ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ

Αποστολική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ - Ρωμ. (Ι΄ 1 - 10)

Προς Ρωμαίους, κεφάλαιο Ι΄, εδάφια 1-10

Ἀδελφοὶ, ἡ μὲν εὐδοκία τῆς ἐμῆς καρδίας καὶ ἡ δέησις ἡ πρὸς τὸν Θεὸν ὑπὲρ τοῦ ᾿Ισραήλ ἐστιν εἰς σωτηρίαν· μαρτυρῶ γὰρ αὐτοῖς ὅτι ζῆλον Θεοῦ ἔχουσιν, ἀλλ᾿ οὐ κατ᾿ ἐπίγνωσιν. ἀγνοοῦντες γὰρ τὴν τοῦ Θεοῦ δικαιοσύνην, καὶ τὴν ἰδίαν δικαιοσύνην ζητοῦντες στῆσαι, τῇ δικαιοσύνῃ τοῦ Θεοῦ οὐχ ὑπετάγησαν. τέλος γὰρ νόμου Χριστὸς εἰς δικαιοσύνην παντὶ τῷ πιστεύοντι. Μωϋσῆς γὰρ γράφει τὴν δικαιοσύνην τὴν ἐκ τοῦ νόμου, ὅτι ὁ ποιήσας αὐτὰ ἄνθρωπος ζήσεται ἐν αὐτοῖς· ἡ δὲ ἐκ πίστεως δικαιοσύνη οὕτω λέγει· μὴ εἴπῃς ἐν τῇ καρδίᾳ σου, τίς ἀναβήσεται εἰς τὸν οὐρανόν; τοῦτ᾿ ἔστι Χριστὸν καταγαγεῖν· ἢ τίς καταβήσεται εἰς τὴν ἄβυσσον; τοῦτ᾿ ἔστι Χριστὸν ἐκ νεκρῶν ἀναγαγεῖν. ἀλλὰ τί λέγει; ἐγγύς σου τὸ ρῆμά ἐστιν, ἐν τῷ στόματί σου καὶ ἐν τῇ καρδίᾳ σου· τοῦτ᾿ ἔστι τὸ ρῆμα τῆς πίστεως ὃ κηρύσσομεν. ὅτι ἐὰν ὁμολογήσῃς ἐν τῷ στόματί σου Κύριον ᾿Ιησοῦν, καὶ πιστεύσῃς ἐν τῇ καρδίᾳ σου ὅτι ὁ Θεὸς αὐτὸν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν, σωθήσῃ· 10 καρδίᾳ γὰρ πιστεύεται εἰς δικαιοσύνην, στόματι δὲ ὁμολογεῖται εἰς σωτηρίαν. 

