Δὲν μπορεῖς τὸ μεγάλο; Κάνε τὸ μικρό!

επ. Αυγουστίνου Καντιώτη

by admin

Ἐάν, ἀγα­πη­τοί μου, σᾶς πῇ κάποιος, ὅτι ἕνας λύκος ἔγι­νε ἀρνί, ποιὸς θὰ τὸ πιστεύ­σῃ; Κανείς. Διό­τι ὁ λύκος τρώ­ει ἀρνιά. Γεν­νᾶ­ται λύκος καὶ λύκος πεθαί­νει. Ὁ λαός μας λέει· «ὁ λύκος τρί­χα ἀλλά­ζει, ἀλλὰ τὴ γνώ­μη (=τὸ νοῦ) δὲν τὸν ἀλλά­ζει», μένει λύκος. Αὐτὸ ὅμως ποὺ δὲν συμ­βαί­νει στὸ φυσι­κὸ κόσμο, συμ­βαί­νει στὸν πνευ­μα­τι­κὸ καὶ ἠθι­κὸ κόσμο. Θέλω δηλα­δὴ νὰ πῶ, ὅτι ὑπάρ­χουν ἄνθρω­ποι γεμά­τοι κακί­ες καὶ ἐλατ­τώ­μα­τα, ποὺ εἶνε σὰν ἄγρια θηρία, καὶ ὅμως αὐτοὶ μπο­ρεῖ ν ̓ ἀλλά­ξουν, νὰ γίνουν καλοί, νὰ γίνουν ἅγιοι. Ἕνας λύκος μπο­ρεῖ νὰ γίνῃ ἀρνί· αὐτὸ μᾶς λέει σήμε­ρα τὸ εὐαγ­γέ­λιο (βλ. Ματθ. 9:9–13).

Γιά νὰ δοῦ­με, πῶς γίνον­ται αὐτὰ τὰ θαυ­μα­στὰ πράγ­μα­τα;

* * *

Στὴν ἐπο­χὴ τοῦ Xρι­στοῦ ὑπῆρ­χαν ὡρι­σμέ­νοι ἄνθρω­ποι ποὺ τοὺς ἔλε­γαν τελῶ­νες, διό­τι τὸ ἐπάγ­γελ­μά τους ἦταν τέτοιο. Εἰσέ­πρατ­ταν τοὺς φόρους τοῦ δημο­σί­ου. Ἀλλὰ στὴν εἴσπρα­ξι ἔκα­ναν ἀδι­κί­ες. Δὲν εἰσέ­πρατ­ταν τὰ νόμι­μα. Ἐκεῖ ποὺ ἔπρε­πε νὰ εἰσπρά­ξουν 100 δραχ­μές, εἰσέ­πρατ­ταν 200. Τὶς 100 τὶς ἔδι­ναν στὸ δημό­σιο, τὶς ἄλλες 100 τὶς ἔβα­ζαν στὴν τσέ­πη τους. Ἔτσι αὐτοί, κλέ­βον­τας τὸ λαό, κατώρ­θω­ναν νὰ κάνουν τερά­στιες περιου­σί­ες, νὰ κτί­σουν σπί­τια καὶ μέγα­ρα, καὶ νὰ ζοῦν μὲ πολυ­τέ­λεια μεγι­στά­νων.

Ἦταν εὐτυ­χεῖς; Ὄχι. Διό­τι ὁ κόσμος τοὺς ἤξε­ρε καὶ δὲν τοὺς ἀγα­ποῦ­σε. Ὅλοι τοὺς μισοῦ­σαν. Τελώ­νης = ἁμαρ­τω­λός, τελώ­νης = κλέ­πτης, τελώ­νης = λύκος τῆς κοι­νω­νί­ας.

Ἕνας ἀπὸ τοὺς τελῶ­νες αὐτοὺς ἦταν καὶ ὁ ἅγιος Ματ­θαῖ­ος ποὺ ἑορ­τά­ζου­με σήμε­ρα. Ἄλλα­ξε ὅμως· ἀπὸ τελώ­νης ἔγι­νε εὐαγ­γε­λι­στής, ἀπὸ κάρ­βου­νο ἔγι­νε δια­μάν­τι, ἀπὸ κόρα­κας ἔγι­νε περι­στέ­ρι, ἀπὸ λύκος ἔγι­νε ἀρνί. Ποιὸς τὸν ἄλλα­ξε καὶ πῶς; Ἀκοῦ­στε.

Ὁ Ματ­θαῖ­ος βρι­σκό­ταν στὸ τελω­νεῖο. Ὅπως ἡ ἀρά­χνη στή­νει τὸ δίκτυ της καὶ περι­μέ­νει ν’ ἁρπά­ξῃ διά­φο­ρα ζῳύ­φια, ἔτσι καὶ αὐτὸς περί­με­νε ἐκεῖ ν’ ἁρπά­ξῃ ἀνθρώ­πους καὶ νὰ τοὺς λῃστεύ­σῃ. Ἀλλὰ μία μέρα πέρα­σε κάποιος, ποὺ ἄλλος σὰν αὐτὸν δὲν ὑπάρ­χει, κάποιος ποὺ κάνει θαύ­μα­τα. Τὸ ὄνο­μά του εἶνε τὸ γλυ­κύ­τε­ρο στὸν κόσμο. Ὁ Χρι­στός!

Ὁ Χρι­στὸς κοί­τα­ξε τὸ Ματ­θαῖο καὶ ὡς καρ­διο­γνώ­στης Θεὸς εἶδε, ὅτι στὸ βάθος τῆς ἁμαρ­τω­λῆς αὐτῆς ὑπάρ­ξε­ως ὑπῆρ­χε κάποιο καλὸ σπέρ­μα, μία καλὴ διά­θε­σι, μία σπί­θα. Διό­τι πρέ­πει νὰ ξέρου­με, ὅτι καὶ ὁ πιὸ ἅγιος ἄνθρω­πος ἔχει κάποιο ἐλάτ­τω­μα, ἀλλὰ καὶ ὁ πιὸ ἁμαρ­τω­λὸς ἔχει κάτι καλὸ μέσα του· καὶ ἂν αὐτὸ τὸ καλὸ κατορ­θώ­σου­με νὰ τὸ καλ­λιερ­γή­σου­με, τότε ὁ κακὸς ἄνθρω­πος γίνε­ται καλός.

Εἶδε λοι­πὸν ὁ Χρι­στός, ὅτι στὰ βάθη του ἔκρυ­βε μία σπί­θα. Καὶ ὅπως ἀπὸ μία σπί­θα ἀνά­βεις φωτιά, ἔτσι ὁ Χρι­στὸς ἀπὸ τὴ σπί­θα αὐτὴ ἄνα­ψε ἁγία φωτιὰ στὴν καρ­διὰ τοῦ Ματ­θαί­ου, ποὺ ἔκαυ­σε ὅλο τὸ δάσος τῆς ἁμαρ­τί­ας. Τὸν κοί­τα­ξε καὶ τοῦ εἶπε δύο λέξεις· «Ἀκο­λού­θει μοι» (Ματθ. 9:9). Ἄφη­σε τὸ τελω­νεῖο καὶ ἔλα μαζί μου· καὶ ἐγὼ θὰ σοῦ ἀνα­θέ­σω ἄλλη ἀπο­στο­λή. Καὶ ὁ τελώ­νης, χωρὶς ἀντιρ­ρή­σεις, ἀκο­λού­θη­σε ἀμέ­σως τὸ Χρι­στό. Ἡ χαρά του ἦταν πολὺ μεγά­λη.

Γιὰ νὰ πανη­γυ­ρί­σῃ τὸ γεγο­νός, ἔκα­νε τρα­πέ­ζι στοὺς συνα­δέλ­φους του καὶ ἄλλο κόσμο. Στὸ τρα­πέ­ζι ἦταν καὶ ὁ Χρι­στὸς μὲ τοὺς μαθη­τάς του. Οἱ φαρι­σαῖ­οι, ὅταν εἶδαν τὸ Χρι­στὸ μαζὶ μὲ τοὺς τελῶ­νες, τὸν κατη­γό­ρη­σαν. Γιὰ δεῖ­τε, εἶπαν, μὲ ποιοὺς συνα­να­στρέ­φε­ται… Καὶ ὁ Χρι­στὸς τοὺς ἀπάν­τη­σε μὲ τοὺς ἑξῆς λόγους.

Ὅποιος εἶνε καλά, δὲν χρειά­ζε­ται για­τρό. Στὸ για­τρὸ πάει ὁ ἄρρω­στος. Καὶ ἐγὼ ἦλθα γιὰ τοὺς ἀρρώ­στους. Οἱ ἄρρω­στοι ἔρχον­ται σ’ ἐμέ­να. «Οὐ γὰρ ἦλθον καλέ­σαι δικαί­ους, ἀλλὰ ἁμαρ­τω­λοὺς εἰς μετά­νοιαν» (Ματθ. 9:13).

Ἀπὸ τὴν ἡμέ­ρα ἐκεί­νη ὁ Ματ­θαῖ­ος ἔμει­νε πιὰ κον­τὰ στὸ Χρι­στό. Ὅπως τὸ ἀρνὶ ἀκο­λου­θεῖ τὸ βοσκό, ἔτσι καὶ ὁ Ματ­θαῖ­ος τὸ Χρι­στό. Κον­τά του ἦταν ὅταν ἐκεῖ­νος στὴν ἔρη­μο εὐλό­γη­σε τοὺς ἄρτους καὶ χόρ­τα­σε τὸν κόσμο. Κον­τά του ὅταν περ­πα­τοῦ­σε πάνω στὰ κύμα­τα. Κον­τά του ὅταν θερά­πευε τοὺς ἀρρώ­στους. Κον­τά του τὴ νύκτα τῆς Μεγά­λης Πέμ­πτης, ὅταν τέλε­σε τὸ Μυστι­κὸ Δεῖ­πνο καὶ εἶπε τὸ «Λάβε­τε φάγε­τε…» (Ματθ. 26:26). Κον­τά του τὴν ἡμέ­ρα τῆς Ἀνα­στά­σε­ως, ὅταν ἔφε­ρε τὸ χαρ­μό­συ­νο μήνυ­μα. Κον­τά του ὅταν ἀνε­λή­φθη στοὺς οὐρα­νούς. Καὶ στὸ ὑπε­ρῷο τῆς Πεν­τη­κο­στῆς ἦταν πάλι ἐκεῖ. Μετά, ὅταν οἱ μαθη­ταὶ σκόρ­πι­σαν σὲ διά­φο­ρα μέρη γιὰ νὰ κηρύ­ξουν, ὁ Ματ­θαῖ­ος πῆρε τὸ ραβδί του καὶ πῆγε μακριά, μέσα σὲ ἀγρί­ους ἀνθρώ­πους, καὶ κήρυ­ξε τὸ Χρι­στὸ καὶ τὸ εὐαγ­γέ­λιο, καὶ εἶχε μαρ­τυ­ρι­κὸ τέλος διὰ πυρός.

* * *

Θέλω, ἀγα­πη­τοί μου, νὰ προ­σέ­ξε­τε ἕνα σημεῖο, ἐκεῖ ποὺ ὁ Χρι­στὸς τοῦ εἶπε· «Ἀκο­λού­θει μοι». Δύο λέξεις τοῦ εἶπε, καὶ αὐτὸς τ ̓ ἄφη­σε ὅλα· καὶ τελω­νεῖο, καὶ σπί­τια, καὶ λεφτά, καὶ περιου­σία, καὶ φίλους, τὰ πάν­τα, καὶ ἀκο­λού­θη­σε τὸ Χρι­στό.

Ποιὸς τὸ κάνει σήμε­ρα αὐτό; Τὸ θεω­ρεῖ­τε εὔκο­λο; Γιὰ φαν­τα­σθῆ­τε νὰ ἐρχό­ταν πάλι ὁ Χρι­στὸς καὶ νὰ πήγαι­νε στὸ γεωρ­γὸ τὴν ὥρα ποὺ ὁδη­γεῖ τὸ τρα­κτέρ, στὸν ψαρᾶ τὴν ὥρα ποὺ ρίχνει τὸ δίκτυ, στὸν ἐργά­τη, στὸν ὑπάλ­λη­λο, στὸν πλού­σιο, στὸν ἔμπο­ρο, στὸ νομάρ­χη, στὸ δήμαρ­χο, στὸν ὑπουρ­γό. Νὰ πήγαι­νε καὶ νὰ ἔλε­γε· Ἔλα μαζί μου καὶ ἄφη­σέ τα αὐτά. Ποιὸς ἀπ ̓ αὐτοὺς θ’ ἀκο­λου­θοῦ­σε τὸ Χρι­στό; Σήμε­ρα εἶνε ἐπο­χὴ τοῦ χρή­μα­τος. Οἱ ἄνθρω­ποι ψοφοῦν γιὰ λεφτά. Χωρὶς λεφτὰ δὲν κάνουν τίπο­τε.

Ἀλλὰ ὁ Ματ­θαῖ­ος δού­λευ­σε χωρὶς λεφτά. Ἤμουν σ ̓ ἕνα χωριὸ ποὺ δὲν εἶχε παπᾶ. Παρε­κά­λε­σα τὸν πρό­ε­δρο· –Βρῆ­τε ἕνα, εἴτε βοσκὸ εἴτε γεωρ­γό, νὰ τὸν κάνου­με ἱερέα, νὰ κτυ­πᾷ ἡ καμ­πά­να τὴν Κυρια­κή… Κανεὶς δὲν βρέ­θη­κε. Μόνο ἕνας αὐθά­δης μοῦ εἶπε· –Ἂν μᾶς δώσῃς, δεσπό­τη, τόσα τὸ μῆνα, γινό­μα­στε ὅλοι παπᾶ­δες. –Δὲν σᾶς χρειά­ζο­μαι, τοῦ λέω.

Καὶ ὅμως νὰ ξέρε­τε, ὅτι καὶ σήμε­ρα ὑπάρ­χουν παι­διὰ ποὺ ἐγκα­τα­λεί­πουν τὰ πάν­τα καὶ πᾶνε κάτω στοὺς ἀγρί­ους, καὶ κηρύτ­τουν τὸ Χρι­στό, καὶ θυσιά­ζον­ται. Αὐτοὶ ὅμως εἶνε λίγοι. Τρία ἑκα­τομ­μύ­ρια ἔφυ­γαν ἀπὸ τὴν Ἑλλά­δα καὶ σκορ­πί­σθη­καν στὰ τέσ­σε­ρα σημεῖα τοῦ ὁρί­ζον­τος· ἄλλος πῆγε στὴν Ἀμε­ρι­κή, ἄλλος στὴν Αὐστρα­λία, ἄλλος στὸν Κανα­δᾶ, ἄλλος στὴ Γερ­μα­νία, ἄλλος ἀλλοῦ. Για­τί πῆγαν; Γιὰ τὸ χρῆ­μα. Γιὰ τὸ Θεὸ πόσοι πῆγαν ἐκεῖ;…

Ἀλλ ̓ ἐγὼ ἐδῶ δὲν θὰ σᾶς πῶ ν ̓ ἀφή­σε­τε τὸν τόπο σας καὶ νὰ πᾶτε μακριὰ νὰ γίνε­τε ἱερα­πό­στο­λοι. Σᾶς λέω κάτι ἄλλο, πιὸ εὔκο­λο. Δὲν μπο­ρεῖς νὰ κάνῃς τὸ μεγά­λο; Ἔ, κάνε τὸ μικρό. Ἐγὼ δὲν θὰ σᾶς πῶ νὰ σηκώ­σε­τε τὸν Ὄλυμ­πο· θὰ σᾶς δώσω νὰ σηκώ­σε­τε ἕνα χαλί­κι. Μὴν ἀφή­σῃς λοι­πὸν τὸ σπί­τι σου. Μεῖ­νε κον­τὰ στὴ γυναῖ­κα καὶ στὰ παι­διά σου. Συνέ­χι­σε τὴ δου­λειά σου. Νὰ εἶσαι ἐργα­τι­κὸς καὶ φιλό­τι­μος· Δευ­τέ­ρα, Τρί­τη, Τετάρ­τη, Πέμ­πτη, Παρα­σκευή, Σάβ­βα­το δου­λειά! Μυρ­μήγ­κι νὰ εἶσαι. Αὐτὸ θέλει ὁ Χρι­στός. Ἦλθε ὅμως Κυρια­κὴ καὶ κτύ­πη­σε ἡ καμ­πά­να; Ὁ ἦχος ἐκεῖ­νος εἶνε μήνυ­μα Κυρί­ου. Τὴν ὥρα ποὺ κτυ­πᾷ ἡ καμ­πά­να μᾶς καλεῖ ὁ Χρι­στός. «Ἀκο­λού­θει μοι», σοῦ λέει. Ἔλα, Χρι­στια­νέ μου, νὰ ἐκκλη­σια­σθῇς. Δὲν σὲ καλεῖ νὰ πᾶς κάτω στοὺς ἀγρί­ους, γιὰ νὰ γίνῃς ἐκεῖ κήρυ­κας τοῦ εὐαγ­γε­λί­ου· δὲν σὲ καλεῖ νὰ γίνῃς παπᾶς ἢ ἱερο­κή­ρυ­κας ἢ κάτι ἄλλο. Ἔλα στὴν ἐκκλη­σία, σοῦ λέει, ν ̓ ἀνά­ψῃς τὸ κερί σου καὶ νὰ στα­θῇς στὴ θεία λει­τουρ­γία. Πόσο νὰ στα­θῇς; Μία ὥρα! Ἀπὸ τὸ «Εὐλο­γη­μέ­νη ἡ βασι­λεία» μέχρι τὸ «Δι ̓ εὐχῶν» μία ὥρα εἶνε. Ὅλη ἡ ἑβδο­μά­δα ἔχει 168 ὧρες, καὶ ἀπὸ τὶς 168 ὧρες μία ὥρα μᾶς ζητά­ει ὁ Θεός· καὶ ἐμεῖς οὔτε μία ὥρα δὲν τοῦ ἀφιε­ρώ­νου­με; Τόσο φύγα­με μακριὰ ἀπὸ τὸ Θεό;

Γι ̓ αὐτὸ σήμε­ρα, ποὺ ἑορ­τά­ζου­με τὴ μνή­μη τοῦ εὐαγ­γε­λι­στοῦ Ματ­θαί­ου καὶ θαυ­μά­ζου­με τοὺς ἥρω­ες ἐκεί­νους, ποὺ ἐγκα­τέ­λει­ψαν τὰ πάν­τα καὶ ἐργά­ζον­ται ὡς ἱερα­πό­στο­λοι στὰ διά­φο­ρα μέρη τῆς γῆς, κάνω μία ἔκκλη­σι σὲ ὅλους. Σᾶς παρα­κα­λῶ, ἀφοῦ δὲν μπο­ρεῖ­τε –ἢ μᾶλ­λον δὲν θέλε­τε– νὰ κάνε­τε τὸ μεγά­λο, νὰ κάνε­τε τὸ μικρό. Σεῖς οἱ ἴδιοι δὲν συγ­κι­νεῖ­σθε καὶ δὲν ἐνδια­φέ­ρε­σθε γιὰ ἱερα­πο­στο­λή. Kάποιο καλὸ παι­δί σας δὲν τ ̓ ἀφή­νε­τε νὰ γίνῃ ἱερέ­ας. Ἔτσι φθά­σα­με νὰ ἔχου­με στὴν Ἑλλά­δα χίλιες θέσεις ἱερέ­ων κενές. Τὸ παι­δά­κι σας θέλε­τε νὰ γίνῃ δικη­γό­ρος, για­τρός, μηχα­νι­κός…, ἀλλὰ παπᾶς ὄχι. Ἕνα μικρὸ χαρι­τω­μέ­νο παι­δά­κι πήγαι­νε στὸ κατη­χη­τι­κὸ καὶ τοῦ ἄρε­σε ἡ ἐκκλη­σία· καὶ λέει στὸν πατέ­ρα του· –Ἐγὼ θέλω νὰ γίνω παπᾶς. –Ἂν τὸ ξανα­πῇς, τοῦ εἶπε, θὰ σὲ σκο­τώ­σω!…

Λοι­πόν; Τὸ ἕνα δὲν τὸ κάνε­τε, τὸ ἄλλο δὲν τὸ κάνε­τε, τί Χρι­στια­νοὶ εἶσθε; Ἐλᾶ­τε του­λά­χι­στον τὴν Κυρια­κὴ μία ὥρα στὴν ἐκκλη­σία, γιὰ νὰ ἔχε­τε τὴν εὐλο­γία τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ φωτι­σθῆ­τε· ἀμήν.

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek