Εισόδια της Θεοτόκου (21 Νοεμβρίου)

Περικοπές και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΕΙΣΟΔΙΑ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

Προς Εβραί­ους, κεφά­λαιο Θ΄, εδά­φια 1–7

1 Εχε μν ον κα πρτη σκην δικαιματα λατρεας τ τε Αγιον κοσμικν· 2 σκην γρ κατε­σκευσθη πρτη, ν τε λυχνα κα τρπεζα κα πρθεσις τν ρτων, τις λγεται Αγια. 3 Μετ δ τ δετερον καταπτασμα σκην λεγομνη Αγια Αγων, 4 χρυ­σον χου­σα θυμιατριον κα τν κιβωτν τς διαθκης περι­κε­κα­λυμμνην πντο­θεν χρυσίῳ, ν στμνος χρυσ χου­σα τ μννα κα ρβδος ᾿Ααρν βλαστσασα κα α πλκες τς διαθκης, 5 περνω δ ατς Χερουβμ δξης κατα­σκιζον­τα τ λαστριον· περ ν οκ στι νν λγειν κατ μρος. 6 Τοτων δ οτω κατε­σκευα­σμνων ες μν τν πρτην σκηνν δι παντς εσασιν ο ερες τς λατρεας πιτε­λοντες, 7 ες δ τν δευτραν παξ το νιαυ­το μνος ρχιε­ρες, ο χωρς αματος, προ­σφρει πρ αυτο κα τν το λαο γνο­ημτων.

Λοι­πόν η πρώ­τη δια­θή­κη, που εσυμ­βο­λί­ζε­το από την σκη­νήν του μαρ­τυ­ρί­ου, είχε λατρευ­τι­κάς δια­τά­ξεις, όπως επί­σης και το επί­γειον θυσια­στή­ριον. Διό­τι είχε κατα­σκευα­σθή το πρώ­τον τμή­μα της σκη­νής, όπου υπήρ­χε η επτά­φω­τος χρυ­σή λυχνία και η τρά­πε­ζα και οι άρτοι, τους οποί­ους απέ­θε­ταν επά­νω εις αυτήν ως προ­σφο­ράν προς τον Θεόν. Και αυτό το πρώ­τον τμή­μα της σκη­νής, που εκλεί­ε­το προς την αυλήν με το πρώ­τον παρα­πέ­τα­σμα, ελέ­γε­το Αγια. Εν συνε­χεία δε προς τα Αγια υπήρ­χε δεύ­τε­ρον εσω­τε­ρι­κόν κατα­πέ­τα­σμα, έπει­τα από το οποί­ον ήτο το τμή­μα της σκη­νής, που ελέ­γε­το Αγια Αγί­ων. Αυτά είχαν χρυ­σόν θυμια­τή­ριον και την κιβω­τόν της δια­θή­κης, η οποία ήτο ολό­γυ­ρα σκε­πα­σμέ­νη από παν­τού με χρυ­σόν. Μεσα εις αυτήν υπήρ­χεν η χρυ­σή στά­μνα, που περιεί­χε το μάν­να, από εκεί­νο που ο Θεός έδι­δεν στους Εβραί­ους εν τη ερή­μω, και η ράβδος του Ααρών, που δια θαύ­μα­τος Θεού είχε βλα­στή­σει, και αι πλά­κες της Δια­θή­κης, επά­νω εις τας οποί­ας ήτο χαραγ­μέ­νος ο δεκά­λο­γος. Επά­νω δε από την κιβω­τόν υπήρ­χον δύο χρυ­σά Χερου­βίμ, συμ­βο­λί­ζον­τα την δόξαν του Θεού, και τα οποία έρρι­πταν την σκιαν των πτε­ρύ­γων των και εκά­λυ­πταν το επά­νω μέρος της κιβω­τού, που ελέ­γε­το ιλα­στή­ριον. Δι’ αυτά όμως τώρα δεν είναι και­ρός να ομι­λή­σω­μεν ιδιαι­τέ­ρως. Ενώ, λοι­πόν αυτά έτσι είχαν κατα­σκευα­σθή, εις μεν το πρώ­τον μέρος της σκη­νής, δηλα­δή εις τα Αγια, εισήρ­χον­το πάν­το­τε οι ιερείς, δια να τελούν τας δια­φό­ρους λατρευ­τι­κάς τελε­τάς. Εις δε το δεύ­τε­ρον τμή­μα της σκη­νής, εις τα Αγια των Αγί­ων, εισήρ­χε­το μία φορά το έτος, κατά την επί­ση­μον ημέ­ραν του εξι­λα­σμού, μόνος ο αρχιε­ρεύς και αυτός όχι χωρίς να είναι εφω­δια­σμέ­νος με το αίμα της θυσί­ας, το οποί­ον επρό­σφε­ρε δια την εξι­λέ­ω­σιν του εαυ­τού του και των αμαρ­τη­μά­των, τα οποία από άγνοιαν είχε δια­πρά­ξει ο λαός.

1Ας βγά­λου­με τώρα κάποιο συμ­πέ­ρα­σμα για όσα είπα­με σχε­τι­κά με την ιερο­σύ­νη της Παλαιάς Δια­θή­κης, και ας τα δια­σα­φη­νί­σου­με περισ­σό­τε­ρο. Είχε βέβαια και η πρώ­τη Δια­θή­κη νόμους και λατρευ­τι­κές δια­τά­ξεις, καθώς και ένα επί­γειο θυσια­στή­ριο.2 Κατα­σκευά­στη­κε δηλα­δή το πρώ­το δια­μέ­ρι­σμα της σκη­νής, μέσα στο οποίο υπήρ­χε η λυχνία και η τρά­πε­ζα της προ­θέ­σε­ως και οι άρτοι που τοπο­θε­τούν­ταν πάνω σ’ αυτήν ως προ­σφο­ρά στον Θεό. Και το πρώ­το αυτό δια­μέ­ρι­σμα της σκη­νής λεγό­ταν «Άγια». 3 Έπει­τα, πίσω από το δεύ­τε­ρο κατα­πέ­τα­σμα ήταν το μέρος της σκη­νής που λεγό­ταν «Άγια Αγί­ων». 4 Στα «Άγια των Αγί­ων» υπήρ­χε ένα χρυ­σό θυμια­τή­ριο και η Κιβω­τός της Δια­θή­κης, που ήταν γύρω–γύρω καλυμ­μέ­νη με χρυ­σά­φι απ’ όλες τις πλευ­ρές της. Μέσα στην κιβω­τό αυτή υπήρ­χε μια χρυ­σή στά­μνα που περιεί­χε από το περί­φη­μο μάν­να, καθώς επί­σης και η ράβδος του Ααρών που είχε βλα­στή­σει θαυ­μα­τουρ­γι­κά, και οι θεο­χά­ρα­κτες πλά­κες της Δια­θή­κης. 5 Πάνω από την κιβω­τό υπήρ­χαν δύο χρυ­σά Χερου­βίμ ένδο­ξα, που ανά­με­σά τους εμφα­νι­ζό­ταν και μιλού­σε ο Θεός. Αυτά σκέ­πα­ζαν με τα φτε­ρά τους και σκί­α­ζαν το χρυ­σό κάλυμ­μα της κιβω­τού που ονο­μα­ζό­ταν «Ιλα­στή­ριο». Αλλά για όλα αυτά δεν είναι τώρα και­ρός να μιλή­σου­με με λεπτο­μέ­ρειες.

6 Έτσι λοι­πόν είχαν αυτά σχε­δια­στεί και με αυτόν τον τρό­πο είχε κατα­σκευα­στεί η σκη­νή, ώστε στο πρώ­το δια­μέ­ρι­σμά της, δηλα­δή στα «Άγια», να μπαί­νουν πάν­το­τε οι ιερείς και να τελούν τις ιερο­τε­λε­στί­ες.7 Στο δεύ­τε­ρο, όμως, δια­μέ­ρι­σμα της σκη­νής, δηλα­δή στα «Άγια των Αγί­ων», έμπαι­νε μία φορά τον χρό­νο, την ημέ­ρα του εξι­λα­σμού μόνον ο αρχιε­ρέ­ας. Κι αυτός δεν έμπαι­νε χωρίς αίμα, αλλά έφερ­νε μαζί του το αίμα των ζώων, το οποίο πρό­σφε­ρε ως εξι­λα­στή­ρια θυσία για τον εαυ­τό του και για τις αμαρ­τί­ες που από άγνοια είχε δια­πρά­ξει ο λαός.

Eἶχε βεβαί­ως λατρευ­τι­κὲς δια­τά­ξεις καὶ ἡ πρώ­τη σκη­νή (ἡ ἰου­δαϊ­κὴ σκη­νή, ὁ ἰου­δαϊ­κὸς ναός), μάλι­στα καὶ αὐτὸ τὸ ἅγιο μέρος της ποὺ συμ­βό­λι­ζε τὸν κόσμο (τὸ πρῶ­το μέρος τῆς σκη­νῆς). Ἔτσι κατα­σκευά­σθη­κε τὸ πρῶ­το μέρος τῆς σκη­νῆς, τὸ ὁποῖο λέγε­ται ἅγια. Σ’ αὐτὸ ὑπῆρ­χε ἡ (ἑπτά­φω­τη) λυχνία, καὶ ἡ τρά­πε­ζα, καὶ οἱ ἄρτοι τῆς προ­θέ­σε­ως (ἐπά­νω στὴν τρά­πε­ζα). Πίσω δὲ ἀπὸ τὸ δεύ­τε­ρο καταπέτασμα(παραπέτασμα ἀπὸ πολύ­τι­μο ὕφα­σμα) ἦταν τὸ μέρος τῆς σκη­νῆς, τὸ ὁποῖο λέγε­ται ἅγια ἁγί­ων. Ἐκεῖ ὑπῆρ­χε ἕνα χρυ­σὸ θυσια­στή­ριο θυμιά­μα­τος, καὶ ἡ κιβω­τὸς τῆς δια­θή­κης ἐξω­τε­ρι­κῶς ὁλό­χρυ­ση. Σ’ αὐτὴν ὑπῆρ­χε ἡ χρυ­σὴ στά­μνος ποὺ περιεῖ­χε τὸ μάν­να, καὶ ἡ ράβδος τοῦ Ἀαρὼν ποὺ βλά­στη­σε (θαυ­μα­τουρ­γι­κῶς), καὶ οἱ πλά­κες τῆς δια­θή­κης (οἱ πλά­κες ὅπου ἦταν γραμ­μέ­νες οἱ δέκα ἐντο­λές). Ἐπά­νω δὲ ἀπ’ αὐτή (τὴν κιβω­τό) ἦταν ἔνδο­ξα Xερου­βίμ, ποὺ ἔρρι­χναν τὴ σκιά τους ἐπά­νω στὸ ἱλα­στή­ριο (τὸ χρυ­σὸ κάλυμ­μα τῆς κιβω­τοῦ). Ἀλλὰ γι’ αὐτὰ δὲν εἶναι τώρα ἀνάγ­κη νὰ ὁμι­λή­σω­με λεπτο­με­ρῶς. Mὲ τέτοια λοι­πὸν κατα­σκευὴ καὶ ὀργά­νω­σι τῆς σκη­νῆς, στὸ πρῶ­το μὲν μέρος τῆς σκη­νῆς εἰσέρ­χον­ται πάν­το­τε οἱ ἱερεῖς καὶ ἐκτε­λοῦν τὶς ἱερο­τε­λε­στί­ες. Στὸ δεύ­τε­ρο δὲ μέρος εἰσέρ­χε­ται μόνον ὁ ἀρχιε­ρεὺς μία φορὰ τὸ ἔτος, καὶ ὄχι χωρὶς αἷμα, τὸ ὁποῖο προ­σφέ­ρει γιὰ τὰ ἁμαρ­τή- ματα τοῦ ἑαυ­τοῦ του καὶ τοῦ λαοῦ. 

Κατά Λου­κάν, κεφά­λαιο Ι΄, εδά­φια 38–42 και κεφά­λαιο ΙΑ΄, εδά­φια 27–28

Κεφ.Ι΄ 38 ᾿Εγνετο δ ν τ πορεεσθαι ατος κα ατς εσλθεν ες κμην τιν. Γυν δ τις νματι Μρθα πεδξατο ατν ες τν οκον ατς. 39 Κα τδε ν δελφ καλουμνη Μαρα, κα παρα­καθσασα παρ τος πδας το ᾿Ιησο κουε τν λγον ατο. 40 δ Μρθα περιε­σπτο περ πολλν δια­κοναν· πιστσα δ επε· Κριε, ο μλει σοι τι δελφ μου μνην με κατλιπε δια­κο­νεν; Επ ον ατ να μοι συναν­τιλβηται. 41 ποκρι­θες δ επεν ατ ᾿Ιησος· Μρθα Μρθα, μερι­μνς κα τυρβζ περ πολλ· 42 νς δ στι χρεα· Μαρα δ τν γαθν μερδα ξελξατο, τις οκ φαι­ρεθσεται π᾿ ατς.

Κεφ.ΙΑ΄ 27᾿Εγνετο δ ν τ λγειν ατν τατα πρασ τις γυν φωνν κ το χλου επεν ατ· μακαρα κοιλα βαστσασ σε κα μαστο ος θλασας. 28 Ατς δ επε· μενονγε μακριοι ο κοοντες τν λγον το Θεο κα φυλσσον­τες ατν.

38 Καθώς δε ο Κυριος με τους μαθη­τάς του επή­γαι­ναν προς την Ιερου­σα­λήμ, εμπή­κε ο Ιησούς εις ένα χωριό. Καποια δε γυναί­κα, ονό­μα­τι Μαρ­θα, τον υπε­δέ­χθη στο σπί­τι της. 39 Είχε δε αυτή και αδελ­φήν, ονό­μα­τι Μαρί­αν, η οποία εκά­θι­σε κον­τά εις τα πόδια του Ιησού και ήκουε την διδα­σκα­λί­αν του. 40 Η δε Μαρ­θα, από την μεγά­λην της επι­θυ­μί­αν και προ­θυ­μί­αν να περι­ποι­η­θή αξί­ως τον διδά­σκα­λον, απερ­ρο­φά­το από τας πολ­λάς ασχο­λί­ας. Εις κάποιαν στιγ­μήν εστά­θη κον­τά στον Ιησούν και είπε· “Κυριε, δεν σε μέλει που η αδελ­φή μου με αφή­κε μονήν να ετοι­μά­σω τα του φαγη­τού δια σε και τους μαθη­τάς σου; Πες της λοι­πόν να με βοη­θή­ση”. 41 Απήν­τη­σε δε ο Ιησούς και είπε· “Μαρ­θα, Μαρ­θα, εφορ­τώ­θη­κες πολ­λές φρον­τί­δες, ταλαι­πω­ρεί­σαι και κου­ρά­ζε­σαι δια να ετοι­μά­σης πολ­λά. 42 Ενα όμως είναι το χρη­σι­μώ­τε­ρον και απα­ραί­τη­τον, η πνευ­μα­τι­κή τρο­φή, την οποί­αν προ­σφέ­ρω εγώ. Η δε Μαρία εδιά­λε­ξε την καλήν μερί­δα, την πνευ­μα­τι­κήν, η οποία και δεν θα της αφαι­ρε­θή ποτέ από κανέ­να. Διό­τι αι ωφέ­λειαι από την πνευ­μα­τι­κήν τρο­φήν είναι αιώ­νιαι και ανα­φαί­ρε­τοι”.

27 Ενώ δε έλε­γε αυτά, κάποια γυναί­κα από το πλή­θος ενθου­σια­σμέ­νη από την διδα­σκα­λί­αν του, έβγα­λε φωνήν μεγά­λην και είπε· “μακα­ρία η κοι­λία που σε εβά­στα­ξε και οι μαστοί, τους οποί­ους εθή­λα­σες. Μακα­ρία η μητέ­ρα, που σε εγέν­νη­σε και σε έθρε­ψε”. 28 Και αυτός είπε· “βεβαί­ως μακα­ρία είναι η μητέ­ρα μου, αλλά επί­σης μακά­ριοι είναι όλοι όσοι ακού­ουν τον λόγον του Θεού και τον φυλάσ­σουν”. 

Κεφ. Ι΄ 38 Και ενώ ο Ιησούς μαζί με τους μαθη­τές Του και όσους Τον ακο­λου­θού­σαν προ­χω­ρού­σαν με κατεύ­θυν­ση την Ιερου­σα­λήμ, μπή­κε Αυτός σε ένα χωριό. Και κάποια γυναί­κα που ονο­μα­ζό­ταν Μάρ­θα Τον υπο­δέ­χθη­κε στο σπί­τι της. 39 Αυτή είχε μία αδελ­φή που λεγό­ταν Μαρία, η οποία όχι μόνο υπο­δέ­χθη­κε τον Ιησού όπως η Μάρ­θα, αλλά και κάθι­σε κον­τά στα πόδια Του ως ταπει­νή μαθή­τρια και άκου­γε με απε­ρί­σπα­στη προ­σο­χή τη διδα­σκα­λία Του. 40 Η Μάρ­θα όμως ήταν απα­σχο­λη­μέ­νη και πνιγ­μέ­νη σε πολ­λή εργα­σία, φρον­τί­ζον­τας να ετοι­μά­σει το φαγη­τό και να περι­ποι­η­θεί τον Διδά­σκα­λο. Κάποια στιγ­μή λοι­πόν στά­θη­κε κον­τά στον Χρι­στό και Του είπε: «Κύριε, δεν σε νοιά­ζει που η αδελ­φή μου με άφη­σε μόνη μου να υπη­ρε­τώ και να ετοι­μά­ζω το τρα­πέ­ζι; Πες της λοι­πόν να με βοη­θή­σει». 41 Τότε της απο­κρί­θη­κε ο Ιησούς: «Μάρ­θα, Μάρ­θα, βασα­νί­ζεις και ταλαι­πω­ρείς το νου σου με πολ­λές αγω­νιώ­δεις φρον­τί­δες, και κου­ρά­ζεις το σώμα σου για να προ­ε­τοι­μά­σεις πολ­λά πράγ­μα­τα, 42 ενώ ένα είναι χρή­σι­μο και αναγ­καίο, η ακρό­α­ση της διδα­σκα­λί­ας μου. Αυτή είναι η αναγ­καία πνευ­μα­τι­κή τρο­φή για την ψυχή. Αυτήν την τρο­φή διά­λε­ξε η Μαρία, την καλή και ωφέ­λι­μη μερί­δα, που δεν θα της αφαι­ρε­θεί ποτέ· διό­τι οι ωφέ­λειες της πνευ­μα­τι­κής αυτής τρο­φής δεν είναι προ­σω­ρι­νές και φθαρ­τές, αλλά πνευ­μα­τι­κές και αιώ­νιες.

Κεφ. ΙΑ΄ 27 Και ενώ ο Ιησούς τα έλε­γε αυτά, κάποια γυναί­κα απ’ το πλή­θος, επει­δή ενθου­σιά­σθη­κε από τη διδα­σκα­λία Του, έβγα­λε μια δυνα­τή φωνή και είπε: «Ευτυ­χι­σμέ­νη η κοι­λιά που σε βάστα­σε και οι μαστοί που θήλα­σες». 28 Και Αυτός της είπε: «Αλη­θι­νά, ευτυ­χι­σμέ­νη είναι η μητέ­ρα μου˙ αλλά μην ξεχνά­τε ότι μακά­ριοι είναι όσοι ακού­νε το λόγο του Θεού και τον εφαρ­μό­ζουν. Με αυτή την έννοια, αυτή που με γέν­νη­σε και με θέλη­σε, γι’ αυτό ακρι­βώς δέχτη­κε τη μεγα­λύ­τε­ρη τιμή και αξιώ­θη­κε να γίνει μητέ­ρα μου, διό­τι φύλα­ξε πάν­το­τε τον λόγο του Θεού».

38  Kαθὼς δὲ πορεύ­ον­ταν (ὁ Ἰησοῦς, οἱ μαθη­ταὶ καὶ ἄλλοι), μπῆ­κε σ’ ἕνα χωριό. Kαὶ κάποια γυναῖ­κα ὀνο­μα­ζο­μέ­νη Mάρ­θα τὸν δέχθη­κε γιὰ νὰ τὸν φιλο­ξε­νή­σῃ στὸ σπί­τι της. 39  Aὐτὴ δὲ εἶχε μία ἀδελ­φὴ ὀνο­μα­ζο­μέ­νη Mαρία, ἡ ὁποία καὶ κάθη­σε στὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἄκουε τὸ λόγο του. 40  Ἡ δὲ Mάρ­θα ἦταν ἀπα­σχο­λη­μέ­νη σὲ πολ­λὴ φρον­τί­δα (γιὰ νὰ ἑτοι­μά­σῃ φαγη­τά). Στά­θη­κε λοι­πὸν καὶ εἶπε: «Kύριε, δὲν σὲ μέλει, ποὺ ἡ ἀδελ­φή μου μὲ ἄφη­σε μόνη νὰ φρον­τί­ζω; Πές της λοι­πὸν νὰ μὲ βοη­θή­σῃ». 41  Ὁ δὲ Ἰησοῦς τῆς ἀπο­κρί­θη­κε: «Mάρ­θα, Mάρ­θα, ἀγχώ­νε­σαι καὶ ἀνα­στα­τώ­νε­σαι γιὰ πολ­λά (φαγη­τά), 42  ἐνῷ ἕνα (φαγη­τό) χρειά­ζε­ται. Ἡ δὲ Mαρία διά­λε­ξε τὴν ἐκλε­κτὴ μερί­δα, ποὺ δὲν θ’ ἀφαι­ρε­θῇ ἀπ’ αὐτή».

27  Ἐνῷ δέ (ὁ Ἰησοῦς) ἔλε­γεν αὐτά, μία γυναῖ­κα ἀπὸ τὸ πλῆ­θος ὕψω­σε φωνὴ καὶ τοῦ εἶπε: «Eὐτυ­χι­σμέ­νη ἡ κοι­λία ποὺ σὲ βάστα­σε, καὶ οἱ μαστοὶ ποὺ θήλα­σες». 28  Aὐτὸς δὲ εἶπε: «Nαί, ἀλλὰ καὶ εὐτυ­χι­σμέ­νοι ὅσοι ἀκού­ουν τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν ἐφαρ­μό­ζουν».

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ

[:Υπο­μνη­μα­τι­σμός των εδα­φί­ων Εβρ.9,1–14]

«Εχε μν ον κα πρώ­τη σκην δικαιώ­μα­τα λατρεί­ας τό τε γιον κοσμι­κόν· σκην γρ κατε­σκευά­σθη πρώ­τη, ν τε λυχνία κα τρά­πε­ζα κα πρό­θε­σις τν ρτων, τις λέγε­ται για. μετ δ τ δεύ­τε­ρον κατα­πέ­τα­σμα σκην λεγο­μέ­νη για γίων, χρυ­σον χου­σα θυμια­τή­ριον κα τν κιβωτν τς δια­θή­κης περι­κε­κα­λυμ­μέ­νην πάν­το­θεν χρυ­σί, ν στά­μνος χρυσ χου­σα τ μάν­να κα άβδος αρν βλα­στή­σα­σα κα α πλά­κες τς δια­θή­κης, περά­νω δ ατς Χερουβμ δόξης κατα­σκιά­ζον­τα τ λαστή­ριον· περ ν οκ στι νν λέγειν κατ μέρος(:Είχε βέβαια και η πρώ­τη Δια­θή­κη νόμους και λατρευ­τι­κές δια­τά­ξεις, καθώς κι ένα επί­γειο θυσια­στή­ριο. Κατα­σκευά­στη­κε δηλα­δή το πρώ­το δια­μέ­ρι­σμα της σκη­νής, μέσα στο οποίο υπήρ­χε η λυχνία και η τρά­πε­ζα της προ­θέ­σε­ως και οι άρτοι που τοπο­θε­τούν­ταν πάνω σ’ αυτήν ως προ­σφο­ρά στον Θεό. Και το πρώ­το αυτό δια­μέ­ρι­σμα της σκη­νής λεγό­ταν «Άγια». Έπει­τα, πίσω από το δεύ­τε­ρο κατα­πέ­τα­σμα ήταν το μέρος της σκη­νής που λεγό­ταν «Άγια Αγί­ων». Στα «Άγια των Αγί­ων» υπήρ­χε ένα χρυ­σό θυμια­τή­ριο και η Κιβω­τός της Δια­θή­κης, που ήταν γύρω –γύρω καλυμ­μέ­νη με χρυ­σά­φι απ’ όλες τις πλευ­ρές της. Μέσα στην κιβω­τό αυτή υπήρ­χε μια χρυ­σή στά­μνα που περιεί­χε από το περί­φη­μο μάν­να, καθώς επί­σης και η ράβδος του Ααρών που είχε βλα­στή­σει θαυ­μα­τουρ­γι­κά, και οι θεο­χά­ρα­κτες πλά­κες της Δια­θή­κης. Πάνω από την κιβω­τό υπήρ­χαν δύο χρυ­σά Χερου­βίμ ένδο­ξα, που ανά­με­σά τους εμφα­νι­ζό­ταν και μιλού­σε ο Θεός. Αυτά σκέ­πα­ζαν με τα φτε­ρά τους και σκί­α­ζαν το χρυ­σό κάλυμ­μα της κιβω­τού που ονο­μα­ζό­ταν «Ιλα­στή­ριο». Αλλά για όλα αυτά δεν είναι τώρα και­ρός να μιλή­σου­με με λεπτο­μέ­ρειες)»[Εβρ.9,1–5]·[ερμη­νευ­τι­κή από­δο­ση Πανα­γιώ­του Τρεμ­πέ­λα].

Έδει­ξε ο Παύ­λος από τον ιερέα, από την ιερο­σύ­νη και από τη δια­θή­κη ότι εκεί­νη επρό­κει­το να έχει τέλος· το δεί­χνει πλέ­ον και από τη μορ­φή της ίδιας της σκη­νής. Πώς; Μιλών­τας για «για» και για «για γίων». Τα «για» δηλα­δή είναι σύμ­βο­λο του προ­η­γού­με­νου και­ρού ‑για­τί τότε γίνον­ταν όλα με θυσίες‑, ενώ τα «για γίων» είναι σύμ­βο­λα τού­του του παρόν­τος και­ρού. Ονο­μά­ζει «για γίων» τον ουρα­νό, και το ίδιο και κατα­πέ­τα­σμα του ουρα­νού, και τη σάρ­κα που εισέρ­χε­ται στο εσώ­τε­ρο του κατα­πε­τά­σμα­τος, δηλα­δή μέσω του κατα­πε­τά­σμα­τος της σάρ­κας Αυτού. Αλλά καλό είναι να μιλή­σου­με εξε­τά­ζον­τας από την αρχή το χωρίο αυτό.

Τι λέγει λοι­πόν; «Εχε μν ον κα πρώ­τη». Ποια «πρώ­τη»; Η δια­θή­κη. «Δικαιώ­μα­τα λατρεί­ας». Τι σημαί­νει «δικαιώ­μα­τα»; Σύμ­βο­λα ή δια­τά­ξεις. Σαν να έλε­γε «τότε είχε, ενώ τώρα δεν έχει». Δεί­χνει ότι αυτή τα παρα­χώ­ρη­σε ήδη σε αυτόν· για­τί λέγει «τότε είχε». Ώστε τώρα, αν και παρα­μέ­νει, δεν υπάρ­χει.

«τό τε γιον κοσμι­κόν». Και το θυσια­στή­ριο το επί­γειο. Το ονο­μά­ζει «κοσμι­κόν» επει­δή επι­τρε­πό­ταν σε όλους να εισέρ­χον­ται, και ήταν γνω­στός ο τόπος μέσα στον ίδιο οίκο, στον οποίο αλλού στέ­κον­ταν οι ιερείς, αλλού οι Ιου­δαί­οι, και αλλού οι προ­σή­λυ­τοι, οι Έλλη­νες και οι Ναζω­ραί­οι. Επει­δή λοι­πόν επι­τρε­πό­ταν να μπαί­νουν και οι Έλλη­νες, γι’ αυτό το ονο­μά­ζει «κοσμι­κόν», για­τί βέβαια δεν ήταν ο κόσμος οι Ιου­δαί­οι. Για­τί λέγει «Σκην γρ κατε­σκευά­σθη πρώ­τη, ν τε λυχνία κα τρά­πε­ζα κα πρό­θε­σις τν ρτων, τις λέγε­ται για(:Κατα­σκευά­στη­κε δηλα­δή το πρώ­το δια­μέ­ρι­σμα της σκη­νής, μέσα στο οποίο υπήρ­χε η λυχνία και η τρά­πε­ζα της προ­θέ­σε­ως και οι άρτοι που τοπο­θε­τούν­ταν πάνω σε αυτήν ως προ­σφο­ρά στον Θεό. Και το πρώ­το αυτό δια­μέ­ρι­σμα της σκη­νής λεγό­ταν «Άγια»)»[Εβρ.9,2]. Αυτά είναι σύμ­βο­λα του κόσμου.

«Μετ δ τ δεύ­τε­ρον κατα­πέ­τα­σμα». Άρα δεν είχε υπήρ­χε μόνο ένα κατα­πέ­τα­σμα, αλλά υπήρ­χε και έξω κατα­πέ­τα­σμα· «σκην λεγο­μέ­νη για γίων(:υπήρ­χε σκη­νή που ονο­μα­ζό­ταν «τα Άγια των Αγί­ων»)».Πρό­σε­χε πώς παν­τού το ονο­μά­ζει «σκην», επει­δή διέ­με­ναν εκεί· «χρυ­σον χου­σα θυμια­τή­ριον κα τν κιβωτν τς δια­θή­κης περι­κε­κα­λυμ­μέ­νην πάν­το­θεν χρυ­σί, ν στά­μνος χρυσ χου­σα τ μάν­να κα άβδος αρν βλα­στή­σα­σα κα α πλά­κες τς δια­θή­κης(:στα Άγια των Αγί­ων υπήρ­χε ένα χρυ­σό θυμια­τή­ριο και η Κιβω­τός της Δια­θή­κης, που ήταν γύρω –γύρω καλυμ­μέ­νη με χρυ­σά­φι απ’ όλες τις πλευ­ρές της. Μέσα στην κιβω­τό αυτή υπήρ­χε μια χρυ­σή στά­μνα που περιεί­χε από το περί­φη­μο μάν­να, καθώς επί­σης και η ράβδος του Ααρών που είχε βλα­στή­σει θαυ­μα­τουρ­γι­κά, και οι θεο­χά­ρα­κτες πλά­κες της Δια­θή­κης)»[Εβρ.9,4].

Όλα αυτά ήταν σεβα­στά και λαμ­πρά υπο­μνή­μα­τα της ιου­δαϊ­κής αχα­ρι­στί­ας: «Κα α πλά­κες τς δια­θή­κης(:και οι θεο­χά­ρα­κτες πλά­κες της Δια­θή­κης)»· για­τί τις έσπα­σε ο Μωυ­σής όταν τους είδε να ειδω­λο­λα­τρούν· και «τ μάν­να»· για­τί γόγ­γυ­σαν· και γι’ αυτό, παρα­πέμ­πον­τας τη μνή­μη στους απο­γό­νους, πρό­στα­ξε να το τοπο­θε­τή­σουν στη χρυ­σή στά­μνα.

«περά­νω δ ατς Χερουβμ δόξης κατα­σκιά­ζον­τα τ λαστή­ριον (:Πάνω από την κιβω­τό υπήρ­χαν δύο χρυ­σά Χερου­βίμ ένδο­ξα, που ανά­με­σά τους εμφα­νι­ζό­ταν και μιλού­σε ο Θεός. Αυτά σκέ­πα­ζαν με τα φτε­ρά τους και σκί­α­ζαν το χρυ­σό κάλυμ­μα της κιβω­τού που ονο­μα­ζό­ταν Ιλα­στή­ριο)»[Εβρ.9,5]. Τι σημαί­νει «Χερουβμ δόξης»; Ή εννο­εί τα ένδο­ξα ή τα κάτω από τον Θεό. Και σωστά μεγα­λο­ποιεί αυτά με τον λόγο, για να δεί­ξει ότι είναι ανώ­τε­ρα τα στη συνέ­χεια· «περ ν οκ στι νν λέγειν κατ μέρος(:Αλλά για όλα αυτά δεν είναι τώρα και­ρός να μιλή­σου­με με λεπτο­μέ­ρειες)».Εδώ υπαι­νί­χτη­κε ότι δεν ήταν αυτά μόνο τα βλε­πό­με­να, αλλά ήταν απλώς κάποια αινίγ­μα­τα· «για τα οποία δεν μπο­ρού­με», λέγει, «τώρα να μιλή­σου­με λεπτο­με­ρώς»· ίσως χρειά­ζον­ται μακρό­τε­ρο λόγο.

«Τού­των δ οτω κατε­σκευα­σμέ­νων ες μν τν πρώ­την σκηνν δι παντς εσία­σιν ο ερες τς λατρεί­ας πιτε­λοντες(:Έτσι λοι­πόν είχαν αυτά σχε­δια­στεί και με αυτόν τον τρό­πο είχε κατα­σκευα­στεί η σκη­νή, ώστε στο πρώ­το δια­μέ­ρι­σμά της, δηλα­δή στα Άγια, να μπαί­νουν πάν­το­τε οι ιερείς και να τελούν τις ιερο­τε­λε­στί­ες)»[Εβρ.9,6]· δηλα­δή υπήρ­χαν βέβαια αυτά, αλλά όμως δεν απο­λάμ­βα­ναν αυτά οι Ιου­δαί­οι· για­τί δεν τα έβλε­παν. Ώστε μάλ­λον δεν ήταν για εκεί­νους, αλλά για εκεί­νους για τους οποί­ους απο­τε­λού­σαν προ­τύ­πω­ση. «ες δ τν δευ­τέ­ραν παξ το νιαυ­το μόνος ρχιε­ρεύς, ο χωρς αματος, προ­σφέ­ρει πρ αυτο κα τν το λαο γνο­η­μά­των(:Στο δεύ­τε­ρο, όμως, δια­μέ­ρι­σμα της σκη­νής, δηλα­δή στα Άγια των Αγί­ων, έμπαι­νε μία φορά τον χρό­νο, την ημέ­ρα του εξι­λα­σμού μόνον ο αρχιε­ρέ­ας. Κι αυτός δεν έμπαι­νε χωρίς αίμα, αλλά έφερ­νε μαζί του το αίμα των ζώων, το οποίο πρό­σφε­ρε ως εξι­λα­στή­ρια θυσία για τον εαυ­τό του και για τις αμαρ­τί­ες που από άγνοια είχε δια­πρά­ξει ο λαός)»[Εβρ.9,7]. Βλέ­πεις ότι ήδη έχουν προ­κα­τα­βλη­θεί οι τύποι;

Για να μη λένε δηλα­δή πως «είναι μία η θυσία» και πως «ο αρχιε­ρέ­ας πρό­σφε­ρε μία φορά μόνο θυσία» δεί­χνει ότι αυτό γίνε­ται έτσι από την αρχή· εφό­σον η αγιό­τε­ρη θυσία και η φρι­κτή ήταν μία. Έτσι συνη­θι­ζό­ταν από την αρχή· για­τί και τότε ο αρχιε­ρέ­ας μία φορά πρό­σφε­ρε θυσία. Και σωστά είπε «ο χωρς αματος (:όχι χωρίς αίμα)»· όχι βέβαια χωρίς αίμα, αλλά ασφα­λώς όχι με Αυτό το αίμα· για­τί δεν ήταν τόσο μεγά­λη η επι­με­λής αντι­στοί­χι­ση περα­σμέ­νων και μετα­γε­νέ­στε­ρων. Δεί­χνει ότι θα συμ­βεί αυτή η Θυσία, όχι όμως δαπα­νώ­με­νη από τη φωτιά, αλλά μάλ­λον ότι θα κατορ­θω­θεί από το αίμα. Επει­δή δηλα­δή ονό­μα­σε τον σταυ­ρό «θυσία» που δεν είχε ούτε φωτιά ούτε ξύλα ούτε προ­φέ­ρε­ται πολ­λές φορές, αλλά προ­σφέρ­θη­κε μία φορά με αίμα· « προ­σφέ­ρει πρ αυτο κα τν το λαο γνο­η­μά­των(:το οποίο πρό­σφε­ρε ως θυσία εξι­λα­στή­ρια για τον εαυ­τό του και για τις αμαρ­τί­ες που από άγνοια είχε κάνει ο λαός)». Πρό­σε­χε· δεν είπε «για τα αμαρ­τή­μα­τα», αλλά «για τα αγνο­ή­μα­τα», για να μη μεγα­λο­φρο­νή­σουν. «Αν και βέβαια δεν αμάρ­τη­σες», λέγει, «με τη θέλη­σή σου, αλλά ήταν ακού­σιο το αγνόη­μά σου, και κανείς δεν είναι καθα­ρός από αυτό». Και παν­τού ανα­φέ­ρει το «και για τα δικά του», για να δεί­ξει ότι ο Χρι­στός είναι πολύ πιο ανώ­τε­ρος από τον αρχιε­ρέα των Ιου­δαί­ων. Για­τί, αν είναι απαλ­λαγ­μέ­νος από τις αμαρ­τί­ες μας, πώς πρό­φε­ρε θυσία για τον εαυ­τό Του;

«Για­τί λοι­πόν», θα μπο­ρού­σε να απο­ρή­σει κάποιος, «τα είπες αυτά;». Για­τί αυτό είναι γνώ­ρι­σμα ανω­τέ­ρου. Που­θε­νά εδώ θεω­ρία. Τώρα όμως προ­χω­ρεί στην εξή­γη­ση και λέγει: «Τοτο δηλοντος το Πνεύ­μα­τος το γίου, μήπω πεφα­νερσθαι τν τν γίων δόν, τι τς πρώ­της σκηνς χού­σης στά­σιν(:Κανείς άλλος δεν επι­τρε­πό­ταν να μπει στα Άγια των Αγί­ων. Και με την απα­γό­ρευ­ση αυτή το Άγιον Πνεύ­μα υπο­δή­λω­νε συμ­βο­λι­κά ότι δεν είχε ακό­μη φανε­ρω­θεί, αλλά ήταν άγνω­στος και άβα­τος στους ανθρώ­πους ο δρό­μος που οδη­γού­σε στα αλη­θι­νά Άγια, δηλα­δή στον ουρα­νό˙ διό­τι ήταν ακό­μη στη­μέ­νη και σε χρή­ση η πρώ­τη και παλαιά σκη­νή)»[Εβρ.9, 8]. «Γι’ αυτό», λέγει, «αυτά κατα­σκευά­στη­καν έτσι, για να μάθου­με ότι τα Άγια των Αγί­ων, δηλα­δή ο ουρα­νός, είναι ακό­μη άβα­τος. Να μην νομί­ζου­με λοι­πόν, επει­δή δεν εισερ­χό­μα­στε σε αυτόν, και ότι δεν υπάρ­χει αυτός, αφού ούτε στα Άγια εισήλ­θα­με».

«τις παρα­βολ ες τν καιρν τν νεστη­κό­τα(:Η σκη­νή εκεί­νη ήταν τύπος και σύμ­βο­λο αυτών που γίνον­ται στη σημε­ρι­νή επο­χή του Μεσ­σία. Τότε, στη σκη­νή εκεί­νη προ­σφέ­ρον­ταν δώρα και θυσί­ες που δεν είχαν τη δύνα­μη να οδη­γή­σουν σε εσω­τε­ρι­κή τελειό­τη­τα αυτόν που λάτρευε τον Θεό και να τον απαλ­λά­ξουν από τις τύψεις της συνει­δή­σε­ως)»[Εβρ.9,9]. Ποιον ονο­μά­ζει «καιρν τν νεστη­κό­τα»; Τον και­ρό πριν από τον ερχο­μό του Χρι­στού· για­τί μετά τον ερχο­μό του Χρι­στού δεν είναι πλέ­ον και­ρός παρών· πώς δηλα­δή μπο­ρεί να είναι και­ρός παρών αφού παρέρ­χε­ται και λαμ­βά­νει τέλος; Θέλει και κάτι άλλο να δηλώ­σει λέγον­τας ότι «αυτά είναι συμ­βο­λι­κά του παρόν­τος και­ρού»· δηλα­δή ο τύπος πέρα­σε· «καθ᾿ ν δρά τε κα θυσί­αι προ­σφέ­ρον­ται μ δυνά­με­ναι κατ συνεί­δη­σιν τελεισαι τν λατρεύ­ον­τα(:Και προ­σφέ­ρον­ταν στη σκη­νή εκεί­νη και δώρα και θυσί­ες, που δεν είχαν την δύνα­μη να κάνουν τέλεια και να απαλ­λά­ξουν από την τύψη της συνει­δή­σε­ως αυτόν που ασκού­σε την λατρεία)»[Εβρ.9,9].

Είδες πως με σαφή­νεια έδει­ξε με αυτό τι σημαί­νει το « Οδν γρ τελεί­ω­σεν νόμος, πει­σα­γωγ δ κρείτ­το­νος λπί­δος, δι᾿ ς γγί­ζο­μεν τ Θε(:Διό­τι τίπο­τε δεν κατόρ­θω­σε να τελειο­ποι­ή­σει ο Νόμος. Ενώ τώρα με την νέα Δια­θή­κη εισά­γε­ται νέα, καλύ­τε­ρη ελπί­δα, δια της οποί­ας πλη­σιά­ζου­με τον Θεό, επι­τυγ­χά­νου­με τη λύτρω­ση και την αιώ­νια μακα­ριό­τη­τα)»[Εβρ.7,19] και το «ε γρ πρώ­τη κεί­νη ν μεμ­πτος, οκ ν δευ­τέ­ρας ζητετο τόπος(:διό­τι εάν η πρώ­τη εκεί­νη δια­θή­κη ήταν πράγ­μα­τι πλή­ρης και τέλεια, δεν θα εζη­τεί­το τόπος και τρό­πος να δοθεί δεύ­τε­ρη δια­θή­κη)»; Πώς; «Εσω­τε­ρι­κά». Για­τί οι θυσί­ες δεν καθά­ρι­ζαν τον ρύπο της ψυχής, αλλά ακό­μη προ­σφέ­ρον­ταν για το σώμα· για­τί λέγει «ς ο κατ νόμον ντολς σαρ­κικς γέγο­νεν(:γίνε­ται κατά τον νόμο που ισχύ­ει για ανθρώ­πους σαρ­κι­κούς)»[Εβρ.7,16].Δεν μπο­ρού­σαν δηλα­δή να συγ­χω­ρούν μοι­χεία, ούτε φόνο,ούτε ιερο­συ­λία. Βλέ­πεις να λέγει «αυτό φάγε», «εκεί­νο να μην το φας»; Πράγ­μα­τα που ήταν αδιά­φο­ρα· «μόνον π βρώ­μα­σι κα πόμα­σι κα δια­φό­ροις βαπτι­σμος (:οι θυσί­ες μάλι­στα εκεί­νες επι­βάλ­λον­ταν μόνο ως φορ­τίο, μαζί με τη διά­κρι­ση φαγη­τών και ποτών και με τις διά­φο­ρες πλύ­σεις οι θυσί­ες αυτές επι­βάλ­λον­ταν μόνο σαν φορ­τίο μαζί με τη διά­κρι­ση φαγη­τών και ποτών και με διά­φο­ρες πλύ­σεις)»[Εβρ.9,10]. «Αυτό πιες», λέγει· αν και βέβαια δεν υπήρ­χε καμία διά­τα­ξη για το ποτό, αλλά εξευ­τε­λί­ζον­τας αυτά είπε αυτό· «κα δικαιώ­μα­σι σαρ­κός, μέχρι και­ρο διορ­θώ­σε­ως πικεί­με­να(:και τις εντο­λές για τον καθα­ρι­σμό μόνο του σώμα­τος. Όλα αυτά όμως ήταν προ­σω­ρι­νά, μέχρι τον και­ρό της διορ­θώ­σε­ως και μεταρ­ρυθ­μί­σε­ως που επέ­φε­ρε ο Χρι­στός)». Για­τί αυτή είναι η δικαιο­σύ­νη του σώμα­τος. Εδώ υπο­βι­βά­ζει τις θυσί­ες δεί­χνον­τας ότι δεν είχαν καμία ισχύ και ότι ίσχυαν μέχρι τον και­ρό της διόρ­θω­σης αυτών. Δηλα­δή περί­με­ναν τον και­ρό εκεί­νον που τα διορ­θώ­νει όλα.

«Χρι­στὸς παρα­γε­νό­με­νος ἀρχιε­ρεὺς τῶν μελ­λόν­των ἀγα­θῶν διὰ τῆς μεί­ζο­νος καὶ τελειο­τέ­ρας σκη­νῆς, οὐ χει­ρο­ποι­ή­του(:Αντί­θε­τα ο Χρι­στός ήλθε ως αρχιε­ρεύς των μελ­λον­τι­κών αγα­θών, των αγα­θών δηλα­δή της Και­νής Δια­θή­κης. Και εισήλ­θε στα επου­ρά­νια «Άγια των Αγί­ων» μέσα από μια ανώ­τε­ρη και τελειό­τε­ρη σκη­νή, που δεν κατα­σκευά­στη­κε από χέρια ανθρώ­πων. Δηλα­δή δεν εισήλ­θε μέσα από μια επί­γεια σκη­νή, όπως ήταν η Σκη­νή του Μαρ­τυ­ρί­ου, αλλά δεδο­μέ­νου ότι το σώμα Του ήταν η σκη­νή και κατοι­κία του Θεού Λόγου, ασυγ­κρί­τως ανώ­τε­ρη και τελειό­τε­ρη, εισήλ­θε μέσα από τη σκη­νή αυτή του σώμα­τός Του. Ακρι­βώς μάλι­στα το σώμα Του αυτό, επει­δή συνε­λή­φθη εκ Πνεύ­μα­τος Αγί­ου, δεν προ­ερ­χό­ταν από την κτί­ση αυτή, αλλά από νέα πνευ­μα­τι­κή κτί­ση)»[Εβρ.9,11].

Εδώ ως «μεί­ζο­να καί τελειο­τέ­ραν σκη­νήν» εννο­εί τη σάρ­κα. Και σωστά την ονό­μα­σε και «ανώ­τε­ρη» και «τελειό­τε­ρη», εφό­σον σε αυτήν κατοι­κεί ο Θεός Λόγος και όλη η ενέρ­γεια του Πνεύ­μα­τος· για­τί «Ο γρ κ μέτρου δίδω­σιν Θες τ Πνεμα(:Και τα διδά­σκει αυτά αλάν­θα­στα, διό­τι ο Θεός δεν Του έδω­σε το Άγιο Πνεύ­μα όπως κάπο­τε στους προ­φή­τες περιο­ρι­σμέ­να και σε ορι­σμέ­νες στιγ­μές της ζωής τους, αλλά Του το έδω­σε ολο­κλη­ρω­τι­κά, αδιά­κο­πα και απε­ριό­ρι­στα· και συνε­πώς Αυτός κατέ­χει την πλή­ρη και από­λυ­τη θεϊ­κή απο­κά­λυ­ψη και διδά­σκει με ακρί­βεια τη διδα­σκα­λία του Θεού)»[Ιω.3,34]· ή το λέγει επει­δή είναι τελειό­τε­ρη, αφού είναι ακα­τά­λη­πτη, και κατορ­θώ­νει μεγα­λύ­τε­ρα.

«Τοῦτ’ ἔστιν οὐ ταύ­της τῆς κτί­σε­ως(:Ακρι­βώς μάλι­στα το σώμα Του αυτό, επει­δή συνε­λή­φθη εκ Πνεύ­μα­τος Αγί­ου, δεν προ­ερ­χό­ταν από την κτί­ση αυτή, αλλά από νέα πνευ­μα­τι­κή κτί­ση)»[Εβρ.9,11]. Να πώς εισήλ­θε από σκη­νή που είναι ανώ­τε­ρη· για­τί δεν θα ήταν κατα­σκευα­σμέ­νη από το Άγιο Πνεύ­μα, αν την κατα­σκεύ­α­σε άνθρω­πος. «στιν οὐ ταύ­της τῆς κτί­σε­ως(: Δεν προ­έρ­χε­ται από αυτόν τον κόσμο)»· δηλα­δή δεν είναι από αυτά τα κτί­σμα­τα, αλλά από τον πνευ­μα­τι­κό κόσμο· για­τί έχει κατα­σκευα­στεί από το άγιο Πνεύ­μα. Βλέ­πεις πώς ονο­μά­ζει το σώμα, και «σκη­νή» και «κατα­σκεύ­α­σμα» και «ουρα­νό»; «Εισήλ­θε στα επου­ρά­νια Άγια των Αγί­ων», λέγει, «διὰ τῆς μεί­ζο­νος καὶ τελειο­τέ­ρας σκη­νῆς(:μέσα από μία ανώ­τε­ρη και τελειό­τε­ρη σκη­νή)»· έπει­τα, «δι το κατα­πε­τά­σμα­τος, τοτ᾿ στι τς σαρκς ατο(:αφού πρώ­τος Αυτός εισήλ­θε μέσα από το κατα­πέ­τα­σμα, δηλα­δή με τη σάρ­κα Του και το αίμα Του)»[Εβρ.10,20] δια του κατα­πε­τά­σμα­τος, δηλα­δή της σάρ­κας Αυτού· και πάλι, «ες τ σώτε­ρον το κατα­πε­τά­σμα­τος(:πιο μέσα από το κατα­πέ­τα­σμα της σκη­νής)»[Εβρ.6,19]· και πάλι, «εσερ­χο­μέ­νην ες τ για τν γίων(: που εισέρ­χε­ται στα Άγια των αγί­ων)», για να παρου­σια­στεί μπρο­στά στον Θεό.

Και για ποιο λόγο το κάνει αυτό; Επει­δή θέλει να μας διδά­ξει με το καθέ­να από αυτά τη δια­φο­ρε­τι­κή σημα­σία που έχει, αλλά έχει την ίδια αιτία. Εννοώ το εξής με αυτό. Ο ουρα­νός είναι κατα­πέ­τα­σμα· όπως τα Άγια τα απο­κρύ­πτει το κατα­πέ­τα­σμα, έτσι και η σάρ­κα απο­κρύ­πτει τη θεό­τη­τα· και όμοια το σώμα είναι σκη­νή, έχον­τας μέσα τη θεό­τη­τα· και ο ουρα­νός επί­σης είναι σκη­νή, για­τί εκεί μέσα είναι ο ιερέ­ας.

«Χρι­στὸς παρα­γε­νό­με­νος ἀρχιε­ρεὺς(:Αντί­θε­τα ο Χρι­στός ήλθε ως αρχιε­ρέ­ας)». Δεν είπε «έγι­νε», αλλά «ήλθε», δηλα­δή ήλθε σε αυτό το ίδιο, δεν έλα­βε άλλο. Δεν ήλθε προ­η­γου­μέ­νως και μετά έγι­νε αρχιε­ρέ­ας, αλλά συγ­χρό­νως όταν ήλθε. Και δεν είπε: «ήλθε ως αρχιε­ρέ­ας των θυσια­ζο­μέ­νων», αλλά «τῶν μελ­λόν­των ἀγα­θῶν(:των μελ­λον­τι­κών αγα­θών, των αγα­θών δηλα­δή της Και­νής Δια­θή­κης)»· για­τί ο λόγος δεν μπο­ρού­σε να παρα­στή­σει το παν. «οὐδὲ δι’ αἵμα­τος(:ούτε χρη­σι­μο­ποί­η­σε ο Χρι­στός ως θυσία το αίμα)», λέγει, «τρά­γων καὶ μόσχων(:τρά­γων και μόσχων, όπως οι αρχιε­ρείς των Ιου­δαί­ων)». Όλα είναι αλλαγ­μέ­να. «διὰ δὲ τοῦ ἰδί­ου αἵμα­τος εἰσῆλ­θεν ἐφά­παξ (:αλλά με το δικό Του αίμα μπή­κε μια για πάν­τα)», λέγει, «εἰς τὰ Ἅγια (:στα επου­ρά­νια Άγια)». Να, «Ἅγια» ονό­μα­σε τον ουρα­νό. «Μια για πάν­τα», λέγει, «εισήλ­θε στα επου­ρά­νια Άγια», «αἰω­νί­αν λύτρω­σιν εὑρά­με­νος (:εξα­σφα­λί­ζον­τας για μας απο­λύ­τρω­ση όχι προ­σω­ρι­νή, αλλά αιώ­νια)»[Εβρ.9,12]. Και το «εξα­σφά­λι­σε», ήταν από τα υπερ­βο­λι­κά αδύ­να­τα και πέρα από κάθε ελπί­δα, πώς δηλα­δή με μία είσο­δο εξα­σφά­λι­σε αιώ­νια λύτρω­ση.

Έπει­τα το πει­στι­κό: «Εἰ γὰρ τὸ αἷμα ταύ­ρων καὶ τρά­γων καὶ σπο­δὸς δαμά­λε­ως ῥαν­τί­ζου­σα τοὺς κεκοι­νω­μέ­νους ἁγιά­ζει πρὸς τὴν τῆς σαρ­κὸς καθα­ρό­τη­τα, πόσῳ μᾶλ­λον τὸ αἷμα τοῦ Χρι­στοῦ, ὃς διὰ Πνεύ­μα­τος αἰω­νί­ου ἑαυ­τὸν προ­σή­νεγ­κεν ἄμω­μον τῷ Θεῷ, καθα­ριεῖ τὴν συνεί­δη­σιν ὑμῶν ἀπὸ νεκρῶν ἔργων εἰς τὸ λατρεύ­ειν Θεῷ ζῶν­τι;(: Διό­τι, εάν το αίμα των ταύ­ρων και των τρά­γων και το ράν­τι­σμα με το νερό και τη στά­χτη του δαμα­λιού που κατα­και­γό­ταν στο θυσια­στή­ριο δίνει σους θρη­σκευ­τι­κά μολυ­σμέ­νους και ακά­θαρ­τους έναν εξω­τε­ρι­κό καθαρ­μό και εξα­γνί­ζει το σώμα τους, προ­κει­μέ­νου να μπο­ρούν να μετέ­χουν στη λατρεία, πόσο μάλ­λον το αίμα του Χρι­στού, ο οποί­ος με το αιώ­νιο Πνεύ­μα που κατοι­κού­σε μέσα Του πρό­σφε­ρε στον Θεό ως θυσία τον εαυ­τό Του ολο­κλη­ρω­τι­κά καθα­ρό και ελεύ­θε­ρο από κάθε ρύπο αμαρ­τί­ας, θα καθα­ρί­σει τη συνεί­δη­σή σας από τα έργα της αμαρ­τί­ας που φέρ­νουν στην ψυχή νέκρω­ση, και θα σας αξιώ­σει να λατρεύ­ε­τε αξί­ως τον ζων­τα­νό Θεό😉»[Εβρ.9,13–14].

«Εάν δηλα­δή», λέγει, «το αίμα των ταύ­ρων μπο­ρεί να καθα­ρί­σει σάρ­κα, πόσο περισ­σό­τε­ρο θα καθα­ρί­σει τον ρύπο της ψυχής το αίμα του Χρι­στού». Για να μη νομί­σεις δηλα­δή, ακού­ον­τας ότι «αγιά­ζει», ότι είναι κάτι το σπου­δαίο, ανα­φέ­ρει και δεί­χνει τη δια­φο­ρά του κάθε καθα­ρι­σμού, και πώς ο καθα­ρι­σμός αυτός είναι υψη­λός, ενώ εκεί­νος ταπει­νός. Και λέγει ότι αυτό είναι πολύ φυσι­κό, αφού εκεί­νο ήταν το αίμα ταύ­ρων, ενώ αυτό είναι το Αίμα του Χρι­στού. Και δεν αρκέ­στη­κε στο όνο­μα μόνο, αλλά ανα­φέ­ρει και τον τρό­πο της προ­σφο­ράς· για­τί, λέγει, «ὃς διὰ Πνεύ­μα­τος αἰω­νί­ου ἑαυ­τὸν προ­σή­νεγ­κεν ἄμω­μον τῷ Θεῷ(:ο Οποί­ος με το αιώ­νιο Πνεύ­μα που κατοι­κού­σε μέσα Του πρό­σφε­ρε στον Θεό ως θυσία τον εαυ­τό Του ολο­κλη­ρω­τι­κά καθα­ρό και ελεύ­θε­ρο από κάθε ρύπο αμαρ­τί­ας)»[Εβρ.9,14]· δηλα­δή το θυσια­ζό­με­νο ήταν άμω­μο και καθα­ρό από αμαρ­τί­ες. Το «διὰ Πνεύ­μα­τος αἰω­νί­ου» δηλώ­νει ότι δεν προ­σφέρ­θη­κε δια πυρός ούτε με κάποιους άλλους.

«Καθα­ριεῖ τὴν συνεί­δη­σιν ὑμῶν(:Θα καθα­ρί­σει τη συνεί­δη­σή σας από τα έργα της αμαρ­τί­ας που φέρ­νουν στην ψυχή νέκρω­ση)», λέγει, «ἀπὸ νεκρῶν ἔργων (:από τα έργα της αμαρ­τί­ας που φέρ­νουν στην ψυχή νέκρω­ση)»[Εβρ.9,14]. Και σωστά είπε «ἀπὸ νεκρῶν ἔργων»· για­τί αν κάποιος τότε άγγι­ζε νεκρό, μολυ­νό­ταν· και εδώ αν κάποιος συμ­βεί να αγγί­ξει νεκρό έργο, μολύ­νε­ται με τη συνεί­δη­ση. «εἰς τὸ λατρεύ­ειν(:και θα σας αξιώ­σει να λατρεύ­ε­τε αξί­ως)», λέγει, «Θεῷ ζῶν­τι (:τον ζων­τα­νό και αλη­θι­νό Θεό)». Εδώ δεί­χνει ότι εκεί­νος που δια­πράτ­τει νεκρά έργα δεν είναι δυνα­τό να δου­λεύ­ει στον ζων­τα­νό Θεό. Και σωστά είπε «τον αλη­θι­νό και ζων­τα­νό Θεό», δεί­χνον­τας και με αυτό ότι και τα προ­σφε­ρό­με­να σε Αυτόν είναι τέτοια. Επο­μέ­νως όλα αυτά τα δικά μας είναι και ζων­τα­νά και αλη­θι­νά, ενώ εκεί­να τα των Ιου­δαί­ων είναι και νεκρά και ψευ­δή· και πολύ σωστά.

Κανέ­νας λοι­πόν που έχει νεκρά έργα να μην εισέρ­χε­ται εδώ. Για­τί αν εκεί­νος που αγγί­ζει νεκρό σώμα δεν έπρε­πε να εισέρ­χε­ται, πολύ περισ­σό­τε­ρο δεν πρέ­πει εκεί­νος που έχει νεκρά έργα· για­τί είναι μολυ­σμός φοβε­ρό­τα­τος. Και νεκρά έργα είναι όλα εκεί­να που δεν έχουν ζωή, που εκπέμ­πουν δυσω­δία. Όπως δηλα­δή το νεκρό σώμα δεν είναι χρή­σι­μο σε καμία αίσθη­ση, αλλά και προ­ξε­νεί λύπη σε εκεί­νους που το πλη­σιά­ζουν, έτσι και η αμαρ­τία πλήτ­τει αμέ­σως το λογι­στι­κό και δεν αφή­νει ούτε τον ίδιο τον νου να ηρε­μεί, αλλά τον θορυ­βεί και τον ταράσ­σει. Λέγε­ται ότι και η εμφά­νι­ση λοι­μού κατα­στρέ­φει τα σώμα­τα. Τέτοια είναι και η αμαρ­τία· δεν δια­φέ­ρει καθό­λου από τον λοι­μό, δια­φθεί­ρον­τας όχι τον αέρα πρώ­τα και μετά τα σώμα­τα, αλλά αμέ­σως υπει­σέρ­χε­ται στην ψυχή.

Δεν βλέ­πεις εκεί­νους που υπο­φέ­ρουν από λοι­μώ­δη νόσο πώς φλο­γί­ζον­ται, πώς περι­στρέ­φον­ται, πώς είναι γεμά­τοι από δυσω­δία, πώς είναι αισχρά τα πρό­σω­πά τους, πώς όλοι είναι ακά­θαρ­τοι; Τέτοιοι είναι και εκεί­νοι που αμαρ­τά­νουν, έστω και αν δεν το βλέ­πουν. Για­τί, πες μου, δεν είναι χει­ρό­τε­ρος από εκεί­νον που υπο­φέ­ρει από πυρε­τό, αυτός που κυριεύ­τη­κε από την επι­θυ­μία των χρη­μά­των ή των σωμά­των; Δεν είναι ακα­θαρ­τό­τε­ρος από όλους αυτούς, δια­πράτ­τον­τας όλα τα αδιάν­τρο­πα και υπο­φέ­ρον­τας από αυτά; Πράγ­μα­τι τι υπάρ­χει αισχρό­τε­ρο από άνδρα που αγα­πά υπερ­βο­λι­κά τα χρή­μα­τα; Όσα δεν στα­μα­τούν να κάνουν οι πόρ­νες γυναί­κες και οι θεα­τρί­νες, αυτά δεν παύ­ει να τα κάνει και αυτός· ή καλύ­τε­ρα εκεί­νες είναι δυνα­τό να στα­μα­τή­σουν, αυτός όμως όχι. Τι λέγω, δεν στα­μα­τά; Υπο­μέ­νει και δου­λο­πρε­πή πράγ­μα­τα, κολα­κεύ­ον­τας εκεί­νους που δεν πρέ­πει, δεί­χνον­τας επί­σης θρα­σύ­τη­τα εκεί που δεν πρέ­πει, παρου­σιά­ζον­τας παν­τού ανω­μα­λία. Κάθε­ται πολ­λές φορές με πονη­ρούς ανθρώ­πους και γόη­τες και διε­φθαρ­μέ­νους, πολύ πιο φτω­χούς και πιο ευτε­λείς από αυτόν τον ίδιο, ενώ άλλους αγα­θούς και κατά πάν­τα ενά­ρε­τους τούς υβρί­ζει και συμ­πε­ρι­φέ­ρε­ται προς αυτούς με θρα­σύ­τη­τα.

Είδες και από τα δύο και την ασχη­μο­σύ­νη και την αδιαν­τρο­πιά; Και ταπει­νός είναι πέρα από το μέτρο, και αλα­ζό­νας. Δια­μέ­νουν βέβαια οι πόρ­νες σε οίκη­μα και αυτό είναι άξιο κατη­γο­ρί­ας τους, το ότι πωλούν το σώμα τους έναν­τι χρη­μά­των, αλλά έχουν κάποια δικαιο­λο­γία τη φτώ­χεια και την πεί­να που τις κατα­ναγ­κά­ζει, αν και βέβαια ούτε αυτό μπο­ρεί να θεω­ρη­θεί ως δικαιο­λο­γία· για­τί μπο­ρούν να εργά­ζον­ται και να τρέ­φον­ται. Εδώ όμως συχνά­ζει ο πλε­ο­νέ­κτης όχι σε οίκη­μα, αλλά στο μέσο της πόλης, προ­σφέ­ρον­τας όχι το σώμα, αλλά την ψυχή του στον διά­βο­λο, ώστε και να εισέρ­χε­ται και να συνευ­ρί­σκε­ται μαζί του σαν προς πόρ­νη πραγ­μα­τι­κά, και αφού εκπλη­ρώ­σει όλη την επι­θυ­μία του εξέρ­χε­ται και βλέ­πει όλη η πόλη και όχι μόνο δύο και τρεις άνθρω­ποι. Και αυτό είναι χαρα­κτη­ρι­στι­κό γνώ­ρι­σμα των πορ­νών, το να δίνει σε αυτές κανείς χρή­μα­τα· είτε δηλα­δή είναι κανείς δού­λος είτε ελεύ­θε­ρος είτε μονο­μά­χος είτε οποιοσ­δή­πο­τε και προ­σφέ­ρει αμοι­βή, κατα­δέ­χον­ται, ενώ εκεί­νοι που δεν προ­σφέ­ρουν τίπο­τε κι αν ακό­μη είναι ευγε­νέ­στε­ροι από όλους, χωρίς τα χρή­μα­τα δεν μπο­ρούν να τις πλη­σιά­σουν.

Αυτό κάνουν και αυτοί εδώ· τους ορθούς λογι­σμούς, όταν δεν έχουν χρή­μα­τα, τους απο­στρέ­φον­ται, ενώ τους μια­ρούς και πραγ­μα­τι­κά θηριο­μά­χους τούς συνα­να­στρέ­φον­ται εξαι­τί­ας των χρη­μά­των, ασχη­μο­νούν μαζί τους και χάνουν την ομορ­φιά της ψυχής τους. Όπως ακρι­βώς δηλα­δή εκεί­νες είναι ως προς τη φύση τους απο­κρου­στι­κές και γεμά­τες πονη­ριά και άγριες και παχιές και άσχη­μες και κακό­πλα­στες και σε όλα αισχρές, τέτοιες γίνον­ται και οι ψυχές τους , μην μπο­ρών­τας με τα εξω­τε­ρι­κά βαψί­μα­τα να συγ­κα­λύ­ψουν την ασχή­μια τους. Για­τί, όταν η ασχή­μια είναι η χει­ρό­τε­ρη από όλες, όσα και αν επι­νο­ή­σουν, δεν μπο­ρούν να υπο­κρι­θούν. Το ότι βέβαια η αδιαν­τρο­πιά κάνει πόρ­νες, άκου­σε τον προ­φή­τη που λέγει: «ψις πόρ­νης γένε­τό σοι, πηναι­σχύν­τη­σας πρς πάν­τας(:Συμ­πε­ρι­φέρ­θη­κες προς όλους με αδιαν­τρο­πιά, απέ­κτη­σες μορ­φή πόρ­νης)»[Ιερ.3,3].

Αυτό μπο­ρού­με να πού­με και προς τους πλε­ο­νέ­κτες· συμ­πε­ρι­φέρ­θη­κες προς όλους με αδιαν­τρο­πιά· όχι προς αυτούς και προς εκεί­νους, αλλά προς όλους. Πώς; Ο άνθρω­πος αυτού του είδους δε σέβε­ται ούτε τον πατέ­ρα του, ούτε το παι­δί του, ούτε τη γυναί­κα του, ούτε φίλο, ούτε αδελ­φό, ούτε ευερ­γέ­τη, ούτε κανέ­να άλλο γενι­κά. Και για­τί λέγω «φίλο και αδελ­φό και πατέ­ρα»; Δεν σέβε­ται τον ίδιο τον Θεό, αλλά τα θεω­ρεί όλα τα σχε­τι­κά με Αυτόν ως μύθο, και γελά μεθυ­σμέ­νος από τη μεγά­λη επι­θυ­μία, και ούτε να ακού­σει δεν θέλει κάτι από εκεί­να που μπο­ρούν να τον ωφε­λή­σουν.

Αλλά πω πω παρα­λο­γι­σμός, ποια είναι και τα λόγια που λένε: «Αλι­μό­νο σου, μαμω­νά, και σε εκεί­νον που δεν έχει»: Εδώ κατα­κυ­ριεύ­ο­μαι από τη φλό­γα του θυμού· αλί­μο­νο σε εκεί­νους που λένε αυτά, και αν ακό­μη τα λένε γελών­τας. Για­τί, πες μου, δεν απεί­λη­σε με αυτήν την απει­λή ο Θεός λέγον­τας: «Οδες δύνα­ται δυσ κυρί­οις δου­λεύ­ειν · γρ τν να μισή­σει κα τν τερον γαπή­σει, νς νθέ­ξε­ται κα το τέρου κατα­φρο­νή­σει. ο δύνα­σθε Θε δου­λεύ­ειν κα μαμων(:Μην απα­τά­τε τον εαυ­τό σας με την ιδέα ότι είναι δυνα­τόν να θησαυ­ρί­ζει κανείς και στη γη και ταυ­τό­χρο­να να είναι προ­σκολ­λη­μέ­νος και στο Θεό. Κανείς δεν μπο­ρεί να είναι συγ­χρό­νως δού­λος σε δύο κυρί­ους· διό­τι ή θα μισή­σει τον ένα και θα αγα­πή­σει τον άλλο, ή θα προ­σκολ­λη­θεί στον ένα και θα περι­φρο­νή­σει τον άλλο. Δεν μπο­ρεί­τε να είστε συγ­χρό­νως δού­λοι και του Θεού και του μαμω­νά, δηλα­δή του πλού­του. Ή θα μισή­σε­τε τον πλού­το για να αγα­πή­σε­τε τον Θεό, ή θα προ­σκολ­λη­θεί­τε στον πλού­το και θα περι­φρο­νή­σε­τε τότε τον Θεό)» [Ματθ.6,24] και εσύ καταρ­γείς την απει­λή τολ­μών­τας να λες τέτοια λόγια προς κακό του εαυ­τού σου;

Δεν λέγει ο Παύ­λος ότι αυτή είναι ειδω­λο­λα­τρία και ονο­μά­ζει ειδω­λο­λά­τρη τον πλε­ο­νέ­κτη;[Εφ.5,5: «Τοτο γάρ στε γινώ­σκον­τες, τι πς πόρ­νος κάθαρ­τος πλε­ο­νέ­κτης, ς στιν εδωλο­λά­τρης, οκ χει κλη­ρο­νο­μί­αν ν τ βασι­λεί το Χρι­στο κα Θεο(:Φυλα­χτεί­τε από αυτά, διό­τι πρέ­πει να ξέρε­τε καλά αυτό, ότι κάθε πόρ­νος ή ακά­θαρ­τος ή πλε­ο­νέ­κτης, ο οποί­ος ουσια­στι­κά είναι ειδω­λο­λά­τρης, αφού η λατρεία του χρή­μα­τος απορ­ρο­φά ολό­κλη­ρη την καρ­διά του, δεν έχει κανέ­να δικαί­ω­μα κλη­ρο­νο­μιάς στη βασι­λεία του Χρι­στού και Θεού)»]. Εσύ όμως στέ­κε­σαι και γελάς όπως οι κοσμι­κές γυναί­κες, προ­κα­λών­τας τα γέλια σαν τις γυναί­κες του θεά­τρου;

Αυτό τα ανέ­τρε­ψε όλα, αυτό τα κατέρ­ρι­ψε· κατάν­τη­σαν τα δικά μας γέλως και πολι­τι­σμός και αστειό­τη­τα· τίπο­τε το στα­θε­ρό, τίπο­τε το στε­ρεό. Δεν τα λέγω αυτά μόνο προς τους κοσμι­κούς άντρες, αλλά γνω­ρί­ζω ποιους υπαι­νίσ­σο­μαι· γέμι­σε η Εκκλη­σία από γέλω­τα. Αν ο τάδε πει κάποιο αστείο, αμέ­σως προ­κα­λούν­ται γέλια σε αυτούς που κάθον­ται. Και το θαυ­μα­στό είναι ότι πολ­λοί δεν στα­μα­τούν να γελούν και κατά την ίδια την ώρα της ευχής. Παν­τού χορεύ­ει ο διά­βο­λος, όλους τους ντύ­θη­κε, όλους τους εξου­σιά­ζει. Ατι­μά­στη­κε ο Χρι­στός, περι­φρο­νή­θη­κε, δεν υπάρ­χει που­θε­νά η εκκλη­σία. Δεν ακού­τε τον Παύ­λο που λέγει: «Κα ασχρό­της κα μωρο­λο­γία ετραπελία,τ οκ νήκον­τα(: Επί­σης δεν αρμό­ζουν σε σας τους Χρι­στια­νούς και δεν πρέ­πει να ανα­φέ­ρον­ται καν ως λέξεις οι αισχρές πρά­ξεις και τα ανόη­τα φλύ­α­ρα λόγια και τα άπρε­πα και βρώ­μι­κα αστεία)»[Εφ.5,4]; Μαζί με την αισχρό­τη­τα ανα­φέ­ρει τη γελοιό­τη­τα και εσύ γελάς; Μωρο­λο­γία τι είναι; Εκεί­να που δεν έχουν τίπο­τε το χρή­σι­μο.

Γελάς λοι­πόν διαρ­κώς και φαι­δρύ­νεις το πρό­σω­πό του εσύ ο μονα­χός; Γελάς, πες μου, εσύ που έχεις σταυ­ρω­θεί, εσύ που πεν­θείς; Πού άκου­σες τον Χρι­στό να το κάνει αυτό; Που­θε­νά, αλλά πολ­λές φορές ήταν σκυ­θρω­πός. Πραγ­μα­τι­κά, όταν είδε την Ιερου­σα­λήμ δάκρυ­σε, όταν σκέ­φτη­κε τον προ­δό­τη ταρά­χτη­κε, και όταν επρό­κει­το να ανα­στή­σει τον Λάζα­ρο έκλα­ψε· και εσύ γελάς; Εάν εκεί­νος που δεν πονά για τα αμαρ­τή­μα­τα των άλλων είναι άξιος κατη­γο­ρί­ας, εκεί­νος που συμ­πε­ρι­φέ­ρε­ται με αναλ­γη­σία για τα δικά του και γελά, ποια συγνώ­μη είναι άξιος να επι­τύ­χει; Ο παρών και­ρός είναι και­ρός πέν­θους και θλί­ψε­ως, βασά­νων και δου­λα­γω­γί­ας, αγώ­νων και ιδρώ­των· και εσύ γελάς; Δεν βλέ­πεις πώς επι­τι­μή­θη­κε η Σάρ­ρα;

Δεν ακούς τον Χρι­στό που λέγει «Οα μν ο γελντες νν, τι πεν­θή­σε­τε κα κλαύ­σε­τε(:Αλί­μο­νο και σε σας που έχε­τε ως μονα­δι­κό σκο­πό της ζωής σας τη σαρ­κι­κή χαρά και γελά­τε τώρα από τις δια­σκε­δά­σεις και τις απο­λαύ­σεις του σαρ­κι­κού σας βίου, ουαί και αλί­μο­νό σας, διό­τι στην άλλη ζωή θα πεν­θή­σε­τε και θα κλά­ψε­τε)»[Λου­κά 6,25]; Αυτά ψάλ­λεις καθη­με­ρι­νά; Πες μου δηλα­δή, τι λες; «Γέλα­σα»; Καθό­λου. Αλλά τι; «κοπί­α­σα ν τ στε­ναγμ μου(: Από­κα­μα από τους στε­ναγ­μούς μου για τις παρε­κτρο­πές μου)»[Ψαλμ.6,6].Αλλά ίσως μερι­κοί είναι τόσο παρα­λυ­μέ­νοι και απο­χαυ­νω­μέ­νοι, ώστε να γελούν και για την επι­τί­μη­ση αυτή, σαν να τα λέμε δηλα­δή αυτά για να προ­κα­λέ­σου­με γέλω­τα. Πραγ­μα­τι­κά τέτοια είναι η παρα­φρο­σύ­νη, τέτοια η τρέ­λα, ούτε την επι­τί­μη­ση δεν αισθά­νε­ται.

Στέ­κε­ται ο ιερέ­ας του Θεού λέγον­τας την ευχή για όλους και εσύ γελάς, χωρίς να φοβά­σαι τίπο­τε; Και εκεί­νος βέβαια λέγει τρέ­μον­τας τις ευχές για σένα, και εσύ τον περι­φρο­νείς; Δεν ακούς τη Γρα­φή που λέγει: «Οαί ο κατα­φρο­νη­ταί(:Αλί­μο­νο σε όσους περι­φρο­νούν τα ιερά και τα όσια, τη δικαιο­σύ­νη και την αλή­θεια)»[προ­φή­της Αββα­κούμ: 1,5]; Δεν φρίτ­τεις; Δεν δεί­χνεις συστο­λή; Και βέβαια εισερ­χό­με­νος σε ανά­κτο­ρα προ­σέ­χεις να είναι κόσμιο και το παρά­στη­μά σου και το βλέμ­μα σου και το βάδι­σμά σου και όλα τα άλλα, ενώ εδώ, όπου είναι τα πραγ­μα­τι­κά ανά­κτο­ρα, και τέτοια όπως ακρι­βώς είναι τα ουρά­νια, γελάς; Εσύ βέβαια γνω­ρί­ζω ότι δεν βλέ­πεις, ακούς όμως ότι παν­τού παρα­βρί­σκον­ται άγγε­λοι και μάλι­στα στον οίκο του Θεού στέ­κον­ται δίπλα στο βασι­λιά, και όλα είναι γεμά­τα από τις ασώ­μα­τες εκεί­νες δυνά­μεις. Ο λόγος μου αυτός απευ­θύ­νε­ται και προς τις γυναί­κες, οι οποί­ες μπρο­στά στους άνδρες βέβαια δεν τολ­μούν εύκο­λα να το κάνουν αυτό, και αν το κάνουν, δεν το κάνουν πάν­το­τε, αλλά κατά τον χρό­νο της ανά­παυ­σης, ενώ εδώ πάν­το­τε. Πες μου, γυναί­κα, ενώ καλύ­πτεις το κεφά­λι σου, γελάς βρι­σκό­με­νη μέσα στην εκκλη­σία; Εισήλ­θες να εξο­μο­λο­γη­θείς τα αμαρ­τή­μα­τά σου, να προ­σπέ­σεις στον Θεό, να Τον παρα­κα­λέ­σεις και να Τον ικε­τεύ­σεις για τα κακά που διέ­πρα­ξες και τα πλημ­με­λή­μα­τα, και το κάνεις αυτό γελών­τας; Πώς λοι­πόν θα μπο­ρέ­σεις να κατα­στή­σεις Αυτόν ευμε­νή;

«Και τι κακό», θα έλε­γε κανείς, «είναι το γέλιο»; Δεν είναι κακό το γέλιο, αλλά κακό είναι όταν γίνε­ται πέρα από το μέτρο και άκαι­ρα. Το γέλιο υπάρ­χει σε εμάς ώστε, όταν δού­με φίλους που έχου­με πολύ χρό­νο να τους δού­με, να το κάνου­με αυτό, όταν δού­με κάποιους συνε­σταλ­μέ­νους και φοβι­σμέ­νους, να τους ενθαρ­ρύ­νου­με με το χαμό­γε­λο, και όχι να καγ­χά­ζου­με και να γελά­με πάν­το­τε. Το γέλιο υπάρ­χει μέσα στην ψυχή μας, για να ανα­κου­φί­ζε­ται κάπο­τε η ψυχή, όχι για να οδη­γεί­ται στη διά­χυ­ση. Άλλω­στε και η επι­θυ­μία υπάρ­χει μέσα στα σώμα­τά μας και δεν πρέ­πει οπωσ­δή­πο­τε επει­δή υπάρ­χει να τη χρη­σι­μο­ποιού­με ή να τη χρη­σι­μο­ποιού­με πέρα από το μέτρο· αλλά και συγ­κρα­τού­με αυτήν και δε λέμε «επει­δή υπάρ­χει μέσα μας, ας τη χρη­σι­μο­ποι­ή­σου­με».

Με δάκρυα δού­λευε τον Θεό, για να μπο­ρέ­σεις να καθα­ρί­σεις τα αμαρ­τή­μα­τά σου. Γνω­ρί­ζω ότι πολ­λοί με κατη­γο­ρούν λέγον­τας «αμέ­σως δάκρυα». Γι’ αυτό είναι και­ρός δακρύ­ων. Γνω­ρί­ζω ότι και αισιο­δο­ξούν όλοι εκεί­νοι που λένε: «Φάγω­μεν κα πίω­μεν, αριον γρ ποθνή­σκο­μεν(:Ας φάμε, ας πιού­με, διό­τι αύριο πεθαί­νου­με)» [Α΄Κορ.15,32].

Αλλά σκέ­ψου ότι «Ματαιό­της ματαιο­τή­των, τ πάν­τα ματαιό­της(:Ματαιό­της ματαιο­τή­των, όλα ανε­ξαι­ρέ­τως τα επί­γεια είναι μάταια)»[Εκκλ.1,2]. Δεν το λέγω εγώ, αλλά εκεί­νος που γνώ­ρι­σε όλα τα πράγ­μα­τα έμπρα­κτα, λέγει τα εξής: «μεγά­λυ­να ποί­η­μά μου, κοδό­μη­σά μοι οκους. φύτευ­σά μοι μπελνας, ποί­η­σά μοι κήπους κα παρα­δεί­σους κα φύτευ­σα ν ατος ξύλον πν καρ­πο·ποί­η­σά μοι κολυμ­βή­θρας δάτων το ποτί­σαι π᾿ ατν δρυμν βλαστντα ξύλα· κτη­σά­μην δού­λους κα παι­δί­σκας, κα οκογε­νες γένον­τό μοι, καί γε κτσις βου­κο­λί­ου κα ποι­μνί­ου πολλ γένε­τό μοι πρ πάν­τας τος γενο­μέ­νους μπρο­σθέν μου ν ερου­σα­λήμ· συνή­γα­γόν μοι καί γε ργύ­ριον κα χρυ­σί­ον κα περιου­σια­σμος βασι­λέ­ων κα τν χωρν· ποί­η­σά μοι δον­τας κα δού­σας κα ντρυ­φή­μα­τα υἱῶν νθρώ­πων, ονοχό­ον κα ονοχό­ας· κα μεγα­λύν­θην κα προ­σέ­θη­κα παρ πάν­τας τος γενο­μέ­νους μπρο­σθέν μου ν ερουσαλήμ·καί γε σοφία μου στά­θη μοι. κα πν, τησαν ο φθαλ­μοί μου, οκ φελον π᾿ ατν, οκ πεκώ­λυ­σα τν καρ­δί­αν μου π πάσης εφρο­σύ­νης, τι καρ­δία μου εφράν­θη ν παντ μόχθ μου, κα τοτο γένε­το μερίς μου π παντς μόχθου. κα πέβλε­ψα γ ν πσι ποι­ή­μα­σί μου, ος ποί­η­σαν α χερές μου, κα ν μόχθ, μόχθη­σα το ποιεν, κα δο τ πάν­τα ματαιό­της κα προ­αί­ρε­σις πνεύ­μα­τος, κα οκ στι περισ­σεία π τν λιον(:Επι­δί­ω­ξα λοι­πόν τα μεγά­λα έργα. Έκτι­σα οικο­δο­μές μεγα­λο­πρε­πείς. Φύτε­ψα για τον εαυ­τό μου αμπε­λώ­νες. Περιέ­κλει­σα κήπους και δεν­δρό­κη­πους και φύτε­ψα σε αυτούς δέν­δρα καρ­πο­φό­ρα παν­τός είδους. Διέ­τα­ξα και κτί­στη­καν δεξα­με­νές υδά­των, για να ποτί­ζον­ται από αυτές όλα τα χλο­ε­ρά δέν­δρα του δάσους. Αγό­ρα­σα ως κτή­μα μου δού­λους και δού­λες. Και τα παι­διά, που αυτοί γέν­νη­σαν στα ανά­κτο­ρά μου, έγι­ναν δικά μου. Απέ­κτη­σα μεγά­λα κοπά­δια βοδιών και προ­βά­των, περισ­σό­τε­ρα από όσα είχαν απο­κτή­σει όλοι εκεί­νοι, που υπήρ­ξαν πριν από εμέ­να στην Ιερου­σα­λήμ. Συγ­κέν­τρω­σα για τον εαυ­τό μου άργυ­ρο και χρυ­σό, θησαυ­ρούς και περιου­σί­ες βασι­λέ­ων και ολο­κλή­ρων περιο­χών. Είχα προς δια­σκέ­δα­σή μου τρα­γου­δι­στές και τρα­γου­δί­στριες. Έκα­μα δικές μου και γνώ­ρι­σα όλες τας δια­σκε­δά­σεις και απο­λαύ­σεις των ανθρώ­πων. Είχα οινο­χό­ους, για να με κερ­νούν κρα­σί. Έφτα­σα σε μεγα­λείο και δόξα και ξεπέ­ρα­σα όλους τους ανθρώ­πους, οι οποί­οι πριν από εμέ­να είχαν ζήσει στην Ιερου­σα­λήμ. Εν μέσω όμως όλων αυτών των μεγα­λεί­ων και των απο­λαύ­σε­ων η σοφία μου μού συμ­πα­ρα­στά­θη­κε, ώστε να μην εκτρα­πώ ανε­πα­νόρ­θω­τα. Κάθε τι, το οποίο επι­θύ­μη­σαν οι οφθαλ­μοί μου, δεν τους το στέ­ρη­σα και δεν εμπό­δι­σα την καρ­δία μου να απο­λαύ­σει κάθε τέρ­ψη και χαρά. Η καρ­δία μου απή­λαυ­σε όλα τα αγα­θά των ταλαι­πω­ριών και των κόπων μου. Αυτό άλλω­στε υπήρ­ξε και το κέρ­δος όλων των κόπων της ζωής μου. Και έπει­τα από όλες αυτές τις τέρ­ψεις και τις απο­λαύ­σεις έρι­ξα εγώ ένα βλέμ­μα σε όλα όσα έπρα­ξα, σε όλα όσα κατα­σκεύ­α­σαν τα χέρια μου, σε όλα όσα με κόπο και ταλαι­πω­ρία αγω­νί­στη­κα να απο­κτή­σω, και έβγα­λα το συμ­πέ­ρα­σμα, ότι όλα αυτά είναι ματαιό­τη­τα. Κού­φια ορμή παρερ­χο­μέ­νου ανέ­μου και ότι δεν υπάρ­χει κανέ­να μόνι­μο, αιώ­νιο κέρ­δος, καμία ωφέ­λεια κάτω από τον επί­γειο ήλιο)»[Εκκλ.2,4–11]. Και τι λέγει μετά από όλα αυτά; «Ματαιό­της ματαιο­τή­των, τα πάν­τα ματαιό­της».

Ας πεν­θή­σου­με λοι­πόν, αγα­πη­τοί, ας πεν­θή­σου­με, για να γελά­σου­με πραγ­μα­τι­κά για να νιώ­σου­με πραγ­μα­τι­κά ευφρο­σύ­νη κατά τον και­ρό της ειλι­κρι­νούς χαράς. Για­τί αυτή η χαρά που αισθα­νό­μα­στε για τα γήι­να οπωσ­δή­πο­τε είναι ανα­μιγ­μέ­νη με λύπη και δεν είναι δυνα­τό να τη βρού­με αυτήν ποτέ καθα­ρή, ενώ εκεί­νη είναι ειλι­κρι­νής και άδο­λη και δεν έχει τίπο­τε το ύπου­λο ούτε κάτι άλλο ανα­μιγ­μέ­νο. Με εκεί­νη, την πνευ­μα­τι­κή, χαρά ας νιώ­θου­με ευχα­ρί­στη­ση, εκεί­νην ας επι­διώ­ξου­με. Δεν είναι δυνα­τό να επι­τύ­χου­με αυτήν αλλιώς, παρά με το μην προ­τι­μά­με εδώ τα ευχά­ρι­στα, αλλά εκεί­να που ωφε­λούν και να θλι­βό­μα­στε λίγο με τη θέλη­σή μας και να υπο­φέ­ρου­με με ευχα­ρι­στία όλα εκεί­να που μας συμ­βαί­νουν. Για­τί έτσι θα μπο­ρέ­σου­με να επι­τύ­χου­με και τη βασι­λεία των ουρα­νών, με τη χάρη και φιλαν­θρω­πία του Κυρί­ου μας Ιησού Χρι­στού, στον οποίο μαζί με τον Πατέ­ρα και το Άγιο Πνεύ­μα πρέ­πει κάθε δόξα, τιμή και προ­σκύ­νη­ση, τώρα και πάν­το­τε και στους ατέ­λειω­τους αιώ­νες. Αμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-ad-hebraeos.pdf

  • Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, Υπό­μνη­μα στην Προς Εβραί­ους επι­στο­λή, ομι­λία ΙΕ΄, πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1989, τόμος 24, σελί­δες 562–573 .

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Άγιος Γρη­γό­ριος ο Παλα­μάς (Εις τα Εισό­δια της Θεο­τό­κου)

ΟΜΙΛΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΙΣΟΔΟ ΣΤΑ ΑΓΙΑ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΤΗΣ ΠΑΝΥΠΕΡΑΓΝΗΣ ΔΕΣΠΟΙΝΑΣ ΜΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ 

Εάν το δέν­τρο ανα­γνω­ρί­ζε­ται από τον καρ­πό και το καλό δέν­τρο παρά­γει επί­σης καλό καρπό[βλ. Ματθ.7,16: «π τν καρπν ατν πιγνώ­σε­σθε ατούς. μήτι συλ­λέ­γου­σιν π κανθν στα­φυλν π τρι­βό­λων σκα;(: Από τη δια­γω­γή τους και τα έργα τους, που σαν καρ­πό παρά­γουν, θα τους μάθε­τε καλά. Μήπως μαζεύ­ουν από τα αγκά­θια στα­φύ­λια ή από τους αγκα­θω­τούς θάμνους σύκα;)» και Λουκ.6,44: «καστον γρ δέν­δρον κ το δίου καρ­πο γινώ­σκε­ται. ο γρ ξ κανθν συλ­λέ­γου­σι σκα, οδ κ βάτου τρυγσι στα­φυ­λήν(:Κάθε δέν­τρο δια­κρί­νε­ται και ανα­γνω­ρί­ζε­ται εάν είναι καλό ή κακό από τον καρ­πό που βγά­ζει· διό­τι από αγκά­θια δεν μαζεύ­ουν ως καρ­πό σύκα, ούτε από βάτο τρυ­γούν ποτέ στα­φύ­λι)»], η μητέ­ρα της αυτο­α­γα­θό­τη­τος, η γεν­νή­τρια της αΐδιας καλ­λο­νής, πώς δεν θα υπε­ρεί­χε ασυγ­κρί­τως κατά την καλο­κα­γα­θία από κάθε αγα­θό εγκό­σμιο και υπερ­κό­σμιο; Διό­τι η δύνα­μη που καλ­λιέρ­γη­σε τα πάν­τα, η συναϊ­δία και απα­ράλ­λα­κτη εικό­να της αγα­θό­τη­τας, ο προ­αιώ­νιος και υπε­ρού­σιος και υπε­ρά­γα­θος Λόγος, από ανέκ­φρα­στη φιλαν­θρω­πία και ευσπλα­χνία, για χάρη μας θέλη­σε να περι­βλη­θεί τη δική μας εικό­να, για να ανα­κα­λέ­σει τη φύση που είχε συρ­θεί κάτω στους μυχούς του άδη και να την ανα­και­νί­σει, διό­τι είχε παλαιω­θεί, και να την ανα­βι­βά­σει προς το υπε­ρου­ρά­νιο ύψος της βασι­λεί­ας και θεό­τη­τός Του.

Για να ενω­θεί, λοι­πόν, με αυτήν καθ’ υπό­στα­ση, επει­δή χρεια­ζό­ταν σαρ­κι­κό πρό­σλημ­μα και σάρ­κα νέα συγ­χρό­νως και δική μας, ώστε να μας ανα­νε­ώ­σει από εμάς τους ίδιους, και επι­πλέ­ον χρεια­ζό­ταν και κυο­φο­ρία και γέν­να σαν τη δική μας, τρο­φή μετά τη γέν­να και κατάλ­λη­λη αγω­γή, γινό­με­νος προς χάριν μας καθ΄όλα σαν εμάς, βρί­σκει για όλα πρέ­που­σα υπη­ρέ­τρια και χορη­γό αμό­λυν­της φύσε­ως από τον εαυ­τό της αυτήν την αει­πάρ­θε­νη, η οποία υμνεί­ται από εμάς και της οποί­ας σήμε­ρα εορ­τά­ζου­με την παρά­δο­ξη είσο­δο στα άγια των αγί­ων· διό­τι αυτήν προ­ο­ρί­ζει πριν από αιώ­νες ο Θεός για τη σωτη­ρία και απο­κα­τά­στα­ση του γένους και την εκλέ­γει ανά­με­σα από όλους, όχι απλώς τους πολ­λούς, αλλά τους από τους αιώ­νες εκλεγ­μέ­νους και θαυ­μα­στούς και περι­βόη­τους για την ευσέ­βεια και σύνε­ση, καθώς και για τα κοι­νω­φε­λή και θεο­φι­λή συγ­χρό­νως ήθη και λόγια και έργα.

Διό­τι στην αρχή σηκώ­θη­κε εναν­τί­ον μας ο νοη­τός και αρχέ­κα­κος όφις και μας κατέρ­ρι­ψε στα βάρα­θρα του άδη. Και υπάρ­χουν πολ­λοί λόγοι για τους οποί­ους σηκώ­θη­κε εναν­τί­ον μας και υπο­δού­λω­σε τη φύση μας· φθό­νος και ζηλο­τυ­πία και μίσος, αδι­κία και δόλος και σοφι­στεία, και μαζί με τα τέτοια, η θανα­τη­φό­ρος δύνα­μη που έχει μέσα του, την οποία πρώ­τος γέν­νη­σε και μόνος του, αφού πρώ­τος αυτός απο­στά­τη­σε από την αλη­θι­νή ζωή. Πραγ­μα­τι­κά στην αρχή φθό­νη­σε τον Αδάμ, όταν τον είδε να ζει στον τόπο της άφθαρ­της τρυ­φής και να περι­λάμ­πε­ται με θεο­ει­δή δόξα και να οδη­γεί­ται από τη γη στον ουρα­νό, από όπου αυτός απορ­ρί­φθη­κε δικαί­ως και από φθό­νο εξε­μά­νη εναν­τί­ον του με τη χει­ρό­τε­ρη μανία, ώστε να θελή­σει και να τον θανα­τώ­σει ακό­μη.

Ο φθό­νος είναι πατέ­ρας όχι του μίσους μόνο, αλλά και του φόνου, τον οποίο επέ­φε­ρε σε εμάς ανα­μει­γνύ­ον­τάς τον με δόλο ο δολε­ρός και αλη­θι­νά μισάν­θρω­πος όφις. Διό­τι κατα­λή­φθη­κε από έρω­τα προς την τυραν­νία σε βάρος του εντε­λώς άδι­κα, για κατα­στρο­φή του πλα­σθέν­τος κατ’ εικό­να και ομοί­ω­ση Θεού· επει­δή όμως δεν τόλ­μη­σε να επι­τε­θεί κατά πρό­σω­πο, χρη­σι­μο­ποί­η­σε τον δόλο και την πονη­ρία. Αφού πλη­σί­α­σε δια του αισθη­τού όφε­ως ως φίλος και καλός σύμ­βου­λος ο φοβε­ρός και πραγ­μα­τι­κά εχθρός και επί­βου­λος, κατορ­θώ­νει, φευ, κρυ­φά να επι­τύ­χει και με την αντί­θεη συμ­βου­λή χύνει σαν δηλη­τή­ριο στον άνθρω­πο τη θανα­τη­φό­ρα δύνα­μή του.

Εάν λοι­πόν ο Αδάμ, κρα­τών­τας δυνα­τά τότε τη θεία εντο­λή, απέρ­ρι­πτε την εχθρι­κή πονη­ρή συμ­βου­λή, θα φαι­νό­ταν νικη­τής κατά του αντι­πά­λου και ανώ­τε­ρος της θανα­τη­φό­ρας φθο­ράς, καταν­τρο­πιά­ζον­τας τον μανια­κό και δόλιο προ­σβο­λέα. Επει­δή όμως εκεί­νος υπο­κύ­πτον­τας εκου­σί­ως, που δεν έπρε­πε ποτέ να το κάμει, νική­θη­κε και αχρειώ­θη­κε, και έτσι, αφού ήταν ρίζα του γένους μας, ανέ­δει­ξε καταλ­λή­λους θνη­τούς βλα­στούς, χρεια­ζό­ταν οπωσ­δή­πο­τε, αν έπρε­πε να αντα­πο­δώ­σου­με την ήττα, να κερ­δί­σου­με την νίκη, να απορ­ρί­ψο­με με ψυχή και σώμα το θανα­τη­φό­ρο δηλη­τή­ριο και να απο­λαύ­σου­με ζωή και μάλι­στα ζωή αιώ­νια και απα­θή.

Χρεια­ζό­ταν λοι­πόν το γένος μας νέα ρίζα, δηλα­δή νέο Αδάμ, όχι μόνο ανα­μάρ­τη­το, αλλά και εντε­λώς ανε­ξα­πά­τη­το και αήτ­τη­το, που επι­πλέ­ον μπο­ρεί και να συγ­χω­ρεί τις αμαρ­τί­ες και να καθι­στά αθώ­ους τους ενό­χους, που όχι μόνο ζει αλλά και ζωο­ποιεί, ώστε να μετα­δί­δει ζωή και άφε­ση αμαρ­τιών και στους προ­σκολ­λω­μέ­νους σε Αυτόν και συγ­γε­νείς κατά το γένος, ανα­ζω­ο­γο­νών­τας όχι μόνο τους μετα­γε­νε­στέ­ρους, αλλά και τους πριν από Αυτόν απο­θα­νόν­τες.

Γι΄αυτό ο Παύ­λος, η μεγά­λη σάλ­πιγ­γα του Πνεύ­μα­τος, βοά λέγον­τας: «γένε­το πρτος νθρω­πος δμ ες ψυχν ζσαν· σχα­τος δμ ες πνεμα ζωο­ποιον(:Έγι­νε ο πρώ­τος άνθρω­πος, ο Αδάμ, εμψυ­χω­μέ­νος με ψυχή ζων­τα­νή, που δίνει ζωή και στο σώμα. Ο έσχατος Αδάμ, ο Κύριος δηλα­δή, ο Οποί­ος δέχθη­κε όλη την παρου­σία και κατοί­κη­ση του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος, υπήρ­ξε γεμά­τος Πνεύ­μα, που μεταδί­δει ζωή πνευ­μα­τι­κή)» [Α΄Κορ.15,45]. Ανα­μάρ­τη­τος δε και ζωο­ποιός και ικα­νός να συγ­χω­ρεί αμαρ­τί­ες δεν είναι κανείς πλην του Θεού. Επο­μέ­νως ο νέος Αδάμ ήταν αναγ­καίο να είναι όχι μόνο άνθρω­πος, αλλά και Θεός, να είναι κυριο­λε­κτι­κώς ζωή και σοφία, δικαιο­σύ­νη και αγά­πη, ευσπλα­χνία και κάθε άλλο αγα­θό, ώστε να διε­νερ­γή­σει την ανα­καί­νι­ση και ανα­ζώ­ω­ση του παλαιού Αδάμ με έλε­ος και σοφία και δικαιο­σύ­νη. Ο νοη­τός και αρχέ­κα­κος όφις, χρη­σι­μο­ποιών­τας τα αντί­θε­τα από αυτά, προ­κά­λε­σε σε μας την παλαί­ω­ση και τη νέκρω­ση.

Όπως λοι­πόν στην αρχή ο ανθρω­πο­κτό­νος από φθό­νο και μίσος ξεση­κώ­θη­κε εναν­τί­ον μας, έτσι ο Αρχη­γός της ζωής κινή­θη­κε προς υπε­ρά­σπι­σή μας από υπερ­βο­λή φιλαν­θρω­πί­ας και αγα­θό­τη­τας· διό­τι αγά­πη­σε δίκαια τη σωτη­ρία του πλά­σμα­τός Του, που ήταν να το φέρει πάλι στην εξου­σία και να το ξανα­σώ­σει, όπως εκεί­νος ο αρχέ­κα­κος άδι­κα αγά­πη­σε την απώ­λεια του πλά­σμα­τος του Θεού, που ήταν να το υπο­τά­ξει στον εαυ­τό του και να του επι­βάλ­λε­ται τυραν­νι­κώς. Όπως δε αυτός διέ­πρα­ξε τη νίκη του και την πτώ­ση του ανθρώ­που με αδι­κία και δόλο, με απά­τη και σοφι­στεία, έτσι ο Ελευ­θε­ρω­τής με δικαιο­σύ­νη και σοφία και αλή­θεια πραγ­μα­το­ποί­η­σε την τελι­κή ήττα του αρχέ­κα­κου και την ανα­καί­νι­ση του πλά­σμα­τός Του. Αλλά η ανά­πτυ­ξη του θέμα­τος για τη σοφία που υπάρ­χει σε αυτή τη Θεία Οικο­νο­μία δεν είναι του παρόν­τος και­ρού.

Ήταν δε θέμα ακρι­βούς δικαιο­σύ­νης και η ίδια η ανθρώ­πι­νη φύση που ηττή­θη­κε και εκού­σια υπο­δου­λώ­θη­κε, εκού­σια να ξανα­πα­λαί­ψει και για τη νίκη και να απω­θή­σει τη δου­λεία. Γι’αυ­τό ο Θεός ευδό­κη­σε να ανα­λά­βει από εμάς τη φύση μας, ενού­με­νος με αυτήν παρα­δό­ξως καθ’ υπό­στα­ση. Ήταν δε αδύ­να­το η υψί­στη εκεί­νη και υπε­ρά­νω του νου καθα­ρό­τη­τα να ενω­θεί με μολυ­σμέ­νη φύση, διό­τι ένα μόνο πράγ­μα είναι αδύ­να­το στον Θεό, το να συνέλ­θει σε ένω­ση με ακά­θαρ­το, πριν αυτό καθα­ρι­στεί.

Γι΄αυτό και χρεια­ζό­ταν κατ’ ανάγ­κη μια τελεί­ως αμό­λυν­τη και καθα­ρό­τα­τη παρ­θέ­νος για κυο­φο­ρία και γέν­νη­ση Εκεί­νου που είναι και ερα­στής της και δοτήρ της καθα­ρό­τη­τας, η οποία και προ­ο­ρί­στη­κε και απο­τε­λέ­στη­κε και φανε­ρώ­θη­κε, και το σχε­τι­κό με αυτήν μυστή­ριο τελέ­στη­κε, με πολ­λά παρά­δο­ξα γεγο­νό­τα που κατά και­ρούς συνήλ­θαν σε ένα.

Γι΄ αυτό και τα γεγο­νό­τα που συνε­τέ­λε­σαν σε αυτό εορ­τά­ζον­ται από εμάς σήμε­ρα, αφού από το απο­τέ­λε­σμα αντι­λη­φθή­κα­με κυρί­ως το μεγα­λείο των γεγο­νό­των που οδή­γη­σαν προς το τόσο μεγά­λο τέλος· διό­τι Αυτός που είναι εκ Θεού και προς τον Θεό και Θεός, και Λόγος και Υιός του υψί­στου Πατρός, συνά­ναρ­χος και συνα­ΐ­διος, γίνε­ται υιός ανθρώ­που, αυτής της αει­πάρ­θε­νης. «ησος Χριστς χθς κα σήμε­ρον ατς κα ες τος αἰῶνας(:Ο Ιησούς Χρι­στός ήταν χθες, είναι και σήμε­ρα ο ίδιος, και θα είναι ο ίδιος και στους αιώ­νες)»[Εβρ.13,8], άτρε­πτος κατά τη θεό­τη­τα, άμεμ­πτος κατά την ανθρω­πό­τη­τα. «Αυτός μόνος», όπως ήδη προ­ε­μαρ­τύ­ρη­σε ο Ησαΐας[Ησ.53,9] «νομί­αν οκ ποί­η­σεν, οδ ερέθη δόλος ν τ στό­μα­τι ατο(:δεν διέ­πρα­ξε καμία παρά­βα­ση του νόμου, ούτε βρέ­θη­κε δόλος ή λόγος ψεύ­τι­κος στο στό­μα του)». Και όχι μόνο αυτό, αλλά και Αυτός μόνος δεν συνε­λή­φθη­κε με ανο­μί­ες, ούτε γεν­νή­θη­κε με αμαρ­τί­ες, όπως μαρ­τυ­ρεί ο Δαβίδ στους Ψαλ­μούς για τον εαυ­τό του και για κάθε άνθρω­πο, ώστε να είναι και κατά το πρό­σλημ­μα τελεί­ως καθα­ρός και αμό­λυν­τος και να μην χρειά­ζε­ται ούτε κατ’ αυτό καθάρ­σια μέσα για τον εαυ­τό Του· για να είναι έτσι δυνα­τό, δια­βι­βά­ζον­τας σε εμάς για χάρη μας δικαί­ως μαζί και παν­σό­φως τόσο την κάθαρ­ση, όσο και το πάθος, να δεχθεί και τον θάνα­το και την ανά­στα­ση.

Πραγ­μα­τι­κά η κατά τη σάρ­κα ορμή προς γένε­ση, που είναι ακου­σία και απει­θής στον νόμο του νοός, αν και από μερι­κούς δου­λα­γω­γεί­ται βιαί­ως, από μερι­κούς δε σωφρό­νως αφή­νε­ται μόνο για παι­δο­ποι­ία, πάν­τως φέρει τα σύμ­βο­λα της από την αρχή κατα­δί­κης, καθώς είναι και λέγε­ται φθο­ρά και οπωσ­δή­πο­τε για τη φθο­ρά γεν­νά, και είναι εμπα­θής κίνη­ση του ανθρώ­που που δεν κρά­τη­σε την τιμή, την οποία η φύση μας πήρε από τον Θεό, αλλά ομοιώ­θη­κε με τα κτή­νη.

Γι΄αυτό όχι μόνο ήλθε ο Θεός ανά­με­σα στους ανθρώ­πους, αλλά και ήλθε από Παρ­θέ­νο αγνή και αγία, μάλ­λον δε Πανυ­πέ­ρα­γνη και Υπε­ρα­γία, αφού είναι παρ­θέ­νος όχι μόνο υπερ­τέ­ρα μολυ­σμού σαρ­κός, αλλά και ανω­τέ­ρα από μολυ­σμέ­νους σαρ­κι­κούς λογι­σμούς. Τη σύλ­λη­ψή της επέ­φε­ρε επέ­λευ­ση πανα­γί­ου Πνεύ­μα­τος, όχι ορέ­ξε­ως σαρ­κός, προ­κά­λε­σε ευαγ­γε­λι­σμό και πίστη στην εναν­θρώ­πη­ση του Θεού που νικά κάθε λόγο ως εξαί­σια και υπέρ λόγο, αλλά δεν πρό­λα­βε συγ­κα­τά­θε­ση και πεί­ρα εμπα­θούς· διό­τι συνέ­λα­βε και γέν­νη­σε, ενώ είχε εντε­λώς απο­μα­κρυ­σμέ­νη τέτοια επι­θυ­μία με την προ­σευ­χή και την πνευ­μα­τι­κή θυμη­δία ‑διό­τι είπε η παρ­θέ­νος προς τον ευαγ­γε­λι­στή άγγε­λο: «δο δού­λη Κυρί­ου· γένοι­τό μοι κατ τ ῥῆμά σου(:Ιδού είμαι η δού­λη του Κυρί­ου, πρό­θυ­μη να υπη­ρε­τή­σω τις βου­λές Του. Ας γίνει σε ‘μένα όπως το είπες)»[Λου­κά 1,38]. Για να ευρε­θεί λοι­πόν παρ­θέ­νος ικα­νή γι΄αυτό, ο Θεός προ­ο­ρί­ζει προ αιώ­νων και εκλέ­γει ανά­με­σα στους εκλεγ­μέ­νους από αιώ­νες αυτήν την υμνου­μέ­νη τώρα από εμάς αει­πάρ­θε­νη κόρη.

Και βλέ­πε­τε από πού άρχι­σε η εκλο­γή. Ανά­με­σα στα παι­διά του Αδάμ εξε­λέ­γη από τον Θεό ο θαυ­μά­σιος Σηθ, που με την ευκο­σμία των ηθών, την ευτα­ξία των αισθή­σε­ων και την ευπρέ­πεια των αρε­τών έδει­χνε τον εαυ­τό του έμψυ­χο ουρα­νό και πέτυ­χε γι΄αυτό την εκλο­γή, από την οποία επρό­κει­το να βλα­στή­σει αυτή η παρ­θέ­νος ως θεο­πρε­πές όχη­μα του υπε­ρου­ρά­νιου Θεού και να ανα­κα­λέ­σει τους ανθρώ­πους προς ουρά­νια υιο­θε­σία.

Γι΄αυτό όλοι οι από του Σηθ[Γέν. 4,26: «Κα τ Σθ γένε­το υός, πωνό­μα­σε δ τ νομα ατο νώς· οτος λπι­σεν πικα­λεσθαι τ νομα Κυρί­ου το Θεο(:Και από τον Σηθ γεν­νή­θη­κε υιός και έδω­σε σε αυτόν τον όνο­μα Ενώς· αυτός πίστε­ψε και στή­ρι­ξε τις ελπί­δες του στον Θεό και λάτρε­ψε και έκα­νε πάν­το­τε επί­κλη­ση στο όνο­μα Κυρί­ου του Θεού)» ονο­μά­ζον­ταν «υιοί Θεού», διό­τι από αυτήν τη γενεά επρό­κει­το ο Υιός του Θεού να γίνει υιός ανθρώ­που, εφό­σον άλλω­στε και ο Σηθ γλωσ­σι­κώς σημαί­νει ανά­στα­ση, μάλ­λον δε εξα­νά­στα­ση, η οποία είναι κυρί­ως ο Κύριος που επαγ­γέλ­λε­ται και χαρί­ζει αθά­να­τη ζωή σε όσους πιστεύ­ουν σε Αυτόν.

Και πόσο ται­ρια­στός είναι ο τύπος! Ο μεν Σηθ έγι­νε για την Εύα όπως λέγει αυτή στη θέση του Άβελ, τον οποίο φόνευ­σε από φθό­νο ο Κάιν[Γέν. 4,25: «γνω δ δμ Εαν τν γυνακα ατο, κα συλ­λα­βοσα τεκεν υόν, κα πωνό­μα­σε τ νομα ατο Σήθ, λέγου­σα· ξανέ­στη­σε γάρ μοι Θες σπέρ­μα τερον ντ βελ, ν πέκτει­νε Κάϊν(: Και συνευ­ρέ­θη­κε ο Αδάμ με τη γυναί­κα του την Εύα, η οποία αφού έμει­νε έγκυος γέν­νη­σε υιό και έδω­σε σε Αυτόν το όνο­μα Σηθ, λέγον­τας με πόνο ψυχής: ‘’Τον ονό­μα­σα Σηθ[:εξα­νά­στα­ση], διό­τι ο Θεός μού έδω­σε άλλο παι­δί αντί του Άβελ, τον οποίο σκό­τω­σε ο Κάιν)»]· ο δε τόκος της Παρ­θέ­νου, Χρι­στός, έγι­νε στη φύση αντί για τον Αδάμ, τον οποίο θανά­τω­σε από φθό­νο ο αρχη­γός και προ­στά­της της κακί­ας. Αλλά ο μεν Σηθ δεν ανέ­στη­σε τον Άβελ, αφού ήταν απλώς τύπος της ανα­στά­σε­ως· ο δε Κύριός μας Ιησούς Χρι­στός ανέ­στη­σε τον Αδάμ, διό­τι Αυτός είναι η αλη­θι­νή των ανθρώ­πων Ζωή και Ανά­στα­ση, εξαι­τί­ας της οποί­ας και οι από­γο­νοι του Σηθ αξιώ­θη­καν τη θεία υιο­θε­σία κατά την ελπί­δα τους, ονο­μα­ζό­με­νοι «υιοί του Θεού». Ότι δε ονο­μά­ζον­ταν υιοί του Θεού εξαι­τί­ας αυτής της ελπί­δας είναι φανε­ρό από τον πρώ­το ονο­μα­σθέν­τα που δια­δέ­χθη­κε την εκλο­γή. Ήταν δε αυτός ο Ενώς του Σηθ, ο οποί­ος κατά το γεγραμ­μέ­νο από τον Μωυ­σή πρώ­τος «οτος λπι­σεν πικα­λεσθαι τ νομα Κυρί­ου το Θεο(: αυτός πίστε­ψε και στή­ρι­ξε τις ελπί­δες του στον Θεό και λάτρε­ψε και έκα­νε πάν­το­τε επί­κλη­ση στο όνο­μα Κυρί­ου του Θεού)» [Γέν. 4,26]. Βλέ­πε­τε σαφώς ότι πέτυ­χε το θείο όνο­μα σύμ­φω­να με την ελπί­δα;

Αφού λοι­πόν άρχι­σε από τα ίδια τα παι­διά του Αδάμ η εκλο­γή γι’ αυτήν που κατά την πρό­γνω­σή Του θα γινό­ταν μητέ­ρα του Θεού και επε­τε­λεί­το δια­μέ­σου των κατά και­ρούς γενε­ών, κατέ­βη­κε μέχρι του βασι­λέ­ως και προ­φή­του Δαβίδ και των δια­δό­χων του θρό­νου και του γένους του. Επει­δή δε ο και­ρός καλού­σε τώρα την απο­τε­λεί­ω­ση της θεί­ας αυτής εκλο­γής, εξε­λέ­γη­σαν από τον Θεό ο Ιωα­κείμ και η Άννα από τον οίκο και τη γενεά του Δαβίδ, που ήσαν μεν άτε­κνοι, συζού­σαν δε με σωφρο­σύ­νη και ήσαν ανώ­τε­ροι στην αρε­τή από όλους όσοι ανά­γουν στον Δαβίδ την ευγέ­νεια του γένους και του ήθους. Αυτό το ζεύ­γος ζητού­σε δια της ασκή­σε­ως και προ­σευ­χής τη λήξη της ατε­κνί­ας τους από τον Θεό και υπο­σχό­ταν να ανα­θέ­σουν σε Αυτόν από βρέ­φος αυτό που θα γεν­νού­σαν.

Τότε παρέ­χε­ται η υπό­σχε­ση και δίδε­ται παι­δί, η τωρι­νή Θεο­μή­τωρ, ώστε η πανά­ρε­τη κόρη να γεν­νη­θεί από πολυα­ρέ­τους γονείς και η πάνα­γνη από εξαι­ρε­τι­κά σώφρο­νες, και να λάβει ως καρ­πό η σωφρο­σύ­νη, συνερ­χο­μέ­νη με την προ­σευ­χή και την άσκη­ση, το να γίνει γεν­νή­τρια της παρ­θε­νί­ας, και μάλι­στα παρ­θε­νί­ας που προ­βάλ­λει αφθό­ρως κατά τη σάρ­κα τον προ­αιω­νί­ως γεν­νη­μέ­νο από παρ­θέ­νο Πατέ­ρα κατά τη θεό­τη­τα. Τι φτε­ρά είχε εκεί­νη τη προ­σευ­χή! Τι παρ­ρη­σία που βρή­κε ενώ­πιον του Κυρί­ου!

Αλλά επει­δή βέβαια εκεί­νοι πέτυ­χαν έτσι τα ζητού­με­να με την προ­σευ­χή τους και είδαν την προς αυτούς θεία επαγ­γε­λία να εκπλη­ρώ­νε­ται έμπρα­κτα, σπεύ­δον­τας και αυτοί να εκπλη­ρώ­σουν την προς τον Θεό υπό­σχε­ση ως φιλα­λή­θεις και θεο­φι­λείς και φιλό­θε­οι συγ­χρό­νως, ευθύς μετά τον απο­γα­λα­κτι­σμό οδη­γούν την αλη­θι­νά ιερά και θεό­παι­δα και τώρα θεο­μή­το­ρα Παρ­θέ­νο στο ιερό του Θεού και στον ιεράρ­χη που βρι­σκό­ταν σε αυτό.

Αυτή δε, γεμά­τη θεία χάρη και τέλειο νου ακό­μη και σ’ αυτήν την ηλι­κία, αντι­λαμ­βα­νό­ταν από τότε, και μάλι­στα καλύ­τε­ρα από τους άλλους τα τελού­με­να σε αυτήν, και έδει­ξε, με όποιον τρό­πο μπο­ρού­σε, ότι δεν οδη­γεί­ται, αλλά αυτή μόνη της με ελεύ­θε­ρη γνώ­μη προ­σέρ­χε­ται στον Θεό, σαν να είναι από εαυ­τού της πτε­ρω­μέ­νη προς τον ιερό και θείο έρω­τα και να θεω­ρεί αγα­πη­τή και να ανα­γνω­ρί­ζει ως αξία της την είσο­δο και κατοι­κία στα άγια των αγί­ων.

Γι΄αυτό και ο αρχιε­ρέ­ας του Θεού, αφού αντι­λή­φθη­κε τότε ότι η κόρη είχε ένοι­κη τη θεο­ει­δή χάρη παρα­πά­νω από όλους, έπρε­πε να την αξιώ­σει το ανώ­τε­ρο από όλους, να την εισα­γά­γει στα άγια των αγί­ων και να πεί­σει αυτό που γινό­ταν όλους τους τότε ανθρώ­πους να αγα­πούν, με τη σύμ­πρα­ξη και από­φα­ση του Θεού μαζί, που έστελ­νε από άνω δι’ αγγέ­λου απόρ­ρη­τη τρο­φή στην Παρ­θέ­νο εκεί.

Με αυτήν την τρο­φή δυνά­μω­νε καλύ­τε­ρα τη φύση της και συν­τη­ρού­σε και τελειο­ποιού­σε τον εαυ­τό της κατά το σώμα καθα­ρό­τε­ρα και ανώ­τε­ρα από τις ασώ­μα­τες δυνά­μεις, έχον­τας ως υπη­ρέ­τες τους ουρά­νιους νόες, διό­τι δεν εισή­χθη­κε απλώς και μόνο στα άγια των αγί­ων, αλλά και κατά κάποιον τρό­πο παρα­λή­φθη­κε από τον Θεό σε συνοί­κη­ση με Αυτόν για όχι ολί­γα έτη· ώστε έτσι στον κατάλ­λη­λο και­ρό να ανοι­χθούν οι ουρά­νιες μονές και να δοθούν για αΐδια κατοι­κία σε όσους πιστεύ­ουν στην παρά­δο­ξη γέν­να της.

Έτσι λοι­πόν και γι’αυτούς τους λόγους απε­τέ­θη δικαί­ως σήμε­ρα στα άγια άδυ­τα σαν θησαυ­ρός του Θεού η κόρη που εξε­λέ­γη ανά­με­σα στους εκλε­κτούς από αιώ­νες, που ανα­δεί­χθη­κε αγία των αγί­ων, που έχει το σώμα καθα­ρό­τε­ρο και θειό­τε­ρο ακό­μη και από τα δια της αρε­τής κεκα­θαρ­μέ­να πνεύ­μα­τα, ώστε να μην είναι δεκτι­κό μόνο του τύπου των θεί­ων λόγων, αλλά και του ιδί­ου του Ενυ­πο­στά­του και Μονο­γε­νούς Λόγου του προ­α­νάρ­χου Πατρός· σαν θησαυ­ρός που ο Λόγος θα τον χρη­σι­μο­ποιού­σε στον και­ρό του, όπως και έγι­νε, για πλου­τι­σμό και υπερ­κό­σμιο και συγ­χρό­νως παγ­κό­σμιο κόσμη­μα.

Κι έτσι και γι’αυτόν τον λόγο δοξά­ζει τη μητέ­ρα Του και πριν από τη γέν­νη­ση και μετά τη γέν­νη­ση. Εμείς δε, κατα­νο­ών­τας τη σημα­σία της σωτη­ρί­ας που μας ετοι­μά­στη­κε δι’ αυτής, απο­δί­δου­με με όλη τη δύνα­μή μας την ευχα­ρι­στία και τον ύμνο. Πραγ­μα­τι­κά, αν η ευγνώ­μων γυναί­κα που ανα­φέ­ρε­ται στο ευαγ­γέ­λιο, μόλις άκου­σε για λίγο τους σωτη­ριώ­δεις λόγους του Κυρί­ου, απέ­δω­σε τον μακα­ρι­σμό και την ευχα­ρι­στία στη μητέ­ρα τού­του, υψώ­νον­τας την φωνή της από τον όχλο και λέγον­τας προς τον Χρι­στό: «Μακα­ρία κοι­λία βαστάσασά σε κα μαστο ος θήλα­σας(:Ευτυ­χι­σμέ­νη η κοι­λιά που σε βάστα­σε και οι μαστοί που θήλα­σες)»[Λουκ.11,27], εμείς που έχου­με κον­τά μας γραμ­μέ­να όλα τα λόγια της αιώ­νιας ζωής και όχι μόνο τα λόγια, αλλά και τα θαύ­μα­τα και τα παθή­μα­τα και την δι’ αυτών έγερ­ση της φύσε­ώς μας από τους νεκρούς και ανά­λη­ψή της από τη γη στον ουρα­νό, και την δι’ αυτών επηγ­γελ­μέ­νη σε εμάς αθά­να­τη ζωή και αμε­τά­τρε­πτη σωτη­ρία, πώς δεν θα ανυ­μνή­σου­με και μακα­ρί­σου­με αδια­λεί­πτως τη μητέ­ρα του χορη­γού της σωτη­ρί­ας, του δοτή­ρος της ζωής, εορ­τά­ζον­τας τώρα και τη σύλ­λη­ψη αυτής και τη γέν­νη­ση και τη μετοί­κη­ση στα άγια των αγί­ων;

Αλλά ας μετοι­κή­σου­με κι εμείς τους εαυ­τούς μας, αδελ­φοί, από την γη στα άνω· ας μετα­φερ­θού­με από την σάρ­κα επά­νω στο πνεύ­μα· ας μετα­θέ­σου­με τον πόθο από τα πρό­σκαι­ρα στα μόνι­μα· ας κατα­φρο­νή­σου­με τις σαρ­κι­κές ηδο­νές, που έχουν ευρε­θεί ως δέλε­αρ κατά της ψυχής και παρέρ­χον­ται γρή­γο­ρα· ας επι­θυ­μή­σου­με τα πνευ­μα­τι­κά χαρί­σμα­τα που μένουν άφθαρ­τα· ας υψώ­σου­με από την κάτω τύρ­βη την στά­ση και την διά­νοιά μας· ας την ανε­βά­σου­με στα ουρά­νια ύδα­τα, εκεί­να τα άγια των αγί­ων, όπου τώρα κατοι­κεί η Θεο­τό­κος.

Διό­τι έτσι θα εισέλ­θουν σε αυτήν επω­φε­λώς για μας με θεά­ρε­στη παρ­ρη­σία και τα άσμα­τά μας και οι δεή­σεις μας προς αυτήν και έτσι, εκτός από τα παρόν­τα, με τη μεσι­τεία της θα γίνο­με κλη­ρο­νό­μοι και των μελ­λόν­των και μενόν­των αγα­θών, με τη χάρη και φιλαν­θρω­πία του Ιησού Χρι­στού του Κυρί­ου μας που γεν­νή­θη­κε από αυτήν για μας, στον Οποίο πρέ­πει δόξα, τιμή και προ­σκύ­νη­ση, μαζί με τον άναρ­χο Πατέ­ρα Του και το συνα­ΐ­διο και ζωο­ποιό Πνεύ­μα, τώρα και πάν­το­τε και στους αιώ­νες των αιώ­νων. Γένοι­το.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Γρη­γο­ρί­ου του Παλα­μά, Άπαν­τα τα έργα, Ομι­λί­ες ΜΓ΄- ΞΓ΄, ομι­λία ΝΒ’, πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1986, τόμος 11, σελί­δες 237–258.

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη μετά Συν­τό­μου Ερμη­νεί­ας, Πανα­γιώ­της Τρεμ­πέ­λας, Αδελ­φό­της Θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», Αθή­να, 1985.

  • https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-palaia-diathiki/

  • https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-kaini-diathiki/

  • Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλ­τή­ριον με σύν­το­μη ερμη­νεία(από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τρί­τη, Αθή­να 2016.

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

αρχιμ. Αθα­νά­σιος Μυτι­λη­ναί­ος (ΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΤΗΣ ΕΟΡΤΗΣ ΚΑΙ ΤΑ ΕΞ ΑΥΤΟΥ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ)

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου με θέμα:

«ΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΤΗΣ ΕΟΡΤΗΣ ΚΑΙ ΤΑ ΕΞ ΑΥΤΟΥ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 21-11-1982] «Την θεό­παι­δα Παρ­θέ­νον καί Θεο­τό­κον ν να Κυρί­ου προ­σα­γο­μέ­νην εσεβς νευ­φη­μή­σω­μεν…»

Σήμε­ρα, αγα­πη­τοί μου, η Εκκλη­σία μας γιορ­τά­ζει την Είσο­δον της Υπε­ρα­γί­ας Θεο­τό­κου εις τον ναόν του Σολο­μών­τος, εις τα Άγια των Αγί­ων. Είναι γνω­στό ότι οι γονείς της Υπε­ρα­γί­ας Θεο­τό­κου, Ιωα­κείμ και Άννα, ήσαν στεί­ροι. Δηλα­δή δεν έκα­ναν παι­διά. Και είχαν φθά­σει σε μία προ­χω­ρη­μέ­νη ηλι­κία, και παι­δί δεν είχαν. Επει­δή δε εθε­ω­ρεί­το όνει­δος, κυρί­ως εις την γυναί­κα που δεν έκα­νε παι­διά, γι’ αυτό τον λόγο νυχθη­με­ρόν παρα­κα­λού­σαν τον Κύριο να τους δώσει ένα παι­δί. Και ο Κύριος εισή­κου­σε την προ­σευ­χή τους. Και τους έδω­κε ένα κορί­τσι. Την Υπε­ρα­γί­αν Θεο­τό­κον. Και στις προ­σευ­χές τους μέσα, είχαν τάξει εις τον Θεόν να προ­σφέ­ρουν το παι­δί εις τον ναόν. Ό,τι δηλα­δή είχε κάνει παλιό­τε­ρα η Άννα, η γυναί­κα του Ελκα­νά, η δεύ­τε­ρη γυναί­κα του Ελκα­νά, που δεν είχε παι­διά, κι εκεί παρα­κα­λού­σε τον Θεό, στον ναό να της δώσει παι­δί. Διό­τι η άλλη γυναί­κα είχε πολ­λά παι­διά, και ησθά­νε­το πολύ δύσκο­λα, ησθά­νε­το όνει­δος, όπως σας είπα, ντρο­πή· γι’ αυτόν τον λόγο, παρα­κα­λού­σε θερ­μά τον Θεό, και είπε: «Θεέ μου, δώσε μου ένα παι­δί, και θα Σου το αφιε­ρώ­σω». Και πράγ­μα­τι, έκα­νε τον Σαμου­ήλ. Και τριών ετών τον έφε­ρε εις τον ναόν και τον αφιέ­ρω­σε τότε επί αρχιε­ρέ­ως Ηλί. Και έμε­νε εις τον ναόν. Εκεί εκοι­μά­το, εκεί έτρω­γε, εκεί έμε­νε ο Σαμου­ήλ.

Έτσι, το ίδιο συνέ­βη και με την Υπε­ρα­γί­αν Θεο­τό­κον. Οι γονείς της, ο Ιωα­κείμ και η Άννα, θερ­μά παρε­κά­λε­σαν να τους δώσει παι­δί, και αν τους έδι­νε, θα το αφιέ­ρω­ναν στον Θεό. Και πράγ­μα­τι, όταν εγεν­νή­θη το παι­δί τους, η Μαρία, την απε­γα­λά­κτι­σαν, διό­τι έτσι εσυ­νη­θί­ζε­το τότε, εις ηλι­κί­αν τριών ετών. Και μόλις απε­γα­λα­κτί­σθη, δηλα­δή έκο­ψαν το γάλα το μητρι­κό, προ­σέ­φε­ραν το μικρό παι­δά­κι εις τον ναόν. Και οι ιερείς οδή­γη­σαν το κορι­τσά­κι αυτό, των τριών ετών, την τριε­τί­ζου­σα Μαρία, εις τα Άγια των Αγί­ων. Εκεί ουδείς εισήρ­χε­το, ούτε ιερεύς, παρά μόνον ο αρχιε­ρεύς, και αυτός μόνο μία φορά τον χρό­νο! Και συνε­πώς η παρου­σία της Υπε­ρα­γί­ας Θεο­τό­κου ήτο κατ’ έμπνευ­ση του Θεού να βρί­σκε­ται εκεί, εις τα Άγια των Αγί­ων.

Το γεγο­νός αυτό που γιορ­τά­ζο­με σήμε­ρα, προ­βάλ­λε­ται και σε μας, αγα­πη­τοί μου, με έναν έκτυ­πον τρό­πον, που έρχε­ται να μας πει πολ­λά πράγ­μα­τα. Ας δού­με μερι­κά σημεία απ’ αυτό το γεγο­νός που γιορ­τά­ζο­με σήμε­ρα, τι έχει σε μας να πει.

Προ­σέξ­τε ένα σημείο, ένα πρώ­το σημείο. Ότι οι γονείς της Θεο­τό­κου, δεν έκα­ναν παι­διά, και προ­σηύ­χον­το διαρ­κώς εις τον Θεόν να τους δώσει παι­δί. Συνε­πώς η Υπε­ρα­γία Θεο­τό­κος ήτο καρ­πός των προ­σευ­χών των. Τίθε­ται το ερώ­τη­μα: Όταν παν­τρεύ­ον­ται δύο άνθρω­ποι, κι απο­φα­σί­ζουν να κάνουν παι­διά, τα παι­διά είναι καρ­πός επι­θυ­μί­ας ή καρ­πός αγί­ου πόθου; Τι είναι από τα δυο; Είναι καρ­πός προ­σευ­χών, ή καρ­πός, ξανα­λέ­γω, σαρ­κός; Όταν είπα «καρ­πός επι­θυ­μί­ας», δεν εννοώ απλώς και μόνον, ασφα­λώς και αυτό, το στοι­χεί­ον της σαρ­κι­κής επι­θυ­μί­ας, αλλά εννοώ το εξής: γενι­κά της επι­θυ­μί­ας των ανθρώ­πων, από κίνη­τρο και ελα­τή­ριο το «εγώ» των. Δηλα­δή επι­θυ­μώ να έχω παι­διά, για­τί θέλω να έχω παι­διά; Να δημιουρ­γή­σω απο­γό­νους; Να δημιουρ­γή­σω μίαν προ­έ­κτα­σιν της υπάρ­ξε­ώς μου, ώστε αν εγώ πεθά­νω, να υπάρ­χω στο παι­δί μου και στον εγγο­νό μου; Αυτό δε, το βλέ­πο­με πολ­λά­κις στο όνο­μα, όταν οι άνθρω­ποι δια­πλη­κτί­ζον­ται, χαλούν τις καρ­διές των, να βγά­λουν οπωσ­δή­πο­τε το δικό τους όνο­μα, και, βάζον­τας το δικό τους όνο­μα, να θέλουν να απα­θα­να­τι­σθούν στο πρό­σω­πο του παι­διού των ‚του εγγο­νού των, κ.ο.κ. Αυτό είναι φανε­ρό, ότι το ελα­τή­ριο της επι­θυ­μί­ας της δημιουρ­γί­ας των παι­διών, είναι εγωι­στι­κό. Μ΄ αυτήν λοι­πόν, την γενι­κήν έννοια, λέγω, τι είναι ένα παι­δί, καρ­πός των προ­σευ­χών μας, καρ­πός αγί­ου πόθου ή καρ­πός μιας σαρ­κι­κής ‑για­τί όλα αυτά με μία λέξη, έτσι χαρα­κτη­ρί­ζον­ται- επι­θυ­μί­ας;

Πάν­τως είναι παρα­τη­ρη­μέ­νο και η Ιστο­ρία αυτό το διδά­σκει, η Ιστο­ρία του Θεού, ότι γονείς που έκα­ναν παι­διά κατό­πιν προ­σευ­χών, έκα­ναν άγια παι­διά. Έτσι κι ο άγιος Ιωάν­νης ο Βαπτι­στής, ήτο καρ­πός προ­σευ­χών. Γι’ αυτό αγα­πη­τοί μου, όταν θα κάνου­με παι­διά, όταν θέλου­με να κάνου­με παι­διά, ιδί­ως το λέγω πιο πολύ στους νέους ανθρώ­πους, που θα ήθε­λαν να δημιουρ­γή­σουν και να φτιά­ξουν οικο­γέ­νεια, δεν θα κάνουν την οικο­γέ­νεια μόνο για να έχουν μία δική τους ψυχο­λο­γι­κή άνε­ση ή και περαι­τέ­ρω άλλης φύσε­ως ανέ­σεις ή απλώς για­τί όπως λένε κατά τη συνή­θη έκφρα­ση «παν­τρευό­με­νος να μπει κανείς στον δρό­μο του». Ποιο δρό­μο; Ας το πού­με, τον κοι­νω­νι­κόν δρό­μον. Δηλα­δή; Να, αυτό που κάνουν όλοι, θα το κάνου­με κι εμείς. Να μην δια­φέ­ρου­με από εκεί­νο που κάνουν οι άλλοι.

Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα την έννοια των πραγ­μά­των την χάνου­με. Θα πρέ­πει να αισθα­νό­μα­στε ότι είμε­θα οικο­νό­μοι μυστη­ρί­ων Θεού, όπως και οι ιερείς· και εδώ έχου­με το μυστή­ριο των παι­διών, τις αθά­να­τες ψυχές, που πρέ­πει να μυστα­γω­γή­σου­με στον Θεό. Έτσι λοι­πόν πρέ­πει να βλέ­που­με το θέμα του γάμου και τη γέν­νη­ση των παι­διών. Το στρι­φο­γυ­ρί­ζω πολ­λή ώρα στο μυα­λό μου αν πρέ­πει να σας το πω, αλλά θα σας το πω, για­τί «Ο βού­λο­μαι σεμνό­τη­τι λόγων καλ­λω­πί­ζε­σθαι, λλά σεμνούς ποισαι τούς κού­ον­τας», όπως λέγει ο Μέγας Βασί­λειος. Δηλα­δή εκεί­νη η αχα­ρα­κτή­ρι­στος έκφρα­σις: «Το παι­δί αυτό γεν­νή­θη­κε για­τί ξέφυ­γε!». Ε, όχι δα..! Όχι δα… Που δεί­χνει ότι όλα τα ελα­τή­ρια, όλα τα κίνη­τρα της δημιουρ­γί­ας παι­διών, δεν είναι παρά μόνον οι ηδο­νές μας και τίπο­τε άλλο. Μα, αν είναι δυνα­τόν ποτέ, κάτω από τέτοιες κατα­στά­σεις, να έχει ευλο­γία αυτό το παι­δί που θα γεν­νη­θεί.

Γι’ αυτό λέγει ο Κύριος, το σημειώ­νει ο Ευαγ­γε­λι­στής Ιωάν­νης είναι εκεί­νοι οι οποί­οι «οκ ξ αμάτων, οδ κ θελή­μα­τος σαρκς, οδ κ θελή­μα­τος νδρς, λλ κ Θεο γεν­νή­θη­σαν». Αναμ­φι­σβή­τη­τα μεσο­λα­βεί η σαρ­κι­κή επι­θυ­μία· αλλά είναι αγια­σμέ­νη. Είναι κάτω από το θέλη­μα του Θεού. Όταν είναι κάτι κάτω από το θέλη­μα του Θεού, δεν είναι αυτό το πρω­ταρ­χι­κόν ελα­τή­ριον, αλλ΄ είναι απλώς κάτι που ακο­λου­θεί, τότε βεβαί­ως κι αυτό που είναι και μοιά­ζει για σαρ­κι­κό, δεν είναι σαρ­κι­κό αλλά είναι πνευ­μα­τι­κό. Αυτή η σάρ­κα η ίδια που φορώ αυτή τη στιγ­μή και που με τα μάτια αυτά σας βλέ­πω και με την γλώσ­σα αυτή σας ομι­λώ, δεν είναι σάρ­κα με την έννοια ότι είναι κάτι από­βλη­το και κάτι που δεν θα μπο­ρεί να στα­θεί στην αιω­νιό­τη­τα. Θα ανα­στη­θεί η σάρ­κα μου. Έχει την σφρα­γί­δα της αιω­νιό­τη­τος. Για­τί; Διό­τι η σάρ­κα μου είναι θέλη­μα του Θεού. Άλλο πράγ­μα θα πει σάρ­κα, κι άλλο πράγ­μα θα πει ζω σαρ­κι­κά. Είναι δύο δια­φο­ρε­τι­κά πράγ­μα­τα. Έτσι λοι­πόν ασφα­λώς μπαί­νει ο γάμος, με όλα τα συμ­πα­ρο­μαρ­τούν­τα του. Αλλά πρέ­πει να φέρει ο γάμος τη σφρα­γί­δα του Θεού, του θελή­μα­τος του Θεού. Και τότε μπο­ρώ να λέγω ότι μπο­ρού­με να έχου­με παι­διά αγια­σμέ­να. Έχου­με δηλα­δή άγιες κατα­βο­λές. Αυτές είναι οι κατα­βο­λές, τα θεμέ­λια. Πολ­λές φορές λέμε για τα παι­διά ποιες είναι οι κατα­βο­λές των. Και συνή­θως ανα­τρέ­χου­με στους προ­γό­νους, στις λεγό­με­νες βιο­λο­γι­κές κατα­βο­λές. Μας δια­φεύ­γει όμως ότι η μεγί­στη κατα­βο­λή είναι η ευλο­γία του Θεού.

Έτσι, τι βλέ­που­με εις αυτό το ζεύ­γος το αγια­σμέ­νο, τον Ιωα­κείμ και την Άννα; Όταν το παι­δά­κι τους γίνε­ται τριών ετών, το έτα­ξαν και το οδή­γη­σαν στον ναό. Εκεί­νο το «έτα­ξαν» είναι μεγά­λο πράγ­μα. Διό­τι δεν έτα­ξαν απλώς να του βάλουν μαύ­ρα, όπως μερι­κοί τάζουν να βάλουν μαύ­ρα στο παι­δί τους και βάζουν όταν το παι­δί γεν­νη­θεί ή ζήσει. Είναι ίσως και λίγο ανόη­το το πράγ­μα αυτό… Ή άλλα πράγ­μα­τα. Να ανά­ψου­νε μια λαμ­πά­δα ή ό, τι άλλο. Αφιε­ρώ­νουν ολό­κλη­ρο το παι­δί τους, και φεύ­γει από τη δικαιο­δο­σία τους, το αφιε­ρώ­νουν στον Θεό. Και είχα­νε μόνο ένα· κι αυτό καρ­πός των γερα­τειών των και των προ­σευ­χών των. Εδώ κάνουν τόσα παι­διά οι άνθρω­ποι, και αν υπο­τε­θεί ένα παι­δί τους, όχι αυτοί να το αφιε­ρώ­σουν, αλλά το παι­δί να θέλει να αφιε­ρω­θεί, να γίνει υπη­ρέ­της του Θεού, να γίνει μονα­χός, να γίνει κλη­ρι­κός, τότε ξεση­κώ­νουν τον κόσμον, για­τί δεν θα ήθε­λαν το παι­δί τους να αφιε­ρω­θεί εις τον Θεόν. Τους ελέγ­χει το γεγο­νός της σημε­ρι­νής γιορ­τής.

Αλλά αφιε­ρώ­νουν αυτοί οι δύο ευλο­γη­μέ­νοι γονείς το παι­δί τους στον ναό. Πολ­λά έχει να μας πει αυτό. Σημειώ­σα­τε ότι αφιέ­ρω­σαν το παι­δί τους στον ναό του Θεού. Αυτό για κάθε οικο­γέ­νεια σημαί­νει ότι οφεί­λουν να οδη­γούν τα παι­διά τους εις τον ναόν. Έκφρα­σις είναι ο Εκκλη­σια­σμός. Πρέ­πει τα παι­διά μας να τα εκκλη­σιά­ζου­με. Από νήπια, από βρέ­φη. Διό­τι τριών ετών το παι­δά­κι-ήταν βρέ­φος- σημειώ­σα­τε ότι αφιε­ρώ­θη­κε ολο­τε­λώς. Δεν σήμαι­νε ότι πιο μπρο­στά δεν πήγαι­ναν οι γονείς του να προ­σφέ­ρουν τις θυσί­ες τους κλπ. μαζί με το νήπιό τους.

Έτσι κι εμείς οι Χρι­στια­νοί γονείς οφεί­λο­με, αγα­πη­τοί μου, να οδη­γού­με τα παι­διά μας τακτι­κώς και εγκαί­ρως εις τον ναόν του Θεού. Όχι Κυρια­κή παρά Κυρια­κή. Όχι Χρι­στού­γεν­να και Πάσχα. Κάθε Κυρια­κή και μεγά­λη γιορ­τή. Προ­σέξ­τε, δεν θα στέλ­νο­με το παι­δί μας στην Εκκλη­σία· αλλά θα πηγαί­νου­με με τα παι­διά μας στην Εκκλη­σία. Μην ξεχνά­τε ότι το παρά­δειγ­μα είναι το Α και το Ω. Διό­τι δεν είναι επαρ­κές να στεί­λω το παι­δί μου στην Εκκλη­σία. Πόσοι το λέγουν αυτό γονείς! «Στέλ­νω», λέγει , «το παι­δί μου». Τρώ­ει το παι­δί σου για σένα αδελ­φέ μου; Κοι­μά­ται το παι­δί σου για σένα αδελ­φέ μου; Ο καθέ­νας έχει το πρό­σω­πό του, έχει την ατο­μι­κό­τη­τά του. Το παι­δί σου για το παι­δί σου και σένα για σένα. Είναι δύο δια­φο­ρε­τι­κά πράγ­μα­τα. Λοι­πόν· δεν θα στεί­λου­με το παι­δί μας στην Εκκλη­σία, αλλά θα πάμε με το παι­δί μας στην Εκκλη­σία. Ώστε το παι­δί μας να λατρεύ­σει μαζί με μας τον Θεό, αλλά και να αντι­λη­φθεί ότι πρέ­πει να μιμη­θεί-μιμη­τι­κός είναι ο άνθρω­πος- εκεί­νο που κάνουν οι γονείς του. Να βαδί­σει πάνω στα χνά­ρια των γονιών του. Αυτό είναι πάρα πολύ σπου­δαίο.

Ακό­μη εις τον ναόν η Υπε­ρα­γία Θεο­τό­κος τι έκα­νε; Έμει­νε, ξέρε­τε, 11–12 χρό­νια. Δηλα­δή έως 15 ετών. Από εκεί παρε­λή­φθη και οδη­γή­θη­κε εις τα χέρια του Ιωσήφ, δια να μνη­στευ­θεί. Από τον ναόν παρε­λή­φθη. Προ­σέξ­τε κάτι. Η Υπε­ρα­γία Θεο­τό­κος προ­σηύ­χε­το, μελε­τού­σε και έκα­νε δου­λειές στον ναό του Θεού. Δηλα­δή δια­κο­νού­σε τον ναό του Θεού. Αυτό το «προ­σηύ­χε­το και μελε­τού­σε» προ­δί­δε­ται από την ωδή της. Βλέ­πο­με την ωδή της, αυτήν την οποία είπε, ότι «από ΄δω και μπρος θα με μακα­ρί­ζουν οι γενε­ές» κλπ. κλπ. Αυτήν την ωδή την οποία είπε όταν είδε τη συγ­γε­νή της την Ελι­σά­βετ, η οποία εγκυ­μο­νού­σε τον Ιωάν­νη τον Πρό­δρο­μο, και είναι ωδή εφά­μιλ­λος από πλευ­ράς ποι­η­τι­κής και προ­φη­τι­κής, με τις άλλες ωδές της Παλαιάς Δια­θή­κης, όπως του Μωυ­σέ­ως, του Αββα­κούμ, του Ησα­ΐ­ου, δεν είναι παρά καρ­πός παρά μιας διαρ­κούς μελέ­της· διό­τι έχει στοι­χεία πολ­λά από την ωδή της Άννης, που έζη­σε 1200 χρό­νια πριν από την Υπε­ρα­γί­αν Θεο­τό­κον. Και μελε­τού­σε εκεί εις τον ναόν. Αυτό τι σημαί­νει; Σημαί­νει ότι το παι­δί μας πολύ νωρίς θα αρχί­σου­με να το κατη­χού­με.

Τι σημειώ­νει ο Από­στο­λος Παύ­λος στον Τιμό­θεο; Του λέει ότι «από βρέ­φους γνω­ρί­ζεις τα ιερά γράμ­μα­τα». Και ποιοι ήσαν που οδη­γού­σαν το παι­δί από βρέ­φους εις τα ιερά γράμ­μα­τα; «Η μάμ­μη σου», λέει, «η Λωί­δα και η μητέ­ρα σου η Ευνί­κη».Το Πνεύ­μα του Θεού κατα­ξί­ω­σε να γρα­φούν τα ονό­μα­τα αυτών των δύο σπου­δαί­ων γυναι­κών στην Αγία Γρα­φή. Και να ακού­γον­ται και να μνη­μο­νεύ­ον­ται παν­τού και πάν­το­τε. Δεν σημειώ­νε­ται γι’ αυτές ότι ήσαν μορ­φω­μέ­νες ή εργά­ζον­ταν σε γρα­φεία. Ή ότι ήσαν επι­στή­μο­νες. Ήξε­ραν την μεγί­στην επι­στή­μην. Την πρώ­την και μεγά­λην και μονα­δι­κή επι­στή­μη. Την επι­στή­μη να μεγα­λώ­νουν παι­διά! Να μεγα­λώ­νουν και να ανα­τρέ­φουν παι­διά. Και το παι­δί τους αυτό, ένα και μονα­δι­κό, για­τί δεν είχε πατέ­ρα, πέθα­νε- Έλλη­νας ήτο ο πατέ­ρας του Τιμο­θέ­ου- Εβραί­ες αυτές· και μεγά­λω­σε ο Τιμό­θε­ος όχι προ­σκολ­λη­μέ­νος στην για­γιά και στην μαμά. Δεν ήταν ένα μαμό­θρε­φτο παι­δά­κι, αλλά ήταν ένα παι­δί που το πρό­σε­χαν να καταρ­τί­ζε­ται πνευ­μα­τι­κά και να γίνει εκεί­νος που έγι­νε. Ο μεγά­λος συνερ­γά­της του Απο­στό­λου Παύ­λου και ο πρώ­τος επί­σκο­πος Εφέ­σου. Αυτής της πρω­τευού­σης της Μικράς Ασί­ας, της Εφέ­σου.

Ναι, αγα­πη­τοί. Έτσι πρέ­πει να μεγα­λώ­νου­με τα παι­διά μας, με κατή­χη­ση. Να μάθου­με τα παι­διά μας, γι’ αυτό πάνε σχο­λείο, να μάθουν γράμ­μα­τα, να δια­βά­ζουν την Αγία Γρα­φή. Γι’ αυτό είναι δυστύ­χη­μα σήμε­ρα που κόψα­με τα Αρχαία Ελλη­νι­κά και δεν θα μπο­ρούν τα παι­διά μας να κατα­λα­βαί­νουν τα κεί­με­να. Είναι κι άλλες από­ψεις, εθνι­κές, αλλά από την άπο­ψη τη θρη­σκευ­τι­κή, είναι ένα αυτό­χρη­μα δυστύ­χη­μα. Ωστό­σο όμως θα σας έλε­γα βοη­θή­στε τα παι­διά σας να προ­σοι­κειω­θούν με το βιβλίο του Λόγου του Θεού. Σιγά σιγά θα γίνε­ται μια μύη­σις διαρ­κής. Μετά στο Κατη­χη­τι­κό Σχο­λείο, στην Κατή­χη­ση. Να αγα­πούν την κατή­χη­ση, το κήρυγ­μα, να αγα­πούν πολύ τον λόγο του Θεού. Και διαρ­κώς να καταρ­τί­ζον­ται. Να αγα­πούν την Εκκλη­σία. Ο Κύριος πού ευρέ­θη­κε δωδε­κα­ε­τής; Στον ναό. Και τι είπε όταν η Θεο­τό­κος τον ζητού­σε; «Οκ οδατε τι ν τος το Πατρός μου δε εναι με;». Ότι έπρε­πε να βρί­σκο­μαι εις τα σκη­νώ­μα­τα του Πατρός μου; Το κάθε παι­δί πρέ­πει να αισθά­νε­ται ότι ο οίκος του Θεού είναι οίκος δικός του. Για­τί είναι ο οίκος του Πατρός Του. Να αισθά­νε­ται όμορ­φα μέσα εις τον ναό του Θεού. Γι’ αυτό, όπως στο­λί­ζου­με τα σπί­τια μας, να είναι ευχά­ρι­στη η δια­μο­νή μας, έτσι στο­λί­ζο­με και τον ναό του Θεού, όχι μόνο προς τιμήν του Θεού, αλλά και δια την ευχά­ρι­στη δια­μο­νή. Δεν είναι πολυ­τέ­λεια. Δια την ευχά­ρι­στη δια­μο­νήν εκεί­νων οι οποί­οι ευρί­σκον­ται για να λατρεύ­σουν τον Θεό. Να μην κρυώ­νουν, να μην κου­ρα­στούν αλλά να έχουν όλην την άνε­ση και δυνα­τό­τη­τα να λατρεύ­σουν τον Θεό. Να είναι όλα πολύ ωραία. Για­τί και ο Θεός τα έκα­νε όλα πολύ ωραία.

Και κάτι ακό­μα. Η Υπε­ρα­γία Θεο­τό­κος με τι ετρέ­φε­το; Λέγει η Παρά­δο­σις ότι άγγε­λοι την έτρε­φαν. Αλλά ετρέ­φε­το και με τον λόγο του Θεού. Άρα­γε είχε συλ­λά­βει ότι εκεί­νη η Κιβω­τός, μέσα εις τα Άγια των Αγί­ων, ήταν η ιδία; Και ότι δεν έπαιρ­νε τιμή η Υπε­ρα­γία Θεο­τό­κος, όπως λέγει ο Καβά­σι­λας, επει­δή ευρί­σκε­το εις τα Άγια των Αγί­ων. Αλλά έδι­δε τιμή εις τα Άγια των Αγί­ων! Διό­τι η Υπε­ρα­γία Θεο­τό­κος ήτο ανω­τέ­ρα από τα Άγια των Αγί­ων, που ήταν υλι­κά, κτί­σμα­τα ήσαν, και η Υπε­ρα­γία Θεο­τό­κος ήτο ανω­τέ­ρα από την Κιβω­τόν την οποία έβλε­πε απέ­ναν­τί της· και η Κιβω­τός δεν ήταν παρά ο τύπος ο δικός της. Διό­τι εκεί­νη η Κιβω­τός είχε τις πλά­κες του Νόμου, τις πέτρι­νες, τις πλά­κες του Λόγου του Θεού. Αλλά αυτός ο Λόγος όχι πια τυπω­μέ­νος επά­νω σε πέτρες, χαραγ­μέ­νος, αλλά αυτός ο Λόγος ζων­τα­νός πια θα ενοι­κού­σε σε μια άλλη Κιβω­τό. Στην Κιβω­τό των σπλά­χνων της Υπε­ρα­γί­ας Θεο­τό­κου… Και θα εγί­νε­το η Υπε­ρα­γία Θεο­τό­κος, η ζων­τα­νή, η ζώσα Κιβω­τός. Και εκεί­νη η παλαιά Κιβω­τός χάθη­κε. Από τις αλλε­πάλ­λη­λες συμ­φο­ρές των Εβραί­ων χάθη­κε. Και ο ναός κατε­στρά­φη. Αλλά ο αλη­θής ναός του Θεού Λόγου, η Υπε­ρα­γία Θεο­τό­κος, είναι στον ουρα­νό. Και τιμά­ται από όλους τους αγγέ­λους του ουρα­νού κι από όλες τις γενε­ές των γενε­ών. Έτσι η Υπε­ρα­γία Θεο­τό­κος ετρέ­φε­το μέσα εις τον ναό.

Αγα­πη­τοί μου. Πώς θα οδη­γή­σου­με τα παι­διά μας να τρα­φούν; Μόνο με τον λόγο του Θεού και με την κατή­χη­ση; Όχι. Και με τα μυστή­ρια του Θεού. Θα κοι­νω­νού­με τα παι­διά μας. Δεν θα λέμε στα παι­διά μας ότι πίνουν «κρα­σά­κι και ψωμά­κι». Αλλά θα τους λέμε με όλην τη σοβα­ρό­τη­τα ότι κοι­νω­νούν το σώμα και το αίμα του Χρι­στού. Το παι­δί, ξέρε­τε, ηρω­ο­ποιεί και με τη φαν­τα­σία του δίδει άλλες εικό­νες στον ρεα­λι­σμό που έχει μπρο­στά του. Θα πρέ­πει όμως σιγά-σιγά να του πού­με ότι κάτω από το ψωμί και το κρα­σί, είναι αυτός ο Χρι­στός ο ίδιος. Ότι αυτό που παίρ­νει είναι ο Χρι­στός. Δεν είναι κάτι άλλο. Δεν είναι σύμ­βο­λο, αλλά είναι αυτός ο ίδιος ο Χρι­στός. Τον Οποί­ον δεν βλέ­που­με. Αλλά είναι ο Ίδιος. Και συνε­πώς έτσι το παι­δί σιγά-σιγά θα τρέ­φε­ται. Με τον εκκλη­σια­σμό, με τη λατρεία, με το κήρυγ­μα, με την κατή­χη­ση, με τα μυστή­ρια της Εκκλη­σί­ας. Έτσι θα γίνει καλός άνθρω­πος. Έτσι θα γίνει καλός Χρι­στια­νός.

Και μάλι­στα στην επο­χή που περ­νά­με την πολύ δύσκο­λη, θα αρχί­σει να απο­κτά με τον τρό­πον αυτόν, κι εκεί πρέ­πει να απο­βλέ­πουν όλα αυτά, να απο­κτη­θεί εκκλη­σια­στι­κό φρό­νη­μα, εκκλη­σια­στι­κή συνεί­δη­ση. Τι είναι αυτό το εκκλη­σια­στι­κό φρό­νη­μα; Να φρο­νώ εκκλη­σια­στι­κά. Να βλέ­πω τα πάν­τα μέσα στη Δημιουρ­γία από το πρί­σμα της Εκκλη­σί­ας. Διό­τι τα πάν­τα είναι Εκκλη­σία. Το ξέρε­τε ότι όλα καλούν­ται να γίνουν Εκκλη­σία; Όλη η κτι­στή φύσις, ό,τι κτι­στό επί της γης, αυτή αύτη η γη, όλοι οι άνθρω­ποι… οι άνθρω­ποι βέβαια δυστυ­χώς δεν εκκλη­σιο­ποιούν­ται, για­τί δεν θέλουν, αυτός ο ουρα­νός, με τα απει­ρά­ριθ­μα αστέ­ρια του, το ξέρε­τε ότι καλούν­ται να εκκλη­σια­στι­κο­ποι­η­θούν; Δηλα­δή να γίνουν Εκκλη­σία. Να μπουν στον χώρο της αφθαρ­σί­ας και της αθα­να­σί­ας, μέσα στην οποία θα βασι­λεύ­ει η δικαιο­σύ­νη και η αγά­πη και η παρου­σία του Θεού; Το γνω­ρί­ζε­τε αυτό; Κι όλα αυτά δυνά­μει αυτού του σαρ­κω­θέν­τος Θεού Λόγου και ανα­στη­θέν­τος; Και αφθαρ­τι­σθέν­τος Θεού Λόγου ως προς την ανθρώ­πι­νη φύση; Προ­σέξ­τε. Αυτό θα πει έχω εκκλη­σια­στι­κό φρό­νη­μα. Είναι μεγά­λο πράγ­μα αυτό.

Γι’ αυτό, αγα­πη­τοί μου, οδη­γεί­τε τα παι­διά σας σε αυτό το φρό­νη­μα το εκκλη­σια­στι­κό. Θα τα στεί­λε­τε να φιλή­σουν το χέρι των ιερέ­ων. Να σηκώ­νον­ται όταν βλέ­πουν ιερέα. Να προ­σέ­χουν πολύ. Έχου­με κι εμείς αμαρ­τί­ες. Οι ιερείς έχου­με. Για­τί ο λαός δίνει τους ανθρώ­πους να γίνουν ιερείς και κατά τον λαό και οι ιερείς και κατά τους ιερείς και ο λαός. Το ίδιο πράγ­μα είμα­στε. Αλλά παρά ταύ­τα πρέ­πει να δια­σώ­σου­με μερι­κά πράγ­μα­τα. Για να παι­δα­γω­γή­σου­με ορθά τα παι­διά μας. Και να βγού­με από αυτήν την κατά­στα­ση την άσχη­μη, την τρο­μα­κτι­κή, τη φοβε­ρή. Να δημιουρ­γή­σου­με μια και­νού­ρια γενεά. Μια γενεά ανα­γεν­νη­μέ­νη και που θα ευλα­βεί­ται τον Θεό, θα έχει εκκλη­σια­στι­κό φρό­νη­μα, μια γενεά που θα αγιά­ζε­ται και μια γενεά που θα αγα­πά­ει και τους ανθρώ­πους και την πατρί­δα και ό,τι έχει αξία στον κόσμον αυτόν. Για­τί όλες οι αξί­ες σήμε­ρα έχουν ανα­τρα­πεί. Ας δημιουρ­γή­σου­με λοι­πόν τέτοια εκκλη­σια­στι­κή αγω­γή στα παι­διά μας. Και τότε πραγ­μα­τι­κά θα βλέ­που­με ευτυ­χι­σμέ­νη γενεά. Θέλε­τε; Η γιορ­τή η σημε­ρι­νή, τα Εισό­δια της Υπε­ρα­γί­ας Θεο­τό­κου, οι γονείς της Υπε­ρα­γί­ας Θεο­τό­κου, ο Ιωα­κείμ και η Άννα, αυτό το γεγο­νός της Εισό­δου της Θεο­τό­κου εις τον ναόν, όλα αυτά δεί­χνουν τον δρό­μο. Στέ­κον­ται ένα ορο­θέ­σιο.



ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή

μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

ψηφιο­ποί­η­ση και επι­μέ­λεια της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας:

Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος



ΠΗΓΕΣ:

 

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek