«Ὅτι ἐὰν φυγῇ φύγωμεν, οὐ θήσουσιν ἐφ’ ἡμᾶς καρδίαν, καὶ ἐὰν ἀποθάνωμεν τὸ ἥμισυ ἡμῶν, οὐ θήσουσιν ἐφ’ ἡμᾶς καρδίαν, ὅτι σὺ ὡς ἡμεῖς δέκα χιλιάδες» (Β ́ Βασ. 18:3)
Τὸ μήνυμα τοῦ Χουσὶ ἔφθασε στὸν προορισμό του. Μὲ χίλιους δύο κινδύνους καὶ ἄλλες τόσες προφυλάξεις ὁ Ἰωνάθαν καὶ ὁ Ἀχιμάας φρόντισαν νὰ τὸ μεταφέρουν στὸ βασιλιά τους. Τώρα ὁ Δαβὶδ ἔπρεπε νὰ βιασθῇ. Χωρὶς καμμία καθυστέρησι ἦταν ἀνάγκη νὰ περάσῃ μὲ τοὺς ἄνδρες του τὸν Ἰορδάνη. Δὲν μποροῦσες νὰ ξέρῃς ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα τί γίνεται, ποιές ἐξελίξεις ἦταν δυνατὸν νὰ ἔλθουν. Ἡ συμβουλὴ τοῦ φίλου του Χουσὶ ἦταν πολὺ φρόνιμη. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Δαβὶδ ἀμέσως συμμορφώθηκε πρὸς αὐτή. Μέσα σὲ μία νύκτα λοιπὸν ὅλες οἱ δυνάμεις του διεπεραιώθησαν στὴν ἀντίπερα ὄχθη. «Καὶ ἀνέστη Δαυΐδ καὶ πᾶς ὁ λαὸς ὁ μετ’ αὐτοῦ καὶ διέβησαν τὸν Ἰορδάνην ἕως τοῦ φωτὸς τοῦ πρωί, ἕως ἑνὸς οὐκ ἔλαθεν ὃς οὐ διῆλθε τὸν Ἰορδάνην» (Β ́ Βασ. 17:22).
Λίγο πιὸ πέρα ἀπ’ τὸ ποτάμι βρισκόταν ἡ πόλι Μαναΐμ. Οἱ κάτοικοί της ἔμειναν πιστοὶ στὸ βασιλιά τους. Δὲν παρασύρθηκαν αὐτοὶ ἀπ’ τ’ ἀπατηλὰ συνθήματα τῶν ἀνθρώπων τοῦ Ἀβεσσαλώμ. Ἦταν ἀποφασισμένοι νὰ βοηθήσουν τὸ Δαβὶδ μὲ κάθε θυσία. Καὶ τὰ αἰσθήματα ποὺ ἔτρεφαν ἔναντι στὸ διωκόμενο βασιλιά τους τὰ ἔδειξαν ποικιλοτρόπως. Κάλεσαν τοὺς ἄνδρες του κι’ ἐκεῖνον στὴν πόλι τους γιὰ νὰ ἀναπαυθοῦν. Ἡ περιοχή τους ἦταν ὠχυρωμένη καὶ θὰ μποροῦσαν ὅλοι τους νὰ βροῦν ἀσφάλεια. Τρεῖς Μαναϊμῖτες μάλιστα, ὁ Οὐεσβί, ὁ Μαχὶρ καὶ ὁ Βερζελλί, ἔστειλαν στὸ στράτευμα τοῦ Δαβὶδ πλούσια δῶρα καὶ ἀρκετὰ τρόφιμα, ἀπαραίτητα γιὰ τὸν ἐπισιτισμὸ τῶν ἀνδρῶν του. Σκέφθηκαν πὼς ὁ λαὸς θὰ πεινᾷ καὶ πὼς θὰ εἶνε ταλαιπωρημένος, γι’ αὐτὸ καὶ χάρισαν στὸ Δαβὶδ μεταξὺ τῶν ἄλλων καὶ δέκα κλῖνες, πολυτελεῖς τάπητες, δέκα λέβητες, πήλινα οἰκιακὰ σκεύη, σιτάρι, κριθάρι, ἀλεύρι, χοντραλεσμένο κριθάρι, κουκιά, φακές, μέλι, βούτυρο, πρόβατα, τυρὶ γελαδίσιο. «Καὶ ἐγένετο ἡνίκα ἦλθε Δαυΐδ εἰς Μαναΐμ, καὶ Οὐεσβὶ υἱὸς Νάας ἐκ Ραββὰθ υἱῶν Ἀμμὼν καὶ Μαχὶρ υἱὸς Ἀμιὴλ ἐκ Λωδαβὰρ καὶ Βερζελλὶ ὁ Γαλααδίτης ἐκ Ρωγελλὶμ ἤνεγκαν δέκα κοίτας καὶ ἀμφιτάπους καὶ λέβητας δέκα καὶ σκεύη κεράμου καὶ πυροὺς καὶ κριθὰς καὶ ἄλευρον καὶ ἄλφιτον καὶ κύαμον καὶ φακὸν καὶ μέλι καὶ βούτυρον καὶ πρόβατα καὶ σαφφὼθ βοῶν καὶ προσήνεγκαν τῷ Δαυΐδ καὶ τῷ λαῷ τῷ μετ ̓ αὐτοῦ φαγεῖν, ὅτι εἶπαν· ὁ λαὸς πεινῶν καὶ ἐκλελυμένος καὶ διψῶν ἐν τῇ ἐρήμῳ» (Β’ Βασ. 17:27-29).
Ἀφοῦ οἱ ἄνδρες τοῦ Δαυΐδ ξεκουράσθηκαν ἀρκετὰ καὶ ἀφοῦ ἀνέλαβαν ἀπ ̓ τὶς περιποιήσεις τῶν Μαναϊμιτῶν, ὁ βασιλιὰς νόμισε πὼς ἦλθε πιὰ ἡ ὥρα νὰ διοργανώσῃ τὸ μικρό του στράτευμα. Εἶχε πληροφορίες πὼς ὁ Ἀβεσσαλὼμ μὲ ἀρκετὲς δυνάμεις ξεκίνησε ἀπ’ τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ προχωροῦσε πρὸς συνάντησί του. Ἡ Γραφὴ μᾶς δίνει πληροφορίες γιὰ τὸ πῶς τακτοποίησε ὁ Δαυΐδ τοὺς ἄνδρες του. Κατ’ ἀρχὰς διώρισε χιλιάρχους καὶ ἑκατοντάρχους. Μετὰ χώρισε τὶς δυνάμεις σὲ τρία μέρη. Τὸ ἕνα τρίτο τὸ ἔθεσε ὑπὸ τὴν ἀρχηγία τοῦ Ἰωάβ, τὸ δεύτερο τρίτο ὑπὸ τὴν ἀρχηγία τοῦ Ἀβεσσὰ καὶ τὸ ἄλλο τρίτο ὑπὸ τὴν ἀρχηγία τοῦ Ἐθθὶ τοῦ Γεθθαίου. Κατόπιν τοὺς συγκέντρωσε ὅλους κάτω ἀπ’ τὰ τείχη τῆς πόλεως γιὰ νὰ τοὺς δώσῃ τὶς τελευταῖες κατευθύνσεις.
Οἱ στιγμὲς ἦταν κρίσιμες. Ὁ Δαυΐδ διαισθανόταν πὼς πολὺ σύντομα θὰ συγκρουόταν μὲ τὶς δυνάμεις τοῦ Ἀβεσσαλώμ. Καὶ ἀπὸ τὸ ἀποτέλεσμα τῆς συγκρούσεως αὐτῆς ἐξαρτῶνταν πολλά. Ὄχι μονάχα τὸ δικό του μέλλον, ἀλλὰ καὶ ἡ ὑπόστασι τοῦ κράτους. Ἐὰν ἐπικρατοῦσαν οἱ ἀνατροπεῖς, χάος θ’ ἁπλωνόταν παντοῦ. Ἔπρεπε λοιπὸν πάσῃ θυσίᾳ ν’ ἀποκατασταθῇ ἡ τάξι καὶ νὰ ἔλθῃ ἡ γαλήνη πάλι στὸν τόπο. Γι’ αὐτὸ ἀπ’ τοὺς λίγους αὐτοὺς ἄνδρες κρεμόταν ἡ εὐτυχία τοῦ λαοῦ του. Μ’ αὐτὲς τὶς σκέψεις καὶ μ’ αὐτὰ τὰ συναισθήματα ἄρχισε συγκινημένος πολὺ νὰ ὁμιλῇ στοὺς ἀνθρώπους του. Τοὺς θύμισε τὸ ὡραῖο καὶ ἔνδοξο παρελθόν. Τότε ποὺ ὅλοι μαζὶ ἑνωμένοι κατετρόπωναν τοὺς ἐχθροὺς τοῦ Ἰσραήλ. Τότε ποὺ τὸ μεγαλεῖο τῆς χώρας τους ἐξαπλωνόταν σ’ Ἀνατολὴ καὶ Δύσι. «Ἐν ὀνόματι λοιπὸν αὐτοῦ τοῦ παρελθόντος, ἐν ὀνόματι τοῦ μέλλοντος τοῦ λαοῦ μας. ἀγωνισθῆτε, γενναῖοι μου. Ξαναβρῆτε τὸν παλαιὸ ἑαυτό σας καὶ βοηθῆστε με νὰ καταστείλωμε τὴν ἀνταρσία καὶ νὰ ἐπαναφέρωμε τὴ γαλήνη καὶ τὴν ἠρεμία στὸν τόπο μας. Ντρέπομαι γιατί ἀρχηγὸς τῆς στάσεως, εἶνε τὸ δικό μου παιδί. Ἡ ἄμετρη φιλοδοξία τοῦ Ἀβεσσαλὼμ ἔπνιξε μέσα του κάθε ἴχνος ἀπ’ τὸ υἱϊκὸ φίλτρο. Αὐτὸ δὲν μ’ ἐμποδίζει ὅμως νὰ τεθῶ καὶ ἐγὼ ἐπὶ κεφαλῆς τῶν ἐπαναστατῶν καὶ νὰ ζητήσω ἀπ’ τοὺς σώφρονες πολῖτες μου νὰ παύσωμε μαζὶ τὶς ταραχές. Ἐμπρός! Μπροστὰ ἐγώ. Ἐσεῖς θ’ ἀκολουθῆτε. Δὲν θ’ ἀργήσῃ νὰ φανῇ ὁ Ἀβεσσαλώμ». «Ἐξελθὼν ἐξελεύσομαι καί γε ἐγὼ μεθ’ ὑμῶν» (Β’ Βασ. 18:2).
Τὰ τελευταῖα λόγια τοῦ Δαβὶδ τὰ κάλυψαν παρατεταμένα χειροκροτήματα καὶ ἐνθουσιώδεις ζητωκραυγές. Οἱ στρατηγοί του ὅμως ἐπ’ οὐδενὶ λόγῳ δέχονται νὰ συνεκστρατεύσῃ καὶ ὁ βασιλιὰς μαζί τους. «Ὄχι. Δὲν θὰ ἔλθῃς μαζί μας. Σοῦ φθάνει ὁ πόνος καὶ ἡ θλῖψι. Σοῦ ἀρκοῦν οἱ ταλαιπωρίες τῶν τελευταίων ἡμερῶν. Ἔχε ἐμπιστοσύνη στοὺς στρατηγούς σου. Διότι ἂν νικηθοῦμε ἐμεῖς, δὲν θὰ μᾶς προσέξουν πολύ, οὔτε ἂν οἱ μισοὶ ἀπὸ μᾶς σκοτωθοῦν. Σὺ ὅμως ἀξίζεις ὅσο ἀξίζουν δέκα χιλιάδες ἀπὸ μᾶς. Γιὰ ὅλους εἶνε ὠφελιμότερο νὰ μείνῃς στὴν πόλι καὶ νὰ μᾶς βοηθήσῃς, ἂν παραστῇ ἀνάγκη». «Καὶ εἶπαν· οὐκ ἐξελεύσῃ, ὅτι ἐὰν φύγωμεν, οὐ θήσουσιν ἐφ’ ἡμᾶς καρδίαν, καὶ ἐὰν ἀποθάνωμεν τὸ ἥμισυ ἡμῶν, οὐ θήσουσιν ἐφ’ ἡμᾶς καρδίαν, ὅτι σὺ ὡς ἡμεῖς δέκα χιλιάδες· καὶ νῦν ἀγαθὸν ὅτι ἔσῃ ἡμῖν ἐν τῇ πόλει βοήθεια τοῦ βοηθεῖν» (Β ́ Βασ. 18:3).
Στὴν ἐπίμονη αὐτὴ παράκλησι τῶν ἀνδρῶν του ὁ Δαβὶδ ὑποχωρεῖ, κάμπτεται. Δέχεται νὰ παραμείνῃ στὴ Μαναΐμ. Ἐκεῖ θὰ στήσῃ τὸ στρατηγεῖο του καὶ ἀπὸ κεῖ θὰ κατευθύνῃ τὸν ἀγῶνα.
Τὰ λόγια τῶν στρατηγῶν πρὸς τὸ Δαβὶδ δηλώνουν μία μεγάλη ἀλήθεια. Τὴ σημασία ποὺ ἔχει ἕνας ἡγέτης. Ἕνας ἀληθινὸς ἡγέτης. Στὸ πρόσωπό του αὐτὸς συγκεντρώνει πολλὰ προσόντα σὲ ὕψιστο βαθμό. Ἔτσι ξεχωρίζει ἀπ’ τὴ μετριότητα τοῦ πλήθους. Στέκεται ψηλὰ καὶ ἀπὸ κεῖ κατευθύνει ἐκεῖνος τὴ μᾶζα. Ἕνας ἀληθινὸς ἡγέτης ξέρει πρὸς τὰ ποῦ πρέπει νὰ ὁδηγήσῃ τοὺς λαούς.
Ἀλλὰ καὶ μία ἄλλη ἀλήθεια κρύβεται μέσα στὰ λόγια τῶν ἀνδρῶν τοῦ βασιλιά. «Ὅτι σὺ ὡς ἡμεῖς δέκα χιλιάδες». Ἀναγνωρίζουν καὶ ὁμολογοῦν τὰ προσόντα τοῦ Δαβίδ. Εἶνε ἄνθρωποι ταπεινοί, ποὺ ξέρουν νὰ βλέπουν ποῦ ὑπάρχει ἡ πραγματικὴ ἀνδρεία. Δὲν ὁμοιάζουν μὲ κάτι ἄλλους, ποὺ δαιμονίζονται σὰν δοῦν μπροστά τους ἄνθρωπο ἄξιο καὶ ποὺ μεταχειρίζονται μυκτηρισμοὺς καὶ εἰρωνεία γιὰ νὰ μειώσουν τὸ μεγαλεῖο του.
Ἀγαπητοί μας ἀναγνῶστες! Ἂς διδαχθοῦμε ἀπ’ τὸ παράδειγμα τῶν σεμνῶν αὐτῶν ἀνθρώπων τῆς Βίβλου καὶ ἂς ἔχωμε καὶ μεῖς τὸ ταπεινὸ φρόνημα ν’ ἀναγνωρίζωμε καὶ νὰ ὁμολογοῦμε τὰ προσόντα καὶ τὸ μεγαλεῖο τῶν ἀξίων ἀνθρώπων. Νὰ μὴν ὁμοιάσωμε ποτὲ μὲ τοὺς συγχρόνους τοῦ Κυρίου, οἱ ὁποῖοι προσπαθοῦσαν νὰ μειώσουν τὴν ἀπαστράπτουσα θεῖα Μεγαλειότητά του μὲ φράσεις ὅπως «Ὁ υἱὸς τοῦ τέκτονος».
Καὶ κάτι ἄλλο θὰ θέλαμε νὰ σημειώσωμε. Οἱ γενναῖοι στρατιῶτες τοῦ Δαβὶδ προστατεύουν τὸν ἡγέτη τους. Δὲν θέλουν νὰ ἐκτεθῇ σὲ κινδύνους. Γι ̓ αὐτὸ ἐπιμένουν νὰ παραμείνῃ στὴν πόλι καὶ ἀπὸ κεῖ νὰ κατευθύνῃ τὸν ἀγῶνα.
Ἔτσι καὶ μεῖς νὰ προστατεύωμε τοὺς πνευματικούς μας ἡγέτες, τοὺς κληρικοὺς καὶ ἀληθινοὺς ἐργάτες τοῦ Εὐαγγελίου ἀπὸ ἄδικες ἐπιθέσεις τῶν ἐχθρῶν τῆς πίστεως. Ἐμεῖς θὰ γίνωμε σὲ τέτοιες περιπτώσεις οἱ ἀπολογηταὶ καὶ οἱ ὑπερασπισταί τους, ὅταν ἐκεῖνοι ἀπὸ μία σεμνότητα καὶ μία συστολὴ δὲν ἀνοίγουν τὸ στόμα γιὰ νὰ ὑπερασπισθοῦν τὸ ὄνομά τους, τὸ ὁποῖο θέλουν νὰ μειώσουν οἱ ἐχθροὶ τοῦ Ἐσταυρωμένου. Τότε χρειάζεται νὰ σύρῃς τὴ μάχαιρα τοῦ πνεύματος καὶ νὰ ριχθῇς στὸν ἀγῶνα γιὰ νὰ προστατεύσῃς τὸν πνευματικό σου ἡγέτη. Διότι ἕνας πραγματικὸς ἐργάτης τοῦ Εὐαγγελίου «ὡς ἡμεῖς δέκα χιλιάδες».