Αδελφοί, παρ’ όλην την απιστίαν που μέχρι σήμερον έχουν δείξει οι Ισραηλίται, η θερμή επιθυμία μου και η ευμενής διάθεσις της καρδίας μου και η δέησίς μου προς τον Θεόν είναι υπέρ των Ισραηλιτών, δια να δεχθούν και αυτοί την σωτηρίαν. Διότι γνωρίζω και δίδω μαρτυρίαν δι’ αυτούς ότι έχουν ζήλον Θεού, αλλά όχι με φωτισμένην την γνώσιν και σύμφωνον προς το θέλημα του Θεού. Διότι αυτοί ηγνόησαν μεν και περεμέρισαν την δικαίωσιν, που παρέχει ο Θεός, ζητούν δε να στήσουν τας ιδικάς των αντιλήψεις περί δικαιώσεως και έτσι δεν υπετάχθησαν εις την δικαίωσιν του Θεού. Διότι σκοπός του Νομου αλλά και τέρμα της αποστολής του Νομου είναι ο Χριστός, ο οποίος δίδει την δικαίωσιν στον καθένα, που πιστεύει εις αυτόν. Διότι ο Μωϋσής γράφει σχετικώς με την δικαίωσιν, η οποία προέρχεται από τον νόμον ότι· “ο άνθρωπος, ο οποίος θα τηρήση όλα όσα διατάσσει ο Νομος, αυτός θα ζήση δι’ αυτών”. Δια δε την εκ πίστεως δικαίωσιν λέγει πάλιν ο Μωϋσής· “μη αφήσης να εισχωρήση λογισμός αμφιβολίας εις την καρδίαν σου, και είπης· ποιός θ’ ανεβή στον ουρανόν;” δια να κατεβάση, δηλαδή, από εκεί τον Χριστόν, που θα μου δώση την σωτηρίαν. Η “ποιός θα κατεβή εις την άβυσσον του Αδου;” δια να αναστήση δηλαδή τον Χριστόν, που θα μας δώση την δικαίωσιν. Αλλά τι λέγει ο Θεός δια της Γραφής; Λεγει ότι “κοντά σου είναι ο λόγος, στο στόμα και εις την καρδίαν σου”, δηλαδή το Ευαγγέλιον της πίστεως, το οποίον ημείς οι Απόστολοι κηρύσσομεν. Διότι, εάν με το στόμα σου ομολογήσης τον Ιησούν ως ύψιστον Κυριον, και με όλην σου την καρδίαν εσωτερικώς πιστεύσης ότι ο Θεός τον ανέστησε εκ νεκρών, θα σωθής. 10 Διότι με την καρδίαν του πιστεύει κανείς στον Χριστόν και ως συνέπειαν αυτής της πίστεώς του έχει την δικαίωσιν· με το στόμα του δε ομολογεί τον Χριστόν εμπρός στους ανθρώπους και λαμβάνει έτσι την σωτηρίαν.

Ενώ όμως, αδελφοί, οι Ισραηλίτες απίστησαν και αποξενώθηκαν από τη σωτηρία του Μεσσία, η σφοδρή επιθυμία και ευαρέσκεια της καρδιάς μου και η δέηση που απευθύνω στο Θεό είναι για χάρη των Ισραηλιτών, για να πετύχουν τη σωτηρία. Και επιθυμώ να σωθούν, διότι δίνω γι’ αυτούς μαρτυρία ότι έχουν ζήλο για τον Θεό? αλλά ο ζήλος του αυτός δεν διευθύνεται από ορθή και πλήρη γνώση σχετικά με τον Θεό και για τα καθήκοντα προς αυτόν. Δεν φρόντισαν δηλαδή να γνωρίσουν τη δικαίωση που δίνει ο Θεός από αγαθότητα, και ζητούν να στήσουν τη δική τους αντίληψη σχετικά με τη δικαίωση. Γι’ αυτό και δεν υπέταξαν τον εαυτό τους στη δικαίωση του Θεού. Διότι ο Χριστός έδωσε τέλος στην αποστολή και την ισχύ του νόμου? κι έτσι τώρα αποκτά τη δικαίωση και τη σωτηρία του καθένας που πιστεύει στο Χριστό, κι όχι όποιος εξαρτά τη δικαίωσή του από το νόμο, όπως την εξαρτούν οι Ισραηλίτες που απίστησαν. Και η σωτηρία δίνεται μόνο με την πίστη, διότι ο Μωυσής γράφει για τη δικαίωση που προέρχεται από το Μωσαϊκό νόμο, ότι ο άνθρωπος που θα τηρήσει όλα ανεξαιρέτως όσα ο νόμος διατάζει, θα ζήσει χάρη σ’ αυτά, και συνεπώς αυτό και μόνο θα σωθεί. Η ακριβής όμως τήρηση του νόμου ήταν αδύνατη. Αντιθέτως, σχετικά με τη δικαίωση από την πίστη λέει ο Μωυσής στο Δευτερονόμιο: Μην εισχωρήσει στην καρδιά σου ο λογισμός: Ποιος θα ανεβεί στον ουρανό; Για να κατεβάσει δηλαδή από εκεί τον Χριστό, που θα με οδηγήσει στη σωτηρία. Ή ποιός θα κατεβεί στα σκοτεινά και βαθιά μέρη του Άδη; Για να αναστήσει δηλαδή τον Χριστό από τους νεκρούς, που θα μας δώσει τη σωτηρία και τη ζωή. Αλλά τι λέει η Αγία Γραφή για τη σωτηρία από την πίστη; Λέει τα εξής: Είναι κοντά σου ο λόγος, κοντά στο στόμα σου και στην καρδιά σου. Δηλαδή είναι κοντά σου ο λόγος που πρέπει να πιστέψεις, και τον οποίο εμείς οι Απόστολοι κηρύττουμε. Και είναι κοντά στο στόμα σου και στην καρδιά σου ο λόγος αυτός, διότι, εάν ομολογήσεις με το στόμα σου τον Ιησού ως υπέρτατο Κύριο και πιστέψεις με την καρδιά σου ότι ο Θεός τον ανέστησε από τους νεκρούς, θα σωθείς. 10 Και θα σωθεί, επειδή με την καρδιά του πιστεύει κανείς και με όλη την ψυχή του και ως καρπό της πίστεως αυτής έχει τη δικαίωσή του? και με το στόμα του ομολογεί την πίστη, και ως καρπό έχει τη σωτηρία του. 

Ἀδελφοί! Ἡ ἐπιθυμία τῆς καρδιᾶς μου καὶ ἡ προσευχή, ποὺ ἀπευθύνω στὸ Θεὸ γιὰ τοὺς Ἰσραηλῖτες, εἶναι νὰ σωθοῦν. Bεβαιώνω δὲ γι’ αὐτούς, ὅτι ἔχουν ζῆλο Θεοῦ, ἀλλ’ ὄχι μὲ ἐπίγνωσι. Διότι, ἀπορρίπτοντας τὴ δικαίωσι, ποὺ δίνει ὁ Θεός, καὶ θέλοντας νὰ πραγματοποιήσουν τὴ δικαίωσι ἀφ’ ἑαυτῶν, δὲν ὑποτάχθηκαν στὴ δικαίωσι, ποὺ δίνει ὁ Θεός. Διότι μὲ τὸ Xριστὸ τίθεται τέλος στὸ νόμο, γιὰ νὰ μπορῇ νὰ δικαιώνεται καθένας, ὁ ὁποῖος πιστεύει (στὸ Xριστό). Ὁ Mωυσῆς δὲ γράφει γιὰ τὴ δικαίωσι, ποὺ βασίζεται στὸ νόμο: Ὁ ἄνθρωπος, ποὺ θὰ κάνῃ αὐτά (ὅλα ἀνεξαιρέτως καὶ τελείως ὅσα ὁ νόμος διατάσσει), θὰ κερδίσῃ μ’ αὐτὰ τὴ ζωή (θὰ σωθῇ). Ἀλλ’ ἡ δικαίωσι ἀπὸ τὴν πίστι ὁμιλεῖ ἔτσι: Nὰ μὴ πῇς στὴν καρδιά σου, «Ποιός θ’ ἀνεβῇ στὸν οὐρανό;», γιὰ νὰ κατεβάσῃ δηλαδὴ τὸ Xριστό· ἢ «Ποιός θὰ κατεβῇ στὸν ᾅδη;», γιὰ ν’ ἀνεβάσῃ δηλαδὴ τὸ Xριστὸ ἐκ νεκρῶν.  (Ἡ δικαίωσι ἀπὸ τὴν πίστι δὲν λέγει πράγματα δύσκολα καὶ ἀδύνατα). Ἀλλὰ τί λέγει; Kοντά σου εἶναι ὁ λόγος, στὸ στόμα σου καὶ στὴν καρδιά σου, ὁ λόγος δηλαδὴ τῆς πίστεως, τὸν ὁποῖο κηρύττουμε. Διότι, ἂν ὁμολογήσῃς μὲ τὸ στόμα σου τὸν Ἰ η σ ο ῦ ὡ ς Kύ ρ ι ο (ὡς Θεό), καὶ πιστεύσῃς μὲ τὴν καρδιά σου, ὅτι ὁ Θεὸς τὸν ἀνέστησε ἐκ νεκρῶν (ὡς ἄνθρωπο), θὰ σωθῇς. 10 Nαί, μὲ τὴν καρδιὰ πιστεύει κανεὶς γιὰ δικαίωσι, καὶ μὲ τὸ στόμα ὁμολογεῖ γιὰ σωτηρία.

Αυγουστίνος Καντιώτης (Από το βιβλίο "ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ")

Πίστίς καί ὁμολογία

«Ἐὰν ὁμολογήσῃς ἐν τῷ στόματί σου Κύριον Ἰησοῦν, καὶ πιστεύσῃς ἐν τῇ καρδίᾳ σου ὅτι ὁ Θεὸς αὐτὸν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν, σωθήσῃ· καρδίᾳ γὰρ πιστεύεται εἰς δικαίοσύνην, στόματι δὲ ὁμολογεῖται εἰς σωτηρίαν» (Ρωμ. 10,9-10)

H ΠΙΣΤΊΣ, ἀγαπητοί μου, ἡ πίστίς, ὅσο καὶ ἂν θέλουν πολλοὶ νὰ τὴν περιφρονοῦν, ἔχει στενή σχέσι μὲ τὴ ζωή. Καὶ ὅταν λέμε ζωή, ἐννοοῦμε ὅλα ὅσα κάνει, ὅσα λέει καὶ ὅσα σκέπτεται ὁ ἄνθρωπος. Ὅπως πιστεύει κανείς, ἔτσι ζῇ, ἔτσι ὁμιλεῖ, ἔτσι σκέπτεται. Ἡ πίστι στρέφει καὶ προσανατολίζει ὅλη τὴν πορεία του πρὸς μία συγκεκριμένη κατεύθυνσι. Μοιάζει ἡ πίστι μὲ τὴν πυξίδα τοῦ πλοίου. Ὅπου δείχνει ἡ πυξίδα, ἐκεῖ θὰ κινηθῇ καὶ τὸ πλοῖο. Δείχνει σωστὰ ἡ πυξίδα; τὸ πλοῖο φθάνει στὸ λιμάνι. Δείχνει λάθος ἡ πυξίδα; τὸ πλοῖο δὲν βρίσκει τον προορισμό του.

Πιστεύει ὁ ἄνθρωπος. Ὅσο καὶ ἂν φαίνεται παράδοξο, ὅλη ἡ καθημερινή ζωή του στηρίζεται στὴν πίστι. Βγαίνεις π.χ. ἀπὸ τὸ σπίτι σου τὸ πρωΐ πιστεύοντας, ὅτι θὰ τελειώσῃς μὲ ἐπιτυχία τίς δουλειές σου καὶ θὰ ἐπιστρέψῃς μὲ τὸ καλό. Σπέρνεις το χωράφι μὲ τὴν πίστι, ὅτι ἡ χρονιὰ θὰ ἔχῃ καλή σοδειά. Κάνεις οἰκογένεια πιστεύοντας, ὅτι θὰ εὐτυχήσῃς. Φεύγεις γιὰ ταξίδι πιστεύοντας, ὅτι θὰ γυρίσῃς γερὸς κοντὰ στοὺς οἰκείους σου. Ανοίγεις μαζὶ μὲ ἄλλους ἐπιχείρησι ἢ κάνεις ἐμπόριο πιστεύοντας, ὅτι θὰ ἔχῃς κέρδος… Απ’ ὅσα ὅμως πιστεύουν οἱ ἄνθρωποι, βεβαίως δὲν ἀποδεικνύονται ὅλα ἀληθινά.

Ἀλλ ̓ ἀφοῦ στὴν καθημερινὴ πρακτικὴ ζωὴ ὅλα στηρίζονται στὴν πίστι, πολὺ περισσότερο στήν πνευματικὴ σφαῖρα, στὴ θρησκεία, βαδίζουμε μὲ τὴν πίστι. Στὴ θρησκευτική μας ζωή, στήν πορεία δηλαδὴ πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν οὐρανό, τὸν πρῶτο λόγο ἔχει ἡ πίστι. Πολλὲς θρησκεῖες ὑπάρχουν. Καὶ ὅλες ὑπόσχονται, νὰ φέρουν σὲ ἐπικοινωνία τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸ Θεό. Εἶνε ὅμως ὅλες οἱ θρησκεῖες ἀληθινές; Ὅπως στὰ ἄλλα ὁ ἄνθρωπος πέφτει ἔξω καὶ ἀπατᾶται, ἔτσι καὶ στίς θρησκεῖες ποὺ ἐπινοεῖ μόνος του, μὲ τὸ μυαλό του, πλανᾶται. Μία μόνο ἀληθινὴ θρησκεία υπάρχει. Καὶ εἶνε ἀληθινή, διότι δὲν τὴν ἐπινόησε καὶ δὲν τὴν ἀνεκάλυψε ὁ ἄνθρωπος μόνος του, ἀλλὰ τοῦ τὴν ἀπεκάλυψε ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Ποιά εἶνε αὐτή; Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς λέει· «Ὅλαι αἱ πίστεις εἶνε ψεύτικες· τοῦτο ἐκατάλαβα ἀληθινόν, ὅτι μόνη ἡ πίστίς τῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν εἶνε καλὴ καὶ ἁγία, τὸ νὰ πιστεύωμεν καὶ νὰ βαπτιζώμεθα εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος» (βλ. ἡμέτερον βιβλίον Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, Ἀθῆναι 1997, σελ. 131). Μόνη ἀληθινὴ θρησκεία, ποὺ ὁδηγεῖ σωστὰ καὶ σῴζει τὸν ἄνθρωπο, εἶνε ἡ Ὀρθοδοξία.

Πιστεύει κάποιος ὀρθόδοξα; Αὐτὸς μπορεῖ νὰ βαδίσῃ καὶ ὀρθά. Πιστεύει πλανεμένα; Αὐτὸς δὲν μπορεῖ νὰ βαδίσῃ ὀρθά. Τὸ τέλειο εἶνε, νὰ πιστεύῃ ὀρθόδοξα, ἀλλὰ καὶ νὰ βαδίζῃ ὀρθά· νὰ ἔχη Ορθοδοξία στὴν πίστι, ἀλλὰ καὶ ὀρθοπραξία στη ζωή.

Μέσα στὴν ὀρθοπραξία συμπεριλαμβάνεται καὶ κάτι, τὸ ὁποῖο ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς ζητεῖ ὡς ἀπαραίτητο λέγοντας «Πᾶς οὖν ὅστίς ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγὼ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς· ὅστίς δ ̓ ἂν ἀρνήσηταί με ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ἀρνήσομαι αὐτὸν κἀγὼ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς» (Ματθ. 10, 32-33). Αὐτό, ποὺ ζητεῖ ὁ Χριστός, εἶνε ἡ ὁμολογία τῆς πίστεως. Τί θὰ πῇ ὁμολογία; Θὰ πῇ, αὐτὸ ποὺ πιστεύῃς νὰ μὴν τὸ κρατᾷς μυστικό εντός σου, ἀλλὰ νὰ τὸ φανερώνῃς καὶ στοὺς ἄλλους γύρω σου. Τὴν ὁμολογία ζητεῖ ὁ Θεός. Ὁ δὲ ἀπόστολος Παῦλος ἐδῶ λέει ̇ «Καρδίᾳ γὰρ πιστεύεται εἰς δικαίοσύνην, στόματι δὲ ὁμολογεῖται εἰς σωτηρίαν» (Ρωμ. 10,10). Γιὰ νὰ σωθῇ, δηλαδή, ὁ ἄνθρωπος, πρέπει μὲ τὴν καρδιά του μὲν νὰ πιστέψῃ τὸ Χριστό, μὲ τὸ στόμα του δὲ νὰ τὸν ὁμολογήσῃ. Καὶ ἀλλοῦ προτρέπει· «Κρατῶμεν τῆς ὁμολογίας», νὰ κρατοῦμε δηλαδὴ τὴν ὁμολογία (Εβρ. 4,14). Ὁ ι. Χρυσόστομος ἐξηγεῖ, τί ἐννοεῖ ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέγοντας· «Ποίαν ὁμολογίαν λέγει; Ὅτι ἀνάστασίς ἐστιν, ὅτι ἀνταπόδοσις, ὅτι μυρία ἀγαθά, ὅτι ὁ Χριστὸς Θεός ἐστιν, ὅτι ἡ πίστίς ὀρθή. Ταῦτα ὁμολογήσωμεν, ταῦτα κατάσχωμεν» (PG 63,63). Αὐτά, λέει, πρέπει νὰ ὁμολογήσουμε, αὐτά νὰ κρατήσουμε.

* * *

Θὰ ἐρωτήσῃ τώρα κάποιος ̇ Καὶ σὲ ποιές περιπτώσεις καλούμεθα νὰ ὁμολογήσουμε τὸ Χριστό;

Πρῶτα – πρῶτα στὸ ἅγιο βάπτίςμα. Μὲ τὸ μυστήριο τοῦ βαπτίσματος ὁ ἄνθρωπος ἀξιώνεται τῆς μεγαλυτέρας τιμῆς, τῆς τιμῆς νὰ γίνῃ μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, τῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτὸ προηγουμένως τοῦ ζητεῖται, νὰ βεβαιώσῃ ἐνώπιον Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων ὅτι πιστεύει στὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό. Αὐτὸ στοὺς πρώτους χριστιανικοὺς αἰῶνες γινόταν σὲ ὥριμη ἡλικία, καὶ ὁ προσερχόμενος εἶχε συνείδησι τί ὁμολογεῖ καὶ τί ὑπόσχεται, ἐξέφραζε δὲ ἐλευθέρως τὴν ἐπιθυμία του νὰ βαπτίςθῇ. Αργότερα, μὲ τὴν αὔξησι τοῦ ἀριθμοῦ τῶν χριστιανῶν καὶ τὴν καθιέρωσι τοῦ νηπιοβαπτίςμοῦ, ὡρίσθηκε ἀντὶ τοῦ νηπίου νὰ δίδῃ τὴν ὁμολογία αὐτὴ ὁ ἀνάδοχος. Γι’ αὐτὸ πρέπει κι αὐτὸς νὰ εἶνε συνεπής ὀρθόδοξος χριστιανός, ἀπαγορεύεται δὲ νὰ παραστῇ ὡς ἀνάδοχος ὅποιος δὲν εἶνε ἐν τάξει εἴτε στὴν πίστι εἴτε στὴν ἠθικὴ ζωή. Ἐνῷ λοιπὸν ὁ ἀνάδοχος κρατεῖ τὸ νήπιο στα χέρια του, ἀκούει τὸν ἱερέα νὰ ἐρωτᾷ, Πιστεύεις στὸ Χριστό; Καὶ αὐτὸς ἀποκρίνεται «Πιστεύω αὐτῷ ὡς Βασιλεῖ καὶ Θεῷ», καὶ ἐν συνεχείᾳ ἀπαγγέλλει τὸ «Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν….». Ἡ ὁμολογία, δηλαδή, τοῦ Χριστοῦ στὸ βάπτίςμα γίνεται μὲ τὴν ἀπαγγελία τοῦ Συμβόλου τῆς πίστεως.

Μετὰ τὸ βάπτίςμα καλούμεθα νὰ ὁμολογοῦμε τὸ Χριστὸ ὁσάκις προσβάλλεται ἡ πίστι μας. Ακούσθηκε εἰρωνεία καὶ χλεύη εἰς βάρος τῶν ἀληθειῶν τοῦ Εὐαγγελίου; Ὁ χριστιανὸς αἰσθάνεται, ὅτι θίγεται τὸ πιστεύω του καὶ πονεῖ. Ἐξαπέλυσε κάποιος ἐπίθεσι κατὰ τῶν θεσμῶν τῆς Ἐκκλησίας; Ὁ πιστὸς βλέπει νὰ πλήττεται τὸ ἱερὸ καθίδρυμα τῆς σωτηρίας, καὶ δὲν μπορεῖ νὰ μείνῃ ἀπαθής. Διαδίδονται πεπλανημένες καὶ αἱρετικές διδασκαλίες καὶ παρασύρονται ἀδύνατοι; Ὁ ὀρθόδοξος βλέπει τοὺς λύκους νὰ κατασπαράσσουν τὰ πρόβατα τῆς μάνδρας τοῦ Χριστοῦ, νὰ χάνωνται ψυχές, καὶ δὲν μπορεῖ νὰ κοιμηθῇ. Ακούγονται ὕβρεις κατὰ τῶν θείων, βλασφημίες κατὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας, τῶν ἱερῶν καὶ τῶν ὁσίων; Ὁ βαπτίςμένος χριστιανὸς ἀναστανώνεται καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ἡσυχάσῃ. Σὲ ὅλες αὐτὲς καὶ κάθε ἄλλη παρομοία περίπτωσι ἀνοίγει τὸ στόμα μὲ θάρρος καὶ παρρησία. Εἴτε δημοσιεύματα στὸν τύπο, εἴτε ταινίες στὴν ὀθόνη, εἴτε νομοθετήματα στὴ βουλή, εἴτε γεγονότα στὴν καθημερινή ζωή, εἴτε ὁτιδήποτε ἄλλο ἀνακύψῃ, δὲν ἀδιαφορεῖ, δὲν μπορεῖ ν’ ἀδιαφορήσῃ, δίδει τὸ παρών. Καὶ τῶν διδασκάλων ἢ καθηγητῶν οἱ γνῶμες στὸ σχολεῖο ἐν ὥρᾳ διδασκαλίας, καὶ τῶν λεγομένων καλλιτεχνῶν οἱ ἐκφράσεις καὶ ἐκδηλώσεις, καὶ τῶν ἀρχῶν καὶ ἐξουσιῶν οἱ παραστάσεις καί δηλώσεις, ἀλλὰ καὶ ἁπλῶν συνανθρώπων λόγια καὶ ἔργα, ἀντιτίθενται πολλὲς φορὲς στὸ Θεὸ καὶ στὸ θέλημά του. Ποιός τότε θὰ ἔχῃ τὸ σθένος νὰ ὀρθώσῃ τὸ ἀνάστημά του καὶ ν’ ἀναχαιτίσῃ τὸ κακό; Αλλοίμονο ἂν ὁ χριστιανὸς σιωπήσῃ λόγῳ δειλίας. Τέτοιες ώρες οἱ γενναῖοι, ὅσο καὶ ἂν ὁ κόσμος εἰρωνεύεται καὶ περιφρονῇ, τολμοῦν καὶ ὁμολογοῦν. Ἄλλοτε παράνομοι γάμοι, ἄλλοτε αἰσχρὰ καλλιστεῖα, ἄλλοτε εἰδωλολατρικός καρνάβαλος, ἄλλοτε ὁ σκοτεινὸς χιλιασμός, ἄλλοτε ὁ παναιρετικὸς οἰκουμενισμός, ἄλλοτε τὸ μεταθετὸ τῶν ἐπισκόπων, ἄλλοτε ἡ καταπάτησις τῆς κανονικῆς τάξεως στὴν Ἐκκλησία, καὶ ἄλλοτε ἄλλα, πάντοτε κάτι θὰ δίνῃ ἀφορμὴ στὸν χριστιανὸ νὰ ἀγωνίζεται γιὰ τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ, νὰ προασπίζῃ τὴν τιμὴ τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ, νὰ ὑπερασπίζεται διωκομένους, νὰ ἀμύνεται κατὰ τῶν ποικίλων ἐπιθέσεων ὅσο μπορεῖ.

Ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ὅλη ἐμφάνισι καὶ συμπεριφορά του ὁμολογεῖ κανεὶς τὸ Χριστό. Ὁμολογία Χριστοῦ εἶνε λ.χ. τὸ νὰ κάνῃ ὁ πιστὸς τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, ὅταν περνᾷ ἔξω ἀπὸ τὴν ἐκκλησία ἢ ὅταν κάθεται στὸ ἑστιατόριο γιὰ φαγητό. Ὁμολογία εἶνε τὸ νὰ μὴ γελάσῃ μὲ ἀσεβὲς εὐφυολόγημα ἢ νὰ μὴ συμμετάσχῃ σὲ πειράγματα καὶ ἀστεῖα εἰς βάρος ἑνὸς ἀθῴου. Ὁμολογία εἶνε τὸ νὰ σεβασθῇ τὴ νηστεία σὲ μία δεξίωσι ἢ ἐπίσκεψι. Ὁμολογία εἶνε τὸ ν’ ἀρνηθῇ σήμερα ἡ νέα νὰ φορέσῃ παντελόνι, νὰ κόψῃ καὶ νὰ βάψῃ τὰ μαλλιά της, νὰ ἐμφανίζεται ἡμίγυμνη σὲ κάθε εὐκαίρία, καὶ μάλιστα στὸν ι. ναό. Ἰδιαιτέρως σημαντικὴ ὁμολογία τῆς νεαρᾶς κόρης εἶνε τώρα ἡ σεμνὴ περιβολή της, ὅταν ἔρχεται ὡς νύφη στὴν ἐκκλησία γιὰ τὸ μυστήριο τοῦ γάμου. Ὁμολογία εἶνε καὶ γιὰ τὸ χριστιανὸ νέο τὸ νὰ διατηρῇ σήμερα ἐν μέσῳ τῶν συνομηλίκων του τὸ λεξιλόγιό του καθαρὸ ἀπὸ χυδαῖες λέξεις καὶ ἐκφράσεις. Ὁμολογία ἀκόμη εἶνε τὸ νὰ μὴ ἀποφεύγουν οἱ σύζυγοι τὴν εὐλογημένη τεκνογονία καὶ νὰ μὴ θανατώνουν τὰ ἔμβρυα μὲ τὶς αἱμοσταγεῖς ἐκτρώσεις…

Αγαπητοί μου!

* * *

Ἡ ἁγία Γραφὴ λέει, ὅτι ἡ πίστίς, ἂν δὲν ἔχῃ ἔργα, εἶνε νεκρά (βλ. Ἰακ. 2,17). Ἕνα δὲ ἀπὸ τὰ ἔργα, ποὺ κάνουν τὴν πίστι ζωντανή, εἶνε ἡ ὁμολογία. Γιὰ ἄλλες ἐντολὲς ἴσως προβάλουν οἱ πολλοὶ δυσκολίες. Γιὰ τὴν ἐλεημοσύνη λ.χ. ἴσως προφασισθοῦν, ὅτι δὲν ἔχουν χρήματα. Ἡ ὁμολογία ὅμως δὲν χρειάζεται χρήματα. Καὶ ὁ πιὸ φτωχὸς μπορεῖ νὰ ὁμολογήσῃ τὸ Χριστό.

Κοντὰ στοὺς προφήτας, τοὺς ἀποστόλους, τοὺς μάρτυρας, τοὺς πατέρας, τοὺς ὁσίους καὶ λοιποὺς ἁγίους, ὑπάρχει καὶ μία εἰδικὴ κατηγορία ἁγίων ποὺ λέγονται ὁμολογηταί. Ἔμβλημα τῆς ζωῆς τους εἶχαν τὸ «Ἐπίστευσα, διὸ ἐλάλησα» (Ψαλμ. 115,1). Αὐτοὺς λοιπὸν ἂς μιμηθοῦμε κ ̓ ἐμεῖς, ὁμολογοῦντες ἐδῶ στὴ γῆ τὸν Χριστό, ἂν θέλουμε κ ̓ ἐκεῖνος νὰ μᾶς ὁμολογήσῃ τὴν φοβερὰν ἡμέραν τῆς κρίσεως ἐνώπιον τοῦ οὐρανίου Πατρὸς καὶ τῶν ἁγίων ἀγγέλων.

Καὶ ἂν κανεὶς ἐρωτᾷ, πῶς μποροῦμε νὰ γίνουμε ὁμολογηταί, ὁ ι. Χρυσόστομος ἀπαντᾷ· «Δυνησόμεθα τοῦτο ποιεῖν, ἐὰν καὶ παρρησίαν ἔχωμεν καὶ ταῖς Γραφαῖς προσέχωμεν καὶ μὴ παρέργως αὐτὰς ἀκούωμεν» (PG 59, 319-321). Μᾶς χρειάζεται παρρησία, θάρρος λόγου δηλαδή, καὶ προσεκτική μελέτη τῆς Γραφῆς.

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek