ΚΥΡΙΑΚΗ Α΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ — ΑΓΙΩΝ ΠΑΝΤΩΝ

Αποστολική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΝΤΩΝ — Εβρ. (ΙΑ΄ 33 — 40, ΙΒ΄ 1 — 2)

Προς Εβραί­ους, κεφ. ΙΑ΄, εδά­φια 32–40 και ΙΒ΄, εδά­φια 1–2

Κεφ.ΙΑ΄32 Κα τ τι λγω; πιλεψει γρ με διη­γομενον χρνος περ Γεδεν, Βαρκ τε κα Σαμψν κα ᾿Ιεφθε, Δαυδ τε κα Σαμουλ κα τν προ­φητν, 33 ο δι πστε­ως κατη­γωνσαν­το βασι­λεας, εργσαν­το δικαιοσνην, πτυχον παγ­γε­λιν, φρα­ξαν στματα λεντων, 34σβε­σαν δναμιν πυρς, φυγον στματα μαχαρας, νεδυ­ναμθησαν π σθε­νεας, γενθησαν σχυ­ρο ν πολμ, παρεμ­βολς κλι­ναν λλοτρων· 35 λαβον γυνακες ξ ναστσεως τος νεκρος ατν· λλοι δ τυμ­πανσθη­σαν, ο προσ­δεξμενοι τν πολτρω­σιν, να κρεττο­νος ναστσεως τχωσιν· 36 τεροι δ μπαιγμν κα μαστγων περαν λαβον, τι δ δεσμν κα φυλακς· 37 λιθσθη­σαν, πρσθη­σαν, πειρσθη­σαν, ν φν μαχαρας πθανον, περιλθον ν μηλω­τας, ν αγεοις δρμα­σιν, στε­ρομενοι, θλιβμενοι, κακου­χομενοι, 38 ν οκ ν ξιος κσμος, ν ρημαις πλανμενοι κα ρεσι κα σπη­λαοις κα τας πας τς γς. 39 Κα οτοι πντες μαρ­τυ­ρηθντες δι τς πστε­ως οκ κομσαν­το τν παγ­γελαν, 40το Θεο περ μν κρεττν τι προ­βλε­ψαμνου, να μ χωρς μν τελειωθσι.

Κεφ.ΙΒ΄ 1Τοι­γα­ροῦν καὶ ἡμεῖς, τοσοῦ­τον ἔχον­τες περι­κεί­με­νον ἡμῖν νέφος μαρ­τύ­ρων, ὄγκον ἀπο­θέ­με­νοι πάν­τα καὶ τὴν εὐπε­ρί­στα­τον ἁμαρ­τί­αν, δι᾿ ὑπο­μο­νῆς τρέ­χω­μεν τὸν προ­κεί­με­νον ἡμῖν ἀγῶ­να. 2φορντες ες τν τς πίστε­ως ρχηγν κα τελειωτν ησον, ς ντ τς προ­κει­μέ­νης ατ χαρς πέμει­νε σταυ­ρόν, ασχύ­νης κατα­φρο­νή­σας, ν δεξι τε το θρό­νου το Θεο κεκά­θι­κεν

33 Αυτοί, χάρις εις την πίστιν των, ηγω­νί­σθη­σαν και κατε­νί­κη­σαν βασί­λεια, ήσκη­σαν δικαιο­σύ­νην, επέ­τυ­χαν την πραγ­μα­το­ποί­η­σιν των υπο­σχέ­σε­ων του Θεού, έφρα­ξαν τα στό­μα­τα των αγρί­ων λεόν­των, όπως ο Δανι­ήλ, 34 έσβη­σαν την φοβε­ράν δύνα­μιν της φωτιάς, όπως οι τρεις παί­δες, διέ­φυ­γαν τον κίν­δυ­νον να σφα­γούν με μαχαί­ρια, όπως ο Ηλί­ας, εδυ­να­μώ­θη­σαν και έγι­ναν καλά από αρρώ­στιες, ανε­δεί­χθη­σαν κρα­ταιοί και δυνα­τοί στον πόλε­μον, έκαμ­ψαν και έτρε­ψαν εις φυγήν πολυά­ριθ­μα στρα­τεύ­μα­τα ξένων εχθρών. 35 Μερι­κές γυναί­κες, χάρις εις αυτήν την πίστιν, επή­ραν πάλιν ζων­τα­νούς, δια της ανα­στά­σε­ως τους νεκρούς των. Αλλοι δε εδέ­θη­σαν στο τύμ­πα­νον, στο φοβε­ρά βασα­νι­στι­κόν εκεί­νον όργα­νον, χωρίς να δεχθούν την απε­λευ­θέ­ρω­σιν, που τους επρό­τει­ναν οι βασα­νι­σταί των, εάν ηρνούν­το την πίστιν των, και υπέ­μει­ναν το φοβε­ρόν μαρ­τύ­ριον μέχρι θανά­του, δια να επι­τύ­χουν και πάρουν ανά­στα­σιν ασυγ­κρί­τως καλυ­τέ­ραν από την παρού­σαν ζωήν. 36 Αλλοι δε εδο­κί­μα­σαν εμπαιγ­μούς και μαστι­γώ­σεις, ακό­μη δε δεσμά και φυλα­κήν. 37 Ελι­θο­βο­λή­θη­σαν, επριο­νί­σθη­σαν, επέ­ρα­σαν μέσα από πολ­λούς πει­ρα­σμούς, απέ­θα­ναν σφα­γέν­τες με μάχαι­ραν, περι­ήρ­χον­το εδώ και εκεί φορούν­τες, αντί για ενδύ­μα­τα, προ­βιές και δέρ­μα­τα γιδιών, στε­ρού­με­νοι, θλι­βό­με­νοι, υπο­βαλ­λό­με­νοι εις πολ­λάς κακου­χί­ας. 38 Τετοιους αγί­ους δεν ήτο άξιος να τους έχη ο αμαρ­τω­λός κόσμος. Επε­ρι­πλα­νών­το εις τις ερη­μί­ες, εις τα όρη, εις τα σπή­λαια, εις τις τρύ­πες της γης. 39 Και όλοι αυτοί, μολο­νό­τι έλα­βαν την καλήν και τιμί­αν μαρ­τυ­ρί­αν, ότι ευη­ρέ­στη­σαν στον Θεόν χάρις εις την πίστιν των, δεν απή­λαυ­σαν πλή­ρως την υπό­σχε­σιν της λυτρώ­σε­ως και της ουρα­νί­ου βασι­λεί­ας. 40 Διό­τι ο Θεός επρό­βλε­ψε δι’ ημάς κάτι καλύ­τε­ρον· δηλα­δή να μη απο­λαύ­σουν αυτοί πλή­ρη την τελεί­ω­σιν και την μακα­ριό­τη­τα χωρίς ημάς (αλλ’ όλοι μαζή σαν ένα πνευ­μα­τι­κόν σώμα να απο­λαύ­σω­μεν κατά την δευ­τέ­ραν παρυ­σί­αν την μακα­ριό­τη­τα της βασι­λεί­ας των ουρα­νών). 

Δια τού­το, λοι­πόν, και ημείς, αφού έχο­μεν ολό­γυ­ρά μας τόσον μεγά­λο νέφος ανα­ριθ­μή­των αγί­ων, που εμαρ­τύ­ρη­σαν και εμαρ­τυ­ρή­θη­σαν δια την πίστιν των, ας πετά­ξω­μεν μακρυά από επά­νω μας κάθε βάρος από τας κατα­θλι­πτι­κάς μερί­μνας του βίου και προ­παν­τός την αμαρ­τί­αν, η οποία από όλα τα σημεία κατά τρό­πον δελε­α­στι­κόν και προ­κλη­τι­κόν εύκο­λα μας περι­βάλ­λει, και ας τρέ­χω­μεν με επι­μο­νήν και υπο­μο­νήν τον αγώ­να, που ευρί­σκε­ται ενώ­πιον μας. Δια να αντλού­μεν δε θάρ­ρος και δύνα­μιν, ας έχω­μεν προ­ση­λω­μέ­να με πίστιν τα βλέμ­μα­τά μας στον Χρι­στόν, τον αρχη­γόν και ιδρυ­τήν της πίστε­ώς μας, ο οποί­ος με την χάριν του μας χει­ρα­γω­γεί στον δρό­μον της τελειό­τη­τος. Αυτός αντί της μακα­ριό­τη­τος, την οποί­αν είχε πάν­το­τε εμπρός του ως Θεός και αντί της χαράς την οποί­αν εδι­καιού­το να απο­λαμ­βά­νη και ως άνθρω­πος ανα­μάρ­τη­τος ευα­ρε­στή­σας κατά πάν­τα στον Πατέ­ρα, επρο­τί­μη­σε και υπέ­μει­νε τον σταυ­ρι­κόν θάνα­τον και κατε­φρό­νη­σε την εντρο­πήν και τον εξευ­τε­λι­σμόν προς χάριν ημών. Και δια τού­το έχει καθί­σει τώρα εις τα δεξιά του θρό­νου του Θεού. 

Κεφ.ΙΑ΄32 Και τι ακό­μη να λέω και να διη­γού­μαι; Πρέ­πει να στα­μα­τή­σω, διό­τι δεν θα μου φτά­σει ο χρό­νος να διη­γού­μαι για τον Γεδε­ών και τον Βαράκ, τον Σαμ­ψών και τον Ιεφθάε, για τον Δαβίδ και τον Σαμου­ήλ και τους προ­φή­τες. 33 Αυτοί, επει­δή είχαν πίστη, κατα­πο­λέ­μη­σαν και υπέ­τα­ξαν βασί­λεια, κυβέρ­νη­σαν τον λαό με δικαιο­σύ­νη, πέτυ­χαν την πραγ­μα­το­ποί­η­ση των υπο­σχέ­σε­ων που τους έδω­σε ο Θεός, έσφα­ξαν στό­μα­τα λιον­τα­ριών, όπως ο Δανι­ήλ, 34 έσβη­σαν την κατα­στρε­πτι­κή δύνα­μη της φωτιάς, διέ­φυ­γαν τον κίν­δυ­νο της σφα­γής, πήραν δύνα­μη κι έγι­ναν καλά από αρρώ­στιες, ανα­δεί­χθη­καν ισχυ­ροί και ανί­κη­τοι στον πόλε­μο, έτρε­ψαν σε φυγή τις εχθρι­κές παρα­τά­ξεις και τα πολυ­πλη­θή στρα­τεύ­μα­τά τους.35 Με την πίστη που είχαν στην υπερ­φυ­σι­κή δύνα­μη των προ­φη­τών, οι γυναί­κες που ανα­φέ­ρει η Παλαιά Δια­θή­κη ξανα­πή­ραν πίσω ζων­τα­νά τα νεκρά παι­διά τους που ανέ­στη­σαν οι προ­φή­τες. Και άλλοι δέθη­καν στο βασα­νι­στι­κό όργα­νο που λεγό­ταν τύμ­πα­νο και δάρ­θη­καν σκλη­ρά μέχρι θανά­του, επει­δή δεν δέχθη­καν να αρνη­θούν την πίστη τους και να ελευ­θε­ρω­θούν έτσι από το μαρ­τύ­ριο. Προ­τί­μη­σαν το σκλη­ρό αυτό μαρ­τύ­ριο, για να ανα­στη­θούν σε μια καλύ­τε­ρη ζωή, παρά να έχουν μια πρό­σκαι­ρη απο­κα­τά­στα­ση στη ζωή αυτή. 36 Και άλλοι πάλι δοκί­μα­σαν εμπαιγ­μούς και μαστι­γώ­σεις, ακό­μη μάλι­στα και δεσμά και φυλα­κί­σεις. 37Λιθο­βο­λή­θη­καν, πριο­νί­στη­καν, δοκί­μα­σαν πολ­λούς πει­ρα­σμούς, θανα­τώ­θη­καν με σφα­γή από μαχαί­ρι, περι­φέ­ρον­ταν σαν πλα­νό­διοι εδώ κι εκεί. Φορού­σαν για ρού­χα προ­βιές και γιδο­δέρ­μα­τα, ζών­τας μέσα σε στε­ρή­σεις, θλί­ψεις και κακο­πά­θειες.

38 Ολό­κλη­ρος ο κόσμος δεν άξι­ζε όσοι οι άγιοι αυτοί άνδρες, κι ούτε μπο­ρού­σε να συγ­κρι­θεί με αυτούς. Περι­πλα­νιόν­ταν σε ερη­μιές και σε βου­νά, σε σπη­λιές και σε τρύ­πες της γης. 39 Κι όλοι αυτοί οι άγιοι άνδρες, αν και έλα­βαν εγκω­μια­στι­κή μαρ­τυ­ρία για την πίστη τους, δεν από­λαυ­σαν την υπό­σχε­ση της ουρά­νιας κλη­ρο­νο­μιάς. 40 Κι αυτό διό­τι ο Θεός προ­έ­βλε­ψε για μας κάτι καλύ­τε­ρο, ώστε αυτοί να μη λάβουν σε βαθ­μό τέλειο τη σωτη­ρία τους χωρίς εμάς, αλλά να τη λάβου­με όλοι μαζί. Έτσι εμείς βρι­σκό­μα­στε τώρα σε πλε­ο­νε­κτι­κό­τε­ρη θέση απ’ αυτούς˙ όχι μόνο επει­δή ζού­με στα χρό­νια της απο­λυ­τρώ­σε­ως του Χρι­στού, αλλά και επει­δή η περί­ο­δος της ανα­μο­νής για μας είναι μικρό­τε­ρη.

ΚΕΦ. ΙΒ΄ 1Έχον­τας λοι­πόν κι εμείς τρι­γύ­ρω μας ένα τόσο μεγά­λο και πυκνό σύν­νε­φο αγί­ων ανθρώ­πων που μαρ­τύ­ρη­σαν για την αλή­θεια της πίστε­ως, ας πετά­ξου­με από πάνω μας κάθε φορ­τίο βιο­τι­κών πραγ­μά­των και φρον­τί­δων, επι­πλέ­ον μάλι­στα και την αμαρ­τία, στην οποία εύκο­λα κανείς παρα­σύ­ρε­ται. Και ας τρέ­χου­με με υπο­μο­νή τον αγώ­να που προ­βάλ­λει μπρο­στά μας 2 και που­θε­νά αλλού ας μην στρέ­φου­με τα βλέμ­μα­τά μας και την προ­σο­χή μας παρά μόνο στον Ιησού, που είναι ο αρχη­γός και ο θεμε­λιω­τής της πίστε­ώς μας και μας τελειο­ποιεί σε αυτήν. Αυτός για τη χαρά που είχε μπρο­στά Του και θα δοκί­μα­ζε όταν με το πάθη­μά Του θα έσω­ζε πολ­λούς, υπέ­μει­νε σταυ­ρι­κό θάνα­το και περι­φρό­νη­σε την ντρο­πή και την ατί­μω­ση του θανά­του Του. Γι’ αυτό και έχει καθί­σει τώρα στα δεξιά του θρό­νου του Θεού.

33 Aὐτοὶ μὲ τὴν πίστι κατα­νί­κη­σαν βασί­λεια, πολι­τεύ­θη­καν μὲ δικαιο­σύ­νη, ἐπέ­τυ­χαν τὴν πραγ­μα­το­ποί­η­σι ὑπο­σχέ­σε­ων τοῦ Θεοῦ, ἔφρα­ξαν στό­μα­τα λεόν­των, 34 ἔσβη­σαν δύνα­μι φωτιᾶς, διέ­φυ­γαν σφα­γές, ἦταν ἀσθε­νεῖς καὶ ἐνδυ­να­μώ­θη­καν, ἔγι­ναν ἰσχυ­ροὶ στὸν πόλε­μο, ἔτρε­ψαν σὲ φυγὴ στρα­τό­πε­δα ἐχθρῶν. 35 Γυναῖ­κες ἔλα­βαν πίσω ἀνα­στη­μέ­νους τοὺς νεκρούς τους. Ἄλλοι δὲ βασα­νί­σθη­καν δεμέ­νοι στὸ τύμ­πα­νο (ὄργα­νο βασα­νι­στι­κό), καὶ δὲν δέχθη­καν ν’ ἀπαλ­λα­γοῦν ἀπ’ τὰ βασα­νι­στή­ρια, γιὰ νὰ ἐπι­τύ­χουν ἀνώ­τε­ρη σωτη­ρία. 36 Ἄλλοι δὲ κτυ­πή­θη­καν καὶ μαστι­γώ­θη­καν, ἀκό­μη καὶ ἁλυ­σο­δέ­θη­καν καὶ φυλα­κί­σθη­καν. 37 Θανα­τώ­θη­καν μὲ λίθους, μὲ πριό­νι, μὲ φωτιά, μὲ μαχαί­ρι. Nτύ­θη­καν δέρ­μα­τα προ­βά­των καὶ γιδιῶν. Zοῦ­σαν μὲ στε­ρή­σεις, μὲ πενία, μὲ κακου­χί­ες. 38 Ἐπει­δὴ ὁ κόσμος δὲν ἦταν ἄξιος νὰ τοὺς ἔχῃ κον­τά του, περι­πλα­νῶν­ταν σ’ ἐρη­μιὲς καὶ ὄρη καὶ σπη­λιὲς καὶ τὶς ὀπὲς τῆς γῆς. 39 Ὅλοι δὲ αὐτοί, ἂν καὶ ἔλα­βαν καλὴ μαρ­τυ­ρία λόγῳ τῆς πίστε­ώς τους, δὲν ἔλα­βαν αὐτὸ ποὺ ὑπο­σχέ­θη­κε ὁ Θεός. 40 Διό­τι ὁ Θεὸς προ­έ­βλε­ψε κάτι ἀνώ­τε­ρο γιὰ μᾶς, νὰ μὴ δικαιω­θοῦν δηλα­δὴ χωρὶς ἐμᾶς (Ἐν μέρει μόνον ἔλα­βαν τὸ μισθό τους, καὶ πλή­ρως θὰ τὸν λάβουν μαζὶ μὲ μᾶς κατὰ τὴ δευ­τέ­ρα παρου­σία).

Λοι­πὸν καὶ ἐμεῖς, τοὺς ὁποί­ους περι­βάλ­λει τόσο μεγά­λο νέφος θεα­τῶν, ἀφοῦ ἀπο­βά­λω­με κάθε βάρος καὶ τὴν ἁμαρ­τία ποὺ μᾶς περι­σφίγ­γει ἰσχυ­ρά, ἂς τρέ­χω­με μὲ ὑπο­μο­νὴ τὸ παρὸν ἀγώ­νι­σμα τοῦ δρό­μου, ἀπο­βλέ­πον­τας στὸν Ἰησοῦ, ὁ ὁποῖ­ος δίνει καὶ δικαιώ­νει τὴν πίστι. Aὐτός, ἐνῷ ἦταν στὴν ἐξου­σία του ἡ χαρά, ὑπέ­φε­ρε σταύ­ρω­σι, περι­φρο­νών­τας τὴν ἀτί­μω­σι, καὶ κάθη­σε στὰ δεξιὰ τοῦ θρό­νου τοῦ Θεοῦ.

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (Ερμη­νεία Περι­κο­πής)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ

«Κα τί τι λέγω; πιλεί­ψει γάρ με διη­γού­με­νον χρό­νος περ Γεδε­ών, Βαράκ τε κα Σαμψν κα εφθάε, Δαυ­ΐδ τε κα Σαμουλ κα τν προ­φητν (:και τι ακό­μη να λέω και να διη­γού­μαι; Πρέ­πει να στα­μα­τή­σω, διό­τι δεν θα μου φτά­σει ο χρό­νος να διη­γού­μαι για τον Γεδε­ών και τον Βαράκ, τον Σαμ­ψών και τον Ιεφθάε, για τον Δαβίδ και τον Σαμου­ήλ και τους προ­φή­τες)»[Εβρ.11,32].

Κατη­γο­ρούν μερι­κοί τον Παύ­λο, για­τί ανα­φέ­ρει σε αυτό το σημείο τον Βαράκ και τον Σαμ­ψών και τον Ιεφθάε. Τι λες; Αυτός που ανέ­φε­ρε την πόρ­νη Ραάβ, δεν θα ανα­φέ­ρει αυτούς; Μη μου ανα­φέ­ρεις την άλλη ζωή τους, παρά μόνο το αν πίστε­ψαν ή έλαμ­ψαν ως προς την πίστη.

«τν προ­φητν, ο δι πίστε­ως κατη­γω­νί­σαν­το βασι­λεί­ας(:και τους προ­φή­τες οι οποί­οι, επει­δή είχαν πίστη, κατα­πο­λέ­μη­σαν και υπέ­τα­ξαν βασί­λεια)». Βλέ­πεις ότι εδώ δεν παρου­σιά­ζει τη λαμ­πρή ζωή τους· διό­τι δεν ήταν αυτό προ­η­γου­μέ­νως το ζητού­με­νο· αλλά η εξέ­τα­ση προ­η­γου­μέ­νως ήταν για την πίστη. Διό­τι, πες μου, δεν τα κατόρ­θω­σαν όλα με την πίστη; Πώς; «Με την πίστη», λέγει, «κατα­πο­λέ­μη­σαν βασί­λεια οι όμοιοι με τον Γεδε­ών. Άσκη­σαν δικαιο­σύ­νη». Ποιοι; Αυτοί οι ίδιοι οι παρα­πά­νω. Τη φιλαν­θρω­πία εδώ την ονό­μα­σε ‘’δικαιο­σύ­νη’’.

«πέτυ­χον παγ­γε­λιν(:πέτυ­χαν την πραγ­μα­το­ποί­η­ση των υπο­σχέ­σε­ων που τους έδω­σε ο Θεός». Νομί­ζω ότι αυτό το λέγει για τον Δαβίδ. Και ποιες από αυτές τις υπο­σχέ­σεις πέτυ­χε; Αυτές που του είπε, ότι το σπέρ­μα του, ο Μεσ­σί­ας, θα καθί­σει στον θρό­νο του.

«φρα­ξαν στό­μα­τα λεόν­των, σβε­σαν δύνα­μιν πυρός, φυγον στό­μα­τα μαχαί­ρας(:έφρα­ξαν στό­μα­τα λιον­τα­ριών, όπως ο Δανι­ήλ, έσβη­σαν την κατα­στρε­πτι­κή δύνα­μη της φωτιάς, διέ­φυ­γαν τον κίν­δυ­νο της σφα­γής». Πρό­σε­χε πως ήταν μέσα στον ίδιο τον θάνα­το, ο Δανι­ήλ περι­κυ­κλω­μέ­νος από τα λιον­τά­ρια, οι τρεις παί­δες μέσα στο καμί­νι του πυρός, ο Αβρα­άμ, ο Ισα­άκ, ο Ιακώβ, περι­βαλ­λό­με­νοι από διά­φο­ρους πει­ρα­σμούς, και όμως δεν απο­γο­η­τεύ­τη­καν. Πράγ­μα­τι αυτό είναι πίστη· όταν τα γεγο­νό­τα εκπλη­ρώ­νον­ται αντί­θε­τα από ό,τι προσ­δο­κού­με, τότε πρέ­πει να πιστεύ­ου­με ότι τίπο­τε το αντί­θε­το δεν έγι­νε, αλλά όλα ήταν επα­κό­λου­θα. «Διέ­φυ­γαν τον κίν­δυ­νο της σφα­γής». Αυτό νομί­ζω πάλι ότι το λέγει για τους τρεις Παί­δες.

«νεδυ­να­μώ­θη­σαν π σθε­νεί­ας, γενή­θη­σαν σχυ­ρο ν πολέμ, παρεμ­βολς κλι­ναν λλο­τρί­ων(:πήραν δύνα­μη, και έγι­ναν καλά από αρρώ­στιες, ανα­δεί­χθη­καν ισχυ­ροί και ανί­κη­τοι στον πόλε­μο· έτρε­ψαν σε φυγή τις εχθρι­κές παρα­τά­ξεις και τα πολυ­πλη­θή στρα­τεύ­μα­τά τους)»[Εβρ.11,34]. Εδώ υπαι­νίσ­σε­ται εκεί­να που συνέ­βη­σαν κατά την επά­νο­δό τους από τη Βαβυ­λώ­να. «Από ασθέ­νειες», λέγει· δηλα­δή, από την αιχ­μα­λω­σία. Όταν πια είχαν εγκα­τα­λεί­ψει τα ιου­δαϊ­κά, όταν δεν διέ­φε­ραν σε τίπο­τε από τα οστά των νεκρών, τότε έγι­νε η επά­νο­δός τους. Πράγ­μα­τι, ποιος θα έλπι­ζε να επα­νέλ­θουν από τη Βαβυ­λώ­να, και όχι μόνο να επα­νέλ­θουν, αλλά και να γίνουν ισχυ­ροί και να τρέ­ψουν σε φυγή τα στρα­τεύ­μα­τα των εχθρών; «Σε μας όμως δεν συνέ­βη κάτι τέτοιο», λέγει. Αλλά αυτά είναι τύποι των μελ­λον­τι­κών.

«λαβον γυνακες ξ ναστά­σε­ως τούς νεκρος ατν(:με την πίστη που είχαν στην υπερ­φυ­σι­κή δύνα­μη των προ­φη­τών οι γυναί­κες που ανα­φέ­ρει η Παλαιά Δια­θή­κη ξανα­πή­ραν πίσω ζων­τα­νά τα νεκρά παι­διά τους, που ανέ­στη­σαν οι προ­φή­τες)». Εδώ ανα­φέ­ρει εκεί­να που έγι­ναν από τους προ­φή­τες, τον Ελι­σαίο, τον Ηλία· διό­τι αυτοί ανέ­στη­σαν νεκρούς.

«λλοι δ τυμ­πα­νί­σθη­σαν, ο προσ­δε­ξά­με­νοι τν πολύ­τρω­σιν, να κρείτ­το­νος ναστά­σε­ως τύχω­σιν(:άλλοι πάλι δέθη­καν στο βασα­νι­στι­κό όργα­νο που λεγό­ταν τύμ­πα­νο και δάρ­θη­καν σκλη­ρά μέχρι θανά­του, επει­δή δεν δέχθη­καν να αρνη­θούν την πίστη τους και να ελευ­θε­ρω­θούν έτσι από το μαρ­τύ­ριο. Προ­τί­μη­σαν το σκλη­ρό αυτό μαρ­τύ­ριο, για να ανα­στη­θούν σε μία καλύ­τε­ρη ζωή, παρά να έχουν μία πρό­σκαι­ρη απο­κα­τά­στα­ση στη ζωή αυτή)»[Εβρ.11,37]· ενώ εμείς δεν πετύ­χα­με την ανά­στα­ση. Αλλά «έχω να σας παρου­σιά­σω», λέγει, «και εκεί­νους που απο­κε­φα­λί­στη­καν και δεν δέχθη­καν τη σωτη­ρία, για να πετύ­χουν καλύ­τε­ρη ανά­στα­ση». Διό­τι, πες μου, για­τί, ενώ μπο­ρού­σαν, δε θέλη­σαν να ζήσουν; Δεν το έκα­ναν επει­δή περί­με­ναν καλύ­τε­ρη ζωή; Και αυτοί που ανέ­στη­σαν τους άλλους, προ­τί­μη­σαν οι ίδιοι να πεθά­νουν, για να επι­τύ­χουν καλύ­τε­ρη ανά­στα­ση, όχι σαν εκεί­νη που πέτυ­χαν τα παι­διά των γυναι­κών. Εδώ μου φαί­νε­ται ότι υπο­νο­εί και τον Ιωάν­νη και τον Ιάκω­βο· καθό­σον ‘’απο­τυμ­πα­νι­σμός’’ λέγε­ται ο απο­κε­φα­λι­σμός. Μπο­ρού­σαν να βλέ­πουν τον ήλιο, μπο­ρού­σαν να μην ελέγ­χουν, και όμως προ­τί­μη­σαν να πεθά­νουν· και αυτοί που άλλους ανέ­στη­σαν, προ­τί­μη­σαν να πεθά­νουν οι ίδιοι για να επι­τύ­χουν καλύ­τε­ρη ανά­στα­ση.

«τεροι δ μπαιγμν κα μαστί­γων περαν λαβον, τι δ δεσμν κα φυλακς·λιθά­σθη­σαν, πρί­σθη­σαν, πει­ρά­σθη­σαν (:κι άλλοι πάλι δοκί­μα­σαν εμπαιγ­μούς και μαστι­γώ­σεις, ακό­μη μάλι­στα και δεσμά και φυλα­κί­σεις. Λιθο­βο­λή­θη­καν, πριο­νί­σθη­καν, δοκί­μα­σαν πολ­λούς πει­ρα­σμούς)»[Εβρ.11,37].Σταματά σε αυτούς που τους ήταν πιο γνω­στοί. Καθό­σον μεγα­λύ­τε­ρη παρη­γο­ριά φέρ­νουν αυτά, όταν η αιτία της λύπης τους είναι κοι­νή, διό­τι και αν πεις κάτι μεγα­λύ­τε­ρο, που δεν προ­ήλ­θε όμως από την ίδια αιτία, δεν έκα­νες τίπο­τε. Γι’ αυτό στα­μά­τη­σε σε αυτόν τον λόγο του, μιλών­τας για δεσμά, φυλα­κές, μαστι­γώ­σεις, λιθο­βο­λι­σμούς, θυμί­ζον­τάς τους όσα έχουν σχέ­ση με τον Στέ­φα­νο και τον προ­φή­τη Ζαχα­ρία, τον πατέ­ρα του Ιωάν­νη του Βαπτι­στή· γι’ αυτό και συμ­πλή­ρω­σε: «ν φόν μαχαί­ρας πέθα­νον (:θανα­τώ­θη­καν με σφα­γή από μαχαί­ρι)».

Τι λες; Άλλοι διέ­φυ­γαν τη σφα­γή, και άλλοι πέθα­ναν δια σφα­γής; Τι σημαί­νει αυτό; Ποιον επαι­νείς, ποιον θαυ­μά­ζεις; Αυτό ή εκεί­νο; «Ναι», λέγει, «και αυτό και εκεί­νο· αυτό, διό­τι σας είναι πιο οικείο, και εκεί­νο, διό­τι η πίστη νίκη­σε και τον ίδιο τον θάνα­το και η νίκη αυτή είναι τύπος των μελ­λον­τι­κών»· διό­τι δύο είναι τα θαύ­μα­τα της πίστε­ως, και κατορ­θώ­νει μεγά­λα πράγ­μα­τα, και πάσχει μεγά­λα, χωρίς να υπο­λο­γί­ζει τα παθή­μα­τα. «Και δεν μπο­ρείς να πεις», λέγει, «ότι ήταν κάποιοι αμαρ­τω­λοί και μηδα­μι­νοί· διό­τι και αν ακό­μη όλον τον κόσμο παρα­βά­λεις μαζί τους, θα δεις ότι προς αυτούς θα κλεί­νει η ζυγα­ριά και ότι αυτοί είναι τιμιό­τε­ροι». Γι’ αυτό και έτσι μίλη­σε: «ν οκ ν ξιος κόσμος (:ολό­κλη­ρος ο κόσμος δεν άξι­ζε όσο οι άγιοι αυτοί άνδρες, και ούτε μπο­ρού­σε να συγ­κρι­θεί με αυτούς)». Τι λοι­πόν επρό­κει­το εδώ να απο­λαύ­σουν, εφό­σον τίπο­τε από τα του κόσμου δεν ήταν άξιο γι΄αυτούς; Εδώ διε­γεί­ρει τη διά­νοιά τους, για να τους διδά­ξει ότι δεν πρέ­πει να προ­ση­λώ­νον­ται στα παρόν­τα, αλλά να έχουν τη σκέ­ψη τους πάνω από όλα τα αγα­θά αυτής της ζωής, εφό­σον όλος ο κόσμος δεν μπο­ρεί να συγ­κρι­θεί μαζί τους. Για­τί λοι­πόν θέλεις να λάβεις εδώ μισθό; Διό­τι είναι ατι­μία για σένα, εάν λάβεις εδώ τον μισθό.

Ας μη σκε­πτό­μα­στε λοι­πόν κοσμι­κά, ας μην περι­μέ­νου­με εδώ την αντα­πό­δο­ση, και ας μην είμα­στε τόσο φτω­χοί· εφό­σον όλος ο κόσμος δεν μπο­ρεί να συγ­κρι­θεί μαζί τους, για­τί θέλεις να συγ­κρί­νεις ένα μέρος αυτού; Και σωστά· διό­τι αυτοί είναι φίλοι του Θεού. «Κόσμο» εδώ λέγει το πλή­θος των ανθρώ­πων ή την ίδια την κτί­ση· καθό­σον και τα δύο συνη­θί­ζει η Γρα­φή να τα ονο­μά­ζει έτσι. «Εάν όλη η κτί­ση μαζί με τους ανθρώ­πους της», λέγει, «στα­θεί δίπλα τους, δεν θα μπο­ρέ­σουν να φανούν αντά­ξιοι αυτών»· και σωστά. Διό­τι, όπως ακρι­βώς μύριες ζυγα­ριές άχυ­ρου και χόρ­του δεν θα ήταν αντά­ξιες δέκα μαρ­γα­ρι­τα­ριών, έτσι ούτε και εκεί­νοι· διό­τι «είναι ανώ­τε­ρος ένας που πράτ­τει το θέλη­μα του Κυρί­ου, παρά μύριοι παρά­νο­μοι»· «μυρί­ους» δεν λέγει τους πολ­λούς, αλλά το πλή­θος το άπει­ρο.

Σκέ­ψου πόσο ανώ­τε­ρος είναι ο δίκαιος. Είπε ο Ιησούς του Ναυή: «στή­τω λιος κατ Γαβαν κα σελή­νη κατ φάραγ­γα Αλών (:ας στα­θεί ο ήλιος πάνω από την πόλη Γαβα­ών και η σελή­νη πάνω από τη κοι­λά­δα Αιλών)»[Ιησ. Ναυή 10,12.]. Ας έλθει λοι­πόν όλη η οικου­μέ­νη, ή μάλ­λον δύο και τρεις και τέσ­σε­ρις και δέκα και είκο­σι οικου­μέ­νες, και ας πουν και ας το κάνουν αυτό· όμως δεν θα μπο­ρέ­σουν. Ενώ ο φίλος του Θεού διέ­τασ­σε τα κτί­σμα­τα του Φίλου του ή καλύ­τε­ρα παρα­κα­λού­σε τον Φίλο του και υπο­χω­ρού­σαν τα στοι­χεία της φύσε­ως, οι υπη­ρέ­τες του Θεού, και ο άνθρω­πος που ήταν στη γη διέ­τασ­σε αυτά που ήταν στον ουρα­νό. Βλέ­πεις ότι αυτά έχουν γίνει για να υπη­ρε­τούν και να εκπλη­ρώ­νουν τον δρό­μο τον δια­τε­ταγ­μέ­νο;

Αυτό είναι μεγα­λύ­τε­ρο από τα έργα του Μωυ­σή. Για­τί άρα­γε; Διό­τι δεν είναι το ίδιο να δια­τάσ­σεις τη θάλασ­σα και αυτά που βρί­σκον­ται στον ουρα­νό· πράγ­μα­τι είναι μεγά­λο και εκεί­νο και πολύ μεγά­λο μάλι­στα, αλλά όμως δεν μπο­ρεί να θεω­ρη­θεί ίσο με αυτό.

Άκου­σε και πώς έγι­νε τόσο μεγά­λος. Για­τί δηλα­δή; Το όνο­μα του Ιησού του Ναυή ήταν τύπος του Χρι­στού. Γι’ αυτό λοι­πόν, εξαι­τί­ας αυτής της προ­σω­πο­ποι­η­μέ­νης προ­σφω­νή­σε­ως, την οποία είχε ο Ιησούς, η κτί­ση υπο­τά­χθη­κε με σεβα­σμό. Τι λοι­πόν; Άλλος δεν ονο­μά­στη­κε Ιησούς; Αλλά αυτός για αυτόν τον σκο­πό ονο­μά­στη­κε, για να είναι τύπος· διό­τι ονο­μα­ζό­ταν και Αυσής· γι’ αυτό αλλά­χθη­κε το όνο­μα· διό­τι ήταν πρόρ­ρη­ση και προ­φη­τεία. Αυτός εισή­γα­γε στη γη της επαγ­γε­λί­ας τον λαό, όπως ο Ιησούς στον ουρα­νό· δεν τον εισή­γα­γε ο νόμος, όπως ούτε ο Μωυ­σής, αλλά έμε­νε έξω· δεν έχει τη δύνα­μη ο νόμος να εισα­γά­γει, αλλά η χάρη. Βλέ­πεις ότι οι τύποι από παλιά έχουν προ­κα­θο­ρι­στεί; Διέ­τα­ξε την κτί­ση, ή καλύ­τε­ρα το κύριο μέρος της κτί­σε­ως, που βρι­σκό­ταν πάνω από το κεφά­λι του, για να μην τρο­μά­ξεις ούτε να παρα­ξε­νευ­τείς, όταν δεις τον Ιησού με την ανθρώ­πι­νη μορ­φή να λέγει τα ίδια. Ο Ιησούς του Ναυή και ενώ ζού­σε ο Μωυ­σής, κατα­τρό­πω­σε τους εχθρούς, ο Ιησούς Χρι­στός, αν και υπάρ­χει ο νόμος, διοι­κεί τα πάν­τα, αλλά όχι φανε­ρά.

Ας δού­με όμως πόσο μεγά­λη είναι η αρε­τή των αγί­ων. Εάν εδώ τόσο μεγά­λα εργά­ζον­ται, εάν εδώ τόσο μεγά­λα κάνουν, όσα οι άγγε­λοι, τι άρα­γε θα κάνουν εκεί; Πόση λαμ­πρό­τη­τα θα έχουν; Ίσως καθέ­νας από εσάς θα ήθε­λε να είναι τέτοιος, ώστε να μπο­ρεί να δια­τάσ­σει τον ήλιο και τη σελή­νη. Ως προς αυτό, τι θα μπο­ρού­σαν να πουν αυτοί, που ισχυ­ρί­ζον­ται ότι ο ουρα­νός είναι σφαι­ρι­κός; Για­τί λοι­πόν δεν είπε «ας στα­θεί ο ήλιος», αλλά πρό­σθε­σε «ας στα­θεί ο ήλιος πάνω από την πόλη Γαβα­ών και η σελή­νη πάνω από τη φάραγ­γα Αιλών»[Ιησού Ναυή, 10,12].Δηλαδή, να κάνει την ημέ­ρα μεγα­λύ­τε­ρη. Αυτό έγι­νε και επί του Εζε­κία· διό­τι οπι­σθο­δρό­μη­σε ο ήλιος. Αλλά αυτό είναι περισ­σό­τε­ρο θαυ­μα­στό από εκεί­νο, το να έλθει πάλι πίσω στον ίδιο δρό­μο, χωρίς να περιέλ­θει τον δρό­μο. Αλλά εμείς, εάν θέλου­με, μεγα­λύ­τε­ρα από αυτά θα κατορ­θώ­σου­με. Πράγ­μα­τι τι μας υπο­σχέ­θη­κε ο Χρι­στός; Δεν μας είπε ότι θα στα­μα­τή­σου­με τον ήλιο, αλλά τι; «άν τις γαπ με, τν λόγον μου τηρή­σει, κα πατήρ μου γαπή­σει ατόν (:εάν κανείς με αγα­πά, θα τηρή­σει στη ζωή του τις εντο­λές μου, και ο Πατέ­ρας μου θα τον αγα­πή­σει)», λέγει, «κα πρς ατν λευ­σό­με­θα κα μονν παρ᾿ ατ ποι­ή­σο­μεν (:και θα έλθου­με σε αυτόν και θα μετα­βά­λου­με την καρ­διά του σε μόνι­μη κατοι­κία μας, ώστε αυτός να είναι ο έμψυ­χος ναός του ζών­τος Θεού)»[Ιω.14,23].

Τι μου χρειά­ζε­ται ο ήλιος και η σελή­νη και τα θαυ­μα­στά τους,όταν ο ίδιος ο Δεσπό­της πάν­των κατέρ­χε­ται και εγκα­θί­στα­ται σε εμέ­να; Δεν μου χρειά­ζον­ται αυτά. Διό­τι σε τι θα μου χρεια­στεί κάτι από αυτά; Αυτός θα μου είναι ήλιος και σελή­νη και φως. Διό­τι πες μου, τι θα ήθε­λες, εάν εισερ­χό­σουν στα ανά­κτο­ρα, να μπο­ρού­σες να μεταρ­ρυθ­μί­σεις κάτι από αυτά που είναι στε­ρε­ω­μέ­να, ή να επι­τύ­χεις τη φιλία του βασι­λιά, ώστε να τον πεί­σεις να κατέλ­θει προς εσέ­να; Δεν θα προ­τι­μού­σες πολύ περισ­σό­τε­ρο αυτό παρά εκεί­νο; Τι όμως; Δεν είναι θαυ­μα­στό πράγ­μα­τι ότι άνθρω­πος προ­στάσ­σει αυτά που προ­στάσ­σει και ο Χρι­στός; «Αλλά ο Χρι­στός», θα μπο­ρού­σε να έλε­γε κάποιος, «δε χρειά­ζε­ται τον Πατέ­ρα, αλλά με από­λυ­τη εξου­σία ενερ­γεί». Καλώς· λοι­πόν ομο­λό­γη­σε πρώ­τα και πες ότι δεν έχει ανάγ­κη του Πατρός και ότι με από­λυ­τη εξου­σία ενερ­γεί, και τότε θα σου πω πάλι, ή καλύ­τε­ρα θα σε διδά­ξω για την προ­σευ­χή που κάνει, ότι γινό­ταν από συγ­κα­τά­βα­ση και θεία οικο­νο­μία (διό­τι δεν ήταν κατώ­τε­ρος από τον Ιησού του Ναυή ο Χρι­στός) και ότι μπο­ρού­σε να μας διδά­σκει χωρίς προ­σευ­χή.

Όπως ακρι­βώς δηλα­δή όταν ακούς τον διδά­σκα­λο να ομι­λεί σαν παι­δί και να διη­γεί­ται τα στοι­χειώ­δη δεν λες ότι είναι αμα­θής, και όταν ερω­τά «πού είναι αυτό το στοι­χείο», γνω­ρί­ζεις ότι δεν το ερω­τά από άγνοια, αλλά επει­δή θέλει να διδά­ξει τον μαθη­τή· έτσι και ο Χρι­στός προ­σευ­χή­θη­κε όχι επει­δή είχε ανάγ­κη προ­σευ­χής, αλλά επει­δή θέλει να διδά­ξει εσέ­να, να προ­σεύ­χε­σαι συνε­χώς, αδια­λεί­πτως, με νηφα­λιό­τη­τα, και να κάνεις αυτήν με πολ­λή αγρυ­πνία. Και όταν λέω να αγρυ­πνείς δεν εννοώ μόνο το να σηκώ­νε­σαι τη νύχτα, αλλά και κατά το διά­στη­μα της ημέ­ρας να επα­γρυ­πνείς στις προ­σευ­χές· διό­τι αυτός που ενερ­γεί έτσι ονο­μά­ζε­ται άγρυ­πνος. Αφού είναι δυνα­τό να κοι­μά­ται κανείς και όταν προ­σεύ­χε­ται τη νύχτα και να αγρυ­πνεί κατά το διά­στη­μα της ημέ­ρας και όταν δεν προ­σεύ­χε­ται, όταν η ψυχή υψώ­νε­ται προς τον Θεό, όταν γνω­ρί­ζει με Ποιον συνο­μι­λεί, σε Ποιον απευ­θύ­νε­ται, όταν σκε­φτεί ότι οι άγγε­λοι στέ­κον­ται δίπλα στον Θεό με φόβο και τρό­μο, ενώ αυτός προ­σέρ­χε­ται με χασμου­ρη­τά και ξυνό­με­νος.

Είναι μεγά­λο όπλο η προ­σευ­χή, όταν γίνε­ται με την αρμό­ζου­σα διά­θε­ση. Και για να μάθεις τη δύνα­μή της, πρό­σε­χε εδώ· η συνε­χής προ­σευ­χή κατα­νί­κη­σε την αδιαν­τρο­πιά και την αδι­κία και την ωμό­τη­τα και τη θρα­σύ­τη­τα· διό­τι λέγει: «κού­σα­τε τί κριτς τς δικί­ας λέγει(:ακού­στε και προ­σέξ­τε καλά τι λέγει ο άδι­κος κρι­τής)» [Λουκ. 18,6]. Επί­σης και την απρο­θυ­μία νίκη­σε· και αυτό που δεν πέτυ­χε η φιλία, αυτό το κατόρ­θω­σε η συνε­χής αίτη­ση· «λέγω μν, ε κα ο δώσει ατ ναστς δι τ εναι ατο φίλον, διά γε τν ναί­δειαν ατο γερ­θες δώσει ατ σων χρζει(:σας δια­βε­βαιώ­νω ότι και αν ακό­μη δεν θελή­σει να σηκω­θεί να του δώσει, μολο­νό­τι τον είχε φίλο, πάν­τως για την αδια­κρι­σία του ότι σε τέτοια νυκτε­ρι­νή ώρα τον ανη­συ­χεί, θα σηκω­θεί και θα του δώσει όσα του χρειά­ζον­ται)» [Λουκ.11,8].

Και μία ανά­ξια πάλι η συνε­χής επι­μο­νή την έκα­νε άξια: «κα δο γυν Χανα­ναία π τν ρίων κεί­νων ξελ­θοσα κραύ­γα­σεν ατ λέγου­σα· λέη­σόν με, Κύριε, υἱὲ Δαυ­ΐδ· θυγά­τηρ μου κακς δαι­μο­νί­ζε­ται. δ οκ πεκρί­θη ατ λόγον. κα προ­σελ­θόν­τες ο μαθη­τα ατο ρώτων ατν λέγον­τες· πόλυ­σον ατήν, τι κρά­ζει πισθεν μν. δ ποκρι­θες επεν· οκ πεστά­λην ε μ ες τ πρό­βα­τα τ πολω­λό­τα οκου σρα­ήλ. δ λθοσα προ­σε­κύ­νη­σεν ατ λέγου­σα· Κύριε, βοή­θει μοι. δ ποκρι­θες επεν· οκ στι καλν λαβεν τν ρτον τν τέκνων κα βαλεν τος κυνα­ρί­οις δ επε· ναί, Κύριε· κα γρ τ κυνά­ρια σθί­ει π τν ψυχί­ων τν πιπτόν­των π τς τρα­πέ­ζης τν κυρί­ων ατν. τότε ποκρι­θες ησος επεν ατ· γύναι, μεγά­λη σου πίστις! γενη­θή­τω σοι ς θέλεις. κα άθη θυγά­τηρ ατς π τς ρας κεί­νης)»[ Ματθ.15,26–27].

Ας είμα­στε λοι­πόν προ­σε­κτι­κοί κατά την προ­σευ­χή· είναι μεγά­λο όπλο, όταν γίνε­ται με προ­θυ­μία, χωρίς κενο­δο­ξία, όταν γίνε­ται με ειλι­κρί­νεια ψυχής. Αυτή κατα­τρό­πω­σε εχθρούς, αυτή έθνος ολό­κλη­ρο και ανά­ξιο ευερ­γέ­τη­σε: «κα κατέ­βην ξελέ­σθαι ατος κ χειρς τν Αγυπτί­ων κα ξαγα­γεν ατος κ τς γς κεί­νης κα εσαγα­γεν ατος ες γν γαθν κα πολ­λήν, ες γν έου­σαν γάλα κα μέλι, ες τν τόπον τν Χανα­ναί­ων κα Χετ­ταί­ων κα μοῤῥαίων κα Φερε­ζαί­ων κα Γερ­γε­σαί­ων κα Εαίων κα εβου­σαί­ων (:και κατέ­βη­κα να ελευ­θε­ρώ­σω αυτούς από την δου­λεία των Αιγυ­πτί­ων, να τους βγά­λω από την χώρα της Αιγύ­πτου και να τους οδη­γή­σω σε χώρα εύφο­ρη και μεγά­λη, σε γη που θα ρέει γάλα και μέλι, στον τόπο τον οποίο σήμε­ρα κατέ­χουν οι Χανα­ναί­οι, οι Χετ­ταί­οι, οι Αμορ­ραί­οι, οι Φερε­ζαί­οι, οι Γερ­γε­σαί­οι, οι Ευαί­οι και οι Ιεβου­σαί­οι)» [Έξ.3,8 αυτή είναι φάρ­μα­κο σωτή­ριο, αυτή εμπο­δί­ζει τα αμαρ­τή­μα­τα και θερα­πεύ­ει τα πλημ­με­λή­μα­τα· με αυτήν και η χήρα η εγκα­τα­λειμ­μέ­νη απηύ­θυ­νε επί­μο­να το αίτη­μά της.

Εάν λοι­πόν προ­σευ­χό­μα­στε με ταπει­νο­φρο­σύ­νη, εάν κτυ­πού­με το στή­θος όπως ο τελώ­νης, εάν λέμε εκεί­να τα λόγια που είπε και εκεί­νος, εάν λέμε, « Θεός, λάσθη­τί μοι τ μαρ­τωλ» [Λουκ.18,13], όλα θα τα επι­τύ­χου­με· διό­τι, και αν δεν είμα­στε τελώ­νες, όμως έχου­με άλλα αμαρ­τή­μα­τα, όχι λιγό­τε­ρα από εκεί­νου. Μη μου πεις λοι­πόν ότι είναι μικρό το σφάλ­μα σου· διό­τι έχει το ίδιο απο­τέ­λε­σμα. Όπως ακρι­βώς δηλα­δή ανδρο­φό­νος ονο­μά­ζε­ται όμοια και αυτός που σκό­τω­σε παι­δί και εκεί­νος που σκό­τω­σε άνδρα, έτσι πλε­ο­νέ­κτης ονο­μά­ζε­ται και αυτός που αρπά­ζει πολ­λά και εκεί­νος που αρπά­ζει λίγα.

Αλλά και η μνη­σι­κα­κία δεν είναι μικρό, αλλά μεγά­λο αμάρ­τη­μα. Διό­τι λέγει: «ν δος δικαιο­σύ­νης ζωή, δο δ μνη­σι­κά­κων ες θάνα­τον(:στους δρό­μους της αρε­τής υπάρ­χει η αλη­θι­νή και ευχά­ρι­στος ζωή, ενώ οι δρό­μοι των μνη­σί­κα­κων και εμπα­θών ανθρώ­πων οδη­γούν στον θάνα­το)» [Παροιμ. 12,28]. Το ίδιο και αυτός που απο­κα­λεί τον αδελ­φό του μωρό και ανόη­το ή οτι­δή­πο­τε άλλο όμοιο με αυτά: «γ δ λέγω μν τι πς ργι­ζό­με­νος τ δελφ ατο εκ νοχος σται τ κρί­σει· ς δ᾿ ν επ τ δελφ ατο ακά, νοχος σται τ συνε­δρί· ς δ᾿ ν επ μωρέ, νοχος σται ες τν γέεν­ναν το πυρός (:Εγώ όμως σας λέω ότι καθέ­νας που οργί­ζε­ται εναν­τί­ον του αδελ­φού του χωρίς σοβα­ρό πνευ­μα­τι­κό λόγο, δια­πράτ­τει έγκλη­μα ανά­λο­γο με εκεί­νο το οποίο δικα­ζό­ταν άλλο­τε από το τοπι­κό επτα­με­λές δικα­στή­ριο, την “κρί­ση”. Κι εκεί­νος που θα πει περι­φρο­νη­τι­κά στον αδελ­φό του: “ανόη­τε”, είναι ένο­χος βαρύ­τε­ρου εγκλή­μα­τος, σαν εκεί­να που δικά­ζουν από το ανώ­τα­το δικα­στή­ριο των Ιου­δαί­ων, το Συνέ­δριο. Κι εκεί­νος που με μίσος και κακία θα πει στον αδελ­φό του: “ηλί­θιε”, θα είναι ένο­χος εγκλή­μα­τος που πρέ­πει να τιμω­ρη­θεί με τη γέεν­να του πυρός που βρί­σκε­ται στον Άδη)»[Ματθ.5,22]. Μετα­λαμ­βά­νου­με επί­σης και των φρι­κτών μυστη­ρί­ων ανα­ξί­ως και φθο­νού­με και κακο­λο­γού­με· και μερι­κοί από εμάς πολ­λές φορές και μέθυ­σαν. Καθέ­να από αυτά τα αμαρ­τή­μα­τα και αυτό καθ’ εαυ­τό, μάλι­στα είναι ικα­νό να μας στε­ρή­σει τη βασι­λεία των ουρα­νών· όταν όμως και υπάρ­χουν όλα μαζί, ποια απο­λο­γία θα έχου­με;

Έχου­με ανάγ­κη πολ­λής μετάνοιας,αγαπητοί,πολλής προ­σευ­χής, πολ­λής καρ­τε­ρί­ας, πολ­λής προ­σο­χής, για να μπο­ρέ­σου­με να κερ­δί­σου­με τα αγα­θά που μας έχει υπο­σχε­θεί. Ας πού­με λοι­πόν και εμείς: «συγ­χώ­ρη­σέ με τον αμαρ­τω­λό»· ή καλύ­τε­ρα ας μην το λέμε μόνο, αλλά και έτσι να σκε­πτό­μα­στε· και αν κάποιος άλλος μας κατη­γο­ρή­σει, ας μην οργι­στού­με. Άκου­σε εκεί­νος, ότι «δεν είμαι όπως αυτός ο τελώ­νης» και δεν οργί­στη­κε, αλλά λυπή­θη­κε· δέχθη­κε την υπε­ρο­χή και απέ­βα­λε το όνει­δος. Είπε εκεί­νος το τραύ­μα, ανα­ζή­τη­σε Αυτός το φάρ­μα­κο. Ας λέμε λοι­πόν: «Θεέ μου, συγ­χώ­ρη­σέ με τον αμαρ­τω­λό»· αλλά και αν άλλος μας ονο­μά­σει αμαρ­τω­λούς, ας μην αγα­να­κτού­με. Εάν όμως οι ίδιοι λέμε ότι δια­πρά­ξα­με μύρια κακά, και όταν το ακού­με από τους άλλους αγα­να­κτού­με, αυτό δεν είναι τότε ταπει­νο­φρο­σύ­νη, ούτε εξο­μο­λό­γη­ση, αλλά επί­δει­ξη και κενο­δο­ξία.

«Είναι επί­δει­ξη», θα μπο­ρού­σε να ανα­ρω­τη­θεί κάποιος, «να απο­κα­λείς τον εαυ­τό σου αμαρ­τω­λό;».Ναι· διό­τι απο­κτού­με φήμη ταπει­νο­φρο­σύ­νης, θαυ­μα­ζό­μα­στε, εγκω­μια­ζό­μα­στε· εάν όμως πού­με τα αντί­θε­τα για τους εαυ­τούς μας, μας περι­φρο­νούν. Ώστε και αυτό το κάνου­με για τη δόξα. Και τι είναι ταπει­νο­φρο­σύ­νη; Το να υπο­μέ­νεις την κατη­γο­ρία του άλλου, το να ανα­γνω­ρί­ζεις το αμάρ­τη­μά σου, το να αντέ­χεις τις κατη­γο­ρί­ες. Και ούτε αυτό θα ήταν δείγ­μα ταπει­νο­φρο­σύ­νης, αλλά ευγνω­μο­σύ­νης. Τώρα όμως απο­κα­λού­με βέβαια τους εαυ­τούς μας αμαρ­τω­λούς, ανα­ξί­ους και πόσα άλλα· αν όμως κάποιος άλλος μας απο­δώ­σει ένα από αυτά, στε­νο­χω­ρού­μα­στε, εξα­γριω­νό­μα­στε. Βλέ­πεις ότι δεν είναι εξο­μο­λό­γη­ση, ούτε ευγνω­μο­σύ­νη; Είπες ότι είσαι τέτοιος· μην αγα­να­κτείς όταν το ακούς και από τους άλλους και όταν ατι­μά­ζε­σαι· έτσι γίνον­ται ελα­φρύ­τε­ρα τα αμαρ­τή­μα­τά σου, όταν άλλοι σε κατη­γο­ρούν· διό­τι αυτοί στους εαυ­τούς τους προ­σθέ­τουν επι­πλέ­ον βάρος, ενώ εσέ­να σε οδη­γούν στην άσκη­ση της αρε­τής.

Άκου­σε τι είπε ο μακά­ριος Δαβίδ όταν τον κατα­ριό­ταν ο Σεμε­εί: «επως δοι Κύριος ν τ ταπει­νώ­σει μου κα πιστρέ­ψει μοι γαθ ντ τς κατά­ρας ατο τ μέρ ταύτ(:υπο­μέ­νω τις κατά­ρες του, μήπως ο Θεός δει αυτόν τον εξευ­τε­λι­σμό μου και με αντα­μεί­ψει με αγα­θά, αντί της κατά­ρας η οποία κατά την ημέ­ρα αυτήν εκσφεν­δο­νί­στη­κε εναν­τί­ον μου)» [Β΄Βασ.16,10–12]. Ενώ εσύ αν και λες για τον εαυ­τό σου το πιο μεγά­λο κακό, αγα­να­κτείς, όταν δεν ακούς από τους άλλους τα εγκώ­μια των μεγά­λων δικαί­ων. Βλέ­πεις ότι παί­ζεις με πράγ­μα­τα που δεν πρέ­πει κανείς να παί­ζει; Διό­τι αρνού­μα­στε τους επαί­νους άλλων, για να επι­σύ­ρου­με πάλι μεγα­λύ­τε­ρους επαί­νους, για να μας θαυ­μά­σουν ακό­μη περισ­σό­τε­ρο. Επο­μέ­νως το κάνου­με αυτό, όχι επει­δή δεν θέλου­με τα εγκώ­μια, αλλά για να τα αυξή­σου­με· και όλα γίνον­ται για τη δόξα μας, και όχι επει­δή πραγ­μα­τι­κά τα θέλου­με. Γι’ αυτό όλα είναι κενά, όλα μάταια.

Γι’ αυτό λοι­πόν παρα­κα­λώ τώρα να απο­μα­κρυν­θού­με από τη μητέ­ρα των κακών, την κενο­δο­ξία, και να ζήσου­με σύμ­φω­να με το θέλη­μα του Θεού, για να κερ­δί­σου­με και τα μελ­λον­τι­κά αγα­θά, με τη βοή­θεια του Ιησού Χρι­στού του Κυρί­ου μας.

‘’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’

Ομι­λία ΚΗ΄[υπο­μνη­μα­τι­σμός των εδα­φί­ων Εβρ.11,37–40]

«Περιλθον ν μηλω­τας, ν αγεί­οις δέρ­μα­σιν, στε­ρού­με­νοι, θλι­βό­με­νοι, κακου­χού­με­νοι, ν οκ ν ξιος κόσμος, ν ρημί­αις πλα­νώ­με­νοι κα ρεσι κα σπη­λαί­οις κα τας πας τς γς(:φορού­σαν για ρού­χα προ­βιές και γιδο­δέρ­μα­τα, ζών­τας μέσα σε στε­ρή­σεις, θλί­ψεις και κακο­πά­θειες. Ολό­κλη­ρος ο κόσμος δεν άξι­ζε όσο οι άγιοι αυτοί άνδρες, και ούτε μπο­ρού­σε να συγ­κρι­θεί με αυτούς. Περι­πλα­νιόν­ταν σε ερη­μιές και σε βου­νά, σε σπη­λιές και σε τρύ­πες της γης)»[Εβρ.11,37].

Πάν­το­τε βέβαια, κυρί­ως όμως όταν σκέ­πτο­μαι τα κατορ­θώ­μα­τα των αγί­ων, τότε μου έρχε­ται να ξεχνώ όλα τα δικά μου, διό­τι ούτε στο όνει­ρό μας δεν γνω­ρί­σα­με αυτά που εκεί­νοι οι άνδρες πέρα­σαν σε όλη τους τη ζωή, και αυτά δεν ήταν τιμω­ρία για τα αμαρ­τή­μα­τά τους, αλλά, αν και σημεί­ω­ναν πάν­το­τε κατορ­θώ­μα­τα, όμως πάν­το­τε αντι­με­τώ­πι­ζαν θλί­ψεις. Πράγ­μα­τι, σκέ­ψου τον Ηλία, στον οποίο ανα­φέ­ρε­ται ο λόγος σήμε­ρα· διό­τι γι’ αυτόν το λέγει αυτό εδώ, το «φορού­σαν προ­βιές» και τελειώ­νει σε αυτόν τα παρα­δείγ­μα­τα χωρίς να αφή­σει ούτε αυτό που τους ήταν γνω­στό. Και αφού ανα­φέρ­θη­κε στους απο­στό­λους, ότι υπέ­στη­σαν τον θάνα­το με μάχαι­ρα, ότι λιθο­βο­λή­θη­καν, επα­νέρ­χε­ται πάλι στον Ηλία, που έπα­θε τα ίδια με αυτούς. Επει­δή δηλα­δή ήταν φυσι­κό να μην έχουν ακό­μη αυτοί τόση μεγά­λη ιδέα για τους απο­στό­λους, από αυτόν που ανα­λή­φθη­κε και υπερ­βο­λι­κά θαυ­μά­στη­κε, δηλα­δή τον προ­φή­τη Ηλία, φέρ­νει την παρη­γο­ριά και την παρά­κλη­ση.

«Φορού­σαν», λέγει, «δέρ­μα­τα προ­βά­των και δέρ­μα­τα γιδιών, γεμά­τοι στε­ρή­σεις, θλί­ψεις και κακο­πα­θή­μα­τα, και όλων αυτών δεν ήταν άξιος ο κόσμος αυτός». Ούτε ένδυ­μα είχαν, λέγει, να ντυ­θούν, εξαι­τί­ας των υπερ­βο­λι­κών θλί­ψε­ων, ούτε πόλη, ούτε σπί­τι, ούτε κατά­λυ­μα· αυτό ακρι­βώς που ο Χρι­στός έλε­γε: «Α λώπε­κες φωλεος χου­σι κα τ πετειν το ορανο κατα­σκη­νώ­σεις, δ υἱὸς το νθρώ­που οκ χει πο τν κεφαλν κλίν(:οι αλε­πού­δες έχουν τρύ­πες που τις χρη­σι­μο­ποιούν ως φωλιές, και τα που­λιά του ουρα­νού έχουν μέρη για να κουρ­νιά­ζουν, ενώ ο υιός του ανθρώ­που (δηλα­δή εγώ που γεν­νή­θη­κα από την Παρ­θέ­νο και είμαι ο κατε­ξο­χήν άνθρω­πος γνω­στός από τις υπο­σχέ­σεις του Θεού στον Αδάμ, και ως Μεσ­σί­ας πρό­κει­ται να έλθω πάλι Κρι­τής ένδο­ξος πάνω στις νεφέ­λες του ουρα­νού) δεν έχει ούτε πού να ακουμ­πή­σει το κεφά­λι του. Μην περι­μέ­νεις λοι­πόν κι εσύ να έχεις σωμα­τι­κές ανέ­σεις και ανα­παύ­σεις, αλλά πάρε τις απο­φά­σεις σου γνω­ρί­ζον­τας από πριν ότι η ζωή των ακο­λού­θων μου είναι γεμά­τη από στε­ρή­σεις και θυσί­ες, όπως η δική μου)» [Ματθ.8,20].

Αλλά τι λέγω «δεν είχαν κατά­λυ­μα»; Ούτε τόπο για να στα­θούν είχαν· διό­τι ούτε όταν κατέ­φευ­γαν στην έρη­μο, ησύ­χα­ζαν· καθό­σον δεν είπε, «παρέ­μει­ναν στην έρη­μο», αλλά και εκεί ευρι­σκό­με­νοι έφευ­γαν και από εκεί κατα­διώ­κον­ταν· τους έδιω­χναν όχι μόνο από την κατοι­κη­μέ­νη περιο­χή, αλλά και από την ακα­τοί­κη­τη. Και υπεν­θυ­μί­ζει τους τόπους όπου ζού­σαν και τα γεγο­νό­τα που τους συνέ­βη­καν εκεί· «γεμά­τοι από στε­ρή­σεις και θλί­ψεις». «Έπει­τα», λέγει, «εσάς σας κατη­γο­ρού­σαν για τον Χρι­στό, και αυτό τα έκα­ναν στον Ηλία· τι είχαν να πουν σε βάρος του, και τον έδιω­χναν και τον κατα­δί­ω­καν και τον ανάγ­κα­ζαν να παλεύ­ει με την πεί­να;». Αυτό και αυτοί τότε πάθαι­ναν. Γι’ αυτό αλλού έλε­γε: «τν δ μαθητν καθς ηπορετό τις, ρισαν καστος ατν ες δια­κο­νί­αν πέμ­ψαι τος κατοι­κοσιν ν τ ουδαί δελ­φος(:οι μαθη­τές, λοι­πόν, ανά­λο­γα με τους πόρους και τα μέσα που διέ­θε­τε ο καθέ­νας, απο­φά­σι­σαν να στεί­λουν καθέ­νας απ’ αυτούς τη συν­δρο­μή του για να βοη­θή­σουν και να υπη­ρε­τή­σουν τους αδελ­φούς που κατοι­κού­σαν στην Ιου­δαία[Πράξ.11,29]. Πράγ­μα που συνέ­βη­κε και σε αυτούς.

«Κακου­χού­με­νοι», λέγει· δηλα­δή ήταν εκτε­θει­μέ­νοι σε όλα τα κακά, και στις οδοι­πο­ρί­ες και στους κιν­δύ­νους· πράγ­μα που και σε αυτούς συνέ­βαι­νε. Αλλά το «περιλθον», τι σημαί­νει; «Περι­πλα­νώ­με­νοι στις ερή­μους και στα όρη και στα σπή­λαια και στις τρύ­πες της γης». Τίπο­τε άλλο δεν δεί­χνει αυτό παρά μόνο παρου­σιά­ζει με μια λέξη, ότι περι­φέ­ρον­ταν όπως ακρι­βώς οι εξό­ρι­στοι και οι μετα­νά­στες, όπως ακρι­βώς εκεί­νοι που έχουν κατα­δι­κα­στεί για ατι­μί­ες, όπως εκεί­νοι που δεν είναι άξιοι να βλέ­πουν ούτε τον ήλιο και ούτε στην έρη­μο έβρι­σκαν κατα­φύ­γιο, αλλά έπρε­πε διαρ­κώς να φεύ­γουν, έπρε­πε να ανα­ζη­τούν κρύ­πτες, έπρε­πε ζων­τα­νοί να θάπτον­ται, πάν­το­τε να είναι φοβι­σμέ­νοι.

«Κα οτοι πάν­τες μαρ­τυ­ρη­θέν­τες δι τς πίστε­ως οκ κομί­σαν­το τν παγ­γε­λί­αν, το Θεο περ μν κρεττόν τι προ­βλε­ψα­μέ­νου, να μ χωρς μν τελειωθσι(:και όλοι αυτοί, αν και έλα­βαν εγκω­μια­στι­κή μαρ­τυ­ρία για την πίστη τους, δεν από­λαυ­σαν την υπό­σχε­ση της ουρά­νιας κλη­ρο­νο­μί­ας, επει­δή ο Θεός προ­έ­βλε­ψε κάτι καλύ­τε­ρο για εμάς, ώστε να λάβουν σε τέλειο βαθ­μό τη σωτη­ρία χωρίς εμάς)»[Εβρ.11,39]. «Ποιος λοι­πόν», λέγει, «είναι ο μισθός της τόσο μεγά­λης ελπί­δας; Ποια είναι η αντα­πό­δο­ση;». Μεγά­λη είναι και τόσο μεγά­λη, ώστε να μην μπο­ρεί να εκφρα­στεί με τον λόγο. «Διό­τι αυτά», λέγει, «που οφθαλ­μός δεν είδε και αυτί δεν άκου­σε ούτε στην καρ­διά του ανθρώ­που ανέ­βη­καν, αυτά είναι εκεί­να που ετοί­μα­σε ο Θεός για εκεί­νους που τον αγα­πούν». Αλλά ακό­μη δεν τα απή­λαυ­σαν, ακό­μη περι­μέ­νουν και πέθα­ναν έτσι μέσα σε τόση μεγά­λη θλί­ψη.

Και εκεί­νοι βέβαια έχουν τόσα πολ­λά χρό­νια που νίκη­σαν όλα αυτά και ακό­μη δεν τα απή­λαυ­σαν την αμοι­βή, και εσείς που βρί­σκε­στε ακό­μη στο στά­διο του αγώ­να, αδη­μο­νεί­τε; Σκε­φτεί­τε και εσείς τι σημαί­νει αυτό και πόσο ο Αβρα­άμ θα περι­μέ­νει· και τον από­στο­λο Παύ­λο που περι­μέ­νει πότε εσύ θα τελειω­θείς, για να μπο­ρέ­σουν τότε να λάβουν τον μισθό. Διό­τι, εάν και εμείς δεν παρα­βρε­θού­με εκεί, τους το προ­εί­πε ο Σωτή­ρας, δε θα τους αντα­μεί­ψει. Όπως ακρι­βώς ένας φιλό­στορ­γος πατέ­ρας εάν έλε­γε για τα παι­διά του, που ευδο­κι­μούν και έχουν ολο­κλη­ρώ­σει το έργο τους, να μην τα δώσουν να φάνε, εάν δεν έλθουν και οι αδελ­φοί τους. Και εσύ στε­νο­χω­ριέ­σαι για­τί ακό­μα δεν αμεί­φθη­κες; Τι λοι­πόν θα πρέ­πει να κάνει ο Άβελ, που πριν από όλους νίκη­σε, και ακό­μη περι­μέ­νει αστε­φά­νω­τος; Τι πρέ­πει επί­σης να κάνει ο Νώε; Και τι όλοι εκεί­νοι που έζη­σαν εκεί­να τα χρό­νια, που περι­μέ­νουν εσέ­να και τους μετά από εσέ­να; Βλέ­πεις ότι εμείς βρι­σκό­μα­στε σε πλε­ο­νε­κτι­κό­τε­ρη θέση από εκεί­νους; Καλά λοι­πόν είπε «ότι ο Θεός προ­έ­βλε­ψε κάτι καλύ­τε­ρο για εμάς». Για να μη νομί­ζουν δηλα­δή ότι πλε­ο­νε­κτούν απέ­ναν­τί μας εάν στε­φα­νώ­νον­ταν πρώ­τοι, όρι­σε να είναι κοι­νός για όλους ο και­ρός των στε­φά­νων και εκεί­νος που έχει νική­σει πριν τόσα πολ­λά χρό­νια μαζί σου να λάβει το στε­φά­νι.

Βλέ­πεις φρον­τί­δα; Και δεν είπε «για να μην στε­φα­νω­θούν χωρίς εμάς», αλλά «για να μην τελειω­θούν χωρίς εμάς»· ώστε τότε θα φανούν και τέλειοι. Μας πρό­λα­βαν στους αγώ­νες, αλλά δε θα μας προ­λά­βουν και στα στε­φά­νια. Δεν αδί­κη­σε εκεί­νους, αλλά τίμη­σε εμάς· ώστε τότε θα φανούν και τέλειοι. Μας πρό­λα­βαν στους αγώ­νες, αλλά δε θα μας προ­λά­βουν και στα στε­φά­νια. Δεν αδί­κη­σε εκεί­νους, αλλά τίμη­σε εμάς· διό­τι και αυτοί περι­μέ­νουν τα αδέλ­φια τους. Εφό­σον όλοι είμα­στε ένα σώμα, μεγα­λύ­τε­ρη γίνε­ται η ηδο­νή στο σώμα, όταν από κοι­νού στε­φα­νώ­νε­ται και όχι μεμο­νω­μέ­να. Πράγ­μα­τι οι δίκαιοι και ως προς αυτό είναι αξιο­θαύ­μα­στοι, διό­τι χαί­ρον­ται για τα αγα­θά των αδελ­φών τους, σαν να είναι δικά τους. Ώστε αυτό είναι σύμ­φω­νο και με την επι­θυ­μία εκεί­νων, το να στε­φα­νω­θούν δηλα­δή μαζί με όλα τα μέλη του σώμα­τός τους· διό­τι το να δοξα­στούν μαζί είναι μεγά­λη ηδο­νή. «Λοι­πόν και εμείς, αφού έχου­με γύρω μας ένα τόσο πυκνό σύν­νε­φο μαρ­τύ­ρων».

Σε πολ­λές περι­πτώ­σεις η Γρα­φή παρου­σιά­ζει την παρη­γο­ριά στα κακο­πα­θή­μα­τα από τα γεγο­νό­τα που συμ­βαί­νουν, όπως όταν λέγει ο προ­φή­της: «κα σται ες σκιν π καύ­μα­τος κα ν σκέπ κα ν ποκρύφ π σκλη­ρό­τη­τος κα ετο(:όλοι και όλα, όσα υπάρ­χουν κάτω από τη δρο­σε­ρή σκιά της νεφέ­λης, θα προ­στα­τεύ­ον­ται από το καύ­μα του ηλί­ου, θα σκε­πά­ζον­ται από τις ραγδαί­ες κατα­στρε­πτι­κές βρο­χές, θα ευρί­σκον­ται σε ασφά­λεια και θα ζουν με άνε­ση)»[Ησ.4,6]·και ο Δαβίδ: «μέρας λιος ο συγ­καύ­σει σε, οδ σελή­νη τν νύκτα(:τότε κατά την ημέ­ρα ο ήλιος δεν θα σε καυ­μα­τί­σει, ούτε η σελή­νη θα σε βλά­ψει κατά την νύκτα)» [Ψαλμ. 120,6].Αυτό λοι­πόν και εδώ λέγει, ότι η μνή­μη των αγί­ων εκεί­νων ανδρών, ως νέφος θα σκιά­ζει εκεί­νον που φλέ­γε­ται από θερ­μό­τε­ρη ακτί­να· έτσι ανα­σταί­νει και ανα­ζω­ο­γο­νεί την ψυχή, που είναι απο­κα­μω­μέ­νη από τις δυστυ­χί­ες. Και δεν είπε: «που αιω­ρεί­ται πάνω από εμάς», αλλά «που μας περι­βάλ­λει», που είναι πολύ πιο ανώ­τε­ρο· το κάνει για να δηλώ­σει με αυτό, ότι περι­βάλ­λον­τάς μας, είναι φυσι­κό ότι θα μας έχει σε μεγα­λύ­τε­ρη ασφά­λεια. Μάρ­τυ­ρες ονο­μά­ζει όχι μόνο αυτούς που ανα­φέ­ρον­ται στην Και­νή Δια­θή­κη, αλλά και στην Παλαιά· καθό­σον και αυτοί μαρ­τύ­ρη­σαν για το μεγα­λείο του Θεού· όπως οι τρεις παί­δες, οι περί τον Ηλία, οι προ­φή­τες όλοι.

‘’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’

Ομι­λία ΚΗ΄[υπο­μνη­μα­τι­σμός των εδα­φί­ων 12,1–3]

«Τοι­γα­ροῦν καὶ ἡμεῖς, τοσοῦ­τον ἔχον­τες περι­κεί­με­νον ἡμῖν νέφος μαρ­τύ­ρων, ὄγκον ἀπο­θέ­με­νοι πάν­τα καὶ τὴν εὐπε­ρί­στα­τον ἁμαρ­τί­αν, δι᾿ ὑπο­μο­νῆς τρέ­χω­μεν τὸν προ­κεί­με­νον ἡμῖν ἀγῶ­να(:έχον­τας λοι­πόν κι εμείς τρι­γύ­ρω μας ένα τόσο μεγά­λο και πυκνό σύν­νε­φο αγί­ων ανθρώ­πων που μαρ­τύ­ρη­σαν για την αλή­θεια της πίστε­ως, ας πετά­ξου­με από πάνω μας κάθε φορ­τίο βιο­τι­κών πραγ­μά­των και φρον­τί­δων, επι­πλέ­ον μάλι­στα και την αμαρ­τία, στην οποία εύκο­λα κανείς παρα­σύ­ρε­ται. Και ας τρέ­χου­με με υπο­μο­νή τον αγώ­να που προ­βάλ­λει μπρο­στά μας)»[Εβρ.12,1].

Ποια είναι τα φορ­τία των βιο­τι­κών πραγ­μά­των και φρον­τί­δων που λέγει εδώ ο από­στο­λος; Εννο­εί τον ύπνο, την αμέ­λεια, τους τιπο­τέ­νιους λογι­σμούς, όλα τα ανθρώ­πι­να· «καὶ τὴν εὐπε­ρί­στα­τον ἁμαρ­τί­αν(:και την αμαρ­τία στην οποία εύκο­λα παρα­σύ­ρε­ται κανείς)». «Εὐπε­ρί­στα­τον», δηλα­δή, αυτήν που εύκο­λα μας παρα­σύ­ρει και μας κατα­βά­λει ή αυτήν που εύκο­λα θα αντι­με­τω­πι­στεί από εμάς και θα απο­φευ­χθεί· αλλά μάλ­λον αυτό εννο­εί· διό­τι είναι εύκο­λο, εάν θέλου­με, να νική­σου­με την αμαρ­τία. «Δι᾿ ὑπο­μο­νῆς(:με υπο­μο­νή)», λέγει, «τρέ­χω­μεν τὸν προ­κεί­με­νον ἡμῖν ἀγῶ­να (:ας τρέ­χου­με τον αγώ­να που προ­βά­λει μπρο­στά μας)». Δεν είπε «ας πυγ­μα­χού­με», ούτε «ας παλεύ­ου­με», ούτε «ας πολε­μού­με», αλλά αυτό που ήταν ευκο­λό­τε­ρο από όλα, το αγώ­νι­σμα του δρό­μου, αυτό ανέ­φε­ρε. Ούτε είπε, «ας είμα­στε οι πρώ­τοι στον αγώ­να», αλλά «ας δεί­χνου­με υπο­μο­νή όσο διε­ξά­γου­με αυτόν, να μην παρα­λύ­σου­με». «Ας τρέ­χου­με», λέγει «τον αγώ­να που βρί­σκε­ται μπρο­στά μας με υπο­μο­νή».

Έπει­τα παρου­σιά­ζει το σπου­δαιό­τε­ρο μέρος της παρα­κλή­σε­ως, στο οποίο και πρώ­το και τελευ­ταίο τοπο­θε­τεί τον Χρι­στό: «φορντες ες τν τς πίστε­ως ρχηγν κα τελειωτν ησον(:και που­θε­νά αλλού ας μη στρέ­φου­με τα βλέμ­μα­τά μας και την προ­σο­χή μας παρά μόνο στον Ιησού, που είναι ο αρχη­γός και ο θεμε­λιω­τής της πίστε­ώς μας και μας τελειο­ποιεί σε αυτήν)»[Εβρ.12,2], λέγει· πράγ­μα που και ο ίδιος ο Χρι­στός έλε­γε συνε­χώς στους μαθη­τές Του: «ρκετν τ μαθητ να γένη­ται ς διδά­σκα­λος ατο, κα τ δούλ ς κύριος ατο. ε τν οκοδε­σπό­την Βεελ­ζε­βολ κάλε­σαν, πόσ μλλον τος οκια­κος ατο;(: είναι αρκε­τό στον μαθη­τή να έχει την ίδια μετα­χεί­ρι­ση που έχει και ο κύριός του. Άλλω­στε κι εμέ­να, που είμαι ο Διδά­σκα­λος και Κύριός σας, δεν με κατα­διώ­κουν; Εάν εμέ­να, που είμαι νοι­κο­κύ­ρης στον οίκο του Θεού, με απε­κά­λε­σαν Βεελ­ζε­βούλ, δηλα­δή άρχον­τα των δαι­μο­νί­ων, πόσο μάλ­λον θα απο­κα­λέ­σουν έτσι κι εσάς, που είστε οι οικια­κοί μου, οι δικοί μου άνθρω­ποι;)»[Ματθ.10,25] και πάλι: «Οκ στι μαθητς πρ τν διδά­σκα­λον οδ δολος πρ τν κύριον ατο(:και μην παρα­ξε­νεύ­ε­στε από τους διωγ­μούς αυτούς. Κάθε μαθη­τής, για όσο διά­στη­μα εξα­κο­λου­θεί να είναι μαθη­τής, δεν είναι ποτέ ανώ­τε­ρος από τον δάσκα­λό Του˙ ούτε κανείς δού­λος είναι ανώ­τε­ρος από τον κύριό Του)»[Ματθ.10,24].

«φορντες ες τν τς πίστε­ως ρχηγν κα τελειωτν ησον(:και που­θε­νά αλλού ας μη στρέ­φου­με τα βλέμ­μα­τά μας και την προ­σο­χή μας παρά μόνο στον Ιησού, που είναι ο αρχη­γός και ο θεμε­λιω­τής της πίστε­ώς μας και μας τελειο­ποιεί σε αυτήν)»· δηλα­δή, για να μάθου­με να τρέ­χου­με, ας στρέ­ψου­με τα βλέμ­μα­τά μας προς τον Χρι­στό. Όπως ακρι­βώς δηλα­δή σε όλες τις τέχνες και τα αγω­νί­σμα­τα, όταν προ­σέ­χου­με τους διδα­σκά­λους μας, τότε εντυ­πώ­νου­με την τέχνη στη διά­νοιά μας, παίρ­νον­τας δια της ορά­σε­ως κάποιους κανό­νες, έτσι λοι­πόν και εδώ, εάν θέλου­με να τρέ­χου­με και να μάθου­με να τρέ­χου­με καλά, ας στρέ­ψου­με τα βλέμ­μα­τά μας προς τον Χρι­στό, τον αρχη­γό και τελειω­τή της πίστε­ώς μας. Τι σημαί­νει αυτό; Δηλα­δή, Αυτός έβα­λε μέσα μας την πίστη, Αυτός μας έδω­σε την αρχή.

Αυτό έλε­γε ο Χρι­στός και προς τους μαθη­τές Του: «οχ μες με ξελέ­ξα­σθε, λλ᾿ γ ξελε­ξά­μην μς(:δεν με δια­λέ­ξα­τε εσείς, αλλά εγώ σας διά­λε­ξα και σας εγκα­τέ­στη­σα στο υψη­λό έργο σας)»[Ιω.15,16]. Αλλά και ο Παύ­λος λέγει: «ρτι γινώ­σκω κ μέρους, τότε δ πιγνώ­σο­μαι καθς κα πεγνώ­σθην(:τώρα γνω­ρί­ζω ένα μόνο μέρος της αλή­θειας· τότε όμως θα λάβω τόσο τέλεια γνώ­ση, όσο τέλεια με γνώ­ρι­ζε ο παν­το­γνώ­στης Κύριος, όταν ενερ­γού­σε την επι­στρο­φή μου και με καλού­σε στο απο­στο­λι­κό αξί­ω­μα)»[Α΄Κορ.13,12].

Εάν όμως ο Κύριος έβα­λε μέσα μας την αρχή της πίστε­ως, Αυτός θα προ­σθέ­σει και το τέλος.«ς ντ τς προ­κει­μέ­νης ατ χαρς πέμει­νε σταυ­ρόν, ασχύ­νης κατα­φρο­νή­σας, ν δεξι τε το θρό­νου το Θεο κεκά­θι­κεν(: Αυτός)», λέγει, «(για τη χαρά που είχε μπρο­στά Του και θα δοκί­μα­ζε όταν με το πάθη­μά Του θα έσω­ζε πολ­λούς, υπέ­μει­νε σταυ­ρι­κό θάνα­το και περι­φρό­νη­σε την ντρο­πή και την ατί­μω­ση του θανά­του Του. Γι’ αυτό και έχει καθί­σει τώρα στα δεξιά του θρό­νου του Θεού)»[Εβρ.12,2]. Δηλα­δή, εάν ήθε­λε, θα μπο­ρού­σε να μην υπο­φέ­ρει· διό­τι «νομί­αν οκ ποί­η­σεν, οδ ερέθη δόλος ν τ στό­μα­τι ατοῦ(:δεν διέ­πρα­ξε καμία αμαρ­τία, ούτε βρέ­θη­κε δόλος στο στό­μα Του)»[Ησ.53,9].

Όπως και ο Ίδιος ο Κύριος λέγει στα ευαγ­γέ­λια: «Οκέτι πολλ λαλή­σω μεθ᾿ μν· ρχε­ται γρ το κόσμου ρχων, κα ν μο οκ χει οδέν(:δεν θα πω πλέ­ον πολ­λά μαζί σας. Δεν μένει άλλω­στε και­ρός για να σας πω περισ­σό­τε­ρα· διό­τι έρχε­ται ο σατα­νάς, που εξου­σιά­ζει τον κόσμο που βρί­σκε­ται μακριά από τον Θεό˙ και έρχε­ται για να πραγ­μα­το­ποι­ή­σει την τελευ­ταία και βιαιό­τε­ρη επί­θε­σή του εναν­τί­ον μου. Αλλά δεν θα βρει σε μένα τίπο­τε το δικό του, το οποίο θα του δίνει κάποια εξου­σία ή κάποιο δικαί­ω­μα επά­νω μου)»[Ιω.14,30]. Εξαρ­τιό­ταν δηλα­δή από Αυτόν, εάν βέβαια ήθε­λε, να μην σταυ­ρω­θεί. Διό­τι λέγει, «οδες αρει ατν π᾿ μο, λλ᾿ γ τίθη­μι ατν π᾿ μαυ­το· ξου­σί­αν χω θεναι ατήν, κα ξου­σί­αν χω πάλιν λαβεν ατήν· ταύ­την τν ντολν λαβον παρ το πατρός μου(:κανείς δεν έχει τη δύνα­μη να πάρει τη ζωή μου και να με θανα­τώ­σει εάν δεν το θελή­σω εγώ. Αλλά εγώ από μόνος μου την παρα­δί­δω. Έχω εξου­σία να προ­σφέ­ρω τη ζωή μου, κι έχω εξου­σία πάλι να την πάρω πίσω. Αυτή την εντο­λή πήρα από τον Πατέρα μου, να θυσιά­σω τη ζωή μου πάνω στο σταυ­ρό και να την πάρω πάλι με την Ανά­στα­ση. Έτσι θα ανα­δει­χθώ ο αιώ­νιος αρχιε­ρέ­ας και μεσί­της για τη σωτη­ρία των προ­βά­των μου)»[Ιω.10,18].

Εάν λοι­πόν Αυτός που δεν είχε καμία ανάγ­κη να σταυ­ρω­θεί, σταυ­ρώ­θη­κε για χάρη μας πόσο μάλ­λον είναι δίκαιο εμείς να υπο­μέ­νου­με τα πάν­τα με γεν­ναιό­τη­τα; «ς ντ τς προ­κει­μέ­νης ατ χαρς πέμει­νε σταυ­ρόν, ασχύ­νης κατα­φρο­νή­σας, ν δεξι τε το θρό­νου το Θεο κεκά­θι­κεν(:Αυτός για τη χαρά που είχε μπρο­στά Του και θα δοκί­μα­ζε όταν με το πάθη­μά Του θα έσω­ζε πολ­λούς, υπέ­μει­νε σταυ­ρι­κό θάνα­το και περι­φρό­νη­σε την ντρο­πή και την ατί­μω­ση του θανά­του Του. Γι’ αυτό και έχει καθί­σει τώρα στα δεξιά του θρό­νου του Θεού)», λέει. Τι σημαί­νει όμως το «ασχύ­νης κατα­φρο­νή­σας»; «Προ­τί­μη­σε», λέει, «τον επο­νεί­δι­στο θάνα­το».

Έστω, θα πέθαι­νε· για­τί όμως και με τρό­πο επο­νεί­δι­στο; Για κανέ­να λόγο, παρά για να μας διδά­ξει να περι­φρο­νού­με την ανθρώ­πι­νη δόξα. Γι’ αυτό αν και δεν είχε αμαρ­τία, προ­τί­μη­σε αυτό το θάνα­το για να μας διδά­ξει να υπο­μέ­νου­με θαρ­ρα­λέα και να κατα­φρο­νού­με την ντρο­πή. Για­τί δεν είπε «λύπη», αλλά «αισχύ­νη»· διό­τι δεν τα υπέ­φε­ρε αυτά αισθα­νό­με­νος λύπη. Ποιο λοι­πόν ήταν ότι απο­τέ­λε­σμα; Άκου­σε· διό­τι προ­σθέ­τει: «ν δεξι τε το θρό­νου το Θεο κεκά­θι­κεν(:γι’ αυτό και έχει καθί­σει τώρα στα δεξιά του θρό­νου του Θεού)».

Βλέ­πεις το βρα­βείο; Αυτό και ο Παύ­λος γρά­φον­τας λέει: «Δι κα Θες ατν περύ­ψω­σε κα χαρί­σα­το ατ νομα τ πρ πν νομα, να ν τ νόμα­τι ησο πν γόνυ κάμψ που­ρα­νί­ων κα πιγεί­ων κα κατα­χθο­νί­ων, κα πσα γλσσα ξομο­λο­γή­ση­ται τι Κύριος ησος Χριστς ες δόξαν Θεο πατρός(:για την ταπεί­νω­ση λοι­πόν και την υπα­κοή Του αυτή ο Θεός Τον υπε­ρύ­ψω­σε και ως άνθρω­πο και Του χάρι­σε όνο­μα, το όνο­μα Κύριος Ιησούς Χρι­στός, που είναι πάνω από κάθε άλλο όνο­μα. Τον υπε­ρύ­ψω­σε, ώστε στο όνο­μα του Ιησού να γονα­τί­σουν ταπει­νά και να Τον προ­σκυ­νή­σουν λατρευ­τι­κά και οι άγγε­λοι στον ουρα­νό και οι άνθρω­ποι στη γη και οι ψυχές των νεκρών στα κατα­χθό­νια˙ αλλά κι αυτά τα δαι­μο­νι­κά όντα που είναι στα κατα­χθό­νια με τρό­μο να υπο­κλι­θούν μπρο­στά στο μεγα­λείο Του. Και έτσι κάθε γλώσ­σα να ομο­λο­γή­σει φανε­ρά, δυνα­τά και ξεκά­θα­ρα ότι ο Ιησούς Χρι­στός είναι Κύριος. Και με την ομο­λο­γία αυτή και την ανα­γνώ­ρι­ση του Ιησού Χρι­στού ως Κυρί­ου θα δοξά­ζε­ται ο Θεός Πατήρ)»[Φιλιπ.2,9–11].

Εννο­εί το ανα­φε­ρό­με­νο στην σάρ­κα. Και βέβαια και αν ακό­μα δεν υπήρ­χε κανέ­να έπα­θλο, ήταν αρκε­τό το παρά­δειγ­μα του Κυρί­ου να πεί­σει τον καθέ­να να τα προ­τι­μή­σει αυτά τώρα αυτά, τώρα όμως και βρα­βεία βρί­σκον­ται μπρο­στά μας όχι συνή­θη, αλλά μεγά­λα και απόρ­ρη­τα. Ώστε και εμείς αν μας συμ­βεί κάτι τέτοιο, πριν από τους απο­στό­λους ας σκε­φτού­με τον Χρι­στό. Για­τί; Διό­τι όλη η ζωή Του ήταν γεμά­τη από ύβρεις· και πράγ­μα­τι πάν­το­τε άκου­γε ότι είναι τρε­λός και πλά­νος και μάγος· και άλλο­τε έλε­γαν οι Ιου­δαί­οι:«Οτος νθρω­πος οκ στι παρ το Θεο, τι τ σάβ­βα­τον ο τηρε(:αυτός ο άνθρω­πος δεν μπο­ρεί να είναι σταλ­μέ­νος από τον Θεό, διό­τι δεν τηρεί την αργία του Σαβ­βά­του)»[Ιω.9,16]· άλλο­τε πάλι: «κα γογ­γυ­σμς πολς περ ατο ν ν τος χλοις. ο μν λεγον τι γαθός στιν· λλοι λεγον, ο, λλ πλαν τν χλον (:και οι διά­φο­ρες ομά­δες του λαού διαρ­κώς κρυ­φο­μι­λού­σαν κι έκα­ναν διά­φο­ρα παρά­πο­να και σχό­λια γι’ Αυτόν, άλλο­τε αρνη­τι­κά και άλλο­τε ευνοϊ­κά. Άλλοι έλε­γαν ότι ο Ιησούς είναι καλός και ειλι­κρι­νής, ενώ άλλοι έλε­γαν: Όχι, δεν είναι καλός˙ είναι λαο­πλά­νος κι εξα­πα­τά τον εύπι­στο λαό)» [Ιω.7,12]. Και πάλι: « λέγον­τες· κύριε, μνή­σθη­μεν τι κενος πλά­νος επεν τι ζν, μετ τρες μέρας γεί­ρο­μαι (:και είπαν στον Πιλά­το: Κύριε, θυμη­θή­κα­με ότι εκεί­νος ο λαο­πλά­νος είχε πει όταν ακό­μη ζού­σε: “Τρεις ημέ­ρες μετά το θάνα­τό μου θα ανα­στη­θώ”)»[Ματθ.27,63].

Και ως μάγο aκόμη Τον είχαν συκο­φαν­τή­σει οι Φαρι­σαί­οι, λέγον­τας: «Οτος οκ κβάλ­λει τ δαι­μό­νια εμ ν τ Βεελ­ζε­βούλ, ρχον­τι τν δαι­μο­νί­ων (:Αυτός δεν βγά­ζει τα δαι­μό­νια παρά μόνο με τη βοή­θεια και τη δύνα­μη του Βεελ­ζε­βούλ, που είναι ο άρχον­τας των δαι­μο­νί­ων)»[Ματθ.12,24]. Και: «δαι­μό­νιον χει κα μαί­νε­ται· τί ατο κούετε;μαίνεται και έχει δαι­μό­νιο(:για να έχει τέτοια ιδέα για τον εαυ­τό του, πρέ­πει να έχει δαι­μό­νιο και γι’ αυτό παρα­λο­γί­ζε­ται. Για­τί τον προ­σέ­χε­τε και ακού­τε αυτά που λέει;)» [Ιω.10,20]. Και αυτά τα άκου­γε από αυτούς ενώ τους ευερ­γε­τού­σε θαυ­μα­τουρ­γού­σε και παρου­σί­α­ζε έργα θεϊ­κά· διό­τι εάν τα άκου­γε χωρίς να κάνει κάποιο θαυ­μα­τουρ­γι­κό σημείο πάνω από τις ανθρώ­πι­νες δυνά­μεις, δεν θα ήταν τόσο παρά­δο­ξο· εάν λοι­πόν ενώ δίδα­σκε την αλή­θεια άκου­γε ότι είναι πλά­νος και, ενώ έβγα­ζε τα δαι­μό­νια, έλε­γαν ότι έχει δαι­μό­νιο και ενώ απο­μά­κρυ­νε όλα τα κακά, ονο­μα­ζό­ταν μάγος, ποιο θαύ­μα δεν υπερ­βάλ­λει αυτό; Πράγ­μα­τι αυτές τις κατη­γο­ρί­ες συνε­χώς του απέ­δι­δαν.

Και αν θέλεις να μάθεις τους εμπαιγ­μούς και τις ειρω­νεί­ες που εξέ­πλε­αν εναν­τί­ον Του, πράγ­μα που υπερ­βο­λι­κά πλη­γώ­νει τις ψυχές μας, άκου­σε πρώ­τα αυτές που προ­έρ­χον­ταν από τους ομο­γε­νείς Του· «κα λθν ες τν πατρί­δα ατο δίδα­σκεν ατος ν τ συνα­γωγ ατν, στε κπλήτ­τε­σθαι ατος κα λέγειν· πόθεν τούτ σοφία ατη κα α δυνάμεις;οχ οτός στιν το τέκτο­νος υός; οχ μήτηρ ατο λέγε­ται Μαριμ κα ο δελ­φο ατο άκω­βος κα ωσς κα Σίμων κα ούδας; (:κι αφού ήλθε στην πατρί­δα του τη Ναζα­ρέτ, δίδα­σκε τους κατοί­κους της στη συνα­γω­γή τους με τόση σοφία και δύνα­μη, ώστε αυτοί να εκπλήσ­σον­ται και να λένε: Από πού αυτός απέ­κτη­σε αυτή τη σοφία και τα θαύ­μα­τα; Δεν είναι αυτός ο γιος του μαραγ­κού; Δεν ονο­μά­ζε­ται η μητέ­ρα του Μαριάμ, και οι αδελ­φοί του Ιάκω­βος και Ιωσής και Σίμων ο Ιού­δας;)»[Ματθ.13,54]. Και περι­παί­ζον­τάς Τον για τον τόπο της κατα­γω­γής Του, έλε­γαν ότι είναι από την Ναζα­ρέτ: «πεκρί­θη­σαν κα επον ατ· μ κα σ κ τς Γαλι­λαί­ας ε; ρεύ­νη­σον κα δε τι προ­φή­της κ τς Γαλι­λαί­ας οκ γήγερ­ται(:οι Φαρι­σαί­οι τότε είπαν στον Νικό­δη­μο: “Μήπως είσαι κι εσύ από τη Γαλι­λαία; Εξέ­τα­σε και εύκο­λα θα δεις και θα πει­σθείς από τα πράγ­μα­τα ότι κανείς προ­φή­της από τη Γαλι­λαία δεν έχει βγει έως τώρα”)»[Ιω.7,52]· και τα υπέ­με­νε όλα, αν και πολύ Τον συκο­φαν­τού­σαν.

Και πάλι έλε­γαν: «Οχ γραφ επεν τι κ το σπέρ­μα­τος Δαυ­ΐδ κα π Βηθλεμ τς κώμης, που ν Δαυ­ΐδ, Χριστς ρχε­ται; (:δεν είπε η Αγία Γρα­φή ότι ο Μεσ­σί­ας Χρι­στός θα προ­έρ­χε­ται από το γένος του Δαβίδ και από το χωριό της Βηθλε­έμ, όπου γεν­νή­θη­κε και μεγά­λω­σε ο Δαβίδ;)»[Ιω.7,42]. Θέλεις να μάθεις και τις ειρω­νεί­ες που εξα­πέ­λυαν εναν­τί­ον Του κατά την διάρ­κεια της Σταύ­ρω­σης; Τον προ­σκύ­νη­σαν περι­παι­κτι­κά, Τον χτυ­πού­σαν, Τον ράπι­ζαν και έλε­γαν: «Προ­φή­τευ­σον μν Χρι­στέ, τίς στιν παί­σας σε;(:προφή­τευ­σέ μας, Χρι­στέ, ποιος είναι εκεί­νος που σε χτύ­πη­σε;)»[Ματθ.26,68]. Και ξύδι Του προ­σέ­φε­ραν και έλε­γαν: «ὁ κατα­λύ­ων τὸν ναὸν καὶ ἐν τρι­σὶν ἡμέ­ραις οἰκο­δο­μῶν! σῶσον σεαυ­τόν· εἰ υἱὸς εἶ τοῦ Θεοῦ, κατά­βη­θι ἀπὸ τοῦ σταυ­ροῦ(:Εσύ που θα γκρέ­μι­ζες τον ναό και σε τρεις ημέ­ρες θα τον ξανα­έ­κτι­ζες, σώσε τώρα τον εαυ­τό σου. Εάν είσαι υιός του Θεού, κατέ­βα από το σταυ­ρό)»[Ματθ.27,40].

Ακό­μα και ο δού­λος του αρχιε­ρέα Τον ράπι­σε· και ο Κύριος είπε σε αυτόν τότε: «Ε κακς λάλη­σα, μαρ­τύ­ρη­σον περ το κακο· ε δ καλς, τί με δέρεις; (:εάν είπα κάτι κακό, από­δει­ξε ενώ­πιον του δικα­στη­ρί­ου με κανο­νι­κή μαρ­τυ­ρία ποιο ήταν αυτό το κακό. Εάν όμως μίλη­σα καλά, για­τί με χτυ­πάς;)»[Ιω.18,23]. Αλλά και χλευά­ζον­τάς Τον, Του φόρε­σαν χλα­μύ­δα και τον έφτυ­ναν στο πρό­σω­πο και Τον υπέ­βαλ­λαν σε όλες τις δοκι­μα­σί­ες πει­ρά­ζον­τάς Τον. Θέλεις να γνω­ρί­σεις και τις κατη­γο­ρί­ες τις κρυ­φές, τις φανε­ρές, εκεί­νες που προ­ερ­χό­ταν από τους μαθη­τές Του; Διό­τι το «μ κα μες θέλε­τε πάγειν; (:Μήπως θέλε­τε και σεις να φύγε­τε;)»[Ιω.6,67], και το «πεκρί­θη χλος κα επε· δαι­μό­νιον χεις· τίς σε ζητε ποκτεναι;(:είσαι δαι­μο­νι­σμέ­νος, και το δαι­μό­νιο σου διε­τά­ρα­ξε τα μυα­λά και σου δημιουρ­γεί μελαγ­χο­λία και μανία κατα­διώ­ξε­ως, ώστε να νομί­ζεις ότι κάποιοι θέλουν να σε σκο­τώ­σουν. Ποιος θέλει να σε σκο­τώ­σει;)»[Ιω.7,20], λεγό­ταν από εκεί­νους που είχαν ήδη πιστέ­ψει.

Αλλά πες μου, δεν έφευ­γε και Αυτός πάν­το­τε, άλλο­τε στην Γαλι­λαία και άλλο­τε στην Ιου­δαία; Δεν δοκι­μά­στη­κε πολύ από τότε που ήταν ακό­μα στα σπάρ­γα­να; Ενώ ήταν ακό­μα παι­δί δεν τον πήρε η μητέ­ρα του και τον κατέ­βα­σε στην Αίγυ­πτο; Για όλα αυτά λοι­πόν λέει: «φορντες ες τν τς πίστε­ως ρχηγν κα τελειωτν ησον, ς ντ τς προ­κει­μέ­νης ατ χαρς πέμει­νε σταυ­ρόν, ασχύ­νης κατα­φρο­νή­σας, ν δεξι τε το θρό­νου το Θεο κεκά­θι­κεν(:και που­θε­νά αλλού ας μη στρέ­φου­με τα βλέμ­μα­τά μας και την προ­σο­χή μας παρά μόνο στον Ιησού, που είναι ο αρχη­γός και ο θεμε­λιω­τής της πίστε­ώς μας και μας τελειο­ποιεί σε αυτήν. Αυτός για τη χαρά που είχε μπρο­στά Του και θα δοκί­μα­ζε όταν με το πάθη­μά Του θα έσω­ζε πολ­λούς, υπέ­μει­νε σταυ­ρι­κό θάνα­το και περι­φρό­νη­σε την ντρο­πή και την ατί­μω­ση του θανά­του Του. Γι’ αυτό και έχει καθί­σει τώρα στα δεξιά του θρό­νου του Θεού)»[Εβρ.12,2].

Σε Αυτόν λοι­πόν ας στρέ­ψου­με τα βλέμ­μα­τά μας και σε όσα υπέ­μει­ναν οι μαθη­τές Του, μελε­τών­τας αυτά που έπα­θε ο Παύ­λος και ακού­γον­τάς τον να λέει: «λλ᾿ ν παντ συνιστντες αυτος ς Θεο διά­κο­νοι, ν πομον πολλ, ν θλί­ψε­σιν, ν νάγ­καις, ν στε­νο­χω­ρί­αις, ν πλη­γας, ν φυλα­κας, ν κατα­στα­σί­αις, ν κόποις, ν γρυ­πνί­αις, ν νηστεί­αις(: αλλά αντί­θε­τα με κάθε τρό­πο συστή­νου­με τους εαυ­τούς μας και απο­δει­κνυό­μα­στε αλη­θι­νοί διά­κο­νοι του Θεού, με υπο­μο­νή πολ­λή, με θλί­ψεις, με ανάγ­κες, με στε­νο­χώ­ριες, με δαρ­μούς και μαστι­γώ­σεις που πλη­γώ­νουν το σώμα μας, με φυλα­κί­σεις, με κατα­διώ­ξεις που δεν μας αφή­νουν να στα­θού­με που­θε­νά, με κόπους, με αγρυ­πνί­ες, με στε­ρή­σεις φαγη­τού)»[Β΄Κορ.6,4–5]· και πάλι· «χρι τς ρτι ρας κα πεινμεν κα διψμεν κα γυμνη­τεύ­ο­μεν κα κολα­φι­ζό­με­θα κα στα­τομεν κα κοπιμεν ργα­ζό­με­νοι τας δίαις χερ­σί· λοι­δο­ρού­με­νοι ελογομεν, διω­κό­με­νοι νεχό­με­θα βλα­σφη­μού­με­νοι παρα­κα­λομεν· ς περι­κα­θάρ­μα­τα το κόσμου γενή­θη­μεν, πάν­των περί­ψη­μα ως ρτι (:μέχρι την ώρα που σας γρά­φω, και πει­νού­με και υπο­φέ­ρου­με από δίψα στις περιο­δεί­ες μας και δεν έχου­με αρκε­τά ρού­χα, όταν στη μέση των ταξι­διών μας, μας πιά­νει ξαφ­νι­κά ο χει­μώ­νας και δεχό­μα­στε χτυ­πή­μα­τα και κακο­με­τα­χει­ρί­σεις και δεν παρα­μέ­νου­με μόνι­μα που­θε­νά, αλλά διαρ­κώς φεύ­γου­με εδώ και εκεί)»[Α΄Κορ. 4,11–13]. Άρα­γε κανείς από εμάς έχει να πει, ότι έπα­θε έστω και ένα ελά­χι­στο μέρος από αυτά;

Διό­τι λέει «ως πλά­νοι, ως άτι­μοι, ως μη έχον­τες τίπο­τε»· και πάλι· «π ουδαί­ων πεν­τά­κις τεσ­σα­ρά­κον­τα παρ μίαν λαβον, τρς ἐῤῥαβδί­σθην, παξ λιθά­σθην, τρς ναυά­γη­σα, νυχθή­με­ρον ν τ βυθ πεποί­η­κα· δοι­πο­ρί­αις πολ­λά­κις, κιν­δύ­νοις ποταμν, κιν­δύ­νοις λστν, κιν­δύ­νοις κ γένους, κιν­δύ­νοις ξ θνν, κιν­δύ­νοις ν πόλει, κιν­δύ­νοις ν ρημί, κιν­δύ­νοις ν θαλάσσ, κιν­δύ­νοις ν ψευ­δα­δέλ­φοις(:από τους Ιου­δαί­ους πέν­τε φορές μαστι­γώ­θη­κα με τριαν­τα­εν­νιά μαστι­γώ­σεις. Τρεις φορές με ράβδι­σαν, μία με λιθο­βό­λη­σαν, τρεις φορές ναυά­γη­σα, ένα μερό­νυ­χτο έμει­να στο ανοι­χτό πέλα­γος και με έδερ­ναν τα άγρια κύμα­τα. Υπη­ρέ­τη­σα τον Κύριο πολ­λές φορές με οδοι­πο­ρί­ες. Κιν­δύ­νευ­σα μέσα σε πλημ­μυ­ρι­σμέ­να ποτά­μια τον χει­μώ­να, κιν­δύ­νευ­σα από ληστές που παρα­μό­νευαν στα μέρη των περιο­δειών μου. Κιν­δύ­νευ­σα από το δικό μου ιου­δαϊ­κό γένος, στο οποίο έγι­να μιση­τός επει­δή κήρυτ­τα τη σωτη­ρία όλων των ανθρώ­πων δια­μέ­σου του Ιησού Χρι­στού· κιν­δύ­νευ­σα από εθνι­κούς και ειδω­λο­λά­τρες. Πέρα­σα κιν­δύ­νους μέσα σε θάλασ­σες που διέ­σχι­ζα ταξι­δεύ­ον­τας για το κήρυγ­μα του Ευαγ­γε­λί­ου. Κιν­δύ­νευ­σα από ανθρώ­πους που ήταν ψευ­δά­δελ­φοι και έφε­ραν υπο­κρι­τι­κά το όνο­μα του Χρι­στια­νού)» [Β΄Κορ.11,24–26].

Και ότι αυτά ήταν αρκε­τά στον Θεό, άκου­σε τι λέει ο ίδιος: «πρ τού­του τρς τν Κύριον παρε­κά­λε­σα να ποστ π᾿ μο. Κα ερηκέ μοι· ρκε σοι χάρις μου· γρ δύνα­μίς μου ν σθε­νεί τελειοται (:για τον πει­ρα­σμό αυτόν τρεις φορές παρα­κά­λε­σα τον Κύριο να μου τον απο­μα­κρύ­νει. Όμως ο Κύριος μού είπε: ‘’Σου είναι αρκε­τή η χάρη που σου δίνω· διό­τι η δύνα­μή μου ανα­δει­κνύ­ε­ται τέλεια, όταν ο άνθρω­πος είναι ασθε­νής και με την ενί­σχυ­σή μου κατορ­θώ­νει μεγά­λα και θαυ­μα­στά’’)»[Β΄ Κορ.12,8–9].

Αλλά άκου­σε και τον ίδιο τον Κύριο που λέει: «τατα λελά­λη­κα μν να ν μο ερήνην χητε. ν τ κόσμ θλψιν ξετε· λλ θαρ­σετε, γ νενί­κη­κα τν κόσμον (:σας τα είπα αυτά για να έχε­τε ειρή­νη έχον­τας κοι­νω­νία και ένω­ση μαζί μου. Εφό­σον είστε μέσα στον κόσμο, θα έχε­τε θλί­ψη. Αλλά έχε­τε θάρ­ρος. Εγώ έχω νική­σει τον κόσμο. Και με τη νίκη μου αυτή εξα­σφά­λι­σα και για σας το θρί­αμ­βο και τη δόξα)» [Ιω.16,33].

Διό­τι λέει παρα­κά­τω ο Παύ­λος στην προς Εβραί­ους επι­στο­λή του που εξε­τά­ζου­με: «ναλο­γί­σα­σθε γρ τν τοιαύ­την πομε­με­νη­κό­τα π τν μαρ­τωλν ες ατν ντι­λο­γί­αν, να μ κάμη­τε τας ψυχας μν κλυό­με­νοι(:Τρέ­χε­τε και εσείς με υπο­μο­νή τον δικό σας αγώ­να. Ανα­λο­γι­στεί­τε λοι­πόν Αυτόν που έχει υπο­φέ­ρει με υπο­μο­νή τόση εχθρό­τη­τα εναν­τί­ον Του και ατί­μω­ση από τους αμαρ­τω­λούς σταυ­ρω­τές Του, για να μην απο­κά­με­τε και παρα­λύ­σουν οι ψυχές σας από την απο­θάρ­ρυν­ση)»[Εβρ.12,3]. Σωστά τα πρό­σθε­σε αυτά· διό­τι εάν τα παθή­μα­τα των άλλων μας διε­γεί­ρουν, τα παθή­μα­τα του Κυρί­ου πόσο πιο πρό­θυ­μους δεν θα μας κάνουν; Τι δεν μας προ­σφέ­ρουν; Και πρό­σε­χε ότι, προ­σπερ­νών­τας τα όλα, τα είπε όλα δια της «ντι­λο­γί­ας» που πρό­σθε­σε· διό­τι τις πλη­γές στο κεφά­λι, τους αστεϊ­σμούς, τις ύβρεις, τους ονει­δι­σμούς, τις ειρω­νεί­ες, όλα αυτά τα απέ­δω­σε με τη λέξη «ντι­λο­γί­αν»· και όχι μόνο εκεί­να, αλλά και όλα τα άλλα που Του συνέ­βη­σαν στη ζωή κατά τον χρό­νο της διδα­σκα­λί­ας Του.

Αυτά λοι­πόν, αγα­πη­τοί, ας τα σκε­φτό­μα­στε πάν­το­τε και τη νύχτα, και κατά την ημέ­ρα ας τα περι­στρέ­φου­με στις διά­νοιές μας, γνω­ρί­ζον­τας ότι μεγά­λα αγα­θά θα καρ­πω­θού­με από αυτό, και θα έχου­με μεγά­λη ωφέ­λεια· διό­τι μεγά­λη πραγ­μα­τι­κά μεγά­λη η παρη­γο­ριά είναι τα παθή­μα­τα του Χρι­στού και των απο­στό­λων· διό­τι τόσο πολύ την θεω­ρού­σε ως την καλύ­τε­ρη οδό που οδη­γού­σε στην αρε­τή, ώστε να θέλει να την βαδί­σει και αυτός που δεν την έχει ανάγ­κη· τόσο πίστευε ότι μας συμ­φέ­ρει η θλί­ψη και μάλ­λον αυτή γίνε­ται αιτία της άνε­σής μας. Πράγ­μα­τι άκου τον Χρι­στό που λέει: «Κα ς ο λαμ­βά­νει τν σταυρν ατο κα κολου­θε πίσω μου, οκ στι μου ξιος (:και εκεί­νος που δεν παίρ­νει την από­φα­ση να υπο­στεί σταυ­ρι­κό θάνα­το και δεν ακο­λου­θεί πίσω μου με την από­φα­ση αυτή, δεν μιμεί­ται δηλα­δή σε όλα το παρά­δειγ­μά μου, δεν αξί­ζει για μένα)» [Ματθ.10,38].

Μόνο βέβαια δεν λέει αυτό με αυτήν την διδα­σκα­λία: «εάν είσαι μαθη­τής, μιμή­σου τον Διδά­σκα­λο σου· διό­τι αυτό είναι το γνώ­ρι­σμα του μαθη­τή. Εάν Αυτός ήλθε δια της θλί­ψης, ενώ εσύ δια της ανέ­σε­ως, δεν βαδί­ζεις τον ίδιο δρό­μο με Αυτόν, αλλά δια­φο­ρε­τι­κό. Πώς λοι­πόν Τον ακο­λου­θείς; Πώς είσαι μαθη­τής χωρίς να ακο­λου­θείς τον Διδά­σκα­λο;» Αυτό λέει και ο Παύ­λος: «μες μωρο δι Χρι­στόν, μες δ φρό­νι­μοι ν Χριστ· μες σθε­νες, μες δ σχυ­ροί· μες νδο­ξοι, μες δ τιμοι (:εμείς οι Από­στο­λοι θεω­ρού­μα­στε από τους απί­στους ηλί­θιοι και ανόη­τοι για το όνο­μα του Χρι­στού· εσείς όμως είστε ισχυ­ροί, διό­τι δεν σας βρή­κε κάποιος πει­ρα­σμός. Εσείς είστε ένδο­ξοι, εμείς όμως είμα­στε άτι­μοι και περι­φρο­νη­μέ­νοι)»[Α΄Κορ.4,10]. «Ή πώς», λέει, «θα μπο­ρού­σε να δικαιο­λο­γη­θεί, εμείς να έχου­με αντί­θε­τες επι­θυ­μί­ες, ενώ εσείς είστε μαθη­τές, και εμείς διδά­σκα­λοι;». Επο­μέ­νως είναι μεγά­λο πράγ­μα η θλί­ψη, αγα­πη­τοί· διό­τι κατορ­θώ­νει τα δύο μεγα­λύ­τε­ρα πράγ­μα­τα· και τις αμαρ­τί­ες εξα­λεί­φει και ισχυ­ρούς μας κάνει.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-ad-hebraeos.pdf

  • Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, Υπό­μνη­μα στην Προς Εβραί­ους επι­στο­λή, ομι­λί­ες ΚΖ΄και ΚΗ’ (κατ΄επιλογήν), πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1983, τόμος 25, σελί­δες 220–243 και 245–255.

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ”)

Νικη­ταί

«Τοι­γα­ροῦν καὶ ἡμεῖς, τοσοῦ­τον ἔχον­τες περι­κεί­με­νον ἡμῖν νέφος μαρ­τύ­ρων, ὄγκον ἀπο­θέ­με­νοι πάν­τα καὶ τὴν εὐπε­ρί­στα­τον ἁμαρ­τί­αν, δι’ ὑπο­μο­νῆς τρέ­χω­μεν τὸν προ­κεί­με­νον ἡμῖν ἀγῶ­να» (Εβρ. 12,1)

ΕΝΙΚΗΣΑΝ! Ποιοί; Ἂν ἀκού­σουν τὴ λέξι αὐτὴ οἱ ἄνθρω­ποι τῆς ἐπο­χῆς μας, ποὺ ἔχουν τρελ­λα­θῆ μὲ τὴ μπάλ­λα, ἡ σκέ­ψι τους θὰ πάῃ σὲ καμ­μιὰ ποδο­σφαι­ρι­κή συνάν­τη­σι καὶ μὲ ἀνυ­πο­μο­νη­σία θὰ περι­μέ­νουν ν’ ἀκού­σουν ἐὰν νίκη­σε ἡ δική τους ὁμά­δα. Νίκη­σε;

Ὤ, τότε θὰ ἐκδη­λώ­σουν τὴ χαρά τους, θὰ κάνουν καὶ δια­δή­λω­σι ἀκό­μα καὶ θὰ τρέ­χουν στοὺς· δρό­μους καὶ θὰ φωνά­ζουν καὶ θὰ ταρά­ξουν ὅλη τὴν πόλι… Τί μανία, τί τρέλ­λα!

Δὲν εἶνε πολὺς καί­ρὸς ποὺ σ ̓ ἕνα χωριό ἡμέ­ρα Κυρια­κή, ἐνῷ ὁ ἱερεὺς χτυ­ποῦ­σε τὴν καμ­πά­να καὶ καλοῦ­σε τοὺς κατοί­κους στὴν ἐκκλη­σία, αὐτοὶ μπῆ­καν σὲ τρία ποῦλ­μαν καὶ ταξί­δε­ψαν χιλιό­με­τρα μακριὰ καὶ πῆγαν σὲ μιὰ πόλι γιὰ νὰ παρα­κο­λου­θή­σουν τὴν ποδο­σφαι­ρι­κὴ συνάν­τη­σι τῆς ὁμά­δας τοῦ χωριοῦ τους μὲ ἄλλη ὁμά­δα. Ἡ ἐκκλη­σία ἔμει­νε ἀδεια­νὴ ἀπὸ ἐκκλη­σί­α­σμα. Δεν ὑπῆρ­χε παι­δὶ νὰ σηκώ­σῃ τὴ λαμ­πά­δα. Τὸ βρά­δι, ὅταν γύρι­σαν οἱ καλοὶ αὐτοὶ χρι­στια­νοί, ἦταν λυπη­μέ­νοι κι ἀπο­γο­η­τευ­μέ­νοι· μόνο ποὺ δὲν ἔκλαι­γαν, για­τὶ ἡ ὁμά­δα τους νική­θη­κε. Καί τά βαλαν ἀκό­μα καὶ μὲ τὸν ἱερέα, για­τὶ δὲν πῆγε κι αὐτὸς μαζί τους νὰ τοὺς εὐλο­γή­σῃ. Ἡ μπάλ­λα, βλέ­πε­τε, ἔγι­νε θεός, ποὺ προ­σκυ­νᾶ­νε καὶ λατρεύ­ουν ἑκα­τομ­μύ­ρια κόσμος. Κι ὅποιος ἔχει πόδια δυνα­τὰ καὶ δίνει τίς πιο δυνα­τές κλω­τσιές, αὐτὸς εἶνε ὁ ἄνθρω­πος ποὺ τιμᾶ­νε καὶ χει­ρο­κρο­τᾶ­νε αὐτὸς εἶνε ὁ νικη­τής.

* * *

Ἀλλὰ αὐτὲς οἱ νίκες στα γήπε­δα εἶνε μικρές καὶ ἀσή­μαν­τες. Δὲν βγαί­νει τίπο­τε τὸ σπου­δαῖο ἀπ’ αὐτές. Υπάρ­χουν ὅμως ἄλλου εἴδους νίκες, ποὺ εἶνε πραγ­μα­τι­κὰ μεγά­λες καὶ σπου­δαῖ­ες νίκες, ποὺ εἶχαν προ­σέ­ξει κ’ ἐκτι­μή­σει οἱ ἀρχαῖ­οι πρό­γο­νοί μας. Εἰδω­λο­λά­τρες ἦταν οἱ Ἕλλη­νες. Ἀγα­ποῦ­σαν τὸν ἀθλη­τί­ςμό. Τιμοῦ­σαν τοὺς ἀθλη­τάς. Τοὺς τιμοῦ­σαν ̇ ὄχι ὅμως μὲ λεφτά, ὅπως σήμε­ρα, ποὺ μ’ ἕνα καν­τά­ρι χρυ­σά­φι ἀγο­ρά­ζουν τὰ πόδια τῶν ποδο­σφαι­ρι­στῶν ποὺ θεω­ροῦν­ται ἄσσοι στὴ μπάλ­λα. Τοὺς τιμοῦ­σαν μ’ ἕνα στε­φά­νι ἀπὸ φύλ­λα δάφ­νης. Ἀγα­ποῦ­σαν οἱ ἀρχαῖ­οι πρό­γο­νοί μας ἕναν ἀθλη­τί­ςμό, ποὺ γύμνα­ζε ὄχι μόνο τὰ πόδια ἀλλὰ ὁλό­κλη­ρο τὸ κορ­μί, καὶ γύμνα­ζε ὄχι λίγα πρό­σω­πα ἀλλὰ ὅλα τὰ παι­διὰ καὶ τοὺς νέους. Καὶ ὁ σκο­πός τους ἤτα­νε νὰ ἔχουν γερά κορ­μιά, γιὰ νὰ μπο­ροῦν νὰ ὑπε­ρα­σπί­ζουν τὴν πατρί­δα τους σὲ καί­ρὸ πολέ­μου. Αὐτός ἦταν ὁ ἑλλη­νι­κὸς ἀθλη­τί­ςμός, ἕνας ἀθλη­τί­ςμὸς ἄξιος προ­σο­χῆς καὶ μιμή­σε­ως, τοὐ­λά­χι­στον ἀπὸ μᾶς τοὺς Ἕλλη­νες, ποὺ θὰ ἔπρε­πε νὰ γυμνα­ζώ­μα­στε κατὰ ἀρχαῖα πρό­τυ­πα, καὶ ὄχι νὰ μιμού­με­θα ὅ,τι μᾶς σερ­βί­ρουν οἱ ξένοι λαοί, ποὺ κι αὐτὸ τὸν ἀθλη­τί­ςμό τους τὸν ἔκα­ναν ἐμπό­ριο καὶ ἐκμε­τάλ­λευ­σι.

Ἀλλὰ πιὸ πολὺ ἀπὸ τὶς σωμα­τι­κὲς ἀσκή­σεις οἱ ἀρχαῖ­οι πρό­γο­νοί μας ἐκτι­μοῦ­σαν κάτι ἄλλο. Ὡς ἀνώ­τε­ρη νίκη, παρα­πά­νω ἀπ’ ὅλες τὶς νίκες, κι ἀπ ̓ αὐτὲς ἀκό­μα τίς πολε­μι­κές, εἶχαν τὴ νίκη τῆς ἀρε­τῆς. Δικό τους ῥητὸ ἦταν Ὑψί­στη νίκη εἶνε νὰ νικᾷς τὸν ἑαυ­τό σου.

* * *

Ναί, νὰ νικᾶς τὸν ἑαυ­τό σου! Αλλά ποιός εἶνε ὁ ἑαυ­τός μας ποὺ πρέ­πει νὰ νική­σου­με; Εἶνε, ὅπως καὶ ἄλλο­τε μᾶς δόθη­κε ἀφορ­μὴ νὰ ποῦ­με, εἶνε ὁ διε­φθαρ­μέ­νος ἑαυ­τός μας, οἱ κακί­ες μας, τὰ ἐλατ­τώ­μα­τά μας, τὰ πάθη μας. Θεω­ρεῖ­τε εὔκο­λο να νική­σῃ ὁ ἄνθρω­πος τὸν ἑαυ­τό του; Ἂς πάρου­με ἕνα παρά­δειγ­μα ἀπὸ τὰ πολ­λά. Κι ἀπὸ τὸ ἕνα αὐτὸ καὶ μόνο παρά­δειγ­μα θὰ διδα­χθοῦ­με, πόσο δύσκο­λο εἶνε τὸ νὰ νικᾷ κανεὶς τὸν ἑαυ­τό του.

Ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ ἐλε­ει­νὰ ἐλατ­τώ­μα­τα εἶνε ἡ κακή συνή­θεια νὰ πίνῃ κανεὶς οἰνο­πνευ­μα­τώ­δη ποτά. Πίνον­τας συνε­χῶς, καταν­τᾷ ἀλκο­ο­λι­κός. Τὸ κρα­σί, τὸ οὖζο καὶ ὅλα τὰ ἄλλα οἰνο­πνεύ­μα­τα γιὰ τὸν ἀλκο­ο­λι­κὸ ἔχουν γίνει πιὰ μιὰ ἀνάγ­κη. Ἂν τοῦ λεί­ψῃ τὸ νερὸ δὲν θὰ στε­νο­χω­ρη­θῇ τόσο, ὅσο ἂν τοῦ λεί­ψουν τὰ οἰνο­πνευ­μα­τώ­δη που τά. Καὶ ἂν ἀκό­μα ἀπα­γο­ρευ­θοῦν τὰ οἰνο­πνευ­μα­τώ­δη ποτὰ καὶ κλεί­σουν ὅλες οἱ ταβέρ­νες, ὁ ἀλκο­ο­λι­κὸς θὰ βρῇ τρό­πο νὰ πάρῃ τὰ «σκο­νά­κια» του, δηλα­δὴ νὰ προ­μη­θευ­τῇ καὶ νὰ ῥου­φή­ξῃ τὸ ἀλκο­όλ. Ὅταν πρὶν ἀπὸ ἕναν αἰῶ­να στὴν Ἀμε­ρι­κὴ τὸ κρά­τος ἀπα­γό­ρευ­σε την πώλη­σι οἶνο­πνευ­μα­τω­δῶν καὶ τιμω­ροῦ­σε μὲ σκλη­ρές ποι­νές τοὺς εἰσα­γω­γεῖς, τὰ ποτὰ μπῆ­καν στὴ μαύ­ρη ἀγο­ρὰ καὶ καρά­βια φορ­τω­μέ­να μὲ βαρέ­λια ἀπὸ οἰνό­πνευ­μα ἔρχον­ταν ἀπὸ τὴν Εὐρώ­πη στήν Ἀμε­ρι­κὴ καὶ τὶς νύχτες ξεφόρ­τω­ναν σὲ ἀπό­με­ρες ἀκτὲς τὸ κατα­ρα­μέ­νο φορ­τίο τους ἤ, ἂν κιν­δύ­νευαν νὰ πια­στοῦν ἀπὸ τὰ κατα­διω­κτι­κά, τὰ ἔρρι­χναν στὴ θάλασ­σα, γιὰ νὰ τὰ περι­συλ­λέ­ξουν οἱ ἔμπο­ροί τους. Τὰ λέμε αὐτά, γιὰ νὰ δεί­ξου­με ὅτι οὔτε τὰ λεφτὰ ποὺ σπα­τα­λᾷ ὁ ἀλκο­ο­λι­κὸς στὶς ταβέρ­νες οὔτε ὁ κίν­δυ­νος τῆς ὑγεί­ας του οὔτε οἱ συμ­βου­λὲς τῶν για­τρῶν οὔτε τὰ δάκρυα τῆς δυστυ­χι­σμέ­νης γυναί­κας του καὶ τῶν παι­διῶν του οὔτε τὰ σίδε­ρα τῆς φυλα­κῆς μπο­ροῦν νὰ κάνουν τὸν ἀλκο­ο­λι­κὸ νὰ μισή­σῃ τὸν διε­φθαρ­μέ­νο ἑαυ­τό του, νὰ νική­σῃ τὸ πάθος.

Ὁ ἀλκο­ο­λι­κὸς βρί­σκε­ται ὑπὸ κατο­χήν τὸν ἐξου­σιά­ζει ἡ ἁμαρ­τία. Λένε γιὰ τὸ Μέγα Αλέ­ξαν­δρο, ποὺ νίκη­σε ὅλους τοὺς ἐχθρούς του, λένε, ὅτι στὰ τελευ­ταῖα ἔμπλε­ξε μὲ ξένες κακὲς παρέ­ες, μεθοῦ­σε, καὶ πάνω στὸ θυμό του μιὰ μέρα σκό­τω­σε τὸν καλύ­τε­ρό του φίλο. Κι ὅταν τὸ πρωΐ ξεμέ­θυ­σε καὶ συναι­σθάν­θη­κε τί μεγά­λο κακὸ ἔκα­νε, ἔβγα­λε τὸ σπα­θί του καὶ ἤθε­λε ν’ αὐτο­κτο­νή­σῃ. Καὶ θ’ αὐτο­κτο­νοῦ­σε, ἂν δὲν τὸν συγ­κρα­τοῦ­σαν οἱ ὑπα­σπι­σταί του. Τί θλι­βε­ρό! Αὐτός, που νίκη­σε τὸν κόσμο ὅλο, νική­θη­κε ἀπὸ τὸν ἑαυ­τό του, νική­θη­κε ἀπὸ τὸ πάθος τῆς μέθης. Εἶχαν λοι­πὸν ἢ δὲν εἶχαν δίκιο οἱ ἀρχαῖ­οι πρό­γο­νοί μας, ὅταν ἔλε­γαν ὅτι ἡ πιὸ μεγά­λη νίκη εἶνε ἡ νίκη τοῦ ἑαυ­τοῦ μας; Νίκη­σε λοι­πόν τίς κακί­ες, τὰ ἐλατ­τώ­μα­τά σου, τὰ πάθη σου καὶ τότε θὰ εἶσαι νικη­τής, ἄξιος νὰ πάρῃς τὸ στε­φά­νι τῆς δόξης.

* * *

Ἀλλὰ ὑπάρ­χουν τέτοιοι νικη­ταί; Υπάρ­χουν. Εἶνε οἱ ἥρω­ες τοῦ πνεύ­μα­τος. Εἶνε οἱ μάρ­τυ­ρες καὶ οἱ ὁμο­λο­γη­ταὶ τῆς πίστε­ως. Εἶνε οἱ γεν­ναῖ­οι ἀθλη­ταὶ τῆς ἀρε­τῆς. Εἶνε, ἂς τοὺς ὀνο­μά­σου­με μὲ τὴν ὀνο­μα­σία ποὺ τοὺς ὀνο­μά­ζει ἡ Ἐκκλη­σία μας —ἂν καὶ ξέρου­με ὅτι ἡ ὀνο­μα­σία αὐτὴ δὲν κάνει πιὰ ἐντύ­πω­σι σ ̓ ἕνα κόσμο που κλώ­τση­σε Θεὸ καὶ ἀρε­τὴ καὶ ζῇ σὰν ἕνα κοπά­δι ἀπὸ ζῷα καὶ ἄγρια θηρία, εἶνε οἱ νικη­ταὶ ποὺ γιορ­τά­ζει καὶ πανη­γυ­ρί­ζει σήμε­ρα ἡ Ἐκκλη­σία μας, εἶνε οἱ ἅγιοι Πάν­τες.

Ναί, οἱ ἅγιοι Πάν­τες εἶνε νικη­ταὶ στὸν πιὸ ὡραῖο καὶ σπου­δαῖο ἀγῶ­να ποὺ καλεῖ­ται νὰ δώσῃ ὁ ἄνθρω­πος στὸν κόσμο αὐτό, νικη­ταὶ στὸν ἀγῶ­να τῆς πίστε­ως καὶ τῆς ἀρε­τῆς. Νίκη­σαν τὸν πιὸ μεγά­λο καὶ ἐπι­κίν­δυ­νο ἐχθρό, νίκη­σαν τὴν ἁμαρ­τία· τὴν ἁμαρ­τία, ποὺ στὸ σημε­ρι­νὸ ἀνά­γνω­σμα τοῦ Ἀπο­στό­λου ὀνο­μά­ζε­ται εὐπε­ρί­στα­τος (Εβρ. 12,1). Για­τὶ ἡ ἁμαρ­τία σὰν μιὰ διε­φθαρ­μέ­νη γυναί­κα ξανοί­γε­ται καὶ δεί­χνει ὅλα τὰ θέλ­γη­τρά της καί στή­νει παν­τοῦ δίχτυα καὶ δολώ­μα­τα καὶ μὲ εὐκο­λία παρα­σύ­ρει τοὺς ἀνθρώ­πους πρὸς τὸ μέρος της. Γι’ αὐτὸ λέγε­ται εὐπε­ρί­στα­τος.

Τὴν ἁμαρ­τία νίκη­σαν οἱ ἅγιοι Πάν­τες. Καὶ ἦταν ἄνδρες καὶ γυναῖ­κες, νέοι καὶ νέες καὶ μικρὰ ἀκό­μη παι­διά. Τὴ νίκη­σαν μὲ τὰ ὅπλα τοῦ φωτός. Τὴ νίκη­σαν παίρ­νον­τας δύνα­μι ἀπὸ τὸ Χρι­στό, ποὺ πρῶ­τος αὐτὸς νίκη­σε τὴν ἁμαρ­τία καὶ τὸ διά­βο­λο, καὶ εἶνε ὁ ἀρχη­γὸς τῆς παρα­τά­ξε­ως τῶν χρι­στια­νῶν. Νὰ μετρή­σου­με τοὺς νικη­τὰς αὐτούς; Εἶνε ἀνα­ρίθ­μη­τοι. Εἶνε ὁλό­κλη­ρο φωτει­νό σύν­νε­φο.

Στὸν ὡραῖο αὐτὸν ἀγῶ­να μᾶς καλεῖ σήμε­ρα ἡ Ἐκκλη­σία. Ἡ καρ­διὰ τοῦ καθε­νὸς ἀπὸ μᾶς εἶνε τὸ ἀπέ­ραν­το στά­διο τοῦ ἱεροῦ ἀγῶ­νος. Ἔφτα­σε ἡ ὥρα τοῦ ἀγῶ­νος. Νά καὶ κάνει τὴν ἐμφά­νι­σί της ἡ ἀντί­πα­λη ὁμά­δα, ἡ ὁμά­δα τῶν παθῶν. Ποιοί ἀπο­τε­λοῦν τὴν ὁμά­δα αὐτή; Κοι­τάξ­τε· εἶνε ἡ ὑπε­ρη­φά­νεια, ἡ κενο­δο­ξία, ἡ φιλαρ­γυ­ρία, ἡ πορ­νεία, ὁ θυμός, ὁ φθό­νος, ἡ λαι­μαρ­γία, ἡ ὀκνη­ρία καὶ ἡ ἀμέ­λεια. Καὶ τὰ πάθη αὐτὰ σέρ­νουν μαζί τους τόσα καὶ τόσα ἄλλα.

Εμπρός λοι­πόν! μᾶς φωνά­ζει ἡ σάλ­πιγ­γα τοῦ ἀγῶ­νος. Χρι­στια­νοί, ἀγω­νι­σθῆ­τε ἐναν­τί­ον τῶν παθῶν! Νικῆ­στε μὲ τὴ χάρι τοῦ Θεοῦ τὴν εὐπε­ρί­στα­τη ἁμαρ­τία, καὶ θὰ εἶστε ἄξιοι τῆς οὐρα­νί­ου δόξης καί χαρᾶς.

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek