Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ

30 ΜΑΡΤΙΟΥ - 5 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2025

by admin

π. Δημη­τρί­ου Μπό­κου

Στὴν καρ­διὰ τῆς ἐκκλη­σια­στι­κῆς ἀσκη­τι­κῆς παρά­δο­σης χτυ­πά­ει ἡ περί­φη­μη «Κλί­μα­κα». Κορυ­φαῖο βιβλίο ἀνα­φο­ρᾶς γιὰ τὴν ὀρθό­δο­ξη πνευ­μα­τι­κό­τη­τα, ἀξε­πέ­ρα­στο ἐδῶ καὶ χίλια πεν­τα­κό­σια χρό­νια, γραμ­μέ­νο ἀπὸ ἕναν ἀσκη­τή-ὁρό­ση­μο, τὸν ἅγιο Ἰωάν­νη ἡγού­με­νο τοῦ Σινᾶ. Εἶναι τόσο σπου­δαία ἡ μορ­φή του καὶ ἡ πνευ­μα­τι­κή του σοφία ποὺ μὲ χαρι­σμα­τι­κὸ τρό­πο ἀπο­τυ­πώ­νε­ται στὸ ἐν λόγῳ σύγ­γραμ­μά του, ποὺ ἡ Ἐκκλη­σία τὸν προ­βάλ­λει ἐν μέσῳ τῆς Μεγά­λης Σαρα­κο­στῆς σὰν δια­χρο­νι­κὸ πρό­τυ­πο πνευ­μα­τι­κῆς ζωῆς (Κυρια­κὴ Δ΄ Νηστειῶν).

Ἀπὸ τὸν ἕκτο αἰώ­να καὶ μετὰ λοι­πὸν ὁ ἅγιος Ἰωάν­νης μὲ τὰ ζωο­ποιά του νάμα­τα, «ὡς πηγὴ ἀνε­ξάν­τλη­τος, ἀντλου­μέ­νη» συνε­χῶς καὶ «χεο­μέ­νη», ἀλλὰ παρα­μέ­νου­σα ἐσα­εὶ «ἀδα­πά­νη­τος», ποτί­ζει καὶ αὐξά­νει πνευ­μα­τι­κὰ τὰ τέκνα τῆς Ἐκκλη­σί­ας. Ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς Σαρα­κο­στῆς στὶς ἱερὲς μονὲς ἀρχί­ζει ἡ καθη­με­ρι­νὴ ἀνά­γνω­ση τῆς «Κλί­μα­κος». Δια­βά­ζου­με στὸ βιβλίο τοῦ Τριω­δί­ου ἤδη ἀπὸ τὴν Καθα­ρὰ Δευ­τέ­ρα, τὴν πρώ­τη μέρα τῆς νηστεί­ας: «Καὶ εὐθὺς ἀνα­γι­γνώ­σκο­μεν εἰς τὴν Κλί­μα­κα». Καὶ λίγο παρα­κά­τω: «Εἶτα γίνε­ται ἀνά­γνω­σις εἰς τὴν Κλί­μα­κα». Τὸ βιβλίο σήμε­ρα εἶναι ἤδη μετα­φρα­σμέ­νο σὲ γλώσ­σα ἁπλὴ καὶ μπο­ρεῖ καὶ πρέ­πει ὁ κάθε Χρι­στια­νὸς νὰ τὸ κάνει καθη­με­ρι­νὸ πνευ­μα­τι­κό του ἐντρύ­φη­μα.

Ἂς παρα­θέ­σου­με ὅμως καὶ κάποιο πολύ­τι­μο μαρ­γα­ρι­τά­ρι ἀπὸ τὸν ἀκέ­νω­το αὐτὸν θησαυ­ρό. Ἀνα­φε­ρό­με­νος στὴ μετά­νοια καὶ τὴν ἐξο­μο­λό­γη­ση ὁ ἅγιος Ἰωάν­νης, στέ­κε­ται στὸ λεπτὸ σημεῖο τῆς ντρο­πῆς ποὺ μᾶς κυριεύ­ει, ὅταν πρό­κει­ται νὰ φανε­ρώ­σου­με τὰ ἁμαρ­τή­μα­τά μας στὸν πνευ­μα­τι­κό. Αὐτὸ προ­έρ­χε­ται, λέει, ἀπὸ τὴν ὑπε­ρη­φά­νεια καὶ τὴν ἀλα­ζο­νεία μας. Καὶ τί κάνου­με; Παρου­σιά­ζου­με τὰ ἁμαρ­τή­μα­τά μας μὲ πλά­γιο τρό­πο, σὰν νὰ τὰ ἔπρα­ξε τρί­το πρό­σω­πο. Λέμε δηλα­δή: Πάτερ, τί πρέ­πει νὰ κάνει κάποιος, ἂν πέσει στὸ τάδε ἁμάρ­τη­μα; Ὅμως εἶναι ἀδύ­να­το νὰ ξεφύ­γου­με ἀπὸ τὴν ἀπέ­ραν­τη ἐκεί­νη αἰσχύ­νη (τῆς τελι­κῆς κρί­σης καὶ τῆς αἰώ­νιας κόλα­σης), ἂν δὲν κατα­φρο­νή­σου­με τώρα ἐδῶ τὴν (προ­σω­ρι­νή) αἰσχύ­νη τῆς ἐξο­μο­λό­γη­σης.

Γύμνω­νε, λοι­πόν, γύμνω­νε φανε­ρὰ στὸν ἰατρὸ τὰ ψυχι­κά σου σφάλ­μα­τα. «Εἰπὲ καὶ μὴ αἰσχυν­θῆς, ἐμὸν τὸ τραῦ­μα, πάτερ, ἐμὴ ἡ πλη­γή». Ἀπὸ τὴ δική μου ραθυ­μία προ­κλή­θη­κε, ὄχι ἀπὸ ἄλλη αἰτία. Κανέ­νας ἄλλος δὲν φταί­ει γι’ αὐτήν, οὔτε ἄνθρω­πος, οὔτε σατα­νᾶς, οὔτε ἡ ἴδια ἡ σάρ­κα, οὔτε κάτι ἄλλο, «ἀλλ’ ἡ ἐμὴ ἀμέ­λεια». «Καὶ ἐξο­μο­λο­γού­με­νος, ὡς κατά­δι­κος γίνου» μὲ κάθε τρό­πο, «τῷ ἤθει, τῷ εἴδει καὶ τῷ λογι­σμῷ». Μὲ τὴ συμ­πε­ρι­φο­ρά, μὲ τὴν ἐμφά­νι­ση, μὲ τὸν λογι­σμό σου. Στά­σου μπρὸς στὸν πνευ­μα­τι­κὸ «εἰς γῆν νενευ­κώς», σκυ­φτός, βρέ­χον­τας τὰ πόδια του, εἰ δυνα­τόν, μὲ δάκρυα, σὰν νὰ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χρι­στός.

Ὁ διά­βο­λος μᾶς ὑπο­βάλ­λει σὲ τρεῖς πει­ρα­σμοὺς σὲ σχέ­ση μὲ τὴν ἐξο­μο­λό­γη­ση:

(α). Ἢ μᾶς ἀπο­τρέ­πει τελεί­ως ἀπὸ αὐτήν, νὰ μὴν ἐξο­μο­λο­γού­μα­στε καθό­λου.

(β). Ἢ νὰ ἐξο­μο­λο­γού­μα­στε ἀνα­φε­ρό­με­νοι σὲ τρί­το πρό­σω­πο, σὰν νὰ ἁμάρ­τη­σε κάποιος ἄλλος καὶ ὄχι ἐμεῖς.

(γ). Ἢ νὰ ἐξο­μο­λο­γού­μα­στε μέν, νὰ ρίχνου­με ὅμως σὲ ἄλλους τὸ φταί­ξι­μο γιὰ τὶς δικές μας ἁμαρ­τί­ες.

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek