Ὁ ἀγαπῶν τολμᾷ

by admin

«Εἰς τὸ μνῆ­μά σε ἐπε­ζή­τη­σεν ἐλθοῦ­σα τῇ μιᾷ τῶν σαβ­βά­των Μαρία ἡ Μαγδα­λη­νή· μὴ εὑροῦ­σα δὲ ὠλο­φύ­ρε­το κλαυθ­μῷ βοῶ­σα· Οἴμοι, Σωτήρ μου, πῶς ἐκλά­πης, πάν­των Βασι­λεῦ;…»

(Παρα­κλη­τι­κή, αἶνος γ΄ ἤχου).

Νοε­ρῶς, ἀγα­πη­τοί μου, βρι­σκό­μα­στε στὸ Γολ­γο­θᾶ. Εἶνε ἡ ὥρα 3 μετὰ μεσημ­βρί­αν τῆς Μεγά­λης Παρα­σκευ­ῆς. Ὁ Ἐσταυ­ρω­μέ­νος, ἀφοῦ ἤπιε ὣς τὴν τελευ­ταία στα­γό­να τὸ πικρὸ ποτή­ρι, ποὺ πικρό­τε­ρο ἄνθρω­πος δὲν ἤπιε, ἔγει­ρε τὴν κεφα­λὴ καὶ παρέ­δω­σε τὸ πνεῦ­μα στὸν οὐρά­νιο Πατέ­ρα. Στιγ­μὴ συγ­κλο­νι­στι­κή. Καὶ ἐνῷ ἡ ψυχή του κατε­βαί­νει στὸν ᾅδη, γιὰ νὰ κηρύ­ξῃ καὶ στὰ ἐκεῖ πνεύ­μα­τα τὸ ἄγγελ­μα τῆς λυτρώ­σε­ως, στὸ σῶμα του, σὲ ὁλό­κλη­ρο τὸ σῶμα, ἁπλώ­νε­ται ἡ ὠχρό­της τοῦ θανά­του. Τὰ χέρια ἐκεῖ­να, ποὺ ὅπου ἄγγι­ζαν ἔκα­ναν καὶ τὶς πέτρες νὰ τινά­ζουν ῥόδα (τυφλοὺς νὰ βλέ­πουν, κωφοὺς ν᾿ ἀκού­ουν, λεπροὺς νὰ καθα­ρί­ζων­ται, νεκροὺς ν᾿ ἀνα­σταί­νων­ται), μένουν ἀσά­λευ­τα. Τὰ πόδια ἐκεῖ­να, ποὺ ἔτρε­χαν κάτω ἀπὸ τὶς καυ­στι­κὲς ἀκτῖ­νες νὰ φέρουν τὸν Ἰησοῦ καὶ στὰ πιὸ ἀπό­μα­κρα σημεῖα τῆς Ἁγί­ας Γῆς γιὰ νὰ κηρύ­ξῃ τὴν ἀλή­θεια, εἶνε τώρα ἀκί­νη­τα, μαρ­μα­ρω­μέ­να. Τὸ στό­μα ἐκεῖ­νο, ἀπὸ τὸ ὁποῖο βγῆ­καν ἀστεί­ρευ­τοι ποτα­μοὶ θεί­ας διδα­σκα­λί­ας, σιγᾷ. Τὰ μάτια ἐκεῖ­να, μὲ τὰ ὁποῖα κοί­τα­ξε τὸν Πέτρο καὶ τὸν ἔκα­νε νὰ συναι­σθαν­θῇ τὴν πτῶ­σι του καὶ ν᾿ ἀνα­λυ­θῇ σὲ δάκρυα, σβή­νουν. Καὶ ἡ καρ­δία ἐκεί­νη, ποὺ ἔκλει­νε μέσα της ἕναν ὠκε­α­νὸ ἀγά­πης, παύ­ει νὰ πάλ­λῃ. Ὁ Ἰησοῦς νεκρός. Οὐρα­νὲ καὶ γῆ, βυθι­σθῆ­τε στὸ πέν­θος!

Σύμ­φω­να μὲ τὸ νόμο τῆς Ῥώμης, ὅσοι κατα­δι­κά­ζον­ταν στὸν σταυ­ρι­κὸ θάνα­το δὲν ἐπι­τρε­πό­ταν νὰ ταφοῦν· κανείς δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ τοὺς πλη­σιά­σῃ, τὰ σώμα­τά τους ἔμε­ναν νεκρὰ ἐπά­νω στοὺς σταυ­ρούς. Καὶ ἔβλε­πε κανεὶς τότε θέα­μα ἀπαί­σιο· σκυ­λιὰ πει­να­σμέ­να καὶ ὄρνεα νὰ ὁρμοῦν, νὰ κομ­μα­τιά­ζουν τὰ σώμα­τα τῶν κατα­δί­κων, καὶ τέλος ν᾿ ἀπο­μέ­νουν μόνο οἱ σκε­λε­τοί. Ἔτσι διέ­τα­ζε ὁ νόμος. Ἀλλ᾿ ἐπει­δὴ κατὰ τὰ ἰου­δαϊ­κὰ ἔθι­μα ἦταν ἁμαρ­τία νὰ παρα­μεί­νῃ κανεὶς ἄτα­φος, ἡ Ῥώμη ἐπέ­τρε­πε τὴν ταφὴ τῶν Ἰου­δαί­ων. Ἤδη ἐπά­νω στὸ σταυ­ρὸ μένει ἄψυ­χο τὸ ἄχραν­το σῶμα τοῦ Κυρί­ου. Ποιά σπλαγ­χνι­κὰ χέρια θὰ τὸ κατε­βά­σουν γιὰ νὰ τὸ ἐντα­φιά­σουν;

* * *

Ἔρη­μοι καὶ γυμνοὶ οἱ βρά­χοι τοῦ Γολ­γο­θᾶ. Ὅλοι ὅσοι ἀνέ­βη­καν ἐκεῖ γιὰ τὴ σταύ­ρω­σι ἔχουν τώρα ἐπι­στρέ­ψει στὴν πόλι. Καμ­μία ἄλλη φωνὴ δὲν ἀκού­γε­ται παρὰ μόνο κάπου-κάπου σπα­ρα­κτι­κὲς κραυ­γὲς τῶν δύο λῃστῶν, ποὺ σταυ­ρώ­θη­καν μαζὶ μὲ τὸν Ἰησοῦ, καὶ οἱ ἄγριοι κρωγ­μοὶ ἁρπα­κτι­κῶν ὀρνέ­ων, ποὺ ἑτοι­μά­ζον­ται νὰ ἐπι­πέ­σουν στὶς σάρ­κες. Κανεὶς δὲν πλη­σιά­ζει στὸ Γολ­γο­θᾶ γιὰ ν᾿ ἀπο­δώ­σῃ τὶς τελευ­ταῖ­ες τιμὲς σ᾿ ἐκεῖ­νον, ποὺ εὐερ­γέ­τη­σε ὅλους. Ποῦ εἶνε οἱ τυφλοί, ποὺ τοὺς χάρι­σε τὸ φῶς, νὰ ἔλθουν νὰ τοῦ κλεί­σουν τὰ μάτια; Ποῦ εἶνε οἱ λεπροί, ποὺ μὲ τὸ ἄγγιγ­μα τῶν δακτύ­λων του καθα­ρί­σθη­καν, νὰ ἔλθουν νὰ τοῦ καθα­ρί­σουν τὰ χέρια ἀπὸ τὸ αἷμα; Ποῦ εἶνε οἱ παρά­λυ­τοι, ποὺ ἀνώρ­θω­σε, νὰ ἔλθουν νὰ τοῦ πλύ­νουν τὰ ματω­μέ­να πόδια; Οἱ ὧρες περ­νοῦν καὶ κανεὶς δὲν φαί­νε­ται. Οὔτε ὁ Πέτρος, ὁ πιὸ τολ­μη­ρός, ποὺ ἔλε­γε «Καὶ τὴ ζωή μου θὰ θυσιά­σω γιὰ σένα» (Ἰωάν. 13:37).

Ἀλλ᾿ εὐλο­γη­τὸς ὁ Θεός! Πρὸς τὸν Γολ­γο­θᾶ ἀνε­βαί­νει μία συνο­δεία ἀνθρώ­πων μὲ ἐπὶ κεφα­λῆς ἕναν ἄνδρα, ποὺ τὸ ὄνο­μά του θὰ γίνῃ πασί­γνω­στο· εἶνε ὁ Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἀρι­μα­θαί­ας. Ἦταν καὶ αὐτὸς βου­λευ­τής, μέλος τοῦ μεγά­λου συνε­δρί­ου, ποὺ τὴ νύκτα τῆς Μεγά­λης Πέμ­πτης συνῆλ­θε ἐκτά­κτως καὶ κατε­δί­κα­σε τὸν Ἰησοῦ. Ἦταν πλού­σιος, ἀπὸ μεγά­λη οἰκο­γέ­νεια καὶ μὲ σπου­δαία ὑπό­λη­ψι καὶ τιμή· γι᾿ αὐτὸ ἔγι­νε καὶ μέλος τοῦ συνε­δρί­ου. Αὐτὸς δὲν συμ­φώ­νη­σε μὲ τὴν ἀπό­φα­σί τους, δὲν εἶχε ὅμως καὶ τὸ θάρ­ρος νὰ ἐλέγ­ξῃ τοὺς δολο­φό­νους ἐκεί­νους δικα­στάς. Ἀλλ᾿ ὅταν ἔμα­θε ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἐξέ­πνευ­σε, πῆρε τὴν ἀπό­φα­σι ν᾿ ἀπο­δώ­σῃ αὐτὸς τὶς τιμὲς στὸ μεγά­λο Νεκρό. Δὲν χάνει χρό­νο. Ἀνε­βαί­νει στὸ πραι­τώ­ριο, παρου­σιά­ζε­ται στὸν Πιλᾶ­το καὶ ζητά­ει τὸ σῶμα. Παίρ­νει τὴν ἄδεια, ἀγο­ρά­ζει σιν­δό­να καθα­ρὴ καὶ ἀρώ­μα­τα, καὶ μαζὶ μὲ τὸ Νικό­δη­μο τρέ­χουν στὸ Γολ­γο­θᾶ. Ἐκεῖ ἀπο­κα­θη­λώ­νει καὶ κάπου κον­τὰ ἐντα­φιά­ζει τὸ ἅγιο σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Ὕστε­ρα ἀπὸ λίγο ὁ ἥλιος ἔρρι­χνε τὶς τελευ­ταῖ­ες του ἀκτῖ­νες στὸ λόφο. Ἔτσι, χάρις στὸν Ἰωσὴφ καὶ τὸ Νικό­δη­μο, ἐτά­φη ὁ Χρι­στός.

Οἱ μαθη­ταὶ εἶχαν κρυ­φτῆ ἀπὸ τὸ φόβο. Ἀλλὰ κάπου, σὲ μία γωνιά, κάποιοι ἄλλοι ἀγρυ­πνοῦν. Εἶνε μαθή­τριες τοῦ Κυρί­ου. Αὐτές, ἀπὸ τὴ μεγά­λη ἀγά­πη ποὺ εἶχαν στὸν Κύριο, ἀψη­φοῦν κάθε κίν­δυ­νο καὶ φόβο, καὶ ἀπο­φα­σί­ζουν νὰ πᾶνε στὸ μνῆ­μα τοῦ Ἰησοῦ γιὰ νὰ μυρώ­σουν τὸ σῶμα του. Ποιές εἶνε αὐτές;

Εἶνε οἱ μυρο­φό­ρες γυναῖ­κες, τὶς ὁποῖ­ες τιμᾷ σήμε­ρα ἡ Ἐκκλη­σία μας. Αὐτές, προ­τοῦ ἀνα­τεί­λῃ ὁ ἥλιος τῆς Κυρια­κῆς, καὶ ἀφοῦ εἶχαν ἀγο­ρά­σει ἀρώ­μα­τα, ξεκί­νη­σαν γιὰ τὸ μνῆ­μα. Ἡ Μαρία ἡ Μαγδα­λη­νὴ πλη­σιά­ζει στὴν εἴσο­δο τοῦ κενοῦ μνη­μεί­ου καὶ κλαί­ει – συγ­κι­νη­τι­κὸ θέα­μα. Ἀλλ’ ἡ θλιμ­μέ­νη ψυχή της πρό­κει­ται τώρα νὰ δοκι­μά­σῃ μεγά­λη χαρά. Γιὰ μία στιγ­μὴ ῥίχνει ἕνα βλέμ­μα μέσα στὸ μνη­μεῖο καὶ βλέ­πει δύο ἀγγέ­λους μὲ λευ­κὰ ἐνδύ­μα­τα. Αὐτοὶ τὴ ῥωτοῦν· –«Γύναι, τί κλαί­εις;». Πνιγ­μέ­νη στὰ δάκρυα ἀπαν­τᾷ· –Κλαίω, διό­τι «ᾖραν τὸν Κύριόν μου (τοῦ τάφου), καὶ οὐκ οἶδα ποῦ ἔθη­καν αὐτόν». Καθὼς γυρί­ζει, βλέ­πει τὸν Ἰησοῦ νὰ στέ­κε­ται πίσω της, χωρὶς ὅμως νὰ τὸν ἀνα­γνω­ρί­σῃ. Ἀκού­ει καὶ ἀπὸ τὸ στό­μα του τὰ ἴδια λόγια· –«Γύναι, τί κλαί­εις; τίνα ζητεῖς;». Ἡ Μαρία νομί­ζει ὅτι εἶνε ὁ κηπου­ρός, καὶ τὸν παρα­κα­λεῖ νὰ τῆς πῇ, ποῦ ἀπέ­θε­σε τὸ σῶμα τοῦ Κυρί­ου γιὰ νὰ τὸ πάρῃ (νομί­ζει ὅτι, ἐὰν τῆς τὸ δώσῃ, μπο­ρεῖ νὰ τὸ σηκώ­σῃ μόνη της· ἡ ἀγά­πη πρὸς τὸν Κύριο δὲν βλέ­πει καμ­μία δυσκο­λία). Ἀντὶ ἀπαν­τή­σε­ως ἀπὸ τὰ θεϊ­κὰ χεί­λη ἀκού­γε­ται μία γνώ­ρι­μη λέξι· –«Μαρία». Τότε κατα­λα­βαί­νει, ὅτι εἶνε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος τὸν ὁποῖο ζητοῦ­σε, ἀνα­στη­μέ­νος. Ἀμέ­σως πέφτει στὰ γόνα­τα θέλον­τας νὰ κατα­φι­λή­σῃ τὰ ἄχραν­τα πόδια του, ἀλλ’ ὁ Κύριος τῆς λέγει· –«Μή μου ἅπτου», μὴ μ᾿ ἀγγί­ζεις, ἀλλὰ πήγαι­νε ν᾿ ἀναγ­γεί­λῃς τὴν ἀνά­στα­σι στοὺς μαθη­τάς μου. Ἔρχε­ται τότε ἡ Μαρία ἡ Μαγδα­λη­νὴ καὶ ἀναγ­γέλ­λει στοὺς μαθη­τάς, ὅτι εἶδε τὸν Κύριο (Ἰωάν. 20,13–18).

* * *

Ἂς μιμη­θοῦ­με, ἀδελ­φοί μου, καὶ ἐμεῖς τοὺς ἁγί­ους αὐτοὺς ἄνδρες καὶ γυναῖ­κες τόσο στὴν ἀγά­πη πρὸς τὸ Χρι­στὸ ὅσο καὶ στὴν τόλ­μη καὶ τὸ θάρ­ρος τους. Γιὰ νὰ ἰδοῦ­με ἐὰν ἔχω­με τὶς ἀρε­τὲς αὐτές, ἂς ἐξε­τά­σω­με τὸν ἑαυ­τό μας σὲ μερι­κὲς κρί­σι­μες ὧρες.

Ἔχεις π.χ. ταξί­δι. Προ­τοῦ ν᾿ ἀνα­χω­ρή­σῃς κάνεις τὸ σταυ­ρό σου, ἢ μήπως ἐντρέ­πε­σαι τοὺς ἄλλους; Καὶ ὅταν περ­νᾷς ἔξω ἀπὸ ἐκκλη­σία, ἔχεις τὴν τόλ­μη νὰ σηκώ­σῃς τὸ χέρι σου νὰ κάνῃς τὸ σημεῖο τοῦ σταυ­ροῦ, ἢ μήπως διστά­ζεις φοβού­με­νος τὰ σχό­λια τοῦ κόσμου; Ἐὰν τὸ χέρι σου μένῃ ἀκί­νη­το, δὲν ἀγα­πᾷς τὸν Κύριο.

Στὸν κύκλο ποὺ ζῇς καὶ ἐργά­ζε­σαι, κάποια στιγ­μὴ ἀκού­γε­ται μία βλα­σφη­μία. Στὸ φρι­κτὸ ἐκεῖ­νο ἄκου­σμα ἐσὺ τί κάνεις; Δια­μαρ­τύ­ρε­σαι γιὰ τὴν προ­σβο­λή, ἢ μήπως σιω­πᾷς καὶ ἀνέ­χε­σαι τὴν ἀσέ­βεια; Ἂν ὕβρι­ζαν τὸν πατέ­ρα ἢ τὴ μητέ­ρα σου, δὲν θὰ τὸ ἀνε­χό­σουν· διό­τι τοὺς ἀγα­πᾷς καὶ δὲν δέχε­σαι νὰ τοὺς προ­σβάλ­λουν. Ἀλλ’ οἱ γονεῖς μας, ὅσο καλοὶ καὶ ἀξιο­σέ­βα­στοι καὶ ἂν εἶνε, εἶνε ἄνθρω­ποι ἁμαρ­τω­λοί. Καὶ ἂν τοὺς ἀγα­ποῦ­με καὶ τοὺς ὑπε­ρα­σπι­ζώ­με­θα μία φορά, ἄπει­ρες φορὲς περισ­σό­τε­ρο πρέ­πει νὰ ὑπε­ρα­σπι­ζώ­με­θα τὰ θεῖα πρό­σω­πα καὶ τὰ ἱερὰ πράγ­μα­τα, ὅταν προ­σβάλ­λων­ται. Δια­φο­ρε­τι­κά, μὲ τὰ λόγια μόνο λέμε, ὅτι ἀγα­ποῦ­με τὸ Χρι­στό, ἐνῷ μὲ τὰ ἔργα τὸν ἀρνού­με­θα.

Βρί­σκε­σαι κάπο­τε σὲ κύκλο μορ­φω­μέ­νων. Ἀλλ’ ἐκεῖ λέγον­ται λόγια, ποὺ ἀπο­τε­λοῦν ἐμπαιγ­μὸ τῆς πίστε­ως τοῦ Χρι­στοῦ. Ἐσὺ πῶς δέχε­σαι τὶς ἐκδη­λώ­σεις αὐτές; Ἀνοί­γεις τὸ στό­μα σου καὶ ὑπε­ρα­σπί­ζε­σαι τὴν πίστι σου, ἀπο­στο­μώ­νεις τοὺς ἰτα­μοὺς καὶ ἀσε­βεῖς ἐμπαῖ­κτες; ἢ μήπως δει­λιά­ζεις καὶ ἀφή­νεις τὴν ἁγία μας πίστι νὰ δια­σύ­ρε­ται ἀπὸ τοὺς δῆθεν μορ­φω­μέ­νους; Ἂν ἀγα­πᾷς τὸν Κύριό σου, μὴ διστά­σῃς νὰ συγ­κρου­σθῇς μὲ τοὺς θεω­ρου­μέ­νους ἐπι­στή­μο­νες.

Νά, ἀγα­πη­τοί μου, ποῦ πρέ­πει νὰ μοιά­σω­με στὸν Ἰωσήφ, στὸ Νικό­δη­μο καὶ στὶς μυρο­φό­ρες. Νὰ τοὺς μοιά­σω­με στὴν ἀγά­πη πρὸς τὸ Χρι­στό, στὴν τόλ­μη καὶ στὴν αὐτο­θυ­σία. Εἴθε, μὲ τὴ βοή­θεια τοῦ Κυρί­ου καὶ τὴν πνευ­μα­τι­κὴ καλ­λιέρ­γεια, νὰ βγοῦν καὶ μέσα ἀπὸ τὴ γενεά μας νέοι Ἰωσήφ, Νικό­δη­μοι καὶ μυρο­φό­ρες, ποὺ θ᾿ ἀγα­πή­σουν τὸν Κύριο ὅπως ἐκεῖ­νοι. Ὁ ἀγα­πῶν τολ­μᾷ καὶ «ὁ τολ­μῶν νικᾷ».

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek