Αβεσσαλώμ (σε συνέχειες) – 35. Εμφύλιος πόλεμος

by admin

«Καὶ ἐγένετο ἐκεῖ ὁ πόλεμος διεσπαρμένος ἐπὶ πρόσωπον πάσης τῆς γῆς, καὶ ἐπλεόνασεν ὁ δρυμὸς τοῦ καταφαγεῖν ἐκ τοῦ λαοῦ ὑπὲρ οὓς κατέφαγεν ἐν τῷ λαῷ ἡ μάχαιρα τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ» (Β ́ Βασ. 18:8)

Οἱ δυνάμεις τοῦ Ἀβεσσαλὼμ διέβησαν τὸν Ἰορδάνη. Ἦλθαν καὶ στρατοπέδευσαν στὴν περιοχὴ Γαλαάδ, κοντὰ σ’ ἕνα δάσος, στὸ «δρυμὸ Ἐφραίμ». Βιαστικὰ βιαστικὰ ἔγινε ἡ τακτοποίησι ὅλων τῶν ἀνδρῶν. Ὁ νεαρὸς πρίγκιπας διώρισε ἀρχιστράτηγο τῶν ἐπαναστατῶν τὸν Ἀμεσσαΐ. Αὐτὸς θὰ εἶχε τὸ γενικὸ πρόσταγμα καὶ ὅλη τὴν εὐθύνη τῆς μάχης. «Καὶ τὸν Ἀμεσσαΐ κατέστησεν Ἀβεσσαλὼμ ἀντὶ Ἰωὰβ ἐπὶ τῆς δυνάμεως» (Β ́ Βασ. 17:25). Τώρα περιμένουν νὰ βγῇ ὁ Δαβὶδ ἀπ’ τὴν ὠχυρωμένη Μαναΐμ μαζὶ μὲ τὸ στρατό του, γιὰ ν’ ἀναμετρηθοῦν οἱ δύο παρατάξεις σὲ ἀναπεπταμένο πεδίο. Ἡ ὥρα τῆς ἀναμονῆς εἶνε σκληρή. Μία νευρικότης καὶ μία ἀγωνία ἔχει καταλάβει τοὺς ἄνδρες τοῦ Ἀβεσσαλώμ. Ἡ στιγμὴ τῆς τελικῆς συγκρούσεως πλησιάζει καὶ ἕνας ἀδιόρατος φόβος ξεχύνεται στὶς τάξεις τους. Ὁ Δαβὶδ εἶνε ὁ παλαιὸς ἐμπειροπόλεμος βασιλιάς. Αὐτοὶ τί εἶνε; Ἕνα μπουλούκι ἀπὸ ἀτάκτους ὠργισμένους χωρικούς. Καὶ ποιός ξέρει πόσους ἄνδρες θὰ ἀντιπαρατάξῃ ὁ βασιλιάς; Εἶνε καὶ ὁ Ἰωὰβ στὴ μέση. Τὸ παρελθὸν τοῦ ἀρχιστρατήγου ἐγγυᾶται, πὼς πολὺ ἄσχημα τὴν ἔχουν οἱ Ἀβεσσαλωμικοί.

Ὁ Ἀβεσσαλὼμ ἀντιλαμβάνεται τὴν ψυχικὴ κατάστασι τῶν ἀνδρῶν του. Γι ̓ αὐτὸ καὶ τὶς τελευταῖες στιγμὲς προσπαθεῖ νὰ τοὺς τονώσῃ. Χρησιμοποιεῖ γιὰ ἄλλη μία φορὰ τὴ δημοτικότητά του. Ποιός ξέρει; Μπορεῖ νὰ τοὺς ἀναπτερώσῃ τὸ πεσμένο φρόνημα. Πάντως καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ἀβεσσαλὼμ διαισθάνεται, πὼς τὸ παιχνίδι τὸ ἔχει χαμένο. Ἀλλιῶς περίμενε τὰ πράγματα καὶ ἀλλιῶς ἦλθαν. Γελάσθηκε στοὺς ὑπολογισμούς του. Ἡ ἄμετρη φιλοδοξία του τὸν παρέσυρε, καὶ ἔτσι ἔρριξε τὴ χώρα του σὲ μία περιπέτεια ἄνευ προηγουμένου. Ἡ ἐπανάστασί του δὲν ἦταν εὐλογημένη ἀπ’ τὸ Θεό, διότι δέν εἶχε ἐλατήρια ἁγνά. Τώρα καὶ αὐτὸς φοβεῖται. Καὶ ἂς μὴ τὸ δείχνῃ. Ὁ Ἀδωνάϊ ὁπωσδήποτε θὰ τὸν ἀποδοκιμάσῃ. Δὲν μπορεῖ ὅμως νὰ ὀπισθοδρομήσῃ. Καὶ ἡ περηφάνειά του δὲν τὸν ἀφήνει νὰ συνθηκολογήσῃ. Εἶνε ἀνάγκη λοιπὸν νὰ τραβήξῃ μπροστὰ μέχρι τὶς ἔσχατες συνέπειες…

Ὁ Δαβὶδ δίνει κάποτε τὸ σύνθημα τῆς ἐκκινήσεως. Ἡ κρίσιμη ὥρα ἔφθασε. Στάθηκε στὴν πύλη τῆς πόλεως καὶ ἀπὸ κεῖ παρακολούθησε τὴν ἔξοδο τῶν ἀνδρῶν του. «Καὶ ἔστη ὁ βασιλεὺς ἀνὰ χεῖρα τῆς πύλης, καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἐξεπορεύετο εἰς ἑκατοντάδας καὶ εἰς χιλιάδας» (Β ́ Βασ. 18:4). Μὲ βαρειὰ καρδιὰ βλέπει τοὺς ἀνδρείους στρατιῶτες του νὰ ξεκινοῦν. Πῶς ἔνιωθε ἄλλοτε σὰν ἄρχιζε μία μάχη καὶ πῶς νιώθει τώρα; Σήμερα δὲν θὰ πολεμήσῃ οὔτε μὲ Φιλισταίους οὔτε μὲ Ἀμμωνῖτες. Αὐτὸς ὁ ἀγώνας δὲν τὸν ἐνθουσιάζει. Οἱ ἀντίπαλοί του εἶνε δικοί του, πολὺ δικοί του ἄνθρωποι. Εἶνε τὸ παιδί του. Εἶνε οἱ ἁπλοὶ πολῖτες τοῦ βασιλείου του, ποὺ ξεσηκώθηκαν, διότι τοὺς ξεγέλασαν μὲ ἀπατηλὰ συνθήματα. Νὰ εὐχηθῇ τὴ νίκη ἢ τὴν ἧττα; Καὶ αὐτὸς δὲν ξέρει. Θεέ μου, καλύτερα νὰ μὴ ζοῦσα αὐτὴ τὴν ὥρα». Καὶ τὰ μάτια του γέμισαν πάλι δάκρυα. Ὁ γενναῖος βασιλιὰς κλαίει γιὰ τὸν ἀναπόφευκτο ἐμφύλιο σπαραγμό. Ὡς ἡγέτης σκέπτεται τοὺς ἀθώους Ἰσραηλινούς, ποὺ σέρνονται στὸ σφαγεῖο τῆς μάχης· ὡς πατέρας ὅμως σκέπτεται τὸ παιδί του. Γι’ αὐτὸ μέσα στὸν πόνο του τολμᾷ νὰ παρακαλέσῃ τοὺς στρατηγούς του νὰ λυπηθοῦν τὸν Ἀβεσσαλώμ. «Καὶ ἐνετείλατο ὁ βασιλεὺς τῷ Ἰωὰβ καὶ τῷ Ἀβεσσὰ καὶ τῷ Ἐθθὶ λέγων· φείσασθέ μοι τοῦ παιδαρίου τοῦ  Ἀβεσσαλώμ» (Β’ Βασ. 18:5).

Καὶ ἡ μάχη ἀρχίζει. Οἱ βουκινάτορες σαλπίζουν τοὺς πολεμικοὺς παιᾶνες. Οἱ ἄνδρες τοῦ Δαβὶδ εἶνε ἀποφασισμένοι νὰ ἐπαναφέρουν τὴ γαλήνη στὸν τόπο. Ὡρκίσθηκαν νὰ στερεώσουν τὸ θρόνο τοῦ Δαβίδ. Γι’ αὐτὸ καὶ πολεμοῦν μὲ λύσσα.

Ἀπ’ τὶς πρῶτες συγκρούσεις οἱ ἀντάρτες τοῦ Ἀβεσσαλὼμ σκορπίζουν. Ποῦ νὰ τοὺς συγκρατήσῃ ὁ Ἀβεσσαΐ. Μπροστά στὴν ὁρμὴ τῶν σκληροτραχήλων ἀγωνιστῶν τοῦ βασιλιὰ αὐτοὶ ὁμοιάζουν μὲ παιδιά, ποὺ τὰ συνέλαβαν σὲ κάποια ἀταξία. Ἄλλοι τρέχουν δεξιά, ἄλλοι ἀριστερά. Ἄλλοι ὑψώνουν τὰ χέρια καὶ παραδίνονται. Οἱ περισσότεροι ἐγκαταλείπουν τὶς θέσεις τους καὶ χάνονται μέσα στὸ παρακείμενο δάσος. Ἡ παράταξί τους διαλύθηκε.

Ὁ Ἰωὰβ παρακολουθεῖ μὲ σκληρὴ ματιὰ τὸ ἀποδεκάτισμα τῶν ἀνδρῶν τοῦ Ἀβεσσαλώμ. Τί μάχη καὶ αὐτή, Θεέ μου! Μέχρι στιγμῆς εἴκοσι χιλιάδες Ἰσραηλῖτες βρίσκονται νεκροί. «Καὶ ἔπταισεν ἐκεῖ ὁ λαὸς Ἰσραὴλ ἐνώπιον τῶν παίδων Δαυΐδ, καὶ ἐγένετο ἡ θραύσις μεγάλη ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ, εἴκοσι χιλιάδες ἀνδρῶν» (Β ́ Βασ. 18:7). Πραγματικὸ μακελειό. Δὲν πρέπει ὅμως νὰ σταματήσουν μέχρις ἐδῶ. Ὁ Ἰωὰβ βλέπει, πὼς εἶνε ἀνάγκη νὰ τοὺς κυνηγήσουν καὶ μέσα στὸ δάσος. Ἐκεῖ, ἀπομονωμένους ἀπ’ τὸν κύριο ὄγκο τῆς παρατάξεως, θὰ τοὺς ἀποδεκάτιζαν. Ἔτσι καὶ ἔγινε. Μὲ μία διαταγὴ ξεχύθηκαν ὅλοι σὲ καταδίωξι. Κάτω ἀπ’ τὰ δένδρα, μέσα σὲ πυκνὲς φυλλωσιὲς διαδραματίσθηκαν σκηνὲς φρίκης. Ὁ Ἰσραηλίτης σκότωνε τὸν Ἰσραηλίτη, ὁ ἀδελφὸς τὸν ἀδελφό. «Καὶ ἐγένετο ἐκεῖ ὁ πόλεμος διεσπαρμένος ἐπὶ πρόσωπον πάσης τῆς γῆς, καὶ ἐπλεόνασεν ὁ δρυμὸς τοῦ καταφαγεῖν ἐκ τοῦ λαοῦ ὑπέρ οὓς κατέφαγεν ἐν τῷ λαῷ ἡ μάχαιρα τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ» (Β ́ Βασ. 18:8).

Ὁ ἐμφύλιος σπαραγμός! Μία παραφροσύνη, ποὺ ξεχύνεται στὴ χώρα. Ἀντικρύζεις παντοῦ φρικαλέους σπασμοὺς μίσους. Τότε γεμίζει ἡ πατρίδα αἵματα.

Νὰ θυμίσωμε στοὺς ἀγαπητούς μας ἀναγνῶστες τὴν ἀλλοφροσύνη τοῦ δικοῦ μας ἐμφυλίου σπαραγμοῦ; Εἶνε ἀκόμη πολὺ νωπὰ στὴ μνήμη μας τὰ τραγικά γεγονότα τῶν ἡμερῶν ἐκείνων. Δὲν χρειάζεται μεγάλος κόπος γιὰ νὰ ξαναζωντανεύσουν οἱ πικρὲς ἀναμνήσεις.

Ἀκόμη δὲν εἶχε προλάβει ἡ πατρίδα νὰ χαρῇ στὸν ἑορτασμὸ τῆς λευτεριᾶς καὶ σφίχθηκε πάλι σ’ ἕνα πόνο ἀβάστακτο. Δὲν τὴν κτυποῦσαν τώρα χέρια Οὔννων καὶ Λατίνων. Ἐναντίον της σηκώθηκαν τὰ παιδιά της τὰ ἴδια. Ὁλόκληρη ἡ χώρα μας ἔγινε «δρυμὸς Ἐφραίμ». Οἱ μπρατίμοι τοῦ ὁποιουδήποτε Ἐμβὲρ Χότζα σπέρνουν παντοῦ φρίκη καὶ καταστροφή. Κατακρημνίζουν ὅ,τι ἀπέμεινε ὄρθιο ἀπὸ τὶς ἐπιδρομὲς τριῶν κατακτητῶν. Κάθε νύκτα καὶ μία μικρογραφία νυκτὸς ἁγίου Βαρθολομαίου σὲ κάποιο ἀπόμερο κεφαλοχώρι τῆς Μακεδονίας. Κάθε δειλινὸ καὶ ἕνας Σικελικὸς Ἑσπερινὸς σὲ συνοριακό χωριουδάκι τῆς Ἠπείρου. Τὰ μεσάνυκτα φλόγες ἀπὸ μακάβρια πυροτεχνήματα σπιτιῶν. Πίσω ἀπὸ τὸ μαυρισμένο τοῖχο, πλάϊ στὴν κουκουβάγια, παραμονεύει ὁ κίνδυνος. Στὸ δρόμο ἡ νάρκη. Στὸ δάσος τὸ αὐτόματο. Στὸ λόγγο ἡ ἐνέδρα. Στὸ χωριὸ τὸ ἀλλήθωρο μάτι του κατασκόπου. Παντοῦ φτερουγίζει ἡ συμφορά. Ἀπ’ τὴ Ροδόπη ὣς τὸ Ταίναρο σέρνεται μία ἁλυσίδα ἀπὸ φρικτὰ κακουργήματα. Σκιὲς χωριῶν, ἱερεῖς σταυρωμένοι, δασκάλες ἀκρωτηριασμένες, παρθένες ἀναμαλλιασμένες ἀπὸ τὴν ἀτίμωσι καὶ τὴ ντροπή, οἰκογένειες ξεκληρισμένες, σκελετωμένα παιδάκια μέσα στὸ ὁλοκληρωτικὸ κλουβί. Οἱ ἀδελφοκτόνοι! Φανατισμένοι τῆς νέας κοσμοθεωρίας ψάλλουν ὕμνους δόξης στοὺς σκοτεινοὺς δαίμονες τοῦ κακοῦ. Στέλνουν ἀσυλλόγιστα τ ̓ ἀδέλφια τους στὸ θάνατο, καταδικάζουν τοὺς γέρους στὸ μαρασμό, τ’ ἀνεψάκια τους στὴν ὁμηρία, τοὺς γονεῖς στὴν ἀπελπισία. Ὅλη ἡ χώρα «δρυμὸς Ἐφραίμ».

Ὦ καλέ μας Θεέ! Σὺ ποὺ τόσο ἀγαπᾷς τὴν πονεμένη μας πατρίδα. Σὺ ποὺ τόσο τὴν προστάτευσες μέσα στοὺς αἰῶνες, σὲ παρακαλοῦμε ἐμεῖς τὰ νέα παιδιά της, φύλαγέ την ἀπὸ ἕναν ἄλλο τέτοιο ἐμφύλιο σπαραγμό.

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek