ΚΥΡΙΑΚΗ Β΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ

Αποστολική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ Β΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ — Ρωμ. (Β΄ 10 — 16)

Προς Ρωμαί­ους, κεφά­λαιο Β΄, εδά­φια 10–16

10 Δξα δ κα τιμ κα ερνη παντ τ ργα­ζομν τ γαθν, ᾿Ιου­δαίῳ τε πρτον κα Ελλη­νι· 11 ο γρ στι προ­σω­πο­ληψα παρ τ Θε. 12 σοι γρ νμως μαρ­τον, νμως κα πολονται· κα σοι ν νμ μαρ­τον, δι νμου κριθσον­ται. 13 ο γρ ο κρο­α­τα το νμου δκαιοι παρ τ Θε, λλ᾿ ο ποι­η­τα το νμου δικαιωθσον­ται. 14 ταν γρ θνη τ μ νμον χον­τα φσει τ το νμου ποι, οτοι νμον μ χον­τες αυτος εσι νμος, 15 οτινες νδεκνυν­ται τ ργον το νμου γρα­πτν ν τας καρδαις ατν, συμ­μαρ­τυ­ροσης ατν τς συνειδσεως κα μεταξ λλλων τν λογι­σμν κατη­γο­ροντων κα πολο­γουμνων 16 ν μρ τε κρι­νε Θες τ κρυ­πτ τν νθρπων κατ τ εαγγλιν μου δι ᾿Ιησο Χρι­στο.

10 δόξα δε από τον Θεόν, τιμή και έπαι­νος, ειρή­νη και χαρά θα δοθή εις καθέ­να, που εργά­ζε­ται το αγα­θόν, στον Ιου­δαί­ον πρώ­τον, αλλά και στον ειδω­λο­λά­τρην· 11 διό­τι δεν είναι προ­σω­πο­λή­πτης ο Θεός· (δεν λαμ­βά­νει υπ’ όψιν την φυλήν και την τάξιν των ανθρώ­πων, αλλά την πίστιν και τα έργα των). 12 Δι’ αυτό, όσοι ημάρ­τη­σαν, χωρίς να έχουν γνω­ρί­σει τον μωσαϊ­κόν Νομον, θα κατα­δι­κα­σθούν εις απώ­λειαν, χωρίς να χρη­σι­μο­ποι­η­θή ο Νομος ως μέτρον της κρί­σε­ως εναν­τί­ον των· και όσοι ημάρ­τη­σαν, ενώ είχαν λάβει και εγνώ­ρι­ζαν τον γρα­πτόν, τον μωσαϊ­κόν Νομον, θα κρι­θούν επί τη βάσει του Νομου. 13 Διό­τι δίκαιοι και άξιοι αμοι­βής ενώ­πιον του Θεού δεν είναι αυτοί, οι οποί­οι απλώς ακού­ουν και γνω­ρί­ζουν τον Νομον, αλλ’ όσοι τον τηρούν και τον εφαρ­μό­ζουν. 14 Οταν λοι­πόν εθνι­κοί και ειδω­λο­λά­τραι, που δεν έχουν λάβει τον γρα­πτόν Νομον του Θεού, πράτ­τουν δε από έμφυ­τον ηθι­κήν παρόρ­μη­σιν όσα λέγει ο Νομος, αυτοί καί­τοι δεν έχουν νόμον είναι οι ίδιοι δια τον ευα­τόν των νόμος (επει­δή έχουν οδη­γόν την συνεί­δη­σίν των). 15 Αυτοί απο­δει­κνύ­ουν και φανε­ρώ­νουν με την συμ­πε­ρι­φο­ράν των, ότι έχουν γρα­πτόν το έργον του Νομου μέσα εις τας καρ­δί­ας των, όταν η συνεί­δη­σίς των δίδη μαρ­τυ­ρί­αν και επι­βε­βαί­ω­σιν εις αυτούς δια τας πρά­ξεις των, αν είναι καλαί η κακαί, η δε διά­νοια εκ παραλ­λή­λου προς την συνεί­δη­σιν ανα­πτύσ­σει λογι­σμούς, οι οποί­οι κατη­γο­ρούν ο ένας τον άλλον η και απο­λο­γούν­ται, δια την εξα­κρί­βω­σιν του καλού. 16 Αυτοί, λοι­πόν, οι ειδω­λο­λά­τραι, οι τηρη­ταί του εμφύ­του ηθι­κού νόμου, θα ανα­κη­ρυ­χθούν δίκαιοι εκ μέρους του Θεού κατά την ημέ­ραν εκεί­νην, κατά την οποί­αν ο δίκαιος Θεός θα κρί­νη τας φανε­ράς και κρυ­φάς πρά­ξεις των ανθρώ­πων δια του Ιησού Χρι­στού, σύμ­φω­να με το Ευαγ­γέ­λιον, το οποί­ον εγώ κηρύτ­τω.

10 Δόξα και τιμή και ειρή­νη θα απο­δο­θεί σε κάθε άνθρω­πο που εργά­ζε­ται το καλό, στον Ιου­δαίο πρώ­τα, και στον ειδω­λο­λά­τρη Έλλη­να. 11 Θα συμ­βούν τα ίδια στους Ιου­δαί­ους και στους ειδω­λο­λά­τρες, διό­τι δεν χαρί­ζε­ται σε πρό­σω­πα ο Θεός. 12 Και γι’ αυτό όσοι αμάρ­τη­σαν χωρίς να έχουν λάβει γρα­πτό νόμο, αυτοί θα κατα­δι­κα­στούν σε απώ­λεια χωρίς να έχουν κατή­γο­ρο τον νόμο αυτό. Και όσοι αμάρ­τη­σαν ενώ είχαν λάβει γρα­πτό νόμο, αυτοί θα κρι­θούν με βάση τον νόμο αυτό. 13 Διό­τι δίκαιοι ενώ­πιον του Θεού είναι όχι όσοι ακούν απλώς την ανά­γνω­ση του θεί­ου νόμου, αλλά όσοι τηρούν τον νόμο˙αυτοί θα ανα­γνω­ρι­στούν δίκαιοι. 14 Διό­τι όταν κάποιοι από τους εθνι­κούς, που δεν έλα­βαν από τον Θεό γρα­πτό νόμο, θεο­σε­βείς άνθρω­ποι, οδη­γού­με­νοι από τον έμφυ­το ηθι­κό νόμο κάνουν ό,τι προ­στά­ζει ο γρα­πτός νόμος, οι άνθρω­ποι αυτοί, αν και δεν έχουν γρα­πτό νόμο, έχουν ως νόμο τον ίδιο τον εαυ­τό τους, δηλα­δή τη συνεί­δη­σή τους. 15 Το έργο που κάνει ο νόμος να δια­φω­τί­ζει τους ανθρώ­πους να δια­κρί­νουν το καλό απ’ το κακό, αυτό το έργο οι εθνι­κοί αυτοί απο­δει­κνύ­ουν ότι το έχουν γραμ­μέ­νο στις καρ­διές τους. Και αυτό συμ­βαί­νει όταν η συνεί­δη­σή τους δίνει μαρ­τυ­ρία σε αυτούς για κάθε πρά­ξη και οι εσω­τε­ρι­κοί τους λογι­σμοί ανα­με­τα­ξύ τους κατη­γο­ρούν ή και καμιά φορά απο­λο­γούν­ται. 16 Και θα ανα­κη­ρυ­χθούν δίκαιοι οι τηρη­τές του νόμου την ημέ­ρα που θα κρί­νει ο Θεός τις από­κρυ­φες πρά­ξεις των ανθρώ­πων σύμ­φω­να με το Ευαγ­γέ­λιο που κηρύτ­τω. Και θα τις κρί­νει δια­μέ­σου του Ιησού Χρι­στού ως υπέρ­τα­του Κρι­τή.

10 Ἀντι­θέ­τως δόξα καὶ τιμὴ καὶ μεγα­λεῖο σὲ κάθε ἄνθρω­πο, ποὺ πράτ­τει τὸ καλό, στὸν Ἰου­δαῖο πρῶ­τα καὶ ὕστε­ρα στὸν Ἕλλη­να (τὸν εἰδω­λο­λά­τρη). 11 Διό­τι στὸ Θεὸ δὲν ὑπάρ­χει προ­σω­πο­λη­ψία. 12 Ὅσοι δὲ ἁμάρ­τη­σαν χωρὶς νὰ ἔχουν τὸ νόμο (τὸ μωσαϊ­κὸ νόμο), χωρὶς τὸ νόμο ὡς κρι­τή­ριο καὶ θ’ ἀπο­λε­σθοῦν. Kαὶ ὅσοι ἁμάρ­τη­σαν ἔχον­τας τὸ νόμο, μὲ τὸ νόμο ὡς κρι­τή­ριο θὰ κατα­δι­κα­σθοῦν. 13 Διό­τι καλοὶ ἐνώ­πιον τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι οἱ ἀκρο­α­ταὶ τοῦ νόμου, ἀλλ’ οἱ ἐφαρ­μο­σταὶ τοῦ νόμου θὰ θεω­ρη­θοῦν καλοί. 14 Ὅταν δὲ οἱ ἐθνι­κοί, ποὺ δὲν ἔχουν νόμο, κάνουν ἐκ φύσε­ως τὰ τοῦ νόμου, αὐτοί, ἂν καὶ δὲν ἔχουν νόμο, εἶναι οἱ ἴδιοι νόμος γιὰ τοὺς ἑαυ­τούς τους. 15 Aὐτοὶ δεί­χνουν, ὅτι τὸ ἔργο τοῦ νόμου εἶναι γραμ­μέ­νο στὶς ψυχές τους, ἀφοῦ ἡ συνεί­δη­σί τους δίνει ἔντο­νη μαρ­τυ­ρία (γιὰ τὸ καλὸ καὶ τὸ κακό), καὶ οἱ διά­νοιές τους στέ­κον­ται μετα­ξύ αὐτῶν κατή­γο­ροι ἢ καὶ συνή­γο­ροι στὶς μετα­ξύ τους σχέ­σεις 16 γιὰ τὴν ἡμέ­ρα, ποὺ ὁ Θεός, συμ­φώ­νως μὲ τὸ εὐαγ­γέ­λιό μου, θὰ κρί­νῃ τὶς κρυ­φὲς σκέ­ψεις καὶ πρά­ξεις τῶν ἀνθρώ­πων διὰ τοῦ Ἰησοῦ Xρι­στοῦ.

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (Ερμη­νεία Περι­κο­πής)

ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ

«Δόξα δὲ καὶ τιμὴ καὶ εἰρή­νη παν­τὶ τῷ ἐργα­ζο­μέ­νῳ τὸ ἀγα­θόν, ουδαίῳ τε πρῶ­τον καὶ λλη­νι (:Δόξα και τιμή και ειρή­νη θα απο­δο­θεί σε κάθε άνθρω­πο που εργά­ζε­ται το καλό, στον Ιου­δαίο πρώ­τα και στον ειδω­λο­λά­τρη Έλλη­να)»[Ρωμ.2,10].

Ποιον «Ιου­δαίο» εννο­εί εδώ ο από­στο­λος Παύ­λος ή για ποιους «Έλλη­νες» μιλά­ει; Για αυτούς που έζη­σαν πριν από την εναν­θρώ­πη­ση του Χρι­στού· για­τί ο λόγος του απο­στό­λου δεν έφθα­σε ακό­μη στα χρό­νια της χάρι­τος, αλλά μένει ακό­μη στα προ­η­γού­με­να χρό­νια, προ­κα­θο­ρί­ζον­τας από μακριά και εξα­φα­νί­ζον­τας τη δια­φο­ρά του ειδω­λο­λά­τρη και του Ιου­δαί­ου, ώστε, όταν το κάνει αυτό στον και­ρό της χάρι­τος, να μη φανεί πια ότι επι­νο­εί κάτι το νέο και ενο­χλη­τι­κό. Εάν λοι­πόν στα προ­η­γού­με­να χρό­νια, όταν δεν έλαμ­ψε ακό­μη η τόσο μεγά­λη χάρη, όταν τα πράγ­μα­τα των Ιου­δαί­ων ήταν σε όλους σεβα­στά και ξακου­στά και λαμ­πε­ρά, δεν υπήρ­χε καμία δια­φο­ρά, ποιο λόγο θα μπο­ρού­σε να πει στη συνέ­χεια ύστε­ρα από την τόσο μεγά­λη φανέ­ρω­ση της χάρης; Γι’ αυτό ακρι­βώς και με πολ­λή φρον­τί­δα το ετοι­μά­ζει αυτό· για­τί πραγ­μα­τι­κά ο ακρο­α­τής, αφού μάθει ότι αυτό επι­κρα­τού­σε στα προ­η­γού­με­να χρό­νια, θα το παρα­δε­χτεί αυτό πολύ περισ­σό­τε­ρο μετά την πίστη.

«Ἓλλη­νες» όμως εδώ λέγει όχι τους ειδω­λο­λά­τρες, αλλά τους θεο­σε­βείς, εκεί­νους που πεί­θον­ταν στον φυσι­κό νόμο της συνει­δή­σε­ως, εκεί­νους που δεν τηρού­σαν βέβαια τις εντο­λές που είχαν δοθεί από τον Θεό στους Ιου­δαί­ους μέσω του μωσαϊ­κού νόμου, τηρού­σαν όμως όλα αυτά που συν­τε­λού­σαν στην ευσέ­βεια. Τέτοιοι άνθρω­ποι ήταν εκεί­νοι που ήταν μαζί με τον Μελ­χι­σε­δέκ, τέτοιος ήταν ο Ιώβ, τέτοιοι ήταν οι Νινευί­τες, τέτοιος ήταν ο Κορ­νή­λιος. Ήδη λοι­πόν υπο­νο­μεύ­ει από πριν τη δια­φο­ρά της περι­το­μής και της ακρο­βυ­στί­ας και από πολύ νωρί­τε­ρα εξα­φα­νί­ζει αυτή τη δια­φο­ρά, ώστε και χωρίς υπο­ψία να κάμει αυτό και από άλλη ανάγ­κη να τους οδη­γή­σει σε αυτό το συμ­πέ­ρα­σμα που επι­θυ­μεί να τους διδά­ξει, πράγ­μα που πάν­το­τε είναι χαρα­κτη­ρι­στι­κό γνώ­ρι­σμα της σύνε­σης του απο­στό­λου. Εάν λοι­πόν φανέ­ρω­νε αυτό στα χρό­νια της χάρι­τος, θα φαι­νό­ταν πως ο λόγος ήταν πολύ ύπο­πτος, ενώ το να αλλά­ξει τον λόγο γι’ αυτούς με βάση το συμ­πέ­ρα­σμα εκεί­νο, την ώρα που μιλού­σε για την κακία και την πονη­ρία που επι­κρα­τού­σε στον κόσμο, έκα­νε ανύ­πο­πτη τη διδα­σκα­λία.

Και ότι θέλει αυτό και γι’ αυτό το παρου­σί­α­σε έτσι, είναι φανε­ρό από εκεί· για­τί, εάν δεν προ­σπα­θού­σε να απο­δεί­ξει αυτό, ήταν αρκε­τό, λέγον­τας, ότι «κατ δ τν σκλη­ρό­τη­τά σου κα μετα­νόη­τον καρ­δί­αν θησαυ­ρί­ζεις σεαυτ ργν ν μέρ ργς κα ποκα­λύ­ψε­ως κα δικαιο­κρι­σί­ας το Θεο, ς ποδώ­σει κάστ κατ ργα ατο (:και σύμ­φω­να με την σκλη­ρό­τη­τά σου και την αμε­τα­νόη­τη καρ­διά σου, που δεν συγ­κι­νεί­ται από την τόση καλο­σύ­νη του Θεού, μαζεύ­εις εναν­τί­ον του εαυ­τού σου θησαυ­ρούς οργής, που θα εξα­πο­λυ­θούν εναν­τί­ον σου την ημέ­ρα που θα ξεσπά­σει η θεία οργή και θα απο­κα­λυ­φθεί η δίκαια κρί­ση του Θεού)»[Ρωμ.2,5], να στα­μα­τή­σει το θέμα αυτό· για­τί πραγ­μα­τι­κά είχε ολο­κλη­ρω­θεί. Επει­δή όμως δεν ήταν τού­το το ζητού­με­νο για τον από­στο­λο Παύ­λο, να μιλή­σει δηλα­δή μόνο για τη μέλ­λου­σα κρί­ση, αλλά και να δεί­ξει ότι ο Ιου­δαί­ος δεν έχει τίπο­τε περισ­σό­τε­ρο από έναν τέτοιον Έλλη­να, για να μην υπε­ρη­φα­νεύ­ε­ται, προ­χω­ρεί στα επό­με­να, και χρη­σι­μο­ποιεί την τάξη. Πρό­σε­χε όμως. Φοβέ­ρι­σε τον ακρο­α­τή, υπεν­θύ­μι­σε σε αυτόν τη φοβε­ρή ημέ­ρα, είπε πόσο κακό είναι να ζει κανείς μαζί με την πονη­ρία, έδει­ξε πως κανείς δεν αμαρ­τά­νει από άγνοια ούτε χωρίς τιμω­ρία, αλλά και αν ακό­μη δεν τιμω­ρη­θεί τώρα, θα τιμω­ρη­θεί οπωσ­δή­πο­τε. Έτσι στη συνέ­χεια θέλει να απο­δεί­ξει πως η διδα­σκα­λία του νόμου δεν ήταν από τα πολύ επεί­γον­τα πράγ­μα­τα, για­τί η κόλα­ση και η τιμή βρί­σκον­ται στα έργα, και όχι στην περι­το­μή και την ακρο­βυ­στία.

Επει­δή λοι­πόν είπε πως οπωσ­δή­πο­τε θα τιμω­ρη­θεί ο Έλλη­νας και το θεώ­ρη­σε αυτό σαν δεδο­μέ­νο, και από αυτό απέ­δει­ξε ότι και θα τιμη­θεί, ως περιτ­τά πλέ­ον φανέ­ρω­σε στη συνέ­χεια και τον μωσαϊ­κό νόμο και την περι­το­μή· διό­τι εδώ μάχε­ται ιδιαί­τε­ρα τους Ιου­δαί­ους. Επει­δή λοι­πόν εκεί­νοι ήταν περισ­σό­τε­ρο φιλό­νι­κοι, πρώ­τα με το να έχουν από υπε­ρη­φά­νεια την αξί­ω­ση να μην συνα­ριθ­μούν­ται μαζί με αυτούς που προ­έρ­χον­ταν από τους εθνι­κούς· δεύ­τε­ρο, με το να περι­γε­λούν, εάν η πίστη εξα­φα­νί­ζει όλα τα αμαρ­τή­μα­τα, γι’ αυτό κατη­γό­ρη­σε πρώ­τα τους Έλληνες[βλ. Ρωμ.2,9: «Θλψις κα στε­νο­χω­ρία π πσαν ψυχν νθρώ­που το κατερ­γα­ζο­μέ­νου τ κακόν, ουδαί­ου τε πρτον κα λλη­νος(:Ναι. Θλί­ψη και στε­να­χώ­ρια, θα πέσει σε κάθε άνθρω­πο που επι­μέ­νει να εργά­ζε­ται το κακό, τόσο στον Ιου­δαίο κατά πρώ­το λόγο, όσο και στον ειδω­λο­λά­τρη)»], για τους οποί­ους μιλά­ει, ώστε χωρίς υπο­ψία και με παρ­ρη­σία να φθά­σει στους Ιου­δαί­ους.

Έπει­τα, αφού ήρθε ο λόγος στην εξέ­τα­ση για την κόλα­ση, δεί­χνει πως όχι μόνο δεν ωφε­λεί­ται καθό­λου ο Ιου­δαί­ος από τον μωσαϊ­κό νόμο, αλλά και επι­βα­ρύ­νε­ται. Και αυτό το απο­δει­κνύ­ει από τα προ­η­γού­με­να. Εάν λοι­πόν ο Έλλη­νας είναι γι’ αυτό ανα­πο­λό­γη­τος, επει­δή δεν έγι­νε καλύ­τε­ρος, παρά το ότι η συνεί­δη­ση και οι σκέ­ψεις του τον οδη­γού­σαν σε αυτό, πολύ περισ­σό­τε­ρο θα είναι ο Ιου­δαί­ος, αφού πήρε μαζί με αυτά και τη διδα­σκα­λία από τον μωσαϊ­κό νόμο που δεν εφάρ­μο­σε. Αφού έπει­σε λοι­πόν τον Ιου­δαίο ακρο­α­τή του εύκο­λα να δεχθεί τη σκέ­ψη αυτή στα αμαρ­τή­μα­τα των άλλων, τον αναγ­κά­ζει στη συνέ­χεια και χωρίς τη θέλη­σή του να κάνει αυτό και στα δικά του αμαρ­τή­μα­τα.

Και για να γίνει εύκο­λα δεκτός ο λόγος, τον οδη­γεί και στα πιο αγα­θά, λέγον­τας τα εξής: «Δόξα από τον Θεό, τιμή και έπαι­νος, ειρή­νη και χαρά θα δοθεί σε καθέ­να, που εργά­ζε­ται το αγα­θό, στον Ιου­δαίο πρώ­τα αλλά και στον ειδω­λο­λά­τρη»· για­τί εδώ βέβαια, όσα καλά και αν έχει κανείς, τα έχει με πολ­λές ταρα­χές, και αν ακό­μη είναι πλού­σιος ή άρχον­τας ή βασι­λιάς. Και αν όχι προς άλλον, του­λά­χι­στο επα­να­στα­τεί προς τον εαυ­τό του πολ­λές φορές και στις σκέ­ψεις του έχει πολύ πόλε­μο. Εκεί όμως δεν συμ­βαί­νει τίπο­τε τέτοιο, αλλά τα πάν­τα είναι γαλή­νια και χωρίς ταρα­χή και έχουν τη γνή­σια ειρή­νη.

Απο­δει­κνύ­ον­τας λοι­πόν από τα προ­η­γού­με­να ότι και εκεί­νοι που δεν είχαν νόμο, θα απο­λαύ­σουν τα ίδια, προ­σθέ­τει και ένα συλ­λο­γι­σμό, λέγον­τας έτσι: «Ο γρ στι προ­σω­πο­λη­ψία παρ τ Θε(:θα συμ­βούν τα ίδια στους Ιου­δαί­ους και στους ειδω­λο­λά­τρες, διό­τι δεν χαρί­ζε­ται σε πρό­σω­πα ο Χρι­στός )»[Ρωμ.2,11]· για­τί όταν λέγει ότι τιμω­ρεί­ται και ο Ιου­δαί­ος και ο Έλλη­νας, όταν αμαρ­τά­νουν, δεν χρειά­ζε­ται συλ­λο­γι­σμούς· όταν όμως λέγει ότι και τιμά­ται ο Έλλη­νας, θέλει να κάνει απο­δει­κτι­κούς συλ­λο­γι­σμούς και στη συνέ­χεια χρειά­ζε­ται πλέ­ον τεκμη­ρί­ω­ση· για­τί πραγ­μα­τι­κά φαι­νό­ταν πως είναι θαυ­μα­στό και παρά­δο­ξο, εάν εκεί­νος που δεν άκου­σε ούτε τον νόμο ούτε τους προ­φή­τες, τιμά­ται όταν εργά­ζε­ται τα αγα­θά. Γι’ αυτό, πράγ­μα που είπα και πιο μπρο­στά, στα πριν από τη χάρη χρό­νια γυμνά­ζει τις ακο­ές τους, για να προ­σθέ­σει ευκο­λό­τε­ρα στη συνέ­χεια μαζί με την πίστη και τη συγ­κα­τά­θε­σή τους σε αυτά. Εδώ βέβαια γίνε­ται ιδιαί­τε­ρα ανύ­πο­πτος, επει­δή ούτε το δικό του δεν προ­ε­τοι­μά­ζει.

Αφού λοι­πόν είπε «δόξα δὲ καὶ τιμὴ καὶ εἰρή­νη παν­τὶ τῷ ἐργα­ζο­μέ­νῳ τὸ ἀγα­θόν, ουδαίῳ τε πρῶ­τον καὶ λλη­νι», πρό­σθε­σε: «ο γρ στι προ­σω­πο­λη­ψία παρ τ Θε». Πω, πω, με πόση αφθο­νία νίκη­σε! Για­τί δεί­χνει, φέρον­τας τον λόγο σε παρα­δο­ξο­λο­γία, ότι δεν είναι σύμ­φω­να με το θέλη­μα του Θεού το να μη γίνει έτσι· για­τί τότε το πράγ­μα θα ήταν απο­τέ­λε­σμα μερο­λη­ψί­ας, ενώ ο Θεός δεν είναι προ­σω­πο­λή­πτης. Και δεν είπε «εάν όμως δεν γίνει αυτό, ο Θεός είναι μερο­λη­πτι­κός», αλλά με πιο σεμνό τρό­πο εκφρά­στη­κε: «Ο γρ στι προ­σω­πο­λη­ψία παρ τ Θε». Δηλα­δή ο Θεός δεν εξε­τά­ζει την ποιό­τη­τα των προ­σώ­πων, αλλά τη δια­φο­ρά των πρά­ξε­ων. Λέγον­τας αυτά, φανέ­ρω­σε ότι ο Ιου­δαί­ος δεν δια­φέ­ρει από τον Έλλη­να στις πρά­ξεις, αλλά μόνο στα πρό­σω­πα.

Σε αυτά ήταν επό­με­νο να πει: «όχι λοι­πόν, επει­δή ο ένας είναι Ιου­δαί­ος και ο άλλος Έλλη­νας, γι’ αυτό να τιμά­ται ο πρώ­τος και να περι­φρο­νεί­ται ο δεύ­τε­ρος, αλλά και τα δύο γίνον­ται ανά­λο­γα με τα έργα τους». Όμως δεν το εξέ­φρα­σε έτσι, για­τί θα προ­κα­λού­σε την οργή του Ιου­δαί­ου, αλλά κάτι άλλο περισ­σό­τε­ρο ανα­φέ­ρει συγ­κρα­τών­τας και ταπει­νώ­νον­τας παρα­κά­τω το φρό­νη­μά τους, ώστε να παρα­δε­χθούν εκεί­νο. Και ποιο είναι αυτό; Τα επό­με­να λόγια : «σοι γρ νόμως μαρ­τον, νόμως κα πολονται· κα σοι ν νόμ μαρ­τον, δι νόμου κρι­θή­σον­ται (:και γι’ αυτό όσοι αμάρ­τη­σαν χωρίς να έχουν λάβει γρα­πτό νόμο, αυτοί θα κατα­δι­κα­στούν σε απώ­λεια, χωρίς να έχουν κατή­γο­ρο τον μωσαϊ­κό νόμο σε αυτό. Και όσοι αμάρ­τη­σαν ενώ είχαν λάβει γρα­πτό νόμο, αυτοί θα κρι­θούν με βάση το νόμο αυτό)»[Ρωμ.2,12].

Εδώ λοι­πόν, πράγ­μα που είπα παρα­πά­νω, όχι μόνο δεί­χνει την ισο­τι­μία Ιου­δαί­ου και Έλλη­να, αλλά και πώς ο Ιου­δαί­ος επι­βα­ρύ­νε­ται πολύ από τη χορή­γη­ση του νόμου· για­τί ο Έλλη­νας κρί­νε­ται χωρίς τον νόμο. Το «χωρίς νόμο» εδώ δεν σημαί­νει το πιο δυσά­ρε­στο, αλλά το πιο μαλα­κό· δηλα­δή δεν έχει τον νόμο ως κατή­γο­ρο· για­τί το «χωρίς νόμο», δηλα­δή, χωρίς την κατη­γο­ρία του νόμου, σημαί­νει κατα­δι­κά­ζε­ται μόνο από τους φυσι­κούς συλ­λο­γι­σμούς και την επι­βα­ρυ­μέ­νη συνεί­δη­ση που δεν άκου­γε όσο ζού­σε. Ο Ιου­δαί­ος όμως κρί­νε­ται με βάση τον μωσαϊ­κό νόμο, δηλα­δή μαζί με τη φύση είναι και ο νόμος κατή­γο­ρος· για­τί όσο περισ­σό­τε­ρο δέχτη­κε τη φρον­τί­δα, τόσο περισ­σό­τε­ρο θα τιμω­ρη­θεί, εφό­σον υπήρ­ξε απεί­θαρ­χος και αμε­τα­νόη­τος. Βλέ­πεις πώς παρου­σί­α­σε μεγα­λύ­τε­ρη την ανάγ­κη στους Ιου­δαί­ους για να τρέ­ξουν στη χάρη; Επει­δή λοι­πόν έλε­γαν ότι δεν χρειά­ζον­ται τη χάρη, σωζό­με­νοι μόνο με τον νόμο, δεί­χνει πως αυτοί τη χρειά­ζον­ται περισ­σό­τε­ρο από τους Έλλη­νες, αφού βέβαια πρό­κει­ται να τιμω­ρη­θούν περισ­σό­τε­ρο.

Έπει­τα πάλι προ­σθέ­τει άλλο συλ­λο­γι­σμό, για να υπε­ρα­σπί­σει αυτά που ειπώ­θη­καν: «Ο γρ ο κρο­α­τα το νόμου δίκαιοι παρ τ Θε, λλ᾿ ο ποι­η­τα το νόμου δικαιω­θή­σον­ται(:διό­τι δίκαιοι ενώ­πιον του Θεού είναι όχι όσοι ακού­νε απλώς την ανά­γνω­ση του θεί­ου νόμου, αλλά όσοι τηρούν τον νόμο· αυτοί θα ανα­γνω­ρι­στούν δίκαιοι)»[Ρωμ.2,13]. Σωστά πρό­σθε­σε τη φρά­ση «παρ τ Θε(:ενώ­πιον του Θεού)»· για­τί μπρο­στά στους ανθρώ­πους ίσως μπο­ρούν να φαί­νον­ται αξιο­σέ­βα­στοι και να υπε­ρη­φα­νεύ­ον­ται πολύ επει­δή απλώς γνω­ρί­ζουν τον Νόμο, μπρο­στά στον Θεό όμως, εντε­λώς το αντί­θε­το, «αυτοί που τηρούν τον νόμο, αυτοί μονά­χα θα ανα­γνω­ρι­στούν δίκαιοι και άξιοι αμοι­βής από τον Θεό». Είδες πόση αφθο­νία επι­χει­ρη­μά­των μετα­χει­ρί­ζε­ται για να τρέ­ψει τον λόγο αυτό στο αντί­θε­το; «Εάν λοι­πόν έχεις την αξί­ω­ση να σωθείς εξαι­τί­ας του νόμου που ακούς στις συνα­γω­γές», λέγει, « θα στα­θεί έτσι πρώ­τα από εσέ­να ο Έλλη­νας, επει­δή φάνη­κε πως έκα­νε πρά­ξη όσα έχουν γρα­φεί».

«Και πώς είναι δυνα­τό ένας άνθρω­πος», θα μπο­ρού­σε να ανα­ρω­τη­θεί κάποιος, «χωρίς να ακού­σει τον νόμο, να εκτε­λέ­σει τον νόμο με τις εντο­λές του Θεού;». «Είναι δυνα­τόν», απαν­τά ο Από­στο­λος Παύ­λος, «όχι μόνο αυτό, αλλά και το πολύ περισ­σό­τε­ρο από αυτό· για­τί όχι μόνο χωρίς να ακού­σει κανείς, μπο­ρεί να εκτε­λέ­σει τον νόμο, αλλά και όταν τον ακού­σει να μη συμ­βεί αυτό και να μην τον εφαρ­μό­σει», πράγ­μα που ανα­φέ­ρει πιο καθα­ρά ύστε­ρα λέγον­τας και με περισ­σό­τε­ρη έμφα­ση: « ον διδά­σκων τερον σεαυτν ο διδά­σκεις;(:εσύ λοι­πόν που διδά­σκεις τον άλλο, δεν διδά­σκεις καλύ­τε­ρα τον εαυ­τό σου; Εσύ που κηρύτ­τεις στους άλλους να μην κλέ­βουν, κλέ­βεις😉»[Ρωμ.2,21].Εδώ όμως πρώ­τα απο­δει­κνύ­ει το προ­η­γού­με­νο.

«Ὅταν γρ θνη τ μ νόμον χον­τα φύσει τ το νόμου ποι, οτοι νόμον μ χον­τες αυτος εσι νόμος(:διό­τι όταν κάποιοι από τους εθνι­κούς, που δεν έλα­βαν από τον Θεό γρα­πτό λόγο, θεο­σε­βείς άνθρω­ποι, οδη­γού­με­νοι από τον έμφυ­το ηθι­κό νόμο κάνουν ό,τι προ­στά­ζει ο γρα­πτός νόμος, οι άνθρω­ποι αυτοί αν και δεν έχουν γρα­πτό νόμο, έχουν ως νόμο τον ίδιο τον εαυ­τό τους, δηλα­δή τη συνεί­δη­σή τους)»[Ρωμ,2,14]. «Δεν απορ­ρί­πτω τον νόμο», λέγει, «αλλά και από εδώ δικαιώ­νω τους εθνι­κούς». Είδες πώς υπο­νο­μεύ­ον­τας τη δόξα του ιου­δαϊ­σμού, δεν δίνει καμία αφορ­μή εναν­τί­ον του ότι προ­σβάλ­λει τον νόμο, αλλά το αντί­θε­το, απο­δει­κνύ­ει τα πάν­τα έτσι, ώστε να τον εξυ­ψώ­νει και να τον παρου­σιά­ζει μεγά­λο; Και όταν λέγει «φύσει» εννο­εί «με τις σκέ­ψεις που είναι έμφυ­τες μέσα στη συνεί­δη­ση του κάθε ανθρώ­που» και απο­δει­κνύ­ει ότι άλλοι είναι καλύ­τε­ροι από αυτούς, και το πιο σπου­δαίο, γι’ αυτό είναι καλύ­τε­ροι, επει­δή δεν έλα­βαν νόμο, ούτε έχουν αυτόν, με τον οποίο οι Ιου­δαί­οι νομί­ζουν πως βρί­σκον­ται σε καλύ­τε­ρη κατά­στα­ση από αυτούς.

«Γι’ αυτό ακρι­βώς», λέγει, «είναι αξιο­θαύ­μα­στοι, επει­δή δεν χρειά­στη­καν νόμο και εκτέ­λε­σαν όλες τις εντο­λές του νόμου, χαρά­ζον­τας στις διά­νοιές τους τα έργα και όχι τα γράμ­μα­τα». Για­τί αυτό λέγει: «οτινες νδεί­κνυν­ται τ ργον το νόμου γρα­πτν ν τας καρ­δί­αις ατν, συμ­μαρ­τυ­ρού­σης ατν τς συνει­δή­σε­ως κα μεταξ λλή­λων τν λογι­σμν κατη­γο­ρούν­των κα πολο­γου­μέ­νων- ν μέρ τε κρι­νε Θες τ κρυ­πτ τν νθρώ­πων κατ τ εαγγέ­λιόν μου δι ησο Χρι­στο(:το έργο που κάνει ο νόμος να δια­φω­τί­ζει τους ανθρώ­πους να δια­κρί­νουν το καλό από το κακό, αυτό το έργο οι εθνι­κοί απο­δει­κνύ­ουν ότι το έχουν γραμ­μέ­νο στις καρ­διές τους. Και αυτό συμ­βαί­νει όταν η συνεί­δη­σή τους δίνει μαρ­τυ­ρία σε αυτούς για κάθε πρά­ξη, και οι εσω­τε­ρι­κοί τους λογι­σμοί ανα­με­τα­ξύ τους κατη­γο­ρούν ή και καμιά φορά απο­λο­γούν­ται. Και θα ανα­δει­χθούν δίκαιοι οι τηρη­τές του νόμου την ημέ­ρα που θα κρί­νει ο Θεός τις από­κρυ­φες πρά­ξεις των ανθρώ­πων σύμ­φω­να με το ευαγ­γέ­λιο που κηρύτ­τω. Και θα τις κρί­νει δια­μέ­σου του Ιησού Χρι­στού ως υπέρ­τα­του κρι­τή»[Ρωμ.2,15–16].Βλέπεις πως πάλι παρου­σί­α­σε την ημέ­ρα εκεί­νη και την έφε­ρε κον­τά, τρο­μά­ζον­τας τον νου τους και δεί­χνον­τας πως πρέ­πει να τιμών­ται περισ­σό­τε­ρο αυτοί που, χωρίς να έχουν νόμο, φρόν­τι­σαν να πραγ­μα­το­ποι­ή­σουν τις εντο­λές του νόμου;

Για εκεί­νο όμως που μπο­ρού­με να θαυ­μά­σου­με ιδιαί­τε­ρα τη σύνε­ση του απο­στό­λου, αυτό αξί­ζει να πού­με τώρα. Για­τί αφού με την από­δει­ξη έδει­ξε ότι ο Έλλη­νας είναι ανώ­τε­ρος από τον Ιου­δαίο, δεν το ανα­φέ­ρει αυτό στην ανα­κε­φα­λαί­ω­ση και στο συμ­πέ­ρα­σμα των σκέ­ψε­ών του, για να μην ερε­θί­σει τον Ιου­δαίο. Για να κάνω όμως πιο καθα­ρό αυτό που είπα, θα ανα­φέ­ρω τα ίδια τα λόγια του απο­στό­λου. Αφού είπε «Για­τί όχι όσοι ακού­νε τον νόμο, αλλά όσοι τον εκτε­λούν θα ανα­γνω­ρι­στούν δίκαιοι», ήταν επό­με­νο να πει: «για­τί όταν οι εθνι­κοί, που δεν έχουν νόμο, κάνουν από τη φύση όσα ορί­ζει ο νόμος, είναι πολύ καλύ­τε­ροι από αυτούς που διδά­σκον­ται από τον νόμο». Δεν λέγει όμως αυτό, αλλά στα­μα­τά­ει μέχρι τον έπαι­νο των Ελλή­νων, και δεν συνε­χί­ζει τον λόγο κάνον­τας σύγ­κρι­ση πρώ­τα, για να δεχθεί του­λά­χι­στο έτσι τα λεγό­με­να ο Ιου­δαί­ος.

Γι’ αυτό βέβαια δεν ομί­λη­σε έτσι όπως ανέ­φε­ρα προ­η­γου­μέ­νως, αλλά πώς; «Για­τί όταν οι εθνι­κοί, που δεν έχουν νόμο, κάνουν από τη φύση όσα ορί­ζει ο νόμος, αυτοί χωρίς να έχουν νόμο, είναι οι ίδιοι νόμος στους εαυ­τούς τους. Αυτοί απο­δει­κνύ­ουν πως έχουν γραμ­μέ­νο στις καρ­διές τους το έργο του νόμου, όταν η συνεί­δη­σή τους δίνει μαρ­τυ­ρία σε αυτούς»· για­τί είναι αρκε­τή αντί του νόμου η συνεί­δη­ση και το λογι­κό. Με τα λόγια αυτά έδει­ξε πάλι πως ο Θεός έκα­νε τον άνθρω­πο ικα­νό για την εκλο­γή της αρε­τής και την απο­φυ­γή της κακί­ας.

Και μην απο­ρή­σεις, αν ο από­στο­λος Παύ­λος απο­δει­κνύ­ει αυτό και μια και δυο και πολ­λές φορές· για­τί του ήταν πάρα πολύ αναγ­καίο αυτό το σπου­δαίο πράγ­μα για εκεί­νους που έλε­γαν: «Για­τί λοι­πόν ήρθε τώρα ο Χρι­στός; Και πού ήταν οι εκδη­λώ­σεις της μεγά­λης Του πρό­νοιας τον προ­η­γού­με­νο και­ρό;». Και αυτούς λοι­πόν απο­κρού­ον­τας παρεμ­πι­πτόν­τως τώρα δεί­χνει πως και στα προ­η­γού­με­να χρό­νια και πριν από τη χορή­γη­ση του μωσαϊ­κού νόμου το ανθρώ­πι­νο γένος απο­λάμ­βα­νε όλη την πρό­νοια του Θεού · για­τί πραγ­μα­τι­κά εκεί­νο που μπο­ρού­σε από τον Θεό να γίνει γνω­στό, ήταν φανε­ρό σε αυτούς, και γνώ­ρι­ζαν ποιο ήταν το καλό και ποιο ήταν το κακό, με τα οποία έκρι­ναν τους άλλους.

Γι’ αυτό ακρι­βώς τους κατη­γο­ρού­σε και έλε­γε ότι «ν γρ κρί­νεις τν τερον, σεαυτν κατα­κρί­νεις (:ακρι­βώς επει­δή γνω­ρί­ζεις πόσο οργί­ζε­ται ο Θεός εναν­τί­ον της αμαρ­τί­ας, γι’ αυτό είσαι ανα­πο­λό­γη­τος άνθρω­πε μου, που γίνε­σαι δικα­στής των άλλων, οποιοσ­δή­πο­τε και αν είσαι· διό­τι με την πρά­ξη σου αυτή να κατα­κρί­νεις τον άλλο, κατα­δι­κά­ζεις τον εαυ­τό σου)»[Ρωμ. 2,1]. Στην περί­πτω­ση των Ιου­δαί­ων όμως, μαζί με αυτά που ειπώ­θη­καν, ορί­στη­κε και ο νόμος, όχι μόνο το λογι­κό, ούτε η συνεί­δη­ση.

Για ποιο λόγο όμως ανα­φέ­ρει το «όταν κατη­γο­ρούν οι σκέ­ψεις ή απο­λο­γούν­ται»; Για­τί, αν έχουν γρα­πτό νόμο και απο­δει­κνύ­ουν το έργο του, τι μπο­ρεί να κατη­γο­ρή­σει στη συνέ­χεια η σκέ­ψη; Αλλά δεν λέγει πια για εκεί­νες μόνο το «όταν κατη­γο­ρούν», αλλά και για ολό­κλη­ρη τη φύση· για­τί τότε παρου­σιά­ζον­ται και οι σκέ­ψεις μας, άλλες για να κατη­γο­ρή­σουν και άλλες για να απο­λο­γη­θούν, και δεν χρειά­ζε­ται άλλον κατή­γο­ρο ο άνθρω­πος σε εκεί­νο το δικα­στή­ριο.

Στη συνέ­χεια αυξά­νον­τας τον φόβο δεν είπε «τα αμαρ­τή­μα­τα των ανθρώ­πων», αλλά «τις από­κρυ­φες πρά­ξεις των ανθρώ­πων». Επει­δή λοι­πόν είπε: «Φαν­τά­ζε­σαι εσύ, που κατα­κρί­νεις εκεί­νους που κάνουν τέτοια έργα και όμως κάνεις και εσύ αυτά, ότι θα απο­φύ­γεις την κρί­ση του Θεού;», για να μη δεχθείς τέτοια κρί­ση, όμοια με αυτήν που εκφέ­ρεις και ο ίδιος, αλλά για να δεις ότι η κρί­ση του Θεού είναι πολύ ακρι­βέ­στε­ρη από τη δική σου, συμ­πλή­ρω­σε: «τις από­κρυ­φες πρά­ξεις των ανθρώ­πων» και πρό­σθε­σε «σύμ­φω­να με το ευαγ­γέ­λιο που κηρύτ­τω, με τον Ιησού Χρι­στό»· για­τί οι άνθρω­ποι δικά­ζουν τις φανε­ρές πρά­ξεις μόνο. Μολο­νό­τι βέβαια μιλού­σε παρα­πά­νω για τον Πατέ­ρα μόνο, αλλά επει­δή στη συνέ­χεια τους μαλά­κω­σε με τον φόβο, πρό­σθε­σε και τον λόγο για τον Χρι­στό. Και όχι μόνο αυτόν, αλλά και εδώ, αφού μνη­μό­νευ­σε τον Πατέ­ρα, τότε τον πρό­σθε­σε. Και την αξία όμως του κηρύγ­μα­τος εξυ­ψώ­νει με αυτά· «διό­τι το ίδιο το κήρυγ­μα», λέγει, «δια­κη­ρύσ­σει αυτά που προ­κα­τα­βο­λι­κά φανέ­ρω­σε η φύση».

Είδες ότι με σύνε­ση οδή­γη­σε αυτούς και τους προ­σκά­λε­σε στο ευαγ­γέ­λιο και τον Χρι­στό, και υπέ­δει­ξε ότι τα ανθρώ­πι­να δεν στα­μα­τούν μέχρι εδώ, αλλά προ­χω­ρούν πιο πέρα; Αυτό και προ­η­γου­μέ­νως το έκα­νε, λέγον­τας «Μαζεύ­εις εναν­τί­ον σου θησαυ­ρούς οργής κατά την ημέ­ρα της οργής», και εδώ πάλι: «Θα κρί­νει ο Θεός τις από­κρυ­φες πρά­ξεις των ανθρώ­πων». Ο καθέ­νας, λοι­πόν, γνω­ρί­ζον­τας τη συνεί­δη­σή του και ανα­λο­γι­ζό­με­νος τα αμαρ­τή­μα­τά του, ας ζητά­ει τις ευθύ­νες με ακρί­βεια από τον εαυ­τό του για να μην κατα­κρι­θού­με τότε μαζί με όλο τον κόσμο· για­τί είναι φοβε­ρό το δικα­στή­ριο εκεί­νο, φρι­κτό το βήμα, οι ευθύ­νες είναι γεμά­τες τρό­μο, τρέ­χει ποτα­μός φωτιάς.«δελφς ο λυτροται, λυτρώ­σε­ται νθρω­πος;(:όμως και αυτοί θα αντι­κρί­σουν το θάνα­το· διό­τι από τον θάνα­το και ο πιο αγα­πη­μέ­νος τους αδελ­φός δεν μπο­ρεί να τους εξα­γο­ρά­σει και να τους ελευ­θε­ρώ­σει. Πώς είναι λοι­πόν δυνα­τό να τους ελευ­θε­ρώ­σει οποιοσ­δή­πο­τε άλλος άγνω­στος άνθρω­πος; Κανέ­νας δεν μπο­ρεί να εξα­γο­ρά­σει την ζωή του από τον Θεό, δίνον­τας Του κάποια προ­σφο­ρά για να εξι­λε­ω­θεί απέ­ναν­τι Του και να παρα­τεί­νει έτσι την ζωή του)»[Ψαλμ.48,8].

Θυμή­σου λοι­πόν αυτά που λέγον­ται στο ευαγ­γέ­λιο, τους αγγέ­λους που τρέ­χουν γύρω-γύρω να περι­συ­νά­ξουν κάθε άνθρω­πο για να γίνει η τελι­κή κρί­ση, τον νυμ­φώ­να που απο­κλεί­ε­ται για όσους δεν έχουν καθα­ρό ένδυ­μα, τις λαμ­πά­δες που δεν σβή­νουν, τις δυνά­μεις που σύρουν στα καμί­νια. Και εκεί­νο να σκε­φτείς, ότι αν κάποιου από εμάς φανε­ρώ­θη­κε σήμε­ρα κάποιο κρυ­φό πράγ­μα μπρο­στά στην εκκλη­σία μόνο, πώς δε θα ευχό­ταν να εξα­φα­νι­στεί μάλ­λον και να τον κατα­πιεί η γη, παρά να έχει τόσους μάρ­τυ­ρες για την κακία του;

Τι λοι­πόν θα πάθου­με τότε, όταν θα παρου­σιά­ζον­ται όλα μπρο­στά στην οικου­μέ­νη σε τέτοιο λαμ­πρό και επί­ση­μο θέα­τρο, και ενώ γνω­στοί και άγνω­στοι σε μας θα τα βλέ­πουν όλα καθα­ρά; Αλλά αλί­μο­νο, από πού αναγ­κά­ζο­μαι να σας φοβε­ρί­σω; Από την υπό­λη­ψη των ανθρώ­πων, ενώ πρέ­πει να το κάμω αυτό από τον φόβο του Θεού και της κατα­δί­κης Του. Ποιοι λοι­πόν, πες μου, θα είμα­στε τότε, όταν ενώ θα μας δέσουν και θα τρί­ζουν τα δόν­τια, θα μας οδη­γή­σουν στο σκό­τος το εξώ­τε­ρο; Ή καλύ­τε­ρα, τι θα κάνου­με, πράγ­μα που είναι πιο φοβε­ρό από όλα, όταν θα έρθου­με σε σύγ­κρου­ση με τον Θεό; Για­τί, εάν κάποιος έχει αίσθη­ση και νου, ήδη υπέ­μει­νε και τη γέεν­να, όταν θα παρου­σια­στεί μπρο­στά στον Θεό· επει­δή όμως δεν παθαί­νει αυτό, γι’ αυτό απει­λού­σε με τη φωτιά της κόλα­σης· για­τί πραγ­μα­τι­κά έπρε­πε να υπο­φέ­ρου­με, όχι όταν τιμω­ρού­μα­στε, αλλά όταν αμαρ­τά­νου­με.

[…]Ας στα­μα­τή­σου­με λοι­πόν στο εξής να βαδί­ζου­με προς τους γκρε­μούς και ας συνέλ­θου­με και αφού ανα­λο­γι­στού­με όλα αυτά, ας ανα­πέμ­ψου­με δόξα στον Θεό με τα έργα μας, για­τί δεν είναι αρκε­τή η δόξα με τα λόγια, για να απο­λαύ­σου­με τη δική Του δόξα, την οποία εύχο­μαι να επι­τύ­χου­με όλοι μας, με τη χάρη και τη φιλαν­θρω­πία του Κυρί­ου μας Ιησού Χρι­στού, μαζί με τον οποίο στον Πατέ­ρα και συγ­χρό­νως στο Άγιο Πνεύ­μα ανή­κει η δόξα, η δύνα­μη και η τιμή, τώρα και πάν­το­τε και στους αιώ­νες των αιώ­νων. Αμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-ad-romanos.pdf

  • Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, Υπό­μνη­μα στην Προς Ρωμαί­ους επι­στο­λήν, ομι­λία ΣΤ΄[επι­λεγ­μέ­να απο­σπά­σμα­τα], πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1984, τόμος 16Β, σελί­δες 443–459 και 468–469.

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

  • Liddell & Scott, Λεξι­κό της Αρχαί­ας Ελλη­νι­κής Γλώσσας(Επιτομή του Μεγά­λου Λεξι­κού, εκδ. Πελε­κά­νος 2007),

http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

Αρχιμ. Αθα­νά­σιος Μυτι­λη­ναί­ος (Δόξα καὶ τιμὴ καὶ εἰρή­νη παν­τὶ τῷ ἐργα­ζο­μέ­νῳ τὸ ἀγα­θόν)

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου με θέμα:

«Δόξα κα τιμ κα ερήνη παντ τ ργα­ζο­μέν τ γαθόν»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 10–7‑1983]

(Β94)

«Δόξα καὶ τιμὴ καὶ εἰρή­νη παν­τὶ τῷ ἐργα­ζο­μέ­νῳ τὸ ἀγα­θόν». Αυτό, αγα­πη­τοί μου, μας παραγ­γέλ­λει σήμε­ρα ο Από­στο­λος Παύ­λος εις την προς Ρωμαί­ους επι­στο­λήν του. Μία θέσις επι­και­ρο­τά­τη και πάν­το­τε σημαν­τι­κή δια την συν­τή­ρη­σιν μίας κοι­νω­νί­ας ανθρώ­πων. Εις αυτήν την θέσιν βεβαί­ως δεν υπάρ­χει ευχε­τι­κή διά­θε­σις του Απο­στό­λου. Ότι δηλα­δή «ας υπάρ­χει δόξα και ας υπάρ­χει τιμή και ειρή­νη σε καθέ­ναν που εργά­ζε­ται το αγα­θόν». Αλλά καθο­ρί­ζει, τρό­πον τινά, μία λει­τουρ­γία, έναν νόμο, που υπάρ­χει εις αυτόν τού­τον τον άνθρω­πο. Και πραγ­μα­τι­κά είναι η σχέ­σις του αγα­θού ή του κακού ως προς την λει­τουρ­γι­κό­τη­τα του ιδί­ου του ανθρώ­που. Δηλα­δή η δομή της ανθρώ­πι­νης υπάρ­ξε­ως, που δεν είναι παρά η ψυχή και το σώμα, είναι τέτοια ώστε να λει­τουρ­γεί αρμο­νι­κώς, ευρύθ­μως, μόνο με την παρου­σία του αγα­θού. Αντι­θέ­τως, με την παρου­σία του κακού, αυτή η ευρυθ­μία της ανθρω­πί­νης κατα­σκευ­ής δια­λύ­ε­ται. Χάνε­ται κυριο­λε­κτι­κά. Είναι λοι­πόν ένας, ούτως ειπείν, νόμος το αγα­θόν, βιο­λο­γι­κός και ψυχο­λο­γι­κός. Δεν παίρ­νω την σχέ­ση την μετα­φυ­σι­κή, την σχέ­ση του ανθρώ­που με τον Θεό, αυτήν την στιγ­μή που σας ομι­λώ. Αλλά παίρ­νω μόνο ποια είναι η σχέ­σις αυτών των ιδί­ων των μερών ή μελών της ανθρω­πί­νης υπάρ­ξε­ως από βιο­λο­γι­κής και ψυχο­λο­γι­κής πλευ­ράς, με την παρου­σία του αγα­θού ή του κακού. Για­τί λέγει ο ίδιος ο Από­στο­λος λίγο πιο πάνω: «Θλψις καί στε­νο­χω­ρία παν­τί τ ργα­ζο­μέν τό κακόν». «Θλί­ψις, πίε­ση, ζού­ληγ­μα και στε­νο­χω­ρία για καθέ­ναν που εργά­ζε­ται το κακόν». Αντι­θέ­τως: «Δόξα δέ κα τιμ κα ερήνη παντ τ ργα­ζο­μέν τ γαθόν».

Θα πρέ­πει, αγα­πη­τοί μου, πραγ­μα­τι­κά να προ­σέ­ξο­με αυτήν την θέσιν, που ο λόγος του Θεού, δια γρα­φί­δος Απο­στό­λου Παύ­λου μας απο­κα­λύ­πτει. Θα πρέ­πει πάρα πολύ, πραγ­μα­τι­κά. Παρα­τη­ρού­με ότι ο Θεός κατα­σκεύ­α­σε τον άνθρω­πον να μην αμαρ­τά­νει. Και συνε­πώς η ζωή του ανθρώ­που εξαρ­τά­ται από την ζωή του Θεού. Εάν ο άνθρω­πος, κατά κάποιον τρό­πο, αμαρ­τή­σει ή συνε­χί­ζει να αμαρ­τά­νει, απο­κό­πτε­ται από τον Θεό και η ζωή η δική του απο­κό­πτε­ται οπωσ­δή­πο­τε από την ζωή του Θεού. Αλλά ο άνθρω­πος δεν είναι αυτο­ζωή. Μόνον ο Θεός είναι αυτο­ζωή. Και συνε­πώς απο­κο­πτό­με­νος ο άνθρω­πος δια του κακού και όχι δια της εργα­σί­ας του αγα­θού, νεκρού­ται ή δια­λύ­ε­ται. Λέγει πολύ ωραία ένας ψαλ­μι­κός στί­χος: «ποστρέ­ψαν­τός δέ σου τό πρό­σω­πον ταρα­χθή­σον­ται». «Όταν Εσύ ο Θεός, η αυτο­ζωή, γυρί­σεις το πρό­σω­πό σου ‑ανθρω­πο­μορ­φι­κή έκφρα­σις- τότε τα πάν­τα, που παίρ­νουν ζωή από Σένα, όλα θα ταρα­χθούν, όλα θα αισθαν­θούν ότι έχα­σαν τα νερά τους· για­τί τα πάν­τα από Σένα εξαρ­τών­ται και δεν έχουν από μόνα τους την ζωήν».

Αλλά ας δού­με από πιο κον­τά, αγα­πη­τοί μου, το χωρίο αυτό του Απο­στό­λου Παύ­λου, το τόσο πολύ­τι­μο, το οποί­ον σε κάθε στιγ­μή πει­ρα­σμού μας, θα πρέ­πει να το ανα­κα­λού­με εις την μνή­μην μας. Όταν μας τυχαί­νει ένας πει­ρα­σμός δια να πρά­ξο­με το κακόν, τότε αμέ­σως να ενθυ­μού­με­θα και να λέμε: «Δόξα κα τιμ κα ερήνη παντ τ ργα­ζο­μέν τ γαθόν». Και θα απο­κρού­ο­με τον πει­ρα­σμόν εκεί­νον, ο οποί­ος έρχε­ται να μας ξετι­νά­ξει και να μας δια­λύ­σει πραγ­μα­τι­κά.

Όταν λέγει εδώ ο Από­στο­λος Παύ­λος ότι είναι δόξα και τιμή και ειρή­νη στον καθέ­να που εργά­ζε­ται το αγα­θόν, μας κάνει εντύ­πω­ση αυτό το «παν­τί». Δηλα­δή στον κάθε ένα. Πράγ­μα­τι, υπάρ­χει μία καθο­λι­κό­της του πράγ­μα­τος. Δεν είναι κάτι το οποί­ον αφο­ρά μόνο κάποια κατη­γο­ρία ανθρώ­πων. Αλλά όλους τους ανθρώ­πους όλων των επο­χών και κάθε πολι­τι­κής, θα λέγα­με, κατα­στά­σε­ως, αν είναι αυτοί οι άνθρω­ποι. Οπου­δή­πο­τε κι αν βρί­σκον­ται. Εξάλ­λου αν παρα­κο­λου­θή­σα­τε την όλη περι­κο­πή, ανα­φέ­ρε­ται εις τον «ουδαον» και εις τον «λλη­να». Και «ουδαος» είναι εκεί­νος που έχει τον νόμο του Θεού, ο δε «λλην» δεν είναι βέβαια ο «λλην» με τη γεω­γρα­φι­κή σημα­σία της λέξε­ως, αλλά με την έννοια της θρη­σκεί­ας. Δηλα­δή την ειδω­λο­λα­τρι­κήν, δηλα­δή ο ειδω­λο­λά­τρης. Ο άνθρω­πος ο οποί­ος δεν έχει τον νόμο του Θεού, αλλά έχει τον νόμο της συνει­δή­σε­ως. Έχει δηλα­δή αυτήν ταύ­την την φύσιν, όπως ο Θεός τον κατε­σκεύ­α­σε, που είναι η εικό­να του Θεού ο κάθε άνθρω­πος και που ο Θεός ετο­πο­θέ­τη­σε μέσα στον κάθε άνθρω­πο τον άγρα­φο νόμον Του. Και εάν ο άνθρω­πος δεν διε­στρά­φη, τότε ο άγρα­φος αυτός νόμος δια­τη­ρεί­ται μέσα εις την καρ­διά και καθο­δη­γεί τον άνθρω­πο. Έτσι θα λέγα­με ότι είναι για κάθε άνθρω­πο αυτή η θέσις, ότι πρέ­πει να τηρεί το αγα­θόν. Οποιοσ­δή­πο­τε κι αν είναι· μικρός και μεγά­λος, πολι­τι­σμέ­νος και απο­λί­τι­στος, της οποιασ­δή­πο­τε επο­χής.

«Παντ», λοι­πόν, «τ ργα­ζο­μέν τ γαθόν». Σας κάνει εντύ­πω­ση ότι ενώ μιλή­σα­με και είπα­με ότι ο Θεός έβα­λε τον νόμο Του μέσα στις καρ­διές των ανθρώ­πων, που είναι άγρα­φος από ανθρω­πί­νης πλευ­ράς; Σας κάνει εντύ­πω­ση που λέγει εδώ «παντ τ ργα­ζο­μέν τ γαθόν»; Εάν είναι δηλα­δή μία έμφυ­τος κατά­στα­σις, τότε για­τί θα πρέ­πει να εργα­στώ το αγα­θόν; Έμφυ­τος είναι τι; Ο νόμος του Θεού που καθο­ρί­ζει το τι είναι καλόν και το τι είναι κακόν. Αλλά εγώ θα πρέ­πει να δου­λέ­ψω πάνω πρώ­τα στην εκλο­γή του καλού ή του κακού και κατό­πιν να αρχί­σω να εργά­ζο­μαι πάνω στο αγα­θόν. Διό­τι η ανα­χώ­ρη­σίς μου από τον Παρά­δει­σον στο πρό­σω­πο του Αδάμ και της Εύας, μου καθι­στά στον παρόν­τα κόσμο και εις την παρού­σα ζωή δύσκο­λον το αγα­θόν. Ενώ θα ήτο πολύ εύκο­λον, εάν ήμουν μέσα εις τον Παρά­δει­σον. Τώρα που βγή­κα από τον Παρά­δει­σον, για μένα τον άνθρω­πο είναι δύσκο­λο το αγα­θόν. Θα πρέ­πει λοι­πόν να δου­λέ­ψω.

Εξάλ­λου, δεν είναι δυνα­τόν να έχει αξία το αγα­θόν, από την στιγ­μή που θα μου δοθεί ως ένα προ­σόν, για το οποίο δεν θα έχω δου­λέ­ψει. Αν, επί παρα­δείγ­μα­τι, είμαι υψη­λός ή κον­τός, αυτό δεν είναι δικό μου θέμα. Αν είμαι έξυ­πνος ή όχι, αν έχω κάποιες καλ­λι­τε­χνι­κές ικα­νό­τη­τες ή όχι, αυτά είναι προ­σόν­τα. Αυτά είναι προ­σόν­τα. Δεν έχω να επαι­νε­θώ. Εάν είμαι έξυ­πνος άνθρω­πος, για­τί να καυ­χη­θώ; Για­τί να μου δώσει ο Θεός αμοι­βήν; Εκεί­νος με έκα­νε έξυ­πνον. Αλλά εάν έχω αρε­τήν, επει­δή μπαί­νει το στοι­χεί­ον της εργα­σί­ας, μπαί­νει το στοι­χεί­ον του κόπου, τότε έχω τον έπαι­νον. Και αυτό έχει πάρα πολ­λή σημα­σία και αξία. Δηλα­δή, με άλλα λόγια, αγα­πη­τοί μου, το αγα­θόν δεν είναι υπό­θε­σις τυχαία. Είναι υπό­θε­σις πραγ­μα­τι­κής δου­λειάς. Πρέ­πει, συνε­πώς, να κατα­βά­λο­με τον κόπο μας, την επι­μέ­λειά μας και το ενδια­φέ­ρον μας.

Μην ξεχνά­τε ότι ο Θεός όταν ετο­πο­θέ­τη­σε τους πρω­το­πλά­στους εις τον Παρά­δει­σον τούς είπε να εργά­ζον­ται. Τι να εργά­ζον­ται; Τον κήπον; Μα ο κήπος ήτο αυτο­φυ­ής. Ακό­μη δεν υπήρ­χε ανάγ­κη καν υδρεύ­σε­ως. Λέγει σαφώς η Αγία Γρα­φή ότι ανήρ­χε­το νερό, λέγει, πηγή και επό­τι­ζε τον κήπον. Τι έπρε­πε να κάνει ο άνθρω­πος; Ω, αγα­πη­τοί μου, να εργα­στεί τις αρε­τές. Κι επει­δή οι πρω­τό­πλα­στοι δεν εργά­στη­καν τις αρε­τές, δεν επρό­σε­ξαν, που τους είπε ο Θεός να προ­σέ­ξουν, δηλα­δή δεν καλ­λιέρ­γη­σαν την προ­σο­χήν, δεν εφρόν­τι­σαν περί της ψυχής των, να βάλουν μάν­τρα, για­τί ο Παρά­δει­σος είναι η ψυχή μας, είναι ακρι­βέ­στε­ρα η ύπαρ­ξίς μας, αυτός είναι ο Παρά­δει­σος του Θεού. Δεν είπε ο Κύριος ότι « Βασι­λεία το Θεο ντός μν στίν»; «Είναι μέσα σας».

Και πήραν την εντο­λή να εργά­ζον­ται τον Παρά­δει­σον και να φυλάτ­τουν τον Παρά­δει­σον. Δηλα­δή τον εαυ­τό τους να τον φυλάτ­τουν από το κακό και από τον διά­βο­λο. Και από την αμαρ­τία. Και να δου­λεύ­ουν, θετι­κώς τώρα, τις εντο­λές του Θεού. Και τότε, ποιες ήταν οι εντο­λές του Θεού; Οι εντο­λές του Θεού ήταν: να εργά­ζον­ται. Εντο­λή ήταν. Να φυλάτ­τουν. Εντο­λή ήταν. Και να νηστεύ­ουν. Δεν θα φάτε από τον καρ­πόν αυτόν. Τρεις εντο­λές. Δεν εδού­λε­ψαν τις εντο­λές, δεν εργά­στη­καν το αγα­θόν και απώ­λε­σαν τον Παρά­δει­σον. Και εξήλ­θον του Παρα­δεί­σου. Έφυ­γε η Χάρις του Θεού. Βεβαί­ως ήτο τοπι­κός Παρά­δει­σος. Μη νομί­σε­τε ότι κάνω απλή μετα­φο­ρά και τα πράγ­μα­τα είναι συμ­βο­λι­κά και μετα­φο­ρι­κά. Ήταν πραγ­μα­τι­κός Παρά­δει­σος. Αλλά ο καθαυ­τό πραγ­μα­τι­κός Παρά­δει­σος, πέραν από την τοπι­κή του διά­στα­ση, είναι αυτός ούτος ο άνθρω­πος! Και απώ­λε­σε ο άνθρω­πος την χάρη του Θεού. Πρέ­πει τώρα να δου­λέ­ψει, να εργα­στεί, και πολύ πιο σκλη­ρά απ’ ό,τι την πρώ­τη φορά, πριν χάσει τον Παρά­δει­σον.

Εάν, λοι­πόν, λέγει ο Από­στο­λος, εργα­στεί ο καθέ­νας το αγα­θόν, τότε σε αυτόν θα είναι δόξα, τιμή, ειρή­νη. Τι είναι αυτή η δόξα; Εννο­εί­ται, βέβαια, η δόξα του Θεού. Σημειώ­σα­τε ότι με τον πλε­ο­να­σμόν του κακού πια στον κόσμον, το αγα­θόν όχι μόνον δεν τιμά­ται αλλά και διώ­κε­ται. Και συνε­πώς ο αγα­θός άνθρω­πος, ο άνθρω­πος που εκτε­λεί το αγα­θόν, βεβαί­ως για μία στιγ­μή δεν έχει δόξα. Αλλά η δόξα ανα­φέ­ρε­ται στον ουρα­νό. Είναι η θεία δόξα. Είναι εκεί­νη που θα στε­φα­νώ­σει αυτός ο Χρι­στός τον κάθε εργά­τη του αγα­θού. Όμως, όχι ολι­γό­τε­ρον, παρό­τι είπα ότι διώ­κε­ται το αγα­θόν εις τον κόσμον αυτόν, θα σας έλε­γα ότι παρά ταύ­τα, παρά ταύ­τα και εις τον παρόν­τα κόσμον το αγα­θόν δοξά­ζε­ται· διό­τι ίχνη της εικό­νος του Θεού στους ανθρώ­πους υπάρ­χουν. Και δεν μπο­ρεί παρά το αγα­θόν στα μάτια των ανθρώ­πων να στέ­κε­ται πάν­το­τε αγα­θόν. Και να δοξά­ζουν τους εργά­τας του αγα­θού.

Όμως σας λέγω ότι δεν θα ανα­ζη­τή­σο­με την δόξα εις τον παρόν­τα κόσμον. Αλλά εις τον ουρα­νόν. Και η δόξα πρέ­πει να ανα­ζη­τη­θεί. Αν ανα­ζη­τή­σο­με την δόξα στον παρόν­τα κόσμο, είμε­θα κενό­δο­ξοι· για­τί ο παρών κόσμος φεύ­γει, απέρ­χε­ται. Το σχή­μα του κόσμου τού­του περ­νά­ει. Και συνε­πώς πού θα στη­ρί­ξο­με την δόξα μας; Σε κάτι που περ­νά; Να για­τί η δόξα, η ανα­ζή­τη­ση μιας τέτοιας δόξης είναι κενο-δοξία(το κε-με έψι­λον). Άδειο πράγ­μα. Αντι­θέ­τως, δεν μας είπε ο Θεός να μην κυνη­γή­σο­με την δόξα. Αλλά όχι την επί­γεια. Αλλά την ουρα­νία. Και μας είπε έναν δρό­μο. Και ο δρό­μος αυτός είπε, είναι το αγα­θόν. «Θέλεις δόξα; Μπρά­βο· Εγώ θα σε δοξά­σω. Κι Εγώ δοξα­σμέ­νος είμαι. Και θα’ χεις την δική μου την δόξα. Θέλεις λοι­πόν; Ναι. Κοί­τα­ξε, θα την τοπο­θε­τή­σεις εκεί που μένει. Στον ουρα­νό. Θα επα­να­λά­βω. Τον δρό­μο; Άκου­σέ τον ποιος είναι. Το αγα­θόν. Θα δια­πρά­ξεις το αγα­θόν. Τρα­χύς ο δρό­μος του αγα­θού, δύσκο­λος. Ζητά πολ­λή υπο­μο­νή, πολ­λή φρον­τί­δα, πολύ κόπο. Αλλά αυτός είναι ο δρό­μος. Άλλος δρό­μος δεν υπάρ­χει. Και γεμά­τος πει­ρα­σμούς ο δρό­μος αυτός».

Έρχε­ται ο διά­βο­λος και σου λέγει και οι κακοί άνθρω­ποι, οι πονη­ροί άνθρω­ποι: «Κου­τός είσαι· τον δρό­μον αυτόν δια­λέ­γεις; Υπάρ­χουν άλλοι δρό­μοι εύκο­λοι». Μπο­ρείς, αδελ­φέ μου, να αντέ­ξεις τον πει­ρα­σμό που θα σου πει το κακόν; Θα σου πει: «Υπάρ­χουν κι άλλοι δρό­μοι εύκο­λοι». Αυτόν τον δρό­μον τον υπέ­δει­ξε ο διά­βο­λος στους πρω­το­πλά­στους. «Θεοί θέλε­τε να γίνε­τε; Θεοί θα γίνε­τε. Α, θεοί, ε; Λοι­πόν εγώ θα σας πω έναν εύκο­λον τρό­πον. Όχι με την υπα­κοή στον Θεό αλλά με την παρα­κοή στο θέλη­μα του Θεού. Φάτε λοι­πόν τον καρ­πόν. Παρα­βεί­τε την εντο­λή». Είδα­τε; Ο εύκο­λος δρό­μος του κακού. Είναι μεγά­λος ο πει­ρα­σμός. Κι αυτός ο πει­ρα­σμός στον οποί­ον υπέ­πε­σαν και υπέ­κυ­ψαν οι πρω­τό­πλα­στοι, για­τί δεν θα υπο­πέ­σο­με εμείς; Κι εκεί­νοι δεν είχαν στο ενερ­γη­τι­κό τους την αμαρ­τία. Ούτε την κλί­ση κανε­νός προ­πα­το­ρι­κού αμαρ­τή­μα­τος. Έχο­με εμείς. Είμα­στε ισχυ­ρό­τε­ροι εκεί­νων; Είναι δύσκο­λος, λοι­πόν, ο δρό­μος. Είναι πολύ δύσκο­λος.

Αλλά όταν λέγει «δόξα», συνε­πώς δεν είναι τίπο­τε άλλο παρά αυτό που είναι και ο προ­ο­ρι­σμός μας. Αν ερω­τή­σε­τε: «Ποιος είναι ο προ­ο­ρι­σμός μας»; Να δοξα­στού­με. Δηλα­δή να μην πεθά­νο­με ποτέ και να είμε­θα μέσα στην δόξα του Θεού. Εις τους αιώ­νας των αιώ­νων.

«Δόξα κα τιμ παντ τ ργα­ζο­μέν τ γαθόν», λέγει ο Από­στο­λος. Μάλι­στα. Αυτή η τιμή αγα­πη­τοί μου είναι… ω, η τιμή! Όλοι οι άνθρω­ποι ξέρε­τε, θα ήθε­λαν να έχουν τιμή. Αλλά δεν θα πρέ­πει κι εδώ να δια­λέ­ξο­με την γήι­νη τιμή αλλά την θεία τιμή· που οι άγγε­λοι θα σκύ­ψουν μπρο­στά μας. Όχι οι άνθρω­ποι. Οι άγγε­λοι, ε; Οι άγγε­λοι. Μπο­ρεί­τε να φαν­τα­στεί­τε πως οι άγγε­λοι έσκυ­βαν μπρο­στά στους αγί­ους; Ω αυτή η τιμή! Αυτή η τιμή είναι κάτι που φανε­ρώ­νε­ται με εκεί­νο που λέγει ο 8ος ψαλ­μός: «Δόξ καί τιμ στε­φά­νω­σας ατόν». «Με δόξα και τιμή, Κύριε, εστε­φά­νω­σες τον άνθρω­πο». Αυτό που θα πει ο Μέναν­δρος αργό­τε­ρα, ο Έλλη­νας, ο Μέναν­δρος, θα πει: «ς χαρί­εν στί νθρω­πος ταν νθρω­πος ». «Τι χαρι­τω­μέ­νο πλά­σμα είναι ο άνθρω­πος, όταν είναι άνθρω­πος!». Είδα­τε; «Δόξ καί τιμ», με δόξα και τιμή εστε­φά­νω­σες, δίκην στε­φά­νου εστε­φά­νω­σες τον άνθρω­πο. Τι ωραίο πράγ­μα η δόξα και η τιμή! Θα μου πεί­τε βέβαια· εδώ «τιμή» θα πει ό,τι λέμε: «τιμώ έναν άνθρω­πο». Ναι ακρι­βώς αυτό είναι. Να τιμη­θώ, να με εκτι­μή­σουν. Και θα με εκτι­μή­σουν μόνον δια της οδού του αγα­θού. Του τρα­χέ­ος δρό­μου του αγα­θού.

Και ειρή­νη. «Δόξα καὶ τιμὴ καὶ εἰρή­νη παν­τὶ τῷ ἐργα­ζο­μέ­νῳ τὸ ἀγα­θόν». Αυτή η ειρή­νη είναι το μέγι­στον αγα­θόν, είναι ο καρ­πός. Θέλε­τε ακό­μη; Είναι ο δεί­κτης, η παρου­σία της ειρή­νης ή η απου­σία της ειρή­νης, είναι ο δεί­κτης της δομής του ανθρώ­που, που σας είπα στην αρχή της ομι­λί­ας μου. Δηλα­δή, σου λεί­πει η ειρή­νη; Αισθά­νε­σαι διά­λυ­ση. Έχε­τε αισθαν­θεί, όταν σας λεί­πει η ειρή­νη, τι αισθά­νε­σθε; Όλα τα μέλη δια­λύ­ον­ται. Κατ’ αρχάς υπάρ­χει διά­λυ­ση ανά­με­σα στην ψυχή και στο σώμα. Υπάρ­χει μία σύγ­κρου­σις. Κι έπει­τα υπάρ­χει μία διά­λυ­σις ανά­με­σα στις δυνά­μεις της ψυχής ‑νοή­σε­ως, βου­λή­σε­ως και συναι­σθή­μα­τος- και ανά­με­σα στα μέλη τα ίδια του σώμα­τος. Ο άνθρω­πος κυριο­λε­κτι­κά τινά­ζε­ται στον αέρα, δια­λύ­ε­ται πραγ­μα­τι­κά. Συνε­πώς η ειρή­νη είναι ένας καρ­πός· καρ­πός πάλι, όταν θα βαδί­σει ο άνθρω­πος τον δρό­μο της αρε­τής, τον δρό­μο του αγα­θού.

Αλλά εδώ πρέ­πει να σας πω, τόσην ώρα μιλάω για το αγα­θό, τι είναι αυτό το αγα­θό; Ποιο είναι; Αυτό το αγα­θό, αγα­πη­τοί μου, δεν είναι μία αφη­ρη­μέ­νη έννοια· διό­τι όλοι οι άνθρω­ποι λίγο πολύ το αγα­θό το κατα­λα­βαί­νουν. Έχου­νε μία εικό­να του αγα­θού. Ο μικρός και ο μεγά­λος, ο πολι­τι­σμέ­νος και ο απο­λί­τι­στος. Ξέρε­τε όμως πόσος υπο­κει­με­νι­σμός έχει μπει; Και ξέρε­τε ακό­μη αυτό το αγα­θόν όπως το θεω­ρού­με, δεν είναι παρά μία σκιά. Έστω κι αν έχο­με σωστή εικό­να του αγα­θού. Είναι μία σκιά. Είναι μία αντα­νά­κλα­σις, ένας απόη­χος. Αλλά όταν μιλά­με για μία αντα­νά­κλα­ση, έχο­με έναν ήλιο από πίσω. Όταν μιλά­με για έναν απόη­χον, έχο­με μία πηγή ήχου πίσω. Ποια είναι αυτή η πηγή του φωτός, η πηγή του ήχου; Είναι όχι κάτι αφη­ρη­μέ­νο, αλλά κάτι το συγ­κε­κρι­μέ­νο. Είναι ένα πρό­σω­πο, είναι ο Ιησούς Χρι­στός. Ο Ιησούς Χρι­στός είναι η πηγή του αγα­θού.

Όταν λοι­πόν λέγει «παντ τ ργα­ζο­μέν τ γαθόν», θα μπο­ρού­σα­με να πού­με ότι ποια είναι η σχέ­ση μας με το πρό­σω­πον του Ιησού Χρι­στού, την πηγή του αγα­θού; Τι στά­ση έχο­με πάρει εμείς απέ­ναν­τι στον Χρι­στόν; Διό­τι πραγ­μα­τι­κά ο Ιησούς Χρι­στός είναι το αρχέ­τυ­πό μας. Βάσει του σχε­δί­ου Χρι­στός, της Θεαν­θρω­πί­νης Του φύσε­ως, κατα­σκευά­στη­κε ο άνθρω­πος. Και τώρα, εάν ο Χρι­στός είναι η πηγή του αγα­θού, εγώ πρέ­πει να ανα­κλώ το αγα­θόν. Για να έχω αρμο­νι­κή σύν­δε­ση. Να συν­το­νί­ζο­μαι ούτως ειπείν, εις το πρό­σω­πο του Ιησού Χρι­στού. Αν δεν τηρώ το αγα­θόν, τότε, ή αγνοώ τον Ιησούν Χρι­στον, τότε δεν είναι δυνα­τόν να έχω το αγα­θόν. Και δεν μπο­ρεί το αγα­θό από μόνο του να με σώσει. Δεν είναι δυνα­τόν. Δεν έχω ειρή­νη. Δεν έχω τα αγα­θά που μου είπε προ­η­γου­μέ­νως ο λόγος του Θεού. Ούτε δόξα, ούτε τιμή. Το κατα­λά­βα­τε αυτό;

Ξέρε­τε σήμε­ρα σε τι μεγά­λο βαθ­μό προ­σπα­θούν οι άνθρω­ποι να βρουν το αγα­θόν έξω από τον Ιησούν Χρι­στόν; Το υπο­γραμ­μί­ζω αυτό. Προ­σέ­ξα­τέ το, αγα­πη­τοί μου. Διό­τι αν μιλή­σου­με και στα­θού­με έξω από τον Ιησούν Χρι­στόν ως προς την εργα­σία του αγα­θού, ακού­στε τι υπάρ­χει. Προ­σέξ­τε. Δεν μιλά­νε όλοι σήμε­ρα για το αγα­θό; Όλοι μιλά­νε. Ακού­στε όμως τι υπάρ­χει. Το άγχος, η βία και η αλλο­τρί­ω­σις. Αυτά είναι σημά­δια ότι ο άνθρω­πος δεν έχει ειρή­νη. Σήμε­ρα οι πιο πολ­λοί άνθρω­ποι έχουν άγχος. Σήμε­ρα οι άνθρω­ποι υφί­σταν­ται την βία κάποιων άλλων. Και σήμε­ρα οι άνθρω­ποι έχουν αλλο­τριω­θεί πλέ­ον, έχουν απο­ξε­νω­θεί. Και από τον ίδιο τον εαυ­τό τους. Δεν μιλάω πια για τον Θεό, για­τί από εκεί είναι η πηγή του κακού, αλλο­τριώ­θη­καν και με τους άλλους ανθρώ­πους, απο­ξε­νώ­θη­καν, αλλά και με τον εαυ­τό τους απο­ξε­νώ­θη­καν. Τον βλέ­πουν τον εαυ­τό τους και τους είναι σαν κάτι το ξένο. Τον σιχαί­νον­ται τον εαυ­τό τους, τον αηδιά­ζουν τον εαυ­τό τους. Αυτά είναι στοι­χεία που δεί­χνει ότι δεν υπάρ­χει ούτε δόξα, ούτε τιμή, ούτε ειρή­νη. Για­τί; Δεν δου­λεύ­ουν το αγα­θόν; Πόσα ανθρω­πι­στι­κά συν­θή­μα­τα έχο­με περί αγα­θού; Στα σχο­λειά μας, από δω, από κει, μαθαί­νο­με περί αγα­θού. Το αγα­θόν δεν είναι αφη­ρη­μέ­νον, δεν είναι αφη­ρη­μέ­νη έννοια. Το αγα­θόν είναι συγ­κε­κρι­μέ­νο. Είναι ο Ιησούς Χρι­στός. Γι’ αυτόν τον λόγο παθαί­νο­με αυτά. Είναι ταλαί­πω­ροι εκεί­νοι οι οποί­οι δεν μπο­ρούν να το κατα­λά­βουν αυτό. Και η επο­χή μας έχει πολ­λούς τέτοιους ταλαί­πω­ρους ανθρώ­πους. Ας το προ­σέ­ξο­με.

Αλλά και κάτι άλλο. Έξω του Ιησού Χρι­στού, το αγα­θόν παρα­παί­ει. Παρα­παί­ει μέσα σε αυτούς τους μαιάν­δρους της ανθρω­πί­νης λογι­κής και της ανθρω­πί­νης καρ­δί­ας. Ο καθέ­νας μέσα του ψάχνει και φτιά­χνει ένα καλού­πι αγα­θού, όπως το κατα­λα­βαί­νει και όπως το αισθά­νε­ται. Κι εκεί παλεύ­ει μέσα σε αυτό το αυτο­κα­τα­σκεύ­α­στον, θα λέγα­με, αγα­θόν. Όλα αυτά, έξω του Ιησού Χρι­στού. Θέλε­τε να σας πάρω ένα παρά­δειγ­μα; Ακού­σα­τέ το. Είναι πάρα πολύ χαρα­κτη­ρι­στι­κό. Σήμε­ρα δεν υπάρ­χει μου φαί­νε­ται ούτε το πιο μικρό παι­δά­κι στο σχο­λείο που να μην άκου­σε την λέξη «υπαρ­ξια­κός», «υπαρ­ξι­σμός» κ.ο.κ. Τι είναι αυτό που λέμε υπαρ­ξι­σμός; Ο υπαρ­ξι­σμός είναι από την έννοια της υπάρ­ξε­ως. Αυτό που λέμε «υπάρ­χω». Προ­σέξ­τε, υπάρ­χω. Είναι λοι­πόν μία φιλο­σο­φι­κή, θα λέγα­με, οπτι­κή γωνιά, που βλέ­πει την ύπαρ­ξη του ανθρώ­που. Αυτή η οπτι­κή γωνιά λέγε­ται υπαρ­ξι­σμός. Προ­σέξ­τε όμως τώρα. Ο υπαρ­ξι­σμός δεν προ­σπα­θεί να ερμη­νεύ­σει την ύπαρ­ξη, να μου πει τι είμαι. Αλλά προ­σπα­θεί να βρει το με ποιον τρό­πο θα πραγ­μα­τώ­σω αυτό που είμαι. Φερει­πείν, είμαι εγώ που είμαι. Υπάρ­χω σε αυτόν τον κόσμο. Τώρα, πώς μπο­ρώ να ζήσω ευτυ­χι­σμέ­να; Δηλα­δή να πραγ­μα­τώ­σω, να κατα­ξιώ­σω την ίδια μου την ύπαρ­ξη. Αυτό λέγε­ται «υπαρ­ξι­σμός». Λοι­πόν, προ­σέξ­τε, παρα­κα­λώ. Όλοι τα έχουν ακού­σει αυτά, κυκλο­φο­ρούν ευρύ­τα­τα, δεν θα ΄θελα να δυσκο­λέ­ψω τις σκέ­ψεις σας, αλλά θα ‘θελα να σας πω, αυτά που ακού­τε κάθε μέρα να σας τα βάλω σε κάποια σει­ρά. Ακού­σα­τε:

Υπάρ­χει ο υπαρ­ξι­σμός ο αρνη­τι­κός που οδη­γεί όχι στον Θεό. Και υπάρ­χει και ο υπαρ­ξι­σμός που οδη­γεί στον Θεό. Το Ευαγ­γέ­λιον δεν είναι τίπο­τε άλλο παρά ένας οδη­γός υπαρ­ξια­κός. Μας λέγει πώς να ζήσου­με. Αλλά και σήμε­ρα φιλό­σο­φοι που μιλά­νε για την ύπαρ­ξη και είναι διά­χυ­τες οι ιδέ­ες τους, ιδία στον δυτι­κόν κόσμον, διά­χυ­τες, μας μιλά­νε πώς να ζήσου­με. Εξάλ­λου τι είναι ο πολι­τι­σμός; Πώς να ζήσει αυτή η ύπαρ­ξίς μου. Αλλά, λέγει, χωρίς Θεό. Προ­σέξ­τε· χωρίς Θεό. Για­τί μου βγά­ζεις τον Θεό; «Για­τί ο Θεός», λέγει, «με δεσμεύ­ει. Και δεν είμαι ελεύ­θε­ρος να κάνω ό,τι θέλω. Δεν μου χρειά­ζε­ται λοι­πόν ο Θεός». Έχο­με συνε­πώς δύο κατευ­θύν­σεις. Ο υπαρ­ξι­σμός στη μέση. Από δω που οδη­γεί στον Θεό και ο άλλος ο υπαρ­ξι­σμός που οδη­γεί στην αθε­ΐα. Για να δού­με εκεί που οδη­γού­με­θα στην αθε­ΐα, ποια είναι τα απο­τε­λέ­σμα­τα; Δηλα­δή υπαρ­ξι­σμός χωρίς Χρι­στόν. Έχο­με τον μηδε­νι­σμόν, έχο­με τον αναρ­χι­σμόν και στο τέλος την κατα­στρο­φήν της υπάρ­ξε­ως. Αυτή η ίδια η ύπαρ­ξις, ενώ ανα­ζη­τού­σε πώς θα ζήσει, στο τέλος να κατα­στρέ­φε­ται. Κλα­σι­κή εικό­να τα ναρ­κω­τι­κά. Ζητώ να ζήσω την ζωή μου, αυτό θα πει «την ύπαρ­ξή μου», να ζήσω την ζωή μου, παίρ­νω ναρ­κω­τι­κά και αυτο­κα­τα­στρέ­φο­μαι. Αντι­θέ­τως η άλλη πορεία. Ο υπαρ­ξι­σμός που οδη­γεί στον Θεό, οδη­γεί στον Χρι­στό. Τι πετυ­χαί­νει; Ανόρ­θω­ση της εικό­νος του Θεού. Είναι ο πεσμέ­νος άνθρω­πος και σηκώ­νε­ται η εικό­να του Θεού. Ακό­μα έχω οργά­νω­ση αυτών των ανθρω­πί­νων δυνά­με­ών μου και συνο­χή. Νους, καρ­δία και βού­λη­σις, ψυχή και σώμα, είναι οργα­νω­μέ­να μέσα μου, συγ­κρο­τη­μέ­να. Έχω όχι δια­λυ­μέ­νη αλλά οργα­νω­μέ­νη προ­σω­πι­κό­τη­τα. Τρί­τον, έχω σεβα­σμό και διά­σω­ση της ανθρω­πί­νης υπάρ­ξε­ως. Όταν λέμε «ο Χρι­στια­νι­σμός σώζει», «Ήρθα να σας σώσω», λέει ο Χρι­στός, τι είναι αυτό «να σας σώσω»; Ακρι­βώς αυτό. Να σώσει την ύπαρ­ξη.

Όλα αυτά αγα­πη­τοί μου, ξεκι­νούν από το πώς βλέ­πω το αγα­θόν. Ναι, πώς βλέ­πω το αγα­θόν, αλλά τελι­κά τι θα δια­λέ­ξω; Ένα αυτό­νο­μο αγα­θό, ένα αγα­θό που δεν έχει καμία σχέ­ση με τον Θεό ή το αγα­θό που έχει σχέ­ση με τον Θεό και είναι ο ίδιος ο Ιησούς Χρι­στός; Αν δια­λέ­ξω ένα αγα­θό ανθρω­πι­στι­κό, απ’ αυτά που σερ­βί­ρει η επο­χή μας, θα φθά­σω στον μηδε­νι­σμό. Και στην κατα­στρο­φή της υπάρ­ξε­ως. Αν δια­λέ­ξω το αγα­θόν που είναι Αυτός ούτος ο Χρι­στός, τότε δια­σώ­ζω την ύπαρ­ξή μου. Και τότε για ‘μένα θα ίσχυε αυτό που λέγει – αθά­να­τη πια θέση, ο λόγος του Θεού: «Δόξα κα τιμ κα ερήνη παντ τ ργα­ζο­μέν τ γαθόν».

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή  μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

ψηφιο­ποί­η­ση της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας και επι­μέ­λεια: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση ομι­λί­ας δια χει­ρός του αξιο­τί­μου κ. Αθα­να­σί­ου Κ.

  • http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_192.mp3

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ”)

Μέλι ή φαρ­μά­κι;

«Θλί­ψις καὶ στε­νο­χω­ρία ἐπὶ πᾶσαν ψυχὴν ἀνθρώ­που τοῦ κατερ­γα­ζο­μέ­νου τὸ κακόν…» (Ρωμ. 2,9)

Η ΑΜΑΡΤΙΑ άγα­πη­τοί μου, λέγα­με καὶ σὲ προ­η­γού­με­νη ομι­λία μας, δὲν παρου­σιά­ζε­ται ὅπως εἶνε στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Ἐὰν ἡ ἁμαρ­τία παρου­σια­ζό­ταν ὅπως εἶνε, ὅλοι θὰ τὴν ἀπέ­φευ­γαν σὰν τὸν μεγα­λύ­τε­ρο κίν­δυ­νο τῆς ζωῆς τους. Για­τὶ ἡ ἁμαρ­τία εἶνε σαν μιὰ γυναῖ­κα ἄσχη­μη καὶ ἀκά­θαρ­τη ποὺ προ­κα­λεῖ τὴν ἀηδία καὶ τὴν ἀπο­στρο­φή. Εἶνε σὰν τὰ τρο­με­ρὰ ἐκεῖ­να τέρα­τα, ποὺ εἶδε ὁ Ἰωάν­νης στὴν Ἀπο­κά­λυ­ψί του νὰ ἔχουν ἕνα κορ­μὶ μὲ ἑφτὰ κεφά­λια, ποὺ τεν­τώ­νουν τὸ λαι­μό τους καὶ τὸ καθέ­να ζητά­ει ν’ ἁρπά­ξῃ καὶ νὰ φάῃ (βλ. Αποκ. 12,3 — 13,1). Τὰ ἑφτὰ κεφά­λια ἁρπά­ζουν τὰ θύμα­τά τους. Καὶ μὲ ὅποιο στό­μα καὶ ἂν φαγω­θοῦν, στὸ ἴδιο στο­μά­χι θὰ πᾶνε.

Το τέρας εἶνε ἡ ἁμαρ­τία. Τὰ ἑφτὰ κεφά­λια εἶνε τὰ ἑπτὰ θανά­σι­μα ἁμαρ­τή­μα­τα. Τὰ θύμα­τα εἶνε οἱ ἄνθρω­ποι. Το στο­μά­χι εἶνε ὁ ᾅδης, ἡ κόλα­σι, ὅπου θὰ κατα­λή­ξουν ὅλοι οἱ ἀμε­τα­νόη­τοι ἁμαρ­τω­λοί. Ἐν τού­τοις οἱ ἄνθρω­ποι δὲν ἀπο­φεύ­γουν τὴν ἁμαρ­τία. Για­τί; Για­τὶ ἡ ἁμαρ­τία καμου­φλά­ρε­ται καὶ παρου­σιά­ζε­ται στὰ μάτια τῶν ἀνθρώ­πων δια­φο­ρε­τι­κὰ ἀπ’ ὅ,τι εἶνε. Διό­τι ὁ σατα­νᾶς παίρ­νει τὴν ἁμαρ­τία καὶ τὴ ντύ­νει μὲ τὴν πιὸ ὄμορ­φη ἐνδυ­μα­σία, τὴ στο­λί­ζει μὲ ψεύ­τι­κα πετρά­δια, τὴ βάφει μὲ τὰ πιὸ ζωη­ρά χρώ­μα­τα, κ’ ἔτσι ἡ ἁμαρ­τία φαν­τά­ζει στὰ μάτια τῶν ἀνθρώ­πων σὰν κάτι πολὺ σπου­δαῖο, ποὺ πρέ­πει ὁπωσ­δή­πο­τε νὰ τ ̓ ἀπο­κτή­σῃ ὁ ἄνθρω­πος καὶ νὰ τὸ ἀπο­λαύ­σῃ.

* * *

Ἡ ἁμαρ­τία μοιά­ζει μ’ ἕνα περί­ερ­γο φυτό — λου­λού­δι, ποὺ φυτρώ­νει σε τρο­πι­κὲς χῶρες. Δρο­σε­ρά ὀνο­μά­ζε­ται. Ἡ δρο­σε­ρὰ τὸ πρωΐ ἀνοί­γει τὰ φύλ­λα. Καὶ στὰ φύλ­λα της χύνει κάποιο ὑγρὸ ποὺ κολ­λά­ει κ’ εἶνε γλυ­κὸ σὰν τὸ μέλι. Τὰ διά­φο­ρα μικρὰ ἔντο­μα πᾶνε καὶ κάθον­ται πάνω στὰ φύλ­λα καὶ τρῶ­νε τὸ μέλι. Τὰ δυστυ­χι­σμέ­να! Ἔτσι ὅπως ἀμέ­ρι­μνα κάθον­ται, ξαφ­νι­κὰ ἡ δρο­σε­ρά μαζεύ­ει ὅλα τὰ φύλ­λα της, τὰ κάνει ἕνα κου­βά­ρι, σκο­τώ­νει ὅλα τὰ ἔντο­μα καὶ τὰ τρώ­ει. Σε λίγο ἡ δρο­σε­ρὰ θ ̓ ἀνοί­ξῃ καὶ πάλι τὰ φύλ­λα της καὶ θὰ μαζέ­ψῃ ἄλλα ἔντο­μα.

Μὲ τὸ λου­λού­δι αὐτὸ μοιά­ζει καὶ ἡ ἁμαρ­τία.

Γλυ­κειὰ φαί­νε­ται στὴν ἀρχὴ ἡ ἁμαρ­τία. Καὶ οἱ ἄνθρω­ποι ποὺ πιά­νον­ται ἀπ ̓ αὐτὴν θεω­ροῦν τὸν ἑαυ­τό τους εὐτυ­χι­σμέ­νο. Τί ὄμορ­φη, τί γλυ­κειὰ εἶνε ἡ ζωὴ ποὺ ζοῦ­με! λένε. Τρῶ­νε τὸ μέλι τῆς ἁμαρ­τί­ας. Ἀλλὰ δὲν θὰ περά­σῃ πολὺς καί­ρὸς καὶ ἡ ἁμαρ­τία, ποὺ τόσο ὄμορ­φη καὶ γλυ­κειὰ φαί­νε­ται, θὰ δεί­ξῃ τί εἶνε. Εἶνε ἀνη­συ­χία καὶ ἀγω­νία. Εἶνε φθο­ρὰ καὶ κατα­στρο­φή. Εἶνε ἐξευ­τε­λι­σμὸς καὶ ἀτι­μία. Εἶνε θάνα­τος πικρός. Εἶνε ᾅδης καὶ κόλα­σι. Θέλε­τε νὰ δῆτε ἕνα παρά­δειγ­μα; Εἶνε οἱ νέοι τῆς ἐπο­χῆς μας. Εἶνε οἱ νέοι ἰδί­ως ποὺ ζοῦν στίς λεγό­με­νες Σκαν­δι­ναυ­ϊ­κὲς χῶρες, ὅπως ἡ Δανία, ἡ Σου­η­δία, ἡ Νορ­βη­γία, ἡ Φιλαν­δία. Αὐτοὶ οἱ νέοι πέτα­ξαν σὰν κάτι ἄχρη­στο τίς χρι­στια­νι­κὲς ἰδέ­ες περὶ ἐγκρα­τεί­ας καὶ σωφρο­σύ­νης. Ἡ ἁμαρ­τία, ἡ πιὸ ἀκά­θαρ­τη καὶ βδε­λυ­ρή, δὲν θεω­ρεῖ­ται πιὰ κακό. Νέοι καί νέες, χωρὶς νὰ ντρέ­πων­ται, χωρὶς νὰ φοβοῦν­ται κανέ­να, κάνουν τὴν ἁμαρ­τία σὰν κάτι πολὺ φυσι­κό, σὰν νὰ πίνουν ἕνα ποτή­ρι νερό.

Ἡ ντόλ­τσε βίτα (=γλυ­κειά ζωή) εἶνε τὸ σύν­θη­μά τους. Οἱ νέοι αὐτοὶ κοπά­δια — κοπά­δια φεύ­γουν ἀπὸ τὴν πατρί­δα τους καὶ ταξι­δεύ­ουν σὲ διά­φο­ρες χώρες, γιὰ ν’ ἀπο­λαύ­σουν πιὸ πολὺ τὴ «γλυ­κειά ζωή». Καὶ τὸ ἀπο­τέ­λε­σμα; Γλυ­κειὰ στὴν ἀρχὴ ἡ ζωή, ἀλλὰ στὸ τέλος ἀπο­δει­κνύ­ε­ται μιὰ ζωὴ ποὺ κλεί­νει μέσα της τὴν πίκρα καὶ τὸ θάνα­το. Νέοι αὐτοί, στὴν ἀκμὴ τῆς πιὸ ὡραί­ας ἡλι­κί­ας, ποὺ θά ‘πρε­πε νὰ λάμ­πουν ἀπὸ χαρὰ κ΄ αἰσιο­δο­ξία, ὕστε­ρα ἀπὸ τὴν ἄσω­τη καὶ διε­φθαρ­μέ­νη ζωὴ ποὺ κάνουν, καταν­τοῦν σκε­πτι­κοί, μελαγ­χο­λι­κοί. Δεν βλέ­πουν πιὰ νὰ ἔχῃ κάποιο νόη­μα η ζωή. Καὶ αὐτο­κτο­νοῦν. Δὲν θέλουν πιὰ νὰ ζοῦν. Ἡ ἁμαρ­τία, στὴν ὁποία δού­λε­ψαν καὶ ξώδε­ψαν ὅλες τὶς δυνά­μεις τους, τοὺς πλη­ρώ­νει τώρα ἀκρι­βά· τοὺς πλη­ρώ­νει μὲ τὸ θάνα­το.

* * *

Καὶ δὲν δοκι­μά­ζουν μόνο οἱ νέοι ποὺ ἁμαρ­τά­νουν καὶ ζοῦν μιὰ ἀκό­λα­στη ζωὴ πόσο πικρὴ εἶνε στὸ τέλος ἡ ἁμαρ­τία, ἀλλὰ καὶ κάθε ἄνθρω­πος, ποὺ ἁμαρ­τά­νει καὶ δὲν μετα­νο­εῖ καὶ δὲν ζητεῖ ἔλε­ος καί συγ­χώ­ρη­σι ἀπὸ τὸ Θεό, ἀλλὰ ἐπι­μέ­νει στὴν ἁμαρ­τία, κι· αὐτὸς θὰ δοκι­μά­σῃ τὰ θλι­βε­ρά ἀπο­τε­λέ­σμα­τα τῆς ἁμαρ­τί­ας. Αὐτὸς π.χ. ποὺ εἶνε κλέ­φτης καὶ κατορ­θώ­νει μὲ τέχνη να κλέ­βῃ μικροὺς καὶ μεγά­λους καὶ ν’ ἀνοί­γῃ σπί­τια καί μαγα­ζιὰ καὶ νὰ ζῇ μὲ ξένα χρή­μα­τα, χωρίς κόπο καὶ ἱδρῶ­τα, θὰ ἔρθῃ ἡ ὥρα ποὺ θὰ πλη­ρώ­σῃ τὴν ἁμαρ­τία του αὐτή. Κάνον­τας την κλο­πὴ πίστευε πως κανέ­νας δὲν θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ τὸν ἀνα­κα­λύ­ψῃ. Ἀλλὰ νά ̇ ἡ ἀστυ­νο­μία, ἀπὸ κάποια λεπτο­μέ­ρεια ἀσή­μαν­τη, πιά­νει τὴν κλω­στή, βρί­σκει τὴν ἄκρη, καὶ ξετυ­λί­γον­τας τὸ κου­βά­ρι φτά­νει στὸ τέλος, ἀνα­κα­λύ­πτει τὸ δρά­στη, κ’ ἕνα ὄργα­νο τῆς τάξε­ως χτυ­πᾷ τὴν πόρ­τα του. Μόλις ὁ ἔνο­χος τὸ βλέ­πῃ, ἀνη­συ­χεῖ, ταρά­ζε­ται. Φίδια τὸν ζώνουν. Ἄχ, μὲ ἀνα­κά­λυ­ψαν! λέει. Τί θὰ γίνω; Κατα­ρα­μέ­νη νὰ εἶνε ἡ ὥρα ποὺ ἔμα­θα νὰ κλέ­βω καὶ νὰ ζῶ μὲ τὸν ξένο ἱδρῶ­τα… Στὴ φυλα­κὴ τώρα ποὺ θὰ πάῃ, ἐκεῖ θὰ ἔχῃ καί­ρὸ νὰ σκε­φτῇ σοβα­ρὰ καὶ νὰ μάθῃ ὅτι ἡ ἁμαρ­τία, ποὺ στὴν ἀρχὴ τόσα κέρ­δη τοῦ ἔφερ­νε, στὸ τέλος τὸν ἔκλει­σε στὴ φυλα­κὴ καὶ τώρα δὲν ἔχει ἕνα τάλ­λη­ρο γιὰ ν’ ἀγο­ρά­σῃ ἕνα καρ­βέ­λι ψωμί.

Νά κ ̓ ἕνας ἄλλος ἁμαρ­τω­λός. Δὲν ἔκλε­ψε αὐτός, δὲν ἄνοι­ξε σπί­τια καὶ μαγα­ζιά· ἀλλ ̓ ἔκα­νε κάτι χει­ρό­τε­ρο ἀπὸ κλο­πὴ καὶ διάρ­ρη­ξι. Μὲ σατα­νι­κό τρό­πο, μὲ ψευ­τιὲς καὶ κολα­κεῖ­ες καὶ ὑπο­σχέ­σεις, κατώρ­θω­σε ν’ ἀπα­τή­σῃ τὴ γυναῖ­κα τοῦ συχω­ρια­νοῦ του, τοῦ γεί­το­νά του, τοῦ φίλου του, τοῦ συγ­γε­νοῦς του, νὰ τὴν παρα­σύ­ρῃ στὴ βδε­λυ­ρὴ ἁμαρ­τία τῆς μοι­χεί­ας, καὶ νὰ σκορ­πί­σῃ μέσ ̓ στὸ σπί­τι τὴ δυστυ­χία καὶ τὴ συμ­φο­ρά. Τί, νομί­ζε­τε ὅτι εἶνε ευτυ­χι­σμέ­νος; Κάθε ἄλλο. Αν μπο­ρού­σα­τε ν’ ἀνοί­ξε­τε τὴν καρ­διά του, θὰ βλέ­πα­τε ὅτι κάποιος σκορ­πιὸς τὸν κεν­τά­ει καὶ δὲν τὸν ἀφή­νει ἥσυ­χο. Εἶνε ἡ φωνὴ τῆς συνει­δή­σε­ώς του, ποὺ ὁσο­δή­πο­τε καὶ ἂν φαί­νε­ται ὅτι κοι­μᾶ­ται, ξυπνᾷ καὶ φωνά­ζει δυνα­τά· Ἄτι­με, κακοῦρ­γε, τί ἔκα­νες; Κατέ­στρε­ψες τὸ σπί­τι τοῦ γεί­το­νά σου!… Καὶ ἡ φωνὴ αὐτὴ δὲν τὸν ἀφή­νει ἥσυ­χο.

* * *

Ἀλλὰ εἶνε ἀνάγ­κη, ἀγα­πη­τοί μου, νὰ τρέ­ξου­με στοὺς ἄλλους ποὺ ἁμαρ­τά­νουν, γιὰ νὰ δια­πι­στώ­σου­με τί συμ­βαί­νει στίς καρ­διές τους ὅταν κάνουν τὴν ἁμαρ­τία;

Ἡ ἀπό­δει­ξις εἶνε πολὺ κον­τά μας. Εἴμαστ’ ἐμεῖς. Μήπως ἐμεῖς δὲν ἁμαρ­τά­νου­με; Ὅποιος πῇ πὼς δὲν ἁμάρ­τη­σε ποτέ, λέει ψέμα­τα. Για­τὶ δὲν ὑπάρ­χει ἄνθρω­πος, «ὅς ζήσε­ται καὶ οὐχ ἁμαρ­τή­σει». Ἕνας μόνο ὑπῆρ­ξε χωρὶς ἁμαρ­τία, ὁ Χρι­στός. Τί συμ­βαί­νει λοι­πὸν μέσα μας ὅταν δια­πρά­ξου­με κάποια ἁμαρ­τία, μικρὴ ἢ μεγά­λη; Ἔχε­τε δεῖ παι­δί, ποὺ ἔκα­νε κάποια ἀτα­ξία, πῶς γυρί­ζει στὸ πατρι­κό του σπί­τι; Εἶνε στε­νο­χω­ρη­μέ­νο καὶ ἀνή­συ­χο. Ὁ πατέ­ρας κατα­λα­βαί­νει πὼς κάτι ἔκα­νε τὸ παι­δί, καὶ γι’ αὐτὸ ἡ λύπη εἶνε ζωγρα­φι­σμέ­νη στὸ πρό­σω­πό του. Καὶ μόνο ἂν τὸ παι­δὶ πῇ τὴν ἀτα­ξία ποὺ ἔκα­νε κι ὁ πατέ­ρας τὸ συχω­ρέ­σῃ καὶ τοῦ δεί­ξῃ πάλι ἀγά­πη καὶ συμ­πά­θεια, τὸ παι­δὶ ξανα­βρί­σκει τη χαρά. Αντι­θέ­τως, ὅταν τὸ παι­δὶ κάνῃ μιὰ καλὴ πρᾶ­ξι, ὦ τότε μὲ πόση χαρὰ τρέ­χει στο σπί­τι γιὰ ν ̓ ἀκού­σῃ ἀπὸ τὸν πατέ­ρα του νὰ τὸ συγ­χαί­ρῃ καὶ νὰ τὸ ἐπαι­νῇ!

Παι­διὰ κ’ ἐμεῖς τοῦ οὐρα­νί­ου Πατέ­ρα μας, ὅταν ἐκτε­λοῦ­με τὸ θέλη­μά του τὸ ἅγιο καὶ κάνου­με τὸ καλό, ὦ τότε τί χαρά, τί εἰρή­νη καὶ εὐτυ­χία εἶνε αὐτὴ ποὺ δοκι­μά­ζου­με στὰ βάθη τῆς καρ­διᾶς μας! Ἀλλ ̓ ὅταν, ἀντι­θέ­τως, πᾶμε ἐνάν­τια πρὸς τὸ θέλη­μα τοῦ οὐρα­νί­ου Πατέ­ρα καὶ ζοῦ­με μιὰ ζωὴ ἁμαρ­τω­λή, τότε ἀνά­παυ­σι δὲν δοκι­μά­ζει ἡ καρ­διά μας. Εἴμα­στε θλιμ­μέ­νοι καὶ στε­νο­χω­ρη­μέ­νοι, καὶ δὲν μπο­ροῦ­με νὰ ἐξη­γή­σου­με τὴν αἰτία τῆς λύπης μας, ποὺ δὲν εἶνε ἄλλος παρὰ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι μὲ τὶς ἁμαρ­τί­ες ποὺ δια­πράτ­του­με. Ἔφυ­γε ἡ χαρὰ ἀπὸ μᾶς, για­τὶ ἁμαρ­τή­σα­με πολύ. Καὶ ἔτσι στὸν αἰῶ­να μας γιὰ μιὰ ἀκό­μη φορὰ ἀπο­δει­κνύ­ε­ται πόσο ἀλη­θι­νὸς εἶνε ὁ λόγος τοῦ Ἀπο­στό­λου ποὺ ἀκού­στη­κε σήμε­ρα· «Θλί­ψις καὶ στε­νο­χω­ρία ἐπὶ πᾶσαν ψυχὴν ἀνθρώ­που τοῦ κατερ­γα­ζο­μέ­νου τὸ κακόν, Ἰου­δαί­ου τε πρῶ­τον καὶ Ἕλλη­νος· δόξα δὲ καὶ τιμὴ καὶ εἰρή­νη παν­τὶ τῷ ἐργα­ζο­μέ­νῳ τὸ ἀγα­θόν, Ἰου­δαίῳ τε πρῶ­τον καὶ Ἕλλη­νι» (Ρωμ. 2,9–10).

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek