ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΔ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ

Αποστολική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΔ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ — Β΄ ΚΟΡ. (Α΄ 21 — 24, Β΄ 1 — 4)

Β΄ προς Κοριν­θί­ους, κεφά­λαιο Α΄, εδά­φια 21–24 & Β΄, εδά­φια 1 — 4

21 ὁ δὲ βεβαιῶν ἡμᾶς σὺν ὑμῖν εἰς Χρι­στὸν καὶ χρί­σας ἡμᾶς Θεός, 22 ὁ καὶ σφρα­γι­σά­με­νος ἡμᾶς καὶ δοὺς τὸν ἀρρα­βῶ­να τοῦ Πνεύ­μα­τος ἐν ταῖς καρ­δί­αις ἡμῶν. 23 ᾿Εγὼ δὲ μάρ­τυ­ρα τὸν Θεὸν ἐπι­κα­λοῦ­μαι ἐπὶ τὴν ἐμὴν ψυχήν, ὅτι φει­δό­με­νος ὑμῶν οὐκέ­τι ἦλθον εἰς Κόριν­θον. 24 οὐχ ὅτι κυριεύ­ο­μεν ὑμῶν τῆς πίστε­ως, ἀλλὰ συνερ­γοί ἐσμεν τῆς χαρᾶς ὑμῶν· τῇ γὰρ πίστει ἑστή­κα­τε. 

Ἔκρι­να δὲ ἐμαυ­τῷ τοῦ­το, τὸ μὴ πάλιν ἐν λύπῃ ἐλθεῖν πρὸς ὑμᾶς. εἰ γὰρ ἐγὼ λυπῶ ὑμᾶς, καὶ τίς ἐστιν ὁ εὐφραί­νων με εἰ μὴ ὁ λυπού­με­νος ἐξ ἐμοῦ; καὶ ἔγρα­ψα ὑμῖν τοῦ­το αὐτό, ἵνα μὴ ἐλθὼν λύπην ἔχω ἀφ᾿ ὧν ἔδει με χαί­ρειν, πεποι­θὼς ἐπὶ πάν­τας ὑμᾶς ὅτι ἡ ἐμὴ χαρὰ πάν­των ὑμῶν ἐστιν. ἐκ γὰρ πολ­λῆς θλί­ψε­ως καὶ συνο­χῆς καρ­δί­ας ἔγρα­ψα ὑμῖν διὰ πολ­λῶν δακρύ­ων, οὐχ ἵνα λυπη­θῆ­τε, ἀλλὰ τὴν ἀγά­πην ἵνα γνῶ­τε ἣν ἔχω περισ­σο­τέ­ρως εἰς ὑμᾶς.

21 Εκεί­νος δε ο οποί­ος δίδει την ακλό­νη­τον και βεβαί­αν πεποί­θη­σιν εις ημάς μαζή με σας, ώστε να μένω­μεν πιστοί στον Χρι­στόν και ο οποί­ος μας έχρι­σε με το Αγιον Πνεύ­μα, είναι ο Θεός. 22 Αυτός και έβα­λε την σφρα­γί­δα του επά­νω μας, δια να δεί­ξη, ότι είμε­θα ιδι­κοί του και έδω­σε το Πνεύ­μα του το Αγιον εις τας καρ­δί­ας μας ως προ­κα­τα­βο­λήν και εγγύ­η­σιν δι’ όλα όσα μας έχει υπο­σχε­θή. 23 Πρέ­πει δε να σας πω τού­το· ότι εγώ, επει­δή σας λυπού­μαι, δεν ήλθα ακό­μη εις την Κοριν­θον, δια να μη σας στε­νο­χω­ρή­σω με τας παρα­τη­ρή­σεις μου και εις αυτό επι­κα­λού­μαι μάρ­τυ­ρα τον Θεόν, που βλέ­πει την ψυχήν μου. 24 Δεν σας τα λέγο­μεν αυτά, διό­τι έχο­μεν εξου­σί­αν επά­νω εις σας και εις την πίστιν σας, αλλά διό­τι είμε­θα συνερ­γά­ται εις την ιδι­κήν σας χαράν. Αλλω­στε σεις στέ­κε­σθε στε­ρε­οί εις την πίστιν. 

Εσκέ­φθην δε μόνος μου και απε­φά­σι­σα τού­το· να μη έλθω προς σας λυπού­με­νος δια τα σφάλ­μα­τά σας, λυπών δε και σας με τας παρα­τη­ρή­σεις, που είμαι αναγ­κα­σμέ­νος να σας κάμω. Η λύπη όμως, που θα σας προ­κα­λέ­σω, απο­βλέ­πει στο καλόν σας, διό­τι εάν εγώ με τους ελέγ­χους σας στε­νο­χω­ρώ, ποιός είναι εκεί­νος, που με ευφραί­νει, παρά αυτός που δέχε­ται τας παρα­τη­ρή­σεις μου, λυπεί­ται και μετα­νο­εί δια τα σφάλ­μα­τά του και προ­χω­ρεί εις διόρ­θω­σιν· Και σας έγρα­ψα αυτό τού­το ακρι­βώς εις προ­η­γου­μέ­νην επι­στο­λήν και σας έκα­μα παρα­τη­ρή­σεις, δια να διορ­θω­θή­τε εν τω μετα­ξύ, ώστε, όταν θα έλθω, να μη δοκι­μά­σω λύπην από εκεί­νους, από τους οποί­ους έπρε­πε μάλ­λον να δοκι­μά­ζω χαράν. Είμαι δε βέβαιος δι’ όλους σας, ότι η ιδι­κή μου χαρά είναι και χαρά όλων σας. Είχα βέβαια λυπη­θή και εγώ πολύ, δια τους ελέγ­χους που σας έκα­μα εις την πρώ­την επι­στο­λήν βαθύ­τα­τα θλιμ­μέ­νος και με σφιγ­μέ­νην την καρ­διά και με πολ­λά δάκρυα, όχι δια να κατα­βλη­θή­τε από λύπην, αλλά δια να γνω­ρί­σε­τε την εξαι­ρε­τι­κήν αγά­πην, την οποί­αν έχω προς σας.

21 Εκεί­νος λοι­πόν που δίνει τη βεβαιό­τη­τα και σε μας και σε σας, και μας στη­ρί­ζει να μένου­με πιστοί και ασά­λευ­τοι στο Χρι­στό και που μας έχρι­σε με τη χάρη του Πνεύ­μα­τός του, είναι ο Θεός. 22 Αυτός και μας σφρά­γι­σε ως δικούς του και έδω­σε στις καρ­διές μας το Πνεύ­μα του ως αρρα­βώ­να και ασφα­λή εγγύ­η­ση για το ότι θα εκπλη­ρώ­σει όλες τις υπο­σχέ­σεις που μας δίνει με το Ευαγ­γέ­λιό του. 23 Και για να επα­νέλ­θω στο ζήτη­μα του ταξι­διού μου, επι­κα­λού­μαι τον καρ­διο­γνώ­στη Θεό να δει αυτός τα βάθη της ψυχής μου και να μαρ­τυ­ρή­σει αν είναι αλή­θεια ότι δεν ήλθα ακό­μη στην Κόριν­θο επει­δή σας λυπού­μαι και δεν θέλω να δοκι­μά­σε­τε την αυστη­ρό­τη­τά μου. 24 Και δεν λέω το τελευ­ταίο αυτό επει­δή δήθεν είμα­στε κύριοι της πίστε­ώς σας και έχου­με εξου­σία επά­νω σας σαν να είστε δού­λοι μας. Αντι­θέ­τως είμα­στε συνερ­γά­τες της χαράς σας και θέλου­με να συν­τε­λού­με ώστε να αυξά­νει η χαρά σας. Και απο­κλεί­ε­ται ολό­τε­λα να εξου­σιά­ζου­με την πίστη σας, διό­τι εσείς στέ­κε­στε καλά και είστε στε­ρε­ω­μέ­νοι στην πίστη.

Και το απο­φά­σι­σα αυτό και για τον εαυ­τό μου. Βρή­κα δηλα­δή καλύ­τε­ρο και για τον εαυ­τό μου να μην έλθω πάλι σε σας αναγ­κα­σμέ­νος κι εγώ να σας προ­ξε­νώ λύπη με τους ελέγ­χους μου, αλλά κι εσείς να μου προ­ξε­νεί­τε λύπη με τις ατα­ξί­ες που θα βλέ­πω ανά­με­σά σας. Οπωσ­δή­πο­τε λοι­πόν ή εγώ ή εσείς θα αισθα­νό­μα­σταν λύπη. Διό­τι, εάν εγώ με τους ελέγ­χους μου προ­κα­λώ λύπη μετα­νοί­ας σε σας, ποιός άλλος με ευφραί­νει παρά εκεί­νος που δέχε­ται τους ελέγ­χους μου και λυπά­ται από τις δικές μου επι­τι­μή­σεις; Έτσι, εάν δεν λυπά­μαι εγώ, θα λυπά­στε όμως εσείς. Και σας έγρα­ψα ακρι­βώς αυτό σε προ­η­γού­με­νη επι­στο­λή μου, για να διορ­θώ­σε­τε στο μετα­ξύ τις ατα­ξί­ες, ώστε, όταν έλθω στην Κόριν­θο, να τα βρω όλα εντά­ξει και να μη νιώ­σω λύπη από εκεί­νους που έπρε­πε να μου δώσουν χαρά. Άλλω­στε η λύπη μου θα λυπού­σε κι εσάς. Διό­τι έχω για όλους σας την πεποί­θη­ση ότι η χαρά μου είναι χαρά όλων σας. Και μη νομί­σε­τε ότι για τους ελέγ­χους που σας έγρα­ψα στην επι­στο­λή μου εκεί­νη εγώ δεν ένιω­σα καμία λύπη. Διό­τι σας έγρα­ψα πλημ­μυ­ρι­σμέ­νος από θλί­ψη και στε­νο­χώ­ρια της καρ­διάς, με δάκρυα πολ­λά, όχι για να λυπη­θεί­τε, αλλά για να γνω­ρί­σε­τε την υπερ­βο­λι­κή αγά­πη που έχω για σας.

21 Ἐκεῖ­νος δέ, ποὺ μᾶς στη­ρί­ζει μαζί σας στὸ Xρι­στό, καὶ μᾶς ἔχρι­σε, εἶναι ὁ Θεός. 22 Aὐτὸς καὶ μᾶς σφρά­γι­σε, καὶ ἔδω­σε στὶς καρ­διές μας τὸ Πνεῦ­μα ὡς ἀρρα­βῶ­να (ὡς ἐγγύ­η­σι γιὰ τὰ μέλ­λον­τα ἀγα­θά). 23 Ἐγὼ δὲ ἐπι­κα­λοῦ­μαι ὡς μάρ­τυ­ρά μου τὸ Θεό, ὅτι δὲν ἦλθα ἀκό­μη στὴν Kόριν­θο ἐπει­δὴ σᾶς λυποῦ­μαι (καὶ δὲν θέλω νὰ δοκι­μά­σε­τε τὴν αὐστη­ρό­τη­τά μου). 24 Aὐτὸ δὲν σημαί­νει, ὅτι εἴμε­θα ἐξου­σια­σταί σας ἐπει­δὴ εἶσθε στὴν πίστι (ὅτι, μὲ ἄλλα λόγια, ἐκμε­ταλ­λευό­με­θα τὴν χρι­στια­νι­κή σας ἰδιό­τη­τα καὶ σᾶς φερό­με­θα ἐξου­σια­στι­κά). Ἀλλ’ εἴμε­θα συνερ­γοὶ τῆς χαρᾶς σας. Kαὶ αὐτὸ ἀκρι­βῶς διό­τι εἶσθε στὴν πίστι.

θεώ­ρη­σα καλὸ τοῦ­το, τὸ νὰ μὴν ἔλθω πάλι σὲ σᾶς προ­κα­λών­τας (μὲ τοὺς ἐλέγ­χους μου) λύπη. Ἀλλ’ ἐὰν ἐγὼ προ­κα­λῶ σὲ σᾶς λύπη, καὶ ποιός μὲ εὐφραί­νει παρὰ ἐκεῖ­νος, πού (δέχε­ται τοὺς ἐλέγ­χους μου καί) λυπεῖ­ται ἀπὸ μένα; (Διό­τι αὐτὴ ἡ λύπη φανε­ρώ­νει μετά­νοια). Σᾶς ἔγρα­ψα δέ (σὲ προ­η­γου­μέ­νη ἐπι­στο­λή) αὐτὸ ἐδῶ, δηλα­δὴ νὰ μὴ δοκι­μά­σω, ὅταν ἔλθω, λύπη ἀπ’ αὐτούς, ποὺ ἔπρε­πε νὰ χαί­ρω. Διό­τι εἶμαι βέβαιος γιὰ ὅλους σας, ὅτι ἡ δική μου χαρὰ εἶναι χαρὰ ὅλων σας. Πολὺ δὲ πίε­σα καὶ ἔσφι­ξα τὴν καρ­διά μου γιὰ νὰ σᾶς γρά­ψω· καὶ σᾶς ἔγρα­ψα μὲ πολ­λὰ δάκρυα, ὄχι γιὰ νὰ λυπη­θῆ­τε, ἀλλὰ γιὰ νὰ κατα­λά­βε­τε τὴν ἀγά­πη, ποὺ ἔχω περισ­σό­τε­ρο σ’ ἐσᾶς.

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ”)

Ἀρρα­βῶ­νες

«Ὁ καὶ σφρα­γι­σά­με­νος ἡμᾶς καὶ δοὺς τὸν ἀρρα­βῶ­να τοῦ Πνεύ­μα­τος ἐν ταῖς καρ­δί­αις ἡμῶν» (Β’ Κορ. 1,22)

ΕΧΕΙ, ἀγα­πη­τοί μου, ἔχει ἡ ζωὴ αὐτὴ τὶς πίκρες της, ἀλλ ̓ ἔχει καὶ τίς χαρές της. Χαρὲς δέ, κοσμι­κές χαρές, ἀπ’ τίς μεγά­λες, εἶνε καὶ οἱ χαρὲς τοῦ γάμου. Ο λαός μας, ὅταν στους νέους καὶ στίς νέες εὔχε­ται «Στὶς χαρές σας», ἐννο­εῖ τὸ γάμο τους. Αλλά προ­τοῦ νὰ γίνῃ ὁ γάμος γίνε­ται ὁ ἀρρα­βῶ­νας. Ο νέος δηλα­δὴ καὶ ἡ νέα, ποὺ ἀγα­πιῶν­ται καὶ ἔχουν κατα­λή­ξει στὴν ἀπό­φα­σι τοῦ γάμου, θέλουν μπρο­στὰ σὲ ἄλλους, συγ­γε­νεῖς καὶ φίλους, νὰ γνω­στο­ποι­ή­σουν τὴν ἀπό­φα­σί τους, νὰ δώσουν ἐπι­σή­μως ὑπό­σχε­σι γάμου, καὶ νὰ φορέ­σουν τὰ δαχτυ­λί­δια σὰν μιὰ βεβαί­ω­σι, ὅτι ἡ ὑπό­σχε­σι ποὺ δόθη­κε θὰ ἐκπλη­ρω­θῇ. Αὐτὸς εἶνε ὁ ἀρρα­βῶ­νας.

* * *

Ἡ νέα, ποὺ ἔκα­νε ἀρρα­βῶ­να καὶ φόρε­σε τὸ δαχτυ­λί­δι, αἰσθά­νε­ται χαρὰ καὶ περι­μέ­νει, πότε θὰ ἔρθῃ ἡ μέρα ποὺ θὰ γίνῃ ὁ γάμος της. Υπάρ­χουν δὲ συγ­κι­νη­τι­κὰ παρα­δείγ­μα­τα, ποὺ κορί­τσια περί­με­ναν καὶ πέν­τε καὶ δέκα χρό­νια τὸν ἀρρα­βω­νια­στι­κό τους, ποὺ ἔλει­πε στα ξένα. Βου­νὰ καὶ θάλασ­σες δεν σβή­νουν τὴν ἀγά­πη. Ὁ ἀρρα­βῶ­νας γιὰ τιμί­ους ἀνθρώ­πους εἶνε μιὰ ἐγγύ­η­σι.

Καὶ μιὰ ποὺ μιλᾶ­με γιὰ ἀρρα­βῶ­νες, ἂς ποῦ­με καὶ κάτι, ποὺ συχνὰ τὸ γρά­φου­με καὶ τὸ κηρύ­του­με, κ’ ἐν τού­τοις ὑπάρ­χουν πολ­λοὶ ποὺ δὲν θέλουν νὰ μᾶς ἀκού­σουν. Υπάρ­χει μιὰ κακή συνή­θεια, ἰδί­ως στὴν περι­φέ­ρειά μας. Οἱ νέοι μας δὲν περι­μέ­νουν νὰ γίνῃ ὁ γάμος, νὰ εὐλο­γή­σῃ τὰ στέ­φα­να ἡ Ἐκκλη­σία, ἀλλὰ μόλις ἀρρα­βω­νια­στοῦν ζοῦν σὰν ἀντρό­γυ­να. Καὶ δὲν εἶνε σπά­νιο τὸ φαι­νό­με­νο ἡ νύφη, ὅταν ἔρθῃ ἡ μέρα τοῦ γάμου, νὰ εἶνε ἔγκυος ἢ ἀκό­μα καὶ νὰ ἔχῃ γεν­νή­σει παι­δί. Ἀλλ’ αὐτὸ ποὺ γίνε­ται εἶνε ἐνάν­τιο στοὺς νόμους τῆς Ἐκκλη­σί­ας, εἶνε ἁμαρ­τία, πορ­νεία, ντρο­πή, αἶσχος. Καὶ στε­φά­νια δὲν ται­ριά­ζουν στὰ κεφά­λια τοῦ νέου καὶ τῆς νέας, ποὺ πρὶν νὰ γίνῃ τὸ μυστή­ριο κυλί­στη­καν στὴν ἁμαρ­τία. Γάμος ἐκκλη­σια­στι­κὸς θὰ πῇ, νὰ πηγαί­νουν στὴν ἐκκλη­σία ὁ γαμ­πρὸς καὶ ἡ νύφη μὲ παρ­θε­νι­κά κορ­μιά, με καθα­ρές καρ­διές. Καὶ ἕνα τέτοιο ζευ­γά­ρι, ποὺ τηρεῖ τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ, τὸ εὐλο­γεῖ ὁ Χρι­στὸς καὶ τῇ μονοια­σμέ­να καὶ κάνει παι­διὰ χαρι­τω­μέ­να καὶ βλέ­πει ἐγγό­νια καὶ δισέγ­γο­να. Ἂς τὸ κατα­λά­βουν οἱ νέοι καὶ οἱ νέες μας, ἂς τὸ κατα­λά­βουν καὶ οἱ γονεῖς, ποὺ δυστυ­χῶς σπρώ­χνουν τὰ παι­διά τους σὲ σχέ­σεις ἁμαρ­τω­λές· δὲν ὑπάρ­χει εὐλο­γία στὰ σπί­τια ποὺ γίνον­ται τέτοια ἁμαρ­τή­μα­τα!

Αρρα­βώ­νας χρι­στια­νι­κὸς εἶνε, ὁ νέος καὶ ἡ νέα νὰ νικοῦν τὸν πει­ρα­σμὸ τῆς σάρ­κας, νὰ ἐγκρα­τεύ­ων­ται καὶ νὰ περι­μέ­νουν τὴ μέρα τοῦ γάμου.

* * *

Ἀλλὰ για­τί μιλᾶ­με γιὰ ἀρρα­βῶ­νες; Μιλᾶ­με γιὰ ἀρρα­βῶ­νες, ἀγα­πη­τοί μου, για­τί κι ὁ σημε­ρι­νὸς Ἀπό­στο­λος μιλά­ει γιὰ ἀρρα­βῶ­να. Ἀλλὰ ποιός εἶνε ὁ ἀρρα­βῶ­νας αὐτός, γιὰ τὸν ὁποῖο μιλά­ει ὁ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος; Δὲν εἶνε αὐτὸς ποὺ ξέρου­με ὅλοι. Εἶνε ἕνας ἄλλος, μυστι­κὸς ἀρρα­βῶ­νας, ποὺ εἶνε ἀσύγ­κρι­τα ἀνώ­τε­ρος ἀπὸ κάθε ἄλλον ἀρρα­βῶ­να. Οἱ ἄνθρω­ποι, ὅταν ἀκού­σουν ὅτι μιὰ φτω­χὴ ὀρφα­νή κόρη ἀρρα­βω­νιά­στη­κε μὲ πλού­σιο νέο, ὅλοι τὴν καλο­τυ­χί­ζουν. Τί εὐτυ­χι­σμέ­νο κορί­τσι! λένε θ ̓ ἀφή­σῃ τώρα τὸ καλύ­βι της, θὰ πάῃ στὸ παλά­τι καὶ θὰ εἶνε κυρία κι ἀφέν­τί­ςσα. Ποιά; Αὐτή, ποὺ γυμνὴ καὶ ξυπό­λη­τη ζητιά­νευε γιὰ νὰ ζήσῃ. Αὐτὴ ἡ γύφτί­ςσα λοι­πὸν θὰ πάρῃ τὸν καλύ­τε­ρο άντρα; λένε οἱ φθο­νε­ρὲς γλῶσ­σες.

Ναί, ἡ γύφτί­ςσα θὰ πάρῃ βασι­λό­που­λο! Σᾶς μιλάω παρα­βο­λι­κά. Κόρη γυμνή, ξυπό­λη­τη, πει­να­σμέ­νη, ἀκά­θαρ­τη εἶνε ἡ ψυχὴ τοῦ κάθε ἀνθρώ­που. Καὶ ὁ γυιός τοῦ βασι­λιᾶ, ποὺ ἀρρα­βω­νιά­στη­κε τὴ φτω­χὴ κόρη, εἶνε ὁ Χρι­στός. Ναί, ὁ Χρι­στός! Αὐτὸς εἶνε, ὅπως ψάλ­λει ἡ Ἐκκλη­σία μας, ὁ Νυμ­φί­ος, ὁ ὡραῖ­ος Νυμ­φί­ος, ἤ, ὅπως λέμε στὴ γλῶσ­σα μας, ὁ Γαμ­πρός. Ἀλλὰ τί γαμ­πρός! Γαμ­πρὸς ποὺ λάμ­πει ἀπὸ ὀμορ­φιά. Γαμ­πρός γεμᾶ­τος πλού­τη, δόξα καὶ δύνα­μι. Γαμ­πρὸς οὐρά­νιος. Χαρὰ στὴν ψυχὴ ποὺ θὰ τὴν ἀγα­πή­σῃ ὁ Χρι­στός! Ἡ ψυχὴ αὐτὴ λέμε, ὅτι ἀρρα­βω­νιά­ζε­ται τὸ Χρι­στό. Παρά­ξε­νο σᾶς φαί­νε­ται; Ανοίξ­τε τὰ συνα­ξά­ρια τῶν ἁγί­ων καὶ θὰ βρῆ­τε κορί­τσια ποὺ ἀγά­πη­σαν τὸ Χρι­στό, ὅπως ἡ ἁγία Θέκλα, ἡ ἁγία Αἰκα­τε­ρί­νη, ἡ ἁγία Βαρ­βά­ρα καὶ τόσες ἄλλες, ποὺ ἔμει­ναν παρ­θέ­νες μέχρι τέλους καὶ δὲν παν­τρεύ­τη­καν, ὄχι για­τὶ μισοῦ­σαν τὸ γάμο, ἀλλὰ για­τὶ ἀγα­ποῦ­σαν τὸ Χρι­στὸ παρα­πά­νω ἀπ ̓ ὅλα καὶ ἤθε­λαν ν ̓ ἀφο­σιω­θοῦν στὴν ὑπη­ρε­σία του. Γι’ αὐτὸ καὶ στὶς προ­τά­σεις γάμων ποὺ τοὺς ἔκα­ναν ἔλε­γαν· Ἐμεῖς ἀρρα­βω­νια­στή­κα­με. Ποιόν; ῥωτοῦ­σαν μὲ ἀπο­ρία οἱ συγ­γε­νεῖς τους. Τὸ Χρι­στὸ ἀρρα­βω­νια­στή­κα­με, ἀπαν­τοῦ­σαν ἐκεῖ­νες.

Ἀλλὰ θὰ μᾶς ῥωτή­σῃ ἴσως κάποιος· Θέλε­τε τὰ κορί­τσια μας νὰ μεί­νουν ἀνύ­παν­τρα; Ὄχι, δὲν λέμε τέτοιο πρᾶγ­μα. Ὅσα κορί­τσια θέλουν νὰ κάνουν γάμο, ἂς παν­τρευ­τοῦν, ἂς ἀνοί­ξουν σπί­τι, ἂς κάνουν παι­διά, ἂς ζήσουν μὲ τὸν ἄντρα τους χρι­στια­νι­κή ζωή, καὶ θὰ πᾶνε στὸν παρά­δει­σο. Ἂς μὴ φοβοῦν­ται λοι­πὸν οἱ γονεῖς μήπως, ἀκού­γον­τας τὰ κορί­τσια τους, ἀφιε­ρω­θοῦν στὸ Χρι­στὸ καὶ ζήσουν μέχρι τέλους παρ­θε­νι­κὴ ζωή. Στὴν ἐπο­χὴ ποὺ ζοῦ­με ζήτη­μα εἶνε ἂν μέσα στὰ χίλια κορί­τσια ὑπάρ­χῃ ἕνα ποὺ νὰ σκέ­πτε­ται καὶ νὰ αἰσθά­νε­ται σὰν τὴν ἁγία Θέκλα.

Ἀλλ’ ὅταν ὁ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος μιλάῃ γιά πνευ­μα­τι­κοὺς ἀρρα­βῶ­νες, δὲν ἔχει ὑπ’ ὄψι του μόνα κορί­τσια ποὺ δὲν παν­τρεύ­ον­ται καὶ ἀφο­σιώ­νον­ται στὸ Χρι­στό. Ἔχει ὑπ’ ὄψι του κάθε ἄνθρω­πο, κάθε ψυχὴ ποὺ πιστεύ­ει στὸ Χρι­στό. Υπάρ­χει ἄνθρω­πος ποὺ πιστεύ­ει στὸ Χρι­στό; Εἴτε ἔγγα­μος εἴτε ἄγα­μος, εἴτε ἄντρας εἴτε γυναί­κα, εἴτε φτω­χὸς εἴτε πλού­σιος, εἴτε ἄσπρος εἴτε μαῦ­ρος, εἴτε κόκ­κι­νος εἴτε κίτρι­νος εἴτε ὁποιο­δή­πο­τε χρῶ­μα κι ἂν ἔχῃ, ὁσο­δή­πο­τε ἁμαρ­τω­λὸς κι ἂν εἶνε, ἂν πιστέ­ψῃ μὲ τὴν καρ­διά του καὶ μετα­νο­ή­σῃ εἰλι­κρι­νὰ καὶ βαπτί­ςθῇ, αὐτὴ ἡ ψυχὴ συν­δέ­ε­ται μὲ τὸ Χρι­στό, ἀρρα­βω­νιά­ζε­ται τὸ Χρι­στό.

* * *

Αρρα­βώ­νας λοι­πόν, γιὰ τὸν ὁποῖο μιλά­ει ὁ Παῦ­λος, εἶνε ἡ στε­νή σχέ­σι ποὺ συν­δέ­ει τὸν ἄνθρω­πο μὲ τὸ Χρι­στό. Εἶνε ἡ πίστι. Εἶνε τὸ ἱερὸ βάπτί­ςμα. Εἶνε γενι­κὰ ἡ χάρις ποὺ προ­έρ­χε­ται ἀπ’ ὅλα τὰ μυστή­ρια τῆς Ἐκκλη­σί­ας. Ὁ ἄνθρω­πος ποὺ ζῇ καὶ ἀνα­πνέ­ει τὴν ἀτμό­σφαι­ρα τῆς πίστε­ως καὶ τῶν μυστη­ρί­ων τοῦ Θεοῦ, αἰσθά­νε­ται μια βεβαιό­τη­τα ὅτι ἀνή­κει στὸ Χρι­στό, ὅτι ὁ Χρι­στὸς τὸν ἀγα­πά­ει καὶ δὲν θὰ τὸν ἐγκα­τα­λεί­ψῃ. Ὁ Χρι­στὸς μένει πιστὸς στὴν ἀγά­πη του. Ὅ,τι ὑπο­σχέ­θη­κε θὰ τὸ δώσῃ στὴν ψυχὴ ποὺ τὸν ἀγά­πη­σε. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ψυχὴ αὐτὴ χαί­ρε­ται καὶ ἀγάλ­λε­ται.

Ἀλλὰ ἡ πνευ­μα­τι­κὴ χαρὰ καὶ ἀγαλ­λί­α­σις ποὺ αἰσθά­νε­ται ὁ πιστὸς ἐδῶ στὸν κόσμο εἶνε μικρὴ καὶ ἐλά­χι­στη. Εἶνε ἡ πρό­γευ­σις τῆς μεγά­λης ἐκεί­νης χαρᾶς, τὴν ὁποία θὰ ἀπο­λαύ­σουν οἱ πιστοὶ στὴν ἄλλη ζωή. Ἐκεῖ, στὴν ἄλλη, τὴ μακα­ρία ζωή, θὰ γίνῃ ὁ γάμος, ὁ γάμος τοῦ Χρι­στοῦ μὲ τὶς ψυχὲς ποὺ τὸν ἀγά­πη­σαν καὶ τὸν ἐλά­τρευ­σαν παρα­πά­νω ἀπ’ ὅλα τὰ πρό­σω­πα καὶ τὰ πράγ­μα­τα. Κι ὁ γάμος αὐτὸς θὰ εἶνε ἀφάν­τα­στος σὲ μεγα­λο­πρέ­πεια. Θὰ εἶνε γάμος ὄχι σαρ­κι­κὸς ἀλλὰ πνευ­μα­τι­κός, δηλα­δὴ ὁ Χρι­στὸς θὰ ἑνω­θῇ μὲ τοὺς πιστοὺς ὅλων τῶν αἰώ­νων καὶ κανείς πιὰ δὲν θὰ μπο­ρέ­σῃ νὰ χωρί­σῃ τὶς ψυχὲς αὐτὲς ἀπ’ τὸ Χρι­στό. Καὶ αὐτὴ ἡ ἕνω­σις ὀνο­μά­ζε­ται γάμος τοῦ Χρι­στοῦ μὲ τὴν Ἐκκλη­σία του. Ἐδῶ οἱ πιστοὶ ἔχουν μόνο τὸν ἀρρα­βῶ­να. Ἐκεῖ, ναὶ ἐκεῖ, θὰ γίνῃ ὁ γάμος.

* * *

Χρι­στια­νοί μου! Δὲν εἶνε αὐτὰ ψέμα­τα, δὲν εἶνε ὄνει­ρα καί παρα­μύ­θια, ὅπως λένε οἱ ἄπι­στοι καὶ ἄθε­οι. Εἶνε πράγ­μα­τα ἱερὰ καὶ βέβαια. Σᾶς ἐρω­τῶ· Ἔχε­τε κάνει τοὺς ἀρρα­βῶ­νες σας; Ἔχε­τε, δηλα­δή, πιστέ­ψει στὸ Χρι­στό; Ἐὰν ναί, τότε καὶ γιὰ σᾶς ἰσχύ­ει αὐτὸ ποὺ λέει σήμε­ρα ὁ Παῦ­λος «Ὁ καί σφρα­γι­σά­με­νος ἡμᾶς καὶ δοὺς τὸν ἀρρα­βῶ­να τοῦ Πνεύ­μα­τος ἐν ταῖς καρ­δί­αις ἡμῶν» (B’ Kop. 1,22).

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek