«Κἀγὼ ἑώρακα καὶ μεμαρτύρηκα, ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ» (Ἰωάν. 1:34)
Ἐχθές, ἀγαπητοί μου, ἦταν ἡ ἑορτὴ τῶν Θεοφανείων, δηλαδὴ ἡ φανέρωσι τοῦ Θεοῦ. Ἀλλ᾽ αὐτὸ δὲν τὸ αἰσθανόμεθα· διότι ἄλλο τὸ νὰ ξέρῃς καὶ ἄλλο τὸ νὰ αἰσθάνεσαι. Στὰ παλαιὰ χρόνια, ποὺ οἱ ἄνθρωποι ἤξεραν ὀλίγα γράμματα, ἔμπαιναν στὴν ἐκκλησία καὶ τοὺς ἔβλεπες νὰ αἰσθάνωνται τὸ μεγαλεῖο. Εἶχαν αἴσθησι, καρδιὰ αἰσθαντική, τὰ ζοῦσαν. Τώρα ξέρουμε πολλά, ἀλλ’ ἡ καρδιὰ εἶνε ξηρά. Καὶ ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶνε μόνο μυαλὸ καὶ διαβήτης· εἶνε κυρίως καρδιά. Μπαίνουν χίλιοι στὴν ἐκκλησία, ἀλλ᾽ ἀμφιβάλλω ἐὰν ἕνας αἰσθάνεται τὸ μεγαλεῖο ποὺ λέγεται θεία λειτουργία, τὰ ὑπέροχα ᾄσματα ποὺ ψάλλει ἡ Ἐκκλησία. Ὅλα κατήντησαν τύπος· χρειάζεται μία ἀλλαγή, ὥστε ὁ ἐκκλησιασμὸς νὰ λάβῃ οὐσιαστικὸ περιεχόμενο.
Λέμε λοιπόν, ὅτι Θεοφάνεια εἶνε ἡ φανέρωσι τοῦ Θεοῦ. Διότι ξέρουμε, ὅτι πρὸ Χριστοῦ ὁ ἀληθινὸς Θεὸς ἦταν ἄγνωστος. Καὶ ὄχι μόνο στοὺς ἀγρίους· καὶ αὐτὸς ὁ εὐγενὴς λαὸς τῶν Ἑλλήνων ἀγνοοῦσε τὸν ἀληθινὸ Θεό, γι᾿ αὐτὸ στὸ «κλεινὸν ἄστυ» οἱ Ἀθηναῖοι πρόγονοί μας εἶχαν καὶ βωμὸ μὲ ἐπιγραφὴ «ἀγνώστῳ Θεῷ» (Πράξ. 17:23). Λάτρευαν οἱ ἄνθρωποι ὅ,τι φαντασθῇς· ἀπίστευτο καὶ ὅμως ἀληθινό.
Μὰ σὰν ἐχθὲς οἱ οὐρανοὶ σχίσθηκαν καὶ ἔγινε ἡ φανέρωσι τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, τῆς ἁγίας Τριάδος· ὁ Πατὴρ φώναξε· «Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα» (Ματθ. 3:17), ὁ Υἱὸς βαπτίσθηκε στὰ ρεῖθρα τοῦ Ἰορδάνου, καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο μὲ τὴ μορφὴ περιστεριοῦ «ἐβεβαίου τοῦ λόγου τὸ ἀσφαλές», βεβαίωνε δηλαδή, ὅτι ὁ βαπτιζόμενος εἶνε ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ.
Ἀφήσαμε πιὰ τὴν περίοδο τοῦ Δωδεκαημέρου, ποὺ ἄρχισε τὴ νύκτα τῶν Χριστουγέννων καὶ ἔκλεισε ἐχθές. Δώδεκα ἡμέρες, δώδεκα σκαλιά· ἕνα πνευματικὸ ἀσανσέρ, ποὺ μᾶς ἀνεβάζει ἀπὸ τὴ γῆ πρὸς τὸν οὐρανό.
Ἐχθὲς Θεοφάνεια. Καὶ σήμερα πάλι ἑορτή· ἡ Ἐκκλησία μας μᾶς καλεῖ νὰ τιμήσωμε τὸ πρόσωπο, ποὺ ὑπηρέτησε στὴ βάπτισι τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Συνεπῶς ὁ λόγος θὰ εἶνε γιὰ τὸν ἱερὸ Βαπτιστή.
***
Τί ἦταν ὁ ἅγιος Ἰωάννης; Ἄνθρωπος μὲ ὑλικὸ σῶμα ὅπως καὶ ἐμεῖς. Σωματικῶς δὲν διαφέρουμε μεταξύ μας τόσο, ὅσο διαφέρουμε ψυχικῶς· ἐκεῖ ἡ διαφορὰ ποὺ μᾶς χωρίζει εἶνε χαώδης. Ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἔχει πίστι καὶ ἔννοια τοῦ Θεοῦ, ποὺ δὲν πατάει στὴν ἐκκλησία, δὲν προσεύχεται, δὲν συναισθάνεται τὰ ἁμαρτήματά του, δὲν μετανοεῖ, ἀλλ᾽ ἀντιθέτως βλαστημάει τὸ Θεὸ καὶ κυλίεται σὰν τὸ χοῖρο στὸ βόρβορο, αὐτὸς κακῶς ὀνομάζεται ἄνθρωπος· εἶνε ἕνα δίποδο κτῆνος μὲ μορφὴ ἀνθρώπου. Γι᾿ αὐτὸν ὁ προφήτης Δαβὶδ εἶπε: «ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὢν οὐ συνῆκε, παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς (=ἔγινε σὰν τὰ ἄλογα ζῷα, ὅμοιος μ’ αὐτά)» (Ψαλμ. 48:13, 21). Καὶ ὁ πρόγονός μας Διογένης πῆρε φανάρι μέρα μεσημέρι καὶ γύριζε τὴν Ἀθήνα, λέγοντας· «Ἄνθρωπον ζητῶ». Τί ἐννοοῦσε; Δὲν ὑπῆρχαν ἄνθρωποι; Ὑπῆρχαν, ἀλλ’ εἶχαν ἐκπέσει ἀπὸ τὸ ὕψος τους.
Πέφτει ὁ ἄνθρωπος, κατρακυλᾷ. Αὐτὸ εἶνε τὸ μεγάλο δρᾶμα του. Πέφτει στὴν ἁμαρτία, καὶ ἡ πτῶσι του εἶνε μεγάλη. Ἀπὸ τὸ βάθος ἐκεῖνο, στὸ ὁποῖο φθάνει, δὲν μπορεῖ νὰ τὸν σηκώσῃ οὔτε ἡ φιλοσοφία, οὔτε ἡ τέχνη, οὔτε ἡ ποίησι, οὔτε τὰ δράματα, οὔτε τὰ θέατρα, οὔτε οἱ κινηματογράφοι, οὔτε τὰ δικαστήρια, οὔτε οἱ ποινές. Ἐὰν μποροῦσε ὁ ἄνθρωπος νὰ σωθῇ μόνος του, μὲ τὰ ἀνθρώπινα μέσα, δὲν θὰ κατέβαινε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο. Γιὰ νὰ κατεβῇ, σημαίνει, ὅτι ἡ φθορὰ ἦταν ἀθεράπευτη καὶ ἦταν ἀνάγκη ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ νὰ «κλίνῃ (=κάμψῃ τοὺς) οὐρανούς» γιὰ νὰ κατεβῇ ἐδῶ καὶ νὰ τὸν σώσῃ.
Ξέρετε πῶς μοιάζει ὁ ἄνθρωπος; Παρατηροῦσα κάποτε σ᾽ ἕνα λιμάνι, ποὺ εἶχε βυθισθῇ ἀπὸ τὸ βομβαρδισμὸ ἕνα μικρὸ πλοῖο καὶ ἔμενε στὸν πυθμένα. Οἱ δύτες δὲν μποροῦσαν νὰ τὸ βγάλουν. Χρειάσθηκε νὰ ἔλθῃ ἰσχυρὸς γερανός. Ἔρριξε γάντζους στὸ βάθος τῆς θαλάσσης καὶ μετὰ ἀπὸ κοπιώδη προσπάθεια, –ἔτριζε ὅλος ὁ γερανός–, κατώρθωσε σιγά – σιγὰ ν᾿ ἀνασύρῃ τὸ σκάφος καὶ νὰ τὸ βγάλῃ ἐπάνω. Ἔτσι καὶ ὁ ἄνθρωπος· εἶχε πέσει σὲ βάθος διαφθορᾶς, καὶ ἕνας γερανὸς οὐράνιος κατέβηκε ἐκεῖ βαθειά, τὸν σήκωσε, βαρὺ σὰν μολύβι, καὶ τὸν ἔβγαλε ἐπάνω· εἶνε ὁ Κύριός μας. Ἄνθρωπος ποὺ πιστεύει στὸ Χριστό, ποὺ προσεύχεται, μετανοεῖ, ἐξομολογεῖται, τρέχει στὴν ἐκκλησία· ἄνθρωπος ποὺ ζῇ τίμια μὲ τὴ γυναῖκά του καὶ δὲν ἀθετεῖ τὸν ἱερὸ γάμο του, ποὺ ἔχει συνείδησι τῶν ὑποχρεώσεών του ἀπέναντι στὸν ἑαυτό του, στὴν οἰκογένειά του, στὴν πατρίδα, στὸ Θεό, αὐτὸς σιγά – σιγὰ ἀνεβαίνει ψηλά, γίνεται πραγματικὸς ἄνθρωπος, ἀγγίζει τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ.
Ἐδῶ εἶνε τὸ μυστήριο. Ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ καταντήσῃ χειρότερος ἀπὸ τὰ ζῷα, ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὸ Σατανᾶ· διότι ὁ Σατανᾶς κάνει πολλὰ ἁμαρτήματα, ἀλλ’ ἕνα δὲν τὸ κάνει ποτέ του· δὲν ὑβρίζει τὸ Χριστό· ἀκούει τὸ ὄνομά Του καὶ τρέμει. Ἄνθρωπος λοιπόν, ποὺ βλαστημάει, γίνεται κτῆνος καὶ χειρότερος ἀπὸ τὸ δαίμονα. Καὶ σήμερα πολλοὶ δὲν διαφέρουν ἀπὸ τὰ κτήνη καὶ ὀλίγο διαφέρουν ἀπὸ τοὺς δαίμονες τῆς κολάσεως, μὲ τοὺς ὁποίους πάλευσε ὁ ἅγιος Ἀντώνιος. Ὁ ἄπιστος εἶνε σαρκωμένος δαίμονας, καὶ χειρότερος· διότι ὁ δαίμονας πιστεύει ὅτι ὑπάρχει Θεός, ἐνῷ ὁ ἄπιστος καὶ ἄθεος δὲν πιστεύει (βλ. Ἰακ. 2:19).
Ἐπανέρχομαι στὸ θέμα. Ἐνῷ λοιπὸν πολλοὶ ἄνθρωποι κατρακυλοῦν, πέφτουν καὶ λίγο διαφέρουν ἀπὸ τοὺς δαίμονες, ἀντιθέτως ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Βαπτιστὴς μᾶς δείχνει, ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ νικήσῃ τὴ διαφθορὰ καὶ τὰ πάθη καὶ νὰ φθάσῃ –σὲ τί ὕψος; Ἐνῷ ὁ Ἰούδας κατρακύλησε στὴν καταστροφή, ὁ ἅγιος Ἰωάννης πέταξε ψηλά, πολὺ ψηλά. Κοιτάξετε τὴν εἰκόνα του! Εἶνε ὁ μόνος ἅγιος, ποὺ ζωγραφίζεται μὲ πτερά. Ἐνῷ εἶνε ἄνθρωπος μὲ σάρκα, ἐν τούτοις οἱ ζωγράφοι ἀπὸ πολὺ παλαιὰ τὸν ζωγραφίζουν μὲ πτερά. Θέλουν νὰ ποῦν· μολονότι ἔχει σάρκα καὶ ὀστᾶ, δὲν ἦταν πλέον ἄνθρωπος· ἦταν ἄγγελος. Ὁ ἄπιστος λοιπὸν εἶνε σαρκωμένος δαίμονας, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Βαπτιστὴς εἶνε ἔνσαρκος ἄγγελος.
Πῶς ἔζησε; Πρῶτα – πρῶτα ἦταν δοτός· οἱ γονεῖς του δηλαδὴ τὸν ὑποσχέθηκαν στὸ Θεὸ καὶ μικρὸς ἔφυγε στὴν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνου. Ἔζησε ζωὴ ἁπλῆ, λιτή, ἀσκητική. Στρῶμα του εἶχε τὴν ἀμμουδιὰ τῆς ὄχθης, στέγη του τὰ ἄστρα, ποτό του νερὸ ἀπ᾽ τὸ ποτάμι, τροφή του ἀκρίδες (τρυφερὲς ἄκρες χόρτων ἢ τὰ γνωστὰ ἔντομα). Σύντροφοί του ἦταν οἱ ἄγγελοι καὶ τὰ θηρία. Ἐκεῖ ἔμεινε χρόνια.
Ἔπειτα πῆρε ἐντολή, ἄρχισε νὰ διδάσκῃ στὴν ὄχθη τοῦ Ἰορδάνου καὶ νὰ βαπτίζῃ. Στεκόταν πάνω σ᾽ ἕνα βράχο, –ποὺ ἀκόμη τὸν δείχνουν–, καὶ κήρυττε· ὄχι ὅπως κηρύττουμε ἐμεῖς, κολακεύοντας τὰ ἀνθρώπινα πάθη, ἀλλ’ ὡς ἀντιπρόσωπος τοῦ Θεοῦ. Ὅλο τὸ κήρυγμά του ἦταν μία λέξι, ποὺ ἔχει βάθος καὶ πλάτος, μῆκος καὶ ὕψος· «Μετανοεῖτε» (Ματθ. 3:2). Ἐὰν ὁ ἄνθρωπος τὴν τηρήσῃ, θὰ θεραπεύσῃ τὰ ἕλκη του. Τὴν ἴδια λέξι ἐπανέλαβε καὶ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός (ἔ.ἀ. 4:17). Δηλαδή, τί νὰ κάνῃς; Ὅπως πᾶμε, ψυχικῶς καὶ ἠθικῶς, πᾶμε κατὰ κρημνῶν. Εἶνε σὰν ἕνα πλοῖο, τοῦ ὁποίου ὁ καπετάνιος μέθυσε καὶ ἔχασε τὴν πορεία του.
Ἔζησα στὴ ζωή μου αὐτὸ τὸ πρᾶγμα. Ταξίδευα στὶς Κυκλάδες. Συνέβη λοιπὸν νὰ μεθύσῃ ὁ καπετάνιος καὶ τὸ πλοῖο κινδύνευε νὰ πέσῃ ἔξω. Τότε κάποιος ναύτης ἔξυπνος κατάλαβε, ὅτι θὰ πέσουμε σὲ βράχια· ἔτρεξε, ἀνέβηκε στὴ γέφυρα καὶ πρόλαβε νὰ ξυπνήσῃ τὸν ὑποπλοίαρχο, φωνάζοντας· Στροφή! στροφὴ 180 μοιρῶν! Καὶ ἱκανὸς ἐκεῖνος, μόλις κατώρθωσε νὰ κάνῃ τὴ στροφὴ καὶ ν᾿ ἀποφύγῃ τὸ ναυάγιο.
Ἡ μετάνοια λοιπὸν εἶνε ἡ στροφὴ 180 μοιρῶν. Καὶ ἂν ἐμεῖς, ἀγαπητοί μου, καὶ ὡς ἄτομα καὶ ὡς οἰκογένειες καὶ ὡς ἔθνος δὲν κάνουμε τέτοια στροφή, θὰ χαθοῦμε.
Τέλος ἐμφανίσθηκε ξαφνικὰ καὶ ἔπεσε σὰν κεραυνὸς μέσα στὴ διεφθαρμένη κοινωνία.
Ὅταν ἔμαθε, ὅτι ὁ ἀνάξιος βασιλιᾶς Ἡρώδης γλεντοκοποῦσε μὲ παλλακίδα καὶ κανείς δὲν τολμοῦσε νὰ τὸν ἐλέγξῃ, ἀνέβηκε στὰ ἀνάκτορα καὶ ἔρριξε τὸν κεραυνό του, φωνάζοντας· Βασιλιά, «οὐκ ἔξεστί σοι ἔχειν τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου», δὲν σοῦ ἐπιτρέπεται νὰ συζῇς παρανόμως μὲ τὴ νύφη σου. Τὸ τέλος του ἦταν μαρτυρικό· τοῦ πῆραν τὸ κεφάλι, τὸν ἔσφαξαν.
***
Αὐτὸς ἦταν ὁ Βαπτιστὴς τοῦ Κυρίου. Ἀνώτερη φυσιογνωμία, οὐρανομήκης ψυχή. Καὶ ἔψαλα τὸ ἐγκώμιό του γιὰ νὰ τονίσω τὰ ἑξῆς.
Στὸν Ἰορδάνη ἔλεγε πρὸς ὅλους τὸ «Μετανοεῖτε»· καὶ βαπτίζονταν κατὰ χιλιάδες. Ἔμπαιναν μέσα στὸ ποτάμι μέχρι τὸ λαιμὸ γυμνοί. Καὶ ὅσο ἔλεγαν τὰ ἁμαρτήματά τους, ἔμεναν βουτηγμένοι στὸ νερό, ἄλλος δέκα λεπτά, ἄλλος εἴκοσι, ἄλλος μία ὥρα, ἄλλος δύο ὧρες, ἄλλος τρεῖς, ἀναλόγως τῶν ἁμαρτημάτων. Καὶ ἐνῷ ὅλοι ἔμεναν στὸ νερὸ κάποιο χρονικὸ διάστημα, ἕνας μόνον, ὁ Ἰησοῦς, δὲν ἔμεινε καθόλου. Τὸ λέγει τὸ Εὐαγγέλιο μὲ μία λέξι: «καὶ βαπτισθεὶς ὁ Ἰησοῦς ἀνέβη εὐθὺς ἀπὸ τοῦ ὕδατος» (Ματθ. 3:16). Τί σημαίνει τὸ «εὐθύς»; Ὅτι μόλις μπῆκε ἀμέσως βγῆκε. Δὲν εἶχε νὰ πῇ καμμία ἁμαρτία. Εἶνε ὁ μόνος ἀναμάρτητος.
–Τότε λοιπὸν γιατί βαπτίσθηκε;
Βαπτίσθηκε τώρα, ποὺ ἀρχίζει ἡ δημόσια ζωή του, γιὰ νὰ δοθοῦν, ἐπίσημα καὶ ἐνώπιον ὅλων, οἱ ἀπαιτούμενες βεβαιώσεις γιὰ τὸ πρόσωπό του.
Γίνεται ἡ φανέρωσι τοῦ μυστηρίου τῆς ἁγίας Τριάδος καὶ ἐκεῖ μαρτυρεῖ γι᾿ αὐτὸν ὁ οὐράνιος Πατέρας φωνάζοντας· «Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα» (Ματθ. 3:17). Ὁ Ἰησοῦς εἶνε ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ Πατρός.
Γίνεται ἡ βάπτισι καὶ κατ᾽ αὐτὴν μαρτυρεῖ γι᾽ αὐτὸν ὁ Βαπτιστής, ποὺ δὲν εἶπε ποτέ ψέμα, καὶ ἐκεῖ λέγει σὲ ὅλους· Μαρτυρῶ, δίνω κατάθεσι, ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶνε ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ· «κἀγὼ ἑώρακα καὶ μεμαρτύρηκα, ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ» (Ἰωάν.1:34).
Στὶς δύο αὐτὲς μαρτυρίες θὰ προστεθοῦν ἔπειτα καὶ ἄλλες ὅπως γιὰ παράδειγμα:
Στὴ σταύρωσι τοῦ Ἰησοῦ ὁ εὐγνώμων λῃστής, φωτιζόμενος ἀπὸ τὸ Θεό, τὸν ἀναγνωρίζει βασιλέα καὶ τοῦ ζητάει· «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23:42).
Ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἐκπνέει καὶ γίνεται σεισμὸς καὶ ἄλλα συγκλονιστικὰ γεγονότα, τότε ὁ Ρωμαῖος κεντυρίων (ἑκατόνταρχος) ὁμολογεῖ· «Ἀληθῶς Θεοῦ Υἱὸς ἦν οὗτος» (Ματθ. 27:54).
Καὶ στὴ διάρκεια τῆς καινῆς διαθήκης ἑκατομμύρια μάρτυρες δίνουν τὴ ζωή τους γιὰ τὸ Χριστό, διότι πιστεύουν, ὅτι εἶνε Θεός.
Καὶ στὸ τέλος, ὅπως λέγει ὁ Τζοβάννι Παπίνι στὴν Ἱστορία τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἐκεῖνοι οἱ ἄπιστοι, ποὺ ὑβρίζουν καὶ βλασφημοῦν τὸ Χριστό, θὰ ἔλθῃ ἡ ὥρα, ποὺ θὰ γονατίσουν μπροστά του. Ἡ νίκη θὰ εἶνε τοῦ Χριστοῦ, καὶ κάθε γλῶσσα θὰ ὁμολογήσῃ, «ὅτι Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς εἰς δόξαν Θεοῦ πατρός» (Φιλιπ. 2:11).
Μὴ κλονίζεσθε, ἀδελφοί μου! Καὶ ἂν ἀκόμη ἔλθουν χρόνια ἄπιστα, καὶ κυβερνήσουν ἄθεοι, καὶ γκρεμίσουν θυσιαστήρια, καὶ σφάξουν κληρικούς, καὶ ἐξοντώσουν πιστούς, καὶ ἂν ὅλοι ἀρνηθοῦν τὸ Χριστό, σύ, καὶ ἕνας νὰ μείνῃς, νὰ λέγῃς: Πιστεύω, Κύριε· σὺ εἶσαι ὁ Θεός μου, ὁ λυτρωτής μου, ὁ βασιλεύς μου· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.