ΚΥΡΙΑΚΗ Ι΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ

Αποστολική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ Ι΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ — Α΄ ΚΟΡ. (Δ΄ 9 — 16)

Α΄Κορινθίους, κεφά­λαιο Δ΄, εδά­φια 9–16

9 Δοκῶ γὰρ ὅτι ὁ Θεὸς ἡμᾶς τοὺς ἀπο­στό­λους ἐσχά­τους ἀπέ­δει­ξεν, ὡς ἐπι­θα­να­τί­ους, ὅτι θέα­τρον ἐγε­νή­θη­μεν τῷ κόσμῳ, καὶ ἀγγέ­λοις καὶ ἀνθρώ­ποις. 10 μεῖς μωροὶ διὰ Χρι­στόν, ὑμεῖς δὲ φρό­νι­μοι ἐν Χρι­στῷ· ἡμεῖς ἀσθε­νεῖς, ὑμεῖς δὲ ἰσχυ­ροί· ὑμεῖς ἔνδο­ξοι, ἡμεῖς δὲ ἄτι­μοι. 11 χρι τῆς ἄρτι ὥρας καὶ πει­νῶ­μεν καὶ διψῶ­μεν καὶ γυμνη­τεύ­ο­μεν καὶ κολα­φι­ζό­με­θα καὶ ἀστα­τοῦ­μεν 12καὶ κοπιῶ­μεν ἐργα­ζό­με­νοι ταῖς ἰδί­αις χερ­σί· λοι­δο­ρού­με­νοι εὐλο­γοῦ­μεν, διω­κό­με­νοι ἀνε­χό­με­θα, 13 βλα­σφη­μού­με­νοι παρα­κα­λοῦ­μεν· ὡς περι­κα­θάρ­μα­τα τοῦ κόσμου ἐγε­νή­θη­μεν, πάν­των περί­ψη­μα ἕως ἄρτι.

14 Οὐκ ἐντρέ­πων ὑμᾶς γρά­φω ταῦ­τα, ἀλλ᾿ ὡς τέκνα μου ἀγα­πη­τὰ νου­θε­τῶ. 15 ὰν γὰρ μυρί­ους παι­δα­γω­γοὺς ἔχη­τε ἐν Χρι­στῷ, ἀλλ᾿ οὐ πολ­λοὺς πατέ­ρας· ἐν γὰρ Χρι­στῷ ᾿Ιησοῦ διὰ τοῦ εὐαγ­γε­λί­ου ἐγὼ ὑμᾶς ἐγέν­νη­σα. 16Παρα­κα­λῶ οὖν ὑμᾶς, μιμη­ταί μου γίνε­σθε.

Αλλ’ ημείς οι Από­στο­λοι κάθε άλλο παρά βασι­λεί­αν και δόξαν έχο­μεν κερ­δή­σει στον κόσμον αυτόν. Διό­τι νομί­ζω, ότι ο Θεός ημάς τους Απο­στό­λους μας έχει δεί­ξει εις τα μάτια όλων των ανθρώ­πων σαν τους πιο τελευ­ταί­ους, σαν κατα­δι­κα­σμέ­νους εις θάνα­τον, που βαδί­ζουν στον τόπον της εκτε­λέ­σε­ως. Διό­τι εγί­να­μεν παρά­δο­ξον θέα­μα εις όλον τον κόσμον, στους αγγέ­λους που θαυ­μά­ζουν, και στους ανθρώ­πους που χλευά­ζουν. 10 Ημείς οι Από­στο­λοι θεω­ρού­με­θα από τους ανθρώ­πους του κόσμου μωροί και ανόη­τοι δια το όνο­μα του Χρι­στού. Σεις όμως είσθε φρό­νι­μοι και συνε­τοί εν Χρι­στώ! Ημείς είμε­θα ασθε­νείς και αδύ­να­τοι. Σεις όμως είσθε ισχυ­ροί και ακα­τα­νί­κη­τοι! Σεις είσθε ένδο­ξοι, ημείς δε περι­φρο­νη­μέ­νοι και εξου­θε­νω­μέ­νοι. 11 Από την ημέ­ραν που ελά­βα­μεν το απο­στο­λι­κόν αξί­ω­μα και μέχρις αυτής της ώρας, ζώμεν ανά­με­σα στο πλή­θος από ταλαι­πω­ρί­ας και περι­πε­τεί­ας. Και πει­νώ­μεν και διψώ­με· και δεν έχο­μεν ρού­χα δια να προ­φυ­λα­χθώ­μεν από τας κακο­και­ρί­ας και δεχό­με­θα ραπί­σμα­τα και γρον­θο­κο­πή­μα­τα, και συνε­χώς μετα­κι­νού­με­θα από τόπου εις τόπον, χωρίς να έχω­μεν που­θε­νά στα­θε­ράν παρα­μο­νήν. 12 Και κοπιά­ζο­μεν εργα­ζό­με­νοι με τα ίδια μας τα χέρια. Οταν οι άπι­στοι μας εμπαί­ζουν και μας υβρί­ζουν ημείς τους ευλο­γού­μεν και ευχό­με­θα αγα­θά δι’ αυτούς. Οταν μας κατα­διώ­κουν, δει­κνύ­ο­μεν μακρο­θυ­μί­αν και υπο­μο­νήν απέ­ναν­τί των. 13 Οταν μας δυσφη­μούν και μας δια­βάλ­λουν, ημείς προ­σπα­θού­μεν με λόγια καλω­σύ­νης και αγά­πης να τους κατα­πρα­ΰ­νω­μεν και τους ημε­ρώ­σω­μεν. Σαν τα πλέ­ον ρυπα­ρά πράγ­μα­τα του κόσμου έχο­μεν γίνει, σαν απο­σπογ­γί­σμα­τα για πέτα­μα θεω­ρού­με­θα εις τα μάτια όλων έως την στιγ­μήν αυτήν. 14 Με αυτά που σας γρά­φω δεν θέλω να σας πικρά­νω και εντρο­πιά­σω, αλλά σαν παι­διά μου αγα­πη­τά σας συμ­βου­λεύω. 15 Διό­τι έστω και αν έχε­τε παρά πολ­λούς παι­δα­γω­γούς και διδα­σκά­λους κατά Χρι­στόν, δεν έχε­τε όμως πολ­λούς πατέ­ρας. Ενας είναι ο πατέ­ρας σας, εγώ. Διό­τι εγώ, με τον φωτι­σμόν και την δύνα­μιν του Χρι­στού, σας έχω γεν­νή­σει πνευ­μα­τι­κώς εις την νέαν ζωήν δια μέσου του Ευαγ­γε­λί­ου. 16 Σας παρα­κα­λώ, λοι­πόν, σαν παι­διά μου αγα­πη­μέ­να, να γίνε­σθε μιμη­ταί μου.

9 Κάθε άλλο όμως παρά βασι­λεία απο­λαμ­βά­νου­με εμείς οι από­στο­λοι· διό­τι νομί­ζω ότι ο Θεός εμάς τους από­στο­λους μάς παρου­σί­α­σε δημό­σια και στα μάτια όλων ως τελευ­ταί­ους, ως κατα­δί­κους που πρό­κει­ται να θανα­τω­θούν· διό­τι γίνα­με θέα­μα σε όλο τον κόσμο, και στους αγγέ­λους και στους ανθρώ­πους. Και από τη μια μας θαυ­μά­ζουν οι ενά­ρε­τοι άνθρω­ποι και από την άλλη, μας περι­φρο­νούν και μας χλευά­ζουν οι άλλοι. 10 Εμείς οι από­στο­λοι θεω­ρού­μα­στε από τους απί­στους ηλί­θιοι και ανόη­τοι για το όνο­μα του Χρι­στού, εσείς όμως είστε συνε­τοί εν Χρι­στώ. Εμείς είμα­στε ασθε­νείς και κατα­διω­κό­μα­στε από τους ανθρώ­πους· εσείς όμως είστε ισχυ­ροί, διό­τι δεν σας βρή­κε κάποιος πει­ρα­σμός. Εσείς είστε ένδο­ξοι, εμείς όμως είμα­στε άτι­μοι και περι­φρο­νη­μέ­νοι. 11 Μέχρι την ώρα αυτή που σας γρά­φω, και πει­νά­με και υπο­φέ­ρου­με από δίψα στις περιο­δεί­ες μας, και δεν έχου­με αρκε­τά ρού­χα, όταν στη μέση των ταξι­διών μας, μάς πιά­νει ξαφ­νι­κά ο χει­μώ­νας· και δεχό­μα­στε χτυ­πή­μα­τα και κακο­με­τα­χει­ρί­σεις, και δεν παρα­μέ­νου­με μόνι­μα που­θε­νά, αλλά διαρ­κώς φεύ­γου­με εδώ και εκεί. 12 Και κοπιά­ζου­με δου­λεύ­ον­τας με τα ίδια μας τα χέρια. Την ώρα που μας βρί­ζουν εκεί­νοι που απι­στούν στο ευαγ­γέ­λιο και μας περι­γε­λούν, εμείς ευχό­μα­στε το καλό τους· ενώ μας κατα­διώ­κουν, δεί­χνου­με ανο­χή στους διώ­κτες μας.13 Ενώ μας δυσφη­μούν και μας συκο­φαν­τούν, απαν­τά­με με λόγια γλυ­κά και παρη­γο­ρη­τι­κά. Σαν καθάρ­μα­τα και σκου­πί­δια του κόσμου γίνα­με, απο­βρά­σμα­τα ακά­θαρ­τα της κοι­νω­νί­ας στα μάτια όλων μέχρι τη στιγ­μή αυτή.

14 Δεν θέλω με αυτά που σας γρά­φω να σας ντρο­πιά­σω, αλλά σαν παι­διά μου αγα­πη­τά σας συμ­βου­λεύω. 15 Ναι. Σας συμ­βου­λεύω με πατρι­κή λαχτά­ρα και στορ­γή· διό­τι εάν έχε­τε πάρα πολ­λούς παι­δα­γω­γούς και διδα­σκά­λους εν Χρι­στώ, δεν έχε­τε όμως πολ­λούς πατέ­ρες. Ένα και μόνο πνευ­μα­τι­κό πατέ­ρα έχε­τε, εμέ­να· διό­τι εγώ με το κήρυγ­μα του ευαγ­γε­λί­ου σάς γέν­νη­σα πνευ­μα­τι­κά, με τη χάρη που μου έδω­σε η κοι­νω­νία και η σχέ­ση μου με τον Χρι­στό. 16 Αφού λοι­πόν είμαι πατέ­ρας σας, σας παρα­κα­λώ να γίνε­στε μιμη­τές μου.

Ἀλλὰ μοῦ φαί­νε­ται, ὅτι ὁ Θεὸς σ’ ἐμᾶς τοὺς ἀπο­στό­λους ἔδω­σε τὴν τελευ­ταία καὶ πλέ­ον ἀτι­μω­τι­κὴ θέσι, σὰν νὰ εἴμε­θα κατα­δι­κα­σμέ­νοι νὰ πεθά­νω­με στὸ στά­διο, διό­τι γίνα­με θέα­μα στὸν κόσμο, καὶ στοὺς ἀγγέ­λους καὶ στοὺς ἀνθρώ­πους. 10 Ἐμεῖς (οἱ ἀπό­στο­λοι) εἴμε­θα μωροὶ ἐξ αἰτί­ας τοῦ Xρι­στοῦ, ἐνῷ ἐσεῖς εἶσθε συνε­τοὶ χρι­στια­νοί! Ἐμεῖς εἴμε­θα ἀδύ­να­μοι, ἐνῷ ἐσεῖς εἶσθε ἰσχυ­ροί! Ἐσεῖς εἶσθε τιμη­μέ­νοι, ἐνῷ ἐμεῖς εἴμε­θα κατα­φρο­νη­μέ­νοι! 11 Mέχρι αὐτὴ τὴν ὥρα καὶ πει­νοῦ­με, καὶ διψοῦ­με, καὶ στε­ρού­με­θα ἐνδυ­μά­των, καὶ δεχό­με­θα ἄγρια καὶ ἐξευ­τε­λι­στι­κὰ κτυ­πή­μα­τα, καὶ διω­κό­με­θα ἀπὸ τόπο σὲ τόπο, 12 καὶ κοπιά­ζου­με γιὰ νὰ ζήσω­με δου­λεύ­ον­τας μὲ τὰ ἴδια μας τὰ χέρια. Ἐνῷ μᾶς ὑβρί­ζουν, ἀπαν­τοῦ­με μὲ καλὰ λόγια. Ἐνῷ διω­κό­με­θα, δεί­χνου­με ἀνο­χή. 13 Ἐνῷ δυσφη­μού­με­θα, ὁμι­λοῦ­με εὐφή­μως. Kαταν­τή­σα­με σὰν σκου­πί­δια τοῦ κόσμου, ἀπορ­ρίμ­μα­τα ὅλων μέχρι τὴ στιγ­μὴ αὐτή. 14 Δὲν γρά­φω αὐτὰ γιὰ νὰ σᾶς προ­σβά­λω καὶ νὰ σᾶς ταπει­νώ­σω, ἀλλὰ γιὰ νὰ σᾶς συνε­τί­σω ὡς τέκνα μου ἀγα­πη­τά. 15 Kαὶ ἐὰν ἔχε­τε μυρί­ους διδα­σκά­λους ὡς χρι­στια­νοί, ὅμως δὲν ἔχε­τε πολ­λοὺς πατέ­ρες. Διό­τι ὡς ἀνθρώ­πους τοῦ Ἰησοῦ Xρι­στοῦ (ὡς χρι­στια­νούς) ἐγὼ σᾶς γέν­νη­σα μὲ τὸ κήρυγ­μα τοῦ εὐαγ­γε­λί­ου. 16 Σᾶς παρα­κα­λῶ λοι­πὸν νὰ μοῦ μοιά­ζε­τε. 

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (Ερμη­νεία Περι­κο­πής)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ

Είδες πώς φανε­ρώ­νει συγ­χρό­νως και τη σοβα­ρό­τη­τα και την πατρι­κή φρον­τί­δα του και τον φιλό­σο­φο νου του; Είδες πώς αφαι­ρεί την αλα­ζο­νεία; «Δοκ γάρ τι Θες μς τος ποστό­λους σχά­τους πέδει­ξεν, ς πιθα­να­τί­ους, τι θέα­τρον γενή­θη­μεν τ κόσμ, κα γγέ­λοις κα νθρώ­ποις (:κάθε άλλο όμως παρά βασι­λεία απο­λαμ­βά­νου­με εμείς οι από­στο­λοι· διό­τι νομί­ζω ότι ο Θεός εμάς τους από­στο­λους μας παρου­σί­α­σε δημό­σια και στα μάτια όλων ως τελευ­ταί­ους, ως κατα­δί­κους που πρό­κει­ται να θανα­τω­θούν· διό­τι γίνα­με θέα­μα σε όλο τον κόσμο, και στους αγγέ­λους και στους ανθρώ­πους. Και από τη μια μας θαυ­μά­ζουν οι ενά­ρε­τοι άνθρω­ποι ενώ, από την άλλη, μας περι­φρο­νούν και μας χλευά­ζουν οι άλλοι)» [Α΄Κορ.4,9], δεί­χνει πάλι πολ­λή έμφα­ση και βαρύ­τη­τα με το να πει «μς». Και δεν αρκέ­στη­κε μόνο σε αυτό, αλλά προ­σθέ­τει και το αξί­ω­μα, ελέγ­χον­τας έντο­να τους Κορίν­θιους προς τους οποί­ους απευ­θυ­νό­ταν η επι­στο­λή: «μς τος ποστό­λους(:εμάς τους απο­στό­λους)», δηλα­δή εμάς οι οποί­οι υπο­μέ­νου­με μύρια κακά, που σπεί­ρου­με το κήρυγ­μα της ευσε­βεί­ας, που σας οδη­γού­με σε αυτήν την φιλο­σο­φία[:ως φιλο­σο­φία για τους εκκλη­σια­στι­κούς συγ­γρα­φείς νοεί­ται γενι­κά η χρι­στια­νι­κή θεο­λο­γία και η κατά Χρι­στό άσκη­ση και ζωή], σε αυτήν τη φιλο­σο­φη­μέ­νη χρι­στια­νι­κή ζωή που θα σας χαρί­σει τα αιώ­νια ουρά­νια αγα­θά· αυτούς, τους Απο­στό­λους δηλα­δή, τους παρου­σί­α­σε δημο­σί­ως ως τελευ­ταί­ους στη σει­ρά ανθρώ­πους, ως μελ­λο­θά­να­τους, δηλα­δή ως κατα­δί­κους.

Επει­δή δηλα­δή παρα­πά­νω ο Παύ­λος τούς είχε πει ελέγ­χον­τάς τους για την αλα­ζο­νεία καθώς και για τη λαν­θα­σμέ­νη συμ­πε­ρι­φο­ρά τους, τη φρά­ση: «να κα μες μν συμ­βα­σι­λεύ­σω­μεν (:για να είμα­στε και εμείς βασι­λείς μαζί σας)» [βλ. Α΄Κορ.4,8: «δη κεκο­ρε­σμέ­νοι στέ, δη πλου­τή­σα­τε, χωρς μν βασι­λεύ­σα­τε· κα φελόν γε βασι­λεύ­σα­τε, να κα μες μν συμ­βα­σι­λεύ­σω­μεν(:και εσείς οι Κορίν­θιοι έχε­τε αυτήν την ιδέα, ότι είστε μεγά­λοι και επί­ση­μοι. Τώρα πλέ­ον είστε χορ­τα­σμέ­νοι από όλα! Τώρα πλέ­ον έχε­τε πλου­τί­σει από τις πνευ­μα­τι­κές δωρε­ές! Χωρίς να έχε­τε μαζί σας εμάς, τους διδα­σκά­λους σας, έχε­τε πλέ­ον μόνοι σας κατα­κτή­σει τη βασι­λεία των ουρα­νών! Και μακά­ρι να βασι­λεύ­α­τε, για να βασι­λεύ­σου­με και εμείς μαζί σας...)»] και μεί­ω­σε με τον λόγο αυτό την αυστη­ρό­τη­τα του ελέγ­χου, για να μην τους κάνει να χαλα­ρώ­σουν, επα­νέρ­χε­ται πάλι σε αυτό με περισ­σό­τε­ρη πικρία και λέει: «διό­τι νομί­ζω ότι ο Θεός εμάς τους απο­στό­λους μας έδει­ξε τελευ­ταί­ους ως μελ­λο­θά­να­τους». Δηλα­δή «από ό,τι βλέ­πω», λέγει, «και από ό,τι εσείς λέγε­τε, οι πλέ­ον περι­φρο­νη­μέ­νοι και κατα­δι­κα­σμέ­νοι είμα­στε εμείς, οι οποί­οι πάν­το­τε είμα­στε εκτε­θει­μέ­νοι στις ταλαι­πω­ρί­ες, ενώ εσείς φαν­τά­ζε­στε ήδη κατα­κτη­μέ­νη τη βασι­λεία και τις τιμές και τα έπα­θλα».

Και επει­δή ήθε­λε με τον λόγο του να δεί­ξει ότι η κατά­στα­ση είναι παρά­λο­γη και υπερ­βο­λι­κά απί­θα­νη δεν είπε απλώς ότι εμείς είμα­στε οι τελευ­ταί­οι, αλλά ότι «ο Θεός μας έκα­νε τελευ­ταί­ους». ότι «εμείς είμα­στε οι έσχα­τοι» αλλά ότι «ο Θεός μάς έκα­νε εσχά­τους». Και δεν αρκέ­στη­κε στο να πει «εσχά­τους», αλλά πρό­σθε­σε και «μελ­λο­θα­νά­τους», για να δει και ο πλέ­ον ανόη­τος το απί­θα­νο των όσων ειπώ­θη­καν και ότι τα λεγό­με­να προ­έρ­χον­ταν από άνθρω­πο πολύ στε­νο­χω­ρη­μέ­νο, ο οποί­ος προ­σπα­θού­σε με κάθε τρό­πο να τους κάνει να ντρα­πούν.

Και κοί­τα­ξε τη σύνε­ση του Παύ­λου. Με τους ίδιους λόγους, που όταν το απαι­τεί η περί­στα­ση, υψώ­νει τον εαυ­τό του και τον παρου­σιά­ζει σπου­δαίο και μέγα, με τους λόγους αυτούς τώρα ελέγ­χει εκεί­νους ονο­μά­ζον­τας τον εαυ­τό του ‘’κατά­δι­κο’’. Έτσι είναι δυνα­τόν να κάνει τα πάν­τα, όταν το καλεί η περί­στα­ση. Εδώ βεβαί­ως ‘’επι­θα­να­τί­ους’’ ονο­μά­ζει τους κατα­δί­κους, που είναι άξιοι μυρί­ων θανά­των.

«τι θέα­τρον γενή­θη­μεν τ κόσμ, κα γγέ­λοις κα νθρώ­ποις(:διό­τι γίνα­με θέα­μα σε όλο τον κόσμο, και στους αγγέ­λους και στους ανθρώ­πους)». Τι σημαί­νει «γίνα­με θέα­τρα στον κόσμο»; «Δεν υπο­φέ­ρου­με», λέγει, «αυτά σε μία γωνιά ούτε σε ένα μικρό μέρος της οικου­μέ­νης, αλλά παν­τού και επί πάν­των». Τι σημαί­νει όμως και το «και στους αγγέ­λους»; Είναι δυνα­τόν να είμα­στε θέα­μα για τους ανθρώ­πους και όχι για τους αγγέ­λους, όταν όσα συμ­βαί­νουν είναι ευτε­λή· οι δικοί μας όμως αγώ­νες είναι τέτοιοι, ώστε αξί­ζουν να τους βλέ­πουν και οι άγγε­λοι. Κοί­τα­ξε πώς, ενώ εξευ­τε­λί­ζει τον εαυ­τό του, πάλι τον παρου­σιά­ζει μέγα· ενώ επί­σης εκεί­νοι υπε­ρη­φα­νεύ­ον­ται, πώς τους παρου­σιά­ζει ευτε­λείς. Επει­δή δηλα­δή εθε­ω­ρεί­το ότι ήταν ευτε­λέ­στε­ρο το να είναι μωροί από το να φαί­νον­ται φρό­νι­μοι και το να είναι αδύ­να­τοι από το να γίνον­ται ισχυ­ροί και το να είναι περι­φρο­νη­μέ­νοι από το να είναι ένδο­ξοι και φημι­σμέ­νοι, και επει­δή πρό­κει­ται να απο­δώ­σει τα μεν δεύ­τε­ρα σε εκεί­νους τα δε πρώ­τα τα δέχτη­κε για τον εαυ­τό του, δεί­χνει ότι αυτά είναι ανώ­τε­ρα από εκεί­να, εφό­σον χάρη σε αυτά πέτυ­χε να τους βλέ­πουν όχι μόνο όλοι οι άνθρω­ποι, αλλά και το σύνο­λο των αγγέ­λων· «διό­τι η δική μας πάλη δεν είναι μόνο προς ανθρώ­πους, αλλά και προς τις ασώ­μα­τες δυνά­μεις. Για τού­το γίνε­ται και μέγα θέα­μα».

«μες μωρο δι Χρι­στόν, μες δ φρό­νι­μοι ν Χριστ· μες σθε­νες, μες δ σχυ­ροί· μες νδο­ξοι, μες δ τιμοι(:εμείς οι από­στο­λοι θεω­ρού­μα­στε από τους απί­στους μωροί και ανόη­τοι για το όνο­μα του Χρι­στού· εσείς όμως είστε συνε­τοί εν Χρι­στώ. Εμείς είμα­στε ασθε­νείς και κατα­διω­κό­μα­στε από τους ανθρώ­πους· εσείς όμως είστε ισχυ­ροί, διό­τι δεν σας βρή­κε κάποιος πει­ρα­σμός. Εσείς είστε ένδο­ξοι, εμείς όμως είμα­στε άτι­μοι και περι­φρο­νη­μέ­νοι)»[Α’ Κορ.4,10]. Πάλι και τού­το το είπε, για να προ­κα­λέ­σει ντρο­πή, δεί­χνον­τας ότι είναι δυνα­τόν να συνέρ­χον­ται στον ίδιο τόπο άνθρω­ποι που απέ­χουν τόσο πολύ μετα­ξύ τους. «Πώς δηλα­δή είναι δυνα­τόν», λέγει, «σε θέμα­τα που αφο­ρούν στον Χρι­στό, εσείς μεν να είστε φρό­νι­μοι, ενώ εμείς άφρο­νες και μωροί;». Επει­δή δηλα­δή τους Απο­στό­λους μεν τους έδερ­ναν και τους κατα­φρο­νού­σαν οι άπι­στοι άνθρω­ποι και τους ατί­μα­ζαν και τους θεω­ρού­σαν τιπο­τέ­νιους, ενώ εκεί­νοι οι Κορίν­θιοι απο­λάμ­βα­ναν τιμής και μερι­κοί μάλι­στα θεω­ρούν­ταν σοφοί και συνε­τοί από πολ­λούς, για τού­το τα λέγει αυτά· ότι δηλα­δή πώς είναι δυνα­τόν εκεί­νοι που κηρύτ­τουν αυτά να θεω­ρούν­ται ότι είναι τα αντί­θε­τα;

«μες σθε­νες, μες δ σχυ­ροί (:εμείς είμα­στε ασθε­νείς και κατα­διω­κό­μα­στε από τους ανθρώ­πους· εσείς όμως είστε ισχυ­ροί διό­τι δεν σας βρή­κε κάποιος πει­ρα­σμός)». Δηλα­δή «εμείς εκδιω­κό­μα­στε, κατα­διω­κό­μα­στε, εσείς όμως δεν φοβά­στε τίπο­τε και σας περι­ποιούν­ται». Αλλά τού­το δεν το ανέ­χε­ται η φύση του κηρύγ­μα­τος. «μες νδο­ξοι, μες δ τιμοι(:εσείς είστε ένδο­ξοι εμείς όμως είμα­στε άτι­μοι και περι­φρο­νη­μέ­νοι)».Εδώ απευ­θύ­νε­ται προς όσους έχουν ευγε­νή κατα­γω­γή και υπε­ρη­φα­νεύ­ον­ται για τα κοσμι­κά.

«χρι τς ρτι ρας κα πεινμεν κα διψμεν κα γυμνη­τεύ­ο­μεν κα κολα­φι­ζό­με­θα κα στα­τομεν κα κοπιμεν ργα­ζό­με­νοι τας δίαις χερ­σί (:μέχρι την ώρα αυτή που σας γρά­φω, και πει­νά­με και υπο­φέ­ρου­με από δίψα στις περιο­δεί­ες μας, και δεν έχου­με αρκε­τά ρού­χα, όταν στη μέση των ταξι­διών μας, μάς πιά­νει ξαφ­νι­κά ο χει­μώ­νας· και δεχό­μα­στε χτυ­πή­μα­τα και κακο­με­τα­χει­ρί­σεις, και δεν παρα­μέ­νου­με μόνι­μα που­θε­νά, αλλά διαρ­κώς φεύ­γου­με εδώ και εκεί) «κα κοπιμεν ργα­ζό­με­νοι τας δίαις χερ­σί (:και κοπιά­ζου­με δου­λεύ­ον­τας με τα ίδια μας τα χέρια)»[Α΄ Κορ. 4,11–12], δηλα­δή δεν διη­γού­μαι παλαιά, αλλά πράγ­μα­τα για τα οποία έχω μάρ­τυ­ρα την παρού­σα πραγ­μα­τι­κό­τη­τα· διό­τι «δεν ομι­λού­με καθό­λου για τα ανθρώ­πι­να ούτε για την δόξα του κόσμου, αλλά απο­βλέ­που­με μόνο στον Θεό, και αυτό ακρι­βώς είναι ανάγ­κη να κάνου­με και εμείς παν­τού· καθό­σον δεν βλέ­πουν τού­το μόνο οι άγγε­λοι, αλλά και πριν από εκεί­νους ο Αγω­νο­θέ­της».

«μες μωρο δι Χρι­στόν, μες δ φρό­νι­μοι ν Χριστ· μες σθε­νες, μες δ σχυ­ροί· μες νδο­ξοι, μες δ τιμοι (:εμείς οι από­στο­λοι θεω­ρού­μα­στε από τους απί­στους ηλί­θιοι και ανόη­τοι για το όνο­μα του Χρι­στού, εσείς όμως είστε συνε­τοί εν Χρι­στώ. Εμείς είμα­στε ασθε­νείς και κατα­διω­κό­μα­στε από τους ανθρώ­πους· εσείς όμως είστε ισχυ­ροί διό­τι δεν σας βρή­κε κάποιος πει­ρα­σμός. Εσείς είστε ένδο­ξοι εμείς όμως είμα­στε άτι­μοι και περι­φρο­νη­μέ­νοι)» [Α΄Κορ.4,10].

Αφού γέμι­σε τον λόγο του με πολ­λή βαρύ­τη­τα-πράγ­μα το οποίο πλήτ­τει περισ­σό­τε­ρο από κάθε κατη­γο­ρία- και αφού είπε ότι «γίνα­τε βασι­λείς χωρίς εμάς» και ότι «ο Θεός μας έδει­ξε στα μάτια όλων τελευ­ταί­ους ως μελ­λο­θα­νά­τους», στη συνέ­χεια δεί­χνει πως είναι όπως οι κατα­δι­κα­σμέ­νοι σε θάνα­το λέγον­τας: «μες σθε­νες, μες δ σχυ­ροί· μες νδο­ξοι, μες δ τιμοι. χρι τς ρτι ρας κα πεινμεν κα διψμεν κα γυμνη­τεύ­ο­μεν κα κολα­φι­ζό­με­θα κα στα­τομεν κα κοπιμεν ργα­ζό­με­νοι τας δίαις χερ­σί(:εμείς είμα­στε ασθε­νείς και αδύ­να­τοι. Εσείς όμως είστε ισχυ­ροί και ακα­τα­νί­κη­τοι! Εσείς είστε ένδο­ξοι, εμείς όμως περι­φρο­νη­μέ­νοι και εξου­θε­νω­μέ­νοι. Από την ημέ­ρα που λάβα­με το απο­στο­λι­κό αξί­ω­μα και μέχρις αυτής της ώρας, ζού­με ανά­με­σα στο πλή­θος από ταλαι­πω­ρί­ες και περι­πέ­τειες. Και πει­νού­με και διψού­με· και δεν έχου­με ρού­χα για να προ­φυ­λα­χθού­με από τις κακο­και­ρί­ες και δεχό­μα­στε ραπί­σμα­τα και γρον­θο­κο­πή­μα­τα, και συνε­χώς μετα­κι­νού­μα­στε από τόπου σε τόπο, χωρίς να έχου­με που­θε­νά στα­θε­ρή παρα­μο­νή. Και κοπιά­ζου­με εργα­ζό­με­νοι με τα ίδια μας τα χέρια)»[Α΄Κορ.4,10–11], τα οποία ήσαν, ως γνω­στόν, απο­δεί­ξεις γνη­σί­ων διδα­σκά­λων και απο­στό­λων.

Αλλά εκεί­νοι οι Κορίν­θιοι Χρι­στια­νοί όμως που δεν είχαν απο­βά­λει ακό­μα εντε­λώς τα κοσμι­κά φρο­νή­μα­τα, υπε­ρη­φα­νεύ­ον­ταν για τα αντί­θε­τα, για σοφία, για δόξα, για πλού­το, για τιμές. Επει­δή λοι­πόν ήθε­λε να αφαι­ρέ­σει την αλα­ζο­νεία τους και να τους δεί­ξει ότι γι’ αυτό όχι μόνο δεν πρέ­πει να καυ­χών­ται, αλλά και να ντρέ­πον­ται, κατά πρώ­τον μεν τους δια­κω­μω­δεί λέγον­τας: «Γίνα­τε βασι­λείς χωρίς εμάς». «Δηλα­δή, εγώ μεν υπο­στη­ρί­ζω», λέγει, «ότι ο παρών και­ρός δεν είναι για τιμή και δόξα, των οποί­ων εσείς απο­λαμ­βά­νε­τε, αλλά και διώ­ξεις και ύβρεις, τις οποί­ες εμείς πάσχου­με. Εάν όμως δεν είναι έτσι τα πράγ­μα­τα, αλλά αυτός είναι ο και­ρός των αμοι­βών, όπως βλέ­πω- και τού­το το λέγει ειρω­νευό­με­νος- εσείς μεν είστε οι μαθη­τές κι όμως είστε ήδη βασι­λείς, εμείς όμως οι διδά­σκα­λοι και από­στο­λοι, που προ­πάν­των έπρε­πε να λάβου­με τον μισθό, όχι μόνο έχου­με γίνει οι έσχα­τοι από εσάς, αλλά ζού­με και ως μελ­λο­θά­να­τοι, δηλα­δή ως κατά­δι­κοι συνε­χώς με ατι­μώ­σεις και κιν­δύ­νους και πεί­να και υβρι­ζό­με­νοι ως μωροί και εκδιω­κό­με­νοι και υπο­μέ­νον­τες τα πάν­δει­να…».

Και αυτά τα έλε­γε, για να κάνει και αυτούς να κατα­νι­κή­σουν με αυτά τα πάθη τους, ότι οφεί­λουν να ποθούν με ζήλο τα παθή­μα­τα των απο­στό­λων στον κόσμο αυτόν, δηλα­δή τους κιν­δύ­νους και τις ύβρεις, όχι τις τιμές και τις δόξες, διό­τι το χρι­στια­νι­κό κήρυγ­μα αυτά απαι­τεί και όχι εκεί­να. Αλλά δεν τα λέγει έτσι απευ­θεί­ας, ώστε να μη φανεί σε αυτούς φορ­τι­κός, αλλά κάνει την επί­πλη­ξη αυτήν έτσι, όπως έπρε­πε στην περί­πτω­ση. Εάν δηλα­δή απρο­κά­λυ­πτα ομι­λού­σε, θα έλε­γε ως εξής: «Πλα­νά­στε και απα­τά­στε και έχε­τε πολύ απο­μα­κρυν­θεί από την απο­στο­λι­κή νομο­θε­σία· διό­τι ο από­στο­λος και διά­κο­νος του Χρι­στού πρέ­πει να φαί­νε­ται ότι είναι ανόη­τος στα μάτια του κόσμου που δεν έχει εγκα­τα­λεί­ψει τα σαρ­κι­κά φρο­νή­μα­τα και να ζει σε θλί­ψη και περι­φρό­νη­ση, κατά­στα­ση στην οποία βρι­σκό­μα­στε εμείς· σε εσάς όμως συμ­βαί­νουν τα αντί­θε­τα». Αλλά έτσι τα λεγό­με­να θα φαί­νον­ταν σε αυτούς ότι είναι εγκώ­μια των απο­στό­λων και εκεί­νους θα τους έκα­ναν θρα­σύ­τε­ρους, διό­τι δήθεν θα συκο­φαν­τούν­ταν για ραθυ­μία και ματαιο­δο­ξία και τρυ­φη­λό­τη­τα. Γι’ αυτό δεν ακο­λου­θεί μεν αυτόν τον τρό­πο σε όσα είπε, αλλά άλλο εντο­νό­τε­ρο μεν, αλλά λιγό­τε­ρο ενο­χλη­τι­κό.

Για τον λόγο αυτόν ομι­λεί με κάποια ειρω­νεία λέγον­τας: «Εσείς όμως θεω­ρεί­στε ισχυ­ροί και ένδο­ξοι». Ενώ, εάν δεν χρη­σι­μο­ποιού­σε ειρω­νεία, θα μπο­ρού­σε να τους πει τα εξής: «Δεν είναι δυνα­τόν άλλος μεν να θεω­ρεί­ται ανόη­τος, άλλος δε φρό­νι­μος, άλλος μεν ισχυ­ρός, άλλος δε ασθε­νής, τη στιγ­μή που το κήρυγ­μα του Χρι­στού απαι­τεί άλλα. «Δηλα­δή, εάν επι­τρε­πό­ταν άλλοι μεν να είναι τού­το, άλλοι δε εκεί­νο, ίσως θα είχαν κάποια δικαί­ω­ση τα λεγό­με­να από εσάς· τώρα όμως δεν επι­τρέ­πε­ται να φαί­νε­ται κανείς ότι είναι φρό­νι­μος, ένδο­ξος και ότι έχει απαλ­λα­γεί από κιν­δύ­νους. Ειδάλ­λως, είναι επό­με­νο ότι ο Θεός έχει προ­τι­μή­σει εσάς από εμάς, εσάς τους μαθη­τές από εμάς τους διδα­σκά­λους που μύρια υπο­φέ­ρου­με. Και αν κανείς δεν θα μπο­ρού­σε να πει αυτό, απο­μέ­νει εσείς να ακο­λου­θεί­τε επί­μο­να τη δική μας ζωή».

«Και ας μη φαν­τα­στεί κανείς», λέγει, «ότι ανα­φέ­ρο­μαι μόνο σε πράγ­μα­τα του παρελ­θόν­τος»· «χρι τς ρτι ρας κα πεινμεν κα διψμεν κα γυμνη­τεύ­ο­μεν κα κολα­φι­ζό­με­θα κα στα­τομεν (:μέχρι την ώρα αυτή που σας γρά­φω, και πει­νά­με και υπο­φέ­ρου­με από δίψα στις περιο­δεί­ες μας, και δεν έχου­με αρκε­τά ρού­χα, όταν στη μέση των ταξι­διών μας, μάς πιά­νει ξαφ­νι­κά ο χει­μώ­νας· και δεχό­μα­στε χτυ­πή­μα­τα και κακο­με­τα­χει­ρί­σεις, και δεν παρα­μέ­νου­με μόνι­μα που­θε­νά, αλλά διαρ­κώς φεύ­γου­με εδώ και εκεί)»[Α΄Κορ.4,11]. Βλέ­πεις ότι τέτοιος πρέ­πει να είναι όλος ο βίος των Χρι­στια­νών, και όχι μία ή δύο μόνο ημέ­ρες; Διό­τι ούτε αν είναι κάποιος αθλη­τής στε­φα­νώ­νε­ται, αν κερ­δί­σει μία μονά­χα νίκη και κατό­πιν ηττη­θεί. «Και πει­νά­με», κατ’ αντί­θε­ση προς όσους ζουν τρυ­φη­λή ζωή· «και μας κακο­με­τα­χει­ρί­ζον­ται» κατ’ αντί­θε­ση προς τους αλα­ζό­νες· «και περι­πλα­νιό­μα­στε», διό­τι εκδιω­κό­μα­στε, λέγει· «και έχου­με ελλεί­ψεις σε ρου­χι­σμό», κατ’ αντί­θε­ση προς όσους είναι πλού­σιοι· «και κοπιά­ζου­με» κατ’ αντί­θε­ση πλέ­ον προς τους ψευ­δα­πο­στό­λους, που δεν ανέ­χον­ται ούτε να εργά­ζον­ται ούτε να κιν­δυ­νεύ­ουν, αλλά οι ίδιοι να καρ­πούν­ται.

«Όμως εμείς», λέγει, «δεν είμα­στε τέτοιοι, αλλά μαζί με τους εξω­τε­ρι­κούς κιν­δύ­νους που έχου­με να αντι­με­τω­πί­σου­με, και οι ίδιοι με τη συνε­χή εργα­σία θέτου­με σε συνε­χή δρα­στη­ριο­ποί­η­ση τους εαυ­τούς μας. Και το σπου­δαιό­τε­ρο είναι ότι κανείς δεν θα μπο­ρού­σε να ισχυ­ρι­στεί ότι δυσα­να­σχε­τού­με γι’ αυτά, διό­τι αντα­μεί­βου­με με τα αντί­θε­τα εκεί­νους που μας κάνουν αυτά». Μέγα δηλα­δή είναι τού­το, όχι η κακο­πά­θεια- διό­τι αυτή είναι κοι­νή μοί­ρα όλων- αλλά το να μην ανα­στα­τω­νό­μα­στε ούτε να δυσα­να­σχε­τού­με, όταν πάσχου­με. Εμείς όμως όχι μόνο δεν δυσα­να­σχε­τού­με, αλλά και ευφραι­νό­μα­στε, και από­δει­ξη τού­του είναι το ότι εκεί­νους που μας βλά­πτουν τους αμεί­βου­με με ευερ­γε­σί­ες.

Και ότι τού­το ακρι­βώς έκα­ναν οι Από­στο­λοι, άκου­σε τα επό­με­να: «Λοι­δο­ρού­με­νοι ελογομεν, διω­κό­με­νοι νεχό­με­θα, βλα­σφη­μού­με­νοι παρα­κα­λομεν· ς περι­κα­θάρ­μα­τα το κόσμου γενή­θη­μεν, πάν­των περί­ψη­μα ωςρτι(:και κοπιά­ζου­με δου­λεύ­ον­τας με τα ίδια μας τα χέρια. Την ώρα που μας βρί­ζουν εκεί­νοι που απι­στούν στο ευαγ­γέ­λιο και μας περι­γε­λούν, εμείς ευχό­μα­στε το καλό τους. Ενώ μας κατα­διώ­κουν, δεί­χνου­με ανο­χή στους διώ­κτες μας, ενώ μας δυσφη­μούν και μας συκο­φαν­τούν, απαν­τά­με με λόγια γλυ­κά και παρη­γο­ρη­τι­κά. Σαν καθάρ­μα­τα και σκου­πί­δια του κόσμου γίνα­με, απο­βρά­σμα­τα ακά­θαρ­τα της κοι­νω­νί­ας στα μάτια όλων μέχρι τη στιγ­μή αυτή)»[Α΄Κορ. 4,12–13], δηλα­δή μωροί για τον Χρι­στό· διό­τι εκεί­νος που βλά­πτε­ται και όμως ούτε εκδι­κεί­ται ούτε θλί­βε­ται, φαί­νε­ται στους απί­στους ότι είναι ανόη­τος και περι­φρο­νη­μέ­νος και αδύ­να­τος. Και για να μην κάνει τον λόγο του ενο­χλη­τι­κό­τε­ρο με το να περιο­ρί­σει τα πάθη μονά­χα στη δική τους πόλη, τι λέγει; «Γίνα­με σαν σκου­πί­δια και απο­βρά­σμα­τα όχι της πόλε­ώς σας, αλλά του κόσμου όλου»· και πάλι· «Γίνα­με ως ακα­θαρ­σία όλων»· όχι μόνο δική σας, αλλά όλων.

Όπως ακρι­βώς λοι­πόν, όταν ομι­λεί περί της προ­νοί­ας του Χρι­στού, αφού αφή­σει τη γη, τον ουρα­νό, όλη την κτί­ση, φέρει τον Σταυ­ρό ως από­δει­ξη, έτσι και όταν θελή­σει να επι­σύ­ρει την προ­σο­χή στον εαυ­τό του, απο­σιω­πά τα θαυ­μα­τουρ­γι­κά σημεία που έκα­νε με τη χάρη του Θεού και ανα­φέ­ρει τα όσα έπα­θε προς χάριν αυτών. Έτσι και εμείς, όταν αδι­κού­μα­στε από κάποιους και κατα­φρο­νού­μα­στε, συνη­θί­ζου­με να ανα­φέ­ρου­με όσα πάθα­με προς χάριν τους. «Γίνα­με ως ακα­θαρ­σία όλων έως τώρα». Έδω­σε δυνα­τό χτύ­πη­μα στο τέλος. «Όλων δε», λέγει, «όχι των διω­κόν­των, αλλά αυτών, εξαι­τί­ας των οποί­ων πάσχου­με αυτά· δηλα­δή χρω­στώ πολ­λή ευγνω­μο­σύ­νη σε αυτούς». Τα λεγό­με­να δεί­χνουν άνθρω­πο που βαρυ­θυ­μεί, όμως δε θλί­βε­ται ο ίδιος, αλλά που θέλει εκεί­νους να πλή­ξει. Αυτός δηλα­δή έχει μυρί­ους λόγους να τους κατη­γο­ρή­σει, και όμως τους ασπά­ζε­ται. Για τον λόγο αυτό και ο Χρι­στός παραγ­γέλ­λει να υπο­μέ­νου­με τις ύβρεις με πρα­ό­τη­τα, για να ζού­με και εμείς οι ίδιοι με φιλο­σο­φία[ στους εκκλη­σια­στι­κούς συγ­γρα­φείς ο όρος ‘’φιλο­σο­φία’’ σημαί­νει γενι­κώς τη χρι­στια­νι­κή θεο­λο­γία και την κατά Χρι­στόν άσκη­ση και ζωή] και για να κάνου­με εκεί­νους να ντρέ­πον­ται περισ­σό­τε­ρο· διό­τι τού­το το επι­τυγ­χά­νει κανείς όχι τόσο με ύβρεις, όσο με τη σιω­πή.

Έπει­τα, επει­δή είδε ότι η πλη­γή ήταν αφό­ρη­τη, ταχέ­ως τη θερά­πευ­σε με το να πει: «Οκ ντρέ­πων μς γρά­φω τατα, λλ᾿ ς τέκνα μου γαπητ νου­θετ (:δεν θέλω με αυτά που σας γρά­φω να σας ντρο­πιά­σω, αλλά σαν παι­διά μου αγα­πη­τά σας συμ­βου­λεύω)»[Α΄Κορ.4,14]. «Δηλα­δή, δεν τα λέγω αυτά», λέγει, «για να σας ντρο­πιά­σω». Αυτό που έκα­νε με τα λόγια ισχυ­ρί­ζε­ται ότι δεν το έχει κάνει, μάλ­λον δε λέγει ότι το έχει κάνει μεν, αλλά όμως όχι με κακή διά­θε­ση και εμπά­θεια· διό­τι είναι άρι­στη η θερα­πεία αυτή, δηλα­δή, αφού είπε κανείς ό,τι θέλει, να προ­σθέ­σει την δικαιο­λό­γη­ση της σκέ­ψε­ώς του· διό­τι, το να μην ομι­λή­σει δεν ήταν δυνα­τό, επει­δή θα παρέ­με­ναν αδιόρ­θω­τοι, το να ομι­λή­σει όμως και να αφή­σει πάλι ανί­α­τη την πλη­γή θα ήταν φοβε­ρό· για τον λόγο αυτόν απο­λο­γεί­ται με σοβα­ρό­τη­τα. Και αυτό όχι μόνο δε ματαιώ­νει την τομή, αλλά την κάνει να πάει βαθύ­τε­ρα στην πλη­γή, καθώς μετριά­ζει όλο τον πόνο· διό­τι εκεί­νος που άκου­σε ότι τα λέγει αυτά όχι από διά­θε­ση χλευα­σμού αλλά από αγά­πη, δέχε­ται περισ­σό­τε­ρο την διόρ­θω­ση.

Και εδώ επί­σης υπάρ­χει πολ­λή σοβα­ρό­τη­τα και ντρο­πή. Δηλα­δή δεν είπε ως διδά­σκα­λος ούτε ως από­στο­λος, ούτε ως μαθη­τές που τους είχε- πράγ­μα το οποίο το άξι­ζε- αλλά «σας συμ­βου­λεύω ως τέκνα μου αγα­πη­τά»· και δεν τους ονό­μα­σε απλώς τέκνα, αλλά ποθη­τά τέκνα. «Συγ­χω­ρή­στε με», τους λέγει, «και αν έχω πει κάτι βαρύ, το είπα από αγά­πη». Και δεν είπε «σας επι­κρί­νω», αλλά «σας συμ­βου­λεύω». Και ποιος δε θα δεχό­ταν να ακού­σει έναν πατέ­ρα που στε­νο­χω­ριέ­ται και συμ­βου­λεύ­ει τα πρέ­πον­τα; Για τον λόγο αυτόν δεν είπε τού­το προ­η­γου­μέ­νως, αλλά αφού τους επέ­πλη­ξε. «Τι λοι­πόν;», θα έλε­γε κάποιος, «δεν ενδια­φέ­ρον­ται για μας οι άλλοι διδά­σκα­λοι;». Δεν εννοώ τού­το, αλλά δεν ενδια­φέ­ρον­ται τόσο πολύ. Αλλά τού­το μεν δεν το είπε αμέ­σως, το υπο­δή­λω­σε όμως με την ιδιό­τη­τα και το όνο­μα με το να χρη­σι­μο­ποι­ή­σει τις λέξεις «παι­δα­γω­γόν» και «πατέ­ρα».

Καθό­σον, λέγει: «ἐὰν γρ μυρί­ους παι­δα­γω­γος χητε ν Χριστ, λλ᾿ ο πολ­λος πατέ­ρας (:Ναι. Σας συμ­βου­λεύω με πατρι­κή λαχτά­ρα και στορ­γή· διό­τι εάν έχε­τε πάρα πολ­λούς παι­δα­γω­γούς και διδα­σκά­λους εν Χρι­στώ, δεν έχε­τε όμως πολ­λούς πατέ­ρες)»[Α΄Κορ. 4,15]. Εδώ δεν υπο­δη­λώ­νει το αξί­ω­μα, αλλά το υπερ­βο­λι­κό μέγε­θος της αγά­πης. Και με το να προ­σθέ­σει το «ν Χριστῷ», δεν έθι­ξε εκεί­νους, αλλά και ενθάρ­ρυ­νε αυτούς με το να ονο­μά­σει όχι κόλα­κες, αλλά παι­δα­γω­γούς εκεί­νους, οι οποί­οι εργά­ζον­ταν με προ­θυ­μία και ανα­λάμ­βα­ναν τους κόπους· συγ­χρό­νως υπο­δή­λω­σε και τη δική του φρον­τί­δα. Και δεν είπε: «αλλά όμως δεν έχε­τε πολ­λούς διδα­σκά­λους», αλλά είπε «δεν έχε­τε πολ­λούς πατέ­ρες». Έτσι δεν ήθε­λε να ανα­φέ­ρει το αξί­ω­μά του ούτε να υπεν­θυ­μί­σει ότι από αυτόν είχαν ωφε­λη­θεί περισ­σό­τε­ρο, αλλά, αφού συγ­χώ­ρη­σε εκεί­νους για το ότι πολύ είχε κοπιά­σει προς χάριν τους- διό­τι τέτοιος πρέ­πει να είναι ο παι­δα­γω­γός- κρα­τεί για τον εαυ­τό του την υπερ­βο­λι­κή αγά­πη· διό­τι τέτοιος πρέ­πει να είναι ο πατέ­ρας.

Και δεν λέγει ότι «κανείς δεν σας αγα­πά τόσο πολύ», πράγ­μα το οποίο θα ήταν ανεύ­θυ­νο, αλλά ανα­φέ­ρει κάποιο συγ­κε­κρι­μέ­νο γεγο­νός. Ποιο λοι­πόν είναι αυτό; «ν γρ Χριστ ησο δι το εαγγε­λί­ου γ μς γέν­νη­σα(:ένα και μόνο πνευ­μα­τι­κό πατέ­ρα έχε­τε, εμέ­να· διό­τι εγώ με το κήρυγ­μα του ευαγ­γε­λί­ου σάς γέν­νη­σα πνευ­μα­τι­κά, με την χάρη που μου έδω­σε η κοι­νω­νία και η σχέ­ση μου με τον Χρι­στό )»[Α΄Κορ.4,15].

«ν Χριστ ησο»· «δεν το θεω­ρώ έργο δικό μου». Πάλι πλήτ­τει εκεί­νους οι οποί­οι απο­δί­δουν σε αυτόν την επι­τυ­χία της διδα­σκα­λί­ας. «Ε λλοις οκ εμ πόστο­λος, λλά γε μν εμι· γρ σφραγς τς μς ποστολς μες στε ν Κυρί (:εάν για άλλους δεν είμαι από­στο­λος του­λά­χι­στον όμως για εσάς είμαι από­στο­λος· διό­τι η σφρα­γί­δα με την οποία πιστο­ποιεί­ται επί­ση­μα το απο­στο­λι­κό μου αξί­ω­μα, με την χάρη του Κυρί­ου, τους οποί­ους οδή­γη­σα στον Χρι­στό)»[Α΄Κορ. 9,2].

Και πάλι λέγει «εγώ σας φύτευ­σα» και «εγώ σας γέν­νη­σα». Δεν είπε: «κήρυ­ξα το Ευαγ­γέ­λιο σε σας», αλλά «εγώ σας γέν­νη­σα», χρη­σι­μο­ποιών­τας όρους της φύσε­ως. Δηλα­δή, για ένα πράγ­μα φρόν­τι­ζε συνε­χώς, να δεί­ξει την αγά­πη, την οποία έτρε­φε για αυτούς. Δηλα­δή, εκεί­νοι μεν, αφού σας παρέ­λα­βαν από εμέ­να, συνέ­χι­σαν την καθο­δή­γη­σή σας· δηλα­δή είπε «ως τέκνα», για να μην τονί­σει ότι το είπε, για να τους κολα­κεύ­σει, ανα­φέ­ρει και την αιτία: «παρα­καλ ον μς, μιμη­ταί μου γίνε­σθε, καθώς κγώ(:αφού λοι­πόν είμαι πατέ­ρας σας, σας παρα­κα­λώ να γίνε­στε μιμη­τές μου)» [Α΄Κορ.4,16] ·[πρβλ. και Α΄Κορ.11,1: «Μιμη­ταί μου γίνε­σθε, καθς κγ Χρι­στο (:να γίνε­ται μιμη­τές μου, όπως και εγώ έγι­να μιμη­τής του Χρι­στού)»]. Πω πω, πόση είναι η παρ­ρη­σία του διδα­σκά­λου· πόσο σαφής είναι η εικό­να εφό­σον και άλλους παρα­κα­λεί γι’ αυτό! και δεν το κάνει αυτό από υπε­ρη­φά­νεια αλλά δεί­χνει ότι είναι εύκο­λη η αρε­τή.

«Μη μου πεις λοι­πόν ότι δεν μπο­ρώ να σε μιμη­θώ, διό­τι εσύ είσαι ο δάσκα­λος και μέγας’’. Η από­στα­ση μετα­ξύ μας δεν είναι τόσο μεγά­λη όσο μετα­ξύ Χρι­στού και εμέ­να· και όμως εγώ μιμή­θη­κα Εκεί­νον». Όταν μεν γρά­φει προς τους Εφε­σί­ους, δεν θέτει τον εαυ­τό του στο μέσο, αλλά κατευ­θεί­αν όλους αυτούς τους οδη­γεί εκεί λέγον­τας: «Γίνε­σθε ον μιμη­τα το Θεο ς τέκνα γαπη­τά(:αφού λοι­πόν ο Θεός σάς συγ­χώ­ρε­σε, να γίνε­στε και εσείς μιμη­τές του Θεού ως παι­διά Του αγα­πη­τά)»[Εφ.5,1]· εδώ όμως, επει­δή απευ­θυ­νό­ταν προς αδύ­να­τους στην πίστη, παρε­νέ­βα­λε τον εαυ­τό του. Αλλά πάν­τως δεί­χνει ότι και έτσι είναι δυνα­τό να μιμη­θούν τον Χρι­στό, διό­τι εκεί­νος που μιμή­θη­κε την ακρι­βή σφρα­γί­δα, μιμή­θη­κε το πρω­τό­τυ­πο.

Ας δού­με λοι­πόν πώς μιμή­θη­κε τον Χρι­στό ο από­στο­λος Παύ­λος· διό­τι η μίμη­ση αυτή δεν χρειά­ζε­ται χρό­νους και τέχνη, αλλά μόνο διά­θε­ση. Εάν δηλα­δή εισέλ­θου­με σε εργα­στή­ριο ζωγρά­φου, δεν θα μπο­ρέ­σου­με να μιμη­θού­με την εικό­να, ακό­μη και αν την δού­με μύριες φορές· τού­τον όμως μπο­ρού­με να τον μιμη­θού­με και μόνο εξ ακρο­ά­σε­ως. Θέλε­τε λοι­πόν να φέρου­με τον πίνα­κα στο μέσο και σχε­διά­σου­με επά­νω σας την πολι­τεία του Παύ­λου; Ας τεθεί λοι­πόν εμπρός ο πίνα­κας που είναι πολύ λαμ­πρό­τε­ρος από τις βασι­λι­κές εικό­νες. Αυτό λοι­πόν που βρί­σκε­ται εμπρός μας δεν είναι σανί­δες κολ­λη­μέ­νες ούτε ύφα­σμα τοπο­θε­τη­μέ­νο επά­νω σε αυτές, αλλά τού­το εδώ εμπρός μας είναι έργο Θεού, διό­τι είναι ψυχή και σώμα. Η ψυχή είναι έργο του Θεού, όχι ανθρώ­πων, όπως επί­σης και το σώμα. Χει­ρο­κρο­τή­σα­τε στο σημείο αυτό; Όμως δεν είναι εδώ και­ρός για χει­ρο­κρο­τή­μα­τα, αλλά χρειά­ζε­ται να χει­ρο­κρο­τή­σε­τε και να ποθή­σε­τε με ζήλο τα εξής: Κατά πρώ­τον, η ύλη είναι κατώ­τε­ρη, εφό­σον είναι κοι­νή σε όλους. Μία ψυχή δηλα­δή δεν δια­φέ­ρει καθό­λου από άλλη ψυχή, επει­δή είναι και αυτή ψυχή, αλλά η διά­θε­ση δεί­χνει την δια­φο­ρά. Όπως ακρι­βώς δηλα­δή ένα σώμα δεν δια­φέ­ρει από άλλο σώμα- διό­τι και αυτό είναι σώμα- αλλά είναι όμοιο το σώμα και του Παύ­λου και των πολ­λών ανθρώ­πων, και μάλι­στα οι κίν­δυ­νοι κάνουν αυτό λαμ­πρό­τε­ρο από εκεί­νο, έτσι συμ­βαί­νει και με την ψυχή.

Ας τεθεί λοι­πόν ενώ­πιόν μας ο πίνα­κας, η ψυχή του Παύ­λου. Αυτός ο πίνα­κας προ­η­γου­μέ­νως ήταν μαυ­ρι­σμέ­νος, γεμά­τος με αρά­χνες, διό­τι δεν υπάρ­χει τίπο­τε χει­ρό­τε­ρο από τη βλα­σφη­μία. Όταν όμως ήλθε Εκεί­νος που μετα­μορ­φώ­νει τα πάν­τα και είδε ότι ο Παύ­λος δια­μορ­φώ­θη­κε έτσι όχι από ραθυ­μία και μωρία, αλλά από απει­ρία και από έλλει­ψη ανθέ­ων της ευσε­βεί­ας- διό­τι είχε μεν ζήλο, αλλά τα άνθη δεν είχαν χρώ­μα­τα, εφό­σον ο ζήλος του δεν ήταν κατ’ επί­γνω­ση- του δίνει το άνθος της αλη­θεί­ας, δηλα­δή τη χάρη, και αμέ­σως έκα­νε βασι­λι­κή την εικό­να.

Αφού δηλα­δή έλα­βε τα χρώ­μα­τα και αφού έμα­θε όσα αγνο­ού­σε, δεν έχα­σε χρό­νο, αλλά αμέ­σως απο­δεί­χτη­κε τεχνί­της άρι­στος. Και κατά πρώ­τον με το να κηρύτ­τει τον Χρι­στό δεί­χνει ότι η κεφα­λή του είναι βασι­λι­κή· έπει­τα ότι και το υπό­λοι­πο σώμα ανή­κει στην πολι­τεία την ακρι­βή. Λοι­πόν, οι μεν ζωγρά­φοι, αφού κλει­στούν καλώς μέσα στην οικία τους με πολ­λή ησυ­χία και ακρί­βεια εργά­ζον­ται όλο το έργο χωρίς να ανοί­γουν σε κανέ­να τις θύρες· αυτός όμως, αφού τοπο­θέ­τη­σε τον πίνα­κα στο μέσο της οικου­μέ­νης και ενώ όλοι εναν­τιώ­νον­ταν, θορυ­βού­σαν, προ­κα­λού­σαν ταρα­χή, ζωγρά­φι­ζε έτσι αυτήν τη βασι­λι­κή εικό­να χωρίς κανέ­να εμπό­διο. Για τον λόγο αυτό και έλε­γε: «Γίνα­με θέα­μα στον κόσμο», στο μέσο της γης και της θάλασ­σας και του ουρα­νού και όλης της οικου­μέ­νης και του κόσμου και του αισθη­τού και του νοη­τού, καθώς ζωγρά­φι­ζε την εικό­να.

Θέλε­τε να δεί­τε και τα υπό­λοι­πα μέρη αυτής κάτω από την κεφα­λή; Ή θέλε­τε να αρχί­σου­με από κάτω προς τα επά­νω; Κοι­τά­ξε­τε λοι­πόν με θαυ­μα­σμό ένα χρυ­σό ανδριάν­τα, μάλ­λον δε πολυ­τι­μό­τε­ρο και από αυτόν, που θα έπρε­πε να είχε στη­θεί στον ουρα­νό, και όμως δεν είναι ντυ­μέ­νος με μόλυ­βδο, ούτε τοπο­θε­τη­μέ­νος σε έναν τόπο, αλλά τρέ­χει από την Ιερου­σα­λήμ μέχρι του Ιλλυ­ρι­κού και στην Ισπα­νία, πηγαί­νει και σε όλα τα μέρη της οικου­μέ­νης έρχε­ται σαν να έχει φτε­ρά. Τι θα μπο­ρού­σε να υπάρ­ξει ωραιό­τε­ρο από αυτά τα πόδια, τα οποία βάδι­σαν σε όλη τη γη, που βρί­σκε­ται κάτω από τον ήλιο; Αυτήν την ωραιό­τη­τα δια­κη­ρύσ­σει από την παλαιά επο­χή και ο προ­φή­της λέγον­τας: «ς ρα π τν ρέων, ς πόδες εαγγε­λι­ζο­μέ­νου κον ερήνης(:όπως το έαρ επά­νω στα όρη, όπως τα πόδια εκεί­νου ο οποί­ος σπεύ­δει να αναγ­γεί­λει το χαρ­μό­συ­νο μήνυ­μα της ειρή­νης)»[ Ησ. 52,7]. Είδες για­τί είναι καλά τα πόδια;

Θέλεις να δεις και το στή­θος; Έλα εδώ να σου δεί­ξω και τού­το και θα δεις ότι είναι πολύ λαμ­πρό­τε­ρο από τους ωραί­ους αυτούς πόδες και από το ίδιο το στή­θος του παλαιού νομο­θέ­του. Ο Μωυ­σής μεν βάστα­ζε λίθι­νες πλά­κες, αυτός όμως είχε μέσα του τον ίδιο τον Χρι­στό, είχε την ίδια την εικό­να του βασι­λέ­ως και για τον λόγο αυτόν ήταν σεβα­στό­τε­ρος και από το ‘’Ιλα­στή­ριον’’[:το κάλυμ­μα της Κιβω­τού στα Άγια των Αγί­ων· βλ. Εξ.25,16: «καὶ ἐμβα­λεῖς εἰς τὴν κιβω­τὸν τὰ μαρ­τύ­ρια, ἃ ἂν δῷ σοι καὶ ποι­ή­σεις ἱλα­στή­ριον ἐπί­θε­μα χρυ­σί­ου καθα­ροῦ, δύο πήχε­ων καὶ ἡμί­σους τὸ μῆκος καί πήχε­ως καὶ ἡμί­σους τὸ πλά­τος (:μέσα δε στην κιβω­τό θα θέσεις αντι­κεί­με­να, που μαρ­τυ­ρούν την Παρου­σία μου και τα οποία Εγώ θα σου δώσω και θα κατα­σκευά­σεις το σκέ­πα­σμα της κιβω­τού, το ιλα­στή­ριο, από καθα­ρό χρυ­σό. Θα έχει μήκος μεν δύο και ήμι­συ πήχεις, πλά­τος δε ένα και ήμι­συ πήχυ)»... και Λευιτ. 16,2: «καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Μωυ­σῆν· λάλη­σον πρὸς Ἀαρὼν τὸν ἀδελ­φόν σου, καὶ μὴ εἰσπο­ρευέ­σθω πᾶσαν ὥραν εἰς τὸ ἅγιον ἐσώ­τε­ρον τοῦ κατα­πε­τά­σμα­τος εἰς πρό­σω­πον τοῦ ἱλα­στη­ρί­ου, ὅ ἐστιν ἐπὶ τῆς κιβω­τοῦ τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου, καὶ οὐκ ἀπο­θα­νεῖ­ται· ἐν γὰρ νεφέ­λῃ ὀφθή­σο­μαι ἐπὶ τοῦ ἱλα­στη­ρί­ου(:και είπε ο Κύριος προς τον Μωυ­σή:· “πες στον αδελ­φό σου τον Ααρών να μην εισέρ­χε­ται κατά οποιαν­δή­πο­τε ώρα και ημέ­ρα στα Άγια των Αγί­ων, στο εσω­τε­ρι­κό του κατα­πε­τά­σμα­τος, ενώ­πιον του ιλα­στη­ρί­ου, το οποίο βρί­σκε­ται επά­νω στην Κιβω­τό του Μαρ­τυ­ρί­ου, για να μη τιμω­ρη­θεί με θάνα­το. Διό­τι εγώ θα παρου­σιά­ζο­μαι επί του ιλα­στη­ρί­ου δια νεφέ­λης)»] και από τα Χερου­βίμ· διό­τι από εκεί δεν προ­ερ­χό­ταν τέτοια φωνή όπως από εδώ, αλλά η μεν φωνή εκεί­νων ομι­λού­σε κυρί­ως περί αισθη­τών πραγ­μά­των, η γλώσ­σα όμως του Παύ­λου ομι­λού­σε για τα ουρά­νια πράγ­μα­τα· και η μεν φωνή που προ­ερ­χό­ταν από το Ιλα­στή­ριο δίδα­σκε τους Ιου­δαί­ους μόνο, η φωνή όμως του Παύ­λου κήρυτ­τε σε όλη την οικου­μέ­νη· εκεί­νη μεν η φωνή ομι­λού­σε με άψυ­χα μέσα, αυτή εδώ όμως η φωνή ομι­λού­σε με ενά­ρε­τη ψυχή.

Τού­το το ιλα­στή­ριο ήταν λαμ­πρό­τε­ρο και από τον ουρα­νό, όχι διό­τι άστρα­πτε από την ποι­κι­λία των άστρων ούτε από τις ηλια­κές ακτί­νες, αλλά διό­τι είχε τον ίδιο τον ήλιο της δικαιο­σύ­νης που εξέ­πεμ­πε από εκεί τις ακτί­νες. Και τού­τον μεν τον ουρα­νό, εάν ποτέ τον καλύ­ψει ένα σύν­νε­φο, τον κάνει σκυ­θρω­πό­τε­ρο, εκεί­νο όμως το στή­θος καμία τέτοια κακο­και­ρία ποτέ δεν κατέ­λα­βε· μάλ­λον όμως πολ­λές φορές πολ­λοί χει­μώ­νες το έπλη­ξαν το φως όμως δεν το επι­σκό­τι­σαν, αλλά μέσα στον πει­ρα­σμό και τους κιν­δύ­νους τού­το το φως έλαμ­πε ακτι­νο­βό­λο. Για τον λόγο αυτόν και ενώ ο ίδιος ήταν δεμέ­νος με αλυ­σί­δες φώνα­ζε: «ν κακο­παθ μχρι δεσμν ς κακοργος· λλ’ λγος το Θεο ο δδεται(:για το οποίο Ευαγ­γέ­λιο κακο­πα­θώ μέχρι τα δεσμά σαν κακούρ­γος, αλλά ο λόγος του Θεού δεν έχει δεθεί)» [Β΄Τιμ.2,9]. Έτσι πάν­το­τε με εκεί­νη τη γλώσ­σα εξέ­πεμ­πε τις ακτί­νες και ούτε φόβος ούτε κίν­δυ­νος έκα­νε σκυ­θρω­πό το στή­θος εκεί­νο. Ίσως φαί­νε­ται ότι το στή­θος είναι ανώ­τε­ρο από τους πόδες, αλλά και εκεί­νοι ως πόδες είναι καλοί και τού­το ως στή­θος είναι καλό.

Θέλεις να δεις και κοι­λία ωραία; Άκου­σε τι λέγει περί αυτής: «διό­περ ε βρμα σκαν­δα­λί­ζει τν δελ­φόν μου, ο μ φάγω κρέα ες τν αἰῶνα, να μ τν δελ­φόν μου σκαν­δα­λί­σω(:γι’ αυτό λοι­πόν εάν αυτό που τρώω γίνε­ται αιτία σκαν­δά­λου και αμαρ­τί­ας για τον αδελ­φό μου, δεν θα φάω ποτέ οποιο­δή­πο­τε είδος κρέ­α­τος, για να μην σκαν­δα­λί­σω τον αδερ­φό μου. Και έρχο­μαι τώρα να σας δεί­ξω ότι για τους αδύ­να­μους αδελ­φούς έκα­να και εξα­κο­λου­θώ να κάνω θυσί­ες των δικαιω­μά­των μου)» [Α΄Κορ.8,13].

Επί­σης σε άλλη επι­στο­λή λέγει αντι­στοί­χως: «Καλν τ μ φαγεν κρέα μηδ πιεν ονον μηδ ν δελ­φός σου προ­σκό­πτει σκαν­δα­λί­ζε­ται σθε­νε(:γι’ αυτό, παρά την ελευ­θε­ρία που έχου­με, καλό και προ­τι­μό­τε­ρο είναι να μη φας κρέ­α­τα και να μην πιεις οίνο και να μην κάνεις καμία πρά­ξη, εξαι­τί­ας της οποί­ας σκον­τά­φτει ή σκαν­δα­λί­ζε­ται ή κατα­βάλ­λε­ται ο αδελ­φός σου)» [Ρωμ. 14,21]· και: «τ βρώ­μα­τα τ κοι­λί κα κοι­λία τος βρώ­μα­σιν· δ Θες κα ταύ­την κα τατα καταρ­γή­σει. τ δ σμα ο τ πορ­νεί, λλ τ Κυρί, κα Κύριος τ σώμα­τι(:τα φαγη­τά έχουν γίνει για την κοι­λιά και η κοι­λιά για τα φαγη­τά. Ο Θεός όμως θα καταρ­γή­σει στην άλλη ζωή και αυτά και εκεί­να. Μπο­ρεί­τε λοι­πόν να τρώ­τε ότι θέλε­τε αρκεί μόνο να μην γίνε­στε δού­λοι του φαγη­τού και της κοι­λιάς. Δεν ισχύ­ει όμως το ίδιο και με την γενε­τή­σια επι­θυ­μία· διό­τι το σώμα δεν έχει γίνει για την πορ­νεία αλλά για τον Κύριο, για να Του ανή­κει ως μέλος Του. Και ο Κύριος είναι για το σώμα για να ανή­κει σε Αυτόν)» [Α΄Κορ.6,13].

Τι θα μπο­ρού­σε να υπάρ­ξει ωραιό­τε­ρο από αυτήν την κοι­λία, η οποία είχε ασκη­θεί να παρα­μέ­νει ήρε­μη, έχει διδα­χθεί όλη τη σωφρο­σύ­νη και η οποία γνώ­ρι­ζε και να πει­νά και να λιμο­κτο­νεί και να διψά; Όπως ακρι­βώς δηλα­δή βαδί­ζει ένας πει­θαρ­χη­μέ­νος ίππος, αν του θέσουν χρυ­σά ηνία, έτσι και αυτή η κοι­λία λει­τουρ­γού­σε εύρυθ­μα, αφού νίκη­σε την ανάγ­κη που υπα­γο­ρεύ­ει η φύση, διό­τι ο Χρι­στός βάδι­ζε μέσα σε αυτήν. Και εφό­σον αυτή είχε τόση σωφρο­σύ­νη, ήταν ολο­φά­νε­ρο ότι κατα­νι­κών­ταν και όλα τα άλλα μειο­νε­κτή­μα­τα.

Θέλεις να δεις και τα χέρια όπως είναι τώρα; Ή θέλεις καταρ­χήν να θαυ­μά­σεις τα κακά έργα αυτών των χεριών κατά το παρελ­θόν; Αυτός εισερ­χό­με­νος στις οικί­ες κατά το παρελ­θόν έσυ­ρε άντρες και γυναί­κες, διό­τι είχε χέρια, όχι ανθρώ­που, αλλά κάποιου άγριου θηρί­ου. Όταν όμως έλα­βε τα χρώ­μα­τα της αλή­θειας και την πνευ­μα­τι­κή εμπει­ρία, τα χέρια αυτά πλέ­ον δεν ήσαν ανθρώ­που, αλλά πνευ­μα­τι­κά χέρια που καθη­με­ρι­νά ήσαν δεμέ­να με αλυ­σί­δες· και δεν έπλη­ξαν μεν κανέ­να, επλή­γη­σαν όμως μύριες φορές. Ακό­μη και έχι­δνα σεβά­στη­κε κάπο­τε αυτά τα χέρια, διό­τι δεν ήσαν πλέ­ον χέρια ενός απλού ανθρώ­που· για τον λόγο αυτόν ούτε τα άγγι­ξε.

Θέλεις να δεις και τα νώτα που ομοιά­ζουν με τα υπό­λοι­πα μέλη; Άκου­σε τι λέγει και περί αυτών: «π ουδαί­ων πεν­τά­κις τεσ­σα­ρά­κον­τα παρ μίαν λαβον, τρς ἐῤῥαβδί­σθην, παξ λιθά­σθην, τρς ναυά­γη­σα, νυχθή­με­ρον ν τ βυθ πεποί­η­κα(:από τους Ιου­δαί­ους πέν­τε φορές μαστι­γώ­θη­κα με σαράν­τα παρά μία μαστι­γώ­σεις κάθε φορά. Τρεις φορές χτυ­πή­θη­κα με ράβδους· μια φορά λιθο­βο­λή­θη­κα· τρεις φορές ναυά­γη­σα· επί ένα ημε­ρο­νύ­κτιο έμει­να ναυα­γός στη θάλασ­σα)» [Β΄Κορ.11,24–25].

Αλλά για να μην πέσου­με και εμείς σε βυθό άπει­ρο και πάθου­με πολ­λά, ενώ εξε­τά­ζου­με ένα προς ένα τα μέλη του, εμπρός, αφού αφή­σου­με το σώμα, ας δού­με άλλο κάλ­λος, το κάλ­λος των ενδυ­μά­των του, το οποίο ακό­μη και οι δαί­μο­νες το σεβά­στη­καν· για τον λόγο αυτόν και αυτοί οι ίδιοι έφευ­γαν μακριά, και νοσή­μα­τα θερα­πεύ­ον­ταν. Και όπου τυχόν εμφα­νι­ζό­ταν ο Παύ­λος, τα πάν­τα υπο­χω­ρού­σαν και τρέ­πον­ταν σε φυγή σαν να διερ­χό­ταν πλη­σί­ον τους ο άρι­στος της οικου­μέ­νης. Και όπως ακρι­βώς εκεί­νοι που δέχτη­καν πολ­λές πλη­γές σε πόλε­μο αισθά­νον­ται φρί­κη, όταν δουν και το όπλο μόνο εκεί­νου που τους πλή­γω­σε, έτσι ακρι­βώς και οι δαί­μο­νες· αν έβλε­παν και μόνο τη ζώνη του απο­μα­κρύ­νον­ταν.

Πού είναι τώρα οι πλού­σιοι, που υπε­ρη­φα­νεύ­ον­ταν για τα χρή­μα­τά τους; Πού είναι όσοι απα­ριθ­μού­σαν τα αξιώ­μα­τα και τα πολυ­τε­λή τους ενδύ­μα­τα; Αν συγ­κρί­νουν τους εαυ­τούς τους με αυτά, θα δουν ότι όλα τα δικά τους είναι πηλός και βούρ­κος. Και για­τί ανα­φέ­ρω τα ενδύ­μα­τα και τα χρυ­σά κοσμή­μα­τα, διό­τι αν κάποιος μου έδι­νε την εξου­σία όλης της οικου­μέ­νης, θα θεω­ρού­σα το νύχι και μόνο του Παύ­λου ισχυ­ρό­τε­ρο εκεί­νης της βασι­λι­κής εξου­σί­ας, την πενία του ισχυ­ρό­τε­ρη κάθε τρυ­φής, την αδο­ξία του ισχυ­ρό­τε­ρη κάθε δόξης, την γύμνω­σή του ισχυ­ρό­τε­ρη κάθε πλού­του, το ράπι­σμα της ιερής εκεί­νης κεφα­λής ισχυ­ρό­τε­ρο κάθε αφο­βί­ας, τους λίθους τους οποί­ους δέχτη­κε ισχυ­ρό­τε­ρους κάθε δια­δή­μα­τος.

Αυτόν τον στέ­φα­νο του απο­στό­λου Παύ­λου, αγα­πη­τοί μου, ας ποθή­σου­με και αν δεν συμ­βαί­νει τώρα διωγ­μός, ας προ­ε­τοι­μά­σου­με εν τω μετα­ξύ τους εαυ­τούς μας· διό­τι αυτός δεν ανα­δεί­χτη­κε λαμ­πρός άντρας μόνο από τους διωγ­μούς, καθό­σον μάλι­στα έλε­γε: «λλ᾿ ποπιά­ζω μου τ σμα κα δου­λα­γωγ, μήπως λλοις κηρύ­ξας ατς δόκι­μος γένω­μαι(:αλλά ταλαι­πω­ρώ το σώμα μου και το μετα­χει­ρί­ζο­μαι ως δού­λο, για να μην απο­δο­κι­μα­στώ και απο­δει­χτώ ανά­ξιος του βρα­βεί­ου εγώ ο ίδιος που κήρυ­ξα σε άλλους και με τη δική μου προ­τρο­πή και διδα­σκα­λία αυτοί πήραν το βρα­βείο)» [Α΄Κορ. 9,27]· πρβλ. Ρωμ.8,13–14:«ε γρ κατ σάρ­κα ζτε, μέλ­λε­τε ποθνή­σκειν· ε δ Πνεύ­μα­τι τς πρά­ξεις το σώμα­τος θανα­τοτε, ζήσε­σθε. σοι γρ Πνεύ­μα­τι Θεο γον­ται, οτοί εσιν υο Θεο(:διό­τι, εάν ζεί­τε κατά τις επι­θυ­μί­ες της σάρ­κας, μέλ­λε­τε να απο­θά­νε­τε τον αιώ­νιο θάνα­το. Εάν όμως, με τις πνευ­μα­τι­κές δυνά­μεις που χαρί­ζει το άγιο Πνεύ­μα, απο­στρέ­φε­στε και νεκρώ­νε­τε τις κακές πρά­ξεις του σώμα­τος, θα ζήσε­τε αιω­νί­ως πλη­σί­ον του Θεού· διό­τι, όσοι οδη­γούν­ται και κατευ­θύ­νον­ται από το Πνεύ­μα του Θεού, αυτοί είναι οι πραγ­μα­τι­κοί υιοί του Θεού)»· τού­το μάλι­στα είναι δυνα­τόν να κατορ­θω­θεί και χωρίς διωγ­μό.

Προ­έ­τρε­πε επί­σης να μη φρον­τί­ζου­με για τη σάρ­κα έτσι ώστε να της αυξά­νου­με τις επι­θυ­μί­ες. Και πάλι έλε­γε: «χον­τες δ δια­τροφς κα σκεπσμα­τα, τοτοις ρκε­σθησμεθα(:αν έχου­με λοι­πόν δια­τρο­φές και σκε­πά­σμα­τα, σε αυτά ας αρκε­στού­με)» [Α΄Τιμ. 6,8]. Γι’ αυτά δηλα­δή δεν απαι­τούν­ται διωγ­μοί. Και τους από­ρους επί­σης προ­σπα­θού­σε να τους σωφρο­νί­σει λέγον­τας: «ο δ βουλμενοι πλου­τεν μππτου­σιν ες πει­ρα­σμν(:εκεί­νοι όμως που θέλουν να πλου­τί­ζουν πέφτουν σε πει­ρα­σμό)»[Α΄Τιμ. 6,9]. Εάν λοι­πόν και εμείς ασκή­σου­με έτσι τους εαυ­τούς μας, αφού εισέλ­θου­με στον αγώ­να, θα στε­φα­νω­θού­με και ενώ δεν είναι περί­ο­δος διωγ­μού, θα λάβου­με πολ­λά βρα­βεία για τους εαυ­τούς μας· εάν όμως λιπαί­νου­με το σώμα και ζού­με βίο χοί­ρων, ακό­μη και σε περί­ο­δο ειρή­νης θα αμαρ­τή­σου­με σε πολ­λά και θα καται­σχυν­θού­με.

Δεν βλέ­πεις εναν­τί­ον ποιων είναι η πάλη μας; Εναν­τί­ον των ασω­μά­των δυνά­με­ων. Πώς λοι­πόν θα νική­σου­με αυτές, ενώ είμα­στε σάρ­κες; Διό­τι εφό­σον πρέ­πει να τρώ­γει με σωφρο­σύ­νη κάποιος, εάν παλεύ­ει με ανθρώ­πους, πολύ περισ­σό­τε­ρο, όταν παλεύ­ει με δαί­μο­νες. Όταν όμως εκτός της πολυ­σαρ­κί­ας είμα­στε προσ­δε­μέ­νοι και στον πλού­το, πώς θα νική­σου­με τους αντι­πά­λους; Διό­τι ο πλού­τος είναι δεσμά, δεσμά βαρέα για όσους δε γνω­ρί­ζουν να τον χρη­σι­μο­ποιούν καλώς, τύραν­νος ωμός και απάν­θρω­πος, του οποί­ου όλα τα προ­στάγ­μα­τα κατα­λή­γουν στην κατα­στρο­φή των δού­λων του.

Αλλά εάν θέλου­με, θα ρίξου­με από τον θρό­νο του τον πικρό αυτόν τύραν­νο και θα τον κάνου­με να υπα­κού­ει σε εμάς και όχι να μας δια­τάσ­σει. Πώς λοι­πόν θα γίνει αυτό; Όταν μοι­ρά­ζου­με τον πλού­το σε όλους. Διό­τι εφό­σον είναι μόνος σε μεμο­νω­μέ­νους ανθρώ­πους, μηχα­νεύ­ε­ται όλα τα κακά, όπως ένας ληστής, που βρί­σκε­ται σε ερη­μι­κό τόπο· όταν όμως τον φέρου­με στο μέσο των ανθρώ­πων, δε θα μας νικά πλέ­ον, διό­τι όλοι από παν­τού θα τον κρα­τούν δέσμιο.

Και τα λέγω αυτά, όχι επει­δή είναι αμαρ­τία τα χρή­μα­τα· αμαρ­τία είναι το να μη δια­νέ­μει κανείς αυτά στους πτω­χούς κα το να μην κάνει καλή χρή­ση αυτών. Ο Θεός δηλα­δή δεν έκα­νε τίπο­τε κακό, αλλά όλα τα έκα­νε πολύ καλά· επο­μέ­νως και τα χρή­μα­τα είναι καλά, αλλά εάν δεν κυβερ­νούν τους κατό­χους τους, εάν εξα­φα­νί­ζουν την πενία των πλη­σί­ον. Δεν είναι δηλα­δή φως καλό εκεί­νο που δεν εξα­φα­νί­ζει το σκο­τά­δι, αλλά και το επι­τεί­νει, και ούτε θα μπο­ρού­σα να ονο­μά­σω «πλού­το» αυτόν που δεν εξα­φα­νί­ζει την πενία, αλλά αυτόν που την αυξά­νει· διό­τι ο αλη­θώς πλού­σιος δεν ζητεί να λαμ­βά­νει από άλλους, αλλά να βοη­θεί άλλους· εκεί­νος πάλι που επι­ζη­τεί να λαμ­βά­νει από άλλους, δεν είναι πλέ­ον πλού­σιος, αλλά ο ίδιος είναι ο πτω­χός.

Ώστε δεν είναι κακό τα χρή­μα­τα, αλλά η πενι­χρή διά­νοια, η οποία οδη­γεί τον πλού­το σε πενία. Αυτού του είδους οι άνθρω­ποι, που είναι μέσα στα μετα­ξω­τά και λαμ­πρά ενδύ­μα­τα, είναι αθλιό­τε­ροι και από τους επαί­τες των στε­νω­πών, οι οποί­οι έχουν ένα σάκο και σώμα­τα ακρω­τη­ρια­σμέ­να και περι­βε­βλη­μέ­να ράκη· αυτοί που περι­πα­τούν με μεγα­λο­πρέ­πεια στην αγο­ρά είναι δυστυ­χέ­στε­ροι από τους επαί­τες εκεί­νους, οι οποί­οι βαδί­ζουν στις συνοι­κί­ες, εισέρ­χον­ται στις αυλές των οικιών, φωνά­ζουν από κάτω και επαι­τούν· διό­τι αυτοί μεν ανυ­μνούν τον Θεό και λέγουν λόγια ευσπλα­χνί­ας και φιλο­σο­φί­ας πολ­λής, για τού­το και τους ευσπλα­χνι­ζό­μα­στε και τους δίνου­με ελεη­μο­σύ­νη και ουδέ­πο­τε τους κατη­γο­ρού­με. Εκεί­νοι όμως που πλου­τί­ζουν κακώς εκστο­μί­ζουν λόγους ωμό­τη­τας και απαν­θρω­πιάς, αρπα­γής και σατα­νι­κής επι­θυ­μί­ας, και για τον λόγο αυτόν είναι από όλους μιση­τοί και κατα­γέ­λα­στοι.

Πρό­σε­ξε επί­σης το εξής: Τι θεω­ρούν όλοι οι άνθρω­ποι ότι είναι αισχρό, το να ζητεί κανείς να λάβει από τους πλου­σί­ους ή από τους από­ρους; Νομί­ζω ότι στα πάν­τα είναι φανε­ρό ότι είναι αισχρό να ζητεί κανέ­νας να λάβει κάτι από τους από­ρους συναν­θρώ­πους του. Τού­το λοι­πόν κάνουν οι πλού­σιοι, διό­τι δεν θα τολ­μού­σαν να προ­σέλ­θουν στους πλου­σιό­τε­ρους, ενώ οι επαί­τες ζητούν ελεη­μο­σύ­νη από τους εύπο­ρους· διό­τι ο επαί­της δεν θα ζητή­σει από τον επαί­τη, αλλά από τον εύπο­ρο, ενώ ο πλού­σιος κατα­σπα­ράσ­σει τον πτω­χό.

Πες μου επί­σης, τι είναι αξιο­πρε­πέ­στε­ρο, το να λάβει κανείς κάτι από ανθρώ­πους με τη θέλη­σή τους, που χρε­ω­στούν ευγνω­μο­σύ­νη ή το να αναγ­κά­ζει και να ενο­χλεί ανθρώ­πους που δεν θέλουν να του δώσουν; Αλλά και τού­το το κάνουν οι πλού­σιοι. Οι μεν πτω­χοί δηλα­δή λαμ­βά­νουν από ανθρώ­πους, οι οποί­οι θέλουν να προ­σφέ­ρουν και οι οποί­οι χρε­ω­στούν ευγνω­μο­σύ­νη, ενώ οι πλού­σιοι λαμ­βά­νουν από ανθρώ­πους που δεν θέλουν και είναι πρό­θυ­μοι να δώσουν, πράγ­μα το οποίο είναι από­δει­ξη μεγα­λύ­τε­ρης πενί­ας. Εφό­σον δηλα­δή ούτε σε πρό­γευ­μα θα ήθε­λε κανείς να πάει, εάν αυτός που τον καλού­σε δεν αισθα­νό­ταν οικειό­τη­τα προς τον καλού­με­νο, πώς είναι καλό να λάβει κανείς χρή­μα­τα εκβια­στι­κά; Γι’ αυτόν ακρι­βώς τον λόγο δεν απο­στρε­φό­μα­στε τους σκύ­λους και δεν απο­φεύ­γου­με εκεί­νους που γαυ­γί­ζουν, διό­τι με την πολ­λή επι­μο­νή τους να μένουν πλη­σί­ον μας μάς εκβιά­ζουν;

Αυτό το κάνουν και οι πλού­σιοι. Αλλά είναι αξιο­πρε­πέ­στε­ρο, η προ­σφο­ρά να συνυ­πάρ­χει με φόβο. Τού­το όμως που συμ­βαί­νει είναι το αισχρό­τε­ρο όλων, διό­τι αυτός που κάνει τα πάν­τα, για να λάβει κάτι, δεν θα είναι ο γελοιω­δέ­στε­ρος όλων; Και πράγ­μα­τι, πολ­λές φορές από φόβο προς τους σκύ­λους εγκα­τα­λεί­ψα­με ό,τι έχου­με μαζί μας. Πες μου επί­σης τι είναι αισχρό­τε­ρο, να ζητεί να λάβει κάποιος περι­βε­βλη­μέ­νος ράκη ή φορών­τας μετα­ξω­τά ενδύ­μα­τα; Όταν δηλα­δή κάποιος πλού­σιος περι­ποιεί­ται πτω­χούς γέρον­τες, για να λάβει την περιου­σία τους, ενώ εκεί­νοι έχουν δικά τους παι­διά, είναι άξιος καμί­ας συγνώ­μης; Και αν θέλε­τε, ας εξε­τά­σου­με και τα ίδια τα λόγια, τι λέγουν οι πλού­σιοι, όταν επαι­τούν, και τι λέγουν οι πτω­χοί.

Τι λέγει λοι­πόν ο πτω­χός; Λέγει ότι εκεί­νος που δίδει ελεη­μο­σύ­νη ποτέ δεν θα στε­ρη­θεί ό,τι δίδει από αυτά που του χάρι­σε ο Θεός, ότι ο Θεός είναι φιλάν­θρω­πος και ότι θα του αντα­πο­δώ­σει περισ­σό­τε­ρα· και όλα αυτά είναι λόγια φιλο­σο­φί­ας και παραι­νέ­σε­ως καις συμ­βου­λής, διό­τι σε βοη­θεί να δεις προς τον Κύριο και σου αφαι­ρεί τον φόβο της μελ­λού­σης πενί­ας· επο­μέ­νως είναι δυνα­τόν κανείς να δει πολ­λή διδα­σκα­λία στα λόγια των επαι­τών.

Τι είδους όμως είναι τα λόγια των πλου­σί­ων; Είναι λόγια χοί­ρων και σκύ­λων και λύκων και των άλλων θηρί­ων. Δηλα­δή, άλλοι μεν από αυτούς συνε­χώς συζη­τούν περί τρα­πε­ζών και τρο­φών και καρυ­κευ­μά­των και οίνου πάσης προ­ε­λεύ­σε­ως και περί μύρων και ιμα­τί­ων και της άλλης ασω­τί­ας, άλλοι δε συζη­τούν περί τόκων και δανει­σμών και επι­νο­ούν την ύπαρ­ξη βιβλί­ων λογα­ρια­σμών και ανα­φέ­ρουν αφό­ρη­το όγκο χρε­ών, τα οποία κλη­ρο­νό­μη­σαν από τους πατέ­ρες ή παπ­πού­δες τους, και έτσι αφαι­ρούν από άλλον μεν την οικία του, από άλλον τον αγρό του, από άλλον τον δού­λο του και όλα τα υπάρ­χον­τά του.

Τι να ανα­φέ­ρει κανείς τις δια­θή­κες, οι οποί­ες έχουν γρα­φεί με μαύ­ρο αίμα; Αφού δηλα­δή παρου­σιά­σουν ότι δια­τρέ­χουν αφό­ρη­το κίν­δυ­νο ή αφού κατα­γο­η­τεύ­σουν με μερι­κές μικρές υπο­σχέ­σεις, όσους δουν να έχουν μικρή περιου­σία, συνή­θως τους πεί­θουν να αδια­φο­ρή­σουν μεν για όλους τους συγ­γε­νείς τους, που πολ­λές φορές υπο­φέ­ρουν από πενία, και αντί εκεί­νων να κλη­ρο­δο­τή­σουν σε αυτούς την περιου­σία τους. Αυτά λοι­πόν ποιων θηρί­ων μανία και αγριό­τη­τα δεν κρύ­πτουν;

Για τού­το, σας παρα­κα­λώ, ας απο­φύ­γου­με κάθε πλού­το αυτού του είδους, που είναι αισχρός και γεμά­τος από φόνους και ας απο­κτή­σου­με τον πνευ­μα­τι­κό πλού­το και ας επι­ζη­τή­σου­με τους θησαυ­ρούς των ουρα­νών· διό­τι εκεί­νοι που έχουν αυτούς, εκεί­νοι είναι οι πλού­σιοι, εκεί­νοι είναι οι εύπο­ροι που απο­λαμ­βά­νουν όλων των αγα­θών και της επι­γεί­ου και της αιω­νί­ου ζωής. Εκεί­νος δηλα­δή που θέλει να είναι πτω­χός κατά τον λόγο του Θεού βρί­σκει ανοι­κτές τις οικί­ες όλων· διό­τι σε εκεί­νον, ο οποί­ος δεν έχει τίπο­τε χάριν του Θεού, ο καθέ­νας είναι δυνα­τόν να προ­σφέ­ρει τα υπάρ­χον­τά του· για εκεί­νον όμως ο οποί­ος θέλει να έχει με αδι­κία έστω και ολί­γα, συνή­θως κλεί­νον­ται οι θύρες όλων.

Για να απο­κτή­σου­με λοι­πόν και τα επί­γεια και τα ουρά­νια αγα­θά, ας προ­τι­μή­σου­με τον στα­θε­ρό πλού­το, την αθά­να­τη ευπο­ρία· μακά­ρι όλοι εμείς να την απο­κτή­σου­με με τη χάρη και τη φιλαν­θρω­πία του Κυρί­ου μας Ιησού Χρι­στού, μαζί με τον οποίο στον Πατέ­ρα και στο Άγιο Πνεύ­μα ανή­κει η δόξα τώρα και πάν­το­τε και στους αιώ­νες των αιώ­νων. Αμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-i-ad-corinthios.pdf

  • Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, Υπό­μνη­μα στην Α΄ Προς Κοριν­θί­ους επι­στο­λήν, ομι­λί­ες ΙΒ΄ και ΙΓ΄[επι­λεγ­μέ­να απο­σπά­σμα­τα], πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 2015, τόμος 18, σελί­δες 327–329 και 354–379 αντί­στοι­χα.

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλ­τή­ριον με σύν­το­μη ερμη­νεία(από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τρί­τη, Αθή­να 2016

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

  • Liddell & Scott, Λεξι­κό της Αρχαί­ας Ελλη­νι­κής Γλώσσας(Επιτομή του Μεγά­λου Λεξι­κού, εκδ. Πελε­κά­νος 2007),

http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

 

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ”)

Ποῦ πνευ­μα­τι­κοι πατέ­ρες;

«Ἐὰν γὰρ μυρί­ους παι­δα­γω­γοὺς ἔχη­τε ἐν Χρι­στῷ, ἀλλ ̓ οὐ πολ­λοὺς πατέ­ρας· ἐν γὰρ Χρι­στῷ Ἰησοῦ διὰ τοῦ εὐαγ­γε­λί­ου ἐγὼ ὑμᾶς ἐγέν­νη­σα» (Α’ Κορ. 4,15)

Σ’ αὐτὴ ΤΗΝ ἀπο­στο­λι­κή περι­κο­πὴ ὁ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος, ὁ ἱδρυ­τής τόσων τοπι­κῶν ἐκκλη­σιῶν, ἀπευ­θυ­νό­με­νος πρὸς τοὺς Κοριν­θί­ους τοὺς ὑπεν­θυ­μί­ζει, μὲ πόσους κόπους κατώρ­θω­σε νὰ τοὺς φέρῃ στὴν πίστι τοῦ Χρι­στοῦ. Ὅλη του ἡ ἀπο­στο­λι­κὴ ἐργα­σία ἦταν καὶ εἶνε ἕνας μόχθος, μιὰ θυσία, μιὰ ταπεί­νω­σις. Θυσί­α­σε τὰ πάν­τα, στε­ρή­θη­κε κι αὐτὰ τὰ ἀναγ­καῖα. Πεί­να­σε, δίψα­σε, ἔμει­νε γυμνός. Πέρα­σε ἀκό­μη κιν­δύ­νους, ἄλλο­τε ἀπὸ κακοὺς ἀνθρώ­πους ποὺ τὸν ἐχθρεύ­ον­ταν, καὶ ἄλλο­τε ἀπὸ τὰ στοι­χεῖα τῆς φύσε­ως κατὰ τὶς ὁδοι­πο­ρί­ες του. Τέλος γιὰ τὸ σκο­πὸ αὐτὸ δέχθη­κε προ­σβο­λές, ὕβρεις καὶ συκο­φαν­τί­ες. Ταπει­νώ­θη­κε, ἔδει­ξε ἀνο­χή, ὑπο­χώ­ρη­σε. Πρὸ παν­τὸς δὲν θέλη­σε νὰ ἐκμε­ταλ­λευ­θῇ τὸ ἀξί­ω­μά του, οὔτε νὰ ἐπι­βα­ρύ­νῃ κανέ­να γιὰ τὴ συν­τή­ρη­σί του. Μέχρι τὴ στιγ­μὴ αὐτή, ποὺ γρά­φει τὴν ἐπι­στο­λή, ἐργά­ζε­ται μὲ τὰ ἴδια του τὰ χέρια γιὰ νὰ βγά­λῃ τὸ ψωμί του.

Γεν­νᾶ­ται ὅμως τὸ ἐρώ­τη­μα: Για­τί τὰ λέει ὅλα αὐτά; Θέλει ἁπλῶς νὰ τοὺς κάνῃ νὰ ντρα­ποῦν καὶ νὰ ταπει­νω­θοῦν; Ὄχι βέβαια. Δὲν τοὺς ὁμι­λεῖ ἐπι­τα­κτι­κά, σὰν ἐξου­σια­στής τους. Δὲν ὁμι­λεῖ, ὅπως εἶχε τὸ δικαί­ω­μα, σὰν διδά­σκα­λος ποὺ τοῦ ὀφεί­λουν εὐγνω­μο­σύ­νη, σὰν ἀπό­στο­λος ποὺ τοῦ ὀφεί­λουν ὑπα­κοή. Ὁμι­λεῖ ἀπὸ ἀγά­πη. Γιὰ τὸ καλό τους τὰ λέει. Θέλει νὰ τοὺς φιλο­τι­μή­σῃ, νὰ τοὺς συγ­κι­νή­σῃ, νὰ τοὺς καλ­λιερ­γή­σῃ. Γι’ αὐτὸ τοὺς συμ­βου­λεύ­ει ὅπως ἕνας πατέ­ρας συμ­βου­λεύ­ει τὰ παι­διά του ποὺ τ ̓ ἀγα­πᾷ καὶ πονεῖ γι’ αὐτά· «Οὐκ ἐντρέ­πων ὑμᾶς γρά­φω ταῦ­τα, ἀλλ’ ὡς τέκνα μου ἀγα­πη­τὰ νου­θε­τῶ» (Α’ Κορ. 4,14). Δὲν τιμω­ρεῖ, ἀλλὰ νου­θε­τεῖ. Ὁ ἱ. Χρυ­σό­στο­μος ἑρμη­νεύ­ον­τας τὴν περι­κο­πὴ αὐτὴ (ὁμ. ΙΓ’ εἰς Α’ Κορ., 3) παρα­τη­ρεῖ· «Τίς δὲ οὐκ ἂν ἀνά­σχοι­το πατρὸς ἀλγοῦν­τος καὶ τὰ δέον­τα συμ­βου­λεύ­ον­τος;», δηλα­δή «Ποιός δὲν θὰ δεχό­ταν ν ̓ ἀκού­σῃ ἕνα πατέ­ρα ποὺ πονεῖ καὶ συμ­βου­λεύ­ει τὰ πρέ­πον­τα;» (E.II.E. 18[43], 360).

Καί κατα­λή­γει ὁ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος «Ἐὰν γὰρ μυρί­ους παι­δα­γω­γοὺς ἔχη­τε ἐν Χρι­στῷ, ἀλλ’ οὐ πολ­λοὺς πατέ­ρας· ἐν γὰρ Χρι­στῷ Ἰησοῦ διὰ τοῦ εὐαγ­γε­λί­ου ἐγὼ ὑμᾶς ἐγέν­νη­σα» (Α’ Κορ. 4,15). Ὅσο ἀγα­πᾷ ἕνα παι­δὶ ὁ πατέ­ρας του, δὲν μπο­ρεῖ νὰ τὸ ἀγα­πᾷ ἕνας δάσκα­λος καὶ ἕνας παι­δα­γω­γός του. Διδα­σκά­λους μπο­ρεῖ κανεὶς νὰ ἔχῃ πολ­λούς, ἀλλὰ πατέ­ρας του εἶνε ἕνας. Καὶ οἱ Κορίν­θιοι μπο­ρεῖ νὰ ἄκου­σαν πολ­λοὺς καὶ νὰ ὠφε­λή­θη­καν ἀπὸ πολ­λοὺς πνευ­μα­τι­κά, πατέ­ρας τους ὅμως, ποὺ τοὺς γέν­νη­σε ἐν Χρι­στῷ καὶ τοὺς ἔκα­νε μέλη τῆς Ἐκκλη­σί­ας, εἶνε ἕνας· ὁ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος. Αὐτός τοὺς γέν­νη­σε, τοὺς ἔφε­ρε στὴν κατὰ Χρι­στὸν ζωή. Σ’ αὐτὴ τὴ γέν­νη­σι τὸ σπέρ­μα, ὁ σπό­ρος, ποὺ ἔπε­σε στὴν καρ­διά τους καὶ δημιούρ­γη­σε τη νέα ζωή, δὲν ἔχει σχέ­σι με σάρ­κα καὶ ὕλη ̇ εἶνε πνευ­μα­τι­κό, εἶνε ὁ λόγος τοῦ εὐαγ­γε­λί­ου.

Τὰ τελευ­ταῖα αὐτὰ λόγια τοῦ Παύ­λου μᾶς δίνουν ἀφορ­μὴ νὰ μιλή­σου­με γιὰ τοὺς πνευ­μα­τι­κοὺς πατέ­ρες.

* * *

Πνευ­μα­τι­κοὶ πατέ­ρες! Μ’ αὐτὸ ποὺ λέει ὁ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος κάνει διά­κρι­σι τῶν πατέ­ρων σὲ δύο κατη­γο­ρί­ες. Ἡ πρώ­τη κατη­γο­ρία εἶνε οἱ φυσι­κοὶ γονεῖς, ὁ ἄνδρας καὶ ἡ γυναί­κα, ποὺ σμί­γουν στὸ μυστή­ριο τοῦ γάμου καὶ γεν­νοῦν παι­διά. Στὴν ἄλλη κατη­γο­ρία ἡ γέν­νη­σις εἶνε ὄχι σαρ­κι­κὴ ἀλλὰ πνευ­μα­τι­κή. Εἶνε γέν­νη­σις, γιὰ τὴν ὁποία ὁ εὐαγ­γε­λι­στὴς Ἰωάν­νης ὁμι­λεῖ στὸ 1ο κεφά­λαιο τοῦ Εὐαγ­γε­λί­ου του καὶ λέει, ὅτι ὅσοι πίστε­ψαν στὸ Χρι­στὸ καὶ ἀνα­γεν­νή­θη­καν μὲ τὸ βάπτί­ςμα, αὐτὴ ἡ γέν­νη­σί τους δὲν ἔγι­νε ἀπὸ σαρ­κι­κὴ ἐπι­θυ­μία. Ἡ γέν­νη­σις αὐτὴ ἔγι­νε διὰ τῆς πίστε­ως στό Θεό, τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χρι­στόν· «οἳ οὐκ ἐξ αἱμά­των, οὐδὲ ἐκ θελή­μα­τος σαρ­κός, οὐδὲ ἐκ θελή­μα­τος ἀνδρός, ἀλλ ̓ ἐκ Θεοῦ ἐγεν­νή­θη­σαν» (Ἰωάν. 1,13).

Δύο γεν­νή­σεις λοι­πόν. Αὐτὸ φέρει στὸ νοῦ μας καὶ τὸν Μέγα Αλέ­ξαν­δρο πού, ὅπως εἶνε γνω­στό, φυσι­κό πατέ­ρα εἶχε τὸ Φίλιπ­πο, πνευ­μα­τι­κὸ δὲ πατέ­ρα εἶχε τὸ φιλό­σο­φο Αρι­στο­τέ­λη. Καὶ τοὺς δύο ἀσφα­λῶς τοὺς ἀγα­ποῦ­σε. Ἀλλ ̓ ὅταν κάπο­τε ἔκα­νε σύγ­κρι­σι τῶν δύο αὐτῶν προ­σώ­πων, ἔδει­ξε ὅτι ἀγα­πᾷ περισ­σό­τε­ρο τὸ δεύ­τε­ρο. Εἶπε· «Στὸν μὲν πατέ­ρα μου ὀφεί­λω τὸ ζῆν, ἀλλὰ στὸ διδά­σκα­λό μου ὀφεί­λω τὸ εὖ ζῆν». Καὶ ἂν ὁ Μέγας Αλέ­ξαν­δρος φιλο­σο­φῶν ἐξε­φρά­ζε­το ἔτσι, τί πρέ­πει νὰ λέμε ἐμεῖς, ποὺ καὶ τὸ ζῆν καὶ τὸ εὖ ζῆν ἀλλὰ καὶ τὸ ἀκό­μη σπου­δαιό­τε­ρο ἀπ ̓ ὅλα, τὸ κατὰ Χρι­στὸν ζῆν, τὸ ὀφεί­λου­με στοὺς πνευ­μα­τι­κούς μας πατέ­ρες;

Πνευ­μα­τι­κοὶ πατέ­ρες μας εἶνε οἱ ἱερεῖς καὶ κήρυ­κες, τὰ ὄργα­να τοῦ Θεοῦ ποὺ μὲ τὸ κήρυγ­μα τοῦ εὐαγ­γε­λί­ου καὶ μὲ τὴν τέλε­σι τῶν μυστη­ρί­ων μᾶς ἀνα­γέν­νη­σαν. Χωρὶς τὴ βοή­θειά τους δὲν θὰ εἴχα­με μέσα μας πνευ­μα­τι­κὴ ζωή. Θα ζού­σα­με ὅπως ζοῦν τὰ ζῷα, ποὺ τρῶ­νε, πίνουν καὶ συν­τη­ροῦν­ται μὲ τὴν ὑλι­κή τρο­φή, αὐξά­νουν, πολ­λα­πλα­σιά­ζον­ται καὶ τέλος ψοφοῦν.

Ποιά εἶνε τὰ γνω­ρί­σμα­τα ἑνὸς πνευ­μα­τι­κοῦ πατρός; Ο γνή­σιος πνευ­μα­τι­κὸς πατέ­ρας πονεῖ καὶ ἐνδια­φέ­ρε­ται γιὰ τὰ τέκνα του. Δὲν τὰ συμ­βου­λεύ­ει μόνο, ἀλλὰ καὶ τὰ ἐπι­τι­μᾷ αὐτὸ θὰ πῇ ἀγά­πη ἀλη­θι­νή. Ἀγω­νιᾷ γιὰ τὴν ὀρθὴ πορεία τους. Φρον­τί­ζει γιὰ τὴν πνευ­μα­τι­κή τους τρο­φή. Προ­σεύ­χε­ται ἡμέ­ρα καὶ νύχτα γιὰ τὴν προ­κο­πὴ καὶ τὴ σωτη­ρία τους. Απο­τα­μιεύ­ει καὶ θησαυ­ρί­ζει ὅ,τι μπο­ρεῖ γι’ αὐτά. Θυσιά­ζει τὰ πάν­τα καὶ θυσιά­ζε­ται κι ὁ ἴδιος, κατὰ τὸ παρά­δειγ­μα τοῦ ἀπο­στό­λου Παύ­λου, γιὰ ἐκεί­νους ποὺ ἔφε­ρε στὴν πίστι τοῦ Χρι­στοῦ. Αὐτοὺς τέλος θὰ κάνῃ καὶ κλη­ρο­νό­μους του ἀφή­νον­τάς τους ὅ,τι πολυ­τι­μό­τε­ρο ἔχει.

Μεγά­λο τὸ ἔργο τῶν πνευ­μα­τι­κῶν πατέ­ρων. Καὶ ἂν σήμε­ρα ἡ Ἑλλάς, ἡ μικρὰ ἀλλ ̓ ἔνδο­ξος πατρί­δα μας, ζῇ καὶ ὑπάρ­χῃ, τὸ ὀφεί­λει σ ̓ αὐτούς. Τί ἐννο­οῦ­με, ὅταν λέμε ζῇ; Ὄχι μόνο τὸ ζῆν, ποὺ τὸ ἔχουν καὶ τὰ ἄλο­γα ζῷα, οὔτε ἁπλῶς τὸ εὖ ζῆν, ποὺ τὸ εἶχαν καὶ οἱ ἀρχαῖ­οι πρό­γο­νοί μας. Ἐννο­οῦ­με κυρί­ως τὸ κατὰ Χρι­στὸν ζῆν, δηλα­δὴ τὴν ὀρθό­δο­ξο χρι­στια­νι­κὴ πίστι, ποὺ σήμε­ρα εἶνε, πρέ­πει νὰ εἶνε, ὁ θησαυ­ρός μας. Ἂν δὲν ἐργά­ζον­ταν πνευ­μα­τι­κοὶ πατέ­ρες στον τόπο μας, δὲν θὰ ὑπῆρ­χαν τώρα ψυχὲς ποὺ νὰ μπο­ροῦν νὰ ποῦν μαζὶ μὲ τὸν Παῦ­λο ̇ «Ζῶ οὐκέ­τι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χρι­στός» (Γαλ. 2,20). Αὐτὸ οἱ ἀνα­γεν­νη­μέ­νοι πιστοὶ τὸ ὀφεί­λουν στοὺς ἀει­μνή­στους ἱερεῖς καὶ διδα­σκά­λους τῆς Ἐκκλη­σί­ας μας, πολ­λοὶ ἀπὸ τοὺς ὁποί­ους καὶ τὴ ζωή τους ἀκό­μη θυσί­α­σαν, γιὰ νὰ εἴμα­στε ἐμεῖς σήμε­ρα χρι­στια­νοί. Ν’ ἀνα­φέ­ρου­με ὀνό­μα­τα; Βίβλοι ζωῆς θὰ χρεια­σθοῦν γιὰ νὰ περι­γρα­φοῦν τὰ ἡρω­ϊ­κά τους κατορ­θώ­μα­τα.

Αὐτοὺς τοὺς γνη­σί­ους πνευ­μα­τι­κούς πατέ­ρας ἔχου­με χρέ­ος ἐμεῖς, τὰ πνευ­μα­τι­κά τους παι­διά, νὰ τοὺς ἀγα­ποῦ­με ἐμπρά­κτως καὶ ἰδί­ως νὰ τοὺς ὑπα­κού­ου­με. Νὰ τοὺς μνη­μο­νεύ­ου­με καὶ νὰ προ­σευ­χώ­με­θα γι’ αὐτούς, εἴτε βρί­σκον­ται στὴ ζωὴ εἴτε ἔχουν ἀνα­χω­ρή­σει γιὰ τὸν οὐρα­νό. Νὰ ἐνθυ­μού­με­θα τὰ λόγια τους καὶ νὰ τὰ τηροῦ­με. Ν’ ἀνα­πο­λοῦ­με τὸ παρά­δειγ­μά τους καὶ τοὺς ἀγῶ­νες τους καὶ νὰ μιμού­με­θα τὴν πίστι τους, ὅπως μᾶς προ­τρέ­πει ὁ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος «Μνη­μο­νεύ­ε­τε τῶν ἡγου­μέ­νων ὑμῶν, οἵτι­νες ἐλά­λη­σαν ὑμῖν τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, ὧν ἀνα­θε­ω­ροῦν­τες τὴν ἔκβα­σιν τῆς ἀνα­στρο­φῆς μιμεῖ­σθε τὴν πίστιν» (Εβρ. 13,7).

* * *

Ἀλλ’ ἴσως κάποιος ἐρω­τή­σῃ ̇ Ὑπάρ­χουν σήμε­ρα, στὸν αἰῶ­να μας, αἰῶ­να ὑλι­στι­κό, ὑπάρ­χουν πνευ­μα­τι­κοὶ πατέ­ρες;

Ὡς πρὸς τὸ σχῆ­μα βέβαια ὑπάρ­χουν. Εἶνε οἱ ἱερεῖς καὶ ἀρχιε­ρεῖς μας, ποὺ φοροῦν τὸ ἔνδο­ξο ῥάσο τοῦ ὀρθο­δό­ξου κλη­ρι­κοῦ. Πέρα ὅμως ἀπὸ τὴν ἱερα­τι­κὴ αὐτὴ ἐνδυ­μα­σία, ποὺ τοὺς δια­κρί­νει ἐξω­τε­ρι­κῶς, ποιοί ἀπ ̓ αὐτοὺς ἔχουν καὶ τὰ οὐσια­στι­κὰ γνω­ρί­σμα­τα τῶν ἀλη­θι­νῶν πατέ­ρων τῆς Ἐκκλη­σί­ας; Πολ­λοὶ λέγον­ται πνευ­μα­τι­κοὶ πατέ­ρες καὶ ἀσκοῦν τὸ ἔργο τῆς πνευ­μα­τι­κῆς πατρό­τη­τος. Στὴν οὐσία ὅμως λίγοι δυστυ­χῶς ἀντα­πο­κρί­νον­ται σ’ αυτό. Αλλοί­μο­νο! 10.000 κλη­ρι­κοὶ εἴμε­θα στὴν Ἑλλά­δα· πόσοι ἀπὸ μᾶς ἐκπλη­ρώ­νου­με τὰ ἱερά μας καθή­κον­τα; Θέλε­τε μιὰ ἀπό­δει­ξι; Παρα­τη­ρή­στε πόσοι ἐκκλη­σιά­ζον­ται στὴν ἐκκλη­σία τῆς ἐνο­ρί­ας σας. Δὲν θὰ ξεπερ­νοῦν τὸ 2% τοῦ πλη­θυ­σμοῦ. Οἱ ἄλλοι ὅμως ποῦ εἶνε, ποῦ βρί­σκον­ται; Ἄλλοι μένουν στὸ σπί­τι, ἄλλοι ταξι­δεύ­ουν, ἄλλοι ἐργά­ζον­ται, ἄλλοι κοι­μῶν­ται για­τὶ ξενύ­χτη­σαν παρα­κο­λου­θών­τας την τηλε­ό­ρα­σι ἀπ’ ὅπου ὁ σατα­νᾶς διδά­σκει τὰ δικά του μαθή­μα­τα σήμε­ρα οἱ ἄνθρω­ποι δὲν ἔχουν μάτια γιὰ τὸ Θεό, ἔχουν μάτια γιὰ τὸ διά­βο­λο. Αὐτὸ δεί­χνει, ὅτι ὁ λαός μας μένει ἀποί­μαν­τος. Ποιός θὰ φρον­τί­σῃ αὐτὲς τὶς ψυχές, ποὺ εἶνε «ὡς πρό­βα­τα μὴ ἔχον­τα ποι­μέ­να»; (Ματθ. 9,36).

Ποῦ Παῦ­λος ἀπό­στο­λος, ποῦ Πέτρος, ποῦ Ἰωάν­νης εὐαγ­γε­λι­στής, ὁ ὁποῖ­ος κάπο­τε, γιὰ ἕνα πνευ­μα­τι­κό του παι­δὶ ποὺ παρα­στρά­τη­σε κ’ ἔγι­νε ληστής, ἔφθα­σε μέχρι τὸ σπή­λαιό του πάνω στὰ βου­νά, καὶ δὲν ἡσύ­χα­σε μέχρις ὅτου τὸν ἐπα­να­φέ­ρῃ στὴν ἀγκά­λη τοῦ Χρι­στοῦ; Ποῦ Μέγας Βασί­λειος, ποῦ Ἰωάν­νης Χρυ­σό­στο­μος, ποῦ Γρη­γό­ριος Θεο­λό­γος, ποὺ παρέ­λα­βε τὴν Κων­σταν­τι­νού­πο­λι μὲ ἐλά­χι­στους ὀρθο­δό­ξους κι ὅταν ἔφυ­γε εἶχε ἐπα­να­φέ­ρει ὅλα σχε­δὸν τὰ πλα­νη­μέ­να πρό­βα­τα στη μάν­δρα τῆς Ὀρθο­δο­ξί­ας; Καί, γιὰ νὰ ἐπε­κτεί­νου­με τὸ ἐρώ­τη­μα στὰ νεώ­τε­ρα χρό­νια, ποῦ οἱ ἰσα­πό­στο­λοι καὶ φωτί­ςταὶ ἐργά­τες τῆς Ἐκκλη­σί­ας, ποῦ Κοσμᾶς Αἰτω­λός, ποὺ θυσί­α­σε τὴν ἡσυ­χία καὶ τὴ γαλή­νη του χάριν τῶν ἀσώ­των υἱῶν καὶ τῶν ἀπο­λω­λό­των προ­βά­των τῆς ποί­μνης τοῦ Χρι­στοῦ;…

Σπά­νια πράγ­μα­τι τὰ παρα­δείγ­μα­τα ἀλη­θι­νῆς πατρό­τη­τος στὶς ἡμέ­ρες μας. Ἦλθε ὁ καί­ρὸς πού, γιὰ νὰ βρῇ κανεὶς γνή­σιο πνευ­μα­τι­κό πατέ­ρα, πρέ­πει νὰ ψάξῃ πολύ. Καὶ ἐν τῷ μετα­ξὺ οἱ ἀνάγ­κες εἶνε μεγά­λες. Αὐτὴ ἡ πατρό­της εἶνε ἀναν­τι­κα­τά­στα­τη γιὰ τὴ σωτη­ρία καὶ ὅταν ἀσκῆ­ται ὅπως πρέ­πει γεμί­ζει τὶς καρ­διὲς μὲ ἀνέκ­φρα­στη ἱκα­νο­ποί­η­σι. Ὁ σύν­δε­σμος, ποὺ ἀνα­πτύσ­σε­ται μετα­ξὺ τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ πατρὸς καὶ τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ τέκνου, εἶνε ἀσυγ­κρί­τως ἀνώ­τε­ρος ἀπὸ τὸ σαρ­κι­κὸ δεσμὸ ποὺ ἑνώ­νει ἕνα φυσι­κό πατέ­ρα μὲ τὸ γυιό του. Ανώ­τε­ρη ἡ πνευ­μα­τι­κή συγ­γέ­νεια ἀπὸ κάθε ἄλλη συγ­γέ­νεια στὸν κόσμο. Μακά­ριοι ὅσοι ζοῦν στὴν ἀτμό­σφαι­ρα τῆς ἰδε­ώ­δους αὐτῆς συγ­γε­νεί­ας. Τέτοια πνευ­μα­τι­κὰ παι­διὰ πρέ­πει νὰ φρον­τί­ζουν ν ̓ ἀπο­κτοῦν καὶ οἱ σημε­ρι­νοὶ ἱερο­μό­να­χοι καὶ μάλι­στα οἱ ἐπί­σκο­ποι, ἀντὶ νὰ ἔχουν κον­τά τους κατὰ σάρ­κα συγ­γε­νεῖς. Ἀλλὰ καὶ οἱ περισ­σό­τε­ροι ἀπὸ τοὺς ἐγγά­μους ἱερεῖς μας καὶ δὲν τοὺς κατη­γο­ρεῖ κανεὶς ποὺ εἶνε ἔγγα­μοι ἀγα­ποῦν δυστυ­χῶς μόνο τὴ γυναῖ­κα καὶ τὰ παι­διά τους. Πέρα ἀπὸ ἐκεῖ τίπο­τε περισ­σό­τε­ρο. Προ­σκολ­λη­μέ­νοι τόσο πολὺ στὴ σαρ­κι­κή τους οἰκο­γέ­νεια, μοιά­ζουν σὰν νὰ τὴ λατρεύ­ουν. Καταν­τοῦν ὄχι χρι­στια­νοὶ καὶ ἱερεῖς τοῦ Κυρί­ου, ἀλλὰ ἂς ποῦ­με τὸ φοβε­ρὸ λόγο- εἰδω­λο­λά­τρες! Τὸ εἶπε ὁ Χρι­στός· «Ὁ φιλῶν πατέ­ρα ἢ μητέ­ρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος· καὶ ὁ φιλῶν υἱὸν ἢ θυγα­τέ­ρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος» (Ματθ. 10,37). Ὀρθῶς ὁ ἀεί­μνη­στος ἀρχιε­πί­σκο­πος Ιερώ­νυ­μος Κοτσώ­νης ἔγρα­ψε βιβλίο με τίτλο «Είμε­θα χρι­στια­νοί;». Χρι­στια­νοὶ ὀνό­μα­τι, ἀλλὰ στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα εἰδω­λο­λά­τρες.

Ἀλλ’ ἂς μὴ ἀπελ­πι­ζώ­με­θα. Μέσα στὸ πλῆ­θος τῶν κλη­ρι­κῶν μας ὑπάρ­χουν καὶ κλη­ρι­κοὶ μὲ συνεί­δη­σι τῆς ἀπο­στο­λῆς τους. Ἕνας ἱερεύς, ποὺ χει­ρο­τό­νη­σα, κατώρ­θω­σε μὲ τὸ ἅγιο παρά­δειγ­μά του καὶ μὲ τὰ δάκρυά του να γεμί­σῃ τὴν ἐκκλη­σία ἀπὸ χρι­στια­νούς. Ὤ ἐὰν ὅλοι οἱ κλη­ρι­κοὶ εἴχα­με μιὰ σπί­θα ἀπὸ τὴν πνευ­μα­τι­κὴ φωτιὰ ποὺ ἔκαίε στὴν καρ­διὰ τοῦ ἁγί­ου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτω­λοῦ! Τότε ἡ πατρί­δα μας θὰ ἦταν χώρα ἁγί­ων.

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek