ΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΙΚΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ

επ. Αυγουστίνος Καντιώτης

by admin

Ὁ ἄνθρω­πος, ἀγα­πη­τοί μου, ὁ ἄνθρω­πος, ὅπως εἴπα­με σ’ ἄλλη ὁμι­λία, πρέ­πει νὰ ἐργά­ζε­ται. Ἀλλ’ ὅσο δυνα­τὸς κι’ ἂν εἶνε, δὲν μπο­ρεῖ νὰ δου­λεύη συνέ­χεια, χωρὶς δια­κο­πή κι’ ἀνά­παυ­σι. Ἡ ἐργα­σία πρέ­πει να δια κόπτε­ται κι’ ὁ ἄνθρω­πος ν’ ἀνα­παύ­ε­ται, ὥστε νὰ παίρ­νη και­νούρ­γιες δυνά­μεις γιὰ νὰ ξαναρ­χί­ζη τή δου­λειά μὲ νέα δύνα­μι καὶ ὄρε­ξι. Καὶ σ’ αὐτὸ βοη­θά­ει ἡ Κυρια­κή καὶ οἱ μεγά­λες γιορ­τές ποὺ θέσπι­σε ἡ Ἐκκλη­σία μας.

Ζωή χωρίς γιορ­τὴ μοιά­ζει μὲ δρό­μο ποὺ ἀναγ­κά­ζε­ται κανεὶς νὰ τὸν βαδί­ση χωρὶς που­θε­νὰ νὰ στα­μα­τή­ση. Στοὺς μεγά­λους δρό­μους ὑπάρ­χουν μέρη ὅπου στα­μα­τοῦν τ’ αὐτο­κί­νη­τα, κατε­βαί­νουν οἱ ἐπι­βά­τες, ξεκου­ρά­ζον­ται λίγο, κι’ ὕστε­ρα συνε­χί­ζουν τὸ ταξί­δι. Καὶ ἡ ζωὴ ἕνας δρό­μος εἶνε, ποὺ σὲ πολ­λὲς περι­πτώ­σεις εἶνε πολύ κου­ρα­στι­κός, κι’ ὁ ἄνθρω­πος αἰσθά­νε­ται τὴν ἀνάγ­κη κάπου νὰ ξεκου­ρα­στή. Ἔτυ­χε ποτὲ νὰ περ­πα­τᾶς τὸ καλο­καί­ρι μὲ τὴν πολ­λὴ ζέστη; Κου­ρα­σμέ­νος καθώς εἶσαι, μόλις δῆς κανέ­να δέν­τρο, κάθε­σαι κι’ ἀνα­παύ­ε­σαι κι ̓ εὐλο­γεῖς τὸ Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρω­πο που φύτε­ψε τὸ δέν­τρο γιὰ ν’ ἀνα­παύ­ων­ται οἱ δια­βά­τες στὴν παχειά σκιά του. Τέτοια δέν­τρα εἶνε κι’ οἱ γιορ­τές, ποὺ μᾶς καλοῦν ν ̓ ἀνα­παυ­θοῦ­με λίγο, νὰ θυμη­θοῦ­με τὸ Θεό, νὰ δρο­σι­στοῦ­με ἀπὸ τὸ ἀερά­κι που φυσά­ει μέσ’ ἀπ’ ἀπ ̓ τὰ μυστι­κά δάση τοῦ Θεοῦ, ἀπ ̓ τὴν αἰώ­νια ζωὴ καὶ μακα­ριό­τη­τα.

Δυστυ­χῶς οἱ γιορ­τὲς δὲν ἐκπλη­ρώ­νουν τὸ σκο­πὸ γιὰ τὸν ὁποῖ­ον ὡρί­στη­καν. Οἱ περισ­σό­τε­ροι δὲν πατοῦν στὴν ἐκκλη­σία καὶ δὲν θυμοῦν­ται τὸ Θεό. Τις ἅγιες μέρες τῶν γιορ­τῶν, ἀντὶ νὰ τὶς ἀφιε­ρώ­νουν στο Θεό, τις ἀφιε­ρώ­νουν στὸ Διά­βο­λο, κι’ ἔτσι οἱ μέρες τῶν γιορ­τῶν εἶνε οἱ πιὸ ἁμαρ­τω­λές μέρες.

Ρίξ­τε μια ματιὰ στὴ μέρα που γιορ­τά­ζει ἕνα χωριό. Στὴν ἐκκλη­σία λίγοι. Κι’ οἱ γυναῖ­κες ποὺ τακτι­κὰ ἐκκλη­σιά­ζον­ται, τὴ μέρα ἐκεί­νη δὲν ἐκκλη­σιά­ζον­ται. Εἶνε στὸ σπί­τι καὶ ἑτοι­μά­ζουν φαγη­τά γιὰ τοὺς ξένους. Οἱ δὲ ξένοι ἀπ’ τὰ γει­το­νι­κά χωριά δὲν ἔρχον­ται τὸ πρωὶ γιὰ νὰ ἐκκλη­σια­στοῦν στὸ ναό που γιορ­τά­ζει, ἀλλὰ ὑπο­λο­γί­ζουν πότε περί­που τελειώ­νει ἡ ἐκκλη­σία καὶ τότε ἔρχον­ται μὲ αὐτο­κί­νη­τα, μὲ τρα­κτέρ, μὲ τὰ πόδια, καὶ πηγαί­νουν στα σπί­τια καὶ τρῶ­νε καὶ πίνουν καὶ μεθᾶ­νε. Στὸ χωριὸ φέρ­νουν καὶ ντι­ζὲς καὶ χορεύ­ουν τοὺς πιὸ ἔξαλ­λους χορούς. Καμ­μιά ντρο­πή, καμ­μιά σεμνό­της. Πόσες φορὲς στὶς δια­σκε­δά­σεις αὐτὲς οἱ ἄνθρω­ποι δὲν ἔρχον­ται σὲ φιλο­νει­κί­ες κι’ ἀκού­γον­ται βλα­στή­μιες καὶ γίνον­ται μαχαι­ρώ­μα­τα καὶ σκο­τώ­νον­ται! Το βρά­δυ οἱ πιο πολ­λοὶ εἶνε μεθυ­σμέ­νοι.

Ἔτσι περ­νᾶ­νε σὲ πολ­λὰ χωριά τὴ μέρα τῆς γιορ­τῆς τῆς ἐκκλη­σιᾶς τους. Ἀλλ’ αὐτὸ δὲν εἶνε χρι­στια­νι­κὴ γιορ­τή. Εἶνε γιορ­τή δια­βο­λι­κή. Εἶνε ἀπὸ κεῖ­νες τὶς γιορ­τές πού, ὅπως λέει ὁ προ­φή­της, μισεῖ ὁ Θεός. Αν πρό­κει­ται ἔτσι νὰ γιορ­τά­ζουν οἱ ἄνθρω­ποι τὶς γιορ­τές, καλύ­τε­ρα εἶνε νὰ δου­λεύ­ου­νε καὶ τὶς μέρες αὐτές.

* * *

Ἀλλ ̓ ἐκεῖ ποὺ φαί­νε­ται περισ­σό­τε­ρο το ξεστρά­τη­μα τῶν χρι­στια­νῶν εἶνε οἱ γιορ­τὲς τῶν Χρι­στου­γέν­νων, τῆς Πρω­το­χρο­νιᾶς, τῶν Θεο­φα­νεί­ων, τοῦ Πάσχα, καὶ μάλι­στα τῶν Από­κρε­ων. Ἡ Ἐκκλη­σία ὥρι­σε τὶς μέρες τῶν Από­κρε­ων σαν μιὰ προ­ε­τοι­μα­σία γιὰ τὴ Μεγά­λη Σαρα­κο­στή. Μᾶς καλεῖ νὰ θυμη­θοῦ­με ὅτι πλη­σιά­ζουν οἱ μεγά­λες γιορ­τές τῆς Χρι­στια­νω­σύ­νης, τὰ πάθη καὶ ἡ ἀνά­στα­σις τοῦ Χρι­στοῦ.

Κι’ οἱ χρι­στια­νοὶ τί κάνουν; Τὰ ἀντί­θε­τα ἀπὸ κεῖ­να ποὺ παραγ­γέλ­λει ἡ Ἐκκλη­σία. Ξεχνᾶ­νε πὼς εἶνε χρι­στια­νοί, καὶ ζοῦ­νε ὄχι σὰν χρι­στια­νοὶ ἀλλὰ σὰν ζῶα καὶ χει­ρό­τε­ρα ἀκό­μα. Σὰν νὰ μὴ θέλουν νὰ φαί­νων­ται ἄνθρω­ποι, φορᾶ­νε τις Απο­κριές μάσκες, κι ̓ ἄλλοι παρου­σιά­ζον­ται σὰν λύκοι, ἄλλοι σάν ἀρκοῦ­δες, ἄλλοι σὰν μαϊ­μοῦ­δες καὶ ἄλλοι φοροῦν κέρα­τα καὶ παρι­στά­νουν τὸ διά­βο­λο. Οἱ μάσκες τους σκε­πά­ζουν τὸ πρό­σω­πο καὶ δὲν μπο­ρεῖς νὰ δια­κρί­νης ποιὸς κρύ­βε­ται ἀπὸ κάτω. Ἀπ ̓ τὸ στό­μα τους βγαί­νουν αἰσχρο­λο­γί­ες. Μπαί­νουν στα σπί­τια καὶ σὲ μερι­κά χωριά ἁρπά­ζουν ὅ,τι βροῦ­νε στὴν αὐλὴ τοῦ σπι­τιοῦ κι ̓ ἀνά­βουν φωτιὲς καὶ τὰ καῖ­νε. Γυναῖ­κα δὲν μπο­ρεῖ νὰ περ­πα­τή­ση στο δρό­μο. Γέρος δὲν μπο­ρεῖ νὰ πάη στὸ σπί­τι του. Ακό­μα και τοὺς ἱερεῖς τοῦ Ὑψί­στου κοροϊ­δεύ­ουν.

* * *

Ἀλλὰ δὲν γιορ­τά­ζουν ἔτσι οἱ χρι­στια­νοί. Ὄχι! Ἔτσι γιόρ­τα­ζαν οἱ ἄνθρω­ποι στα παλιά χρό­νια, προ­τοῦ νἄρ­θη ὁ Χρι­στὸς στὸν κόσμο. Ἔτσι γιόρ­τα­ζαν οἱ ἀρχαῖ­οι πρό­γο­νοί μας ποὺ δὲν πίστευαν στὸν ἀλη­θι­νὸ Θεό. Οἱ ψεύ­τι­κοι θεοὶ ποὺ πίστευαν ἦταν αἰσχροὶ καὶ ἀνή­θι­κοι, κι ̓ ἤθε­λαν νὰ γίνων­ται τέτοια στις γιορ­τές τους. Ὁ Βάκ­χος παρα­δείγ­μα­τος χάριν, ὁ θεὸς τοῦ κρα­σιοῦ, ἤθε­λε οἱ ἄνθρω­ποι νὰ μεθᾶ­νε καὶ μεθυ­σμέ­νοι νὰ τὸν λατρεύ­ουν. Ἡ Αφρο­δί­τη, ἡ θεὰ τῶν αἰσχρῶν ἐρώ­των, ἤθε­λε νὰ βλέ­πη τοὺς ἀνθρώ­πους να πέφτουν στὶς αἰσχρές ἁμαρ­τί­ες καὶ μὲ τὸν τρό­πο αὐτὸ νὰ τὴ λατρεύ­ουν. Τέτοιοι θεοὶ τέτοια ἤθε­λαν.

Ἀλλ’ ὁ Χρι­στός, ὁ ἀλη­θι­νός Θεός, ἦρθε ἀπ ̓ τὰ οὐρά­νια στὴν ἁμαρ­τω­λή γῆ, γεν­νή­θη­κε στη φάτ­νη καὶ σταυ­ρώ­θη­κε γιὰ νὰ καταρ­γή­ση τὴν εἰδω­λο­λα­τρία καὶ νὰ διδά­ξη στὸν ἄνθρω­πο τὴν ἀνώ­τε­ρη, τὴν ἀγγε­λι­κή ζωή. Κι’ ὅσοι πίστευαν στὸ Χρι­στὸ καὶ βαπτί­ζον­ταν ἄφη­ναν ὅλα τὰ αἴσχη, ἄλλα­ζαν ζωὴ καὶ ζοῦ­σαν τὴ νέα χρι­στια­νι­κὴ ζωή. Οἱ χρι­στια­νοὶ δὲν εἶχαν πιὰ καμ­μιὰ σχέ­σι μὲ ὅσα ἔλε­γαν καὶ ἔκα­ναν στις γιορ­τές τους οἱ εἰδω­λο­λά­τρες. Καὶ πρέ­πει νὰ ξέρου­με πὼς ὅσοι τὶς ἅγιες μέρες τῶν γιορ­τῶν, καὶ μάλι­στα τῶν Ἀπό­κρε­ων, λένε καὶ κάνουν ὅσα εἴπα­με παρα­πά­νω, αὐτοὶ δὲν πρέ­πει νὰ λέγων­ται χρι­στια­νοί, ἀλλ’ εἰδω­λο­λά­τρες. Ἡ Ἐκκλη­σία τοὺς ἀφο­ρί­ζει, δηλα­δή τους δια­γρά­φει ἀπ’ τὸν κατά­λο­γο τῶν χρι­στια­νῶν. Αὐτὸ ὁρί­ζουν οἱ ἱεροὶ Κανό­νες, καὶ μάλι­στα ὁ 62ος Κανὼν τῆς 6ης Οἰκου­με­νι­κῆς Συνό­δου. Ὅποιος ἀμφι­βάλ­λει, ἂς ἀνοί­ξη τό Πηδά­λιο καὶ ἂς δῆ ἐκεῖ ποιὰ ἀστρο­πε­λέ­κια θεϊ­κῆς ὀργῆς πέφτουν πάνω στὰ κεφά­λια ἐκεί­νων ποὺ μὲ εἰδω­λο­λα­τρι­κά λόγια καὶ ἔργα προ­σβάλ­λουν καὶ ἀτι­μά­ζουν τὶς ἅγιες μέρες τῆς Χρι­στια­νω­σύ­νης.

επ. Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της

Από το βιβλίο του ιδί­ου “ΚΟΙΝΩΝΙΚΑΙ ΠΛΗΓΑΙ”

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek