ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ

Αποστολική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ - Α΄ ΚΟΡ. (Θ΄ 2 - 12)

Α΄προς Κορινθίους, κεφάλαιο Θ΄, εδάφια 2-12

(1 Οκ εμ πστολος; Οκ εμ λεθερος; Οχ ᾿Ιησον Χριστν τν Κριον μν ἑώρακα; Ο τ ργον μου μες στε ν Κυρίῳ😉

2 Ε λλοις οκ εμ πστολος, λλ γε μν εμι· γρ σφραγς τς μς ποστολς μες στε ν Κυρίῳ. 3 μ πολογα τος μ νακρνουσιν ατη στ. 4 Μ οκ χομεν ξουσαν φαγεν κα πιεν; 5 Μ οκ χομεν ξουσαν δελφν γυνακα περιγειν, ς κα ο λοιπο πστολοι κα ο δελφο το Κυρου κα Κηφς; 6 μνος γ κα Βαρνβας οκ χομεν ξουσαν το μ ργζεσθαι;

7 Τς στρατεεται δοις ψωνοις ποτ; Τς φυτεει μπελνα κα κ το καρπο ατο οκ σθει; τς ποιμανει πομνην κα κ το γλακτος τς πομνης οκ σθει; 8 Μ κατ νθρωπον τατα λαλ; οχ κα νμος τατα λγει; 9 ν γρ τ Μωϋσως νμ γγραπται· ο φιμσεις βον λοντα. μ τν βον μλει τ Θε; 10 δι᾿ μς πντως λγει; δι᾿ μς γρ γρφη, τι π᾿ λπδι φελει ροτριν ροτριν, κα λον τς λπδος ατο μετχειν π᾿ λπδι. 11 Ε μες μν τ πνευματικ σπεραμεν, μγα ε μες μν τ σαρκικ θερσομεν; 12 Ε λλοι τς ξουσας μν μετχουσιν, ο μλλον μες; λλ᾿ οκ χρησμεθα τ ξουσίᾳ τατ, λλ πντα στγομεν, να μ γκοπν τινα δμεν τ εαγγελίῳ το Χριστο.

Κι αν ακόμα άλλοι αρνούνται να με αναγνωρίσουν ως απόστολο, για σας οπωσδήποτε είμαι· γιατί η ίδια η ύπαρξη της εκκλησίας σας είναι η απόδειξη πως είμαι απόστολος. Να πώς απολογούμαι σ’ αυτούς που αμφισβητούν και συζητούν την αυθεντία μου ως αποστόλου: Δεν έχω τάχα δικαίωμα να συντηρούμαι με δαπάνη της εκκλησίας που υπηρετώ; Μήπως δεν έχω δικαίωμα να έχω μαζί στα ταξίδια μου αδερφή χριστιανή ως σύζυγο, όπως κάνουν και οι άλλοι απόστολοι και τα αδέρφια του Κυρίου και ο Κηφάς; Ή μήπως είμαστε οι μόνοι, εγώ κι ο Βαρνάβας, που δεν έχουμε δικαίωμα συντηρήσεως, αλλά πρέπει να ζούμε με την εργασία μας; Ποιος πάει ποτέ στρατιώτης στον πόλεμο με δικά του έξοδα; ποιος φυτεύει αμπέλι και δεν τρώει από τον καρπό του; ή ποιος βόσκει πρόβατα και δεν τρώει από το γάλα του κοπαδιού; Μήπως αυτά που λέω είναι σύμφωνα μόνο με την ανθρώπινη καθημερινή πείρα; Κι ο νόμος δε λέει τα ίδια; Πράγματι, στο Μωσαϊκό νόμο είναι γραμμένο: Μη βάλεις φίμωτρο στο βόδι που αλωνίζει. Μήπως για τα βόδια νοιάζεται ο Θεός; 10 Μήπως αυτά που λέει αναφέρονται πραγματικά σ’ εμάς; Ασφαλώς αυτά γράφτηκαν για μας. Αυτός που οργώνει κι αυτός που αλωνίζει πρέπει να κάνουν τη δουλειά τους με την ελπίδα της συμμετοχής στη συγκομιδή. 11 Εμείς σπείραμε ανάμεσά σας πνευματικό σπόρο· σας φαίνεται πάρα πολύ αν θερίσουμε από σας τα υλικά, που είναι αναγκαία για τη συντήρησή μας; 12 Αν άλλοι κάνουν χρήση αυτού του δικαιώματος απέναντί σας, δε θα ταίριαζε να το κάνουμε περισσότερο εμείς; Εμείς όμως δεν κάναμε χρήση του δικαιώματος αυτού, αλλά υπομένουμε κάθε στέρηση, για να μη δημιουργήσουμε κανένα εμπόδιο στη διάδοση του ευαγγελίου του Χριστού. 

2 Εάν για άλλους δεν είμαι Απόστολος, τουλάχιστον όμως για σας είμαι Απόστολος· διότι η σφραγίδα με την οποία πιστοποιείται επίσημα το αποστολικό μου αξίωμα, με τη χάρη του Κυρίου, είστε εσείς, τους οποίους εγώ οδήγησα στον Χριστό. 3 Η απάντησή μου προς εκείνους που με εξετάζουν και αμφισβητούν αν είμαι Απόστολος, είναι αυτή που δίνεται από τη θεία αυτή σφραγίδα.4 Αφού λοιπόν είμαι κι εγώ Απόστολος σαν τους άλλους Αποστόλους, ρωτώ: Δεν έχουμε κι εγώ και οι συνεργάτες μου δικαίωμα να φάμε και να πιούμε αυτά που μας προσφέρουν οι μαθητές μας; 5 Δεν έχουμε κι εμείς δικαίωμα να περιφέρουμε μαζί μας στις περιοδείες γυναίκα, Χριστιανή αδελφή, για να μας διακονεί, όπως κάνουν και οι υπόλοιποι Απόστολοι κι αυτοί που θεωρούνται αδελφοί του Κυρίου και ο Κηφάς; 6 Ή μήπως μόνο εγώ κι ο Βαρνάβας δεν έχουμε δικαίωμα να μην εργαζόμαστε κάποιο βιοποριστικό επάγγελμα, για να καλύπτουμε απ’ αυτό τα έξοδά μας;

7 Είμαστε στρατιώτες του Χριστού που αγωνιζόμαστε για την εξάπλωση της βασιλείας Του. Ποιος ποτέ παίρνει μέρος σε εκστρατεία εναντίον του εχθρού με δικά του έξοδα; Είμαστε αμπελουργοί που καλλιεργούμε το πνευματικό αμπέλι του Χριστού. Ποιος φυτεύει αμπέλι και δεν τρώει από τον καρπό του; Είμαστε πνευματικοί ποιμένες κι εσείς είστε τα πρόβατά μας. Ποιος βόσκει ποίμνιο, φροντίζει γι’ αυτό, και δεν τρώει από το γάλα του ποιμνίου; 8 Αλλά μήπως αυτά που λέω είναι σύμφωνα μόνο με ανθρώπινες συνήθειες και παραδείγματα; Ή μήπως δεν λέει τα ίδια και ο θεόπνευστος νόμος; 9 Βεβαίως τα λέει αυτά ο νόμος· διότι έχει γραφεί στον Μωσαϊκό νόμο: Δεν θα κλείσεις με φίμωτρο και δεν θα βουλώσεις το στόμα του βοδιού που αλωνίζει. Θα αφήσεις το στόμα του ελεύθερο να φάει από τα στάχυα που με τόσο κόπο αλωνίζει. Αλλά ρωτώ: Μήπως ο Θεός ως νομοθέτης ενδιαφέρεται για τα βόδια; 10 Ή μήπως για μας τους λογικούς βεβαίως ανθρώπους τα λέει και τα νομοθετεί αυτά; Ναι, για μας τα λέει. Διότι για μας τους πνευματικούς εργάτες και καλλιεργητές γράφτηκε ότι ο καλλιεργητής οφείλει να καλλιεργεί τη γη με την ελπίδα να απολαύσει τη σοδειά˙ κι εκείνος που γεμάτος ελπίδα αλωνίζει, οφείλει να μετέχει και να απολαμβάνει τον καρπό που με ελπίδα περίμενε να αποκτήσει απ’ τον αγρό του. 11 Κι εμείς υπήρξαμε ανάμεσά σας σποριάδες πνευματικοί και καλλιεργητές. Εάν λοιπόν εμείς σπείραμε στις καρδιές σας τον πνευματικό σπόρο της αλήθειας και σας μεταδώσαμε πνευματικά χαρίσματα, είναι μεγάλο πράγμα αν εμείς θερίσουμε τα υλικά αγαθά σας ως καρπό της πνευματικής αυτής σποράς; 12 Κι αν άλλοι χρησιμοποιούν τα δικαιώματα που τους δίνει ο νόμος σε σας τους μαθητευόμενους, δεν δικαιούμαστε να χρησιμοποιήσουμε την εξουσία αυτή πολύ περισσότερο εμείς; Αλλ’ όμως εμείς δεν κάναμε χρήση των δικαιωμάτων μας αυτών. Αντιθέτως υποφέρουμε κάθε είδος στερήσεις, για να μην παρεμβάλουμε ούτε το παραμικρό εμπόδιο στο κήρυγμα του Ευαγγελίου του Χριστού.

Ἂν γιὰ ἄλλους δὲν εἶμαι ἀπόστολος, ἀλλὰ γιὰ σᾶς βεβαίως εἶμαι. Nαί, ἡ ἀπόδειξι τῆς ἀποστολικῆς ἰδιότητός μου εἶσθε σεῖς, ποὺ σᾶς ὡδήγησα στὸν Kύριο. Ἡ ἀπολογία μου πρὸς αὐτούς, πού (μὲ ἀμφισβητοῦν ὡς ἀπόστολο καί) μὲ καθίζουν στὸ ἑδώλιο τοῦ κατηγορουμένου, αὐτὴ εἶναι.   (Ἀφοῦ λοιπὸν εἶμαι ἀπόστολος, ἐρωτῶ:) Mήπως δὲν ἔχουμε δικαίωμα νὰ φάγωμε καὶ νὰ πιοῦμε; Mήπως δὲν ἔχουμε δικαίωμα νὰ φέρωμε μαζί μας στὶς περιοδεῖες χριστιανὴ γυναῖκα (γιὰ νὰ μᾶς ὑπηρετῇ), ὅπως κάνουν καὶ οἱ λοιποὶ ἀπόστολοι, καὶ οἱ ἀδελφοὶ τοῦ Kυρίου, καὶ αὐτὸς ὁ Kηφᾶς (ὁ Πέτρος); Ἢ μήπως μόνον ἐγὼ καὶ ὁ Bαρνάβας δὲν ἔχουμε δικαίωμα νὰ μὴν ἐργαζώμεθα (γιὰ τὴ συντήρησί μας); Ποιός ποτὲ ὑπηρετεῖ ὡς στρατιώτης μὲ δικά του ἔξοδα; Ποιός φυτεύει ἀμπέλι καὶ δὲν τρώγει ἀπὸ τὸν καρπό του; Ἢ ποιός ποιμαίνει ποίμνιο καὶ δὲν τρώγει ἀπὸ τὸ γάλα τοῦ ποιμνίου; Mήπως λέγω αὐτὰ ἀνθρωπίνως σκεπτόμενος; Mήπως δὲν τὰ λέγει καὶ ὁ νόμος; (Tὰ λέγει). Διότι στὸ νόμο τοῦ Mωυσέως εἶναι γραμμένο: Mὴ βάλῃς φίμωτρο στὸ βόδι ποὺ ἁλωνίζει. Mήπως ὁ Θεὸς ἐνδιαφέρεται ἁπλῶς γιὰ τὰ βόδια; 10 Ἢ μήπως ὁμιλεῖ ὁπωσδήποτε γιὰ μᾶς; Nαί, γιὰ μᾶς ἐγράφη, ὅτι δηλαδὴ ἐκεῖνος, ποὺ ὀργώνει, πρέπει νὰ ὀργώνῃ μὲ ἐλπίδα, καὶ ἐκεῖνος, ποὺ ἁλωνίζει, ἀσφαλῶς νὰ μετέχῃ τοῦ καρποῦ, ποὺ ἤλπισε. 11 Ἀφοῦ ἐμεῖς σπείραμε σὲ σᾶς τὰ πνευματικά, εἶναι μεγάλο πρᾶγμα ἐὰν ἐμεῖς θερίσωμε ἀπὸ σᾶς τὰ ὑλικά (γιὰ τὴ συντήρησί μας); 12 Ἀφοῦ ἄλλοι χρησιμοποιοῦν τὸ δικαίωμα ἀπέναντί σας (νὰ λαμβάνουν ἀπὸ τὰ ἀγαθά σας), δὲν πρέπει νὰ τὸ χρησιμοποιήσωμε περισσότερο ἐμεῖς; Ἀλλὰ δὲν κάναμε χρῆσι αὐτοῦ τοῦ δικαιώματος, ἀλλ’ ὑπομένουμε ὅλες τὶς στερήσεις, γιὰ νὰ μὴ παρεμβάλωμε τὸ παραμικρὸ ἐμπόδιο στὴ διάδοσι τοῦ εὐαγγελίου τοῦ Xριστοῦ.

Ιερός Χρυσόστομος (Ερμηνεία Περικοπής)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ

«Οκ εμ πόστολος; οκ εμ λεύθερος; οχ ησον Χριστν τν Κύριον μν ώρακα; ο τ ργον μου μες στε ν Κυρί; (:Δεν είμαι απόστολος με ίσα δικαιώματα με τους άλλους αποστόλους; Δεν είμαι ελεύθερος όπως οι άλλοι χριστιανοί; Δεν είδα τον Ιησού Χριστό τον Κύριό μας; Και δεν είστε εσείς το έργο που με τη βοήθεια του Θεού επιτέλεσα;)»[Α΄Κορ.9,1].

Επειδή προηγουμένως είχε πει ότι «ε βρμα σκανδαλίζει τν δελφόν μου, ο μ φάγω κρέα ες τν αἰῶνα, να μ τν δελφόν μου σκανδαλίσω(:εάν αυτό που τρώω γίνεται αιτία σκανδάλου και αμαρτίας για τον αδελφό μου, δεν θα φάω ποτέ οποιοδήποτε είδος κρέατος, για να μην σκανδαλίσω τον αδερφό μου)»[Α΄Κορ.8,13], πράγμα το οποίο δεν είχε μεν κάνει, υποσχόταν όμως ότι θα το έκανε, εάν παρίστατο ανάγκη, για να μη λέγει κανείς ότι «κομπάζεις άσκοπα και φιλοσοφείς με λόγια και υπόσχεσαι με το στόμα μόνο, που είναι εύκολο και σε μένα και στον καθένα· εάν αυτά τα λέγεις από την ψυχή σου, δείξε με τα έργα τι καταφρόνησες, για να μη σκανδαλίσεις τον αδελφό σου», για τον λόγο αυτόν αναγκάζεται στη συνέχεια να προχωρήσει στην απόδειξη αυτών και να δείξει ότι απείχε ακόμη και από όσα επιτρέπονταν προκειμένου να μην προκαλέσει σκανδαλισμό, εάν και κανείς νόμος δεν τον εξανάγκαζε σε αυτό. Και δεν είναι βέβαια αυτό θαυμαστό, αν και είναι θαυμαστό, ότι απείχε από όσα επιτρέπονταν, για να μη σκανδαλίσει, αλλά ότι το έκανε με πολύ κόπο και κίνδυνο.

«Γιατί», λέγει, «πρέπει να αναφέρω τα ειδωλόθυτα;». «Διότι, ενώ ο Χριστός παρήγγειλε όσοι κηρύττουν το Ευαγγέλιο να ζουν από τους μαθητές τους, εγώ δεν έκανα αυτό, αλλά προτίμησα και αν ακόμη παρίστατο ανάγκη, να πεθάνω από την πείνα και να βρω τον χειρότερο θάνατο, προκειμένου να μη λάβω τίποτε από τους κατηχούμενους»· όχι διότι επρόκειτο να σκανδαλιστούν εάν δεν λάμβανε, αλλά επειδή επρόκειτο να οικοδομηθούν, πράγμα το οποίο ήταν πολύ σπουδαιότερο. Και μάρτυρες τούτου παρουσιάζει αυτούς, μεταξύ των οποίων ζούσε και εργαζόμενος και πεινώντας και στενοχωρούμενος, επειδή τρεφόταν από άλλους, μην τυχόν τους σκανδαλίσει· διότι πράγματι σκανδαλίζονταν με το τίποτε· αυτός τηρούσε τον νόμο, αλλά όμως σκεπτόταν αυτούς πολύ περισσότερο. Εφόσον λοιπόν αυτός έπραξε περισσότερα απ΄ό,τι καθορίζει ο νόμος, για να μη σκανδαλιστούν, και απείχε ακόμη και από επιτρεπόμενα, για να οικοδομήσει άλλους, τίνος καταδίκης θα ήσαν άξιοι αυτοί οι οποίοι δεν απέχουν από τα ειδωλόθυτα τη στιγμή μάλιστα, κατά την οποία για τον λόγο αυτόν πολλοί χάνονται, ενώ θα έπρεπε να τα αποφύγουν και χωρίς να υπήρχε ο κίνδυνος του σκανδάλου για μόνο τον λόγο ότι είναι η τράπεζα των δαιμόνων;

Αυτό λοιπόν είναι όλο το νόημα, το οποίο αναλύει με πολλούς στίχους. Πρέπει όμως το θέμα αυτό να το αναπτύξει σε ανώτερη βάση. Δεν το θέτει σαφώς έτσι, όπως το είπα, ούτε εισέρχεται σε αυτό ευθέως, αλλά αρχίζει από άλλο σημείο λέγοντας τα εξής: «Οκ εμ πόστολος;(:Δεν είμαι Απόστολος με ίσα δικαιώματα με τους άλλους Αποστόλους;)»[Α΄Κορ.9,1]. Μαζί δηλαδή με όσα έχουν λεχτεί και αυτή δεν είναι μικρή διαφορά, το να είναι ο Παύλος αυτός που κάνει αυτά· διότι, για να μη λένε ότι επιτρέπεται να γεύεται κανείς, όταν σφραγίζει το ειδωλόθυτο με το σημείο του σταυρού, προς το παρόν μεν δεν αρκείται σε τούτο, αλλά λέγει ότι, και αν ακόμη επιτρεπόταν, δεν έπρεπε να το κάνει για να μη βλαφτούν οι αδελφοί· κατόπιν όμως αποδεικνύει ότι ούτε επιτρεπόταν αυτό.

Τώρα όμως αποδεικνύει το πρώτο από τη δική του περίπτωση· και ενώ πρόκειται να πει ότι τίποτε δεν έλαβε από αυτούς, δεν το αναφέρει ευθύς αμέσως, αλλά κατά πρώτον αναφέρει το αξίωμά του, λέγοντας: «Οκ εμ πόστολος; Οκ εμ λεύθερος; (:Δεν είμαι Απόστολος με ίσα δικαιώματα με τους άλλους Αποστόλους; Δεν είμαι ελεύθερος όπως οι άλλοι χριστιανοί;)». Για να μη λένε δηλαδή ότι «και αν δεν έλαβες τίποτε, δεν το έλαβες, διότι δεν σου επιτρεπόταν να λάβεις», γι’αυτό κατά πρώτον αναφέρει τις αιτίες, για τις οποίες εύλογα θα λάμβανε, εάν ήθελε να λάβει κάτι. Έπειτα, για να μη φανεί ότι διαβάλλει όσους βρίσκονταν γύρω από τον Πέτρο -διότι εκείνοι λάμβαναν- κατά πρώτον τονίζει ότι επιτρεπόταν σε εκείνους να λαμβάνουν· κατόπιν, για να μην πει κανείς ότι «στον Πέτρο μεν επιτρεπόταν να λάβει, σε εσένα όμως δεν επιτρεπόταν», προλαμβάνει τον ακροατή με τα εγκώμια του εαυτού του.

Και επειδή έβλεπε ότι ήταν ανάγκη να εγκωμιάσει τον εαυτό του- διότι έτσι διορθώνονταν οι Κορίνθιοι- και επειδή συγχρόνως δεν ήθελε να πει τίποτε υπερβολικό για τον εαυτό του, πρόσεχε πώς κάνει και τα δύο σε όσο βαθμό το απαιτεί η ανάγκη, επαινώντας τον εαυτό του όχι τόσο όσο είχε επίγνωση, αλλά όσο το απαιτούσε η ανάγκη της προκειμένης υποθέσεως. Ενώ, δηλαδή μπορούσε να πει ότι «Εγώ προπάντων έπρεπε να λαμβάνω και μάλιστα περισσότερα από εκείνους, διότι κοπίασα περισσότερο από αυτούς», δεν λέγει μεν αυτό, στο οποίο είχε υπεροχή, για όσα όμως εκείνοι ήσαν μεγάλοι και για όσα δικαίως λάμβαναν, αυτά μόνο αναφέρει λέγοντας τα εξής: «Δεν είμαι απόστολος; Δεν είμαι ελεύθερος;». Δηλαδή, «δεν εξουσιάζω τον εαυτό μου; Μήπως είμαι υπό την εξουσία κάποιου που με αναγκάζει και με εμποδίζει να λάβω; Αλλά εκείνοι έχουν κάτι επιπλέον, ότι έζησαν μαζί με τον Χριστό. Αλλά ούτε και αυτό το στερούμαι». Για τον λόγο αυτόν λέγει: «Οχ ησον Χριστν τν Κύριον μν ώρακα;(: Δεν έχω δει τον Ιησού Χριστό, τον Κύριό μας;». Διότι λέγει: «σχατον δ πάντων σπερε τ κτρώματι φθη κμοί(:και τελευταία από όλους εμφανίστηκε και σε μένα σαν σε έκτρωμα, σαν σε έμβρυο δηλαδή που παράνομα αποβλήθηκε από την κοιλιά της μητέρας του)» [Α΄Κορ.15,8].

Δεν ήταν και μικρή αυτή η τιμή, διότι λέγει: «μν γρ λέγω μν τι πολλο προφται κα δίκαιοι πεθύμησαν δεν βλέπετε, κα οκ εδον, κα κοσαι κούετε, κα οκ κουσαν(:και οι πνευματικές σας αισθήσεις είναι μακάριες, διότι αληθινά σας λέω ότι πολλοί προφήτες και δίκαιοι επιθύμησαν να δουν αυτά που βλέπετε εσείς, και δεν αξιώθηκαν να τα δουν. Επιθύμησαν και να ακούσουν αυτά που εσείς ακούτε, και δεν τα άκουσαν· διότι έζησαν σε παλaιότερα χρόνια και δεν πρόφθασαν να δουν την επίγεια παρουσία μου)» [Ματθ.13,17] και: «λεύσονται μέραι τε πιθυμήσετε μίαν τν μερν το υο το νθρώπου δεν, κα οκ ψεσθε(:Εγώ θα φύγω κι εσείς θα επιθυμήσετε την παρουσία μου. Μέσα στο έργο της αποστολής σας θα αντιμετωπίζετε αντιδράσεις και μόχθους και δύσκολες περιστάσεις. Θα έλθουν λοιπόν μέρες που θα επιθυμήσετε να δείτε μία από τις ένδοξες ημέρες της δευτέρας παρουσίας του υιού του ανθρώπου˙ και δεν θα τη δείτε)» [Λουκά 17,22].

«Τι λοιπόν και αν είσαι απόστολος και ελεύθερος και έχεις δει τον Χριστό, εφόσον όμως δεν έδειξες έργο αποστόλου, πώς δικαιούσαι να λαμβάνεις;», θα έλεγε κάποιος. Για τον λόγο αυτόν πρόσθεσε: «Ο τ ργον μου μες στε ν Κυρί; (:Δεν είστε εσείς το έργο που με τη βοήθεια του Θεού επιτέλεσα;)»[Α΄Κορ.9,1]. Διότι το μέγα είναι τούτο· εκείνα χωρίς αυτό δεν ωφελούν καθόλου. Και ο Ιούδας και απόστολος ήταν και ελεύθερος ήταν και τον Χριστό είδε, αλλά επειδή δεν είχε έργο αποστόλου, εκείνα καθόλου δεν τον ωφέλησαν. Για τον λόγο αυτόν λοιπόν προσθέτει και αυτό και επικαλείται αυτούς ως μάρτυρες. Και επειδή είπε μεγάλο λόγο, πρόσεχε πώς τον μετριάζει, λέγοντας «ν Κυρί» δηλαδή, «του Θεού είναι το έργο, όχι δικό μου».

«Ε λλοις οκ εμ πστολος, λλ γε μν εμι(:εάν για άλλους δεν είμαι Απόστολος, τουλάχιστον όμως για εσάς είμαι Απόστολος)» [Α΄Κορ.9,2]. Βλέπεις ότι δεν λέγει περιττά; Αν και μπορούσε να αναφέρει την οικουμένη και έθνη βάρβαρα και τη γη και τη θάλασσα, εντούτοις δεν αναφέρει τίποτε από εκείνα, αλλά νικά χρησιμοποιώντας τα ρητορικά σχήματα «κατά συνδρομήν» και «ἐκ περιουσίας»κατά συνδρομήν»: προσωρινή αποδοχή του επιχειρήματος του αντιδίκου και μετά από λίγο με ισχυρά επιχειρήματα εξαναγκασμός αυτού να παραδεχτεί το αντίθετο· «εκ περιουσίας»: ανάπτυξη ενός θέματος διεξοδικώς]. «Τι μου χρειάζονται», λέγει, «τα επιπλέον, όταν και αυτά αρκούν για την παρούσα υπόθεση; Δεν αναφέρω λοιπόν όσα κατόρθωσα σε άλλους αλλά όσων εσείς είστε μάρτυρες. Ώστε και αν ακόμη από πουθενά αλλού δεν έπρεπε να λάβω, από εσάς είχα κάθε δικαίωμα να λάβω- διότι υπήρξα ο διδάσκαλός σας- από αυτούς δεν έλαβα». «Εάν για άλλους δεν είμαι απόστολος, για εσάς όμως τουλάχιστον είμαι». Πάλι χρησιμοποιεί στον λόγο του το σχήμα «κατά συνδρομήν», διότι ήταν απόστολος της οικουμένης.

«Αλλά όμως», λέγει, «δεν λέγω αυτό, ούτε μάχομαι και φιλονικώ, αλλά αναφέρω τη δική σας περίπτωση». «Διότι, εσείς είστε η σφραγίδα της αποστολής μου», δηλαδή η απόδειξη. «Και αν θέλει κανείς να μάθει για ποιο λόγο είμαι απόστολος, προβάλλω εσάς· διότι σε σας επέδειξα όλα τα χαρακτηριστικά του αποστόλου και τίποτε δεν υστέρησα». Αυτό ακριβώς το αναφέρει και στη δεύτερη επιστολή του λέγοντας: «Γέγονα φρων καυχώμενος! μες με ναγκάσατε. γ γρ φειλον φ᾿ μν συνίστασθαι· οδν γρ στέρησα τν περλίαν ποστόλων, ε κα οδέν εμι.τί γάρ στιν ττήθητε πρ τς λοιπς κκλησίας, ε μ τι ατς γ ο κατενάρκησα μν; χαρίσασθέ μοι τν δικίαν ταύτην. τί γάρ στιν ττήθητε πρ τς λοιπς κκλησίας, ε μ τι ατς γ ο κατενάρκησα μν; χαρίσασθέ μοι τν δικίαν ταύτην(:Έγινα ανόητος με τις καυχήσεις μου αυτές! Αλλά εσείς με αναγκάσατε να γίνω· διότι εγώ είχα το δικαίωμα να συστήνομαι από σας και όχι να βρίσκομαι στην ανάγκη να σας συστήσω τον εαυτό μου. Και είχα το δικαίωμα να συστήνομαι από σας, διότι σε τίποτε δεν αποδείχθηκα κατώτερος από τους άλλους περισσότερο επιφανείς αποστόλους, αν και χωρίς τη χάρη του Θεού δεν είμαι τίποτε. Όλες τις αποδείξεις που πιστοποιούν ότι είμαι απόστολος, σας τις παρουσίασα ανάμεσά σας με κάθε υπομονή και με διάφορα υπερφυσικά έργα, δηλαδή με θεϊκά σημεία, με εκπληκτικά θαύματα και με υπερφυσικές δυνάμεις. Διότι ποιο είναι εκείνο στο οποίο φανήκατε κατώτεροι από τις άλλες Εκκλησίες εκτός από το ότι εγώ δεν σας επιβάρυνα με τα έξοδα της συντηρήσεώς μου; Συγχωρήστε μου την αδικία αυτή)» [Β΄Κορ.12,11-13].

Για τον λόγο αυτόν λέγει: « γρ σφραγς τς μς ποστολς μες στε ν Κυρίῳ(:διότι η σφραγίδα με την οποία πιστοποιείται επίσημα το αποστολικό μου αξίωμα, με την χάρη του Κυρίου, είστε εσείς, τους οποίους οδήγησα στον Χριστό)»[Α΄Κορ.9,2]. «Καθότι και σημεία επέδειξα και με τον λόγο μου δίδαξα και κινδύνους υπέμεινα και βίο έζησα άψογο». Και όλα αυτά είναι δυνατόν να τα δει κανείς με τις δύο αυτές επιστολές, πως για καθένα από αυτά τους φέρει απόδειξη με κάθε ακρίβεια.

« μ πολογα τος μ νακρνουσιν ατη στ.(:η απάντησή μου προς εκείνους που με αμφισβητούν και αμφιβάλλουν αν είμαι Απόστολος, είναι αυτή που δίνεται από τη θεία αυτή σφραγίδα)»[Α΄Κορ.9,3]. Τι σημαίνει « μ πολογα τος μ νακρνουσιν ατη στ»; «Για εκείνους που ζητούν να μάθουν για ποιους λόγους είμαι απόστολος ή για όσους με κατηγορούν ότι δήθεν λαμβάνω χρήματα ή ρωτούν την αιτία, για την οποία δεν λαμβάνω ή γι’ αυτούς που θέλουν να αποδείξουν ότι δεν είμαι απόστολος, η δική σας κατήχηση και όσα πρόκειται να πω αποτελούν απόδειξη και απολογία».

Ποια λοιπόν είναι αυτά; «Μ οκ χομεν ξουσαν φαγεν κα πιεν; μ οκ χομεν ξουσαν δελφν γυνακα περιγειν, ς κα ο λοιπο πστολοι κα ο δελφο το Κυρου κα Κηφς;(:Αφού λοιπόν είμαι και εγώ Απόστολος σαν τους άλλους αποστόλους, ρωτώ: Δεν έχουμε και εγώ και οι συνεργάτες μου δικαίωμα να φάμε και να πιούμε αυτά που μας προσφέρουν οι μαθητές μας; Δεν έχουμε και εμείς δικαίωμα να περιφέρουμε μαζί μας στις περιοδείες γυναίκα, χριστιανή αδελφή για να μας διακονεί, όπως κάνουν και οι υπόλοιποι απόστολοι και αυτοί που θεωρούνται αδερφοί του Κυρίου και ο Κηφάς;)» [Α΄Κορ.9,4-5]. Και πώς αυτά είναι απολογία; «Διότι, όταν είναι φανερό ότι απέχω ακόμη και από τα επιτρεπόμενα, δεν θα ήταν δίκαιο να με υποπτεύονται ως απατεώνα ή ότι κάνω κάτι για χρήματα. Όσα λοιπόν έχω πει προηγουμένως και η διδασκαλία μου προς εσάς και αυτά τα οποία είπα, αρκούν για απολογία μου προς εσάς, και εδώ στηρίζομαι και λέγω εκείνα και τα εξής προς όλους όσοι αμφιβάλλουν για εμένα· Μήπως δεν έχουμε δικαίωμα να φάμε και να πιούμε; Μήπως δεν έχουμε δικαίωμα να περιφέρουμε γυναίκα αδελφή;. Αλλά όμως, αν και έχω δικαίωμα, εντούτοις απέχω».

Τι λοιπόν; Δεν έτρωγε, ούτε έπινε ; Πολλές φορές πράγματι ούτε έτρωγε, ούτε έπινε, διότι λέγει: «ν κόπ κα μόχθ, ν γρυπνίαις πολλάκις, ν λιμ κα δίψει, ν νηστείαις πολλάκις, ν ψύχει κα γυμνότητι(:υπηρέτησα τον Κύριο με κόπο και μόχθο, με αγρυπνίες πολλές φορές, με πείνα και δίψα, όταν απομονωνόμουν σε μακρινές οδοιπορίες με νηστείες πολλές φορές, με ψύχος και γυμνότητα όταν με θερινά ρούχα με έπιανε αιφνιδιαστικά ο χειμώνας)»[Β΄Κορ.11,27]. Εδώ όμως δεν εννοεί αυτό, αλλά τι; «Δεν τρώμε, ούτε πίνουμε λαμβάνοντας από τους μαθητές μας, αν και έχουμε δικαίωμα να λάβουμε».

«Μ οκ χομεν ξουσαν δελφν γυνακα περιγειν, ς κα ο λοιπο πστολοι κα ο δελφο το Κυρου κα Κηφς;(:Δεν έχουμε και εμείς δικαίωμα να περιφέρουμε μαζί μας στις περιοδείες γυναίκα, χριστιανή αδελφή για να μας διακονεί, όπως κάνουν και οι υπόλοιποι απόστολοι και αυτοί που θεωρούνται αδερφοί του Κυρίου και ο Κηφάς;)»[Α΄Κορ.9,5]. Πρόσεχε σοφία· τον κορυφαίο τον έχει θέσει τελευταίο· διότι το ισχυρότερο των κεφαλαίων, τότε τίθεται. Δεν θα ήταν τόσο θαυμαστό να δείξει ότι οι άλλοι κάνουν αυτό, όσο ο πρωτοστάτης απόστολος, αυτός που του εμπιστεύτηκε ο Κύριος τα κλειδιά των ουρανών. Αλλά δεν τον αναφέρει αυτόν μόνο, αλλά όλους σαν να λέγει τα εξής περίπου: «Αν ζητείς και κατώτερους και ανώτερους, υπάρχουν όλα τα παραδείγματα. Οι αδελφοί του Κυρίου, αφού απελευθερώθηκαν από την πρώτη απιστία τους, ήσαν από τους αξιόλογους, αν και δεν έφταναν τους αποστόλους». Για τον λόγο αυτόν τους έθεσε στο μέσο μεταξύ των δύο άκρων.

« μνος γ κα Βαρνβας οκ χομεν ξουσαν το μ ργζεσθαι; (:ή μήπως μόνο εγώ και ο Βαρνάβας δεν έχουμε δικαίωμα να εργαζόμαστε για κάποιο βιοποριστικό επάγγελμα για να καλύπτουμε από αυτό τα έξοδά μας;)» [Α΄Κορ.9,6]. Πρόσεχε την ταπεινοφροσύνη και την ψυχή που είναι καθαρή από φθόνο, πως δεν απέκρυψε αυτόν που γνώριζε ότι ήταν ακριβής στη ζωή του όπως ο ίδιος. Εφόσον δηλαδή τα άλλα είναι κοινά, πώς αυτό δεν είναι κοινό; «Απόστολοι και εκείνοι και εμείς, και ελεύθεροι και τον Χριστό είδαμε και επιδείξαμε έργο αποστόλων. Επομένως και εμείς έχουμε δικαίωμα και να ζούμε χωρίς να εργαζόμαστε και να τρεφόμαστε από τους μαθητές μας».

«Τς στρατεεται δοις ψωνοις ποτ;(:Είμαστε στρατιώτες του Χριστού που αγωνίζονται για την εξάπλωση της βασιλείας Του. Ποιος ποτέ παίρνει μέρος σε εκστρατεία εναντίον του εχθρού με δικά του έξοδα;)»[Α΄Κορ.9,7]. Αφού λοιπόν, αυτό το οποίο ήταν ισχυρότατο, απέδειξε ότι ως απόστολος έχει το δικαίωμα να το κάνει, στη συνέχεια έρχεται στα παραδείγματα και την κοινή συνήθεια, πράγμα το οποίο συνήθιζε, και λέει: «Ποιος υπηρετεί στον στρατό με δικά του έξοδα;». Εσύ όμως πρόσεξε, σε παρακαλώ, πόσο πολύ κατάλληλα για την προκειμένη περίπτωση παραδείγματα έφερε και ότι κατά πρώτον υπενθυμίζει τα επικίνδυνα, στρατό και όπλα και πολέμους· διότι τέτοια ήταν η αποστολή του, μάλλον δε πολύ περισσότερο επικίνδυνος από αυτά, καθόσον ο πόλεμός τους δεν ήταν μόνο προς ανθρώπους αλλά και προς δαίμονες, και παρατάσσονταν για μάχη με τον αρχηγό εκείνων. Αυτό λοιπόν που λέγει, σημαίνει το εξής: ότι δηλαδή ούτε οι άρχοντες του κόσμου, οι ωμοί και άδικοι, απαιτούν οι στρατευόμενοι να μετέχουν σε εκστρατείες και να κινδυνεύουν και συγχρόνως να τρέφονται με δικά τους έξοδα· πώς λοιπόν ήταν δυνατόν ποτέ ο Χριστός να απαιτήσει αυτό;

Και ούτε αρκείται σε ένα μόνο παράδειγμα, διότι τον πολύ απλοϊκό και βραδύνου άνθρωπο συνήθως τον αναπαύει πάρα πολύ να βλέπει και την κοινή συνήθεια να εφαρμόζεται στους νόμους του Θεού. Για τον λόγο αυτόν προχωρεί και σε άλλο παράδειγμα και λέγει: «Τς φυτεει μπελνα κα κ το καρπο ατο οκ σθει;(: Είμαστε αμπελουργοί που καλλιεργούμε το πνευματικό αμπέλι του Χριστού. Ποιος φυτεύει αμπέλι και δεν τρώει από τον καρπό του;)»[Α΄Κορ.9,7] . Με εκείνο το παράδειγμα τόνισε τους κινδύνους, με αυτό όμως τον κόπο και την πολλή ταλαιπωρία και τη φροντίδα. Και τρίτο, πάλι, παράδειγμα, προσθέτει λέγοντας: « τς ποιμανει πομνην κα κ το γλακτος τς πομνης οκ σθει;(: Ποιος βόσκει ποίμνιο, φροντίζει γι΄αυτό, και δεν τρώει από το γάλα του ποιμνίου;)», προσπαθώντας έτσι να καταστήσει γνωστή την πολλή και απαραίτητη φροντίδα του διδασκάλου για τους μαθητές του· διότι βεβαίως οι απόστολοι ήσαν και στρατιώτες και γεωργοί και ποιμένες όχι γης, ούτε ζώων, ούτε φονερών πολέμων, αλλά λογικών ψυχών και πολέμου προς τους δαίμονες.

Πρέπει επίσης να παρατηρήσουμε και εκείνο, ότι δηλαδή παντού διεφύλαξε τη συμμετρία επιζητώντας μόνο το αναγκαίο, όχι το περιττό. Διότι δεν είπε: «Ποιος υπηρετεί στον στρατό και δεν πλουτίζει;», αλλά: «Ποιος ποτέ υπηρετεί στον στρατό με δικά του έξοδα;»· ούτε είπε: «Ποιος φυτεύει αμπελώνα και δεν συνάγει χρυσό ή δεν τρυγά ολόκληρο τον καρπό;», αλλά: «δεν τρώγει από τον καρπό του;»· ούτε είπε: «Ποιος ποιμαίνει ποίμνη και δεν εμπορεύεται τα αρνιά;». Αλλά πώς το είπε; «Και δεν τρώγει από το γάλα της;»· όχι από τα αρνιά, αλλά από το γάλα, δείχνοντας ότι ο διδάσκαλος πρέπει να αρκείται σε μικρή μόνο ανταπόδοση των κόπων του και στην αναγκαία μόνο τροφή. Αυτά για όσους θέλουν να κατατρώγουν τα πάντα και να τρυγούν ολόκληρο τον καρπό. Και ο Κύριος νομοθέτησε έτσι λέγοντας: «ξιος γάρ στιν ργάτης τς τροφς ατο(:Κάθε εργάτης δικαιούται να δέχεται την τροφή του από εκείνους για τους οποίους μοχθεί)» [Ματθ.10,10]. Και δεν επιτυγχάνει μόνο αυτό με παραδείγματα, αλλά και δεικνύει ποιος πρέπει να είναι ο ιερέας· διότι πρέπει να έχει και ανδρεία στρατιώτη κα επιμέλεια γεωργού και κηδεμονία ποιμένα και μετά από όλα αυτά να μην επιζητεί τίποτε περισσότερο από τα αναγκαία.

Αφού λοιπόν έδειξε και από το παράδειγμα των αποστόλων και από τα παραδείγματα της ζωής ότι δικαιούται να θεωρείται διδάσκαλος, έρχεται και σε τρίτο κεφάλαιο, λέγοντας τα εξής: «Μ κατ νθρωπον τατα λαλ; οχ κα νμος τατα λγει; (:αλλά μήπως αυτά που λέω είναι σύμφωνα μόνο με ανθρώπινες συνήθειες και παραδείγματα; Η μήπως δεν λέει τα ίδια και ο θεόπνευστος νόμος; )» [Α΄Κορ.9,8]. Επειδή δηλαδή έως εδώ δεν είπε τίποτε από τις Γραφές, αλλά πρόβαλε την κοινή συνήθεια, λέγει: «Μη νομίσετε ότι ενισχύω τη θέση μου με αυτά μόνο τα επιχειρήματα, ούτε ότι νομοθετώ αυτά βασιζόμενος στη γνώμη των ανθρώπων· μπορώ να σας αποδείξω ότι αυτή είναι η γνώμη και του Θεού, και σας διαβάζω παλαιό νόμο που ορίζει αυτά».

Για τον λόγο αυτόν προχωρεί τον λόγο του με ερώτηση, πράγμα το οποίο γίνεται για θέματα γενικής αποδοχής και λέγει ως εξής: «Μήπως τα λέω αυτά σκεπτόμενος ανθρωπίνως;», δηλαδή: «Μήπως ενισχύω τη θέση μου μόνο με ανθρώπινα παραδείγματα;» «Ή δεν τα λέγει αυτά και ο νόμος;». «ν γρ τ Μωϋσως νμ γγραπται· ο φιμσεις βον λοντα. μ τν βον μλει τ Θε; (:βεβαίως τα λέει αυτά ο νόμος· διότι έχει γραφτεί από τον μωσαϊκό νόμο: “Δεν θα κλείσεις με φίμωτρο και δεν θα βουλώσεις τα στόμα του βοδιού που αλωνίζει. Θα αφήσεις το στόμα του ελεύθερο να φάει από τα στάχυα που με τόσο κόπο αλωνίζει”. Αλλά ρωτώ: μήπως ο Θεός ως νομοθέτης ενδιαφέρεται για τα βόδια;)» [Α΄Κορ.9,9]. Και για ποιο λόγο ανέφερε αυτό, εφόσον είχε στον νου του την περίπτωση των ιερέων; Επειδή ήθελε να αναπτύξει αυτό διεξοδικότατα.

Έπειτα, για να μην πει κανείς: «Και ποια σχέση έχουμε εμείς με αυτό που είπες για τα βόδια;», αναπτύσσει αυτό με ακρίβεια, λέγοντας: «Μήπως ο Θεός ενδιαφέρεται για τα βόδια;». Πες μου λοιπόν, δεν ενδιαφέρεται ο Θεός για τα βόδια; Ενδιαφέρεται μεν, όχι όμως έτσι, ώστε και νόμο να θεσπίσει για το θέμα αυτό. Ώστε, εάν δεν υπαινισσόταν κάτι σημαντικό εκγυμνάζοντας τους Ιουδαίους στο να είναι φιλάνθρωποι με το παράδειγμα των ζώων και με βάση αυτά ομιλώντας προς αυτούς περί των διδασκάλων, δεν θα έσπευδε έτσι, ώστε και νόμο να θεσπίσει για τη φίμωση των βοδιών. Με αυτό δείχνει και κάτι άλλο, ότι ο κόπος των διδασκάλων και είναι πολύς και οφείλει να είναι.

Και επιπλέον και κάτι άλλο. Ποιο λοιπόν είναι αυτό; Ότι όσα λέγονται από την Παλαιά Διαθήκη για τη φροντίδα των ζώων, κυρίως συντελούν στη διδασκαλία των ανθρώπων, όπως ακριβώς και όλα τα άλλα, τα περί ποικίλων ιματίων και τα περί αμπελώνων και σπερμάτων και περί του να μη μεταβάλει κανείς τον αγρό του[Δευτ.22,9: «Ο κατασπερες τν μπελνά σου διάφορον, να μ γιασθ τ γένημα κα τ σπέρμα, ἐὰν σπείρς μετ το γενήματος το μπελνός σου(:δεν θα σπείρεις στο αμπέλι σου διαφορετικούς σπόρους, διότι δεν θα είναι δυνατόν να προσφερθούν την ίδια μέρα προς αγιασμό οι απαρχές του αμπελώνος και της άλλης σποράς)»], τα περί λέπρας και όλα γενικώς τα άλλα. Διότι επειδή ήσαν πολύ ασθενείς στην πίστη, με τέτοια παραδείγματα ομιλούσε προς αυτούς λίγο κατ’ ολίγον αναβιβάζοντας αυτούς πνευματικά.

Και πρόσεχε ότι δεν αναφέρει πολλά επιχειρήματα γι’αυτό, διότι ήταν φανερό και αυτονόητο. Αφού δηλαδή είπε «Μήπως ο Θεός ενδιαφέρεται για τα βόδια;», πρόσθεσε:: « δι᾿ μς πντως λγει; δι᾿ μς γρ γρφη, τι π᾿ λπδι φελει ροτριν ροτριν, κα λον τς λπδος ατο μετχειν π᾿ λπδι(:ή μήπως για μας τους λογικούς βεβαίως ανθρώπους τα λέει και τα νομοθετεί αυτά; Ναι για εμάς τα λέει. Διότι για τους πνευματικούς εργάτες και καλλιεργητές γράφτηκε ότι ο καλλιεργητής οφείλει να καλλιεργεί την γη με την ελπίδα να απολαύσει τη σοδειά· και εκείνος που γεμάτος ελπίδα αλωνίζει, οφείλει να μετέχει να απολαμβάνει τον καρπό που με ελπίδα περίμενε να αποκτήσει από τον αγρό του)» [Α΄Κορ.9,10]· και δεν πρόσθεσε άσκοπα το «αποκλειστικά», αλλά για να μην επιτρέψει στον ακροατή να αντείπει οτιδήποτε.

Και επιμένει στη μεταφορά λέγοντας και διακηρύττοντας: «Διότι για εμάς γράφτηκε ότι εκείνος που οργώνει, οφείλει να οργώνει με ελπίδα», δηλαδή ο διδάσκαλος οφείλει να έχει τις αμοιβές των κόπων του· «και εκείνος που αλωνίζει οφείλει να αλωνίζει ελπίζοντας ότι θα λάβει μέρος του καρπού». Και κοίταξε σύνεση! Από τον σπόρο μετέφερε το θέμα στο αλώνι δείχνοντας και με τον τρόπο αυτόν, τους πολλούς ιδρώτες των διδασκάλων, ότι αυτοί και οργώνουν και αλωνίζουν. Και για μεν το όργωμα, επειδή δεν ήταν δυνατό να καρπωθούν κάτι αλλά τον πόνο μόνο, έχει θέσει την ελπίδα, αλλά στο αλώνισμα ανέφερε πλέον την ανταμοιβή, λέγοντας: «Και εκείνος που αλωνίζει, ελπίζει ότι θα λάβει». Έπειτα, για να μη λέγει κανείς: «Αυτή λοιπόν είναι η αμοιβή τόσων πολλών ιδρώτων;». Πρόσθεσε το «π᾿ λπδι», δηλαδή στο μέλλον. Τίποτε άλλο λοιπόν δεν βοά το αφίμωτο στόμα αυτού του ζώου, παρά το ότι οι διδάσκαλοι που κοπιάζουν πρέπει και να απολαύουν αμοιβής.

«Ε μες μν τ πνευματικ σπεραμεν, μγα ε μες μν τ σαρκικ θερσομεν;(:και εμείς υπήρξαμε ανάμεσά σας σποριάδες πνευματικοί και καλλιεργητές. Εάν λοιπόν εμείς σπείραμε στις καρδιές σας τον πνευματικό σπόρο της αλήθειας και σας μεταδώσαμε πνευματικά χαρίσματα, είναι μεγάλο πράγμα εάν εμείς θερίσουμε τα υλικά αγαθά σας ως καρπό της πνευματικής σποράς;)» [Α΄Κορ.11]. Ιδού ότι προσθέτει και τέταρτο συλλογισμό υπέρ του ότι οι πιστοί πρέπει να παρέχουν τα αναγκαία στους αποστόλους για τη συντήρησή τους. Αφού δηλαδή είπε: «Ποιος ποτέ υπηρετεί στον στρατό με δικά του έξοδα;» και «Ποιος φυτεύει αμπελώνα;» και «Ποιος βόσκει ποίμνη;», και ανέφερε το βόδι που αλωνίζει, δείχνει και άλλη ευλογότατη αιτία, για την οποία είχαν δικαίωμα να λάβουν, διότι είχαν προσφέρει πολύ περισσότερα και όχι μόνο διότι είχαν κοπιάσει. Ποια είναι αυτή; «Εάν εμείς σπείραμε σε σας τα πνευματικά, είναι υπερβολικό εάν εμείς θερίσουμε από εσάς υλικά πράγματα;». Είδες δικαιότατη αιτία και ευλογότερη από τις προηγούμενες; Λέγει δηλαδή ότι εκεί μεν ο σπόρος ήταν σαρκικός, σαρκικός ήταν και ο καρπός· εδώ όμως δεν είναι έτσι, αλλά ο μεν σπόρος είναι πνευματικός, η δε ανταπόδοση υλική. Για να μη μεγαλοφρονούν δηλαδή όσοι δίνουν στους διδασκάλους, έδειξε ότι λαμβάνουν περισσότερα από ό,τι δίνουν· δηλαδή, οι μεν γεωργοί ό,τι σπείρουν αυτά και λαμβάνουν, εμείς όμως σπείροντας πνευματικά στις ψυχές σας θερίζουμε σαρκικά· διότι τέτοια ήταν η τροφή που έδιναν αυτοί.

Έπειτα προκαλώντας και περισσότερη ντροπή λέγει: «Ε λλοι τς ξουσας μν μετχουσιν, ο μλλον μες; λλ᾿ οκ χρησμεθα τ ξουσίᾳ τατ, λλ πντα στγομεν, να μ γκοπν τινα δμεν τ εαγγελίῳ το Χριστο(:και εάν οι άλλοι χρησιμοποιούν τα δικαιώματα που τους δίνει ο νόμος σε εσάς τους μαθητευόμενους, δεν δικαιούμαστε να χρησιμοποιήσουμε την εξουσία αυτή πολύ περισσότερο εμείς; Αλλά όμως εμείς δεν κάναμε χρήση των δικαιωμάτων μας αυτών)» [Α΄Κορ.9,12].

Ιδού και άλλος πάλι συλλογισμός, και αυτός από παραδείγματα, αλλά όχι όμοια. Εδώ δηλαδή δεν υπενθυμίζει ούτε τον Πέτρο ούτε τους αποστόλους, αλλά κάποιους άλλους νόθους, εναντίον των οποίων κατόπιν αγωνίζεται και για τους οποίους λέγει: «νέχεσθε γρ ε τις μς καταδουλο, ε τις κατεσθίει, ε τις λαμβάνει, ε τις παίρεται, ε τις μς ες πρόσωπον δέρει(:Ανέχεστε δηλαδή όποιον σας υποδουλώνει, όποιον σας κατατρώει και σας εκμεταλλεύεται, όποιον σας συλλαμβάνει σαν τα πουλιά στην παγίδα, όποιον υψώνεται δεσποτικά πάνω από σας, όποιον σας δέρνει στο πρόσωπο)» [Β΄Κορ.11,20], σαν προανάκρουσμα πλέον του πολέμου του προς εκείνους.

Για τούτο δεν είπε: «εάν άλλοι λαμβάνουν από εσάς», αλλά δείχνοντας την αυθάδεια και την τυραννική διάθεση και την εκμετάλλευση αυτών, λέγει: «Εάν άλλοι χρησιμοποιούν τα δικαιώματά τους προς εσάς», δηλαδή «εάν κυριαρχούν επάνω σας, σας εξουσιάζουν, σας συμπεριφέρονται σαν δούλους, όχι απλώς λαμβάνοντας αλλά και με πολλή αυταρχικότητα». Για αυτό πρόσθεσε: «Δεν δικαιούμαστε πολύ περισσότερο εμείς;», το οποίο δεν θα το έλεγε, εάν ο λόγος ήταν για τους αποστόλους. Αλλά είναι φανερό ότι υπαινίσσεται μερικούς εκμεταλλευτές τους και απατεώνες. Ώστε εκτός του νόμου του Μωυσή και εσείς οι ίδιοι θεσπίσατε νόμο για το ότι πρέπει να δίδετε. Αφού λοιπόν είπε: «Δεν δικαιούμαστε πολύ περισσότερο εμείς;», δεν προσδιορίζει το για ποιο λόγο πολύ περισσότερο το δικαιούνται, αλλά αφήνει τον έλεγχο στη συνείδησή τους, επειδή ήθελε και να τους φοβίσει και να τους παρακινήσει εντονότερα.

«Αλλά δεν χρησιμοποιήσαμε αυτό το δικαίωμά μας». Δηλαδή δεν λάβαμε. Βλέπεις με πόσα επιχειρήματα αφού απέδειξε κατά πρώτον ότι δεν είναι παράνομο το να λαμβάνει ένας απόστολος, έπειτα είπε ότι δεν λαμβάνουμε, για να μη φανεί ότι δεν λάμβανε, διότι ήταν απαγορευμένο; «Δεν λαμβάνω», λέγει, «όχι διότι δεν μου επιτρέπεται· μου επιτρέπεται, και αυτό το αποδείξαμε από το παράδειγμα των αποστόλων, από το παράδειγμα των πραγμάτων του βίου του στρατιώτου και του γεωργού και του ποιμένα, από τον νόμο του Μωυσή, από την ίδια τη φύση του πράγματος, ότι δηλαδή σπείραμε σε σας πνευματικά, από όσα τέλος έχετε κάνει για τους άλλους».

Αλλά όπως ανέφερε αυτά, για να μη φανεί ότι εκθέτει τους αποστόλους που λαμβάνουν, προκαλώντας την ντροπή τους και αποδεικνύοντας ότι δεν απείχε απαγορευμένου πράγματος, έτσι πάλι, για να μη φανεί ότι με την πολλή επιχειρηματολογία και τα παραδείγματα και τους συλλογισμούς- με τους οποίους απέδειξε ότι πρέπει να λαμβάνει- επιζητεί να λαμβάνει και για αυτόν τον λόγο τα λέγει αυτά, στη συνέχεια το διορθώνει. Και κατόπιν μεν το κάνει σαφέστερο, όταν λέγει: «οκ γραψα δ τατα να οτω γνηται ν μο(:και αυτά που σας γράφω δεν τα έγραψα για να γίνει το ίδιο και σε μένα και να μου δίνονται από εσάς τα αναγκαία για τη συντήρησή μου)»[Α΄Κορ.9,15], εδώ όμως λέγει ότι «δεν χρησιμοποιήσαμε αυτό το δικαίωμά μας».

Και το σπουδαιότερο, ότι ούτε θα ήταν δυνατόν να πει κανείς εκείνο, ότι δηλαδή δεν χρησιμοποιήσαμε το δικαίωμά μας, επειδή δεν είχαμε ανάγκη, αλλά ενώ είχαμε κατεπείγουσα ανάγκη, εντούτοις δεν υποκύψαμε στην ανάγκη· αυτό το λέγει στη δεύτερη επιστολή του: «λλας κκλησίας σύλησα λαβν ψώνιον πρς τν μν διακονίαν, κα παρν πρς μς κα στερηθες ο κατενάρκησα οδενός(: λαφυραγώγησα άλλες Εκκλησίες και πήρα από αυτές τα έξοδα της συντηρήσεώς μου για να υπηρετήσω εσάς. Ακόμη και όταν ήμουνα παρών ανάμεσά σας, και δοκίμασα στερήσεις, δεν επιβάρυνα κανέναν)» [Β΄Κορ.11,8]· και σε αυτήν την επιστολή πάλι λέγει: «χρι τς ρτι ρας κα πεινμεν κα διψμεν κα γυμνητεύομεν κα κολαφιζόμεθα κα στατομεν(:Μέχρι την ώρα αυτή που σας γράφω, και πεινάμε και υποφέρουμε από δίψα στις περιοδείες μας, και δεν έχουμε αρκετά ρούχα, όταν στη μέση των ταξιδιών μας, μάς πιάνει ξαφνικά ο χειμώνας· και δεχόμαστε χτυπήματα και κακομεταχειρίσεις, και δεν παραμένουμε μόνιμα πουθενά, αλλά διαρκώς φεύγουμε εδώ και εκεί)»[Α΄Κορ.4,11]· και εδώ πάλι το ίδιο υπαινίσσεται λέγοντας: «Αλλά όλα τα υπομένουμε». Με το να πει δηλαδή ότι «Όλα τα υπομένουμε» υπαινίσσεται και λιμό και στενοχωρία πολλή και όλα τα άλλα.

Αλλά ούτε έτσι αναγκαστήκαμε, λέγει, να παραβούμε τον νόμο, τον οποίο έχουμε θέσει στον εαυτό μας. Γιατί; «Για να μη δημιουργήσουμε κανένα εμπόδιο στο ευαγγέλιο του Χριστού». Επειδή δηλαδή οι Κορίνθιοι ήσαν ασθενέστεροι στην πίστη, λέγει: «Για να μη σας βλάψουμε λαμβάνοντας, προτιμήσαμε να κάνουμε περισσότερα και από τα διατεταγμένα παρά να φέρουμε κάποιο εμπόδιο στο Ευαγγέλιο, δηλαδή στην κατήχησή σας. Εάν δεν εμείς, αν και μας ήταν επιτρεπτό και πιεζόμαστε πολύ και είχαμε το παράδειγμα των αποστόλων, εντούτοις δεν το κάναμε, για να μη φερόμαστε εμπόδιο– και δεν είπε «ανατροπή», αλλά «εμπόδιο», και όχι απλώς «εμπόδιο», αλλά «κανένα εμπόδιο», για να μη φέρουμε δηλαδή ούτε την ελάχιστη όπως θα μπορούσε να πει κανείς, καθυστέρηση και αναβολή στον δρόμο του λόγου– «εάν λοιπόν», λέγει, «εμείς δείξαμε τόση φροντίδα, πόσο μάλλον πρέπει να απέχετε από τα ειδωλόθυτα εσείς οι οποίοι υστερείτε πολύ έναντι των αποστόλων και ούτε μπορείτε να παρουσιάσετε νόμο που να το επιτρέπει και οι οποίοι αντιθέτως εγγίζετε τα απαγορευμένα και όσα βλάπτουν πολύ το Ευαγγέλιο, όχι μόνο απλώς το εμποδίζουν, χωρίς μάλιστα να αντιμετωπίζετε καμία ανάγκη». Όλα αυτά δηλαδή τα είπε για εκείνους που σκανδαλίζουν τους ασθενέστερους στην πίστη αδελφούς τους με το να τρώγουν ειδωλόθυτα.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

ΠΗΓΕΣ:

  • Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στην πρώτη προς Κορινθίους επιστολήν, ομιλία ΚΑ΄, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 2015, τόμος 18, σελίδες 584-609.

  • Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.

  • Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.

  • Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.

  • Η Παλαιά Διαθήκη μετά Συντόμου Ερμηνείας, Παναγιώτης Τρεμπέλας, Αδελφότης Θεολόγων «Ο Σωτήρ», Αθήνα, 1985.

  • https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-palaia-diathiki/

  • https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-kaini-diathiki/

  • Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλτήριον με σύντομη ερμηνεία(απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τρίτη, Αθήνα 2016.

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Αρχιμ. Αθανάσιος Μυτιληναίος (ΤΙ ΕΧΕΙ ΝΑ ΠΕΙ Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ ΣΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ)

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ΄ΜΑΤΘΑΙΟΥ[:Α΄Κορ.9,2-12]

Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου με θέμα:

«ΤΙ ΕΧΕΙ ΝΑ ΠΕΙ Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ ΣΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ»

[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 26-8-1984]

[Β119]

«Ε λλοις οκ εμ πόστολος, λλά γε μν εμι· γρ σφραγς τς μς ποστολς μες στε ν Κυρί»[Α΄Κορ.9,2].Με συγκίνηση, αγαπητοί μου, και παράπονο γράφει ο Απόστολος Παύλος προς τους Κορινθίους στην πρώτη του επιστολή, αλλά και δι’ αυτών των Κορινθίων προς όλους τους Έλληνας, αυτούς τους λόγους που σας είπα. Δηλαδή «εάν σε άλλους πιθανό να μην είμαι απόστολος, αλλά οπωσδήποτε είμαι σε σας απόστολος, σε σας τους Κορινθίους, σε σας τους Έλληνες· είμαι απόστολος· διότι η δική μου η σφραγίδα, διότι η σφραγίδα της δικής μου αποστολής είσαστε εσείς οι ίδιοι εν Κυρίω».

Έτσι βλέπουμε, αγαπητοί μου, ότι πραγματικά προβάλλεται εδώ ο Απόστολος Παύλος ως ο απόστολος των Ελλήνων. Βεβαίως είναι των εθνών. Εμείς οι Έλληνες ανήκουμε εις τα έθνη. Δεν είμεθα εις τον λαόν του Ισραήλ. Αλλά όμως κατεξοχήν είναι ο απόστολος των Ελλήνων. Με την στενή σημασία της λέξεως. Διότι τότε όλη η οικουμένη «Έλληνες» ελέγοντο, αλλά εννοούμε εδώ την ηπειρωτικήν Ελλάδα. Γι’ αυτό και έχομε τις επιστολές του δύο προς Κορινθίους, δύο προς Θεσσαλονικείς, και μία προς Φιλιππησίους. Πέντε από τις δέκα τέσσερις επιστολές του αναφέρονται σε Έλληνες, σε ελληνικές πόλεις, δηλαδή ειδικά στην ηπειρωτική Ελλάδα. Αυτό για μας είναι μία ξεχωριστή τιμή, αλλά και ταυτοχρόνως μία ξεχωριστή υποχρέωση.

Λέγει λοιπόν ο Απόστολος ότι η σφραγίδα του δικού του έργου είμαστε εμείς. Δηλαδή με άλλα λόγια, εκείνο που θα αποδεικνύει πραγματικά ότι ο Απόστολος ειργάσθη εις τον χώρον της Ελλάδος, είναι η δική μας η χριστιανική πραγματικότητα.

Αλλά τίθεται το ερώτημα: Αυτή η σφραγίδα του Αποστόλου Παύλου, η σφραγίδα του έργου εδώ στον ελληνικόν χώρον, σήμερα, σε εμάς τους Νεοέλληνες, διατηρείται; Εάν δηλαδή ήρχετο σήμερα ο Απόστολος Παύλος στην Ελλάδα, πώς θα μας έβρισκε; Αυτό είναι ένα πολύ σημαντικό σημείο, διότι μας οδηγεί σε μία αυτοκριτική. Συγκρίνοντας εκείνα που γράφει με εκείνα που εργάστηκε εδώ στον χώρο τον δικό μας, με εκείνο που είμαστε εμείς σήμερα, ίσως θα μας οδηγούσε σε πολύτιμα συμπεράσματα. Πολύ ευφυώς θα μπορούσαμε να πούμε ότι παρετήρησε ο Απόστολος Παύλος ότι όταν ήρθε εδώ μας κήρυξε, βλέποντας ότι ζητούσαμε, αναζητούσαμε έναν άγνωστον Θεόν. «Είδα», λέγει, «στους Αθηναίους, γυρίζοντας στην πόλη σας έναν βωμόν αφιερωμένον ‘’τῷ ἀγνώστ Θε’’ και αυτόν τον άγνωστο Θεόν εγώ ήρθα να σας κηρύξω».

Αλλά ερωτούν: Εάν ο απόστολος ήρθε να μας κηρύξει αυτόν τον αναζητούμενον από μας άγνωστον Θεόν, σήμερα, εμείς οι Νεοέλληνες τι αναζητούμε; Σήμερα αφήσαμε και αυτόν τον άγνωστον Θεόν και θεοποιήσαμε τον εαυτό μας. Πέφτομε μέρα την ημέρα σε έναν γνωστικισμόν, σε μία αθεΐα. Και αυτό ακριβώς είναι το δράμα μας.

Χωρίς αγαπητοί μου, να μείνουμε σε πολλές διαπιστώσεις, θα ήθελα μόνο να σημειώσουμε μερικά πράγματα, τι θα μπορούσε να μας πει ο απόστολος Παύλος, εάν ερχόταν σήμερα, στον 20ο αιώνα, στα 1984, εάν ήρχετο ο Απόστολος Παύλος ξανά στην Ελλάδα, τι θα εσημείωνε.

Θα πάρω μερικά σημεία τα οποία γράφει στον Τιμόθεον, στην πρώτη και δευτέρα του επιστολή· και τα οποία προσιδιάζουν, αρμόζουν θαυμάσια στην ελληνική πραγματικότητα. Λέγει: «Τήν παρακαταθήκην φύλαξον». Τι είναι αυτή η παρακαταθήκη; Η παρακαταθήκη είναι ένα πολύτιμο πράγμα. Οτιδήποτε πολύτιμο, το οποίο κατατίθεται προς φύλαξιν. Και μας λέγει, λοιπόν, σε εμάς, στον Τιμόθεο το λέγει.. Ο Τιμόθεος δε, σημειώσατε, ήτο Έλληνας. Ο πατέρας του ήταν Έλληνας. «Τήν παρακαταθήκην φύλαξον». «Αυτόν τον πολύτιμο θησαυρό που σου έχω εμπιστευθεί, ω Ελλάς, φύλαξέ τον». Και πράγματι ο θησαυρός αυτός είναι το Ευαγγέλιό του. Ευαγγέλιο δεν είναι απλώς ένα βιβλίο. Ευαγγέλιο είναι το μήνυμα της Ενανθρωπήσεως του Υιού του Θεού. Αυτό είναι το Ευαγγέλιο. Πολύ συχνά ο Απόστολος Παύλος σημειώνει τούτη τη φράση: «Κατά το Ευαγγέλιόν μου…». Ξέρομε ότι ο Απόστολος Παύλος δεν έγραψε Ευαγγέλιο. Κι όμως αυτή η φράσις δείχνει ακριβώς το μήνυμα, την καρδιά του Ευαγγελίου. Σημειώσατε δε ότι η προς Ρωμαίους, επί παραδείγματι, επιστολή, θεωρείται το κατά Παύλον Ευαγγέλιον. Αυτή λοιπόν είναι η παρακαταθήκη, αγαπητοί μου. Αυτήν την οποία μας παρέδωκε με κόπο, με πόνο, με ιδρώτα, με διωγμούς, με δοκιμασίες ποικίλες. Και όμως μας την παρέδωσε σε μας τους Έλληνες αυτήν την παρακαταθήκη του Χριστιανικού Ευαγγελίου.

Ένα δεύτερο σημείο. Γράφει: «κτρεπμενος τς βεβλους κενοφωνας κα ντιθσεις τς ψευδωνμου γνσεως ν τινες παγγελλμενοι περ τν πστιν στχησαν»[Α΄Τιμ.6,20]. «Να εκτρέπεσαι, να φεύγεις, ω Ελλάς, από τις βέβηλες κενοφωνίες, τις κούφιες φωνές, τις ρυπαρές, βρώμικες, κούφιες, φωνές και αντιθέσεις, δηλαδή αντιφάσεις της ψευδωνύμου γνώσεως. Αυτής της γνώσεως που δεν είναι γνώσις, είναι ψεύτικο πράγμα, είναι σκάρτο, είναι νόθο· την οποίαν ψευδώνυμον γνώσιν μερικοί υπόσχονται αλλά έχουν αστοχήσει όμως περί την πίστιν». Αγαπητοί μου, η ψευδώνυμος γνώσις, σε όλους τους αιώνας αλλά και σήμερα, δεν είναι τίποτε άλλο παρά καθετί που έρχεται σε αντίθεση με το Ευαγγέλιο. Και που πρέπει να πούμε, να το ομολογήσουμε, ότι αυτή η ψευδώνυμος γνώσις δυστυχώς κυκλοφορεί σε μας τους Νεοέλληνες.

Ακόμη τονίζει ότι είναι αυτή η ψευδώνυμος γνώσις αντιφατική. Πράγματι, όταν ο άνθρωπος φύγει από το Ευαγγέλιο που είναι εκείνος ο βορράς, ο πολικός αστήρ, που δείχνει πάντοτε την αλήθεια χωρίς να μετακινείται, όταν φύγει ο άνθρωπος από αυτόν τον πολικό αστέρα του Ευαγγελίου, τότε πέφτει σε ποικίλους προσανατολισμούς και συνεπώς σε ποικίλες ιδεολογικές αντιφάσεις. Ο ένας λέγει αυτό, ο άλλος λέγει εκείνο και δεν υπάρχει πουθενά φυσικά η αλήθεια, διότι λείπει και αυτό το κριτήριον της αληθείας.

Ακόμη, η ψευδώνυμος γνώσις αναφέρεται εις τον τομέαν της αγωγής. Θα ήθελα, ιδιαιτέρως να προσέξετε αυτό το σημείο. Όταν, επί παραδείγματι, σήμερα στην αγωγή δεν δίδουμε στα παιδιά μας εκείνο που το Ευαγγέλιο λέγει, αλλά εκείνα που εμείς φιλοσοφούμε, εκείνα που εμείς νομίζουμε και εκείνα που εμείς κρίνουμε. Λέγει ο λόγος του Θεού ότι πρέπει να παιδαγωγούμε τα παιδιά μας εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου. Υπάρχει αυτή η παιδεία και η νουθεσία Κυρίου; Σήμερα στην αγωγή, αυτό το ανθρώπινο κατασκεύασμα, το οποίον επιτέλους επιτέλους δεν είναι ούτε καν ελληνικό, αλλά ξενόφερτο, σ’ αυτήν την αγωγή δυστυχώς σήμερα όλα επιτρέπονται. Το παιδί να μην το κομπλεξάρουμε. Με συγχωρείτε για την λέξη, μου είναι αντιπαθητικότατη, αλλά την λέω για να με καταλάβετε. Να μην του δημιουργήσουμε συμπλέγματα κατωτερότητας. Να μην το μαλώσουμε. Να μην το πειράξουμε. Να μην του πούμε τίποτα που τυχόν το παιδί θα νιώσει καταπίεση. Και θα του έχουμε αφαιρέσει την ελευθερία… Ενώ δεν ξέρουμε ότι η ελευθερία η πραγματική είναι η απελευθέρωση από τα πάθη. «ν ον υἱὸς μς λευθερώσ, ντως λεύθεροι σεσθε»[Ιω.4,36]. Εάν ο Υιός σας ελευθερώσει… Από τι; Από τη δουλεία των παθών, από την αμαρτία. Τότε θα είσαστε πραγματικά ελεύθεροι. Για να πάρετε μετά από την πνευματική και ηθική ελευθερία, να πάρετε και την οντολογική ελευθερία. Την ανάστασιν των σωμάτων. Και βρεθείτε υιοί πλέον, παιδιά του Θεού πλέον εις την βασιλείαν του Θεού.

Ακόμη, σε αυτήν την παιδεία μας πρέπει να προσέξουμε, αυτή η ψευδώνυμος γνώσις κυκλοφορεί ποικιλοτρόπως. Ποικίλες αρνητικές θεωρίες κυκλοφορούν μέσα στα σχολεία μας. Δάσκαλοι και καθηγηταί, από το Δημοτικό Σχολείο μέχρι το Πανεπιστήμιο, μέχρι τις ανώτατες σχολές, λέγουν και φλυαρούν πραγματικά βεβήλους κενοφωνίας, βρώμικες, κούφιες φωνές. Με αυτήν την ψευδώνυμο γνώση. Και καμώνονται ότι είναι σοφοί, ότι είναι η τελευταία λέξη της Επιστήμης για ό,τι λέγουν. Ότι ο άνθρωπος κατάγεται, επί παραδείγματι, από τον πίθηκο ή άλλα πράγματα. Κι όμως, αγαπητοί, αν κανείς έχει λίγο διαβάσει, θα δει ότι είναι θεωρίες του περασμένου αιώνος και μυρίζουν μούχλα. Και όμως βγάζουμε αυτά τα μουχλιασμένα πράγματα, τις μουχλιασμένες θεωρίες, τις βγάζουμε από το χρονοντούλαπο του περασμένου αιώνος, να τις προσφέρουμε σαν κάτι φρέσκο, καινούριο, σαν την τελευταία λέξη. Γιατί; Γιατί αυτές οι θεωρίες εξυπηρετούν τους υλιστικούς μας προσανατολισμούς. Και υπάρχει μία σκοπιμότητα. Και αυτό το πράγμα είναι το φοβερό. Κι έτσι παρασυρόμεθα σε πράγματα τραγελαφικά.

Αλλά και σε αυτές ακόμα τις κοινωνικές μας σχέσεις βλέπει κανένας να υπάρχει μία περί βίου αντίληψις αλλοπρόσαλλη. Μία αλαζονεία μέσα στον κόσμον αυτόν, μέσα στη ζωή μας. Και, τέλος, στον τομέα τον ιδεολογικόν εκεί πια υπάρχει ένας προσανατολισμός ιδεολογικός, υλιστικός. Υλιστικός με την ευρεία έννοια της λέξης. Να φάμε και να πιούμε. «Φάγωμεν καί πίωμεν, αριο γάρ ποθνήσκωμεν»... Αυτό πια είναι το ιδανικό του Έλληνος. Αυτός είναι ο προσανατολισμός του. Αυτή είναι η ιδεολογία του, αυτά είναι τα ιδανικά του. Το Ευαγγέλιον; «Αναχρονισμένο. Δεν βαριέσαι. Ποιος τα είδε; Ποιος τα ξέρει αυτά;».

Ω, άγιε Παύλε, αν ερχόσουν σήμερα, πώς θα έβλεπες την Ελλάδα; Αυτόν τον αγρό που σου ενεπιστεύθη ο Κύριος να τον σπείρεις με τον ευαγελικό σπόρο… Ω, πώς θα έβλεπες σήμερα αυτόν τον αγρό; Με τι αγκάθια και με τι τριβόλια σήμερα παρουσιάζεται! Είναι πραγματικά, σας είπα, το δράμα μας.

«Σ δ, νθρωπε το Θεο, τατα φεγε». «Ω Έλληνα, όλα αυτά να τα αποφύγεις». Στάσου μακριά. Είναι η αρνητική θέση, θα λέγαμε, του Ευαγγελίου. Να φεύγει κανείς από όλον αυτόν τον ορμαθόν της κενοφωνίας και της βεβηλότητος.

«ποτπωσιν χε γιαινντων λγων ν παρ μο κουσας». «Να έχεις παράδειγμα λόγων υγιών, που άκουσες από μένα». Το πιστεύετε; Το φαντάζεστε; Το έχετε συνειδητοποιήσει; Ότι εμείς οι Έλληνες από το στόμα του Παύλου, ενός Παύλου, του πρώτου μετά τον Έναν, ακούσαμε και πήραμε το Ευαγγέλιον; Το έχουμε αυτό το πράγμα νιώσει καλά; Ότι από εκείνον πήραμε το Ευαγγέλιον; Μας το σημειώνει λοιπόν. Υγιείς λόγους που πήρες, «ποτπωσιν» έχεις, υπόδειγμα, που άκουσες από μένα. Ω, τέτοια μεγάλη τιμή! Σήμερα, αγαπητοί μου, η Ορθοδοξία κηρύσσεται ανά τα πέρατα της Οικουμένης. Δεν μπορούν να πουν όμως οι Αφρικανοί, οι της Ανατολικής Ασίας, ή όπου αλλού και της Αμερικής, εννοείται της Νοτίου, σε άγριες φυλές ή ακόμη οι Χριστιανοί της Αλάσκας, να πουν ότι ακούσαμε από το στόμα του Παύλου τούτα τα λόγια. Διαβάζουν το Ευαγγέλιο αυτοί «προς Κορινθίους», «προς Θεσσαλονικείς», «προς Φιλιππησίους», ελληνικές πόλεις. Από το στόμα του τα ακούσαμε αυτά, αγαπητοί μου, από το στόμα του.

Αλλά τι είναι αυτοί οι «γιαίνοντες λγοι»; Πολλές φορές μπορούμε να ειπούμε όταν ερωτηθούμε τι βιβλίο να διαβάσουμε, θα μπορούσαμε να απαντήσουμε: «Ένα βιβλίο υγιές». Τι είναι ένα βιβλίο υγιές; Να μην έχει κάτι το σκάρτο. Αν διαβάσω μία Γεωγραφία αν διαβάσω μία… ένα βιβλίο φυσιογνωστικόν, αυτό είναι βιβλίον υγιές; Βεβαίως είναι υγιές. Μάλιστα λέγει ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος, αυτός ο ασκητικότατος πατήρ, και μου έχει κάνει εντύπωση που λέγει: «Άπληστα, αχόρταστα να διαβάζεις τα βιβλία των φυσιοδιφών. Γιατί εκεί μέσα θα δεις τη σοφία του Θεού, θα θαυμάσεις και θα δοξάσεις τον Θεόν Λόγον». Οτιδήποτε λοιπόν που μπορεί να οικοδομήσει, να ωφελήσει, πραγματικά να παιδαγωγήσει, να μορφώσει και να ολοκληρώσει την ανθρωπίνη προσωπικότητα, είναι υγιές. Κατεξοχήν όμως είναι το Ευαγγέλιον υγιές, είναι η ακραιφνής υγεία. Έτσι λοιπόν μπορούμε να πούμε ότι είναι αυτοί οι «γιαίνοντες λγοι».

Και συνεχίζει ο Απόστολος: «Δωκε δ δικαιοσνην, εσβειαν, πστιν, γπην, πομονν, πρᾳότητα». «Να επιδιώκεις την δικαιοσύνη». Τι είναι η δικαιοσύνη; Η δικαιοσύνη είναι μία από τις τέσσερις ελληνικές αρετές. Μία από τις τέσσερις. Πλάι στην ανδρεία και την σωφροσύνη είναι και η δικαιοσύνη, μία από τις τέσσερις ελληνικές αρετές· που οι Πατέρες παίρνουν αυτήν την τετράδα των ελληνικών αρετών και από εκεί δείχνουν ότι απορρέουν όλες οι αρετές του ηθικού βίου. Η δικαιοσύνη δε είναι εγκατεσπαρμένη, εν ευρεία εννοία «δικαιοσύνη», θα πει αρετή, θα πει αγιότης, με την αγιογραφική έννοια του όρου, θα πει αγιότης, που είναι εγκατεσπαρμένη σε όλες τις αρετές, σε όλο τον βίο του ανθρώπου. Να επιδιώκεις, ω Έλληνα, την αγιότητα. Αλλά και τη δικαιοσύνη, με την στενή σημασία της λέξης.

Αλλά και την ευσέβεια. Λέει στους Αθηναίους ο Απόστολος Παύλος: «Σας βλέπω να είσαστε οι δεισιδαιμονέστεροι πάντων των Ελλήνων». Δηλαδή οι ευσεβέστεροι. Και αυτό είναι ένα εγκώμιο προς τους προγόνους μας, αγαπητοί μου. Ότι μας βλέπει ότι είμαστε οι ευσεβέστεροι από όσους χώρους, τόπους είχε γυρίσει. Γιατί δε τι; Είδε την πόλη κατείδωλον, γεμάτη από είδωλα. Αλλά αυτή η ευσέβεια κατά καιρούς έχει φύγει. Και στην περίοδο της ειδωλολατρίας ακόμη, αυτή η ευσέβεια είχε φύγει. Θυμάμαι έναν καθηγητή μας Φιλόλογο που μας έλεγε: «Δεν έχει σημασία τόσο εάν κανείς πιστεύει σε έναν ψεύτικο Θεό, όσο όταν δεν πιστεύει σε τίποτα». Γιατί… οι Αθηναίοι, επί παραδείγματι και γενικά οι Έλληνες, εμεγαλούργησαν, έκτισαν ναούς υπέρλαμπρους με ρυθμό και κάλλος, ομορφιά και μέτρο, που στέκονται κλασικά τα μνημεία αυτά. Πότε τα έφτιαξαν αυτά; Τον καιρό που ευσεβούσαν. Όταν ήρθαν οι Σοφισταί και άρχισαν να ρίχνουν τον σπόρο του αγνωστικισμού, της αμφιβολίας και άρχισε η Ελλάς να γίνεται ασεβής, τότε άρχισε να λατρεύεται πια ο Βάκχος και η Αφροδίτη. Τα πάθη. Και όχι πια η θεά Αθηνά ή ο Απόλλων κ.λπ. Βλέπετε λοιπόν ότι η ευσέβεια, έστω και σε ψεύτικο Θεό, είναι σπουδαίο πράγμα. Πόσο μάλλον, πόσο μάλλον η ευσέβεια, όταν γνωρίζουμε τον αληθινό Θεό! Όταν έχουμε τεκμήρια και των προφητών και της Ιστορίας, τεκμήρια της αληθούς πίστεώς μας. Πρέπει να ξαναγυρίσουμε στην ευσέβεια, στην πίστη και στην αγάπη. Αυτά που είναι τα κίνητρα της ζωής μας.

«γωνζου τν καλν γνα τς πστεως». Αγωνίζου. Ναι. Ω αυτή η πίστις! Αυτή η πίστις για να κρατηθεί, αυτή η παρακαταθήκη για να κρατηθεί θέλει αγώνα. Γι’ αυτό λέγει: «γωνζου». Μην νομίσουμε ότι αν μας παρέδωσε την πίστη ο Απόστολος, ότι αυτή μπορεί να μείνει χωρίς εμείς να κάνουμε αγώνα να την κρατήσουμε. Όπως παιδιά που κληρονομούν έναν πλούσιο πατέρα, ποτέ δεν μπορούν να πουν ότι θα μείνει αυτή η περιουσία στα χέρια τους, όταν αυτοί πάψουν να δουλεύουν. Και δεν πρέπει μόνον απλώς να κρατήσουμε αυτό που μας έδωκε αλλά πρέπει και να το αυξήσουμε. Προσέξτε αυτό. Να το αυξήσουμε. Γράφει στους Κορινθίους: «Τι να σας πω», λέγει, «νήπια είσαστε». Από πού τους παρέλαβε; Από τις αυλές της πανδήμου Αφροδίτης. Όταν ήρθε στην Κόρινθο και όταν είδε την αμαρτία να ρέει στους δρόμους, έπιασε την μύτη του ο Απόστολος από τη βρώμα της ανηθικότητος και λέει: «Πωπώ! Πωπώ!». Πήγε στην Αθήνα… είδε κατείδωλον την πόλιν. Ήρθε στην Κόρινθο, βρωμερός βίος. Και ετοιμάζεται να φύγει. Και του λέγει ο Κύριος: «Παύλε, μείνε σε αυτήν την πόλη. Υπάρχει για μένα εκλεκτός λαός». Και έμεινε δεκαοκτώ μήνες ο Απόστολος· ενώ ετοιμαζόταν να φύγει. Αλλά από πού όμως ανέσυρε τους υποψηφίους Χριστιανούς του; Από πού τους έβγαλε; Γι’ αυτό θα τους γράψει στην Επιστολή του: «Γάλα μς πότισα(:Σας πότισα με γάλα)». «Δεν σας είπα σπουδαία, μεγάλα πράγματα. Δεν είστε σε θέση να δεχθείτε την στερεά τροφή της πίστεως». Αλλά αυτή η στερεά τροφή έπρεπε να έρθει αργότερα. Μέσα λοιπόν στους 20 αιώνες, όχι μόνον πρέπει να κρατήσουμε την πίστη, αλλά και πρέπει να αυξήσουμε την πίστη. Και μην ξεχνάμε· είναι νόμος οικονομολογικός ότι δεν κρατιέται ποτέ το κεφάλαιο, εάν δεν αυξάνει. Και δεν κρατιέται ποτέ ένας θησαυρός εάν δεν μεγαλώνει. Κι η πίστη δεν κρατιέται εάν δεν προκόβει και εάν δεν αυξάνει. Αυτό να μην το ξεχάσουμε ποτέ. Αγωνίζου, λοιπόν, τον καλό αγώνα της πίστεως.

«πιλαβο τς αωνου ζως». «πιλαμβάνομαι»: αρπάζω και κρατώ γερά. «πιλαβο τς αωνου ζως». Ναι. Όταν όλα τα φιλοσοφικά συστήματα δείχνουν ότι δεν υπάρχει πουθενά να προσανατολιστεί ο άνθρωπος. Τι είναι ο άνθρωπος; Άγνωστον. Κανείς δεν μας απαντάει. Άγνωστο. Και πλέουν οι άνθρωποι στον ωκεανό της αγνωσίας του Θεού και της αγνωσίας του νοήματος της υπάρξεως. Δεν βρίσκουν νόημα. Γιατί υπάρχω; Ποιος ο λόγος να υπάρχω; Υπάρχει ο θάνατος. Και τι νόημα δίνει πια στην ύπαρξή μου, αφού υπάρχει ο θάνατος; Για ποιο λόγο υπάρχει το σύμπαν; Μόνο νόημα παίρνει η ύπαρξη η ανθρώπινη, όταν έχουμε τον δείκτη της αιωνίου ζωής. Και αυτή η αιώνιος ζωή είναι χειροπιαστή, γιατί δόθηκε με ιστορικά και προφητικά κριτήρια. Η Ανάστασις του Χριστού. Θα ζήσουμε την αιώνια ζωή. Είναι μεγάλο πράγμα. «πιλαβο τς αωνου ζως». Είναι το άκρον άωτον. Είναι το τέρμα πάσης προσπαθείας που μπορεί ο άνθρωπος, αγαπητοί μου, να έχει.

Και τελειώνει ως εξής· με τις υποθήκες που μας λέει σε μας τους Νεοέλληνες: «Παραγγλλω σοι νπιον το Θεο τηρσα σε τν ντολν σπιλον, νεπληπτον μχρι τς πιφανεας το Κυρου μν ᾿Ιησο Χριστο». «Σου παραγγέλλω μπροστά στον Θεό να τηρήσεις άσπιλη, ανεπίληπτη την εντολή». Ποια εντολή; «Την εντολή που πήρες· της πίστεως και της αγάπης, του Ευαγγελίου». Πρόσεξε. Να τηρήσεις ανόθευτη, άσπιλη, και ανεπίληπτη, ακατηγόρητη την εντολή αυτήν· το Ευαγγέλιο. Πράγματι. Ξέρετε τι σημαίνει αυτό; Παίρνουμε την παραγγελία να κρατήσουμε ανόθευτη και ακατηγόρητη την Ορθοδοξία μας. Είναι μεγάλο κεφάλαιο, αγαπητοί μου, να είναι κανείς Ορθόδοξος. Και λέγει: «Πρόσεξε, θα κρατήσεις αυτά μέχρι της δευτέρας επιφανείας του Κυρίου· έως ότου έρθει ξανά ο Χριστός». Αν θέλει η Ελλάς να ζήσει, πρέπει να κρατήσει αυτήν την παρακαταθήκη έως ότου τελειώσει η Ιστορία. Αλλιώς; Αλλιώς… φοβερό! Η Ελλάς θα πεθάνει! Δεν είναι δόγμα «η Ελλάς ποτέ δεν πεθαίνει». Πεθαίνει. Αν θέλει να μην πεθάνει πρέπει να κρατήσει αυτήν την παρακαταθήκη έως της δευτέρας του Κυρίου παρουσίας.

Αγαπητοί μου, αυτά μας παραγγέλλει ο Απόστολος Παύλος, αυτός ο Απόστολος των Ελλήνων. Και προσέξτε, μας όρκισε, όπως ορκίζει ο πατέρας το παιδί του να τηρήσει εκείνα τα οποία του αφήνει παραγγελία, ενώπιον του Θεού του ζώντος, λέγει, «το ζωοποιοντος τά πάντα». «Πρόσεξε», λέγει, «σου παραγγέλλω», μας ορκίζει. Συνεπώς είμαστε οφειλέτες. Όχι στεγνοί, ξεροί οφειλέτες. Είναι το συμφέρον μας αυτό. Και έτσι, κάθε παρέκκλιση που κάνουμε, ας μας τρομάζει. Ας επιστρέψουμε λοιπόν πίσω, αν το αντιληφθούμε και το αντιλαμβανόμεθα αυτό, ότι έχουμε φύγει μακριά. Και ας παρακαλέσουμε, αγαπητοί μου, τον άγιο Απόστολό μας, τον Απόστολο Παύλο να μας βοηθήσει να ξαναγυρίσουμε πάλι κοντά στον Χριστό. Να γυρίσουμε κοντά σε Εκείνον που είναι η αιώνιος ζωή. Και να φανούμε τηρητές της μεγάλης του παρακαταθήκης.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,

μεταφορά της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας σε ηλεκτρονικό κείμενο και επιμέλεια:

Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

ΠΗΓΕΣ:



 



Αυγουστίνος Καντιώτης (Από το βιβλίο "ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ")

Κατηγορούμενος!

«Ἡ ἐμὴ ἀπολογία τοῖς ἐμὲ ἀνακρίνουσιν αὕτη ἐστί» (A’ Kop. 9,3)

EΧΕΤΕ, ἀγαπητοί, ἔχετε παρακολουθήσει δίκη; Στὴν ἕδρα εἶνε ὁ δικαστής. Στὸ ἑδώλιο ὁ κατηγορούμενος. Κατηγορείται γιὰ κάποιο ἔγκλημα. Οἱ μάρτυρες τῆς κατηγορίας καταθέτουν πολλὰ ποὺ τὸν ἐπιβαρύνουν. Μάρτυρες ὑπερασπίσεως δὲν παρουσιάζονται. Μένει μόνος! Ὁ εἰσαγγελεὺς εἶνε αὐστηρός. Τοῦ ἀπευθύνει τὸ «κατηγορῶ», τὸν κρίνει ἔνοχο καὶ ζητάει τὴν αὐστηρὴ καταδίκη του. Δικηγόροι τοῦ ἐπιτίθενται. Ὁ κατηγορούμενος εἶνε πολὺ σκεπτικὸς καὶ φοβισμένος.

* * *

Στὸ ἑδώλιο τοῦ κατηγορουμένου, καθὼς βλέπουμε στο σημερινό Απόστολο, κάθεται ἕνας. Δὲν κάθεται για πρώτη φορά. Κι ἄλλες φορὲς οἱ φοβεροί ἐχθροί του τὸν ἔφεραν κατηγορούμενο μπροστὰ στὰ δικαστήρια ἐπάρχων καὶ στρατηγῶν. Ὁ κατηγορούμενος ἀπολογήθηκε καὶ κατώρθωσε νὰ πείσῃ τοὺς ὑψηλοὺς δικαστάς του, ὅτι εἶνε ἀθῷος καὶ νὰ ἐλευθερωθῇ ἀπ ̓ τὰ δεσμά. Ἀλλὰ ποιός εἶνε ὁ κατηγορούμενος; Ποιοί οἱ κατήγοροί του; Καὶ ποιά ἡ κατηγορία του; Κατηγορούμενος εἶνε… ὁ Παῦλος! Ὁ Παῦλος; Ἀλλὰ τί κακὸ ἔκανε; Ποιό τὸ ἔγκλημα, γιὰ τὸ ὁποῖο κατηγορείται; Εἶνε κλοπή; πορνεία; μοιχεία; φόνος; ἀπιστία καὶ ἀθεΐα;… Τίποτε ἀπ’ αὐτά. Ὁ κατηγορούμενος δὲν διέπραξε τέτοια ἐγκλήματα. Ὁ Παῦλος ἦταν ἄνθρωπος ποὺ πάντοτε ἔκανε τὸ καλό. Ἦταν ἄνθρωπος ἀνώτερος. Σπάνιος ἄνθρωπος. Τί λέω; Μέχρι σήμερα δεν γεννήθηκε ἄλλος σὰν κι αὐτόν. Οὔτε καὶ θὰ γεννηθῇ. Ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς ὅλων τῶν αἰώνων αὐτὸς ἄγγιξε πιὸ πολὺ τὸ Χριστό.

Ὁ Παῦλος, ὁ κορυφαῖος ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν! Ποιός θὰ περίμενε νὰ τὸν κατηγορήσουν; Κι ὅμως βρέθηκαν ἄνθρωποι νὰ τὸν κατηγορήσουν. Οἱ δὲ ἐχθροί του δὲν προέρχονταν μόνο ἀπὸ τοὺς ἀπίστους καὶ τοὺς ἀθέους, ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες βασιλιᾶδες καὶ ἡγεμόνες, ποὺ ἦταν ἑπόμενο νὰ τὸν μισήσουν καὶ νὰ τὸν καταδιώξουν καὶ νὰ μεταχειρισθοῦν ὁποιοδήποτε μέσο γιὰ νὰ τὸν ἐξοντώσουν· οἱ ἐχθροί του προέρχονταν κι ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ γνώρισαν τὸν Παῦλο ἀπό κοντά, ἄκουσαν τὴ θερμὴ καὶ ζωογόνο διδασκαλία του, εἶδαν τὴν ἁγία ζωή του καὶ τὰ θαύματα ποὺ ἔκανε, κι ὅμως αὐτοὶ οἱ κακοὶ ἄνθρωποι, οἱ ψευτοχριστιανοί, κατηγόρησαν τὸν Παῦλο. Τὸν κατηγόρησαν μὲ διάφορες κατηγορίες καὶ συκοφαντίες. Ἀλλ ̓ ἂν ὑπῆρχε μιὰ κατηγορία, ποὺ πλήγωνε καὶ στενοχωροῦσε τὸν Παῦλο περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλη, ἦταν ἡ κατηγορία, πὼς δὲν εἶνε ἀληθινὸς ἀπόστολος. Αὐτοὶ ποὺ τὸν μισοῦσαν τὸν συνέκριναν μὲ ἄλλους κήρυκες τοῦ εὐαγγελίου καὶ τὸν εὕρισκαν τάχα πολὺ κατώτερο. Δὲν ἔχει, ἔλεγαν, τὰ χαρίσματα ποὺ ἔχουν οἱ ἄλλοι. Δὲν ἔχει ἐμφάνισι. Δὲν ἔχει ῥητορεία. Δὲν ἔχει φιλοσοφία. Ὁ λόγος του εἶνε τιποτένιος. Μόνο ὅταν γράφῃ κάτι γράφει… Δὲν θέλουμε νὰ τὸν ἀκοῦμε. Ἐμεῖς ἀκοῦμε ἄλλους κήρυκες καὶ ἀποστόλους, ποὺ εἶνε σπουδαῖοι. Ὁ Παῦλος;… Μὲ τί περιφρόνησι οἱ ἐχθροί του πρόφεραν τὸ ὄνομά του!

Μ’ αὐτὰ ποὺ ἔλεγαν καὶ διέδιδαν εἰς βάρος του οἱ ἐχθροί του ἐπεδίωκαν νὰ κλονίσουν τὴν ἐμπιστοσύνη, ποὺ εἶχαν οἱ χριστιανοὶ στὸ πρόσωπό του. Καὶ μαζὶ μὲ τὴν ἐμπιστοσύνη νὰ κλονίσουν καὶ τὴν πίστι σ ̓ αὐτὰ ποὺ κήρυττε ὁ Παῦλος. Ἔτσι αὐτοί, ποὺ μὲ τὸ κήρυγμα τοῦ Παύλου εἶχαν πιστέψει στὸ Χριστό, κινδύνευαν νὰ χάσουν τὴν πίστι τους καὶ νὰ ξαναγυρίσουν στὴν παλιά τους θρησκεία, τὴν εἰδωλολατρία. Ἀπὸ τὸ φῶς δηλαδὴ νὰ πᾶνε πάλι στὸ σκοτάδι, ἀπ’ τὴν ἀλήθεια στο ψέμα, ἀπ’ τὸ Χριστὸ στὸ διάβολο. Τί συμφορά!

Ὁ κίνδυνος ἦταν πολὺ μεγάλος. Ὁ Παῦλος δὲν μποροῦσε νὰ μείνῃ ἀδιάφορος. Δὲν ἐπρόκειτο ἁπλῶς γιὰ τὴν προσωπική του τιμὴ καὶ ὑπόληψι. Ἐπρόκειτο γιὰ κάτι πολὺ ἀνώτερο ἐπρόκειτο γιὰ τὴν πίστι. Καὶ ὁ Παῦλος ἀπαντᾷ στοὺς κατηγόρους του. Ἀπαντᾷ ὁ κατηγορούμενος. Ἐκθέτει διάφορα περιστατικὰ τῆς ζωῆς του καὶ ἀποδεικνύει, πόσο ἁγνὰ καὶ ἀνιδιοτελῆ εἶνε τὰ ἐλατήρια τῶν λόγων καὶ τῶν πράξεών του. Κανένα ταπεινὸ συμφέρον, καμμιά ἰδιοτέλεια δὲν τὸν κινοῦσε. Χρήματα δὲν ἔπαιρνε ἀπὸ κανέναν. Ψωμί δωρεὰν δὲν ἔτρωγε. Δούλευε καὶ ζοῦσε κι αὐτὸς καὶ οἱ σύντροφοί του. Κάθε μέρα ἐξέθετε τὸν ἑαυτό του στοὺς κινδύνους. Ἕνας ἦταν ὁ σκοπός του ̇ νὰ ὁδηγῇ ἁμαρτωλοὺς στὸ Χριστό, νὰ μεταδίδῃ τὸ φῶς ποὺ εἶδε σὲ ψυχὲς ποὺ ζοῦσαν στὰ σκοτάδια. Δὲν θὰ ἔπρεπε, λέει, νὰ γράφω τί θυσίες ἔκανα γιὰ τὸ Χριστό, δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ γράφω τὰ κατορθώματά μου. Ἀλλ ̓ ἀφοῦ οἱ ἐχθροί μου μὲ κατηγοροῦν κι ἀμφισβητοῦν τὰ πάντα, καὶ θέλουν νὰ ποῦν ὅτι οὔτε ἐγὼ εἶμαι ἀπόστολος οὔτε τὸ κήρυγμά μου ἔχει καμμιὰ ἀξία, ἐσεῖς δὲ οἱ χριστιανοὶ ποὺ ἀκοῦτε τὶς κατηγορίες δυστυχῶς δὲν μὲ ὑπερασπίζετε, ἀναγκάζομαι μόνος πιὰ ν’ ἀπολογηθῶ καὶ ν ̓ ἀποδείξω τὴν ἀθῳότητά μου. Αὐτὸ τὸ νόημα ἔχουν τὰ λόγια τοῦ Παύλου «Ἡ ἐμὴ ἀπολογία τοῖς ἐμὲ ἀνακρίνουσιν αὕτη ἐστί» (Α’ Κορ. 9,3).

* * *

Ἕνας Παῦλος κατηγορούμενος! Ποιός θὰ τὸ περίμενε; Αλλά γιατί ἀποροῦμε; Αὐτὸς ὁ Χριστός, ποὺ ἦταν ἀσύγκριτα ἀνώτερος ἀπὸ τὸν Παῦλο κι ἀπό ὅλους τοὺς ἁγίους, κατηγορήθηκε ἀπ’ τὸν κόσμο, ἀπ’ τοὺς ἐχθρούς του, συνελήφθη, καὶ κατηγορούμενος, δέσμιος, στάθηκε μπροστὰ στοὺς ἀδίκους δικαστάς του Ἄννα, Καϊάφα καὶ Πιλᾶτο γιὰ ν’ ἀπολογηθῇ. Ἂς μὴ παραξενεύεται λοιπόν κανένας, ὅταν βλέπῃ πὼς ὁ κόσμος ποὺ ἔφυγε μακριὰ ἀπ’ τὸ Θεὸ μισεῖ, κατηγορεῖ καὶ συκοφαντεῖ τοὺς ἀληθινοὺς ἐργάτες τοῦ εὐαγγελίου, ποὺ ἀγωνίζονται νὰ μεταδώσουν στὴ σημερινὴ γενιὰ τὸ φῶς καὶ τὴν ἀλήθεια. Ὁ κόσμος, ὁ ἄπιστος κόσμος, ὁ πονηρὸς καὶ διεστραμμένος, ποὺ εἶνε ἕτοιμος νὰ χειροκροτήσῃ τὰ πιὸ τιποτένια πρόσωπα, ὁ ἴδιος αὐτὸς κόσμος εἶνε ἕτοιμος νὰ ὑβρίσῃ, νὰ διαβάλῃ καὶ νὰ συκοφαντήσῃ τοὺς κήρυκες τοῦ Χριστοῦ. Ὁ κόσμος αὐτὸς καθίζει διαρκῶς στὰ ἑδώλιά του τοὺς πιστοὺς ὑπηρέτας τοῦ Κυρίου, κι ἂν περνοῦσε ἀπ’ τὸ χέρι του, θὰ τοὺς σταύρωνε μὲ καρφιὰ πιὸ μυτερὰ ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ σταύρωσε τὸ Χριστὸ καὶ τοὺς ἀποστόλους.

* * *

Αγαπητοί μου! Θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε τώρα, ἐπειδὴ τὸ θέμα εἶνε σχετικό, νὰ μιλήσω κ’ ἐγὼ γιὰ τὸν ἑαυτό μου· ν’ ἀπολογηθῶ δηλαδὴ κ’ ἐγώ, γιατί κ’ ἐγὼ φέρομαι διαρκῶς κατηγορούμενος ἀπὸ ἀνθρώπους, ποὺ μισοῦν τὸ φῶς καὶ τὴν ἀλήθεια. Γιὰ κάθε ἐνέργειά μας καὶ γιὰ κάθε λόγο μας κάτι ἔχουν νὰ ποῦν. Ἐκεῖ, ποὺ μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ προσπαθοῦμε ν’ ἀνάψουμε τὴν ἁγία φωτιά, γιὰ νὰ κάψῃ κάθε κακὸ καὶ κάθε ἁμαρτία, ἐκεῖ οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ζητοῦν νὰ ῥίξουν χιόνια, νὰ σβήσουν τὴ φωτιὰ καὶ νὰ σκορπίσουν τὴν ἀπογοήτευση γιὰ κάθε καλὸ ποὺ γίνεται μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ στὴν ἐπαρχία μας. Κι ὅσο περισσότερα καλὰ γίνονται, τόσο κ’ ἡ ἀντίδρασι γίνεται μεγαλύτερη. Λίγοι βέβαια εἶνε αὐτοί, ἀλλὰ τὴ ζημιὰ τὴν κάνουν ὅσο ἐξαρτᾶται ἀπ’ αὐτούς. Ἂν μπορούσανε, οὔτε μιὰ μέρα δὲν θὰ μᾶς ἀφήνανε ὄχι νὰ κηρύξουμε ἀλλ’ οὔτε νὰ ζήσουμε.

Ἀλλ’ ἐμεῖς, παρ’ ὅλες τὶς ἀντιδράσεις, ὡς ἐπίσκοπος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας συνεχίζουμε τὴν πορεία μας. Τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ κηρύττουμε. Τὰ δόγματα τῆς Ἐκκλησίας ὑποστηρίζουμε. Την Ορθοδοξία ὑπερασπίζουμε. Κατηγορούμενοι ἀπολογούμεθα. Κι ὅσοι θέλουν νὰ δοῦν πῶς ἀπαντοῦμε στοὺς κατηγόρους μας, παρακαλῶ ἂς κάνουν τὸν κόπο νὰ διαβάσουν ἕνα καίνούργιο βιβλίο μὲ τίτλο «Ἀπολογισμὸς μιᾶς τετραετίας». Εἶνε ἡ ἀπολογία μου ὡς ἐπισκόπου. Στὸ πρῶτο φύλλο τοῦ βιβλίου αὐτοῦ εἶνε γραμμένο τὸ σημερινὸ ῥητό «Ἡ ἐμὴ ἀπολογία τοῖς ἐμὲ ἀνακρίνουσιν αὕτη ἐστί» (ἔ.ά.).

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek