Αβεσσαλώμ (σε συνέχειες) — 34. Ὁ ἀληθινὸς ἡγέτης

by admin

«Ὅτι ἐὰν φυγῇ φύγω­μεν, οὐ θήσου­σιν ἐφ’ ἡμᾶς καρ­δί­αν, καὶ ἐὰν ἀπο­θά­νω­μεν τὸ ἥμι­συ ἡμῶν, οὐ θήσου­σιν ἐφ’ ἡμᾶς καρ­δί­αν, ὅτι σὺ ὡς ἡμεῖς δέκα χιλιά­δες» (Β ́ Βασ. 18:3)

Τὸ μήνυ­μα τοῦ Χου­σὶ ἔφθα­σε στὸν προ­ο­ρι­σμό του. Μὲ χίλιους δύο κιν­δύ­νους καὶ ἄλλες τόσες προ­φυ­λά­ξεις ὁ Ἰωνά­θαν καὶ ὁ Ἀχι­μά­ας φρόν­τι­σαν νὰ τὸ μετα­φέ­ρουν στὸ βασι­λιά τους. Τώρα ὁ Δαβὶδ ἔπρε­πε νὰ βια­σθῇ. Χωρὶς καμ­μία καθυ­στέ­ρη­σι ἦταν ἀνάγ­κη νὰ περά­σῃ μὲ τοὺς ἄνδρες του τὸν Ἰορ­δά­νη. Δὲν μπο­ροῦ­σες νὰ ξέρῃς ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα τί γίνε­ται, ποιές ἐξε­λί­ξεις ἦταν δυνα­τὸν νὰ ἔλθουν. Ἡ συμ­βου­λὴ τοῦ φίλου του Χου­σὶ ἦταν πολὺ φρό­νι­μη. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Δαβὶδ ἀμέ­σως συμ­μορ­φώ­θη­κε πρὸς αὐτή. Μέσα σὲ μία νύκτα λοι­πὸν ὅλες οἱ δυνά­μεις του διε­πε­ραιώ­θη­σαν στὴν ἀντί­πε­ρα ὄχθη. «Καὶ ἀνέ­στη Δαυ­ΐδ καὶ πᾶς ὁ λαὸς ὁ μετ’ αὐτοῦ καὶ διέ­βη­σαν τὸν Ἰορ­δά­νην ἕως τοῦ φωτὸς τοῦ πρωί, ἕως ἑνὸς οὐκ ἔλα­θεν ὃς οὐ διῆλ­θε τὸν Ἰορ­δά­νην» (Β ́ Βασ. 17:22).

Λίγο πιὸ πέρα ἀπ’ τὸ ποτά­μι βρι­σκό­ταν ἡ πόλι Μανα­ΐμ. Οἱ κάτοι­κοί της ἔμει­ναν πιστοὶ στὸ βασι­λιά τους. Δὲν παρα­σύρ­θη­καν αὐτοὶ ἀπ’ τ’ ἀπα­τη­λὰ συν­θή­μα­τα τῶν ἀνθρώ­πων τοῦ Ἀβεσ­σα­λώμ. Ἦταν ἀπο­φα­σι­σμέ­νοι νὰ βοη­θή­σουν τὸ Δαβὶδ μὲ κάθε θυσία. Καὶ τὰ αἰσθή­μα­τα ποὺ ἔτρε­φαν ἔναν­τι στὸ διω­κό­με­νο βασι­λιά τους τὰ ἔδει­ξαν ποι­κι­λο­τρό­πως. Κάλε­σαν τοὺς ἄνδρες του κι’ ἐκεῖ­νον στὴν πόλι τους γιὰ νὰ ἀνα­παυ­θοῦν. Ἡ περιο­χή τους ἦταν ὠχυ­ρω­μέ­νη καὶ θὰ μπο­ροῦ­σαν ὅλοι τους νὰ βροῦν ἀσφά­λεια. Τρεῖς Μαναϊ­μῖ­τες μάλι­στα, ὁ Οὐε­σβί, ὁ Μαχὶρ καὶ ὁ Βερ­ζελ­λί, ἔστει­λαν στὸ στρά­τευ­μα τοῦ Δαβὶδ πλού­σια δῶρα καὶ ἀρκε­τὰ τρό­φι­μα, ἀπα­ραί­τη­τα γιὰ τὸν ἐπι­σι­τι­σμὸ τῶν ἀνδρῶν του. Σκέ­φθη­καν πὼς ὁ λαὸς θὰ πει­νᾷ καὶ πὼς θὰ εἶνε ταλαι­πω­ρη­μέ­νος, γι’ αὐτὸ καὶ χάρι­σαν στὸ Δαβὶδ μετα­ξὺ τῶν ἄλλων καὶ δέκα κλῖ­νες, πολυ­τε­λεῖς τάπη­τες, δέκα λέβη­τες, πήλι­να οἰκια­κὰ σκεύη, σιτά­ρι, κρι­θά­ρι, ἀλεύ­ρι, χον­τρα­λε­σμέ­νο κρι­θά­ρι, κου­κιά, φακές, μέλι, βού­τυ­ρο, πρό­βα­τα, τυρὶ γελα­δί­σιο. «Καὶ ἐγέ­νε­το ἡνί­κα ἦλθε Δαυ­ΐδ εἰς Μανα­ΐμ, καὶ Οὐε­σβὶ υἱὸς Νάας ἐκ Ραβ­βὰθ υἱῶν Ἀμμὼν καὶ Μαχὶρ υἱὸς Ἀμι­ὴλ ἐκ Λωδα­βὰρ καὶ Βερ­ζελ­λὶ ὁ Γαλα­α­δί­της ἐκ Ρωγελ­λὶμ ἤνεγ­καν δέκα κοί­τας καὶ ἀμφι­τά­πους καὶ λέβη­τας δέκα καὶ σκεύη κερά­μου καὶ πυροὺς καὶ κρι­θὰς καὶ ἄλευ­ρον καὶ ἄλφι­τον καὶ κύα­μον καὶ φακὸν καὶ μέλι καὶ βού­τυ­ρον καὶ πρό­βα­τα καὶ σαφ­φὼθ βοῶν καὶ προ­σή­νεγ­καν τῷ Δαυ­ΐδ καὶ τῷ λαῷ τῷ μετ ̓ αὐτοῦ φαγεῖν, ὅτι εἶπαν· ὁ λαὸς πει­νῶν καὶ ἐκλε­λυ­μέ­νος καὶ διψῶν ἐν τῇ ἐρή­μῳ» (Β’ Βασ. 17:27–29).

Ἀφοῦ οἱ ἄνδρες τοῦ Δαυ­ΐδ ξεκου­ρά­σθη­καν ἀρκε­τὰ καὶ ἀφοῦ ἀνέ­λα­βαν ἀπ ̓ τὶς περι­ποι­ή­σεις τῶν Μαναϊ­μι­τῶν, ὁ βασι­λιὰς νόμι­σε πὼς ἦλθε πιὰ ἡ ὥρα νὰ διορ­γα­νώ­σῃ τὸ μικρό του στρά­τευ­μα. Εἶχε πλη­ρο­φο­ρί­ες πὼς ὁ Ἀβεσ­σα­λὼμ μὲ ἀρκε­τὲς δυνά­μεις ξεκί­νη­σε ἀπ’ τὰ Ἱερο­σό­λυ­μα καὶ προ­χω­ροῦ­σε πρὸς συνάν­τη­σί του. Ἡ Γρα­φὴ μᾶς δίνει πλη­ρο­φο­ρί­ες γιὰ τὸ πῶς τακτο­ποί­η­σε ὁ Δαυ­ΐδ τοὺς ἄνδρες του. Κατ’ ἀρχὰς διώ­ρι­σε χιλιάρ­χους καὶ ἑκα­τον­τάρ­χους. Μετὰ χώρι­σε τὶς δυνά­μεις σὲ τρία μέρη. Τὸ ἕνα τρί­το τὸ ἔθε­σε ὑπὸ τὴν ἀρχη­γία τοῦ Ἰωάβ, τὸ δεύ­τε­ρο τρί­το ὑπὸ τὴν ἀρχη­γία τοῦ Ἀβεσ­σὰ καὶ τὸ ἄλλο τρί­το ὑπὸ τὴν ἀρχη­γία τοῦ Ἐθθὶ τοῦ Γεθ­θαί­ου. Κατό­πιν τοὺς συγ­κέν­τρω­σε ὅλους κάτω ἀπ’ τὰ τεί­χη τῆς πόλε­ως γιὰ νὰ τοὺς δώσῃ τὶς τελευ­ταῖ­ες κατευ­θύν­σεις.

Οἱ στιγ­μὲς ἦταν κρί­σι­μες. Ὁ Δαυ­ΐδ διαι­σθα­νό­ταν πὼς πολὺ σύν­το­μα θὰ συγ­κρουό­ταν μὲ τὶς δυνά­μεις τοῦ Ἀβεσ­σα­λώμ. Καὶ ἀπὸ τὸ ἀπο­τέ­λε­σμα τῆς συγ­κρού­σε­ως αὐτῆς ἐξαρ­τῶν­ταν πολ­λά. Ὄχι μονά­χα τὸ δικό του μέλ­λον, ἀλλὰ καὶ ἡ ὑπό­στα­σι τοῦ κρά­τους. Ἐὰν ἐπι­κρα­τοῦ­σαν οἱ ἀνα­τρο­πεῖς, χάος θ’ ἁπλω­νό­ταν παν­τοῦ. Ἔπρε­πε λοι­πὸν πάσῃ θυσίᾳ ν’ ἀπο­κα­τα­στα­θῇ ἡ τάξι καὶ νὰ ἔλθῃ ἡ γαλή­νη πάλι στὸν τόπο. Γι’ αὐτὸ ἀπ’ τοὺς λίγους αὐτοὺς ἄνδρες κρε­μό­ταν ἡ εὐτυ­χία τοῦ λαοῦ του. Μ’ αὐτὲς τὶς σκέ­ψεις καὶ μ’ αὐτὰ τὰ συναι­σθή­μα­τα ἄρχι­σε συγ­κι­νη­μέ­νος πολὺ νὰ ὁμι­λῇ στοὺς ἀνθρώ­πους του. Τοὺς θύμι­σε τὸ ὡραῖο καὶ ἔνδο­ξο παρελ­θόν. Τότε ποὺ ὅλοι μαζὶ ἑνω­μέ­νοι κατε­τρό­πω­ναν τοὺς ἐχθροὺς τοῦ Ἰσρα­ήλ. Τότε ποὺ τὸ μεγα­λεῖο τῆς χώρας τους ἐξα­πλω­νό­ταν σ’ Ἀνα­το­λὴ καὶ Δύσι. «Ἐν ὀνό­μα­τι λοι­πὸν αὐτοῦ τοῦ παρελ­θόν­τος, ἐν ὀνό­μα­τι τοῦ μέλ­λον­τος τοῦ λαοῦ μας. ἀγω­νι­σθῆ­τε, γεν­ναῖ­οι μου. Ξανα­βρῆ­τε τὸν παλαιὸ ἑαυ­τό σας καὶ βοη­θῆ­στε με νὰ κατα­στεί­λω­με τὴν ἀνταρ­σία καὶ νὰ ἐπα­να­φέ­ρω­με τὴ γαλή­νη καὶ τὴν ἠρε­μία στὸν τόπο μας. Ντρέ­πο­μαι για­τί ἀρχη­γὸς τῆς στά­σε­ως, εἶνε τὸ δικό μου παι­δί. Ἡ ἄμε­τρη φιλο­δο­ξία τοῦ Ἀβεσ­σα­λὼμ ἔπνι­ξε μέσα του κάθε ἴχνος ἀπ’ τὸ υἱϊ­κὸ φίλ­τρο. Αὐτὸ δὲν μ’ ἐμπο­δί­ζει ὅμως νὰ τεθῶ καὶ ἐγὼ ἐπὶ κεφα­λῆς τῶν ἐπα­να­στα­τῶν καὶ νὰ ζητή­σω ἀπ’ τοὺς σώφρο­νες πολῖ­τες μου νὰ παύ­σω­με μαζὶ τὶς ταρα­χές. Ἐμπρός! Μπρο­στὰ ἐγώ. Ἐσεῖς θ’ ἀκο­λου­θῆ­τε. Δὲν θ’ ἀργή­σῃ νὰ φανῇ ὁ Ἀβεσ­σα­λώμ». «Ἐξελ­θὼν ἐξε­λεύ­σο­μαι καί γε ἐγὼ μεθ’ ὑμῶν» (Β’ Βασ. 18:2).

Τὰ τελευ­ταῖα λόγια τοῦ Δαβὶδ τὰ κάλυ­ψαν παρα­τε­τα­μέ­να χει­ρο­κρο­τή­μα­τα καὶ ἐνθου­σιώ­δεις ζητω­κραυ­γές. Οἱ στρα­τη­γοί του ὅμως ἐπ’ οὐδε­νὶ λόγῳ δέχον­ται νὰ συνεκ­στρα­τεύ­σῃ καὶ ὁ βασι­λιὰς μαζί τους. «Ὄχι. Δὲν θὰ ἔλθῃς μαζί μας. Σοῦ φθά­νει ὁ πόνος καὶ ἡ θλῖ­ψι. Σοῦ ἀρκοῦν οἱ ταλαι­πω­ρί­ες τῶν τελευ­ταί­ων ἡμε­ρῶν. Ἔχε ἐμπι­στο­σύ­νη στοὺς στρα­τη­γούς σου. Διό­τι ἂν νικη­θοῦ­με ἐμεῖς, δὲν θὰ μᾶς προ­σέ­ξουν πολύ, οὔτε ἂν οἱ μισοὶ ἀπὸ μᾶς σκο­τω­θοῦν. Σὺ ὅμως ἀξί­ζεις ὅσο ἀξί­ζουν δέκα χιλιά­δες ἀπὸ μᾶς. Γιὰ ὅλους εἶνε ὠφε­λι­μό­τε­ρο νὰ μεί­νῃς στὴν πόλι καὶ νὰ μᾶς βοη­θή­σῃς, ἂν παρα­στῇ ἀνάγ­κη». «Καὶ εἶπαν· οὐκ ἐξε­λεύ­σῃ, ὅτι ἐὰν φύγω­μεν, οὐ θήσου­σιν ἐφ’ ἡμᾶς καρ­δί­αν, καὶ ἐὰν ἀπο­θά­νω­μεν τὸ ἥμι­συ ἡμῶν, οὐ θήσου­σιν ἐφ’ ἡμᾶς καρ­δί­αν, ὅτι σὺ ὡς ἡμεῖς δέκα χιλιά­δες· καὶ νῦν ἀγα­θὸν ὅτι ἔσῃ ἡμῖν ἐν τῇ πόλει βοή­θεια τοῦ βοη­θεῖν» (Β ́ Βασ. 18:3).

Στὴν ἐπί­μο­νη αὐτὴ παρά­κλη­σι τῶν ἀνδρῶν του ὁ Δαβὶδ ὑπο­χω­ρεῖ, κάμ­πτε­ται. Δέχε­ται νὰ παρα­μεί­νῃ στὴ Μανα­ΐμ. Ἐκεῖ θὰ στή­σῃ τὸ στρα­τη­γεῖο του καὶ ἀπὸ κεῖ θὰ κατευ­θύ­νῃ τὸν ἀγῶ­να.

Τὰ λόγια τῶν στρα­τη­γῶν πρὸς τὸ Δαβὶδ δηλώ­νουν μία μεγά­λη ἀλή­θεια. Τὴ σημα­σία ποὺ ἔχει ἕνας ἡγέ­της. Ἕνας ἀλη­θι­νὸς ἡγέ­της. Στὸ πρό­σω­πό του αὐτὸς συγ­κεν­τρώ­νει πολ­λὰ προ­σόν­τα σὲ ὕψι­στο βαθ­μό. Ἔτσι ξεχω­ρί­ζει ἀπ’ τὴ μετριό­τη­τα τοῦ πλή­θους. Στέ­κε­ται ψηλὰ καὶ ἀπὸ κεῖ κατευ­θύ­νει ἐκεῖ­νος τὴ μᾶζα. Ἕνας ἀλη­θι­νὸς ἡγέ­της ξέρει πρὸς τὰ ποῦ πρέ­πει νὰ ὁδη­γή­σῃ τοὺς λαούς.

Ἀλλὰ καὶ μία ἄλλη ἀλή­θεια κρύ­βε­ται μέσα στὰ λόγια τῶν ἀνδρῶν τοῦ βασι­λιά. «Ὅτι σὺ ὡς ἡμεῖς δέκα χιλιά­δες». Ἀνα­γνω­ρί­ζουν καὶ ὁμο­λο­γοῦν τὰ προ­σόν­τα τοῦ Δαβίδ. Εἶνε ἄνθρω­ποι ταπει­νοί, ποὺ ξέρουν νὰ βλέ­πουν ποῦ ὑπάρ­χει ἡ πραγ­μα­τι­κὴ ἀνδρεία. Δὲν ὁμοιά­ζουν μὲ κάτι ἄλλους, ποὺ δαι­μο­νί­ζον­ται σὰν δοῦν μπρο­στά τους ἄνθρω­πο ἄξιο καὶ ποὺ μετα­χει­ρί­ζον­ται μυκτη­ρι­σμοὺς καὶ εἰρω­νεία γιὰ νὰ μειώ­σουν τὸ μεγα­λεῖο του.

Ἀγα­πη­τοί μας ἀνα­γνῶ­στες! Ἂς διδα­χθοῦ­με ἀπ’ τὸ παρά­δειγ­μα τῶν σεμνῶν αὐτῶν ἀνθρώ­πων τῆς Βίβλου καὶ ἂς ἔχω­με καὶ μεῖς τὸ ταπει­νὸ φρό­νη­μα ν’ ἀνα­γνω­ρί­ζω­με καὶ νὰ ὁμο­λο­γοῦ­με τὰ προ­σόν­τα καὶ τὸ μεγα­λεῖο τῶν ἀξί­ων ἀνθρώ­πων. Νὰ μὴν ὁμοιά­σω­με ποτὲ μὲ τοὺς συγ­χρό­νους τοῦ Κυρί­ου, οἱ ὁποῖ­οι προ­σπα­θοῦ­σαν νὰ μειώ­σουν τὴν ἀπα­στρά­πτου­σα θεῖα Μεγα­λειό­τη­τά του μὲ φρά­σεις ὅπως «Ὁ υἱὸς τοῦ τέκτο­νος».

Καὶ κάτι ἄλλο θὰ θέλα­με νὰ σημειώ­σω­με. Οἱ γεν­ναῖ­οι στρα­τιῶ­τες τοῦ Δαβὶδ προ­στα­τεύ­ουν τὸν ἡγέ­τη τους. Δὲν θέλουν νὰ ἐκτε­θῇ σὲ κιν­δύ­νους. Γι ̓ αὐτὸ ἐπι­μέ­νουν νὰ παρα­μεί­νῃ στὴν πόλι καὶ ἀπὸ κεῖ νὰ κατευ­θύ­νῃ τὸν ἀγῶ­να.

Ἔτσι καὶ μεῖς νὰ προ­στα­τεύ­ω­με τοὺς πνευ­μα­τι­κούς μας ἡγέ­τες, τοὺς κλη­ρι­κοὺς καὶ ἀλη­θι­νοὺς ἐργά­τες τοῦ Εὐαγ­γε­λί­ου ἀπὸ ἄδι­κες ἐπι­θέ­σεις τῶν ἐχθρῶν τῆς πίστε­ως. Ἐμεῖς θὰ γίνω­με σὲ τέτοιες περι­πτώ­σεις οἱ ἀπο­λο­γη­ταὶ καὶ οἱ ὑπε­ρα­σπι­σταί τους, ὅταν ἐκεῖ­νοι ἀπὸ μία σεμνό­τη­τα καὶ μία συστο­λὴ δὲν ἀνοί­γουν τὸ στό­μα γιὰ νὰ ὑπε­ρα­σπι­σθοῦν τὸ ὄνο­μά τους, τὸ ὁποῖο θέλουν νὰ μειώ­σουν οἱ ἐχθροὶ τοῦ Ἐσταυ­ρω­μέ­νου. Τότε χρειά­ζε­ται νὰ σύρῃς τὴ μάχαι­ρα τοῦ πνεύ­μα­τος καὶ νὰ ριχθῇς στὸν ἀγῶ­να γιὰ νὰ προ­στα­τεύ­σῃς τὸν πνευ­μα­τι­κό σου ἡγέ­τη. Διό­τι ἕνας πραγ­μα­τι­κὸς ἐργά­της τοῦ Εὐαγ­γε­λί­ου «ὡς ἡμεῖς δέκα χιλιά­δες».

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek