Ἡ θάλασσα ἐλέγχει

by admin

«Αἰσχύν­θη­τι, Σιδών, εἶπεν ἡ θάλασ­σα» (Ἡσ. 23:4)

Ὁ ἄνθρω­πος, ἀγα­πη­τοί μου, πρέ­πει νὰ εἶνε ἐπι­με­λής, ἐργα­τι­κὸς καὶ δρα­στή­ριος στὸ ἔργο του. Τὸ «ἐργά­ζε­σθε» εἶνε θεία ἐντο­λή, ἡ ὁποία δόθη­κε στὸν ἄνθρω­πο, ὅταν ἀκό­μη αὐτὸς βρι­σκό­ταν στὸν παρά­δει­σο. Καὶ ἐνῷ ἡ ἐργα­σία ἐπαι­νεῖ­ται καὶ στὴν Παλαιὰ καὶ στὴν Και­νὴ Δια­θή­κη, καὶ πασί­γνω­στο εἶνε τὸ ρητὸ τοῦ ἀπο­στό­λου Παύ­λου, «Εἴ τις οὐ θέλει ἐργά­ζε­σθαι, μηδὲ ἐσθιέ­τω» (Β ́ Θεσ. 3:10), ἀντι­θέ­τως ἡ ὀκνη­ρία ἐλέγ­χε­ται ὡς κατά­στα­σι ἔξω τοῦ θελή­μα­τος τοῦ Θεοῦ. Πρὸς ἐκεῖ­νον, ὁ ὁποῖ­ος δὲν θέλει νὰ ἐργα­σθῇ γιὰ νὰ πορι­σθῇ τὰ πρὸς τὸ ζῆν, ἀλλὰ σὰν κηφή­νας ζῇ σὲ βάρος τῶν ἄλλων, ἀπευ­θυ­νό­με­νος ὁ θεό­πνευ­στος συγ­γρα­φεὺς τῶν Παροι­μιῶν λέγει: «Ἴθι πρὸς τὸν μύρ­μη­κα, ὦ ὀκνη­ρέ, καὶ ζήλω­σον ἰδὼν τὰς ὁδοὺς αὐτοῦ καὶ γενοῦ ἐκεί­νου σοφώ­τε­ρος» (Παροιμ. 6:6).

Ἀκοῦ­τε; Ὁ θεό­πνευ­στος συγ­γρα­φεὺς τῶν Παροι­μιῶν, ὁ Σολο­μῶν, δὲν παρα­πέμ­πει γιὰ θερα­πεία τὸν πάσχον­τα ἀπ’ τὴ φοβε­ρὴ ἀσθέ­νεια τῆς ὀκνη­ρί­ας στὴν τετάρ­τη ἐντο­λὴ τοῦ Δεκα­λό­γου, «Ἓξ ἡμέ­ρας ἐργᾷ καὶ ποι­ή­σεις πάν­τα τὰ ἔργα σου» (Ἐξόδ. 20:9), οὔτε σὲ ἄλλο ρητὸ τῆς Ἁγί­ας Γρα­φῆς, ἀλλὰ κατερ­χό­με­νος σὲ κατώ­τε­ρα ἐπί­πε­δα διδα­σκα­λί­ας, καθι­στᾷ διδά­σκα­λό του ἕνα μικρὸ ἔντο­μο, τὸ μυρ­μήγ­κι. Εἶνε αὐτὸ ὑπό­δειγ­μα ἐργα­τι­κό­τη­τος. Ἀσυ­να­γώ­νι­στο. Ἡμέ­ρα καὶ νύκτα ἐργά­ζε­ται γιὰ τὸ κοι­νὸ καλὸ τῆς πολι­τεί­ας τῶν μυρ­μηγ­κιῶν, ἡ ὁποία εἶνε ἀπὸ Θεοῦ διωρ­γα­νω­μέ­νη κατ’ αὐστη­ρὸ κοι­νο­βια­κὸ σύστη­μα. Ἕνα μυρ­μήγ­κι ἐλέγ­χει τὸν ἄνθρω­πο. Τί ντρο­πή!…

Ἀλλὰ καὶ ὁ Μέγας Βασί­λειος στὴν «Ἑξα­ή­με­ρόν» του, μιλών­τας γιὰ τὴ θάλασ­σα, κάνει ἰδιαί­τε­ρο λόγο γιὰ τὰ ψάρια, τὰ ὁποῖα ἐπαι­νεῖ γιὰ τὴν ἀέναη κίνη­σί τους, ποὺ ἀπο­τε­λεῖ δει­νὸ ἔλεγ­χο τῆς ἀργί­ας καὶ τῆς ὀκνη­ρί­ας τῶν ἀνθρώ­πων. Τὰ ψάρια, λέγει ὁ φωστὴρ τῆς Και­σα­ρεί­ας, δια­τρέ­χουν ὁλό­κλη­ρα πελά­γη, γιὰ νὰ βροῦν τὴν τρο­φή τους· καὶ σὺ ὁ ὀκνη­ρὸς κανέ­να κόπο δὲν κατα­βάλ­λεις γιὰ τὴν ὠφέ­λειά σου. Ἰδοὺ ἐπὶ λέξει ὁ ἔλεγ­χος τοῦ μεγά­λου πατρὸς τῆς Ἐκκλη­σί­ας: «Ἰχθὺς τοσαῦ­τα δια­μεί­βει πελά­γη ὑπὲρ τοῦ εὑρέ­σθαι τινὰ ὠφέ­λειαν· τί ἐρεῖς σὺ ὁ τῇ ἀργίᾳ συζῶν; Ἀργία δὲ κακουρ­γί­ας ἀρχή». Μετα­φρά­ζου­με: «Τὸ ψάρι διέρ­χε­ται δια­δο­χι­κὰ τόσα πελά­γη γιὰ νὰ βρῇ κάτι ὠφέ­λι­μο (τρο­φή)· τί θὰ πῇς ἐσύ, ὁ ὁποῖ­ος ἔχεις σύν­τρο­φο τῆς ζωῆς σου τὴν ἀερ­γία; Ἡ δὲ ἀερ­γία εἶνε ἡ ἀρχὴ γιὰ νὰ κάνῃ κάποιος τὸ κακό».

Ἐργα­τι­κός, ἐπι­με­λής, δρα­στή­ριος πρέ­πει νὰ εἶνε ὁ ἄνθρω­πος στὸ ἔργο του. Καὶ ὑπάρ­χουν τέτοιοι ἄνθρω­ποι σὲ ὅλους τοὺς αἰῶ­νες, δια­κρι­νό­με­νοι στὰ ἔργα τους γιὰ τὴ δρα­στη­ριό­τη­τά τους. Ἑκα­τομ­μύ­ρια ἀνθρώ­πων ἐργά­σθη­καν καὶ ἐργά­ζον­ται, σὰν μυρ­μήγ­κια, γιὰ νὰ προ­ά­γε­ται ὁ πολι­τι­σμὸς τῆς ἀνθρω­πό­τη­τος. Τί κόποι! Τί ἱδρῶ­τες! Τί δρα­στη­ριό­τη­τες! Τί ἐπι­μο­νὴ στὰ τεχνι­κὰ καὶ ἐπι­στη­μο­νι­κὰ ἔργα! Οἱ τυχὸν ἀπο­τυ­χί­ες στὶς πρῶ­τες προ­σπά­θειες δὲν ἀπο­γο­η­τεύ­ουν τοὺς σκα­πα­νεῖς τοῦ πολι­τι­σμοῦ. Ἐπι­μέ­νουν ἐργα­ζό­με­νοι, ἕως ὅτου ἐπι­τύ­χουν ἐκεῖ­νο, τὸ ὁποῖο ἐπι­διώ­κουν.

Ἡ θαυ­μα­στὴ αὐτὴ ἐπι­μο­νή τους ὑπεν­θυ­μί­ζει κάποιο μῦθο ἀνα­το­λι­κῆς προ­ε­λεύ­σε­ως, ποὺ λέγει, ὅτι, ὅταν κάποιος ναύ­της, παί­ζον­τας στὴν πρύ­μνη τοῦ πλοί­ου, εἶδε νὰ φεύ­γῃ ἀπ’ τὰ χέρια του καὶ νὰ πέφτῃ στὴ θάλασ­σα ἕνα πολύ­τι­μο μαρ­γα­ρι­τά­ρι, ὁ ναύ­της δὲν ἀπελ­πί­σθη­κε. Δὲν εἶπε δὲν ὑπάρ­χει πλέ­ον ἐλπί­δα γιὰ νὰ ξανα­βρῶ τὸ μαρ­γα­ρι­τά­ρι, ἀλλ ̓ ἄρχι­σε μ’ ἕνα κάδο ν ̓ ἀντλῇ τὸ νερὸ τῆς θαλάσ­σης καὶ νὰ λέγῃ ἀπει­λη­τι­κῶς πρὸς τὴ θάλασ­σα: «θάλασ­σα! θὰ σὲ ἀδειά­σω, γιὰ νὰ βρῶ τὸ μαρ­γα­ρι­τά­ρι μου». Ἡ θάλασ­σα, συνε­χί­ζει ὁ μῦθος, ὅταν ἄκου­σε τὸ λόγο αὐτὸ καὶ εἶδε τὴν ἐπι­μο­νὴ τοῦ ναύ­τη, ἐπέ­στρε­ψε τὸ μαρ­γα­ρι­τά­ρι. Μῦθος εἶνε αὐτό. Ἀλλ ̓ ἐγκλεί­ει τὸ δίδαγ­μα, ὅτι ἡ ἐπι­μο­νὴ ποὺ δεί­χνει ὁ ἄνθρω­πος στὰ ἔργα του, νικᾷ ἐμπό­δια ποὺ θεω­ροῦν­ται ἐν πολ­λοῖς ἀνυ­πέρ­βλη­τα, καὶ τιθα­σεύ­ει τὴν ἀγριό­τη­τα τῆς φύσε­ως.

Ἐργα­τι­κοί, ἐπι­με­λεῖς καὶ δρα­στή­ριοι, ἀλλὰ καὶ θαρ­ρα­λέ­οι καὶ τολ­μη­ροί εἶνε ἐκεῖ­νοι, ποὺ ἐργά­ζον­ται στὴ θάλασ­σα. Ἐνῷ γνω­ρί­ζουν τί κιν­δύ­νους ἐγκλεί­ουν τὰ ταξί­δια στὴ θάλασ­σα, ἐνῷ γνω­ρί­ζουν ὅτι μυριά­δες εἶνε οἱ νεκροί, τοὺς ὁποί­ους κατε­βρό­χθι­σαν τὰ ἄγρια τῆς θαλάσ­σης κύμα­τα, ἐνῷ βλέ­πουν ὅτι τὸ πέν­θος ἐξ αἰτί­ας τῶν θαλασ­σί­ων δυστυ­χη­μά­των εἶνε ἁπλω­μέ­νο στὴν ἰδιαι­τέ­ρα τους πατρί­δα, ἐνῷ γονεῖς καὶ σύζυ­γοι παρα­κα­λοῦν νὰ παύ­σουν νὰ ἐργά­ζων­ται στὴ θάλασ­σα, ἐν τού­τοις αὐτοὶ τολ­μοῦν καὶ ταξι­δεύ­ουν, καὶ γίνον­ται καὶ ναῦ­τες καὶ πλοί­αρ­χοι ἀλλὰ καὶ ἔμπο­ροι, οἱ ὁποῖ­οι, χάριν τοῦ κέρ­δους, ἐπι­χει­ροῦν καὶ τὰ πλέ­ον ἐπι­κίν­δυ­να ταξί­δια, γιὰ νὰ μετα­φέ­ρουν τὰ πολύ­τι­μα ἐμπο­ρεύ­μα­τα ἀπὸ τὶς πλέ­ον ἀπο­μα­κρυ­σμέ­νες χῶρες.

Τὸ παρά­δειγ­μα τῶν τολ­μη­ρῶν ναυ­τι­κῶν ἀνέ­φε­ρε καὶ ὁ θυμό­σο­φος Κολο­κο­τρώ­νης, ὁ ἥρω­ας τοῦ Μωριᾶ. «Μᾶς ἐπαι­νεῖ­τε», ἔλε­γε πρὸς τοὺς συμ­πα­τριῶ­τες του, «καὶ μᾶς χει­ρο­κρο­τεῖ­τε, διό­τι ἡ ἐπα­νά­στα­σι, ποὺ κάνα­με, πέτυ­χε. Ἀλλ ̓ αὐτὴ ἡ ἐπα­νά­στα­σι ὑπῆρ­ξε μία τολ­μη­ρὴ πρᾶ­ξι. Ξέρε­τε μὲ τί μοιά­ζει; Εἶνε σὰν νὰ εἶνε βαρὺς χει­μώ­νας, καὶ τὰ καρά­βια νὰ εἶνε ἀγκυ­ρο­βο­λη­μέ­να στὸ λιμά­νι, καὶ κανεὶς νὰ μὴ τολ­μᾷ νὰ βγῇ ἔξω ἀπ’ τὸ λιμά­νι. Ἀλλὰ ξαφ­νι­κὰ ἕνας ἀνοί­γει τὰ πανιά καὶ ξεκι­νά­ει. —Ὢ τὸν τρελ­λό, θὰ φωνά­ξουν οἱ πολ­λοί, τί εἶνε αὐτὸ πού κάνει; Δὲν λυπᾶ­ται τὴ ζωή του; Δὲν λυπᾶ­ται τὰ παι­διά του; Ἀλλ’ αὐτὸς δὲν ἀκού­ει καί ταξι­δεύ­ει. Ὕστε­ρα ἀπὸ πολὺ και­ρὸ ἐπι­στρέ­φει μὲ τὸ καρά­βι γεμά­το πολύ­τι­μα ἐμπο­ρεύ­μα­τα. Ὅλοι τώρα τὸν ἐπαι­νοῦν καὶ τὸν χει­ρο­κρο­τοῦν καὶ λένε: Νά ἄνθρω­πος ἱκα­νὸς νὰ ζήσῃ. Ἔτσι καὶ ἐμεῖς· ξεκι­νή­σα­με γιὰ νὰ κάνου­με τὴν ἐπα­νά­στα­σι. Ἂν ἀπο­τυ­χαί­να­με, τί κατά­ρες θ΄ ἀκού­γα­με! Ἀλλ ̓ ἔδω­σε ὁ Θεὸς καὶ πετύ­χα­με καὶ φέρα­με τὴ λευ­τε­ριὰ στὴν Πατρί­δα…».

Ἐργα­τι­κοί, ἐπι­με­λεῖς καὶ δρα­στή­ριοι στὰ ποι­κί­λα ἔργα οἱ ἄνθρω­ποι. Ἀλλὰ δρα­στη­ριό­τη­τα ἀνα­πτύσ­σουν καὶ οἱ ἄνθρω­ποι, ποὺ ἐργά­ζον­ται ὄχι γιὰ τὸ καλό, ἀλλὰ γιὰ τὸ κακό, γιὰ τὴ συμ­φο­ρὰ καὶ γιὰ τὸν ὄλε­θρο. Καὶ αὐτοί, οἱ ἐργά­τες τοῦ κακοῦ, τὰ τέκνα τοῦ δια­βό­λου, σὲ ὡρι­σμέ­νες περι­πτώ­σεις ἀπο­δει­κνύ­ον­ται δρα­στη­ριώ­τε­ροι τῶν τέκνων τοῦ Φωτός. Ἐνθυ­μη­θῆ­τε τοὺς φοβε­ροὺς ἐκεί­νους Ἀλγε­ρι­νοὺς πει­ρα­τάς. Αὐτοὶ ἡμέ­ρα καὶ νύκτα κινοῦν­ταν σ’ ὅλη τὴ Μεσό­γειο καὶ λήστευαν πλοῖα καὶ παρα­λί­ες καὶ σκόρ­πι­ζαν τὴ συμ­φο­ρά. Πόσο δρα­στή­ριοι ἦταν! Ἐνθυ­μη­θῆ­τε τοὺς φοβε­ροὺς τρο­μο­κρά­τες τῶν ἡμε­ρῶν μας, οἱ ὁποῖ­οι ἀενά­ως κινοῦν­ται γιὰ νὰ δια­πρά­ξουν τὰ στυ­γε­ρά τους ἐγκλή­μα­τα. Ἐνθυ­μη­θῆ­τε τοὺς ἐπι­στή­μο­νες ἐκεί­νους τῶν μεγά­λων λεγο­μέ­νων δυνά­με­ων, οἱ ὁποῖ­οι, κλει­σμέ­νοι στὰ ἐργα­στή­ριά τους, ἐργά­ζον­ται συνε­χῶς γιὰ ν’ ἀνα­κα­λύ­ψουν κατα­στρε­πτι­κώ­τα­τα ὅπλα, γιὰ νὰ ἐξα­φα­νί­σουν τὴν ἀνθρω­πό­τη­τα. Πόση δρα­στη­ριό­τη­τα! Ἐνθυ­μη­θῆ­τε, τέλος, καὶ τοὺς αἱρε­τι­κοὺς ὅλων τῶν αἰώ­νων καὶ πρὸ παν­τὸς τοὺς χιλια­στὰς τῶν ἡμε­ρῶν μας, τοὺς πρά­κτο­ρες αὐτοὺς τοῦ Μπρού­κλιν, πόσο κατα­πλη­κτι­κὴ δρα­στη­ριό­τη­τα ἀνα­πτύσ­σουν! Σ’ αὐτοὺς κατ’ ἐξο­χὴν ἐφαρ­μό­ζε­ται ὁ λόγος τοῦ Χρι­στοῦ: «Περιά­γε­τε τὴν θάλασ­σαν καὶ τὴν ξηρὰν ποι­ῆ­σαι ἕνα προ­σή­λυ­τον, καὶ ὅταν γένη­ται, ποιεῖ­τε αὐτὸν υἱὸν γεέν­νης διπλό­τε­ρον ὑμῶν» (Ματθ. 23:15).

Ἐν μέσῳ τόσο ποι­κί­λης δρα­στη­ριό­τη­τος, τὴν ὁποί­αν ἀνα­πτύσ­σουν οἱ ἄνθρω­ποι ἐπά­νω στὴ γῆ, ἕνας παρα­μέ­νει δυστυ­χῶς ἀδρα­νής. Καὶ αὐτὸς εἶνε… ὁ χρι­στια­νός! Καὶ ὅμως αὐτὸς θὰ ἔπρε­πε νὰ ἀνα­πτύσ­σῃ τὴ μεγα­λύ­τε­ρη δρα­στη­ριό­τη­τα. Διό­τι τὸ ἔργο του εἶνε ἀσυγ­κρί­τως ἀνώ­τε­ρο ὅλων τῶν κοσμι­κῶν ἔργων, καὶ αὐτῶν ἀκό­μη τῶν εὐγε­νε­στέ­ρων. Καὶ τὸ ἔργο αὐτό, –πῶς νὰ ἐκφρα­σθοῦ­με, γιὰ νὰ μὴ τὸ περι­φρο­νή­σουν οἱ ἄνθρω­ποι τοῦ αἰῶ­νος μας;–, εἶνε, ἂς τὸ ποῦ­με μὲ τὴν ἀθά­να­τη γλῶσ­σα τῆς Γρα­φῆς, τὸ ἔργο τῆς ἐν Χρι­στῷ σωτη­ρί­ας τῆς ψυχῆς μας καὶ τῆς ἐν Χρι­στῷ σωτη­ρί­ας τοῦ κόσμου. Εἶνε ἡ πρό­ο­δος καὶ ἡ ἐπέ­κτα­σι στὶς καρ­διὲς τῆς ἰδε­ώ­δους ἐκεί­νης πολι­τεί­ας, ἡ ὁποία θά φέρῃ τὴν πραγ­μα­τι­κὴ χαρὰ καὶ εὐτυ­χία καὶ ἡ ὁποία πολι­τεία ὀνο­μά­ζε­ται, μὲ τὴ γλῶσ­σα πάλι τῆς Γρα­φῆς, βασι­λεία τῶν οὐρα­νῶν. «Ζητεῖ­τε πρῶ­τον τὴν βασι­λεί­αν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιο­σύ­νην αὐτοῦ, καὶ ταῦ­τα πάν­τα προ­στε­θή­σε­ται ὑμῖν» (Ματθ. 6:33), εἶπε ὁ Θεάν­θρω­πος ἱδρυ­τὴς τῆς Ἐκκλη­σί­ας.

Γι ̓ αὐτὴ τὴ σωτη­ρία τῶν ψυχῶν σ’ ὅλο τὸ βάθος καὶ τὸ πλά­τος τῆς ἐννοί­ας πρέ­πει νὰ ἐργά­ζων­ται οἱ χρι­στια­νοί. Ἀλλ’ οἱ χρι­στια­νοί, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖ­στον, παρα­μέ­νουν ἀδρα­νεῖς καὶ ὅ,τι πράτ­τουν εἶνε μικρὸ καὶ ἀνά­ξιο ἐν σχέ­σει πρὸς τὴν ὕψι­στη ἀπο­στο­λή τους. Ἀδρα­νεῖς οἱ χρι­στια­νοί. Ἀδρα­νὴς καὶ ἡ Ἐκκλη­σία, ἡ ὁποία ἀπο­τε­λεῖ­ται ἀπὸ τέτοιους χρι­στια­νούς, πού, ἐνῷ κινοῦν­ται πυρε­τω­δῶς, μερι­μνοῦν καὶ τυρ­βά­ζουν γιὰ πολ­λά, ἀμε­λοῦν νὰ φρον­τί­σουν γιὰ τὸ ἕνα ἐκεῖ­νο, ποὺ εἶνε ἀναγ­καῖο (Λουκ. 10:42). Γι’ αὐτό, ὡς ἄτο­μα καὶ ὡς σύνο­λο πρέ­πει νὰ ἐντρα­ποῦ­με, νὰ κοκ­κι­νί­σου­με ἀπὸ ντρο­πή, διό­τι, ἐνῷ ζοῦ­με σ’ ἕνα αἰῶ­να μεγί­στης δρα­στη­ριό­τη­τος γιὰ μικρὰ καὶ ἀνά­ξια, ἀλλὰ καὶ κατα­στρε­πτι­κὰ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖ­στον πράγ­μα­τα, ἐμεῖς μένου­με ἀδρα­νεῖς γιὰ τὴν ἀτο­μι­κή μας σωτη­ρία καὶ γιὰ τὴ σωτη­ρία τῶν ἄλλων.

Σὲ ἐμᾶς ἁρμό­ζει ὁ ἔλεγ­χος ἐκεῖ­νος, τὸν ὁποῖ­ον ἀπευ­θύ­νει ὁ μεγα­λο­φω­νό­τα­τος Ἡσα­ΐ­ας λέγον­τας: «Αἰσχύν­θη­τι, Σιδών, εἶπεν ἡ θάλασ­σα» (Ἡσ. 23:4). Σ’ αὐτὸ τὸ ρητὸ ἡ θάλασ­σα, ποὺ βλέ­πει καθη­με­ρι­νὰ τί δρα­στη­ριό­τη­τες ἀνα­πτύσ­σουν οἱ ἄνθρω­ποι δια­τρέ­χον­τας τὰ πελά­γη της, ἡ θάλασ­σα προ­σω­πο­ποιεῖ­ται σὲ γυναῖ­κα, ἡ ὁποία κλαί­ει καὶ θρη­νεῖ γιὰ τὴν ἀμέ­λεια καὶ τὴν ἀδια­φο­ρία τῶν θρη­σκευ­τι­κῶν ἀνθρώ­πων. Ἡ ἑρμη­νεία αὐτὴ τοῦ ἀνω­τέ­ρω χωρί­ου δὲν εἶνε δική μας. Εἶνε ἑρμη­νεία τοῦ περιω­νύ­μου συγ­γρα­φέ­ως τοῦ πνευ­μα­τι­κω­τά­του βιβλί­ου «Η μίμη­σις τοῦ Χρι­στοῦ». Χάριν τῆς σπου­δαιό­τη­τός της μετα­φέ­ρου­με ἐδῶ ὁλό­κλη­ρη τὴ σχε­τι­κὴ περι­κο­πή, στὴν ὁποί­αν ὡς ὁμι­λη­τὴς παρου­σιά­ζε­ται ὁ Κύριος.

«Ὁ κόσμος ὑπό­σχε­ται ἐφή­με­ρα πράγ­μα­τα καὶ μικρά, καὶ μ’ ὅλα ταῦ­τα οἱ ἄνθρω­ποι τὸν ὑπη­ρε­τοῦν μὲ ἀπλη­στί­αν. Ἐγὼ ὑπό­σχο­μαι μεγά­λα καὶ αἰώ­νια πράγ­μα­τα, καὶ μ ̓ ὅλα ταῦ­τα οἱ ἄνθρω­ποι μὲ ὑπη­ρε­τοῦν χωρὶς καρ­δί­αν.

Ποῖ­ος μὲ ὑπη­ρε­τεῖ καὶ ὑπα­κού­ει σὲ ὅλα μὲ τὴν αὐτὴν φρον­τί­δα, μὲ τὴν ὁποί­αν ὁ κόσμος καὶ οἱ κύριοι τοῦ κόσμου ἐξυ­πη­ρε­τοῦν­ται;

«Αἰσχύν­θη­τι, Σιδών, εἶπεν ἡ θάλασ­σα” (Ἡσ. κγ’ 4), καὶ ἂν ζητῇς νὰ γνω­ρί­σῃς τὴν αἰτί­αν, ἄκου­σον δια­τί:

Χάριν μικρᾶς ἀμοι­βῆς οἱ ἄνθρω­ποι τρέ­χουν μακρὰν ὁδόν· ἐνῷ διὰ τὴν αἰώ­νιον ζωὴν πολ­λοὶ οὔτε ἓν βῆμα θέλουν νὰ κάμουν. Οἱ ἄνθρω­ποι τρέ­χουν κατό­πιν τῶν πραγ­μά­των, τὰ ὁποῖα δὲν ἔχουν καμ­μί­αν ἀξί­αν, καὶ χάριν ἑνὸς νομί­σμα­τος, ἐνί­ο­τε, ἄνευ αἰσχύ­νης ἐμφα­νί­ζον­ται ἐνώ­πιον τῶν δικα­στη­ρί­ων· καὶ δι’ ἓν μηδα­μι­νὸν πρᾶγ­μα καὶ μίαν ἀόρι­στον ὑπό­σχε­σιν δὲν ἀπο­φεύ­γουν τὸν κόπον νύκτα καὶ ἡμέ­ραν.

Ἀλλ’ ἀλλοί­μο­νον! Δι’ ἀναλ­λοί­ω­τον ἀγα­θόν, δι ̓ ἀνε­κτί­μη­τον ἀμοι­βήν, διὰ τὴν ὑψί­στην τιμὴν καὶ τὴν αἰω­νί­αν δόξαν, αἰσθά­νον­ται κόπω­σιν ταχέ­ως καὶ μὲ τὸν παρα­μι­κρό­τε­ρον κόπον.

Ἐρυ­θρί­α­σον, λοι­πόν, δοῦ­λε ὀκνη­ρὲ καὶ βρα­δυ­κί­νη­τε, διό­τι ὑπάρ­χουν ἄνθρω­ποι πρό­θυ­μοι νὰ ἐργά­ζων­ται ὑπὲρ τοῦ θανά­του περισ­σό­τε­ρον, παρὰ σὺ ὑπὲρ τῆς ἀρε­τῆς.

Ἐκεῖ­νοι χαί­ρουν περισ­σό­τε­ρον ἐν τῇ ματαιό­τη­τι παρὰ σὺ ἐν τῇ ἀλη­θείᾳ.

Καὶ μὲ ὅλα ταῦ­τα πολ­λά­κις ἀδυ­να­τοῦν νὰ πραγ­μα­το­ποι­ή­σουν τὰς ἐλπί­δας των· ἐνῷ ἡ ὑπό­σχε­σίς μου πάν­το­τε πραγ­μα­το­ποιεῖ­ται, οὔτε δὲ ἀπέρ­χε­ται κενός, ὅστις ἐμπι­στεύ­ε­ται εἰς ἐμέ.

Ὅ,τι ὑπε­σχέ­θην θὰ τὸ δώσω· ὅ,τι εἶπαν θὰ τὸ ἐκπλη­ρώ­σω· ἀρκεῖ μόνον νὰ μένῃ τις ἐν τῇ ἀγά­πῃ μου καὶ μέχρι τέλους πιστός. Εἶμαι ὁ μισθα­πο­δό­της ὅλων τῶν ἀγα­θῶν ἀνθρώ­πων καὶ ἡ ἰσχυ­ρὰ δύνα­μις ὅλων τῶν δικαί­ων».

(Θωμᾶ Κεμπη­σί­ου, «Η μίμη­σις τοῦ Χρι­στοῦ», μετά­φρα­σις Μιχα­ὴλ Κων­σταν­τι­νί­δου, ̓Αθῆ­ναι 1958, σελ. 189–191).

Ἀγα­πη­τοί μου! «Αἰσχύν­θη­τι, Σιδών, λέγει ἡ θάλασ­σα», δια­μαρ­τυ­ρο­μέ­νη γιὰ τὴν ἀδρά­νεια τῶν χρι­στια­νῶν κατὰ τὴν ἀλλη­γο­ρι­κὴ ἑρμη­νεία τοῦ συγ­γρα­φέ­ως τῆς «Μιμή­σε­ως». Ἕνας δὲ ἀπὸ τοὺς νεω­τέ­ρους φιλο­σό­φους, ὑπεν­θυ­μί­ζον­τας τὸν μνη­μο­νευ­θέν­τα ἀνω­τέ­ρω μῦθο τῆς Ἀνα­το­λῆς, παρα­τη­ρεῖ, ὅτι, ἐὰν τὸ μαρ­γα­ρι­τά­ρι, ποὺ ξέφυ­γε ἀπ’ τὰ χέρια τοῦ ναύ­τη καὶ ἔπε­σε στὴ θάλασ­σα, εἶνε παρα­βο­λι­κῶς ἡ ἀρε­τή, τότε πρέ­πει ὁ ἄνθρω­πος, ποὺ ἀπώ­λε­σε τὸ πολύ­τι­μο αὐτὸ μαρ­γα­ρι­τά­ρι, νὰ κάνῃ τὸ πᾶν, γιὰ νὰ τὸ ξανα­βρῇ, ἐξαν­τλών­τας μὲ ἀένα­ες προ­σπά­θειες τὸν ὠκε­α­νὸ τῆς κακί­ας.

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek