ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ

Αποστολική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ — Ρωμ. (ΣΤ΄ 18 — 23)

Προς Ρωμαί­ους, κεφά­λαιο ΣΤ΄, εδά­φια 18–23

18 λευ­θε­ρω­θέν­τες δὲ ἀπὸ τῆς ἁμαρ­τί­ας ἐδου­λώ­θη­τε τῇ δικαιο­σύ­νῃ. 19 νθρώ­πι­νον λέγω διὰ τὴν ἀσθέ­νειαν τῆς σαρ­κὸς ὑμῶν. ὥσπερ γὰρ παρε­στή­σα­τε τὰ μέλη ὑμῶν δοῦ­λα τῇ ἀκα­θαρ­σίᾳ καὶ τῇ ἀνο­μίᾳ εἰς τὴν ἀνο­μί­αν, οὕτω νῦν παρα­στή­σα­τε τὰ μέλη ὑμῶν δοῦ­λα τῇ δικαιο­σύ­νῃ εἰς ἁγια­σμόν. 20 τε γὰρ δοῦ­λοι ἦτε τῆς ἁμαρ­τί­ας, ἐλεύ­θε­ροι ἦτε τῇ δικαιο­σύ­νῃ. 21 Τίνα οὖν καρ­πὸν εἴχε­τε τότε ἐφ᾿ οἷς νῦν ἐπαι­σχύ­νε­σθε; τὸ γὰρ τέλος ἐκεί­νων θάνα­τος. 22 Νυνὶ δὲ ἐλευ­θε­ρω­θέν­τες ἀπὸ τῆς ἁμαρ­τί­ας δου­λω­θέν­τες δὲ τῷ Θεῷ ἔχε­τε τὸν καρ­πὸν ὑμῶν εἰς ἁγια­σμόν, τὸ δὲ τέλος ζωὴν αἰώ­νιον. 23 Τὰ γὰρ ὀψώ­νια τῆς ἁμαρ­τί­ας θάνα­τος, τὸ δὲ χάρι­σμα τοῦ Θεοῦ ζωὴ αἰώ­νιος ἐν Χρι­στῷ ᾿Ιησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν.

18 Ετσι δε, αφού εγί­να­τε ελεύ­θε­ροι από την αμαρ­τί­αν, υπε­δου­λώ­θη­τε εις την αγιό­τη­τα και την αρε­τήν. 19 Χρη­σι­μο­ποιώ ανθρω­πί­νας εικό­νας και εκφρά­σεις εξ αιτί­ας της αδυ­να­μί­ας, που παρου­σιά­ζει η ανθρω­πί­νη, η σαρ­κι­κή ακό­μη κατά­στα­σίς σας. Δηλα­δή όπως είχα­τε προ­σφέ­ρει τα μέλη σας δού­λα εις την ακα­θαρ­σί­αν της αμαρ­τί­ας και της ανο­μί­ας, δια να δια­πράτ­τε­τε την αμαρ­τί­αν, έτσι και τώρα πρέ­πει να προ­σφέ­ρε­τε τα μέλη σας δού­λα εις την αρε­τήν, δια να πρω­χω­ρή­σε­τε και επι­τύ­χε­τε την αγιό­τη­τα. 20 Αλλο­τε, όταν ήσθε δού­λοι εις την αμαρ­τί­αν, ήσθε μεν ελεύ­θε­ροι ως προς την δικαί­ω­σιν και την αρε­τήν, που θέλει ο Θεός, 21 αλλά ποί­ον καρ­πόν, ποί­ον κέρ­δος και ωφέ­λειαν είχα­τε τότε από τα έργα της αμαρ­τί­ας, δια τα οποία τώρα εντρέ­πε­σθε κάθε φοράν που τα ενθυ­μεί­σθε. Διό­τι η κατά­λη­ξις εκεί­νων είναι ο αιώ­νιος πνευ­μα­τι­κός θάνα­τος. 22 Τωρα δε που απε­κτή­σα­τε την ελευ­θε­ρί­αν και απηλ­λά­γη­τε από την δου­λεί­αν της αμαρ­τί­ας, υπε­δου­λώ­θη­τε δε θελη­μα­τι­κά στον Θεόν, έχε­τε ως καρ­πόν την προ­κο­πήν εις την αγιό­τη­τα τελι­κόν δε και ανα­φαί­ρε­τον κέρ­δος την αιω­νί­αν ζωήν. 23 Διό­τι αι μεν συνέ­πειαι και ο μισθός της αμαρ­τί­ας είναι ο πνευ­μα­τι­κός θάνα­τος, το δε δώρον του Θεού προς εκεί­νους, που τον υπα­κού­ουν, είναι η αιώ­νιος ζωή δια του Κυρί­ου ημών Ιησού Χρι­στού.

18 Κι έτσι, αφού ελευ­θε­ρω­θή­κα­τε από την αμαρ­τία, γίνα­τε δού­λοι στην αρε­τή. 19 Μετα­χει­ρί­ζο­μαι ανθρώ­πι­νο τρό­πο εκφρά­σε­ως εξαι­τί­ας της αδυ­να­μί­ας της ανθρώ­πι­νης φύσε­ώς σας, η οποία είναι ακό­μα σαρ­κι­κή και γι’ αυτό η άσκη­ση της αρε­τής σας φαί­νε­ται δου­λεία. Όπως δηλα­δή προ­σφέ­ρα­τε τα μέλη σας σκλά­βα στην αμαρ­τία, που κάνει τον άνθρω­πο ακά­θαρ­το και παρα­βά­τη του νόμου, για να δια­πράτ­τε­τε την ανο­μία, έτσι τώρα να προ­σφέ­ρε­τε τα μέλη σας δού­λα στην ενά­ρε­τη ζωή, για να προ­ο­δεύ­σε­τε σε αγιό­τη­τα. 20 Η δου­λεία όμως αυτή στην ενά­ρε­τη ζωή δεν είναι σκλα­βιά αλλά ελευ­θε­ρία· διό­τι όταν ήσα­σταν δού­λοι της αμαρ­τί­ας, ήσα­σταν βέβαια ελεύ­θε­ροι και όχι υπο­ταγ­μέ­νοι στη δικαιο­σύ­νη και την αρε­τή, αλλά σας ρωτώ: 21 Ποια ωφέ­λεια λοι­πόν είχα­τε τότε από τα έργα της αμαρ­τί­ας, για τα οποία τώρα, όταν τα θυμά­στε, ντρέ­πε­στε; Καμία. Είχα­τε αντί­θε­τα βλά­βη μεγά­λη, διό­τι το τελι­κό απο­τέ­λε­σμα των έργων εκεί­νων είναι θάνα­τος πνευ­μα­τι­κός. 22 Τώρα όμως που ελευ­θε­ρω­θή­κα­τε από την αμαρ­τία και υπο­δου­λώ­σα­τε τον εαυ­τό σας στον Θεό, έχε­τε βέβαιο κέρ­δος την πρό­ο­δο στην αγιό­τη­τα, και τελι­κό απο­τέ­λε­σμα στην αιώ­νια ζωή. Δεν είναι λοι­πόν πραγ­μα­τι­κή ελευ­θε­ρία η υπο­τα­γή σας στον Θεό; 23 Ναι. Τότε ήσα­σταν δού­λοι δυστυ­χι­σμέ­νοι, διό­τι ο μισθός με τον οποίο η αμαρ­τία πλη­ρώ­νει τους δού­λους της είναι ο θάνα­τος. Αντί­θε­τα το δώρο που δίνει ο Θεός στους δού­λους Του είναι η αιώ­νια ζωή, την οποία απο­κτού­με με την ένω­σή μας με τον Ιησού Χρι­στό, τον Κύριό μας.

18 Ἔτσι ἐλευ­θε­ρω­θή­κα­τε ἀπὸ τὴν ἁμαρ­τία καὶ γίνα­τε δοῦ­λοι στὸ καλό. 19 Ἀνθρω­πί­νως ὁμι­λῶ χρη­σι­μο­ποιών­τας τὴν εἰκό­να τῆς δου­λεί­ας λόγῳ τῆς φυσι­κῆς ἀδυ­να­μί­ας σας νὰ κατα­λά­βε­τε ἀλλιῶς (Στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ἡ ὑπο­τα­γὴ στὸ καλὸ δὲν εἶναι δου­λεία, ἀλλὰ ἐλευ­θε­ρία ἀπὸ τὰ πάθη). Ὅπως δὲ ὑπο­δου­λώ­σα­τε τὰ μέλη σας στὴν ἀκα­θαρ­σία καὶ τὴν ἀνο­μία γιὰ νὰ κάνε­τε τὴν ἀνο­μία, ἔτσι τώρα ὑπο­δου­λώ­σε­τε τὰ μέλη σας στὸ καλὸ γιὰ ν’ ἁγιά­ζε­σθε. 20 Ὅταν βεβαί­ως ἤσα­σθε δοῦ­λοι τῆς ἁμαρ­τί­ας, ἤσα­σθε ἐλεύ­θε­ροι ἀπὸ τὸν ἔλεγ­χο τοῦ καλοῦ. 21 Ἀλλὰ ποιό κέρ­δος εἴχα­τε τότε ἀπὸ τὰ ἔργα, γιὰ τὰ ὁποῖα τώρα ντρέ­πε­σθε; Διό­τι τὸ τέλος ἐκεί­νων εἶναι θάνα­τος. 22 Ἀλλὰ τώρα, ποὺ ἐλευ­θε­ρω­θή­κα­τε ἀπὸ τὴν ἁμαρ­τία καὶ ὑπο­δου­λω­θή­κα­τε στὸ Θεό, ἔχε­τε τὸ κέρ­δος σας σὲ ἁγια­σμό, καὶ τὸ τέλος ζωὴ αἰώ­νια. 23 Nαί, ὁ μισθὸς τῆς ἁμαρ­τί­ας εἶναι θάνα­τος, ἐνῷ τὸ χάρι­σμα τοῦ Θεοῦ εἶναι ζωὴ αἰώ­νια διὰ τοῦ Ἰησοῦ Xρι­στοῦ τοῦ Kυρί­ου μας.

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (Ερμη­νεία Περι­κο­πής)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ

«λευ­θε­ρω­θέν­τες δὲ ἀπὸ τῆς ἁμαρ­τί­ας ἐδου­λώ­θη­τε τῇ δικαιο­σύ­νῃ(:Κι έτσι, αφού ελευ­θε­ρω­θή­κα­τε από την αμαρ­τία, γίνα­τε δού­λοι στην αρε­τή )»[Ρωμ.6,18]. Εδώ δεί­χνει δύο δωρε­ές του Θεού, και την απε­λευ­θέ­ρω­ση από την αμαρ­τία, και την υπο­δού­λω­ση στην αρε­τή, πράγ­μα που είναι καλύ­τε­ρο από κάθε ελευ­θε­ρία. Για­τί ο Θεός έκα­νε το ίδιο, όπως θα έκα­νε κάποιος αν, παρα­λαμ­βά­νον­τας ένα ορφα­νό παι­δί που μετα­φέρ­θη­κε από τους βαρ­βά­ρους στην χώρα τους, δεν το ελευ­θέ­ρω­νε μόνο από την αιχ­μα­λω­σία, αλλά και γινό­ταν γι΄αυτό πατέ­ρας προ­νο­η­τι­κός και το ανέ­βα­ζε στην πιο μεγά­λη τιμή. Αυτό ακρι­βώς έγι­νε και σε μας. Για­τί όχι μόνον μας ελευ­θέ­ρω­σε από τα παλαιά κακά, αλλά και σε αγγε­λι­κή ζωή μας οδή­γη­σε, και άνοι­ξε για μας δρό­μο άρι­στης δια­γω­γής, αφού μας παρέ­δω­σε στην ασφά­λεια της αρε­τής, θανά­τω­σε τα παλαιά κακά, νέκρω­σε τον παλαιό μας άνθρω­πο και μας οδή­γη­σε στην αιώ­νια ζωή[…].

………………………………………………………………………………………………………………………………………………

[Oμιλία ΙΓ΄:] «νθρώ­πι­νον λέγω διὰ τὴν ἀσθέ­νειαν τῆς σαρ­κὸς ὑμῶν. ὥσπερ γὰρ παρε­στή­σα­τε τὰ μέλη ὑμῶν δοῦ­λα τῇ ἀκα­θαρ­σίᾳ καὶ τῇ ἀνο­μίᾳ εἰς τὴν ἀνο­μί­αν, οὕτω νῦν παρα­στή­σα­τε τὰ μέλη ὑμῶν δοῦ­λα τῇ δικαιο­σύ­νῃ εἰς ἁγια­σμόν(:Μετα­χει­ρί­ζο­μαι ανθρώ­πι­νο τρό­πο εκφρά­σε­ως εξαι­τί­ας της αδυ­να­μί­ας της ανθρώ­πι­νης φύσε­ώς σας, η οποία είναι ακό­μα σαρ­κι­κή και γι’ αυτό η άσκη­ση της αρε­τής σάς φαί­νε­ται δου­λεία. Όπως δηλα­δή προ­σφέ­ρα­τε τα μέλη σας σκλά­βα στην αμαρ­τία, που κάνει τον άνθρω­πο ακά­θαρ­το και παρα­βά­τη του νόμου, για να δια­πράτ­τε­τε την ανο­μία, έτσι τώρα να προ­σφέ­ρε­τε τα μέλη σας δού­λα στην ενά­ρε­τη ζωή, για να προ­ο­δεύ­σε­τε σε αγιό­τη­τα)»[Ρωμ.6,19].

Επει­δή ζήτη­σε μεγά­λη προ­σο­χή στον τρό­πο της ζωής τους, προ­τρέ­πον­τάς τους να είναι νεκροί ως προς τον κόσμο, να έχουν πεθά­νει ως προς την κακία και να μένουν ακί­νη­τοι στην διά­πρα­ξη των αμαρ­τη­μά­των, και φαι­νό­ταν πως έλε­γε κάτι μεγά­λο και βαρύ και που ξεπερ­νά­ει την ανθρώ­πι­νη φύση, θέλον­τας να δεί­ξει, ότι δεν απαι­τεί τίπο­τε το υπερ­βο­λι­κό, ούτε όσο έπρε­πε σε εκεί­νον που από­λαυ­σε τόσο μεγά­λη δωρεά, αλλά και υπερ­βο­λι­κά μέτριο και ελα­φρύ, το απο­δει­κνύ­ει από τα αντί­θε­τα, και λέγει «Ομι­λώ με ανθρώ­πι­νο τρό­πο εκφρά­σε­ως». Σαν να έλε­γε «από ανθρώ­πι­νες σκέ­ψεις, απ’ αυτά που συνή­θως γίνον­ται». Ή λοι­πόν αυτό, ή το μέτριο φανε­ρώ­νει με την ονο­μα­σία του ανθρώ­πι­νου. Για­τί και αλλού λέγει: «Πει­ρα­σμς μς οκ εληφεν ε μ νθρώπινος(:Δεν σας κατά­λα­βε μέχρι τώρα πει­ρα­σμός μεγά­λος, αλλά κάθε πει­ρα­σμός που αντι­με­τω­πί­σα­τε ήταν προ­σω­ρι­νός και ανά­λο­γος με τις ανθρώ­πι­νες δυνά­μεις σας)» [Α΄Κορ.10,13], δηλα­δή, ανά­λο­γος προς τις δυνά­μεις του ανθρώ­που και μικρός. «Ὥσπερ γὰρ παρε­στή­σα­τε τὰ μέλη ὑμῶν δοῦ­λα τῇ ἀκα­θαρ­σίᾳ καὶ τῇ ἀνο­μίᾳ εἰς τὴν ἀνο­μί­αν, οὕτω νῦν παρα­στή­σα­τε τὰ μέλη ὑμῶν δοῦ­λα τῇ δικαιο­σύ­νῃ εἰς ἁγια­σμόν(:Όπως δηλα­δή προ­σφέ­ρα­τε τα μέλη σας σκλά­βα στην αμαρ­τία, που κάνει τον άνθρω­πο ακά­θαρ­το και παρα­βά­τη του νόμου, για να δια­πράτ­τε­τε την ανο­μία, έτσι τώρα να προ­σφέ­ρε­τε τα μέλη σας δού­λα στην ενά­ρε­τη ζωή, για να προ­ο­δεύ­σε­τε σε αγιό­τη­τα)»[Ρωμ.6,19]. «Αν και υπάρ­χει μεγά­λη δια­φο­ρά ανά­με­σα στους κυρί­ους, αλλά όμως απαι­τώ το ίσο μέτρο της δου­λεί­ας. Για­τί έπρε­πε βέβαια και πολύ περισ­σό­τε­ρο να προ­σφέ­ρε­τε, και τόσο περισ­σό­τε­ρο, όσο και αυτή η εξου­σία είναι μεγα­λύ­τε­ρη και καλύ­τε­ρη από εκεί­νη. Αλλά όμως δεν απαι­τώ τίπο­τε περισ­σό­τε­ρο εξαι­τί­ας της αδυ­να­μί­ας σας».

Και δεν είπε «της προ­αί­ρε­σε­ώς σας», ούτε «της προ­θυ­μί­ας σας», αλλά «της σάρ­κας σας», κάνον­τας τον λόγο λιγό­τε­ρο δυσά­ρε­στο. Αν και το ένα είναι ακα­θαρ­σία, ενώ το άλλο αγια­σμός· το ένα ανο­μία, ενώ το άλλο ενά­ρε­τη ζωή. «Και ποιος είναι τόσο άθλιος», λέγει, «και ταλαί­πω­ρος, ώστε να μην προ­σφέ­ρει τόση προ­θυ­μία για την δου­λεία του Χρι­στού, όση στην δου­λεία της αμαρ­τί­ας και του δια­βό­λου;». Άκου­σε λοι­πόν τα επό­με­να και θα γνω­ρί­σεις καλά, ότι δεν προ­σφέ­ρου­με ούτε αυτό το μικρό. Επει­δή δηλα­δή, όταν λεγό­ταν αυτό έτσι απλά, δεν φαι­νό­ταν πως είναι αξιό­πι­στο, ούτε ευπρόσ­δε­κτο, ούτε ανε­χό­ταν κανείς να ακού­σει, ότι δεν υπη­ρε­τεί σαν δού­λος τόσο στον Χρι­στό, όσο υπη­ρέ­τη­σε στον διά­βο­λο, με τα επό­με­να το απο­δει­κνύ­ει αυτό και το κάνει αξιό­πι­στο, παρου­σιά­ζον­τας μπρο­στά τους την δου­λεία εκεί­νη και λέγον­τας πως την υπη­ρέ­τη­σαν. «τε γὰρ δοῦ­λοι ἦτε τῆς ἁμαρ­τί­ας, ἐλεύ­θε­ροι ἦτε τῇ δικαιο­σύ­νῃ(:Η δου­λεία όμως αυτή στην ενά­ρε­τη ζωή δεν είναι σκλα­βιά, αλλά ελευ­θε­ρία· διό­τι όταν ήσα­σταν δού­λοι της αμαρ­τί­ας, ήσα­σταν βέβαια ελεύ­θε­ροι και όχι υπο­ταγ­μέ­νοι στη δικαιο­σύ­νη και την αρε­τή)»[Ρωμ. 10,20]. Αυτό όμως που λέγει, σημαί­νει το εξής: «Όταν ζού­σα­τε μέσα στην κακία κα την ασέ­βεια και τα χει­ρό­τε­ρα κακά, ζού­σα­τε με τόσα μεγά­λη υπα­κοή, ώστε να μην κάνε­τε εντε­λώς κανέ­να καλό». Για­τί αυτό σημαί­νει: «ελεύ­θε­ροι ήσα­στε ως προς τη δικαιο­σύ­νη». Δηλα­δή «δεν ήσα­στε υπο­ταγ­μέ­νοι σε αυτήν, αλλά εντε­λώς απο­ξε­νω­μέ­νοι. Ούτε βέβαια μοι­ρά­ζε­τε τον τρό­πο της δου­λεί­ας στην δικαιο­σύ­νη και την αμαρ­τία, αλλά παρα­δί­να­τε ολο­κλη­ρω­τι­κά τους εαυ­τούς σας στην κακία».

Επο­μέ­νως και τώρα, επει­δή μετα­τε­θή­κα­τε προς την δικαιο­σύ­νη να παρα­δώ­σε­τε ολο­κλη­ρω­τι­κά τους εαυ­τούς σας στην αρε­τή, χωρίς να κάνε­τε εντε­λώς κανέ­να κακό, για να δεί­ξε­τε του­λά­χι­στο ίσο το μέτρο. Μολο­νό­τι βέβαια δεν είναι μεγά­λη η δια­φο­ρά της εξου­σί­ας μόνο, αλλά και της δου­λεί­ας αυτής μεγά­λη είναι η δια­φο­ρά, πράγ­μα που και αυτό ανα­πτύσ­σει με μεγά­λη σαφή­νεια, και δεί­χνει σε ποιους ήταν δού­λοι τότε, και σε ποιους τώρα. Και δεν λέγει ακό­μη τη ζημία που προ­έρ­χε­ται από το πράγ­μα, αλλά πρώ­τα λέγει την ντρο­πή. «Τίνα οὖν καρ­πὸν (:Ποια ωφέ­λεια λοι­πόν)», λέγει, «εἴχε­τε τότε ἐφ᾿ οἷς νῦν ἐπαι­σχύ­νε­σθε;(:είχα­τε τότε από τα έργα της αμαρ­τί­ας, για τα οποία τώρα, όταν τα θυμά­στε, ντρέ­πε­στε; Καμία)». Για­τί τέτοια ήταν η δου­λεία, ώστε και η ανά­μνη­σή της τώρα προ­κα­λεί ντρο­πή. Εάν όμως η ανά­μνη­ση ντρο­πιά­ζει, πολύ περισ­σό­τε­ρο η πρά­ξη. «Ώστε τώρα κερ­δί­σα­τε διπλά, και επει­δή απαλ­λα­χτή­κα­τε από την ντρο­πή, και επει­δή μάθα­τε σε ποια κατά­στα­ση ήσα­στε. Όπως ακρι­βώς λοι­πόν τότε ζημιω­νό­σα­στε διπλά, και επει­δή κάνα­τε πράγ­μα­τα που προ­κα­λού­σαν ντρο­πή, και επει­δή δεν γνω­ρί­ζα­τε να ντρέ­πε­στε, πράγ­μα που ήταν μεγα­λύ­τε­ρο από το πρώ­το. Αλλά όμως εξα­κο­λου­θού­σα­τε να είστε δού­λοι».

Αφού έδει­ξε λοι­πόν με αφθο­νία την ζημία από αυτά που γίνον­ταν τότε, από την ντρο­πή, προ­χω­ρά­ει και στο ίδιο το πράγ­μα. Ποιο λοι­πόν ήταν το πράγ­μα; «Τὸ γὰρ τέλος ἐκεί­νων θάνα­τος(:Είχα­τε αντί­θε­τα βλά­βη μεγά­λη, διό­τι το τελι­κό απο­τέ­λε­σμα των έργων εκεί­νων είναι θάνα­τος πνευ­μα­τι­κός)»[Ρωμ. 10, 21]. Διό­τι αφού η ντρο­πή δεν φαι­νό­ταν πως ήταν πάρα πολύ ενο­χλη­τι­κό πράγ­μα, έρχε­ται στο πολύ φοβε­ρό, δηλα­δή τον θάνα­το· αν και βέβαια ήταν αρκε­τό και αυτό που λέχθη­κε προ­η­γου­μέ­νως. Σκέ­ψου λοι­πόν πόση είναι η δύνα­μη της κακί­ας, αφού βέβαια δεν μπο­ρού­σαν να απαλ­λα­χθούν από την ντρο­πή, τη στιγ­μή που ήταν απαλ­λαγ­μέ­νοι και από την τιμω­ρία. «Ποια λοι­πόν αμοι­βή», λέγει, «περι­μέ­νεις από την πρά­ξη, όταν από την ανά­μνη­ση μόνο, την στιγ­μή μάλι­στα που είσαι απαλ­λαγ­μέ­νος από την τιμω­ρία, κρύ­βε­σαι και κοκ­κι­νί­ζεις, αν και βέβαια βρί­σκε­σαι σε τόσο μεγά­λη χάρη;». Αλλ’ όμως δεν είναι τέτοια τα πράγ­μα­τα του Θεού.

«Νυνὶ δὲ (:Τώρα όμως)», λέγει, «ἐλευ­θε­ρω­θέν­τες ἀπὸ τῆς ἁμαρ­τί­ας δου­λω­θέν­τες δὲ τῷ Θεῷ ἔχε­τε τὸν καρ­πὸν ὑμῶν εἰς ἁγια­σμόν, τὸ δὲ τέλος ζωὴν αἰώ­νιον (:που ελευ­θε­ρω­θή­κα­τε από την αμαρ­τία και υπο­δου­λώ­σα­τε τον εαυ­τό σας στον Θεό, έχε­τε βέβαιο κέρ­δος την πρό­ο­δο στην αγιό­τη­τα, και τελι­κό απο­τέ­λε­σμα στην αιώ­νια ζωή)»[Ρωμ.6,22]. Το κέρ­δος εκεί­νων είναι η ντρο­πή και μετά την απαλ­λα­γή, το κέρ­δος αυτών η αγιό­τη­τα· όπου όμως υπάρ­χει αγιό­τη­τα, υπάρ­χει κάθε παρ­ρη­σία. Το τέλος εκεί­νων ο θάνα­τος, ενώ αυτών η αιώ­νια ζωή. Είδες πως άλλα δεί­χνει ότι έχουν δοθεί, ενώ άλλα ότι είναι σε ελπί­δες, και από αυτά που έχουν δοθεί και εκεί­να επι­βε­βαιώ­νει, από την αγιό­τη­τα την ζωή; Για να μη λέγεις λοι­πόν ότι όλα είναι σε ελπί­δες, δεί­χνει πως και εσύ ήδη κέρ­δι­σες. Πρώ­το, το ότι απαλ­λά­χθη­κες από την πονη­ρία και τα παρό­μοια κακά, που και η ανά­μνη­σή τους προ­κα­λεί ντρο­πή. Δεύ­τε­ρο, το ότι έγι­νες δού­λος στην δικαιο­σύ­νη. Τρί­το, το ότι από­λαυ­σες την αγιό­τη­τα. Τέταρ­το, το ότι θα κατορ­θώ­σεις την ζωή, και όχι την προ­σω­ρι­νή ζωή, αλλά την αιώ­νια. «Αλλά όμως μολο­νό­τι υπάρ­χουν και αυτά, του­λά­χι­στο», λέγει, «γίνε­τε δού­λοι το ίδιο. Για­τί, αν και ο Κύριος υπε­ρέ­χει πάρα πολύ, και η δια­φο­ρά της δου­λεί­ας και των βρα­βεί­ων, για τα οποία είστε δού­λοι, είναι μεγά­λη, δεν απαι­τώ τελι­κά τίπο­τε περισ­σό­τε­ρο».

Έπει­τα, επει­δή ανέ­φε­ρε όπλα και βασι­λιά, επι­μέ­νει στην μετα­φο­ρά, λέγον­τας: «Τὰ γὰρ ὀψώ­νια τῆς ἁμαρ­τί­ας θάνα­τος, τὸ δὲ χάρι­σμα τοῦ Θεοῦ ζωὴ αἰώ­νιος ἐν Χρι­στῷ ᾿Ιησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν(:Ναι. Τότε ήσα­σταν δού­λοι δυστυ­χι­σμέ­νοι, διό­τι ο μισθός με τον οποίο η αμαρ­τία πλη­ρώ­νει τους δού­λους της είναι ο θάνα­τος. Αντί­θε­τα το δώρο που δίνει ο Θεός στους δού­λους Του είναι η αιώ­νια ζωή, την οποία απο­κτού­με με την ένω­σή μας με τον Ιησού Χρι­στό, τον Κύριό μας)»[Ρωμ.6,23]. Αφού είπε «μισθός της αμαρ­τί­ας», για τα χρη­στά δεν τήρη­σε την ίδια τάξη. Για­τί δεν είπε «ο μισθός των κατορ­θω­μά­των σας», αλλά «το δώρο όμως του Θεού», δεί­χνον­τας ότι δεν απαλ­λά­χτη­καν από μόνοι τους, ούτε έλα­βαν κάποια οφει­λή, ούτε αμοι­βή και αντα­πό­δο­ση των κόπων τους, αλλά από χάρη έγι­ναν όλα αυτά. Ώστε και από εδώ προ­έρ­χε­ται η υπε­ρο­χή, όχι για­τί τους απάλ­λα­ξε μόνο, ούτε για­τί τους μετα­κί­νη­σε προς τα καλύ­τε­ρα, αλλά για­τί έγι­νε αυτό χωρίς να κου­ρα­στούν ούτε να κοπιά­σουν. Και όχι μόνο τους απάλ­λα­ξε, αλλά και πολύ περισ­σό­τε­ρα τους έδω­σε και με τον Υιό Του τα έδω­σε.

Όλα αυτά όμως τα ανέ­φε­ρε εδώ επει­δή μίλη­σε και για τη χάρη, και πρό­κει­ται στη συνέ­χεια να ανα­φέ­ρει και τον νόμο. Για να μην τους κάνουν λοι­πόν και τα δύο πιο αδιά­φο­ρους, ανέ­φε­ρε ενδιά­με­σα τα σχε­τι­κά με τον σωστό τρό­πο ζωής, παρα­κι­νών­τας παν­τού τον ακρο­α­τή στην φρον­τί­δα της αρε­τής. Όταν βέβαια ονο­μά­ζει τον θάνα­το «ὀψώ­νιον τῆς ἁμαρ­τί­ας(: μισθό της αμαρ­τί­ας)», τους φοβε­ρί­ζει πάλι και τους ασφα­λί­ζει προς τα μελ­λον­τι­κά. Για­τί με τα προ­η­γού­με­να που τους θυμί­ζει, με αυτά τους κάνει και ευγνώ­μο­νες και ασφα­λέ­στε­ρους προς όλα εκεί­να που ακο­λου­θούν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-ad-romanos.pdf

  • Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, Υπό­μνη­μα στην Προς Ρωμαί­ους επι­στο­λή, ομι­λί­ες ΙΒ΄ και ΙΓ’ (κατ΄επιλογήν), πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1983, τόμος 17, σελί­δες 65 και 81–89.

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ”)

Ποῦ δου­λεύ­εις;

«Ὥσπερ παρε­στή­σα­τε τὰ μέλη ὑμῶν δοῦ­λα τῇ ἀκα­θαρ­σίᾳ καὶ τῇ ἀνο­μίᾳ εἰς τὴν ἀνο­μί­αν, οὕτω νῦν παρα­στή­σα­τε τὰ μέλη ὑμῶν δοῦ­λα τῇ δικαί­ο­σύ­νῃ εἰς ἁγια­σμόν» (Ρωμ. 6,19)

MIA, ἀγα­πη­τοί μου, μιὰ οἰκο­δο­μὴ δὲν φυτρώ­νει μόνη της. Δὲν μαζεύ­ον­ται μόνα τους τὰ ὑλι­κὰ ποὺ χρειά­ζον­ται. Κάποιος θὰ συγ­κεν­τρώ­σῃ πέτρες, ἀσβέ­στη, τσι­μέν­το, τοῦ­βλα, σίδε­ρα, ξύλα καὶ ὅ,τι ἄλλο χρειά­ζε­ται γιὰ τὴν οἰκο­δο­μή. Καὶ τὰ ὑλι­κὰ αὐτά, ποὺ εἶνε ἕνας σωρὸς στὸ οἰκό­πε­δο, θὰ τὰ ξεχω­ρί­σουν οἱ τεχνῖ­τες, θὰ τὰ συναρ­μο­λο­γή­σουν καταλ­λή­λως καὶ θὰ χτί­σουν τὴν οἰκο­δο­μὴ ὄχι στὴν τύχη, ἀλλὰ σύμ­φω­να μὲ τὸ σχέ­διο ποὺ προ­η­γου­μέ­νως ἔχει κάνει ὁ μηχα­νι­κός. Καὶ ἂν τὸ σχέ­διο εἶνε σπου­δαῖο, τότε θὰ χτί­ςτῇ μιὰ οἰκο­δο­μὴ ποὺ θὰ τὴ θαυ­μά­ζουν οἱ ἄνθρω­ποι. Βλέ­πον­τας δὲ καὶ θαυ­μά­ζον­τας οἱ ἄνθρω­ποι τὰ ὄμορ­φα κτή­ρια, ποτέ δὲν λένε ὅτι αὐτὰ ἔγι­ναν μόνα τους, ἀλλὰ ἡ σκέ­ψι τους πηγαί­νει σὲ μηχα­νι­κοὺς καὶ τεχνῖ­τες, ποὺ ἔβα­λαν ὅλη τὴ δύνα­μί τους γιὰ νὰ παρου­σιά­σουν τὰ ἀξιο­θαύ­μα­στα αὐτὰ ἔργα.

Θαυ­μά­ζε­τε τίς οἰκο­δο­μές; Ἀλλὰ ἡ σημε­ρι­νὴ ὁμι­λία ἔρχε­ται νὰ σᾶς δεί­ξῃ μιὰ ἄλλη οἰκο­δο­μή. Μιὰ οἰκο­δο­μή, ποὺ ὡς πρὸς τὸ σχέ­διο, τὰ ὑλι­κά, τὴν ἁρμο­νία καὶ τὴ χάρι εἶνε ἀσύγ­κρι­τη. Ὅλου τοῦ κόσμου οἱ ἀρχι­τέ­κτο­νες, μηχα­νι­κοὶ καὶ τεχνῖ­τες δὲν θὰ μπο­ρέ­σουν νὰ φτειά­ξουν ὄχι ὁλό­κλη­ρη τὴν οἰκο­δο­μὴ ἀλλ ̓ οὔτε ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ μικρὰ μέρη τῆς οἰκο­δο­μῆς.

Ποῦ λοι­πὸν βρί­σκε­ται τὸ ἀρι­στούρ­γη­μα αὐτὸ τῆς ἀρχι­τε­κτο­νι­κῆς, ποὺ τόσο τὸ ἐγκω­μιά­ζε­τε, γιὰ νὰ πᾶμε κ ̓ ἐμεῖς νὰ τὸ ἐπι­σκε­φθοῦ­με;

Δὲν εἶνε ἀνάγ­κη, ἀγα­πη­τοί, να κάνε­τε ταξί­δι καὶ νὰ πᾶτε σὲ μακρι­νὲς χῶρες γιὰ νὰ δῆτε τὴν ἀξιο­θαύ­μα­στη αὐτὴ οἰκο­δο­μή. Ἡ οἰκο­δο­μή, γιὰ τὴν ὁποία μιλᾶ­με σήμε­ρα, εἶνε πολύ κον­τά μας. Εἶνε… τὸ σῶμα μας. Ναί, τὸ σῶμα μας!

Σᾶς ἔμει­νε ποτὲ καί­ρὸς νὰ καθί­σε­τε νὰ ἐξε­τά­σε­τε καὶ νὰ δῆτε κάθε λεπτο­μέ­ρεια τοῦ ἀνθρω­πί­νου σώμα­τος; Ὅλα ὅσα ἔχει τὸ σῶμα εἶνε ἀξιο­θαύ­μα­στα. Ἔχει διά­φο­ρα ὄργα­να, ποὺ τὸ καθέ­να ἀπ’ αὐτὰ εἶνε ἕνα μικρὸ ἐργο­στά­σιο προ­ω­ρι­σμέ­νο νὰ ἐκτε­λῇ ὡρι­σμέ­νη ἐργα­σία. Ὅλα δὲ τὰ ὄργα­να συνερ­γά­ζον­ται καὶ ἀλλη­λο­βο­η­θοῦν­ται μετα­ξύ τους, γιὰ νὰ μπο­ρῇ ὁ ἄνθρω­πος νὰ ζῇ, νὰ κινῆ­ται καὶ νὰ ἐργά­ζε­ται. Ἡ καρ­διὰ π.χ. εἶνε μιὰ μικρὴ ἀντλία, ποὺ συγ­κεν­τρώ­νει καὶ ἐξα­πο­στέλ­λει τὸ αἷμα. Οἱ φλέ­βες εἶνε οἱ σωλή­νες, που μετα­φέ­ρουν τὸ αἷμα σ ̓ ὅλα τὰ μέρη τοῦ σώμα­τος. Τὰ νεῦ­ρα εἶνε τὰ καλώ­δια που μετα­φέ­ρουν τὶς ἐντο­λὲς τοῦ ἐγκε­φά­λου. Οἱ νεφροὶ εἶνε τὰ διυ­λι­στή­ρια, ποὺ καθα­ρί­ζουν τὰ ὑγρά. Τὰ πνευ­μό­νια εἶνε οἱ ἀνε­μι­στῆ­ρες. Το στο­μά­χι εἶνε ὁ μύλος, ποὺ ἀλέ­θει τὶς τρο­φές. Τὰ μάτια εἶνε ἡ φωτο­γρα­φι­κή μηχα­νή. Τὰ αὐτὰ εἶνε τὸ ῥαν­τάρ. Τὰ χέρια ἐργα­λεῖο κατάλ­λη­λο γιὰ ὅλες τὶς δου­λειές. Καὶ ὁ ἐγκέ­φα­λος; Ω ὁ ἐγκέ­φα­λος! Ὕλη εἶνε, μιὰ μικρὴ φτυα­ριὰ ἀπὸ λάσπη. Δὲν ζυγί­ζει παρα­πά­νω ἀπὸ ἕνα ἑνά­μι­συ κιλό. Καὶ ὅμως μέσα σ’ αὐτὴ τὴ μικρὴ ποσό­τη­τα ὑπάρ­χουν, λένε, διά­φο­ρα κέν­τρα, ποὺ παίρ­νουν εἰδή­σεις καὶ ἐντυ­πώ­σεις ἀπὸ παν­τοῦ… Καὶ καθέ­να ἀπὸ τὰ θαυ­μα­στὰ αὐτὰ ὄργα­να ἀπο­τε­λεῖ­ται ἀπὸ πολὺ μικρὰ στοι­χεῖα ποὺ λέγον­ται κύτ­τα­ρα. Τὰ κύτ­τα­ρα αὐτὰ εἶνε σὰν τὶς μικρές πέτρες, σὰν τὰ τοῦ­βλα, ποὺ τὰ βάζει ὁ οἰκο­δό­μος τὸ ἕνα πάνω στ ̓ ἄλλο. Εκα­τομ­μύ­ρια πολ­λὰ εἶνε τὰ κύτ­τα­ρα ποὺ ἀπο­τε­λοῦν τὸ ἀνθρώ­πι­νο σῶμα. Τὸ δὲ σῶμα εἶνε τόσο καλά ζυγι­σμέ­νο, ὥστε, μολο­νό­τι στη­ρί­ζε­ται σὲ δυὸ μόνο κολῶ­νες, τὰ δυὸ πόδια, δὲν χάνει τὴν ἰσορ­ρο­πία του, ἀλλὰ κινεῖ­ται ὄρθιο.

Ὅλα αὐτά, ἀγα­πη­τοί, δὲν εἶνε πράγ­μα­τα — αξιο­θαύ­μα­στα; Τί εἶνε καὶ ἡ πιὸ τέλεια μηχα­νή καὶ τὸ πιὸ τέλειο ἐργο­στά­σιο μπρο­στὰ στὸ ἀνθρώ­πι­νο σῶμα; Καὶ γεν­νᾶ­ται τὸ ἐρώ­τη­μα· Ποιός ἀρχι­τέ­κτων σχε­δί­α­σε αὐτὴ τὴν οἰκο­δο­μή, τὸ ἀνθρώ­πι­νο σώμα; Ποιός πῆρε τὰ διά­φο­ρα ὑλι­κά, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἀπο­τε­λεῖ­ται τὸ σῶμα, καὶ τὰ συναρ­μο­λό­γη­σε κατὰ τέτοιο τρό­πο, ὥστε νὰ βρί­σκων­ται σὲ κατάλ­λη­λη θέσι καὶ νὰ ἐκτε­λοῦν ὡρι­σμέ­νη ἐργα­σία; Σ’ αὐτὰ τὰ ἐρω­τή­μα­τα μιὰ εἶνε ἡ λογι­κὴ ἀπάν­τη­σι· Ὁ Θεός. Αὐτὸς ἔπλα­σε τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώ­που· αὐτὸς δημιούρ­γη­σε τὴν ἀθά­να­τη ψυχή, ποὺ κατοι­κεῖ στὸν κάθε ἄνθρω­πο καὶ εἶνε ἡ κινη­τή­ριος δύνα­μι τῆς σκέ­ψε­ως καὶ ἐνερ­γεί­ας. Χωρὶς τὴν ψυχὴ τὸ σῶμα εἶνε νεκρό.

* * *

Τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώ­που ἔξο­χο δημιούρ­γη­μα τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ δυστυ­χῶς ὑπῆρ­ξαν αἱρε­τι­κοὶ ἄνθρω­ποι ποὺ κατη­γό­ρη­σαν τὸ σῶμα, ὅτι εἶνε ἐχθρὸς τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώ­που.

Δέστε, εἶπαν, τί κάνει. Τὰ χέρια κλέ­βουν, ἁρπά­ζουν, χτυ­ποῦν, σκο­τώ­νουν· τὰ χέρια στά ζουν αἵμα­τα. Τὰ μάτια βλέ­πουν τίς χει­ρό­τε­ρες εἰκό­νες. Τὰ αὐτιὰ ἀκοῦ­νε τὰ αἰσχρά. Ἡ γλῶσ­σα χύνει φαρ­μά­κι, χει­ρό­τε­ρο ἀπ’ τὸ φαρ­μά­κι τῆς ὀχιᾶς. Τὸ σῶμα λοι­πόν, λένε, εἶνε ἡ αἰτία τῶν ἁμαρ­τιῶν τοῦ ἀνθρώ­που. Οἱ ἄγγε­λοι, ποὺ δὲν ἔχουν σῶμα, δὲν ἁμαρ­τά­νουν. Καὶ οἱ ἄνθρω­ποι, ἂν δὲν εἶχαν σῶμα, δὲν θὰ ἁμάρ­τα­ναν…

Εἶνε ὀρθὴ ἡ ἰδέα αὐτὴ τῶν αἱρε­τι­κῶν; Πρέ­πει νὰ κατα­κρί­νου­με καὶ νὰ κατα­δι­κά­ζου­με τὸ σῶμα ὡς τὴν πηγὴ τῶν κακῶν ποὺ μαστί­ζουν τὴν ἀνθρώ­πι­νη ζωή;

Ἀπαν­τοῦ­με – ὄχι ἐμεῖς, ἀλλὰ ὁ σημε­ρι­νὸς Ἀπό­στο­λος. Σύμ­φω­να μὲ τὰ λόγια τοῦ ἀπο­στό­λου Παύ­λου ποὺ ἀκού­σα­με σήμε­ρα, τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώ­που, τὰ διά­φο­ρα μέλη του, εἶνε τὸ ἐκτε­λε­στι­κὸ ὄργα­νο τῆς ψυχῆς.

Καὶ ἐξη­γού­με­θα. Ἕνα μαχαί­ρι π.χ. μόνο του δὲν κάνει τίπο­τε. Ἐὰν ὅμως τὸ πάρουν στὰ χέρια τους οἱ ἄνθρω­ποι, θὰ κάνῃ διά­φο­ρες εργα­σί­ες κατὰ τὴν ἐπι­θυ­μία ἐκεί­νων ποὺ τὸ κρα­τοῦν. Ἐὰν πάρῃ τὸ μαχαί­ρι ἀρτο­ποιός, θὰ κόψῃ ψωμί· ἐὰν τὸ πάρῃ κρε­ο­πώ­λης, θὰ κόψῃ κρέ­α­τα· ἐὰν τὸ πάρῃ για­τρός, θὰ γίνῃ χει­ρουρ­γι­κό μαχαί­ρι· ἐὰν τὸ πάρῃ ἱερεύς, θὰ τὸ κάνῃ ἁγία λόγ­χη γιὰ νὰ κόβη τὸν ἄρτο τῆς θεί­ας λει­τουρ­γί­ας. Ἐὰν ὅμως τὸ μαχαί­ρι τὸ πάρῃ ἕνας τρελ­λὸς ἢ κακοῦρ­γος, θὰ κάνῃ κακό. Θὰ σκο­τώ­σῃ ἀνθρώ­πους καὶ θὰ σκορ­πί­σῃ τὴ συμ­φο­ρά. Βλέ­πον­τας αὐτοὺς ποὺ σκο­τώ­θη­καν ἢ τραυ­μα­τί­στη­καν μὲ τὸ μαχαί­ρι τοῦ τρελ­λοῦ ἢ κακούρ­γου μπο­ροῦ­με νὰ ποῦ­με ὅτι φταί­ει τὸ μαχαί­ρι; Ἀσφα­λῶς ὄχι. Ἔ λοι­πόν· ὅπως τὸ μαχαί­ρι στὰ χέρια τοῦ ἀνθρώ­που γίνε­ται ὄργα­νο καλοῦ ἢ κακοῦ, ἀνά­λο­γα μὲ τὴν ἐπι­θυ­μία ἐκεί­νου ποὺ τὸ κρα­τά­ει, ἔτσι καὶ τὸ σῶμα γίνε­ται ὄργα­νο καλοῦ ἢ κακοῦ, σύμ­φω­να μὲ τὴ διά­θε­σι τῆς ψυχῆς ποὺ κυβερ­νά­ει τὸ σῶμα. Ἡ ψυχὴ μὲ τὴ σκέ­ψι, τὰ αἰσθή­μα­τα καὶ τὴ θέλη­σί της εἶνε τὸ ἀφεν­τι­κό ποὺ κυβερ­νά­ει. Τὸ σῶμα εἶνε ὁ ὑπη­ρέ­της. Καὶ ὁ ὑπη­ρέ­της περι­μέ­νει τὴ δια­τα­γὴ τοῦ ἀφεν­τι­κοῦ του. Τὸ πᾶν ἐξαρ­τᾶ­ται ἀπὸ τὴν ψυχή. Εἶνε ἡ ψυχὴ διε­φθαρ­μέ­νη; Ἔχει κακί­ες, ἐλατ­τώ­μα­τα καὶ πάθη; Αὐτὰ τὴν κυβερ­νοῦν; Τότε τὰ πάθη θὰ δια­τά­ξουν τὸ σῶμα νὰ κάνῃ ὅ,τι αὐτὰ θέλουν. Εἶνε π.χ. ἡ ψυχὴ κυριευ­μέ­νη ἀπὸ μῖσος καὶ ἔχθρα; Μισεῖ ἄνθρω­πο; Ἐπι­θυ­μεῖ τὴν ἐξόν­τω­σί του; Αὐτὴ θὰ δια­τά­ξῃ τὸ χέρι νὰ πάρῃ ὅπλο καὶ νὰ κάνῃ φόνο. Ἤ, εἶνε ἡ ψυχὴ κυριευ­μέ­νη ἀπὸ θυμὸ καὶ ὀργή; Αὐτὴ θὰ δια­τά­ξῃ τὴ γλῶσ­σα ν’ ἀπαν­τή­σῃ καὶ νὰ γίνῃ ὁπλο­πο­λυ­βό­λο ποὺ θὰ βάλ­λῃ ἐναν­τί­ον τοῦ ἄλλου ἀνθρώ­που.

Ἀλλὰ τὸ σῶμα δὲν εἶνε μόνο ὑπη­ρέ­της τοῦ κακοῦ. Γίνε­ται καὶ ὑπη­ρέ­της τοῦ καλοῦ. Εἶνε ἕνας ἐλε­ή­μων; Το χέρι του θὰ εἶνε σὰν τὸ χέρι τοῦ γεωρ­γοῦ, ποὺ παίρ­νει ἀπὸ τὸ δισάκ­κι τὸ σπό­ρο καὶ τὸν σκορ­πί­ζει στὸ χωρά­φι. Ἔτσι καὶ τὸ χέρι τοῦ ἐλε­ή­μο­νος σκορ­πί­ζει τὰ ὑλι­κὰ ἀγα­θὰ σ ̓ αὐτοὺς ποὺ τὰ στε­ροῦν­ται. Ἤ, εἶνε ὁ ἄλλος ἄνθρω­πος πιστὸς καὶ εὐλα­βής, ποὺ ἔχει βαθὺ τὸ αἴσθη­μα τῆς ἀγά­πης κ’ εὐγνω­μο­σύ­νης πρὸς τὸ Θεό; Ἡ γλῶσ­σα τοῦ ἀνθρώ­που αὐτοῦ θὰ γίνῃ μιὰ κιθά­ρα ποὺ θὰ ψάλ­λῃ τὶς εὐερ­γε­σί­ες καὶ τὰ μεγα­λεῖα τοῦ Θεοῦ.

Ὦ ψυχή! ποῦ δου­λεύ­εις, στὸ διά­βο­λο ἢ στὸ Θεό; Ἐὰν δου­λεύ­ῃς στὸ διά­βο­λο, τότε ὅλα τὰ μέλη τοῦ σώμα­τος θὰ γίνουν ἐργα­λεῖα ποὺ θὰ κάνουν πάν­τα τὸ κακὸ καὶ θὰ σκορ­ποῦν τὴ συμ­φο­ρά. Ἐὰν ὅμως δου­λεύ­ῃς στὸ Θεό, τότε τὸ σῶμα θὰ εἶνε ἁγια­σμέ­νο καὶ ὅλα τὰ μέλη του θὰ γίνουν ὄργα­να ποὺ θὰ κάνουν πάν­τα τὸ καλὸ καὶ θὰ σκορ­ποῦν γύρω τὴ χαρὰ καὶ τὴν εὐτυ­χία. Ψυχή, ποῦ δου­λεύ­εις –καὶ πάλι – σὲ ῥωτῶ, στὸ Θεὸ ἢ στὸ διά­βο­λο; Διά­λε­ξε ἀφεν­τι­κό σου τὸ Θεό, καὶ τότε, ἄνθρω­πε, θὰ εἶσαι ἀλη­θι­νὰ εὐτυ­χὴς καὶ μακά­ριος.

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek