Ἄβυσσοι

by admin

Ἡ θάλασ­σα, ἀγα­πη­τοί μου, στὴν ἀκτή, ὅταν εἶνε γαλή­νη, φαί­νε­ται σὰν νὰ παί­ζῃ καὶ νὰ ἀσπά­ζε­ται ἀδελ­φι­κὰ τὴν ξηρά, καὶ μὲ τὸ φλοῖ­σβο της, ποὺ προ­κα­λεῖ­ται ἀπὸ τὸν ἐλα­φρὸ κυμα­τι­σμό, νομί­ζει κανείς, ὅτι ἀκού­ει τὴ θελ­κτι­κὴ φωνὴ τῆς ἀγά­πης, ποὺ συμ­φι­λιώ­νει θάλασ­σα καὶ ξηρά. Εὐχά­ρι­στο δὲ εἶνε νὰ κάνῃ κανεὶς τὸν περί­πα­τό του σὲ ἀμμώ­δη ἀκτή. Καὶ εἶνε τόσο ἀβα­θῆ, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖ­στον, τὰ νερὰ τῆς θαλάσ­σης στὶς ἀκτές, ὥστε, ὅταν ἐπι­κρα­τῇ γαλή­νη, βλέ­πει κανεὶς τὸν πυθ­μέ­να, δια­κρί­νει ἀκό­μη καὶ τὰ πετρα­δά­κια καὶ ὅ,τι ἄλλο ἔχει ἐκεῖ κατα­λή­ξει. Ἀκό­μη καὶ αὐτός, ποὺ δὲν γνω­ρί­ζει κολύμ­βη­σι, μπο­ρεῖ νὰ μπῇ στὴ θάλασ­σα καὶ νὰ περ­πα­τή­σῃ μέσα στὸ νερὸ σὲ ἀρκε­τὴ ἀπό­στα­σι.

Ἀλλὰ ξαφ­νι­κὰ τὰ νερὰ γίνον­ται βαθύ­τε­ρα, καὶ μόνο ἄνθρω­πος, ποὺ γνω­ρί­ζει νὰ κολυμ­πᾷ, μπο­ρεῖ νὰ προ­χω­ρή­σῃ. Τὸ βάθος τῆς θαλάσ­σης ὁλο­ὲν γίνε­ται μεγα­λύ­τε­ρο. Ὑπάρ­χουν δὲ μέρη τῆς θαλάσ­σης καὶ στὰ δύο ἡμι­σφαί­ρια τῆς γῆς, ὅπου τὸ βάθος εἶνε πολὺ μεγά­λο. Παλαιό­τε­ρα, ὅταν δὲν ὑπῆρ­χαν τὰ σύγ­χρο­να μέσα, οἱ ναυ­τι­κοὶ δὲν μπο­ροῦ­σαν νὰ μετρή­σουν τὰ μεγά­λα βάθη, διό­τι ἡ βολί­δα, ποὺ χρη­σι­μο­ποιοῦ­σαν, δὲν ἄγγι­ζε τὸν πυθ­μέ­να.

Τὰ μέρη τῆς θαλάσ­σης, τῶν ὁποί­ων τὸ βάθος δὲν ἦταν δυνα­τὸ νὰ μετρη­θῇ, ὠνο­μά­ζον­ταν ἀβά­λι­στα ἢ ἄβυσ­σοι, καθὼς στε­ροῦν­ταν βυθοῦ. Ἀλλ’ ἤδη μὲ τὰ μέσα, τὰ ὁποῖα δια­θέ­τει ἡ ἐπι­στή­μη, κατωρ­θώ­θη­κε νὰ μετρη­θοῦν καὶ τὰ μεγα­λύ­τε­ρα βάθη τῆς θαλάσ­σης, νὰ μετρη­θοῦν οἱ ἄβυσ­σοι. Μία τέτοια ἄβυσ­σος βρί­σκε­ται καὶ στὰ δικά μας πελά­γη, μετα­ξὺ Κυθή­ρων καὶ Κρή­της, ὅπου τὸ βάθος φθά­νει στὰ 3,5 χιλιό­με­τρα. Ὑπάρ­χουν δὲ καὶ ἄβυσ­σοι στὸν Ἀτλαν­τι­κὸ καὶ τὸν Εἰρη­νι­κὸ ὠκε­α­νό, ὅπου τὸ βάθος εἶνε ἀκό­μη μεγα­λύ­τε­ρο. Ὑπάρ­χει ἄβυσ­σος μὲ βάθος 11 περί­που χιλιό­με­τρα. Ἐὰν στὴν ἄβυσ­σο αὐτὴ ἦταν δυνα­τὸ νὰ ριχθῇ τὸ ὑψη­λό­τε­ρο βου­νὸ τῆς γῆς, τὰ Ἱμα­λάϊα, ἡ κορυ­φή του θὰ καλυ­πτό­ταν ἀπὸ τὰ νερὰ τῆς ἀβύσ­σου.

Ἀλλὰ δὲν εἶνε μόνο τὸ βάθος τῆς ἀβύσ­σου, τὸ ὁποῖο προ­κα­λεῖ τὸν ἴλιγ­γο στὴν ἀνθρώ­πι­νη σκέ­ψι. Μέσα στὰ βάθη τῆς ἀβύσ­σου, ὅπου ἐπι­κρα­τεῖ σκο­τά­δι καὶ ἔρε­βος, ποιός θὰ φαν­τα­ζό­ταν, ὅτι θὰ ὑπῆρ­χε ζωή; Καὶ ὅμως, ἡ ἐπι­στη­μο­νι­κὴ ἔρευ­να, ἡ ὁποία ἔγι­νε σὲ ὡρι­σμέ­να βάθη, ἀπέ­δει­ξε, ὅτι ὑπάρ­χει καὶ ἐκεῖ ζωή. Ζοῦν καὶ κινοῦν­ται ἑκα­τομ­μύ­ρια καὶ δισε­κα­τομ­μύ­ρια ἔμψυ­χα ὄντα, ἀβυσ­σαῖα ὄντα. Οἱ ἀβυσ­σαῖ­οι αὐτοὶ ὀργα­νι­σμοὶ δὲν ἔχουν βεβαί­ως τὸν ὄγκο, τὸν ὁποῖ­ον ἔχουν τὰ θαλάσ­σια κήτη, ὅπως ὁ καρ­χα­ρί­ας, ἡ φώκια καὶ ἡ φάλαι­να· τὰ πιὸ πολ­λὰ εἶνε μικροῦ βάρους καὶ μικρῶν δια­στά­σε­ων, ὅπως τὰ μικρὰ ψαρά­κια, ποὺ βλέ­πει κανεὶς στὰ μικρὰ ἐνυ­δρεῖα τῶν σπι­τιῶν. Ἀπο­ρεῖ κανεὶς πῶς ζοῦν καὶ συν­τη­ροῦν­ται σὲ τέτοια βάθη οἱ ἀβυσ­σαῖ­οι αὐτοὶ ὀργα­νι­σμοί. Πολ­λὰ ἀπ’ αὐτὰ εἶνε ἐφω­δια­σμέ­να μὲ ἠλε­κτρι­κὲς συσκευές, ποὺ ἐκπέμ­πουν φῶς, ἕνα εἶδος μικρῶν προ­βο­λέ­ων, ποὺ τὰ κάνει νὰ βλέ­πουν καὶ νὰ κινοῦν­ται μέσα στὸ φοβε­ρὸ ἐκεῖ­νο σκο­τά­δι. Ἔχουν δὲ ποι­κι­λία σχη­μά­των καὶ χρω­μά­των.

Ἀλλ’ ὅ,τι ἀπὸ τὶς ἐπι­στη­μο­νι­κὲς αὐτὲς ἔρευ­νες τῶν ἀβύσ­σων ἔχει ἀνα­κα­λυ­φθῆ, εἶνε ἐλά­χι­στο, ὅπως ὁμο­λο­γοῦν καὶ οἱ ἐπι­στή­μο­νες ἐκεῖ­νοι, οἱ ὁποῖ­οι, μὲ τόλ­μη, ἐφω­δια­σμέ­νοι μὲ εἰδι­κὰ σκά­φαν­δρα, κατώρ­θω­σαν νὰ φθά­σουν σὲ πολὺ μεγά­λα βάθη καὶ νὰ ἐγγί­σουν τοὺς βυθοὺς τῶν ἀβύσ­σων. Ἕνας κόσμος ὁλό­κλη­ρος εἶνε κρυμ­μέ­νος στὰ βαθιὰ νερὰ τῆς θαλάσ­σης. Ἕνας κόσμος, ὁ ὁποῖ­ος προ­κα­λεῖ τὸ θαυ­μα­σμὸ καὶ κάνει νὰ θυμη­θοῦ­με τὸν Ψαλ­μῳ­δό, ὁ ὁποῖ­ος, περι­γρά­φον­τας ἐν ὀλί­γοις τὸ μεγα­λεῖο τῆς θαλάσ­σης, ἔγρα­ψε: «Αὕτη ἡ θάλασ­σα ἡ μεγά­λη καὶ εὐρύ­χω­ρος, ἐκεῖ ἑρπε­τά, ὧν οὐκ ἔστιν ἀριθ­μός, ζῷα μικρὰ μετὰ μεγά­λων· ἐκεῖ πλοῖα δια­πο­ρεύ­ον­ται, δρά­κων οὗτος, ὃν ἔπλα­σας ἐμπαί­ζειν αὐτῇ» (Ψαλμ. 103, 25–26).

Ἀλλ’ οἱ ἄβυσ­σοι, τὰ βαθύ­τε­ρα αὐτὰ μέρη τῆς θαλάσ­σης, κατὰ τὴν Ἁγία Γρα­φὴ καὶ τὴν πατε­ρι­κὴ διδα­σκα­λία εἶνε εἰκό­νες, συμ­βο­λι­κὲς παρα­στά­σεις, ἄλλων πραγ­μα­τι­κο­τή­των, οἱ ὁποῖ­ες εἶνε μὲν ἀόρα­τες, ἀλλὰ δὲν παύ­ουν νὰ εἶνε ὑπαρ­κτὲς τόσο, ὅσο καὶ οἱ ἄβυσ­σοι τῶν θαλασ­σῶν.

Καὶ πρῶ­τα ἡ ἄβυσ­σος εἶνε εἰκό­να, συμ­βο­λι­κὴ παρά­στα­σι, τῆς καρ­διᾶς τοῦ ἀνθρώ­που. Ὢ ἡ καρ­διὰ τοῦ ἀνθρώ­που! Ποιός μπο­ρεῖ νὰ τὴν περι­γρά­ψῃ; Αὐτή, κατὰ τὸν ἱερὸ Αὐγου­στῖ­νο, εἶνε ἡ «θάλασ­σα ἡ μεγά­λη καὶ εὐρύ­χω­ρος, ἐκεῖ ἑρπε­τά, ὧν οὐκ ἔστιν ἀριθ­μός, ζῷα μικρὰ μετὰ μεγά­λων». Ἡ καρ­διά, αὐτὴ εἶνε ὅπως ἡ ἀνε­ξι­χνί­α­στη ἄβυσ­σος. Ποιός μπο­ρεῖ νὰ ἐξι­χνιά­σῃ τὰ βάθη τοῦ ψυχι­κοῦ κόσμου τοῦ ἀνθρώ­που; Ὁ Κύριος ὁ Παν­το­κρά­τωρ, λέγει ἡ Σοφία Σει­ράχ, αὐτὸς εἶνε ποὺ ἐξι­χνιά­ζει ἄβυσ­σο καὶ καρ­διά. Διό­τι «ἔγνω ὁ Κύριος πᾶσαν εἴδη­σιν καὶ ἐνέ­βλε­ψεν εἰς σημεῖ­ον αἰῶ­νος, ἀπαγ­γέλ­λων τὰ παρε­λη­λυ­θό­τα καὶ ἐπε­σό­με­να καὶ ἀπο­κα­λύ­πτων ἴχνη ἀπο­κρύ­φων. Οὐ παρῆλ­θεν αὐτὸν πᾶν δια­νόη­μα, οὐκ ἐκρύ­βη ἀπ’ αὐτοῦ οὐδὲ εἷς λόγος» (Σοφ. Σειρ. 42, 18–20).

Ναί! Ὁ Κύριος εἶνε ὁ ἐπι­βλέ­πων ἀβύσ­σους (Δαν. 3, 31). Εἶνε ἐκεῖ­νος, ὁ ὁποῖ­ος γνω­ρί­ζει λεπτο­με­ρῶς τί ὑπάρ­χει ἀκρι­βῶς στὶς ἀβύσ­σους τῶν θαλασ­σῶν, ἀλλὰ καὶ τί ὑπάρ­χει στὶς ἀβύσ­σους τῶν ἀνθρω­πί­νων καρ­διῶν. Ὁ δὲ ἄνθρω­πος δυστυ­χῶς ὑστε­ρεῖ σὲ τρο­με­ρὸ βαθ­μὸ ὡς πρὸς τὴ γνῶ­σι τοῦ ἑαυ­τοῦ του, τοῦ ἐσω­τε­ρι­κοῦ του κόσμου. Ἀρχαῖ­ος φιλό­σο­φος τῆς Πατρί­δος μας, θαυ­μά­ζον­τας τὸν ψυχι­κὸ κόσμο, ἔλε­γε: «Ὁσο­δή­πο­τε καὶ ἂν ἐρευ­νή­σῃ ὁ ἄνθρω­πος, δὲν μπο­ρεῖ νὰ βρῇ τὰ πέρα­τα τῆς ψυχῆς, διό­τι ἡ ψυχὴ ἔχει βάθος ἀνυ­πο­λό­γι­στο».

Ὁ ψυχι­κὸς κόσμος τοῦ ἀνθρώ­που, ὁ ἑαυ­τός μας, κόσμος ἐγγύ­τε­ρος παν­τὸς ἄλλου, θὰ ἔπρε­πε νὰ ἐρευ­νᾶ­ται μὲ ἐπι­μέ­λεια. Ἐν τού­τοις οἱ σύγ­χρο­νοι ἄνθρω­ποι, ἐνῷ ἐρευ­νοῦν μὲ εἰδι­κὲς συσκευὰς τὰ βάθη τῶν θαλασ­σῶν, τὶς ἀβύσ­σους, ἀφή­νουν ἀνε­ξε­ρεύ­νη­τη τὴ δική τους ἄβυσ­σο. Ἄβυσ­σος δὲ εἶνε ὁ ἁμαρ­τω­λὸς ἑαυ­τός μας μὲ τὸ πλῆ­θος τῶν μικρῶν καὶ τῶν μεγά­λων ἁμαρ­τη­μά­των μας, ποὺ ὑπερ­βαί­νει τὸ πλῆ­θος τῶν μικρῶν καὶ μεγά­λων ἐμψύ­χων ὄντων, τὰ ὁποῖα ζοῦν καὶ κινοῦν­ται στὶς ἀβύσ­σους. «Ἄβυσ­σος», ψάλ­λει ἡ Ἐκκλη­σία μας σὲ κάποιο εἱρ­μό, «ἄβυσ­σος ἐσχά­τη ἐκύ­κλω­σέ με, καὶ ἐκλεί­πει τὸ πνεῦ­μα μου, ἀλλ’ ἐκτεί­νας, Δέσπο­τα, σὸν ὑψη­λὸν βρα­χί­ο­να, ὡς τὸν Πέτρον σῶσόν με».

Δυστυ­χῶς καὶ ἡ ψυχο­λο­γία, ποὺ διδά­σκε­ται στὰ σχο­λεῖα μας, εἶνε ψυχο­λο­γία, ποὺ ἀφή­νει ἔξω ἀπὸ τὴν ἔρευ­να τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώ­που. Ψυχο­λο­γία χωρίς ψυχή! Ἐπι­φα­νεια­κὰ βλέ­πει τὸν ἄνθρω­πο, ὅπως ἐπι­φα­νεια­κὰ βλέ­πει τὴ θάλασ­σα ἐκεῖ­νος, ποὺ βαδί­ζει στὴν παρα­λία της. Τὰ βάθη τῆς ψυχῆς ἀγνο­εῖ ἡ ψυχο­λο­γία. Γι ̓ αὐτὸ σπου­δαῖ­οι ἐπι­στή­μο­νες ὑπέ­δει­ξαν, ὅτι δὲν ἀρκεῖ ἡ ἐπι­πό­λαιη αὐτὴ γνῶ­σι τῆς ψυχῆς, ἀλλὰ πρέ­πει νὰ προ­χω­ρή­σου­με στὰ βάθη. Δημιούρ­γη­σαν δὲ οἱ ἐπι­στή­μο­νες αὐτοὶ τὴν «ψυχο­λο­γία τοῦ βάθους». Αὐτὴ ἐρευ­νᾷ τὸ ὑπο­συ­νεί­δη­το, δηλα­δὴ προ­σπα­θεῖ νὰ ἐξι­χνιά­σῃ τὴν ἄβυσ­σο τῆς ἀνθρώ­πι­νης καρ­διᾶς. Ἀλλὰ γιὰ τὴν ἔρευ­να αὐτῆς τῆς ἀβύσ­σου χρειά­ζε­ται θεϊ­κὸ φῶς.

Ἀλη­θεῖς ψυχο­λό­γοι τοῦ βάθους, οἱ ὁποῖ­οι ὡς ἄλλοι Πικὰρ μὲ τὰ πνευ­μα­τι­κά τους σκά­φαν­δρα κατῆλ­θαν καὶ ἐρεύ­νη­σαν τὸν ἐσω­τε­ρι­κὸ ἄνθρω­πο, ἀνα­δεί­χθη­καν οἱ πατέ­ρες καὶ διδά­σκα­λοι τῆς Ἐκκλη­σί­ας.

Ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς ἦταν καὶ ὁ ἅγιος Γρη­γό­ριος ὁ Παλα­μᾶς, ἀρχιε­πί­σκο­πος Θεσ­σα­λο­νί­κης. Σὲ κάποια ὁμι­λία του λέγει, ὅτι, ὅπως σὲ ὡρι­σμέ­να μέρη τῆς θαλάσ­σης ζοῦν τὰ κήτη, τὰ θηρία τῆς θαλάσ­σης, ἔτσι καὶ στὸ βάθος τοῦ ψυχι­κοῦ μας κόσμου ζοῦν τὰ ἄγρια πάθη, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἄλλα μὲν εἶνε φανε­ρά, ἄλλα δὲ ἀφα­νῆ. Ἀλλ’ ὅπως οἱ ναυ­τι­κοί, ποὺ ταξί­δευαν στὴν ἐπο­χὴ τοῦ ἁγί­ου, γιὰ ν’ ἀπο­μα­κρύ­νουν τὸν κίν­δυ­νο τῶν πλοί­ων ἀπὸ τὰ ἄγρια θηρία τῆς θαλάσ­σης, κρε­μοῦ­σαν στὶς πρύ­μνες κου­δού­νια, ὁ δὲ ἦχος τῶν κου­δου­νιῶν ἔκα­νε τὰ θαλάσ­σια κήτη νὰ φεύ­γουν τρο­μο­κρα­τη­μέ­να, ἔτσι καὶ μεῖς, λέγει ὁ ἱερός πατήρ, ποὺ δια­πλέ­ου­με τὴ θάλασ­σα τῆς παρού­σης ζωῆς, μπο­ροῦ­με ν’ ἀπο­φεύ­γου­με τὸν πνευ­μα­τι­κὸ κίν­δυ­νο, ἐὰν κτυ­πᾶ­με τὰ κου­δού­νια. Κου­δού­νια δέ, ποὺ πρέ­πει νὰ ἠχοῦν δυνα­τά, εἶνε οἱ πνευ­μα­τι­κοὶ διδά­σκα­λοι τῆς Ἐκκλη­σί­ας.

Ἄβυσ­σος στὴ Γρα­φὴ ὀνο­μά­ζον­ται καὶ τὰ κρί­μα­τα τοῦ Θεοῦ, δηλα­δή οἱ βου­λές, οἱ ἀπο­φά­σεις, τὶς ὁποῖ­ες λαμ­βά­νει ὁ Θεός. Ὁ Ψαλ­μῳ­δὸς λέγει: «Τὰ κρί­μα­τά σου (Κύριε) ὡσεὶ ἄβυσ­σος πολ­λή». Διό­τι «τίς ἔγνω νοῦν Κυρί­ου; ἢ τίς σύμ­βου­λος αὐτοῦ ἐγέ­νε­το;» (Ψαλμ. 35, 7. Ρωμ. 11, 34. Ἰδὲ καὶ Ἰὼβ 36, 23· Ἡσ. 40, 13· Ἱερ. 23, 18). Καὶ ἡ Κασ­σια­νὴ στὸ περί­φη­μο τρο­πά­ριό της λέγει: «Ἁμαρ­τιῶν μου τὰ πλή­θη καὶ κρι­μά­των σου ἀβύσ­σους τίς ἐξι­χνιά­σει, ψυχο­σῶ­στα Σωτήρ μου;».

Ὦ ἄνθρω­πε! Δὲν μπό­ρε­σες ἀκό­μη, παρὰ τὴν πρό­ο­δο τῆς ἐπι­στή­μης, νὰ ἐξι­χνιά­σῃς τὶς ἀβύσ­σους τῶν θαλασ­σῶν. Καὶ πῶς ἔχεις τὴν ἀξί­ω­σι νὰ ἐξι­χνιά­σῃς τὰ κρί­μα­τα τοῦ Κυρί­ου, τὰ ὁποῖα εἶνε ὡς ἄβυσ­σος πολ­λή;

Ἀλλ ̓ ἄβυσ­σος στὴν Ἁγία Γρα­φὴ ὀνο­μά­ζε­ται καὶ ἡ αἰώ­νια κόλα­σι. Τὸ δαι­μό­νιο, ὅπως βλέ­που­με στὸ Εὐαγ­γέ­λιο, ποὺ εἶχε φωλιά­σει στὸν δαι­μο­νι­σμέ­νο, παρα­κα­λοῦ­σε τὸν Κύριο, νὰ μὴ τὸ δια­τά­ξῃ νὰ ἀπέλ­θῃ στὴν ἄβυσ­σο, στὸν τόπο τῆς αἰω­νί­ου κολά­σε­ως, τὸν τόπο τῶν δαι­μό­νων καὶ τῶν ἀμε­τα­νο­ή­των ἀνθρώ­πων (Λουκ. 8, 31).

Ἄβυσ­σος οἱ ἁμαρ­τί­ες μας. Ἄβυσ­σος τὰ κρί­μα­τα τοῦ Κυρί­ου. Ἄβυσ­σος ἡ αἰώ­νια κόλα­σι. Τὶς ἀβύσ­σους αὐτές, τῶν ὁποί­ων ἀμυ­δρὴ εἰκό­να εἶνε οἱ φυσι­κὲς ἄβυσ­σοι, ἔχει ὑπ’ ὄψιν ὁ ἱερὸς Αὐγου­στῖ­νος σὲ μία θαυ­μα­σία του εὐχή. Λέγει:

«Τὸ πλῆ­θος τῶν ἀνο­μιῶν μου εἶνε πράγ­μα­τι μία ἄβυσ­σος, διό­τι αὐτὲς εἶνε ἀσύλ­λη­πτες καὶ ὡς πρὸς τὸ βάρος τους καὶ ὡς πρὸς τὸ βάθος τους καὶ ἀνυ­πο­λό­γι­στες καὶ ὡς πρὸς τὸν ἀριθ­μό τους καὶ ὡς πρὸς τὸ μέγε­θός τους. Ὢ ἄβυσ­σος, τὴν ὁποία δια­δέ­χε­ται ἄλλη ἄβυσ­σος! Ἀλλοί­μο­νο σ’ ἐμέ­να, διό­τι καὶ οἱ ἁμαρ­τί­ες μου καὶ οἱ τιμω­ρί­ες ποὺ μοῦ ἁρμό­ζουν γι’ αὐτές, εἶνε ἄβυσ­σοι, ἐφ’ ὅσον εἶνε ἄπει­ρες καὶ ἀμέ­τρη­τες! Ἀλλ’ ἐκτὸς ἀπ’ αὐτὲς ὑπάρ­χει —ἀλλοί­μο­νο!— καὶ μία ἄλλη τρί­τη ἄβυσ­σος, καὶ αὐτὴ εἶνε πάρα πολὺ φρι­κτή: «Αἱ βου­λαί σου, Κύριε, εἶνε μεγά­λη ἄβυσ­σος» (Ψαλμ. 35, 7)· διό­τι εἶνε ἄγνω­στες καὶ κρυμ­μέ­νες καὶ ὑπερ­βαί­νουν κάθε ἀνθρώ­πι­νη ἀντί­λη­ψι. Ἀλλοί­μο­νο ἐπά­νω στὸ ἀλλοί­μο­νο, φόβος ἐπά­νω στὸ φόβο, πόνος ἐπά­νω στὸν πόνο. «Ὁ κρό­τος τῶν καταρ­ρα­κτῶν σου, Κύριε, κάνει τὶς ἀβύσ­σους νὰ ἀντι­φω­νοῦν δια­δο­χι­κῶς» (Ψαλμ. 41, 8). Δηλα­δή, ἡ ἄβυσ­σος τῆς ἁμαρ­τί­ας ἐπι­φέ­ρει τὴν ἄβυσ­σο τῶν τιμω­ριῶν, τὴν ὁποία προ­α­ναγ­γέλ­λουν καὶ προ­κα­θο­ρί­ζουν οἱ βου­λὲς τοῦ Θεοῦ. Ἡ μὲν ἄβυσ­σος τῶν θεί­ων βου­λῶν εἶνε πάνω ἀπὸ ἐμέ­να. Ἡ ἄβυσ­σος τῶν τιμω­ριῶν τοῦ ἄδη εἶνε κάτω ἀπὸ ἐμέ­να. Ἡ δὲ ἄβυσ­σος τῶν ἁμαρ­τη­μά­των βρί­σκε­ται μέσα μου. Καὶ φοβοῦ­μαι πολὺ καὶ τρέ­μω, μήπως ἡ ἄβυσ­σος ποὺ βρί­σκε­ται ὑπε­ρά­νω μου, ἐκρα­γῇ καὶ κατρα­κυ­λί­σῃ μὲ πάτα­γο καὶ παρα­σύ­ρῃ καὶ ἐμέ­να τὸν ἴδιο καὶ τὴν ἄβυσ­σο ποὺ ἔχω μέσα μου, στὴν ἄβυσ­σο ποὺ ἁπλώ­νε­ται κάτω ἀπὸ ἐμέ­να, καὶ μὲ κατα­πον­τί­σῃ καὶ μὲ καλύ­ψῃ· ἐκεῖ πλέ­ον οἱ μὲν τιμω­ρί­ες οὐδέ­πο­τε θὰ ἐξα­φα­νί­σουν τὶς ἁμαρ­τί­ες μου, οἱ δὲ ἁμαρ­τί­ες ποὺ ἔχω μέσα μου, θὰ ἐπι­σύ­ρουν διαρ­κῶς τὶς τιμω­ρί­ες. Ὢ ὁ ταλαί­πω­ρος ἐγώ! Σὲ ποιόν ἁμάρ­τη­σα; «Ποῦ νὰ ὑπά­γω γιὰ νὰ ἀπο­μα­κρυν­θῶ ἀπὸ τὸ πνεῦ­μα σου καὶ γιὰ νὰ φύγω ἀπὸ ἐμπρός σου;» (Ψαλμ. 138, 7). Πάν­τως, καὶ ἂν κάνω τὸ κακὸ νὰ φύγω ἀπὸ ἐσέ­να καὶ κατα­κρυ­φθῶ μέσα στὴν ἀξιο­κα­τά­κρι­τη ἄβυσ­σό μου, ὁπωσ­δή­πο­τε καὶ ἐκεῖ ἐσὺ μὲ παρα­τη­ρεῖς. Διό­τι καὶ τώρα ποιός (ἐκτὸς ἀπὸ ἐσέ­να) ὤθη­σε καὶ ὡδή­γη­σε τὴν ψυχή μου ν’ ἀντι­στα­θῇ καὶ νὰ μὴν ὑπο­χω­ρή­σῃ τελεί­ως στὶς κακί­ες μου, ἀλλὰ ν’ ἀνα­γνω­ρί­σῃ τὴν πλά­νη μου καὶ νὰ μετα­νο­ή­σῃ;.

Πανά­γα­θε Κύριε, ἐσὺ τώρα «σκούν­τη­ξες τὴν ψυχή μου καὶ τὴν ξύπνη­σες, ἐνῷ κοι­μό­ταν στὴν ἄβυσ­σο τῶν ἁμαρ­τη­μά­των της ὅπως σὲ κρε­βά­τι· ἐσὺ τὴ συνέ­φε­ρες ἐνῷ ἦταν ναρ­κω­μέ­νη, ἐσὺ τὴν κινη­το­ποί­η­σες ἐνῷ ζοῦ­σε στὴ νωθρό­τη­τα καὶ στὴν ἀμέ­λεια, ἐσὺ τὴ ἔκα­νες νὰ ἀλλά­ξῃ γνώ­μη καὶ ν’ ἀηδιά­σῃ αὐτὰ ποὺ τῆς προ­κα­λοῦ­σαν εὐχα­ρί­στη­σι, καὶ νὰ αἰσθαν­θῇ στε­νο­χώ­ρια γιὰ ἐκεῖ­να ποὺ τῆς ἔδι­ναν τέρ­ψι. Ἀπεί­ρως, ἀγα­θὲ Κύριε, ἐσὺ ἔκα­νες μέσα στὴν ἄβυσ­σο ὅλα αὐτά· λοι­πόν ἄκου­σέ με ποὺ σοῦ φωνά­ζω τώρα ἀπὸ τὴν ἄβυσ­σο τῶν ἀνο­μιῶν μου. Δὲν κρύ­βω ἀπὸ σένα, σπλα­χνι­κώ­τα­τε, τὶς ἀνο­μί­ες μου· δὲν δικαιο­λο­γοῦ­μαι ἐμπρός σου, ἀλλὰ τὶς φανε­ρώ­νω μὲ θάρ­ρος. Στέ­κο­μαι ἀπέ­ναν­τί σου ὄχι ὑπε­ρα­σπι­ζό­με­νος, ἀλλὰ κατη­γο­ρών­τας τὸν ἑαυ­τό μου. Ἐγὼ εἶμαι ὁ ἔνο­χος, ἐγὼ ὁ ἴδιος εἶμαι καὶ ὁ κατή­γο­ρος τοῦ ἑαυ­τοῦ μου. Μὴ μὲ ἐλέγ­ξῃς ἐσὺ ὁ πλά­στης μου. Μόνος μπό­ρε­σα νὰ ἁμαρ­τή­σω, μόνος θὰ μπο­ρέ­σω καὶ νὰ κατη­γο­ρή­σω τὸν ἑαυ­τό μου, μόνος νὰ τὸν ἐλέγ­ξω, μόνος νὰ μετα­νο­ή­σω.

Ὦ Κύριε, ἀνε­ξάν­τλη­το πέλα­γος ἐλέ­ους καὶ οἰκτιρ­μῶν! Σῶσε μας ἀπὸ τὴν ἄβυσ­σο τῶν ἁμαρ­τιῶν μας καὶ ἀπὸ τὴν ἄβυσ­σο τῆς αἰω­νί­ου κολά­σε­ως».

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek