ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ

Αποστολική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ — Ρωμ. (Ε΄ 1 — 10)

Προς Ρωμαί­ους, κεφ. 5, εδά­φια 1–10

1 Δικαιω­θέν­τες οὖν ἐκ πίστε­ως εἰρή­νην ἔχο­μεν πρὸς τὸν Θεὸν διὰ τοῦ Κυρί­ου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χρι­στοῦ 2 δι᾿ οὗ καὶ τὴν προ­σα­γω­γὴν ἐσχή­κα­μεν τῇ πίστει εἰς τὴν χάριν ταύ­την ἐν ᾗ ἑστή­κα­μεν, καὶ καυ­χώ­με­θα ἐπ᾿ ἐλπί­δι τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ. 3 Οὐ μόνον δέ, ἀλλὰ καὶ καυ­χώ­με­θα ἐν ταῖς θλί­ψε­σιν, εἰδό­τες ὅτι ἡ θλῖ­ψις ὑπο­μο­νὴν κατερ­γά­ζε­ται 4 ἡ δὲ ὑπο­μο­νὴ δοκι­μήν, ἡ δὲ δοκι­μὴ ἐλπί­δα, 5 ἡ δὲ ἐλπὶς οὐ καται­σχύ­νει, ὅτι ἡ ἀγά­πη τοῦ Θεοῦ ἐκκέ­χυ­ται ἐν ταῖς καρ­δί­αις ἡμῶν διὰ Πνεύ­μα­τος ῾Αγί­ου τοῦ δοθέν­τος ἡμῖν. 6 ῎Ετι γὰρ Χρι­στὸς ὄντων ἡμῶν ἀσθε­νῶν κατὰ και­ρὸν ὑπὲρ ἀσε­βῶν ἀπέ­θα­νε 7 μόλις γὰρ ὑπὲρ δικαί­ου τις ἀπο­θα­νεῖ­ται· ὑπὲρ γὰρ τοῦ ἀγα­θοῦ τάχα τις καὶ τολ­μᾷ ἀπο­θα­νεῖν 8 συνί­στη­σι δὲ τὴν ἑαυ­τοῦ ἀγά­πην εἰς ἡμᾶς ὁ Θεός, ὅτι ἔτι ἁμαρ­τω­λῶν ὄντων ἡμῶν Χρι­στὸς ὑπὲρ ἡμῶν ἀπέ­θα­νε. 9 Πολ­λῷ οὖν μᾶλ­λον δικαιω­θέν­τες νῦν ἐν τῷ αἵμα­τι αὐτοῦ σωθη­σό­με­θα δι᾿ αὐτοῦ ἀπὸ τῆς ὀργῆς. 10 Εἰ γὰρ ἐχθροὶ ὄντες κατηλ­λά­γη­μεν τῷ Θεῷ διὰ τοῦ θανά­του τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, πολ­λῷ μᾶλ­λον καταλ­λα­γέν­τες σωθη­σό­με­θα ἐν τῇ ζωῇ αὐτοῦ.

Αφού, λοι­πόν, ελά­βο­μεν την δικαί­ω­σιν δια της πίστε­ως, έχο­μεν ειρή­νην με τον Θεόν δια μέσου του Κυρί­ου ημών Ιησού Χρι­στού. Αυτός δια της πίστε­ώς μας έχει φέρει εις την περιο­χήν της χάρι­τος, εις την οποί­αν έχο­μεν πλέ­ον στα­θή και εδραιω­θή και καυ­χώ­με­θα με την βεβαί­αν ελπί­δα, ότι θα απο­λαύ­σω­μεν την δόξαν του Θεού. Δεν καυ­χώ­με­θα δε μόνον δια την χάριν, που ελά­βο­μεν και την δόξαν που θα απο­λαύ­σω­μεν, αλλά και δια τας θλί­ψεις, επει­δή γνω­ρί­ζο­μεν καλά, ότι η θλί­ψις εργά­ζε­ται σιγά-σιγά και φέρει ως πολύ­τι­μον αγα­θόν την υπο­μο­νήν, η δε υπο­μο­νήν έχει ως καρ­πόν της την δοκι­μα­σμέ­νην αρε­τήν, η δε δοκι­μα­σμέ­νη αρε­τή φέρει την στα­θε­ράν ελπί­δα προς τον Θεόν. Αυτή δε η ελπίς, διό­τι δεν δια­ψεύ­δε­ται ποτέ, δεν εντρο­πιά­ζει και δεν απο­γο­η­τεύ­ει αυτόν που την έχει. Δεν μας εντρο­πιά­ζει δε, διό­τι η αγά­πη του Θεού έχει πλου­σία χυθή και πλημ­μυ­ρί­σει τας καρ­δί­ας μας με το Αγιον Πνεύ­μα, το οποί­ον μας εδό­θη ως προ­κα­τα­βο­λή και ως απαρ­χή των υψί­στων δωρε­ών, τας οποί­ας έχο­μεν βεβαί­αν την ελπί­δα, ότι θα λάβω­μεν από τον Θεόν. Η άπει­ρος δε αυτή αγά­πη και συγ­κα­τά­βα­σις του Θεού προς ημάς εφά­νη και εκ του υψί­στου γεγο­νό­τος, ότι καθ’ ον χρό­νον ημείς ήμε­θα ασθε­νείς πνευ­μα­τι­κώς, αμαρ­τω­λοί και ένο­χοι, ο Χρι­στός στον κατάλ­λη­λον και­ρόν, που είχεν ορί­σει με την πρό­γνω­σίν του ο Θεός, απέ­θα­νεν επί του σταυ­ρού, δια να σώση με την λυτρω­τι­κήν του θυσί­αν τους ασε­βείς. Μεγί­στη όντως η αγά­πη του Θεού. Διό­τι μόλις και μετά δυσκο­λί­ας θα υπάρ­ξη άνθρω­πος να θυσια­σθή δια κάποιον δίκαιον. Δια τον αγα­θόν ίσως και να τολ­μή­ση κανείς να απο­θά­νη. Ο Θεός όμως δει­κνύ­ει και επι­βε­βαιώ­νει κατά ένα τρό­πον αναν­τίρ­ρη­τον την αγά­πην του προς ημάς εκ του γεγο­νό­τος ότι, ενώ ημείς ήμε­θα αμαρ­τω­λοί, ο Χρι­στός εθυ­σιά­σθη προς χάριν ημών. Πολύ περισ­σό­τε­ρον, λοι­πόν, τώρα που ελά­βο­μεν την δικαί­ω­σιν με το αίμα της θυσί­ας του, θα σωθώ­μεν ασφα­λώς δι’ αυτού από την μέλ­λου­σαν οργήν. 10 Διό­τι εάν, ενώ ήμε­θα εχθροί, εσυμ­φι­λιώ­θη­μεν με τον Θεόν δια του σταυ­ρι­κού θανά­του του Υιού του, πολύ περισ­σό­τε­ρον τώρα, που έχο­μεν συμ­φι­λιω­θή, θα σωθώ­μεν δια μέσου του ζών­τος αιω­νί­ως πλη­σί­ον του Θεού Κυρί­ου, αρχιε­ρέ­ως και μεσί­του ημών Ιησού Χρι­στού.

1 Αφού λοι­πόν γίνα­με δίκαιοι μέσω της πίστε­ως, έχου­με ειρή­νη με τον Θεό δια­μέ­σου της μεσι­τεί­ας του Κυρί­ου μας Ιησού Χρι­στού, 2 ο Οποί­ος με την πίστη μας προς Αυτόν μας έχει ήδη φέρει στην κατά­στα­ση αυτή της χάρι­τος, στην οποία στε­κό­μα­στε στε­ρεά. Και δεν τρέ­μου­με τώρα την θεία οργή, αλλά καυ­χό­μα­στε ελπί­ζον­τας ότι θα απο­λαύ­σου­με τη δόξα του Θεού 3 και δεν καυ­χό­μα­στε μόνο για τη δόξα που ελπί­ζου­με, αλλά καυ­χό­μα­στε και για τις θλί­ψεις· διό­τι γνω­ρί­ζου­με ότι η θλί­ψη παρά­γει σιγά-σιγά ως μόνι­μο και τέλειο έργο την υπο­μο­νή, 4 η υπο­μο­νή παρά­γει αρε­τή δοκι­μα­σμέ­νη και τέλεια, και η δοκι­μα­σμέ­νη αρε­τή παρά­γει την ελπί­δα στον Θεό. 5 Και η ελπί­δα αυτή δεν ντρο­πιά­ζει και δεν δια­ψεύ­δει αυτόν που την έχει, διό­τι η αγά­πη που έδει­ξε σε μας ο Θεός, στον Οποίο ελπί­ζου­με, εκχύ­θη­κε και πλημ­μύ­ρι­σε τις καρ­διές μας με το Άγιο Πνεύ­μα που μας δόθη­κε ως αρρα­βώ­νας της ελπί­δας μας. 6 Και είναι πραγ­μα­τι­κά αξιο­θαύ­μα­στη και μονα­δι­κή η αγά­πη που μας έδει­ξε ο Θεός· διό­τι όταν εμείς ήμα­σταν ακό­μη ασθε­νείς πνευ­μα­τι­κά και δεν μπο­ρού­σα­με να εργα­στού­με το καλό και να απαλ­λα­γού­με μόνοι μας από την οργή, ο Χρι­στός στον κατάλ­λη­λο χρό­νο που είχε ορί­σει ο Θεός, πέθα­νε για να σώσει ανθρώ­πους ασε­βείς. 7 Κι αυτό απο­δει­κνύ­ει πράγ­μα­τι την μεγά­λη αγά­πη του Θεού· διό­τι μόλις και μετά βίας θα βρε­θεί άνθρω­πος να πεθά­νει για κάποιον δίκαιο· διό­τι για έναν καλό άνθρω­πο ίσως να έκα­νε κανείς την τόλ­μη να πεθά­νει. 8 Ο Θεός όμως δεί­χνει περί­τρα­να την αγά­πη που έχει από τα βάθη Του για μας, διό­τι ο Χρι­στός πέθα­νε για χάρη μας, όταν εμείς ήμα­σταν ακό­μη γεμά­τοι αμαρ­τί­ες. 9 Πολύ περισ­σό­τε­ρο λοι­πόν τώρα που δικαιω­θή­κα­με με το αίμα και τη θυσία του Χρι­στού, θα σωθού­με μέσω Αυτού από την μέλ­λου­σα οργή. 10 Διό­τι εάν συμ­φι­λιω­θή­κα­με με τον Θεό με τον θάνα­το του Υιού Του όταν ήμα­σταν εχθροί, πολύ περισ­σό­τε­ρο τώρα που συμ­φι­λιω­θή­κα­με θα σωθού­με δια­μέ­σου του Χρι­στού, ο Οποί­ος δεν υπάρ­χει πλέ­ον ανάγ­κη να πεθά­νει, αλλά ζει ένδο­ξος στους ουρα­νούς ως μεσί­της δικός μας.

Ἀφοῦ λοι­πὸν δικαιω­θή­κα­με ἀπὸ τὴν πίστι, ἔχου­με εἰρή­νη μὲ τὸ Θεὸ διὰ μέσου τοῦ Kυρί­ου μας Ἰησοῦ Xρι­στοῦ. Aὐτὸς καὶ μᾶς ἔφε­ρε διὰ τῆς πίστε­ως στὴν κατά­στα­σι αὐτῆς τῆς χάρι­τος, στὴν ὁποία στε­κό­με­θα. Kαὶ χαί­ρου­με γιὰ τὴν ἐλπί­δα ν’ ἀπο­λαύ­σω­με τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Ὄχι δὲ μόνον αὐτό, ἀλλὰ χαί­ρου­με καὶ γιὰ τὶς θλί­ψεις, διό­τι γνω­ρί­ζου­με, ὅτι ἡ θλῖ­ψι ἀσκεῖ σὲ ὑπο­μο­νή, ἡ δὲ ὑπο­μο­νὴ σφυ­ρη­λα­τεῖ χαρα­κτῆ­ρα, ὁ δὲ χαρα­κτὴρ εἶναι τὸ ἔδα­φος γιὰ ἐλπί­δα. Ἡ δὲ ἐλπίς (δὲν δια­ψεύ­δε­ται καί) δὲν ντρο­πιά­ζει, ἀφοῦ ἡ ἀγά­πη τοῦ Θεοῦ χύθη­κε πλου­σί­ως στὶς καρ­διές μας μὲ τὸ Πνεῦ­μα τὸ Ἅγιο ποὺ μᾶς δόθη­κε. «Πολ­λῷ μᾶλ­λον καταλ­λα­γέν­τες σωθη­σό­με­θα ἐν τῇ ζωῇ αὐτοῦ» Mάλι­στα, ἐνῷ ἐμεῖς ἤμα­σταν ἀκό­μη στὴν κατά­στα­σι τῆς ἁμαρ­τί­ας, ὁ Xρι­στὸς στὸν κατάλ­λη­λο και­ρὸ πέθα­νε γιὰ μᾶς τοὺς ἀσε­βεῖς. Mὲ πολ­λὴ βεβαί­ως δυσκο­λία θὰ πεθά­νῃ κανεὶς γιὰ κάποιον καλό. Nαί, γιὰ τὸν καλὸ ἴσως καὶ θ’ ἀπο­φα­σί­σῃ κάποιος νὰ πεθά­νῃ. Ἀλλ’ ὁ Θεὸς δει­κνύ­ει περι­τρά­νως τὴν ἀγά­πη του πρὸς ἐμᾶς, διό­τι, ἐνῷ ἀκό­μη ἤμα­σταν στὴν κατά­στα­σι τῆς ἁμαρ­τί­ας, ὁ Xρι­στὸς πέθα­νε γιὰ μᾶς. Πολὺ δὲ εὐκο­λώ­τε­ρα τώρα, ἀφοῦ δικαιω­θή­κα­με μὲ τὸ αἷμα του, θὰ σωθοῦ­με δι’ αὐτοῦ ἀπὸ τήν (μέλ­λου­σα) ὀργή. 10 Ἀφοῦ ἐπί­σης, ἐνῷ ἤμα­σταν ἐχθροί, συμ­φι­λιω­θή­κα­με μὲ τὸ Θεὸ διὰ τοῦ θανά­του τοῦ Yἱοῦ του, πολὺ εὐκο­λώ­τε­ρα συμ­φι­λιω­μέ­νοι θὰ σωθοῦ­με κατὰ τὴ ζωή του (Ἀφοῦ δηλα­δὴ σωθή­κα­με τότε, ὅταν ἡ σωτη­ρία ἦταν δύσκο­λη, διό­τι ὡς ἁμαρ­τω­λοὶ καὶ ἀσε­βεῖς ἤμα­σταν ἐχθροὶ τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ σωτη­ρία μας στοί­χι­σε τὸ θάνα­το τοῦ Yἱοῦ τοῦ Θεοῦ, πολὺ εὐκο­λώ­τε­ρα θὰ σωθοῦ­με τώρα, διό­τι τώρα εἴμα­στε συμ­φι­λιω­μέ­νοι μὲ τὸ Θεὸ καὶ ὁ Xρι­στὸς βρί­σκε­ται σὲ κατά­στα­σι ζωῆς, ἡ σωτη­ρία μας δὲν στοι­χί­ζει πλέ­ον θάνα­το τοῦ Yἱοῦ τοῦ Θεοῦ).

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (Ερμη­νεία Περι­κο­πής)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ

«Δικαιω­θέν­τες οὖν ἐκ πίστε­ως εἰρή­νην ἔχο­μεν πρὸς τὸν Θεὸν διὰ τοῦ Κυρί­ου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χρι­στοῦ(:Αφού λοι­πόν γίνα­με δίκαιοι μέσω της πίστε­ως, έχου­με ειρή­νη με τον Θεό δια­μέ­σου της μεσι­τεί­ας του Κυρί­ου μας Ιησού Χρι­στού)»[Ρωμ.5,1].

Τι σημαί­νει: «εἰρή­νην ἔχο­μεν»; Μερι­κοί λέγουν ότι σημαί­νει «δεν διχο­γνω­μού­με μετέ­χον­τας σε λεκτι­κές δια­μά­χες για την εφαρ­μο­γή του μωσαϊ­κού νόμου», εμέ­να όμως μου φαί­νε­ται πως μας μιλά­ει στο εξής για την όλη συμ­πε­ρι­φο­ρά μας. Επει­δή λοι­πόν είπε πολ­λά για την πίστη και τη δικαί­ω­ση από τα έργα, αυτήν πρώ­τα έβα­λε. Για να μη νομί­σει κανείς πως τα λόγια αυτά είναι κάτι για το οποίο μπο­ρού­με να αδια­φο­ρή­σου­με, λέγει: «έχου­με ειρή­νη». Δηλα­δή, ας μην αμαρ­τά­νου­με ποτέ πια, ούτε να επι­στρέ­φου­με προς τα προ­η­γού­με­να, για­τί αυτό σημαί­νει ότι έχου­με πόλε­μο με τον Θεό. «Και πώς είναι δυνα­τό», ανα­ρω­τιέ­ται ίσως κάποιος, «το να μην αμαρ­τά­νου­με ποτέ πια;». Πώς έγι­νε δυνα­τό το προ­η­γού­με­νο; Για­τί, αν, ενώ ήμα­σταν υπεύ­θυ­νοι για τόσα αμαρ­τή­μα­τα, απαλ­λα­χτή­κα­με με τον Χρι­στό από όλα, πολύ περισ­σό­τε­ρο θα μπο­ρέ­σου­με με Αυτόν να μεί­νου­με σε εκεί­να που είμα­στε.

Για­τί δεν είναι το ίδιο να απο­κτή­σου­με ειρή­νη που δεν υπήρ­χε, και να κρα­τή­σου­με αυτήν που δόθη­κε, επει­δή βέβαια η από­κτη­ση είναι πιο δύσκο­λο πράγ­μα από τη φύλα­ξη. Αλλά όμως το πιο δύσκο­λο έγι­νε εύκο­λο και πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε. Επο­μέ­νως και το πιο εύκο­λο θα είναι ευκο­λο­κα­τόρ­θω­το σε εμάς, αν ακο­λου­θού­με Εκεί­νον που για χάρη μας κατόρ­θω­σε και αυτά. Εδώ όμως μου φαί­νε­ται πως δεν υπο­νο­εί μόνο το εύκο­λο, αλλά και το εύλο­γο. Για­τί, αν Αυτός μας συμ­φι­λί­ω­σε, ενώ ήμα­σταν εχθροί Του, είναι εύλο­γο να παρα­μέ­νου­με στη συμ­φι­λί­ω­ση και να Του απο­δώ­σου­με αυτήν την αμοι­βή, για να μη φανεί πως έχει συμ­φι­λιώ­σει με τον Πατέ­ρα σκαιούς και αχα­ρί­στους.

«δι᾿ οὗ καὶ τὴν προ­σα­γω­γὴν ἐσχή­κα­μεν τῇ πίστει εἰς τὴν χάριν ταύ­την ἐν ᾗ ἑστή­κα­μεν(: ο Οποί­ος με την πίστη μας προς Αυτόν μας έχει ήδη φέρει στην κατά­στα­ση αυτή της χάρι­τος, στην οποία στε­κό­μα­στε στε­ρεά)»[Ρωμ.5,2]. «Για­τί ο Χρι­στός», λέγει, «μας έφε­ρε με την πίστη μας στην κατά­στα­ση αυτή της χάρι­τος, στην οποία έχου­με πλέ­ον στα­θεί και εδραιω­θεί». Εάν λοι­πόν, ενώ βρι­σκό­μα­σταν μακριά, μας έφε­ρε κον­τά, πολύ περισ­σό­τε­ρο θα μας κρα­τή­σει, αν πλη­σιά­σου­με κον­τά.

Εσύ όμως πρό­σε­χε, παρα­κα­λώ, πως παν­τού ανα­φέ­ρει τα δύο, και τα του Κυρί­ου Ιησού Χρι­στού και τα δικά μας. Αλλά τα δικά Του βέβαια είναι ποι­κί­λα και πολ­λά και δια­φο­ρε­τι­κά, για­τί και πέθα­νε για χάρη μας, και μας συμ­φι­λί­ω­σε, και μας οδή­γη­σε κον­τά, και μας έδω­σε χάρη ανέκ­φρα­στη, ενώ εμείς προ­σφέ­ρα­με την πίστη μόνο. Γι’ αυτό, λέγει: «με την πίστη μας προς Αυτόν μας έχει ήδη φέρει στην κατά­στα­ση αυτή της χάρι­τος, στην οποία στε­κό­μα­στε στε­ρεά». Πες μου, ποια «χάριν»; Το να κατα­ξιω­θού­με να γνω­ρί­σου­με τον Θεό, το να απαλ­λα­χτού­με από την πλά­νη, το να γνω­ρί­σου­με καλά την αλή­θεια, το να επι­τύ­χου­με με βάπτι­σμα όλα τα αγα­θά. Σε αυτό λοι­πόν μας οδή­γη­σε, για να λάβου­με αυτά τα δώρα· ούτε βέβαια απλά για να γίνει συγ­χώ­ρη­ση και απαλ­λα­γή από τα αμαρ­τή­μα­τα μόνο, αλλά για να απο­λαύ­σου­με και άπει­ρα αξιώ­μα­τα.

Και ούτε σε αυτά στα­μά­τη­σε, αλλά υπο­σχέ­θη­κε και άλλα, εκεί­να τα απόρ­ρη­τα αγα­θά που ξεπερ­νούν και νου και λόγο. Γι΄αυτό ακρι­βώς ανέ­φε­ρε και τα δύο. Για­τί με το να πει: «τὴν χάριν ταύ­την», δήλω­σε τα παρόν­τα που λάβα­με, ενώ με το να πει: «καὶ καυ­χώ­με­θα ἐπ᾿ ἐλπί­δι τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ(:και δεν τρέ­μου­με τώρα τη θεία οργή, αλλά καυ­χό­μα­στε ελπί­ζον­τας ότι θα απο­λαύ­σου­με τη δόξα του Θεού)», απο­κά­λυ­ψε όλα τα μελ­λον­τι­κά. Και καλά είπε: «ἐν ᾗ ἑστή­κα­μεν (:στην οποία έχου­με εδραιω­θεί)». Για­τί τέτοια είναι η χάρη του Θεού. Δεν έχει τέλος, δεν γνω­ρί­ζει πέρας, αλλά και σε μεγα­λύ­τε­ρα πάν­το­τε προ­χω­ρά­ει, πράγ­μα που δεν είναι δυνα­τό στους ανθρώ­πους. Τι θέλω να πω: απέ­κτη­σε κάποιος αρχή και δόξα και εξου­σία, όμως δεν στά­θη­κε πάνω σε αυτήν παν­το­τι­νά, αλλά γρή­γο­ρα τη χάνει. Και αν ακό­μη δεν του την αφαι­ρέ­σει άνθρω­πος, οπωσ­δή­πο­τε θα την αφαι­ρέ­σει ο θάνα­τος, όταν έρθει. Εκεί­να όμως που ανή­κουν στον Θεό δεν είναι τέτοια. Για­τί ούτε ο άνθρω­πος, ούτε ο χρό­νος, ούτε η συγ­κυ­ρία των πραγ­μά­των, ούτε ο ίδιος ο διά­βο­λος, ούτε ο θάνα­τος, όταν έρθει, θα μπο­ρέ­σει να μας απο­μα­κρύ­νει από αυτά. Αλλά όταν πεθά­νου­με, τότε με περισ­σό­τε­ρη ακρί­βεια τα κατέ­χου­με, και απο­λαμ­βά­νου­με περισ­σό­τε­ρα, καθώς προ­χω­ρού­με πάν­το­τε.

Επο­μέ­νως, εάν δυσπι­στείς στα μελ­λον­τι­κά αγα­θά, από τα παρόν­τα και από εκεί­να που έλα­βες ήδη, να πιστεύ­εις και σε εκεί­να. Για­τί γι΄αυτό είπε: «καὶ καυ­χώ­με­θα ἐπ᾿ ἐλπί­δι τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ(:και δεν τρέ­μου­με τώρα τη θεία οργή, αλλά καυ­χό­μα­στε ελπί­ζον­τας ότι θα απο­λαύ­σου­με τη δόξα του Θεού)», για να μάθεις ποια ψυχή πρέ­πει να έχει ο πιστός. Για­τί όχι μόνο γι’αυτά που έχουν δοθεί, αλλά και για τα μελ­λον­τι­κά σαν να έχουν δοθεί, πρέ­πει να έχου­με βεβαιω­θεί, για­τί καυ­χιέ­ται κανείς γι’ αυτά που έχουν ήδη δοθεί. Αφού λοι­πόν και η ελπί­δα των μελ­λον­τι­κών είναι τόσο βέβαιη και σαφής, όπως η ελπί­δα εκεί­νων που έχουν ήδη δοθεί, και για εκεί­νη, λέγει, με όμοιο τρό­πο καυ­χιό­μα­στε. Γι΄αυτό και δόξα τα ονό­μα­σε αυτά. Για­τί, αν συν­τε­λούν στη δόξα του Θεού, οπωσ­δή­πο­τε θα πραγ­μα­το­ποι­η­θούν, και αν ακό­μη όχι για μας αλλά γι’ Αυτόν.

«Και τι λέγω», λέγει, ότι «τα μελ­λον­τι­κά αγα­θά είναι άξια για καύ­χη­ση;». Αλλά και τα παρόν­τα κακά είναι ικα­νά να γίνουν εγκαλ­λώ­πι­σμά μας και να μας κάνουν να υπε­ρη­φα­νευό­μα­στε γι’ αυτά. Γι΄αυτό και πρό­σθε­σε: «οὐ μόνον δέ, ἀλλὰ καὶ καυ­χώ­με­θα ἐν ταῖς θλί­ψε­σιν(:και δεν καυ­χό­μα­στε μόνο για τη δόξα που ελπί­ζου­με, αλλά καυ­χό­μα­στε και για τις θλί­ψεις)»[Ρωμ.5,3]. Σκέ­ψου λοι­πόν πόσο σπου­δαία είναι τα μελ­λον­τι­κά, όταν μεγα­λο­φρο­νού­με και για εκεί­να που φαί­νον­ται πως είναι λυπη­ρά. Τόσο μεγά­λη είναι η δωρεά του Θεού, και έτσι τίπο­τε δικό της δεν είναι δυσά­ρε­στο. Για­τί στα έξω πράγ­μα­τα οι αγώ­νες έχουν κόπο και πόνο και ταλαι­πω­ρία, ενώ τα στε­φά­νια και τα βρα­βεία φέρ­νουν την ευχα­ρί­στη­ση. Εδώ όμως δεν συμ­βαί­νει το ίδιο, αλλά οι αγώ­νες δεν μας είναι λιγό­τε­ρο ευχά­ρι­στοι από τα βρα­βεία. Επει­δή λοι­πόν πολ­λοί ήταν τότε οι πει­ρα­σμοί, ενώ η βασι­λεία βρι­σκό­ταν στις ελπί­δες, και τα κακά πάλι ήταν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ενώ τα αγα­θά βρί­σκον­ταν στην προσ­δο­κία και αυτό ήταν εκεί­νο που παρέ­λυε τους ασθε­νέ­στε­ρους, δίνει σε αυτούς τα βρα­βεία, ήδη και πριν από τα στε­φά­νια, λέγον­τας ότι και στις θλί­ψεις πρέ­πει να καυ­χιό­μα­στε. Και δεν είπε, «πρέ­πει να καυ­χιέ­στε», αλλά «καυ­χιό­μα­στε», λέγει, παρου­σιά­ζον­τας την παραί­νε­ση στο δικό του πρό­σω­πο.

Έπει­τα, επει­δή ο λόγος φαι­νό­ταν πως είναι ασυ­νή­θι­στος και παρά­ξε­νος, εάν πρέ­πει να καυ­χιέ­ται εκεί­νος που αγω­νί­ζε­ται με πεί­να, και που είναι σε δεσμά και σε βάσα­να, και που περι­φρο­νεί­ται και χλευά­ζε­ται, εξη­γεί στη συνέ­χεια αυτό. Και το πιο σημαν­τι­κό βέβαια είναι ότι άξια για καύ­χη­ση λέγει πως είναι όχι για εκεί­να τα μελ­λον­τι­κά μόνο, αλλά και γι’ αυτά τα παρόν­τα. Για­τί πραγ­μα­τι­κά οι ίδιες οι θλί­ψεις είναι από μόνες τους αγα­θό πράγ­μα.

Για ποιο λόγο; Για­τί ασκούν σε υπο­μο­νή. Γι΄ αυτό ακρι­βώς αφού είπε: «καυ­χώ­με­θα ἐν ταῖς θλί­ψε­σιν», πρό­σθε­σε και την αιτία, λέγον­τας: «εἰδό­τες ὅτι ἡ θλῖ­ψις ὑπο­μο­νὴν κατερ­γά­ζε­ται(:διό­τι γνω­ρί­ζου­με ότι η θλί­ψη παρά­γει σιγά-σιγά ως μόνι­μο και τέλειο έργο την υπο­μο­νή)»[Ρωμ.5,3]. Βλέ­πε πάλι την εμμο­νή του Παύ­λου, πως στο αντί­θε­το στρέ­φει τον λόγο. Επει­δή δηλα­δή οι θλί­ψεις έκα­ναν προ­πάν­των αυτούς να κου­ρά­ζον­ται για τα μελ­λον­τι­κά και τους οδη­γού­σαν σε από­γνω­ση, λέγει ότι γι’ αυτές λοι­πόν πρέ­πει να έχου­με θάρ­ρος και να μην απελ­πι­ζό­μα­στε για τα μελ­λον­τι­κά. «Εἰδό­τες ὅτι ἡ θλῖ­ψις ὑπο­μο­νὴν κατερ­γά­ζε­ται(:διό­τι γνω­ρί­ζου­με ότι η θλί­ψη παρά­γει σιγά-σιγά ως μόνι­μο και τέλειο έργο την υπο­μο­νή)», λέγει, «ἡ δὲ ὑπο­μο­νὴ δοκι­μήν, ἡ δὲ δοκι­μὴ ἐλπί­δα, ἡ δὲ ἐλπὶς οὐ καται­σχύ­νει (:η υπο­μο­νή παρά­γει αρε­τή δοκι­μα­σμέ­νη και τέλεια, και η δοκι­μα­σμέ­νη αρε­τή παρά­γει την ελπί­δα στον Θεό. Και η ελπί­δα αυτή δεν ντρο­πιά­ζει και δεν δια­ψεύ­δει αυτόν που την έχει)»[Ρωμ.5,4–5].

Οι θλί­ψεις λοι­πόν όχι μόνο δεν εξα­φα­νί­ζουν αυτήν την ελπί­δα, αλλά και την αυξά­νουν. Για­τί η θλί­ψη έχει βέβαια και πριν από τα μελ­λον­τι­κά αγα­θά μέγι­στο καρ­πό την υπο­μο­νή και το ότι κάνει τέλειο εκεί­νον που δοκι­μά­ζε­ται, συν­τε­λεί όμως κάπως και προς τα μελ­λον­τι­κά αγα­θά, αφού κάνει ακμαία μέσα μας την ελπί­δα. Για­τί τίπο­τε δεν μας κάνει τόσο να ελπί­ζου­με για τα αγα­θά, όσο η αγα­θή συνεί­δη­ση.

Κανείς από εκεί­νους που έχουν ζήσει σωστά δεν δυσπι­στεί για τα μελ­λον­τι­κά, όπως ακρι­βώς βέβαια πολ­λοί από εκεί­νους που έχουν παρα­με­λή­σει την ψυχι­κή τους σωτη­ρία, επει­δή πιέ­ζον­ται από πονη­ρή συνεί­δη­ση, δεν θέλουν να υπάρ­χει ούτε κρί­ση, ούτε αντα­πό­δο­ση. Τι λοι­πόν συμ­βαί­νει; Σε ελπί­δες βρί­σκον­ται τα αγα­θά μας; Σε ελπί­δες βέβαια, αλλά όχι σε ανθρώ­πι­νες, που δια­ψεύ­δον­ται και ντρο­πιά­ζουν πολ­λές φορές εκεί­νον που έχει ελπί­σει, αφού εκεί­νος που ανα­με­νό­ταν να πραγ­μα­το­ποι­ή­σει αυτό πέθα­νε, ή ενώ ζού­σε άλλα­ξε. Όμως τα δικά μας δεν είναι τέτοια, αλλά η ελπί­δα είναι βέβαιη και στα­θε­ρή. Για­τί Εκεί­νος που υπο­σχέ­θη­κε πάν­το­τε ζει, και εμείς, που πρό­κει­ται να απο­λαύ­σου­με αυτά, και αν ακό­μη πεθά­νου­με, θα ανα­στη­θού­με πάλι, και τίπο­τε γενι­κά δεν υπάρ­χει που να μπο­ρεί να μας ντρο­πιά­σει, σαν δηλα­δή να υπε­ρη­φα­νευ­τή­κα­με χωρίς λόγο και στα χαμέ­να και με σαθρές ελπί­δες. Αφού λοι­πόν τους απο­μά­κρυ­νε αρκε­τά κάθε αμφι­βο­λία με αυτά τα λόγια δεν στα­μα­τά­ει τον λόγο μέχρι τα παρόν­τα, αλλά προ­σθέ­τει πάλι τα μελ­λον­τι­κά, γνω­ρί­ζον­τας πως οι ασθε­νέ­στε­ροι στην πίστη και τα παρόν­τα ζητούν και δεν αρκούν­ται σε αυτά. Και επι­βε­βαιώ­νει αυτά από εκεί­να που δόθη­καν ήδη.

Για να μη λέγει δηλα­δή κάποιος: «Τι λοι­πόν, αν δεν θέλει να μας τα χαρί­σει ο Θεός;». Για­τί το ότι μπο­ρεί και μένει και ζει όλοι το γνω­ρί­ζου­με, από πού όμως θα μάθου­με, ότι και θα θελή­σει; Από αυτά που έχουν ήδη γίνει. Από πού έχουν γίνει; Από την αγά­πη, που έδει­ξε για μας. «Τι», λέγει, «κάνον­τας;». Δίνον­τας Πνεύ­μα Άγιο. Γι΄αυτό αφού είπε: « δὲ ἐλπὶς οὐ καται­σχύ­νει(:η ελπί­δα αυτή δεν ντρο­πιά­ζει και δεν δια­ψεύ­δει αυτόν που την έχει)», πρό­σθε­σε την από­δει­ξη αυτού, λέγον­τας: «ὅτι ἡ ἀγά­πη τοῦ Θεοῦ ἐκκέ­χυ­ται ἐν ταῖς καρ­δί­αις ἡμῶν διὰ Πνεύ­μα­τος ῾Αγί­ου τοῦ δοθέν­τος ἡμῖν(:διό­τι η αγά­πη που έδει­ξε σε μας ο Θεός, στον Οποίο ελπί­ζου­με, εκχύ­θη­κε και πλημ­μύ­ρι­σε τις καρ­διές μας με το Άγιο Πνεύ­μα που μας δόθη­κε ως αρρα­βώ­νας της ελπί­δας μας)»[Ρωμ.5,5].

Και δεν είπε: «έχει δοθεί», αλλά «έχει χυθεί μέσα στις καρ­διές μας», για να δεί­ξει την αφθο­νία της. Για­τί εκεί­νο που ήταν μέγι­στο δώρο, αυτό έδω­σε, όχι τον ουρα­νό και τη γη και τη θάλασ­σα, αλλά αυτό που ήταν πιο πολύ­τι­μο από όλα αυτά, και έκα­νε από ανθρώ­πους αγγέ­λους και υιούς Θεού και αδελ­φούς του Χρι­στού. Και ποιο είναι αυτό; Το Πνεύ­μα το άγιο. Εάν όμως δεν ήθε­λε να μας δωρί­σει μεγά­λα στε­φά­νια ύστε­ρα από τους κόπους, δεν θα μας έδι­νε τόσα αγα­θά πριν από τους κόπους. Τώρα όμως δεί­χνει τη θερ­μό­τη­τα της αγά­πης Του από εδώ, για­τί δεν μας τίμη­σε σιγά σιγά και λίγο λίγο, αλλά έχυ­σε όλη την πηγή των αγα­θών, και αυτά έγι­ναν πριν από τους αγώ­νες.

Επο­μέ­νως και αν ακό­μη δεν είσαι πάρα πολύ άξιος, μην απελ­πί­ζε­σαι, για­τί έχεις μεγά­λο συνή­γο­ρο την αγά­πη του Κρι­τή. Γι΄αυτό λοι­πόν, αφού είπε και αυτός: «Η ελπί­δα δεν ντρο­πιά­ζει», απέ­δω­σε το καθε­τί όχι στα δικά μας κατορ­θώ­μα­τα, αλλά στην αγά­πη του Θεού. Αφού ανέ­φε­ρε όμως τη χορή­γη­ση του αγί­ου Πνεύ­μα­τος, μετα­βαί­νει πάλι στη συνέ­χεια στον σταυ­ρό, λέγον­τας τα εξής: «῎Ετι γὰρ Χρι­στὸς ὄντων ἡμῶν ἀσθε­νῶν κατὰ και­ρὸν ὑπὲρ ἀσε­βῶν ἀπέ­θα­νε. μόλις γὰρ ὑπὲρ δικαί­ου τις ἀπο­θα­νεῖ­ται· ὑπὲρ γὰρ τοῦ ἀγα­θοῦ τάχα τις καὶ τολ­μᾷ ἀπο­θα­νεῖν. συνί­στη­σι δὲ τὴν ἑαυ­τοῦ ἀγά­πην εἰς ἡμᾶς ὁ Θεός, ὅτι ἔτι ἁμαρ­τω­λῶν ὄντων ἡμῶν Χρι­στὸς ὑπὲρ ἡμῶν ἀπέ­θα­νε(:Και είναι πραγ­μα­τι­κά αξιο­θαύ­μα­στη και μονα­δι­κή η αγά­πη που μας έδει­ξε ο Θεός· διό­τι όταν εμείς ήμα­σταν ακό­μη ασθε­νείς πνευ­μα­τι­κά και δεν μπο­ρού­σα­με να εργα­στού­με το καλό και να απαλ­λα­γού­με μόνοι μας από την οργή, ο Χρι­στός στον κατάλ­λη­λο χρό­νο που είχε ορί­σει ο Θεός, πέθα­νε για να σώσει ανθρώ­πους ασε­βείς. Κι αυτό απο­δει­κνύ­ει πράγ­μα­τι τη μεγά­λη αγά­πη του Θεού· διό­τι μόλις και μετά βίας θα βρε­θεί άνθρω­πος να πεθά­νει για κάποιον δίκαιο· διό­τι για έναν καλό άνθρω­πο ίσως να έκα­νε κανείς την τόλ­μη να πεθά­νει. Ο Θεός όμως δεί­χνει περί­τρα­να την αγά­πη που έχει από τα βάθη Του για μας, διό­τι ο Χρι­στός πέθα­νε για χάρη μας, όταν εμείς ήμα­σταν ακό­μη γεμά­τοι αμαρ­τί­ες)»[Ρωμ.5,6–8]

Αυτό που λέγει σημαί­νει το εξής: «Εάν λοι­πόν για κάποιον ενά­ρε­το άνθρω­πο δεν θα προ­τι­μή­σει κανείς να πεθά­νει αμέ­σως, σκέ­ψου την αγά­πη του Κυρί­ου, όταν φαί­νε­ται πως Αυτός δεν σταυ­ρώ­θη­κε για ενά­ρε­τους, αλλά για αμαρ­τω­λούς και εχθρούς», πράγ­μα που και ύστε­ρα από αυτά λέγει: «ὅτι ἔτι ἁμαρ­τω­λῶν ὄντων ἡμῶν Χρι­στὸς ὑπὲρ ἡμῶν ἀπέ­θα­νε. πολ­λῷ οὖν μᾶλ­λον δικαιω­θέν­τες νῦν ἐν τῷ αἵμα­τι αὐτοῦ σωθη­σό­με­θα δι᾿ αὐτοῦ ἀπὸ τῆς ὀργῆς. εἰ γὰρ ἐχθροὶ ὄντες κατηλ­λά­γη­μεν τῷ Θεῷ διὰ τοῦ θανά­του τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, πολ­λῷ μᾶλ­λον καταλ­λα­γέν­τες σωθη­σό­με­θα ἐν τῇ ζωῇ αὐτοῦ(:διό­τι ο Χρι­στός πέθα­νε για χάρη μας, όταν εμείς ήμα­σταν ακό­μη γεμά­τοι αμαρ­τί­ες. Πολύ περισ­σό­τε­ρο λοι­πόν τώρα που δικαιω­θή­κα­με με το αίμα και τη θυσία του Χρι­στού, θα σωθού­με μέσω Αυτού από τη μέλ­λου­σα οργή. Διό­τι εάν συμ­φι­λιω­θή­κα­με με τον Θεό με τον θάνα­το του Υιού Του όταν ήμα­σταν εχθροί, πολύ περισ­σό­τε­ρο τώρα που συμ­φι­λιω­θή­κα­με θα σωθού­με δια­μέ­σου του Χρι­στού, ο Οποί­ος δεν υπάρ­χει πλέ­ον ανάγ­κη να πεθά­νει, αλλά ζει ένδο­ξος στους ουρα­νούς ως μεσί­της δικός μας)»[Ρωμ.5,8–10].

Και φαί­νε­ται βέβαια τα λεγό­με­να πως είναι τα ίδια, δεν είναι όμως για εκεί­νον που τα εξε­τά­ζει με προ­σο­χή. Αλλά πρό­σε­χε· θέλει να τους βεβαιώ­σει για τα μελ­λον­τι­κά. Και πρώ­τα τα παρου­σιά­ζει από τη διά­θε­ση του δικαί­ου, λέγον­τας, ότι βεβαιώ­θη­κε εκεί­νος, « πήγ­γελ­ται δυνα­τός στι κα ποισαι(:ότι εκεί­νο που υπό­σχε­ται ο Θεός, είναι δυνα­τός και να το εκτε­λέ­σει)»[Ρωμ.4,21]. Έπει­τα από τη χάρη που μας δόθη­κε, και έπει­τα από τις θλί­ψεις, για­τί μπο­ρούν να μας οδη­γή­σουν στην ελπί­δα, και από το άγιο Πνεύ­μα πάλι που λάβα­με. Στη συνέ­χεια όμως απο­δει­κνύ­ει αυτό και από τον θάνα­το και από τη δική μας προ­η­γού­με­νη κακία. Και φαί­νε­ται βέβαια, πράγ­μα που είπα προ­η­γου­μέ­νως, πως ένα είναι το λεγό­με­νο, στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα όμως να είναι δύο και τρία και πολύ περισ­σό­τε­ρα. Πρώ­το, ότι πέθα­νε· δεύ­τε­ρο, ότι πέθα­νε για χάρη των ασε­βών· και τρί­το, ότι μας συμ­φι­λί­ω­σε, ότι μας έσω­σε, ότι μας δικαί­ω­σε, ότι μας έκα­νε αθά­να­τους, ότι μας έκα­νε υιούς και κλη­ρο­νό­μους.

Όχι λοι­πόν μόνο από τον θάνα­το πρέ­πει να γινό­μα­στε ισχυ­ροί, αλλά και από εκεί­νο που μας δόθη­κε με τον θάνα­το. Αν και βέβαια και αν ακό­μη είχε πεθά­νει μόνο για χάρη μας, ενώ ήμα­σταν τέτοιοι, αυτό το πράγ­μα θα ήταν μέγι­στη από­δει­ξη αγά­πης, όταν όμως φαί­νε­ται πως, και πεθαί­νον­τας, δίνει δώρα, και μάλι­στα τέτοια δώρα, και ενώ ήμα­σταν τέτοιοι, αυτά τα πράγ­μα­τα ξεπερ­νούν κάθε υπε­ρο­χή και οδη­γούν στην πίστη και αυτόν που είναι υπερ­βο­λι­κά αναί­σθη­τος. Για­τί δεν είναι άλλος Αυτός που πρό­κει­ται να μας σώσει, αλλά Εκεί­νος που τόσο μας αγά­πη­σε, αν και ήμα­σταν αμαρ­τω­λοί, ώστε να παρα­δώ­σει και τον εαυ­τό Του στον θάνα­το. Είδες πόσο συμ­βάλ­λει το χωρίο αυτό στην ελπί­δα των μελ­λον­τι­κών αγα­θών; Για­τί πριν από αυτό δύο δύσκο­λα πράγ­μα­τα υπήρ­χαν για τη σωτη­ρία μας, το ότι και αμαρ­τω­λοί ήμα­σταν, και ότι έπρε­πε να σωθού­με με τον θάνα­το του Κυρί­ου, πράγ­μα που ήταν και απί­θα­νο προ­τού να γίνει, και χρεια­ζό­ταν πολ­λή αγά­πη για να πραγ­μα­το­ποι­η­θεί. Τώρα επει­δή έγι­ναν αυτά, τα υπό­λοι­πα είναι εύκο­λα, για­τί και φίλοι έχου­με γίνει, και ο θάνα­τος δεν χρειά­ζε­ται στη συνέ­χεια.

Αυτός λοι­πόν που λυπή­θη­κε τόσο πολύ τους εχθρούς, ώστε να μη λυπη­θεί το παι­δί Του, τώρα που είμα­στε φίλοι δεν θα βοη­θή­σει, τη στιγ­μή που δεν χρειά­ζε­ται πια να παρα­δώ­σει τον Υιό Του; Για­τί πολ­λές φορές κάποιος δεν σώζει ή για­τί δεν θέλει ή για­τί δεν μπο­ρεί, έστω και αν θέλει, από τα οποία τίπο­τε δεν μπο­ρού­με να πού­με για τον Θεό, από το γεγο­νός ότι παρέ­δω­σε τον Υιό Του. Ότι όμως και μπο­ρεί, και αυτό το απέ­δει­ξε ομοί­ως από το γεγο­νός ότι μας δικαί­ω­σε, ενώ ήμα­σταν αμαρ­τω­λοί. Ποιο λοι­πόν μπο­ρεί να είναι στη συνέ­χεια το εμπό­διο για να επι­τύ­χου­με τα μελ­λον­τι­κά αγα­θά; Κανέ­να.

Έπει­τα πάλι, για να μην ντρέ­πε­σαι και κοκ­κι­νί­ζεις στο μέλ­λον, επει­δή άκου­σες αμαρ­τω­λούς και εχθρούς, ασθε­νείς και ασε­βείς, άκου­σε τι λέγει: «Ο μόνον δέ, λλ κα καυ­χώ­με­νοι ν τ Θε δι το Κυρί­ου μν ησο Χρι­στο, δι᾿ ο νν τν καταλ­λαγν λάβο­μεν(:και όχι μόνο θα σωθού­με, αλλά και καυ­χιό­μα­στε για τις ευερ­γε­σί­ες του Θεού. Καυ­χιό­μα­στε δια­μέ­σου του Κυρί­ου μας Ιησού Χρι­στού, διά του Οποί­ου τώρα λάβα­με τη συμ­φι­λί­ω­ση με τον Θεό)»[Ρωμ.5,11]. Τι σημαί­νει: «Και όχι μόνο»; «Όχι μόνο σωθή­κα­με», λέγει, «αλλά και καυ­χιό­μα­στε γι΄αυτό ακρι­βώς, για το οποίο νομί­ζει κανείς πως ντρε­πό­μα­στε».

Για­τί το να σωθού­με ενώ ζού­σα­με μέσα σε τόση κακία, είναι μέγι­στη από­δει­ξη του ότι μας αγά­πη­σε υπερ­βο­λι­κά Εκεί­νος που μας σώζει. Για­τί δε μας έσω­σε με αγγέ­λους ή αρχαγ­γέ­λους, αλλά με τον Μονο­γε­νή Υιό Του. Επο­μέ­νως, και το ότι μας έσω­σε, και το ότι αν και ήμα­σταν τέτοιοι, μας έσω­σε και το ότι έκα­με αυτό με τον Μονο­γε­νή Υιό Του, και όχι απλά με τον Μονο­γε­νή Υιό Του, αλλά με το αίμα Του, μας πλέ­κει πάρα πολ­λά στε­φά­νια καύ­χη­σης. Για­τί δεν είναι τίπο­τε ίσο για αιτία δόξας και παρ­ρη­σί­ας από το να αγα­πιό­μα­στε από τον Θεό και να αγα­πά­με Αυτόν που μας αγα­πά­ει. Αυτό κάνει τους αγγέ­λους λαμ­προύς, αυτό τις Αρχές και τις Δυνά­μεις, αυτό είναι μεγα­λύ­τε­ρο από τη βασι­λεία. Γι΄αυτό και ο Παύ­λος το τοπο­θε­τού­σε πριν από τη βασι­λεία.

Γι΄αυτό και τις ασώ­μα­τες δυνά­μεις μακα­ρί­ζω, για­τί και αγα­πούν Αυτόν και υπα­κού­ουν σε όλα. Για τον λόγο αυτόν λοι­πόν και ο προ­φή­της τούς θαύ­μα­ζε, λέγον­τας: «Ελογετε τν Κύριον, πάν­τες ο γγε­λοι ατοῦ, δυνα­τοὶ ἰσχύϊ ποιοῦν­τες τὸν λόγον αὐτοῦ τοῦ ἀκοῦ­σαι τῆς φωνῆς τῶν λόγων αὐτοῦ(:ευλο­γεί­τε και υμνεί­τε τον Κύριο όλοι οι άγγε­λοί Του, εσείς που είστε δυνα­τοί και κρα­ταιοί σε ισχύ, εσείς που εκτε­λεί­τε κάθε λόγο του προ­στάγ­μα­τός Του και πρό­θυ­μα ακού­τε τη φωνή των λόγων Του)»[Ψαλμ.102,20]. Για τον λόγο αυτόν και ο Ησα­ΐ­ας εξυ­μνού­σε τα Σερα­φείμ [βλ. Ησ. 5, 1–7], παρου­σιά­ζον­τας τη μεγά­λη τους αρε­τή από το ότι στέ­κον­ται κον­τά στη δόξα εκεί­νη, πράγ­μα που ήταν από­δει­ξη πολύ μεγά­λης αγά­πης.

Ας μιμη­θού­με λοι­πόν και εμείς τις ουρά­νιες δυνά­μεις και ας φρον­τί­σου­με όχι μόνο να στα­θού­με κον­τά στον θρό­νο, αλλά και να έχου­με μέσα μας Αυτόν που κάθε­ται πάνω στον θρό­νο. Για­τί εκεί­νος αγά­πη­σε ακό­μη και αυτούς που Τον μισού­σαν και εξα­κο­λου­θεί να τους αγα­πά­ει, και «βρέ­χει σε δίκαιους και αδί­κους» [Ματθ.5,45: «Τν λιον ατο νατλλει π πονη­ρος κα γαθος κα βρχει π δικαους κα δκους(:Αυτός τον ήλιο, που είναι δικός Του, τον ανα­τέλ­λει χωρίς δια­κρί­σεις σε πονη­ρούς και καλούς, και βρέ­χει τη βρο­χή Του σε δικαί­ους και αδί­κους)»]. Εσύ όμως αγά­πη­σέ Τον του­λά­χι­στο, αφού σε αγα­πά­ει· για­τί αγα­πά­ει. «Και πώς», λέγει ίσως κάποιος, «αυτός που αγα­πά­ει, απεί­λη­σε γέε­να και κόλα­ση και τιμω­ρία;» Γι’ αυτή την ίδια την αγά­πη. Για­τί ξερι­ζώ­νον­τας την κακία σου και τον φόβο σαν με κάποιο χαλι­νά­ρι και συγ­κρα­τών­τας την ορμή σου προς τα χει­ρό­τε­ρα, τα πάν­τα κάνει και επι­χει­ρεί, ανα­χαι­τί­ζον­τάς σε και με τα αγα­θά και με τα λυπη­ρά από τον κατή­φο­ρο, επα­να­φέ­ρον­τάς σε προς τον εαυ­τό Του, και απο­μα­κρύ­νον­τας από κάθε κακία, η οποία είναι πιο φοβε­ρή από τη γέε­να.

Εάν όμως γελάς γι’ αυτά που λέγω, και θέλεις χίλιες φορές να ζεις μέσα στην κακία, παρά να τιμω­ρεί­σαι μία ημέ­ρα, δεν είναι καθό­λου παρά­ξε­νο. Για­τί πραγ­μα­τι­κά και αυτό είναι από­δει­ξη της ατέ­λειας της διά­θε­σής σου και της μέθης και της αθε­ρά­πευ­της ασθέ­νειάς σου. Επει­δή και τα μικρά παι­διά, όταν δουν τον ιατρό να κάνει καυ­τη­ρια­σμούς ή να εγχει­ρί­ζει, φεύ­γουν και απο­μα­κρύ­νον­ται με δυνα­τές φωνές και σπα­ραγ­μούς, και προ­τι­μούν πιο πολύ να υπο­φέ­ρουν από τη διαρ­κή σήψη του σώμα­τος, παρά, αφού υπο­μεί­νουν προ­σω­ρι­νό πόνο, να απο­λαμ­βά­νουν στη συνέ­χεια την υγεία. Εκεί­νοι όμως που είναι συνε­τοί γνω­ρί­ζουν ότι η ασθέ­νεια είναι πιο φοβε­ρή από την εγχεί­ρι­ση, όπως ακρι­βώς βέβαια είναι χει­ρό­τε­ρη η κακία από την τιμω­ρία· για­τί η μία σημαί­νει θερα­πεία και υγεία, ενώ η άλλη κατα­στρο­φή και παν­το­τι­νή ασθέ­νεια.

Ότι όμως η υγεία είναι καλύ­τε­ρη από την ασθέ­νεια, είναι στον καθέ­να φανε­ρό. Καθό­σον και τους ληστές αξί­ζει να τους θρη­νού­με, όχι όταν ξεσχί­ζον­ται τα πλευ­ρά τους, αλλά όταν τρυ­πούν τοί­χους και σκο­τώ­νουν. Για­τί, αν η ψυχή είναι καλύ­τε­ρη από το σώμα, όπως ακρι­βώς βέβαια και είναι, όταν αυτή κατα­στρέ­φε­ται, είναι περισ­σό­τε­ρο δίκαιο να στε­νά­ζου­με και να οδυ­ρό­μα­στε· αν όμως δεν αισθά­νε­ται, για τον λόγο αυτόν πρέ­πει να τη θρη­νού­με περισ­σό­τε­ρο. Για­τί πραγ­μα­τι­κά αξί­ζει να λυπού­μα­στε περισ­σό­τε­ρο εκεί­νους που επι­θυ­μούν τον ακό­λα­στο έρω­τα, από εκεί­νους που μεθούν, από εκεί­νους που βασα­νί­ζον­ται. «Και αν αυτά είναι πιο φοβε­ρά», λέγει ίσως κάποιος, «για­τί προ­τι­μού­με αυτά περισ­σό­τε­ρο;». Για­τί «σε άλλους ανθρώ­πους», σύμ­φω­να με την παροι­μία, «αρέ­σουν τα χει­ρό­τε­ρα, και αυτά προ­τι­μούν, περι­φρο­νών­τας τα καλύ­τε­ρα». Αυτό το πράγ­μα είναι δυνα­τόν να το δού­με να συμ­βαί­νει και στα φαγη­τά και στις πολι­τεί­ες και στις μιμή­σεις τρό­πων ζωής και στην από­λαυ­ση της ηδο­νής και στις γυναί­κες και στα σπί­τια και στους αιχ­μα­λώ­τους και στα χωρά­φια και σε όλα τα άλλα.

Για­τί, πες μου, τι είναι πιο ευχά­ρι­στο, να ερχό­μα­στε σε συνου­σία με γυναί­κες ή με άνδρες; Με γυναί­κες ή με ημί­ο­νους; Αλλά όμως θα βρού­με πολ­λούς να περι­φρο­νούν βέβαια τις γυναί­κες, όμως να έρχον­ται σε σαρ­κι­κή σχέ­ση με τα ζώα κα να ασελ­γούν σε σώμα­τα ανδρών, μολο­νό­τι βέβαια τα φυσι­κά είναι πιο ευχά­ρι­στα από τα παρά φύση. Αλλά όμως υπάρ­χουν πολ­λοί που επι­διώ­κουν σαν ευχά­ρι­στα εκεί­να που είναι κατα­γέ­λα­στα και αηδή και προ­κα­λούν την τιμω­ρία. «Για­τί», λέγει, «σε εκεί­νους αυτά φαί­νον­ται πως είναι ευχά­ρι­στα». Αλλά γι΄αυτό ακρι­βώς συμ­βαί­νει να είναι δυστυ­χι­σμέ­νοι, επει­δή νομί­ζουν πως είναι ευχά­ρι­στα εκεί­να που δεν είναι ευχά­ρι­στα. Έτσι θεω­ρούν και την τιμω­ρία χει­ρό­τε­ρη από την αμαρ­τία. Δεν είναι όμως έτσι, αλλά το εντε­λώς αντί­θε­το. Για­τί, αν ήταν κακό σε εκεί­νους που αμαρ­τά­νουν, δεν θα πρό­σθε­τε κακά ο Θεός στα κακά, ούτε θα ήθε­λε να τους κάνει χει­ρό­τε­ρους αυτούς. Για­τί Εκεί­νος που κάνει τα πάν­τα, για να εξα­φα­νι­στεί η κακία, δεν θα ήταν δυνα­τό να την αυξή­σει. Δεν είναι επο­μέ­νως κακό σε αυτόν που αμαρ­τά­νει η τιμω­ρία, αλλά στην κατά­στα­ση που βρί­σκε­ται το να μην τιμω­ρεί­ται, όπως ακρι­βώς βέβαια το να μη θερα­πεύ­ε­ται ο άρρω­στος.

Τίπο­τε λοι­πόν δεν είναι τόσο κακό όσο η παρά­λο­γη επι­θυ­μία. Και όταν λέγω παρά­λο­γη, εννοώ και την επι­θυ­μία της από­λαυ­σης, και την επι­θυ­μία της άκαι­ρης δόξας, και την επι­θυ­μία της εξου­σί­ας, και την επι­θυ­μία όλων γενι­κά των πραγ­μά­των που δεν είναι απα­ραί­τη­τα. Για­τί ένας τέτοιος άνθρω­πος, που ζει φιλή­δο­νη και χαλα­ρή ζωή, νομί­ζει βέβαια πως είναι πιο ευτυ­χι­σμέ­νος από όλους, στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα όμως είναι πιο δυστυ­χι­σμέ­νος από όλους, τοπο­θε­τών­τας στην ψυχή του φοβε­ρές κυρί­ες και τυράν­νους. Γι΄αυτό ο Θεός μάς έκα­με δύσκο­λη την παρού­σα ζωή, για να μας απαλ­λά­ξει από τη δου­λεία εκεί­νη και να μας οδη­γή­σει στην καθα­ρή ελευ­θε­ρία. Γι΄αυτό και απεί­λη­σε τιμω­ρία και ένω­σε με κόπους τη ζωή μας, περιο­ρί­ζον­τας τη νωθρό­τη­τά μας. Έτσι λοι­πόν και οι Ιου­δαί­οι, όταν ήταν προ­ση­λω­μέ­νοι στον πηλό και στην κατα­σκευή πλι­θιών, και δίκαιοι ήταν, και τον Θεό καλού­σαν συνέ­χεια, όταν όμως κέρ­δι­σαν την ελευ­θε­ρία και γόγ­γυ­ζαν, και εξόρ­γι­ζαν τον Κύριο, και κατα­πλή­γω­ναν τον εαυ­τό τους με άπει­ρα κακά.

«Τι λοι­πόν», λέγει ίσως κάποιος, «μπο­ρείς να πεις σε εκεί­νους που αλλά­ζουν πολ­λές φορές γνώ­μη εξαι­τί­ας της θλί­ψης;». Ότι η αλλα­γή δεν είναι έργο της θλί­ψης, αλλά της ασθε­νεί­ας τους. Για­τί αν κάποιος, που έχει άρρω­στο στο­μά­χι, δεν δεχό­ταν πικρό φάρ­μα­κο που θα μπο­ρού­σε να το καθα­ρί­σει, αλλά και κατέ­στρε­φε αυτό, δεν θα κατη­γο­ρή­σου­με το φάρ­μα­κο, αλλά την αρρώ­στια του μέλους, όπως ακρι­βώς βέβαια και εδώ θα κατη­γο­ρή­σου­με την ευκο­λία της γνώ­μης. Για­τί εκεί­νος που αλλά­ζει εύκο­λα γνώ­μη εξαι­τί­ας της θλί­ψης, πολύ εύκο­λα θα πάθει αυτό από τις ανέ­σεις. Αφού λοι­πόν δεμέ­νος πέφτει(γιατί αυτό είναι η θλί­ψη), πολύ περισ­σό­τε­ρο θα πέσει λυμέ­νος· αν αλλά­ζει γνώ­μη ενώ θλί­βε­ται, πολύ περισ­σό­τε­ρο θα αλλά­ζει, όταν είναι απο­χαυ­νω­μέ­νος. «Και πώς θα μπο­ρέ­σω», λέγει, «να μην αλλά­ζω γνώ­μη όταν θλί­βο­μαι;». Αν κατα­νο­ή­σεις ότι, είτε θέλεις είτε δεν θέλεις, θα υπο­φέ­ρεις το κακό· αλλά αν το υπο­φέ­ρεις με ευχα­ρί­στη­ση, θα κερ­δί­σεις πάρα πολ­λά, αν όμως το υπο­φέ­ρεις με απελ­πι­σία και ανη­συ­χία και βλα­σφη­μί­ες, ούτε τη συμ­φο­ρά θα κάνεις έτσι μικρό­τε­ρη, αλλά θα κάνεις μεγα­λύ­τε­ρο τον κατα­πον­τι­σμό.

Σκε­πτό­με­νοι λοι­πόν αυτά, εκεί­νο που είναι απο­τέ­λε­σμα της ανάγ­κης, ας το κάνου­με να είναι απο­τέ­λε­σμα της προ­αί­ρε­σής μας. Εννοώ το εξής με αυτό που λέγω· έχα­σε κάποιος γνή­σιο παι­δί του, άλλος ολό­κλη­ρη την περιου­σία του· αν κατα­νο­ή­σεις ότι δεν είναι δυνα­τό να διορ­θω­θεί αυτό που έγι­νε, ενώ είναι δυνα­τό να κερ­δί­σεις κάτι και από την ανί­α­τη συμ­φο­ρά, το να αντέ­ξεις δηλα­δή με γεν­ναιό­τη­τα αυτό που συνέ­βη­κε, και αν αντί για βλά­σφη­μα λόγια απευ­θύ­νεις δοξο­λο­γία στον Κύριο, τότε τα κακά που ήρθαν σε σένα χωρίς να το θέλεις, θα γίνουν κατορ­θώ­μα­τα της προ­αί­ρε­σής σου.

Είδες πως πέθα­νε σε μικρή ηλι­κία ο υιός σου; Πες « Κύριος δωκεν, Κύριος φεί­λα­το(: ο Κύριος τον έδω­σε, ο Κύριος τον πήρε)» [Ιώβ 1,21]. Είδες πως χάθη­κε η περιου­σία σου; Πες: «Ατς γυμνς ξλθον κ κοι­λί­ας μητρός μου, γυμνς κα πελεύ­σο­μαι κε(: εγώ γυμνός βγή­κα από την κοι­λιά της μητέ­ρας μου, και γυμνός θα φύγω από τον κόσμο αυτόν)» [Ιώβ 1,21].

Είδες πως οι κακοί ευη­με­ρούν, ενώ οι δίκαιοι δυστυ­χούν και υπο­φέ­ρουν άπει­ρα κακά, και δεν γνω­ρί­ζεις να βρεις την αιτία των όσων έγι­ναν; Πες: «Κγ ξου­δε­νω­μέ­νος κα οκ γνων, κτη­νώ­δης γενό­μην παρά σοι(:και εγώ από άπο­ψη δια­νο­η­τι­κής αντι­λή­ψε­ως και κατα­νο­ή­σε­ως ήμου­να χαμέ­νος και τιπο­τέ­νιος, και δεν κατά­λα­βα ούτε μπό­ρε­σα να σκε­φτώ βαθύ­τε­ρα· έγι­να ενώ­πιόν Σου όμοιος με άλο­γο κτή­νος· και όπως αυτό δεν κατα­νο­εί τους ανθρώ­πι­νους λογι­σμούς, έτσι και εγώ δεν κατα­νο­ού­σα τις θεί­ες Σου βου­λές)» [Ψαλμ.72,22].

Εάν όμως ζητάς και την αιτία, σκέ­ψου ότι όρι­σε ημέ­ρα, κατά την οποία πρό­κει­ται να κρί­νει την οικου­μέ­νη, και θα διώ­ξεις κάθε απο­ρία, για­τί ο καθέ­νας τότε θα λάβει ό,τι αξί­ζει, όπως ακρι­βώς ο Λάζα­ρος και ο πλού­σιος. Θυμή­σου τους απο­στό­λους, για­τί και εκεί­νοι, ενώ μαστι­γώ­νον­ταν και διώ­κον­ταν και υπέ­φε­ραν άπει­ρα δει­νά, χαί­ρον­ταν, επει­δή αξιώ­θη­καν να ατι­μα­σθούν για χάρη του ονό­μα­τος του Χρι­στού. Και εσύ λοι­πόν αν αρρω­στή­σεις, να υπο­φέ­ρεις γεν­ναία, και να ευχα­ρι­στείς τον Θεό, και έτσι θα λάβεις τον ίδιο με εκεί­νους μισθό. Πώς όμως, ενώ είσαι άρρω­στος και υπο­φέ­ρεις, θα μπο­ρέ­σεις να ευγνω­μο­νείς τον Κύριο; Εάν Τον αγα­πάς γνή­σια. Για­τί, αν οι τρεις νέοι που είχαν πέσει στο καμί­νι και άλλοι που βρί­σκον­ταν στις φυλα­κές και σε άπει­ρα άλλα κακά δεν στα­μά­τη­σαν να ευχα­ρι­στούν, πολύ περισ­σό­τε­ρο θα μπο­ρέ­σουν να κάνουν αυτό όσοι είναι άρρω­στοι και κατέ­χον­ται από φοβε­ρές ασθέ­νειες.

Για­τί δεν υπάρ­χει, πραγ­μα­τι­κά δεν υπάρ­χει τίπο­τε, που να μην το νικά­ει ο πόθος. Όταν όμως υπάρ­χει και πόθος του Θεού, είναι υψη­λό­τε­ρος από όλα, και ούτε φωτιά, ούτε σίδε­ρο, ούτε φτώ­χεια, ούτε αρρώ­στια, ούτε θάνα­τος, ούτε τίπο­τε άλλο από αυτά τα κακά θα κάνει την εμφά­νι­σή του σε εκεί­νον που έχει απο­κτή­σει αυτόν τον έρω­τα, αλλά, αφού τα περι­φρο­νή­σει όλα, θα πετά­ξει προς τον ουρα­νό και δεν θα είναι καθό­λου χει­ρό­τε­ρα από εκεί­νους που ζουν εκεί, βλέ­πον­τας όχι τίπο­τε άλλο, ούτε ουρα­νό, ούτε γη, ούτε θάλασ­σα, αλλά έχον­τας στραμ­μέ­νο το βλέμ­μα του σε μία μόνο ομορ­φιά, την ομορ­φιά εκεί­νης της δόξας. Και ούτε τα λυπη­ρά θα μπο­ρέ­σουν να τον ταπει­νώ­σουν στην παρού­σα ζωή, ούτε τα αγα­θά και εκεί­να που περιέ­χουν ηδο­νή θα μπο­ρέ­σουν να τον κάνουν αλα­ζό­να και υπε­ρή­φα­νο.

Ας αγα­πή­σου­με λοι­πόν αυτόν τον έρω­τα (για­τί τίπο­τε δεν είναι ίσο με αυτόν) και για τα παρόν­τα και για τα μελ­λον­τι­κά αγα­θά, ή καλύ­τε­ρα πριν από αυτά, για την ίδια τη φύση του έρω­τα. Για­τί θα απαλ­λα­γού­με και από τις τιμω­ρί­ες στην παρού­σα ζωή και από τις τιμω­ρί­ες στην άλλη ζωή, και θα απο­λαύ­σου­με τη βασι­λεία. Πλην όμως ούτε η απαλ­λα­γή από τη γέε­να, ούτε η από­λαυ­ση της βασι­λεί­ας είναι κάτι μεγά­λο σχε­τι­κά με εκεί­νο που πρό­κει­ται να ειπω­θεί. Για­τί από όλα αυτά μεγα­λύ­τε­ρο είναι το να αγα­πά­ει κανείς τον Χρι­στό και συγ­χρό­νως να τον αγα­πά­ει και Εκεί­νος. Εάν λοι­πόν όταν συμ­βαί­νει αυτό στους ανθρώ­πους είναι ανώ­τε­ρο από κάθε ηδο­νή, όταν στον Θεό πραγ­μα­το­ποιούν­ται και τα δύο, ποιος λόγος, ποια σκέ­ψη θα μπο­ρέ­σει να παρα­στή­σει τη μακα­ριό­τη­τα αυτής της ψυχής; Δεν υπάρ­χει άλλη, παρά μόνο η πεί­ρα.

Για να μάθου­με λοι­πόν με την πεί­ρα την πνευ­μα­τι­κή αυτή ευφρο­σύ­νη και την ευτυ­χι­σμέ­νη ζωή και τον θησαυ­ρό των απεί­ρων αγα­θών, αφού εγκα­τα­λεί­ψου­με τα πάν­τα, ας αφο­σιω­νό­μα­στε στην αγά­πη εκεί­νη και για τη δική μας ευφρο­σύ­νη και για τη δόξα του Θεού που ποθού­με, για­τί σε Αυτόν ανή­κει η δόξα και η δύνα­μη μαζί με τον Μονο­γε­νή Υιό Του και το άγιο Πνεύ­μα, τώρα και πάν­το­τε και σε όλους τους αιώ­νες των αιώ­νων. Αμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-ad-romanos.pdf

  • Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, Υπό­μνη­μα στην προς Ρωμαί­ους επι­στο­λήν, ομι­λία Ι΄, πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1984, τόμος 16Β, σελί­δες 619–647.

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη μετά Συν­τό­μου Ερμη­νεί­ας, Πανα­γιώ­της Τρεμ­πέ­λας, Αδελ­φό­της Θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», Αθή­να, 1985.

  • https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-palaia-diathiki/

  • https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-kaini-diathiki/

  • Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλ­τή­ριον με σύν­το­μη ερμη­νεία(από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τρί­τη, Αθή­να 2016.

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ”)

Ἡ ἀγά­πη τοῦ Θεοῦ

«Συνί­στη­σι τὴν ἑαυ­τοῦ ἀγά­πην εἰς ἡμᾶς ὁ Θεός, ὅτι ἔτι ἁμαρ­τω­λῶν ὄντων ἡμῶν Χρι­στὸς ὑπὲρ ἡμῶν ἀπέ­θα­νε» (Ρωμ. 5,8)

ΟΛΟΙ, ἀγα­πη­τοί μου, ὅλοι στὴν ἐπο­χή μας μιλᾶ­νε γιὰ ἀγά­πη. Ἡ ἀγά­πη εἶνε αἴσθη­μα ποὺ φύτε­ψε ὁ Θεὸς στὴν καρ­διὰ τοῦ ἀνθρώ­που. Ἡ ἀγά­πη εἶνε τὸ πιὸ εὐγε­νι­κὸ καὶ βαθὺ αἴσθη­μα. Νὰ ἀφαι­ρέ­σῃ κανείς τὴν ἀγά­πη ἀπὸ τὸν κόσμο; Αλλοί­μο­νο! Ὁ κόσμος δὲν θὰ μπο­ρέ­σῃ νὰ στα­θῇ, ἀλλὰ θὰ δια­λυ­θῇ καὶ θὰ κατα­στρα­φῇ. Ἡ ἀγά­πη εἶνε ἀναγ­καία ὅσο ἀναγ­καία εἶνε στὸ ὑλι­κὸ σύμ­παν ἡ παγ­κό­σμιος ἕλξις. Εκα­τομ­μύ­ρια καὶ δισε­κα­τομ­μύ­ρια εἶνε τὰ ἀστέ­ρια τοῦ οὐρα­νοῦ. Πῶς στέ­κον­ται; Πῶς δὲν φεύ­γουν ἀπὸ τὴν τρο­χιά τους; Πῶς δὲν πέφτει τὸ ἕνα πάνω στ ̓ ἄλλο; Πῶς κινοῦν­ται μὲ τόση ἁρμο­νία καὶ τάξι; Ποιός εἶνε ἐκεῖ­νος ποὺ τὰ συγ­κρα­τεῖ; Εἶνε ὁ Θεός. Αὐτὸς ἔβα­λε ἕνα νόμο, νόμο φυσι­κό, νόμο ποὺ εἶνε ὁ πιὸ σπου­δαῖ­ος νόμος μέσα στὸ σύμ­παν. Ὁ νόμος αὐτὸς λέγε­ται παγ­κό­σμιος ἕλξις. Τί θὰ πῇ παγ­κό­σμιος ἕλξις; Σὲ κάθε ἄστρο ὑπάρ­χει κρυμ­μέ­νη μιὰ δύνα­μις, ποὺ σὰν μαγνή­της τρα­βά­ει τὰ ἄλλα οὐρά­νια σώμα­τα ποὺ εἶνε κον­τά του, καὶ αὐτὰ πάλι τὸ τρα­βοῦ­νε, καὶ ἔτσι, τρα­βών­τας τὸ ἕνα τὸ ἄλλο, συγ­κρα­τοῦν­ται καὶ δὲν πέφτουν. Μιὰ ἀόρα­τη κλω­στή, ἡ παγ­κό­σμιος ἕλξις, κρα­τά­ει ὅλα τὰ ἄστρα. Εἶνε βέβαια αὐτὰ ἕνα μεγά­λο μυστή­ριο, πῶς ἡ γῆ π.χ. τρα­βά­ει τὸ φεγ­γά­ρι, το φεγ­γά­ρι τρα­βά­ει τὴ γῆ, κι αὐτὰ πάλι τὰ τρα­βά­ει ὁ ἥλιος, καὶ τὸν ἥλιο τὸν τρα­βά­ει ἄλλος ἥλιος καὶ τὸν ἄλλο ἥλιο ἄλλος καὶ οὕτω καθε­ξῆς. Μιὰ ἁλυ­σί­δα ἀπέ­ραν­τη! Ζαλί­ζε­σαι ὅταν το σκέ­πτε­σαι.

Ὅπως λοι­πὸν τὰ δισε­κα­τομ­μύ­ρια ἄστρα συγ­κρα­τοῦν­ται μὲ τὸ νόμο τῆς παγ­κο­σμί­ου ἕλξε­ως, ἔτσι καὶ τὰ ἑκα­τομ­μύ­ρια καὶ δισε­κα­τομ­μύ­ρια τῶν ἀνθρώ­πων συγ­κρα­τοῦν­ται μὲ ἕναν ἄλλο νόμο, ἠθι­κὸ νόμο, ποὺ φύτε­ψε ὁ καλὸς Θεὸς στὶς καρ­διὲς τῶν ἀνθρώ­πων. Καὶ ὁ νόμος αὐτὸς εἶνε ὁ νόμος τῆς ἀγά­πης. Δὲν ὑπάρ­χει ἄνθρω­πος ποὺ νὰ μὴν αἰσθά­νε­ται ἀγά­πη. Κι αὐτὸς ὁ κακοῦρ­γος, ποὺ ἔκα­νε ἐγκλή­μα­τα καὶ κατα­δι­κά­στη­κε σὲ θάνα­το, κι αὐτὸς κάτι ἀκό­μα κρα­τά­ει ἀπὸ τὸ νόμο τῆς ἀγά­πης. Ἂν σβή­σῃ κάθε ἴχνος ἀγά­πης καὶ πει­σθῇ ὁ ἄνθρω­πος ὅτι ὅλοι τὸν ἔχουν ἐγκα­τα­λεί­ψει καὶ δὲν ὑπάρ­χει πιὰ κανείς ποὺ νὰ τὸν ἀγα­πάῃ, ὁ ἄνθρω­πος αὐτὸς δὲν θὰ μπο­ρέ­σῃ νὰ ζήσῃ· θ’ αὐτο­κτο­νή­σῃ.

Αγά­πη θέλουν οἱ ἄνθρω­ποι. Ἀλλ’ ἡ ἀγά­πη στὸν πρῶ­το ἄνθρω­πο, τὸν Ἀδάμ, ἦταν μιὰ ἁγνή ἀγά­πη, μιὰ ἀγά­πη καθα­ρὴ ἀπὸ κάθε μόλυ­σμα ἁμαρ­τί­ας, καὶ μέσα στὰ ἁγνὰ μάτια τῶν πρώ­των ἀνθρώ­πων, τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὔας, καθρε­φτι­ζό­ταν ὁ οὐρα­νός, ἡ χαρὰ καὶ ἡ εὐτυ­χία. Ἀγα­ποῦ­σε ὁ Ἀδὰμ τὴν Εὔα, ἡ Εὔα ἀγα­ποῦ­σε τὸν Ἀδάμ, καὶ οἱ δυὸ ἀγα­ποῦ­σαν παρα­πά­νω ἀπ’ ὅλα τὸ Θεό, ποὺ τὸν αἰσθά­νον­ταν σὰν πατέ­ρα. Ὑπῆρ­χε μιὰ ἁρμο­νία τῶν δύο πρώ­των ἀνθρώ­πων στίς σχέ­σεις τους πρὸς τὴ φύσι, πρὸς τὸν ἑαυ­τό τους καὶ πρὸς τὸ Θεό. Οἱ πρῶ­τοι ἄνθρω­ποι, πνευ­μα­τι­κὰ ἀστέ­ρια, εἱλ­κύ­ον­το ἀπὸ τὸ κέν­τρο, ἀπὸ τὸ Θεό, καὶ ἔτρε­χαν πάνω στήν τρο­χιὰ τῆς θεϊ­κῆς ἀγά­πης. Καὶ ἤτα­νε ὅλα εὐχά­ρι­στα.

Ἀλλ ̓ ὕστε­ρα ἀπὸ τὴν ἁμαρ­τία ποὺ ἔκα­ναν, ἡ ἁρμο­νία τῶν σχέ­σε­ων δια­τα­ρά­χθη­κε, ἡ ἀγά­πη μολύν­θη­κε καὶ δια­στρά­φη­κε ̇ ἔγι­νε μιὰ ἀγά­πη ιδιο­τε­λής, μιὰ ἀγά­πη ποὺ περιω­ρί­στη­κε σὲ λίγα πρό­σω­πα, μιὰ ἀγά­πη ποὺ δὲν εἶχε πιὰ κέν­τρο ἕλξε­ως τὸ Θεό, ἀλλὰ ἄλλα κέν­τρα ἕλξε­ως, ἀνθρώ­πους καὶ ἄλλα πράγ­μα­τα. Οἱ ἄνθρω­ποι, ἀντὶ νὰ ἀγα­ποῦν τὸ Θεό, ἀγα­ποῦ­σαν μόνο τὸν ἑαυ­τό τους καὶ τὰ μικρὰ κ’ ἐλε­ει­νὰ συμ­φέ­ρον­τα. Ἔτσι ἀπὸ φιλό­θε­οι ἔγι­ναν φιλή­δο­νοι, φίλαυ­τοι, σαρ­κο­λά­τρες, ἐγωι­σταὶ καὶ ὑπε­ρή­φα­νοι. Σύν­θη­μά τους; Ὅλα γιὰ τὸν ἑαυ­τό τους· τίπο­τα γιὰ τὸν πλη­σί­ον, τίπο­τα γιὰ τὸ Θεό. Ἡ ἀγά­πη ἀπο­γυ­μνώ­θη­κε ἀπὸ κάθε καλὸ καὶ ὡραῖο, ἔμει­νε μόνο τὸ ὄνο­μα. Ὤ, πόσα ἐγκλή­μα­τα δὲν δια­πρά­χθη­καν ἐν ὀνό­μα­τι τῆς ψεύ­τι­κης αὐτῆς ἀγά­πης!

* * *

Ἀλλὰ ποῦ, θὰ ῥωτή­σε­τε, ποῦ εἶνε ἡ ἀγά­πη ἡ ἁγνή, ἡ ἰδε­ώ­δης ἀγά­πη; Ποῦ εἶνε ἡ ἀγά­πη ἡ χρι­στια­νι­κή, ποὺ τὰ πάν­τα θυσιά­ζει γιὰ τοὺς ἄλλους καὶ δὲν κρα­τά­ει τίπο­τα γιὰ τὸν ἑαυ­τό της παρὰ μόνο τὸ σταυ­ρό;

Ιδε­ώ­δης ἀγά­πη ὑπάρ­χει στὸ Θεό. Ὁ Θεὸς εἶνε ἀγά­πη, ὅπως κηρύτ­τει ὁ εὐαγ­γε­λι­στής Ιωάν­νης (Α΄ Ιωαν. 4,8). Τῆς θεί­ας ἀγά­πης δείγ­μα­τα δὲν εἶνε ἕνα καὶ δυό· εἶνε ἀνα­ρίθ­μη­τα. Ποιό ἀπ ̓ ὅλα ν’ ἀνα­φέ­ρου­με ἐδῶ στὸ σύν­το­μο κήρυγ­μά μας; Ὁ Θεός προ­νόη­σε ἐξαι­ρε­τι­κὰ γιὰ τὸν ἄνθρω­πο· τὸν ἔβα­λε μέσα στὸν παρά­δει­σο, σ ̓ ἕνα περι­βάλ­λον φυσι­κό, ποὺ δὲν τὸ ἔφτα­νε ἄλλο στὴν ὡραιό­τη­τα. Όπου κι ἂν στε­κό­ταν μέσα στὸν παρά­δει­σο, τὴν ἀγά­πη ἔβλε­πε. Ὁ ἀέρας, καθα­ρὸς ἀπὸ κάθε μικρό­βιο, φυσοῦ­σε καὶ κινοῦ­σε τὰ φύλ­λα τῶν δέν­τρων· τὰ νερὰ κρυ­στάλ­λι­να ἔτρε­χαν καὶ κελά­ρυ­ζαν· οἱ ἀκτῖ­νες τοῦ ἥλιου φώτι­ζαν καὶ θέρ­μαι­ναν τὰ καρ­πο­φό­ρα δέν­τρα, γεμᾶ­τα καρ­πούς, λύγι­ζαν τὰ κλα­διά τους· τὰ που­λιὰ κελαη­δοῦ­σαν πάνω στὰ πυκνά φυλ­λώ­μα­τα τῶν δέν­τρων ̇ τὰ ζῷα ὅλα ἦταν ἥμε­ρα καὶ ζοῦ­σαν μαζὶ ἀγα­πη­μέ­να μέσα στὸ κοι­νό­βιο τοῦ παρα­δεί­σου. Τὸ καθέ­να χωρι­στὰ ἀλλὰ καὶ ὅλα μαζὶ μὲ κάποια μυστι­κὴ φωνὴ φώνα­ζαν, καὶ ἡ φωνή τους γλυ­κειὰ ἔφτα­νε στ’ αὐτιὰ τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὔας καὶ ἔλε­γε· Ὁ Θεὸς σᾶς ἀγα­πᾷ!

Ἀλλὰ καὶ ὕστε­ρα ἀπὸ τὴν πτῶ­σι τοῦ ἀνθρώ­που ὁ Θεὸς δὲν ἔπαυ­σε ν’ ἀγα­πᾷ καὶ νὰ ἐνδια­φέ­ρε­ται γιὰ τὸν ἄνθρω­πο. Κάθε τόσο ἔστελ­νε στὸν κόσμο ἄνδρες σπου­δαί­ους μὲ ἱκα­νό­τη­τες καὶ χαρί­σμα­τα, ἔστελ­νε πατριάρ­χες καὶ προ­φῆ­τες, καὶ διὰ μέσου τῶν ἐκλε­κτῶν αὐτῶν πνευ­μά­των ἔδει­χνε τὴν ἀγά­πη του, τὴν ἐπι­θυ­μία του νὰ φέρῃ τὸ λαό του στὴ θεο­γνω­σία.

Ἀλλὰ δυστυ­χῶς! Παρ’ ὅλα αὐτὰ τὰ μέσα ποὺ μετα­χει­ρί­στη­κε ὁ Θεός, παρ ̓ ὅλες τὶς εὐερ­γε­σί­ες καὶ τὰ θαύ­μα­τα, ὁ κόσμος δὲν συνε­κι­νεῖ­το, δὲν μετα­νο­οῦ­σε, δὲν ἐπέ­στρε­φε στὸν οὐρά­νιο Πατέ­ρα. Καὶ ὁ Θεός; Ἐνῷ θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ τὸν κατα­στρέ­ψῃ, ὅπως κατέ­στρε­ψε ἄλλο­τε τὰ Σόδο­μα καὶ τὰ Γόμορ­ρα, δὲν τὸ ἔκα­νε. Ἔδει­ξε μακρο­θυ­μία. Ἡ ἀγά­πη τοῦ Θεοῦ ἔφτα­σε σ’ ἕνα ὕψος, ποὺ ποτὲ ἀνθρώ­πι­νη διά­νοια δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ φαν­τα­στῇ. Ἦρθε ὁ Θεὸς ἐπὶ τῆς γῆς! Ἦρθε τὸ δεύ­τε­ρο πρό­σω­πο τῆς ἁγί­ας Τριά­δος. Ἦρθε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χρι­στός. Φόρε­σε σάρ­κα ἀνθρώ­πι­νη. Ἔγι­νε ἄνθρω­πος ὅμοιος μ’ ἐμᾶς ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἁμαρ­τία. Ἔζη­σε ἀνά­με­σά μας σὰν ὁ πιὸ φτω­χὸς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώ­πους. Ὑπη­ρέ­τη­σε τὸν ἄνθρω­πο μὲ μιὰ ἀγά­πη ποὺ πρώ­τη φορά γνώ­ρι­ζε ὁ κόσμος. Ταπει­νώ­θη­κε όσο κανέ­νας ἄλλος. Ἔγι­νε ὁ δοῦ­λος τῶν δού­λων του. Τέλος σταυ­ρώ­θη­κε καὶ ἔχυ­σε τὸ τίμιό του αἷμα γιὰ νὰ σώσῃ τὸν ἄνθρω­πο. Κάθε λόγος τοῦ Χρι­στοῦ, κάθε θαῦ­μα του, κάθε χτύ­πος τῆς καρ­διᾶς του, κάθε πρᾶ­ξις του, κάθε στα­λαγ­μα­τιά τοῦ αἵμα­τός του φωνά­ζουν. Ὅλα φωνά­ζουν, ὅλα κηρύτ­τουν, ὅλα δια­λα­λοῦν· «Ὁ Θεὸς ἀγά­πη ἐστίν» (Α΄ Ἰωαν. 4,8). Ἡ ἀγά­πη του ὠκε­α­νός!

* * *

Ὕστε­ρα ἀπὸ τόση ἀγά­πη, ποὺ ἔδει­ξε καὶ συνε­χί­ζει νὰ δεί­χνῃ ὁ Θεός, ἐμεῖς οἱ ἄνθρω­ποι τί ἔπρε­πε νὰ αἰσθα­νώ­μα­στε ἀπέ­ναν­τι στὸν Εὐερ­γέ­τη μας; Δὲν θὰ ἔπρε­πε νὰ αἰσθα­νώ­μα­στε τὸ πιὸ βαθὺ αἴσθη­μα ἀγά­πης κ’ εὐγνω­μο­σύ­νης πρὸς τὸ Θεό; Δὲν θὰ ἔπρε­πε νὰ προ­τι­μᾶ­με νὰ πεθά­νου­με, παρὰ νὰ παρα­βοῦ­με μιὰ ἐντο­λή του καὶ νὰ τὸν λυπή­σου­με;

Δυστυ­χῶς δεί­χνου­με τὴν πιὸ μεγά­λη ἀχα­ρι­στία. Ξέρε­τε πῶς μοιά­ζου­με; Μοιά­ζου­με μὲ ἕναν ποὺ κάποιος τὸν φιλο­ξε­νεῖ στὸ σπί­τι του, τὸν περι­ποιεῖ­ται, τὸν ἀγα­πά­ει ὅσο κανείς. Αρρω­σταί­νει, κιν­δυ­νεύ­ει νὰ πεθά­νῃ, κι αὐτὸς καὶ τὸ αἷμα του κάνει μετάγ­γι­σι σ ̓ αὐτὸν καὶ τὸν σῴζει. Καὶ ὁ ἄνθρω­πος ποὺ τόσο εὐερ­γε­τή­θη­κε, φεύ­γον­τας ἀπὸ τὸ σπί­τι τοῦ εὐερ­γέ­του, ἀντὶ νὰ τοῦ πῇ ἕνα εὐχα­ρι­στῶ, γυρί­ζει καὶ βρί­ζει καὶ βλα­στη­μά­ει τὸν εὐερ­γέ­τη μὲ τὶς πιὸ χυδαῖ­ες λέξεις καὶ τὸν φτύ­νει στὸ πρό­σω­πο. Ἐρω­τῶ· Ὑπάρ­χει μια τέτοια ἀχά­ρι­στη καὶ τερα­τώ­δης ὕπαρ­ξι; Ναί, ὑπάρ­χει! Εἴμα­στε ἐμεῖς, ὅσοι στὸν εἰκο­στὸ αἰῶ­να ποὺ ζοῦ­με ἁμαρ­τά­νου­με καί κάτω ἀπὸ τὸ σταυ­ρὸ τῆς ἀγά­πης τοῦ Χρι­στοῦ συνε­χί­ζου­με τὶς ὕβρεις, τίς βλα­σφη­μί­ες, τοὺς ἐμπαιγ­μοὺς καὶ τὰ ἐμπτύ­σμα­τα τῶν σταυ­ρω­τῶν του. Ὤ, τί ἀχα­ρι­στία, τί φρί­κη! Απέ­ναν­τι σὲ τόση ἀγά­πη τόση ἀπο­στρο­φὴ καὶ κακία.

Ὦ Χρι­στέ, συχώ­ρε­σέ μας!

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek