ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ

Αποστολική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ — Α΄ ΚΟΡ. (Θ΄ 2 — 12)

Α΄προς Κοριν­θί­ους, κεφά­λαιο Θ΄, εδά­φια 2–12

(1 Οκ εμ πστο­λος; Οκ εμ λεθερος; Οχ ᾿Ιησον Χριστν τν Κριον μν ἑώρακα; Ο τ ργον μου μες στε ν Κυρίῳ😉

2 Ε λλοις οκ εμ πστο­λος, λλ γε μν εμι· γρ σφραγς τς μς ποστολς μες στε ν Κυρίῳ. 3 μ πολογα τος μ νακρνου­σιν ατη στ. 4 Μ οκ χομεν ξουσαν φαγεν κα πιεν; 5 Μ οκ χομεν ξουσαν δελφν γυνακα περιγειν, ς κα ο λοι­πο πστο­λοι κα ο δελ­φο το Κυρου κα Κηφς; 6 μνος γ κα Βαρνβας οκ χομεν ξουσαν το μ ργζεσθαι;

7 Τς στρα­τεεται δοις ψωνοις ποτ; Τς φυτεει μπελνα κα κ το καρ­πο ατο οκ σθει; τς ποι­μανει πομνην κα κ το γλακτος τς πομνης οκ σθει; 8 Μ κατ νθρω­πον τατα λαλ; οχ κα νμος τατα λγει; 9 ν γρ τ Μωϋσως νμ γγρα­πται· ο φιμσεις βον λοντα. μ τν βον μλει τ Θε; 10 δι᾿ μς πντως λγει; δι᾿ μς γρ γρφη, τι π᾿ λπδι φελει ροτριν ροτριν, κα λον τς λπδος ατο μετχειν π᾿ λπδι. 11 Ε μες μν τ πνευ­μα­τικ σπεραμεν, μγα ε μες μν τ σαρ­κικ θερσομεν; 12 Ε λλοι τς ξουσας μν μετχου­σιν, ο μλλον μες; λλ᾿ οκ χρησμεθα τ ξουσίᾳ τατ, λλ πντα στγομεν, να μ γκοπν τινα δμεν τ εαγγελίῳ το Χρι­στο.

Κι αν ακό­μα άλλοι αρνούν­ται να με ανα­γνω­ρί­σουν ως από­στο­λο, για σας οπωσ­δή­πο­τε είμαι· για­τί η ίδια η ύπαρ­ξη της εκκλη­σί­ας σας είναι η από­δει­ξη πως είμαι από­στο­λος. Να πώς απο­λο­γού­μαι σ’ αυτούς που αμφι­σβη­τούν και συζη­τούν την αυθεν­τία μου ως απο­στό­λου: Δεν έχω τάχα δικαί­ω­μα να συν­τη­ρού­μαι με δαπά­νη της εκκλη­σί­ας που υπη­ρε­τώ; Μήπως δεν έχω δικαί­ω­μα να έχω μαζί στα ταξί­δια μου αδερ­φή χρι­στια­νή ως σύζυ­γο, όπως κάνουν και οι άλλοι από­στο­λοι και τα αδέρ­φια του Κυρί­ου και ο Κηφάς; Ή μήπως είμα­στε οι μόνοι, εγώ κι ο Βαρ­νά­βας, που δεν έχου­με δικαί­ω­μα συν­τη­ρή­σε­ως, αλλά πρέ­πει να ζού­με με την εργα­σία μας; Ποιος πάει ποτέ στρα­τιώ­της στον πόλε­μο με δικά του έξο­δα; ποιος φυτεύ­ει αμπέ­λι και δεν τρώ­ει από τον καρ­πό του; ή ποιος βόσκει πρό­βα­τα και δεν τρώ­ει από το γάλα του κοπα­διού; Μήπως αυτά που λέω είναι σύμ­φω­να μόνο με την ανθρώ­πι­νη καθη­με­ρι­νή πεί­ρα; Κι ο νόμος δε λέει τα ίδια; Πράγ­μα­τι, στο Μωσαϊ­κό νόμο είναι γραμ­μέ­νο: Μη βάλεις φίμω­τρο στο βόδι που αλω­νί­ζει. Μήπως για τα βόδια νοιά­ζε­ται ο Θεός; 10 Μήπως αυτά που λέει ανα­φέ­ρον­ται πραγ­μα­τι­κά σ’ εμάς; Ασφα­λώς αυτά γρά­φτη­καν για μας. Αυτός που οργώ­νει κι αυτός που αλω­νί­ζει πρέ­πει να κάνουν τη δου­λειά τους με την ελπί­δα της συμ­με­το­χής στη συγ­κο­μι­δή. 11 Εμείς σπεί­ρα­με ανά­με­σά σας πνευ­μα­τι­κό σπό­ρο· σας φαί­νε­ται πάρα πολύ αν θερί­σου­με από σας τα υλι­κά, που είναι αναγ­καία για τη συν­τή­ρη­σή μας; 12 Αν άλλοι κάνουν χρή­ση αυτού του δικαιώ­μα­τος απέ­ναν­τί σας, δε θα ταί­ρια­ζε να το κάνου­με περισ­σό­τε­ρο εμείς; Εμείς όμως δεν κάνα­με χρή­ση του δικαιώ­μα­τος αυτού, αλλά υπο­μέ­νου­με κάθε στέ­ρη­ση, για να μη δημιουρ­γή­σου­με κανέ­να εμπό­διο στη διά­δο­ση του ευαγ­γε­λί­ου του Χρι­στού. 

2 Εάν για άλλους δεν είμαι Από­στο­λος, του­λά­χι­στον όμως για σας είμαι Από­στο­λος· διό­τι η σφρα­γί­δα με την οποία πιστο­ποιεί­ται επί­ση­μα το απο­στο­λι­κό μου αξί­ω­μα, με τη χάρη του Κυρί­ου, είστε εσείς, τους οποί­ους εγώ οδή­γη­σα στον Χρι­στό. 3 Η απάν­τη­σή μου προς εκεί­νους που με εξε­τά­ζουν και αμφι­σβη­τούν αν είμαι Από­στο­λος, είναι αυτή που δίνε­ται από τη θεία αυτή σφρα­γί­δα.4 Αφού λοι­πόν είμαι κι εγώ Από­στο­λος σαν τους άλλους Απο­στό­λους, ρωτώ: Δεν έχου­με κι εγώ και οι συνερ­γά­τες μου δικαί­ω­μα να φάμε και να πιού­με αυτά που μας προ­σφέ­ρουν οι μαθη­τές μας; 5 Δεν έχου­με κι εμείς δικαί­ω­μα να περι­φέ­ρου­με μαζί μας στις περιο­δεί­ες γυναί­κα, Χρι­στια­νή αδελ­φή, για να μας δια­κο­νεί, όπως κάνουν και οι υπό­λοι­ποι Από­στο­λοι κι αυτοί που θεω­ρούν­ται αδελ­φοί του Κυρί­ου και ο Κηφάς; 6 Ή μήπως μόνο εγώ κι ο Βαρ­νά­βας δεν έχου­με δικαί­ω­μα να μην εργα­ζό­μα­στε κάποιο βιο­πο­ρι­στι­κό επάγ­γελ­μα, για να καλύ­πτου­με απ’ αυτό τα έξο­δά μας;

7 Είμα­στε στρα­τιώ­τες του Χρι­στού που αγω­νι­ζό­μα­στε για την εξά­πλω­ση της βασι­λεί­ας Του. Ποιος ποτέ παίρ­νει μέρος σε εκστρα­τεία εναν­τί­ον του εχθρού με δικά του έξο­δα; Είμα­στε αμπε­λουρ­γοί που καλ­λιερ­γού­με το πνευ­μα­τι­κό αμπέ­λι του Χρι­στού. Ποιος φυτεύ­ει αμπέ­λι και δεν τρώ­ει από τον καρ­πό του; Είμα­στε πνευ­μα­τι­κοί ποι­μέ­νες κι εσείς είστε τα πρό­βα­τά μας. Ποιος βόσκει ποί­μνιο, φρον­τί­ζει γι’ αυτό, και δεν τρώ­ει από το γάλα του ποι­μνί­ου; 8 Αλλά μήπως αυτά που λέω είναι σύμ­φω­να μόνο με ανθρώ­πι­νες συνή­θειες και παρα­δείγ­μα­τα; Ή μήπως δεν λέει τα ίδια και ο θεό­πνευ­στος νόμος; 9 Βεβαί­ως τα λέει αυτά ο νόμος· διό­τι έχει γρα­φεί στον Μωσαϊ­κό νόμο: Δεν θα κλεί­σεις με φίμω­τρο και δεν θα βου­λώ­σεις το στό­μα του βοδιού που αλω­νί­ζει. Θα αφή­σεις το στό­μα του ελεύ­θε­ρο να φάει από τα στά­χυα που με τόσο κόπο αλω­νί­ζει. Αλλά ρωτώ: Μήπως ο Θεός ως νομο­θέ­της ενδια­φέ­ρε­ται για τα βόδια; 10 Ή μήπως για μας τους λογι­κούς βεβαί­ως ανθρώ­πους τα λέει και τα νομο­θε­τεί αυτά; Ναι, για μας τα λέει. Διό­τι για μας τους πνευ­μα­τι­κούς εργά­τες και καλ­λιερ­γη­τές γρά­φτη­κε ότι ο καλ­λιερ­γη­τής οφεί­λει να καλ­λιερ­γεί τη γη με την ελπί­δα να απο­λαύ­σει τη σοδειά˙ κι εκεί­νος που γεμά­τος ελπί­δα αλω­νί­ζει, οφεί­λει να μετέ­χει και να απο­λαμ­βά­νει τον καρ­πό που με ελπί­δα περί­με­νε να απο­κτή­σει απ’ τον αγρό του. 11 Κι εμείς υπήρ­ξα­με ανά­με­σά σας σπο­ριά­δες πνευ­μα­τι­κοί και καλ­λιερ­γη­τές. Εάν λοι­πόν εμείς σπεί­ρα­με στις καρ­διές σας τον πνευ­μα­τι­κό σπό­ρο της αλή­θειας και σας μετα­δώ­σα­με πνευ­μα­τι­κά χαρί­σμα­τα, είναι μεγά­λο πράγ­μα αν εμείς θερί­σου­με τα υλι­κά αγα­θά σας ως καρ­πό της πνευ­μα­τι­κής αυτής σπο­ράς; 12 Κι αν άλλοι χρη­σι­μο­ποιούν τα δικαιώ­μα­τα που τους δίνει ο νόμος σε σας τους μαθη­τευό­με­νους, δεν δικαιού­μα­στε να χρη­σι­μο­ποι­ή­σου­με την εξου­σία αυτή πολύ περισ­σό­τε­ρο εμείς; Αλλ’ όμως εμείς δεν κάνα­με χρή­ση των δικαιω­μά­των μας αυτών. Αντι­θέ­τως υπο­φέ­ρου­με κάθε είδος στε­ρή­σεις, για να μην παρεμ­βά­λου­με ούτε το παρα­μι­κρό εμπό­διο στο κήρυγ­μα του Ευαγ­γε­λί­ου του Χρι­στού.

Ἂν γιὰ ἄλλους δὲν εἶμαι ἀπό­στο­λος, ἀλλὰ γιὰ σᾶς βεβαί­ως εἶμαι. Nαί, ἡ ἀπό­δει­ξι τῆς ἀπο­στο­λι­κῆς ἰδιό­τη­τός μου εἶσθε σεῖς, ποὺ σᾶς ὡδή­γη­σα στὸν Kύριο. Ἡ ἀπο­λο­γία μου πρὸς αὐτούς, πού (μὲ ἀμφι­σβη­τοῦν ὡς ἀπό­στο­λο καί) μὲ καθί­ζουν στὸ ἑδώ­λιο τοῦ κατη­γο­ρου­μέ­νου, αὐτὴ εἶναι.   (Ἀφοῦ λοι­πὸν εἶμαι ἀπό­στο­λος, ἐρω­τῶ:) Mήπως δὲν ἔχου­με δικαί­ω­μα νὰ φάγω­με καὶ νὰ πιοῦ­με; Mήπως δὲν ἔχου­με δικαί­ω­μα νὰ φέρω­με μαζί μας στὶς περιο­δεῖ­ες χρι­στια­νὴ γυναῖ­κα (γιὰ νὰ μᾶς ὑπη­ρε­τῇ), ὅπως κάνουν καὶ οἱ λοι­ποὶ ἀπό­στο­λοι, καὶ οἱ ἀδελ­φοὶ τοῦ Kυρί­ου, καὶ αὐτὸς ὁ Kηφᾶς (ὁ Πέτρος); Ἢ μήπως μόνον ἐγὼ καὶ ὁ Bαρ­νά­βας δὲν ἔχου­με δικαί­ω­μα νὰ μὴν ἐργα­ζώ­με­θα (γιὰ τὴ συν­τή­ρη­σί μας); Ποιός ποτὲ ὑπη­ρε­τεῖ ὡς στρα­τιώ­της μὲ δικά του ἔξο­δα; Ποιός φυτεύ­ει ἀμπέ­λι καὶ δὲν τρώ­γει ἀπὸ τὸν καρ­πό του; Ἢ ποιός ποι­μαί­νει ποί­μνιο καὶ δὲν τρώ­γει ἀπὸ τὸ γάλα τοῦ ποι­μνί­ου; Mήπως λέγω αὐτὰ ἀνθρω­πί­νως σκε­πτό­με­νος; Mήπως δὲν τὰ λέγει καὶ ὁ νόμος; (Tὰ λέγει). Διό­τι στὸ νόμο τοῦ Mωυ­σέ­ως εἶναι γραμ­μέ­νο: Mὴ βάλῃς φίμω­τρο στὸ βόδι ποὺ ἁλω­νί­ζει. Mήπως ὁ Θεὸς ἐνδια­φέ­ρε­ται ἁπλῶς γιὰ τὰ βόδια; 10 Ἢ μήπως ὁμι­λεῖ ὁπωσ­δή­πο­τε γιὰ μᾶς; Nαί, γιὰ μᾶς ἐγρά­φη, ὅτι δηλα­δὴ ἐκεῖ­νος, ποὺ ὀργώ­νει, πρέ­πει νὰ ὀργώ­νῃ μὲ ἐλπί­δα, καὶ ἐκεῖ­νος, ποὺ ἁλω­νί­ζει, ἀσφα­λῶς νὰ μετέ­χῃ τοῦ καρ­ποῦ, ποὺ ἤλπι­σε. 11 Ἀφοῦ ἐμεῖς σπεί­ρα­με σὲ σᾶς τὰ πνευ­μα­τι­κά, εἶναι μεγά­λο πρᾶγ­μα ἐὰν ἐμεῖς θερί­σω­με ἀπὸ σᾶς τὰ ὑλι­κά (γιὰ τὴ συν­τή­ρη­σί μας); 12 Ἀφοῦ ἄλλοι χρη­σι­μο­ποιοῦν τὸ δικαί­ω­μα ἀπέ­ναν­τί σας (νὰ λαμ­βά­νουν ἀπὸ τὰ ἀγα­θά σας), δὲν πρέ­πει νὰ τὸ χρη­σι­μο­ποι­ή­σω­με περισ­σό­τε­ρο ἐμεῖς; Ἀλλὰ δὲν κάνα­με χρῆ­σι αὐτοῦ τοῦ δικαιώ­μα­τος, ἀλλ’ ὑπο­μέ­νου­με ὅλες τὶς στε­ρή­σεις, γιὰ νὰ μὴ παρεμ­βά­λω­με τὸ παρα­μι­κρὸ ἐμπό­διο στὴ διά­δο­σι τοῦ εὐαγ­γε­λί­ου τοῦ Xρι­στοῦ.

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (Ερμη­νεία Περι­κο­πής)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ

«Οκ εμ πόστο­λος; οκ εμ λεύ­θε­ρος; οχ ησον Χριστν τν Κύριον μν ώρα­κα; ο τ ργον μου μες στε ν Κυρί; (:Δεν είμαι από­στο­λος με ίσα δικαιώ­μα­τα με τους άλλους απο­στό­λους; Δεν είμαι ελεύ­θε­ρος όπως οι άλλοι χρι­στια­νοί; Δεν είδα τον Ιησού Χρι­στό τον Κύριό μας; Και δεν είστε εσείς το έργο που με τη βοή­θεια του Θεού επι­τέ­λε­σα;)»[Α΄Κορ.9,1].

Επει­δή προ­η­γου­μέ­νως είχε πει ότι «ε βρμα σκαν­δα­λί­ζει τν δελ­φόν μου, ο μ φάγω κρέα ες τν αἰῶνα, να μ τν δελ­φόν μου σκαν­δα­λί­σω(:εάν αυτό που τρώω γίνε­ται αιτία σκαν­δά­λου και αμαρ­τί­ας για τον αδελ­φό μου, δεν θα φάω ποτέ οποιο­δή­πο­τε είδος κρέ­α­τος, για να μην σκαν­δα­λί­σω τον αδερ­φό μου)»[Α΄Κορ.8,13], πράγ­μα το οποίο δεν είχε μεν κάνει, υπο­σχό­ταν όμως ότι θα το έκα­νε, εάν παρί­στα­το ανάγ­κη, για να μη λέγει κανείς ότι «κομ­πά­ζεις άσκο­πα και φιλο­σο­φείς με λόγια και υπό­σχε­σαι με το στό­μα μόνο, που είναι εύκο­λο και σε μένα και στον καθέ­να· εάν αυτά τα λέγεις από την ψυχή σου, δεί­ξε με τα έργα τι κατα­φρό­νη­σες, για να μη σκαν­δα­λί­σεις τον αδελ­φό σου», για τον λόγο αυτόν αναγ­κά­ζε­ται στη συνέ­χεια να προ­χω­ρή­σει στην από­δει­ξη αυτών και να δεί­ξει ότι απεί­χε ακό­μη και από όσα επι­τρέ­πον­ταν προ­κει­μέ­νου να μην προ­κα­λέ­σει σκαν­δα­λι­σμό, εάν και κανείς νόμος δεν τον εξα­νάγ­κα­ζε σε αυτό. Και δεν είναι βέβαια αυτό θαυ­μα­στό, αν και είναι θαυ­μα­στό, ότι απεί­χε από όσα επι­τρέ­πον­ταν, για να μη σκαν­δα­λί­σει, αλλά ότι το έκα­νε με πολύ κόπο και κίν­δυ­νο.

«Για­τί», λέγει, «πρέ­πει να ανα­φέ­ρω τα ειδω­λό­θυ­τα;». «Διό­τι, ενώ ο Χρι­στός παρήγ­γει­λε όσοι κηρύτ­τουν το Ευαγ­γέ­λιο να ζουν από τους μαθη­τές τους, εγώ δεν έκα­να αυτό, αλλά προ­τί­μη­σα και αν ακό­μη παρί­στα­το ανάγ­κη, να πεθά­νω από την πεί­να και να βρω τον χει­ρό­τε­ρο θάνα­το, προ­κει­μέ­νου να μη λάβω τίπο­τε από τους κατη­χού­με­νους»· όχι διό­τι επρό­κει­το να σκαν­δα­λι­στούν εάν δεν λάμ­βα­νε, αλλά επει­δή επρό­κει­το να οικο­δο­μη­θούν, πράγ­μα το οποίο ήταν πολύ σπου­δαιό­τε­ρο. Και μάρ­τυ­ρες τού­του παρου­σιά­ζει αυτούς, μετα­ξύ των οποί­ων ζού­σε και εργα­ζό­με­νος και πει­νών­τας και στε­νο­χω­ρού­με­νος, επει­δή τρε­φό­ταν από άλλους, μην τυχόν τους σκαν­δα­λί­σει· διό­τι πράγ­μα­τι σκαν­δα­λί­ζον­ταν με το τίπο­τε· αυτός τηρού­σε τον νόμο, αλλά όμως σκε­πτό­ταν αυτούς πολύ περισ­σό­τε­ρο. Εφό­σον λοι­πόν αυτός έπρα­ξε περισ­σό­τε­ρα απ΄ό,τι καθο­ρί­ζει ο νόμος, για να μη σκαν­δα­λι­στούν, και απεί­χε ακό­μη και από επι­τρε­πό­με­να, για να οικο­δο­μή­σει άλλους, τίνος κατα­δί­κης θα ήσαν άξιοι αυτοί οι οποί­οι δεν απέ­χουν από τα ειδω­λό­θυ­τα τη στιγ­μή μάλι­στα, κατά την οποία για τον λόγο αυτόν πολ­λοί χάνον­ται, ενώ θα έπρε­πε να τα απο­φύ­γουν και χωρίς να υπήρ­χε ο κίν­δυ­νος του σκαν­δά­λου για μόνο τον λόγο ότι είναι η τρά­πε­ζα των δαι­μό­νων;

Αυτό λοι­πόν είναι όλο το νόη­μα, το οποίο ανα­λύ­ει με πολ­λούς στί­χους. Πρέ­πει όμως το θέμα αυτό να το ανα­πτύ­ξει σε ανώ­τε­ρη βάση. Δεν το θέτει σαφώς έτσι, όπως το είπα, ούτε εισέρ­χε­ται σε αυτό ευθέ­ως, αλλά αρχί­ζει από άλλο σημείο λέγον­τας τα εξής: «Οκ εμ πόστο­λος;(:Δεν είμαι Από­στο­λος με ίσα δικαιώ­μα­τα με τους άλλους Απο­στό­λους;)»[Α΄Κορ.9,1]. Μαζί δηλα­δή με όσα έχουν λεχτεί και αυτή δεν είναι μικρή δια­φο­ρά, το να είναι ο Παύ­λος αυτός που κάνει αυτά· διό­τι, για να μη λένε ότι επι­τρέ­πε­ται να γεύ­ε­ται κανείς, όταν σφρα­γί­ζει το ειδω­λό­θυ­το με το σημείο του σταυ­ρού, προς το παρόν μεν δεν αρκεί­ται σε τού­το, αλλά λέγει ότι, και αν ακό­μη επι­τρε­πό­ταν, δεν έπρε­πε να το κάνει για να μη βλα­φτούν οι αδελ­φοί· κατό­πιν όμως απο­δει­κνύ­ει ότι ούτε επι­τρε­πό­ταν αυτό.

Τώρα όμως απο­δει­κνύ­ει το πρώ­το από τη δική του περί­πτω­ση· και ενώ πρό­κει­ται να πει ότι τίπο­τε δεν έλα­βε από αυτούς, δεν το ανα­φέ­ρει ευθύς αμέ­σως, αλλά κατά πρώ­τον ανα­φέ­ρει το αξί­ω­μά του, λέγον­τας: «Οκ εμ πόστο­λος; Οκ εμ λεύ­θε­ρος; (:Δεν είμαι Από­στο­λος με ίσα δικαιώ­μα­τα με τους άλλους Απο­στό­λους; Δεν είμαι ελεύ­θε­ρος όπως οι άλλοι χρι­στια­νοί;)». Για να μη λένε δηλα­δή ότι «και αν δεν έλα­βες τίπο­τε, δεν το έλα­βες, διό­τι δεν σου επι­τρε­πό­ταν να λάβεις», γι’αυ­τό κατά πρώ­τον ανα­φέ­ρει τις αιτί­ες, για τις οποί­ες εύλο­γα θα λάμ­βα­νε, εάν ήθε­λε να λάβει κάτι. Έπει­τα, για να μη φανεί ότι δια­βάλ­λει όσους βρί­σκον­ταν γύρω από τον Πέτρο ‑διό­τι εκεί­νοι λάμ­βα­ναν- κατά πρώ­τον τονί­ζει ότι επι­τρε­πό­ταν σε εκεί­νους να λαμ­βά­νουν· κατό­πιν, για να μην πει κανείς ότι «στον Πέτρο μεν επι­τρε­πό­ταν να λάβει, σε εσέ­να όμως δεν επι­τρε­πό­ταν», προ­λαμ­βά­νει τον ακρο­α­τή με τα εγκώ­μια του εαυ­τού του.

Και επει­δή έβλε­πε ότι ήταν ανάγ­κη να εγκω­μιά­σει τον εαυ­τό του- διό­τι έτσι διορ­θώ­νον­ταν οι Κορίν­θιοι- και επει­δή συγ­χρό­νως δεν ήθε­λε να πει τίπο­τε υπερ­βο­λι­κό για τον εαυ­τό του, πρό­σε­χε πώς κάνει και τα δύο σε όσο βαθ­μό το απαι­τεί η ανάγ­κη, επαι­νών­τας τον εαυ­τό του όχι τόσο όσο είχε επί­γνω­ση, αλλά όσο το απαι­τού­σε η ανάγ­κη της προ­κει­μέ­νης υπο­θέ­σε­ως. Ενώ, δηλα­δή μπο­ρού­σε να πει ότι «Εγώ προ­πάν­των έπρε­πε να λαμ­βά­νω και μάλι­στα περισ­σό­τε­ρα από εκεί­νους, διό­τι κοπί­α­σα περισ­σό­τε­ρο από αυτούς», δεν λέγει μεν αυτό, στο οποίο είχε υπε­ρο­χή, για όσα όμως εκεί­νοι ήσαν μεγά­λοι και για όσα δικαί­ως λάμ­βα­ναν, αυτά μόνο ανα­φέ­ρει λέγον­τας τα εξής: «Δεν είμαι από­στο­λος; Δεν είμαι ελεύ­θε­ρος;». Δηλα­δή, «δεν εξου­σιά­ζω τον εαυ­τό μου; Μήπως είμαι υπό την εξου­σία κάποιου που με αναγ­κά­ζει και με εμπο­δί­ζει να λάβω; Αλλά εκεί­νοι έχουν κάτι επι­πλέ­ον, ότι έζη­σαν μαζί με τον Χρι­στό. Αλλά ούτε και αυτό το στε­ρού­μαι». Για τον λόγο αυτόν λέγει: «Οχ ησον Χριστν τν Κύριον μν ώρα­κα;(: Δεν έχω δει τον Ιησού Χρι­στό, τον Κύριό μας;». Διό­τι λέγει: «σχα­τον δ πάν­των σπε­ρε τ κτρώ­μα­τι φθη κμοί(:και τελευ­ταία από όλους εμφα­νί­στη­κε και σε μένα σαν σε έκτρω­μα, σαν σε έμβρυο δηλα­δή που παρά­νο­μα απο­βλή­θη­κε από την κοι­λιά της μητέ­ρας του)» [Α΄Κορ.15,8].

Δεν ήταν και μικρή αυτή η τιμή, διό­τι λέγει: «μν γρ λέγω μν τι πολ­λο προφται κα δίκαιοι πεθύ­μη­σαν δεν βλέ­πε­τε, κα οκ εδον, κα κοσαι κού­ε­τε, κα οκ κου­σαν(:και οι πνευ­μα­τι­κές σας αισθή­σεις είναι μακά­ριες, διό­τι αλη­θι­νά σας λέω ότι πολ­λοί προ­φή­τες και δίκαιοι επι­θύ­μη­σαν να δουν αυτά που βλέ­πε­τε εσείς, και δεν αξιώ­θη­καν να τα δουν. Επι­θύ­μη­σαν και να ακού­σουν αυτά που εσείς ακού­τε, και δεν τα άκου­σαν· διό­τι έζη­σαν σε παλaιότε­ρα χρό­νια και δεν πρό­φθα­σαν να δουν την επί­γεια παρου­σία μου)» [Ματθ.13,17] και: «λεύ­σον­ται μέραι τε πιθυ­μή­σε­τε μίαν τν μερν το υο το νθρώ­που δεν, κα οκ ψεσθε(:Εγώ θα φύγω κι εσείς θα επι­θυ­μή­σε­τε την παρου­σία μου. Μέσα στο έργο της απο­στο­λής σας θα αντι­με­τω­πί­ζε­τε αντι­δρά­σεις και μόχθους και δύσκο­λες περι­στά­σεις. Θα έλθουν λοι­πόν μέρες που θα επι­θυ­μή­σε­τε να δεί­τε μία από τις ένδο­ξες ημέ­ρες της δευ­τέ­ρας παρου­σί­ας του υιού του ανθρώ­που˙ και δεν θα τη δεί­τε)» [Λου­κά 17,22].

«Τι λοι­πόν και αν είσαι από­στο­λος και ελεύ­θε­ρος και έχεις δει τον Χρι­στό, εφό­σον όμως δεν έδει­ξες έργο απο­στό­λου, πώς δικαιού­σαι να λαμ­βά­νεις;», θα έλε­γε κάποιος. Για τον λόγο αυτόν πρό­σθε­σε: «Ο τ ργον μου μες στε ν Κυρί; (:Δεν είστε εσείς το έργο που με τη βοή­θεια του Θεού επι­τέ­λε­σα;)»[Α΄Κορ.9,1]. Διό­τι το μέγα είναι τού­το· εκεί­να χωρίς αυτό δεν ωφε­λούν καθό­λου. Και ο Ιού­δας και από­στο­λος ήταν και ελεύ­θε­ρος ήταν και τον Χρι­στό είδε, αλλά επει­δή δεν είχε έργο απο­στό­λου, εκεί­να καθό­λου δεν τον ωφέ­λη­σαν. Για τον λόγο αυτόν λοι­πόν προ­σθέ­τει και αυτό και επι­κα­λεί­ται αυτούς ως μάρ­τυ­ρες. Και επει­δή είπε μεγά­λο λόγο, πρό­σε­χε πώς τον μετριά­ζει, λέγον­τας «ν Κυρί» δηλα­δή, «του Θεού είναι το έργο, όχι δικό μου».

«Ε λλοις οκ εμ πστο­λος, λλ γε μν εμι(:εάν για άλλους δεν είμαι Από­στο­λος, του­λά­χι­στον όμως για εσάς είμαι Από­στο­λος)» [Α΄Κορ.9,2]. Βλέ­πεις ότι δεν λέγει περιτ­τά; Αν και μπο­ρού­σε να ανα­φέ­ρει την οικου­μέ­νη και έθνη βάρ­βα­ρα και τη γη και τη θάλασ­σα, εντού­τοις δεν ανα­φέ­ρει τίπο­τε από εκεί­να, αλλά νικά χρη­σι­μο­ποιών­τας τα ρητο­ρι­κά σχή­μα­τα «κατά συν­δρο­μήν» και «ἐκ περιου­σί­ας»κατά συν­δρο­μήν»: προ­σω­ρι­νή απο­δο­χή του επι­χει­ρή­μα­τος του αντι­δί­κου και μετά από λίγο με ισχυ­ρά επι­χει­ρή­μα­τα εξα­ναγ­κα­σμός αυτού να παρα­δε­χτεί το αντί­θε­το· «εκ περιου­σί­ας»: ανά­πτυ­ξη ενός θέμα­τος διε­ξο­δι­κώς]. «Τι μου χρειά­ζον­ται», λέγει, «τα επι­πλέ­ον, όταν και αυτά αρκούν για την παρού­σα υπό­θε­ση; Δεν ανα­φέ­ρω λοι­πόν όσα κατόρ­θω­σα σε άλλους αλλά όσων εσείς είστε μάρ­τυ­ρες. Ώστε και αν ακό­μη από που­θε­νά αλλού δεν έπρε­πε να λάβω, από εσάς είχα κάθε δικαί­ω­μα να λάβω- διό­τι υπήρ­ξα ο διδά­σκα­λός σας- από αυτούς δεν έλα­βα». «Εάν για άλλους δεν είμαι από­στο­λος, για εσάς όμως του­λά­χι­στον είμαι». Πάλι χρη­σι­μο­ποιεί στον λόγο του το σχή­μα «κατά συν­δρο­μήν», διό­τι ήταν από­στο­λος της οικου­μέ­νης.

«Αλλά όμως», λέγει, «δεν λέγω αυτό, ούτε μάχο­μαι και φιλο­νι­κώ, αλλά ανα­φέ­ρω τη δική σας περί­πτω­ση». «Διό­τι, εσείς είστε η σφρα­γί­δα της απο­στο­λής μου», δηλα­δή η από­δει­ξη. «Και αν θέλει κανείς να μάθει για ποιο λόγο είμαι από­στο­λος, προ­βάλ­λω εσάς· διό­τι σε σας επέ­δει­ξα όλα τα χαρα­κτη­ρι­στι­κά του απο­στό­λου και τίπο­τε δεν υστέ­ρη­σα». Αυτό ακρι­βώς το ανα­φέ­ρει και στη δεύ­τε­ρη επι­στο­λή του λέγον­τας: «Γέγο­να φρων καυ­χώ­με­νος! μες με ναγ­κά­σα­τε. γ γρ φει­λον φ᾿ μν συνί­στα­σθαι· οδν γρ στέ­ρη­σα τν περ­λί­αν ποστό­λων, ε κα οδέν εμι.τί γάρ στιν ττή­θη­τε πρ τς λοιπς κκλη­σί­ας, ε μ τι ατς γ ο κατε­νάρ­κη­σα μν; χαρί­σα­σθέ μοι τν δικί­αν ταύ­την. τί γάρ στιν ττή­θη­τε πρ τς λοιπς κκλη­σί­ας, ε μ τι ατς γ ο κατε­νάρ­κη­σα μν; χαρί­σα­σθέ μοι τν δικί­αν ταύ­την(:Έγι­να ανόη­τος με τις καυ­χή­σεις μου αυτές! Αλλά εσείς με αναγ­κά­σα­τε να γίνω· διό­τι εγώ είχα το δικαί­ω­μα να συστή­νο­μαι από σας και όχι να βρί­σκο­μαι στην ανάγ­κη να σας συστή­σω τον εαυ­τό μου. Και είχα το δικαί­ω­μα να συστή­νο­μαι από σας, διό­τι σε τίπο­τε δεν απο­δεί­χθη­κα κατώ­τε­ρος από τους άλλους περισ­σό­τε­ρο επι­φα­νείς απο­στό­λους, αν και χωρίς τη χάρη του Θεού δεν είμαι τίπο­τε. Όλες τις απο­δεί­ξεις που πιστο­ποιούν ότι είμαι από­στο­λος, σας τις παρου­σί­α­σα ανά­με­σά σας με κάθε υπο­μο­νή και με διά­φο­ρα υπερ­φυ­σι­κά έργα, δηλα­δή με θεϊ­κά σημεία, με εκπλη­κτι­κά θαύ­μα­τα και με υπερ­φυ­σι­κές δυνά­μεις. Διό­τι ποιο είναι εκεί­νο στο οποίο φανή­κα­τε κατώ­τε­ροι από τις άλλες Εκκλη­σί­ες εκτός από το ότι εγώ δεν σας επι­βά­ρυ­να με τα έξο­δα της συν­τη­ρή­σε­ώς μου; Συγ­χω­ρή­στε μου την αδι­κία αυτή)» [Β΄Κορ.12,11–13].

Για τον λόγο αυτόν λέγει: « γρ σφραγς τς μς ποστολς μες στε ν Κυρίῳ(:διό­τι η σφρα­γί­δα με την οποία πιστο­ποιεί­ται επί­ση­μα το απο­στο­λι­κό μου αξί­ω­μα, με την χάρη του Κυρί­ου, είστε εσείς, τους οποί­ους οδή­γη­σα στον Χρι­στό)»[Α΄Κορ.9,2]. «Καθό­τι και σημεία επέ­δει­ξα και με τον λόγο μου δίδα­ξα και κιν­δύ­νους υπέ­μει­να και βίο έζη­σα άψο­γο». Και όλα αυτά είναι δυνα­τόν να τα δει κανείς με τις δύο αυτές επι­στο­λές, πως για καθέ­να από αυτά τους φέρει από­δει­ξη με κάθε ακρί­βεια.

« μ πολογα τος μ νακρνου­σιν ατη στ.(:η απάν­τη­σή μου προς εκεί­νους που με αμφι­σβη­τούν και αμφι­βάλ­λουν αν είμαι Από­στο­λος, είναι αυτή που δίνε­ται από τη θεία αυτή σφρα­γί­δα)»[Α΄Κορ.9,3]. Τι σημαί­νει « μ πολογα τος μ νακρνου­σιν ατη στ»; «Για εκεί­νους που ζητούν να μάθουν για ποιους λόγους είμαι από­στο­λος ή για όσους με κατη­γο­ρούν ότι δήθεν λαμ­βά­νω χρή­μα­τα ή ρωτούν την αιτία, για την οποία δεν λαμ­βά­νω ή γι’ αυτούς που θέλουν να απο­δεί­ξουν ότι δεν είμαι από­στο­λος, η δική σας κατή­χη­ση και όσα πρό­κει­ται να πω απο­τε­λούν από­δει­ξη και απο­λο­γία».

Ποια λοι­πόν είναι αυτά; «Μ οκ χομεν ξουσαν φαγεν κα πιεν; μ οκ χομεν ξουσαν δελφν γυνακα περιγειν, ς κα ο λοι­πο πστο­λοι κα ο δελ­φο το Κυρου κα Κηφς;(:Αφού λοι­πόν είμαι και εγώ Από­στο­λος σαν τους άλλους απο­στό­λους, ρωτώ: Δεν έχου­με και εγώ και οι συνερ­γά­τες μου δικαί­ω­μα να φάμε και να πιού­με αυτά που μας προ­σφέ­ρουν οι μαθη­τές μας; Δεν έχου­με και εμείς δικαί­ω­μα να περι­φέ­ρου­με μαζί μας στις περιο­δεί­ες γυναί­κα, χρι­στια­νή αδελ­φή για να μας δια­κο­νεί, όπως κάνουν και οι υπό­λοι­ποι από­στο­λοι και αυτοί που θεω­ρούν­ται αδερ­φοί του Κυρί­ου και ο Κηφάς;)» [Α΄Κορ.9,4–5]. Και πώς αυτά είναι απο­λο­γία; «Διό­τι, όταν είναι φανε­ρό ότι απέ­χω ακό­μη και από τα επι­τρε­πό­με­να, δεν θα ήταν δίκαιο να με υπο­πτεύ­ον­ται ως απα­τε­ώ­να ή ότι κάνω κάτι για χρή­μα­τα. Όσα λοι­πόν έχω πει προ­η­γου­μέ­νως και η διδα­σκα­λία μου προς εσάς και αυτά τα οποία είπα, αρκούν για απο­λο­γία μου προς εσάς, και εδώ στη­ρί­ζο­μαι και λέγω εκεί­να και τα εξής προς όλους όσοι αμφι­βάλ­λουν για εμέ­να· Μήπως δεν έχου­με δικαί­ω­μα να φάμε και να πιού­με; Μήπως δεν έχου­με δικαί­ω­μα να περι­φέ­ρου­με γυναί­κα αδελ­φή;. Αλλά όμως, αν και έχω δικαί­ω­μα, εντού­τοις απέ­χω».

Τι λοι­πόν; Δεν έτρω­γε, ούτε έπι­νε ; Πολ­λές φορές πράγ­μα­τι ούτε έτρω­γε, ούτε έπι­νε, διό­τι λέγει: «ν κόπ κα μόχθ, ν γρυ­πνί­αις πολ­λά­κις, ν λιμ κα δίψει, ν νηστεί­αις πολ­λά­κις, ν ψύχει κα γυμνό­τη­τι(:υπη­ρέ­τη­σα τον Κύριο με κόπο και μόχθο, με αγρυ­πνί­ες πολ­λές φορές, με πεί­να και δίψα, όταν απο­μο­νω­νό­μουν σε μακρι­νές οδοι­πο­ρί­ες με νηστεί­ες πολ­λές φορές, με ψύχος και γυμνό­τη­τα όταν με θερι­νά ρού­χα με έπια­νε αιφ­νι­δια­στι­κά ο χει­μώ­νας)»[Β΄Κορ.11,27]. Εδώ όμως δεν εννο­εί αυτό, αλλά τι; «Δεν τρώ­με, ούτε πίνου­με λαμ­βά­νον­τας από τους μαθη­τές μας, αν και έχου­με δικαί­ω­μα να λάβου­με».

«Μ οκ χομεν ξουσαν δελφν γυνακα περιγειν, ς κα ο λοι­πο πστο­λοι κα ο δελ­φο το Κυρου κα Κηφς;(:Δεν έχου­με και εμείς δικαί­ω­μα να περι­φέ­ρου­με μαζί μας στις περιο­δεί­ες γυναί­κα, χρι­στια­νή αδελ­φή για να μας δια­κο­νεί, όπως κάνουν και οι υπό­λοι­ποι από­στο­λοι και αυτοί που θεω­ρούν­ται αδερ­φοί του Κυρί­ου και ο Κηφάς;)»[Α΄Κορ.9,5]. Πρό­σε­χε σοφία· τον κορυ­φαίο τον έχει θέσει τελευ­ταίο· διό­τι το ισχυ­ρό­τε­ρο των κεφα­λαί­ων, τότε τίθε­ται. Δεν θα ήταν τόσο θαυ­μα­στό να δεί­ξει ότι οι άλλοι κάνουν αυτό, όσο ο πρω­το­στά­της από­στο­λος, αυτός που του εμπι­στεύ­τη­κε ο Κύριος τα κλει­διά των ουρα­νών. Αλλά δεν τον ανα­φέ­ρει αυτόν μόνο, αλλά όλους σαν να λέγει τα εξής περί­που: «Αν ζητείς και κατώ­τε­ρους και ανώ­τε­ρους, υπάρ­χουν όλα τα παρα­δείγ­μα­τα. Οι αδελ­φοί του Κυρί­ου, αφού απε­λευ­θε­ρώ­θη­καν από την πρώ­τη απι­στία τους, ήσαν από τους αξιό­λο­γους, αν και δεν έφτα­ναν τους απο­στό­λους». Για τον λόγο αυτόν τους έθε­σε στο μέσο μετα­ξύ των δύο άκρων.

« μνος γ κα Βαρνβας οκ χομεν ξουσαν το μ ργζεσθαι; (:ή μήπως μόνο εγώ και ο Βαρ­νά­βας δεν έχου­με δικαί­ω­μα να εργα­ζό­μα­στε για κάποιο βιο­πο­ρι­στι­κό επάγ­γελ­μα για να καλύ­πτου­με από αυτό τα έξο­δά μας;)» [Α΄Κορ.9,6]. Πρό­σε­χε την ταπει­νο­φρο­σύ­νη και την ψυχή που είναι καθα­ρή από φθό­νο, πως δεν απέ­κρυ­ψε αυτόν που γνώ­ρι­ζε ότι ήταν ακρι­βής στη ζωή του όπως ο ίδιος. Εφό­σον δηλα­δή τα άλλα είναι κοι­νά, πώς αυτό δεν είναι κοι­νό; «Από­στο­λοι και εκεί­νοι και εμείς, και ελεύ­θε­ροι και τον Χρι­στό είδα­με και επι­δεί­ξα­με έργο απο­στό­λων. Επο­μέ­νως και εμείς έχου­με δικαί­ω­μα και να ζού­με χωρίς να εργα­ζό­μα­στε και να τρε­φό­μα­στε από τους μαθη­τές μας».

«Τς στρα­τεεται δοις ψωνοις ποτ;(:Είμα­στε στρα­τιώ­τες του Χρι­στού που αγω­νί­ζον­ται για την εξά­πλω­ση της βασι­λεί­ας Του. Ποιος ποτέ παίρ­νει μέρος σε εκστρα­τεία εναν­τί­ον του εχθρού με δικά του έξο­δα;)»[Α΄Κορ.9,7]. Αφού λοι­πόν, αυτό το οποίο ήταν ισχυ­ρό­τα­το, απέ­δει­ξε ότι ως από­στο­λος έχει το δικαί­ω­μα να το κάνει, στη συνέ­χεια έρχε­ται στα παρα­δείγ­μα­τα και την κοι­νή συνή­θεια, πράγ­μα το οποίο συνή­θι­ζε, και λέει: «Ποιος υπη­ρε­τεί στον στρα­τό με δικά του έξο­δα;». Εσύ όμως πρό­σε­ξε, σε παρα­κα­λώ, πόσο πολύ κατάλ­λη­λα για την προ­κει­μέ­νη περί­πτω­ση παρα­δείγ­μα­τα έφε­ρε και ότι κατά πρώ­τον υπεν­θυ­μί­ζει τα επι­κίν­δυ­να, στρα­τό και όπλα και πολέ­μους· διό­τι τέτοια ήταν η απο­στο­λή του, μάλ­λον δε πολύ περισ­σό­τε­ρο επι­κίν­δυ­νος από αυτά, καθό­σον ο πόλε­μός τους δεν ήταν μόνο προς ανθρώ­πους αλλά και προς δαί­μο­νες, και παρα­τάσ­σον­ταν για μάχη με τον αρχη­γό εκεί­νων. Αυτό λοι­πόν που λέγει, σημαί­νει το εξής: ότι δηλα­δή ούτε οι άρχον­τες του κόσμου, οι ωμοί και άδι­κοι, απαι­τούν οι στρα­τευό­με­νοι να μετέ­χουν σε εκστρα­τεί­ες και να κιν­δυ­νεύ­ουν και συγ­χρό­νως να τρέ­φον­ται με δικά τους έξο­δα· πώς λοι­πόν ήταν δυνα­τόν ποτέ ο Χρι­στός να απαι­τή­σει αυτό;

Και ούτε αρκεί­ται σε ένα μόνο παρά­δειγ­μα, διό­τι τον πολύ απλοϊ­κό και βρα­δύ­νου άνθρω­πο συνή­θως τον ανα­παύ­ει πάρα πολύ να βλέ­πει και την κοι­νή συνή­θεια να εφαρ­μό­ζε­ται στους νόμους του Θεού. Για τον λόγο αυτόν προ­χω­ρεί και σε άλλο παρά­δειγ­μα και λέγει: «Τς φυτεει μπελνα κα κ το καρ­πο ατο οκ σθει;(: Είμα­στε αμπε­λουρ­γοί που καλ­λιερ­γού­με το πνευ­μα­τι­κό αμπέ­λι του Χρι­στού. Ποιος φυτεύ­ει αμπέ­λι και δεν τρώ­ει από τον καρ­πό του;)»[Α΄Κορ.9,7] . Με εκεί­νο το παρά­δειγ­μα τόνι­σε τους κιν­δύ­νους, με αυτό όμως τον κόπο και την πολ­λή ταλαι­πω­ρία και τη φρον­τί­δα. Και τρί­το, πάλι, παρά­δειγ­μα, προ­σθέ­τει λέγον­τας: « τς ποι­μανει πομνην κα κ το γλακτος τς πομνης οκ σθει;(: Ποιος βόσκει ποί­μνιο, φρον­τί­ζει γι΄αυτό, και δεν τρώ­ει από το γάλα του ποι­μνί­ου;)», προ­σπα­θών­τας έτσι να κατα­στή­σει γνω­στή την πολ­λή και απα­ραί­τη­τη φρον­τί­δα του διδα­σκά­λου για τους μαθη­τές του· διό­τι βεβαί­ως οι από­στο­λοι ήσαν και στρα­τιώ­τες και γεωρ­γοί και ποι­μέ­νες όχι γης, ούτε ζώων, ούτε φονε­ρών πολέ­μων, αλλά λογι­κών ψυχών και πολέ­μου προς τους δαί­μο­νες.

Πρέ­πει επί­σης να παρα­τη­ρή­σου­με και εκεί­νο, ότι δηλα­δή παν­τού διε­φύ­λα­ξε τη συμ­με­τρία επι­ζη­τών­τας μόνο το αναγ­καίο, όχι το περιτ­τό. Διό­τι δεν είπε: «Ποιος υπη­ρε­τεί στον στρα­τό και δεν πλου­τί­ζει;», αλλά: «Ποιος ποτέ υπη­ρε­τεί στον στρα­τό με δικά του έξο­δα;»· ούτε είπε: «Ποιος φυτεύ­ει αμπε­λώ­να και δεν συνά­γει χρυ­σό ή δεν τρυ­γά ολό­κλη­ρο τον καρ­πό;», αλλά: «δεν τρώ­γει από τον καρ­πό του;»· ούτε είπε: «Ποιος ποι­μαί­νει ποί­μνη και δεν εμπο­ρεύ­ε­ται τα αρνιά;». Αλλά πώς το είπε; «Και δεν τρώ­γει από το γάλα της;»· όχι από τα αρνιά, αλλά από το γάλα, δεί­χνον­τας ότι ο διδά­σκα­λος πρέ­πει να αρκεί­ται σε μικρή μόνο αντα­πό­δο­ση των κόπων του και στην αναγ­καία μόνο τρο­φή. Αυτά για όσους θέλουν να κατα­τρώ­γουν τα πάν­τα και να τρυ­γούν ολό­κλη­ρο τον καρ­πό. Και ο Κύριος νομο­θέ­τη­σε έτσι λέγον­τας: «ξιος γάρ στιν ργά­της τς τροφς ατο(:Κάθε εργά­της δικαιού­ται να δέχε­ται την τρο­φή του από εκεί­νους για τους οποί­ους μοχθεί)» [Ματθ.10,10]. Και δεν επι­τυγ­χά­νει μόνο αυτό με παρα­δείγ­μα­τα, αλλά και δει­κνύ­ει ποιος πρέ­πει να είναι ο ιερέ­ας· διό­τι πρέ­πει να έχει και ανδρεία στρα­τιώ­τη κα επι­μέ­λεια γεωρ­γού και κηδε­μο­νία ποι­μέ­να και μετά από όλα αυτά να μην επι­ζη­τεί τίπο­τε περισ­σό­τε­ρο από τα αναγ­καία.

Αφού λοι­πόν έδει­ξε και από το παρά­δειγ­μα των απο­στό­λων και από τα παρα­δείγ­μα­τα της ζωής ότι δικαιού­ται να θεω­ρεί­ται διδά­σκα­λος, έρχε­ται και σε τρί­το κεφά­λαιο, λέγον­τας τα εξής: «Μ κατ νθρω­πον τατα λαλ; οχ κα νμος τατα λγει; (:αλλά μήπως αυτά που λέω είναι σύμ­φω­να μόνο με ανθρώ­πι­νες συνή­θειες και παρα­δείγ­μα­τα; Η μήπως δεν λέει τα ίδια και ο θεό­πνευ­στος νόμος; )» [Α΄Κορ.9,8]. Επει­δή δηλα­δή έως εδώ δεν είπε τίπο­τε από τις Γρα­φές, αλλά πρό­βα­λε την κοι­νή συνή­θεια, λέγει: «Μη νομί­σε­τε ότι ενι­σχύω τη θέση μου με αυτά μόνο τα επι­χει­ρή­μα­τα, ούτε ότι νομο­θε­τώ αυτά βασι­ζό­με­νος στη γνώ­μη των ανθρώ­πων· μπο­ρώ να σας απο­δεί­ξω ότι αυτή είναι η γνώ­μη και του Θεού, και σας δια­βά­ζω παλαιό νόμο που ορί­ζει αυτά».

Για τον λόγο αυτόν προ­χω­ρεί τον λόγο του με ερώ­τη­ση, πράγ­μα το οποίο γίνε­ται για θέμα­τα γενι­κής απο­δο­χής και λέγει ως εξής: «Μήπως τα λέω αυτά σκε­πτό­με­νος ανθρω­πί­νως;», δηλα­δή: «Μήπως ενι­σχύω τη θέση μου μόνο με ανθρώ­πι­να παρα­δείγ­μα­τα;» «Ή δεν τα λέγει αυτά και ο νόμος;». «ν γρ τ Μωϋσως νμ γγρα­πται· ο φιμσεις βον λοντα. μ τν βον μλει τ Θε; (:βεβαί­ως τα λέει αυτά ο νόμος· διό­τι έχει γρα­φτεί από τον μωσαϊ­κό νόμο: “Δεν θα κλεί­σεις με φίμω­τρο και δεν θα βου­λώ­σεις τα στό­μα του βοδιού που αλω­νί­ζει. Θα αφή­σεις το στό­μα του ελεύ­θε­ρο να φάει από τα στά­χυα που με τόσο κόπο αλω­νί­ζει”. Αλλά ρωτώ: μήπως ο Θεός ως νομο­θέ­της ενδια­φέ­ρε­ται για τα βόδια;)» [Α΄Κορ.9,9]. Και για ποιο λόγο ανέ­φε­ρε αυτό, εφό­σον είχε στον νου του την περί­πτω­ση των ιερέ­ων; Επει­δή ήθε­λε να ανα­πτύ­ξει αυτό διε­ξο­δι­κό­τα­τα.

Έπει­τα, για να μην πει κανείς: «Και ποια σχέ­ση έχου­με εμείς με αυτό που είπες για τα βόδια;», ανα­πτύσ­σει αυτό με ακρί­βεια, λέγον­τας: «Μήπως ο Θεός ενδια­φέ­ρε­ται για τα βόδια;». Πες μου λοι­πόν, δεν ενδια­φέ­ρε­ται ο Θεός για τα βόδια; Ενδια­φέ­ρε­ται μεν, όχι όμως έτσι, ώστε και νόμο να θεσπί­σει για το θέμα αυτό. Ώστε, εάν δεν υπαι­νισ­σό­ταν κάτι σημαν­τι­κό εκγυ­μνά­ζον­τας τους Ιου­δαί­ους στο να είναι φιλάν­θρω­ποι με το παρά­δειγ­μα των ζώων και με βάση αυτά ομι­λών­τας προς αυτούς περί των διδα­σκά­λων, δεν θα έσπευ­δε έτσι, ώστε και νόμο να θεσπί­σει για τη φίμω­ση των βοδιών. Με αυτό δεί­χνει και κάτι άλλο, ότι ο κόπος των διδα­σκά­λων και είναι πολύς και οφεί­λει να είναι.

Και επι­πλέ­ον και κάτι άλλο. Ποιο λοι­πόν είναι αυτό; Ότι όσα λέγον­ται από την Παλαιά Δια­θή­κη για τη φρον­τί­δα των ζώων, κυρί­ως συν­τε­λούν στη διδα­σκα­λία των ανθρώ­πων, όπως ακρι­βώς και όλα τα άλλα, τα περί ποι­κί­λων ιμα­τί­ων και τα περί αμπε­λώ­νων και σπερ­μά­των και περί του να μη μετα­βά­λει κανείς τον αγρό του[Δευτ.22,9: «Ο κατα­σπε­ρες τν μπελνά σου διά­φο­ρον, να μ για­σθ τ γένη­μα κα τ σπέρ­μα, ἐὰν σπείρς μετ το γενή­μα­τος το μπελνός σου(:δεν θα σπεί­ρεις στο αμπέ­λι σου δια­φο­ρε­τι­κούς σπό­ρους, διό­τι δεν θα είναι δυνα­τόν να προ­σφερ­θούν την ίδια μέρα προς αγια­σμό οι απαρ­χές του αμπε­λώ­νος και της άλλης σπο­ράς)»], τα περί λέπρας και όλα γενι­κώς τα άλλα. Διό­τι επει­δή ήσαν πολύ ασθε­νείς στην πίστη, με τέτοια παρα­δείγ­μα­τα ομι­λού­σε προς αυτούς λίγο κατ’ ολί­γον ανα­βι­βά­ζον­τας αυτούς πνευ­μα­τι­κά.

Και πρό­σε­χε ότι δεν ανα­φέ­ρει πολ­λά επι­χει­ρή­μα­τα γι’αυ­τό, διό­τι ήταν φανε­ρό και αυτο­νόη­το. Αφού δηλα­δή είπε «Μήπως ο Θεός ενδια­φέ­ρε­ται για τα βόδια;», πρό­σθε­σε:: « δι᾿ μς πντως λγει; δι᾿ μς γρ γρφη, τι π᾿ λπδι φελει ροτριν ροτριν, κα λον τς λπδος ατο μετχειν π᾿ λπδι(:ή μήπως για μας τους λογι­κούς βεβαί­ως ανθρώ­πους τα λέει και τα νομο­θε­τεί αυτά; Ναι για εμάς τα λέει. Διό­τι για τους πνευ­μα­τι­κούς εργά­τες και καλ­λιερ­γη­τές γρά­φτη­κε ότι ο καλ­λιερ­γη­τής οφεί­λει να καλ­λιερ­γεί την γη με την ελπί­δα να απο­λαύ­σει τη σοδειά· και εκεί­νος που γεμά­τος ελπί­δα αλω­νί­ζει, οφεί­λει να μετέ­χει να απο­λαμ­βά­νει τον καρ­πό που με ελπί­δα περί­με­νε να απο­κτή­σει από τον αγρό του)» [Α΄Κορ.9,10]· και δεν πρό­σθε­σε άσκο­πα το «απο­κλει­στι­κά», αλλά για να μην επι­τρέ­ψει στον ακρο­α­τή να αντεί­πει οτι­δή­πο­τε.

Και επι­μέ­νει στη μετα­φο­ρά λέγον­τας και δια­κη­ρύτ­τον­τας: «Διό­τι για εμάς γρά­φτη­κε ότι εκεί­νος που οργώ­νει, οφεί­λει να οργώ­νει με ελπί­δα», δηλα­δή ο διδά­σκα­λος οφεί­λει να έχει τις αμοι­βές των κόπων του· «και εκεί­νος που αλω­νί­ζει οφεί­λει να αλω­νί­ζει ελπί­ζον­τας ότι θα λάβει μέρος του καρ­πού». Και κοί­τα­ξε σύνε­ση! Από τον σπό­ρο μετέ­φε­ρε το θέμα στο αλώ­νι δεί­χνον­τας και με τον τρό­πο αυτόν, τους πολ­λούς ιδρώ­τες των διδα­σκά­λων, ότι αυτοί και οργώ­νουν και αλω­νί­ζουν. Και για μεν το όργω­μα, επει­δή δεν ήταν δυνα­τό να καρ­πω­θούν κάτι αλλά τον πόνο μόνο, έχει θέσει την ελπί­δα, αλλά στο αλώ­νι­σμα ανέ­φε­ρε πλέ­ον την αντα­μοι­βή, λέγον­τας: «Και εκεί­νος που αλω­νί­ζει, ελπί­ζει ότι θα λάβει». Έπει­τα, για να μη λέγει κανείς: «Αυτή λοι­πόν είναι η αμοι­βή τόσων πολ­λών ιδρώ­των;». Πρό­σθε­σε το «π᾿ λπδι», δηλα­δή στο μέλ­λον. Τίπο­τε άλλο λοι­πόν δεν βοά το αφί­μω­το στό­μα αυτού του ζώου, παρά το ότι οι διδά­σκα­λοι που κοπιά­ζουν πρέ­πει και να απο­λαύ­ουν αμοι­βής.

«Ε μες μν τ πνευ­μα­τικ σπεραμεν, μγα ε μες μν τ σαρ­κικ θερσομεν;(:και εμείς υπήρ­ξα­με ανά­με­σά σας σπο­ριά­δες πνευ­μα­τι­κοί και καλ­λιερ­γη­τές. Εάν λοι­πόν εμείς σπεί­ρα­με στις καρ­διές σας τον πνευ­μα­τι­κό σπό­ρο της αλή­θειας και σας μετα­δώ­σα­με πνευ­μα­τι­κά χαρί­σμα­τα, είναι μεγά­λο πράγ­μα εάν εμείς θερί­σου­με τα υλι­κά αγα­θά σας ως καρ­πό της πνευ­μα­τι­κής σπο­ράς;)» [Α΄Κορ.11]. Ιδού ότι προ­σθέ­τει και τέταρ­το συλ­λο­γι­σμό υπέρ του ότι οι πιστοί πρέ­πει να παρέ­χουν τα αναγ­καία στους απο­στό­λους για τη συν­τή­ρη­σή τους. Αφού δηλα­δή είπε: «Ποιος ποτέ υπη­ρε­τεί στον στρα­τό με δικά του έξο­δα;» και «Ποιος φυτεύ­ει αμπε­λώ­να;» και «Ποιος βόσκει ποί­μνη;», και ανέ­φε­ρε το βόδι που αλω­νί­ζει, δεί­χνει και άλλη ευλο­γό­τα­τη αιτία, για την οποία είχαν δικαί­ω­μα να λάβουν, διό­τι είχαν προ­σφέ­ρει πολύ περισ­σό­τε­ρα και όχι μόνο διό­τι είχαν κοπιά­σει. Ποια είναι αυτή; «Εάν εμείς σπεί­ρα­με σε σας τα πνευ­μα­τι­κά, είναι υπερ­βο­λι­κό εάν εμείς θερί­σου­με από εσάς υλι­κά πράγ­μα­τα;». Είδες δικαιό­τα­τη αιτία και ευλο­γό­τε­ρη από τις προ­η­γού­με­νες; Λέγει δηλα­δή ότι εκεί μεν ο σπό­ρος ήταν σαρ­κι­κός, σαρ­κι­κός ήταν και ο καρ­πός· εδώ όμως δεν είναι έτσι, αλλά ο μεν σπό­ρος είναι πνευ­μα­τι­κός, η δε αντα­πό­δο­ση υλι­κή. Για να μη μεγα­λο­φρο­νούν δηλα­δή όσοι δίνουν στους διδα­σκά­λους, έδει­ξε ότι λαμ­βά­νουν περισ­σό­τε­ρα από ό,τι δίνουν· δηλα­δή, οι μεν γεωρ­γοί ό,τι σπεί­ρουν αυτά και λαμ­βά­νουν, εμείς όμως σπεί­ρον­τας πνευ­μα­τι­κά στις ψυχές σας θερί­ζου­με σαρ­κι­κά· διό­τι τέτοια ήταν η τρο­φή που έδι­ναν αυτοί.

Έπει­τα προ­κα­λών­τας και περισ­σό­τε­ρη ντρο­πή λέγει: «Ε λλοι τς ξουσας μν μετχου­σιν, ο μλλον μες; λλ᾿ οκ χρησμεθα τ ξουσίᾳ τατ, λλ πντα στγομεν, να μ γκοπν τινα δμεν τ εαγγελίῳ το Χρι­στο(:και εάν οι άλλοι χρη­σι­μο­ποιούν τα δικαιώ­μα­τα που τους δίνει ο νόμος σε εσάς τους μαθη­τευό­με­νους, δεν δικαιού­μα­στε να χρη­σι­μο­ποι­ή­σου­με την εξου­σία αυτή πολύ περισ­σό­τε­ρο εμείς; Αλλά όμως εμείς δεν κάνα­με χρή­ση των δικαιω­μά­των μας αυτών)» [Α΄Κορ.9,12].

Ιδού και άλλος πάλι συλ­λο­γι­σμός, και αυτός από παρα­δείγ­μα­τα, αλλά όχι όμοια. Εδώ δηλα­δή δεν υπεν­θυ­μί­ζει ούτε τον Πέτρο ούτε τους απο­στό­λους, αλλά κάποιους άλλους νόθους, εναν­τί­ον των οποί­ων κατό­πιν αγω­νί­ζε­ται και για τους οποί­ους λέγει: «νέχε­σθε γρ ε τις μς κατα­δου­λο, ε τις κατε­σθί­ει, ε τις λαμ­βά­νει, ε τις παί­ρε­ται, ε τις μς ες πρό­σω­πον δέρει(:Ανέ­χε­στε δηλα­δή όποιον σας υπο­δου­λώ­νει, όποιον σας κατα­τρώ­ει και σας εκμε­ταλ­λεύ­ε­ται, όποιον σας συλ­λαμ­βά­νει σαν τα που­λιά στην παγί­δα, όποιον υψώ­νε­ται δεσπο­τι­κά πάνω από σας, όποιον σας δέρ­νει στο πρό­σω­πο)» [Β΄Κορ.11,20], σαν προ­α­νά­κρου­σμα πλέ­ον του πολέ­μου του προς εκεί­νους.

Για τού­το δεν είπε: «εάν άλλοι λαμ­βά­νουν από εσάς», αλλά δεί­χνον­τας την αυθά­δεια και την τυραν­νι­κή διά­θε­ση και την εκμε­τάλ­λευ­ση αυτών, λέγει: «Εάν άλλοι χρη­σι­μο­ποιούν τα δικαιώ­μα­τά τους προς εσάς», δηλα­δή «εάν κυριαρ­χούν επά­νω σας, σας εξου­σιά­ζουν, σας συμ­πε­ρι­φέ­ρον­ται σαν δού­λους, όχι απλώς λαμ­βά­νον­τας αλλά και με πολ­λή αυταρ­χι­κό­τη­τα». Για αυτό πρό­σθε­σε: «Δεν δικαιού­μα­στε πολύ περισ­σό­τε­ρο εμείς;», το οποίο δεν θα το έλε­γε, εάν ο λόγος ήταν για τους απο­στό­λους. Αλλά είναι φανε­ρό ότι υπαι­νίσ­σε­ται μερι­κούς εκμε­ταλ­λευ­τές τους και απα­τε­ώ­νες. Ώστε εκτός του νόμου του Μωυ­σή και εσείς οι ίδιοι θεσπί­σα­τε νόμο για το ότι πρέ­πει να δίδε­τε. Αφού λοι­πόν είπε: «Δεν δικαιού­μα­στε πολύ περισ­σό­τε­ρο εμείς;», δεν προσ­διο­ρί­ζει το για ποιο λόγο πολύ περισ­σό­τε­ρο το δικαιούν­ται, αλλά αφή­νει τον έλεγ­χο στη συνεί­δη­σή τους, επει­δή ήθε­λε και να τους φοβί­σει και να τους παρα­κι­νή­σει εντο­νό­τε­ρα.

«Αλλά δεν χρη­σι­μο­ποι­ή­σα­με αυτό το δικαί­ω­μά μας». Δηλα­δή δεν λάβα­με. Βλέ­πεις με πόσα επι­χει­ρή­μα­τα αφού απέ­δει­ξε κατά πρώ­τον ότι δεν είναι παρά­νο­μο το να λαμ­βά­νει ένας από­στο­λος, έπει­τα είπε ότι δεν λαμ­βά­νου­με, για να μη φανεί ότι δεν λάμ­βα­νε, διό­τι ήταν απα­γο­ρευ­μέ­νο; «Δεν λαμ­βά­νω», λέγει, «όχι διό­τι δεν μου επι­τρέ­πε­ται· μου επι­τρέ­πε­ται, και αυτό το απο­δεί­ξα­με από το παρά­δειγ­μα των απο­στό­λων, από το παρά­δειγ­μα των πραγ­μά­των του βίου του στρα­τιώ­του και του γεωρ­γού και του ποι­μέ­να, από τον νόμο του Μωυ­σή, από την ίδια τη φύση του πράγ­μα­τος, ότι δηλα­δή σπεί­ρα­με σε σας πνευ­μα­τι­κά, από όσα τέλος έχε­τε κάνει για τους άλλους».

Αλλά όπως ανέ­φε­ρε αυτά, για να μη φανεί ότι εκθέ­τει τους απο­στό­λους που λαμ­βά­νουν, προ­κα­λών­τας την ντρο­πή τους και απο­δει­κνύ­ον­τας ότι δεν απεί­χε απα­γο­ρευ­μέ­νου πράγ­μα­τος, έτσι πάλι, για να μη φανεί ότι με την πολ­λή επι­χει­ρη­μα­το­λο­γία και τα παρα­δείγ­μα­τα και τους συλ­λο­γι­σμούς- με τους οποί­ους απέ­δει­ξε ότι πρέ­πει να λαμ­βά­νει- επι­ζη­τεί να λαμ­βά­νει και για αυτόν τον λόγο τα λέγει αυτά, στη συνέ­χεια το διορ­θώ­νει. Και κατό­πιν μεν το κάνει σαφέ­στε­ρο, όταν λέγει: «οκ γρα­ψα δ τατα να οτω γνηται ν μο(:και αυτά που σας γρά­φω δεν τα έγρα­ψα για να γίνει το ίδιο και σε μένα και να μου δίνον­ται από εσάς τα αναγ­καία για τη συν­τή­ρη­σή μου)»[Α΄Κορ.9,15], εδώ όμως λέγει ότι «δεν χρη­σι­μο­ποι­ή­σα­με αυτό το δικαί­ω­μά μας».

Και το σπου­δαιό­τε­ρο, ότι ούτε θα ήταν δυνα­τόν να πει κανείς εκεί­νο, ότι δηλα­δή δεν χρη­σι­μο­ποι­ή­σα­με το δικαί­ω­μά μας, επει­δή δεν είχα­με ανάγ­κη, αλλά ενώ είχα­με κατε­πεί­γου­σα ανάγ­κη, εντού­τοις δεν υπο­κύ­ψα­με στην ανάγ­κη· αυτό το λέγει στη δεύ­τε­ρη επι­στο­λή του: «λλας κκλη­σί­ας σύλη­σα λαβν ψώνιον πρς τν μν δια­κο­νί­αν, κα παρν πρς μς κα στε­ρη­θες ο κατε­νάρ­κη­σα οδενός(: λαφυ­ρα­γώ­γη­σα άλλες Εκκλη­σί­ες και πήρα από αυτές τα έξο­δα της συν­τη­ρή­σε­ώς μου για να υπη­ρε­τή­σω εσάς. Ακό­μη και όταν ήμου­να παρών ανά­με­σά σας, και δοκί­μα­σα στε­ρή­σεις, δεν επι­βά­ρυ­να κανέ­ναν)» [Β΄Κορ.11,8]· και σε αυτήν την επι­στο­λή πάλι λέγει: «χρι τς ρτι ρας κα πεινμεν κα διψμεν κα γυμνη­τεύ­ο­μεν κα κολα­φι­ζό­με­θα κα στα­τομεν(:Μέχρι την ώρα αυτή που σας γρά­φω, και πει­νά­με και υπο­φέ­ρου­με από δίψα στις περιο­δεί­ες μας, και δεν έχου­με αρκε­τά ρού­χα, όταν στη μέση των ταξι­διών μας, μάς πιά­νει ξαφ­νι­κά ο χει­μώ­νας· και δεχό­μα­στε χτυ­πή­μα­τα και κακο­με­τα­χει­ρί­σεις, και δεν παρα­μέ­νου­με μόνι­μα που­θε­νά, αλλά διαρ­κώς φεύ­γου­με εδώ και εκεί)»[Α΄Κορ.4,11]· και εδώ πάλι το ίδιο υπαι­νίσ­σε­ται λέγον­τας: «Αλλά όλα τα υπο­μέ­νου­με». Με το να πει δηλα­δή ότι «Όλα τα υπο­μέ­νου­με» υπαι­νίσ­σε­ται και λιμό και στε­νο­χω­ρία πολ­λή και όλα τα άλλα.

Αλλά ούτε έτσι αναγ­κα­στή­κα­με, λέγει, να παρα­βού­με τον νόμο, τον οποίο έχου­με θέσει στον εαυ­τό μας. Για­τί; «Για να μη δημιουρ­γή­σου­με κανέ­να εμπό­διο στο ευαγ­γέ­λιο του Χρι­στού». Επει­δή δηλα­δή οι Κορίν­θιοι ήσαν ασθε­νέ­στε­ροι στην πίστη, λέγει: «Για να μη σας βλά­ψου­με λαμ­βά­νον­τας, προ­τι­μή­σα­με να κάνου­με περισ­σό­τε­ρα και από τα δια­τε­ταγ­μέ­να παρά να φέρου­με κάποιο εμπό­διο στο Ευαγ­γέ­λιο, δηλα­δή στην κατή­χη­σή σας. Εάν δεν εμείς, αν και μας ήταν επι­τρε­πτό και πιε­ζό­μα­στε πολύ και είχα­με το παρά­δειγ­μα των απο­στό­λων, εντού­τοις δεν το κάνα­με, για να μη φερό­μα­στε εμπό­διο- και δεν είπε «ανα­τρο­πή», αλλά «εμπό­διο», και όχι απλώς «εμπό­διο», αλλά «κανέ­να εμπό­διο», για να μη φέρου­με δηλα­δή ούτε την ελά­χι­στη όπως θα μπο­ρού­σε να πει κανείς, καθυ­στέ­ρη­ση και ανα­βο­λή στον δρό­μο του λόγου- «εάν λοι­πόν», λέγει, «εμείς δεί­ξα­με τόση φρον­τί­δα, πόσο μάλ­λον πρέ­πει να απέ­χε­τε από τα ειδω­λό­θυ­τα εσείς οι οποί­οι υστε­ρεί­τε πολύ έναν­τι των απο­στό­λων και ούτε μπο­ρεί­τε να παρου­σιά­σε­τε νόμο που να το επι­τρέ­πει και οι οποί­οι αντι­θέ­τως εγγί­ζε­τε τα απα­γο­ρευ­μέ­να και όσα βλά­πτουν πολύ το Ευαγ­γέ­λιο, όχι μόνο απλώς το εμπο­δί­ζουν, χωρίς μάλι­στα να αντι­με­τω­πί­ζε­τε καμία ανάγ­κη». Όλα αυτά δηλα­δή τα είπε για εκεί­νους που σκαν­δα­λί­ζουν τους ασθε­νέ­στε­ρους στην πίστη αδελ­φούς τους με το να τρώ­γουν ειδω­λό­θυ­τα.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, Υπό­μνη­μα στην πρώ­τη προς Κοριν­θί­ους επι­στο­λήν, ομι­λία ΚΑ΄, πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 2015, τόμος 18, σελί­δες 584–609.

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη μετά Συν­τό­μου Ερμη­νεί­ας, Πανα­γιώ­της Τρεμ­πέ­λας, Αδελ­φό­της Θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», Αθή­να, 1985.

  • https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-palaia-diathiki/

  • https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-kaini-diathiki/

  • Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλ­τή­ριον με σύν­το­μη ερμη­νεία(από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τρί­τη, Αθή­να 2016.

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Αρχιμ. Αθα­νά­σιος Μυτι­λη­ναί­ος (ΤΙ ΕΧΕΙ ΝΑ ΠΕΙ Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ ΣΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ)

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ΄ΜΑΤΘΑΙΟΥ[:Α΄Κορ.9,2–12]

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου με θέμα:

«ΤΙ ΕΧΕΙ ΝΑ ΠΕΙ Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ ΣΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 26–8‑1984]

[Β119]

«Ε λλοις οκ εμ πόστο­λος, λλά γε μν εμι· γρ σφραγς τς μς ποστολς μες στε ν Κυρί»[Α΄Κορ.9,2].Με συγ­κί­νη­ση, αγα­πη­τοί μου, και παρά­πο­νο γρά­φει ο Από­στο­λος Παύ­λος προς τους Κοριν­θί­ους στην πρώ­τη του επι­στο­λή, αλλά και δι’ αυτών των Κοριν­θί­ων προς όλους τους Έλλη­νας, αυτούς τους λόγους που σας είπα. Δηλα­δή «εάν σε άλλους πιθα­νό να μην είμαι από­στο­λος, αλλά οπωσ­δή­πο­τε είμαι σε σας από­στο­λος, σε σας τους Κοριν­θί­ους, σε σας τους Έλλη­νες· είμαι από­στο­λος· διό­τι η δική μου η σφρα­γί­δα, διό­τι η σφρα­γί­δα της δικής μου απο­στο­λής είσα­στε εσείς οι ίδιοι εν Κυρίω».

Έτσι βλέ­που­με, αγα­πη­τοί μου, ότι πραγ­μα­τι­κά προ­βάλ­λε­ται εδώ ο Από­στο­λος Παύ­λος ως ο από­στο­λος των Ελλή­νων. Βεβαί­ως είναι των εθνών. Εμείς οι Έλλη­νες ανή­κου­με εις τα έθνη. Δεν είμε­θα εις τον λαόν του Ισρα­ήλ. Αλλά όμως κατε­ξο­χήν είναι ο από­στο­λος των Ελλή­νων. Με την στε­νή σημα­σία της λέξε­ως. Διό­τι τότε όλη η οικου­μέ­νη «Έλλη­νες» ελέ­γον­το, αλλά εννο­ού­με εδώ την ηπει­ρω­τι­κήν Ελλά­δα. Γι’ αυτό και έχο­με τις επι­στο­λές του δύο προς Κοριν­θί­ους, δύο προς Θεσ­σα­λο­νι­κείς, και μία προς Φιλιπ­πη­σί­ους. Πέν­τε από τις δέκα τέσ­σε­ρις επι­στο­λές του ανα­φέ­ρον­ται σε Έλλη­νες, σε ελλη­νι­κές πόλεις, δηλα­δή ειδι­κά στην ηπει­ρω­τι­κή Ελλά­δα. Αυτό για μας είναι μία ξεχω­ρι­στή τιμή, αλλά και ταυ­το­χρό­νως μία ξεχω­ρι­στή υπο­χρέ­ω­ση.

Λέγει λοι­πόν ο Από­στο­λος ότι η σφρα­γί­δα του δικού του έργου είμα­στε εμείς. Δηλα­δή με άλλα λόγια, εκεί­νο που θα απο­δει­κνύ­ει πραγ­μα­τι­κά ότι ο Από­στο­λος ειρ­γά­σθη εις τον χώρον της Ελλά­δος, είναι η δική μας η χρι­στια­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα.

Αλλά τίθε­ται το ερώ­τη­μα: Αυτή η σφρα­γί­δα του Απο­στό­λου Παύ­λου, η σφρα­γί­δα του έργου εδώ στον ελλη­νι­κόν χώρον, σήμε­ρα, σε εμάς τους Νεο­έλ­λη­νες, δια­τη­ρεί­ται; Εάν δηλα­δή ήρχε­το σήμε­ρα ο Από­στο­λος Παύ­λος στην Ελλά­δα, πώς θα μας έβρι­σκε; Αυτό είναι ένα πολύ σημαν­τι­κό σημείο, διό­τι μας οδη­γεί σε μία αυτο­κρι­τι­κή. Συγ­κρί­νον­τας εκεί­να που γρά­φει με εκεί­να που εργά­στη­κε εδώ στον χώρο τον δικό μας, με εκεί­νο που είμα­στε εμείς σήμε­ρα, ίσως θα μας οδη­γού­σε σε πολύ­τι­μα συμ­πε­ρά­σμα­τα. Πολύ ευφυώς θα μπο­ρού­σα­με να πού­με ότι παρε­τή­ρη­σε ο Από­στο­λος Παύ­λος ότι όταν ήρθε εδώ μας κήρυ­ξε, βλέ­πον­τας ότι ζητού­σα­με, ανα­ζη­τού­σα­με έναν άγνω­στον Θεόν. «Είδα», λέγει, «στους Αθη­ναί­ους, γυρί­ζον­τας στην πόλη σας έναν βωμόν αφιε­ρω­μέ­νον ‘’τῷ ἀγνώστ Θε’’ και αυτόν τον άγνω­στο Θεόν εγώ ήρθα να σας κηρύ­ξω».

Αλλά ερω­τούν: Εάν ο από­στο­λος ήρθε να μας κηρύ­ξει αυτόν τον ανα­ζη­τού­με­νον από μας άγνω­στον Θεόν, σήμε­ρα, εμείς οι Νεο­έλ­λη­νες τι ανα­ζη­τού­με; Σήμε­ρα αφή­σα­με και αυτόν τον άγνω­στον Θεόν και θεο­ποι­ή­σα­με τον εαυ­τό μας. Πέφτο­με μέρα την ημέ­ρα σε έναν γνω­στι­κι­σμόν, σε μία αθε­ΐα. Και αυτό ακρι­βώς είναι το δρά­μα μας.

Χωρίς αγα­πη­τοί μου, να μεί­νου­με σε πολ­λές δια­πι­στώ­σεις, θα ήθε­λα μόνο να σημειώ­σου­με μερι­κά πράγ­μα­τα, τι θα μπο­ρού­σε να μας πει ο από­στο­λος Παύ­λος, εάν ερχό­ταν σήμε­ρα, στον 20ο αιώ­να, στα 1984, εάν ήρχε­το ο Από­στο­λος Παύ­λος ξανά στην Ελλά­δα, τι θα εση­μεί­ω­νε.

Θα πάρω μερι­κά σημεία τα οποία γρά­φει στον Τιμό­θε­ον, στην πρώ­τη και δευ­τέ­ρα του επι­στο­λή· και τα οποία προ­σι­διά­ζουν, αρμό­ζουν θαυ­μά­σια στην ελλη­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Λέγει: «Τήν παρα­κα­τα­θή­κην φύλα­ξον». Τι είναι αυτή η παρα­κα­τα­θή­κη; Η παρα­κα­τα­θή­κη είναι ένα πολύ­τι­μο πράγ­μα. Οτι­δή­πο­τε πολύ­τι­μο, το οποίο κατα­τί­θε­ται προς φύλα­ξιν. Και μας λέγει, λοι­πόν, σε εμάς, στον Τιμό­θεο το λέγει.. Ο Τιμό­θε­ος δε, σημειώ­σα­τε, ήτο Έλλη­νας. Ο πατέ­ρας του ήταν Έλλη­νας. «Τήν παρα­κα­τα­θή­κην φύλα­ξον». «Αυτόν τον πολύ­τι­μο θησαυ­ρό που σου έχω εμπι­στευ­θεί, ω Ελλάς, φύλα­ξέ τον». Και πράγ­μα­τι ο θησαυ­ρός αυτός είναι το Ευαγ­γέ­λιό του. Ευαγ­γέ­λιο δεν είναι απλώς ένα βιβλίο. Ευαγ­γέ­λιο είναι το μήνυ­μα της Εναν­θρω­πή­σε­ως του Υιού του Θεού. Αυτό είναι το Ευαγ­γέ­λιο. Πολύ συχνά ο Από­στο­λος Παύ­λος σημειώ­νει τού­τη τη φρά­ση: «Κατά το Ευαγ­γέ­λιόν μου…». Ξέρο­με ότι ο Από­στο­λος Παύ­λος δεν έγρα­ψε Ευαγ­γέ­λιο. Κι όμως αυτή η φρά­σις δεί­χνει ακρι­βώς το μήνυ­μα, την καρ­διά του Ευαγ­γε­λί­ου. Σημειώ­σα­τε δε ότι η προς Ρωμαί­ους, επί παρα­δείγ­μα­τι, επι­στο­λή, θεω­ρεί­ται το κατά Παύ­λον Ευαγ­γέ­λιον. Αυτή λοι­πόν είναι η παρα­κα­τα­θή­κη, αγα­πη­τοί μου. Αυτήν την οποία μας παρέ­δω­κε με κόπο, με πόνο, με ιδρώ­τα, με διωγ­μούς, με δοκι­μα­σί­ες ποι­κί­λες. Και όμως μας την παρέ­δω­σε σε μας τους Έλλη­νες αυτήν την παρα­κα­τα­θή­κη του Χρι­στια­νι­κού Ευαγ­γε­λί­ου.

Ένα δεύ­τε­ρο σημείο. Γρά­φει: «κτρεπμενος τς βεβλους κενο­φωνας κα ντιθσεις τς ψευ­δωνμου γνσεως ν τινες παγ­γελλμενοι περ τν πστιν στχησαν»[Α΄Τιμ.6,20]. «Να εκτρέ­πε­σαι, να φεύ­γεις, ω Ελλάς, από τις βέβη­λες κενο­φω­νί­ες, τις κού­φιες φωνές, τις ρυπα­ρές, βρώ­μι­κες, κού­φιες, φωνές και αντι­θέ­σεις, δηλα­δή αντι­φά­σεις της ψευ­δω­νύ­μου γνώ­σε­ως. Αυτής της γνώ­σε­ως που δεν είναι γνώ­σις, είναι ψεύ­τι­κο πράγ­μα, είναι σκάρ­το, είναι νόθο· την οποί­αν ψευ­δώ­νυ­μον γνώ­σιν μερι­κοί υπό­σχον­ται αλλά έχουν αστο­χή­σει όμως περί την πίστιν». Αγα­πη­τοί μου, η ψευ­δώ­νυ­μος γνώ­σις, σε όλους τους αιώ­νας αλλά και σήμε­ρα, δεν είναι τίπο­τε άλλο παρά καθε­τί που έρχε­ται σε αντί­θε­ση με το Ευαγ­γέ­λιο. Και που πρέ­πει να πού­με, να το ομο­λο­γή­σου­με, ότι αυτή η ψευ­δώ­νυ­μος γνώ­σις δυστυ­χώς κυκλο­φο­ρεί σε μας τους Νεο­έλ­λη­νες.

Ακό­μη τονί­ζει ότι είναι αυτή η ψευ­δώ­νυ­μος γνώ­σις αντι­φα­τι­κή. Πράγ­μα­τι, όταν ο άνθρω­πος φύγει από το Ευαγ­γέ­λιο που είναι εκεί­νος ο βορ­ράς, ο πολι­κός αστήρ, που δεί­χνει πάν­το­τε την αλή­θεια χωρίς να μετα­κι­νεί­ται, όταν φύγει ο άνθρω­πος από αυτόν τον πολι­κό αστέ­ρα του Ευαγ­γε­λί­ου, τότε πέφτει σε ποι­κί­λους προ­σα­να­το­λι­σμούς και συνε­πώς σε ποι­κί­λες ιδε­ο­λο­γι­κές αντι­φά­σεις. Ο ένας λέγει αυτό, ο άλλος λέγει εκεί­νο και δεν υπάρ­χει που­θε­νά φυσι­κά η αλή­θεια, διό­τι λεί­πει και αυτό το κρι­τή­ριον της αλη­θεί­ας.

Ακό­μη, η ψευ­δώ­νυ­μος γνώ­σις ανα­φέ­ρε­ται εις τον τομέ­αν της αγω­γής. Θα ήθε­λα, ιδιαι­τέ­ρως να προ­σέ­ξε­τε αυτό το σημείο. Όταν, επί παρα­δείγ­μα­τι, σήμε­ρα στην αγω­γή δεν δίδου­με στα παι­διά μας εκεί­νο που το Ευαγ­γέ­λιο λέγει, αλλά εκεί­να που εμείς φιλο­σο­φού­με, εκεί­να που εμείς νομί­ζου­με και εκεί­να που εμείς κρί­νου­με. Λέγει ο λόγος του Θεού ότι πρέ­πει να παι­δα­γω­γού­με τα παι­διά μας εν παι­δεία και νου­θε­σία Κυρί­ου. Υπάρ­χει αυτή η παι­δεία και η νου­θε­σία Κυρί­ου; Σήμε­ρα στην αγω­γή, αυτό το ανθρώ­πι­νο κατα­σκεύ­α­σμα, το οποί­ον επι­τέ­λους επι­τέ­λους δεν είναι ούτε καν ελλη­νι­κό, αλλά ξενό­φερ­το, σ’ αυτήν την αγω­γή δυστυ­χώς σήμε­ρα όλα επι­τρέ­πον­ται. Το παι­δί να μην το κομ­πλε­ξά­ρου­με. Με συγ­χω­ρεί­τε για την λέξη, μου είναι αντι­πα­θη­τι­κό­τα­τη, αλλά την λέω για να με κατα­λά­βε­τε. Να μην του δημιουρ­γή­σου­με συμ­πλέγ­μα­τα κατω­τε­ρό­τη­τας. Να μην το μαλώ­σου­με. Να μην το πει­ρά­ξου­με. Να μην του πού­με τίπο­τα που τυχόν το παι­δί θα νιώ­σει κατα­πί­ε­ση. Και θα του έχου­με αφαι­ρέ­σει την ελευ­θε­ρία… Ενώ δεν ξέρου­με ότι η ελευ­θε­ρία η πραγ­μα­τι­κή είναι η απε­λευ­θέ­ρω­ση από τα πάθη. «ν ον υἱὸς μς λευ­θε­ρώσ, ντως λεύ­θε­ροι σεσθε»[Ιω.4,36]. Εάν ο Υιός σας ελευ­θε­ρώ­σει… Από τι; Από τη δου­λεία των παθών, από την αμαρ­τία. Τότε θα είσα­στε πραγ­μα­τι­κά ελεύ­θε­ροι. Για να πάρε­τε μετά από την πνευ­μα­τι­κή και ηθι­κή ελευ­θε­ρία, να πάρε­τε και την οντο­λο­γι­κή ελευ­θε­ρία. Την ανά­στα­σιν των σωμά­των. Και βρε­θεί­τε υιοί πλέ­ον, παι­διά του Θεού πλέ­ον εις την βασι­λεί­αν του Θεού.

Ακό­μη, σε αυτήν την παι­δεία μας πρέ­πει να προ­σέ­ξου­με, αυτή η ψευ­δώ­νυ­μος γνώ­σις κυκλο­φο­ρεί ποι­κι­λο­τρό­πως. Ποι­κί­λες αρνη­τι­κές θεω­ρί­ες κυκλο­φο­ρούν μέσα στα σχο­λεία μας. Δάσκα­λοι και καθη­γη­ταί, από το Δημο­τι­κό Σχο­λείο μέχρι το Πανε­πι­στή­μιο, μέχρι τις ανώ­τα­τες σχο­λές, λέγουν και φλυα­ρούν πραγ­μα­τι­κά βεβή­λους κενο­φω­νί­ας, βρώ­μι­κες, κού­φιες φωνές. Με αυτήν την ψευ­δώ­νυ­μο γνώ­ση. Και καμώ­νον­ται ότι είναι σοφοί, ότι είναι η τελευ­ταία λέξη της Επι­στή­μης για ό,τι λέγουν. Ότι ο άνθρω­πος κατά­γε­ται, επί παρα­δείγ­μα­τι, από τον πίθη­κο ή άλλα πράγ­μα­τα. Κι όμως, αγα­πη­τοί, αν κανείς έχει λίγο δια­βά­σει, θα δει ότι είναι θεω­ρί­ες του περα­σμέ­νου αιώ­νος και μυρί­ζουν μού­χλα. Και όμως βγά­ζου­με αυτά τα μου­χλια­σμέ­να πράγ­μα­τα, τις μου­χλια­σμέ­νες θεω­ρί­ες, τις βγά­ζου­με από το χρο­νον­τού­λα­πο του περα­σμέ­νου αιώ­νος, να τις προ­σφέ­ρου­με σαν κάτι φρέ­σκο, και­νού­ριο, σαν την τελευ­ταία λέξη. Για­τί; Για­τί αυτές οι θεω­ρί­ες εξυ­πη­ρε­τούν τους υλι­στι­κούς μας προ­σα­να­το­λι­σμούς. Και υπάρ­χει μία σκο­πι­μό­τη­τα. Και αυτό το πράγ­μα είναι το φοβε­ρό. Κι έτσι παρα­συ­ρό­με­θα σε πράγ­μα­τα τρα­γε­λα­φι­κά.

Αλλά και σε αυτές ακό­μα τις κοι­νω­νι­κές μας σχέ­σεις βλέ­πει κανέ­νας να υπάρ­χει μία περί βίου αντί­λη­ψις αλλο­πρό­σαλ­λη. Μία αλα­ζο­νεία μέσα στον κόσμον αυτόν, μέσα στη ζωή μας. Και, τέλος, στον τομέα τον ιδε­ο­λο­γι­κόν εκεί πια υπάρ­χει ένας προ­σα­να­το­λι­σμός ιδε­ο­λο­γι­κός, υλι­στι­κός. Υλι­στι­κός με την ευρεία έννοια της λέξης. Να φάμε και να πιού­με. «Φάγω­μεν καί πίω­μεν, αριο γάρ ποθνή­σκω­μεν»... Αυτό πια είναι το ιδα­νι­κό του Έλλη­νος. Αυτός είναι ο προ­σα­να­το­λι­σμός του. Αυτή είναι η ιδε­ο­λο­γία του, αυτά είναι τα ιδα­νι­κά του. Το Ευαγ­γέ­λιον; «Ανα­χρο­νι­σμέ­νο. Δεν βαριέ­σαι. Ποιος τα είδε; Ποιος τα ξέρει αυτά;».

Ω, άγιε Παύ­λε, αν ερχό­σουν σήμε­ρα, πώς θα έβλε­πες την Ελλά­δα; Αυτόν τον αγρό που σου ενε­πι­στεύ­θη ο Κύριος να τον σπεί­ρεις με τον ευα­γε­λι­κό σπό­ρο… Ω, πώς θα έβλε­πες σήμε­ρα αυτόν τον αγρό; Με τι αγκά­θια και με τι τρι­βό­λια σήμε­ρα παρου­σιά­ζε­ται! Είναι πραγ­μα­τι­κά, σας είπα, το δρά­μα μας.

«Σ δ, νθρω­πε το Θεο, τατα φεγε». «Ω Έλλη­να, όλα αυτά να τα απο­φύ­γεις». Στά­σου μακριά. Είναι η αρνη­τι­κή θέση, θα λέγα­με, του Ευαγ­γε­λί­ου. Να φεύ­γει κανείς από όλον αυτόν τον ορμα­θόν της κενο­φω­νί­ας και της βεβη­λό­τη­τος.

«ποτπωσιν χε γιαινντων λγων ν παρ μο κου­σας». «Να έχεις παρά­δειγ­μα λόγων υγιών, που άκου­σες από μένα». Το πιστεύ­ε­τε; Το φαν­τά­ζε­στε; Το έχε­τε συνει­δη­το­ποι­ή­σει; Ότι εμείς οι Έλλη­νες από το στό­μα του Παύ­λου, ενός Παύ­λου, του πρώ­του μετά τον Έναν, ακού­σα­με και πήρα­με το Ευαγ­γέ­λιον; Το έχου­με αυτό το πράγ­μα νιώ­σει καλά; Ότι από εκεί­νον πήρα­με το Ευαγ­γέ­λιον; Μας το σημειώ­νει λοι­πόν. Υγιείς λόγους που πήρες, «ποτπωσιν» έχεις, υπό­δειγ­μα, που άκου­σες από μένα. Ω, τέτοια μεγά­λη τιμή! Σήμε­ρα, αγα­πη­τοί μου, η Ορθο­δο­ξία κηρύσ­σε­ται ανά τα πέρα­τα της Οικου­μέ­νης. Δεν μπο­ρούν να πουν όμως οι Αφρι­κα­νοί, οι της Ανα­το­λι­κής Ασί­ας, ή όπου αλλού και της Αμε­ρι­κής, εννο­εί­ται της Νοτί­ου, σε άγριες φυλές ή ακό­μη οι Χρι­στια­νοί της Αλά­σκας, να πουν ότι ακού­σα­με από το στό­μα του Παύ­λου τού­τα τα λόγια. Δια­βά­ζουν το Ευαγ­γέ­λιο αυτοί «προς Κοριν­θί­ους», «προς Θεσ­σα­λο­νι­κείς», «προς Φιλιπ­πη­σί­ους», ελλη­νι­κές πόλεις. Από το στό­μα του τα ακού­σα­με αυτά, αγα­πη­τοί μου, από το στό­μα του.

Αλλά τι είναι αυτοί οι «γιαίνοντες λγοι»; Πολ­λές φορές μπο­ρού­με να ειπού­με όταν ερω­τη­θού­με τι βιβλίο να δια­βά­σου­με, θα μπο­ρού­σα­με να απαν­τή­σου­με: «Ένα βιβλίο υγιές». Τι είναι ένα βιβλίο υγιές; Να μην έχει κάτι το σκάρ­το. Αν δια­βά­σω μία Γεω­γρα­φία αν δια­βά­σω μία… ένα βιβλίο φυσιο­γνω­στι­κόν, αυτό είναι βιβλί­ον υγιές; Βεβαί­ως είναι υγιές. Μάλι­στα λέγει ο άγιος Ισα­άκ ο Σύρος, αυτός ο ασκη­τι­κό­τα­τος πατήρ, και μου έχει κάνει εντύ­πω­ση που λέγει: «Άπλη­στα, αχόρ­τα­στα να δια­βά­ζεις τα βιβλία των φυσιο­δι­φών. Για­τί εκεί μέσα θα δεις τη σοφία του Θεού, θα θαυ­μά­σεις και θα δοξά­σεις τον Θεόν Λόγον». Οτι­δή­πο­τε λοι­πόν που μπο­ρεί να οικο­δο­μή­σει, να ωφε­λή­σει, πραγ­μα­τι­κά να παι­δα­γω­γή­σει, να μορ­φώ­σει και να ολο­κλη­ρώ­σει την ανθρω­πί­νη προ­σω­πι­κό­τη­τα, είναι υγιές. Κατε­ξο­χήν όμως είναι το Ευαγ­γέ­λιον υγιές, είναι η ακραιφ­νής υγεία. Έτσι λοι­πόν μπο­ρού­με να πού­με ότι είναι αυτοί οι «γιαίνοντες λγοι».

Και συνε­χί­ζει ο Από­στο­λος: «Δωκε δ δικαιοσνην, εσβειαν, πστιν, γπην, πομονν, πρᾳότητα». «Να επι­διώ­κεις την δικαιο­σύ­νη». Τι είναι η δικαιο­σύ­νη; Η δικαιο­σύ­νη είναι μία από τις τέσ­σε­ρις ελλη­νι­κές αρε­τές. Μία από τις τέσ­σε­ρις. Πλάι στην ανδρεία και την σωφρο­σύ­νη είναι και η δικαιο­σύ­νη, μία από τις τέσ­σε­ρις ελλη­νι­κές αρε­τές· που οι Πατέ­ρες παίρ­νουν αυτήν την τετρά­δα των ελλη­νι­κών αρε­τών και από εκεί δεί­χνουν ότι απορ­ρέ­ουν όλες οι αρε­τές του ηθι­κού βίου. Η δικαιο­σύ­νη δε είναι εγκα­τε­σπαρ­μέ­νη, εν ευρεία εννοία «δικαιο­σύ­νη», θα πει αρε­τή, θα πει αγιό­της, με την αγιο­γρα­φι­κή έννοια του όρου, θα πει αγιό­της, που είναι εγκα­τε­σπαρ­μέ­νη σε όλες τις αρε­τές, σε όλο τον βίο του ανθρώ­που. Να επι­διώ­κεις, ω Έλλη­να, την αγιό­τη­τα. Αλλά και τη δικαιο­σύ­νη, με την στε­νή σημα­σία της λέξης.

Αλλά και την ευσέ­βεια. Λέει στους Αθη­ναί­ους ο Από­στο­λος Παύ­λος: «Σας βλέ­πω να είσα­στε οι δει­σι­δαι­μο­νέ­στε­ροι πάν­των των Ελλή­νων». Δηλα­δή οι ευσε­βέ­στε­ροι. Και αυτό είναι ένα εγκώ­μιο προς τους προ­γό­νους μας, αγα­πη­τοί μου. Ότι μας βλέ­πει ότι είμα­στε οι ευσε­βέ­στε­ροι από όσους χώρους, τόπους είχε γυρί­σει. Για­τί δε τι; Είδε την πόλη κατεί­δω­λον, γεμά­τη από είδω­λα. Αλλά αυτή η ευσέ­βεια κατά και­ρούς έχει φύγει. Και στην περί­ο­δο της ειδω­λο­λα­τρί­ας ακό­μη, αυτή η ευσέ­βεια είχε φύγει. Θυμά­μαι έναν καθη­γη­τή μας Φιλό­λο­γο που μας έλε­γε: «Δεν έχει σημα­σία τόσο εάν κανείς πιστεύ­ει σε έναν ψεύ­τι­κο Θεό, όσο όταν δεν πιστεύ­ει σε τίπο­τα». Για­τί… οι Αθη­ναί­οι, επί παρα­δείγ­μα­τι και γενι­κά οι Έλλη­νες, εμε­γα­λούρ­γη­σαν, έκτι­σαν ναούς υπέρ­λαμ­πρους με ρυθ­μό και κάλ­λος, ομορ­φιά και μέτρο, που στέ­κον­ται κλα­σι­κά τα μνη­μεία αυτά. Πότε τα έφτια­ξαν αυτά; Τον και­ρό που ευσε­βού­σαν. Όταν ήρθαν οι Σοφι­σταί και άρχι­σαν να ρίχνουν τον σπό­ρο του αγνω­στι­κι­σμού, της αμφι­βο­λί­ας και άρχι­σε η Ελλάς να γίνε­ται ασε­βής, τότε άρχι­σε να λατρεύ­ε­ται πια ο Βάκ­χος και η Αφρο­δί­τη. Τα πάθη. Και όχι πια η θεά Αθη­νά ή ο Απόλ­λων κ.λπ. Βλέ­πε­τε λοι­πόν ότι η ευσέ­βεια, έστω και σε ψεύ­τι­κο Θεό, είναι σπου­δαίο πράγ­μα. Πόσο μάλ­λον, πόσο μάλ­λον η ευσέ­βεια, όταν γνω­ρί­ζου­με τον αλη­θι­νό Θεό! Όταν έχου­με τεκμή­ρια και των προ­φη­τών και της Ιστο­ρί­ας, τεκμή­ρια της αλη­θούς πίστε­ώς μας. Πρέ­πει να ξανα­γυ­ρί­σου­με στην ευσέ­βεια, στην πίστη και στην αγά­πη. Αυτά που είναι τα κίνη­τρα της ζωής μας.

«γωνζου τν καλν γνα τς πστε­ως». Αγω­νί­ζου. Ναι. Ω αυτή η πίστις! Αυτή η πίστις για να κρα­τη­θεί, αυτή η παρα­κα­τα­θή­κη για να κρα­τη­θεί θέλει αγώ­να. Γι’ αυτό λέγει: «γωνζου». Μην νομί­σου­με ότι αν μας παρέ­δω­σε την πίστη ο Από­στο­λος, ότι αυτή μπο­ρεί να μεί­νει χωρίς εμείς να κάνου­με αγώ­να να την κρα­τή­σου­με. Όπως παι­διά που κλη­ρο­νο­μούν έναν πλού­σιο πατέ­ρα, ποτέ δεν μπο­ρούν να πουν ότι θα μεί­νει αυτή η περιου­σία στα χέρια τους, όταν αυτοί πάψουν να δου­λεύ­ουν. Και δεν πρέ­πει μόνον απλώς να κρα­τή­σου­με αυτό που μας έδω­κε αλλά πρέ­πει και να το αυξή­σου­με. Προ­σέξ­τε αυτό. Να το αυξή­σου­με. Γρά­φει στους Κοριν­θί­ους: «Τι να σας πω», λέγει, «νήπια είσα­στε». Από πού τους παρέ­λα­βε; Από τις αυλές της παν­δή­μου Αφρο­δί­της. Όταν ήρθε στην Κόριν­θο και όταν είδε την αμαρ­τία να ρέει στους δρό­μους, έπια­σε την μύτη του ο Από­στο­λος από τη βρώ­μα της ανη­θι­κό­τη­τος και λέει: «Πωπώ! Πωπώ!». Πήγε στην Αθή­να… είδε κατεί­δω­λον την πόλιν. Ήρθε στην Κόριν­θο, βρω­με­ρός βίος. Και ετοι­μά­ζε­ται να φύγει. Και του λέγει ο Κύριος: «Παύ­λε, μεί­νε σε αυτήν την πόλη. Υπάρ­χει για μένα εκλε­κτός λαός». Και έμει­νε δεκα­ο­κτώ μήνες ο Από­στο­λος· ενώ ετοι­μα­ζό­ταν να φύγει. Αλλά από πού όμως ανέ­συ­ρε τους υπο­ψη­φί­ους Χρι­στια­νούς του; Από πού τους έβγα­λε; Γι’ αυτό θα τους γρά­ψει στην Επι­στο­λή του: «Γάλα μς πότι­σα(:Σας πότι­σα με γάλα)». «Δεν σας είπα σπου­δαία, μεγά­λα πράγ­μα­τα. Δεν είστε σε θέση να δεχθεί­τε την στε­ρεά τρο­φή της πίστε­ως». Αλλά αυτή η στε­ρεά τρο­φή έπρε­πε να έρθει αργό­τε­ρα. Μέσα λοι­πόν στους 20 αιώ­νες, όχι μόνον πρέ­πει να κρα­τή­σου­με την πίστη, αλλά και πρέ­πει να αυξή­σου­με την πίστη. Και μην ξεχνά­με· είναι νόμος οικο­νο­μο­λο­γι­κός ότι δεν κρα­τιέ­ται ποτέ το κεφά­λαιο, εάν δεν αυξά­νει. Και δεν κρα­τιέ­ται ποτέ ένας θησαυ­ρός εάν δεν μεγα­λώ­νει. Κι η πίστη δεν κρα­τιέ­ται εάν δεν προ­κό­βει και εάν δεν αυξά­νει. Αυτό να μην το ξεχά­σου­με ποτέ. Αγω­νί­ζου, λοι­πόν, τον καλό αγώ­να της πίστε­ως.

«πιλα­βο τς αωνου ζως». «πιλαμ­βά­νο­μαι»: αρπά­ζω και κρα­τώ γερά. «πιλα­βο τς αωνου ζως». Ναι. Όταν όλα τα φιλο­σο­φι­κά συστή­μα­τα δεί­χνουν ότι δεν υπάρ­χει που­θε­νά να προ­σα­να­το­λι­στεί ο άνθρω­πος. Τι είναι ο άνθρω­πος; Άγνω­στον. Κανείς δεν μας απαν­τά­ει. Άγνω­στο. Και πλέ­ουν οι άνθρω­ποι στον ωκε­α­νό της αγνω­σί­ας του Θεού και της αγνω­σί­ας του νοή­μα­τος της υπάρ­ξε­ως. Δεν βρί­σκουν νόη­μα. Για­τί υπάρ­χω; Ποιος ο λόγος να υπάρ­χω; Υπάρ­χει ο θάνα­τος. Και τι νόη­μα δίνει πια στην ύπαρ­ξή μου, αφού υπάρ­χει ο θάνα­τος; Για ποιο λόγο υπάρ­χει το σύμ­παν; Μόνο νόη­μα παίρ­νει η ύπαρ­ξη η ανθρώ­πι­νη, όταν έχου­με τον δεί­κτη της αιω­νί­ου ζωής. Και αυτή η αιώ­νιος ζωή είναι χει­ρο­πια­στή, για­τί δόθη­κε με ιστο­ρι­κά και προ­φη­τι­κά κρι­τή­ρια. Η Ανά­στα­σις του Χρι­στού. Θα ζήσου­με την αιώ­νια ζωή. Είναι μεγά­λο πράγ­μα. «πιλα­βο τς αωνου ζως». Είναι το άκρον άωτον. Είναι το τέρ­μα πάσης προ­σπα­θεί­ας που μπο­ρεί ο άνθρω­πος, αγα­πη­τοί μου, να έχει.

Και τελειώ­νει ως εξής· με τις υπο­θή­κες που μας λέει σε μας τους Νεο­έλ­λη­νες: «Παραγγλλω σοι νπιον το Θεο τηρσα σε τν ντολν σπι­λον, νεπληπτον μχρι τς πιφα­νεας το Κυρου μν ᾿Ιησο Χρι­στο». «Σου παραγ­γέλ­λω μπρο­στά στον Θεό να τηρή­σεις άσπι­λη, ανε­πί­λη­πτη την εντο­λή». Ποια εντο­λή; «Την εντο­λή που πήρες· της πίστε­ως και της αγά­πης, του Ευαγ­γε­λί­ου». Πρό­σε­ξε. Να τηρή­σεις ανό­θευ­τη, άσπι­λη, και ανε­πί­λη­πτη, ακα­τη­γό­ρη­τη την εντο­λή αυτήν· το Ευαγ­γέ­λιο. Πράγ­μα­τι. Ξέρε­τε τι σημαί­νει αυτό; Παίρ­νου­με την παραγ­γε­λία να κρα­τή­σου­με ανό­θευ­τη και ακα­τη­γό­ρη­τη την Ορθο­δο­ξία μας. Είναι μεγά­λο κεφά­λαιο, αγα­πη­τοί μου, να είναι κανείς Ορθό­δο­ξος. Και λέγει: «Πρό­σε­ξε, θα κρα­τή­σεις αυτά μέχρι της δευ­τέ­ρας επι­φα­νεί­ας του Κυρί­ου· έως ότου έρθει ξανά ο Χρι­στός». Αν θέλει η Ελλάς να ζήσει, πρέ­πει να κρα­τή­σει αυτήν την παρα­κα­τα­θή­κη έως ότου τελειώ­σει η Ιστο­ρία. Αλλιώς; Αλλιώς… φοβε­ρό! Η Ελλάς θα πεθά­νει! Δεν είναι δόγ­μα «η Ελλάς ποτέ δεν πεθαί­νει». Πεθαί­νει. Αν θέλει να μην πεθά­νει πρέ­πει να κρα­τή­σει αυτήν την παρα­κα­τα­θή­κη έως της δευ­τέ­ρας του Κυρί­ου παρου­σί­ας.

Αγα­πη­τοί μου, αυτά μας παραγ­γέλ­λει ο Από­στο­λος Παύ­λος, αυτός ο Από­στο­λος των Ελλή­νων. Και προ­σέξ­τε, μας όρκι­σε, όπως ορκί­ζει ο πατέ­ρας το παι­δί του να τηρή­σει εκεί­να τα οποία του αφή­νει παραγ­γε­λία, ενώ­πιον του Θεού του ζών­τος, λέγει, «το ζωο­ποιοντος τά πάν­τα». «Πρό­σε­ξε», λέγει, «σου παραγ­γέλ­λω», μας ορκί­ζει. Συνε­πώς είμα­στε οφει­λέ­τες. Όχι στε­γνοί, ξεροί οφει­λέ­τες. Είναι το συμ­φέ­ρον μας αυτό. Και έτσι, κάθε παρέκ­κλι­ση που κάνου­με, ας μας τρο­μά­ζει. Ας επι­στρέ­ψου­με λοι­πόν πίσω, αν το αντι­λη­φθού­με και το αντι­λαμ­βα­νό­με­θα αυτό, ότι έχου­με φύγει μακριά. Και ας παρα­κα­λέ­σου­με, αγα­πη­τοί μου, τον άγιο Από­στο­λό μας, τον Από­στο­λο Παύ­λο να μας βοη­θή­σει να ξανα­γυ­ρί­σου­με πάλι κον­τά στον Χρι­στό. Να γυρί­σου­με κον­τά σε Εκεί­νον που είναι η αιώ­νιος ζωή. Και να φανού­με τηρη­τές της μεγά­λης του παρα­κα­τα­θή­κης.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

μετα­φο­ρά της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας σε ηλε­κτρο­νι­κό κεί­με­νο και επι­μέ­λεια:

Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:



 



Αρχιμ. Αθα­νά­σιος Μυτι­λη­ναί­ος (ΘΥΣΙΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ)

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ΄ΜΑΤΘΑΙΟΥ[:Α΄Κορ.9,2–12]

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου με θέμα:

«ΘΥΣΙΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 4–9‑1994]

 [Β305]

      Ο Παύ­λος, αγα­πη­τοί μου, αγα­πού­σε πολύ τους Κοριν­θί­ους. Εντού­τοις, ήταν η Εκκλη­σία εκεί­νη, που της χάρι­σε βέβαια δύο μεγά­λες επι­στο­λές, με θέμα­τα τέτοια όμως που έδει­χναν ότι πολύ οι Κορίν­θιοι τον είχαν λυπή­σει. Και αιτία ήταν άλλο­τε οι διχο­στα­σί­ες τους , άλλο­τε η στά­ση τους απέ­ναν­τι εις τον αιμο­μί­κτη συμ­πα­τριώ­τη τους, για την οποία υπό­θε­ση είπε ο Παύ­λος: «Και δεν επεν­θή­σα­τε; Και μένε­τε ψυχροί και αδιά­φο­ροι;». Άλλο­τε η υπο­τί­μη­ση που του έκα­ναν, έναν­τι άλλων εργα­τών του Ευαγ­γε­λί­ου: «Ο Απολ­λώς; Α, είναι καλύ­τε­ρος από τον Παύ­λο!». Άλλο­τε ότι δεν ήταν ο Παύ­λος κ τν πέρ λίαν ποστό­λων. Επει­δή –ακού­σα­τε- ηργά­ζε­το χει­ρο­να­κτι­κά! Που είναι η σημε­ρι­νή απο­στο­λι­κή περι­κο­πή κ.ο.κ. Ένα σωρό θέμα­τα, που τα κατα­γρά­φει στις επι­στο­λές του και δεί­χνει πόσο εκεί­νος μεν τους αγα­πού­σε, εκεί­νοι δε διαρ­κώς τον ελύ­πι­ζαν. Γι’αυ­τό κάπου λέει: «Πλα­τύν­θη­τε, Κορίν­θιοι». «Πλα­τύ­να­τε την καρ­διά σας, ω Κορίν­θιοι. Εγώ ένας, δεν χωρώ μες στην καρ­διά σας, σεις όλοι χωρά­τε μες στην καρ­διά μου». Με πικρία τα έγρα­φε αυτά και με παρά­πο­νο ο Παύ­λος.

       Έτσι, γρά­φει, από τη σημε­ρι­νή απο­στο­λι­κή περι­κο­πή: «Ε λλοις οκ εμ πστο­λος, λλ γε μν εμι (:Μπο­ρεί σε άλλους να μην είμαι από­στο­λος, αλλά για σας είμαι). γρ σφραγς τς μς ποστολς μες στε ν Κυρίῳ(:Για­τί η σφρα­γί­δα της δικής μου απο­στο­λής εσείς είσα­στε εν Κυρίω). μ πολογα τος μ νακρνου­σιν ατη στ». Και συνε­χί­ζει παρα­κά­τω. «Η δική μου απο­λο­γία…» ομι­λεί περί απο­λο­γί­ας… Διό­τι συχνά πυκνά τον κάθι­ζαν στο σκα­μνί του κατη­γο­ρου­μέ­νου. Τον Παύ­λο. Ναι! Οι Κορίν­θιοι! Γι’αυ­τό λέγει «η δική μου απο­λο­γία, για κεί­νους που με ανα­κρί­νουν και μου λέγουν τού­το ή εκεί­νο, αυτή είναι». Και συνε­χί­ζει και λέει κι άλλα πολ­λά. Και όλα αυτά για­τί; Για­τί οι Κορίν­θιοι ήσαν πεφυ­σιω­μέ­νοι, ήσαν υπε­ρή­φα­νοι. Έτσι ο Παύ­λος …ίσως επει­δή ήταν κάτοι­κοι μιας πολύ μεγά­λης πόλε­ως της Μεσο­γεί­ου, ήταν κοσμο­πο­λί­τι­κη η Κόριν­θος και είχε πάρει το μυα­λό τους αέρα. Ήσαν πραγ­μα­τι­κά φαν­τα­σμέ­νοι άνθρω­ποι.

     Έτσι ο Παύ­λος έφθα­σε να γρά­ψει, σε σχέ­ση με υλι­κά πράγ­μα­τα, που δεν εδέ­χε­το, χρή­μα­τα κ.λπ. θυσιά­ζον­τας τα δικαιώ­μα­τά του, χάριν της απρο­σκό­πτου δια­δό­σε­ως του Ευαγ­γε­λί­ου. Και τι γρά­φει; «γ δ οδεν χρη­σά­μην τού­των (:Όχι· δεν έκα­να χρή­ση απ’ όσα τυχόν θα θέλα­τε να μου προ­σφέ­ρε­τε, σε τίπο­τα).  Οκ γρα­ψα δ τατα να οτω γένη­ται ν μοί(:Και δεν τα έγρα­ψα αυτά, για να μου γίνουν έτσι . Δηλα­δή «τώρα να μου δίνε­τε το σιτη­ρέ­σιό μου». Περί σιτη­ρε­σί­ου ο λόγος. Περί δια­τρο­φής του Παύ­λου και των συνερ­γα­τών του. Ο Παύ­λος ηργά­ζε­το με τα χέρια του για να βγά­λει το ψωμί του. Κατα­πλη­κτι­κό! Και δεν τα γρά­φω, λέει, αυτά, για να μου δώσε­τε τώρα το σιτη­ρέ­σιονκαλν γάρ μοι μλλον ποθα­νεν τ καύ­χη­μά μου να τις κενώσ (:είναι προ­τι­μό­τε­ρο να πεθά­νω, παρά κανείς να μου αφαι­ρέ­σει αυτό το καύ­χη­μα, ότι δεν παίρ­νω χρή­μα­τα από σας, δεν παίρ­νω το σιτη­ρέ­σιό μου)». Και το καύ­χη­μα του Παύ­λου τι ήταν; Να προ­σφέ­ρει αδά­πα­νον το Ευαγ­γέ­λιον του Χρι­στού. Χωρίς χρή­μα­τα. Αδά­πα­νον το Ευαγ­γέ­λιον. Και οι Κορίν­θιοι, αντί να αισθά­νον­ται καύ­χη­μα για έναν τέτοιον από­στο­λό τους, που ήταν ανώ­τε­ρος πάν­των, ακρι­βώς για να μη γίνε­ται βάρος εις αυτούς ως προς τα οικο­νο­μι­κά, τώρα τον κατη­γο­ρούν. Τον κατη­γο­ρούν και τι λένε; «Α, για να μην παίρ­νει χρή­μα­τα, πρέ­πει να είναι δευ­τέ­ρας κατη­γο­ρί­ας από­στο­λος, για­τί η πρώ­της κατη­γο­ρί­ας από­στο­λος, εκ των – έτσι ελέ­γον­το- υπέρ λίαν απο­στό­λων αν ήταν, -επει­δή δε συνέ­πε­σε η περί­πτω­ση εκ των υστέ­ρων ο Παύ­λος να κρι­θεί από τον Χρι­στόν-, γι’αυ­τό δεν παίρ­νει χρή­μα­τα και δου­λεύ­ει. Είναι κατώ­τε­ρος από­στο­λος». Ακού­στε, ακού­στε… Αλή­θεια, θα έλε­γε κανείς, θα απο­ρού­σε με τους Κοριν­θί­ους, πόσο απου­σία ικα­νό­τη­τος υπήρ­χε σ’ αυτούς, ορθής εκτι­μή­σε­ως των πραγ­μά­των.

       Eντού­τοις ο Παύ­λος επι­μέ­νει: «Τίς ον μοί στιν μισθός;(:Ποιος λοι­πόν είναι ο μισθός μου; ‑λέει ο Παύ­λος)  να εαγγε­λι­ζό­με­νος δάπα­νον θήσω τ εαγγέ­λιον το Χρι­στο, ες τ μ κατα­χρή­σα­σθαι τ ξου­σί μου ν τ εαγγε­λί». «Ποιος είναι ο μισθός μου; Να ευαγ­γε­λί­ζο­μαι», λέγει, «εγώ θέλω μισθόν από τον Χρι­στόν, αδά­πα­νον το Ευαγ­γέ­λιον, χωρίς χρή­μα­τα». Πού­ουου, Παύ­λε άγιε! Πού να σ’ ακού­γα­με! «Να θέσω», λέει, «αδά­πα­νον το Ευαγ­γέ­λιον του Χρι­στού, στο να μη φθά­σω να κάνω ενδε­χο­μέ­νως κατά­χρη­σιν της εξου­σί­ας μου εις το Ευαγ­γέ­λιον». Τι σημαί­νει «ξου­σία»; Ναι, είχε εξου­σία. Η εξου­σία δεν είναι τι άλλο, παρά τα δικαιώ­μα­τα. Προ­σέξ­τε, η λέξις «ξου­σία» σημαί­νει δικαιώ­μα­τα. Να το ενθυ­μεί­σθε, για­τί θα το χρη­σι­μο­ποι­ή­σο­με πιο κάτω αρκε­τά. Δηλα­δή ο Παύ­λος παραι­τεί­ται των δικαιω­μά­των του, για προ­σω­πι­κή του συν­τή­ρη­ση, ακρι­βώς για να μη δώσει αφορ­μή κατη­γο­ρί­ας εις το Ευαγ­γέ­λιον· «να μ γκοπν τινα δώσ». «γκο­πή», «γκό­πτω» θα πει «κάτι που στα­μα­τώ, κάτι που βλά­πτω». Υπάρ­χου­νε διά­φο­ρα συνώ­νυ­μα. Και λέει μάλι­στα ο Ιερός Χρυ­σό­στο­μος: «Είδες; Όχι μόνον απλώς φοβά­ται την γκο­πήν, την βλά­βη αλλά κι εκεί­νο το ‘’τι’’, ‘’γκο­πήν τινά’’, τοσο­δού­τσι­κη βλά­βη να μην επι­φέ­ρω εις το Ευαγ­γέ­λιον του Χρι­στού. Τοσο­δού­τσι­κη. Εκεί­νο το ‘’τι’’, το ‘’τόσο δα’’». «λλ᾿ οκ χρησμεθα τ ξουσίᾳ τατ, λλ πντα στγομεν(:Δεν δώσα­με, λέει, δεν κάνα­με χρή­ση σ’ αυτό μας το δικαί­ω­μα, αλλά όλα τα υπο­φέ­ρο­με, ‘’πάν­τα στέ­γο­μεν’’, όλα τα υπο­φέ­ρο­με), να μ γκοπν τινά ‑τινά, ε;-  δμεν τ εαγγελίῳ το Χρι­στο».

     Εμείς τι θα λέγα­με σε όλα αυτά; Όποιος κατα­λα­βαί­νει τον Παύ­λο, όποιος τον ζει, θα έλε­γε: «Ω αθά­να­τε Παύ­λε, γνη­σιό­τα­τε ερμη­νευ­τά του Χρι­στού… Ω αθά­να­τε Παύ­λε!». Έτσι σήμε­ρα, με την απο­στο­λι­κή περι­κο­πή που μας δίδε­ται αυτή η ευκαι­ρία να δού­με το θέμα, ποιο θέμα; Της θυσί­ας των δικαιω­μά­των. Της θυσί­ας των δικαιω­μά­των… Και τα δικαιώ­μα­τα, πλάι στα καθή­κον­τα, υπάρ­χουν σε πολ­λούς τομείς της ζωής.

    Και πρώ­τα πρώ­τα στον χώρο του Ευαγ­γε­λί­ου. Ο Παύ­λος ήταν κορυ­φαί­ος στη θυσία των δικαιω­μά­των του. Ανα­φέ­ρε­ται βέβαια στα δικαιώ­μα­τα που έδω­σε ο Χρι­στός στους δια­κό­νους Του, όπως και ο παλαιός νόμος το προ­έ­βλε­πε, είναι ο μόνος από­στο­λος που μίλη­σε για τα δικαιώ­μα­τα των δια­κό­νων του Χρι­στού, άλλο ότι δεν έπαιρ­νε τίπο­τε- και το πόρι­σμα των όσων γρά­φει είναι τού­το- που είναι παρ­μέ­νο από την Παλαιά Δια­θή­κη: «ξιος ργά­της το μισθο ατο». «Άξιος είναι ο εργά­της του  μισθού του». Δού­λε­ψε στο Ευαγ­γέ­λιο, θα ζήσει από το Ευαγ­γέ­λιο. Λέγει: «Δεν ξέρε­τε ότι εκεί­νοι που ηργά­ζον­το εις το θυσια­στή­ριον ετρέ­φον­το εκ του θυσια­στη­ρί­ου;». Στην Παλαιά Δια­θή­κη. Σήμε­ρα, θα λέγα­με: «Να πάρει ο ιερεύς το πρό­σφο­ρο». Να. Τα πολ­λά πρό­σφο­ρα. Παρά­δειγ­μα. Και μάλι­στα, με την ευκαι­ρία, μια που ανέ­φε­ρα, που είπα αυτό, στο βιβλίο των Απο­στο­λι­κών Δια­τα­γών, ανα­φέ­ρει πόσα πρό­σφο­ρα θα πάρει ο Επί­σκο­πος, πόσα θα πάρει ο πρε­σβύ­τε­ρος ή οι πρε­σβύ­τε­ροι, ο διά­κο­νος και πάει παρα­κά­τω. Ώστε εκ του θυσια­στη­ρί­ου θα ζήσει ο εργά­της του Ευαγ­γε­λί­ου.

      Μάλι­στα, λέγει, το λέει η Παλαιά Δια­θή­κη και το ερμη­νεύ­ει ο Παύ­λος : «Ο φιμσεις βον λοντα». «Δεν θα βάλεις φίμω­τρο εις το βόδι που αλω­νί­ζει». Είναι γνω­στό, ότι όπως γυρί­ζει, στα παλιά αλώ­νια, αν ενθυ­μεί­σθε, σε εκεί­να τα παλιά πέτρι­να αλώ­νια και γύρι­ζε γύρω γύρω ένα ή δύο βόδια μαζί, πατη­μέ­να, ξύλο, σανί­δι από πίσω και λιά­νι­ζαν εκεί το σιτά­ρι να βγει το άγα­νο και να μεί­νει ο σίτος. Για μια στιγ­μή το βόδι μπο­ρού­σε να σκύ­ψει και κάτι να φάει. «Μην του βάλεις φίμω­τρο. Δου­λεύ­ει. Άστο να φάει», έλε­γε ο παλιός νόμος. Και λέει ο Παύ­λος: «Μ τν βον μλει τ Θε; (:Μήπως ο Θεός ενδια­φέ­ρε­ται για τα βόδια;) Οχί περί μν γρά­φη;». «Δεν εγρά­φη­σαν», λέει, «αυτά τα πράγ­μα­τα για μας;». Ότι δεν θα φιμώ­σεις τον εργά­τη του Ευαγ­γε­λί­ου. Θα φάει εκεί­νο που του ανή­κει από το Ευαγ­γέ­λιο.

     Ενώ κατο­χυ­ρώ­νει τα πράγ­μα­τα έτσι, ο Παύ­λος δεν παίρ­νει τίπο­τα. Εδώ είναι το κατα­πλη­κτι­κόν. Παραι­τεί­ται από το δικαί­ω­μά του αυτό, μόνο και μόνο για να μην πουν: «Πολ­λά πήρε ο Παύ­λος… Κατά­χρη­ση έκα­νε». Χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­κε εξάλ­λου το ρήμα. «λλ᾿ οκ χρησμεθα τ ξουσίᾳ τατ». «Δεν κάνα­με κατά­χρη­ση αυτής της εξου­σί­ας». Όμως ο Παύ­λος παραι­τεί­ται από το δικαί­ω­μα μένον­τας στο αξί­ω­μά του: «Μηδε­μί­αν ν μηδεν διδόν­τες προ­σκο­πήν, να μ μωμηθ δια­κο­νία». «Σε κανέ­ναν καμία δεν δίνο­με ‘’προ­σκο­πήν’’, σκόν­ταμ­μα, σκάν­δα­λο, για να μη ‘’μωμηθ δια­κο­νία’’, να μην κατη­γο­ρη­θεί η δια­κο­νία του Ευαγ­γε­λί­ου».

      Ω Παύ­λε, τόσο πολύ αγα­πού­σες το Ευαγ­γέ­λιον; Ω Παύ­λε, τόσο πολύ αγα­πού­σες τον λόγο του Θεού; Που θα ήθε­λες να τον πάρουν οι ακρο­α­ταί σου ατό­φιον και που­θε­νά να μην σκον­τά­ψουν; Ω μεγά­λε Παύ­λε…. Ο ίδιος έγρα­ψε ακό­μη στον Τιμό­θεο: «Παρα­δια­τρι­βα διε­φθαρ­μέ­νων νθρώ­πων τν νον κα πεστε­ρη­μέ­νων τς ληθεί­ας(:μη έχον­τας την αλή­θεια ή την χάρη του Θεού), νομι­ζόν­των πορι­σμν εναι τν εσέβειαν(:που νομί­ζουν ότι η ευσέ­βεια είναι πορι­σμός. Να πλου­τί­σεις, με το να είσαι ευσε­βής ή να είσαι ιερεύς, να πλου­τί­σεις…)». Και γρά­φει στον Τιμό­θεο: «φίστα­σο π τν τοιού­των (:Μακριά απ΄ αυτούς, μακριά απ’ αυτούς)»… Και αυτό είναι δυστυ­χώς, το ότι μέσα στην Ιστο­ρία, δια­μέ­σου των αιώ­νων, είχα­με και έχο­με πάν­το­τε αυτούς τους «διε­φθαρ­μέ­νους τν νον» ανθρώ­πους, οι οποί­οι τίπο­τα δεν κατα­λα­βαί­νουν. Χοι­ρώ­δεις άνθρω­ποι. Εργά­ζον­ται εις την Εκκλη­σί­αν για να κερ­δί­σουν και για να πλου­τί­σουν. Και θα προ­σθέ­σει ο Παύ­λος στον Τιμό­θεο, στην Α΄προς Τιμό­θεο: « στι δ πορι­σμς μέγας εσέβεια μετ αταρ­κεί­ας». «Πορι­σμός» θα πει πλού­τος. «Είναι μέγας ο πλού­τος, το να έχεις την ευσέ­βειαν με την αυτάρ­κεια». Εκεί­νο το … «μου φθά­νει να ζήσω». Ακού­στε: «Μου φθά­νει να ζήσω. Δεν πρέ­πει να πλου­τί­σω».

     Και θα φιλο­σο­φή­σει ο Παύ­λος: «Οδν γρ εσηνέγ­κα­μεν ες τν κόσμον, δλον τι οδ ξενεγ­κεν τι δυνά­με­θα· χον­τες δ δια­τροφς κα σκε­πά­σμα­τα, τού­τοις ρκε­σθη­σό­με­θα». «Είναι φανε­ρό», λέει, «στον κόσμο αυτόν δεν φέρα­με τίπο­τα. Καθέ­νας που γεν­νιέ­ται, δεν φέρ­νει ούτε λεφτά, ούτε κου­βέρ­τες, ούτε παπού­τσια, τίπο­τα. Από την κοι­λιά της μάνας του φέρ­νει τίπο­τα; Γυμνός γεν­νιέ­ται». Φανε­ρόν. Και ποιος δεν το ξέρει αυτό; Κι όταν φύγο­με από τον κόσμον αυτόν, δεν παίρ­νο­με πάλι τίπο­τα. Έτσι φιλο­σο­φεί ο Παύ­λος. Κοι­νός νους· που ο καθέ­νας μπο­ρεί αυτό να το δει. Και βγά­ζει το συμ­πέ­ρα­σμά του. Έχον­τες λοι­πόν δια­τρο­φάς και σκε­πά­σμα­τα… -σκέ­πα­σμα είναι τα ρού­χα, είναι τα παπού­τσια, είναι η στέ­γη. Κι αυτό σκέ­πα­σμα είναι. «Έχον­τες», λέει, «δια­τρο­φάς και σκε­πά­σμα­τα, έχον­τες να ζήσο­με και να σκε­πα­στού­με, σ’ αυτά να αρκε­στού­με». Αυτά είναι για όλους. Και για τους κλη­ρι­κούς, πολλ δέ μλλον…

     Εάν όμως κανείς θέλει να προ­σφέ­ρει την δια­κο­νία του στην Εκκλη­σία, μάλι­στα εάν δεν είναι κλη­ρι­κός, είναι λαϊ­κός, και έχει άλλο­θεν έσο­δα, έχει χωρά­φια, έχει μαγα­ζί, ξέρω ΄γω, ποτέ μη δεχθεί αμοι­βή για την δια­κο­νία του αυτή εις την Εκκλη­σία. Ποτέ μη δεχθεί αμοι­βή. Επί­τρο­πος; Τι κάνεις; Ερα­νι­κή επι­τρο­πή; Μην πάρεις τίπο­τα! Πρό­σε­ξε αδελ­φέ. Μην πάρεις τίπο­τα! Μιμή­σου τον Παύ­λο. Ακό­μη, μην υπάρ­ξει σε σένα καμία υστε­ρο­βου­λία, σε αυτήν την δια­κο­νία του Ευαγ­γε­λί­ου. Ότι… «Ε, αργό­τε­ρα, εις το μέλ­λον, κάτι θα ζητή­σω, κάπου, κάπως θα ωφε­λη­θώ», μελ­λον­τι­κά οφέ­λη δηλα­δή. Ούτε φήμη, ούτε προ­νό­μια, ούτε δόξα. Με ταπεί­νω­ση υπη­ρέ­τη­σε, δια­κό­νη­σε την Εκκλη­σία, τον λόγο του Θεού, ό,τι είναι. Το αξί­ω­μα του Παύ­λου δια ένα αδά­πα­νον Ευαγ­γέ­λιο, πρέ­πει να είναι διαρ­κώς μπρο­στά στα μάτια μας. Να το ΄χου­με στον νου μας διαρ­κώς. Να ζού­με για την Εκκλη­σία και όχι από την Εκκλη­σία, όπως υπάρ­χει μία σύγ­χρο­νη έκφρα­σις. Σήμε­ρα δυστυ­χώς πάσχο­με. Πάσχο­με, πάσχο­με. Για­τί λησμο­νή­σα­με τον Παύ­λο. Ή καλύ­τε­ρα …βλέ­πε­τε κάθε χρό­νο ακού­γε­ται η περι­κο­πή αυτή. Ποιος την προ­σέ­χει; Ποιος την θεο­λο­γεί; Ποιος την βαθαί­νει; Λησμο­νή­σα­με τον Παύ­λο. Ή, καλύ­τε­ρα, τις επι­τα­γές του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος. Και η επο­χή μας έχει πολύ μεγά­λη ευαι­σθη­σία. Εάν δει εσέ­να ή κλη­ρι­κός ή λαϊ­κός που υπη­ρε­τεί στην Εκκλη­σία να αρπά­ζεις, το μυα­λό σου, το μάτι σου να είναι στα υλι­κά αγα­θά, πρό­σε­ξε, γύρω σου θα σκαν­δα­λι­σθούν. Γι’αυ­τό σήμε­ρα είναι πολ­λοί οι σκαν­δα­λι­ζό­με­νοι.

      Η θυσία των δικαιω­μά­των, αγα­πη­τοί μου, είναι το αντί­θε­το της φιλαυ­τί­ας. Είσαι φίλαυ­τος; Ουδέ­πο­τε θα θυσιά­σεις τα δικαιώ­μα­τά σου. Θυσιά­ζεις τα δικαιώ­μα­τά σου; Δεν είσαι φίλαυ­τος. Δύο ποσά αντι­στρό­φως ανά­λο­γα. Δεν ζητώ τα δικά μου, αλλά των άλλων. Όπως λέει ο Παύ­λος, πάλι στην Α΄προς Κοριν­θί­ους, στο επό­με­νο κεφά­λαιο το λέει: «Μηδες τ αυτο ζητεί­τω(:Κανείς να μη ζητά το δικό του), λλ τ το τέρου καστος (:αλλά το κέρ­δος του αλλου­νού)». Μέχρι ενός βαθ­μού, βέβαια, θα κοι­τά­ξω και το δικό μου. Αλλά όχι διαρ­κώς το δικό μου. Για­τί αλλιώ­τι­κα μετα­βάλ­λο­μαι σε φίλαυ­τον, όπως σας είπα.

      Συνε­πώς, κίνη­τρον της παραι­τή­σε­ως δικαιω­μά­των ποιο είναι; Η αγά­πη. Η αγά­πη στον Χρι­στό. Η αγά­πη στην Εκκλη­σία Του. Η αγά­πη στον κάθε άνθρω­πο, κατά τον τύπο της παρα­βο­λής του Καλού Σαμα­ρεί­του. Όποιος και να είναι αυτός ο άλλος άνθρω­πος, δεί­ξε του την αγά­πη σου, δεί­ξε του την εξυ­πη­ρέ­τη­ση. Έτσι, παραι­τεί­ται ο θυσια­ζό­με­νος από χρή­μα­τα, από προ­νό­μια, από προ­σω­πι­κή ανά­παυ­ση, ακό­μη και από την σωμα­τι­κή του υγεία. Παραι­τεί­ται. Για να προ­σφέ­ρει. Να προ­σφέ­ρει προ­σφε­ρό­με­νος. Να δαπα­νά εαυ­τόν, δαπα­νώ­με­νος.

     Πολ­λά­κις ακό­μη, ο άνθρω­πος της θυσί­ας, που το έχει μέσα του ή που το διδά­χτη­κε από το Ευαγ­γέ­λιον, πολ­λά­κις δια­λέ­γει επάγ­γελ­μα που να είναι προ­σφο­ρά. Όπως είναι το επάγ­γελ­μα του εκπαι­δευ­τι­κού ‑Έπα­ψε να ΄ναι. Κάνουν απερ­γί­ες οι εκπαι­δευ­τι­κοί. Ας είναι…-. Για να προ­σφερ­θεί. Το επάγ­γελ­μα του για­τρού. Για να προ­σφέ­ρει ‑Έπα­ψε να είναι. Για να βγά­ζουν χρή­μα­τα σήμε­ρα…-. Το επάγ­γελ­μα του νοση­λευ­τού, της νοσο­κό­μου, του νοσο­κό­μου. Ξέρε­τε τι προ­σφο­ρά είναι αυτή; Ξέρε­τε ότι οι αδερ­φές νοσο­κό­μες είναι σαν άγγε­λοι μέσα εις το νοσο­κο­μείο; Και με εκεί­νη την άσπρη στο­λή τους, νομί­ζεις ότι κατέ­βη­καν από τον ουρα­νό να υπη­ρε­τή­σουν και πάλι να ξανα­φύ­γουν.

     Ακό­μη, παραι­τεί­ται ο πιστός, αγα­πη­τοί, και από κοι­νω­νι­κά δικαιώ­μα­τα, κοι­νω­νι­κά δικαιώ­μα­τα, προ­κει­μέ­νου να δια­τη­ρή­σει την ειρή­νη. Και από κοι­νω­νι­κά δικαιώ­μα­τα. Ο Ισα­άκ, επί παρα­δείγ­μα­τι, ο γιος του Αβρα­άμ, έκα­νε μια ανό­ρυ­ξη φρέ­α­τος, έσκα­βε, για να βρει νερό. Είχε ποί­μνια κ.τ.λ. κάπου έκα­νε την εγκα­τά­στα­σή του, έσκα­βε για να βγά­λει  νερό. Μόλις το έβλε­παν οι πλαϊ­νοί λαοί, πήγαι­ναν και του έπαιρ­ναν το πηγά­δι και λέγα­νε: «Α, αυτό είναι δικό μας!». Πήγαι­νε πιο πέρα… ποτέ δεν μάλω­σε, πήγαι­νε πιο πέρα, ξανά­σκα­βε, έβρι­σκε νερό, πήγαι­ναν άλλοι…: «Α, αυτό είναι δικό μας!». Αγα­πη­τοί μου ο Ισα­άκ, τύπος του Ιησού Χρι­στού, πρά­ος, ποτέ δεν στρά­φη­κε εναν­τί­ον των ή να κάνει μία μάχη, αλλά παρη­τεί­το από το κάθε πηγά­δι που έσκα­βε. Κι αυτό εγί­νε­το κατ’ επα­νά­λη­ψιν. Μόνο και μόνο για να μην έχει προ­στρι­βές με τους γει­το­νι­κούς εκεί — μικρές φυλές, μικρούς λαούς.

     Ομοί­ως, αγα­πη­τοί, είναι και τα λεγό­με­να «κλη­ρο­νο­μι­κά δικαιώ­μα­τα»· που λίγο πολύ βρι­σκό­μα­στε κάτω απ’ αυτά.  Προ­κει­μέ­νου να δια­τη­ρή­σει κανείς την ειρή­νη του και την αγά­πη με τα αδέλ­φια του και με τους στε­νούς συγ­γε­νείς του, δέχε­ται να του δώσουν ό,τι αυτοί κρί­νουν. Ξέρω ΄γω, ένα οικό­πε­δο, το χωρί­ζο­με στα τέσ­σε­ρα, ποιος θα πάρει τη γωνία. «Να ρίξο­με κλή­ρο». «Όχι αδερ­φοί, πάρ­τε εσείς και δώστε μου όποιο θέλε­τε». Ας πού­με, ένα τυφλό κομ­μά­τι του οικο­πέ­δου, που δεν είναι γωνιά, που δεν βλέ­πει σε δρό­μο. Και ακό­μη μπο­ρεί να φθά­σει να παραι­τη­θεί τελεί­ως. Να πει: «Παραι­τού­μαι από την περιου­σία και κάνε­τε ό,τι θέλε­τε». Ή δέχε­ται ό,τι του δώσουν ή παραι­τεί­ται ολό­τε­λα, όταν βλέ­πει ότι μαλώ­νουν τα αδέλ­φια και οι συγ­γε­νείς. Στα δικα­στή­ρια αυτός ο άνθρω­πος δεν τρέ­χει ποτέ. Γι’αυ­τό και ο Θεός τον ευλο­γεί. Πόσες φορές έχω πει σε σας, στην Εξο­μο­λό­γη­ση, που το’ χω χαρεί μέχρι τον ουρα­νό, να μου λέτε, άνδρες, γυναί­κες: «Πάτερ μου, σκέ­φτη­κα να παραι­τη­θώ». «Άγιος ο Θεός!», λέγω. «Και να δεις πόσο θα σε ευλο­γή­σει ο Θεός. Δεν θα πει­νά­σεις ούτε συ, ούτε τα παι­διά σου».

      Αλλά και μέσα στην καθη­με­ρι­νό­τη­τα, αγα­πη­τοί μου, υπάρ­χουν θυσια­ζό­με­να δικαιώ­μα­τα. Όπως μια προ­τε­ραιό­τη­τα κάπου, στο αυτο­κί­νη­το, στην τρά­πε­ζα, σε ένα μαγα­ζί πάμε να ψωνί­σο­με, και προ­σφέ­ρει κανείς την προ­τε­ραιό­τη­τά του, για­τί είναι κάποιος ηλι­κιω­μέ­νος άνθρω­πος, είναι ένας ανήμ­πο­ρος άνθρω­πος. Θυσιά­ζει ακό­μη την άνε­σή του στο λεω­φο­ρείο, στο τρέ­νο, δεν ξέρω πού. Αυτά είναι καθη­με­ρι­νά-καθη­με­ρι­νά. Θυσια­ζό­με­να δικαιώ­μα­τα. Γι’αυ­τό λέει ο αββάς Δωρό­θε­ος, είναι στην πέμ­πτη του διδα­σκα­λία: «ταν γάρ κρατμεν τό διον θέλη­μα καί στοιχμεν –για­τί όταν ζητάω τα δικαιώ­μα­τά μου, ζητάω το δικό μου το θέλη­μα- τος δικαιώ­μα­σιν μν, τότε λοι­πόν ς καλόν πργμα ποιοντες αυτος πιβου­λεύ­ο­μεν καί οτε οδαμεν πς πολ­λύ­με­θα». Να σας το μετα­φρά­σω: «Όταν μένο­με δεμέ­νοι με το θέλη­μά μας και ρυθ­μί­ζο­με την ζωή μας με βάση τα δικαιώ­μα­τά μας, υπάρ­χουν άνθρω­ποι — οι πιο πολ­λοί ίσως, που δεν θυσιά­ζουν τίπο­τε από τα δικαιώ­μα­τά τους -‘’Τίπο­τε’’, σου λέει: ‘’Μου ανή­κει’’, ‘’Έχω δικαί­ω­μα’’-, τότε έχον­τας την εντύ­πω­ση», συνε­χί­ζει ο αββάς Δωρό­θε­ος, «ότι κάνο­με κάτι καλό, προ­ε­τοι­μά­ζο­με άθε­λά μας το κακό μας και χανό­μα­στε χωρίς να το κατα­λα­βαί­νο­με». Για­τί χωρίς να το κατα­λα­βαί­νο­με; Για­τί μιλά­με για τα δικαιώ­μα­τά μας εν ονό­μα­τι της δικαιο­σύ­νης… Εκεί –επι­τρέ­ψα­τέ μου την λέξη- την πατά­με!

       Η θυσία των δικαιω­μά­των στην καθη­με­ρι­νό­τη­τα, αγα­πη­τοί μου, εξο­ρί­ζει, όπως σας είπα, την φιλαυ­τία. Και εγκα­θι­δρύ­ει την αγά­πη και την χρι­στια­νι­κή κοι­νω­νι­κό­τη­τα.

       Αγα­πη­τοί, έφθα­σε ο Παύ­λος να πει κάπο­τε από αγά­πη για τους συμ­πα­τριώ­τες του: «Ηχόμην γρ ατς γ νάθε­μα εναι π το Χρι­στο πρ τν δελφν μου, τν συγ­γενν μου κατ σάρ­κα, οτινές εσιν σραηλται». «Θα ευχό­μουν«νάθε­μα» θα πει χώρι­σμα- να χωρι­στώ από τον Χρι­στόν ‑Ποιος; Ο Παύ­λος· που αγα­πού­σε τόσο τον Χρι­στόν- για λογα­ρια­σμό των συμ­πα­τριω­τών μου, προ­κει­μέ­νου να γνω­ρί­σουν τον Χρι­στό οι Ισραη­λί­ται». Είδα­τε κου­βέν­τα; Όταν ο Χρι­στια­νός θυσιά­ζει τα δικαιώ­μα­τά του, τότε όλα αυτά, θα τα έχει εξα­σφα­λί­σει στη Βασι­λεία του Θεού. Μην το πάρε­τε περί­ερ­γον. Στην Απο­κά­λυ­ψη γρά­φει τα εξής: «Κα δόθη ατ(:δόθη­κε εις την Εκκλη­σία δηλα­δή, εις την νύμ­φην) να περι­βά­λη­ται βύσ­σι­νον λαμπρν καθα­ρόν· τ γρ βύσ­σι­νον ‑δηλα­δή βυσ­σι­νί χρώ­μα χιτώ­να-  τ δικαιώ­μα­τα τν γίων στί ». Είναι  «τ δικαιώ­μα­τα τν γίων». Παρό­τι, «δικαιώ­μα­τα» εδώ σημαί­νει η αγιό­τη­τα, οι αρε­τές των αγί­ων, όμως μπο­ρού­με να πού­με ότι οι άγιοι στην Βασι­λεία του Θεού δια­σώ­ζουν, δια­σώ­ζουν τα δικαιώ­μα­τά τους. Ποια; Εκεί­να που θυσί­α­σαν εις τον παρόν­τα κόσμον. Εκεί ακρι­βώς τα απο­λαμ­βά­νουν. Και μάλι­στα όταν φθά­νουν εις το ύψι­στον δικαί­ω­μα της ζωής και εκεί να παραι­τούν­ται, γινό­με­νοι μάρ­τυ­ρες για την αγά­πη του Χρι­στού, τότε εκεί βρί­σκουν και την αλη­θι­νή ζωή.

     Αγα­πη­τοί, ας συνη­θί­ζο­με, με κάποιαν ευκο­λία, από τα μικρά, να θυσιά­ζο­με τα δικαιώ­μα­τά μας, από τα μικρά… Πρό­τυ­πό μας αιώ­νιον ο Παύ­λος, ο αιώ­νιος Παύ­λος· που κι αυτός είχε πρό­τυ­πο τον Κύριόν μας Ιησούν Χρι­στόν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

ψηφιο­ποί­η­ση και ηλε­κτρο­νι­κή επι­μέ­λεια της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας:

Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

 

ΠΗΓΕΣ:

  • Απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση ομι­λί­ας δια χει­ρός του αξιο­τί­μου κ. Αθα­να­σί­ου Κ.
  • https://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_615.mp3

 

 

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ”)

Κατη­γο­ρού­με­νος!

«Ἡ ἐμὴ ἀπο­λο­γία τοῖς ἐμὲ ἀνα­κρί­νου­σιν αὕτη ἐστί» (A’ Kop. 9,3)

EΧΕΤΕ, ἀγα­πη­τοί, ἔχε­τε παρα­κο­λου­θή­σει δίκη; Στὴν ἕδρα εἶνε ὁ δικα­στής. Στὸ ἑδώ­λιο ὁ κατη­γο­ρού­με­νος. Κατη­γο­ρεί­ται γιὰ κάποιο ἔγκλη­μα. Οἱ μάρ­τυ­ρες τῆς κατη­γο­ρί­ας κατα­θέ­τουν πολ­λὰ ποὺ τὸν ἐπι­βα­ρύ­νουν. Μάρ­τυ­ρες ὑπε­ρα­σπί­σε­ως δὲν παρου­σιά­ζον­ται. Μένει μόνος! Ὁ εἰσαγ­γε­λεὺς εἶνε αὐστη­ρός. Τοῦ ἀπευ­θύ­νει τὸ «κατη­γο­ρῶ», τὸν κρί­νει ἔνο­χο καὶ ζητά­ει τὴν αὐστη­ρὴ κατα­δί­κη του. Δικη­γό­ροι τοῦ ἐπι­τί­θεν­ται. Ὁ κατη­γο­ρού­με­νος εἶνε πολὺ σκε­πτι­κὸς καὶ φοβι­σμέ­νος.

* * *

Στὸ ἑδώ­λιο τοῦ κατη­γο­ρου­μέ­νου, καθὼς βλέ­που­με στο σημε­ρι­νό Από­στο­λο, κάθε­ται ἕνας. Δὲν κάθε­ται για πρώ­τη φορά. Κι ἄλλες φορὲς οἱ φοβε­ροί ἐχθροί του τὸν ἔφε­ραν κατη­γο­ρού­με­νο μπρο­στὰ στὰ δικα­στή­ρια ἐπάρ­χων καὶ στρα­τη­γῶν. Ὁ κατη­γο­ρού­με­νος ἀπο­λο­γή­θη­κε καὶ κατώρ­θω­σε νὰ πεί­σῃ τοὺς ὑψη­λοὺς δικα­στάς του, ὅτι εἶνε ἀθῷ­ος καὶ νὰ ἐλευ­θε­ρω­θῇ ἀπ ̓ τὰ δεσμά. Ἀλλὰ ποιός εἶνε ὁ κατη­γο­ρού­με­νος; Ποιοί οἱ κατή­γο­ροί του; Καὶ ποιά ἡ κατη­γο­ρία του; Κατη­γο­ρού­με­νος εἶνε… ὁ Παῦ­λος! Ὁ Παῦ­λος; Ἀλλὰ τί κακὸ ἔκα­νε; Ποιό τὸ ἔγκλη­μα, γιὰ τὸ ὁποῖο κατη­γο­ρεί­ται; Εἶνε κλο­πή; πορ­νεία; μοι­χεία; φόνος; ἀπι­στία καὶ ἀθε­ΐα;… Τίπο­τε ἀπ’ αὐτά. Ὁ κατη­γο­ρού­με­νος δὲν διέ­πρα­ξε τέτοια ἐγκλή­μα­τα. Ὁ Παῦ­λος ἦταν ἄνθρω­πος ποὺ πάν­το­τε ἔκα­νε τὸ καλό. Ἦταν ἄνθρω­πος ἀνώ­τε­ρος. Σπά­νιος ἄνθρω­πος. Τί λέω; Μέχρι σήμε­ρα δεν γεν­νή­θη­κε ἄλλος σὰν κι αὐτόν. Οὔτε καὶ θὰ γεν­νη­θῇ. Ἀπὸ τοὺς χρι­στια­νοὺς ὅλων τῶν αἰώ­νων αὐτὸς ἄγγι­ξε πιὸ πολὺ τὸ Χρι­στό.

Ὁ Παῦ­λος, ὁ κορυ­φαῖ­ος ἀπό­στο­λος τῶν ἐθνῶν! Ποιός θὰ περί­με­νε νὰ τὸν κατη­γο­ρή­σουν; Κι ὅμως βρέ­θη­καν ἄνθρω­ποι νὰ τὸν κατη­γο­ρή­σουν. Οἱ δὲ ἐχθροί του δὲν προ­έρ­χον­ταν μόνο ἀπὸ τοὺς ἀπί­στους καὶ τοὺς ἀθέ­ους, ἀπὸ τοὺς εἰδω­λο­λά­τρες βασι­λιᾶ­δες καὶ ἡγε­μό­νες, ποὺ ἦταν ἑπό­με­νο νὰ τὸν μισή­σουν καὶ νὰ τὸν κατα­διώ­ξουν καὶ νὰ μετα­χει­ρι­σθοῦν ὁποιο­δή­πο­τε μέσο γιὰ νὰ τὸν ἐξον­τώ­σουν· οἱ ἐχθροί του προ­έρ­χον­ταν κι ἀπὸ ἀνθρώ­πους ποὺ γνώ­ρι­σαν τὸν Παῦ­λο ἀπό κον­τά, ἄκου­σαν τὴ θερ­μὴ καὶ ζωο­γό­νο διδα­σκα­λία του, εἶδαν τὴν ἁγία ζωή του καὶ τὰ θαύ­μα­τα ποὺ ἔκα­νε, κι ὅμως αὐτοὶ οἱ κακοὶ ἄνθρω­ποι, οἱ ψευ­το­χρι­στια­νοί, κατη­γό­ρη­σαν τὸν Παῦ­λο. Τὸν κατη­γό­ρη­σαν μὲ διά­φο­ρες κατη­γο­ρί­ες καὶ συκο­φαν­τί­ες. Ἀλλ ̓ ἂν ὑπῆρ­χε μιὰ κατη­γο­ρία, ποὺ πλή­γω­νε καὶ στε­νο­χω­ροῦ­σε τὸν Παῦ­λο περισ­σό­τε­ρο ἀπὸ κάθε ἄλλη, ἦταν ἡ κατη­γο­ρία, πὼς δὲν εἶνε ἀλη­θι­νὸς ἀπό­στο­λος. Αὐτοὶ ποὺ τὸν μισοῦ­σαν τὸν συνέ­κρι­ναν μὲ ἄλλους κήρυ­κες τοῦ εὐαγ­γε­λί­ου καὶ τὸν εὕρι­σκαν τάχα πολὺ κατώ­τε­ρο. Δὲν ἔχει, ἔλε­γαν, τὰ χαρί­σμα­τα ποὺ ἔχουν οἱ ἄλλοι. Δὲν ἔχει ἐμφά­νι­σι. Δὲν ἔχει ῥητο­ρεία. Δὲν ἔχει φιλο­σο­φία. Ὁ λόγος του εἶνε τιπο­τέ­νιος. Μόνο ὅταν γρά­φῃ κάτι γρά­φει… Δὲν θέλου­με νὰ τὸν ἀκοῦ­με. Ἐμεῖς ἀκοῦ­με ἄλλους κήρυ­κες καὶ ἀπο­στό­λους, ποὺ εἶνε σπου­δαῖ­οι. Ὁ Παῦ­λος;… Μὲ τί περι­φρό­νη­σι οἱ ἐχθροί του πρό­φε­ραν τὸ ὄνο­μά του!

Μ’ αὐτὰ ποὺ ἔλε­γαν καὶ διέ­δι­δαν εἰς βάρος του οἱ ἐχθροί του ἐπε­δί­ω­καν νὰ κλο­νί­σουν τὴν ἐμπι­στο­σύ­νη, ποὺ εἶχαν οἱ χρι­στια­νοὶ στὸ πρό­σω­πό του. Καὶ μαζὶ μὲ τὴν ἐμπι­στο­σύ­νη νὰ κλο­νί­σουν καὶ τὴν πίστι σ ̓ αὐτὰ ποὺ κήρυτ­τε ὁ Παῦ­λος. Ἔτσι αὐτοί, ποὺ μὲ τὸ κήρυγ­μα τοῦ Παύ­λου εἶχαν πιστέ­ψει στὸ Χρι­στό, κιν­δύ­νευαν νὰ χάσουν τὴν πίστι τους καὶ νὰ ξανα­γυ­ρί­σουν στὴν παλιά τους θρη­σκεία, τὴν εἰδω­λο­λα­τρία. Ἀπὸ τὸ φῶς δηλα­δὴ νὰ πᾶνε πάλι στὸ σκο­τά­δι, ἀπ’ τὴν ἀλή­θεια στο ψέμα, ἀπ’ τὸ Χρι­στὸ στὸ διά­βο­λο. Τί συμ­φο­ρά!

Ὁ κίν­δυ­νος ἦταν πολὺ μεγά­λος. Ὁ Παῦ­λος δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ μεί­νῃ ἀδιά­φο­ρος. Δὲν ἐπρό­κει­το ἁπλῶς γιὰ τὴν προ­σω­πι­κή του τιμὴ καὶ ὑπό­λη­ψι. Ἐπρό­κει­το γιὰ κάτι πολὺ ἀνώ­τε­ρο ἐπρό­κει­το γιὰ τὴν πίστι. Καὶ ὁ Παῦ­λος ἀπαν­τᾷ στοὺς κατη­γό­ρους του. Ἀπαν­τᾷ ὁ κατη­γο­ρού­με­νος. Ἐκθέ­τει διά­φο­ρα περι­στα­τι­κὰ τῆς ζωῆς του καὶ ἀπο­δει­κνύ­ει, πόσο ἁγνὰ καὶ ἀνι­διο­τε­λῆ εἶνε τὰ ἐλα­τή­ρια τῶν λόγων καὶ τῶν πρά­ξε­ών του. Κανέ­να ταπει­νὸ συμ­φέ­ρον, καμ­μιά ἰδιο­τέ­λεια δὲν τὸν κινοῦ­σε. Χρή­μα­τα δὲν ἔπαιρ­νε ἀπὸ κανέ­ναν. Ψωμί δωρε­ὰν δὲν ἔτρω­γε. Δού­λευε καὶ ζοῦ­σε κι αὐτὸς καὶ οἱ σύν­τρο­φοί του. Κάθε μέρα ἐξέ­θε­τε τὸν ἑαυ­τό του στοὺς κιν­δύ­νους. Ἕνας ἦταν ὁ σκο­πός του ̇ νὰ ὁδη­γῇ ἁμαρ­τω­λοὺς στὸ Χρι­στό, νὰ μετα­δί­δῃ τὸ φῶς ποὺ εἶδε σὲ ψυχὲς ποὺ ζοῦ­σαν στὰ σκο­τά­δια. Δὲν θὰ ἔπρε­πε, λέει, νὰ γρά­φω τί θυσί­ες ἔκα­να γιὰ τὸ Χρι­στό, δὲν θὰ ἔπρε­πε νὰ γρά­φω τὰ κατορ­θώ­μα­τά μου. Ἀλλ ̓ ἀφοῦ οἱ ἐχθροί μου μὲ κατη­γο­ροῦν κι ἀμφι­σβη­τοῦν τὰ πάν­τα, καὶ θέλουν νὰ ποῦν ὅτι οὔτε ἐγὼ εἶμαι ἀπό­στο­λος οὔτε τὸ κήρυγ­μά μου ἔχει καμ­μιὰ ἀξία, ἐσεῖς δὲ οἱ χρι­στια­νοὶ ποὺ ἀκοῦ­τε τὶς κατη­γο­ρί­ες δυστυ­χῶς δὲν μὲ ὑπε­ρα­σπί­ζε­τε, ἀναγ­κά­ζο­μαι μόνος πιὰ ν’ ἀπο­λο­γη­θῶ καὶ ν ̓ ἀπο­δεί­ξω τὴν ἀθῳ­ό­τη­τά μου. Αὐτὸ τὸ νόη­μα ἔχουν τὰ λόγια τοῦ Παύ­λου «Ἡ ἐμὴ ἀπο­λο­γία τοῖς ἐμὲ ἀνα­κρί­νου­σιν αὕτη ἐστί» (Α’ Κορ. 9,3).

* * *

Ἕνας Παῦ­λος κατη­γο­ρού­με­νος! Ποιός θὰ τὸ περί­με­νε; Αλλά για­τί ἀπο­ροῦ­με; Αὐτὸς ὁ Χρι­στός, ποὺ ἦταν ἀσύγ­κρι­τα ἀνώ­τε­ρος ἀπὸ τὸν Παῦ­λο κι ἀπό ὅλους τοὺς ἁγί­ους, κατη­γο­ρή­θη­κε ἀπ’ τὸν κόσμο, ἀπ’ τοὺς ἐχθρούς του, συνε­λή­φθη, καὶ κατη­γο­ρού­με­νος, δέσμιος, στά­θη­κε μπρο­στὰ στοὺς ἀδί­κους δικα­στάς του Ἄννα, Καϊ­ά­φα καὶ Πιλᾶ­το γιὰ ν’ ἀπο­λο­γη­θῇ. Ἂς μὴ παρα­ξε­νεύ­ε­ται λοι­πόν κανέ­νας, ὅταν βλέ­πῃ πὼς ὁ κόσμος ποὺ ἔφυ­γε μακριὰ ἀπ’ τὸ Θεὸ μισεῖ, κατη­γο­ρεῖ καὶ συκο­φαν­τεῖ τοὺς ἀλη­θι­νοὺς ἐργά­τες τοῦ εὐαγ­γε­λί­ου, ποὺ ἀγω­νί­ζον­ται νὰ μετα­δώ­σουν στὴ σημε­ρι­νὴ γενιὰ τὸ φῶς καὶ τὴν ἀλή­θεια. Ὁ κόσμος, ὁ ἄπι­στος κόσμος, ὁ πονη­ρὸς καὶ διε­στραμ­μέ­νος, ποὺ εἶνε ἕτοι­μος νὰ χει­ρο­κρο­τή­σῃ τὰ πιὸ τιπο­τέ­νια πρό­σω­πα, ὁ ἴδιος αὐτὸς κόσμος εἶνε ἕτοι­μος νὰ ὑβρί­σῃ, νὰ δια­βά­λῃ καὶ νὰ συκο­φαν­τή­σῃ τοὺς κήρυ­κες τοῦ Χρι­στοῦ. Ὁ κόσμος αὐτὸς καθί­ζει διαρ­κῶς στὰ ἑδώ­λιά του τοὺς πιστοὺς ὑπη­ρέ­τας τοῦ Κυρί­ου, κι ἂν περ­νοῦ­σε ἀπ’ τὸ χέρι του, θὰ τοὺς σταύ­ρω­νε μὲ καρ­φιὰ πιὸ μυτε­ρὰ ἀπὸ ἐκεῖ­να ποὺ σταύ­ρω­σε τὸ Χρι­στὸ καὶ τοὺς ἀπο­στό­λους.

* * *

Αγα­πη­τοί μου! Θὰ μοῦ ἐπι­τρέ­ψε­τε τώρα, ἐπει­δὴ τὸ θέμα εἶνε σχε­τι­κό, νὰ μιλή­σω κ’ ἐγὼ γιὰ τὸν ἑαυ­τό μου· ν’ ἀπο­λο­γη­θῶ δηλα­δὴ κ’ ἐγώ, για­τί κ’ ἐγὼ φέρο­μαι διαρ­κῶς κατη­γο­ρού­με­νος ἀπὸ ἀνθρώ­πους, ποὺ μισοῦν τὸ φῶς καὶ τὴν ἀλή­θεια. Γιὰ κάθε ἐνέρ­γειά μας καὶ γιὰ κάθε λόγο μας κάτι ἔχουν νὰ ποῦν. Ἐκεῖ, ποὺ μὲ τὴ βοή­θεια τοῦ Θεοῦ προ­σπα­θοῦ­με ν’ ἀνά­ψου­με τὴν ἁγία φωτιά, γιὰ νὰ κάψῃ κάθε κακὸ καὶ κάθε ἁμαρ­τία, ἐκεῖ οἱ ἄνθρω­ποι αὐτοὶ ζητοῦν νὰ ῥίξουν χιό­νια, νὰ σβή­σουν τὴ φωτιὰ καὶ νὰ σκορ­πί­σουν τὴν ἀπο­γο­ή­τευ­ση γιὰ κάθε καλὸ ποὺ γίνε­ται μὲ τὴ βοή­θεια τοῦ Θεοῦ στὴν ἐπαρ­χία μας. Κι ὅσο περισ­σό­τε­ρα καλὰ γίνον­ται, τόσο κ’ ἡ ἀντί­δρα­σι γίνε­ται μεγα­λύ­τε­ρη. Λίγοι βέβαια εἶνε αὐτοί, ἀλλὰ τὴ ζημιὰ τὴν κάνουν ὅσο ἐξαρ­τᾶ­ται ἀπ’ αὐτούς. Ἂν μπο­ρού­σα­νε, οὔτε μιὰ μέρα δὲν θὰ μᾶς ἀφή­να­νε ὄχι νὰ κηρύ­ξου­με ἀλλ’ οὔτε νὰ ζήσου­με.

Ἀλλ’ ἐμεῖς, παρ’ ὅλες τὶς ἀντι­δρά­σεις, ὡς ἐπί­σκο­πος τῆς Ὀρθο­δό­ξου Ἐκκλη­σί­ας συνε­χί­ζου­με τὴν πορεία μας. Τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ κηρύτ­του­με. Τὰ δόγ­μα­τα τῆς Ἐκκλη­σί­ας ὑπο­στη­ρί­ζου­με. Την Ορθο­δο­ξία ὑπε­ρα­σπί­ζου­με. Κατη­γο­ρού­με­νοι ἀπο­λο­γού­με­θα. Κι ὅσοι θέλουν νὰ δοῦν πῶς ἀπαν­τοῦ­με στοὺς κατη­γό­ρους μας, παρα­κα­λῶ ἂς κάνουν τὸν κόπο νὰ δια­βά­σουν ἕνα καί­νούρ­γιο βιβλίο μὲ τίτλο «Ἀπο­λο­γι­σμὸς μιᾶς τετρα­ε­τί­ας». Εἶνε ἡ ἀπο­λο­γία μου ὡς ἐπι­σκό­που. Στὸ πρῶ­το φύλ­λο τοῦ βιβλί­ου αὐτοῦ εἶνε γραμ­μέ­νο τὸ σημε­ρι­νὸ ῥητό «Ἡ ἐμὴ ἀπο­λο­γία τοῖς ἐμὲ ἀνα­κρί­νου­σιν αὕτη ἐστί» (ἔ.ά.).

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek