος. Και με την ομο­λο­γία αυτή και την ανα­γνώ­ρι­ση του Ιησού Χρι­στού ως Κυρί­ου θα δοξά­ζε­ται ο Θεός Πατήρ)»[:Φιλιπ.2,9–11]. Ας ρωτή­σου­με τους αιρε­τι­κούς εάν αυτά λέγον­ται για εκεί­νον που δεν σαρ­κώ­θη­κε, εάν λέγον­ται για τον Θεό Λόγο, πώς υπε­ρύ­ψω­σε Αυτόν; Επει­δή του είχε δώσει κάτι περισ­σό­τε­ρο; Ήταν λοι­πόν ατε­λής κατά τού­το, και για εμάς έγι­νε τέλειος· διό­τι εάν δεν μας είχε ευερ­γε­τή­σει, δεν θα απο­λάμ­βα­νε τιμής.

«Καὶ ἐχα­ρί­σα­το αὐτῷ (:Και Του χάρι­σε)», λέγει, «ὄνο­μα». Ιδού, ούτε όνο­μα είχε κατά τη γνώ­μη σας. Πώς δε, εάν έλα­βε οφει­λή, παρου­σιά­ζε­ται εδώ ως λαβών κατά χάριν και δωρε­άν, και το όνο­μα που είναι υπε­ρά­νω από κάθε άλλο όνο­μα; Ας δού­με δε ποιο ήταν και το όνο­μα «ἵνα ἐν τῷ ὀνό­μα­τι ᾿Ιησοῦ πᾶν γόνυ κάμ­ψῃ (:Τον υπε­ρύ­ψω­σε, ώστε στο όνο­μα του Ιησού να γονα­τί­σουν ταπει­νά και να Τον προ­σκυ­νή­σουν λατρευ­τι­κά)». Αυτοί τη δόξα απο­κα­λούν «ὄνο­μα». Αυτή λοι­πόν η δόξα είναι υπε­ρά­νω από κάθε άλλη δόξα; Δόξα δε εν ολί­γοις είναι το να προ­σκυ­νού­με Αυτόν; Απέ­χε­τε μακράν από τη μεγα­λο­πρέ­πεια του Θεού εσείς, οι οποί­οι νομί­ζε­τε ότι γνω­ρί­ζε­τε τον Θεόν, όπως Αυτός γνω­ρί­ζει τον εαυ­τό Του. Και από αυτό μεν είναι σαφές, πόσο απέ­χε­τε από την έννοια του Θεού· γίνε­ται όμως φανε­ρό και από το εξής. Αυτή είναι δόξα; Πες μου. Επο­μέ­νως, με βάση τον αιρε­τι­κό αυτόν συλ­λο­γι­σμό, προ­τού να δημιουρ­γη­θούν οι άνθρω­ποι, προ­τού οι άγγε­λοι και οι αρχάγ­γε­λοι, δεν βρι­σκό­ταν σε δόξα. Εάν βέβαια αυτή είναι η δόξα, που είναι υπε­ρά­νω από κάθε δόξα, διό­τι αυτό σημαί­νει το «υπε­ρά­νω από κάθε άλλο όνο­μα»· και αν ακό­μη βρι­σκό­ταν εν δόξη όμως σε μικρό­τε­ρο βαθ­μό από αυτήν. Συνε­πώς, για τον λόγο αυτόν δημιούρ­γη­σε τα όντα, για να δοξά­ζε­ται, και όχι εξαι­τί­ας της αγα­θό­τη­τάς Του, αλλά επει­δή έχει ανάγ­κη να δοξά­ζε­ται από εμάς. Βλέ­πε­τε τη μωρία; Βλέ­πε­τε την ασέ­βεια; Αν μεν λοι­πόν έλε­γε αυτά περί του σαρ­κω­θέν­τος, είχε δικαιο­λο­γία, διό­τι ο Θεός Λόγος ανέ­χε­ται να λέγον­ται αυτά για τη σάρ­κα· διό­τι δεν άπτε­ται της φύσε­ως, αλλά το παν ίστα­ται περί την οικο­νο­μία του πράγ­μα­τος.

Τι λοι­πόν σημαί­νει «ἐπου­ρα­νί­ων καὶ ἐπι­γεί­ων καὶ κατα­χθο­νί­ων; Δηλα­δή, όλος ο κόσμος, και οι άγγε­λοι και οι άνθρω­ποι και οι δαί­μο­νες ή ότι και οι δίκαιοι και οι ζών­τες και οι αμαρ­τω­λοί. «Καὶ πᾶσα γλῶσ­σα ἐξο­μο­λο­γή­ση­ται ὅτι Κύριος ᾿Ιησοῦς Χρι­στὸς εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός(:Και έτσι κάθε γλώσ­σα να ομο­λο­γή­σει φανε­ρά, δυνα­τά και ξεκά­θα­ρα ότι ο Ιησούς Χρι­στός είναι Κύριος. Και με την ομο­λο­γία αυτή και την ανα­γνώ­ρι­ση του Ιησού Χρι­στού ως Κυρί­ου θα δοξά­ζε­ται ο Θεός Πατήρ)»[:Φιλιπ.2,11]. Δηλα­δή για να πουν αυτό όλοι· αυτό λοι­πόν είναι η δόξα του Πατρός. Βλέ­πεις παν­τού, όταν δοξά­ζε­ται ο Υιός, να δοξά­ζε­ται ο Πατήρ; Εάν βέβαια αυτό ισχύ­ει σε μας, όπου υπάρ­χει μεγά­λη δια­φο­ρά των πατέ­ρων προς τους υιούς, πολύ περισ­σό­τε­ρο στον Θεό, όπου δεν υπάρ­χει καμία δια­φο­ρά, προς Αυτόν μετα­βαί­νει και η τιμή και η ύβρις· διό­τι αν ο κόσμος όλος υπο­τα­γεί στον Υιό, λέγει, αυτό είναι δόξα του Πατρός.

Συνε­πώς και όταν λέμε ότι ο Υιός είναι τέλειος, ανεν­δε­ής, ότι δεν είναι μικρό­τε­ρος από τον Πατέ­ρα, αυτό είναι δόξα του Πατρός, διό­τι έτσι Τον γέν­νη­σε. Αυτό είναι μεγά­λη από­δει­ξη και της δύνα­μής Του, και της αγα­θό­τη­τας και της σοφί­ας, διό­τι δεν μειο­νε­κτεί καθό­λου, ούτε κατά τη σοφία, ούτε κατά την αγα­θό­τη­τα. Όταν πω ότι είναι σοφός, όπως ο Πατήρ, και καθό­λου μικρό­τε­ρος, αυτό είναι από­δει­ξη της μεγά­λης σοφί­ας του Πατρός· όταν πω ότι είναι δυνα­τός, όπως ο Πατήρ, αυτό είναι από­δει­ξη της δύνα­μής Του· όταν πω ότι είναι αγα­θός, όπως ο Πατήρ, αυτό είναι μεγί­στη από­δει­ξη της αγα­θό­τη­τάς Του, διό­τι τέτοιον Τον γέν­νη­σε, καθό­λου κατώ­τε­ρο από Αυτόν, ούτε υπο­λει­πό­με­νο κατά κάτι· όταν πω ότι δεν είναι υπο­δε­έ­στε­ρος κατά την ουσία, αλλά ίσος, ούτε από άλλη ουσία, και με αυτό πάλι τον Θεό θαυ­μά­ζω, και τη δύνα­μη Αυτού και την αγα­θό­τη­τα και τη σοφία, διό­τι από Αυτόν προ­σέ­φε­ρε σε μας άλλον όμοιο εκτός από το ότι δεν είναι Πατήρ. Ώστε όσα μεγά­λα αν πω για τον Υιό, μετα­βαί­νουν αυτά στον Πατέ­ρα· διό­τι εάν το μικρό αυτό και ασή­μαν­το, καθό­σον είναι μικρό συγ­κρι­νό­με­νο προς τη δόξα του Θεού το να προ­σκυ­νή­σει Αυτόν όλος ο κόσμος, είναι για τη δόξα του Θεού, πόσο μάλ­λον για όλα τα άλλα;

Ας έχου­με λοι­πόν πίστη για τη δόξα του Θεού, και ας ζού­με προς δόξαν Αυτού, επει­δή δεν υπάρ­χει καμία ωφέ­λεια από το ένα εκ των δύο. Ώστε όταν δοξά­ζο­με καλώς, και δεν ζού­με καλώς, τότε υβρί­ζο­με Αυτόν στον υπέρ­τα­το βαθ­μό, διό­τι απο­κα­λών­τας Αυτόν Κύριο και Διδά­σκα­λο, περι­φρο­νού­με Αυτόν και δεν φοβό­μα­στε τη φοβε­ρή κρί­ση Εκεί­νου. Δεν είναι βέβαια καθό­λου παρά­δο­ξο να ζουν οι ειδω­λο­λά­τρες ακα­θάρ­τως, ούτε άξιο τόσο μεγά­λης κατα­κρί­σε­ως. Οι Χρι­στια­νοί όμως, που μετέ­χουν σε τόσα μυστή­ρια και απο­λαύ­ουν τόσο μεγά­λης δόξας, να ζουν έτσι ακα­θάρ­τως, αυτό είναι το χει­ρό­τε­ρο από όλα και ανυ­πό­φο­ρο. Διό­τι πες μου: Υπά­κου­σε την εσχά­τη υπα­κοή, για τον λόγο αυτόν έλα­βε την άνω τιμή· έγι­νε δού­λος, για τον λόγο αυτόν είναι κύριος πάν­των, και των αγγέ­λων και όλων των άλλων. Συνε­πώς και εμείς να μη νομί­ζου­με ότι υπο­βι­βα­ζό­μα­στε από το αξί­ω­μά μας, όταν ταπει­νώ­σου­με τον εαυ­τό μας· διό­τι τότε είναι δυνα­τόν να εξυ­ψω­θού­με περισ­σό­τε­ρο· εύλο­γα τότε είναι δυνα­τό να τιμη­θού­με στον υπέρ­τα­το βαθ­μό. Ότι βέβαια ο υψη­λός είναι ταπει­νός, ο δε ταπει­νός υψη­λός, είναι αρκε­τή μεν και η από­κρι­ση του Χρι­στού που λέγει αυτό, πλην όμως ας εξε­τά­σου­με και αυτό το πράγ­μα.

Τι σημαί­νει να ταπει­νω­θού­με; Δεν σημαί­νει να μας ψέγουν, να μας κατη­γο­ρούν και να μας δια­βάλ­λουν; Και τι να υψω­θού­με; Το να μας τιμούν, το να μας επαι­νούν, να μας δοξά­ζουν. Καλώς. Ας δού­με λοι­πόν πώς γίνε­ται αυτό. Ο σατα­νάς, άγγε­λος όντας, ύψω­σε τον εαυ­τό του. Τι λοι­πόν συνέ­βη· δεν ταπει­νώ­θη­κε περισ­σό­τε­ρο από όλους; Δεν έχει τόπο παρα­μο­νής τη γη; Δεν κατη­γο­ρεί­ται και δια­βάλ­λε­ται από όλους; Ο Παύ­λος, άνθρω­πος όντας, ταπεί­νω­σε τον εαυ­τό του. Τι λοι­πόν; Δεν θαυ­μά­ζε­ται; Δεν επαι­νεί­ται; Δεν εγκω­μιά­ζε­ται; Δεν είναι φίλος του Χρι­στού; Δεν πραγ­μα­το­ποί­η­σε μεγα­λύ­τε­ρα από όσα έπρα­ξε ο Χρι­στός; Δεν διέ­τα­ξε πολ­λές φορές τον διά­βο­λο ως δού­λο; Δεν τον περιέ­φε­ρε ως δήμιο; Δεν το περιέ­παι­ζε; Δεν είχε κάτω από τα πόδια του συν­τε­τριμ­μέ­νο το κεφά­λι αυτού; Δεν ευχό­ταν αυτό και στους άλλους με πολ­λή παρ­ρη­σία; Για­τί τα λέω αυτά; Εξύ­ψω­σε τον εαυ­τό του ο Αβεσ­σα­λώμ, ταπεί­νω­σε τον εαυ­τό του ο Δαβίδ. Ποιος υψώ­θη­κε; Ποιος έγι­νε ένδο­ξος; Διό­τι τι υπάρ­χει ταπει­νό­τε­ρο από τα λόγια που έλε­γε για τον Σεμε­εί ο μακά­ριος αυτός προ­φή­της, λέγον­τας: «φετε ατν καταρσθαι, τι επεν ατ Κύριος (:Αφή­στε αυτόν να με κατα­ρά­ται, διό­τι ο Κύριος έδω­σε εντο­λή σε αυτόν)»; [Β΄Βασ.16,11]

Και εάν θέλε­τε, ας εξε­τά­σου­με επά­νω στα ίδια τα πράγ­μα­τα. Ο τελώ­νης ταπεί­νω­σε τον εαυ­τό του, αν και βέβαια αυτό δεν ήταν ούτε ταπει­νο­φρο­σύ­νη, αλλά με ποιο τρό­πο; Είπε με ευγνω­μο­σύ­νη αυτά που είπε. Ύψω­σε τον εαυ­τό του ο Φαρι­σαί­ος. Τι λοι­πόν; Ας εξε­τά­σου­με και τα πράγ­μα­τα. Ας υπο­τε­θεί ότι είναι δύο άνθρω­ποι· και οι δύο είναι πλού­σιοι και απο­λαύ­ουν μεγά­λης τιμής και έχουν μεγά­λη πεποί­θη­ση για τη σοφία και την εξου­σία τους, και για όλα τα άλλα κοσμι­κά πλε­ο­νε­κτή­μα­τα. Έπει­τα ο ένας μεν ζητεί τις τιμές από όλους και επει­δή δεν λαμ­βά­νει, οργί­ζε­ται, και περισ­σό­τε­ρο από ό,τι πρέ­πει απαι­τεί και υψώ­νει τον εαυ­τό του. Ο άλλος όμως περι­φρο­νεί το πράγ­μα, με κανέ­να δεν δυσα­να­σχε­τεί για τού­το, και όταν δίνε­ται η τιμή την απο­φεύ­γει. Δεν υπάρ­χει βέβαια άλλος τρό­πος να επι­τύ­χου­με τη δόξα, παρά να απο­φεύ­γου­με αυτήν· διό­τι έως ότου μεν επι­διώ­κο­με αυτήν, μας απο­φεύ­γει· όταν όμως την απο­φεύ­γου­με, αυτή μας ακο­λου­θεί κατά πόδας. Εάν επι­θυ­μείς να είσαι ένδο­ξος, να μην επι­θυ­μείς δόξα· εάν επι­θυ­μείς να είσαι υψη­λός, να μη γίνε­σαι υψη­λός. Και εκτός αυτού μάλι­στα, όλοι τιμούν εκεί­νον που δεν επι­θυ­μεί την τιμή, περι­φρο­νούν όμως εκεί­νον που την επι­ζη­τεί. Εκ φύσε­ως είναι το ανθρώ­πι­νο γένος κατά κάποιο τρό­πο φιλό­νι­κο και αντι­πα­θές.

Ας περι­φρο­νού­με λοι­πόν τη δόξα, διό­τι έτσι θα μπο­ρέ­σου­με να γίνου­με ταπει­νοί, μάλ­λον δε υψη­λοί. Μην υψώ­νεις τον εαυ­τό σου, για να υψω­θείς από άλλον. Εκεί­νος που υψώ­νει τον εαυ­τό του, από άλλους δεν υψώ­νε­ται. Εκεί­νος που ταπει­νώ­νει τον εαυ­τό του, από άλλους δεν ταπει­νώ­νε­ται. Η αλα­ζο­νεία είναι μέγα κακό· είναι καλύ­τε­ρο να είναι κανείς μωρός παρά αλα­ζό­νας· διό­τι εκεί μεν η μωρία είναι ιδιαί­τε­ρο γνώ­ρι­σμα μόνο της παρα­φρο­σύ­νης, εδώ δε είναι χει­ρό­τε­ρη, και μωρία μαζί με μανία. Ο ανόη­τος είναι για τον εαυ­τό του κακό, ο αλα­ζό­νας όμως κατα­στρο­φή και σε άλλους. Από τη μωρία γεν­νά­ται αυτό το πάθος. Δεν είναι δυνα­τόν να υπάρ­χει υπε­ρή­φα­νος που να μην είναι μωρός· εκεί­νος δε που έχει σε μεγά­λο βαθ­μό τη μωρία είναι απε­γνω­σμέ­νος. Άκου κάποιον σοφό να λέει: «Εδον νδρα δόξαν­τα παρ᾿ ατ σοφν εναι, λπί­δα μέν­τοι σχε μλλον φρων ατο(:Είδα άνθρω­πο δοκη­σί­σο­φο, που φαν­τά­στη­κε ότι είναι σοφός· ο άφρο­νας όμως έχει περισ­σό­τε­ρες ελπί­δες διορ­θώ­σε­ως από αυτόν)» [Παροιμ.26,12]. Για τον λόγο αυτόν και ο Παύ­λος έλε­γε: «τ ατ ες λλή­λους φρο­νοντες. μ τ ψηλ φρο­νοντες, λλ τος ταπει­νος συνα­πα­γό­με­νοι. μ γίνε­σθε φρό­νι­μοι παρ᾿ αυτος(:Να έχε­τε μετα­ξύ σας τα ίδια φρο­νή­μα­τα και σχέ­σεις αρμο­νι­κές. Μην απο­βλέ­πε­τε και μην επι­ζη­τεί­τε τις υψη­λές δια­κρί­σεις και τιμές, αλλά να συγ­κα­τα­βαί­νε­τε στους ταπει­νούς και να συμ­με­ρί­ζε­στε την ταπει­νή τους θέση και αση­μό­τη­τα. Μη σχη­μα­τί­ζε­τε για τον εαυ­τό σας την ψευ­δαί­σθη­ση ότι είστε συνε­τοί και ότι έχε­τε όλη τη γνώ­ση, ώστε να μη χρειά­ζε­στε τις συμ­βου­λές των άλλων)» [Ρωμ.12,16]. Όσον αφο­ρά τα σώμα­τα, πες μου, ποια λέμε ότι είναι υγιή; Εκεί­να που έχουν πολύ όγκο και είναι γεμά­τα από μέσα αέρια και ύδωρ ή εκεί­να που είναι κομ­ψά και έχουν περιο­ρι­σμέ­νη την επι­φά­νεια; Είναι φανε­ρό ότι τα δεύ­τε­ρα. Λοι­πόν και ως προς την ψυχή, εκεί­νη μεν που βρί­σκε­ται σε ταρα­χή έχει χει­ρό­τε­ρο νόση­μα από τον δια­βή­τη, η δε ήρε­μη ψυχή είναι απαλ­λαγ­μέ­νη από κάθε πάθος.

Πόσα λοι­πόν αγα­θά γεν­νά για εμάς η ταπει­νο­φρο­σύ­νη; Τι θέλεις; Την ανε­ξι­κα­κία, την έλλει­ψη οργής, τη φιλαν­θρω­πία, τη νηφα­λιό­τη­τα, την προ­σο­χή; Όλα τα αγα­θά αυτά προ­έρ­χον­ται από την ταπει­νο­φρο­σύ­νη, και τα αντί­θε­τα από την από­γνω­ση. Κατ’ ανάγ­κην ένας τέτοιος άνθρω­πος είναι και υβρι­στής και φιλό­νι­κος και οργί­λος και σκλη­ρός και κατη­φής, θηρίο μάλ­λον παρά άνθρω­πος. Είσαι ισχυ­ρός και υπε­ρή­φα­νος; Λοι­πόν για τον λόγο αυτόν περισ­σό­τε­ρο οφεί­λεις να ταπει­νώ­νε­σαι. Για­τί έχεις μεγά­λη ιδέα για πράγ­μα ατε­λές; Διό­τι αλη­θώς και το λεον­τά­ρι είναι γεν­ναιό­τε­ρο από εσέ­να και ο χοί­ρος ισχυ­ρό­τε­ρος, και ούτε κου­νού­πι είσαι συγ­κρι­νό­με­νος προς αυτά· και οι ληστές δε και οι τυμ­βω­ρύ­χοι και οι μονο­μά­χοι και οι δικοί σου υπη­ρέ­τες, ίσως δε οι περισ­σό­τε­ρο αγνώ­μο­νες, είναι ισχυ­ρό­τε­ροι από εσέ­να. Αυτό λοι­πόν είναι άξιο επαί­νου; Και δεν κρύ­βεις τον εαυ­τό σου, επει­δή καυ­χά­σαι για αυτό; Αλλά είσαι καλός και ωραί­ος και γι’αυ­τό υπε­ρη­φα­νεύ­ε­σαι; Η καύ­χη­ση αυτή ανή­κει στις κου­ρού­νες. Δεν είσαι ομορ­φό­τε­ρος από το παγώ­νι, ούτε ως προς τη λαμ­πρό­τη­τα, ούτε ως προς τα φτε­ρά· η νίκη ανή­κει στα φτε­ρά του πτη­νού· σε υπερ­βάλ­λει πολύ στην κόμη, στη λαμ­πρό­τη­τα. Και ο κύκνος είναι πάρα πολύ όμορ­φος, και πολ­λά άλλα πτη­νά, προς τα οποία αν συγ­κρι­θείς, θα δεις ότι δεν αξί­ζεις τίπο­τε. Πολ­λές φορές δε και παι­διά ευτε­λή και κόρες παν­τρε­μέ­νες και γυναί­κες πόρ­νες και άντρες θηλυ­πρε­πείς είχαν το καύ­χη­μα αυτό. Αυτό λοι­πόν είναι άξιο υπε­ρη­φα­νεί­ας;

Αλλά είσαι πλού­σιος και γι’αυ­τό υπε­ρη­φα­νεύ­ε­σαι; Από πού; Τι κατέ­χεις; Χρυ­σά­φι, άργυ­ρο, πολύ­τι­μους λίθους; Αυτό είναι καύ­χη­μα και των ληστών και των δολο­φό­νων και εκεί­νων που επε­ξερ­γά­ζον­ται τα μέταλ­λα. Το έργο των κατα­δί­κων, αυτό είναι για εσέ­να το καύ­χη­μα; Αλλά στο­λί­ζε­σαι και καλ­λω­πί­ζε­σαι και γι’αυ­τό υπε­ρη­φα­νεύ­ε­σαι; Είναι δυνα­τόν να δεις και ίππους να καλ­λω­πί­ζον­ται· στους Πέρ­σες μάλι­στα θα μπο­ρού­σε να δει κανείς και τις καμή­λες να καλ­λω­πί­ζον­ται· όσον αφο­ρά δε στους ανθρώ­πους, θα δεις όλους τους ηθο­ποιούς να καλ­λω­πί­ζον­ται. Δεν ντρέ­πε­σαι να είσαι υπε­ρή­φα­νος εξαι­τί­ας αυτών, στα οποία μετέ­χουν μαζί σου και τα ζώα και οι δού­λοι και οι δολο­φό­νοι και οι θηλυ­πρε­πείς και οι ληστές και οι τυμ­βω­ρύ­χοι; Αλλά κατα­σκευά­ζεις οικί­ες πολυ­τε­λεί­ας και γι’αυ­τό υπε­ρη­φα­νεύ­ε­σαι; Και τι με αυτό; Πολ­λοί κόρα­κες κατοι­κούν σε πολυ­τε­λέ­στε­ρα και μεγα­λο­πρε­πέ­στε­ρα κατα­λύ­μα­τα. Ή δεν βλέ­πεις αυτούς που επι­θυ­μούν με μανία τα χρή­μα­τα, έχτι­σαν τις οικί­ες τους στους αγρούς και σε έρη­μους τόπους, κατα­λύ­μα­τα κορά­κων; Αλλά καυ­χά­σαι για τη φωνή σου; Ποτέ δεν θα μπο­ρέ­σεις να τρα­γου­δή­σεις μελω­δι­κό­τε­ρα από τον κύκνο και το αηδό­νι. Αλλά μήπως καυ­χά­σαι για την ποι­κι­λία της τέχνης; Και τι υπάρ­χει σε αυτό σοφό­τε­ρο από τη μέλισ­σα; Ποιος κεν­τη­τής, ποιος ζωγρά­φος, ποιος γεω­μέ­τρης θα μπο­ρέ­σει να μιμη­θεί τα έργα της; Μήπως καυ­χά­σαι για τη λεπτό­τη­τα του ενδύ­μα­τός σου; Στην περί­πτω­ση όμως αυτή οι αρά­χνες σε νικούν. Μήπως για την ταχύ­τη­τα των ποδιών; Πάλι τα πρω­τεία κατέ­χουν τα ζώα, ο λαγός και το ζαρ­κά­δι και όσα δεν υστε­ρούν κατά την ταχύ­τη­τα των ποδιών.

Αλλά απο­δη­μείς και γι’αυ­τό υπε­ρη­φα­νεύ­ε­σαι; Όχι όμως περισ­σό­τε­ρο από τα πτη­νά· διό­τι αυτά απο­δη­μούν ευκο­λό­τε­ρα, δεν έχουν την ανάγ­κη των εφο­δί­ων, ούτε των υπο­ζυ­γί­ων, αλλά το φτε­ρό είναι σε αυτά αρκε­τό για όλα. Αυτό είναι και πλοίο, αυτό και υπο­ζύ­γιο, αυτό και όχη­μα, αυτό και άνε­μος και οτι­δή­πο­τε θα μπο­ρού­σε να πει κανείς. Μήπως έχεις οξεία όρα­ση; Όχι όμως όπως το ζαρ­κά­δι, ούτε όπως ο αετός. Μήπως έχεις οξεία ακοή; Ο όνος όμως έχει οξύ­τε­ρη. Μήπως έχεις οξεία όσφρη­ση; Όμως ο σκύ­λος δεν σε αφή­νει να τον ξεπε­ρά­σεις. Μήπως είσαι ικα­νός να προ­μη­θεύ­εις αγα­θά για τον εαυ­τό σου; Υπο­λεί­πε­σαι όμως του μύρ­μηγ­κος. Αλλά φορείς χρυ­σά κοσμή­μα­τα, όμως όχι έτσι, όπως οι ινδι­κοί μύρ­μηγ­κες. Τα ζώα δε είναι πολύ καλύ­τε­ρα από εμάς εξαι­τί­ας της υγεί­ας και της ευε­ξί­ας και της αφθο­νί­ας των αγα­θών· εκεί­να δεν φοβούν­ται την πενία. «μβλέ­ψα­τε ες τ πετειν το ορανο, τι ο σπεί­ρου­σιν οδ θερί­ζου­σιν οδ συνά­γου­σιν ες ποθή­κας (:Κοι­τάξ­τε τα που­λιά που πετούν στον αέρα και δεί­τε ότι αυτά δεν σπέρ­νουν ούτε θερί­ζουν ούτε μαζεύ­ουν τρο­φές σε απο­θή­κες για το χει­μώ­να ή τον και­ρό της στε­ρή­σε­ως)» [Ματθ.6,26] λέγει ο Κύριος.

«Επο­μέ­νως», θα πει κάποιος, «δημιούρ­γη­σε ο Θεός τα ζώα ανώ­τε­ρα από εμάς». Βλέ­πεις πόση είναι η απε­ρι­σκε­ψία; Βλέ­πεις το ανε­ξέ­τα­στο του πράγ­μα­τος; Βλέ­πεις πόσα χαρί­ζει σε εμάς η εξέ­τα­ση και έλεγ­χος των πραγ­μά­των; Ο μεγα­λο­φρο­νών περισ­σό­τε­ρο από όλους τους ανθρώ­πους βρέ­θη­κε ταπει­νό­τε­ρος και από τα άλο­γα ζώα. Αλλά θα λυπη­θού­με αυτόν και δεν θα τον μιμη­θού­με· ούτε κατα­βι­βά­ζον­τας αυτόν στην τάξη των ζώων, επει­δή υπε­ρη­φα­νεύ­τη­κε υψη­λό­τε­ρα από την ανθρώ­πι­νη φύση, θα τον αφή­σου­με εκεί, αλλά θα τον σηκώ­σου­με, όχι προς χάρη του, διό­τι αυτός μεν είναι άξιος να πάθει αυτά, αλλά για να απο­δει­χτεί η φιλαν­θρω­πία του Θεού και η τιμή προς εμάς· διό­τι υπάρ­χουν μερι­κά πράγ­μα­τα, στα οποία δεν μετέ­χουν καθό­λου τα ζώα μαζί μας. Ποια λοι­πόν είναι αυτά; Η ευσέ­βεια και ο ενά­ρε­τος βίος. Εδώ δεν μπο­ρείς να πεις πόρ­νους, ούτε θηλυ­πρε­πείς, ούτε ανθρω­πο­κτό­νους, διό­τι απο­χω­ρι­στή­κα­με από αυτούς. Τι λοι­πόν σημαί­νει αυτό; Γνω­ρί­ζου­με τον Θεό, γνω­ρί­ζου­με καλώς την πρό­νοιά Του, φιλο­σο­φού­με για την αθα­να­σία. Ας παρα­με­ρί­σουν εδώ τα ζώα, δεν θα αμφι­σβη­τή­σουν για αυτά. Σωφρο­νού­με· εδώ κανέ­να κοι­νό δεν έχουν τα ζώα. Υπο­λει­πό­με­νοι βέβαια όλων των ζώων, είμα­στε κυρί­αρ­χοι αυτών· διό­τι ως προς αυτό είναι μεγα­λύ­τε­ρη η εξου­σία, ότι υπο­λει­πό­με­νοι αυτών, βασι­λεύ­ου­με σε αυτά, για να μάθεις ότι δεν είσαι εσύ αίτιος αυτών, αλλά ο Θεός, ο Οποί­ος σε δημιούρ­γη­σε και χάρι­σε το λογι­κό. Τοπο­θε­τού­με δίχτυα και παγί­δες σε αυτά, τα ρίχνου­με μέσα σε αυτές και τα τιθα­σεύ­ου­με. Σε εμάς υπάρ­χει σωφρο­σύ­νη, επιεί­κεια, πρα­ό­τη­τα, περι­φρό­νη­ση των χρη­μά­των. Αλλά επει­δή εσύ, όντας ένας από τους απε­γνω­σμέ­νους, δεν έχεις τίπο­τε από αυτά, εύλο­γα ή φρο­νείς υψη­λό­τε­ρα από τους ανθρώ­πους ή και ταπει­νό­τε­ρα από τα άλο­γα ζώα· διό­τι έτσι είναι η μωρία και η θρα­σύ­τη­τα· ή εξυ­ψώ­νε­ται περισ­σό­τε­ρο από το δέον ή ταπει­νώ­νε­ται πάλι ομοί­ως, χωρίς να φυλάσ­σει που­θε­νά το μέτρο.

Είμα­στε ίσοι προς τους αγγέ­λους κατά τού­το· έχει γίνει αντι­κεί­με­νο υπό­σχε­σης προς εμάς η βασι­λεία των ουρα­νών, η χορεία μετά του Χρι­στού. Ο άνθρω­πος μαστί­ζε­ται και δεν υπο­κύ­πτει· ο άνθρω­πος περι­φρο­νεί τον θάνα­το, δεν τρέ­μει, δεν φοβά­ται, δεν απο­βλέ­πει στα περισ­σό­τε­ρα. Συνε­πώς όσοι δεν συμ­πε­ρι­φέ­ρον­ται κατ’ αυτόν τον τρό­πο, είναι χει­ρό­τε­ροι από τα ζώα· διό­τι όταν στα μεν σωμα­τι­κά χαρί­σμα­τα υπερ­τε­ρείς, δεν έχεις όμως τα ψυχι­κά, πώς δεν είσαι χει­ρό­τε­ρος από τα ζώα; Διό­τι φέρει ενώ­πιόν μας ένα από τους περισ­σό­τε­ρο ανο­ή­τους, που ζουν στην κακία, την τρυ­φή και την πλε­ο­νε­ξία. Ο ίππος είναι πολε­μι­κό­τε­ρος αυτού, ο χοί­ρος ισχυ­ρό­τε­ρος, ο λαγός ταχύ­τε­ρος, το παγώ­νι ομορ­φό­τε­ρο, ο κύκνος μελω­δι­κό­τε­ρος, ο ελέ­φαν­τας μεγα­λύ­τε­ρος, ο αετός οξυ­δερ­κέ­στε­ρος, όλα τα πτη­νά πλου­σιό­τε­ρα. Από πού λοι­πόν είσαι άξιος να εξου­σιά­ζεις τα ζώα; Από το λογι­κό; Αλλά δεν είναι δυνα­τόν· διό­τι εκεί­νος που δεν μετα­χει­ρί­ζε­ται αυτό προς το καλό, πάλι είναι χει­ρό­τε­ρος από εκεί­να· διό­τι όταν είναι περισ­σό­τε­ρο ανόη­τος από εκεί­να, αν και έχει λογι­κό, ήταν καλύ­τε­ρο εάν δεν γινό­ταν καθό­λου λογι­κός· διό­τι δεν είναι ίσο, αφού λάβει κάποιος αρχή να την προ­δώ­σει, και παρά και­ρόν να μη λάβει. Εκεί­νος που είναι βασι­λιάς και είναι χει­ρό­τε­ρος από τους σωμα­το­φύ­λα­κές του, ήταν καλύ­τε­ρο εάν δεν φορού­σε ούτε την πορ­φύ­ρα. Έτσι ακρι­βώς συμ­βαί­νει και εδώ.

Γνω­ρί­ζον­τας λοι­πόν ότι είμα­στε χει­ρό­τε­ροι από τα ζώα χωρίς την αρε­τή, ας επι­διώ­κου­με αυτήν, ώστε να γίνου­με άνθρω­ποι, μάλ­λον δε άγγε­λοι, και να απο­λαύ­σου­με τα υπε­σχη­μέ­να αγα­θά, τα οποία όλοι μας να επι­τύ­χου­με με τη χάρη και φιλαν­θρω­πία του Κυρί­ου μας Ιησού Χρι­στού μετά του Οποί­ου ανή­κει στον Πατέ­ρα και στο Άγιο Πνεύ­μα δόξα, δύνα­μις, τιμή, τώρα και πάν­το­τε και στους αιώ­νες των αιώ­νων. Αμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-ad-philippenses.pdf

  • Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, Υπό­μνη­μα στην προς Φιλιπ­πη­σί­ους επι­στο­λήν, ομι­λία Η΄, πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1980, τόμος 21, σελί­δες 528–563.

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη μετά Συν­τό­μου Ερμη­νεί­ας, Πανα­γιώ­της Τρεμ­πέ­λας, Αδελ­φό­της Θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», Αθή­να, 1985.

  • https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-palaia-diathiki/

  • https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-kaini-diathiki/

  • Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλ­τή­ριον με σύν­το­μη ερμη­νεία(από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τρί­τη, Αθή­να 2016.

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

 

Άγιος Γρη­γό­ριος ο Παλα­μάς (Εις το Γενέ­σιον της Θεο­τό­κου)

ΣΤΗΝ ΣΩΤΗΡΙΑ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΗΣ ΠΑΝΥΠΕΡΑΓΝΗΣ ΔΕΣΠΟΙΝΑΣ ΜΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΚΑΙ ΑΕΙΠΑΡΘΕΝΟΥ ΜΑΡΙΑΣ

Πράγ­μα­τι κάθε και­ρός είναι κατάλ­λη­λος για να γίνει αρχή ενός σωτή­ριου τρό­που ζωής. Και για να δηλώ­σει αυτό έλε­γε ο μέγας Παύ­λος: «δο νν καιρς επρόσ­δε­κτος, δο νν μέρα σωτη­ρί­ας(:Να λοι­πόν, τώρα είναι και­ρός κατάλ­λη­λος, να, τώρα είναι ημέ­ρα σωτη­ρί­ας)»[Β΄Κορ.6,2]· «ποθώ­με­θα ον τ ργα το σκό­τους κα νδυ­σώ­με­θα τ πλα το φωτός. ς ν μέρ εσχη­μό­νως περι­πα­τή­σω­μεν(:Ας απο­θέ­σου­με λοι­πόν σαν νυκτε­ρι­νά ενδύ­μα­τα τα έργα της αμαρ­τί­ας, που γίνον­ται στο σκο­τά­δι, και ας ντυ­θού­με σαν άλλα όπλα τα φωτει­νά έργα της αρε­τής. Όπως συμ­πε­ρι­φέ­ρε­ται κανείς την ημέ­ρα, που τα βλέμ­μα­τα πολ­λών τον παρα­κο­λου­θούν, έτσι κι εμείς ας συμ­πε­ρι­φερ­θού­με με ευπρέ­πεια και σεμνό­τη­τα)»[Ρωμ.13,12–13]. Δεν εννο­εί ότι και­ρός ευπρόσ­δε­κτος για σωτη­ρία είναι κάποια από τις ώρες ή από τις ημέ­ρες, αλλά όλος ο χρό­νος μετά την επι­φά­νεια του Κυρί­ου και Θεού και Σωτή­ρος μας Ιησού Χρι­στού επά­νω στη γη.

Όπως δηλα­δή, όταν ανα­τεί­λει στη γη ο αισθη­τός ήλιος είναι και­ρός σωμα­τι­κής εργα­σί­ας για τους ανθρώ­πους, όπως είπε και ο Δαβίδ[ Ψαλμ.103,22–23: «νέτει­λεν λιος κα ξελεύ­σε­ται νθρω­πος π τ ργον ατο κα π τν ργα­σί­αν ατο ως σπέ­ρας (:Ανέ­τει­λε ο ήλιος και ο άνθρω­πος θα εξέλ­θει από την κατοι­κία του για να ασχο­λη­θεί με το έργο και την εργα­σία του έως το βρά­δυ)»], έτσι και, αφού εμφα­νί­στη­κε σε εμάς σαρ­κι­κά ο Ήλιος της δικαιο­σύ­νης, ο μετά την επι­φά­νειά Του και­ρός είναι ολό­κλη­ρος κατάλ­λη­λος για πνευ­μα­τι­κή εργα­σία. Αυτό δηλώ­νον­τας αλλού ο ίδιος προ­φή­της, αφού είπε περί της Δεσπο­τι­κής Παρου­σί­ας: «Λίθον, ν πεδο­κί­μα­σαν ο οκοδο­μοντες, οτος γενή­θη ες κεφαλν γωνί­ας(: Τον λίθο, τον οποίο απέρ­ρι­ψαν ως ακα­τάλ­λη­λο και άχρη­στο οι χτί­στες, αυτός έγι­νε θεμέ­λιος και ακρο­γω­νιαί­ος λίθος όλης της οικο­δο­μής)» [Ψαλμ.117,22], πρό­σθε­σε: «Ατη μέρα, ν ποί­η­σεν Κύριος· γαλ­λια­σώ­με­θα κα εφρανθμεν ν ατ(:Αυτή είναι η πανη­γυ­ρι­κή και χαρ­μό­συ­νη ημέ­ρα την οποία ο Κύριος έκα­νε· ας αισθαν­θού­με αγαλ­λί­α­ση και ευφρο­σύ­νη κατά την διάρ­κειά της)»[Ψαλμ.117, 24] . Αλλά στην περί­πτω­ση μεν του αισθη­τού ηλί­ου, επει­δή δια­κό­πτε­ται την νύκτα, λέγει: «ξελεύ­σε­ται νθρω­πος π τ ργον ατο κα π τν ργα­σί­αν ατο ως σπέ­ρας» [Ψαλμ.103,23], ενώ ο Ήλιος της Δικαιο­σύ­νης, επει­δή κατά το απο­στο­λι­κό εδά­φιο είναι ανέ­σπε­ρος και δεν έχει «παραλ­λαγ τροπς ποσκασμα(:αλλοί­ω­ση και μετα­βο­λή σαν αυτές που γίνον­ται στη σελή­νη ή συν­τε­λούν­ται από τη δια­δο­χή της νύχτας και της ημέ­ρας)» [Ιάκ.1,17], παρέ­χει αδιά­κο­πη ευκαι­ρία πνευ­μα­τι­κής εργα­σί­ας.

Εάν μάλι­στα χρειά­ζε­ται να χαρα­κτη­ρί­σου­με και κάποιον και­ρό καταλ­λη­λό­τε­ρο από τους άλλους, και αν όπως υπάρ­χει και­ρός για σπο­ρά και και­ρός για θερι­σμό, και­ρός για φύτευ­μα και και­ρός για συγ­κο­μι­δή, και και­ρός για κάθε άλλο πράγ­μα, έτσι επι­ζη­τείς και για την αγα­θο­ερ­γία ώρα ενάρ­ξε­ως ιδιαι­τέ­ρως αρμο­στή, αυτή είναι ο και­ρός του φθι­νο­πώ­ρου, και αυτού περισ­σό­τε­ρο αυτός ο μήνας, που είναι και ο πρώ­τος μας μήνας και η αρχή του έτους[Ο πρώ­τος μήνας του εκκλη­σια­στι­κού έτους ήταν στο Βυζάν­τιο ο Σεπτέμ­βριος και η πρώ­τη του μηνός αυτού ήταν η πρω­το­χρο­νιά, και αρχή της Ινδί­κτου], διό­τι κατ’ αυτόν έγι­νε αρχή της σωτη­ρί­ας μας την οποία και εορ­τά­ζο­με σήμε­ρα. Διό­τι αυτή η ιερά εορ­τή και πανή­γυ­ρη την οποία τελού­με σήμε­ρα είναι η πρώ­τη της κατά χάριν ανα­κλή­σε­ως και ανα­πλά­σε­ώς μας αφού είναι η ημέ­ρα κατά την οποία άρχι­σαν τα πάν­τα να γίνον­ται νέα και να εισά­γον­ται αντί των προ­σκαί­ρων θεσμών οι μόνι­μοι, αντί του γράμ­μα­τος το πνεύ­μα και αντί των σκιών η αλή­θεια.

Πραγ­μα­τι­κά σήμε­ρα ανα­φά­νη­κε νέος κόσμος και παρά­ξε­νος παρά­δει­σος, στον οποίο και από τον οποίο έχει παρα­χθεί νέος Αδάμ, ο οποί­ος ανα­πλάτ­τει τον παλαιό Αδάμ και ανα­και­νί­ζει όλον τον κόσμο· ο οποί­ος δεν απα­τά­ται από τον απα­τε­ώ­να, αλλά τον απα­τά και χαρί­ζει την ελευ­θε­ρία σε αυτούς που με απά­τη υπο­δου­λώ­θη­καν στην αμαρ­τία. Σήμε­ρα ετοι­μά­στη­κε στη γη παρά­δο­ξος βίβλος, που μπο­ρεί να φέρει όχι γράμ­μα­τα λόγων, αλλά τον ίδιο τον ζων­τα­νό Λόγο απόρ­ρη­το και μάλι­στα Λόγο όχι ενα­έ­ριο, αλλά ουρά­νιο, που δεν συγ­κρο­τεί­ται για να φθα­ρεί, αλλά αρπά­ζει από την φθο­ρά αυτούς που Τον πλη­σιά­ζουν, που δεν γίνε­ται με την κίνη­ση ανθρω­πί­νης γλώσ­σας, αλλά γεν­νά­ται προ­αιώ­νια από τον Θεό Πατέ­ρα.

Σήμε­ρα παρου­σιά­στη­κε έμψυ­χη και αχει­ρο­ποί­η­τη σκη­νή του Θεού και λογι­κή και πνευ­μα­τι­κή κιβω­τός του «άρτου της ζωής που απο­στάλ­θη­κε σε εμάς από τους ουρα­νούς» [ πρβ. Ιω.6,32: « μν μν λέγω μν, ο Μωϋσς δέδω­κεν μν τν ρτον κ το ορανο, λλ᾿ πατήρ μου δίδω­σιν μν τν ρτον κ το ορανο τν ληθι­νόν(:Αλη­θι­νά σας λέω, δεν σας έδω­σε ο Μωυ­σής τον πραγ­μα­τι­κό ουρά­νιο άρτο. Διό­τι εκεί­νο το μάν­να ούτε ήταν ο αλη­θι­νός ουρά­νιος άρτος, ούτε δόθη­κε από τον Μωυ­σή στους προ­γό­νους σας. Αλλά σας τον έδω­σε ο Πατέ­ρας μου, ο Οποί­ος από τώρα και στο εξής εξα­κο­λου­θεί να σας δίνει ανελ­λι­πώς τον αλη­θι­νό ουρά­νιο άρτο)»] πραγ­μα­τι­κά. Σήμε­ρα κατά τον ψαλ­μι­κό στί­χο: «λήθεια κ τς γς νέτει­λε, κα δικαιο­σύ­νη κ το ορανο διέ­κυ­ψε(: Κατα­λύ­θη­κε το ψεύ­δος και ο δόλος από την γη και ανε­βλά­στη­σε καρ­πο­φό­ρος η αλή­θεια από τη γη και από τον ουρα­νό έσκυ­ψε προς τα κάτω και επι­σκέ­φτη­κε την γη η δικαιο­σύ­νη και κάθε αρε­τή εμφα­νί­στη­κε δικαιο­σύ­νη από τον ουρα­νό)»[Ψαλμ.84,12], η οποία εξέ­βα­λε τον άρχον­τα της αδι­κί­ας και από αυτήν την εξου­σία των αδί­κων, καθό­σον κατα­κρί­θη­κε αδί­κως και κατέ­κρι­νε δικαί­ως, κι έδε­σε τον ισχυ­ρό στην κακία και άρπα­ξε τα σκεύη του, τα μετε­σκεύ­α­σε και τα κατέ­στη­σε δεκτι­κά θεί­ας δικαιο­σύ­νης. Έτσι τους μεν αιχ­μα­λώ­τους της αμαρ­τί­ας τους πήρε μαζί της για να ζουν αιω­νί­ως, αφού τους δικαί­ω­σε με την πίστη προς Αυτόν, τον δε άρχον­τα της αμαρ­τί­ας, αφού τον περι­βά­λει με άφευ­κτα δεσμά, θα τον παρα­δώ­σει σε αιώ­νιο και άφεγ­γο πυρ.

Σήμε­ρα η προ­φη­τευ­μέ­νη ράβδος εβλά­στη­σε από την ρίζα του Ιεσ­σαί, από την οποία «βγή­κε άνθος» [Ησ. 11,1: «Κα ξελεύ­σε­ται άβδος κ τς ίζης εσσαί, κα νθος κ τς ίζης ναβή­σε­ται(:Και θα φυτρώ­σει κλω­νά­ρι από τον γενε­α­λο­γι­κό κορ­μό του Ιεσ­σαί και άνθος από το κορ­μό αυτόν θα ανα­βλα­στή­σει)»] που δεν δέχε­ται μαρα­σμό, αλλά και ανα­κα­λεί την φύση μας που μαρά­θη­κε και γι΄αυτό εξέ­πε­σε από τον αμά­ραν­το τόπο της τρυ­φής και την επα­να­φέ­ρει στο ευθα­λές και της χαρί­ζει το ευθα­λές, την ανε­βά­ζει προς τον ουρα­νό και την εισά­γει στον παρά­δει­σο. Είναι η ράβδος με την οποία ο μέγας Ποι­μέ­νας μετέ­φε­ρε το λογι­κό ποί­μνιο προς τις αιώ­νιες βοσκές· η ράβδος, στην οποία στη­ριγ­μέ­νη η φύση μας απέ­θε­σε την παλαιό­τη­τα και την γερον­τι­κή αδρά­νεια, και βαδί­ζει εύκο­λα προς τον ουρα­νό, αφή­νον­τας τη γη κάτω σ’ αυτούς που φέρον­ται προς τα κάτω, διό­τι δεν έχουν στή­ριγ­μα.

Αλλά ποιος είναι ο νέος κόσμος, ο παρά­ξε­νος παρά­δει­σος, η παρά­δο­ξη βίβλος, η πνευ­μα­τι­κή σκη­νή και κιβω­τός του Θεού, η αλή­θεια από την γη, η πολυ­ύ­μνη­τη ράβδος του Ιεσ­σαί; Είναι η πριν από τον τοκε­τό και μετά τον τοκε­τό αει­πάρ­θε­νη κόρη, της οποί­ας την γέν­νη­ση από στεί­ρα γυναί­κα εορ­τά­ζο­με σήμε­ρα. Διό­τι ο Ιωα­κείμ και η Άννα, συζών­τας ο ένας με τον άλλο και παρα­μέ­νον­τας άμεμ­πτοι ενώ­πιον του Θεού, φαί­νον­ταν στους Ισραη­λί­τες αξιό­μεμ­πτοι κατά τον νόμο, αφού έμε­ναν άτε­κνοι. Επει­δή δηλα­δή δεν υπήρ­χε ακό­μη τότε ελπί­δα αθα­να­σί­ας, γι΄αυτό η δια­δο­χή του γένους φαι­νό­ταν κάτι το αναγ­καιό­τα­το. Τώρα όμως, αφού αυτή η σήμε­ρα γεν­νη­θεί­σα παρ­θέ­νος μάς χάρι­σε την αϊδιό­τη­τα δια του παρ­θε­νι­κού τόκου, δεν είναι πλέ­ον σε μας αναγ­καία η από την παι­δο­ποι­ΐα δια­δο­χή. Αλλά τότε στους Ισραη­λί­τες η πολυ­τε­κνία φαι­νό­ταν ανώ­τε­ρη και της αρε­τής και η ατε­κνία τόσο μεγά­λο κακό, ώστε και αυτοί οι δίκαιοι να μην επαι­νούν­ται για την αρε­τή τους περισ­σό­τε­ρο από όσο υβρί­ζον­ταν για την ατε­κνία. Περί­λυ­ποι λοι­πόν από τις προ­σβο­λές οι δίκαιοι, αφού ενθυ­μή­θη­καν τον Αβρα­άμ και την Σάρ­ρα και όλους τους άλλους που δοκί­μα­σαν την λύπη για την ατε­κνία κι έπει­τα αφού σκέ­φτη­καν το φάρ­μα­κο που βρή­καν κάποιοι για την θερα­πεία αυτής της λύπης, απο­φά­σι­σαν να κατα­φύ­γουν και αυτοί στην παρά­κλη­ση προς τον Θεό. Και ο μεν σώφρων Ιωα­κείμ ανα­χω­ρεί προς την έρη­μο, κατοι­κεί σε αυτήν και τηρεί νηστεία, ανα­πέμ­πον­τας προς τον Θεό προ­σευ­χή να γίνει πατέ­ρας· και δεν στα­μά­τη­σε την δέη­ση ούτε επέ­στρε­ψε από εκεί, πριν δεχθεί την βεβαί­ω­ση περί της απο­δο­χής του αιτή­μα­τος. Η δε ομό­φρων με αυτόν Άννα κλεί­νε­ται στον γει­το­νι­κό κήπο και με πονε­μέ­νη καρ­διά βοά προς τον Κύριο: «Εισά­κου­σέ με, Θεέ των πατέ­ρων μου, και ευλό­γη­σέ με, όπως ευλό­γη­σες την μήτρα της Σάρ­ρας» [Κατά την ιστο­ρία Ιακώ­βου].Και επή­κου­σε ο Κύριος και τους ευλό­γη­σε και υπο­σχέ­θη­κε να δώσει ικα­νο­ποί­η­ση στο αίτη­μά τους· και τώρα έφε­ρε σε εκπλή­ρω­ση την επαγ­γε­λία, και τους έδω­σε κόρη, την θαυ­μα­σιό­τα­τη από όλες τις θαυ­μά­σιες που φάνη­καν ανέ­κα­θεν, αυτήν την γεν­νή­τρια του Κτί­στη των όλων, που θέω­σε το ανθρώ­πι­νο γένος και ουρά­νω­σε την γη, που έκα­με τον μεν Θεό υιό ανθρώ­που, τους δε ανθρώ­πους υιούς του Θεού.

Αλλά για ποιον λόγο προ­ήλ­θε αυτή από στεί­ρες λαγό­νες; Για να δια­λύ­σει την λύπη και να αφαι­ρέ­σει την ντρο­πή των γονέ­ων της και για να προ­ει­κο­νί­σει την διά­λυ­ση της λύπης και της κατά­ρας των προ­πα­τό­ρων του γένους που επρό­κει­το να πραγ­μα­το­ποι­η­θεί δι’ αυτής. Πώς άλλω­στε θα τολ­μού­σε η φύση να ρυπά­νει την μήτρα, στην οποία διέ­μει­νε και από την οποία προ­ήλ­θε η μόνη γυναί­κα που κατοί­κη­σε στα Άγια των Αγί­ων και η μόνη γυναί­κα που έγι­νε κατοι­κη­τή­ριο του Ποι­η­τού της φύσε­ως; Όπως δηλα­δή πριν από αυτήν και μετά από αυτήν δεν εμφα­νί­στη­κε παρ­θέ­νος μητέ­ρα και Θεού μητέ­ρα. Και όπως πριν από αυτήν και μετά από αυτήν δεν κατοί­κη­σε κανείς στα Άγια των Αγί­ων, έτσι φυσι­κά ούτε σε εκεί­να τα μητρι­κά σπλά­χνα δεν φάνη­κε να κυο­φο­ρεί­ται κανέ­να άλλο έμβρυο είτε πρω­τύ­τε­ρα είτε ύστε­ρα.

Όταν λοι­πόν έπρε­πε να γεν­νη­θεί η Παρ­θέ­νος μητέ­ρα του Θεού, και μάλι­στα από δαβι­τι­κό γένος και στον κατάλ­λη­λο και­ρό για την σωτη­ρία μας, πλη­σί­α­σε δε ο και­ρός και έπρε­πε να ετοι­μα­στεί ή να παρα­σκευα­σθεί η Παρ­θέ­νος, δεν βρέ­θη­καν τότε ανά­με­σα στους απο­γό­νους του Δαβίδ ανώ­τε­ροι από τους άτε­κνους εκεί­νους στην αρε­τή και στην ευγέ­νεια του ήθους και της γενε­άς. Γι΄αυτό προ­τι­μή­θη­καν από τους πολυ­τέ­κνους οι άτε­κνοι, για να κυο­φο­ρη­θεί από πολυα­ρέ­τους η πανά­ρε­τη κόρη και η πάνα­γνη από εξαι­ρε­τι­κώς σώφρο­νες και για να λάβει η σωφρο­σύ­νη, συνελ­θού­σα με την προ­σευ­χή και την άσκη­ση, ως καρ­πό το να γίνει γεν­νή­τρια παρ­θε­νί­ας, και μάλι­στα παρ­θε­νί­ας που προ­έ­βα­λε αφθό­ρως κατά την σάρ­κα τον Γεν­νη­θέν­τα κατά την θεό­τη­τα προ­αιω­νί­ως από παρ­θέ­νον Πατέ­ρα. Τι φτε­ρά ήσαν αυτά εκεί­νης της αρε­τής! Τι παρ­ρη­σία που βρή­κε στον Κύριο! Πόσο άσπι­λες ήσαν εκεί­νες οι καρ­διές, ώστε να ανα­πέμ­ψουν τέτοια προ­σευ­χή που τόσο πολύ προ­χώ­ρη­σε και τόσα κατόρ­θω­σε! Έπρε­πε λοι­πόν και να προ­ε­τοι­μα­στεί το μέγα θαύ­μα με το θαύ­μα και η φύση βαθ­μιαί­ως να υπο­τα­χθεί στην χάρη.

Αλλά εσείς, ακρο­α­τή­ριό μου ιερό, οι ακρο­α­τές των λόγων μου, το λογι­κό μου ποί­μνιο και οργω­μέ­νο και καλ­λιερ­γη­μέ­νο αγρό­κτη­μα κατά Χρι­στόν, προ­σφέ­ρα­τε γενέ­θλιο δώρο στην μητέ­ρα του Θεού την εκτέ­λε­ση των αρε­τών και την επί­δο­ση σε αυτές· άνδρες και γυναί­κες, πρε­σβύ­τε­ροι μαζί με νεο­τέ­ρους, πλού­σιοι και πτω­χοί, άρχον­τες κα αρχό­με­νοι, και γενι­κώς κάθε γένος και ηλι­κία, κάθε αξί­ω­μα και επάγ­γελ­μα και επι­στή­μη. Κανέ­νας σας να μην είναι ψυχι­κά άγο­νος και άκαρ­πος, κανέ­νας να μην είναι ακα­τά­δε­κτος και ανε­πί­δε­κτος πνευ­μα­τι­κού σπό­ρου. Αλλά και ο καθέ­νας να δέχε­ται προ­θύ­μως τον ουρά­νιο σπό­ρο, τον σωτη­ριώ­δη λόγο, και να τον απο­τε­λειώ­νει με τις δυνά­μεις του σε έργο και καρ­πό ουρά­νιο και θεά­ρε­στο· κανείς να μην εγκαι­νιά­ζει ανε­κτέ­λε­στη αρχή αγα­θο­ερ­γί­ας, κανέ­νας να μην επι­δει­κνύ­ει την πίστη του προς τον Χρι­στό με μόνο την γλώσ­σα. Διό­τι λέγει ο Κύριός μας Ιησούς Χρι­στός: «Ο πς λέγων μοι Κύριε Κύριε, εσελεύ­σε­ται ες τν βασι­λεί­αν τν ορανν, λλ᾿ ποιν τ θέλη­μα το πατρός μου το ν ορανος(:Προ­σέ­χε­τε ακό­μη μήπως παρα­πλα­νη­θεί­τε κι απ’ τον εαυ­τό σας. Πρέ­πει να ξέρε­τε ότι στην Βασι­λεία των ουρα­νών δεν θα εισέλ­θει όποιος επί­μο­να επι­κα­λεί­ται τη θεό­τη­τά μου και μου λέει: “Κύριε, Κύριε”, αλλά θα εισέλ­θει σε αυτήν εκεί­νος που εφαρ­μό­ζει το θέλη­μα του Πατρός μου που είναι στους ουρα­νούς)» [Ματθ.7,21] καθώς και: «Οδες πιβαλν τν χερα ατο π᾿ ροτρον κα βλέ­πων ες τ πίσω εθετός στιν ες τν βασι­λεί­αν το Θεο (:Καθέ­νας που έβα­λε το χέρι του πάνω στο αλέ­τρι και βλέ­πει προς τα πίσω και όχι προς το μέρος που πρό­κει­ται να οργώ­σει, δεν είναι κατάλ­λη­λος για γεωρ­γός. Έτσι κι εκεί­νος που κλή­θη­κε στην δια­κο­νία του Κυρί­ου πρέ­πει να βλέ­πει πάν­το­τε μπρο­στά στο πνευ­μα­τι­κό του έργο και να ξεχά­σει ολο­κλη­ρω­τι­κά τα εγκό­σμια και τα υλι­κά. Διό­τι δια­φο­ρε­τι­κά δεν θα μπο­ρέ­σει να κρα­τή­σει στε­ρεά για τον εαυ­τό του τη Βασι­λεία του Θεού και να εργα­στεί απο­τε­λε­σμα­τι­κά για τη διά­δο­σή της και στους άλλους)» [Λου­κά 9,62].

Οι παρ­θέ­νες που υπο­σχέ­θη­καν τον μονα­χι­κό βίο και όσες καλώς πράτ­τον­τας επα­νήλ­θα­τε από τον συζυ­γι­κό βίο προς την παρ­θε­νι­κή συμ­βί­ω­ση[εννο­εί τις γυναί­κες εκεί­νες που συμ­βιώ­νουν σε κοι­νό­βια με παρ­θέ­νες, αφού έχα­σαν τους συζύ­γους τους ή χώρι­σαν με κοι­νή συναί­νε­ση] και γενι­κώς όσες την δια­λέ­ξα­τε από πόθο μετα­νοί­ας για να συγ­κα­τοι­κεί­τε, να ζεί­τε σε όλα κατά τον Θεό εξαι­τί­ας της Παρ­θέ­νου που τώρα γεν­νή­θη­κε για χάρη μας και γέν­νη­σε κατά σάρ­κα με παρ­θε­νία σε χρό­νο Αυτόν που γεν­νή­θη­κε προ αιώ­νων από παρ­θέ­νο Πατέ­ρα· να ζεί­τε μόνο γι’ αυτήν και τον Σαρ­κω­θέν­τα από αυτήν Θεό, προ­σβλέ­πον­τας μόνο σε Αυτόν, έχον­τας μόνον Αυτόν από­λαυ­σή σας, χαί­ρον­τας με την ελπί­δα, υπο­μέ­νον­τας στη θλί­ψη, υπα­κού­ον­τας στις προϊ­στά­με­νες, δια­κο­νών­τας ή μία τις άλλες, φρον­τί­ζον­τας για την μετα­ξύ σας ειρή­νη, αφιε­ρω­μέ­νες συνε­χώς στην προ­σο­χή και την προ­σευ­χή και την ψυχι­κή κατά­νυ­ξη, σε ψαλ­μούς και ύμνους και πνευ­μα­τι­κές ωδές[πρβ. Ρωμ.12,12: «Τ λπί­δι χαί­ρον­τες, τ θλί­ψει πομέ­νον­τες, τ προ­σευχ προ­σκαρ­τε­ροντες(:Η ακλό­νη­τη ελπί­δα σας στα μελ­λον­τι­κά αγα­θά να σας γεμί­ζει χαρά και να σας ενι­σχύ­ει για να δεί­χνε­τε υπο­μο­νή στη θλί­ψη. Και να επι­μέ­νε­τε στην προ­σευ­χή, από την οποία θα παίρ­νε­τε μεγά­λη βοή­θεια για όλες αυτές τις αρε­τές, καθώς και για τις δύσκο­λες περι­στά­σεις της ζωής)» · Εβρ.13,17: «Πεί­θε­σθε τος γου­μέ­νοις μν κα πεί­κε­τε· ατο γρ γρυ­πνοσιν πρ τν ψυχν μν ς λόγον ποδώ­σον­τες· να μετ χαρς τοτο ποισι κα μ στε­νά­ζον­τες· λυσι­τελς γρ μν τοτο (:Να υπα­κού­τε στους πνευ­μα­τι­κούς προϊ­στα­μέ­νους σας και να υπο­τάσ­σε­στε τελεί­ως σε αυτούς· διό­τι αυτοί αγρυ­πνούν για τη σωτη­ρία των ψυχών σας, καθώς θα δώσουν λόγο στον Χρι­στό για τις ψυχές σας. Να τους υπα­κού­τε, για να ενθαρ­ρύ­νον­ται με την υπα­κοή σας, ώστε να επι­τε­λούν το έργο τους αυτό με χαρά και όχι με στε­ναγ­μούς. Άλλω­στε δεν σας συμ­φέ­ρει να στε­νά­ζουν εξαι­τί­ας σας οι πνευ­μα­τι­κοί σας προ­ε­στοί, επει­δή ο Θεός θα σας τιμω­ρή­σει γι’αυ­τό)»· Εφ.5,19: «Λαλοντες αυτος ψαλ­μος κα μνοις κα δας πνευ­μα­τι­κας, δον­τες κα ψάλ­λον­τες ν τ καρ­δί μν τ Κυρί(:Και τότε ο θεί­ος ενθου­σια­σμός που θα γεμί­ζει τις καρ­διές σας θα εξω­τε­ρι­κεύ­ε­ται. Και θα λέτε μετα­ξύ σας ψαλ­μούς και ύμνους και ωδές πνευ­μα­τι­κές. Θα τρα­γου­δά­τε και θα ψάλ­λε­τε στον Κύριο όχι μόνο με το στό­μα σας, αλλά και με την καρ­διά σας, που θα αισθά­νε­ται και θα συμ­με­τέ­χει σ’ αυτά που ψάλ­λε­τε)»], όντας αγνές και παρ­θέ­νες στο σώμα και την ψυχή, σε όλες τις αισθή­σεις και την διά­νοια, και επι­δει­κνύ­ον­τας με όλα φρό­νη­μα και πολί­τευ­μα πνευ­μα­τι­κό και παρ­θε­νι­κό. Διό­τι έτσι, κατά τον ψαλ­μι­κό στί­χο, ακο­λου­θών­τας την Θεο­μή­το­ρα θα έλθε­τε κον­τά της και θα εισέλ­θε­τε στον αχει­ρο­ποί­η­το ναό του Βασι­λέ­ως των Ουρα­νών, στην υπερ­κό­σμια και αΐδια πατρί­δα της αφθαρ­σί­ας.

Όσοι είστε συζευγ­μέ­νοι να μην παρα­δί­δε­στε τελεί­ως σε αυτόν τον κόσμο· διό­τι ο νεο­πα­γής αυτός και πραγ­μα­τι­κά υπερ­κό­σμιος κόσμος, δηλα­δή η Θεο­μή­τωρ, εμφα­νί­στη­κε και για σας σήμε­ρα ως καρ­πός συζυ­γί­ας. Οι γέρον­τες να επι­δει­κνύ­ε­τε γερον­τι­κό φρό­νη­μα και να μην παι­δια­ρί­ζε­τε σε βάρος σας με λογι­σμούς και λόγους και πρά­ξεις, παρου­σιά­ζον­τας σαρ­κι­κό φρό­νη­μα και συμ­πε­ρι­φε­ρό­με­νοι κατά σάρ­κα. Οι νέοι να ζηλεύ­ε­τε τέτοιους γέρον­τες και να τους σέβε­στε και να πεί­θε­στε σε αυτούς, και να μην αγνο­εί­τε τι είναι το έντι­μο γήρας και πώς η νεό­τη­τα δεν υστε­ρεί του σεμνού γήρα­τος. Και αν αγνο­εί­τε, ρωτή­στε τον σοφό Σολο­μών­τα· διό­τι θα ακού­σε­τε από αυτόν ότι «πολι δέ στι φρό­νη­σις νθρώ­ποις κα λικία γήρως βίος κηλί­δω­τος(:η σύνε­ση και η φρο­νι­μά­δα κάθε ηλι­κί­ας προ­σελ­κύ­ει τον σεβα­σμό των τιμη­μέ­νων γηρα­τειών και των λευ­κών μαλ­λιών μετα­ξύ των ανθρώ­πων, ενώ η ηλι­κία του γήρα­τος τότε είναι τιμη­μέ­νη και αξιο­σέ­βα­στη, όταν την συνο­δεύ­ει ζωή χωρίς κανέ­να ηθι­κό στίγ­μα)» [Σοφ. Σολ.4,9]. Όσοι κατέ­χε­τε κάτι περιτ­τό από αυτά τα γήι­να και ρευ­στά και άστα­τα που μετα­φέ­ρον­ται από άλλους σε άλλους, με την μετά­δο­σή τους να εξα­σφα­λί­σε­τε για τους εαυ­τούς σας αιώ­νια ζωή· διό­τι άλλω­στε «οκ ν τ περισ­σεύ­ειν τιν ζω ατο στιν κ τν παρ­χόν­των ατο(:η πλε­ο­νε­ξία δεν μπο­ρεί καθό­λου να σας κάνει άνε­τη και χαρού­με­νη τη ζωή σας. Διό­τι η ζωή του ανθρώ­που δεν εξαρ­τά­ται από τα περίσ­σια πλού­τη του και δεν δια­τη­ρεί­ται από τα υπάρ­χον­τά του. Τα πολ­λά του πλού­τη δεν μπο­ρούν να του εξα­σφα­λί­σουν την μακρο­ζω­ία και την ευχά­ρι­στη ζωή)» [Λου­κά 12,15].

Όσοι στε­ρεί­στε των αναγ­καί­ων, να είστε στην υπο­μο­νή και στην ευχα­ρι­στία προς τον Θεό, για να συνα­ριθ­μη­θεί­τε με τους φτω­χούς που μακα­ρί­ζον­ται από Εκεί­νον και να κλη­ρο­νο­μή­σε­τε την Βασι­λεία των Ουρανών[πρβ. Ιάκ.1,9: «Καυ­χά­σθω δ δελφς ταπεινς ν τ ψει ατο(:Και ως προς τον πει­ρα­σμό και τη δοκι­μα­σία που δημιουρ­γεί η φτώ­χεια, σας λέω τα εξής: Ο αδελ­φός που είναι φτω­χός και άση­μος ας καυ­χιέ­ται για το πνευ­μα­τι­κό ύψος που τον ανε­βά­ζει ο Θεός με τον πει­ρα­σμό της φτώ­χειας και των στε­ρή­σε­ων)»· Ματθ.5,3: «Μακά­ριοι ο πτω­χο τ πνεύ­μα­τι, τι ατν στιν βασι­λεία τν ορανν(:’Μακά­ριοι και τρι­σευ­τυ­χι­σμέ­νοι είναι εκεί­νοι που συναι­σθά­νον­ται ταπει­νά την πνευ­μα­τι­κή τους φτώ­χεια και την εξάρ­τη­ση ολό­κλη­ρου του εαυ­τού τους από τον Θεό, διό­τι είναι δική τους η Βασι­λεία των Ουρα­νών)»· Λου­κά 6,20: «Μακά­ριοι ο πτω­χοί, τι μετέ­ρα στν βασι­λεία το Θεο(:Πανευ­τυ­χείς και μακά­ριοι είστε εσείς οι πτω­χοί, που δεν επαί­ρε­σθε από τα πλού­τη, αλλά εξαρ­τά­τε ταπει­νά τον εαυ­τό σας από τον Θεό και έχε­τε στη­ριγ­μέ­νη την ελπί­δα σας στην πρό­νοιά Του. Και είστε μακά­ριοι, διό­τι είναι δική σας η βασι­λεία του Θεού)»].

Οι άρχον­τες «κρί­μα δίκαιον κρί­νε­τε(:να εκφέ­ρε­τε δίκαιες κρί­σεις)» [Ζαχ.7,9] και να μην χρη­σι­μο­ποιεί­τε βία σε βάρος των υπο­δε­ε­στέ­ρων, διό­τι αυτό δεν είναι δίκαιο, αλλά να επι­δει­κνύ­ε­τε προς αυτούς πατρι­κή διά­θε­ση, έχον­τας υπό­ψη το ομο­γε­νές και ομό­δου­λο προς αυτούς. Μήτε να αγα­να­κτεί­τε για την υπο­τα­γή και τη διδα­χή της Εκκλη­σί­ας, διό­τι αυτές απο­τε­λούν γνώ­ρι­σμα της καλής θελή­σε­ως. Οι αρχό­με­νοι οφεί­λε­τε να πεί­θε­στε στους άρχον­τες μόνο στα θέμα­τα που δεν μας αφαι­ρούν την επηγ­γελ­μέ­νη σε μας ελπί­δα της Βασι­λεί­ας των Ουρα­νών.

Να προ­σφέ­ρε­τε τώρα όλοι από κοι­νού στην σήμε­ρα εορ­τα­ζό­με­νη Παρ­θέ­νο το πιο αγα­πη­τό και κατάλ­λη­λο δώρο, τον αγια­σμό σας και την αγνεία του σώμα­τος δι’ εγκρα­τεί­ας και προ­σευ­χής. Να βλέ­πε­τε όλοι ότι σωφρο­σύ­νη και νηστεία και προ­σευ­χή, αφού συναν­τή­θη­καν με κατά­νυ­ξη, ανέ­δει­ξαν τον Ιωα­κείμ και την Άννα γεν­νή­το­ρες θεί­ου σκεύ­ους, μάλι­στα τόσο εκλε­κτού σκεύ­ους, ώστε όχι μόνο να βαστά­σουν το θείο Όνο­μα κατά τον αργό­τε­ρα εμφα­νι­σθέν­τα Παύλο[Πράξ.9,15: «Σκεος κλογς μοί στιν οτος το βαστά­σαι τ νομά μου(: Αυτός είναι όργα­νό μου εκλε­κτό. Τον διά­λε­ξα εγώ για να βαστά­σει και να δια­δώ­σει το κήρυγ­μα για το όνο­μά μου και το ευαγ­γέ­λιό μου, και να το μετα­φέ­ρει με τις περιο­δεί­ες του ενώ­πιον εθνι­κών και βασι­λέ­ων και των σημε­ρι­νών απο­γό­νων του Ισρα­ήλ)»], αλλά και Αυτόν τον Ίδιο, του οποί­ου «το Όνο­μα είναι θαυ­μα­στό» [Ψαλμ.8,1: «Κύριε Κύριος μν, ς θαυ­μαστν τ νομά σου ν πάσ τ γ(:Κύριε, ο Θεός και Δεσπό­της μας, εξό­χως θαυ­μα­στή και εκθαμ­βω­τι­κή δια­λάμ­πει η δύνα­μη και η σοφία Σου στα δημιουρ­γή­μα­τά Σου πάνω σε όλη τη γη)»].

Αν λοι­πόν κι εμείς, πλην των άλλων αρε­τών, αφιε­ρω­νό­μα­στε και στις ευχές, δια­μέ­νον­τας στον ναό του Θεού με σύνε­ση, θα βρού­με θησαυ­ρι­σμέ­νη μέσα μας την καθα­ρό­τη­τα της καρ­δί­ας που χωρεί και μας εμφα­νί­ζει τον Θεό. Αυτήν ακρι­βώς την καθα­ρό­τη­τα και την κατ’ αυτή ψυχι­κή προς τον Θεό διά­θε­ση την ονο­μά­ζει ο Ησα­ΐ­ας «σωτη­ριώ­δες εγγά­στριο πνεύ­μα» λέγον­τας προς Αυτόν: «Δι τν φόβον σου, Κύριεν γαστρ λάβο­μεν κα δινή­σα­μεν κα τέκο­μεν· πνεμα σωτη­ρί­ας σου ποι­ή­σα­μεν π τς γς(:Εξαι­τί­ας του φόβου Σου, Κύριε, συλ­λά­βα­με και εμείς πνευ­μα­τι­κά στη γαστέ­ρα μας και κοι­λο­πο­νέ­σα­με και γεν­νή­σα­με πνεύ­μα, που μας έδω­σε από Εσέ­να την σωτη­ρία και το κατα­στή­σα­με φανε­ρό και στους ανθρώ­πους στη γη)»[Ησ.26,18]. Βλέ­πε­τε πώς οι στεί­ρες και άγο­νες ψυχές γίνον­ται καλ­λί­τε­κνες; Αλλά σ’ αυτά ο προ­φή­της προ­σθέ­τει και τα λόγια: «Ο πεσού­με­θα, λλ πεσονται πάν­τες ο νοι­κοντες π τς γς(: Δεν θα πέσου­με για τον λόγο αυτόν εμείς και δεν θα κατα­στρα­φού­με, αλλά θα πέσουν όσοι κατοι­κούν στη γη και μένουν προ­σκολ­λη­μέ­νοι μόνο σε αυτήν)»[Ησ.26,18], δηλα­δή αυτοί που κυλί­ον­ται στα γήι­να φρο­νή­μα­τα και πάθη.

Εάν λοι­πόν, αδελ­φοί, θέλο­με και εμείς να κατοι­κού­με όχι τη γη αλλά τον ουρα­νό, ούτε να πέφτο­με στη γη και στην αμαρ­τία που παρα­σύ­ρει προς τα κάτω, αλλά να επε­κτει­νό­μα­στε διαρ­κώς σε θείο ύψος, ας φοβη­θού­με τον Θεό, ας απο­μα­κρυν­θού­με από τα κακά, ας επι­στρέ­ψου­με προς Αυτόν με τα αγα­θά έργα, ας σπεύ­σου­με να απα­λεί­ψου­με τις πονη­ρές μας προ­σκτή­σεις με εγκρά­τεια και προ­σευ­χή, κα να μετα­σκευά­σου­με προς το καλύ­τε­ρο τους εσω­τε­ρι­κούς λογι­σμούς και να κυο­φο­ρή­σου­με και να γεν­νή­σου­με το πνεύ­μα της σωτη­ρί­ας μας κατά τον προ­φή­τη, δια της επι­κλή­σε­ως, έχον­τας βοη­θό εκεί­νην που χαρί­στη­κε σήμε­ρα στους γονείς της κατό­πιν προ­σευ­χής και θεά­ρε­στης δια­γω­γής. Αυτή και την λύπη των γονέ­ων μετέ­τρε­ψε και την προ­γο­νι­κή κατά­ρα διέ­λυ­σε και τις ωδί­νες της προ­μή­το­ρος κατέ­παυ­σε, αφού γέν­νη­σε ανω­δύ­νως, με παρ­θε­νία τον Χρι­στό.

Στον Οποίο πρέ­πει δόξα, τιμή και προ­σκύ­νη­ση, μαζί με τον άναρ­χο Πατέ­ρα και το πανά­γιο και ζωο­ποιό Πνεύ­μα, τώρα και πάν­το­τε και στους αιώ­νες των αιώ­νων.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Γρη­γο­ρί­ου του Παλα­μά, Άπαν­τα τα έργα, Ομι­λί­ες ΚΑ΄- ΜΒ΄, ομι­λία ΜΒ’, πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1985, τόμος 10, σελί­δες 583–603.

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη μετά Συν­τό­μου Ερμη­νεί­ας, Πανα­γιώ­της Τρεμ­πέ­λας, Αδελ­φό­της Θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», Αθή­να, 1985.

  • https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-palaia-diathiki/

  • https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-kaini-diathiki/

  • Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλ­τή­ριον με σύν­το­μη ερμη­νεία(από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τρί­τη, Αθή­να 2016.

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

 

αρχιμ. Αθα­νά­σιος Μυτι­λη­ναί­ος (Η ΘΕΟΤΟΚΟΣ ΜΑΡΙΑ, Ο ΑΛΗΘΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ)

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου με θέμα:

«Η ΘΕΟΤΟΚΟΣ ΜΑΡΙΑ, Ο ΑΛΗΘΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 8–9‑1995]

[Α42]

Σήμε­ρα, αγα­πη­τοί μου, η Εκκλη­σία μας γιορ­τά­ζει το Γενέ­θλιον της Θεο­τό­κου. Είναι γνω­στόν ότι γενέ­θλιος ημέ­ρα θεω­ρεί­ται η ημέ­ρα στην αυγή της με το Άγιον Βάπτι­σμα, στην δύση της με το άγιον τέλος, κατό­πιν αγώ­νων του βίου τού­του. Η βιο­λο­γι­κή γέν­νη­σις δεν έχει βεβαί­ως καμία σημα­σία δια την Βασι­λεία του Θεού. Έτσι εις τους αγί­ους έχο­με γενέ­θλιον ημέ­ραν την ημέ­ραν του θανά­του των που είναι και η τελεί­ω­σίς των. «Τελεί­ω­σις» θα πει ολο­κλή­ρω­σις · που πέραν του χρό­νου τού­του του θανά­του, δεν υπάρ­χει άλλος χρό­νος γι’ αυτήν την τελεί­ω­σιν.

Αυτό, όμως, δεν συμ­βαί­νει εις την Υπε­ρα­γί­αν Θεο­τό­κον. Εκεί­νη απο­τε­λεί εξαί­ρε­σιν. Όχι για­τί είχε κάποια ξεχω­ρι­στή πρό­νοια από τον Θεόν. Αλλά για­τί μόνη της έφθα­σε εις τα μέτρα του προ­πτω­τι­κού ανθρώ­που και φανέ­ρω­σε τον αλη­θή άνθρω­πον. Φανέ­ρω­σε στο πρό­σω­πό της, μες στην Ιστο­ρία, τον αλη­θή άνθρω­πον, τον γνή­σιο άνθρω­πο. Και όπως ανα­φέ­ρε­ται από την Αγία Γρα­φή, η βιο­λο­γι­κή δημιουρ­γία του Αδάμ, έτσι ανα­φέ­ρε­ται και η βιο­λο­γι­κή γέν­νη­σις της Θεο­τό­κου, σαν παγ­κο­σμί­ου χαράς προ­οί­μιον. «Επή­ρε», λέει, «ο Θεός πηλόν και έκα­νε τον άνθρω­πον…». Δεί­χνει όλη την δημιουρ­γία του ανθρώ­που. Και το τέλος του Αδάμ. «Και ο Αδάμ έζη­σε… τόσα χρό­νια, 930! Και απέ­θα­νεν». Έτσι λοι­πόν και εις την Θεο­τό­κον ανα­φέ­ρε­ται η αρχή της και το τέλος της. Για να μην πω και η προϊ­στο­ρία της!

Όταν ήλθε ο και­ρός να λυτρω­θεί η οικου­μέ­νη από την τυραν­νία των δαι­μό­νων και να εισα­χθεί στη ζωή των θνη­τών η αθα­να­σία, ακό­μη να φυτευ­θεί στις ψυχές των ανθρώ­πων η αγγε­λι­κή ζωή και γενι­κά να ενω­θεί ο ουρα­νός με την γη, ο Θεός προ­ε­τοί­μα­σε το επί­γειον κατά­λυ­μά Του, που είναι η Θεο­τό­κος. Γρά­φει το βιβλίο των «Παροι­μιών» εις το 9ο κεφά­λαιο: « σοφία κοδό­μη­σεν αυτ οκον κα πήρει­σε στύ­λους πτά». Ποια είναι η Σοφία; ‑Παλαιά Δια­θή­κη, προ­σέ­ξα­τέ το. Είναι η Ενυ­πό­στα­τος Σοφία. Ενυ­πό­στα­τος θα πει προ­σω­πι­κή. Δηλα­δή αυτή που είναι πρό­σω­πο. Οι Έλλη­νες έχουν την σοφία βέβαια σαν κάτι το απρό­σω­πο, μία ιδέα, ένα θέμα, ένα στοι­χείο, μία αξία. Αλλά δεν έχουν, όμως, ως πρό­σω­πο. Φυσι­κά την θεο­ποιούν. Στο πρό­σω­πο της θεάς Αθη­νάς, την σοφία, αλλά δεν είναι, για­τί δεν υπάρ­χει Αθη­νά. Για τους Έλλη­νες η σοφία δεν είναι πρό­σω­πο. Αλλά για τον λαό του Θεού η Σοφία είναι πρό­σω­πον. Και λέγε­ται Ενυ­πό­στα­τος Σοφία. Είναι ο Θεός Λόγος· που λέγει ο ευαγ­γε­λι­στής Ιωάν­νης: «ν ρχ ν Λόγος» ‚Οικο­δο­μεί Αυτός ο Θεός Λόγος, η Ενυ­πό­στα­τος Σοφία, οικο­δο­μεί τον οίκον Του, ή τον οίκον της, αν πάρο­με την λέξη σοφία. Δηλα­δή ο Θεός Λόγος οικο­δο­μεί την Εναν­θρώ­πη­σή Του και προ­ε­τοι­μά­ζει τα… ούτως ειπείν, τα «υλι­κά» με τα οποία θα περι­βλη­θεί –«υλι­κά», τη λέξη την βάζω εντός εισα­γω­γι­κών- την ανθρω­πί­νη φύση. Κι αυτά τα υλι­κά που θα περι­βλη­θεί είναι η Θεο­τό­κος.

Προς τού­το ετοι­μά­ζον­ται και οι γονείς της Θεο­τό­κου, όπως είναι ο Ιωα­κείμ και η Άννα. Σημειώ­σα­τε εκεί­νο που ήδη σας είπα, ότι η Θεο­τό­κος έχει προϊ­στο­ρία. Η προϊ­στο­ρία της Θεο­τό­κου είναι η ρίζα του Ιεσ­σαί. Απ’ όπου ο Δαβίδ, απ’ όπου ο Χρι­στός. Συνε­πώς η Θεο­τό­κος, που θα φέρει τον Χρι­στόν, έχει ως προϊ­στο­ρία την ρίζα του Ιεσ­σαί. Και οι δίκαιοι αυτοί άνθρω­ποι, ο Ιωα­κείμ και η Άννα, ετή­ρη­σαν τον νόμον. Και ήσαν δίκαιοι περισ­σό­τε­ρο από όλους τους δικαί­ους της Παλαιάς Δια­θή­κης. Και από τον Νώε και από τον Αβρα­άμ και από τον Μωυ­σή. Και τού­το φαί­νε­ται από την υψί­στη τιμή, να φέρουν εις τον κόσμον την Θεο­τό­κον. Βέβαια πολ­λά γρά­φει η Γρα­φή δια τον Νώε. Πιο πολ­λά για τον Αβρα­άμ. Και περισ­σό­τε­ρα για τον Μωυ­σή. Αλλά οι γονείς της Θεο­τό­κου είναι δικαιό­τε­ροι, δηλα­δή αγιό­τε­ροι, εν ησυ­χία! Δεν δημο­σιεύ­ε­ται η δικαιο­σύ­νη τους, δηλα­δή η αγιό­τη­τά τους. Όπως κι Εκεί­νη, ο καρ­πός ο δικός των, η Θεο­τό­κος, θα έλθει εις τον κόσμον εν ησυ­χία, ν σιγ.

Το ιερόν ζεύ­γος, Ιωα­κείμ και Άννα, δεν ήτο όργα­νον του Θεού, αλλά ήσαν συνερ­γοί του Θεού. Όπως και οι κάθε γονείς δεν είναι όργα­νον του Θεού, για να φέρουν εις τον κόσμον παι­δί- παι­διά, αλλά είναι συνερ­γοί του Θεού· μην το ξεχνού­με αυτό εις τον γάμον. Γι΄αυτό μπο­ρεί οι γονείς να πουν το όχι εις τον Θεόν, αλλά αν ήσαν όργα­να του Θεού, δεν θα μπο­ρού­σαν να που το όχι εις την τεκνο­γο­νί­αν. Δεν είναι λοι­πόν όργα­νον του Θεού το ζεύ­γος το ιερόν, αλλά είναι συνερ­γοί του Θεού· που δεί­χνει την προ­σω­πι­κή συμ­με­το­χή τους στο έργο του Θεού. Γι΄αυτό και ο Ιερός Δαμα­σκη­νός υμνεί το ιερό ζεύ­γος και λέει: « μακα­ρία συνω­ρίς (:Ω ευτυ­χι­σμέ­νο ζεύ­γος) ωακεμ κα ννα, πόχρε­ως μν στι πσα κτί­σις». «Είναι υπο­χρε­ω­μέ­νη όλη η δημιουρ­γία, και των αγγέ­λων η δημιουρ­γία, αγα­πη­τοί, όλη η δημιουρ­γία η κτι­στή, έλλο­γος και άλο­γος, όλη η δημιουρ­γία, είναι υπό­χρε­ος σε σας». Το ιερόν ζεύ­γος! Σε σας την μακα­ρία «συνω­ρί­δα» ή «ξυνω­ρί­δα».

Πρέ­πει να τονι­σθεί αυτή η ιδιαι­τέ­ρα αξία της αγί­ας ζωής των γονέ­ων. Πρέ­πει να τονι­σθεί, προ­κει­μέ­νου να φέρουν παι­διά εις τον κόσμον. Εμείς όμως σήμε­ρα πώς εννο­ού­με την προ­ε­τοι­μα­σία των νέων μας για τον γάμον; Βέβαια δεν θα γίνει καμία σπα­σμω­δι­κή προ­ε­τοι­μα­σία, όταν κάπου αρχί­σει να ανα­φαί­νε­ται κάποιο πρό­σω­πο για το παι­δί μας, γαμ­πρός ή νύφη. Θα ήταν αδια­νόη­το πράγ­μα αυτό. Η προ­ε­τοι­μα­σία αρχί­ζει από πολύ ενω­ρίς, πάρα πολύ ενω­ρίς. Εντού­τοις μένο­με στην έννοια της προ­ε­τοι­μα­σί­ας που λέγε­ται προί­κα. Ακό­μα, στην μόρ­φω­ση. Ακό­μα, στο επάγ­γελ­μα. Φυσι­κά δεν αντι­λέ­γο­με ότι αυτά απο­τε­λούν οπωσ­δή­πο­τε μία προ­ε­τοι­μα­σία. Αλλά παθαί­νο­με κάτι. Δεν προ­ε­τοι­μά­ζο­με το παι­δί μας ή τα παι­διά μας σε ένα άλλο σπου­δαίο στοι­χεί­ον, που είναι η αγιό­τη­τα, που είναι η αρε­τή. Λέγει μάλι­στα ο Ιερός Χρυ­σό­στο­μος επά­νω σ’ αυτό: «Σκο­τώ­νε­σαι, άνθρω­πε, να αφή­σεις περιου­σία στα παι­διά σου· για να σε κλω­τσή­σουν αύριο, κι όταν αυτά μαλώ­νουν αύριο πώς θα μοι­ρά­σουν την περιου­σία, θα σε κατα­ρών­ται!». Και το βλέ­πο­με αυτό, κατα­ρών­ται τον γέρο πατέ­ρα τους, ζων­τα­νός ή πεθα­μέ­νος, για­τί δεν μπο­ρούν να χωρί­σουν την περιου­σία, επει­δή ο καθέ­νας απ’ αυτούς είναι ένας πλε­ο­νέ­κτης. «Κάνε τα παι­διά σου άγια και όταν γίνουν άγια τα παι­διά σου», λέγει, «τότε και μόνα τους θα απο­κτή­σουν περιου­σία».

Δεν παρα­θε­ω­ρού­με αυτά που ανέ­φε­ρα. Και την μόρ­φω­ση –ξανα­λέ­γω- και την προί­κα και το επάγ­γελ­μα. Δεν είναι όμως πρώ­τα. Είναι δεύ­τε­ρα και τρί­τα. Βλέ­πε­τε τι αγώ­να έχουν οι γονείς για τα παι­διά τους και για την απο­κα­τά­στα­σή τους; Τι αγώ­να όμως έχουν για την αγιό­τη­τά τους; Πρέ­πει, λοι­πόν, τα παι­διά μας να ασκη­θούν από νήπια· για να μην πω εκεί­νο που είπε ένας σύγ­χρο­νος παι­δα­γω­γός, ότι η αγω­γή αρχί­ζει πριν από εκα­τό χρό­νια! Δηλα­δή από τους προ­γό­νους, από τους προ­παπ­πού­δες αρχί­ζει η αγω­γή. Είναι εκεί­νο που λέγει ένας σύγ­χρο­νος παι­δα­γω­γός: «Παι­δί μου, αν μεί­νεις εγκρα­τής, η εγκρά­τεια για τα παι­διά σου θα είναι ευκο­λό­τε­ρη. Αν είσαι ηδο­νι­στι­κός τύπος, τότε θα είναι δυσκο­λό­τε­ρη η εγκρά­τεια για τα παι­διά σου».

Έτσι, λοι­πόν, πρέ­πει τα παι­διά μας να ασκη­θούν στην αγά­πη, στην υπα­κοή, στην υπο­μο­νή, στην δικαιο­σύ­νη με την ευρεία έννοια, στην αγιό­τη­τα, στην περιε­κτι­κή εγκρά­τεια, που λέγει ο άγιος Ιωάν­νης της Κλί­μα­κος, δηλα­δή σε όλο της το φάσμα η εγκρά­τεια· από το φαΐ μέχρι όλα τα άλλα στην ζωή. Στην βαθιά πίστη στον Θεό. Αλλά και στην βαθιά πίστη στη συζυ­γία. «Για­τί ο Θεός έκα­νε την φύση;» λέγει ο Μέγας Βασί­λειος. «Για να μας διδά­σκει. Έλα δω, παι­δά­κι μου, έλα να δεις την ζωή και την πολι­τεία των πελαρ­γών. Είναι μονό­γα­μα πτη­νά. Τα βλέ­πεις; Σημαί­νει ότι δεν προ­δί­δουν την συζυ­γι­κή τους πίστη». Στην επο­χή μας, ίσως προ­βάλ­λε­ται ακό­μα και το αρνη­τι­κό περι­βάλ­λον, που είναι έξω από το σπί­τι. Δηλα­δή: «Δεν βλέ­πεις τι κάνει σήμε­ρα η κοι­νω­νία; Τι να σου κάνουν τα παι­διά;». Δεν έχω αντίρ­ρη­ση, τις βαθιές επι­δρά­σεις που μπο­ρεί να έχει το εξω­τε­ρι­κό περι­βάλ­λον· αρνη­τι­κές βαθιές επι­δρά­σεις στα παι­διά μας. Αλλά θα ήθε­λα όμως να σας θυμί­σω και το περι­βάλ­λον της Ναζα­ρέτ, που εμε­γά­λω­σε η Θεο­τό­κος. Και δεν είχε το περι­βάλ­λον της Ναζα­ρέτ καθό­λου καλή φήμη. Μάλι­στα το έχο­με σαν παροι­μία: «Δύνα­ται να βγει τίπο­τα καλό από την Ναζα­ρέτ; Κι εσύ μου λες ότι ο Μεσ­σί­ας κατά­γε­ται από την Ναζα­ρέτ;», λέγει ο Ναθα­να­ήλ στον Φίλιπ­πο. «Βγαί­νει τίπο­τε καλό από την Ναζα­ρέτ;».

Και η αρε­τή των Θεο­πα­τό­ρων, αγα­πη­τοί, εξε­δη­λώ­θη σαν από­λυ­τη υπα­κοή εις τον Θεό. Για­τί; Όπως ο Από­στο­λος Πέτρος έρι­ξε τα δίχτυα πρωί, 10, 11 η ώρα, για να πιά­σει ψάρια, χωρίς προσ­δο­κία –ψαρεύ­ουν εκεί­νη την ώρα;-, αλλά για­τί το είπε ο Χρι­στός, έδει­ξε υπα­κοή, έτσι και οι γέρον­τες Ιωα­κείμ και Άννα, συνήλ­θαν εις τον γάμον τους, χωρίς καμία σαρ­κι­κή έλξη· ήσαν γέρον­τες. Ήσα­νε πολύ γέρον­τες. Όπως ο Αβρα­άμ, ήταν, ξέρε­τε, εκα­τό χρο­νών και η Σάρα ενε­νήν­τα. Μάλι­στα λέει η Γρα­φή εκεί δια την Σάρα, εξέ­λει­παν τα γυναι­κεία της Σάρας. Εκεί­να τα στοι­χεία δηλα­δή που συνι­στούν την γονι­μό­τη­τα της γυναι­κός. Έτσι λοι­πόν δεν υπήρ­ξε καμία έλξη ιδιαι­τέ­ρα. Υπήρ­ξε μόνο υπα­κοή στον Θεό. Το είπε ο Θεός. Γι΄αυτό θα γίνει. Έτσι και η Θεο­τό­κος είναι καρ­πός της υπα­κο­ής και της σωφρο­σύ­νης. Και σαν τέλειος καρ­πός, και η ιδία η Θεο­τό­κος ξεπέ­ρα­σε τα μέτρα αγιό­τη­τος κάθε ανθρώ­που, προ­γε­νε­στέ­ρου της, συγ­χρό­νου της και μετα­γε­νε­στέ­ρου της.

Και πράγ­μα­τι, λέγει ο Θεός δια του Ησα­ΐ­ου: «Α μαρ­τί­αι μν διιστσιν ναμέ­σον μο καί μν». «Οι αμαρ­τί­ες σας», λέει, «είναι εκεί­νες που μας χωρί­ζουν· εσάς κι Εμέ­να», λέγει ο Θεός δια του Προ­φή­του. Αλλά η Θεο­τό­κος δεν εχω­ρί­σθη από τον Θεόν. Κατά μίαν από­λυ­τον εκτί­μη­σιν. Άρα λοι­πόν η Θεο­τό­κος, προς την οποία ήλθε και ενοί­κη­σε ο Θεός Λόγος, ήτο χωρίς προ­σω­πι­κή αμαρ­τία!! Αγα­πη­τοί, χωρίς προ­σω­πι­κή αμαρ­τία! Αλη­θι­νό, όντως, θαύ­μα. Ακα­τα­νόη­το για την ανθρω­πί­νη διά­νοια.

Γι’αυ­τό, μέσω αυτής, της Θεο­τό­κου, ο άνθρω­πος γνω­ρί­ζει αλη­θι­νά τον Δημιουρ­γό του. Μόνος του δεν μπο­ρεί να γνω­ρί­σει τον δημιουρ­γό του. Δια της Θεο­τό­κου γνω­ρί­ζει τον δημιουρ­γό του. Ούτε ο νόμος, ούτε οι γλώσ­σες των προ­φη­τών, ούτε η τέχνη, η ομορ­φιά της φύσε­ως, ούτε οι άγγε­λοι μπό­ρε­σαν να απο­κα­λύ­ψουν σε ένα μέτρο ικα­νο­ποι­η­τι­κό τον Θεό. Μόνον ο άνθρω­πος, που φέρει την εικό­να του Θεού, όταν φανε­ρω­θεί αυθεν­τι­κά, όπως η Θεο­τό­κος, τότε απο­κα­λύ­πτει τον Θεό. Και τέτοιος άνθρω­πος, σε ύψη δυσθε­ώ­ρη­τα, ακό­μη και σε μάτια αγγε­λι­κά, εστά­θη η αγιό­της εις μόνην την Θεο­τό­κον.

Έτσι για πρώ­τη φορά η γη, σήμε­ρα, που γεν­νά­ται Εκεί­νη, η μητέ­ρα του Θεού Εναν­θρω­πή­σαν­τος Λόγου, έδω­κε καθα­ρά τον καρ­πό της. Ενώ μέχρι τώρα έδι­νε αγκά­θια και τρι­βό­λια… Είπε ο Θεός στον Αδάμ: «Στα χέρια σου η γη να βγά­ζει αγκά­θια και τρι­βό­λια». «Στα χέρια σου», ξέρε­τε τι θα πει; «Όταν εσύ πας να την εργα­σθείς, Εγώ ο Θεός δεν κατα­ρώ­μαι την γην. Αλλά όταν εσύ πας να δου­λέ­ψεις την γη, ν τ ργα­σί, θα είναι κατα­ρα­μέ­νη η γη. Όχι η γη καθ’ εαυ­τήν. Αλλά, ν τ ργ σου. Εις το έργο των χει­ρών σου». Ό,τι λοι­πόν κάνει ο άνθρω­πος, μπο­ρεί να έχει κάποιες ευφο­ρί­ες, μπο­ρεί να έχει τι άλλο, έχει όμως και τόσες αφο­ρί­ες επά­νω εις την γην, τόσες ξηρα­σί­ες, τόσες άσχη­μες πλευ­ρές. Για πρώ­τη φορά, αγα­πη­τοί, για πρώ­τη φορά η γη απο­δί­δει καρ­πόν αντά­ξιον του κατ’ ευδο­κί­αν θελή­μα­τος του Θεού. Κι αυτός ο καρ­πός είναι η Θεο­τό­κος· που είναι μόνον η ευλο­γία· δεν υπάρ­χει καμία σκιά κατά­ρας. Μόνο η ευλο­γία.

Έτσι η Θεο­τό­κος ονο­μά­ζε­ται Μήτηρ της ζωής, όπως μας λέγει ένα τρο­πά­ριο των απο­στί­χων, της ημέ­ρας: «Μήτηρ τς ζως… δάμ νάπλα­σις, Εας νάκλη­σις ‑ανα­κα­λεί­ται η Εύα, διό­τι η Εύα ξέπε­σε· και ανα­κα­λεί­ται από την πτώ­ση της. Αλλά είναι και η ανά­πλα­σις του Αδάμ. Ο Αδάμ έχα­σε την φύση εκεί­νη, όπως την έκα­νε ο Θεός. Έγι­νε αμαρ­τω­λή φύση. Η Θεο­τό­κος ανα­πλά­θει την ουσία, θα λέγα­με, την φύση του Αδάμ — φθαρ­σί­ας πηγή, φθορς παλ­λαγ, δι’ ς μες θεώ­θη­μεν καί θανά­του λυτρώ­θη­μεν ‑είναι η απαλ­λα­γή από την φθο­ρά· για­τί ο Χρι­στός θα μας ανα­στή­σει, αθα­νά­τους και αφθάρ­τους, όταν έρθει η ώρα της ανα­στά­σε­ως των νεκρών. Και τού­το διό­τι η Πανα­γία έφε­ρε Εκεί­νον που θα μας κάνει αφθάρ­τους. Δια της οποί­ας Θεο­τό­κου… Ορθώς. Δεν λέγει «δια του οποί­ου Χρι­στού» αλλά λέγει «δια της οποί­ας Θεο­τό­κου» και είναι πολύ σημαν­τι­κό, διό­τι η σωτη­ρία δεν έρχε­ται μόνον από τον Χρι­στόν, αλλά και από την Θεο­τό­κον. Γι΄αυτό λέμε: «περα­γία Θεο­τό­κε –στην μονό­λο­γη εκεί­νη προ­σευ­χή-περα­γία Θεο­τό­κε σσον μς». Μην αντεί­πε­τε. Μόνον οι αιρε­τι­κοί αντι­λέ­γουν. Προ­τε­στάν­τες κλπ. Κι έτσι, δια της οποί­ας εμείς θεω­θή­κα­με και λυτρω­θή­κα­με από τον θάνα­τον.

«ελογί­ας ντί­δο­σις, κατά­ρας ναί­ρε­σις -αναι­ρεί την κατά­ρα, που ο Θεός έδω­σε στον Αδάμ και την Εύα. ‘’Με πόνους’’, λέει στην Εύα, ‘’θα γεν­νάς τα παι­διά σου· και η ζωή σου θα είναι θλιμ­μέ­νη, και η κεφα­λή σου θα είναι ο Αδάμ. Και αυτός’’ -ακού­στε- ‘’σο κυριεύ­σει’’. Πριν όμως την πτώ­ση, ξέρε­τε τι είπε ο Θεός; «Αυξά­νε­σθε και πλη­θύ­νε­σθε και κατα­κυ­ριεύ­σα­τε της γης». Κύριος της γης όχι μόνο ο Αδάμ· και η Εύα. Επει­δή όμως η Εύα έγι­νε η αιτία να πέσει και ο Αδάμ, τώρα θα είναι υπό την κυριαρ­χία του Αδάμ. Δεν τα λέγω εγώ. Τα λέγει ο λόγος του Θεού. «Και αυτός σου κατα­κυ­ριεύ­σει»· κατάν­τη­μα συνε­πώς. «Και αυτός ο άνδρας θα σου κατα­κυ­ριεύ­σει». Συνε­πώς ο φεμι­νι­σμός έρχε­ται σε αντί­θε­ση με το θέλη­μα του Θεού. Για­τί; Διό­τι γίνε­ται μία προ­σπά­θεια απο­κα­τα­στά­σε­ως, άθε­ος όμως. Θα απο­κα­τα­στα­θεί η γυναί­κα. Στο πρό­σω­πο της Θεο­τό­κου. Αλλά τώρα ο φεμι­νι­σμός κάνει μίαν προ­σπά­θεια απο­κα­τα­στά­σε­ως της γυναι­κός ερή­μην του Θεού, άθεα. Συνε­πώς είναι τόλ­μη­μα και ανταρ­σία κατά του Θεού. Δεν τα λέγω εγώ, τα λέγει η Γρα­φή. Κι όλα αυτά, για­τί; Για­τί υπήρ­ξε Υπέρ-αγία. Και ηξιώ­θη να γίνει, όπως λέγει πάλι ένα δοξα­στι­κό της ημέ­ρας, των απο­στί­χων « βασι­λι­κός θάλα­μος ‑δηλα­δή εκεί που πάει το ζεύ­γος, η κρε­βα­το­κά­μα­ρα- ν (:θαλάμ) τό παρά­δο­ξον τς πορ­ρή­του νώσε­ως τν συνελ­θουσν πί Χρι­στο φύσε­ων τελε­σιουρ­γή­θη μυστή­ριον». Ποιο είναι το μυστή­ριο που ετε­λε­σιουρ­γή­θη; Εις αυτόν τον βασι­λι­κόν θάλα­μον; Οι δύο φύσεις του Χρι­στού. Αυτό που λένε — μια άσχη­μη έκφρα­ση, δεν μ’ αρέ­σει- «Να παν­τρέ­ψο­με», λέει, «την τέχνη με την ζωή». Σύγ­χρο­νη έκφρα­σις. Δεν είναι ωραία. Τέλος πάν­των. Εδώ τι έχο­με; Την συνέ­νω­ση των δύο φύσε­ων· μέσα από τον θάλα­μο· τον γαμή­λιο θάλα­μο. Ο Θεός Λόγος παίρ­νει την ανθρω­πί­νη φύση από την Θεο­τό­κο, και την συζευ­γνύ­ει, την ενώ­νει με την θεία Του φύση. Τι ωραίο είναι αυτό, όπως το λέγει το τρο­πά­ριο!

Αγα­πη­τοί, η Θεο­τό­κος είναι το κοι­νόν αγα­θόν, όπως λέγει ο άγιος Νικό­λα­ος ο Καβά­σι­λας, το κοι­νόν κτή­μα ανθρώ­πων και αγγέ­λων και απά­σης της κτί­σε­ως. Διό­τι δι’ αυτής, της Θεο­τό­κου, άπα­σα η νοε­ρά και αισθη­τή κτί­σις, εγνώ­ρι­σε τον Θεόν τελειό­τε­ρα και ηνώ­θη μετ’ Αυτού, όπως λέγει κάποιος. Ενώ­θη­κε η γη με τον ουρα­νό, ο άνθρω­πος με τον Θεό.

Έτσι, η Γέν­νη­σις της Θεο­τό­κου είναι το προ­οί­μιο της παγ­κο­σμί­ου χαράς. Ότι θα έλθει ο Σωτήρ. Και ήλθε. Και εσκή­νω­σε ανά­με­σά μας. Και εκεί­νη στά­θη­κε η οδός, η κλί­μα­κα, η γέφυ­ρα, η πύλη· όπως αυτά τα στοι­χεία μάς τα απο­κα­λύ­πτει η Παλαιά Δια­θή­κη. Έτσι σήμε­ρα, στα Γενέ­θλια της Υπε­ρα­γί­ας Θεο­τό­κου, ας την ευχα­ρι­στή­σο­με δεόν­τως. Ας την τιμή­σο­με μιμού­με­νοι την αγιό­τη­τά της. Και τότε η χάρη της θα μας ανοί­γει νέους θεο­λο­γι­κούς ορί­ζον­τες. Θεο­λο­γι­κούς ορί­ζον­τες για να γνω­ρί­σο­με τον Άγιο Τρια­δι­κό Θεό, την σοφία Του, την δύνα­μή Του και την αγά­πη Του.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή  μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

μετα­φο­ρά της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας σε ηλε­κτρο­νι­κό κεί­με­νο και επι­μέ­λεια:

Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση ομι­λί­ας δια χει­ρός του αξιο­τί­μου κ. Αθα­να­σί­ου Κ.

  • http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/ueotokos/ueotokos_083.mp3

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek