Ἄβυσσοι

by admin

Ἡ θάλασσα, ἀγαπητοί μου, στὴν ἀκτή, ὅταν εἶνε γαλήνη, φαίνεται σὰν νὰ παίζῃ καὶ νὰ ἀσπάζεται ἀδελφικὰ τὴν ξηρά, καὶ μὲ τὸ φλοῖσβο της, ποὺ προκαλεῖται ἀπὸ τὸν ἐλαφρὸ κυματισμό, νομίζει κανείς, ὅτι ἀκούει τὴ θελκτικὴ φωνὴ τῆς ἀγάπης, ποὺ συμφιλιώνει θάλασσα καὶ ξηρά. Εὐχάριστο δὲ εἶνε νὰ κάνῃ κανεὶς τὸν περίπατό του σὲ ἀμμώδη ἀκτή. Καὶ εἶνε τόσο ἀβαθῆ, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, τὰ νερὰ τῆς θαλάσσης στὶς ἀκτές, ὥστε, ὅταν ἐπικρατῇ γαλήνη, βλέπει κανεὶς τὸν πυθμένα, διακρίνει ἀκόμη καὶ τὰ πετραδάκια καὶ ὅ,τι ἄλλο ἔχει ἐκεῖ καταλήξει. Ἀκόμη καὶ αὐτός, ποὺ δὲν γνωρίζει κολύμβησι, μπορεῖ νὰ μπῇ στὴ θάλασσα καὶ νὰ περπατήσῃ μέσα στὸ νερὸ σὲ ἀρκετὴ ἀπόστασι.

Ἀλλὰ ξαφνικὰ τὰ νερὰ γίνονται βαθύτερα, καὶ μόνο ἄνθρωπος, ποὺ γνωρίζει νὰ κολυμπᾷ, μπορεῖ νὰ προχωρήσῃ. Τὸ βάθος τῆς θαλάσσης ὁλοὲν γίνεται μεγαλύτερο. Ὑπάρχουν δὲ μέρη τῆς θαλάσσης καὶ στὰ δύο ἡμισφαίρια τῆς γῆς, ὅπου τὸ βάθος εἶνε πολὺ μεγάλο. Παλαιότερα, ὅταν δὲν ὑπῆρχαν τὰ σύγχρονα μέσα, οἱ ναυτικοὶ δὲν μποροῦσαν νὰ μετρήσουν τὰ μεγάλα βάθη, διότι ἡ βολίδα, ποὺ χρησιμοποιοῦσαν, δὲν ἄγγιζε τὸν πυθμένα.

Τὰ μέρη τῆς θαλάσσης, τῶν ὁποίων τὸ βάθος δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ μετρηθῇ, ὠνομάζονταν ἀβάλιστα ἢ ἄβυσσοι, καθὼς στεροῦνταν βυθοῦ. Ἀλλ’ ἤδη μὲ τὰ μέσα, τὰ ὁποῖα διαθέτει ἡ ἐπιστήμη, κατωρθώθηκε νὰ μετρηθοῦν καὶ τὰ μεγαλύτερα βάθη τῆς θαλάσσης, νὰ μετρηθοῦν οἱ ἄβυσσοι. Μία τέτοια ἄβυσσος βρίσκεται καὶ στὰ δικά μας πελάγη, μεταξὺ Κυθήρων καὶ Κρήτης, ὅπου τὸ βάθος φθάνει στὰ 3,5 χιλιόμετρα. Ὑπάρχουν δὲ καὶ ἄβυσσοι στὸν Ἀτλαντικὸ καὶ τὸν Εἰρηνικὸ ὠκεανό, ὅπου τὸ βάθος εἶνε ἀκόμη μεγαλύτερο. Ὑπάρχει ἄβυσσος μὲ βάθος 11 περίπου χιλιόμετρα. Ἐὰν στὴν ἄβυσσο αὐτὴ ἦταν δυνατὸ νὰ ριχθῇ τὸ ὑψηλότερο βουνὸ τῆς γῆς, τὰ Ἱμαλάϊα, ἡ κορυφή του θὰ καλυπτόταν ἀπὸ τὰ νερὰ τῆς ἀβύσσου.

Ἀλλὰ δὲν εἶνε μόνο τὸ βάθος τῆς ἀβύσσου, τὸ ὁποῖο προκαλεῖ τὸν ἴλιγγο στὴν ἀνθρώπινη σκέψι. Μέσα στὰ βάθη τῆς ἀβύσσου, ὅπου ἐπικρατεῖ σκοτάδι καὶ ἔρεβος, ποιός θὰ φανταζόταν, ὅτι θὰ ὑπῆρχε ζωή; Καὶ ὅμως, ἡ ἐπιστημονικὴ ἔρευνα, ἡ ὁποία ἔγινε σὲ ὡρισμένα βάθη, ἀπέδειξε, ὅτι ὑπάρχει καὶ ἐκεῖ ζωή. Ζοῦν καὶ κινοῦνται ἑκατομμύρια καὶ δισεκατομμύρια ἔμψυχα ὄντα, ἀβυσσαῖα ὄντα. Οἱ ἀβυσσαῖοι αὐτοὶ ὀργανισμοὶ δὲν ἔχουν βεβαίως τὸν ὄγκο, τὸν ὁποῖον ἔχουν τὰ θαλάσσια κήτη, ὅπως ὁ καρχαρίας, ἡ φώκια καὶ ἡ φάλαινα· τὰ πιὸ πολλὰ εἶνε μικροῦ βάρους καὶ μικρῶν διαστάσεων, ὅπως τὰ μικρὰ ψαράκια, ποὺ βλέπει κανεὶς στὰ μικρὰ ἐνυδρεῖα τῶν σπιτιῶν. Ἀπορεῖ κανεὶς πῶς ζοῦν καὶ συντηροῦνται σὲ τέτοια βάθη οἱ ἀβυσσαῖοι αὐτοὶ ὀργανισμοί. Πολλὰ ἀπ’ αὐτὰ εἶνε ἐφωδιασμένα μὲ ἠλεκτρικὲς συσκευές, ποὺ ἐκπέμπουν φῶς, ἕνα εἶδος μικρῶν προβολέων, ποὺ τὰ κάνει νὰ βλέπουν καὶ νὰ κινοῦνται μέσα στὸ φοβερὸ ἐκεῖνο σκοτάδι. Ἔχουν δὲ ποικιλία σχημάτων καὶ χρωμάτων.

Ἀλλ’ ὅ,τι ἀπὸ τὶς ἐπιστημονικὲς αὐτὲς ἔρευνες τῶν ἀβύσσων ἔχει ἀνακαλυφθῆ, εἶνε ἐλάχιστο, ὅπως ὁμολογοῦν καὶ οἱ ἐπιστήμονες ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι, μὲ τόλμη, ἐφωδιασμένοι μὲ εἰδικὰ σκάφανδρα, κατώρθωσαν νὰ φθάσουν σὲ πολὺ μεγάλα βάθη καὶ νὰ ἐγγίσουν τοὺς βυθοὺς τῶν ἀβύσσων. Ἕνας κόσμος ὁλόκληρος εἶνε κρυμμένος στὰ βαθιὰ νερὰ τῆς θαλάσσης. Ἕνας κόσμος, ὁ ὁποῖος προκαλεῖ τὸ θαυμασμὸ καὶ κάνει νὰ θυμηθοῦμε τὸν Ψαλμῳδό, ὁ ὁποῖος, περιγράφοντας ἐν ὀλίγοις τὸ μεγαλεῖο τῆς θαλάσσης, ἔγραψε: «Αὕτη ἡ θάλασσα ἡ μεγάλη καὶ εὐρύχωρος, ἐκεῖ ἑρπετά, ὧν οὐκ ἔστιν ἀριθμός, ζῷα μικρὰ μετὰ μεγάλων· ἐκεῖ πλοῖα διαπορεύονται, δράκων οὗτος, ὃν ἔπλασας ἐμπαίζειν αὐτῇ» (Ψαλμ. 103, 25-26).

Ἀλλ’ οἱ ἄβυσσοι, τὰ βαθύτερα αὐτὰ μέρη τῆς θαλάσσης, κατὰ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὴν πατερικὴ διδασκαλία εἶνε εἰκόνες, συμβολικὲς παραστάσεις, ἄλλων πραγματικοτήτων, οἱ ὁποῖες εἶνε μὲν ἀόρατες, ἀλλὰ δὲν παύουν νὰ εἶνε ὑπαρκτὲς τόσο, ὅσο καὶ οἱ ἄβυσσοι τῶν θαλασσῶν.

Καὶ πρῶτα ἡ ἄβυσσος εἶνε εἰκόνα, συμβολικὴ παράστασι, τῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου. Ὢ ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου! Ποιός μπορεῖ νὰ τὴν περιγράψῃ; Αὐτή, κατὰ τὸν ἱερὸ Αὐγουστῖνο, εἶνε ἡ «θάλασσα ἡ μεγάλη καὶ εὐρύχωρος, ἐκεῖ ἑρπετά, ὧν οὐκ ἔστιν ἀριθμός, ζῷα μικρὰ μετὰ μεγάλων». Ἡ καρδιά, αὐτὴ εἶνε ὅπως ἡ ἀνεξιχνίαστη ἄβυσσος. Ποιός μπορεῖ νὰ ἐξιχνιάσῃ τὰ βάθη τοῦ ψυχικοῦ κόσμου τοῦ ἀνθρώπου; Ὁ Κύριος ὁ Παντοκράτωρ, λέγει ἡ Σοφία Σειράχ, αὐτὸς εἶνε ποὺ ἐξιχνιάζει ἄβυσσο καὶ καρδιά. Διότι «ἔγνω ὁ Κύριος πᾶσαν εἴδησιν καὶ ἐνέβλεψεν εἰς σημεῖον αἰῶνος, ἀπαγγέλλων τὰ παρεληλυθότα καὶ ἐπεσόμενα καὶ ἀποκαλύπτων ἴχνη ἀποκρύφων. Οὐ παρῆλθεν αὐτὸν πᾶν διανόημα, οὐκ ἐκρύβη ἀπ’ αὐτοῦ οὐδὲ εἷς λόγος» (Σοφ. Σειρ. 42, 18-20).

Ναί! Ὁ Κύριος εἶνε ὁ ἐπιβλέπων ἀβύσσους (Δαν. 3, 31). Εἶνε ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος γνωρίζει λεπτομερῶς τί ὑπάρχει ἀκριβῶς στὶς ἀβύσσους τῶν θαλασσῶν, ἀλλὰ καὶ τί ὑπάρχει στὶς ἀβύσσους τῶν ἀνθρωπίνων καρδιῶν. Ὁ δὲ ἄνθρωπος δυστυχῶς ὑστερεῖ σὲ τρομερὸ βαθμὸ ὡς πρὸς τὴ γνῶσι τοῦ ἑαυτοῦ του, τοῦ ἐσωτερικοῦ του κόσμου. Ἀρχαῖος φιλόσοφος τῆς Πατρίδος μας, θαυμάζοντας τὸν ψυχικὸ κόσμο, ἔλεγε: «Ὁσοδήποτε καὶ ἂν ἐρευνήσῃ ὁ ἄνθρωπος, δὲν μπορεῖ νὰ βρῇ τὰ πέρατα τῆς ψυχῆς, διότι ἡ ψυχὴ ἔχει βάθος ἀνυπολόγιστο».

Ὁ ψυχικὸς κόσμος τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ἑαυτός μας, κόσμος ἐγγύτερος παντὸς ἄλλου, θὰ ἔπρεπε νὰ ἐρευνᾶται μὲ ἐπιμέλεια. Ἐν τούτοις οἱ σύγχρονοι ἄνθρωποι, ἐνῷ ἐρευνοῦν μὲ εἰδικὲς συσκευὰς τὰ βάθη τῶν θαλασσῶν, τὶς ἀβύσσους, ἀφήνουν ἀνεξερεύνητη τὴ δική τους ἄβυσσο. Ἄβυσσος δὲ εἶνε ὁ ἁμαρτωλὸς ἑαυτός μας μὲ τὸ πλῆθος τῶν μικρῶν καὶ τῶν μεγάλων ἁμαρτημάτων μας, ποὺ ὑπερβαίνει τὸ πλῆθος τῶν μικρῶν καὶ μεγάλων ἐμψύχων ὄντων, τὰ ὁποῖα ζοῦν καὶ κινοῦνται στὶς ἀβύσσους. «Ἄβυσσος», ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας σὲ κάποιο εἱρμό, «ἄβυσσος ἐσχάτη ἐκύκλωσέ με, καὶ ἐκλείπει τὸ πνεῦμα μου, ἀλλ’ ἐκτείνας, Δέσποτα, σὸν ὑψηλὸν βραχίονα, ὡς τὸν Πέτρον σῶσόν με».

Δυστυχῶς καὶ ἡ ψυχολογία, ποὺ διδάσκεται στὰ σχολεῖα μας, εἶνε ψυχολογία, ποὺ ἀφήνει ἔξω ἀπὸ τὴν ἔρευνα τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Ψυχολογία χωρίς ψυχή! Ἐπιφανειακὰ βλέπει τὸν ἄνθρωπο, ὅπως ἐπιφανειακὰ βλέπει τὴ θάλασσα ἐκεῖνος, ποὺ βαδίζει στὴν παραλία της. Τὰ βάθη τῆς ψυχῆς ἀγνοεῖ ἡ ψυχολογία. Γι ̓ αὐτὸ σπουδαῖοι ἐπιστήμονες ὑπέδειξαν, ὅτι δὲν ἀρκεῖ ἡ ἐπιπόλαιη αὐτὴ γνῶσι τῆς ψυχῆς, ἀλλὰ πρέπει νὰ προχωρήσουμε στὰ βάθη. Δημιούργησαν δὲ οἱ ἐπιστήμονες αὐτοὶ τὴν «ψυχολογία τοῦ βάθους». Αὐτὴ ἐρευνᾷ τὸ ὑποσυνείδητο, δηλαδὴ προσπαθεῖ νὰ ἐξιχνιάσῃ τὴν ἄβυσσο τῆς ἀνθρώπινης καρδιᾶς. Ἀλλὰ γιὰ τὴν ἔρευνα αὐτῆς τῆς ἀβύσσου χρειάζεται θεϊκὸ φῶς.

Ἀληθεῖς ψυχολόγοι τοῦ βάθους, οἱ ὁποῖοι ὡς ἄλλοι Πικὰρ μὲ τὰ πνευματικά τους σκάφανδρα κατῆλθαν καὶ ἐρεύνησαν τὸν ἐσωτερικὸ ἄνθρωπο, ἀναδείχθηκαν οἱ πατέρες καὶ διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας.

Ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς ἦταν καὶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης. Σὲ κάποια ὁμιλία του λέγει, ὅτι, ὅπως σὲ ὡρισμένα μέρη τῆς θαλάσσης ζοῦν τὰ κήτη, τὰ θηρία τῆς θαλάσσης, ἔτσι καὶ στὸ βάθος τοῦ ψυχικοῦ μας κόσμου ζοῦν τὰ ἄγρια πάθη, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἄλλα μὲν εἶνε φανερά, ἄλλα δὲ ἀφανῆ. Ἀλλ’ ὅπως οἱ ναυτικοί, ποὺ ταξίδευαν στὴν ἐποχὴ τοῦ ἁγίου, γιὰ ν’ ἀπομακρύνουν τὸν κίνδυνο τῶν πλοίων ἀπὸ τὰ ἄγρια θηρία τῆς θαλάσσης, κρεμοῦσαν στὶς πρύμνες κουδούνια, ὁ δὲ ἦχος τῶν κουδουνιῶν ἔκανε τὰ θαλάσσια κήτη νὰ φεύγουν τρομοκρατημένα, ἔτσι καὶ μεῖς, λέγει ὁ ἱερός πατήρ, ποὺ διαπλέουμε τὴ θάλασσα τῆς παρούσης ζωῆς, μποροῦμε ν’ ἀποφεύγουμε τὸν πνευματικὸ κίνδυνο, ἐὰν κτυπᾶμε τὰ κουδούνια. Κουδούνια δέ, ποὺ πρέπει νὰ ἠχοῦν δυνατά, εἶνε οἱ πνευματικοὶ διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας.

Ἄβυσσος στὴ Γραφὴ ὀνομάζονται καὶ τὰ κρίματα τοῦ Θεοῦ, δηλαδή οἱ βουλές, οἱ ἀποφάσεις, τὶς ὁποῖες λαμβάνει ὁ Θεός. Ὁ Ψαλμῳδὸς λέγει: «Τὰ κρίματά σου (Κύριε) ὡσεὶ ἄβυσσος πολλή». Διότι «τίς ἔγνω νοῦν Κυρίου; ἢ τίς σύμβουλος αὐτοῦ ἐγένετο;» (Ψαλμ. 35, 7. Ρωμ. 11, 34. Ἰδὲ καὶ Ἰὼβ 36, 23· Ἡσ. 40, 13· Ἱερ. 23, 18). Καὶ ἡ Κασσιανὴ στὸ περίφημο τροπάριό της λέγει: «Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ κριμάτων σου ἀβύσσους τίς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου;».

Ὦ ἄνθρωπε! Δὲν μπόρεσες ἀκόμη, παρὰ τὴν πρόοδο τῆς ἐπιστήμης, νὰ ἐξιχνιάσῃς τὶς ἀβύσσους τῶν θαλασσῶν. Καὶ πῶς ἔχεις τὴν ἀξίωσι νὰ ἐξιχνιάσῃς τὰ κρίματα τοῦ Κυρίου, τὰ ὁποῖα εἶνε ὡς ἄβυσσος πολλή;

Ἀλλ ̓ ἄβυσσος στὴν Ἁγία Γραφὴ ὀνομάζεται καὶ ἡ αἰώνια κόλασι. Τὸ δαιμόνιο, ὅπως βλέπουμε στὸ Εὐαγγέλιο, ποὺ εἶχε φωλιάσει στὸν δαιμονισμένο, παρακαλοῦσε τὸν Κύριο, νὰ μὴ τὸ διατάξῃ νὰ ἀπέλθῃ στὴν ἄβυσσο, στὸν τόπο τῆς αἰωνίου κολάσεως, τὸν τόπο τῶν δαιμόνων καὶ τῶν ἀμετανοήτων ἀνθρώπων (Λουκ. 8, 31).

Ἄβυσσος οἱ ἁμαρτίες μας. Ἄβυσσος τὰ κρίματα τοῦ Κυρίου. Ἄβυσσος ἡ αἰώνια κόλασι. Τὶς ἀβύσσους αὐτές, τῶν ὁποίων ἀμυδρὴ εἰκόνα εἶνε οἱ φυσικὲς ἄβυσσοι, ἔχει ὑπ’ ὄψιν ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος σὲ μία θαυμασία του εὐχή. Λέγει:

«Τὸ πλῆθος τῶν ἀνομιῶν μου εἶνε πράγματι μία ἄβυσσος, διότι αὐτὲς εἶνε ἀσύλληπτες καὶ ὡς πρὸς τὸ βάρος τους καὶ ὡς πρὸς τὸ βάθος τους καὶ ἀνυπολόγιστες καὶ ὡς πρὸς τὸν ἀριθμό τους καὶ ὡς πρὸς τὸ μέγεθός τους. Ὢ ἄβυσσος, τὴν ὁποία διαδέχεται ἄλλη ἄβυσσος! Ἀλλοίμονο σ’ ἐμένα, διότι καὶ οἱ ἁμαρτίες μου καὶ οἱ τιμωρίες ποὺ μοῦ ἁρμόζουν γι’ αὐτές, εἶνε ἄβυσσοι, ἐφ’ ὅσον εἶνε ἄπειρες καὶ ἀμέτρητες! Ἀλλ’ ἐκτὸς ἀπ’ αὐτὲς ὑπάρχει —ἀλλοίμονο!— καὶ μία ἄλλη τρίτη ἄβυσσος, καὶ αὐτὴ εἶνε πάρα πολὺ φρικτή: «Αἱ βουλαί σου, Κύριε, εἶνε μεγάλη ἄβυσσος» (Ψαλμ. 35, 7)· διότι εἶνε ἄγνωστες καὶ κρυμμένες καὶ ὑπερβαίνουν κάθε ἀνθρώπινη ἀντίληψι. Ἀλλοίμονο ἐπάνω στὸ ἀλλοίμονο, φόβος ἐπάνω στὸ φόβο, πόνος ἐπάνω στὸν πόνο. «Ὁ κρότος τῶν καταρρακτῶν σου, Κύριε, κάνει τὶς ἀβύσσους νὰ ἀντιφωνοῦν διαδοχικῶς» (Ψαλμ. 41, 8). Δηλαδή, ἡ ἄβυσσος τῆς ἁμαρτίας ἐπιφέρει τὴν ἄβυσσο τῶν τιμωριῶν, τὴν ὁποία προαναγγέλλουν καὶ προκαθορίζουν οἱ βουλὲς τοῦ Θεοῦ. Ἡ μὲν ἄβυσσος τῶν θείων βουλῶν εἶνε πάνω ἀπὸ ἐμένα. Ἡ ἄβυσσος τῶν τιμωριῶν τοῦ ἄδη εἶνε κάτω ἀπὸ ἐμένα. Ἡ δὲ ἄβυσσος τῶν ἁμαρτημάτων βρίσκεται μέσα μου. Καὶ φοβοῦμαι πολὺ καὶ τρέμω, μήπως ἡ ἄβυσσος ποὺ βρίσκεται ὑπεράνω μου, ἐκραγῇ καὶ κατρακυλίσῃ μὲ πάταγο καὶ παρασύρῃ καὶ ἐμένα τὸν ἴδιο καὶ τὴν ἄβυσσο ποὺ ἔχω μέσα μου, στὴν ἄβυσσο ποὺ ἁπλώνεται κάτω ἀπὸ ἐμένα, καὶ μὲ καταποντίσῃ καὶ μὲ καλύψῃ· ἐκεῖ πλέον οἱ μὲν τιμωρίες οὐδέποτε θὰ ἐξαφανίσουν τὶς ἁμαρτίες μου, οἱ δὲ ἁμαρτίες ποὺ ἔχω μέσα μου, θὰ ἐπισύρουν διαρκῶς τὶς τιμωρίες. Ὢ ὁ ταλαίπωρος ἐγώ! Σὲ ποιόν ἁμάρτησα; «Ποῦ νὰ ὑπάγω γιὰ νὰ ἀπομακρυνθῶ ἀπὸ τὸ πνεῦμα σου καὶ γιὰ νὰ φύγω ἀπὸ ἐμπρός σου;» (Ψαλμ. 138, 7). Πάντως, καὶ ἂν κάνω τὸ κακὸ νὰ φύγω ἀπὸ ἐσένα καὶ κατακρυφθῶ μέσα στὴν ἀξιοκατάκριτη ἄβυσσό μου, ὁπωσδήποτε καὶ ἐκεῖ ἐσὺ μὲ παρατηρεῖς. Διότι καὶ τώρα ποιός (ἐκτὸς ἀπὸ ἐσένα) ὤθησε καὶ ὡδήγησε τὴν ψυχή μου ν’ ἀντισταθῇ καὶ νὰ μὴν ὑποχωρήσῃ τελείως στὶς κακίες μου, ἀλλὰ ν’ ἀναγνωρίσῃ τὴν πλάνη μου καὶ νὰ μετανοήσῃ;.

Πανάγαθε Κύριε, ἐσὺ τώρα «σκούντηξες τὴν ψυχή μου καὶ τὴν ξύπνησες, ἐνῷ κοιμόταν στὴν ἄβυσσο τῶν ἁμαρτημάτων της ὅπως σὲ κρεβάτι· ἐσὺ τὴ συνέφερες ἐνῷ ἦταν ναρκωμένη, ἐσὺ τὴν κινητοποίησες ἐνῷ ζοῦσε στὴ νωθρότητα καὶ στὴν ἀμέλεια, ἐσὺ τὴ ἔκανες νὰ ἀλλάξῃ γνώμη καὶ ν’ ἀηδιάσῃ αὐτὰ ποὺ τῆς προκαλοῦσαν εὐχαρίστησι, καὶ νὰ αἰσθανθῇ στενοχώρια γιὰ ἐκεῖνα ποὺ τῆς ἔδιναν τέρψι. Ἀπείρως, ἀγαθὲ Κύριε, ἐσὺ ἔκανες μέσα στὴν ἄβυσσο ὅλα αὐτά· λοιπόν ἄκουσέ με ποὺ σοῦ φωνάζω τώρα ἀπὸ τὴν ἄβυσσο τῶν ἀνομιῶν μου. Δὲν κρύβω ἀπὸ σένα, σπλαχνικώτατε, τὶς ἀνομίες μου· δὲν δικαιολογοῦμαι ἐμπρός σου, ἀλλὰ τὶς φανερώνω μὲ θάρρος. Στέκομαι ἀπέναντί σου ὄχι ὑπερασπιζόμενος, ἀλλὰ κατηγορώντας τὸν ἑαυτό μου. Ἐγὼ εἶμαι ὁ ἔνοχος, ἐγὼ ὁ ἴδιος εἶμαι καὶ ὁ κατήγορος τοῦ ἑαυτοῦ μου. Μὴ μὲ ἐλέγξῃς ἐσὺ ὁ πλάστης μου. Μόνος μπόρεσα νὰ ἁμαρτήσω, μόνος θὰ μπορέσω καὶ νὰ κατηγορήσω τὸν ἑαυτό μου, μόνος νὰ τὸν ἐλέγξω, μόνος νὰ μετανοήσω.

Ὦ Κύριε, ἀνεξάντλητο πέλαγος ἐλέους καὶ οἰκτιρμῶν! Σῶσε μας ἀπὸ τὴν ἄβυσσο τῶν ἁμαρτιῶν μας καὶ ἀπὸ τὴν ἄβυσσο τῆς αἰωνίου κολάσεως».

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek