Η ΑΝΑΒΑΣΗ ΤΟΥ ΖΑΚΧΑΙΟΥ

26 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ - 1 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2025

by admin

π. Δημη­τρί­ου Μπό­κου

Ὁ Ζακ­χαῖ­ος, ἀρχι­τε­λώ­νης τῆς Ἱερι­χοῦς, πλού­σιος ἀπὸ τὴν ἀνε­ξέ­λεγ­κτη αὐθαι­ρε­σία τοῦ ἐπαγ­γέλ­μα­τός του, ἄκου­σε γιὰ τὸν Χρι­στὸ καὶ φαί­νε­ται πὼς ἄρχι­σε νὰ προ­βλη­μα­τί­ζε­ται. Ἔτσι, ὅταν ὁ Χρι­στὸς πέρα­σε ἀπὸ τὴν Ἱερι­χώ, ὁ Ζακ­χαῖ­ος ἔσπευ­σε νὰ τὸν δεῖ. Λόγῳ τῆς πολυ­κο­σμί­ας καὶ ἐπει­δὴ ἦταν κον­τὸς στὸ ἀνά­στη­μα, γιὰ νὰ μπο­ρέ­σει νὰ δεῖ τὸν Χρι­στό, ἀνέ­βη­κε σὲ μιὰ συκο­μου­ριά. Ὁ Χρι­στὸς τὸν προ­σφώ­νη­σε μὲ τὸ ὄνο­μά του καὶ τοῦ εἶπε νὰ κατε­βεῖ γρή­γο­ρα ἀπὸ τὸ δέν­τρο, ἐπει­δὴ σκό­πευε νὰ φιλο­ξε­νη­θεῖ στὸ σπί­τι του (Κυρια­κὴ ΙΕ΄ Λου­κᾶ).

Στὴν προ­σπά­θειά του νὰ δεῖ τὸν Χρι­στό, ὁ Ζακ­χαῖ­ος κατά­λα­βε μερι­κὰ πράγ­μα­τα, ποὺ μέχρι τότε δὲν τὸν εἶχαν ἀπα­σχο­λή­σει καὶ πολύ. Κατά­λα­βε ὅτι ἦταν πολὺ κον­τός. Τὸ ἀνά­στη­μά του δὲν τοῦ ἐπέ­τρε­πε νὰ φτά­σει στὴ θέα τοῦ Χρι­στοῦ. Εἶχε μάθει νὰ κινεῖ­ται καλὰ στὰ χαμη­λά. Νὰ ἰσορ­ρο­πεῖ στα­θε­ρὰ μὲ τὰ πόδια του στε­ρε­ω­μέ­να γερὰ πάνω στὴ γῆ. Μὰ ὅταν χρειά­στη­κε νὰ κοι­τά­ξει ψηλό­τε­ρα, τὰ πόδια του, συνη­θι­σμέ­να νὰ περ­πα­τοῦν μὲ σιγου­ριὰ στοὺς ἐπί­γειους (για­τί ὄχι καὶ ὑπό­γειους;) δρό­μους, ἀπο­δεί­χτη­καν πολὺ κον­τά. Ποιὸ ἦταν τὸ στα­θε­ρὸ ὑπό­βα­θρο ποὺ ἔδι­νε αἴσθη­ση σιγου­ριᾶς καὶ ἀσφά­λειας στὸν Ζακ­χαῖο; Ὁ πλοῦ­τος του.

Πάνω του εἶχε στη­ρί­ξει μέχρι τότε τὴ ζωή του. Ἦταν τὸ εἴδω­λό του. Ὁ θεός του. Τὸν λάτρευε. Δὲν εἶχε εἰπω­θεῖ ἀκό­μα ἀπὸ τὸν ἀπό­στο­λο Παῦ­λο, ὅτι μιὰ τέτοια ἀγά­πη στὸν πλοῦ­το εἶναι εἰδω­λο­λα­τρία (Κολ. 3, 5). Ἀπα­τή­θη­κε ἀπὸ τὸ δέλε­αρ καὶ τὴ λάμ­ψη του. Δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ δια­κρί­νει ὅτι πίσω ἀπὸ τὸ θελ­κτι­κὸ προ­σω­πεῖο τοῦ πλού­του κρυ­βό­ταν θανά­σι­μος κίν­δυ­νος. Πει­ρα­σμὸς καὶ παγί­δα καὶ ἐπι­θυ­μί­ες πολ­λές, ἀνόη­τες καὶ βλα­βε­ρές. Ὅλα ὅσα βυθί­ζουν τὸν ἄνθρω­πο «εἰς ὄλε­θρον καὶ ἀπώ­λειαν» (Α΄ Τιμ. 6, 9). Σ’ αὐτὴν τὴν παγί­δα ἔπε­σε ἀκρι­βῶς καὶ ὁ Ζακ­χαῖ­ος.

Μὰ εὐτυ­χῶς γι’ αὐτόν, δὲν εἶχε φτά­σει σὲ πλή­ρη πώρω­ση. Κάτι μέσα του τὸν ἐνο­χλοῦ­σε ἀκό­μα. Ἡ καρ­διά του δὲν ἀνα­παυό­ταν ἐντε­λῶς στὶς πλα­νε­ρές, γλυ­κό­λο­γες ὑπο­σχέ­σεις τοῦ πλού­του. Κάτι τοῦ ἔλει­πε. Δὲν εἶχε τὴν ποθού­με­νη πλη­ρό­τη­τα. Μπο­ροῦ­σε νὰ ἀγο­ρά­σει πολ­λὰ μὲ τὸ χρῆ­μα, ὄχι ὅμως εὐτυ­χία καὶ ἀγά­πη. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅταν ἄκου­σε γιὰ τὸν Χρι­στό, κάτι σκίρ­τη­σε μέσα του. Ἐδῶ ὑπάρ­χει κάτι δια­φο­ρε­τι­κό, σκέ­φθη­κε. Καὶ πρέ­πει νὰ τὸ γνω­ρί­σω ὁπωσ­δή­πο­τε.

Μὰ τότε εἶδε πὼς τὰ πόδια του, μαθη­μέ­να νὰ πατοῦν μόνο στὴ γῆ, δὲν ἦταν ἱκα­νὰ νὰ τὸν ἀνυ­ψώ­σουν ψηλά. Χρεια­ζό­ταν κάτι νὰ τὸν ξεκολ­λή­σει ἀπὸ τὰ γήι­να, ἀπὸ τὴν εἰδω­λι­κὴ λατρεία τοῦ πλού­του. Γιὰ νὰ δεῖ τὸν Χρι­στό, ἔπρε­πε νὰ ἀνε­βεῖ σὲ δέν­τρο, σὲ τόπο ψηλό, νὰ ὑψω­θεῖ πάνω ἀπὸ τὴ γῆ. «Ἐν ὑπε­ρώῳ τόπω, ἐν ᾧ νοῦς ἐνί­δρυ­ται». Νὰ ὑψώ­σει τὸν νοῦ του σὲ ὑψη­λό­τε­ρα δια­νο­ή­μα­τα. Νὰ τὸν φέρει σὲ «ἀνώ­γαιον μέγα ἐστρω­μέ­νον» μὲ ἔννοιες πνευ­μα­τι­κὲς (Μάρκ. 14, 15).

Στὴν καλὴ αὐτὴ προ­αί­ρε­ση τοῦ Ζακ­χαί­ου τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα βρῆ­κε τὴ ρωγ­μὴ ποὺ ἔψα­χνε γιὰ νὰ εἰσέλ­θει στὴν ψυχή του. Ἐπει­δὴ «τὸ μυστή­ριον τοῦ Χρι­στοῦ ἀπο­κα­λύ­πτε­ται στὸ ἀνθρώ­πι­νο πνεῦ­μα μόνον διὰ τοῦ Ἁγί­ου Πνεύ­μα­τος. Αὐτὸ ἀπο­τε­λεῖ ἕναν ἀμε­τά­βλη­το εὐαγ­γε­λι­κὸ κανό­να τῆς χρι­στο­γνω­σί­ας, ὁ ὁποῖ­ος ἰσχύ­ει γιὰ ὅλους τοὺς Ἀπο­στό­λους, τοὺς Προ­φῆ­τες καὶ τοὺς ἀνθρώ­πους ὅλων τῶν ἐπο­χῶν» (ἅγ. Ἰου­στῖ­νος Πόπο­βιτς, Δογ­μα­τι­κή, σ. 153).

Συνε­πῶς…

Γιὰ νὰ γνω­ρί­σει ὁ Ζακ­χαῖ­ος τὸν Χρι­στό, ἔπρε­πε νὰ ἀνε­βεῖ ψηλά, νὰ ἀφή­σει κάτω τὴ φιλό­ϋ­λη χοϊ­κὴ διά­θε­ση.

Καὶ μὲ τὸν φωτι­σμὸ τοῦ Ἁγί­ου Πνεύ­μα­τος, τὸ ἔπρα­ξε μὲ ἀξιο­μί­μη­τη συνέ­πεια.

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek