“Τὴν ἐκρίζωσιν τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ συνυφασμένου μὲ αὐτὴν κακοῦ, τοῦτο μόνον ἡ θεία δύναμις δύναται νὰ κατορθώσῃ. Διότι δὲν ἐξουσιάζει οὔτε δύναται ὁ ἄνθρωπος νὰ ἐκριζώσῃ τὴν ἁμαρτίαν μὲ τὴν ἰδικήν του δύναμιν. Εἰς σὲ ἀνήκει τὸ νὰ ἀντιπαλαίσῃς, τὸ νὰ πολεμήσῃς ἐναντίον της, νὰ τὴν κτυπήσῃς, νὰ σὲ κτυπήσῃ· ἀλλὰ τὸ νὰ ἐκριζωθῇ ἀνήκει εἰς τὸν Θεόν. Διότι ἂν σὺ ἠδύνασο νὰ κάνῃς τοῦτο, ποία ἀνάγκη νὰ ἔλθῃ ὁ Κύριος; Ὅπως λοιπὸν δὲν δύναται νὰ βλέπῃ ὁ ὀφθαλμὸς χωρὶς φῶς, ἢ νὰ ὁμιλῇ κανεὶς χωρὶς γλῶσσαν, ἢ νὰ ἀκούῃ χωρὶς ὦτα, ἢ νὰ περιπατῇ χωρὶς πόδας, ἢ νὰ ἐργάζεται χωρὶς χείρας, ἔτσι δὲν δύνασαι χωρὶς τὸν Ἰησοῦν νὰ σωθῇς ἢ νὰ εἰσέλθῃς εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν” (Ὅσιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος – Ὁμιλίαι πνευματικαὶ γ΄, Ἐ. Π. Migne 34:469).
Ὅποιος, παρὰ ταῦτα, ἀνθρωπιστὴς νομίζει, ὅτι μπορεῖ μόνος ὁ ἄνθρωπος νὰ νικήσῃ τὸ κακό, ποὺ βρίσκεται μέσα του, αὐτὸς δὲν ἔχει τὸ «γνῶθι σαὐτόν», δὲν γνωρίζει τί εἶνε ἁμαρτία κατὰ βάθος καὶ κατὰ πλάτος. Περιορίζει τὸ κακὸ σὲ ἐλάχιστες ἐκδηλώσεις ἐξωτερικὲς καὶ ἀγνοεῖ τὸ βάθος τῆς ἀνθρωπίνης καρδιᾶς, στὸ ὁποῖο τελεσιουργεῖται τὸ μυστήριο τῆς ἀνομίας. Ἀλλ’ ὅποιος πιστεύει στὴν ἁγία Γραφή, πιστεύει, ὅτι ἐν μέσῳ τῆς συνεχούς ροῆς τῶν γεγονότων τῆς παγκοσμίου ἱστορίας ἕνα μένει καινὸ ὑπὸ τὸν ἥλιον, ἡ ἐνανθρώπησι τοῦ Κυρίου. Ὅποιος μελέτησε καὶ γνώρισε τὴν ἀβυσσαλέα πτῶσι τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἐξ ἰδίας πείρας ἔχει γνῶσι τοῦ κακοῦ, ἀλλὰ καὶ τῆς δυνάμεως τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ἐγείρει ἀπὸ νεκρὰ ἔργα σὲ νέα ζωὴ τὸν ἄνθρωπο, αὐτὸς μπορεῖ νὰ μαρτυρήσῃ, ὅτι ὑπὸ τὸν ἥλιον δὲν ὑπάρχει ἄλλο ὄνομα ἱκανὸ νὰ σώσῃ τὸν ἄνθρωπο, παρὰ μόνο τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε στὴ Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας. Στὸν Σωτῆρα Χριστό, σ’ αὐτὸν ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος Καντιώτης (ἀπὸ τὸ βιβλίο ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ)