ΚΥΡΙΑΚΗ Β΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ - Ρωμ. (Β΄ 10 - 16)
- Η Αποστολική Περικοπή
- Ερμηνεία Ι. Κολιτσάρα
- Ερμηνεία Παν. Τρεμπέλα
- Ερμηνεία Νικ. Σωτηρόπουλου
Προς Ρωμαίους, κεφάλαιο Β΄, εδάφια 10-16
10 Δόξα δὲ καὶ τιμὴ καὶ εἰρήνη παντὶ τῷ ἐργαζομένῳ τὸ ἀγαθόν, ᾿Ιουδαίῳ τε πρῶτον καὶ ῞Ελληνι· 11 οὐ γάρ ἐστι προσωποληψία παρὰ τῷ Θεῷ. 12 ὅσοι γὰρ ἀνόμως ἥμαρτον, ἀνόμως καὶ ἀπολοῦνται· καὶ ὅσοι ἐν νόμῳ ἥμαρτον, διὰ νόμου κριθήσονται. 13 οὐ γὰρ οἱ ἀκροαταὶ τοῦ νόμου δίκαιοι παρὰ τῷ Θεῷ, ἀλλ᾿ οἱ ποιηταὶ τοῦ νόμου δικαιωθήσονται. 14 ὅταν γὰρ ἔθνη τὰ μὴ νόμον ἔχοντα φύσει τὰ τοῦ νόμου ποιῇ, οὗτοι νόμον μὴ ἔχοντες ἑαυτοῖς εἰσι νόμος, 15 οἵτινες ἐνδείκνυνται τὸ ἔργον τοῦ νόμου γραπτὸν ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν, συμμαρτυρούσης αὐτῶν τῆς συνειδήσεως καὶ μεταξὺ ἀλλήλων τῶν λογισμῶν κατηγορούντων ἢ καὶ ἀπολογουμένων 16 ἐν ἡμέρᾳ ὅτε κρινεῖ ὁ Θεὸς τὰ κρυπτὰ τῶν ἀνθρώπων κατὰ τὸ εὐαγγέλιόν μου διὰ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ.
10 δόξα δε από τον Θεόν, τιμή και έπαινος, ειρήνη και χαρά θα δοθή εις καθένα, που εργάζεται το αγαθόν, στον Ιουδαίον πρώτον, αλλά και στον ειδωλολάτρην· 11 διότι δεν είναι προσωπολήπτης ο Θεός· (δεν λαμβάνει υπ’ όψιν την φυλήν και την τάξιν των ανθρώπων, αλλά την πίστιν και τα έργα των). 12 Δι’ αυτό, όσοι ημάρτησαν, χωρίς να έχουν γνωρίσει τον μωσαϊκόν Νομον, θα καταδικασθούν εις απώλειαν, χωρίς να χρησιμοποιηθή ο Νομος ως μέτρον της κρίσεως εναντίον των· και όσοι ημάρτησαν, ενώ είχαν λάβει και εγνώριζαν τον γραπτόν, τον μωσαϊκόν Νομον, θα κριθούν επί τη βάσει του Νομου. 13 Διότι δίκαιοι και άξιοι αμοιβής ενώπιον του Θεού δεν είναι αυτοί, οι οποίοι απλώς ακούουν και γνωρίζουν τον Νομον, αλλ’ όσοι τον τηρούν και τον εφαρμόζουν. 14 Οταν λοιπόν εθνικοί και ειδωλολάτραι, που δεν έχουν λάβει τον γραπτόν Νομον του Θεού, πράττουν δε από έμφυτον ηθικήν παρόρμησιν όσα λέγει ο Νομος, αυτοί καίτοι δεν έχουν νόμον είναι οι ίδιοι δια τον ευατόν των νόμος (επειδή έχουν οδηγόν την συνείδησίν των). 15 Αυτοί αποδεικνύουν και φανερώνουν με την συμπεριφοράν των, ότι έχουν γραπτόν το έργον του Νομου μέσα εις τας καρδίας των, όταν η συνείδησίς των δίδη μαρτυρίαν και επιβεβαίωσιν εις αυτούς δια τας πράξεις των, αν είναι καλαί η κακαί, η δε διάνοια εκ παραλλήλου προς την συνείδησιν αναπτύσσει λογισμούς, οι οποίοι κατηγορούν ο ένας τον άλλον η και απολογούνται, δια την εξακρίβωσιν του καλού. 16 Αυτοί, λοιπόν, οι ειδωλολάτραι, οι τηρηταί του εμφύτου ηθικού νόμου, θα ανακηρυχθούν δίκαιοι εκ μέρους του Θεού κατά την ημέραν εκείνην, κατά την οποίαν ο δίκαιος Θεός θα κρίνη τας φανεράς και κρυφάς πράξεις των ανθρώπων δια του Ιησού Χριστού, σύμφωνα με το Ευαγγέλιον, το οποίον εγώ κηρύττω.
10 Δόξα και τιμή και ειρήνη θα αποδοθεί σε κάθε άνθρωπο που εργάζεται το καλό, στον Ιουδαίο πρώτα, και στον ειδωλολάτρη Έλληνα. 11 Θα συμβούν τα ίδια στους Ιουδαίους και στους ειδωλολάτρες, διότι δεν χαρίζεται σε πρόσωπα ο Θεός. 12 Και γι’ αυτό όσοι αμάρτησαν χωρίς να έχουν λάβει γραπτό νόμο, αυτοί θα καταδικαστούν σε απώλεια χωρίς να έχουν κατήγορο τον νόμο αυτό. Και όσοι αμάρτησαν ενώ είχαν λάβει γραπτό νόμο, αυτοί θα κριθούν με βάση τον νόμο αυτό. 13 Διότι δίκαιοι ενώπιον του Θεού είναι όχι όσοι ακούν απλώς την ανάγνωση του θείου νόμου, αλλά όσοι τηρούν τον νόμο˙αυτοί θα αναγνωριστούν δίκαιοι. 14 Διότι όταν κάποιοι από τους εθνικούς, που δεν έλαβαν από τον Θεό γραπτό νόμο, θεοσεβείς άνθρωποι, οδηγούμενοι από τον έμφυτο ηθικό νόμο κάνουν ό,τι προστάζει ο γραπτός νόμος, οι άνθρωποι αυτοί, αν και δεν έχουν γραπτό νόμο, έχουν ως νόμο τον ίδιο τον εαυτό τους, δηλαδή τη συνείδησή τους. 15 Το έργο που κάνει ο νόμος να διαφωτίζει τους ανθρώπους να διακρίνουν το καλό απ’ το κακό, αυτό το έργο οι εθνικοί αυτοί αποδεικνύουν ότι το έχουν γραμμένο στις καρδιές τους. Και αυτό συμβαίνει όταν η συνείδησή τους δίνει μαρτυρία σε αυτούς για κάθε πράξη και οι εσωτερικοί τους λογισμοί αναμεταξύ τους κατηγορούν ή και καμιά φορά απολογούνται. 16 Και θα ανακηρυχθούν δίκαιοι οι τηρητές του νόμου την ημέρα που θα κρίνει ο Θεός τις απόκρυφες πράξεις των ανθρώπων σύμφωνα με το Ευαγγέλιο που κηρύττω. Και θα τις κρίνει διαμέσου του Ιησού Χριστού ως υπέρτατου Κριτή.
10 Ἀντιθέτως δόξα καὶ τιμὴ καὶ μεγαλεῖο σὲ κάθε ἄνθρωπο, ποὺ πράττει τὸ καλό, στὸν Ἰουδαῖο πρῶτα καὶ ὕστερα στὸν Ἕλληνα (τὸν εἰδωλολάτρη). 11 Διότι στὸ Θεὸ δὲν ὑπάρχει προσωποληψία. 12 Ὅσοι δὲ ἁμάρτησαν χωρὶς νὰ ἔχουν τὸ νόμο (τὸ μωσαϊκὸ νόμο), χωρὶς τὸ νόμο ὡς κριτήριο καὶ θ’ ἀπολεσθοῦν. Kαὶ ὅσοι ἁμάρτησαν ἔχοντας τὸ νόμο, μὲ τὸ νόμο ὡς κριτήριο θὰ καταδικασθοῦν. 13 Διότι καλοὶ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι οἱ ἀκροαταὶ τοῦ νόμου, ἀλλ’ οἱ ἐφαρμοσταὶ τοῦ νόμου θὰ θεωρηθοῦν καλοί. 14 Ὅταν δὲ οἱ ἐθνικοί, ποὺ δὲν ἔχουν νόμο, κάνουν ἐκ φύσεως τὰ τοῦ νόμου, αὐτοί, ἂν καὶ δὲν ἔχουν νόμο, εἶναι οἱ ἴδιοι νόμος γιὰ τοὺς ἑαυτούς τους. 15 Aὐτοὶ δείχνουν, ὅτι τὸ ἔργο τοῦ νόμου εἶναι γραμμένο στὶς ψυχές τους, ἀφοῦ ἡ συνείδησί τους δίνει ἔντονη μαρτυρία (γιὰ τὸ καλὸ καὶ τὸ κακό), καὶ οἱ διάνοιές τους στέκονται μεταξύ αὐτῶν κατήγοροι ἢ καὶ συνήγοροι στὶς μεταξύ τους σχέσεις 16 γιὰ τὴν ἡμέρα, ποὺ ὁ Θεός, συμφώνως μὲ τὸ εὐαγγέλιό μου, θὰ κρίνῃ τὶς κρυφὲς σκέψεις καὶ πράξεις τῶν ἀνθρώπων διὰ τοῦ Ἰησοῦ Xριστοῦ.
ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ
«Δόξα δὲ καὶ τιμὴ καὶ εἰρήνη παντὶ τῷ ἐργαζομένῳ τὸ ἀγαθόν, Ἰουδαίῳ τε πρῶτον καὶ Ἓλληνι (:Δόξα και τιμή και ειρήνη θα αποδοθεί σε κάθε άνθρωπο που εργάζεται το καλό, στον Ιουδαίο πρώτα και στον ειδωλολάτρη Έλληνα)»[Ρωμ.2,10].
Ποιον «Ιουδαίο» εννοεί εδώ ο απόστολος Παύλος ή για ποιους «Έλληνες» μιλάει; Για αυτούς που έζησαν πριν από την ενανθρώπηση του Χριστού· γιατί ο λόγος του αποστόλου δεν έφθασε ακόμη στα χρόνια της χάριτος, αλλά μένει ακόμη στα προηγούμενα χρόνια, προκαθορίζοντας από μακριά και εξαφανίζοντας τη διαφορά του ειδωλολάτρη και του Ιουδαίου, ώστε, όταν το κάνει αυτό στον καιρό της χάριτος, να μη φανεί πια ότι επινοεί κάτι το νέο και ενοχλητικό. Εάν λοιπόν στα προηγούμενα χρόνια, όταν δεν έλαμψε ακόμη η τόσο μεγάλη χάρη, όταν τα πράγματα των Ιουδαίων ήταν σε όλους σεβαστά και ξακουστά και λαμπερά, δεν υπήρχε καμία διαφορά, ποιο λόγο θα μπορούσε να πει στη συνέχεια ύστερα από την τόσο μεγάλη φανέρωση της χάρης; Γι’ αυτό ακριβώς και με πολλή φροντίδα το ετοιμάζει αυτό· γιατί πραγματικά ο ακροατής, αφού μάθει ότι αυτό επικρατούσε στα προηγούμενα χρόνια, θα το παραδεχτεί αυτό πολύ περισσότερο μετά την πίστη.
«Ἓλληνες» όμως εδώ λέγει όχι τους ειδωλολάτρες, αλλά τους θεοσεβείς, εκείνους που πείθονταν στον φυσικό νόμο της συνειδήσεως, εκείνους που δεν τηρούσαν βέβαια τις εντολές που είχαν δοθεί από τον Θεό στους Ιουδαίους μέσω του μωσαϊκού νόμου, τηρούσαν όμως όλα αυτά που συντελούσαν στην ευσέβεια. Τέτοιοι άνθρωποι ήταν εκείνοι που ήταν μαζί με τον Μελχισεδέκ, τέτοιος ήταν ο Ιώβ, τέτοιοι ήταν οι Νινευίτες, τέτοιος ήταν ο Κορνήλιος. Ήδη λοιπόν υπονομεύει από πριν τη διαφορά της περιτομής και της ακροβυστίας και από πολύ νωρίτερα εξαφανίζει αυτή τη διαφορά, ώστε και χωρίς υποψία να κάμει αυτό και από άλλη ανάγκη να τους οδηγήσει σε αυτό το συμπέρασμα που επιθυμεί να τους διδάξει, πράγμα που πάντοτε είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα της σύνεσης του αποστόλου. Εάν λοιπόν φανέρωνε αυτό στα χρόνια της χάριτος, θα φαινόταν πως ο λόγος ήταν πολύ ύποπτος, ενώ το να αλλάξει τον λόγο γι’ αυτούς με βάση το συμπέρασμα εκείνο, την ώρα που μιλούσε για την κακία και την πονηρία που επικρατούσε στον κόσμο, έκανε ανύποπτη τη διδασκαλία.
Και ότι θέλει αυτό και γι’ αυτό το παρουσίασε έτσι, είναι φανερό από εκεί· γιατί, εάν δεν προσπαθούσε να αποδείξει αυτό, ήταν αρκετό, λέγοντας, ότι «κατὰ δὲ τὴν σκληρότητά σου καὶ ἀμετανόητον καρδίαν θησαυρίζεις σεαυτῷ ὀργὴν ἐν ἡμέρᾳ ὀργῆς καὶ ἀποκαλύψεως καὶ δικαιοκρισίας τοῦ Θεοῦ, ὃς ἀποδώσει ἑκάστῳ κατὰ ἔργα αὐτοῦ (:και σύμφωνα με την σκληρότητά σου και την αμετανόητη καρδιά σου, που δεν συγκινείται από την τόση καλοσύνη του Θεού, μαζεύεις εναντίον του εαυτού σου θησαυρούς οργής, που θα εξαπολυθούν εναντίον σου την ημέρα που θα ξεσπάσει η θεία οργή και θα αποκαλυφθεί η δίκαια κρίση του Θεού)»[Ρωμ.2,5], να σταματήσει το θέμα αυτό· γιατί πραγματικά είχε ολοκληρωθεί. Επειδή όμως δεν ήταν τούτο το ζητούμενο για τον απόστολο Παύλο, να μιλήσει δηλαδή μόνο για τη μέλλουσα κρίση, αλλά και να δείξει ότι ο Ιουδαίος δεν έχει τίποτε περισσότερο από έναν τέτοιον Έλληνα, για να μην υπερηφανεύεται, προχωρεί στα επόμενα, και χρησιμοποιεί την τάξη. Πρόσεχε όμως. Φοβέρισε τον ακροατή, υπενθύμισε σε αυτόν τη φοβερή ημέρα, είπε πόσο κακό είναι να ζει κανείς μαζί με την πονηρία, έδειξε πως κανείς δεν αμαρτάνει από άγνοια ούτε χωρίς τιμωρία, αλλά και αν ακόμη δεν τιμωρηθεί τώρα, θα τιμωρηθεί οπωσδήποτε. Έτσι στη συνέχεια θέλει να αποδείξει πως η διδασκαλία του νόμου δεν ήταν από τα πολύ επείγοντα πράγματα, γιατί η κόλαση και η τιμή βρίσκονται στα έργα, και όχι στην περιτομή και την ακροβυστία.
Επειδή λοιπόν είπε πως οπωσδήποτε θα τιμωρηθεί ο Έλληνας και το θεώρησε αυτό σαν δεδομένο, και από αυτό απέδειξε ότι και θα τιμηθεί, ως περιττά πλέον φανέρωσε στη συνέχεια και τον μωσαϊκό νόμο και την περιτομή· διότι εδώ μάχεται ιδιαίτερα τους Ιουδαίους. Επειδή λοιπόν εκείνοι ήταν περισσότερο φιλόνικοι, πρώτα με το να έχουν από υπερηφάνεια την αξίωση να μην συναριθμούνται μαζί με αυτούς που προέρχονταν από τους εθνικούς· δεύτερο, με το να περιγελούν, εάν η πίστη εξαφανίζει όλα τα αμαρτήματα, γι’ αυτό κατηγόρησε πρώτα τους Έλληνες[βλ. Ρωμ.2,9: «Θλῖψις καὶ στενοχωρία ἐπὶ πᾶσαν ψυχὴν ἀνθρώπου τοῦ κατεργαζομένου τὸ κακόν, Ἰουδαίου τε πρῶτον καὶ Ἕλληνος(:Ναι. Θλίψη και στεναχώρια, θα πέσει σε κάθε άνθρωπο που επιμένει να εργάζεται το κακό, τόσο στον Ιουδαίο κατά πρώτο λόγο, όσο και στον ειδωλολάτρη)»], για τους οποίους μιλάει, ώστε χωρίς υποψία και με παρρησία να φθάσει στους Ιουδαίους.
Έπειτα, αφού ήρθε ο λόγος στην εξέταση για την κόλαση, δείχνει πως όχι μόνο δεν ωφελείται καθόλου ο Ιουδαίος από τον μωσαϊκό νόμο, αλλά και επιβαρύνεται. Και αυτό το αποδεικνύει από τα προηγούμενα. Εάν λοιπόν ο Έλληνας είναι γι’ αυτό αναπολόγητος, επειδή δεν έγινε καλύτερος, παρά το ότι η συνείδηση και οι σκέψεις του τον οδηγούσαν σε αυτό, πολύ περισσότερο θα είναι ο Ιουδαίος, αφού πήρε μαζί με αυτά και τη διδασκαλία από τον μωσαϊκό νόμο που δεν εφάρμοσε. Αφού έπεισε λοιπόν τον Ιουδαίο ακροατή του εύκολα να δεχθεί τη σκέψη αυτή στα αμαρτήματα των άλλων, τον αναγκάζει στη συνέχεια και χωρίς τη θέλησή του να κάνει αυτό και στα δικά του αμαρτήματα.
Και για να γίνει εύκολα δεκτός ο λόγος, τον οδηγεί και στα πιο αγαθά, λέγοντας τα εξής: «Δόξα από τον Θεό, τιμή και έπαινος, ειρήνη και χαρά θα δοθεί σε καθένα, που εργάζεται το αγαθό, στον Ιουδαίο πρώτα αλλά και στον ειδωλολάτρη»· γιατί εδώ βέβαια, όσα καλά και αν έχει κανείς, τα έχει με πολλές ταραχές, και αν ακόμη είναι πλούσιος ή άρχοντας ή βασιλιάς. Και αν όχι προς άλλον, τουλάχιστο επαναστατεί προς τον εαυτό του πολλές φορές και στις σκέψεις του έχει πολύ πόλεμο. Εκεί όμως δεν συμβαίνει τίποτε τέτοιο, αλλά τα πάντα είναι γαλήνια και χωρίς ταραχή και έχουν τη γνήσια ειρήνη.
Αποδεικνύοντας λοιπόν από τα προηγούμενα ότι και εκείνοι που δεν είχαν νόμο, θα απολαύσουν τα ίδια, προσθέτει και ένα συλλογισμό, λέγοντας έτσι: «Οὐ γὰρ ἔστι προσωποληψία παρὰ τῷ Θεῷ (:θα συμβούν τα ίδια στους Ιουδαίους και στους ειδωλολάτρες, διότι δεν χαρίζεται σε πρόσωπα ο Χριστός )»[Ρωμ.2,11]· γιατί όταν λέγει ότι τιμωρείται και ο Ιουδαίος και ο Έλληνας, όταν αμαρτάνουν, δεν χρειάζεται συλλογισμούς· όταν όμως λέγει ότι και τιμάται ο Έλληνας, θέλει να κάνει αποδεικτικούς συλλογισμούς και στη συνέχεια χρειάζεται πλέον τεκμηρίωση· γιατί πραγματικά φαινόταν πως είναι θαυμαστό και παράδοξο, εάν εκείνος που δεν άκουσε ούτε τον νόμο ούτε τους προφήτες, τιμάται όταν εργάζεται τα αγαθά. Γι’ αυτό, πράγμα που είπα και πιο μπροστά, στα πριν από τη χάρη χρόνια γυμνάζει τις ακοές τους, για να προσθέσει ευκολότερα στη συνέχεια μαζί με την πίστη και τη συγκατάθεσή τους σε αυτά. Εδώ βέβαια γίνεται ιδιαίτερα ανύποπτος, επειδή ούτε το δικό του δεν προετοιμάζει.
Αφού λοιπόν είπε «δόξα δὲ καὶ τιμὴ καὶ εἰρήνη παντὶ τῷ ἐργαζομένῳ τὸ ἀγαθόν, Ἰουδαίῳ τε πρῶτον καὶ Ἓλληνι», πρόσθεσε: «οὐ γὰρ ἔστι προσωποληψία παρὰ τῷ Θεῷ». Πω, πω, με πόση αφθονία νίκησε! Γιατί δείχνει, φέροντας τον λόγο σε παραδοξολογία, ότι δεν είναι σύμφωνα με το θέλημα του Θεού το να μη γίνει έτσι· γιατί τότε το πράγμα θα ήταν αποτέλεσμα μεροληψίας, ενώ ο Θεός δεν είναι προσωπολήπτης. Και δεν είπε «εάν όμως δεν γίνει αυτό, ο Θεός είναι μεροληπτικός», αλλά με πιο σεμνό τρόπο εκφράστηκε: «Οὐ γὰρ ἔστι προσωποληψία παρὰ τῷ Θεῷ». Δηλαδή ο Θεός δεν εξετάζει την ποιότητα των προσώπων, αλλά τη διαφορά των πράξεων. Λέγοντας αυτά, φανέρωσε ότι ο Ιουδαίος δεν διαφέρει από τον Έλληνα στις πράξεις, αλλά μόνο στα πρόσωπα.
Σε αυτά ήταν επόμενο να πει: «όχι λοιπόν, επειδή ο ένας είναι Ιουδαίος και ο άλλος Έλληνας, γι’ αυτό να τιμάται ο πρώτος και να περιφρονείται ο δεύτερος, αλλά και τα δύο γίνονται ανάλογα με τα έργα τους». Όμως δεν το εξέφρασε έτσι, γιατί θα προκαλούσε την οργή του Ιουδαίου, αλλά κάτι άλλο περισσότερο αναφέρει συγκρατώντας και ταπεινώνοντας παρακάτω το φρόνημά τους, ώστε να παραδεχθούν εκείνο. Και ποιο είναι αυτό; Τα επόμενα λόγια : «ὅσοι γὰρ ἀνόμως ἥμαρτον, ἀνόμως καὶ ἀπολοῦνται· καὶ ὅσοι ἐν νόμῳ ἥμαρτον, διὰ νόμου κριθήσονται (:και γι’ αυτό όσοι αμάρτησαν χωρίς να έχουν λάβει γραπτό νόμο, αυτοί θα καταδικαστούν σε απώλεια, χωρίς να έχουν κατήγορο τον μωσαϊκό νόμο σε αυτό. Και όσοι αμάρτησαν ενώ είχαν λάβει γραπτό νόμο, αυτοί θα κριθούν με βάση το νόμο αυτό)»[Ρωμ.2,12].
Εδώ λοιπόν, πράγμα που είπα παραπάνω, όχι μόνο δείχνει την ισοτιμία Ιουδαίου και Έλληνα, αλλά και πώς ο Ιουδαίος επιβαρύνεται πολύ από τη χορήγηση του νόμου· γιατί ο Έλληνας κρίνεται χωρίς τον νόμο. Το «χωρίς νόμο» εδώ δεν σημαίνει το πιο δυσάρεστο, αλλά το πιο μαλακό· δηλαδή δεν έχει τον νόμο ως κατήγορο· γιατί το «χωρίς νόμο», δηλαδή, χωρίς την κατηγορία του νόμου, σημαίνει καταδικάζεται μόνο από τους φυσικούς συλλογισμούς και την επιβαρυμένη συνείδηση που δεν άκουγε όσο ζούσε. Ο Ιουδαίος όμως κρίνεται με βάση τον μωσαϊκό νόμο, δηλαδή μαζί με τη φύση είναι και ο νόμος κατήγορος· γιατί όσο περισσότερο δέχτηκε τη φροντίδα, τόσο περισσότερο θα τιμωρηθεί, εφόσον υπήρξε απείθαρχος και αμετανόητος. Βλέπεις πώς παρουσίασε μεγαλύτερη την ανάγκη στους Ιουδαίους για να τρέξουν στη χάρη; Επειδή λοιπόν έλεγαν ότι δεν χρειάζονται τη χάρη, σωζόμενοι μόνο με τον νόμο, δείχνει πως αυτοί τη χρειάζονται περισσότερο από τους Έλληνες, αφού βέβαια πρόκειται να τιμωρηθούν περισσότερο.
Έπειτα πάλι προσθέτει άλλο συλλογισμό, για να υπερασπίσει αυτά που ειπώθηκαν: «Οὐ γὰρ οἱ ἀκροαταὶ τοῦ νόμου δίκαιοι παρὰ τῷ Θεῷ, ἀλλ᾿ οἱ ποιηταὶ τοῦ νόμου δικαιωθήσονται(:διότι δίκαιοι ενώπιον του Θεού είναι όχι όσοι ακούνε απλώς την ανάγνωση του θείου νόμου, αλλά όσοι τηρούν τον νόμο· αυτοί θα αναγνωριστούν δίκαιοι)»[Ρωμ.2,13]. Σωστά πρόσθεσε τη φράση «παρὰ τῷ Θεῷ(:ενώπιον του Θεού)»· γιατί μπροστά στους ανθρώπους ίσως μπορούν να φαίνονται αξιοσέβαστοι και να υπερηφανεύονται πολύ επειδή απλώς γνωρίζουν τον Νόμο, μπροστά στον Θεό όμως, εντελώς το αντίθετο, «αυτοί που τηρούν τον νόμο, αυτοί μονάχα θα αναγνωριστούν δίκαιοι και άξιοι αμοιβής από τον Θεό». Είδες πόση αφθονία επιχειρημάτων μεταχειρίζεται για να τρέψει τον λόγο αυτό στο αντίθετο; «Εάν λοιπόν έχεις την αξίωση να σωθείς εξαιτίας του νόμου που ακούς στις συναγωγές», λέγει, « θα σταθεί έτσι πρώτα από εσένα ο Έλληνας, επειδή φάνηκε πως έκανε πράξη όσα έχουν γραφεί».
«Και πώς είναι δυνατό ένας άνθρωπος», θα μπορούσε να αναρωτηθεί κάποιος, «χωρίς να ακούσει τον νόμο, να εκτελέσει τον νόμο με τις εντολές του Θεού;». «Είναι δυνατόν», απαντά ο Απόστολος Παύλος, «όχι μόνο αυτό, αλλά και το πολύ περισσότερο από αυτό· γιατί όχι μόνο χωρίς να ακούσει κανείς, μπορεί να εκτελέσει τον νόμο, αλλά και όταν τον ακούσει να μη συμβεί αυτό και να μην τον εφαρμόσει», πράγμα που αναφέρει πιο καθαρά ύστερα λέγοντας και με περισσότερη έμφαση: «Ὁ οὖν διδάσκων ἕτερον σεαυτὸν οὐ διδάσκεις;(:εσύ λοιπόν που διδάσκεις τον άλλο, δεν διδάσκεις καλύτερα τον εαυτό σου; Εσύ που κηρύττεις στους άλλους να μην κλέβουν, κλέβεις😉»[Ρωμ.2,21].Εδώ όμως πρώτα αποδεικνύει το προηγούμενο.
«Ὅταν γὰρ ἔθνη τὰ μὴ νόμον ἔχοντα φύσει τὰ τοῦ νόμου ποιῇ, οὗτοι νόμον μὴ ἔχοντες ἑαυτοῖς εἰσι νόμος(:διότι όταν κάποιοι από τους εθνικούς, που δεν έλαβαν από τον Θεό γραπτό λόγο, θεοσεβείς άνθρωποι, οδηγούμενοι από τον έμφυτο ηθικό νόμο κάνουν ό,τι προστάζει ο γραπτός νόμος, οι άνθρωποι αυτοί αν και δεν έχουν γραπτό νόμο, έχουν ως νόμο τον ίδιο τον εαυτό τους, δηλαδή τη συνείδησή τους)»[Ρωμ,2,14]. «Δεν απορρίπτω τον νόμο», λέγει, «αλλά και από εδώ δικαιώνω τους εθνικούς». Είδες πώς υπονομεύοντας τη δόξα του ιουδαϊσμού, δεν δίνει καμία αφορμή εναντίον του ότι προσβάλλει τον νόμο, αλλά το αντίθετο, αποδεικνύει τα πάντα έτσι, ώστε να τον εξυψώνει και να τον παρουσιάζει μεγάλο; Και όταν λέγει «φύσει» εννοεί «με τις σκέψεις που είναι έμφυτες μέσα στη συνείδηση του κάθε ανθρώπου» και αποδεικνύει ότι άλλοι είναι καλύτεροι από αυτούς, και το πιο σπουδαίο, γι’ αυτό είναι καλύτεροι, επειδή δεν έλαβαν νόμο, ούτε έχουν αυτόν, με τον οποίο οι Ιουδαίοι νομίζουν πως βρίσκονται σε καλύτερη κατάσταση από αυτούς.
«Γι’ αυτό ακριβώς», λέγει, «είναι αξιοθαύμαστοι, επειδή δεν χρειάστηκαν νόμο και εκτέλεσαν όλες τις εντολές του νόμου, χαράζοντας στις διάνοιές τους τα έργα και όχι τα γράμματα». Γιατί αυτό λέγει: «οἵτινες ἐνδείκνυνται τὸ ἔργον τοῦ νόμου γραπτὸν ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν, συμμαρτυρούσης αὐτῶν τῆς συνειδήσεως καὶ μεταξὺ ἀλλήλων τῶν λογισμῶν κατηγορούντων ἢ καὶ ἀπολογουμένων- ἐν ἡμέρᾳ ὅτε κρινεῖ ὁ Θεὸς τὰ κρυπτὰ τῶν ἀνθρώπων κατὰ τὸ εὐαγγέλιόν μου διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ(:το έργο που κάνει ο νόμος να διαφωτίζει τους ανθρώπους να διακρίνουν το καλό από το κακό, αυτό το έργο οι εθνικοί αποδεικνύουν ότι το έχουν γραμμένο στις καρδιές τους. Και αυτό συμβαίνει όταν η συνείδησή τους δίνει μαρτυρία σε αυτούς για κάθε πράξη, και οι εσωτερικοί τους λογισμοί αναμεταξύ τους κατηγορούν ή και καμιά φορά απολογούνται. Και θα αναδειχθούν δίκαιοι οι τηρητές του νόμου την ημέρα που θα κρίνει ο Θεός τις απόκρυφες πράξεις των ανθρώπων σύμφωνα με το ευαγγέλιο που κηρύττω. Και θα τις κρίνει διαμέσου του Ιησού Χριστού ως υπέρτατου κριτή»[Ρωμ.2,15-16].Βλέπεις πως πάλι παρουσίασε την ημέρα εκείνη και την έφερε κοντά, τρομάζοντας τον νου τους και δείχνοντας πως πρέπει να τιμώνται περισσότερο αυτοί που, χωρίς να έχουν νόμο, φρόντισαν να πραγματοποιήσουν τις εντολές του νόμου;
Για εκείνο όμως που μπορούμε να θαυμάσουμε ιδιαίτερα τη σύνεση του αποστόλου, αυτό αξίζει να πούμε τώρα. Γιατί αφού με την απόδειξη έδειξε ότι ο Έλληνας είναι ανώτερος από τον Ιουδαίο, δεν το αναφέρει αυτό στην ανακεφαλαίωση και στο συμπέρασμα των σκέψεών του, για να μην ερεθίσει τον Ιουδαίο. Για να κάνω όμως πιο καθαρό αυτό που είπα, θα αναφέρω τα ίδια τα λόγια του αποστόλου. Αφού είπε «Γιατί όχι όσοι ακούνε τον νόμο, αλλά όσοι τον εκτελούν θα αναγνωριστούν δίκαιοι», ήταν επόμενο να πει: «γιατί όταν οι εθνικοί, που δεν έχουν νόμο, κάνουν από τη φύση όσα ορίζει ο νόμος, είναι πολύ καλύτεροι από αυτούς που διδάσκονται από τον νόμο». Δεν λέγει όμως αυτό, αλλά σταματάει μέχρι τον έπαινο των Ελλήνων, και δεν συνεχίζει τον λόγο κάνοντας σύγκριση πρώτα, για να δεχθεί τουλάχιστο έτσι τα λεγόμενα ο Ιουδαίος.
Γι’ αυτό βέβαια δεν ομίλησε έτσι όπως ανέφερα προηγουμένως, αλλά πώς; «Γιατί όταν οι εθνικοί, που δεν έχουν νόμο, κάνουν από τη φύση όσα ορίζει ο νόμος, αυτοί χωρίς να έχουν νόμο, είναι οι ίδιοι νόμος στους εαυτούς τους. Αυτοί αποδεικνύουν πως έχουν γραμμένο στις καρδιές τους το έργο του νόμου, όταν η συνείδησή τους δίνει μαρτυρία σε αυτούς»· γιατί είναι αρκετή αντί του νόμου η συνείδηση και το λογικό. Με τα λόγια αυτά έδειξε πάλι πως ο Θεός έκανε τον άνθρωπο ικανό για την εκλογή της αρετής και την αποφυγή της κακίας.
Και μην απορήσεις, αν ο απόστολος Παύλος αποδεικνύει αυτό και μια και δυο και πολλές φορές· γιατί του ήταν πάρα πολύ αναγκαίο αυτό το σπουδαίο πράγμα για εκείνους που έλεγαν: «Γιατί λοιπόν ήρθε τώρα ο Χριστός; Και πού ήταν οι εκδηλώσεις της μεγάλης Του πρόνοιας τον προηγούμενο καιρό;». Και αυτούς λοιπόν αποκρούοντας παρεμπιπτόντως τώρα δείχνει πως και στα προηγούμενα χρόνια και πριν από τη χορήγηση του μωσαϊκού νόμου το ανθρώπινο γένος απολάμβανε όλη την πρόνοια του Θεού · γιατί πραγματικά εκείνο που μπορούσε από τον Θεό να γίνει γνωστό, ήταν φανερό σε αυτούς, και γνώριζαν ποιο ήταν το καλό και ποιο ήταν το κακό, με τα οποία έκριναν τους άλλους.
Γι’ αυτό ακριβώς τους κατηγορούσε και έλεγε ότι «ἐν ᾧ γὰρ κρίνεις τὸν ἕτερον, σεαυτὸν κατακρίνεις (:ακριβώς επειδή γνωρίζεις πόσο οργίζεται ο Θεός εναντίον της αμαρτίας, γι’ αυτό είσαι αναπολόγητος άνθρωπε μου, που γίνεσαι δικαστής των άλλων, οποιοσδήποτε και αν είσαι· διότι με την πράξη σου αυτή να κατακρίνεις τον άλλο, καταδικάζεις τον εαυτό σου)»[Ρωμ. 2,1]. Στην περίπτωση των Ιουδαίων όμως, μαζί με αυτά που ειπώθηκαν, ορίστηκε και ο νόμος, όχι μόνο το λογικό, ούτε η συνείδηση.
Για ποιο λόγο όμως αναφέρει το «όταν κατηγορούν οι σκέψεις ή απολογούνται»; Γιατί, αν έχουν γραπτό νόμο και αποδεικνύουν το έργο του, τι μπορεί να κατηγορήσει στη συνέχεια η σκέψη; Αλλά δεν λέγει πια για εκείνες μόνο το «όταν κατηγορούν», αλλά και για ολόκληρη τη φύση· γιατί τότε παρουσιάζονται και οι σκέψεις μας, άλλες για να κατηγορήσουν και άλλες για να απολογηθούν, και δεν χρειάζεται άλλον κατήγορο ο άνθρωπος σε εκείνο το δικαστήριο.
Στη συνέχεια αυξάνοντας τον φόβο δεν είπε «τα αμαρτήματα των ανθρώπων», αλλά «τις απόκρυφες πράξεις των ανθρώπων». Επειδή λοιπόν είπε: «Φαντάζεσαι εσύ, που κατακρίνεις εκείνους που κάνουν τέτοια έργα και όμως κάνεις και εσύ αυτά, ότι θα αποφύγεις την κρίση του Θεού;», για να μη δεχθείς τέτοια κρίση, όμοια με αυτήν που εκφέρεις και ο ίδιος, αλλά για να δεις ότι η κρίση του Θεού είναι πολύ ακριβέστερη από τη δική σου, συμπλήρωσε: «τις απόκρυφες πράξεις των ανθρώπων» και πρόσθεσε «σύμφωνα με το ευαγγέλιο που κηρύττω, με τον Ιησού Χριστό»· γιατί οι άνθρωποι δικάζουν τις φανερές πράξεις μόνο. Μολονότι βέβαια μιλούσε παραπάνω για τον Πατέρα μόνο, αλλά επειδή στη συνέχεια τους μαλάκωσε με τον φόβο, πρόσθεσε και τον λόγο για τον Χριστό. Και όχι μόνο αυτόν, αλλά και εδώ, αφού μνημόνευσε τον Πατέρα, τότε τον πρόσθεσε. Και την αξία όμως του κηρύγματος εξυψώνει με αυτά· «διότι το ίδιο το κήρυγμα», λέγει, «διακηρύσσει αυτά που προκαταβολικά φανέρωσε η φύση».
Είδες ότι με σύνεση οδήγησε αυτούς και τους προσκάλεσε στο ευαγγέλιο και τον Χριστό, και υπέδειξε ότι τα ανθρώπινα δεν σταματούν μέχρι εδώ, αλλά προχωρούν πιο πέρα; Αυτό και προηγουμένως το έκανε, λέγοντας «Μαζεύεις εναντίον σου θησαυρούς οργής κατά την ημέρα της οργής», και εδώ πάλι: «Θα κρίνει ο Θεός τις απόκρυφες πράξεις των ανθρώπων». Ο καθένας, λοιπόν, γνωρίζοντας τη συνείδησή του και αναλογιζόμενος τα αμαρτήματά του, ας ζητάει τις ευθύνες με ακρίβεια από τον εαυτό του για να μην κατακριθούμε τότε μαζί με όλο τον κόσμο· γιατί είναι φοβερό το δικαστήριο εκείνο, φρικτό το βήμα, οι ευθύνες είναι γεμάτες τρόμο, τρέχει ποταμός φωτιάς.«Ἀδελφὸς οὐ λυτροῦται, λυτρώσεται ἄνθρωπος;(:όμως και αυτοί θα αντικρίσουν το θάνατο· διότι από τον θάνατο και ο πιο αγαπημένος τους αδελφός δεν μπορεί να τους εξαγοράσει και να τους ελευθερώσει. Πώς είναι λοιπόν δυνατό να τους ελευθερώσει οποιοσδήποτε άλλος άγνωστος άνθρωπος; Κανένας δεν μπορεί να εξαγοράσει την ζωή του από τον Θεό, δίνοντας Του κάποια προσφορά για να εξιλεωθεί απέναντι Του και να παρατείνει έτσι την ζωή του)»[Ψαλμ.48,8].
Θυμήσου λοιπόν αυτά που λέγονται στο ευαγγέλιο, τους αγγέλους που τρέχουν γύρω-γύρω να περισυνάξουν κάθε άνθρωπο για να γίνει η τελική κρίση, τον νυμφώνα που αποκλείεται για όσους δεν έχουν καθαρό ένδυμα, τις λαμπάδες που δεν σβήνουν, τις δυνάμεις που σύρουν στα καμίνια. Και εκείνο να σκεφτείς, ότι αν κάποιου από εμάς φανερώθηκε σήμερα κάποιο κρυφό πράγμα μπροστά στην εκκλησία μόνο, πώς δε θα ευχόταν να εξαφανιστεί μάλλον και να τον καταπιεί η γη, παρά να έχει τόσους μάρτυρες για την κακία του;
Τι λοιπόν θα πάθουμε τότε, όταν θα παρουσιάζονται όλα μπροστά στην οικουμένη σε τέτοιο λαμπρό και επίσημο θέατρο, και ενώ γνωστοί και άγνωστοι σε μας θα τα βλέπουν όλα καθαρά; Αλλά αλίμονο, από πού αναγκάζομαι να σας φοβερίσω; Από την υπόληψη των ανθρώπων, ενώ πρέπει να το κάμω αυτό από τον φόβο του Θεού και της καταδίκης Του. Ποιοι λοιπόν, πες μου, θα είμαστε τότε, όταν ενώ θα μας δέσουν και θα τρίζουν τα δόντια, θα μας οδηγήσουν στο σκότος το εξώτερο; Ή καλύτερα, τι θα κάνουμε, πράγμα που είναι πιο φοβερό από όλα, όταν θα έρθουμε σε σύγκρουση με τον Θεό; Γιατί, εάν κάποιος έχει αίσθηση και νου, ήδη υπέμεινε και τη γέεννα, όταν θα παρουσιαστεί μπροστά στον Θεό· επειδή όμως δεν παθαίνει αυτό, γι’ αυτό απειλούσε με τη φωτιά της κόλασης· γιατί πραγματικά έπρεπε να υποφέρουμε, όχι όταν τιμωρούμαστε, αλλά όταν αμαρτάνουμε.
[…]Ας σταματήσουμε λοιπόν στο εξής να βαδίζουμε προς τους γκρεμούς και ας συνέλθουμε και αφού αναλογιστούμε όλα αυτά, ας αναπέμψουμε δόξα στον Θεό με τα έργα μας, γιατί δεν είναι αρκετή η δόξα με τα λόγια, για να απολαύσουμε τη δική Του δόξα, την οποία εύχομαι να επιτύχουμε όλοι μας, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, μαζί με τον οποίο στον Πατέρα και συγχρόνως στο Άγιο Πνεύμα ανήκει η δόξα, η δύναμη και η τιμή, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-ad-romanos.pdf
Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στην Προς Ρωμαίους επιστολήν, ομιλία ΣΤ΄[επιλεγμένα αποσπάσματα], πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1984, τόμος 16Β, σελίδες 443-459 και 468-469.
Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
Liddell & Scott, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007),
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου με θέμα:
«Δόξα καὶ τιμὴ καὶ εἰρήνη παντὶ τῷ ἐργαζομένῳ τὸ ἀγαθόν»
[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 10-7-1983]
(Β94)
«Δόξα καὶ τιμὴ καὶ εἰρήνη παντὶ τῷ ἐργαζομένῳ τὸ ἀγαθόν». Αυτό, αγαπητοί μου, μας παραγγέλλει σήμερα ο Απόστολος Παύλος εις την προς Ρωμαίους επιστολήν του. Μία θέσις επικαιροτάτη και πάντοτε σημαντική δια την συντήρησιν μίας κοινωνίας ανθρώπων. Εις αυτήν την θέσιν βεβαίως δεν υπάρχει ευχετική διάθεσις του Αποστόλου. Ότι δηλαδή «ας υπάρχει δόξα και ας υπάρχει τιμή και ειρήνη σε καθέναν που εργάζεται το αγαθόν». Αλλά καθορίζει, τρόπον τινά, μία λειτουργία, έναν νόμο, που υπάρχει εις αυτόν τούτον τον άνθρωπο. Και πραγματικά είναι η σχέσις του αγαθού ή του κακού ως προς την λειτουργικότητα του ιδίου του ανθρώπου. Δηλαδή η δομή της ανθρώπινης υπάρξεως, που δεν είναι παρά η ψυχή και το σώμα, είναι τέτοια ώστε να λειτουργεί αρμονικώς, ευρύθμως, μόνο με την παρουσία του αγαθού. Αντιθέτως, με την παρουσία του κακού, αυτή η ευρυθμία της ανθρωπίνης κατασκευής διαλύεται. Χάνεται κυριολεκτικά. Είναι λοιπόν ένας, ούτως ειπείν, νόμος το αγαθόν, βιολογικός και ψυχολογικός. Δεν παίρνω την σχέση την μεταφυσική, την σχέση του ανθρώπου με τον Θεό, αυτήν την στιγμή που σας ομιλώ. Αλλά παίρνω μόνο ποια είναι η σχέσις αυτών των ιδίων των μερών ή μελών της ανθρωπίνης υπάρξεως από βιολογικής και ψυχολογικής πλευράς, με την παρουσία του αγαθού ή του κακού. Γιατί λέγει ο ίδιος ο Απόστολος λίγο πιο πάνω: «Θλῖψις καί στενοχωρία παντί τῷ ἐργαζομένῳ τό κακόν». «Θλίψις, πίεση, ζούληγμα και στενοχωρία για καθέναν που εργάζεται το κακόν». Αντιθέτως: «Δόξα δέ καὶ τιμὴ καὶ εἰρήνη παντὶ τῷ ἐργαζομένῳ τὸ ἀγαθόν».
Θα πρέπει, αγαπητοί μου, πραγματικά να προσέξομε αυτήν την θέσιν, που ο λόγος του Θεού, δια γραφίδος Αποστόλου Παύλου μας αποκαλύπτει. Θα πρέπει πάρα πολύ, πραγματικά. Παρατηρούμε ότι ο Θεός κατασκεύασε τον άνθρωπον να μην αμαρτάνει. Και συνεπώς η ζωή του ανθρώπου εξαρτάται από την ζωή του Θεού. Εάν ο άνθρωπος, κατά κάποιον τρόπο, αμαρτήσει ή συνεχίζει να αμαρτάνει, αποκόπτεται από τον Θεό και η ζωή η δική του αποκόπτεται οπωσδήποτε από την ζωή του Θεού. Αλλά ο άνθρωπος δεν είναι αυτοζωή. Μόνον ο Θεός είναι αυτοζωή. Και συνεπώς αποκοπτόμενος ο άνθρωπος δια του κακού και όχι δια της εργασίας του αγαθού, νεκρούται ή διαλύεται. Λέγει πολύ ωραία ένας ψαλμικός στίχος: «Ἀποστρέψαντός δέ σου τό πρόσωπον ταραχθήσονται». «Όταν Εσύ ο Θεός, η αυτοζωή, γυρίσεις το πρόσωπό σου -ανθρωπομορφική έκφρασις- τότε τα πάντα, που παίρνουν ζωή από Σένα, όλα θα ταραχθούν, όλα θα αισθανθούν ότι έχασαν τα νερά τους· γιατί τα πάντα από Σένα εξαρτώνται και δεν έχουν από μόνα τους την ζωήν».
Αλλά ας δούμε από πιο κοντά, αγαπητοί μου, το χωρίο αυτό του Αποστόλου Παύλου, το τόσο πολύτιμο, το οποίον σε κάθε στιγμή πειρασμού μας, θα πρέπει να το ανακαλούμε εις την μνήμην μας. Όταν μας τυχαίνει ένας πειρασμός δια να πράξομε το κακόν, τότε αμέσως να ενθυμούμεθα και να λέμε: «Δόξα καὶ τιμὴ καὶ εἰρήνη παντὶ τῷ ἐργαζομένῳ τὸ ἀγαθόν». Και θα αποκρούομε τον πειρασμόν εκείνον, ο οποίος έρχεται να μας ξετινάξει και να μας διαλύσει πραγματικά.
Όταν λέγει εδώ ο Απόστολος Παύλος ότι είναι δόξα και τιμή και ειρήνη στον καθένα που εργάζεται το αγαθόν, μας κάνει εντύπωση αυτό το «παντί». Δηλαδή στον κάθε ένα. Πράγματι, υπάρχει μία καθολικότης του πράγματος. Δεν είναι κάτι το οποίον αφορά μόνο κάποια κατηγορία ανθρώπων. Αλλά όλους τους ανθρώπους όλων των εποχών και κάθε πολιτικής, θα λέγαμε, καταστάσεως, αν είναι αυτοί οι άνθρωποι. Οπουδήποτε κι αν βρίσκονται. Εξάλλου αν παρακολουθήσατε την όλη περικοπή, αναφέρεται εις τον «Ἰουδαῖον» και εις τον «Ἕλληνα». Και «Ἰουδαῖος» είναι εκείνος που έχει τον νόμο του Θεού, ο δε «Ἕλλην» δεν είναι βέβαια ο «Ἕλλην» με τη γεωγραφική σημασία της λέξεως, αλλά με την έννοια της θρησκείας. Δηλαδή την ειδωλολατρικήν, δηλαδή ο ειδωλολάτρης. Ο άνθρωπος ο οποίος δεν έχει τον νόμο του Θεού, αλλά έχει τον νόμο της συνειδήσεως. Έχει δηλαδή αυτήν ταύτην την φύσιν, όπως ο Θεός τον κατεσκεύασε, που είναι η εικόνα του Θεού ο κάθε άνθρωπος και που ο Θεός ετοποθέτησε μέσα στον κάθε άνθρωπο τον άγραφο νόμον Του. Και εάν ο άνθρωπος δεν διεστράφη, τότε ο άγραφος αυτός νόμος διατηρείται μέσα εις την καρδιά και καθοδηγεί τον άνθρωπο. Έτσι θα λέγαμε ότι είναι για κάθε άνθρωπο αυτή η θέσις, ότι πρέπει να τηρεί το αγαθόν. Οποιοσδήποτε κι αν είναι· μικρός και μεγάλος, πολιτισμένος και απολίτιστος, της οποιασδήποτε εποχής.
«Παντὶ», λοιπόν, «τῷ ἐργαζομένῳ τὸ ἀγαθόν». Σας κάνει εντύπωση ότι ενώ μιλήσαμε και είπαμε ότι ο Θεός έβαλε τον νόμο Του μέσα στις καρδιές των ανθρώπων, που είναι άγραφος από ανθρωπίνης πλευράς; Σας κάνει εντύπωση που λέγει εδώ «παντὶ τῷ ἐργαζομένῳ τὸ ἀγαθόν»; Εάν είναι δηλαδή μία έμφυτος κατάστασις, τότε γιατί θα πρέπει να εργαστώ το αγαθόν; Έμφυτος είναι τι; Ο νόμος του Θεού που καθορίζει το τι είναι καλόν και το τι είναι κακόν. Αλλά εγώ θα πρέπει να δουλέψω πάνω πρώτα στην εκλογή του καλού ή του κακού και κατόπιν να αρχίσω να εργάζομαι πάνω στο αγαθόν. Διότι η αναχώρησίς μου από τον Παράδεισον στο πρόσωπο του Αδάμ και της Εύας, μου καθιστά στον παρόντα κόσμο και εις την παρούσα ζωή δύσκολον το αγαθόν. Ενώ θα ήτο πολύ εύκολον, εάν ήμουν μέσα εις τον Παράδεισον. Τώρα που βγήκα από τον Παράδεισον, για μένα τον άνθρωπο είναι δύσκολο το αγαθόν. Θα πρέπει λοιπόν να δουλέψω.
Εξάλλου, δεν είναι δυνατόν να έχει αξία το αγαθόν, από την στιγμή που θα μου δοθεί ως ένα προσόν, για το οποίο δεν θα έχω δουλέψει. Αν, επί παραδείγματι, είμαι υψηλός ή κοντός, αυτό δεν είναι δικό μου θέμα. Αν είμαι έξυπνος ή όχι, αν έχω κάποιες καλλιτεχνικές ικανότητες ή όχι, αυτά είναι προσόντα. Αυτά είναι προσόντα. Δεν έχω να επαινεθώ. Εάν είμαι έξυπνος άνθρωπος, γιατί να καυχηθώ; Γιατί να μου δώσει ο Θεός αμοιβήν; Εκείνος με έκανε έξυπνον. Αλλά εάν έχω αρετήν, επειδή μπαίνει το στοιχείον της εργασίας, μπαίνει το στοιχείον του κόπου, τότε έχω τον έπαινον. Και αυτό έχει πάρα πολλή σημασία και αξία. Δηλαδή, με άλλα λόγια, αγαπητοί μου, το αγαθόν δεν είναι υπόθεσις τυχαία. Είναι υπόθεσις πραγματικής δουλειάς. Πρέπει, συνεπώς, να καταβάλομε τον κόπο μας, την επιμέλειά μας και το ενδιαφέρον μας.
Μην ξεχνάτε ότι ο Θεός όταν ετοποθέτησε τους πρωτοπλάστους εις τον Παράδεισον τούς είπε να εργάζονται. Τι να εργάζονται; Τον κήπον; Μα ο κήπος ήτο αυτοφυής. Ακόμη δεν υπήρχε ανάγκη καν υδρεύσεως. Λέγει σαφώς η Αγία Γραφή ότι ανήρχετο νερό, λέγει, πηγή και επότιζε τον κήπον. Τι έπρεπε να κάνει ο άνθρωπος; Ω, αγαπητοί μου, να εργαστεί τις αρετές. Κι επειδή οι πρωτόπλαστοι δεν εργάστηκαν τις αρετές, δεν επρόσεξαν, που τους είπε ο Θεός να προσέξουν, δηλαδή δεν καλλιέργησαν την προσοχήν, δεν εφρόντισαν περί της ψυχής των, να βάλουν μάντρα, γιατί ο Παράδεισος είναι η ψυχή μας, είναι ακριβέστερα η ύπαρξίς μας, αυτός είναι ο Παράδεισος του Θεού. Δεν είπε ο Κύριος ότι «ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ὑμῶν ἐστίν»; «Είναι μέσα σας».
Και πήραν την εντολή να εργάζονται τον Παράδεισον και να φυλάττουν τον Παράδεισον. Δηλαδή τον εαυτό τους να τον φυλάττουν από το κακό και από τον διάβολο. Και από την αμαρτία. Και να δουλεύουν, θετικώς τώρα, τις εντολές του Θεού. Και τότε, ποιες ήταν οι εντολές του Θεού; Οι εντολές του Θεού ήταν: να εργάζονται. Εντολή ήταν. Να φυλάττουν. Εντολή ήταν. Και να νηστεύουν. Δεν θα φάτε από τον καρπόν αυτόν. Τρεις εντολές. Δεν εδούλεψαν τις εντολές, δεν εργάστηκαν το αγαθόν και απώλεσαν τον Παράδεισον. Και εξήλθον του Παραδείσου. Έφυγε η Χάρις του Θεού. Βεβαίως ήτο τοπικός Παράδεισος. Μη νομίσετε ότι κάνω απλή μεταφορά και τα πράγματα είναι συμβολικά και μεταφορικά. Ήταν πραγματικός Παράδεισος. Αλλά ο καθαυτό πραγματικός Παράδεισος, πέραν από την τοπική του διάσταση, είναι αυτός ούτος ο άνθρωπος! Και απώλεσε ο άνθρωπος την χάρη του Θεού. Πρέπει τώρα να δουλέψει, να εργαστεί, και πολύ πιο σκληρά απ’ ό,τι την πρώτη φορά, πριν χάσει τον Παράδεισον.
Εάν, λοιπόν, λέγει ο Απόστολος, εργαστεί ο καθένας το αγαθόν, τότε σε αυτόν θα είναι δόξα, τιμή, ειρήνη. Τι είναι αυτή η δόξα; Εννοείται, βέβαια, η δόξα του Θεού. Σημειώσατε ότι με τον πλεονασμόν του κακού πια στον κόσμον, το αγαθόν όχι μόνον δεν τιμάται αλλά και διώκεται. Και συνεπώς ο αγαθός άνθρωπος, ο άνθρωπος που εκτελεί το αγαθόν, βεβαίως για μία στιγμή δεν έχει δόξα. Αλλά η δόξα αναφέρεται στον ουρανό. Είναι η θεία δόξα. Είναι εκείνη που θα στεφανώσει αυτός ο Χριστός τον κάθε εργάτη του αγαθού. Όμως, όχι ολιγότερον, παρότι είπα ότι διώκεται το αγαθόν εις τον κόσμον αυτόν, θα σας έλεγα ότι παρά ταύτα, παρά ταύτα και εις τον παρόντα κόσμον το αγαθόν δοξάζεται· διότι ίχνη της εικόνος του Θεού στους ανθρώπους υπάρχουν. Και δεν μπορεί παρά το αγαθόν στα μάτια των ανθρώπων να στέκεται πάντοτε αγαθόν. Και να δοξάζουν τους εργάτας του αγαθού.
Όμως σας λέγω ότι δεν θα αναζητήσομε την δόξα εις τον παρόντα κόσμον. Αλλά εις τον ουρανόν. Και η δόξα πρέπει να αναζητηθεί. Αν αναζητήσομε την δόξα στον παρόντα κόσμο, είμεθα κενόδοξοι· γιατί ο παρών κόσμος φεύγει, απέρχεται. Το σχήμα του κόσμου τούτου περνάει. Και συνεπώς πού θα στηρίξομε την δόξα μας; Σε κάτι που περνά; Να γιατί η δόξα, η αναζήτηση μιας τέτοιας δόξης είναι κενο-δοξία(το κε-με έψιλον). Άδειο πράγμα. Αντιθέτως, δεν μας είπε ο Θεός να μην κυνηγήσομε την δόξα. Αλλά όχι την επίγεια. Αλλά την ουρανία. Και μας είπε έναν δρόμο. Και ο δρόμος αυτός είπε, είναι το αγαθόν. «Θέλεις δόξα; Μπράβο· Εγώ θα σε δοξάσω. Κι Εγώ δοξασμένος είμαι. Και θα’ χεις την δική μου την δόξα. Θέλεις λοιπόν; Ναι. Κοίταξε, θα την τοποθετήσεις εκεί που μένει. Στον ουρανό. Θα επαναλάβω. Τον δρόμο; Άκουσέ τον ποιος είναι. Το αγαθόν. Θα διαπράξεις το αγαθόν. Τραχύς ο δρόμος του αγαθού, δύσκολος. Ζητά πολλή υπομονή, πολλή φροντίδα, πολύ κόπο. Αλλά αυτός είναι ο δρόμος. Άλλος δρόμος δεν υπάρχει. Και γεμάτος πειρασμούς ο δρόμος αυτός».
Έρχεται ο διάβολος και σου λέγει και οι κακοί άνθρωποι, οι πονηροί άνθρωποι: «Κουτός είσαι· τον δρόμον αυτόν διαλέγεις; Υπάρχουν άλλοι δρόμοι εύκολοι». Μπορείς, αδελφέ μου, να αντέξεις τον πειρασμό που θα σου πει το κακόν; Θα σου πει: «Υπάρχουν κι άλλοι δρόμοι εύκολοι». Αυτόν τον δρόμον τον υπέδειξε ο διάβολος στους πρωτοπλάστους. «Θεοί θέλετε να γίνετε; Θεοί θα γίνετε. Α, θεοί, ε; Λοιπόν εγώ θα σας πω έναν εύκολον τρόπον. Όχι με την υπακοή στον Θεό αλλά με την παρακοή στο θέλημα του Θεού. Φάτε λοιπόν τον καρπόν. Παραβείτε την εντολή». Είδατε; Ο εύκολος δρόμος του κακού. Είναι μεγάλος ο πειρασμός. Κι αυτός ο πειρασμός στον οποίον υπέπεσαν και υπέκυψαν οι πρωτόπλαστοι, γιατί δεν θα υποπέσομε εμείς; Κι εκείνοι δεν είχαν στο ενεργητικό τους την αμαρτία. Ούτε την κλίση κανενός προπατορικού αμαρτήματος. Έχομε εμείς. Είμαστε ισχυρότεροι εκείνων; Είναι δύσκολος, λοιπόν, ο δρόμος. Είναι πολύ δύσκολος.
Αλλά όταν λέγει «δόξα», συνεπώς δεν είναι τίποτε άλλο παρά αυτό που είναι και ο προορισμός μας. Αν ερωτήσετε: «Ποιος είναι ο προορισμός μας»; Να δοξαστούμε. Δηλαδή να μην πεθάνομε ποτέ και να είμεθα μέσα στην δόξα του Θεού. Εις τους αιώνας των αιώνων.
«Δόξα καὶ τιμὴ παντὶ τῷ ἐργαζομένῳ τὸ ἀγαθόν», λέγει ο Απόστολος. Μάλιστα. Αυτή η τιμή αγαπητοί μου είναι… ω, η τιμή! Όλοι οι άνθρωποι ξέρετε, θα ήθελαν να έχουν τιμή. Αλλά δεν θα πρέπει κι εδώ να διαλέξομε την γήινη τιμή αλλά την θεία τιμή· που οι άγγελοι θα σκύψουν μπροστά μας. Όχι οι άνθρωποι. Οι άγγελοι, ε; Οι άγγελοι. Μπορείτε να φανταστείτε πως οι άγγελοι έσκυβαν μπροστά στους αγίους; Ω αυτή η τιμή! Αυτή η τιμή είναι κάτι που φανερώνεται με εκείνο που λέγει ο 8ος ψαλμός: «Δόξῃ καί τιμῇ ἐστεφάνωσας αὐτόν». «Με δόξα και τιμή, Κύριε, εστεφάνωσες τον άνθρωπο». Αυτό που θα πει ο Μένανδρος αργότερα, ο Έλληνας, ο Μένανδρος, θα πει: «Ὡς χαρίεν ἐστί ἄνθρωπος ὅταν ἄνθρωπος ᾖ». «Τι χαριτωμένο πλάσμα είναι ο άνθρωπος, όταν είναι άνθρωπος!». Είδατε; «Δόξῃ καί τιμῇ», με δόξα και τιμή εστεφάνωσες, δίκην στεφάνου εστεφάνωσες τον άνθρωπο. Τι ωραίο πράγμα η δόξα και η τιμή! Θα μου πείτε βέβαια· εδώ «τιμή» θα πει ό,τι λέμε: «τιμώ έναν άνθρωπο». Ναι ακριβώς αυτό είναι. Να τιμηθώ, να με εκτιμήσουν. Και θα με εκτιμήσουν μόνον δια της οδού του αγαθού. Του τραχέος δρόμου του αγαθού.
Και ειρήνη. «Δόξα καὶ τιμὴ καὶ εἰρήνη παντὶ τῷ ἐργαζομένῳ τὸ ἀγαθόν». Αυτή η ειρήνη είναι το μέγιστον αγαθόν, είναι ο καρπός. Θέλετε ακόμη; Είναι ο δείκτης, η παρουσία της ειρήνης ή η απουσία της ειρήνης, είναι ο δείκτης της δομής του ανθρώπου, που σας είπα στην αρχή της ομιλίας μου. Δηλαδή, σου λείπει η ειρήνη; Αισθάνεσαι διάλυση. Έχετε αισθανθεί, όταν σας λείπει η ειρήνη, τι αισθάνεσθε; Όλα τα μέλη διαλύονται. Κατ’ αρχάς υπάρχει διάλυση ανάμεσα στην ψυχή και στο σώμα. Υπάρχει μία σύγκρουσις. Κι έπειτα υπάρχει μία διάλυσις ανάμεσα στις δυνάμεις της ψυχής -νοήσεως, βουλήσεως και συναισθήματος- και ανάμεσα στα μέλη τα ίδια του σώματος. Ο άνθρωπος κυριολεκτικά τινάζεται στον αέρα, διαλύεται πραγματικά. Συνεπώς η ειρήνη είναι ένας καρπός· καρπός πάλι, όταν θα βαδίσει ο άνθρωπος τον δρόμο της αρετής, τον δρόμο του αγαθού.
Αλλά εδώ πρέπει να σας πω, τόσην ώρα μιλάω για το αγαθό, τι είναι αυτό το αγαθό; Ποιο είναι; Αυτό το αγαθό, αγαπητοί μου, δεν είναι μία αφηρημένη έννοια· διότι όλοι οι άνθρωποι λίγο πολύ το αγαθό το καταλαβαίνουν. Έχουνε μία εικόνα του αγαθού. Ο μικρός και ο μεγάλος, ο πολιτισμένος και ο απολίτιστος. Ξέρετε όμως πόσος υποκειμενισμός έχει μπει; Και ξέρετε ακόμη αυτό το αγαθόν όπως το θεωρούμε, δεν είναι παρά μία σκιά. Έστω κι αν έχομε σωστή εικόνα του αγαθού. Είναι μία σκιά. Είναι μία αντανάκλασις, ένας απόηχος. Αλλά όταν μιλάμε για μία αντανάκλαση, έχομε έναν ήλιο από πίσω. Όταν μιλάμε για έναν απόηχον, έχομε μία πηγή ήχου πίσω. Ποια είναι αυτή η πηγή του φωτός, η πηγή του ήχου; Είναι όχι κάτι αφηρημένο, αλλά κάτι το συγκεκριμένο. Είναι ένα πρόσωπο, είναι ο Ιησούς Χριστός. Ο Ιησούς Χριστός είναι η πηγή του αγαθού.
Όταν λοιπόν λέγει «παντὶ τῷ ἐργαζομένῳ τὸ ἀγαθόν», θα μπορούσαμε να πούμε ότι ποια είναι η σχέση μας με το πρόσωπον του Ιησού Χριστού, την πηγή του αγαθού; Τι στάση έχομε πάρει εμείς απέναντι στον Χριστόν; Διότι πραγματικά ο Ιησούς Χριστός είναι το αρχέτυπό μας. Βάσει του σχεδίου Χριστός, της Θεανθρωπίνης Του φύσεως, κατασκευάστηκε ο άνθρωπος. Και τώρα, εάν ο Χριστός είναι η πηγή του αγαθού, εγώ πρέπει να ανακλώ το αγαθόν. Για να έχω αρμονική σύνδεση. Να συντονίζομαι ούτως ειπείν, εις το πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Αν δεν τηρώ το αγαθόν, τότε, ή αγνοώ τον Ιησούν Χριστον, τότε δεν είναι δυνατόν να έχω το αγαθόν. Και δεν μπορεί το αγαθό από μόνο του να με σώσει. Δεν είναι δυνατόν. Δεν έχω ειρήνη. Δεν έχω τα αγαθά που μου είπε προηγουμένως ο λόγος του Θεού. Ούτε δόξα, ούτε τιμή. Το καταλάβατε αυτό;
Ξέρετε σήμερα σε τι μεγάλο βαθμό προσπαθούν οι άνθρωποι να βρουν το αγαθόν έξω από τον Ιησούν Χριστόν; Το υπογραμμίζω αυτό. Προσέξατέ το, αγαπητοί μου. Διότι αν μιλήσουμε και σταθούμε έξω από τον Ιησούν Χριστόν ως προς την εργασία του αγαθού, ακούστε τι υπάρχει. Προσέξτε. Δεν μιλάνε όλοι σήμερα για το αγαθό; Όλοι μιλάνε. Ακούστε όμως τι υπάρχει. Το άγχος, η βία και η αλλοτρίωσις. Αυτά είναι σημάδια ότι ο άνθρωπος δεν έχει ειρήνη. Σήμερα οι πιο πολλοί άνθρωποι έχουν άγχος. Σήμερα οι άνθρωποι υφίστανται την βία κάποιων άλλων. Και σήμερα οι άνθρωποι έχουν αλλοτριωθεί πλέον, έχουν αποξενωθεί. Και από τον ίδιο τον εαυτό τους. Δεν μιλάω πια για τον Θεό, γιατί από εκεί είναι η πηγή του κακού, αλλοτριώθηκαν και με τους άλλους ανθρώπους, αποξενώθηκαν, αλλά και με τον εαυτό τους αποξενώθηκαν. Τον βλέπουν τον εαυτό τους και τους είναι σαν κάτι το ξένο. Τον σιχαίνονται τον εαυτό τους, τον αηδιάζουν τον εαυτό τους. Αυτά είναι στοιχεία που δείχνει ότι δεν υπάρχει ούτε δόξα, ούτε τιμή, ούτε ειρήνη. Γιατί; Δεν δουλεύουν το αγαθόν; Πόσα ανθρωπιστικά συνθήματα έχομε περί αγαθού; Στα σχολειά μας, από δω, από κει, μαθαίνομε περί αγαθού. Το αγαθόν δεν είναι αφηρημένον, δεν είναι αφηρημένη έννοια. Το αγαθόν είναι συγκεκριμένο. Είναι ο Ιησούς Χριστός. Γι’ αυτόν τον λόγο παθαίνομε αυτά. Είναι ταλαίπωροι εκείνοι οι οποίοι δεν μπορούν να το καταλάβουν αυτό. Και η εποχή μας έχει πολλούς τέτοιους ταλαίπωρους ανθρώπους. Ας το προσέξομε.
Αλλά και κάτι άλλο. Έξω του Ιησού Χριστού, το αγαθόν παραπαίει. Παραπαίει μέσα σε αυτούς τους μαιάνδρους της ανθρωπίνης λογικής και της ανθρωπίνης καρδίας. Ο καθένας μέσα του ψάχνει και φτιάχνει ένα καλούπι αγαθού, όπως το καταλαβαίνει και όπως το αισθάνεται. Κι εκεί παλεύει μέσα σε αυτό το αυτοκατασκεύαστον, θα λέγαμε, αγαθόν. Όλα αυτά, έξω του Ιησού Χριστού. Θέλετε να σας πάρω ένα παράδειγμα; Ακούσατέ το. Είναι πάρα πολύ χαρακτηριστικό. Σήμερα δεν υπάρχει μου φαίνεται ούτε το πιο μικρό παιδάκι στο σχολείο που να μην άκουσε την λέξη «υπαρξιακός», «υπαρξισμός» κ.ο.κ. Τι είναι αυτό που λέμε υπαρξισμός; Ο υπαρξισμός είναι από την έννοια της υπάρξεως. Αυτό που λέμε «υπάρχω». Προσέξτε, υπάρχω. Είναι λοιπόν μία φιλοσοφική, θα λέγαμε, οπτική γωνιά, που βλέπει την ύπαρξη του ανθρώπου. Αυτή η οπτική γωνιά λέγεται υπαρξισμός. Προσέξτε όμως τώρα. Ο υπαρξισμός δεν προσπαθεί να ερμηνεύσει την ύπαρξη, να μου πει τι είμαι. Αλλά προσπαθεί να βρει το με ποιον τρόπο θα πραγματώσω αυτό που είμαι. Φερειπείν, είμαι εγώ που είμαι. Υπάρχω σε αυτόν τον κόσμο. Τώρα, πώς μπορώ να ζήσω ευτυχισμένα; Δηλαδή να πραγματώσω, να καταξιώσω την ίδια μου την ύπαρξη. Αυτό λέγεται «υπαρξισμός». Λοιπόν, προσέξτε, παρακαλώ. Όλοι τα έχουν ακούσει αυτά, κυκλοφορούν ευρύτατα, δεν θα ΄θελα να δυσκολέψω τις σκέψεις σας, αλλά θα ‘θελα να σας πω, αυτά που ακούτε κάθε μέρα να σας τα βάλω σε κάποια σειρά. Ακούσατε:
Υπάρχει ο υπαρξισμός ο αρνητικός που οδηγεί όχι στον Θεό. Και υπάρχει και ο υπαρξισμός που οδηγεί στον Θεό. Το Ευαγγέλιον δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας οδηγός υπαρξιακός. Μας λέγει πώς να ζήσουμε. Αλλά και σήμερα φιλόσοφοι που μιλάνε για την ύπαρξη και είναι διάχυτες οι ιδέες τους, ιδία στον δυτικόν κόσμον, διάχυτες, μας μιλάνε πώς να ζήσουμε. Εξάλλου τι είναι ο πολιτισμός; Πώς να ζήσει αυτή η ύπαρξίς μου. Αλλά, λέγει, χωρίς Θεό. Προσέξτε· χωρίς Θεό. Γιατί μου βγάζεις τον Θεό; «Γιατί ο Θεός», λέγει, «με δεσμεύει. Και δεν είμαι ελεύθερος να κάνω ό,τι θέλω. Δεν μου χρειάζεται λοιπόν ο Θεός». Έχομε συνεπώς δύο κατευθύνσεις. Ο υπαρξισμός στη μέση. Από δω που οδηγεί στον Θεό και ο άλλος ο υπαρξισμός που οδηγεί στην αθεΐα. Για να δούμε εκεί που οδηγούμεθα στην αθεΐα, ποια είναι τα αποτελέσματα; Δηλαδή υπαρξισμός χωρίς Χριστόν. Έχομε τον μηδενισμόν, έχομε τον αναρχισμόν και στο τέλος την καταστροφήν της υπάρξεως. Αυτή η ίδια η ύπαρξις, ενώ αναζητούσε πώς θα ζήσει, στο τέλος να καταστρέφεται. Κλασική εικόνα τα ναρκωτικά. Ζητώ να ζήσω την ζωή μου, αυτό θα πει «την ύπαρξή μου», να ζήσω την ζωή μου, παίρνω ναρκωτικά και αυτοκαταστρέφομαι. Αντιθέτως η άλλη πορεία. Ο υπαρξισμός που οδηγεί στον Θεό, οδηγεί στον Χριστό. Τι πετυχαίνει; Ανόρθωση της εικόνος του Θεού. Είναι ο πεσμένος άνθρωπος και σηκώνεται η εικόνα του Θεού. Ακόμα έχω οργάνωση αυτών των ανθρωπίνων δυνάμεών μου και συνοχή. Νους, καρδία και βούλησις, ψυχή και σώμα, είναι οργανωμένα μέσα μου, συγκροτημένα. Έχω όχι διαλυμένη αλλά οργανωμένη προσωπικότητα. Τρίτον, έχω σεβασμό και διάσωση της ανθρωπίνης υπάρξεως. Όταν λέμε «ο Χριστιανισμός σώζει», «Ήρθα να σας σώσω», λέει ο Χριστός, τι είναι αυτό «να σας σώσω»; Ακριβώς αυτό. Να σώσει την ύπαρξη.
Όλα αυτά αγαπητοί μου, ξεκινούν από το πώς βλέπω το αγαθόν. Ναι, πώς βλέπω το αγαθόν, αλλά τελικά τι θα διαλέξω; Ένα αυτόνομο αγαθό, ένα αγαθό που δεν έχει καμία σχέση με τον Θεό ή το αγαθό που έχει σχέση με τον Θεό και είναι ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός; Αν διαλέξω ένα αγαθό ανθρωπιστικό, απ’ αυτά που σερβίρει η εποχή μας, θα φθάσω στον μηδενισμό. Και στην καταστροφή της υπάρξεως. Αν διαλέξω το αγαθόν που είναι Αυτός ούτος ο Χριστός, τότε διασώζω την ύπαρξή μου. Και τότε για ‘μένα θα ίσχυε αυτό που λέγει – αθάνατη πια θέση, ο λόγος του Θεού: «Δόξα καὶ τιμὴ καὶ εἰρήνη παντὶ τῷ ἐργαζομένῳ τὸ ἀγαθόν».
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,
ψηφιοποίηση της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας και επιμέλεια: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.
http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_192.mp3
Μέλι ή φαρμάκι;
«Θλίψις καὶ στενοχωρία ἐπὶ πᾶσαν ψυχὴν ἀνθρώπου τοῦ κατεργαζομένου τὸ κακόν…» (Ρωμ. 2,9)
Η ΑΜΑΡΤΙΑ άγαπητοί μου, λέγαμε καὶ σὲ προηγούμενη ομιλία μας, δὲν παρουσιάζεται ὅπως εἶνε στὴν πραγματικότητα. Ἐὰν ἡ ἁμαρτία παρουσιαζόταν ὅπως εἶνε, ὅλοι θὰ τὴν ἀπέφευγαν σὰν τὸν μεγαλύτερο κίνδυνο τῆς ζωῆς τους. Γιατὶ ἡ ἁμαρτία εἶνε σαν μιὰ γυναῖκα ἄσχημη καὶ ἀκάθαρτη ποὺ προκαλεῖ τὴν ἀηδία καὶ τὴν ἀποστροφή. Εἶνε σὰν τὰ τρομερὰ ἐκεῖνα τέρατα, ποὺ εἶδε ὁ Ἰωάννης στὴν Ἀποκάλυψί του νὰ ἔχουν ἕνα κορμὶ μὲ ἑφτὰ κεφάλια, ποὺ τεντώνουν τὸ λαιμό τους καὶ τὸ καθένα ζητάει ν’ ἁρπάξῃ καὶ νὰ φάῃ (βλ. Αποκ. 12,3 – 13,1). Τὰ ἑφτὰ κεφάλια ἁρπάζουν τὰ θύματά τους. Καὶ μὲ ὅποιο στόμα καὶ ἂν φαγωθοῦν, στὸ ἴδιο στομάχι θὰ πᾶνε.
Το τέρας εἶνε ἡ ἁμαρτία. Τὰ ἑφτὰ κεφάλια εἶνε τὰ ἑπτὰ θανάσιμα ἁμαρτήματα. Τὰ θύματα εἶνε οἱ ἄνθρωποι. Το στομάχι εἶνε ὁ ᾅδης, ἡ κόλασι, ὅπου θὰ καταλήξουν ὅλοι οἱ ἀμετανόητοι ἁμαρτωλοί. Ἐν τούτοις οἱ ἄνθρωποι δὲν ἀποφεύγουν τὴν ἁμαρτία. Γιατί; Γιατὶ ἡ ἁμαρτία καμουφλάρεται καὶ παρουσιάζεται στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων διαφορετικὰ ἀπ’ ὅ,τι εἶνε. Διότι ὁ σατανᾶς παίρνει τὴν ἁμαρτία καὶ τὴ ντύνει μὲ τὴν πιὸ ὄμορφη ἐνδυμασία, τὴ στολίζει μὲ ψεύτικα πετράδια, τὴ βάφει μὲ τὰ πιὸ ζωηρά χρώματα, κ’ ἔτσι ἡ ἁμαρτία φαντάζει στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων σὰν κάτι πολὺ σπουδαῖο, ποὺ πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ τ ̓ ἀποκτήσῃ ὁ ἄνθρωπος καὶ νὰ τὸ ἀπολαύσῃ.
* * *
Ἡ ἁμαρτία μοιάζει μ’ ἕνα περίεργο φυτό – λουλούδι, ποὺ φυτρώνει σε τροπικὲς χῶρες. Δροσερά ὀνομάζεται. Ἡ δροσερὰ τὸ πρωΐ ἀνοίγει τὰ φύλλα. Καὶ στὰ φύλλα της χύνει κάποιο ὑγρὸ ποὺ κολλάει κ’ εἶνε γλυκὸ σὰν τὸ μέλι. Τὰ διάφορα μικρὰ ἔντομα πᾶνε καὶ κάθονται πάνω στὰ φύλλα καὶ τρῶνε τὸ μέλι. Τὰ δυστυχισμένα! Ἔτσι ὅπως ἀμέριμνα κάθονται, ξαφνικὰ ἡ δροσερά μαζεύει ὅλα τὰ φύλλα της, τὰ κάνει ἕνα κουβάρι, σκοτώνει ὅλα τὰ ἔντομα καὶ τὰ τρώει. Σε λίγο ἡ δροσερὰ θ ̓ ἀνοίξῃ καὶ πάλι τὰ φύλλα της καὶ θὰ μαζέψῃ ἄλλα ἔντομα.
Μὲ τὸ λουλούδι αὐτὸ μοιάζει καὶ ἡ ἁμαρτία.
Γλυκειὰ φαίνεται στὴν ἀρχὴ ἡ ἁμαρτία. Καὶ οἱ ἄνθρωποι ποὺ πιάνονται ἀπ ̓ αὐτὴν θεωροῦν τὸν ἑαυτό τους εὐτυχισμένο. Τί ὄμορφη, τί γλυκειὰ εἶνε ἡ ζωὴ ποὺ ζοῦμε! λένε. Τρῶνε τὸ μέλι τῆς ἁμαρτίας. Ἀλλὰ δὲν θὰ περάσῃ πολὺς καίρὸς καὶ ἡ ἁμαρτία, ποὺ τόσο ὄμορφη καὶ γλυκειὰ φαίνεται, θὰ δείξῃ τί εἶνε. Εἶνε ἀνησυχία καὶ ἀγωνία. Εἶνε φθορὰ καὶ καταστροφή. Εἶνε ἐξευτελισμὸς καὶ ἀτιμία. Εἶνε θάνατος πικρός. Εἶνε ᾅδης καὶ κόλασι. Θέλετε νὰ δῆτε ἕνα παράδειγμα; Εἶνε οἱ νέοι τῆς ἐποχῆς μας. Εἶνε οἱ νέοι ἰδίως ποὺ ζοῦν στίς λεγόμενες Σκανδιναυϊκὲς χῶρες, ὅπως ἡ Δανία, ἡ Σουηδία, ἡ Νορβηγία, ἡ Φιλανδία. Αὐτοὶ οἱ νέοι πέταξαν σὰν κάτι ἄχρηστο τίς χριστιανικὲς ἰδέες περὶ ἐγκρατείας καὶ σωφροσύνης. Ἡ ἁμαρτία, ἡ πιὸ ἀκάθαρτη καὶ βδελυρή, δὲν θεωρεῖται πιὰ κακό. Νέοι καί νέες, χωρὶς νὰ ντρέπωνται, χωρὶς νὰ φοβοῦνται κανένα, κάνουν τὴν ἁμαρτία σὰν κάτι πολὺ φυσικό, σὰν νὰ πίνουν ἕνα ποτήρι νερό.
Ἡ ντόλτσε βίτα (=γλυκειά ζωή) εἶνε τὸ σύνθημά τους. Οἱ νέοι αὐτοὶ κοπάδια – κοπάδια φεύγουν ἀπὸ τὴν πατρίδα τους καὶ ταξιδεύουν σὲ διάφορες χώρες, γιὰ ν’ ἀπολαύσουν πιὸ πολὺ τὴ «γλυκειά ζωή». Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα; Γλυκειὰ στὴν ἀρχὴ ἡ ζωή, ἀλλὰ στὸ τέλος ἀποδεικνύεται μιὰ ζωὴ ποὺ κλείνει μέσα της τὴν πίκρα καὶ τὸ θάνατο. Νέοι αὐτοί, στὴν ἀκμὴ τῆς πιὸ ὡραίας ἡλικίας, ποὺ θά ‘πρεπε νὰ λάμπουν ἀπὸ χαρὰ κ΄ αἰσιοδοξία, ὕστερα ἀπὸ τὴν ἄσωτη καὶ διεφθαρμένη ζωὴ ποὺ κάνουν, καταντοῦν σκεπτικοί, μελαγχολικοί. Δεν βλέπουν πιὰ νὰ ἔχῃ κάποιο νόημα η ζωή. Καὶ αὐτοκτονοῦν. Δὲν θέλουν πιὰ νὰ ζοῦν. Ἡ ἁμαρτία, στὴν ὁποία δούλεψαν καὶ ξώδεψαν ὅλες τὶς δυνάμεις τους, τοὺς πληρώνει τώρα ἀκριβά· τοὺς πληρώνει μὲ τὸ θάνατο.
* * *
Καὶ δὲν δοκιμάζουν μόνο οἱ νέοι ποὺ ἁμαρτάνουν καὶ ζοῦν μιὰ ἀκόλαστη ζωὴ πόσο πικρὴ εἶνε στὸ τέλος ἡ ἁμαρτία, ἀλλὰ καὶ κάθε ἄνθρωπος, ποὺ ἁμαρτάνει καὶ δὲν μετανοεῖ καὶ δὲν ζητεῖ ἔλεος καί συγχώρησι ἀπὸ τὸ Θεό, ἀλλὰ ἐπιμένει στὴν ἁμαρτία, κι· αὐτὸς θὰ δοκιμάσῃ τὰ θλιβερά ἀποτελέσματα τῆς ἁμαρτίας. Αὐτὸς π.χ. ποὺ εἶνε κλέφτης καὶ κατορθώνει μὲ τέχνη να κλέβῃ μικροὺς καὶ μεγάλους καὶ ν’ ἀνοίγῃ σπίτια καί μαγαζιὰ καὶ νὰ ζῇ μὲ ξένα χρήματα, χωρίς κόπο καὶ ἱδρῶτα, θὰ ἔρθῃ ἡ ὥρα ποὺ θὰ πληρώσῃ τὴν ἁμαρτία του αὐτή. Κάνοντας την κλοπὴ πίστευε πως κανένας δὲν θὰ μποροῦσε νὰ τὸν ἀνακαλύψῃ. Ἀλλὰ νά ̇ ἡ ἀστυνομία, ἀπὸ κάποια λεπτομέρεια ἀσήμαντη, πιάνει τὴν κλωστή, βρίσκει τὴν ἄκρη, καὶ ξετυλίγοντας τὸ κουβάρι φτάνει στὸ τέλος, ἀνακαλύπτει τὸ δράστη, κ’ ἕνα ὄργανο τῆς τάξεως χτυπᾷ τὴν πόρτα του. Μόλις ὁ ἔνοχος τὸ βλέπῃ, ἀνησυχεῖ, ταράζεται. Φίδια τὸν ζώνουν. Ἄχ, μὲ ἀνακάλυψαν! λέει. Τί θὰ γίνω; Καταραμένη νὰ εἶνε ἡ ὥρα ποὺ ἔμαθα νὰ κλέβω καὶ νὰ ζῶ μὲ τὸν ξένο ἱδρῶτα… Στὴ φυλακὴ τώρα ποὺ θὰ πάῃ, ἐκεῖ θὰ ἔχῃ καίρὸ νὰ σκεφτῇ σοβαρὰ καὶ νὰ μάθῃ ὅτι ἡ ἁμαρτία, ποὺ στὴν ἀρχὴ τόσα κέρδη τοῦ ἔφερνε, στὸ τέλος τὸν ἔκλεισε στὴ φυλακὴ καὶ τώρα δὲν ἔχει ἕνα τάλληρο γιὰ ν’ ἀγοράσῃ ἕνα καρβέλι ψωμί.
Νά κ ̓ ἕνας ἄλλος ἁμαρτωλός. Δὲν ἔκλεψε αὐτός, δὲν ἄνοιξε σπίτια καὶ μαγαζιά· ἀλλ ̓ ἔκανε κάτι χειρότερο ἀπὸ κλοπὴ καὶ διάρρηξι. Μὲ σατανικό τρόπο, μὲ ψευτιὲς καὶ κολακεῖες καὶ ὑποσχέσεις, κατώρθωσε ν’ ἀπατήσῃ τὴ γυναῖκα τοῦ συχωριανοῦ του, τοῦ γείτονά του, τοῦ φίλου του, τοῦ συγγενοῦς του, νὰ τὴν παρασύρῃ στὴ βδελυρὴ ἁμαρτία τῆς μοιχείας, καὶ νὰ σκορπίσῃ μέσ ̓ στὸ σπίτι τὴ δυστυχία καὶ τὴ συμφορά. Τί, νομίζετε ὅτι εἶνε ευτυχισμένος; Κάθε ἄλλο. Αν μπορούσατε ν’ ἀνοίξετε τὴν καρδιά του, θὰ βλέπατε ὅτι κάποιος σκορπιὸς τὸν κεντάει καὶ δὲν τὸν ἀφήνει ἥσυχο. Εἶνε ἡ φωνὴ τῆς συνειδήσεώς του, ποὺ ὁσοδήποτε καὶ ἂν φαίνεται ὅτι κοιμᾶται, ξυπνᾷ καὶ φωνάζει δυνατά· Ἄτιμε, κακοῦργε, τί ἔκανες; Κατέστρεψες τὸ σπίτι τοῦ γείτονά σου!… Καὶ ἡ φωνὴ αὐτὴ δὲν τὸν ἀφήνει ἥσυχο.
* * *
Ἀλλὰ εἶνε ἀνάγκη, ἀγαπητοί μου, νὰ τρέξουμε στοὺς ἄλλους ποὺ ἁμαρτάνουν, γιὰ νὰ διαπιστώσουμε τί συμβαίνει στίς καρδιές τους ὅταν κάνουν τὴν ἁμαρτία;
Ἡ ἀπόδειξις εἶνε πολὺ κοντά μας. Εἴμαστ’ ἐμεῖς. Μήπως ἐμεῖς δὲν ἁμαρτάνουμε; Ὅποιος πῇ πὼς δὲν ἁμάρτησε ποτέ, λέει ψέματα. Γιατὶ δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος, «ὅς ζήσεται καὶ οὐχ ἁμαρτήσει». Ἕνας μόνο ὑπῆρξε χωρὶς ἁμαρτία, ὁ Χριστός. Τί συμβαίνει λοιπὸν μέσα μας ὅταν διαπράξουμε κάποια ἁμαρτία, μικρὴ ἢ μεγάλη; Ἔχετε δεῖ παιδί, ποὺ ἔκανε κάποια ἀταξία, πῶς γυρίζει στὸ πατρικό του σπίτι; Εἶνε στενοχωρημένο καὶ ἀνήσυχο. Ὁ πατέρας καταλαβαίνει πὼς κάτι ἔκανε τὸ παιδί, καὶ γι’ αὐτὸ ἡ λύπη εἶνε ζωγραφισμένη στὸ πρόσωπό του. Καὶ μόνο ἂν τὸ παιδὶ πῇ τὴν ἀταξία ποὺ ἔκανε κι ὁ πατέρας τὸ συχωρέσῃ καὶ τοῦ δείξῃ πάλι ἀγάπη καὶ συμπάθεια, τὸ παιδὶ ξαναβρίσκει τη χαρά. Αντιθέτως, ὅταν τὸ παιδὶ κάνῃ μιὰ καλὴ πρᾶξι, ὦ τότε μὲ πόση χαρὰ τρέχει στο σπίτι γιὰ ν ̓ ἀκούσῃ ἀπὸ τὸν πατέρα του νὰ τὸ συγχαίρῃ καὶ νὰ τὸ ἐπαινῇ!
Παιδιὰ κ’ ἐμεῖς τοῦ οὐρανίου Πατέρα μας, ὅταν ἐκτελοῦμε τὸ θέλημά του τὸ ἅγιο καὶ κάνουμε τὸ καλό, ὦ τότε τί χαρά, τί εἰρήνη καὶ εὐτυχία εἶνε αὐτὴ ποὺ δοκιμάζουμε στὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μας! Ἀλλ ̓ ὅταν, ἀντιθέτως, πᾶμε ἐνάντια πρὸς τὸ θέλημα τοῦ οὐρανίου Πατέρα καὶ ζοῦμε μιὰ ζωὴ ἁμαρτωλή, τότε ἀνάπαυσι δὲν δοκιμάζει ἡ καρδιά μας. Εἴμαστε θλιμμένοι καὶ στενοχωρημένοι, καὶ δὲν μποροῦμε νὰ ἐξηγήσουμε τὴν αἰτία τῆς λύπης μας, ποὺ δὲν εἶνε ἄλλος παρὰ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι μὲ τὶς ἁμαρτίες ποὺ διαπράττουμε. Ἔφυγε ἡ χαρὰ ἀπὸ μᾶς, γιατὶ ἁμαρτήσαμε πολύ. Καὶ ἔτσι στὸν αἰῶνα μας γιὰ μιὰ ἀκόμη φορὰ ἀποδεικνύεται πόσο ἀληθινὸς εἶνε ὁ λόγος τοῦ Ἀποστόλου ποὺ ἀκούστηκε σήμερα· «Θλίψις καὶ στενοχωρία ἐπὶ πᾶσαν ψυχὴν ἀνθρώπου τοῦ κατεργαζομένου τὸ κακόν, Ἰουδαίου τε πρῶτον καὶ Ἕλληνος· δόξα δὲ καὶ τιμὴ καὶ εἰρήνη παντὶ τῷ ἐργαζομένῳ τὸ ἀγαθόν, Ἰουδαίῳ τε πρῶτον καὶ Ἕλληνι» (Ρωμ. 2,9-10).