Τὸ ζήτημα τῶν σχέσεων Χριστιανισμοῦ καὶ πολέμου, δηλαδὴ ποιά στάσι πρέπει νὰ κρατήσῃ ὁ Ὀρθόδοξος Χριστιανὸς ἀπέναντι στὸ διαχρονικὸ καὶ παγκόσμιο φαινόμενο τοῦ πολέμου, ἔχει ἀπασχολήσει καὶ συνεχίζει νὰ ἀπασχολῇ τὴ χριστιανικὴ σκέψι. Καὶ τοῦτο διότι γνωρίζουμε, ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι κατ’ ἐξοχὴν ἡ θρησκεία τῆς ἀγάπης καὶ τῆς εἰρήνης, τῆς καταλλαγῆς καὶ τῆς συμφιλιώσεως μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, ἀκόμη καὶ μεταξὺ τῶν ἐχθρῶν. Ἤδη ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶναι σὲ ὅλους γνωστὴ ἡ στ’ ἐντολὴ τοῦ Δεκαλόγου «οὐ φονεύσεις». Κατὰ πόσο λοιπὸν εἶναι θεμιτὸ νὰ συμμετέχῃ ἕνας Χριστιανὸς σὲ πολεμικὲς ἀναμετρήσεις; Γιὰ νὰ ἀπαντήσωμε στὸ ἐρώτημα αὐτὸ θὰ ἰδοῦμε τὸ θέμα ἀπὸ δύο ὄψεις: τὴ θεολογικὴ καὶ τὴν ἱστορική.
Βεβαίως ἡ ἐντολὴ ποὺ ἔδωσε ὁ Θεὸς στοὺς Ἰουδαίους ἦταν τὸ «οὐ φονεύσεις» (Ἐξόδ. 20:15). Βλέπουμε ὅμως μετὰ τὴν ἐντολὴ αὐτὴ τὸν Μωυσῆ νὰ διεξαγάγῃ πολέμους μὲ τοὺς γειτονικοὺς λαούς. Τὸ ἴδιο ἔκανε καὶ μετὰ ἀπ’ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ, ὁ βασιλιὰς Δαβὶδ καὶ ἄλλοι εὐσεβεῖς ἄνδρες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Πῶς λοιπὸν γίνονταν αὐτοὶ οἱ πόλεμοι; Μήπως ὁ Θεὸς ἀντιφάσκει μὲ τὸν Ἑαυτό Του; Ποιά εἶναι ἡ ἀπάντησι;
Ἡ ἔννοια τῆς ἐντολῆς «οὐ φονεύσεις» δὲν εἶναι γενική, ἀλλὰ εἰδική. Ἀπαγορεύεται νὰ φονεύσῃς ὡς ἰδιώτης, δηλαδὴ ὡς πολίτης, ὡς ἁπλὸς ἄνθρωπος τὸ συνάνθρωπό σου, ὅσο καὶ ἂν σοῦ ἔφταιξε. Δὲν θὰ προβῇς σὲ αὐτοδικία, ἀλλ’ ἔχεις δικαίωμα νὰ καταφύγῃς στὴ Δικαιοσύνη, προκειμένου νὰ τιμωρηθῇ ὁ ἄδικος. Ὡς ὄργανο ἐξουσίας ὅμως, δηλαδὴ ὡς στρατιώτης, ἐπιτρέπεται νὰ φονεύσῃς. Ὁ πόλεμος κηρύσσεται ἀπὸ τὴν κρατικὴ ἐξουσία. Οἱ Χριστιανοὶ ὡς πολῖτες ἐντέλλονται νὰ ὑποτάσσωνται καὶ νὰ ὑπακούουν στοὺς ἄρχοντες, διότι ἡ ἐξουσία εἶναι ἀπὸ τὸ Θεό. Ἐκεῖνος λοιπὸν ποὺ ἀντιτίθεται στὴν ἐξουσία, ἀντιτίθεται στὸ Θεό (Ρωμ. 13:1-7). Ἑπομένως καθῆκον τοῦ Χριστιανοῦ δὲν εἶναι μόνο νὰ ἀποδίδῃ τὸν φόρο καὶ νὰ ὑπακούῃ στοὺς νόμους, ἀλλὰ καὶ νὰ ὑπηρετήσῃ τὴν πατρίδα του ἐν καιρῷ πολέμου. Αὐτὸς ποὺ ἀρνεῖται τὴ στράτευσι, δείχνει ἀπείθεια πρὸς τὴν ἐξουσία καὶ τὴν πατρίδα. Βεβαίως ὑπάρχουν δίκαιοι πόλεμοι, ποὺ εἶναι οἱ ἀμυντικοὶ καὶ ἀπελευθερωτικοί, ὑπάρχουν καὶ οἱ ἄδικοι πόλεμοι, ποὺ εἶναι οἱ κατακτητικοί. Τοὺς πρώτους ὁ Θεὸς εὐλογεῖ, τοὺς δευτέρους ὄχι, πλὴν ἐξαιρέσεων. Εὐτυχῶς τὸ ἑλληνικὸ ἔθνος συμμετεῖχε μόνο σὲ δικαίους πολέμους, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν περίοδο τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου. Ἂς μὴ ξεχνᾶμε ὅμως, ὅτι ὁ Μ. Ἀλέξανδρος ἔζησε σὲ προχριστιανικὴ ἐποχὴ καὶ δὲν μποροῦμε νὰ ἔχωμε τὴν ἀπαίτησι ἀπ’ αὐτὸν νὰ σκεπτόταν ὡς Χριστιανός.
Ἀλλὰ καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη βλέπουμε τὴν παρουσία στρατιωτικῶν, οἱ ὁποῖοι ὄχι μόνο δὲν ἐπικρίνονται γιὰ τὸ ἀξίωμά τους, ἀλλὰ καὶ ἐπαινοῦνται γιὰ τὴν εὐσέβειά τους. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος θεράπευσε τὸν δοῦλο καὶ ἐπαίνεσε τὴν πίστι τοῦ Ρωμαίου ἑκατοντάρχου. Ἐπίσης γνωστὰ εἶναι καὶ τὰ ὀνόματα τῶν ἀξιωματικῶν Κορνηλίου καὶ Λογγίνου. Ὁ πρῶτος βαπτίσθηκε Χριστιανὸς μαζὶ μὲ τὴν οἰκογένειά του ἀπὸ τὸν ἀπόστολο Πέτρο, ἐνῷ ὁ δεύτερος, ποὺ ἦταν ἐπὶ κεφαλῆς τοῦ στρατιωτικοῦ ἀποσπάσματος στὸ λόφο τοῦ Γολγοθᾶ, σύμφωνα μὲ τὴν παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀφοῦ ἀναγνώρισε τὴ θεότητα τοῦ Κυρίου (Ματθ. 27:54), στὴ συνέχεια ἔγινε Χριστιανὸς καὶ ὁ πρῶτος στρατιωτικὸς Ἅγιος.
Συναφὴς μὲ τὴ θεολογικὴ εἶναι καὶ ἡ ἱστορικὴ ἄποψι. Εἶναι ἀλήθεια, ὅτι οἱ πρῶτοι Χριστιανοὶ εἶχαν κάποιους δισταγμούς, ἂν θὰ ἔπρεπε νὰ στρατεύωνται ἢ ὄχι. Ἀργότερα ὅμως ξεκαθάρισε ἡ στάσι τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ Πατέρες συνέβαλλαν καθοριστικὰ καὶ σ’ αὐτό. Ὁ Μ. Ἀθανάσιος λέγει, ὅτι ὁ φόνος πρὸς ὑπεράσπισι τῆς πατρίδος εἶναι νόμιμος, ὁ δὲ ἅγιος Αὐγουστῖνος δικαιολογεῖ τὸ ἐπάγγελμα τοῦ στρατιωτικοῦ. Ἡ Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας ἀπὸ τοὺς πρώτους αἰῶνες ἔχει ἀναδείξει μεγάλους στρατιωτικοὺς ἁγίους, ἰδιαίτερα δημοφιλεῖς, ὅπως ὁ ἅγιος Γεώργιος, ὁ ἅγιος Δημήτριος, ὁ ἅγιος Μηνᾶς, οἱ ἅγιοι Θεόδωροι, οἱ ἅγιοι Τεσσαράκοντα μάρτυρες κ.ἄ. Ἂς μὴ ξεχνᾶμε ἐπίσης, ὅτι ἡ νίκη τοῦ Μ. Κωνσταντίνου στὴ Μουλβία γέφυρα κατὰ τοῦ Μαξεντίου (312 μ.Χ.) ὀφείλεται κατὰ κύριο λόγο στοὺς Χριστιανοὺς στρατιῶτες τοῦ στρατεύματός του.
Ἀλλὰ καὶ ὅλοι οἱ στρατιωτικοὶ ἀγῶνες τοῦ βυζαντινοῦ ἑλληνισμοῦ ἦταν στενὰ δεμένοι μὲ τὴ θρησκεία. Ἂς ἔχωμε ἐπίσης ὑπ’ ὄψι, ὅτι ἡ καταφυγὴ στὸν πόλεμο ἦταν γιὰ τὸ Βυζάντιο τὸ ἔσχατο ὅπλο, διότι τὸ Βυζάντιο, ὡς κράτος χριστιανικό, ἐπιθυμοῦσε εἰρήνη. Ὁ πόλεμος ἦταν ἡ τελευταία καὶ ὑποχρεωτικὴ λύσι, αὐτὸ ποὺ λέμε «ἀναγκαῖο κακό».
Ὅλοι θυμούμεθα, ὅτι ἡ νίκη τῶν Βυζαντινῶν κατὰ τῶν Ἀβάρων ἀποδόθηκε στὴν Παναγία, τὴν ὑπέρμαχο Στρατηγό, καὶ οἱ πόλεμοι τοῦ Ἡρακλείου κατὰ τῶν Περσῶν εἶχαν λάβει ἱερὸ χαρακτῆρα. Οἱ στρατιῶτες ὡρμοῦσαν στὴ μάχη μὲ τὴν ἰαχὴ «μεθ’ ἡμῶν ὁ Θεός». Ὁ αὐτοκράτορας Λέων ὁ Δ΄ ἔλεγε στοὺς στρατιῶτες του: «Ἡ νίκη μας στὸν πόλεμο δὲν ὀφείλεται στὸ πλῆθος μας, ἀλλὰ στὴ δύναμι τοῦ Θεοῦ». Καὶ λίγο πρὶν πέσῃ ἡ Βασιλεύουσα στὰ βέβηλα χέρια τῶν Ὀθωμανῶν, οἱ ὑπερασπισταί της ὑπόσχονταν, ὅτι «θὰ πεθάνουν γιὰ τὴν πίστι καὶ τὴν πατρίδα».
Ἡ Ἑλληνικὴ Ἐπανάστασι εὐλογήθηκε ἀπὸ τὸν ἱερὸ κλῆρο καὶ ἔγινε «γιὰ τοῦ Χριστοῦ τὴν πίστι τὴν ἁγία καὶ τῆς πατρίδος τὴν ἐλευθερία», γι’ αὐτὸ καὶ ὅταν οἱ Ἕλληνες ἔπιασαν τὰ ἅρματα εἶπαν πρῶτα «ὑπὲρ πίστεως» καὶ ἔπειτα «ὑπὲρ πατρίδος». Πολλοὶ κληρικοὶ ὄχι μόνο συμμετεῖχαν στοὺς ἐθνικοὺς ἀγῶνες, ἀλλὰ καὶ τέθηκαν ἐπὶ κεφαλῆς. Ἀρκεῖ νὰ θυμηθῇ κανεὶς τὸν ἐθνεγέρτη Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανό, τὸν μακεδονομάχο Γερμανὸ Καραβαγγέλη, τὸ ἐθνομάρτυρα Χρυσόστομο Σμύρνης καὶ τόσους ἄλλους. Ἡ Ἐκκλησία ἦταν πάντα παροῦσα στοὺς ἐθνικοὺς ἀγῶνες, διότι τὸ θρησκευτικὸ συναίσθημα εἶναι ἄρρηκτα συνδεδεμένο μὲ τὸ πατριωτικό. Ἀπὸ τὰ ἀρχαῖα χρόνια ὡς καὶ τὸν τελευταῖο μεγάλο πόλεμο τοῦ 1940, ἡ θεοσέβεια βοήθησε τοὺς Ἕλληνες μαχητὰς σὲ ὅλους τοὺς ἀγῶνες τους «ὑπὲρ βωμῶν καὶ ἑστιῶν».
Συνεπῶς, τόσο ἡ Ἁγία γραφὴ καὶ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅσο καὶ ἡ ἴδια ἡ ἔνδοξη Ἱστορία τοῦ ἔθνους μας ἀποδεικνύουν, ὅτι ὁ ἀληθινὸς Χριστιανὸς εἶναι καὶ γενναῖος ὑπερασπιστὴς τῆς πατρίδος του, τῆς τιμῆς του, τῆς ἐλευθερίας του, τοῦ ἔθνους του, τῆς ἰδίας του οἰκογενείας. Ἡ συμμετοχὴ τοῦ Χριστιανοῦ στὸν πόλεμο ἀποτελεῖ κορυφαία ἐκδήλωσι αὐταπαρνήσεως καὶ θυσίας τοῦ ἀτόμου ὑπὲρ τοῦ συνόλου, διότι στὸν πόλεμο δὲν πηγαίνει κάποιος μόνο γιὰ νὰ σκοτώσῃ, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ σκοτωθῇ. «Μείζονα ταύτης ἀγάπης οὐδεὶς ἔχει, ἵνα τις τὴν ψυχὴν αὐτοῦ θῇ ὑπὲρ τῶν φίλων αὐτοῦ», δηλαδὴ «Μεγαλύτερη ἀγάπη ἀπ’ αὐτὴ κανεὶς δὲν ἔχει, ἀπὸ τὸ νὰ θυσιάζῃ κανεὶς τὴ ζωή του γι’ αὐτοὺς ποὺ ἀγαπᾷ» (Ἰωάν. 15:13).