Ευαγγελισμός της Θεοτόκου (25 Μαρτίου)

Περικοπές και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

Προς Εβραί­ους, κεφά­λαιο 2, εδά­φια 11–18

11 τε γὰρ ἁγιά­ζων καὶ οἱ ἁγια­ζό­με­νοι ἐξ ἑνὸς πάν­τες· δι’ ἣν αἰτί­αν οὐκ ἐπαι­σχύ­νε­ται ἀδελ­φοὺς αὐτοὺς καλεῖν, 12 λέγων· ἀπαγ­γε­λῶ τὸ ὄνο­μά σου τοῖς ἀδελ­φοῖς μου, ἐν μέσῳ ἐκκλη­σί­ας ὑμνή­σω σε· 13 καὶ πάλιν· ἐγὼ ἔσο­μαι πεποι­θὼς ἐπ’ αὐτῷ· καὶ πάλιν· ἰδοὺ ἐγὼ καὶ τὰ παι­δία ἅ μοι ἔδω­κεν ὁ Θεός. 14 ἐπεὶ οὖν τὰ παι­δία κεκοι­νώ­νη­κε σαρ­κὸς καὶ αἵμα­τος, καὶ αὐτὸς παρα­πλη­σί­ως μετέ­σχε τῶν αὐτῶν, ἵνα διὰ τοῦ θανά­του καταρ­γή­σῃ τὸν τὸ κρά­τος ἔχον­τα τοῦ θανά­του, τοῦτ’ ἔστι τὸν διά­βο­λον, 15 καὶ ἀπαλ­λά­ξῃ τού­τους, ὅσοι φόβῳ θανά­του διὰ παν­τὸς τοῦ ζῆν ἔνο­χοι ἦσαν δου­λεί­ας. 16 οὐ γὰρ δήπου ἀγγέ­λων ἐπι­λαμ­βά­νε­ται, ἀλλὰ σπέρ­μα­τος ᾿Αβρα­ὰμ ἐπι­λαμ­βά­νε­ται. 17 ὅθεν ὤφει­λε κατὰ πάν­τα τοῖς ἀδελ­φοῖς ὁμοιω­θῆ­ναι, ἵνα ἐλε­ή­μων γένη­ται καὶ πιστὸς ἀρχιε­ρεὺς τὰ πρὸς τὸν Θεόν, εἰς τὸ ἱλά­σκε­σθαι τὰς ἁμαρ­τί­ας τοῦ λαοῦ. 18 ἐν ᾧ γὰρ πέπον­θεν αὐτὸς πει­ρα­σθείς, δύνα­ται τοῖς πει­ρα­ζο­μέ­νοις βοη­θῆ­σαι.

11 Διό­τι ο Χρι­στός που μας αγιά­ζει, και ημείς που αγια­ζό­με­θα, κατα­γό­με­θα από ένα Πατέ­ρα. Δι’ αυτήν ακρι­βώς την αιτί­αν και ο Χρι­στός δεν εντρέ­πε­ται να ονο­μά­ζη αυτούς, που καλεί εις σωτη­ρί­αν, αδελ­φούς του, 12 λέγων· “θα δια­λα­λή­σω και θα ομο­λο­γή­σω το όνο­μά σου, ω Θεέ και Πατέ­ρα, στους αδελ­φούς μου· εν μέσω συγ­κεν­τρώ­σε­ως των αδελ­φών μου θα σε ανυ­μνή­σω και θα σε δοξά­σω”. 13 Και πάλιν λέγει· “εγώ ο Μεσ­σί­ας ως άνθρω­πος θα έχω στη­ρί­ξει την πεποί­θη­σίν μου στον Θεόν και Πατέ­ρα·” Και άλλου πάλιν λέγει· “ιδού εγώ και τα παι­διά, που μου έδω­κεν ο Θεός”. 14 Επει­δή δε τα παι­διά του Θεού, έχουν πάρει όλα την ασθε­νή και φθαρ­τήν ανθρω­πί­νην φύσιν, σάρ­κα και αίμα, δια τού­το και αυτός κατά παρό­μοιον τρό­πον επή­ρε σάρ­κα και αίμα, την ανθρω­πί­νην φύσιν, χωρίς όμως καμ­μί­αν αμαρ­τί­αν· έγι­νεν άνθρω­πος, δια να εξου­δε­τε­ρώ­ση με τον θάνα­τόν του και καταρ­γή­ση τον διά­βο­λον, ο οποί­ος μέχρι προ ολί­γου είχε την δύνα­μιν και την εξου­σί­αν να ρίπτη τους ανθρώ­πους, εξ αιτί­ας των αμαρ­τιών των στον θάνα­τον, 15 και να απαλ­λά­ξη αυτούς, οι οποί­οι ένε­κα του φόβου του θανά­του εκυ­ριαρ­χούν­το καθ’ όλον το διά­στη­μα της ζωής των από την κατα­θλι­πτι­κήν δου­λεί­αν της αγω­νί­ας και του τρό­μου απέ­ναν­τι του θανά­του. 16 Επρε­πε δε να εναν­θρω­πή­ση ο Υιός, διό­τι δεν ανα­λαμ­βά­νει βέβαια να βοη­θή­ση και στη­ρί­ξη εις την σωτη­ρί­αν αΰλους αγγέ­λους (επει­δή τότε δεν θα υπήρ­χεν ανάγ­κη να γίνη άνθρω­πος), αλλ’ έρχε­ται να βοη­θή­ση τους απο­γό­νους του Αβρα­άμ. 17 Επο­μέ­νως έπρε­πε να γίνη άνθρω­πος, όμοιος καθ’ όλα με τους αδελ­φούς του-πλην βέβαια της αμαρ­τί­ας-δια να γίνη έτσι εύσπλαγ­χνος και αξιό­πι­στος Αρχιε­ρεύς, που θα προ­σέ­φε­ρε ευπρόσ­δε­κτον θυσί­αν και μεσι­τεί­αν στον Θεόν, δια την εξι­λέ­ω­σιν και συγ­χώ­ρη­σιν των αμαρ­τιών του λαού. 18 Ακρι­βώς διό­τι ο ίδιος έχει πάθει και εδο­κί­μα­σε πει­ρα­σμούς, ημπο­ρεί και θέλει με απε­ριό­ρι­στον αγά­πην και συμ­πά­θειαν να βοη­θή­ση αυτούς, που πει­ρά­ζον­ται και ταλαι­πω­ρούν­ται.

11 Υπάρ­χει μάλι­στα στε­νός σύν­δε­σμος μετα­ξύ του αρχη­γού της σωτη­ρί­ας και εκεί­νων που σώζον­ται μέσω Αυτού· διό­τι και ο Ιησούς που μας αγιά­ζει και μας σώζει, κι εμείς που αγια­ζό­μα­στε και σωζό­μα­στε, όλοι κατα­γό­μα­στε από έναν Πατέ­ρα. Γι’ αυτό τον λόγο δεν ντρέ­πε­ται ο Ιησούς να ονο­μά­ζει όλους αυτούς αδελ­φού Του, 12 λέγον­τας: “Θα δια­κη­ρύ­ξω και θα ομο­λο­γή­σω το όνο­μά σου στους αδελ­φούς μου, θα σε ανυ­μνή­σω μέσα σε σύνα­ξη”. 13 Και πάλι, δεί­χνον­τας ότι έγι­νε όμοιος με μας και συγ­γέ­νευ­σε μαζί μας, λέει: “Εγώ ο Μεσ­σί­ας ως άνθρω­πος θα στη­ρί­ξω την εμπι­στο­σύ­νη μου πάνω σ΄ Aυτόν, τον Θεό και Πατέ­ρα”. Και πάλι λέει: “Ιδού εγώ και τα παι­διά που μου έδω­σε ο Θεός”.

14 Επει­δή λοι­πόν τα παι­διά του Θεού είναι άνθρω­ποι και έχουν συμ­με­τά­σχει όλα στην αυθεν­τι­κή και φθαρ­τή ανθρώ­πι­νη φύση, γι’ αυτό και Aυτός παρό­μοια μετέ­σχε στην ίδια ανθρώ­πι­νη φύση και αλη­θι­νά έγι­νε άνθρω­πος˙ για να κατα­στή­σει με τον θάνα­τό Του ανί­σχυ­ρο εκεί­νον που είχε τη δύνα­μη και την εξου­σία του θανά­του, δηλα­δή τον διά­βο­λο. 15 Κι έτσι να απαλ­λά­ξει αυτούς οι οποί­οι, επει­δή φοβούν­ταν τον θάνα­το, σε ολό­κλη­ρη τη ζωή τους κατα­κρα­τούν­ταν από τη δου­λεία της ανη­συ­χί­ας και της αγω­νί­ας μήπως πεθά­νουν και στε­ρη­θούν τη ζωή αυτή, και υπο­στούν έπει­τα και τα δει­νά της κατα­δί­κης μετά τον θάνα­το. 16 Ήταν λοι­πόν αναγ­καίο να γίνει ο Υιός και άνθρω­πος· διό­τι αναμ­φί­βο­λα δεν έρχε­ται να βοη­θή­σει αγγέ­λους, οπό­τε δεν θα ήταν ανάγ­κη να φορέ­σει σάρ­κα, αφού οι άγγε­λοι είναι άσαρ­κοι˙ αλλά έρχε­ται να βοη­θή­σει τους απο­γό­νους του Αβρά­αμ. 17 Προ­κει­μέ­νου λοι­πόν να βοη­θή­σει ανθρώ­πους, έπρε­πε να εξο­μοιω­θεί σε όλα με τους αδελ­φούς Του αυτούς, και να γίνει αρχιε­ρεύς σπλα­χνι­κός και άξιος ώστε να βασί­ζε­ται ο καθέ­νας μας σε Αυτόν˙ αρχιε­ρεύς ευπρόσ­δε­κτος στα αρχιε­ρα­τι­κά έργα που πρέ­πει να επι­τε­λούν­ται και να προ­σφέ­ρον­ται στον Θεό για την εξι­λέ­ω­ση και τη συγ­χώ­ρη­ση του λαού. 18 Έγι­νε λοι­πόν, σπλα­χνι­κός καθώς εξο­μοιώ­θη­κε με μας˙ διό­τι, εφό­σον υπέ­φε­ρε και δοκί­μα­σε ο ίδιος πει­ρα­σμούς, καθώς θυμά­ται τι υπέ­φε­ρε κι Αυτός, με πολ­λή συμ­πά­θεια θα βοη­θή­σει κι εκεί­νους που πει­ρά­ζον­ται και δοκι­μά­ζον­ται.

11 Kαὶ ἐκεῖ­νος δέ, ὁ ὁποῖ­ος ἁγιά­ζει (ὁ Xρι­στός), καὶ ἐκεῖ­νοι, οἱ ὁποῖ­οι ἁγιά­ζον­ται, ὅλοι προ­έρ­χον­ται ἀπὸ τὸν αὐτὸν πατέ­ρα (τὸν Ἀδάμ). Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο (διό­τι δηλα­δὴ καὶ ὁ Xρι­στὸς εἶναι τέκνο τοῦ Ἀδάμ, ἄνθρω­πος) δὲν ἐντρέ­πε­ται νὰ τοὺς ὀνο­μά­ζῃ ἀδελ­φούς, 12 λέγον­τας: Θὰ δια­κη­ρύ­ξω τὸ ὄνο­μά σου στοὺς ἀδελ­φούς μου, ἐν μέσῳ συνά­ξε­ως θὰ σὲ ὑμνή­σω. 13 Kαὶ πάλι (δὲν ἐντρέ­πε­ται νὰ παρου­σιά­ζε­ται ὡς κατώ­τε­ρος τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ λέγῃ): Ἐγὼ θὰ στη­ρί­ξω τὴν πεποί­θη­σί μου σ’ αὐτόν (στὸ Θεό). Kαὶ πάλι: Ἰδοὺ ἐγὼ καὶ τὰ παι­διά, ποὺ μοῦ ἔδω­σε ὁ Θεός. 14 Ἐπει­δὴ δὲ τὰ παι­διὰ μετέ­χουν σαρ­κὸς καὶ αἵμα­τος (ἔχουν δηλα­δὴ σῶμα), γι’ αὐτὸ καὶ αὐτὸς μετέ­σχε τῶν αὐτῶν (προ­σέ­λα­βε σάρ­κα καὶ αἷμα, σῶμα), ὥστε (νὰ δύνα­ται νὰ ὑπο­στῆ θάνα­το καί) μὲ τὸ θάνα­το νὰ καταρ­γή­σῃ ἐκεῖ­νον, ποὺ ἔχει τὴ δύνα­μι τοῦ θανά­του (τὴ δύνα­μι νὰ θανα­τώ­νῃ λόγῳ τῆς ἁμαρ­τί­ας), δηλα­δὴ τὸ Διά­βο­λο, 15 καὶ ἔτσι νὰ ἐλευ­θε­ρώ­σῃ αὐτούς, οἱ ὁποῖ­οι λόγῳ τοῦ φόβου τοῦ θανά­του (αἰσθή­μα­τος δου­λι­κοῦ) ἦταν δοῦ­λοι σ’ ὅλη τὴ ζωή τους. 16 Ἐπί­σης, ὅπως εἶναι γνω­στό (ἀπὸ τὸν προ­φη­τι­κὸ λόγο), δὲν ἐκλέ­γει ἀγγέ­λους (γιὰ τὴ σωτη­ρία μας), ἀλλ’ ἐκλέ­γει ἀπό­γο­νο τοῦ Ἀβρα­άμ (ἄνθρω­πο δηλα­δή). 17 Γι’ αὐτό (γιὰ νὰ ἐκπλη­ρω­θῇ δηλα­δὴ ἡ προ­φη­τεία) ἔπρε­πε σὲ ὅλα νὰ γίνῃ ὅμοιος μὲ τοὺς ἀδελ­φούς (ὅπως προ­φη­τι­κῶς μᾶς ὠνό­μα­σε στὴν Παλαιὰ Δια­θή­κη), γιὰ νὰ γίνῃ σπλαγ­χνι­κὸς καὶ φιλάν­θρω­πος ἀρχιε­ρεὺς στὰ καθή­κον­τα πρὸς τὸ Θεό, γιὰ νὰ ἐξι­λε­ώ­νῃ τὶς ἁμαρ­τί­ες τοῦ λαοῦ. 18 Ἐξ αἰτί­ας δηλα­δὴ τοῦ πάθους, ποὺ ὑπέ­στη ὁ ἴδιος περ­νών­τας ἀπὸ δοκι­μα­σία, δύνα­ται νὰ βοη­θή­σῃ αὐτοὺς ποὺ δοκι­μά­ζον­ται.

Κατά Λου­κάν, κεφά­λαιο Α΄, εδά­φια 24–38

24 Μετ δ τατας τς μρας συνλαβεν ᾿Ελισβετ γυν ατο, κα περικρυ­βεν αυτν μνας πντε, 25 λγου­σα τι οτω μοι πεποηκεν Κριος ν μραις ας πεδεν φελεν τ νειδς μου ν νθρποις.

26 ᾿Εν δ τ μην τ κτ πεστλη γγε­λος Γαβριλ π το Θεο ες πλιν τς Γαλι­λαας, νομα Ναζαρτ, 27 πρς παρθνον μεμνη­στευμνην νδρ, νομα ᾿Ιωσφ, ξ οκου Δαυδ, κα τ νομα τς παρθνου Μαριμ. 28 Κα εσελθν γγε­λος πρς ατν επε· χαρε, κεχα­ρι­τωμνη· Κριος μετ σο· ελογημνη σ ν γυναιξν. 29 δ δοσα διε­ταρχθη π τ λγ ατο, κα διε­λογζετο ποταπς εη σπα­σμς οτος. 30 Κα επεν γγε­λος ατ· μ φοβο, Μαριμ· ερες γρ χριν παρ τ Θε. 31 Κα δο συλλψ ν γαστρ κα τξ υἱόν, κα καλσεις τ νομα ατο ᾿Ιησον. 32 Οτος σται μγας κα υἱὸς ψστου κληθσεται, κα δσει ατ Κριος Θες τν θρνον Δαυδ το πατρς ατο, 33 κα βασι­λεσει π τν οκον ᾿Ιακβ ες τος αἰῶνας, κα τς βασι­λεας ατο οκ σται τλος. 34 Επε δ Μαριμ πρς τν γγε­λον· πς σται μοι τοτο, πε νδρα ο γινσκω; 35 κα ποκρι­θες γγε­λος επεν ατ· Πνεμα Αγιον πελεσεται π σ κα δναμις ψστου πισκισει σοι· δι κα τ γεννμενον γιον κληθσεται υἱὸς Θεο. 36 Κα δο ᾿Ελισβετ συγ­γενς σου κα ατ συνει­λη­φυα υἱὸν ν γρει ατς, κα οτος μν κτος στν ατ τ καλουμν στερ· 37 τι οκ δυνατσει παρ τ Θε πν ρμα. 38 Επε δ Μαριμ· δο δολη Κυρου· γνοιτ μοι κατ τ ρμ σου. κα πλθεν π᾿ ατς γγε­λος.

24 Επει­τα δε από τας ημέ­ρας αυτάς έμει­νεν έγκυος η γυναί­κα του η Ελι­σά­βετ και έκρυ­πτε επι­με­λώς τον εαυ­τόν της επί πέν­τε μήνας. 25 Και όταν το γεγο­νός έγι­νε πλέ­ον φανε­ρόν, έλε­γεν η Ελι­σά­βετ ότι “έτσι μου έχει κάμει το καλό αυτό ο Κυριος εις τας ημέ­ρας της γερον­τι­κής μου ηλι­κί­ας, κατά τας οποί­ας επέ­βλε­ψε με καλω­σύ­νην και ευδό­κη­σε να μου αφαι­ρέ­ση την εντρο­πήν της ατε­κνί­ας μου μετα­ξύ των ανθρώ­πων”. 26 Κατά δε τον έκτον μήνα από τότε που είχε μεί­νει έγκυος η Ελι­σά­βετ, εστά­λη από τον Θεόν ο άγγε­λος Γαβρι­ήλ εις μίαν πόλιν της Γαλι­λαί­ας, ονό­μα­τι Ναζα­ρέτ, 27 προς μίαν παρ­θέ­νον, μνη­στευο­μέ­νην με άνδρα ονό­μα­τι Ιωσήφ, η οποία κατή­γε­το από το γένος Δαυίδ. Και η παρ­θέ­νος ωνο­μά­ζε­το Μαριάμ. 28 Αφού δε ο άγγε­λος εισήλ­θεν στο σπί­τι, είπε προς αυτήν· “χαί­ρε συ, που έλα­βες μεγά­λας και εξαι­ρε­τι­κάς χάρι­τας από τον Θεόν· ο Κυριος είναι μαζή σου. Είσαι συ ευλο­γη­μέ­νη όσον καμ­μία άλλη μετα­ξύ των γυναι­κών”. 29 Αυτή δε, όταν είδε τον άγγε­λον, ετα­ρά­χθη πολύ από τα λόγια του και εσκέ­πτε­το μέσα της τι σημαί­νει και ποί­ον σκο­πόν έχει αυτός ο χαι­ρε­τι­σμός. 30 Και είπεν ο άγγε­λος προς αυτήν· “μη φοβά­σαι, Μαριάμ, διό­τι ευρή­κες εξαι­ρε­τι­κήν εύνοιαν και ευλο­γί­αν εκ μέρους του Θεού. 31 Και ιδού θα συλ­λά­βης και θα γεν­νή­σης υιόν και θα καλέ­σης το όνο­μα αυτού Ιησούν. 32 Αυτός θα είναι μέγας δια την αγιό­τη­τα και το έργον του. Και θα ονο­μα­σθή ο κατ’ εχο­χήν Υιός του υψί­στου. Και θα δώση εις αυτόν Κυριος ο Θεός τον θρό­νον του προ­πά­το­ρός του Δαυίδ. 33 Και θα βασι­λεύ­ση στους αιώ­νας ως αιώ­νιος βασι­λεύς εις όλας τας γενε­άς των πιστών, που θα απο­τε­λούν την νέαν πνευ­μα­τι­κήν οικο­γέ­νειαν του Ιακώβ. Και η βασι­λεία του δεν θα λάβη τέλος”. 34 Είπε δε η Μαριάμ προς τον άγγε­λον· “πως θα γίνη το πρω­τά­κου­στον τού­το, να γεν­νή­σω υιόν, αφού δεν γνω­ρί­ζω άνδρα; 35 Και απε­κρί­θη ο άγγε­λος και της είπε· “το Πνεύ­μα το Αγιον που θα σε απαλ­λά­ξη από το προ­πα­το­ρι­κόν αμάρ­τη­μα και θα σε εξα­γιά­ση, θα έλθη εις σε και η δημιουρ­γι­κή δύνα­μις του Υψί­στου θα σε περι­κα­λύ­ψη και θα σε δια­πο­τί­ση. Δι’ αυτό και το απο­λύ­τως άγιον και ανα­μάρ­τη­τον βρέ­φος, το οποί­ον κατά τον υπερ­φυ­σι­κόν αυτόν τρό­πον θα γεν­νη­θή από σε, θα κλη­θή, διό­τι θα είναι, ο Υιός του Θεού. 36 Ιδού δε ότι και η Ελι­σά­βετ η συγ­γε­νής σου έχει συλ­λά­βει και αυτήν υιόν εις την γερον­τι­κήν της ηλι­κί­αν. Και ο μήνας αυτός είναι ο έκτος της εγκυ­μο­σύ­νης εις αυτήν, την οποί­αν έως τώρα έλε­γαν στεί­ραν. 37 Διό­τι δεν είναι αδύ­να­τον στον Θεόν κάθε τι θαυ­μα­στόν και υπερ­φυ­σι­κόν”. 38 Είπε δε η Μαριάμ· “ιδού η δού­λη του Κυρί­ου πρό­θυ­μος να υπο­τα­χθώ εις την θεί­αν βου­λήν. Ας γίνη σύμ­φω­να με τον λόγον σου”. Και ανε­χώ­ρη­σεν από αυτήν ο άγγε­λος.

24 Ύστε­ρα λοι­πόν από τις ημέ­ρες αυτές έμει­νε έγκυος η σύζυ­γός του η Ελι­σά­βετ, και επί πέν­τε μήνες από συστο­λή έκρυ­βε με επι­μέ­λεια την εγκυ­μο­σύ­νη της. 25 Όταν όμως πλέ­ον δεν μπο­ρού­σε να κρυ­φτεί, έλε­γε σε αυτούς που ήθε­λαν να την συγ­χα­ρούν: «Μου έκα­νε αυτό το καλό ο Θεός έτσι, σε περα­σμέ­νη ηλι­κία, τις ημέ­ρες αυτές που επέ­βλε­ψε με ευμέ­νεια σε ‘μένα για να μου αφαι­ρέ­σει την ντρο­πή που ένιω­θα ανά­με­σα στους ανθρώ­πους εξαι­τί­ας της στει­ρό­τη­τας και της ατε­κνί­ας μου».

26 Τον έκτο μήνα της εγκυ­μο­σύ­νης της Ελι­σά­βετ, έστει­λε ο Θεός τον αρχάγ­γε­λο Γαβρι­ήλ σε μία πόλη της Γαλι­λαί­ας που λεγό­ταν Ναζα­ρέτ, 27 σε μία παρ­θέ­να κόρη που ήταν αρρα­βω­νια­σμέ­νη με έναν άνδρα που λεγό­ταν Ιωσήφ. Η παρ­θέ­νος αυτή κόρη κατα­γό­ταν από τη γενιά του Δαβίδ, και το όνο­μά της ήταν Μαριάμ. 28 Μόλις μπή­κε ο άγγε­λος στο δωμά­τιό της, της είπε: «Χαί­ρε εσύ, που είσαι προι­κι­σμέ­νη από τον Θεό με πολ­λές και εξαι­ρε­τι­κές χάρι­τες. Ο Κύριος είναι μαζί σου, κι Αυτός σε γέμι­σε με τις χάρες Του. Έχεις ευλο­γη­θεί εσύ όσο καμία άλλη γυναί­κα». 29 Αυτή όμως, όταν είδε τον άγγε­λο, ταρά­χθη­κε πολύ απ’ τον λόγο που της είπε και σκε­πτό­ταν μέσα της ποια σημα­σία και ποιο σκο­πό να είχε άρα­γε ο χαι­ρε­τι­σμός αυτός.

30 Κι ο άγγε­λος τής είπε: “Μην φοβά­σαι, Μαριάμ, αλλά να χαί­ρε­σαι, διό­τι ο Θεός σε έκρι­νε άξια να δεχθείς την εξαι­ρε­τι­κή εύνοια και χάρη Tου. 31 Και να ποια είναι η εξαι­ρε­τι­κή χάρη που δεν την έλα­βε ποτέ καμία άλλη γυναί­κα, αλλά εσύ μόνο αξιώ­θη­κες να λάβεις: Θα συλ­λά­βεις στην κοι­λιά σου και θα γεν­νή­σεις υιό και θα Tου δώσεις το όνο­μα «Ιησούς». 32 Αυτός θα είναι μεγά­λος και λόγω της αγιό­τη­τος και λόγω του αξιώ­μα­τός Tου. Κι ενώ με την εναν­θρώ­πη­σή Tου θα γίνει τέλειος άνθρω­πος, θα ανα­γνω­ρι­σθεί ότι είναι ο Υιός του Θεού, που είναι υψη­λό­τε­ρος και ανώ­τε­ρος απ’ όλα και εξου­σιά­ζει τα πάν­τα. Και θα Τον ανυ­ψώ­σει ο Κύριος ο Θεός και ως άνθρω­πο. Θα Του δώσει τον θρό­νο του προ­πά­το­ρά του, Δαβίδ. 33 Και θα βασι­λεύ­σει αιώ­νια ως αθά­να­τος και παν­το­τι­νός αρχιε­ρέ­ας και βασι­λιάς στους πιστούς όλων των γενε­ών, οι οποί­οι θα απο­τε­λούν την πνευ­μα­τι­κή και αλη­θι­νή οικο­γέ­νεια του Ιακώβ˙ και η βασι­λεία Tου δεν θα έχει τέλος, όπως η βασι­λεία των επί­γειων βασι­λέ­ων, αλλά θα είναι ατε­λεί­ω­τη και παν­το­τι­νή, επει­δή θα είναι θεϊ­κή’’. 34 Είπε τότε η Μαριάμ στον άγγε­λο: “Πώς θα γίνει το πρω­το­φα­νές και πρω­τά­κου­στο αυτό μυστή­ριο και πώς θα συλ­λά­βω και θα γεν­νή­σω, αφού δεν έχω συζυ­γι­κή σχέ­ση με άνδρα;”. 35 Και ο άγγε­λος τής απο­κρί­θη­κε: «Θα έλθει σε σένα το Πνεύ­μα το Άγιον. Αυτό θα σε καθα­ρί­σει από το προ­πα­το­ρι­κό αμάρ­τη­μα και θα σε εξα­γιά­σει. Και η δύνα­μη του Υψί­στου θα ρίξει τη δημιουρ­γι­κή και προ­στα­τευ­τι­κή σκέ­πη της πάνω σου. Γι’ αυτό και το απο­λύ­τως ανα­μάρ­τη­το και άγιο βρέ­φος που θα γεν­νη­θεί με τον υπερ­φυ­σι­κό αυτό τρό­πο, θα ανα­γνω­ρι­σθεί ότι είναι ο ίδιος ο Υιός του Θεού.

36 Και για να βεβαιω­θείς ότι θα γίνει πραγ­μα­τι­κά το μεγά­λο αυτό θαύ­μα σε σένα, σου γνω­στο­ποιώ κι ένα άλλο, μικρό­τε­ρο βέβαια θαύ­μα, το οποίο όμως δεν θα το περί­με­νες. Ιδού, η συγ­γε­νής σου Ελι­σά­βετ έχει συλ­λά­βει κι αυτή ένα αγό­ρι στη γερον­τι­κή της ηλι­κία. Και βρί­σκε­ται στον έκτο μήνα της εγκυ­μο­σύ­νης της αυτή, που την απο­κα­λού­σαν όλοι έως τώρα στεί­ρα. 37 Κι όμως τώρα είναι έγκυος, διό­τι κανέ­να πράγ­μα δεν είναι αδύ­να­το στον Θεό, καθε­τί θαυ­μα­στό και κατα­πλη­κτι­κό που ο ασθε­νής άνθρω­πος θα ισχυ­ρι­ζό­ταν ότι είναι ανώ­τε­ρο από τις δυνά­μεις του». 38 Τότε είπε η Μαριάμ: «Ιδού είμαι η δού­λη του Κυρί­ου, πρό­θυ­μη να υπη­ρε­τή­σω τις βου­λές Του. Μακά­ρι να γίνει σε ‘μένα όπως το είπες». Και μόλις είπε αυτά τα λόγια, με τα οποία εκδή­λω­σε ταπει­νά την υπο­τα­γή της στο θέλη­μα του Θεού και εμπι­στεύ­θη­κε τον εαυ­τό της στην πρό­νοιά Του, έφυ­γε απ’ αυτήν ο άγγε­λος.

24  Mετὰ δὲ ἀπὸ τὶς ἡμέ­ρες αὐτὲς συνέ­λα­βεν ἡ Ἐλι­σά­βετ ἡ γυναῖ­κα του, καὶ ἔκρυ­βε τὴν ἐγκυ­μο­σύ­νη της ἐπὶ πέν­τε μῆνες, καί (ἔπει­τα) ἔλε­γε: 25  «Ἔτσι ἔκα­νε σὲ μένα ὁ Kύριος κατὰ τὶς ἡμέ­ρες (τῆς περα­σμέ­νης ἡλι­κί­ας μου), κατὰ τὶς ὁποῖ­ες ἐπέ­βλε­ψε μὲ εὐμέ­νεια, γιὰ ν’ ἀφαι­ρέ­σῃ τὴ ντρο­πή μου (γιὰ τὴν ἀτε­κνία μου) μετα­ξὺ τῶν ἀνθρώ­πων». 26 Kατὰ τὸν ἕκτο δὲ μῆνα (τῆς ἐγκυ­μο­σύ­νης τῆς Ἐλι­σά­βετ) ὁ Θεὸς ἀπέ­στει­λε τὸν ἄγγε­λο Γαβρι­ὴλ σὲ μία πόλι τῆς Γαλι­λαί­ας ὀνο­μα­ζο­μέ­νη Nαζα­ρέτ, 27  πρὸς μία παρ­θέ­νο μνη­στευ­μέ­νη μὲ ἄνδρα ὀνο­μα­ζό­με­νο Ἰωσὴφ ἀπὸ τὸ γένος τοῦ Δαβίδ, τὸ δὲ ὄνο­μα τῆς παρ­θέ­νου ἦταν Mαριάμ. 28  Kαὶ ὅταν ὁ ἄγγε­λος παρου­σιά­σθη­κε σ’ αὐτὴν εἶπε: Xαῖ­ρε σύ, ποὺ εἶσαι γεμά­τη ἀπὸ χάρι! Ὁ Kύριος εἶναι μαζί σου. Eὐλο­γη­μέ­νη εἶσαι σὺ περισ­σό­τε­ρο ἀπ’ ὅλες τὶς γυναῖ­κες. 29  Ἀλλ’ αὐτή, ὅταν εἶδε, ταρά­χθη­κε πολὺ ἀπὸ τὸ λόγο του καὶ σκε­πτό­ταν ἀπὸ ποῦ ἆρα­γε προ­έρ­χε­ται καὶ ποῦ ἀπο­βλέ­πει ὁ χαι­ρε­τι­σμὸς αὐτός. 30  Ὁ δὲ ἄγγε­λος τῆς εἶπε: «Mὴ φοβᾶ­σαι, Mαριάμ! Διό­τι ἔτυ­χες εὐνοί­ας ἀπὸ τὸ Θεό. 31  Kαὶ ἰδοὺ θὰ συλ­λά­βῃς στὴν κοι­λία καὶ θὰ γεν­νή­σῃς υἱό, καὶ θὰ τὸν ὀνο­μά­σῃς Ἰησοῦ. 32  Aὐτὸς θὰ εἶναι μέγας καὶ Yἱὸς τοῦ Ὑψί­στου θὰ ὀνο­μα­σθῇ. Kαὶ θὰ τοῦ δώσῃ ὁ Kύριος ὁ Θεὸς τὸ θρό­νο τοῦ Δαβὶδ τοῦ πατέ­ρα του (τοῦ προ­γό­νου του), 33  καὶ θὰ βασι­λεύῃ στὸν οἶκο τοῦ Ἰακὼβ παν­το­τι­νά, καὶ τῆς βασι­λεί­ας του δὲν θὰ ὑπάρ­ξῃ τέλος». 34  Eἶπε δὲ ἡ Mαριὰμ πρὸς τὸν ἄγγε­λο: «Πῶς αὐτὸ θὰ συμ­βῇ σ’ ἐμέ­να, ἀφοῦ δὲν συνευ­ρί­σκο­μαι μὲ ἄνδρα;». 35  Kαὶ ὁ ἄγγε­λος τῆς ἀπάν­τη­σε: «Πνεῦ­μα Ἅγιο θὰ ἔλθῃ ἐπά­νω σου καὶ δύνα­μι τοῦ Ὑψί­στου θὰ σὲ ἐπι­σκιά­σῃ. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸ ἅγιο παι­δί, ποὺ θὰ γεν­νη­θῇ, θὰ εἶναι Yἱὸς τοῦ Θεοῦ (ὄχι υἱὸς ἀνδρός). 36  Ἰδοὺ δὲ ἡ Ἐλι­σά­βετ ἡ συγ­γε­νής σου ἔχει συλ­λά­βει καὶ αὐτὴ υἱὸ στὰ γερά­μα­τά της, καὶ νὰ αὐτή, ποὺ τὴν ἔλε­γαν στεῖ­ρα, τώρα εἶναι στὸν ἕκτο μῆνα της. 37  Διό­τι δὲν εἶναι ἀδύ­να­το στὸ Θεὸ κανέ­να πρᾶγ­μα». 38  Ἡ δὲ Mαριὰμ εἶπε: «Ἰδοὺ εἶμαι ἡ δού­λη τοῦ Kυρί­ου. Ἂς γίνῃ σὲ μένα συμ­φώ­νως πρὸς τὸ λόγο σου». Kαὶ ἔφυ­γε ἀπ’ αὐτὴν ὁ ἄγγε­λος.

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ)

ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ[:Εβρ. 2,11–18]

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ

« τε γὰρ ἁγιά­ζων(: Καθό­σον υπάρ­χει στε­νός σύν­δε­σμος μετα­ξύ του αρχη­γού της σωτη­ρί­ας και εκεί­νων που σώζον­ται μέσω Αυτού· διό­τι και ο Ιησούς που μας αγιά­ζει και μας σώζει)», λέγει ο Από­στο­λος Παύ­λος, «καὶ οἱ ἁγια­ζό­με­νοι ἐξ ἑνὸς πάν­τες. δι᾿ ἣν αἰτί­αν οὐκ ἐπαι­σχύ­νε­ται ἀδελ­φοὺς αὐτοὺς καλεῖν (:και εμείς που αγια­ζό­μα­στε και σωζό­μα­στε, όλοι κατα­γό­μα­στε από έναν Πατέ­ρα. Γι’ αυτήν ακρι­βώς την αιτία και ο Χρι­στός δεν ντρέ­πε­ται να ονο­μά­ζει αυτούς, που καλεί σε σωτη­ρία, αδελ­φούς Του)». Να πάλι πώς ενώ­νει τιμών­τας αυτούς και παρη­γο­ρών­τας και κάνον­τάς τους αδελ­φούς Του Χρι­στού, σύμ­φω­να με αυτό, με το ότι κατά­γον­ται όλοι από τον ίδιο Πατέ­ρα. Στη συνέ­χεια πάλι βεβαιώ­νον­τας αυτό και για να δεί­ξει, ότι εννο­εί την κατά σάρ­κα ένω­ση, πρό­σθε­σε το «ὅ τε γὰρ ἁγιά­ζων καὶ οἱ ἁγια­ζό­με­νοι (:Εκεί­νος που αγιά­ζει και αυτοί που αγιά­ζον­ται)». Βλέ­πεις πόση είναι η δια­φο­ρά; Για­τί Εκεί­νος αγιά­ζει και εμείς αγια­ζό­μα­στε. Και παρα­πά­νω ονό­μα­σε τον Ιησού Αρχη­γό της σωτη­ρί­ας των ανθρώ­πων. Για­τί ένας είναι ο Θεός, από τον οποίο προ­έρ­χον­ται τα πάν­τα.

«Δι᾿ ἣν αἰτί­αν οὐκ ἐπαι­σχύ­νε­ται ἀδελ­φοὺς αὐτοὺς καλεῖν (:Για τον λόγο αυτόν δεν ντρέ­πε­ται να τους ονο­μά­ζει αδελ­φούς)». Βλέ­πεις πάλι πώς δεί­χνει την υπε­ρο­χή; Για­τί με το να πει «δεν ντρέ­πε­ται», δεί­χνει ότι το παν δεν προ­έρ­χε­ται από τη φύση του πράγ­μα­τος, αλλά από τη φιλο­στορ­γία Εκεί­νου που δεν ντρέ­πε­ται και την πολ­λή Του ταπει­νο­φρο­σύ­νη. Αν και όλοι δηλα­δή κατα­γό­μα­στε από έναν Πατέ­ρα, Αυτός όμως αγιά­ζει και εμείς αγια­ζό­μα­στε. Είναι μεγά­λη η δια­φο­ρά· Αυτός προ­έρ­χε­ται από τον Πατέ­ρα, ως Υιός γνή­σιος, δηλα­δή από την ουσία Του· εμείς όμως ως κτί­σμα, δηλα­δή από την αρχι­κή ανυ­παρ­ξία. Επο­μέ­νως είναι μεγά­λη η δια­φο­ρά. Γι’ αυτό, λέγει ο Από­στο­λος Παύ­λος: «Οὐκ ἐπαι­σχύ­νε­ται ἀδελ­φοὺς αὐτοὺς καλεῖν, λέγων· ἀπαγ­γε­λῶ τὸ ὄνο­μά σου τοῖς ἀδελ­φοῖς μου (:Δεν ντρέ­πε­ται να τους ονο­μά­ζει αδελ­φούς Του λέγον­τας: ‘’Θα δια­κη­ρύ­ξω και θα ομο­λο­γή­σω το όνο­μά σου στους αδελ­φούς μου’’)»[Εβρ.2,12–13·πρβλ.Ψαλμ.21,23: «Διη­γή­σο­μαι τ νομά σου τος δελ­φος μου, ν μέσ κκλη­σί­ας μνή­σω σε».]. Για­τί, όταν ντύ­θη­κε τη σάρ­κα, ντύ­θη­κε επο­μέ­νως και την αδελ­φι­κή ιδιό­τη­τα προς τους ανθρώ­πους, και συνει­σήλ­θε μαζί με τη σάρ­κα και η αδελ­φι­κή σχέ­ση.

Και αυτό βέβαια εύλο­γα το λέγει, όμως το «γὼ ἔσο­μαι πεποι­θὼς ἐπ᾿ αὐτῷ (:Εγώ ο Μεσ­σί­ας ως άνθρω­πος θα στη­ρί­ξω την εμπι­στο­σύ­νη μου πάνω σε Αυτόν, τον Θεό και Πατέ­ρα)», τι το θέλει; Και το επό­με­νο εύλο­γα το είπε· «δοὺ ἐγὼ καὶ τὰ παι­δία ἅ μοι ἔδω­κεν ὁ Θεός (:Ιδού εγώ και τα παι­διά που μου έδω­σε ο Θεός)»[πρβλ. Ησ.8,18]. Όπως δηλα­δή εδώ δεί­χνει τον εαυ­τό Του Πατέ­ρα, έτσι εκεί τον δεί­χνει αδελ­φό· «Θα δια­κη­ρύ­ξω και θα ομο­λο­γή­σω», λέγει ο Ιησούς, «το όνο­μά σου στους αδελ­φούς μου».

Και πάλι δεί­χνει την υπε­ρο­χή και τη μεγά­λη δια­φο­ρά με τα επό­με­να που λέγει: «πεὶ οὖν τὰ παι­δία». «Επει­δή λοι­πόν τα παι­διά του Θεού», λέγει, «κεκοι­νώ­νη­κε σαρ­κὸς καὶ αἵμα­τος(:είναι άνθρω­ποι και έχουν συμ­με­τά­σχει όλα στην ασθε­νι­κή και φθαρ­τή ανθρώ­πι­νη φύση)»[Εβρ.2,14]. Βλέ­πεις ότι εννο­εί την ομοιό­τη­τα; Ως προς τη σάρ­κα. «Καὶ αὐτὸς παρα­πλη­σί­ως μετέ­σχε τῶν αὐτῶν (:γι’ αυτό και αυτός παρό­μοια μετέ­σχε στην ίδια ανθρώ­πι­νη φύση και αλη­θι­νά έγι­νε άνθρω­πος)». Ας ντρέ­πον­ται όλοι οι αιρε­τι­κοί, ας κρυ­φτούν όσοι λέγουν ότι ο Ιησούς ήρθε φαι­νο­με­νι­κά και όχι πραγ­μα­τι­κά. Για­τί δεν είπε μόνο ότι πήρε τα ίδια και ύστε­ρα σιώπησε(αν και βέβαια κι αυτό να έλε­γε θα ήταν αρκετό),αλλά ο Από­στο­λος Παύ­λος φανέ­ρω­σε κάποιο άλλο μεγα­λύ­τε­ρο, προ­σθέ­τον­τας το «παρα­πλη­σί­ως(:παρό­μοια)». «Ούτε φαν­τα­στι­κά ούτε εικο­νι­κά», λέγει, «αλλά πραγ­μα­τι­κά»· για­τί το «παρα­πλη­σί­ως» δεν επι­δέ­χε­ται αμφι­σβή­τη­ση.

Στη συνέ­χεια δεί­χνει την αδελ­φι­κή σχέ­ση και ανα­φέ­ρει την αιτία της οικο­νο­μί­ας του πράγ­μα­τος· «ἵνα διὰ τοῦ θανά­του καταρ­γή­σῃ τὸν τὸ κρά­τος ἔχον­τα τοῦ θανά­του, τοῦτ᾿ ἔστι τὸν διά­βο­λον»: «Για να κατα­στή­σει», λέγει, «με τον θάνα­τό Του ανί­σχυ­ρο εκεί­νον που είχε τη δύνα­μη και την εξου­σία του θανά­του, δηλα­δή τον διά­βο­λο». Εδώ δεί­χνει κάτι που είναι άξιο θαυ­μα­σμού, ότι δηλα­δή με εκεί­νο που εξου­σί­α­ζε ο διά­βο­λος, με εκεί­νο ηττή­θη­κε, και ότι με εκεί­νο που ήταν ισχυ­ρό όπλο του εναν­τί­ον της οικου­μέ­νης, ο θάνα­τος, με αυτό τον έπλη­ξε ο Χρι­στός· ακό­μη φανε­ρώ­νει και τη μεγά­λη δύνα­μη του νικη­τή. Βλέ­πεις πόσο καλό προ­ξέ­νη­σε ο θάνα­τος του Ιησού;

«Καὶ ἀπαλ­λά­ξῃ τού­τους(:και έτσι να απαλ­λά­ξει αυτούς)», λέγει, «ὅσοι φόβῳ θανά­του διὰ παν­τὸς τοῦ ζῆν ἔνο­χοι ἦσαν δου­λεί­ας(: οι οποί­οι, επει­δή φοβούν­ταν τον θάνα­το, σε ολό­κλη­ρη τη ζωή τους, κατα­κρα­τούν­ταν από τη δου­λεία της ανη­συ­χί­ας και της αγω­νί­ας μήπως πεθά­νουν και στε­ρη­θούν τη ζωή αυτήν, και υπο­στούν έπει­τα και τα δει­νά της κατα­δί­κης μετά τον θάνα­το)»[Εβρ.2,15]. «Για ποιον λόγο τρο­μά­ζε­τε», λέγει, «για­τί φοβά­στε αυτόν που καταρ­γή­θη­κε; Δεν είναι πια φοβε­ρός, αλλά κατα­πα­τή­θη­κε, εξευ­τε­λί­στη­κε, είναι ασή­μαν­τος και τιπο­τέ­νιος». Τι όμως σημαί­νει το «ὅσοι φόβῳ θανά­του διὰ παν­τὸς τοῦ ζῆν ἔνο­χοι ἦσαν δου­λεί­ας (:όσοι από φόβο του θανά­του ήταν υπο­δου­λω­μέ­νοι σε όλη τους τη ζωή)»; Τι εννο­εί με αυτό; Ότι όποιος φοβά­ται τον θάνα­το, είναι δού­λος και δέχε­ται τα πάν­τα για να μην πεθά­νει· ή το άλλο εννο­εί, ότι δηλα­δή όλοι ήταν δού­λοι του θανά­του και εξου­σιά­ζον­ταν απ’ αυτόν που δεν είχε ακό­μη κατα­λυ­θεί· ή αν δεν είναι αυτό, ότι οι άνθρω­ποι ζού­σαν διαρ­κώς με φόβο. Για­τί, περι­μέ­νον­τας πάν­το­τε ότι θα πεθά­νουν και φοβού­με­νοι τον θάνα­το, δεν μπο­ρού­σαν να γνω­ρί­σουν καμία ευχα­ρί­στη­ση, επει­δή είχαν το φόβο αυτόν. Για­τί αυτό υπαι­νί­χθη­κε, λέγον­τας, «σε όλη τους τη ζωή».

Εδώ δεί­χνει ότι ταλαι­πω­ρούν­ται, όσοι πιέ­ζον­ται, όσοι διώ­κον­ται, ενώ όσοι δεν έχουν πατρί­δα και περιου­σία και όλα τα άλλα, ζουν πιο ευχά­ρι­στα και πιο ελεύ­θε­ρα από εκεί­νους που παλαιό­τε­ρα ζού­σαν με απο­λαύ­σεις, που δεν έπα­θαν τίπο­τε τέτοιο, που ευη­με­ρού­σαν. Για­τί εκεί­νοι, περ­νών­τας όλη τους τη ζωή κάτω από αυτόν τον φόβο, ήταν και δού­λοι, ενώ αυτοί είναι απαλ­λαγ­μέ­νοι από τον φόβο αυτόν και περι­φρο­νούν εκεί­νο που έτρε­μαν εκεί­νοι. Όπως κάποιος δηλα­δή που ενθαρ­ρύ­νει με πολ­λή ευγέ­νεια τον φυλα­κι­σμέ­νο που πρό­κει­ται να θανα­τω­θεί και το περι­μέ­νει πάν­το­τε αυτό, κάτι τέτοιο ήταν την παλιά επο­χή ο θάνα­τος. Τώρα όμως έγι­νε το ίδιο, όπως αν κάποιος, διώ­χνον­τας αυτόν τον φόβο, τον προ­έ­τρε­πε με ευγέ­νεια να αγω­νί­ζε­ται, και ορί­ζον­τας και τον αγώ­να, υπο­σχό­ταν να τον οδη­γή­σει όχι στον θάνα­το, αλλά στη βασι­λεία.

Από ποιους λοι­πόν θα ήθε­λες να είσαι; Από τους φυλα­κι­σμέ­νους που ενθαρ­ρύ­νον­ται και καθη­με­ρι­νά περι­μέ­νουν την από­φα­ση, ή από αυτούς που αγω­νί­ζον­ται πολύ και κου­ρά­ζον­ται με τη θέλη­σή τους για να φορέ­σουν το διά­δη­μα της βασι­λεί­ας; Βλέ­πεις πώς ενθάρ­ρυ­νε την ψυχή τους και τους ανέ­βα­σε ψηλά; Και δεί­χνει ότι όχι μόνο ο θάνα­τος έχει κατα­λυ­θεί, αλλά ότι με αυτόν έχει καταρ­γη­θεί και εκεί­νος που επι­χει­ρού­σε και κάνει πάν­το­τε τον άσπον­δο πόλε­μο εναν­τί­ον μας, δηλα­δή ο διά­βο­λος. Για­τί εκεί­νος που δε φοβά­ται τον θάνα­το είναι έξω από την τυραν­νι­κή εξου­σία του δια­βό­λου.

Αν κάποιος δηλα­δή για να σώσει το δέρ­μα του θα έδι­νε άλλο δέρ­μα και για να σώσει τη ζωή του θα έδι­νε τα πάν­τα [Ιώβ 2,4: « πολαβν δ διά­βο­λος επε τ Κυρί· δέρ­μα πρ δέρ­μα­τος· κα πάν­τα, σα πάρ­χει νθρώπ, πρ τς ψυχς ατο κτί­σει(: Ο διά­βο­λος παίρ­νον­τας τον λόγο είπε προς τον Κύριο· “για να σώσει κανείς το δέρ­μα του, ευχα­ρί­στως δίνει άλλο δέρ­μα. Όλα όσα έχει ο άνθρω­πος μπο­ρεί να τα θυσιά­σει, αρκεί να δια­τη­ρή­σει έτσι την ζωή του)», όταν κανείς απο­φα­σί­ζει να περι­φρο­νή­σει ακό­μη και τη ζωή του, τίνος θα είναι στη συνέ­χεια δού­λος; Κανέ­ναν δεν φοβά­ται, κανέ­ναν δεν τρέ­μει· από όλους είναι ανώ­τε­ρος και από όλους περισ­σό­τε­ρο ελεύ­θε­ρος. Για­τί, εκεί­νος που περι­φρο­νεί τη ζωή του, πολύ περισ­σό­τε­ρο θα περι­φρο­νή­σει τα άλλα. Όταν ο διά­βο­λος βρει μια τέτοια ψυχή, τίπο­τε από τα δικά του δεν θα μπο­ρέ­σει να κάνει σε αυτήν. Τι δηλα­δή, πες μου, θα τη φοβε­ρί­σει με απώ­λεια χρη­μά­των και ατί­μω­ση και εξο­ρία από την πατρί­δα;

Αυτά όμως είναι ασή­μαν­τα γι’ αυτόν που δεν θεω­ρεί τη ζωή του πολύ­τι­μη, σύμ­φω­να με τον Από­στο­λο Παύλο[Πράξ. 20,24: «λλ᾿ οδενς λόγον ποιομαι οδ χω τν ψυχήν μου τιμί­αν μαυτ, ς τελεισαι τν δρό­μον μου μετ χαρς κα τν δια­κο­νί­αν ν λαβον παρ το Κυρί­ου ησο, δια­μαρ­τύ­ρα­σθαι τ εαγγέ­λιον τς χάρι­τος το Θεο(:εγώ όμως τίπο­τε απ’ αυτά δεν λογα­ριά­ζω, ούτε θεω­ρώ τη ζωή μου πολύ­τι­μη για μένα, όσο θεω­ρώ σπου­δαίο και πολύ­τι­μο να τελειώ­σω με ανά­παυ­ση συνει­δή­σε­ως και χαρά το δρό­μο της απο­στο­λής μου και να ολο­κλη­ρώ­σω τη δια­κο­νία που μου ανέ­θε­σε ο Κύριος Ιησούς: να δίνω δηλα­δή τη μαρ­τυ­ρία μου για το ευαγ­γέ­λιο, το οποίο γνω­στο­ποιεί στους ανθρώ­πους τη χάρη που τους έδω­σε ο Θεός)»].

Βλέ­πεις ότι απο­μά­κρυ­νε την τυραν­νία του θανά­του και συγ­χρό­νως διέ­λυ­σε τη δύνα­μη του δια­βό­λου; Για­τί εκεί­νος που γνω­ρί­ζει να φιλο­σο­φεί πολύ για την ανά­στα­ση, πώς θα φοβά­ται τον θάνα­το και πώς θα τρο­μά­ζει στη συνέ­χεια; Μη στε­νο­χω­ριέ­στε, λοι­πόν, λέγον­τας «για ποιο λόγο τα πάθα­με αυτά και εκεί­να;» , για­τί έτσι η νίκη γίνε­ται λαμ­πρό­τε­ρη. Δεν θα ήταν όμως λαμ­πρή αν δεν κατέ­λυε τον θάνα­το με θάνα­το. Και το θαυ­μα­στό είναι τού­το, ότι τον νίκη­σε με αυτά με τα οποία ήταν δυνα­τός αυτός, δεί­χνον­τας παν­τού την εφευ­ρε­τι­κό­τη­τα και την επι­νο­η­τι­κό­τη­τά Του. Ας μην αρνη­θού­με λοι­πόν τη δωρεά που μας δόθη­κε. «Ο γρ δωκεν μν Θες (:για­τί δεν λάβα­με από τον Θεό)», λέγει, «πνεμα δειλας, λλ δυνμεως κα γπης κα σωφρο­νι­σμο(: πνεύ­μα δει­λί­ας, αλλά πνεύ­μα δύνα­μης και αγά­πης και σωφρο­νι­σμού)»[Β΄Τιμ.1,7].Ας στα­θού­με λοι­πόν γεν­ναία, περι­φρο­νών­τας τον θάνα­το.

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

ΟΜΙΛΙΑ Ε΄(επι­λεγ­μέ­νο από­σπα­σμα)

«Οὐ γὰρ δήπου ἀγγέ­λων ἐπι­λαμ­βά­νε­ται, ἀλλὰ σπέρ­μα­τος Ἀβρα­ὰμ ἐπι­λαμ­βά­νε­ται. ὅθεν ὤφει­λε κατὰ πάν­τα τοῖς ἀδελ­φοῖς ὁμοιω­θῆ­ναι(:ήταν λοι­πόν αναγ­καίο να γίνει ο Υιός και άνθρω­πος· διό­τι αναμ­φί­βο­λα δεν έρχε­ται να βοη­θή­σει αγγέ­λους, οπό­τε δεν θα ήταν ανάγ­κη να φορέ­σει σάρ­κα, αφού οι άγγε­λοι είναι άσαρ­κοι· αλλά έρχε­ται να βοη­θή­σει τους απο­γό­νους του Αβρα­άμ)»[Εβρ.2,16].

Θέλον­τας ο Παύ­λος να δεί­ξει τη μεγά­λη φιλαν­θρω­πία του Θεού και την αγά­πη που είχε για το ανθρώ­πι­νο γένος, αφού είπε: «πε ον τ παι­δία κεκοι­νώ­νη­κε σαρκς κα αματος κα ατς παρα­πλη­σί­ως μετέ­σχε τν ατν(:Επει­δή λοι­πόν τα παι­διά του Θεού είναι άνθρω­ποι και έχουν συμ­με­τά­σχει όλα στην ασθε­νι­κή και φθαρ­τή ανθρώ­πι­νη φύση, γι’ αυτό και αυτός παρό­μοια μετέ­σχε στην ίδια ανθρώ­πι­νη φύση και αλη­θι­νά έγι­νε άνθρω­πος· για να κατα­στή­σει με τον θάνα­τό Του ανί­σχυ­ρο εκεί­νον που είχε τη δύνα­μη και την εξου­σία του θανά­του, δηλα­δή τον διά­βο­λο)»[Εβρ. 2,14], δια­σα­φη­νί­ζει το χωρίο αυτό και λέγει: «Ο γρ δήπου γγέ­λων πιλαμ­βά­νε­ται(:Έπρε­πε λοι­πόν να εναν­θρω­πή­σει ο Υιός, διό­τι δεν ανα­λαμ­βά­νει βέβαια να βοη­θή­σει και να στη­ρί­ξει στην σωτη­ρία άυλους αγγέ­λους [επει­δή τότε δεν θα υπήρ­χε ανάγ­κη να γίνει άνθρω­πος])».

Μην εκλά­βεις επι­πό­λαια αυτό που λέχθη­κε, ούτε να θεω­ρή­σεις πως αυτό είναι κάποιο απλό πράγ­μα, το ότι δηλα­δή Αυτός έλα­βε τη δική μας σάρ­κα· για­τί «ο γρ δήπου γγέ­λων πιλαμ­βά­νε­ται, λλ σπέρ­μα­τος βραμ πιλαμ­βά­νε­ται», δεν το χάρι­σε αυτό στους αγγέ­λους, αλλά τους απο­γό­νους του Αβρα­άμ. Τι σημαί­νει αυτό που λέγει; Δεν ανέ­λα­βε τη φύση του αγγέ­λου, αλλά του ανθρώ­που. Και τι σημαί­νει «ἐπι­λαμ­βά­νε­ται»; Από μετα­φο­ρά εκεί­νων που κατα­διώ­κουν όσους τους απο­στρέ­φον­ται και κάνουν τα πάν­τα για να τους εμπο­δί­σουν ενώ φεύ­γουν και να τους συλ­λά­βουν καθώς τρέ­χουν.

Aπομα­κρυ­νό­με­νη δηλα­δή από Aυτόν η ανθρώ­πι­νη φύση και μάλι­στα φεύ­γον­τας πολύ μακριά(γιατί λέγει: «τι τε ν τ καιρ κείν χωρς Χρι­στο, πηλ­λο­τριω­μέ­νοι τς πολι­τεί­ας το σραλ κα ξένοι τν δια­θηκν τς παγ­γε­λί­ας, λπί­δα μ χον­τες κα θεοι ν τ κόσμ(:να θυμά­στε ότι κατά τον και­ρό εκεί­νο ζού­σα­τε χωρίς Χρι­στό, απο­ξε­νω­μέ­νοι από το θεο­σύ­στα­το πολί­τευ­μα των Ισραη­λι­τών και ξένοι προς τις δια­θή­κες, με τις οποί­ες ο Θεός υπο­σχό­ταν την λύτρω­ση μέσω του Χρι­στού. Δεν είχα­τε καμία ελπί­δα για σωτη­ρία και αιώ­νια ζωή, δεν γνω­ρί­ζα­τε τον αλη­θι­νό Θεό και ζού­σα­τε σαν άθε­οι στον κόσμο)»[Εφ. 2,12], Αυτός την κατα­δί­ω­ξε και τη συνέ­λα­βε. Από εδώ απο­δει­κνύ­ε­ται πως αυτό το έκα­με μόνο από φιλαν­θρω­πία και αγά­πη και ενδια­φέ­ρον για μας. Όπως λοι­πόν όταν λέγει: «Οχ πάν­τες εσ λει­τουρ­γικ πνεύ­μα­τα ες δια­κο­νί­αν ποστελ­λό­με­να δι τος μέλ­λον­τας κλη­ρο­νο­μεν σωτη­ρί­αν;(: όλοι οι άγγε­λοι δεν είναι πνεύ­μα­τα υπη­ρε­τι­κά, τα οποία απο­στέλ­λον­ται από τον Θεό, για να εξυ­πη­ρε­τούν αυτούς, που μέλ­λουν να κλη­ρο­νο­μή­σουν τη σωτη­ρία;)»[Εβρ.1,14],απο­δει­κνύ­ει τη μεγά­λη Του φρον­τί­δα για την ανθρώ­πι­νη φύση και ότι ο Θεός ενδια­φέ­ρε­ται πολύ γι’ αυτήν, έτσι και εδώ το πολύ μεγα­λύ­τε­ρο το ανα­φέ­ρει με τη σύγ­κρι­ση που κάνει λέγον­τας: «για­τί δεν έρχε­ται να βοη­θή­σει άσαρ­κους αγγέ­λους».

Πραγ­μα­τι­κά είναι μεγά­λο και θαυ­μα­στό και εκπλη­κτι­κό να κάθε­ται στον ουρα­νό η Σάρ­κα που είναι από μας και να προ­σκυ­νεί­ται από τους αγγέ­λους και τους αρχαγ­γέ­λους και τα Σερα­φείμ και τα Χερου­βίμ. Όταν το σκέ­πτο­μαι αυτό πολ­λές φορές, εκπλήσ­σο­μαι και φαν­τά­ζο­μαι μεγά­λα πράγ­μα­τα για το ανθρώ­πι­νο γένος. Για­τί βλέ­πω μεγά­λα και λαμ­πρά τα προ­οί­μια και μεγά­λο το ενδια­φέ­ρον του Θεού για τη δική μας φύση. Και δεν είπε απλώς ότι έρχε­ται να βοη­θή­σει τους ανθρώ­πους, αλλά, θέλον­τας να τους εξυ­ψώ­σει και να δεί­ξει το γένος τους μεγά­λο και τίμιο, λέγει: «αλλά έρχε­ται να βοη­θή­σει τους απο­γό­νους του Αβρα­άμ».

«ὅθεν ὤφει­λε κατὰ πάν­τα τοῖς ἀδελ­φοῖς ὁμοιω­θῆ­ναι(:προ­κει­μέ­νου λοι­πόν να βοη­θή­σει ανθρώ­πους, έπρε­πε να εξο­μοιω­θεί σε όλα με τους αδελ­φούς Του αυτούς)»[Εβρ.2,17].Τι σημαί­νει η φρά­ση «κατὰ πάν­τα(:σε όλα)»; «Γεν­νή­θη­κε», λέγει, «ανα­τρά­φη­κε, μεγά­λω­σε, έπα­θε όλα όσα έπρε­πε, και τέλος πέθα­νε». Αυτό σημαί­νει το «έπρε­πε να γίνει σε όλα όμοιος με τους αδελ­φούς Του». Αφού λοι­πόν είπε πολ­λά για τη μεγα­λο­σύ­νη Του και την ουρά­νια δόξα Του, στη συνέ­χεια κάνει λόγο για την οικο­νο­μία του Θεού. Και πρό­σε­χε με πόση σύνε­ση και δύνα­μη, πώς τον παρου­σιά­ζει να προ­σπα­θεί πολύ, ώστε να γίνει όμοιος με μας, πράγ­μα που δεί­χνει το μεγά­λο Του ενδια­φέ­ρον. Για­τί, αφού είπε παρα­πά­νω: «Επει­δή λοι­πόν τα παι­διά του Θεού είναι άνθρω­ποι και έχουν συμ­με­τά­σχει όλα στην ασθε­νι­κή και φθαρ­τή ανθρώ­πι­νη φύση, γι’ αυτό και Αυτός παρό­μοια μετέ­σχε στην ίδια ανθρώ­πι­νη φύση και αλη­θι­νά έγι­νε άνθρω­πος· για να κατα­στή­σει με τον θάνα­τό Του ανί­σχυ­ρο εκεί­νον που είχε τη δύνα­μη και την εξου­σία του θανά­του, δηλα­δή τον διά­βο­λο», και εδώ λέγει: «έπρε­πε να γίνει σε όλα όμοιος με τους αδελ­φούς Του». Σαν να έλε­γε: «Αυτός που είναι τόσο μεγά­λος, η ακτι­νο­βο­λία της δόξας του Θεού, η σφρα­γί­δα της υπό­στα­σής Του, Αυτός που δημιούρ­γη­σε τον κόσμο, που κάθε­ται στα δεξιά του Πατέ­ρα, Αυτός θέλη­σε και φρόν­τι­σε να γίνει σε όλα αδελ­φός μας και γι’ αυτό άφη­σε τους αγγέ­λους και τις ουρά­νιες δυνά­μεις και κατέ­βη­κε σε μας και ήρθε να μας βοη­θή­σει».

Πρό­σε­χε και πόσα αγα­θά χάρι­σε· κατέ­λυ­σε τον θάνα­το, μας έβγα­λε από την τυραν­νία του δια­βό­λου, μας ελευ­θέ­ρω­σε από τη δου­λεία, μας τίμη­σε αφού έγι­νε αδελ­φός μας. Και δε μας τίμη­σε μόνο με το να γίνει αδελ­φός μας, αλλά και με πολ­λά άλλα. Για­τί θέλη­σε να γίνει και Αρχιε­ρέ­ας μας προς τον Πατέ­ρα· γι’ αυτό και προ­σθέ­τει τη φρά­ση: «ἵνα ἐλε­ή­μων γένη­ται καὶ πιστὸς ἀρχιε­ρεὺς τὰ πρὸς τὸν Θεόν (:και να γίνει αρχιε­ρέ­ας σπλα­χνι­κός και άξιος, ώστε να βασί­ζε­ται ο καθέ­νας μας σε Αυτόν· αρχιε­ρέ­ας αξιό­πι­στος στα αρχιε­ρα­τι­κά έργα που πρέ­πει να επι­τε­λούν­ται και να προ­σφέ­ρον­ται στον Θεό)». «Γι’ αυτό», λέγει, «ανέ­λα­βε τη δική μας σάρ­κα, από φιλαν­θρω­πία μόνο, για να μας ελε­ή­σει· για­τί δεν υπάρ­χει καμία άλλη αιτία της οικο­νο­μί­ας, παρά μόνο αυτή. Είδε δηλα­δή ότι ήμα­σταν πεσμέ­νοι κάτω, χαμέ­νοι, κατα­δυ­να­στευό­με­νοι από τον θάνα­το, και μας ελέη­σε».

«ἵνα ἐλε­ή­μων γένη­ται καὶ πιστὸς ἀρχιε­ρεὺς τὰ πρὸς τὸν Θεόν, εἰς τὸ ἱλά­σκε­σθαι τὰς ἁμαρ­τί­ας τοῦ λαοῦ(:προ­κει­μέ­νου να γίνει αρχιε­ρέ­ας σπλα­χνι­κός και άξιος, ώστε να βασί­ζε­ται ο καθέ­νας μας σε Αυτόν· αρχιε­ρέ­ας αξιό­πι­στος στα αρχιε­ρα­τι­κά έργα που πρέ­πει να επι­τε­λούν­ται και να προ­σφέ­ρον­ται στον Θεό για την εξι­λέ­ω­ση και τη συγ­χώ­ρη­ση του λαού)», λέγει[Εβρ.2,17].Τι σημαί­νει «πιστός»; Αλη­θι­νός, δυνα­τός. Για­τί αρχιε­ρέ­ας πιστός είναι μόνο ο Υιός, δυνα­τός να απαλ­λά­ξει εκεί­νους των οποί­ων είναι αρχιε­ρέ­ας, από τα αμαρ­τή­μα­τά τους. Για να προ­σφέ­ρει λοι­πόν τη θυσία που μπο­ρεί να μας καθα­ρί­σει, γι’ αυτό έγι­νε άνθρω­πος. Πρό­σθε­σε λοι­πόν «στην υπη­ρε­σία του Θεού». Δηλα­δή, εξαι­τί­ας της υπη­ρε­σί­ας Του προς τον Θεό. «Ήμα­σταν», λέγει, «εχθροί του Θεού, κατα­δι­κα­σμέ­νοι, περι­φρο­νη­μέ­νοι. Δεν υπήρ­χε κανείς να προ­σφέ­ρει για μας θυσία. Είδε ότι βρι­σκό­μα­σταν σε τέτοια κατά­στα­ση και μας ελέη­σε, χωρίς να ορί­σει σε μας αρχιε­ρέα, αλλά έγι­νε ο ίδιος αρχιε­ρέ­ας πιστός, δηλα­δή γνή­σιος». Στη συνέ­χεια, για να δεί­ξει πως έγι­νε πιστός, πρό­σθε­σε τη φρά­ση: «για να εξι­λε­ώ­νει τις αμαρ­τί­ες του λαού».

«ἐν ᾧ γὰρ πέπον­θεν αὐτὸς πει­ρα­σθείς, δύνα­ται τοῖς πει­ρα­ζο­μέ­νοις βοη­θῆ­σαι(:Έγι­νε λοι­πόν σπλα­χνι­κός καθώς εξο­μοιώ­θη­κε με μας· διό­τι, εφό­σον υπέ­φε­ρε και δοκί­μα­σε ο Ίδιος πει­ρα­σμούς, καθώς θυμά­ται τι υπέ­φε­ρε Αυτός, με πολ­λή συμ­πά­θεια θα βοη­θή­σει και εκεί­νους που πει­ρά­ζον­ται και δοκι­μά­ζον­ται)», λέγει[Εβρ.2,18]. Αυτό είναι πολύ ταπει­νό και ευτε­λές και ανά­ξιο του Θεού. «Επει­δή», λέγει, «έπα­θε αυτό». Εδώ μιλά­ει για τον Χρι­στό που σαρ­κώ­θη­κε και ίσως λέχθη­κε για πλη­ρο­φο­ρία των ακρο­α­τών και εξαι­τί­ας της αδυ­να­μί­ας Του. Αυτό που λέγει σημαί­νει το εξής: «έπα­θε αυτά που πάθα­με, και τώρα δεν αγνο­εί τα δικά μας πάθη· δεν τα γνω­ρί­ζει δηλα­δή ως Θεός μόνο, αλλά και ως άνθρω­πος τα γνώ­ρι­σε, επει­δή δοκι­μά­σθη­κε στην πρά­ξη με αυτά· έπα­θε πολ­λά, γνω­ρί­ζει να συμ­πά­σχει». Αν και βέβαια ο Θεός είναι απα­θής, όμως εδώ ανα­φέ­ρε­ται σε εκεί­να που έχουν σχέ­ση με τη σάρ­κω­ση. Σαν να έλε­γε: «και αυτή η σάρ­κα του Χρι­στού έπα­θε πολ­λά κακά. Γνω­ρί­ζει τι είναι θλί­ψη, γνω­ρί­ζει τι είναι πει­ρα­σμός, και όχι λιγό­τε­ρο από μας που τα πάθα­με, για­τί πραγ­μα­τι­κά και Αυτός έπα­θε».

Τι λοι­πόν σημαί­νει το «δύνα­ται τοῖς πει­ρα­ζο­μέ­νοις βοη­θῆ­σαι (:μπο­ρεί να βοη­θή­σει όσους δοκι­μά­ζον­ται)»; Σαν να έλε­γε κανείς: «Με πολ­λή προ­θυ­μία θα απλώ­σει χέρι βοη­θεί­ας, θα δεί­ξει συμ­πά­θεια». Επει­δή ήθε­λαν να έχουν κάτι μεγά­λο και περισ­σό­τε­ρο από τους πιστούς που προ­έρ­χον­ταν από τους εθνι­κούς, δεί­χνει ότι έχουν κάτι περισ­σό­τε­ρο με αυτό, πράγ­μα που δεν έβλα­πτε καθό­λου τους εθνι­κούς. Και ποιο είναι αυτό; Ότι από αυτούς προ­έρ­χε­ται η σωτη­ρία, ότι αυτούς ήρθε να βοη­θή­σει πρώ­τα, ότι από εκεί ανέ­λα­βε σάρ­κα. «Για­τί δεν έρχε­ται», λέγει, «να βοη­θή­σει αγγέ­λους, αλλά τους απο­γό­νους του Αβρα­άμ». Με αυτό τιμά­ει τον πατριάρ­χη και δεί­χνει τι σημαί­νει «από­γο­νοι του Αβρα­άμ». Για­τί τους θυμί­ζει την υπό­σχε­ση που δόθη­κε σε αυτόν που έλε­γε: «τι πσαν τν γν, ν σ ρς, σο δώσω ατν κα τ σπέρ­μα­τί σου ως αἰῶνος(:διό­τι όλη αυτήν την γη, την οποία βλέ­πεις, θα την δώσω σε σένα και στους απο­γό­νους σου στους αιώ­νες)»[Γέν. 13,15], δεί­χνον­τας με αυτό το πολύ μικρό τη συγ­γέ­νεια, το ότι από έναν κατά­γον­ται όλοι.

Επει­δή όμως δεν ήταν μεγά­λη εκεί­νη η συγ­γέ­νεια, έρχε­ται πάλι σε αυτή και ασχο­λεί­ται στη συνέ­χεια με την οικο­νο­μία της σάρ­κω­σης και λέγει: «για να μπο­ρεί να εξι­λε­ώ­νει τις αμαρ­τί­ες του λαού». Για ποιο λόγο δεν είπε «της οικου­μέ­νης», αλλά «του λαού»; Για­τί πραγ­μα­τι­κά σήκω­σε τις αμαρ­τί­ες όλων μας. Επει­δή πρώ­τα γι’ αυτούς ήταν ο λόγος Του. Για­τί και ο άγγε­λος έλε­γε στον Ιωσήφ: «Τέξε­ται δ υἱὸν κα καλέ­σεις τ νομα ατο ησον· ατς γρ σώσει τν λαν ατο π τν μαρ­τιν ατν(:Και θα γεν­νή­σει γιο και εσύ που από τον νόμο της Παλαιάς Δια­θή­κης ανα­γνω­ρί­ζε­σαι ως προ­στά­της και πατέ­ρας Του, θα Του δώσεις το όνο­μα «Ιησούς», το οποίο σημαί­νει «σωτή­ρας». Και θα Του δώσεις αυτό το όνο­μα, διό­τι Αυτός θα σώσει από τις αμαρ­τί­ες Του τον νέο Ισρα­ήλ, ο οποί­ος θα Τον πιστέ­ψει ως σωτή­ρα και θα γίνει με την πίστη αυτή ο πραγ­μα­τι­κός λαός Του)»[Ματθ.1,21].

Αυτό λοι­πόν έπρε­πε να γίνει πρώ­το, και γι’ αυτό ήρθε, ώστε να σώσει αυτούς και τότε μέσω αυτών εκεί­νους, αν και έγι­νε το αντί­θε­το. Αυτό έλε­γαν και οι από­στο­λοι από την αρχή: «μν πρτον Θες ναστή­σας τν παδα ατο ησον πέστει­λεν ατν ελογοντα μς ν τ ποστρέ­φειν καστον π τν πονη­ριν μν(:Ο Θεός, αφού έδω­σε ζωή στον δού­λο Του, Ιησού και με την εναν­θρώ­πη­σή Του Τον ανέ­δει­ξε το ευλο­γη­μέ­νο σπέρ­μα και από­γο­νο του Αβρα­άμ, Τον έστει­λε πρώ­τα σε σας για να σας ευλο­γεί, εφό­σον κι εσείς κατα­βάλ­λε­τε κάθε προ­σπά­θεια να απο­μα­κρυν­θεί ο καθέ­νας από τις πονη­ρί­ες σας)» [Πράξ. 3,26]· και πάλι: «μν λόγος τς σωτη­ρί­ας ταύ­της πεστά­λη(:σε σας στάλ­θη­κε το κήρυγ­μα της σωτη­ρί­ας αυτής, την οποία προ­σφέ­ρει ο Ιησούς Χρι­στός)»[Πράξ. 13,26]. Εδώ δεί­χνει την ευγε­νι­κή κατα­γω­γή των Ιου­δαί­ων λέγον­τας «για να μπο­ρεί να εξι­λε­ώ­νει τις αμαρ­τί­ες του λαού».

Πρώ­τα λέγει αυτά. Ότι βέβαια Αυτός είναι Εκεί­νος που συγ­χώ­ρη­σε τις αμαρ­τί­ες όλων το φανέ­ρω­σε και στον παρα­λυ­τι­κό λέγον­τας: «φέων­ταί σου α μαρ­τί­αι(:Σου συγ­χω­ρούν­ται οι αμαρ­τί­ες)»[Ματθ.9,5], και στο βάπτι­σμα· για­τί λέγει στους μαθη­τές: «Πορευ­θέν­τες μαθη­τεύ­σα­τε πάν­τα τ θνη, βαπτί­ζον­τες ατος ες τ νομα το Πατρς κα το Υο κα το γίου Πνεύ­μα­τος(:Λοι­πόν πηγαί­νε­τε και κάνε­τε μαθη­τές σας όλα τα έθνη, βαπτί­ζον­τάς τους στο όνο­μα του Πατρός και του Υιού και του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος)»[Ματθ.28,19].

[…] Και μην απο­ρή­σεις αν το «επει­δή ο ίδιος δοκι­μά­στη­κε» λέχθη­κε περισ­σό­τε­ρο ανθρώ­πι­να. Για­τί αν για τον Πατέ­ρα, που δεν σαρ­κώ­θη­κε, λέγει η Γρα­φή: «Κύριος κ το ορανο διέ­κυ­ψεν καί εδε πάν­τας τος υος τν νθρώ­πων(:Ο Κύριος έσκυ­ψε από τον ουρα­νό και είδε όλους τους υιούς των ανθρώ­πων)»[ Ψαλμ. 13, 2], δηλα­δή έμα­θε τα πάν­τα πολύ καλά, και «καταβς ον ψομαι, ε κατ τν κραυγν ατν τν ρχο­μέ­νην πρός με συν­τε­λονται(:θα κατε­βώ για να δω αν πράγ­μα­τι οι αμαρ­τί­ες τους είναι όπως οι κραυ­γές τους που ανέρ­χον­ται προς Εμέ­να)»[Γέν. 18,21], και πάλι «δεν μπο­ρεί ο Θεός να υπο­φέ­ρει τις αμαρ­τί­ες των ανθρώ­πων» (φανε­ρώ­νον­τας η αγία Γρα­φή το μέγε­θος της οργής),πολύ περισ­σό­τε­ρο θα μπο­ρού­σαν να λεχθούν αυτές οι ανθρώ­πι­νες εκφρά­σεις για τον Χρι­στό που έπα­θε με σάρ­κα. Επει­δή δηλα­δή πολ­λοί άνθρω­ποι θεω­ρούν ότι η πεί­ρα είναι το ασφα­λέ­στε­ρο απ’ όλα τα πράγ­μα­τα που οδη­γούν στη γνώ­ση, θέλει να δεί­ξει ότι Αυτός που έπα­θε, γνω­ρί­ζει τι πάσχει η ανθρώ­πι­νη φύση.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-ad-hebraeos.pdf

  • Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, Υπό­μνη­μα στην Προς Εβραί­ους επι­στο­λή, ομι­λί­ες Δ΄και Ε΄(κατ’ επι­λο­γήν), πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1989, τόμος 24, σελί­δες 302–307 και 322–355.

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (ΣΤΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ)

ΟΜΙΛΙΑ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΣΤΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

Πάλι σήμε­ρα έχου­με χαρ­μό­συ­νες ειδή­σεις, πάλι έχου­με μηνύ­μα­τα ελευ­θε­ρί­ας, πάλι έχου­με μια ανά­κλη­ση από την πτώ­ση και μια επά­νο­δο στη ζωή, μια υπό­σχε­ση ευφρο­σύ­νης και μια απαλ­λα­γή από τη δου­λεία. Ένας άγγε­λος συνο­μι­λεί με την Παρ­θέ­νο, για να μην ξανα­μι­λή­σει ο διά­βο­λος με γυναί­κα.

Λέει η Γρα­φή: «Τον έκτο μήνα της εγκυ­μο­σύ­νης της Ελι­σά­βετ στάλ­θη­κε από τον Θεό ο άγγε­λος Γαβρι­ήλ σε μια παρ­θέ­νο, που ήταν μνη­στευ­μέ­νη με έναν άνδρα». Στάλ­θη­κε ο Γαβρι­ήλ, για να απο­κα­λύ­ψει την παγ­κό­σμια σωτη­ρία των ανθρώ­πων. Στάλ­θη­κε ο Γαβρι­ήλ, να φέρει στον Αδάμ τη βέβαιη απο­κα­τά­στα­σή του. Στάλ­θη­κε ο Γαβρι­ήλ, στην παρ­θέ­νο, για να μετα­βά­λει την ατι­μία του γυναι­κεί­ου φίλου σε τιμή. Στάλ­θη­κε ο Γαβρι­ήλ, για να προ­ε­τοι­μά­σει τον νυμ­φι­κό θάλα­μο, ώστε να είναι αντά­ξιος για τον αμό­λυν­το Νυμ­φίο. Στάλ­θη­κε ο Γαβρι­ήλ, για να συν­τε­λέ­σει να νυμ­φευ­θεί το πλά­σμα με τον πλά­στη. Στάλ­θη­κε ο Γαβρι­ήλ, στο έμψυ­χο παλά­τι του βασι­λιά των αγγέ­λων.

Στάλ­θη­κε ο Γαβρι­ήλ στην παρ­θέ­νο που ήταν αρρα­βω­νια­σμέ­νη με τον Ιωσήφ, αλλά που προ­ο­ρι­ζό­ταν για τον Ιησού, τον Υιό του Θεού. Στάλ­θη­κε ο ασώ­μα­τος δού­λος σε αμό­λυν­τη παρ­θέ­νο. Στάλ­θη­κε ο χωρίς αμαρ­τί­ες σ’ αυτήν που δεν θα γνώ­ρι­ζε τη φθο­ρά. Στάλ­θη­κε ο λύχνος, για να αναγ­γεί­λει τον ήλιο της δικαιο­σύ­νης. Στάλ­θη­κε ο όρθρος, που έρχε­ται πριν από το φως της ημέ­ρας. Στάλ­θη­κε ο Γαβρι­ήλ, για να δια­λα­λή­σει Αυτόν που βρί­σκε­ται στους κόλ­πους του Πατέ­ρα και στην αγκα­λιά της μητέ­ρας. Στάλ­θη­κε ο Γαβρι­ήλ, για να δεί­ξει αυτόν που κάθε­ται σε θρό­νο, αλλά και σε σπη­λιά. Στάλ­θη­κε ένας στρα­τιώ­της, για να δια­τυμ­πα­νί­σει το μυστή­ριο του μεγά­λου βασι­λιά. Χαρα­κτη­ρί­ζω μυστή­ριο αυτό που γίνε­ται κατα­νο­η­τό με την πίστη και δεν εξε­ρευ­νά­ται με τη φιλο­μά­θεια, πρό­κει­ται για μυστή­ριο που είναι άξιο προ­σκυ­νή­σε­ως και όχι σχο­λα­στι­κής εξε­τά­σε­ως, δηλα­δή για μυστή­ριο που είναι αντι­κεί­με­νο θεο­λο­γι­κής έρευ­νας και όχι για κάτι που υπό­κει­ται σε ακρι­βή μέτρη­ση.

«Τον έκτο μήνα στάλ­θη­κε ο Γαβρι­ήλ στην παρ­θέ­νο». Ποιον έκτο μήνα; Ποιον; Από τότε που η Ελι­σά­βετ δέχθη­κε το χαρ­μό­συ­νο μήνυ­μα, από τότε που συνέ­λα­βε τον Ιωάν­νη. Από πού το συμ­πε­ραί­νου­με αυτό; Το απο­κα­λύ­πτει ο ίδιος ο αρχάγ­γε­λος όταν λέει στην Παρ­θέ­νο· «να, η Ελι­σά­βετ η συγ­γε­νής σου και αυτή συνέ­λα­βε γιο στα γερά­μα­τά της. Κι αυτός είναι ο έκτος μήνας της εγκυ­μο­σύ­νης της, αυτής που θεω­ρούν­ταν στεί­ρα». Ο έκτος μήνας λοι­πόν είναι ο έκτος μήνας από τη σύλ­λη­ψη του Ιωάν­νη. Έπρε­πε λοι­πόν ο στρα­τιώ­της να φθά­σει πρώ­τος, έπρε­πε ο ακό­λου­θος να προ­η­γη­θεί, έπρε­πε να προ­πο­ρευ­θεί αυτός που θα απο­κά­λυ­πτε τη δεσπο­τι­κή παρου­σία.

«Τον έκτο μήνα στάλ­θη­κε ο άγγε­λος Γαβρι­ήλ στην Παρ­θέ­νο, που ήταν αρρα­βω­νια­σμέ­νη με έναν άνδρα», αρρα­βω­νια­σμέ­νη, όχι παν­τρε­μέ­νη· αρρα­βω­νια­σμέ­νη, αλλά άθι­κτη. Για­τί ήταν αρρα­βω­νια­σμέ­νη; Για να μη μάθει πολύ γρή­γο­ρα ο διά­βο­λος το μυστή­ριο. Για το ότι επρό­κει­το δια­μέ­σου παρ­θέ­νου να έλθει ο Βασι­λιάς, αυτό το γνώ­ρι­ζε ο πονη­ρός, για­τί είχε ακού­σει τις προ­φη­τεί­ες του Ησα­ΐα που έλε­γαν: «δο παρ­θέ­νος ν γαστρ ξει, κα τέξε­ται υόν, κα καλέ­σεις τ νομα ατο μμα­νου­ήλ(:Ιδού, η παρ­θέ­νος θα συλ­λά­βει υπερ­φυ­σι­κώς και θα γεν­νή­σει υιό και το όνο­μα του υιού της αυτού θα είναι Εμμα­νου­ήλ, που σημαί­νει ο Θεός μαζί μας)»[Ησ.7,14]. Κάθε φορά λοι­πόν, όπως είναι φυσι­κό, εξέ­τα­ζε ό,τι ανα­φε­ρό­ταν στην παρ­θέ­νο, ώστε όταν αντι­λη­φθεί ότι ολο­κλη­ρώ­νε­ται αυτό το μυστή­ριο, να προ­ε­τοι­μά­σει τις κατη­γο­ρί­ες του. Γι’ αυτό ο Δεσπό­της ήλθε στη γη δια­μέ­σου αρρα­βω­νια­σμέ­νης, για να ξεγε­λά­σει δηλα­δή τον πονη­ρό, αφού αυτή όντας αρρα­βω­νια­σμέ­νη εξα­σφά­λι­ζε αυτό.

«Τον έκτο μήνα στάλ­θη­κε ο άγγε­λος Γαβρι­ήλ σε μια Παρ­θέ­νο, που ήταν αρρα­βω­νια­σμέ­νη με κάποιον που λεγό­ταν Ιωσήφ». Άκου­σε, ακρο­α­τή, τι λέει ο προ­φή­της γι’ αυτόν τον άνθρω­πο και γι’ αυτήν την παρ­θέ­νο. « Κα δοθή­σε­ται τ βιβλί­ον τοτο ες χερας νθρώ­που μ πιστα­μέ­νου γράμ­μα­τα(:Θα δοθεί αυτό το κλει­στό βιβλίο σε έναν άνθρω­πο, που δε γνω­ρί­ζει γράμ­μα­τα)»[Ησ.29,12]. Τι σημαί­νει κλει­στό βιβλίο, ή τι σημαί­νει γενι­κά η αμό­λυν­τη παρ­θέ­νος; Από ποιους θα δοθεί; Είναι φανε­ρό πως θα δοθεί από τους ιερείς. Σε ποιον; Στον Ιωσήφ τον μαραγ­κό. Οι ιερείς λοι­πόν αρρα­βώ­νια­σαν τη Μαρία με τον Ιωσήφ, επει­δή ήταν σώφρο­νας, και την έδω­σαν σ’ αυτόν περι­μέ­νον­τας τον και­ρό του γάμου και αυτός βέβαια επρό­κει­το παίρ­νον­τάς την να φυλά­ξει αμό­λυν­τη την Παρ­θέ­νο. Αυτό πριν από πολ­λά χρό­νια ο προ­φή­της το προ­φή­τε­ψε· «Θα δοθεί αυτό το κλει­στό βιβλίο σε έναν άνθρω­πο, που δεν γνω­ρί­ζει γράμ­μα­τα» και ο οποί­ος θα πει· «δεν μπο­ρώ να το δια­βά­σω». Για­τί, Ιωσήφ, δεν μπο­ρείς; Αυτός θα απαν­τή­σει· « Δεν μπο­ρώ να το δια­βά­σω, για­τί το βιβλίο είναι κλει­στό». Για ποιον φυλά­γε­ται; «Φυλά­γε­ται για κατοι­κία του Δημιουρ­γού του σύμ­παν­τος».

Αλλά ας ξανα­γυ­ρί­σου­με στο θέμα μας. «Τον έκτο μήνα στάλ­θη­κε ο Γαβρι­ήλ στη Παρ­θέ­νο» και είχε πάρει περί­που τέτοιες εντο­λές από τον Θεό. «Έλα λοι­πόν, αρχάγ­γε­λε, γίνε υπη­ρέ­της του φοβε­ρού και κρυμ­μέ­νου μυστη­ρί­ου, εξυ­πη­ρέ­τη­σε το θαύ­μα. Βιά­ζο­μαι εξαι­τί­ας της ευσπλα­χνί­ας μου να κατέ­βω από τον ουρα­νό και να ανα­ζη­τή­σω τον πλα­νε­μέ­νο Αδάμ. Η αμαρ­τία εξα­σθέ­νη­σε τον άνθρω­πο, που πλά­σθη­κε σύμ­φω­να με την εικό­να μου, σάπι­σε το δημιούρ­γη­μα των χεριών μου και θάμ­πω­σε την ομορ­φιά που έπλα­σα. Ο λύκος κατα­τρώ­ει το δημιούρ­γη­μά μου, είναι έρη­μη η θέση του στον παρά­δει­σο, το δέν­δρο της ζωής φυλά­γε­ται από την πύρι­νη ρομ­φαία, έχει κλεί­σει πια ο τόπος της τρυ­φής. Επι­θυ­μώ να ελε­ή­σω τον κατα­τρεγ­μέ­νο άνθρω­πο και να συλ­λά­βω τον εχθρό διά­βο­λο. Επι­θυ­μώ αυτό το μυστή­ριο να μην το μάθουν όλες οι ουρά­νιες δυνά­μεις, σε σένα μόνο τον εμπι­στεύ­ο­μαι. Πήγαι­νε λοι­πόν στην παρ­θέ­νο Μαρία. Πήγαι­νε στη ζων­τα­νή πόλη, για την οποία ο προ­φή­της έλε­γε: «Δεδο­ξα­σμέ­να λαλή­θη περ σο πόλις το Θεο(:Πόλη του Θεού, δοξα­σμέ­να και εξαί­σια ειπώ­θη­καν για σένα)»[Ψαλμ.86,3]. Πήγαι­νε στον λογι­κό μου παρά­δει­σο, πήγαι­νε προς την πύλη της ανα­το­λής, πήγαι­νε στο άξιο κατοι­κη­τή­ριο του Λόγου μου, πήγαι­νε στον δεύ­τε­ρο ουρα­νό που βρί­σκε­ται πάνω στη γη, πήγαι­νε στο ελα­φρό και ταχυ­κί­νη­το σύν­νε­φο, πλη­ρο­φό­ρη­σέ την για τη βρο­χή της παρου­σί­ας μου, πήγαι­νε στο αγί­α­σμα που ετοι­μά­στη­κε για μένα, πήγαι­νε στον νυμ­φι­κό κοι­τώ­να της εναν­θρω­πή­σε­ως, πήγαι­νε στον αμό­λυν­το νυμ­φι­κό κοι­τώ­να της κατά σάρ­κα γεν­νή­σε­ώς μου. Μίλη­σε στα αυτιά της λογι­κής κιβω­τού, προ­ε­τοί­μα­σέ τα να μ’ ακού­σουν χωρίς να τα τρο­μά­ξεις, ούτε να ταρά­ξεις την ψυχή της Παρ­θέ­νου. Κόσμια εμφα­νί­σου στον έμψυ­χο ναό μου, πες σ’ αυτήν πρώ­τα τη χαρού­με­νη είδη­ση. Εσύ πες στην Μαριάμ το “ Χαί­ρε Κεχα­ρι­τω­μέ­νη”, ώστε εγώ να ελε­ή­σω την εξου­θε­νω­μέ­νη Εύα».

Τ’ άκου­σε αυτά ο αρχάγ­γε­λος και όπως ήταν φυσι­κό μονο­λο­γού­σε· «Παρά­ξε­νη είναι αυτή η υπό­θε­ση, ξεπερ­νά­ει κάθε σκέ­ψη αυτό που ειπώ­θη­κε. Ο φοβε­ρός στα Χερου­βίμ, ο αθέ­α­τος στα Σερα­φείμ, ο ακα­τά­λη­πτος σ’ όλες τις ουρά­νιες αγγε­λι­κές δυνά­μεις, υπό­σχε­ται μια ξεχω­ρι­στή επι­κοι­νω­νία στην κόρη, προ­μη­νύ­ει μια αυτο­πρό­σω­πη παρου­σία Του, μάλ­λον υπό­σχε­ται μια είσο­δο δια­μέ­σου της ακο­ής και βιά­ζε­ται Αυτός που κατα­δί­κα­σε την Εύα να δοξά­σει τόσο πολύ τη θυγα­τέ­ρα της; Λέει “ας ετοι­μα­στεί η είσο­δός μου δια­μέ­σου της ακο­ής”. Όμως είναι δυνα­τόν ανθρώ­πι­νη κοι­λιά να χωρέ­σει τον Αχώ­ρη­το; Πραγ­μα­τι­κά αυτό το μυστή­ριο είναι φοβε­ρό».

Ενώ αυτά είχε στο νου του ο άγγε­λος, ο Δεσπό­της του λέει· «Για­τί ταρά­ζε­σαι και παρα­ξε­νεύ­ε­σαι Γαβρι­ήλ; Δεν σ’ έστει­λα προ­η­γου­μέ­νως στον ιερέα Ζαχα­ρία; Δεν του μετέ­φε­ρες τη χαρ­μό­συ­νη είδη­ση της γεν­νή­σε­ως του Ιωάν­νη; Δεν επέ­βα­λες την τιμω­ρία της σιω­πής στον ιερέα που δεν σε πίστε­ψε; Δεν κατα­δί­κα­σες τον γέρον­τα σε αφω­νία; Εσύ δεν το ανα­κοί­νω­σες κι εγώ το επι­κύ­ρω­σα; Δεν ακο­λού­θη­σε τη χαρ­μό­συ­νη είδη­σή σου η πρά­ξη; Δεν συνέ­λα­βε η στεί­ρα γυναί­κα; Δεν υπά­κου­σε η μήτρα της; Δεν εξα­φα­νί­στη­κε η αρρώ­στια της ατε­κνί­ας; Δεν υπο­χώ­ρη­σε η απρα­ξία της φύσης; Τώρα δεν κυο­φο­ρεί αυτή που προ­η­γου­μέ­νως ήταν στεί­ρα; Μήπως για μένα, τον Δημιουρ­γό, υπάρ­χει κάτι που είναι ακα­τόρ­θω­το; Πώς λοι­πόν σε κυρί­ε­ψε η αμφι­βο­λία;».

Τι απάν­τη­σε ο άγγε­λος; «Δέσπο­τα, το να θερα­πεύ­σεις τα σφάλ­μα­τα της φύσης, το να ηρε­μή­σεις την τρι­κυ­μία των παθών των ανθρώ­πων, το να ανα­κα­λέ­σεις στη ζωή νεκρω­θέν­τα ανθρώ­πι­να μέλη, το να δια­τά­ξεις τη φύση ώστε να γεν­νή­σει μια στεί­ρα γυναί­κα, το να θερα­πεύ­σεις τη στεί­ρω­ση σε γερα­σμέ­να μέλη, το να μετα­σχη­μα­τί­σεις ένα γερα­σμέ­νο ξερό καλά­μι σε χλο­ε­ρό, το να κάνεις την άγο­νη γη ξαφ­νι­κά πηγή σπαρ­τών, είναι πράγ­μα­τα που γίνον­ται πάν­το­τε με τη δική σου δύνα­μη. Μάρ­τυ­ρες που απο­δει­κνύ­ουν όλα τα παρα­πά­νω είναι η Σάρ­ρα, η Ρεβέκ­κα και η Άννα, οι οποί­ες, ενώ ήταν υπο­δου­λω­μέ­νες στη φοβε­ρή ασθέ­νεια της στει­ρώ­σε­ως, απε­λευ­θε­ρώ­θη­καν από σένα. Το να γεν­νή­σει όμως παρ­θέ­νος χωρίς τη συμ­με­το­χή άνδρα, αυτό ξεπερ­νά­ει όλους τους νόμους της φύσης, αλλά και προ­α­ναγ­γέλ­λει τη δική σου παρου­σία στην κόρη. Εσέ­να δεν σε χωρούν τα πέρα­τα του ουρα­νού και της γης, πώς θα σε χωρέ­σει μια παρ­θε­νι­κή μήτρα;».

Ο Δεσπό­της απάν­τη­σε· «Πώς με χώρε­σε η σκη­νή του Αβρα­άμ;». Ο άγγε­λος είπε· « Επει­δή, Δέσπο­τα, υπήρ­χε ένα πέλα­γος φιλο­ξε­νί­ας, εκεί εμφα­νί­στη­κες στον Αβρα­άμ, δηλα­δή στη σκη­νή του, που ήταν δίπλα στον δρό­μο και την ξεπέ­ρα­σες, επει­δή τα πάν­τα γεμί­ζει η παρου­σία Σου. Πώς θα φέρεις το πυρ της θεό­τη­τος στη Μαριάμ; Ο θρό­νος σου φλέ­γε­ται ακτι­νο­βο­λών­τας από την αίγλη σου και θα μπο­ρέ­σει η ευκο­λό­καυ­στη παρ­θέ­νος να σε δεχτεί;».

Ο Δεσπό­της λέει: «Πράγ­μα­τι, αν η φωτιά στην έρη­μο έβλα­ψε τη βάτο, κατά τον ίδιο τρό­πο και η παρου­σία μου θα βλά­ψει τη Μαρία. Αν εκεί­νη η φωτιά, η οποία σκια­γρα­φού­σε την παρου­σία από τον ουρα­νό της θεϊ­κής φωτιάς πότι­ζε τη βάτο και δεν την έκαι­γε, τι θα έλε­γες για την αλή­θεια που κατε­βαί­νει από τον ουρα­νό όχι σαν πύρι­νη φλό­γα, αλλά σαν βρο­χή;».

Τότε πλέ­ον ο άγγε­λος εκτέ­λε­σε τη δια­τα­γή που πήρε και αφού παρου­σιά­στη­κε στην Παρ­θέ­νο της είπε πανη­γυ­ρι­κά: «Χαί­ρε, Κεχα­ρι­τω­μέ­νη, ο Κύριος είναι μαζί σου». Ποτέ πια ο διά­βο­λος δεν θα είναι εναν­τί­ον σου, για­τί το σημείο που πλή­γω­σε ο εχθρός σου προ­η­γου­μέ­νως, σε αυτό πρώ­τα – πρώ­τα τώρα ο ιατρός της σωτη­ρί­ας επι­θέ­τει το έμπλα­στρο. Από εκεί όπου εμφα­νί­στη­κε ο θάνα­τος, από εκεί μπή­κε η ζωή. Από τη γυναί­κα προ­έρ­χον­ται όλες οι συμ­φο­ρές, αλλά και από τη γυναί­κα πηγά­ζουν όλα τα καλά. Χαί­ρε Κεχα­ρι­τω­μέ­νη, μην ντρέ­πε­σαι σαν να είσαι αιτία κατα­δί­κης. Θα γίνεις μητέ­ρα αυτού που κατα­δί­κα­σε και λύτρω­σε τον άνθρω­πο. Χαί­ρε, αμί­αν­τη μητέ­ρα του Νυμ­φί­ου Χρι­στού στην ορφα­νή ανθρω­πό­τη­τα. Χαί­ρε, εσύ που κατα­πόν­τι­σες στη μήτρα σου τον θάνα­το της μητέ­ρας της ανθρω­πό­τη­τας, δηλα­δή της Εύας. Χαί­ρε, ο ζων­τα­νός ναός του Θεού. Χαί­ρε, εσύ που είσαι εξί­σου κατοι­κία ουρα­νού και γης. Χαί­ρε, ευρύ­χω­ρε τόπε της απόρ­ρη­της φύσης».

Αφού όλα αυτά έτσι έχουν, εξαι­τί­ας της ήλθε ο για­τρός για τους αρρώ­στους, «ο ήλιος της δικαιο­σύ­νης, για να φωτί­σει αυτούς που ζουν στο σκο­τά­δι», η άγκυ­ρα για όλους τους ταλαι­πω­ρη­μέ­νους και το ασφα­λι­σμέ­νο λιμά­νι. Γεν­νή­θη­κε ο Δεσπό­της των δού­λων που μισούν­ται αδιάλ­λα­κτα, ο σύν­δε­σμος της ειρή­νης, εμφα­νί­στη­κε ο λυτρω­τής των αιχ­μα­λώ­των δού­λων, η ειρή­νη αυτών που βρί­σκον­ται σε πόλε­μο. «Αυτός βέβαια είναι η ειρή­νη μας», την οποία ειρή­νη μακά­ρι να απο­λαύ­σου­με όλοι μας με τη χάρη και τη φιλαν­θρω­πία του Κυρί­ου μας Ιησού Χρι­στού, στον Οποίο ανή­κει η δόξα, τιμή και δύνα­μη τώρα και πάν­το­τε και σ’ όλους τους αιώ­νες. Αμήν.

ΠΗΓΕΣ:

 

αρχιμ. Αθα­νά­σιος Μυτι­λη­ναί­ος (ΨΗΛΑΦΗΣΙΣ ΤΟΥ ΜΥΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ ΑΕΙΠΑΡΘΕΝΟΥ ΜΑΡΙΑΣ ΚΥΡΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ)

ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου με θέμα:

«ΨΗΛΑΦΗΣΙΣ ΤΟΥ ΜΥΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ ΑΕΙΠΑΡΘΕΝΟΥ ΜΑΡΙΑΣ ΚΥΡΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 25–3‑1983]

Ω, αγα­πη­τοί μου, ελά­τε να ψηλα­φή­σου­με αυτό το και­νού­ριο μυστή­ριο, το και­νόν μυστή­ριο, το όντως και­νόν μυστή­ριον υπό τον ήλιον, για να αισθαν­θού­με αυτά τα μυστή­ρια του Θεού.

Η Θεο­τό­κος απο­τε­λεί πράγ­μα­τι το και­νόν όνο­μα και το και­νόν μυστή­ριον. Διό­τι αλη­θώς είναι και­νόν πράγ­μα. Λέγει ο Εκκλη­σια­στής: «Οδέν και­νόν πό τον λιον», δεν υπάρ­χει τίπο­τα και­νού­ριο κάτω από τον ήλιον. Και όμως, ένα μόνο είναι και­νού­ριο. Εκεί­νο το σεσι­γη­μέ­νον μυστή­ριον, το κεκρυμ­μέ­νον και εις τους ανθρώ­πους και εις τους αγγέ­λους. Και αυτό το μυστή­ριον είναι ότι άνθρω­πος θα γινό­ταν Θεο­τό­κος! Θα γεν­νού­σε τον Θεό! Αυτό είναι όντως το και­νού­ριο μυστή­ριο. Γι’ αυτό σας είπα ότι η Θεο­τό­κος είναι το και­νόν όνο­μα και το και­νόν πράγ­μα.

Πράγ­μα­τι ήτο η προ­αιώ­νιος βου­λή του Θεού, η ένω­σίς του μετά της κτι­στής Του δημιουρ­γί­ας. Ευθύς μετά τη δοκι­μα­σία που υπέ­στη, ο Αδάμ και ενι­κού­σε τον πει­ρα­σμόν και ενι­σχύ­ε­το και εστα­θε­ρο­ποιεί­το στην αρε­τήν και στην αγιό­τη­τα, τότε ευθύς μετά ο Θεός Λόγος θα εσαρ­κού­το. Και θα ήτο σε κοι­νω­νία μετά του Αδάμ. Βεβαί­ως δε θα υπήρ­χε ανάγ­κη να υπάρ­ξει η γυναί­κα, ούτε η γέν­νη­σις με τον γνω­στό μας τρό­πο. Έχου­με τρεις τρό­πους υπάρ­ξε­ως. Ο Αδάμ δημιουρ­γεί­ται άμε­σα από τον Θεό. Η Εύα δημιουρ­γεί­ται από τον Θεό δια­μέ­σου του Αδάμ. Και ο Κάιν γεν­νιέ­ται με την ένω­ση του Αδάμ και της Εύας. Έχου­με τρεις δια­φο­ρε­τι­κούς τρό­πους δημιουρ­γί­ας του ανθρώ­που. Δεν θα υπήρ­χε λοι­πόν ο λόγος,παρά μόνο ο πρώ­τος τρό­πος δημιουρ­γί­ας. Οι άλλοι τρό­ποι εισή­χθη­σαν ενό­ψει ότι ο άνθρω­πος θα έπε­φτε. Και έτσι ο Θεός Λόγος θα ενην­θρώ­πι­ζε και θα ήτο κοι­νω­νός των ανθρώ­πων και ολο­κλή­ρου της δημιουρ­γί­ας Του. Ήτο μέσα εις την προ­αιώ­νιαν βου­λή Του. Ο Αδάμ όμως έπε­σε, ηστό­χη­σε, κι έτσι ματαιώ­θη­κε αυτή η κοι­νω­νία του Θεού Λόγου, να έλθει τότε, όταν ετο­πο­θέ­τη­σε τον Αδάμ εις τον Παρά­δει­σον.

Όμως οι βου­λές του Θεού δεν ματαιώ­νον­ται. Ο Θεός, εκεί­νο το οποίο θέλει να κάνει, για­τί απο­τε­λεί το θέλη­μα της ευδο­κί­ας Του, θα το κάνει. Γι’ αυτόν τον λόγο βρί­σκει την Θεο­τό­κο, τη Μαρία, η οποία απο­τε­λεί αυτό το τελευ­ταίο σκα­λο­πά­τι της δημιουρ­γί­ας, πραγ­μα­τι­κά σε ποιό­τη­τα. Επά­νω στο οποίο τελευ­ταίο σκα­λο­πά­τι της δημιουρ­γί­ας επά­τη­σε ο Θεός Λόγος και ήλθε εις τα ίδια και εσκή­νω­σεν εν ημίν. Έτσι πραγ­μα­τι­κά η Θεο­τό­κος απο­τε­λεί την τελευ­ταί­αν λέξιν της δημιουρ­γί­ας. Και από τους Πατέ­ρες της Εκκλη­σί­ας μας ονο­μά­ζε­ται «ο γνή­σιος άνθρω­πος»· για­τί ο Αδάμ και η Εύα εφά­νη­σαν οι κίβδη­λοι άνθρω­ποι. Είναι ο γνή­σιος άνθρω­πος η Μαρία Θεο­τό­κος. Είναι η γνή­σια Εύα, η γνή­σια ζωή, διό­τι η Εύα ονο­μά­στη­κε «ζωή», επει­δή έδω­σε τη ζωή σε όλους τους ανθρώ­πους, αλλά τη φυσι­κήν ζωήν. Ενώ η Θεο­τό­κος είναι ο γνή­σιος άνθρω­πος, που δίδει την αλη­θι­νή ζωή εις τους ανθρώ­πους, για­τί έδω­κε στους ανθρώ­πους την Ζωήν. Αυτήν την Ζωήν. Εκεί­νον που έλε­γε «γώ εμί Ζωή». Τον Ιησούν Χρι­στόν. Είναι η Θεο­τό­κος ο παρά­κλη­τος πριν από τον Παρά­κλη­τον· που έδω­σε χαμό­γε­λο και παρη­γο­ρία στην ανθρω­πό­τη­τα, ότι ευρέ­θη εκεί­νο το πρό­σω­πο επί του οποί­ου θα εσκή­νω­νε ο Παρά­κλη­τος και θα ήρχε­το εις τον κόσμον το δεύ­τε­ρον πρό­σω­πον της Αγί­ας Τριά­δος. Δια να στεί­λει κατό­πιν τον άλλον Παρά­κλη­τον, το Πνεύ­μα το Άγιον, και να υπάρ­χει αυτή η κοι­νω­νία πια του Αγί­ου Τρια­δι­κού Θεού, με ολό­κλη­ρη τη δημιουρ­γία Του.

Η Θεο­τό­κος είναι ο τέλειος άνθρω­πος της Χάρι­τος. Εκεί που εσκή­νω­σε πλή­ρως η Χάρις του Θεού. Γι’ αυτό και την απο­κα­λεί ο άγγε­λος «Χαί­ρε Κεχα­ρι­τω­μέ­νη», συ η οποία εχα­ρι­τώ­θης, που είσαι γεμά­τη από τις χάρι­τες του Θεού. Όχι αρε­τές μόνο, αλλά και διό­τι ήρθε πλή­ρης η Χάρις του Θεού. Αυτή η άκτι­στος ενέρ­γεια του Θεού ήρθε σε σένα και σε ανα­δει­κνύ­ει αυτό που θα σε ανα­δεί­ξει· μητέ­ρα του Υιού Του. Η Θεο­τό­κος είναι το έσχα­τον λείμ­μα, το όντως λείμ­μα. Το υπό­λοι­πον εκεί­νο, όχι απλώς της ανθρω­πό­τη­τος, αλλά ολο­κλή­ρου της κτι­στής δημιουρ­γί­ας. Επί του οποί­ου λείμ­μα­τος έρχε­ται ο Υιός του Θεού να συνά­ψει τους αιω­νί­ους γάμους Του με την κτι­στήν δημιουρ­γία και να απο­τε­λέ­σει κοι­νω­νία μετ’αυτής.

Έτσι, η Θεο­τό­κος γεν­νά τον άκτι­στον, τον γεν­νη­θέν­τα μόνον εκ του Πατρός, άνευ μητρός. Και γεν­νά άνευ σπέρ­μα­τος ανδρός. Διό­τι ο Θεός Λόγος είναι αμή­τωρ κατά τη θεί­αν φύσιν και απά­τωρ κατά την ανθρω­πί­νην φύσιν. Και γεν­νά­ται άνευ σπέρ­μα­τος, δια να εκφρα­στεί με τον τρό­πο αυτόν, όχι μόνο το μέγε­θος του θαύ­μα­τος, ότι η Παρ­θέ­νος γεν­νά, αλλά να εκφρα­σθεί κυρί­ως η αρχι­κή δημιουρ­γία! Για­τί ο Αδάμ δεν εγεν­νή­θη εκ σπέρ­μα­τος αλλά κατά θαυ­μα­στόν τρό­πον. Κατά θαυ­μα­στόν τρό­πον τώρα γεννάται,άνευ σπέρ­μα­τος ανδρός και ο δεύ­τε­ρος Αδάμ. Ο πρώ­τος ηστό­χη­σε. Ο δεύ­τε­ρος έρχε­ται να σώσει τον πρώ­τον.

Η Θεο­τό­κος με τον τρό­πον αυτόν γίνε­ται ο θρό­νος του Θεού. Διό­τι μέσα σε αυτά τα σπλά­χνα της ενε­θρό­νι­σε αυτόν τον Θεόν Λόγον,που έγι­νε άνθρω­πος. Πολ­λά ονό­μα­τα της έχει απο­δώ­σει η Εκκλη­σία μας και οι χαρι­τω­μέ­νοι Πατέ­ρες, γεμά­τοι χάρι­τες Πατέ­ρες, αλλά εκεί­νο που της προ­σι­διά­ζει και είναι το πάνω-πάνω όνο­μα είναι Θεο­τό­κος! Διό­τι αυτό είναι το και­νού­ριο και το μονα­δι­κόν. Είναι η μόνη γυναί­κα που απο­κα­λεί τον Θεόν «παι­δί της». Και είναι η μόνη γυναί­κα που απο­κα­λεί­ται από τον Θεόν «μητέ­ρα».

Καλεί­ται ακό­μη η Υπε­ρα­γία Θεο­τό­κος «θυσια­στή­ριον». Και απο­κα­λεί­ται «θυσια­στή­ριον» διό­τι επ’αυτού ετο­πο­θε­τή­θη το ιερεί­ον, δηλα­δή το σφά­γιον, δηλα­δή ο αιώ­νιος αμνός του Θεού, που είναι αμνός για­τί ενην­θρώ­πι­σε, και εάν το παλαιό θυσια­στή­ριο είναι τύπος της Θεο­τό­κου, η Θεο­τό­κος είναι το πρω­τό­τυ­πον, είναι το αρχέ­τυ­πον. Το αρχέ­τυ­πο θυσια­στή­ριο. Εκεί που τα αίμα­τα του Χρι­στού ελή­φθη­σαν και προ­σε­φέρ­θη­σαν προς τον Πατέ­ρα επί του Σταυ­ρού. Η Θεο­τό­κος είναι το κατε­ξο­χήν θυσια­στή­ριον της ανθρω­πό­τη­τας. Εάν κανείς θα ήθε­λε πραγ­μα­τι­κά να στα­θεί ευδο­κών έναν­τι του Πατρός, έναν­τι του Θεού, θα επι­κα­λε­σθεί την Θεο­τό­κον. Γι’ αυτό, το σφά­γιον, το ιερεί­ον, ο Ιησούς πρέ­πει πάν­το­τε να θυσιά­ζε­ται επί της Θεο­τό­κου. Και απο­τε­λεί πράγ­μα­τι το αλη­θι­νό θυσια­στή­ριο.

Η Θεο­τό­κος είναι το μάτι εκεί­νο, δια του οποί­ου η ανθρω­πό­τη­τα είδε τα μυστή­ρια του Θεού. Ποί­ος ο Θεός; Μόνο να ρίξε­τε μια ματιά να δεί­τε, πόσο οι άνθρω­ποι πελα­γο­δρο­μού­σαν ‚προ­κει­μέ­νου να ανα­γνω­ρί­σουν τον Θεόν. Και από πλά­νην εις πλά­νην προ­έ­βαι­νον. Για­τί ακρι­βώς η γνώ­σις του Θεού δεν είναι παρά μόνο η απο­κά­λυ­ψις του ιδί­ου του Θεού.

Έτσι, ρίξ­τε μια ματιά στους φιλο­σό­φους, τους προ Χρι­στού, αλλά και τους μετά Χρι­στόν, που δεν είναι μέσα στον χώρο, στο περι­βό­λι, στη μάν­δρα του Χρι­στού· θα δεί­τε να πελα­γο­δρο­μούν, να ανο­η­ταί­νουν, να κάνουν θεούς κι αυτές τις αγε­λά­δες. Κάνει εντύ­πω­ση, δεν είναι παρά λίγες μέρες, φοι­τη­τής Χρι­στια­νός, επη­ρε­α­σθείς λίγο από τον Παν­θεϊ­σμό, έφθα­σε κάτι τέτοιο να πιστεύ­ει… Κοι­τού­σα τις αγε­λά­δες μας από κάτω και είπα: «Σε τι ανόη­τη στά­ση στά­θη­κε ο άνθρω­πος, να λατρεύ­σει την αγε­λά­δα και να την κάνει θεό του… Ο ταλαί­πω­ρος άνθρω­πος! Ο φτω­χός άνθρω­πος!». Και μη νομίσετε…Τα πράγ­μα­τα δεν είναι μακρι­νά, όπου πήγε ο Βου­δι­σμός, αυτό έγι­νε. Ένας από τους Μπή­τλς-λερώ­νω την ομι­λία με αυτά τα παρα­δείγ­μα­τα που λέγω, αλλά θα ήθε­λα να βοη­θή­σω, να βοη­θή­σω την αγά­πη σας- όταν έγι­νε Βου­δι­στής, και είχε μία φάρ­μα μεγά­λη με αγε­λά­δες, βεβαί­ως δεν έσφα­ζε καμία από τις αγε­λά­δες, όχι τίπο­τε άλλο, όχι για­τί δεν αγα­πού­σε το κρέ­ας, αλλά για­τί θεω­ρού­σε τις αγε­λά­δες ιερά όντα, έχον­τα θεό­τη­τα…· ο ταλαί­πω­ρος φτω­χός άνθρω­πος, 2000 χρό­νια Χρι­στια­νι­σμό, αυτός ο φτω­χός Χρι­στια­νός φθά­νει να βλέ­πει και να λατρεύ­ει την κτί­σιν, και να θεω­ρεί τα ζώα ότι είναι θεοί… Για να δεί­τε το κατάν­τη­μα του ανθρώ­που…

Η Θεο­τό­κος είναι το μάτι δια του οποί­ου είδα­με τα μυστή­ρια του Θεού. Δε γνω­ρί­ζα­με τι είναι ο Θεός. Αλλά η παρου­σία της μας απε­κά­λυ­ψε, διό­τι εφό­σον ο Υιός έγι­νε άνθρω­πος, μας απε­κα­λύ­φθη πια ότι ο Θεός είναι Τρια­δι­κός, είναι υπερ­βα­τι­κός, είναι αιώ­νιος, είναι όλα εκεί­να που η θεο­λο­γία μας διδά­σκει. Όλα αυτά διδά­σκουν τους θεο­λό­γους μας, τα διδά­σκει η Θεο­τό­κος στους θεο­λό­γους μας. Αυτή η ίδια η παρου­σία της. Αυτή η ίδια, όχι για­τί είπε κάτι, αλλά για­τί στά­θη­κε η ίδια κάτι. Εστά­θη­κε το μέγα τηλε­σκό­πιον, όπως ωραί­το­τα­τα λέγει «το τερά­στιον τηλε­σκό­πιον θεί­ων βου­λών» η ιερή μας υμνο­γρα­φία· δια μέσου του οποί­ου ο άνθρω­πος περι­πό­λη­σε τα μυστή­ρια του Θεού.

Aγαπη­τοί μου, η Υπε­ρα­γία Θεο­τό­κος είναι το και­νόν όνο­μα· διό­τι είναι το και­νόν πράγ­μα. Αλλά εδώ είναι το καταπληκτικό,ότι ο καθέ­νας που πιστεύ­ει στον Θεό, πιστεύ­ει στη σάρ­κω­ση του Θεού Λόγου, γίνε­ται και αυτός ένας θεο­τό­κος. Διό­τι γίνε­ται και ο ίδιος «και­νόν όνο­μα». Θυμη­θεί­τε στο βιβλίο της Απο­κα­λύ­ψε­ως, που ομι­λεί εκεί για το «και­νόν όνο­μα»,που θα έχουν εκεί­νοι που πίστε­ψαν εις το αρνί­ον. Το οποίο και­νό όνο­μα φέρουν επί των μετώ­πων τους. Ποιο είναι αυτό το και­νού­ριο όνο­μα; Το και­νού­ριο αυτό όνομα,μόνο, λέγει, εκεί­νοι που το φέρουν το γνω­ρί­ζουν. Έτσι ζουν αυτό το αλη­θι­νό μυστή­ριο όλοι οι πιστοί. Για­τί δεν είναι δυνα­τόν να είσαι πιστός και να μην είσαι θεο­τό­κος. Για­τί γεν­νάς μέσα σου αυτόν τον Θεό, τον σαρ­κώ­νεις μέσα σου, γίνε­σαι θεο­τό­κος, και συνε­πώς γίνε­σαι και­νόν πράγ­μα, και­νόν όνο­μα.

Ακού­στε πώς το λέγει αυτό ο προ­φή­της Ησα­ΐ­ας στην Ωδή του: «Κα ς δίνου­σα γγί­ζει το τεκεν κα π τ δνι ατς κέκρα­ξεν, οτως γενή­θη­μεν τ γαπητ σου(:και με τον πόνο της φθά­νει να φωνά­ξει η ετοι­μό­γεν­νη γυναίκα,έτσι κι εμείς, λέγει, γίνα­με στον αγα­πη­τό Σου)». Ποιος είναι αυτός ο αγα­πη­τός Του; Απο­τεί­νε­ται ο προ­φή­της στον Θεό Πατέ­ρα για λογα­ρια­σμό του Υιού: «Ω Πατέ­ρα, για τον Υιό σου τον αγα­πη­τό, αυτό εμείς γενή­κα­με». Διό­τι από τη στιγ­μή που ήρθε μέσα στα δικά μας τα σπλά­χνα, με το σώμα και το αίμα Του, που τα χάρι­σε, τα δάνει­σε, αυτή η εκλε­κτή σου, από το γένος μας Θεο­τό­κος Μαρία, και μας καθι­στά και εμάς θεο­τό­κους, από τη στιγ­μή λοι­πόν που ήρθαν τα δικά της τα αίμα­τα, η δική της η σάρ­κα, θεω­μέ­νη πια από τον Υιό της, μέσα στη δική μας τη σάρ­κα, γινό­μα­στε κι εμείς θεο­τό­κοι και γίνε­ται εκεί­νος ο πόνος, που είναι πόνος ανα­με­μειγ­μέ­νος με χαρά,όπως είναι ο πόνος της γυναί­κας που γεν­νά· δεν είναι ένας πόνος που τη φέρ­νει στον θάνα­το, αλλά είναι ένας πόνος που τη φέρ­νει στη ζωή, για­τί φέρ­νει και μία άλλη ζωή. Έτσι, λοι­πόν, τα μεγά­λα μυστή­ρια, όταν εγκυ­μο­νούν­ται μέσα στον άνθρω­πο φέρ­νουν πόνο και χαρά.

Και έτσι, λέγει, και εμείς γινή­κα­με στον αγα­πη­τό Σου, στον αγα­πη­τό Σου Υιό. «ν γαστρ λάβο­μεν κα δινή­σα­μεν κα τέκο­μεν· πνεμα σωτη­ρί­ας σου ποι­ή­σα­μεν π τς γς»: Δια τον φόβο Σου, Κύριε, και δια την αγά­πη Σου ακόμη…κάναμε μία σύλληψη,όχι όπως η Θεο­τό­κος την κατε­ξο­χήν σύλ­λη­ψιν, αλλά μία επα­νά­λη­ψη αυτής της κατε­ξο­χήν συλ­λή­ψε­ως, και συλ­λαμ­βά­νο­μεν ανά πάσα στιγ­μή τον σαρ­κω­μέ­νο Λόγο, μέσα σ’αυτήν την ύπαρ­ξή μας, όχι στην ψυχή μας, αλλά σε ολό­κλη­ρη την ύπαρ­ξή μας, στο σώμα μας και στην ψυχή μας. Και ωδι­νί­σα­μεν και κοι­λο­πο­νέ­σα­με και γεν­νή­σα­με Πνεύ­μα σωτη­ρί­ας.

Αγα­πη­τοί μου, η Υπε­ρα­γία Θεο­τό­κος είναι ο μέγας άνθρω­πος. Εάν λέγει ο Ιώβ, μέγα πράγ­μα είναι ο άνθρω­πος, τι θα λέγα­με…, για τον πεσμέ­νο άνθρω­πο το λέγει αυτό , τι θα λέγα­με για την Υπε­ρα­γί­αν Θεο­τό­κον; Είναι αλη­θι­νά μεγά­λη η Υπε­ρα­γία Θεο­τό­κος, αλη­θι­νά σπουδαία,είναι εκεί­νη επί της οποί­ας ανε­παύ­θη και ανα­παύ­ε­ται ο Θεός. Ας την τιμή­σου­με, αγα­πη­τοί μου, για­τί πραγ­μα­τι­κά στά­θη­κε η ίδια η επι­το­μή, το κεφά­λαιον της σωτη­ρί­ας μας. Η σημε­ρι­νή γιορ­τή δεν είναι τίπο­τε άλλο παρά το κεφά­λαιο της σωτη­ρί­ας μας. Κεφά­λαιο σημαί­νει πολ­λά πράγ­μα­τα. Σημαί­νει ανα­κε­φα­λαί­ω­σις, σημαί­νει κεφα­λαιώ­δες και πλού­τος, σημαί­νει και επι­το­μή. Σημαί­νει όλα αυτά. Έτσι λοι­πόν, πραγ­μα­τι­κά σήμε­ρα η γιορ­τή αυτή του Ευαγ­γε­λι­σμού της Θεο­τό­κου είναι μία Επι­το­μή της σωτη­ρί­ας μας,μια μικρο­γρα­φία της σωτη­ρί­ας μας. Διό­τι εκεί­νη θα δώσει τον καρ­πόν της υπα­κο­ής της. Όχι της υπο­τα­γής της, αλλά της υπα­κο­ής της στο θέλη­μα του Θεού. Διό­τι εν ελευ­θε­ρία είπε: «δο δού­λη Κυρί­ου· γένοι­τό μοι κατ τ ῥῆμά Σου» . Ηδύ­να­το να μην το πει. Διό­τι δεν υπε­τάσ­σε­το, αλλά υπή­κου­σε. Υπή­κου­σε εις το θέλη­μα του ουρα­νί­ου Πατρός, για­τί έτσι είχε μάθει. Να υπακούει,όχι να υπο­τάσ­σε­ται. Διό­τι δια­φυ­λάτ­τει την αλη­θι­νή της ελευ­θε­ρία. Και την προ­σφέ­ρει στην αλη­θι­νή της υπα­κοή στο θέλη­μα του Θεού. Έτσι, το δικό της θέλη­μα, που το βάζει κάτω από το θέλη­μα του Θεού, γίνε­ται η ανα­κε­φα­λαί­ω­ση της σωτη­ρί­ας μας και με την γιορ­τή που έχου­με σήμε­ρα, η επι­το­μή της σωτη­ρί­ας μας. Ύστε­ρα από λίγο και­ρό θα ακού­σου­με: Έρχε­ται η Παρ­θέ­νος να γεν­νή­σει τον Υιόν του Θεού. «Ἡ Παρ­θέ­νος σήμε­ρον τόν περού­σιον τίκτει». Και αρχί­ζει το μυστή­ριο πια να ξεδι­πλώ­νε­ται, της δικής μας σωτη­ρί­ας.

Αγα­πη­τοί μου, μόνο εκεί­νοι που γνώ­ρι­σαν τον αλη­θι­νόν Θεόν, μπο­ρούν να Τον ευλο­γούν για τα μεγα­λεία Του. Αρνη­τι­κά μεν για­τί έφυ­γαν από το σκο­τά­δι της πλά­νης, θετι­κά δε για­τί πραγ­μα­τι­κά βλέ­πουν τι τους εχά­ρι­σε ο μεγά­λος Θεός, δια της Υπε­ρα­γί­ας Θεο­τό­κου.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή  μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

μετα­φο­ρά της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας σε ηλε­κτρο­νι­κό κεί­με­νο και επι­μέ­λεια:

Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση ομι­λί­ας δια χει­ρός του αξιο­τί­μου κ. Αθα­να­σί­ου Κ.

  • http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/ueotokos/ueotokos_023.mp3

αρχιμ. Αθα­νά­σιος Μυτι­λη­ναί­ος (ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΔΙΑΦΟΡΗ ΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΩΝ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΤΡΙΑΔΙΚΟ ΘΕΟ)

Ο ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΣ ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΔΙΑΦΟΡΗ ΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΩΝ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΤΡΙΑΔΙΚΟ ΘΕΟ

[…] Εμείς δυστυ­χώς δεν έχου­με πια κύριο τον Θεό! Εμείς οι Έλλη­νες δεν έχου­με πλέ­ον για κύριό μας τον Θεό. Έχου­με άλλους κυρί­ους. Άλλους… Έχου­με τη δύνα­μή μας! Δεν είναι πια κύριος του λαού μας ο Θεός. Αυτό είναι ένα θλι­βε­ρό κατάν­τη­μα, που βέβαια εμείς οι Έλλη­νες σιγά-σιγά το εργα­σθή­κα­με. Και ξέρε­τε από πότε; Από το 1821 μέχρι και σήμε­ρα!…Αυτό είναι κάτι που δεν το δια­νο­ή­θη­κε ούτε το Βυζάν­τιο, ούτε η Τουρ­κο­κρα­τία. Προ­σέξ­τε: ούτε η Τουρ­κο­κρα­τία δεν το δια­νο­ή­θη­κε να μην είναι κύριος του λαού μας ο Θεός! Αυτό άρχι­σε να χαλ­κεύ­ε­ται από το 1821,όπως σας είπα. Ήλθαν από την Ευρώ­πη οι λόγιοί μας και κου­βά­λη­σαν κι αυτήν την αρρώ­στια, ότι δεν μπο­ρεί σε έναν λαό να είναι κύριος ο Θεός του, αλλά θα είναι κάποιος κυβερ­νή­της, θα είναι η Βου­λή, θα είναι ο στρα­τός, θα είναι οι νόμοι... Αυτά θα είναι. Αλλά ότι αυτά τελι­κά δεν μπο­ρούν να νική­σουν, απο­δεί­χθη­κε ιστο­ρι­κά.

Το παρά­δειγ­μα που θα πω είναι ένα επι­χεί­ρη­μα και εναν­τί­ον του ιστο­ρι­κού υλι­σμού. Δεν θα κάνω περισ­σό­τε­ρη ανά­λυ­ση· όσοι έχε­τε δια­βά­σει ή όσοι κατα­λα­βαί­νε­τε, θα το ξέρε­τε. Είναι ένα επι­χεί­ρη­μα και εναν­τί­ον του ιστο­ρι­κού υλι­σμού, που λέει ότι ανά­λο­γα με τα υλι­κά δεδο­μέ­να κατα­κτά­ται και η Ιστο­ρία. Αυτό, θα λέγα­με, είναι μία δογ­μα­τι­κή θέση του ιστο­ρι­κού υλι­σμού. Έρχε­ται όμως η Ελλη­νι­κή Επα­νά­στα­ση του ’21 να απορ­ρί­ψει αυτό το επι­χεί­ρη­μα, για­τί δεν υπήρ­χαν καθό­λου τα υλι­κά δεδο­μέ­να για να νική­σουν οι Έλλη­νες μια τουρ­κι­κή Αυτο­κρα­το­ρία! Υπήρ­χε ένας άλλος παρά­γον­τας, που δεν προ­βλέ­πε­ται οπωσ­δή­πο­τε από τον ιστο­ρι­κό υλι­σμό, και αυτός είναι η πίστη στον Θεό· και εκεί­νη την επο­χή, πραγ­μα­τι­κά, κύριος του λαού αυτού ήταν ο Θεός! Και ένας κατα­πέλ­της εναν­τί­ον του ιστο­ρι­κού υλι­σμού είναι ο 143ος Ψαλ­μός.

Αλλά πριν πάω στον 143ο Ψαλ­μό, πηγαί­νε­τε στον στί­χο 16 του 32ου Ψαλ­μού: «Ο σζεται βασι­λες δι πολλν δύνα­μιν, κα γίγας ο σωθή­σε­ται ν πλή­θει σχύ­ος ατο». Δηλα­δή: ούτε ο βασι­λιάς δεν σώζε­ται επει­δή έχει δύναμη-στρατιωτική‑,ούτε ο γίγαν­τας θα σωθεί επει­δή έχει μεγά­λη δύνα­μη σωμα­τι­κή! Όταν λέει «βασι­λιάς» εννο­εί τον αρχη­γό ενός κρά­τους. Δεν έχει σημα­σία τι είδους αρχη­γός μπο­ρεί να είναι αυτός, τι μορ­φή και τι σχή­μα πολι­τι­κό μπο­ρεί να έχει.

Και εδώ γίνον­ται δύο υπαι­νιγ­μοί. Ο βασι­λιάς με τη μεγά­λη δύνα­μη είναι ο Φαραώ. Ο Φαραώ είχε πολ­λή δύνα­μη τότε, όταν ξεκί­νη­σε τον αγώ­να εναν­τί­ον των Εβραί­ων. Κατα­πον­τί­σθη­κε όμως. Κι όταν μιλά­ει για τον γίγαν­τα-αν είναι Ψαλ­μός του Δαβίδ- τότε ο υπαι­νιγ­μός είναι για τον Γολιάθ. Ο Γολιάθ, ο πολύς, ο σπου­δαί­ος Γολιάθ, δεν κατά­φε­ρε τίπο­τα με την ασύγ­κρι­τα μεγα­λύ­τε­ρη σωμα­τι­κή του δύνα­μη, σε σχέ­ση με τον Δαβίδ!

Και πιο κάτω, στον στί­χο 17, θα πει: «Ψευδς ππος ες σωτη­ρί­αν, ν δ πλή­θει δυνά­με­ως ατο ο σωθή­σε­ται». Δηλα­δή, ψεύ­τι­κη είναι η ελπί­δα στο ιππι­κό για τη σωτη­ρία, για­τί δεν σώζε­ται κάποιος με την πολ­λή του δύνα­μη.

Καταρ­χάς ο ίππος είναι το ιππι­κό, δηλα­δή οι στρα­τιω­τι­κές δυνά­μεις. Στη γλώσ­σα μας αυτό θα μπο­ρού­σα­με να το πού­με στρα­τιω­τι­κό εξο­πλι­σμό. Ξέρε­τε, κάπο­τε τα κάρα τα τρα­βού­σαν τα άλο­γα, και τα αμά­ξια και το μαγ­γα­νο­πή­γα­δο το γύρι­ζαν τα άλο­γα. Όταν εφευ­ρέ­θη­κε η ατμο­μη­χα­νή, που αντι­κα­τέ­στη­σε τα άλο­γα, προς τιμήν του αλό­γου, που τόσες χιλιά­δες χρό­νια δού­λε­ψε εκεί στο μαγ­γα­νο­πή­γα­δο και στο καρό­τσι, η ισχύς, η δύνα­μη ονο­μά­στη­κε «ίππος». Ρωτά­με: «Πόσοι ίπποι είναι το μοτέρ;» Ή : «Αυτή η μηχα­νή πόσο τρα­βά­ει;». Και τα λοι­πά. Είναι μονά­δες δυνά­με­ως σε ίππους. Λοι­πόν, το άλο­γο αντι­κα­τα­στά­θη­κε από τις μηχα­νές. Έτσι, ωραιό­τα­τα και πολύ μαλα­κά και απλά, σας είπα, όταν λέει εδώ «ίππος», εννο­εί τον μηχα­νι­κό εξο­πλι­σμό, δηλα­δή τα αερο­πλά­να, τα τανκς, τα κανό­νια, τις βόμ­βες, τις οβί­δες, τους πυραύ­λους, τους δορυ­φό­ρους; Και όλα τα όμοιά τους. Λοι­πόν, ««ψευδς ππος ες σωτη­ρί­αν»! Νομί­ζε­τε πως θα σωθεί­τε με τον εξο­πλι­σμό; «ν δ πλή­θει δυνά­με­ως ατο ο σωθή­σε­ται»! Δεν θα σωθεί­τε· ο λόγος του Θεού το λέει.

Αν ένας λαός δεν έχει την προ­στα­σία του Θεού, μην πιστέ­ψε­τε ποτέ ο λαός αυτός, με το πλή­θος της ισχύ­ος του και με την εξυ­πνά­δα και τη στρα­τη­γι­κή των αρχόν­των του, ότι θα κατα­φέ­ρει σπου­δαία πράγ­μα­τα. Τίπο­τα δε θα κατα­φέ­ρει! Αυτή τη στιγ­μή, ας πού­με ότι έχου­με τέλειο εξο­πλι­σμό. Σας ρωτάω: Έχου­με όμως κύριό μας τον Θεό; Κάνου­με την ανα­φο­ρά μας στον Θεό; «Κύριε, βοή­θη­σέ μας!»;

Όσοι λόγοι εκφω­νούν­ται προ­ε­κλο­γι­κά, μετε­κλο­γι­κά, στη Βου­λή, σε συνά­ξεις, σε δοξο­λο­γί­ες, σε επί­ση­μες ώρες, από τους ανθρώ­πους που κυβερ­νούν τον τόπο μας, όποιοι και να είναι αυτοί, κάνουν χρή­ση του ονό­μα­τος του Θεού; Τα τελευ­ταία χρό­νια, αγα­πη­τοί μου, λεί­πει σκαν­δα­λω­δώς το όνο­μα του Θεού! Κι αν το θέλε­τε, λεί­πει σκαν­δα­λω­δώς το όνο­μα του Θεού- προ­σέξ­τε- όσον αφο­ρά τον Χρι­στό! Για­τί μπο­ρεί κάποιος να πει «ο Θεός» και να εννο­εί τον Μ.Α.Τ.Σ.[Μέγας Αρχι­τέ­κτων Του Σύμ­παν­τος, ο θεός των Τεκτό­νων]. Να είναι Μασό­νος, και να εννο­εί τον Μ.Α.Τ.Σ.! Μπο­ρεί να λέει «Θεός», και να εννο­εί τη Δημιουρ­γία, να είναι ειδω­λο­λά­τρης. Να λέει «Θεός», και να εννο­εί τον Βού­δα. Τότε μόνο θα ήταν σαφής αλλά και η πίστη του αδα­μάν­τι­νη, αν έλε­γε καθα­ρά το όνο­μα του Ιησού Χρι­στού. Ακού­σα­τε εσείς κανέ­να πρό­σω­πο να πει «ο Ιησούς Χρι­στός»; Ούτε καν Θεός δε λένε· όχι Ιησούς Χρι­στός…

Άρα πρέ­πει να κλαί­με! Δεν έχου­με πια κύριό μας τον Θεό. Κι άμα δεν έχου­με κάυ­ριό μας τον Θεό, τότε είμα­στε εκτε­θει­μέ­νοι· δεν έχου­με προ­στα­σία! Μπο­ρεί­τε να φαν­τα­στεί­τε πώς πρέ­πει να αισθά­νε­ται ο άνθρω­πος τη στιγ­μή που θα ανα­κα­λύ­ψει ότι δεν έχει ασφά­λεια και προ­στα­σία; Είναι τρο­με­ρό!

Αλλά θα πάρω μια άλλη πλευ­ρά, που πάλι η πατρί­δα μας έχει ακο­λου­θή­σει, και που πολ­λοί λαοί τη θέλουν και την επι­διώ­κουν. Είναι η ευη­με­ρία· αλλά μία ευη­με­ρία χωρίς τον Θεό. Αν σε ένα σπί­τι, σε μια οικο­γέ­νεια, ανα­γνω­ρί­ζε­ται ο Θεός ως κύριος, δηλα­δή ως αφεν­τι­κό, δηλα­δή ο Θεός είναι εκεί­νος που κατευ­θύ­νει το σπί­τι αυτό, πιστεύ­ε­τε ότι το σπί­τι αυτό οπωσ­δή­πο­τε θα είναι πλού­σιο; Όχι· για­τί το να έχω κύριό μου τον Θεό δε σημαί­νει ότι πρέ­πει να έχω και καλή υγεία ή να έχω γεμά­τες τις τσέ­πες μου. Θα ήταν αδια­νόη­το πράγ­μα αυτό. Προ­σέξ­τε: αδια­νόη­το! Σήμε­ρα, όμως, δυστυ­χώς, εκεί­νο που θέλου­με και μας ενδια­φέ­ρει δεν είναι τίπο­τα άλλο από το να έχου­με εξα­σφα­λί­σει στον λαό την ευη­με­ρία.. Και τότε η επι­τυ­χία μας, ως υπό­λο­γοι απέ­ναν­τι σ’ αυτόν, θα είναι βέβαιη…

Χωρίς περι­στρο­φές, σας το λέγω καθα­ρά: δεν είναι ορθό κρι­τή­ριο αυτό. Και δεν είναι ορθό κρι­τή­ριο για­τί μπο­ρεί ένας λαός να είναι φτω­χός, αλλά να έχει εξα­σφα­λί­σει άλλες προ­ϋ­πο­θέ­σεις. Και μια θεμε­λιώ­δη προ­ϋ­πό­θε­ση, μέσα στη φτώ­χεια του, είναι να έχει πάν­το­τε κύριό του τον Θεό. Πάν­το­τε! Και να είναι φτω­χός, δεν πει­ρά­ζει, δεν έχει σημα­σία αυτό. Άλλω­στε δε βρι­σκό­μα­στε πλέ­ον στην Παλαιά Δια­θή­κη, αλλά στην Και­νή, και γνω­ρί­ζου­με ότι τα υλι­κά αγα­θά δεν μπο­ρούν να είναι κρι­τή­ριο της παρου­σί­ας του Θεού. Έτσι, όταν σήμε­ρα θέλου­με να έχου­με κρι­τή­ριο τα υλι­κά αγα­θά, την ευδαι­μο­νία, και στρε­φό­μα­στε προς την Ευρώ­πη, προς τον Βόρειο Πόλο, προς τον Νότιο Πόλο, στρε­φό­μα­στε προς τον Ειρη­νι­κό Ωκε­α­νό- κατα­λα­βαί­νε­τε τι θέλω να πω τώρα.. πάμε στα βαθιά και στα ρηχά- για να έχου­με ευδαι­μο­νία υλι­στι­κή, κατο­χύ­ρω­ση υλι­στι­κή, ασφά­λεια υλι­στι­κή· άνο­δο του βιο­τι­κού επι­πέ­δου, τι λέτε; Θα είμα­στε τότε ευτυ­χείς;

Για να μη λέτε πως τα λέω εγώ αυτά, ακού­στε τον 143ο Ψαλ­μό: «ῥῦσαί με κα ξελο με κ χειρς υἱῶν λλο­τρί­ων, ν τ στό­μα λάλη­σε ματαιό­τη­τα κα δεξι ατν δεξι δικί­ας». Δηλα­δή: «απάλ­λα­ξέ με, γλύ­τω­σέ με από τα χέρια ξένων, που το στό­μα τους μιλά­ει ματαιό­δο­ξα, ειδω­λο­λα­τρι­κά- στην Παλαιά Δια­θή­κη «μάταιον» εννο­εί­ται η ειδω­λο­λα­τρία- και το δεξί τους χέρι είναι χέρι αδι­κί­ας, ό,τι κάνουν είναι άδι­κο».

Οι μεγά­λοι της γης είναι άδι­κοι. Έχει απο­δει­χθεί αυτό τρα­νά και επα­νει­λημ­μέ­να. Οι μεγά­λοι της γης, για τους μικρούς, είναι πάν­το­τε άδι­κοι. Μην ξεχνά­τε ότι ποτέ, μα ποτέ, κανέ­νας μεγά­λος δεν αγά­πη­σε την Ελλά­δα. Αυτό να το ξέρε­τε πάν­το­τε. Και για μη νομι­σθεί πάλι ότι μιλάω εγώ, κάπο­τε ο Ησα­ΐ­ας το είπε αυτό και τόνι­σε ιδιαί­τε­ρα να μη συμ­μα­χή­σει ο Ισρα­ήλ ούτε με τους Ασσυ­ρί­ους, ούτε με τους Αιγυ­πτί­ους: «Θα μεί­νε­τε στις δικές σας δυνά­μεις, για­τί εγώ είμαι Κύριος ο Θεός σας[Ησ.31,1–3]». Δεν άκου­σαν οι Εβραί­οι και στρά­φη­καν σε συμ­μα­χί­ες. Ο Θεός τους ελέγ­χει, αλλά τελι­κά τους αφή­νει και συμ­μα­χούν με τους Αιγυ­πτί­ους. Και έρχον­ται μετά οι Ασσύ­ριοι και τους δια­λύ­ουν. Είναι φοβε­ρό!

Σας έχω πει κι άλλη φορά τι έκα­νε κάπο­τε ο Δαβίδ; Μέτρη­σε τον στρα­τό, έκα­νε δηλα­δή απο­γρα­φή. Θα μου πεί­τε: Είναι κακό πράγ­μα να κάνει κανείς απο­γρα­φή; Στην Παλαιά Δια­θή­κη έχου­με πολ­λές περι­πτώ­σεις απο­γρα­φής. Όταν μάλι­στα έφυ­γαν οι Εβραί­οι από την Αίγυ­πτο και βρέ­θη­καν στην έρη­μο, ο Μωυ­σής έκα­νε απο­γρα­φή. Και μας λέει και τους αρθι­μούς, που περιέ­χον­ται σε ένα βιβλίο της Παλαιάς Δια­θή­κης, και γι’ αυτό το βιβλίο αυτό πήρε το όνο­μα «Αριθ­μοί». Ο Θεός τώρα εδώ θυμώ­νει με τον Φαβρίδ που κάνει απο­γρα­φή, για­τί ο Δαβίδ ανα­ρω­τή­θη­κε μέσα του αν μπο­ρεί να κατα­τρο­πώ­σει τους εχθρούς του με τον στρα­τό που έχει. Αυτό ήταν το λάθος. Η αμαρ­τία δεν ήταν ότι έκα­νε απο­γρα­φή, αλλά ότι στή­ρι­ζε τις νίκες του στο πλή­θος του στρα­τού[βλ. Β’Βασ.24,1–10]. Το κατα­λά­βα­τε;

Αλλά κι εμείς σήμε­ρα αυτό κάνου­με. Νομί­ζου­με ότι όταν θα τρέ­ξου­με να κάνου­με συμ­μα­χί­ες με τους μεγά­λους και τα λοι­πά, τότε οι εχθροί μας δεν θα μας πει­ρά­ξουν. Τι φοβε­ρό είναι! Αλλά είναι αδύ­να­το να γίνει κάτι δια­φο­ρε­τι­κό· γι’ αυτό τρα­βά­με τη μοί­ρα μας, τρα­βά­με την πορεία της μοί­ρας μας.

Τώρα ακού­στε μία ωραία περι­γρα­φή αυτών των ξένων λαών που κάνει ο Ψαλ­μω­δός, στους στί­χους 12–15(Ψαλμός 143): «ν ο υο ς νεφυτα δρυμνα ν τ νετητι ατν, α θυγατρες ατν κεκαλ­λω­πι­σμναι, περι­κε­κο­σμημναι ς μοωμα ναο, τ ταμιεα ατν πλρη, ξερευγμενα κ τοτου ες τοτο, τ πρβατα ατν πολτοκα, πληθνον­τα ν τας ξδοις ατν, ο βες ατν παχες, οκ στι κατπτω­μα φραγ­μο, οδ διξοδος, οδ κραυγ ν τας πλα­τεαις ατν, μακρισαν τν λαν, τατ στι· μακριος λας, ο Κριος Θες ατο».

Δηλα­δή «μακά­ρι­σαν αυτούς των οποί­ων τα παλι­κά­ρια, πάνω στη νιό­τη τους μοιά­ζουν με βλα­στά­ρια ριζω­μέ­να, οι κόρες τους είναι ωραί­ες, στο­λι­σμέ­νες με διά­φο­ρα στο­λί­δια, σαν ομοί­ω­μα ναού, οι απο­θή­κες τους είναι γεμά­τες από αγα­θά που ξεχει­λί­ζουν, τα πρό­βα­τά τους είναι πολυτόκα…-και με τεχνη­τή γονι­μο­ποί­η­ση!- και πολ­λα­πλα­σιά­ζον­ται έξω στις βοσκές τους, τα βόδια τους είναι παχιά, δεν υπάρ­χει κανέ­νας τοί­χος των οικο­δο­μών τους γκρε­μι­σμέ­νος ούτε ρωγ­μή- δηλα­δή έχουν πόλεις ωραιό­τα­τα οικο­δο­μη­μέ­νες· δεν υπάρ­χουν χαλά­σμα­τα και ερεί­πια-ούτε ακού­γον­ται κλά­μα­τα και φωνές στις πλα­τεί­ες τους. Μακά­ρι­σαν τον λαό αυτόν που έχει όλα αυτά· όμως ευτυ­χι­σμέ­νος ο λαός εκεί­νος που Κύριός του είναι ο Θεός!».

Μακά­ρι­σαν λοι­πόν τον λαό που είχε όλα τα υλι­κά αγα­θά! Πραγ­μα­τι­κά: «Τι ευτυ­χι­σμέ­νος λαός που είναι αυτός! Ταμεία, απο­θή­κες; Γεμά­τες! Πρό­βα­τα; Πολυ­τό­κα! Παλι­κά­ρια; Λαμ­πρά! Κορί­τσια; Ωραιό­τα­τα! Πόνος και θλί­ψη; Ανα­πτυγ­μέ­νη η Ιατρι­κή, ανα­πτυγ­μέ­νη η Τεχνι­κή, ανα­πτυγ­μέ­νη η Επι­στή­μη! Όλα ωραιό­τα­τα!…». Μακά­ρι­σαν τον λαό αυτό, όπως μακα­ρί­ζου­με σήμε­ρα την Ευρώ­πη, την Αμερική,άλλους λαούς πλού­σιους και λέμε: «Θα μπού­με κι εμείς μέσα στον συνα­σπι­σμό τους!».

Πραγ­μα­τι­κά ευτυ­χι­σμέ­νος όμως είναι ο λαός εκεί­νος που Κύριο έχει τον Θεό Του. Αυτός είναι ο μακά­ριος λαός· όχι αυτός που έχει ευδαι­μο­νία και πλη­θώ­ρα αγα­θών. Ευτυ­χι­σμέ­νος είναι αυτός που έχει κύριο και κυβερ­νή­τη του τον Θεό. Και πάλι ξανα­ρω­τάω, αγα­πη­τοί μου: έχου­με σήμε­ρα στην Ελλά­δα κύριο, αφεν­τι­κό, τον Θεό μας; Δεν Τον έχου­με!

Θα κλεί­σω με ένα αλί­μο­νό μας!… Τίπο­τα άλλο δεν έχω να προ­σθέ­σω. Κι αν δεν έχω τίπο­τα να προ­σθέ­σω στο «αλί­μο­νό μας», θα μου πεί­τε: «Τότε για­τί μας τα είπα­τε όλα αυτά από­ψε;». Πρώ­τα πρώ­τα για­τί είναι κατα­τε­θει­μέ­να στην Αγία Γρα­φή· και ύστε­ρα για να δοθεί μία μαρ­τυ­ρία. Μπο­ρού­με να μη δώσου­με αυτήν τη μαρ­τυ­ρία; Πρέ­πει να δοθεί η μαρ­τυ­ρία για να επι­κυ­ρω­θεί το αλί­μο­νο. Τίπο­τα άλλο δεν έχω να σας πω, τίπο­τα άλλο δεν μπο­ρού­με να κάνου­με· η πορεία μας, ως χώρα, είναι παρ­μέ­νη. Αλί­μο­νό μας! Τίπο­τα άλλο…

Δευ­τέ­ρα, 14-11-1977

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή  μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΗ:

Π. Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου, Επι­λο­γή Ψαλ­μών, τόμος Α΄, Ομι­λί­ες απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νες, Εκδό­σεις Ορθό­δο­ξος Κυψέ­λη, Μάιος 2014, σελ. 180–188[ ομι­λία 5η, Ψαλ­μός 32ος]’

αρχιμ. Αθα­νά­σιος Μυτι­λη­ναί­ος (ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΜΕΓΙΣΤΗ ΑΞΙΑ ΜΕΛΕΤΗΣ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΜΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ)

ΠΟΛΥΤΙΜΕΣ ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΕΣ

ΤΟΥ ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΥ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΜΕΓΙΣΤΗ ΑΞΙΑ ΜΕΛΕΤΗΣ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΜΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

[…] Ξέρε­τε πόσο σπου­δαίο πράγ­μα είναι να μελε­τά κανείς είτε την προ­σω­πι­κή του ιστο­ρία, είτε την Ιστο­ρία του λαού του; Πολύ μεγά­λο πράγ­μα· έχει πολύ μεγά­λη αξία, αγα­πη­τοί μου· αν δεν είχε αξία η μελέ­τη της Ιστο­ρί­ας, δεν θα έρχον­ταν εχθροί να τη δια­στρέ­φουν και να τη δια­στρε­βλώ­νουν… Και η Ιστο­ρία στην επο­χή μας δια­στρε­βλώ­νε­ται όσο ποτέ άλλο­τε. Ακούω κάτι πράγ­μα­τα…, μα κάτι πράγ­μα­τα που διδά­σκον­ται οι μαθη­τές και οι φοι­τη­τές στο Πανε­πι­στή­μιο, ή ‚αν δεν διδά­σκον­ται μέσα στο Πανε­πι­στή­μιο, που κυκλο­φο­ρούν σε βιβλία, και δια­στρέ­φε­ται η Ιστο­ρία σε βαθ­μό εξορ­γι­στι­κό…

Ας ανα­φέ­ρω ένα απλό παρά­δειγ­μα. Οι Τούρ­κοι δια­δί­δουν στην Αμε­ρι­κή, με έντυ­πα και λοι­πά, δίνον­τας πολ­λά λεφτά, ότι ο Όμη­ρος ήταν Τούρ­κος!… Ή ότι ο Θαλής ο Μιλή­σιος και άλλοι Έλλη­νες της Μικράς Ασί­ας ήταν Τούρ­κοι!… Κι επει­δή οι νεό­τε­ροι άνθρω­ποι δεν δια­βά­ζουν Ιστο­ρία- ο πολύς κόσμος δε δια­βά­ζει Ιστο­ρία- πού να ξέρει τώρα ο Αμε­ρι­κά­νος για τον Θαλή τον Μιλή­σιο αν ήταν Έλλη­νας ή …Τούρ­κος; Κι έτσι παρου­σιά­ζουν τους Έλλη­νες, τους Ίωνες φιλο­σό­φους, τους παρου­σιά­ζουν, παρα­κα­λώ, οι Τούρ­κοι ως Τούρ­κους![Ο Τουρ­γκούτ Οζάλ, πρώ­ην πρό­ε­δρος της Τουρ­κί­ας, στο περί­φη­μο ιστο­ρι­κό του έργο, που γρά­φτη­κε το 1986, είχε ισχυ­ρι­στεί τα εξής: «Ο Όμη­ρος, ο συμ­πα­τριώ­της μας, άρχι­σε από την Ανα­το­λία, στον 9ο αιώ­να π.Χ. Εκεί­νο που αργό­τε­ρα θα ονο­μά­σουν εσφαλ­μέ­να ελλη­νι­κό θαύ­μα»!]. Και να ανα­λο­γι­στού­με ότι στο προ­σκή­νιο της Ιστο­ρί­ας οι Τούρ­κοι έχουν έρθει τώρα τελευ­ταία, τους τελευ­ταί­ους αιώ­νες. Οι Τούρ­κοι ήταν άγνω­στοι· είχαν έρθει από τη Μογ­γο­λία, το Τουρ­κι­στάν, από το Αφγα­νι­στάν, από ‘κει, και τα λοι­πά. Στο προ­σκή­νιο λοι­πόν της Ιστο­ρί­ας οι Τούρ­κοι μπή­καν τελευ­ταία, τους τελευ­ταί­ους αιώ­νες· κατά την περί­ο­δο των βυζαν­τι­νών χρό­νων εμφα­νί­στη­καν. Αυτό λοι­πόν που ισχυ­ρί­ζον­ται οι Τούρ­κοι ότι εδώ υπήρ­χαν προ Χρι­στού, δεν είναι απλά ανι­στό­ρη­το, αλλά… είναι φοβε­ρό πράγ­μα, κι εγώ δεν ξέρω τι είναι!

Ή εκεί­νο που λένε, ότι «ο Μέγας Αλέ­ξαν­δρος ήταν Σκο­πια­νός… ή και Βούλ­γα­ρος»! Μα είναι γνω­στό ότι όλοι αυτοί, ως Σλάβοι,-σλαβικά φύλα είναι αυτά- ήρθαν κατά την περί­ο­δο των βυζαν­τι­νών χρό­νων, ενώ ο Μέγας Αλέ­ξαν­δρος είναι προ Χρι­στού, είναι τέσ­σε­ρις αιώ­νες προ Χρι­στού, τότε που ακό­μη στην Ευρώ­πη δεν είχαν εμφα­νι­στεί τα σλα­βι­κά φύλα· από πού κι ως πού λοι­πόν ήταν Σλά­βος;… Φοβε­ρά πράγ­μα­τα! Δια­στρο­φή φοβε­ρή! Γι’ αυτό κάπου διά­βα­ζα ότι αυτός ο τάφος του Φιλίπ­που που τώρα βρέ­θη­κε στη Βερ­γί­να[[ η ομι­λία αυτή είχε εκφω­νη­θεί το 1978 ]] μπο­ρεί να χρη­σι­μο­ποι­η­θεί ως επι­χεί­ρη­μα. Επι­χει­ρεί­ται φοβε­ρή δια­στρο­φή της Ιστο­ρί­ας! Φοβε­ρή!

Ή η επα­νά­στα­ση του 1821,που κάποιοι λένε ότι ήταν ταξι­κή! Η Επα­νά­στα­ση του ΄21 ταξι­κή;… Για όνο­μα του Θεού! Όλοι οι αγω­νι­στές ήταν μέσα σε στε­ρή­σεις και κακου­χί­ες, ανά­με­σα σε περι­πέ­τειες. Ο Μακρυ­γιάν­νης δικά­στη­κε και κατα­δι­κά­στη­κε να πεθά­νει στη φυλα­κή, αλλά κι ο Κολο­κο­τρώ­νης στη φυλα­κή, για­τί ήθε­λαν να υπε­ρα­σπί­σουν τα δίκαια της φυλής, την ελευ­θε­ρία της πατρί­δος. Ποιος ταξι­κός αγώ­νας; Φοβε­ρή δια­στρο­φή!

Αν δεν είχε αξία λοι­πόν η Ιστο­ρία, αγα­πη­τοί μου, θα δια­στρε­φό­ταν; Πάει να πει ότι έχει αξία η Ιστο­ρία. Θέλω να σας παρα­κα­λέ­σω να προ­σέ­χε­τε πολύ τι ακού­τε, αλλά και τα παι­διά σας το τι μαθαί­νουν και τι ακούν· χρειά­ζε­ται πολ­λή προ­σο­χή.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή  μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΗ:

Μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου, Επι­λο­γή Ψαλ­μών, τόμος Β΄, εκδό­σεις Ιεράς Μονής Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης, Λάρι­σα 2015, σελ.244–246[14η απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία, από­σπα­σμα από την ερμη­νεία του Ψαλ­μού 142].

ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΠΙΣΤΕΩΣ ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ ΤΟΥ 1821

ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΠΙΣΤΕΩΣ ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ ΤΟΥ 1821

Εξ αφορ­μής της εθνι­κής επε­τεί­ου αξί­ζει να φέρου­με στο προ­σκή­νιο μαρ­τυ­ρί­ες πίστε­ως αγω­νι­στών και ηρώ­ων του 1821. Επι­κε­φα­λής των ηρωι­κών κλη­ρι­κών μαρ­τύ­ρων του 1821 στέ­κε­ται ο Οικου­με­νι­κός Πατριάρ­χης Γρη­γό­ριος Ε΄.

Τρα­γι­κή ήταν η θέση του όταν επα­να­στά­τη­σε η Ελλά­δα. Έβλε­πε ότι τον περί­με­νε το μαρ­τύ­ριο. Πολ­λοί προ­σπα­θούν να τον πεί­σουν να φύγει από την Κων­σταν­τι­νού­πο­λη για να σωθεί. Αλλά ο καλός ποι­μήν αρνή­θη­κε, ακο­λου­θών­τας τα ίχνη των γεν­ναί­ων προ­κα­τό­χων του. Είπε: «Με προ­τρέ­πε­τε εις φυγήν˙ μάχαι­ρα θα διέλ­θη τας ρύμας της Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως και λοι­πών πόλε­ων των χρι­στια­νι­κών Επαρ­χιών. Υμείς επι­θυ­μεί­τε όπως εγώ μεταμ­φιε­ζό­με­νος κατα­φύ­γω εις πλοί­ον ή κλει­σθώ εν οικία οιου­δή­πο­τε ευερ­γε­τι­κού υμών Πρε­σβευ­τού, να ακούω δε εκεί­θεν πως οι δήμιοι κατα­κρε­ουρ­γού­σι τον χηρεύ­ον­τα Λαόν… Ουχί!

Εγώ διά τού­το είμαι Πατριάρ­χης, όπως σώσω το Έθνος μου, ουχί δε όπως απο­λε­σθή τού­το διά της χει­ρός των Γενι­τσά­ρων. Ο θάνα­τός μου ίσως… επι­φέ­ρη μεγα­λυ­τέ­ραν ωφέ­λειαν, παρά η ζωή μου. Σήμε­ρον (Κυρια­κή των Βαΐ­ων) θα φάγω­μεν ιχθύς, αλλά μετά τινας ημέ­ρας και ίσως και ταύ­την την εβδο­μά­δα οι ιχθύ­ες θα μας φάγω­σιν… Ναί, ας μη γίνω χλεύ­α­σμα των ζών­των. Δεν θα ανε­χθώ ώστε εις τας οδούς της Οδησ­σού, της Κερ­κύ­ρας και της Αγκώ­νος διερ­χό­με­νον εν μέσω των αγυιών να με δακτυ­λο­δει­κτώ­σι λέγον­τες: «ιδού έρχε­ται ο φονεύς Πατριάρ­χης». Αν το Έθνος μου σωθή και θριαμ­βεύ­ση, τότε πέποι­θα θα μου απο­δώ­ση θυμί­α­μα επαί­νου και τιμών, διό­τι εξε­πλή­ρω­σα το χρέ­ος μου… Υπά­γω όπου με καλεί ο μέγας κλή­ρος του Έθνους και ο Πατήρ ο Ουρά­νιος, ο μάρ­τυς των ανθρω­πί­νων πρά­ξε­ων».

Ο αρχι­μαν­δρί­της Γρη­γό­ριος Δικαί­ος, που είναι γνω­στός με το όνο­μα Παπα­φλέσ­σας είναι αυτός που άνα­ψε την φλό­γα της Επα­να­στά­σε­ως στον Μοριά. Φλο­γε­ρός στην πίστη, έκα­νε να ωρι­μά­σει ο άγου­ρος καρπός‑η μεγά­λη από­φα­ση του αγώ­νος και έλε­γε: «Έλλη­νες, ποτέ μην ξεχνά­τε το χρέ­ος σε Θεό και σε πατρί­δα! Σ’ αυτά τα δύο σας εξορ­κί­ζω ή να νική­σου­με ή να πεθά­νου­με κάτω από τη σημαία του Χρι­στού

Άλλος, ο Ναύ­αρ­χος Ανδρέ­ας Μια­ού­λης  έγρα­φε στον Γεώρ­γιον Κουν­του­ριώ­την τις παρα­κά­τω υπέ­ρο­χες γραμ­μές:

«Ας μη λεί­ψη, παρα­κα­λώ, και η Υμε­τέ­ρα Εκλαμ­πρό­της από του να συνερ­γή­ση εις το να γίνω­σιν αι ανή­κου­σαι προς Κύριον προς εξι­λέ­ω­σιν της θεί­ας αυτού δικαιο­σύ­νης ικε­σί­αι διά τας αμαρ­τί­ας και εμού του ανα­ξί­ου και όλου του χρι­στε­πω­νύ­μου λαού… όπως συνο­δευού­σης της θεί­ας αυτού Αγα­θό­τη­τος, ενι­σχυ­θώ­σιν από την παν­το­δύ­να­μον χάριν Του οι βρα­χί­ο­νες των Ελλή­νων και ούτω κατα­τρο­πώ­σαν­τες διά του επί της ελλη­νι­κής σημαί­ας τιμί­ου Σταυ­ρού και τους αισθη­τούς εχθρούς τού­τους, αυτούς μεν υπο­χρε­ώ­σω­μεν και άπαν­τας να ομο­λο­γώ­σι και να κηρύτ­τω­σι «Μέγας ο Θεός και η πίστις των Χρι­στια­νών», ημείς δε δοξο­λο­γούν­τες να ψάλ­λω­μεν το του προ­φη­τά­να­κτος «η δεξιά σου Κύριε δεδό­ξα­σται».

Ο δε Κων­σταν­τί­νος Κανά­ρης με προ­σευ­χή ξεκί­νη­σε για το κατόρ­θω­μα στο λιμά­νι της Χίου. Όσο έλει­παν από το νησί, όλος ο κόσμος γονα­τι­στός προ­σευ­χό­ταν για τη σωτη­ρία τους. Και η επι­στρο­φή τους στα Ψαρά με προ­σευ­χή ευχα­ρι­στή­ριο κατέ­λη­ξε. Οι ιερείς με τα εξα­πτέ­ρυ­γα, οι πρού­χον­τες και όλος ο λαός τον συνό­δευ­σαν στον ναό του Θεού. Εκεί­νη η πομ­πή πάνω στο μικρό αλλά τρι­σέν­δο­ξο νησά­κι, μας θυμί­ζει τα χρό­νια, που οι Βυζαν­τι­νοί αυτο­κρά­το­ρες και οι χιλιο­τρα­γου­δι­σμέ­νοι νικη­τές ηρωι­κών αγώ­νων ανέ­βαι­ναν ταπει­νοί προ­σκυ­νη­τές στην Αγιά Σοφιά, για να ψάλ­λουν «Τ περ­μάχω στρα­τηγ τ νικη­τή­ρια». Τότε παρο­μοί­ως, ο θρυ­λι­κός μπουρ­λο­τιέ­ρης κατέ­θε­σε στα πόδια της εικό­νος της Θεο­τό­κου το στε­φά­νι του και έπε­σε με το μέτω­πο κατά γης προ­σκυ­νών­τας προ­σευ­χό­με­νος και ευχα­ρι­στών­τας από βάθους καρ­διάς τον Θεό. Κατό­πιν εξο­μο­λο­γή­θη­κε, μετέ­λα­βε των αχράν­των Μυστη­ρί­ων και με ταπεί­νω­ση και σεμνό­τη­τα απε­σύρ­θη στο ήσυ­χο σπι­τά­κι του.

Αλλά και ο Γέρος του Μοριά, ο Κολο­κο­τρώ­νης ευλα­βεί­το πολύ την Πανα­γία. Στα 1821 ξεκί­νη­σε από την Καλα­μά­τα για την Τρί­πο­λη. Στα χωριά που περ­νού­σε, χτυ­πού­σαν οι καμ­πά­νες, οι ιερείς έβγαι­ναν με τα εξα­πτέ­ρυ­γα, άνδρες, γυναί­κες, παι­διά γονά­τι­ζαν και έκα­ναν δεή­σεις. Γρή­γο­ρα όμως ο πρώ­τος ενθου­σια­σμός έσβη­σε. Ο Ανα­γνω­στα­ράς, ο Μαυ­ρο­μι­χά­λης, ο Παπα­φλέσ­σας τρά­βη­ξαν γι’ αλλού. Ο Κολο­κο­τρώ­νης απέ­μει­νε κατά­μο­νος με το άλο­γό του στην Καρύ­ται­να. Τι θα έκα­μνε; Τι θα μπο­ρού­σε να κάνη ένας μονά­χος, ολο­μό­να­χος; Το παν! Όταν φλο­γί­ζει την καρ­διά του η φλό­γα της πίστε­ως. Αλλ’ ας αφή­σου­με τον ίδιο το Γέρο να μας διη­γη­θεί τι έκα­νε: «Έκα­τσα που εσκα­πέ­τι­σαν με τα μπαϊ­ρά­κια τους, απέ εκα­τέ­βη­κα κάτου˙ ήτον μια εκκλη­σιά εις τον δρό­μον, η Πανα­γία στο Χρυ­σο­βί­τσι, και το καθη­σιό μου ήτο όπου έκλαι­γα την Ελλάς». Σίμω­σε, έδε­σε το άλο­γό του σ’ ένα δέν­τρο, μπή­κε μέσα, γονά­τι­σε:

-Πανα­γιά μου, είπε, από τα βάθη της καρ­διάς του, και τα μάτια του δάκρυ­σαν. Πανα­γιά μου, βοή­θη­σε και τού­τη τη φορά τους Έλλη­νες να ψυχω­θούν. Έκα­νε το σταυ­ρό του. Ασπά­σθη­κε την εικό­να της, βγή­κε από το εκκλη­σά­κι, πήδη­σε στ’ άλο­γό του κι έφυ­γε.

Λίγο πριν αρχί­σει τον αγώ­να στα Δερ­βε­νά­κια είπε:

-Έλλη­νες, από­ψε ήλθε η Πανα­γία και μου είπεν: «Η Πανα­γία, σκέ­πη, βοη­θός και προ­στα­σία!» Μακά­ρι και σήμε­ρα στην Πανα­γία να προ­σβλέ­που­με και τού­τη τη δέη­ση να λέμε: «Πανα­γιά μου, ψύχω­σε τους Έλλη­νες!».

Ακό­μη, η Καπε­τά­νισ­σα Μπουμ­που­λί­να είπε στους Προ­κρί­τους και στους Δημο­γέ­ρον­τες:

«Έχα­σα τον σύζυ­γόν μου. Ευλο­γη­τός ο Θεός! Ο πρε­σβύ­τε­ρος υιός μου έπε­σε με τα όπλα ανά χεί­ρας. Ευλο­γη­τός ο Θεός! Ο δεύ­τε­ρος και μόνος υιός μου, 14ετής την ηλι­κί­αν, μάχε­ται μετά των Ελλή­νων και πιθα­νώς να εύρη ένδο­ξον θάνα­τον. Ευλο­γη­τός ο Θεός! Υπό το σημεί­ον του Σταυ­ρού θα ρεύ­ση επί­σης το αίμα μου. Ευλο­γη­τός ο Θεός! Αλλά θα νική­σω­μεν ή θα παύ­σω­μεν μεν ζών­τες, αλλά θα έχω­μεν την παρή­γο­ρον ιδέ­αν, ότι εν τω κόσμω δεν αφή­σα­μεν όπι­σθεν ημών δού­λους τους Έλλη­νας».

Ιδού και τα επι­βε­βαιω­τι­κά λόγια του στρα­τη­γού Μακρυ­γιάν­νη:

«Οι αγω­νι­σταί βάστη­ξαν την θρη­σκεί­αν τους τόσους αιώ­νες με τους Τούρ­κους-και τους ‘κάναν τόσα μαρ­τύ­ρια και την βάστα­ξαν˙ και λευ­τέ­ρω­σαν και την Πατρί­δα τους, αυτεί­νοι με την θρη­σκεία τους, οπού ήταν πεν­τα­κό­σιοι Τούρ­κοι εις τον αριθ­μόν κι αυτεί­νοι ένας και χωρίς τ’αναγκαία του πολέ­μου και την μάθη­σιν οι περισ­σό­τε­ροι˙ και τ’άρματά τους δεμέ­να με σκοι­νιά. Καί η πίστι εις τον Θεόν-λευ­τέ­ρω­σαν την Πατρί­δα τους».

Πέρα­σαν 198 χρό­νια από τότε που οι πρό­γο­νοί μας είπαν το «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Η΄ΘΑΝΑΤΟΣ» και θυσιά­στη­καν για την ελευ­θε­ρία μας. Στα ιερά τους κόκ­κα­λα θεμε­λιώ­θη­κε το κρά­τος του Νέου Ελλη­νι­σμού.

Αλή­θεια, δύο ερω­τή­μα­τα προ­βάλ­λουν επι­τα­κτι­κά: α) Πώς εκδη­λώ­νου­με την ευγνω­μο­σύ­νη και τιμή προς τους ήρω­ες του 1821; β)Πόσο ακλό­νη­τη και δυνα­τή είναι η πίστη μας στην πρό­νοια του Θεού και στην προ­στα­σία της Πανα­γί­ας; 

Ο καθέ­νας ας σκε­φθεί.-

ΠΗΓΗ: http://paterikos.blogspot.gr

 

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek