«Αἰσχύνθητι, Σιδών, εἶπεν ἡ θάλασσα» (Ἡσ. 23:4)
Ὁ ἄνθρωπος, ἀγαπητοί μου, πρέπει νὰ εἶνε ἐπιμελής, ἐργατικὸς καὶ δραστήριος στὸ ἔργο του. Τὸ «ἐργάζεσθε» εἶνε θεία ἐντολή, ἡ ὁποία δόθηκε στὸν ἄνθρωπο, ὅταν ἀκόμη αὐτὸς βρισκόταν στὸν παράδεισο. Καὶ ἐνῷ ἡ ἐργασία ἐπαινεῖται καὶ στὴν Παλαιὰ καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη, καὶ πασίγνωστο εἶνε τὸ ρητὸ τοῦ ἀποστόλου Παύλου, «Εἴ τις οὐ θέλει ἐργάζεσθαι, μηδὲ ἐσθιέτω» (Β ́ Θεσ. 3:10), ἀντιθέτως ἡ ὀκνηρία ἐλέγχεται ὡς κατάστασι ἔξω τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ. Πρὸς ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος δὲν θέλει νὰ ἐργασθῇ γιὰ νὰ πορισθῇ τὰ πρὸς τὸ ζῆν, ἀλλὰ σὰν κηφήνας ζῇ σὲ βάρος τῶν ἄλλων, ἀπευθυνόμενος ὁ θεόπνευστος συγγραφεὺς τῶν Παροιμιῶν λέγει: «Ἴθι πρὸς τὸν μύρμηκα, ὦ ὀκνηρέ, καὶ ζήλωσον ἰδὼν τὰς ὁδοὺς αὐτοῦ καὶ γενοῦ ἐκείνου σοφώτερος» (Παροιμ. 6:6).
Ἀκοῦτε; Ὁ θεόπνευστος συγγραφεὺς τῶν Παροιμιῶν, ὁ Σολομῶν, δὲν παραπέμπει γιὰ θεραπεία τὸν πάσχοντα ἀπ’ τὴ φοβερὴ ἀσθένεια τῆς ὀκνηρίας στὴν τετάρτη ἐντολὴ τοῦ Δεκαλόγου, «Ἓξ ἡμέρας ἐργᾷ καὶ ποιήσεις πάντα τὰ ἔργα σου» (Ἐξόδ. 20:9), οὔτε σὲ ἄλλο ρητὸ τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἀλλὰ κατερχόμενος σὲ κατώτερα ἐπίπεδα διδασκαλίας, καθιστᾷ διδάσκαλό του ἕνα μικρὸ ἔντομο, τὸ μυρμήγκι. Εἶνε αὐτὸ ὑπόδειγμα ἐργατικότητος. Ἀσυναγώνιστο. Ἡμέρα καὶ νύκτα ἐργάζεται γιὰ τὸ κοινὸ καλὸ τῆς πολιτείας τῶν μυρμηγκιῶν, ἡ ὁποία εἶνε ἀπὸ Θεοῦ διωργανωμένη κατ’ αὐστηρὸ κοινοβιακὸ σύστημα. Ἕνα μυρμήγκι ἐλέγχει τὸν ἄνθρωπο. Τί ντροπή!…
Ἀλλὰ καὶ ὁ Μέγας Βασίλειος στὴν «Ἑξαήμερόν» του, μιλώντας γιὰ τὴ θάλασσα, κάνει ἰδιαίτερο λόγο γιὰ τὰ ψάρια, τὰ ὁποῖα ἐπαινεῖ γιὰ τὴν ἀέναη κίνησί τους, ποὺ ἀποτελεῖ δεινὸ ἔλεγχο τῆς ἀργίας καὶ τῆς ὀκνηρίας τῶν ἀνθρώπων. Τὰ ψάρια, λέγει ὁ φωστὴρ τῆς Καισαρείας, διατρέχουν ὁλόκληρα πελάγη, γιὰ νὰ βροῦν τὴν τροφή τους· καὶ σὺ ὁ ὀκνηρὸς κανένα κόπο δὲν καταβάλλεις γιὰ τὴν ὠφέλειά σου. Ἰδοὺ ἐπὶ λέξει ὁ ἔλεγχος τοῦ μεγάλου πατρὸς τῆς Ἐκκλησίας: «Ἰχθὺς τοσαῦτα διαμείβει πελάγη ὑπὲρ τοῦ εὑρέσθαι τινὰ ὠφέλειαν· τί ἐρεῖς σὺ ὁ τῇ ἀργίᾳ συζῶν; Ἀργία δὲ κακουργίας ἀρχή». Μεταφράζουμε: «Τὸ ψάρι διέρχεται διαδοχικὰ τόσα πελάγη γιὰ νὰ βρῇ κάτι ὠφέλιμο (τροφή)· τί θὰ πῇς ἐσύ, ὁ ὁποῖος ἔχεις σύντροφο τῆς ζωῆς σου τὴν ἀεργία; Ἡ δὲ ἀεργία εἶνε ἡ ἀρχὴ γιὰ νὰ κάνῃ κάποιος τὸ κακό».
Ἐργατικός, ἐπιμελής, δραστήριος πρέπει νὰ εἶνε ὁ ἄνθρωπος στὸ ἔργο του. Καὶ ὑπάρχουν τέτοιοι ἄνθρωποι σὲ ὅλους τοὺς αἰῶνες, διακρινόμενοι στὰ ἔργα τους γιὰ τὴ δραστηριότητά τους. Ἑκατομμύρια ἀνθρώπων ἐργάσθηκαν καὶ ἐργάζονται, σὰν μυρμήγκια, γιὰ νὰ προάγεται ὁ πολιτισμὸς τῆς ἀνθρωπότητος. Τί κόποι! Τί ἱδρῶτες! Τί δραστηριότητες! Τί ἐπιμονὴ στὰ τεχνικὰ καὶ ἐπιστημονικὰ ἔργα! Οἱ τυχὸν ἀποτυχίες στὶς πρῶτες προσπάθειες δὲν ἀπογοητεύουν τοὺς σκαπανεῖς τοῦ πολιτισμοῦ. Ἐπιμένουν ἐργαζόμενοι, ἕως ὅτου ἐπιτύχουν ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖο ἐπιδιώκουν.
Ἡ θαυμαστὴ αὐτὴ ἐπιμονή τους ὑπενθυμίζει κάποιο μῦθο ἀνατολικῆς προελεύσεως, ποὺ λέγει, ὅτι, ὅταν κάποιος ναύτης, παίζοντας στὴν πρύμνη τοῦ πλοίου, εἶδε νὰ φεύγῃ ἀπ’ τὰ χέρια του καὶ νὰ πέφτῃ στὴ θάλασσα ἕνα πολύτιμο μαργαριτάρι, ὁ ναύτης δὲν ἀπελπίσθηκε. Δὲν εἶπε δὲν ὑπάρχει πλέον ἐλπίδα γιὰ νὰ ξαναβρῶ τὸ μαργαριτάρι, ἀλλ ̓ ἄρχισε μ’ ἕνα κάδο ν ̓ ἀντλῇ τὸ νερὸ τῆς θαλάσσης καὶ νὰ λέγῃ ἀπειλητικῶς πρὸς τὴ θάλασσα: «θάλασσα! θὰ σὲ ἀδειάσω, γιὰ νὰ βρῶ τὸ μαργαριτάρι μου». Ἡ θάλασσα, συνεχίζει ὁ μῦθος, ὅταν ἄκουσε τὸ λόγο αὐτὸ καὶ εἶδε τὴν ἐπιμονὴ τοῦ ναύτη, ἐπέστρεψε τὸ μαργαριτάρι. Μῦθος εἶνε αὐτό. Ἀλλ ̓ ἐγκλείει τὸ δίδαγμα, ὅτι ἡ ἐπιμονὴ ποὺ δείχνει ὁ ἄνθρωπος στὰ ἔργα του, νικᾷ ἐμπόδια ποὺ θεωροῦνται ἐν πολλοῖς ἀνυπέρβλητα, καὶ τιθασεύει τὴν ἀγριότητα τῆς φύσεως.
Ἐργατικοί, ἐπιμελεῖς καὶ δραστήριοι, ἀλλὰ καὶ θαρραλέοι καὶ τολμηροί εἶνε ἐκεῖνοι, ποὺ ἐργάζονται στὴ θάλασσα. Ἐνῷ γνωρίζουν τί κινδύνους ἐγκλείουν τὰ ταξίδια στὴ θάλασσα, ἐνῷ γνωρίζουν ὅτι μυριάδες εἶνε οἱ νεκροί, τοὺς ὁποίους κατεβρόχθισαν τὰ ἄγρια τῆς θαλάσσης κύματα, ἐνῷ βλέπουν ὅτι τὸ πένθος ἐξ αἰτίας τῶν θαλασσίων δυστυχημάτων εἶνε ἁπλωμένο στὴν ἰδιαιτέρα τους πατρίδα, ἐνῷ γονεῖς καὶ σύζυγοι παρακαλοῦν νὰ παύσουν νὰ ἐργάζωνται στὴ θάλασσα, ἐν τούτοις αὐτοὶ τολμοῦν καὶ ταξιδεύουν, καὶ γίνονται καὶ ναῦτες καὶ πλοίαρχοι ἀλλὰ καὶ ἔμποροι, οἱ ὁποῖοι, χάριν τοῦ κέρδους, ἐπιχειροῦν καὶ τὰ πλέον ἐπικίνδυνα ταξίδια, γιὰ νὰ μεταφέρουν τὰ πολύτιμα ἐμπορεύματα ἀπὸ τὶς πλέον ἀπομακρυσμένες χῶρες.
Τὸ παράδειγμα τῶν τολμηρῶν ναυτικῶν ἀνέφερε καὶ ὁ θυμόσοφος Κολοκοτρώνης, ὁ ἥρωας τοῦ Μωριᾶ. «Μᾶς ἐπαινεῖτε», ἔλεγε πρὸς τοὺς συμπατριῶτες του, «καὶ μᾶς χειροκροτεῖτε, διότι ἡ ἐπανάστασι, ποὺ κάναμε, πέτυχε. Ἀλλ ̓ αὐτὴ ἡ ἐπανάστασι ὑπῆρξε μία τολμηρὴ πρᾶξι. Ξέρετε μὲ τί μοιάζει; Εἶνε σὰν νὰ εἶνε βαρὺς χειμώνας, καὶ τὰ καράβια νὰ εἶνε ἀγκυροβολημένα στὸ λιμάνι, καὶ κανεὶς νὰ μὴ τολμᾷ νὰ βγῇ ἔξω ἀπ’ τὸ λιμάνι. Ἀλλὰ ξαφνικὰ ἕνας ἀνοίγει τὰ πανιά καὶ ξεκινάει. —Ὢ τὸν τρελλό, θὰ φωνάξουν οἱ πολλοί, τί εἶνε αὐτὸ πού κάνει; Δὲν λυπᾶται τὴ ζωή του; Δὲν λυπᾶται τὰ παιδιά του; Ἀλλ’ αὐτὸς δὲν ἀκούει καί ταξιδεύει. Ὕστερα ἀπὸ πολὺ καιρὸ ἐπιστρέφει μὲ τὸ καράβι γεμάτο πολύτιμα ἐμπορεύματα. Ὅλοι τώρα τὸν ἐπαινοῦν καὶ τὸν χειροκροτοῦν καὶ λένε: Νά ἄνθρωπος ἱκανὸς νὰ ζήσῃ. Ἔτσι καὶ ἐμεῖς· ξεκινήσαμε γιὰ νὰ κάνουμε τὴν ἐπανάστασι. Ἂν ἀποτυχαίναμε, τί κατάρες θ΄ ἀκούγαμε! Ἀλλ ̓ ἔδωσε ὁ Θεὸς καὶ πετύχαμε καὶ φέραμε τὴ λευτεριὰ στὴν Πατρίδα…».
Ἐργατικοί, ἐπιμελεῖς καὶ δραστήριοι στὰ ποικίλα ἔργα οἱ ἄνθρωποι. Ἀλλὰ δραστηριότητα ἀναπτύσσουν καὶ οἱ ἄνθρωποι, ποὺ ἐργάζονται ὄχι γιὰ τὸ καλό, ἀλλὰ γιὰ τὸ κακό, γιὰ τὴ συμφορὰ καὶ γιὰ τὸν ὄλεθρο. Καὶ αὐτοί, οἱ ἐργάτες τοῦ κακοῦ, τὰ τέκνα τοῦ διαβόλου, σὲ ὡρισμένες περιπτώσεις ἀποδεικνύονται δραστηριώτεροι τῶν τέκνων τοῦ Φωτός. Ἐνθυμηθῆτε τοὺς φοβεροὺς ἐκείνους Ἀλγερινοὺς πειρατάς. Αὐτοὶ ἡμέρα καὶ νύκτα κινοῦνταν σ’ ὅλη τὴ Μεσόγειο καὶ λήστευαν πλοῖα καὶ παραλίες καὶ σκόρπιζαν τὴ συμφορά. Πόσο δραστήριοι ἦταν! Ἐνθυμηθῆτε τοὺς φοβεροὺς τρομοκράτες τῶν ἡμερῶν μας, οἱ ὁποῖοι ἀενάως κινοῦνται γιὰ νὰ διαπράξουν τὰ στυγερά τους ἐγκλήματα. Ἐνθυμηθῆτε τοὺς ἐπιστήμονες ἐκείνους τῶν μεγάλων λεγομένων δυνάμεων, οἱ ὁποῖοι, κλεισμένοι στὰ ἐργαστήριά τους, ἐργάζονται συνεχῶς γιὰ ν’ ἀνακαλύψουν καταστρεπτικώτατα ὅπλα, γιὰ νὰ ἐξαφανίσουν τὴν ἀνθρωπότητα. Πόση δραστηριότητα! Ἐνθυμηθῆτε, τέλος, καὶ τοὺς αἱρετικοὺς ὅλων τῶν αἰώνων καὶ πρὸ παντὸς τοὺς χιλιαστὰς τῶν ἡμερῶν μας, τοὺς πράκτορες αὐτοὺς τοῦ Μπρούκλιν, πόσο καταπληκτικὴ δραστηριότητα ἀναπτύσσουν! Σ’ αὐτοὺς κατ’ ἐξοχὴν ἐφαρμόζεται ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ: «Περιάγετε τὴν θάλασσαν καὶ τὴν ξηρὰν ποιῆσαι ἕνα προσήλυτον, καὶ ὅταν γένηται, ποιεῖτε αὐτὸν υἱὸν γεέννης διπλότερον ὑμῶν» (Ματθ. 23:15).
Ἐν μέσῳ τόσο ποικίλης δραστηριότητος, τὴν ὁποίαν ἀναπτύσσουν οἱ ἄνθρωποι ἐπάνω στὴ γῆ, ἕνας παραμένει δυστυχῶς ἀδρανής. Καὶ αὐτὸς εἶνε… ὁ χριστιανός! Καὶ ὅμως αὐτὸς θὰ ἔπρεπε νὰ ἀναπτύσσῃ τὴ μεγαλύτερη δραστηριότητα. Διότι τὸ ἔργο του εἶνε ἀσυγκρίτως ἀνώτερο ὅλων τῶν κοσμικῶν ἔργων, καὶ αὐτῶν ἀκόμη τῶν εὐγενεστέρων. Καὶ τὸ ἔργο αὐτό, –πῶς νὰ ἐκφρασθοῦμε, γιὰ νὰ μὴ τὸ περιφρονήσουν οἱ ἄνθρωποι τοῦ αἰῶνος μας;–, εἶνε, ἂς τὸ ποῦμε μὲ τὴν ἀθάνατη γλῶσσα τῆς Γραφῆς, τὸ ἔργο τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας τῆς ψυχῆς μας καὶ τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας τοῦ κόσμου. Εἶνε ἡ πρόοδος καὶ ἡ ἐπέκτασι στὶς καρδιὲς τῆς ἰδεώδους ἐκείνης πολιτείας, ἡ ὁποία θά φέρῃ τὴν πραγματικὴ χαρὰ καὶ εὐτυχία καὶ ἡ ὁποία πολιτεία ὀνομάζεται, μὲ τὴ γλῶσσα πάλι τῆς Γραφῆς, βασιλεία τῶν οὐρανῶν. «Ζητεῖτε πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν» (Ματθ. 6:33), εἶπε ὁ Θεάνθρωπος ἱδρυτὴς τῆς Ἐκκλησίας.
Γι ̓ αὐτὴ τὴ σωτηρία τῶν ψυχῶν σ’ ὅλο τὸ βάθος καὶ τὸ πλάτος τῆς ἐννοίας πρέπει νὰ ἐργάζωνται οἱ χριστιανοί. Ἀλλ’ οἱ χριστιανοί, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, παραμένουν ἀδρανεῖς καὶ ὅ,τι πράττουν εἶνε μικρὸ καὶ ἀνάξιο ἐν σχέσει πρὸς τὴν ὕψιστη ἀποστολή τους. Ἀδρανεῖς οἱ χριστιανοί. Ἀδρανὴς καὶ ἡ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἀποτελεῖται ἀπὸ τέτοιους χριστιανούς, πού, ἐνῷ κινοῦνται πυρετωδῶς, μεριμνοῦν καὶ τυρβάζουν γιὰ πολλά, ἀμελοῦν νὰ φροντίσουν γιὰ τὸ ἕνα ἐκεῖνο, ποὺ εἶνε ἀναγκαῖο (Λουκ. 10:42). Γι’ αὐτό, ὡς ἄτομα καὶ ὡς σύνολο πρέπει νὰ ἐντραποῦμε, νὰ κοκκινίσουμε ἀπὸ ντροπή, διότι, ἐνῷ ζοῦμε σ’ ἕνα αἰῶνα μεγίστης δραστηριότητος γιὰ μικρὰ καὶ ἀνάξια, ἀλλὰ καὶ καταστρεπτικὰ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον πράγματα, ἐμεῖς μένουμε ἀδρανεῖς γιὰ τὴν ἀτομική μας σωτηρία καὶ γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἄλλων.
Σὲ ἐμᾶς ἁρμόζει ὁ ἔλεγχος ἐκεῖνος, τὸν ὁποῖον ἀπευθύνει ὁ μεγαλοφωνότατος Ἡσαΐας λέγοντας: «Αἰσχύνθητι, Σιδών, εἶπεν ἡ θάλασσα» (Ἡσ. 23:4). Σ’ αὐτὸ τὸ ρητὸ ἡ θάλασσα, ποὺ βλέπει καθημερινὰ τί δραστηριότητες ἀναπτύσσουν οἱ ἄνθρωποι διατρέχοντας τὰ πελάγη της, ἡ θάλασσα προσωποποιεῖται σὲ γυναῖκα, ἡ ὁποία κλαίει καὶ θρηνεῖ γιὰ τὴν ἀμέλεια καὶ τὴν ἀδιαφορία τῶν θρησκευτικῶν ἀνθρώπων. Ἡ ἑρμηνεία αὐτὴ τοῦ ἀνωτέρω χωρίου δὲν εἶνε δική μας. Εἶνε ἑρμηνεία τοῦ περιωνύμου συγγραφέως τοῦ πνευματικωτάτου βιβλίου «Η μίμησις τοῦ Χριστοῦ». Χάριν τῆς σπουδαιότητός της μεταφέρουμε ἐδῶ ὁλόκληρη τὴ σχετικὴ περικοπή, στὴν ὁποίαν ὡς ὁμιλητὴς παρουσιάζεται ὁ Κύριος.
«Ὁ κόσμος ὑπόσχεται ἐφήμερα πράγματα καὶ μικρά, καὶ μ’ ὅλα ταῦτα οἱ ἄνθρωποι τὸν ὑπηρετοῦν μὲ ἀπληστίαν. Ἐγὼ ὑπόσχομαι μεγάλα καὶ αἰώνια πράγματα, καὶ μ ̓ ὅλα ταῦτα οἱ ἄνθρωποι μὲ ὑπηρετοῦν χωρὶς καρδίαν.
Ποῖος μὲ ὑπηρετεῖ καὶ ὑπακούει σὲ ὅλα μὲ τὴν αὐτὴν φροντίδα, μὲ τὴν ὁποίαν ὁ κόσμος καὶ οἱ κύριοι τοῦ κόσμου ἐξυπηρετοῦνται;
«Αἰσχύνθητι, Σιδών, εἶπεν ἡ θάλασσα” (Ἡσ. κγ’ 4), καὶ ἂν ζητῇς νὰ γνωρίσῃς τὴν αἰτίαν, ἄκουσον διατί:
Χάριν μικρᾶς ἀμοιβῆς οἱ ἄνθρωποι τρέχουν μακρὰν ὁδόν· ἐνῷ διὰ τὴν αἰώνιον ζωὴν πολλοὶ οὔτε ἓν βῆμα θέλουν νὰ κάμουν. Οἱ ἄνθρωποι τρέχουν κατόπιν τῶν πραγμάτων, τὰ ὁποῖα δὲν ἔχουν καμμίαν ἀξίαν, καὶ χάριν ἑνὸς νομίσματος, ἐνίοτε, ἄνευ αἰσχύνης ἐμφανίζονται ἐνώπιον τῶν δικαστηρίων· καὶ δι’ ἓν μηδαμινὸν πρᾶγμα καὶ μίαν ἀόριστον ὑπόσχεσιν δὲν ἀποφεύγουν τὸν κόπον νύκτα καὶ ἡμέραν.
Ἀλλ’ ἀλλοίμονον! Δι’ ἀναλλοίωτον ἀγαθόν, δι ̓ ἀνεκτίμητον ἀμοιβήν, διὰ τὴν ὑψίστην τιμὴν καὶ τὴν αἰωνίαν δόξαν, αἰσθάνονται κόπωσιν ταχέως καὶ μὲ τὸν παραμικρότερον κόπον.
Ἐρυθρίασον, λοιπόν, δοῦλε ὀκνηρὲ καὶ βραδυκίνητε, διότι ὑπάρχουν ἄνθρωποι πρόθυμοι νὰ ἐργάζωνται ὑπὲρ τοῦ θανάτου περισσότερον, παρὰ σὺ ὑπὲρ τῆς ἀρετῆς.
Ἐκεῖνοι χαίρουν περισσότερον ἐν τῇ ματαιότητι παρὰ σὺ ἐν τῇ ἀληθείᾳ.
Καὶ μὲ ὅλα ταῦτα πολλάκις ἀδυνατοῦν νὰ πραγματοποιήσουν τὰς ἐλπίδας των· ἐνῷ ἡ ὑπόσχεσίς μου πάντοτε πραγματοποιεῖται, οὔτε δὲ ἀπέρχεται κενός, ὅστις ἐμπιστεύεται εἰς ἐμέ.
Ὅ,τι ὑπεσχέθην θὰ τὸ δώσω· ὅ,τι εἶπαν θὰ τὸ ἐκπληρώσω· ἀρκεῖ μόνον νὰ μένῃ τις ἐν τῇ ἀγάπῃ μου καὶ μέχρι τέλους πιστός. Εἶμαι ὁ μισθαποδότης ὅλων τῶν ἀγαθῶν ἀνθρώπων καὶ ἡ ἰσχυρὰ δύναμις ὅλων τῶν δικαίων».
(Θωμᾶ Κεμπησίου, «Η μίμησις τοῦ Χριστοῦ», μετάφρασις Μιχαὴλ Κωνσταντινίδου, ̓Αθῆναι 1958, σελ. 189-191).
Ἀγαπητοί μου! «Αἰσχύνθητι, Σιδών, λέγει ἡ θάλασσα», διαμαρτυρομένη γιὰ τὴν ἀδράνεια τῶν χριστιανῶν κατὰ τὴν ἀλληγορικὴ ἑρμηνεία τοῦ συγγραφέως τῆς «Μιμήσεως». Ἕνας δὲ ἀπὸ τοὺς νεωτέρους φιλοσόφους, ὑπενθυμίζοντας τὸν μνημονευθέντα ἀνωτέρω μῦθο τῆς Ἀνατολῆς, παρατηρεῖ, ὅτι, ἐὰν τὸ μαργαριτάρι, ποὺ ξέφυγε ἀπ’ τὰ χέρια τοῦ ναύτη καὶ ἔπεσε στὴ θάλασσα, εἶνε παραβολικῶς ἡ ἀρετή, τότε πρέπει ὁ ἄνθρωπος, ποὺ ἀπώλεσε τὸ πολύτιμο αὐτὸ μαργαριτάρι, νὰ κάνῃ τὸ πᾶν, γιὰ νὰ τὸ ξαναβρῇ, ἐξαντλώντας μὲ ἀέναες προσπάθειες τὸν ὠκεανὸ τῆς κακίας.