Η ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑ

Θλιβερὰ εἰκὼν τοῦ συγχρόνου Ελληνικού τύπου

by admin

Θλι­βε­ρὰ εἰκὼν τοῦ συγ­χρό­νου Ελλη­νι­κού τύπου

Εἰς ποῖ­ον επί­πε­δον δια­νο­η­τι­κής και ἠθι­κῆς εὐρω­στί­ας ἐν Ελλά­δι ὁ Τύπος; Ἀλλά δια­τὶ νὰ δώσω­μεν ἡμεῖς τὴν ἀπάν­τη­σιν; Δύνα­σθε νὰ τὴν δώση­τε σεῖς ὁ ἴδιος. Πρό­χει­ρος ὁ ἔλεγ­χος. Ἐὰν ἀγα­πᾶ­τε, ἀγο­ρά­σα­τε μίαν ἡμέ­ραν ὅλας τὰς ἐν τῇ Πρω­τευού­σῃ τῆς Ἑλλά­δος ἐκδι­δο­μέ­νας ἡμε­ρη­σί­ας ἐφη­με­ρί­δας καὶ ρίψα­τε ἓν βλέμ­μα εἰς τὰς στή­λας αὐτῶν. Ποῦ ἡ δυνα­τή, ἡ νευ­ρώ­δης, ἡ ὑπὸ τῆς φιλο­σο­φί­ας καὶ τῶν ἀνω­τέ­ρων ἰδε­ῶν ἐμπνε­ο­μέ­νη ἀρθρο­γρα­φία; Ποῦ ἡ βαθεῖα, ἡ ἀντι­κει­με­νι­κὴ καὶ ἀμε­ρό­λη­πτος ἔρευ­να καὶ κρί­σις τῶν ποι­κί­λων προ­βλη­μά­των τοῦ Ἑλλη­νι­κοῦ λαοῦ; Ποῦ ἡ κραυ­γὴ τοῦ πόνου διὰ τοὺς πραγ­μα­τι­κοὺς κιν­δύ­νους, τοὺς ὁποί­ους δια­τρέ­χει ή φυλή; Ποῦ ἡ στη­λί­τευ­σις τῆς κακί­ας καὶ τῆς ἀρε­τῆς ὁ ἔπαι­νος; Ποῦ ἡ ἱερὰ ἐκεί­νη πρὸς τὴν Ὀρθο­δο­ξί­αν καὶ τὴν Πατρί­δα πνοή, ἦ ὁποία ἐνέ­πνεε δι ̓ ὅλων τῶν σελί­δων τοὺς συν­τά­κτας τῶν πρώ­των μετὰ τὴν ἐπα­νά­στα­σιν τοῦ 1821 καὶ ἀπε­λευ­θέ­ρω­σιν τοῦ ἔθνους ἐφη­με­ρί­δων, μικρῶν μὲν τὸ σχῆ­μα, ἀλλὰ μεγά­λων εἰς καθα­ρὰς ἰδέ­ας καὶ ἁγνὰ συναι­σθή­μα­τα ;

Μελε­τῶν τις τὰς σημε­ρι­νὰς ἐφη­με­ρί­δας νομί­ζει ότι διέρ­χε­ται τὴν καυ­στι­κὴν ἔρη­μον τῆς Σαχά­ρας. Ἐὰν ἀφαι­ρέ­σω­μεν ἐπαι­νε­τάς τινας ἐξαι­ρέ­σεις αἱ ὁποῖ­αι φαί­νον­ται ὡς βάσεις ἐν τῇ ἐρή­μῳ θὰ ἴδω­μεν τὴν Ἑλλη­νι­κὴν δημο­σιο­γρα­φί­αν νὰ ἐνδια­τρί­βῃ περὶ τὸ ἄχυ­ρον, τὰ μικρά, τὰ ἀσήμαντα,νὰ ἀνα­κι­νῇ τὸν βόρ­βο­ρον, νὰ περι­γρά­φῃ τὰ αἴσχη καὶ τὰ ἐγκλή­μα­τα τῆς ζωής, νὰ ὑψώ­νῃ τὰς πυγο­λαμ­πί­δας εἰς τηλαυ­γεῖς φάρους, νὰ δίδη ψευ­δῆ εἰκό­να τοῦ κόσμου καὶ νὰ καίῃ ἄφθο­νον λιβα­νω­τὸν εἰς τὰ σύγ­χρο­να εἴδω­λα τοῦ ψευ­δο­πο­λι­τι­σμοῦ. Αθλιό­τη­τες, βδε­λυ­ρό­τη­τες καὶ ἐγκλή­μα­τα φρι­κια­στι­κά, ἀπὸ τὰ ὁποῖα πᾶς τις πρέ­πει ν ̓ ἀπο­στρέ­φῃ τὸ πρό­σω­πόν του ἀνα­γρά­φον­ται μετὰ πάσης λεπτο­με­ρεί­ας καὶ φωτο­γρά­φοι καὶ σκι­τσο­γρά­φει σπεύ­δουν νὰ βοη­θή­σουν τὸν συν­τά­κτην καὶ οὕτω διὰ φωτο­γρα­φιῶν καὶ εἰκό­νων ζωη­ρῶς καὶ ἀνε­ξι­τή­λως νὰ ἐντυ­πω­θοῦν τὰ μαθή­μα­τα τῆς κοι­νω­νι­κῆς δια­φθο­ρᾶς εἰς τὰς δια­νοί­ας καὶ τὰς καρ­δί­ας τῶν ἀνα­γνω­στῶν. Καὶ ὄχι μόνον ἐγκλή­μα­τα τῆς παρού­σης στιγ­μῆς, τῶν ὁποί­ων ἐπὶ τέλους ἡ ἐπι­και­ρό­της ἐπι­βάλ­λει τὴν μνεί­αν, ἀλλὰ καὶ ἐγκλή­μα­τα ἀπο­τρό­παια ποὺ συνε­τά­ρα­ξαν πρὸ πολ­λῶν δεκα­ε­τιῶν τὴν ἑλλη­νι­κὴν ψυχὴν καὶ ἔχουν λησμο­νη­θῆ, ἀνα­σύ­ρον­ται ἐν τῶν ἀρχεί­ων τοῦ παρελ­θόν­τος, «φρε­σκά­ρον­ται» καὶ οὕτω παρου­σιά­ζον­ται εἰς τὴν φαν­τα­σί­αν τῶν νέων νωπά, τὸ δὲ χεί­ρι­στον ὅλων, ἡ περι­γρα­φὴ τῶν ἐγκλη­μά­των γίνε­ται κατὰ τοιοῦ­τον τρό­πον, ὥστε οἱ δρά­σται νὰ ἐμφα­νί­ζων­ται μὲ τὸν φωτο­στέ­φα­νον τοῦ κοι­νω­νι­κοῦ ἥρω­ος καὶ τὸ κακὸν ν ἀπο­κτᾷ ἀκτι­νο­βό­λον λαμ­πρό­τη­τα, ελκυ­στι­κὴν δύνα­μιν διὰ τὰς ἀσθε­νεῖς πνευ­μα­τι­κῶς ψυχάς. Άρθρα-σπο­ρὰ δρα­κόν­των, ἐκ τῶν ὁποί­ων αὔριον θὰ ἐκπη­δή­σουν οἱ γίγαν­τες τοῦ κακοῦ, ὡσὰν ἡ χώρα αὕτη νὰ πάσχῃ ἀπὸ ἔλλει­ψιν τοιού­των ἡρώ­ων, ὡσὰν ὁ ἀπαι­σί­ας μνή­μης Δεκέμ­βριος τοῦ 1944 ν ̓ ἀπέ­χῃ ἡμῶν κατὰ χίλια ἔτη… Προ­χθὲς μόλις εἴδο­μεν ἐπι­στο­λὴν ἀνα­γνώ­στου παρα­πο­νου­μέ­νου διὰ συν­τά­κτην ἔφη μερί­δος, ὅστις μετέ­βη εἰς ἐπαρ­χί­αν διὰ δημο­σιο­γρα­φι­κὴν ἔρευ­ναν καὶ ἐπι­στρέ­ψας εἰς τὴν ἕδραν του ἀντί, καθὼς ὑπε­σχέ­θη, διὰ ζων­τα­νῆς γλώσ­σης νὰ ἐκθέ­σῃ τὰς πολυει­δεῖς ἀνάγ­κας τῆς ἐγκα­τα­λε­λειμ­μέ­νης ἐπαρ­χί­ας καὶ νὰ ἐφελ­κύ­σῃ τὸ ἐνδια­φέ­ρον τῆς Κυβερ­νή­σε­ως, ὁ κύριος αὐτὸς ἐπρο­τί­μη­σε ν ̓ ἀσχο­λη­θῇ μὲ τοὺς νεκροὺς καὶ νὰ γίνῃ τυμ­βω­ρύ­χος. Διὰ τῆς γρα­φί­δος, ὡς διὰ σκα­πά­νης νεκρο­θά­πτου, ἀνέ­σκα­ψε τάφους ἀπο­θα­νόν­των, ὤν καὶ τὰ ὀστᾶ διέ­λυ­σεν εἰς σπου­δὴν καὶ χρό­νον, ἠσχο­λή­θη μὲ τὰ μυστι­κὰ καὶ ἀπόρ­ρη­τα, ἐνώ­χλη­σε καὶ αὐτὸ τὸ ἐξο­μο­λο­γη­τή­ριον ἀκά­κου τινὸς ἱερέ­ως καὶ κοι­μη­θέν­τα πάθη οἰκο­γε­νειῶν ἀνέ­φλε­ξεν. Καὶ αὐτὸ λέγε­ται, παρα­κα­λῶ, Ἑλλη­νι­κὴ δημο­σιο­γρα­φία1.

Καὶ ὄχι μόνον ἐγκλή­μα­τα ἐγχώ­ρια, ἀλλὰ καὶ ἀθλιό­τη­τες καὶ βδε­λυ­ρό­τη­τες καὶ ἐγκλή­μα­τα ξένων ἐθνῶν εὑρί­σκουν φιλο­ξε­νί­αν εἰς ὁλό­κλη­ρα δια­με­ρί­σμα­τα τῆς ἐφη­με­ρί­δος. Διὰ τὴν περι­γρα­φὴν αὐτῶν πολύ­στη­λα καθη­με­ρι­νῶς δια­τί­θεν­ται. Ἀκό­μη καὶ ἀστυ­νο­μι­κὰ μυθι­στο­ρή­μα­τα ἡρώ­ων τύπου Ροκαμ­βὰλ δημο­σιεύ­ον­ται εἰς ἐθνι­κό­φρο­νας(!) ἐφη­με­ρί­δας, παρα­πλεύ­ρως τῶν θαυ­μά­των τῆς Ὑπε­ρα­γί­ας Θεο­τό­κου καὶ τῶν ἄρθρων γνω­στοῦ Ἱεράρ­χου, διὰ νὰ δημιουρ­γῆ­ται ἐν τη δια­νοίᾳ τῶν ἀνα­γνω­στῶν ἕνας πραγ­μα­τι­κὸς κυκε­ὼν τῶν πλέ­ον ἀνο­μοί­ων καὶ ἀντι­θέ­των ἰδε­ῶν καὶ πραγ­μά­των. Ἔργα δὲ ξένων λογο­τε­χνῶν παρελ­θόν­των αἰώ­νων ἀνα­δη­μο­σιεύ­ον­ται. Ἔργα τὰ ὁποῖα, ἐὰν ἠδύ­να­το νὰ ἀκου­σθῆ ἡ ἐξ Ἅδου φωνὴ τῶν δυστυ­χῶν συγ­γρα­φέ­ων κατὰ τὸ ὅρα­μα τοῦ Δάν­τη, θὰ κατε­δι­κά­ζον­το καὶ θὰ ἐρρί­πτον­το εἰς τὸ πῦρ ὑπὸ τῶν ἰδί­ων αὐτῶν συγ­γρα­φέ­ων καὶ ἐκδο­τῶν: «Καύ­σα­τέ τα, ἶνα μὴ καὶ σεῖς ἔλθε­τε εἰς τὸν τόπον τοῦ­τον τῆς βασά­νου, εἰς τὸν ἰδιαί­τε­ρον κύκλον τῆς κολά­σε­ως, εἰς τὸν ὁποῖ­ον θὰ ριφθοῦν ὑπὸ τῆς Δικαιο­σύ­νης τοῦ Θεοῦ οἱ μεγά­λοι δολο­φό­νοι τῶν ψυχῶν, οἱ δηλη­τη­ρια­σταὶ τῶν πνευ­μά­των, ὁποῖ­οι εἶνε οἱ διὰ τοῦ ἐντύ­που μολύ­νον­τες τὸν νοῦν καὶ τὴν καρ­δί­αν τῶν ἀνα­γνω­στῶν των». Καὶ τὰ λογο­τε­χνι­κὰ αὐτὰ ἔργα, τὰ ὁποῖα δὲν τολ­μοῦν ν’ ἀνα­τυ­πώ­σουν εἰς τὰς χώρας, εἰς τὰς ὁποί­ας τὸ πρῶ­τον ἐκυ­κλο­φό­ρη­σαν, διό­τι ἐντὸς εἰκο­σι­τε­τρα­ώ­ρου ὑπὸ τοῦ λαοῦ θὰ ἐθρυμ­μα­τί­ζον­το οἱ ὑαλο­πί­να­κες τῶν γρα­φεί­ων τῆς ἐφη­με­ρί­δος ἐκεί­νης ἡ ὁποία θὰ τὰ ἀνε­δη­μο­σί­ευεν, ἐδῶ εἰς τὴν χώραν τῶν μακά­ρων ἀνα­δη­μο­σιεύ­ον­ται ἀναι­σχύν­τως καὶ μάλι­στα στο­λί­ζον­ται μὲ πολυ­χρώ­μους γυμνάς, προ­κλη­τι­κὰς εἰκό­νας, εἰκό­νας, τὰς ὁποί­ας οὐδὲ αὗται αἱ ἱερό­δου­λοι θὰ ἐπέ­τρε­παν νὰ τοι­χο­κολ­λη­θοῦν εἰς τὰ σκο­τει­νά των ἐνδιαι­τή­μα­τα. Καὶ αὐτὸ λέγε­ται, παρα­κα­λῶ, ἑλλη­νι­κὴ δημο­σιο­γρα­φία. Ὁ Ἑλλη­νι­κὸς τύπος, ὡς ἐσχο­λί­α­σε μία τῶν σοβα­ρω­τέ­ρων Ἀθη­ναϊ­κῶν ἐφη­με­ρί­δων, ἐπὶ τῶν ἡμε­ρῶν μας «κατῆλ­θεν εἰς τὸ κατώ­τε­ρον ὄντως ἐπί­πε­δον τῆς Ἱστο­ρί­ας του».

Ἀνε­ῳγ­μέ­νοι βόθροι

Οὕτως αἱ στῆ­λαι ὡρι­σμέ­νων ἐφη­με­ρί­δων2 ἔγι­ναν «ἀνε­ῳγ­μέ­νοι βόθροι» ἐκ τῶν ὁποί­ων καθη­με­ρι­νώς ἐξέρ­χον­ται ἀπό­πνοιαι, δυσο­σμί­αι, βαρεῖ­αι ἀνα­θυ­μιά­σεις ποὺ μολύ­νουν τὴν ἠθι­κὴν ἀτμό­σφαι­ραν τῆς πατρί­δος μὲ πλη­θὺν μικρο­βί­ων καὶ δύναν­ται νὰ προ­ξε­νή­σουν ἀσφυ­ξί­αν καὶ εἰς βου­βά­λους ἀκό­μη, εἰς ἄτο­μα δηλα­δὴ ἔχον­τα ἀμβλὺ τὸ ἠθι­κὸν αἰσθη­τή­ριον. Δὲν ὑπερ­βάλ­λο­μεν, κύριοι, τὰ πράγ­μα­τα. Τὸ αἰσχρόν, τὸ σκαν­δα­λῶ­δες ἐκεῖ­νο μυθι­στό­ρη­μα ἢ Πάπισ­σα Ἰωάν­να ποὺ ἔγρα­ψε κάποιος Ζὼρζ Γκρὲκ εἰς αὐτὴν ἐδη­μο­σιεύ­θη, ὅπως καὶ τόσα ἄλλα παρο­μοί­ας φύσε­ως, τῶν ὁποί­ων καὶ οἱ τίτλοι ἁπλῶς μνη­μο­νευό­με­νοι θὰ ἐκά­λυ­πτον ὅλον τὸν χῶρον τοῦ μικροῦ τού­του περιο­δι­κοῦ. Ἐσχά­τως ἀπὸ τῶν στη­λῶν ἐφη­με­ρί­δος κατ’ ἀπο­μί­μη­σιν αἰσχρῶν ἀμε­ρι­κα­νι­κῶν προ­τύ­πων, καθ’ ὤν ἐξη­γέρ­θη ἡ ὑγι­ὴς ἀμε­ρι­κα­νι­κὴ γνώ­μη, ἐνε­φα­νί­σθη καὶ ὁ Ἕλλην Κίν­σου ποὺ ὁ καϋ­μέ­νος ἔρχε­ται νὰ συμ­πλη­ρώ­ση τὰς ἀτε­λεῖς (;) γνώ­σεις τῶν νέων καὶ νεα­νί­δων γύρω ἀπὸ σεξουα­λι­κὰ προ­βλή­μα­τα. Εἰς μάτην ἡ δια­μαρ­τυ­ρία τοῦ Ἰατρι­κοῦ Συλ­λό­γου. Εἰς μάτην ἡ ἐπέμ­βα­σης τοῦ Εἰσαγ­γε­λέ­ως. Ἡ ἐφη­με­ρὶς ἐξα­κο­λου­θεῖ τὸν χαβᾶ της. Μήτε Θεόν, μήτε ἀνθρώ­πους φοβου­μέ­νη ἀπο­βα­λοῦ­σα πᾶσαν αἰδῶ παρου­σιά­ζε­ται ὡς μία ξεσχι­σμέ­νη πόρ­νη, ἡ ὁποία μεθυ­σθεῖ­σα ὑπὸ τῶν δρα­στῶν της καὶ διὰ αἰσχρὸν κέρ­δος ἐκτρέ­πε­ται εἰς χυδαιο­λο­γί­αν.… Ὡς ἐκ στό­μα­τος πόρ­νης, οὕτῳ καὶ ἐκ τῶν στη­λῶν ἐφη­με­ρί­δων ἐξέρ­χε­ται ὕλη, λάσπη, βόρ­βο­ρος, πύον, δηλη­τή­ριον, τὰ αἰσχρὰ αὐτῆς, λέγω, καὶ σκαν­δα­λώ­δη δημο­σιεύ­μα­τα, τὰ ὁποῖα εἶνε ἐπὶ τοσοῦ­τον ἐπι­κίν­δυ­να καθ’ ὅσον παρου­σιά­ζον­ται ὡς προ­ϊ­όν­τα ἐκλε­κτῆς φιλο­λο­γί­ας, καὶ καλύ­πτον­ται μὲ τὴν ἐτι­κέτ­ταν τῆς ἐπι­στη­μο­νι­κῆς δῆθεν ἐρεύ­νης. Οὕτῳ τὸ χάπι τοῦ θανά­του προ­σφέ­ρε­ται ὡς ὡραῖ­ον ζαχα­ρω­τὸν περι­τυ­λιγ­μέ­νον εἰς χρυ­σό­χαρ­τον. Καὶ κατα­βρο­χθί­ζουν οἱ ἀνόη­τοι τὴν δηλη­τη­ριώ­δη τρο­φὴν διὰ ν’ ἀκου­σθοῦν μετ’ ὀλί­γον τὰ ὤχ τοῦ πόνου καὶ τῆς φρι­κτῆς ὀδύ­νης ἐκ τῶν ὁποί­ων θὰ ἀντη­χή­σουν εἰς τὴν ἀπέ­ραν­τον αἰω­νιό­τη­τα ὅλαι αἱ χαρά­δραι τοῦ Ἅδου…

Εἰς ξένας χώρας ὁ τύπος Καὶ οἱ μὲν ἐκδό­ται τῶν ἐφη­με­ρί­δων αὐτῶν ὡς εὐφυεῖς ἄνθρω­ποι εἰς ἐπο­χῆς, καθ’ ἦν ἐνδη­μεῖ εἰς τὸν τόπον μας ἡ νόσος τῆς πνευ­μα­τι­κῆς κοπρο­φα­γί­ας, διορ­γά­νω­σαν θαυ­μα­σί­ως τὴν ἐμπο­ρι­κήν των ἐπι­χεί­ρη­σιν καὶ πωλοῦν­τες τόν­νους κοπρί­ων πλου­τοῦν καὶ θησαυ­ρί­ζουν3 Ἀλλὰ τὸ Κρά­τος; Ἀλλ’ ἤ ‘Ἑλλη­νι­κὴ κοι­νω­νία; Ἀλλ’ ἡ Ἐκκλη­σία αὐτὴ προ­παν­τὸς τί κάμνουν; Ἢ μᾶλ­λον τί κάμνο­μεν ὅλοι διό­τι ἡμεῖς εἴμε­θα καὶ τοῦ Κρά­τους πολῖ­ται καὶ τῆς Κοι­νω­νί­ας μέλη, καὶ τῆς Ἐκκλη­σί­ας τέκνα, τί κάμνο­μεν, τί θέσιν λαμ­βά­νο­μεν ἀπέ­ναν­τι τοῦ τρο­μα­κτι­κοῦ αὐτοῦ κιν­δύ­νου, ποὺ ἀπει­λεῖ τὴν ἠθι­κῆς καὶ πνευ­μα­τι­κῆς ὑπό­στα­σιν τοῦ ἔθνους ἡμῶν; Ἡ εὐθύ­νη ὅλων εἶνε τεραστία.,τεραστίᾳ.

Διὰ νὰ συναι­σθαν­θῶ­μεν ὀλί­γον τὴν εὐθύ­νης μας, διὰ νὰ λάβω­μεν τὸ δίδαγ­μά μας καυ­στι­κόν, ἂς στρέ­ψω­μεν πρὸς στιγ­μὴν τὸ βλέμ­μα μᾶς πρὸς Βορ­ρᾶν, πρὸς τὴν ἀχα­νῆ ἐκεί­νην χώραν τῶν στεπ­πῶν, τὴν ὁποί­αν πρὸ ἑβδο­μά­δος ἐπε­σκέ­φθη πολυ­με­λὴς ἀντι­προ­σω­πεία ἡμε­τέ­ρων δημο­σιο­γρά­φων.

Πρὸς τὴν Ρωσί­αν. Ἡμεῖς δὲν εἴμε­θα θια­σώ­ται τοῦ πολι­τι­σμοῦ ἐκεί­νου, ὅπως καὶ παν­τὸς ἄλλου πολι­τι­σμοῦ, ἀπὸ τὸν ὁποῖ­ον λεί­πει ἡ ψυχή, ή χρι­στια­νι­κὴ πίστις καὶ ἠθι­κή. Ἡμεῖς, ὡς θὰ ἐνθυ­μοῦν­ται οἱ ἐν ἡμέ­ραις ἐθνι­κῆς θλί­ψε­ως ἐν Κοζά­νη ἀκρο­α­ταί μας, ἡμεῖς ποθοῦ­μεν Χρι­στο­κρα­του­μέ­νην Πολι­τεί­αν, ἀλλ ̓ αὕτη ἀπέ­χει παρα­σάγ­γας πολ­λὰς μακρὰν ἡμῶν διὰ τὰς ἁμαρ­τί­ας ἡμῶν. «Κύριε! Ελθέ­τω ἡ Βασι­λεία ΣΟΥ». Ἰδοὺ ὁ πόθος μας, ἰδοὺ τὸ όρα­μά μας. Ἀλλά τὸ όρα­μά μας τοῦ­το δὲν μᾶς ἐμπο­δί­ζει νὰ βλέ­πω­μεν καὶ νὰ ἐπαι­νῶ­μεν πᾶν ὅ,τι καλὸν ὡς λεί­ψα­νον πρω­το­γό­νου ἀρε­τῆς δια­σώ­ζε­ται εἰς δια­φό­ρους χώρας, ἔστω καὶ ἐὰν αἱ χῶραι αὐταὶ δια­τε­λοῦν ὑπὸ καθε­στῶ­τα όλως ἀντί­θε­τα πρὸς τὸ καθε­στὼς τῆς βασι­λεί­ας τοῦ Θεοῦ. Ἐξ ἀντα­πο­κρί­σε­ως δημο­σιευ­θεί­σης εἰς Ἀθη­ναϊ­κὴν ἐφη­με­ρί­δα πλη­ρο­φο­ρού­με­θα ὅτι εἰς τὴν Ρωσί­αν αἱ Ἀρχαὶ δὲν ἐπι­τρέ­πουν ποτὲ εἰς τὰς ἐφη­με­ρί­δας ν ̓ ἀσχο­λοῦν­ται μὲ σεξουα­λι­κάς ὑπο­θέ­σεις, τρο­μά­ζουν δὲ εἰς θέα­μα εὐρω­παϊ­κῶν ἐφη­με­ρί­δων καὶ μάλι­στα Κυρια­κά­τι­κων ποὺ δὲν διστά­ζουν νὰ παρα­θέ­τουν καὶ ὀνό­μα­τα. Λέγουν ὅτι κάθε εὐπρε­πὴς Κυβέρ­νη­σις ὀφεί­λει ν’ ἀπα­γο­ρεύ­σῃ αὐστη­ρῶς τὴν τοιού­του εἴδους εἰδη­σε­ο­γρα­φί­αν. Ο σεξουα­λι­κὸς αὐτὸς που­ρι­τα­νι­σμὸς καὶ ἡ ἐπι­δί­ω­ξις τῆς δημιουρ­γί­ας μιᾶς ὑγιοῦς οἰκο­γε­νεί­ας δὲν περιο­ρί­ζε­ται εἰς τὰς ἐφη­με­ρί­δας ἀλλὰ καὶ εἰς κάθε φιλο­λο­γι­κὸν ἔντυ­πον καὶ ἀκό­μη εἰς τὰ εἰκο­νο­γρα­φη­μέ­να δελ­τά­ρια ». (Ιδε φύλ­λον «Βρα­δυ­νής» 12 Νοεμ­βρί­ου 1953). Ταῦ­τα εἰς τὴν Ρωσί­αν. Δὲν εὑρί­σκεις ἐκεῖ οὔτε ἕνα φύλ­λον ἐφη­με­ρί­δος μὲ πορ­νο­γρα­φι­κὸν περιε­χό­με­νον.

1 Ἐσχά­τως εἰς μεγά­λην καθη­με­ρι­νὴν ἐφη­με­ρί­δα τῶν Ἀθη­νῶν δημο­σιεύ­ον­ται τὰ μυστι­κὰ ἀρχεῖα τοῦ Ὑπουρ­γεί­ου τῶν Ἐξω­τε­ρι­κῶν τῆς δια­λυ­θεί­σης αὐστρο­ουγ­γα­ρι­κὴς αὐτο­κρα­το­ρί­ας. Ἐξ αὐτῶν ἐξά­γε­ται ὅτι κατὰ τὴν θλι­βε­ρὰν περί­ο­δον τοῦ ἐμφυ­λί­ου σπα­ραγ­μοῦ (1914 — 1917). ἡ ὁποία κατέ­λη­ξεν εἰς τὴν μεγα­λυ­τέ­ραν ἐθνι­κὴν συμ­φο­ράν, ὡς ἦτο ἡ Μικρα­σια­τι­κὴ κατα­στρο­φή. ὕπο­πτοι τόποι, κατά­σκο­ποι, πρά­κτο­ρες ξένων συμ­φε­ρόν­των κυκλο­φό­ρουν ἐν μέσαις Ἀθή­ναις καὶ δια­θέ­τον­τας τερά­στια χρη­μα­τι­κὰ ποσὰ κατώρ­θω­ναν καὶ ἐξη­γο­ρα­ζον ἐφη­με­ρί­δας καὶ μετέ­βα­λον εἰς μίσθαρ­να ὄργα­να Ἕλλη­νας δημο­σιο­γρά­φους πρὸς ἐξυ­πη­ρέ­τη­σιν τῶν ξένων συμ­φε­ρόν­των. Οἱ τοιοῦ­τοι δημο­σιο­γρά­φοι ὑπεν­θυ­μί­ζουν τὸν ἀρχαῖ­ον ἐκεῖ­νον ρήτο­ρα, ὅστις ενε­πε­τί­θε­το δρι­μέ­ως κατὰ ὡρι­σμέ­νου προ­σώ­που ὡς ἐπι­κιν­δύ­νου διὰ τὴν Ἀθη­ναϊ­κὴν Πολι­τεί­αν, αἴφ­νης ἔπαυ­σε νὰ ὁμι­λῆ πλέ­ον κατ’ αὐτοῦ. Τότε εἰς τῶν παρευ­ρι­σκο­μέ­νων ἐν τῇ ἀγο­ρᾷ τοῦ δήμου ὁδη­γῶν τὸν λόγον τῆς ἀπο­τό­μου σιω­πῆς τοῦ ρήτο­ρος εἶπε: «ἔχει βοῦν ἐπί τη γλώτ­τῃ». Βοῦν ἐννο­ῶν τὰ χρυ­σᾶ ἐκεῖ­να νομί­σμα­τα, ἐπὶ τῶν ὁποί­ων εἰκο­νί­ζε­το ἀνά­γλυ­φος ἡ εἰκὼν τοῦ βοός! Οἱ τοιοῦ­τοι δημο­σιο­γρά­φοι ἀπὸ τοῦ λαοῦ μας ὀνο­μά­ζον­ται ἐπου­λη­μέ­νοι, ὡς δὲ παρα­τη­ρεῖ εἷς ἐκ τῶν ἐκλε­κτῶν δημο­σιο­γρά­φων τῆς νεω­τέ­ρας Ἑλλά­δος. Ὁ Θ.Γ. Παπα­μα­νώ­λης, ἡ λέξις «που­λη­μέ­νος» εἰς ὁρι­σμέ­νης περιό­δους καθί­στα­ται συνώ­νυ­μον τοῦ δημο­σιο­γρά­φος (Ἴδε βιβλί­ον αὐτοῦ Σκο­ποὶ καὶ καθή­κον­τα τον Ἑλλή­νων δημο­σιο­γρά­φων, ἔκδο­σις Ἰκά­ρου, Ἀθῆ­ναι 1947 σελ. 14).

2 Ἡ παρά­γρα­φος αὐτη «ἀνε­ῳγ­μέ­νοι βόθροι» εἶχαν ὑπ’ ὄψιν ὡρι­σμέ­νην ἐφη­με­ρί­δα τοῦ Ἀθη­ναϊ­κοῦ τύπου, ἡ ὁποία εἶχε δημο­σιεύ­σει βρω­με­ρό­τα­τα μυθι­στο­ρή­μα­τα. Ἡ ἐφη­με­ρὶς ἐν τῷ ἄρθρων κατο­νο­μά­ζε­το. Ἀλλ’ ἤδη εἰς τὴν ἀνα­δη­μο­σί­ευ­σιν δὲν κρί­νο­μεν σκό­πι­μον ν’ ἀνα­φέ­ρω­μεν τὸ ὄνο­μα τῆς ἐφη­με­ρί­δος, δίδον­τος γενι­κώ­τε­ρον χαρα­κτῆ­ρα, καθ’ ὅσον δὲν εἶνε μονα­δι­κὴ ἐφη­με­ρίς, ἥτις δημο­σιεύ­ει τοιαύ­την ὕλην, ὕλην ὑπο­νό­μων. Ἔπει­τα εἶναι γεγο­νὸς ὅτι ὕστε­ρον ἀπὸ τὸν δημό­σιον ἐκεῖ­νον ἔλεγ­χον καὶ δρι­μί­ως ἐλεγ­χθεῖ­σα ἐφη­με­ρὶς ἤρχι­σε νὰ παρου­σιά­ζε­ται κάπως «ἰμα­τι­σμέ­νη καὶ σωφρο­νοῦ­σα». Ἔστω καὶ τοῦ­το μικρὰ ἀπό­δει­ξις πόσον ὁ τύπος θὰ ἐπρό­σε­χε τὴν ποιό­τη­τα τῶν δημο­σιευ­μά­των, ἐὰν ὑπῆρ­χαν ὁ ἄνω­θεν ἔλεγ­χος τῆς Ἐπι­σή­μου Ἐκκλη­σί­ας, ἡ ὁποία δυστυ­χῶς σήμε­ρον ἀδια­φο­ρεῖ περι τῆς ποιό­τη­τος τῆς πνευ­μα­τι­κῆς τρο­φῆς ποὺ καθη­με­ρι­νῶς προ­σφέ­ρουν εἰς τὰ πνευ­μα­τι­κά της τέκνα ἀσυ­νεί­δη­τοι ἐκδό­ται ἐφη­με­ρί­δων, περιο­δι­κῶν καὶ φυλ­λα­δί­ων. Αὐτοὶ δὲν ἐπι­τι­μῶν­ται, δὲν ἀφο­ρί­ζον­ται διὰ μικροῦ ἢ μεγά­λου ἀφο­ρι­σμοῦ, ἀλλ’ ἀφο­ρί­ζον­ται οἱ εὐσε­βεῖς, ὡς συνέ­βη ἐσχά­τως ἐν Θεσ­σα­λο­νί­κῃ! Ἀντὶ ὁ τόπος νὰ φοβῆ­ται τὸν ἐπί­σκο­πον, ὁ ἐπί­σκο­πος φοβεῖ­ται τὸν τόπον,

3 Καὶ πάλιν πρέ­πει νὰ τονί­σω­μεν, ὅτι καὶ ἐν τὴ γενιά μας, τὴν ὁποί­αν μαστί­ζει μετα­πο­λε­μι­κῶς μεγά­λη ἠθι­κὴ καὶ πνευ­μα­τι­κὴ κρί­σις, ὑπάρ­χουν ἔντι­μοι δημο­σιο­γρά­φοι, οἱ ὁποῖ­οι τιμοῦν τὴν Ἑλλά­δα. Δὲν ὑπο­κύ­πτουν εἰς τὸν πει­ρα­σμὸν τοῦ χρή­μα­τος. Δὲν καλοῦν τὸν κάλα­μον ἀντὶ τριά­κον­τα ἀργυ­ρί­ων. Δὲν φοβοῦν­ται τοὺς ἰσχυ­ροὺς τῆς ἡμέ­ρας. Δὲν κολα­κεύ­ον­ται ἀπὸ τὸ πλῆ­θος. Κρα­τοῦν στα­θε­ρὰν τὴν γραμ­μὴν ποὺ χαράσ­σει τὸ καθῆ­κον των ὡς δια­φω­τι­στῶν τοῦ λαοῦ, ἔστω καὶ ἂν ὁ ἀριθ­μὸς τῶν πωλου­μέ­νων φύλ­λων εἶνε ὁ μικρό­τε­ρος ὅλων. Σπου­δαῖ­ος ξένος δημο­σιο­γρά­φος ὁμι­λῶν πρὸς ὑπο­ψη­φί­ους δημο­σιο­γρά­φους καὶ κάμνων διά­κρι­σιν μετα­ξὺ ἐντί­μων καὶ ἀνεν­τί­μων, εὐσυ­νει­δή­των καὶ ἀσυ­νει­δή­των δημο­σιο­γρά­φων εἶπε τὰ ἑξῆς: «Σκε­φθῆ­τε καλά, ἀγα­πη­τοί μου. Ἐκλέ­ξα­τε. Ἀλλὰ προ­σέ­ξε­τε: Ἔχε­τε μόνον μίαν θέσιν, ὅπου ἡ ἐλευ­θέ­ρα θέλη­σις λει­τουρ­γεῖ. Ὅταν ἵστα­σθε εἰς τὸ σταυ­ρο­δρό­μιον, μπο­ρεῖ­τε νὰ κατευ­θυν­θῆ­τε πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ πρὸς τὰ ἀρι­στε­ρά… Ἐὰν ἀκο­λου­θή­σε­τε τὴν ὀρθήν, ἀλλὰ τὴν στε­νὴν ὁδόν, θὰ αἰσθαν­θῆ­τε χαράν, τέρ­ψιν καὶ ἱκα­νο­ποί­η­σιν. Ἀλλὰ τὰ συναι­σθή­μα­τα αὐτὰ εἶναι πνευ­μα­τι­κά. Αἱ ὑλι­καὶ ἀμοι­βαὶ δὲν παρα­κο­λου­θοῦν τὴν πνευ­μα­τι­κὴν ὑπε­ρο­χήν, οὔτε αἱ ὑλι­καὶ ποι­ναὶ τὰ πνευ­μα­τι­κὰ σφάλ­μα­τα. Μπο­ρεῖ νὰ πει­νά­ση, νὰ γυμνη­τευ­θή, νὰ κου­ρα­σθῆ, καὶ νὰ ματώ­ση τὰ πόδια του εἰς τὸν στε­νὸν δρό­μον τῆς τιμιό­τη­τος. Θὰ ἔχη ὅμως τὴν ἱκα­νο­ποί­η­σιν ὅτι ἐσε­βά­σθη ἑαυ­τόν. Ἐὰν δὲν εἶσθε δια­τι­θε­μέ­νος νὰ πρά­ξη­τε τοῦ­το, ἀκο­λου­θή­σα­τε τὸν ἀνθό­σπαρ­τον δρό­μον τῆς ἁμαρ­τί­ας. Φάγη­τε, πιῆ­τε, χαρῆ­τε καὶ πεθά­νε­τε κυνι­κὸς μὲ μίαν μεγα­λο­πρε­πῆ κηδεί­αν».

(ἐπ. Αὐγου­στί­νος Καν­τιώ­της, ἀπὸ τὸ βιβλίο “ΕΘΝΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ“)

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek