Ἐάν, ἀγαπητοί μου, σᾶς πῇ κάποιος, ὅτι ἕνας λύκος ἔγινε ἀρνί, ποιὸς θὰ τὸ πιστεύσῃ; Κανείς. Διότι ὁ λύκος τρώει ἀρνιά. Γεννᾶται λύκος καὶ λύκος πεθαίνει. Ὁ λαός μας λέει· «ὁ λύκος τρίχα ἀλλάζει, ἀλλὰ τὴ γνώμη (=τὸ νοῦ) δὲν τὸν ἀλλάζει», μένει λύκος. Αὐτὸ ὅμως ποὺ δὲν συμβαίνει στὸ φυσικὸ κόσμο, συμβαίνει στὸν πνευματικὸ καὶ ἠθικὸ κόσμο. Θέλω δηλαδὴ νὰ πῶ, ὅτι ὑπάρχουν ἄνθρωποι γεμάτοι κακίες καὶ ἐλαττώματα, ποὺ εἶνε σὰν ἄγρια θηρία, καὶ ὅμως αὐτοὶ μπορεῖ ν ̓ ἀλλάξουν, νὰ γίνουν καλοί, νὰ γίνουν ἅγιοι. Ἕνας λύκος μπορεῖ νὰ γίνῃ ἀρνί· αὐτὸ μᾶς λέει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο (βλ. Ματθ. 9:9–13).
Γιά νὰ δοῦμε, πῶς γίνονται αὐτὰ τὰ θαυμαστὰ πράγματα;
* * *
Στὴν ἐποχὴ τοῦ Xριστοῦ ὑπῆρχαν ὡρισμένοι ἄνθρωποι ποὺ τοὺς ἔλεγαν τελῶνες, διότι τὸ ἐπάγγελμά τους ἦταν τέτοιο. Εἰσέπρατταν τοὺς φόρους τοῦ δημοσίου. Ἀλλὰ στὴν εἴσπραξι ἔκαναν ἀδικίες. Δὲν εἰσέπρατταν τὰ νόμιμα. Ἐκεῖ ποὺ ἔπρεπε νὰ εἰσπράξουν 100 δραχμές, εἰσέπρατταν 200. Τὶς 100 τὶς ἔδιναν στὸ δημόσιο, τὶς ἄλλες 100 τὶς ἔβαζαν στὴν τσέπη τους. Ἔτσι αὐτοί, κλέβοντας τὸ λαό, κατώρθωναν νὰ κάνουν τεράστιες περιουσίες, νὰ κτίσουν σπίτια καὶ μέγαρα, καὶ νὰ ζοῦν μὲ πολυτέλεια μεγιστάνων.
Ἦταν εὐτυχεῖς; Ὄχι. Διότι ὁ κόσμος τοὺς ἤξερε καὶ δὲν τοὺς ἀγαποῦσε. Ὅλοι τοὺς μισοῦσαν. Τελώνης = ἁμαρτωλός, τελώνης = κλέπτης, τελώνης = λύκος τῆς κοινωνίας.
Ἕνας ἀπὸ τοὺς τελῶνες αὐτοὺς ἦταν καὶ ὁ ἅγιος Ματθαῖος ποὺ ἑορτάζουμε σήμερα. Ἄλλαξε ὅμως· ἀπὸ τελώνης ἔγινε εὐαγγελιστής, ἀπὸ κάρβουνο ἔγινε διαμάντι, ἀπὸ κόρακας ἔγινε περιστέρι, ἀπὸ λύκος ἔγινε ἀρνί. Ποιὸς τὸν ἄλλαξε καὶ πῶς; Ἀκοῦστε.
Ὁ Ματθαῖος βρισκόταν στὸ τελωνεῖο. Ὅπως ἡ ἀράχνη στήνει τὸ δίκτυ της καὶ περιμένει ν’ ἁρπάξῃ διάφορα ζῳύφια, ἔτσι καὶ αὐτὸς περίμενε ἐκεῖ ν’ ἁρπάξῃ ἀνθρώπους καὶ νὰ τοὺς λῃστεύσῃ. Ἀλλὰ μία μέρα πέρασε κάποιος, ποὺ ἄλλος σὰν αὐτὸν δὲν ὑπάρχει, κάποιος ποὺ κάνει θαύματα. Τὸ ὄνομά του εἶνε τὸ γλυκύτερο στὸν κόσμο. Ὁ Χριστός!
Ὁ Χριστὸς κοίταξε τὸ Ματθαῖο καὶ ὡς καρδιογνώστης Θεὸς εἶδε, ὅτι στὸ βάθος τῆς ἁμαρτωλῆς αὐτῆς ὑπάρξεως ὑπῆρχε κάποιο καλὸ σπέρμα, μία καλὴ διάθεσι, μία σπίθα. Διότι πρέπει νὰ ξέρουμε, ὅτι καὶ ὁ πιὸ ἅγιος ἄνθρωπος ἔχει κάποιο ἐλάττωμα, ἀλλὰ καὶ ὁ πιὸ ἁμαρτωλὸς ἔχει κάτι καλὸ μέσα του· καὶ ἂν αὐτὸ τὸ καλὸ κατορθώσουμε νὰ τὸ καλλιεργήσουμε, τότε ὁ κακὸς ἄνθρωπος γίνεται καλός.
Εἶδε λοιπὸν ὁ Χριστός, ὅτι στὰ βάθη του ἔκρυβε μία σπίθα. Καὶ ὅπως ἀπὸ μία σπίθα ἀνάβεις φωτιά, ἔτσι ὁ Χριστὸς ἀπὸ τὴ σπίθα αὐτὴ ἄναψε ἁγία φωτιὰ στὴν καρδιὰ τοῦ Ματθαίου, ποὺ ἔκαυσε ὅλο τὸ δάσος τῆς ἁμαρτίας. Τὸν κοίταξε καὶ τοῦ εἶπε δύο λέξεις· «Ἀκολούθει μοι» (Ματθ. 9:9). Ἄφησε τὸ τελωνεῖο καὶ ἔλα μαζί μου· καὶ ἐγὼ θὰ σοῦ ἀναθέσω ἄλλη ἀποστολή. Καὶ ὁ τελώνης, χωρὶς ἀντιρρήσεις, ἀκολούθησε ἀμέσως τὸ Χριστό. Ἡ χαρά του ἦταν πολὺ μεγάλη.
Γιὰ νὰ πανηγυρίσῃ τὸ γεγονός, ἔκανε τραπέζι στοὺς συναδέλφους του καὶ ἄλλο κόσμο. Στὸ τραπέζι ἦταν καὶ ὁ Χριστὸς μὲ τοὺς μαθητάς του. Οἱ φαρισαῖοι, ὅταν εἶδαν τὸ Χριστὸ μαζὶ μὲ τοὺς τελῶνες, τὸν κατηγόρησαν. Γιὰ δεῖτε, εἶπαν, μὲ ποιοὺς συναναστρέφεται… Καὶ ὁ Χριστὸς τοὺς ἀπάντησε μὲ τοὺς ἑξῆς λόγους.
Ὅποιος εἶνε καλά, δὲν χρειάζεται γιατρό. Στὸ γιατρὸ πάει ὁ ἄρρωστος. Καὶ ἐγὼ ἦλθα γιὰ τοὺς ἀρρώστους. Οἱ ἄρρωστοι ἔρχονται σ’ ἐμένα. «Οὐ γὰρ ἦλθον καλέσαι δικαίους, ἀλλὰ ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν» (Ματθ. 9:13).
Ἀπὸ τὴν ἡμέρα ἐκείνη ὁ Ματθαῖος ἔμεινε πιὰ κοντὰ στὸ Χριστό. Ὅπως τὸ ἀρνὶ ἀκολουθεῖ τὸ βοσκό, ἔτσι καὶ ὁ Ματθαῖος τὸ Χριστό. Κοντά του ἦταν ὅταν ἐκεῖνος στὴν ἔρημο εὐλόγησε τοὺς ἄρτους καὶ χόρτασε τὸν κόσμο. Κοντά του ὅταν περπατοῦσε πάνω στὰ κύματα. Κοντά του ὅταν θεράπευε τοὺς ἀρρώστους. Κοντά του τὴ νύκτα τῆς Μεγάλης Πέμπτης, ὅταν τέλεσε τὸ Μυστικὸ Δεῖπνο καὶ εἶπε τὸ «Λάβετε φάγετε…» (Ματθ. 26:26). Κοντά του τὴν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως, ὅταν ἔφερε τὸ χαρμόσυνο μήνυμα. Κοντά του ὅταν ἀνελήφθη στοὺς οὐρανούς. Καὶ στὸ ὑπερῷο τῆς Πεντηκοστῆς ἦταν πάλι ἐκεῖ. Μετά, ὅταν οἱ μαθηταὶ σκόρπισαν σὲ διάφορα μέρη γιὰ νὰ κηρύξουν, ὁ Ματθαῖος πῆρε τὸ ραβδί του καὶ πῆγε μακριά, μέσα σὲ ἀγρίους ἀνθρώπους, καὶ κήρυξε τὸ Χριστὸ καὶ τὸ εὐαγγέλιο, καὶ εἶχε μαρτυρικὸ τέλος διὰ πυρός.
* * *
Θέλω, ἀγαπητοί μου, νὰ προσέξετε ἕνα σημεῖο, ἐκεῖ ποὺ ὁ Χριστὸς τοῦ εἶπε· «Ἀκολούθει μοι». Δύο λέξεις τοῦ εἶπε, καὶ αὐτὸς τ ̓ ἄφησε ὅλα· καὶ τελωνεῖο, καὶ σπίτια, καὶ λεφτά, καὶ περιουσία, καὶ φίλους, τὰ πάντα, καὶ ἀκολούθησε τὸ Χριστό.
Ποιὸς τὸ κάνει σήμερα αὐτό; Τὸ θεωρεῖτε εὔκολο; Γιὰ φαντασθῆτε νὰ ἐρχόταν πάλι ὁ Χριστὸς καὶ νὰ πήγαινε στὸ γεωργὸ τὴν ὥρα ποὺ ὁδηγεῖ τὸ τρακτέρ, στὸν ψαρᾶ τὴν ὥρα ποὺ ρίχνει τὸ δίκτυ, στὸν ἐργάτη, στὸν ὑπάλληλο, στὸν πλούσιο, στὸν ἔμπορο, στὸ νομάρχη, στὸ δήμαρχο, στὸν ὑπουργό. Νὰ πήγαινε καὶ νὰ ἔλεγε· Ἔλα μαζί μου καὶ ἄφησέ τα αὐτά. Ποιὸς ἀπ ̓ αὐτοὺς θ’ ἀκολουθοῦσε τὸ Χριστό; Σήμερα εἶνε ἐποχὴ τοῦ χρήματος. Οἱ ἄνθρωποι ψοφοῦν γιὰ λεφτά. Χωρὶς λεφτὰ δὲν κάνουν τίποτε.
Ἀλλὰ ὁ Ματθαῖος δούλευσε χωρὶς λεφτά. Ἤμουν σ ̓ ἕνα χωριὸ ποὺ δὲν εἶχε παπᾶ. Παρεκάλεσα τὸν πρόεδρο· –Βρῆτε ἕνα, εἴτε βοσκὸ εἴτε γεωργό, νὰ τὸν κάνουμε ἱερέα, νὰ κτυπᾷ ἡ καμπάνα τὴν Κυριακή… Κανεὶς δὲν βρέθηκε. Μόνο ἕνας αὐθάδης μοῦ εἶπε· –Ἂν μᾶς δώσῃς, δεσπότη, τόσα τὸ μῆνα, γινόμαστε ὅλοι παπᾶδες. –Δὲν σᾶς χρειάζομαι, τοῦ λέω.
Καὶ ὅμως νὰ ξέρετε, ὅτι καὶ σήμερα ὑπάρχουν παιδιὰ ποὺ ἐγκαταλείπουν τὰ πάντα καὶ πᾶνε κάτω στοὺς ἀγρίους, καὶ κηρύττουν τὸ Χριστό, καὶ θυσιάζονται. Αὐτοὶ ὅμως εἶνε λίγοι. Τρία ἑκατομμύρια ἔφυγαν ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα καὶ σκορπίσθηκαν στὰ τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντος· ἄλλος πῆγε στὴν Ἀμερική, ἄλλος στὴν Αὐστραλία, ἄλλος στὸν Καναδᾶ, ἄλλος στὴ Γερμανία, ἄλλος ἀλλοῦ. Γιατί πῆγαν; Γιὰ τὸ χρῆμα. Γιὰ τὸ Θεὸ πόσοι πῆγαν ἐκεῖ;…
Ἀλλ ̓ ἐγὼ ἐδῶ δὲν θὰ σᾶς πῶ ν ̓ ἀφήσετε τὸν τόπο σας καὶ νὰ πᾶτε μακριὰ νὰ γίνετε ἱεραπόστολοι. Σᾶς λέω κάτι ἄλλο, πιὸ εὔκολο. Δὲν μπορεῖς νὰ κάνῃς τὸ μεγάλο; Ἔ, κάνε τὸ μικρό. Ἐγὼ δὲν θὰ σᾶς πῶ νὰ σηκώσετε τὸν Ὄλυμπο· θὰ σᾶς δώσω νὰ σηκώσετε ἕνα χαλίκι. Μὴν ἀφήσῃς λοιπὸν τὸ σπίτι σου. Μεῖνε κοντὰ στὴ γυναῖκα καὶ στὰ παιδιά σου. Συνέχισε τὴ δουλειά σου. Νὰ εἶσαι ἐργατικὸς καὶ φιλότιμος· Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο δουλειά! Μυρμήγκι νὰ εἶσαι. Αὐτὸ θέλει ὁ Χριστός. Ἦλθε ὅμως Κυριακὴ καὶ κτύπησε ἡ καμπάνα; Ὁ ἦχος ἐκεῖνος εἶνε μήνυμα Κυρίου. Τὴν ὥρα ποὺ κτυπᾷ ἡ καμπάνα μᾶς καλεῖ ὁ Χριστός. «Ἀκολούθει μοι», σοῦ λέει. Ἔλα, Χριστιανέ μου, νὰ ἐκκλησιασθῇς. Δὲν σὲ καλεῖ νὰ πᾶς κάτω στοὺς ἀγρίους, γιὰ νὰ γίνῃς ἐκεῖ κήρυκας τοῦ εὐαγγελίου· δὲν σὲ καλεῖ νὰ γίνῃς παπᾶς ἢ ἱεροκήρυκας ἢ κάτι ἄλλο. Ἔλα στὴν ἐκκλησία, σοῦ λέει, ν ̓ ἀνάψῃς τὸ κερί σου καὶ νὰ σταθῇς στὴ θεία λειτουργία. Πόσο νὰ σταθῇς; Μία ὥρα! Ἀπὸ τὸ «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία» μέχρι τὸ «Δι ̓ εὐχῶν» μία ὥρα εἶνε. Ὅλη ἡ ἑβδομάδα ἔχει 168 ὧρες, καὶ ἀπὸ τὶς 168 ὧρες μία ὥρα μᾶς ζητάει ὁ Θεός· καὶ ἐμεῖς οὔτε μία ὥρα δὲν τοῦ ἀφιερώνουμε; Τόσο φύγαμε μακριὰ ἀπὸ τὸ Θεό;
Γι ̓ αὐτὸ σήμερα, ποὺ ἑορτάζουμε τὴ μνήμη τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ματθαίου καὶ θαυμάζουμε τοὺς ἥρωες ἐκείνους, ποὺ ἐγκατέλειψαν τὰ πάντα καὶ ἐργάζονται ὡς ἱεραπόστολοι στὰ διάφορα μέρη τῆς γῆς, κάνω μία ἔκκλησι σὲ ὅλους. Σᾶς παρακαλῶ, ἀφοῦ δὲν μπορεῖτε –ἢ μᾶλλον δὲν θέλετε– νὰ κάνετε τὸ μεγάλο, νὰ κάνετε τὸ μικρό. Σεῖς οἱ ἴδιοι δὲν συγκινεῖσθε καὶ δὲν ἐνδιαφέρεσθε γιὰ ἱεραποστολή. Kάποιο καλὸ παιδί σας δὲν τ ̓ ἀφήνετε νὰ γίνῃ ἱερέας. Ἔτσι φθάσαμε νὰ ἔχουμε στὴν Ἑλλάδα χίλιες θέσεις ἱερέων κενές. Τὸ παιδάκι σας θέλετε νὰ γίνῃ δικηγόρος, γιατρός, μηχανικός…, ἀλλὰ παπᾶς ὄχι. Ἕνα μικρὸ χαριτωμένο παιδάκι πήγαινε στὸ κατηχητικὸ καὶ τοῦ ἄρεσε ἡ ἐκκλησία· καὶ λέει στὸν πατέρα του· –Ἐγὼ θέλω νὰ γίνω παπᾶς. –Ἂν τὸ ξαναπῇς, τοῦ εἶπε, θὰ σὲ σκοτώσω!…
Λοιπόν; Τὸ ἕνα δὲν τὸ κάνετε, τὸ ἄλλο δὲν τὸ κάνετε, τί Χριστιανοὶ εἶσθε; Ἐλᾶτε τουλάχιστον τὴν Κυριακὴ μία ὥρα στὴν ἐκκλησία, γιὰ νὰ ἔχετε τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ φωτισθῆτε· ἀμήν.