ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΕ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ

Αποστολική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΕ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ — Β΄ ΚΟΡ. (Δ΄ 6 — 15)

Β΄προς Κοριν­θί­ους, κεφά­λαιο Δ΄, εδά­φια 6–15

6 τι Θες επν κ σκτους φς λμψαι, ς λαμ­ψεν ν τας καρδαις μν πρς φωτι­σμν τς γνσεως τς δξης το Θεο ν προσπ ᾿Ιησο Χρι­στο. 7 Εχο­μεν δ τν θησαυρν τοτον ν στρακνοις σκεεσιν, να περ­βολ τς δυνμεως το Θεο κα μ ξ μν, 8 ν παντ θλιβμενοι λλ᾿ ο στε­νο­χω­ρομενοι, πορομενοι λλ᾿ οκ ξαπο­ρομενοι, 9 διωκμενοι λλ᾿ οκ γκα­τα­λειπμενοι, κατα­βαλλμενοι λλ᾿ οκ πολλμενοι, 10 πντο­τε τν νκρω­σιν το Κυρου ᾿Ιησο ν τ σματι περιφρον­τες, να κα ζω το ᾿Ιησο ν τ σματι μν φανε­ρωθ. 11 ε γρ μες ο ζντες ες θνατον παρα­διδμεθα δι ᾿Ιησον, να κα ζω το ᾿Ιησο φανε­ρωθ ν τ θνητ σαρκ μν. 12 στε μν θνατος ν μν νερ­γεται, δ ζω ν μν. 13 χον­τες δ τ ατ πνεμα τς πστε­ως κατ τ γεγραμμνον, πστευ­σα, δι λλησα, κα μες πιστεομεν, δι κα λαλομεν, 14 εδτες τι γερας τν Κριον ᾿Ιησον κα μς δι ᾿Ιησο γερε κα παραστσει σν μν. 15 Τ γρ πντα δι᾿ μς, να χρις πλε­ονσασα δι τν πλεινων τν εχαρισταν περισ­σεσ ες τν δξαν το Θεο.

Και τού­το, διό­τι ο Θεός, ο οποί­ος κατά τους χρό­νους της δημιουρ­γί­ας διέ­τα­ξε να λάμ­ψη φως αντί του σκό­τους που υπήρ­χε τότε, αυτός έλαμ­ψεν εις τας καρ­δί­ας μας και τας εφώ­τι­σεν, όχι μόνον δια να γνω­ρί­σω­μεν ημείς, αλλά δια να μετα­δώ­σω­μεν και στους άλλους φωτει­νήν και καθα­ράν την γνώ­σιν της δόξης του Θεού, η οποία δόξα εφα­νε­ρώ­θη δια του Ιησού Χρι­στού. Εχο­μεν δε αυτόν τον ανε­κτί­μη­τον θησαυ­ρόν της ενδό­ξου γνώ­σε­ως μέσα εις τα σώμα­τα μας, τα αδύ­να­τα και εύθρα­στα σαν όστρα­κα, δια να φαί­νε­ται έτσι καθα­ρά ότι ο υπε­ρά­φθο­νος πλού­τος της δυνά­με­ως είναι και προ­έρ­χε­ται από τον Θεόν και όχι από ημάς. Ετσι δε εξη­γεί­ται η υπερ­νί­κη­σις των ανα­ριθ­μή­των εμπο­δί­ων και κιν­δύ­νων που συναν­τώ­μεν στο έργον μας. Διό­τι όντως ημείς οι Από­στο­λοι παν­τού και πάν­το­τε θλι­βό­με­θα, χωρίς όμως να φθά­νω­μεν εις αδιέ­ξο­δον και κατα­θλι­πτι­κήν στε­νο­χω­ρί­αν. Περι­πί­πτο­μεν εις απο­ρί­αν και αμη­χα­νί­αν, χωρίς ποτέ να απο­θαρ­ρυ­νώ­με­θα και να μη ευρί­σκω­μεν λύσιν και απάν­τη­σιν εις τας απο­ρί­ας μας. Διω­κό­με­θα από απί­στους και ψευ­δα­δέλ­φους, αλλά δεν εγκα­τα­λει­πό­με­θα από τον Θεόν. Φαί­νε­ται μερι­κές φορές, ότι κατα­βαλ­λό­με­θα και ριπτό­με­θα από τους εχθρούς μας κάτω ως ηττη­μέ­νοι, αλλά δεν χανό­με­θα. 10 Οπου και αν περιο­δεύ­ω­μεν, φέρο­μεν στο σώμα μας πάν­το­τε τας οδύ­νας και τον θάνα­τον του Κυρί­ου Ιησού, κιν­δυ­νεύ­ον­τες όπως εκεί­νος και να απο­θά­νω­μεν εις κάθε στιγ­μήν. Τού­το όμως, δια να φανε­ρω­θή εις την ζωήν και ύπαρ­ξιν μας, που πάν­το­τε δια­φεύ­γει τον θάνα­τον, η ζωή και η δύνα­μις του Ιησού. 11 Διό­τι πάν­το­τε ημείς, που ζώμεν δια το έργον του Κυρί­ου, παρα­δι­δό­με­θα εις θάνα­τον δια την δόξαν του Ιησού, ώστε η ζωή και η δύνα­μις του Ιησού Χρι­στού να φανή στο θνη­τόν μας σώμα, το οποί­ον ο Κυριος κατά θαυ­μα­στούς τρό­πους σώζει. 12 Ωστε οι μεν καθη­με­ρι­νοί θανά­σι­μοι κίν­δυ­νοι υπάρ­χουν εις ημάς, η δε πνευ­μα­τι­κή ζωη, που προ­έρ­χε­ται από τον ιδι­κόν μας θάνα­τον, ενερ­γεί­ται και αυξά­νε­ται εις σας. 13 Επει­δή όμως έχο­μεν το αυτό Αγιον Πνεύ­μα, που μας χαρί­ζει και μας στε­ρε­ώ­νει εις την πίστιν, σύμ­φω­να με εκεί­νο που είναι γραμ­μέ­νον εις την Παλαιάν Δια­θή­κην “επί­στευ­σα και δι’ αυτό ελά­λη­σα”. και ημείς πιστεύ­ο­μεν κατά τρό­πον ορθόν και στα­θε­ρόν στον Κυριον, δι’ αυτό και με θάρ­ρος κηρύτ­το­μεν την διδα­σκα­λί­αν της πίστε­ώς μας. 14 Από αυτήν δε την πίστιν αντλού­μεν την βεβαί­αν γνώ­σιν, ότι ο Θεός και Πατήρ, ο οποί­ος ανέ­στη­σε το Κυριον Ιησούν, θα ανα­στή­ση και ημάς δια μέσου του Ιησού και θα μας θέση κον­τά του, μαζή με σας, ενδό­ξους εις την βασι­λεί­αν του. 15 Διό­τι όλα γίνον­ται δια σας, ώστε η ευερ­γε­σία και η δωρεά του Θεού, που γίνε­ται εις ημάς, να γίνη και ιδι­κή σας ευερ­γε­σία και να πλε­ο­νά­ση εις όλους. Ετσι δε σεις και ημείς, που είμε­θα οι ευερ­γε­τού­με­νοι, να ευχα­ρι­στού­μεν τον Θεόν, ώστε και η ευχα­ρι­στία να πλε­ο­νά­ζή και να περισ­σεύη προς δόξαν του Θεού. 

6 Και κηρύτ­του­με απο­κλει­στι­κά και μόνο για τη δόξα του Χρι­στού, διό­τι ο Θεός, ο Οποί­ος στη δημιουρ­γία του κόσμου διέ­τα­ξε από το σκο­τά­δι να λάμ­ψει το φως, Αυτός και τώρα έλαμ­ψε στις καρ­διές μας, όχι μόνο για να φωτι­σθού­με εμείς, αλλά και για να μετα­δο­θεί μέσα από μας ο φωτι­σμός που προ­έρ­χε­ται από τη γνώ­ση της δόξας του Θεού, η οποία φανε­ρώ­θη­κε μέσα από το πρό­σω­πο του εναν­θρω­πή­σαν­τος Ιησού Χρι­στού. 7 Έχου­με λοι­πόν τον θησαυ­ρό της φωτι­στι­κής και ένδο­ξης αυτής γνώ­σε­ως μέσα στα σώμα­τά μας, που είναι εύθραυ­στα και χωμα­τέ­νια, για να απο­δει­κνύ­ε­ται ότι το υπερ­βο­λι­κό μεγα­λείο της δυνά­με­ως που υπερ­νι­κά τα εμπό­δια και τους κιν­δύ­νους μας, είναι του Θεού και δεν προ­έρ­χε­ται από εμάς τους ασθε­νι­κούς και αδύ­να­μους. 8 Κι έτσι συμ­βαί­νει να θλι­βό­μα­στε σε κάθε τόπο και περί­στα­ση, αλλά όμως οι εξω­τε­ρι­κές αυτές δυσκο­λί­ες δεν μας δημιουρ­γούν εσω­τε­ρι­κό αδιέ­ξο­δο και στε­νο­χώ­ρια αγω­νιώ­δη. Φθά­νου­με σε απο­ρία, χωρίς όμως και να απελ­πι­ζό­μα­στε ή να απο­στε­ρη­θού­με ποτέ μέσο και δυνα­τό­τη­τα σωτη­ρί­ας. 9 Μας κατα­διώ­κουν οι άνθρω­ποι, αλλά δεν μας εγκα­τα­λεί­πει ποτέ ο Θεός. Φαί­νε­ται ότι μας κατα­νι­κούν και μας ρίχνουν κάτω στη γη σαν τους παλαι­στές, αλλά δεν χανό­μα­στε. 10 Διαρ­κώς και κάθε μέρα περι­φέ­ρου­με στις περιο­δεί­ες μας το σώμα μας κυκλω­μέ­νο από τον έσχα­το κίν­δυ­νο να πεθά­νου­με, όπως πέθα­νε ο Κύριος Ιησούς, αλλά αυτό γίνε­ται για να φανε­ρω­θεί στον κόσμο με τη διά­σω­ση του σώμα­τός μας από τους καθη­με­ρι­νούς κιν­δύ­νους ότι ο Ιησούς εξα­κο­λου­θεί να ζει. 11 Διό­τι πάν­το­τε εμείς, που παρά τους τόσους κιν­δύ­νους ζού­με, παρα­δι­δό­μα­στε σε θάνα­το για τη δόξα του Χρι­στού, για να φανε­ρω­θεί με τη θνη­τή σάρ­κα μας και η δύνα­μη της ζωής του Ιησού, που παρεμ­βαί­νει και προ­λα­βαί­νει τον θάνα­τό μας.12 Κι έτσι, ενώ εμείς υπο­φέ­ρου­με τους κιν­δύ­νους του θανά­του, εσείς αντι­θέ­τως καρ­πώ­νε­στε την πνευ­μα­τι­κή ζωή που προ­έρ­χε­ται από την επι­κίν­δυ­νη δρά­ση μας.

13 Παρ’ όλους όμως αυτούς τους κιν­δύ­νους, επει­δή έχου­με το ίδιο Άγιο Πνεύ­μα που μας στη­ρί­ζει στην πίστη, όπως παλιό­τε­ρα είχε και ο Δαβίδ σύμ­φω­να με αυτό που είναι γραμ­μέ­νο στους Ψαλ­μούς: «Πίστε­ψα, γι’ αυτό και μίλη­σα», έτσι κι εμείς πιστεύ­ου­με, και γι’ αυτό και θαρ­ρα­λέα ομο­λο­γού­με και κηρύτ­του­με τον λόγο της πίστε­ώς μας. 14 Και γνω­ρί­ζου­με ότι ο Θεός, που ανέ­στη­σε τον Κύριο Ιησού, θα ανα­στή­σει κι εμάς δια­μέ­σου του Ιησού και θα μας παρου­σιά­σει ένδο­ξους στο βήμα Του μαζί με σας. 15 Ναι, μαζί με σας. Διό­τι όλα για σας γίνον­ται˙ έτσι ώστε η ευερ­γε­σία που μας κάνει ο Θεός σώζον­τάς μας από τους κιν­δύ­νους για χάρη σας, να πλε­ο­νά­ζει και να γίνει ευερ­γε­σία και χάρη όχι μόνο σε μας αλλά και σε όλους εσάς. Κι έτσι αυτοί που ευερ­γε­τούν­ται θα είναι περισ­σό­τε­ροι, ώστε και η ευχα­ρι­στία προς τον Θεό να πλε­ο­νά­σει και να περισ­σεύ­σει, για να δοξά­ζε­ται το όνο­μά Του.

Διό­τι ὁ Θεός, ποὺ διέ­τα­ξε μέσα ἀπὸ τὸ σκό­τος νὰ λάμ­ψῃ φῶς, αὐτὸς ἔλαμ­ψε στὶς διά­νοιές μας, γιὰ νὰ φωτι­σθοῦ­με νὰ γνω­ρί­σω­με τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ στὸ πρό­σω­πο τοῦ Ἰησοῦ Xρι­στοῦ. Ἔχου­με δὲ αὐτὸ τὸ θησαυ­ρό (τὴ θεία ἀπο­κά­λυ­ψι) μέσα σὲ πήλι­να εὔθραυ­στα δοχεῖα (μέσα στοὺς ἀδυ­νά­τους ἑαυ­τούς μας), γιὰ νὰ φαί­νε­ται, ὅτι ἡ ὑπερ­βο­λι­κὴ δύνα­μι (ποὺ ὑπάρ­χει σὲ μᾶς) εἶναι τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν προ­έρ­χε­ται ἀπὸ μᾶς. Ἀπὸ παν­τοῦ πιε­ζό­με­θα, ἀλλὰ δὲν ἀγχω­νό­με­θα. Φθά­νου­με σὲ ἀδιέ­ξο­δο, ἀλλὰ δὲν ἀπελ­πι­ζό­με­θα. Διω­κό­με­θα, ἀλλὰ δὲν ἐγκα­τα­λει­πό­με­θα. Πέφτου­με κάτω ἀπὸ τὰ κτυ­πή­μα­τα, ἀλλὰ δὲν χανό­με­θα. 10 Πάν­το­τε στὸ σῶμα περι­φέ­ρου­με τὸ θάνα­το τοῦ Kυρί­ου Ἰησοῦ, γιὰ νὰ φανε­ρω­θῇ στὸ σῶμα μας καὶ ἡ ζωὴ τοῦ (ἀνα­στη­μέ­νου) Ἰησοῦ. 11 Nαί! Πάν­το­τε ἐμεῖς, ἂν καὶ ἐξα­κο­λου­θοῦ­με νὰ ζοῦ­με, παρα­δι­δό­με­θα γιὰ τὸν Ἰησοῦ σὲ θάνα­το, γιὰ νὰ φανε­ρω­θῇ καὶ ἡ ζωὴ τοῦ Ἰησοῦ στὴ νεκρή μας σάρ­κα. 12 Ὥστε ὁ μὲν θάνα­τος συν­τε­λεῖ­ται σὲ μᾶς, ἡ δὲ ζωὴ σὲ σᾶς (Ἐμεῖς πεθαί­νου­με σωμα­τι­κῶς, γιὰ νὰ ζῆτε σεῖς πνευ­μα­τι­κῶς). 13 Ἐπει­δὴ δὲ ἔχου­με τὸ ἴδιο πνεῦ­μα τῆς πίστε­ως συμ­φώ­νως πρὸς τὸ λόγο τῆς Γρα­φῆς, Πίστευ­σα, γι’ αὐτὸ καὶ μίλη­σα, καὶ ἐμεῖς πιστεύ­ου­με, γι’ αὐτὸ καὶ μιλοῦ­με. 14 Kαὶ ξέρου­με, ὅτι ἐκεῖ­νος, ποὺ ἀνέ­στη­σε τὸν Kύριο Ἰησοῦ, θ’ ἀνα­στή­σῃ καὶ μᾶς διὰ τοῦ Ἰησοῦ, καὶ θὰ μᾶς παρου­σιά­σῃ μπρο­στά του μαζὶ μὲ σᾶς. 15 Ὅλα λοι­πὸν γίνον­ται γιὰ σᾶς, ὥστε μὲ τὰ πολ­λὰ νὰ πλε­ο­νά­σῃ ἡ εὐερ­γε­σία καὶ νὰ προ­κα­λέ­σῃ πλου­σία εὐχα­ρι­στία γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ.

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (Ερμη­νεία Περι­κο­πής)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ

« Θεὸς ὁ εἰπών, ἐκ σκό­τους φῶς λάμ­ψαι, ὃς ἔλαμ­ψεν ἐν ταῖς καρ­δί­αις ἡμῶν(:Και κηρύτ­του­με απο­κλει­στι­κά και μόνο για τη δόξα του Χρι­στού, διό­τι ο Θεός, ο οποί­ος στη δημιουρ­γία του κόσμου διέ­τα­ξε από το σκο­τά­δι να λάμ­ψει το φως, Αυτός και τώρα έλαμ­ψε στις καρ­διές μας)»[Β΄Κορ.4,6].

Είδες ότι πάλι δεί­χνει ο Παύ­λος σε εκεί­νους που ζητού­σαν να δουν τη δόξα εκεί­νη την υπερ­βο­λι­κή, εννοώ του θεό­πτη Μωυ­σή, να αστρά­πτει υπερ­βο­λι­κά; «Όπως ακρι­βώς στο πρό­σω­πο του Μωυ­σή, έτσι», λέγει, «έλαμ­ψε και στις δικές σας καρ­διές». Και προ­η­γου­μέ­νως υπεν­θυ­μί­ζει εκεί­να που έγι­ναν στην αρχή της δημιουρ­γί­ας, για να δεί­ξει ότι αυτή η δημιουρ­γία[:η πνευ­μα­τι­κή μας ανα­γέν­νη­ση] είναι μεγα­λύ­τε­ρη. Και πότε είπε «Γενη­θή­τω φς(:Να γίνει φως επί της γης)»; Στην αρχή και στο προ­οί­μιο της δημιουρ­γί­ας· για­τί λέγει: «Σκό­τος πάνω τς βύσ­σου, κα πνεμα Θεο πεφέ­ρε­το πάνω το δατος. κα επεν Θεός· γενη­θή­τω φς· κα γένε­το φς(: Σκο­τά­δι απλω­νό­ταν επά­νω από τα ύδα­τα που τη σκέ­πα­ζαν, ενώ το ζωο­ποιό Πανά­γιο Πνεύ­μα φερό­ταν επά­νω από τα ύδα­τα και την περιέ­βαλ­λε. Και είπε ο Θεός: ’’Να γίνει φως επί της γης’’· και έγι­νε φως)»[Γέν.1,2–3]. Αλλά τότε βέβαια είπε: «να γίνει φως και έγι­νε», ενώ τώρα δεν είπε, αλλά ο Ίδιος έγι­νε Φως σε εμάς· για­τί δεν είπε ότι και τώρα είπε, αλλά ότι ο Ίδιος έλαμ­ψε. Γι’ αυτό δεν βλέ­που­με αισθη­τά πράγ­μα­τα ενώ λάμ­πει αυτό το φως, αλλά τον ίδιο τον Θεό μέσω του Χρι­στού.

Βλέ­πεις την ακρι­βή ομοιό­τη­τα της Τριά­δος; Για­τί για το Πνεύ­μα λέγει: «μες δ πάν­τες νακε­κα­λυμ­μέν προ­σώπ τν δόξαν Κυρί­ου κατο­πτρι­ζό­με­νοι τν ατν εκόνα μετα­μορ­φού­με­θα π δόξης ες δόξαν, καθά­περ π Κυρί­ου Πνεύ­μα­τος(:Και όλοι εμείς με ξέσκε­πο το πρό­σω­πο του εσω­τε­ρι­κού μας ανθρώ­που, σαν καθρέ­φτες πνευ­μα­τι­κοί δεχό­μα­στε και αντα­να­κλού­με τη δόξα του Κυρί­ου. Και έτσι μετα­μορ­φω­νό­μα­στε και παίρ­νου­με την ίδια ένδο­ξη εικό­να του Κυρί­ου. Και προ­ο­δεύ­ου­με από ένα βαθ­μό δόξας σε άλλο ανώ­τε­ρο βαθ­μό, όπως είναι επό­με­νο να προ­ο­δεύ­ει ο άνθρω­πος που φωτί­ζε­ται από το Άγιο Πνεύ­μα, το οποίο είναι ο Κύριος )»[Β΄Κορ.3,18], ενώ για τον Υιό λέγει: «ν οἷς ὁ Θεὸς τοῦ αἰῶ­νος τού­του ἐτύ­φλω­σε τὰ νοή­μα­τα τῶν ἀπί­στων ες τ μ αγσαι ατος τν φωτι­σμν το εαγγελου τς δξης το Χρι­στο, ς στιν εκν το Θεο(:ανά­με­σα σε αυτούς[:σε όσους από θελη­μα­τι­κή τύφλω­ση παρα­μέ­νουν στην απώ­λεια], ο σατα­νάς που είναι ο θεός και άρχον­τας του αιώ­να αυτού που διαρ­κεί μέχρι τη Δευ­τέ­ρα παρου­σία, τύφλω­σε τη σκέ­ψη των απί­στων για να μη λάμ­ψει σε αυτούς ο φωτι­σμός του Ευαγ­γε­λί­ου. Και το Ευαγ­γέ­λιο αυτό κηρύτ­τει τη δόξα του Χρι­στού, ο οποί­ος είναι εικό­να του Θεού)» [Β΄Κορ.4,4].

Τέλος επί­σης για τον Πατέ­ρα λέγει: « Θεὸς ὁ εἰπών, ἐκ σκό­τους φῶς λάμ­ψαι, ὃς ἔλαμ­ψεν ἐν ταῖς καρ­δί­αις ἡμῶν πρὸς φωτι­σμὸν τῆς γνώ­σε­ως τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ ἐν προ­σώ­πῳ Χρι­στοῦ(:Και κηρύτ­του­με απο­κλει­στι­κά και μόνο για τη δόξα του Χρι­στού, διό­τι ο Θεός, ο οποί­ος στη δημιουρ­γία του κόσμου διέ­τα­ξε από το σκο­τά­δι να λάμ­ψει το φως, Αυτός και τώρα έλαμ­ψε στις καρ­διές μας, όχι μόνο για να φωτι­στού­με εμείς, αλλά και για να μετα­δο­θεί μέσα από μας ο φωτι­σμός που προ­έρ­χε­ται από τη γνώ­ση της δόξας του Θεού, η οποία φανε­ρώ­θη­κε μέσα από το πρό­σω­πο του εναν­θρω­πή­σαν­τος Ιησού Χρι­στού)»[Β΄Κορ.4, 6]. Για­τί όπως ακρι­βώς είπε λέγον­τας «το εαγγελου τς δξης το Χρι­στο(:του ευαγ­γε­λί­ου της δόξας του Χρι­στού)», πρό­σθε­σε: «ς στιν εκν το Θεο(:ο οποί­ος είναι εικό­να του Θεού)», για να δεί­ξει ότι απο­στε­ρή­θη­καν και τη δόξα Εκεί­νου, έτσι λέγον­τας, «τῆς γνώ­σε­ως τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ», πρό­σθε­σε, «ἐν προ­σώ­πῳ Χρι­στοῦ», για να δεί­ξει ότι μέσω Αυτού γνω­ρί­ζου­με τον Πατέ­ρα, όπως ακρι­βώς βέβαια και με το Άγιο Πνεύ­μα οδη­γού­μα­στε σε Αυτόν.

«χομεν δὲ τὸν θησαυ­ρὸν τοῦ­τον ἐν ὀστρα­κί­νοις σκεύ­ε­σιν, ἵνα ἡ ὑπερ­βο­λὴ τῆς δυνά­με­ως ᾖ τοῦ Θεοῦ καὶ μὴ ἐξ ἡμῶν(:Έχου­με λοι­πόν τον θησαυ­ρό της φωτι­στι­κής και ένδο­ξης αυτής γνώ­σε­ως μέσα στα σώμα­τά μας, που είναι εύθραυ­στα και χωμα­τέ­νια, για να απο­δει­κνύ­ε­ται ότι το υπερ­βο­λι­κό μεγα­λείο της δυνά­με­ως που υπερ­νι­κά τα εμπό­δια και τους κιν­δύ­νους μας, είναι του Θεού και δεν προ­έρ­χε­ται από εμάς τους ασθε­νι­κούς και αδύ­να­μους)»[Β΄Κορ.4,7]. Επει­δή δηλα­δή είπε πολ­λά και μεγά­λα για την απόρ­ρη­τη δόξα, για να μη λέγει κάποιος: «Και πώς, ενώ απο­λαμ­βά­νου­με τόσο μεγά­λη δόξα, παρα­μέ­νου­με μέσα σε θνη­τό σώμα;», λέγει ότι αυτό ακρι­βώς είναι το αξιο­θαύ­μα­στο και μέγι­στο δείγ­μα της δυνά­με­ως του Θεού, το ότι σκεύ­ος πήλι­νο μπό­ρε­σε να εκπέμ­ψει τόση μεγά­λη λαμ­πρό­τη­τα και να φυλά­ξει τόσο μεγά­λο θησαυ­ρό.

Αυτό ακρι­βώς λοι­πόν θαυ­μά­ζον­τας και ο Παύ­λος, έλε­γε: «Για να φανεί ότι αυτή η υπερ­βο­λι­κή δύνα­μη που υπερ­νι­κά τα εμπό­δια και τους κιν­δύ­νους μας είναι του Θεού και δεν προ­έρ­χε­ται από μας τους ασθε­νι­κούς και αδύ­να­μους ανθρώ­πους», πάλι υπο­νο­ών­τας εκεί­νους που καυ­χών­ται για τον εαυ­τό τους· για­τί και το μέγε­θος των δωρε­ών και η αδυ­να­μία εκεί­νων που τις δέχθη­καν δεί­χνει τη δύνα­μη, όχι μόνο ότι χάρι­σε μεγά­λα, αλλά ότι και ενώ είμα­στε μικροί, μπο­ρέ­σα­με να τα δεχθού­με· για­τί χρη­σι­μο­ποιών­τας τη φρά­ση: «ἐν ὀστρα­κί­νοις σκεύ­ε­σιν» υπο­νο­ού­σε το εύθραυ­στο της θνη­τής μας φύσε­ως και στό­χος του δηλα­δή ήταν να δεί­ξει το ασθε­νές της σάρ­κας μας· για­τί αυτή δεν βρί­σκε­ται σε καθό­λου καλύ­τε­ρη θέση από κάτι που είναι κατα­σκευα­σμέ­νο από πηλό· τόσο πολύ εύκο­λα υφί­στα­ται βλά­βες και δια­λύ­ε­ται εύκο­λα και με τον θάνα­το, και με τις ασθέ­νειες, και τις επο­χια­κές ανω­μα­λί­ες, και με άπει­ρα άλλα. Και αυτά τα έλε­γε και για να κατα­στεί­λει την αλα­ζο­νεία εκεί­νων και για να δεί­ξει σε όλους ότι δεν υπάρ­χει τίπο­τε το ανθρώ­πι­νο στις δικές μας πνευ­μα­τι­κές επι­τυ­χί­ες.

Πραγ­μα­τι­κά τότε προ­πάν­των φανε­ρώ­νε­ται η δύνα­μη του Θεού, όταν με ευτε­λή πράγ­μα­τα πραγ­μα­το­ποιεί μεγά­λα. Γι’ αυτό και σε άλλο σημείο ο Παύ­λος έλε­γε: «Κα ερηκέ μοι· ρκε σοι χάρις μου· γρ δύνα­μίς μου ν σθε­νεί τελειοται. διστα ον μλλον καυ­χή­σο­μαι ν τας σθε­νεί­αις μου, να πισκη­νώσ π᾿ μ δύνα­μις το Χρι­στο(:Αλλά ο Κύριος μού είπε: ’’Σου είναι αρκε­τή η χάρη που σου δίνω· διό­τι η δύνα­μή μου ανα­δει­κνύ­ε­ται τέλεια, όταν ο άνθρω­πος είναι ασθε­νής και με την ενί­σχυ­σή μου κατορ­θώ­νει μεγά­λα και θαυ­μα­στά. Με πολύ μεγα­λύ­τε­ρη ευχα­ρί­στη­ση λοι­πόν θα καυ­χιέ­μαι περισ­σό­τε­ρο στις ασθέ­νειές μου, για να κατοι­κή­σει μέσα μου η δύνα­μη του Χρι­στού)» [Β΄Κορ.12,9].

Αλλά και στην Παλαιά Δια­θή­κη με κου­νού­πια και μύγες κατα­τρο­πώ­νον­ταν ολό­κλη­ρα στρα­τό­πε­δα βαρ­βά­ρων (γι’ αυτό και ονό­μα­ζε την κάμ­πια « δύνα­μίς μου μεγά­λη»: Ιωήλ,2,15: « κρς κα βροχος κα ρυσί­βη κα κάμ­πη, δύνα­μίς μου μεγά­λη, ν ξαπέ­στει­λα ες μς(:η ακρί­δα και ο βρού­χος και ο μύκη­τας της ερυ­σί­βης και η κάμ­πια, η μεγά­λη αυτή ‘’στρα­τιω­τι­κή’’ μου δύνα­μη, την οποία εγώ έστει­λα εναν­τί­ον σας για παι­δα­γω­γι­κή τιμω­ρία σας)») και στην αρχή απλά συγ­χέ­ον­τας μόνο τις γλώσ­σες, κατέ­στρε­ψε τον μεγά­λο εκεί­νο Πύρ­γο στη Βαβυλώνα[Γέν.11,1–9]. Και στους πολέ­μους επί­σης άλλο­τε με τρια­κό­σιους άνδρες απο­μά­κρυ­νε αμέ­τρη­το στρατό[Κριτ.7.1–8], και άλλο­τε πάλι γκρέ­μι­ζε πόλεις με σάλπιγγες[πρβ. πτώ­ση της Ιερι­χούς, Ιησούς του Ναυή, κεφ.6,1–21]· μετά όμως από αυτά με μικρό και ασή­μαν­το παι­δί, δηλα­δή τον Δαβίδ, κατα­τρό­πω­σε όλη την παρά­τα­ξη των βαρ­βά­ρων.

Έτσι λοι­πόν και εδώ, στέλ­νον­τας μόνο δώδε­κα, κατα­νί­κη­σε την οικου­μέ­νη· με δώδε­κα, αν και αυτοί κατα­διώ­κον­ταν και πολε­μούν­ταν. Ας νιώ­σου­με λοι­πόν έκπλη­ξη για τη δύνα­μη του Θεού, ας τη θαυ­μά­σου­με, ας την προ­σκυ­νή­σου­με, ας ρωτή­σου­με τους Ιου­δαί­ους, ας ρωτή­σου­με τους Έλλη­νες, ποιος έπει­σε όλη την οικου­μέ­νη να εγκα­τα­λεί­ψει τις πάτριες συνή­θειες και να μετα­πη­δή­σει σε άλλο τρό­πο ζωής; Ο ψαράς ή ο σκη­νο­ποιός; Ο τελώ­νης ή ο αγράμ­μα­τος και ιδιώ­της; Και πώς θα ήταν δυνα­τό να γίνουν αυτά, αν δεν ήταν η θεία δύνα­μη εκεί­νη που κατόρ­θω­νε με εκεί­νους όλα; Και τι λέγον­τας έπει­θαν εκεί­νοι; «Βαπτι­στεί­τε στο όνο­μα του Εσταυ­ρω­μέ­νου». Ποιου; Εκεί­νου που δεν Τον είδαν, ούτε Τον θεά­θη­καν. Αλλά όμως λέγον­τας και κηρύτ­τον­τας αυτά έπει­θαν ότι εκεί­νοι που λατρεύ­ον­ταν στα μαν­τεία και είχαν παρα­συρ­θεί σε αυτούς από τους προ­γό­νους τους δεν είναι θεοί, ενώ ο Χρι­στός, που καρ­φώ­θη­κε επά­νω στον σταυ­ρό, όλους τους προ­σέλ­κυε. Αν και βέβαια, το ότι σταυ­ρώ­θη­κε και τάφη­κε, ήταν φανε­ρό στον καθέ­να, το ότι όμως ανα­στή­θη­κε, κανέ­νας, εκτός από λίγους δεν το γνώ­ρι­ζε. Αλλά όμως και αυτό έπει­σαν σε εκεί­νους που δεν Τον είδαν· και όχι μόνο ότι ανα­στή­θη­κε, αλλά και ότι ανέ­βη­κε στους ουρα­νούς και έρχε­ται να κρί­νει ζών­τες και νεκρούς.

Από πού, λοι­πόν, πες μου, προ­ερ­χό­ταν η πίστη στα λόγια αυτά; Από που­θε­νά αλλού, παρά από την δύνα­μη του Θεού. Καθό­σον για πρώ­τη φορά αυτή η και­νο­το­μία παρου­σια­ζό­ταν σε όλους· και όταν κανείς παρου­σιά­ζει τέτοιες και­νο­το­μί­ες, το πράγ­μα γίνε­ται φοβε­ρό­τε­ρο, όταν ανα­μο­χλεύ­ει τα θεμέ­λια παλαιάς συνή­θειας, όταν κλο­νί­ζει τους νόμους από τα θεμέ­λια. Και μαζί με αυτά ούτε οι κήρυ­κες φαί­νον­ταν ότι είναι αξιό­πι­στοι, αλλά θεω­ρούν­ταν και έθνος μιση­τό από όλους, και δει­λοί και αμα­θείς. Από πού λοι­πόν επι­κρά­τη­σαν της οικου­μέ­νης; Από πού απέ­σπα­σαν εσάς και τους προ­γό­νους σας, που νόμι­ζαν ότι ευσε­βούν, ξερι­ζώ­νον­τας μαζί και τους θεούς τους; Δεν είναι φανε­ρό ότι το πέτυ­χαν από το ότι είχαν τον Θεό μαζί τους; Για­τί δεν είναι δυνα­τό να είναι αυτά κατορ­θώ­μα­τα ανθρώ­πι­νης δυνά­με­ως, αλλά κάποιας θεί­ας και απόρ­ρη­της.

«Όχι», λέγει ίσως κάποιος, «προ­ερ­χό­ταν από μαγι­κή δύνα­μη». Λοι­πόν, αν ίσχυε αυτό, έπρε­πε τότε να αυξη­θεί η εξου­σία των δαι­μό­νων και να επε­κτα­θεί η λατρεία των ειδώ­λων. Πώς λοι­πόν όμως η εξου­σία αυτή καθαι­ρέ­θη­κε και εξα­φα­νί­στη­κε, ενώ αντί­θε­τα τα δικά μας είχαν τόση επι­τυ­χία; Ώστε και από εδώ γίνε­ται φανε­ρό, ότι τα όσα γίνον­ταν, γίνον­ταν με από­φα­ση του Θεού, και οφεί­λον­ταν όχι μόνο στο κήρυγ­μα αλλά και στον τρό­πο ζωής αυτών. Για­τί πότε φυτεύ­τη­κε σε όλα τα μέρη της γης τόση παρ­θε­νία; Πότε υπήρ­ξε περι­φρό­νη­ση των χρη­μά­των και της ζωής και όλων των άλλων; Για­τί οι μοχθη­ροί και αγύρ­τες τίπο­τε παρό­μοιο δεν κατόρ­θω­σαν, και στη χώρα μας, και στη χώρα των βαρ­βά­ρων, και στα πιο απο­μα­κρυ­σμέ­να μέρη της γης. Άρα γίνε­ται φανε­ρό ότι όλα τα κατόρ­θω­σε παν­τού η δύνα­μη του Θεού, η οποία λάμ­πει παν­τού, καταυ­γά­ζον­τας λαμ­πρό­τε­ρα από κάθε αστρα­πή τις διά­νοιες των ανθρώ­πων.

Αφού λοι­πόν σκε­φτού­με όλα αυτά, και την υπό­σχε­ση για τα μέλ­λον­τα, έχον­τας καθα­ρή από­δει­ξη τα όσα συνέ­βη­σαν, προ­σκυ­νεί­στε μαζί μας την ακα­τα­μά­χη­τη δύνα­μη του Εσταυ­ρω­μέ­νου, ώστε και τις ανυ­πό­φο­ρες τιμω­ρί­ες να απο­φύ­γε­τε και την αιώ­νια βασι­λεία να επι­τύ­χε­τε, την οποία εύχο­μαι όλοι μας να επι­τύ­χου­με, με τη χάρη και τη φιλαν­θρω­πία του Κυρί­ου μας Ιησού Χρι­στού, στον Οποίο, μαζί με τον Πατέ­ρα και το Πανά­γιο Πνεύ­μα, πρέ­πει πάσα δόξα, τιμή και προ­σκύ­νη­ση, τώρα και πάν­τα και στους ατέ­λειω­τους αιώ­νες. Αμήν.

……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

ΟΜΙΛΙΑ Θ΄

«ν παν­τὶ θλι­βό­με­νοι ἀλλ΄ οὐ στε­νο­χω­ρού­με­νοι, ἀπο­ρού­με­νοι ἀλλ΄ οὐκ ἐξα­πο­ρού­με­νοι, διω­κό­με­νοι ἀλλ΄ οὐκ ἐγκα­τα­λει­πό­με­νοι, κατα­βαλ­λό­με­νοι ἀλλ΄ οὐκ ἀπολ­λύ­με­νοι(:Και έτσι συμ­βαί­νει να θλι­βό­μα­στε σε κάθε τόπο και περί­στα­ση, αλλά όμως οι εξω­τε­ρι­κές αυτές δυσκο­λί­ες δεν μας δημιουρ­γούν εσω­τε­ρι­κό αδιέ­ξο­δο και στε­νο­χώ­ρια αγω­νιώ­δη. Φθά­νου­με σε απο­ρία, χωρίς όμως και να απελ­πι­ζό­μα­στε ή να στε­ρη­θού­με τελεί­ως κάθε μέσο και δυνα­τό­τη­τα σωτη­ρί­ας. Μας κατα­διώ­κουν οι άνθρω­ποι, αλλά δεν μας εγκα­τα­λεί­πει ποτέ ο Θεός. Φαί­νε­ται ότι μας κατα­νι­κούν και μας ρίχνουν κάτω στη γη σαν τους παλαι­στές, αλλά δεν χανό­μα­στε)»[Β΄Κορ.4,8–9].

Ακό­μα επι­μέ­νει στο να δεί­ξει ότι το παν είναι έργο της δυνά­με­ως του Θεού, κατα­στέλ­λον­τας τα φρο­νή­μα­τα εκεί­νων που καυ­χών­ται για τον εαυ­τό τους. «Για­τί δεν είναι μόνο αυτό», λέγει, «το αξιο­θαύ­μα­στο, ότι φυλάσ­σου­με σε πήλι­να σκεύη τον θησαυ­ρό αυτόν, αλλά, το ότι αν και πάσχου­με άπει­ρα κακά και από παν­τού δεχό­μα­στε πλήγ­μα­τα, δια­τη­ρού­με αυτόν και δεν τον χάνου­με». Αν και βέβαια και αν ακό­μα ήταν αδα­μάν­τι­νο το σκεύ­ος, δεν θα μπο­ρού­σε να βαστά­ξει τόσο μεγά­λο θησαυ­ρό, ούτε θα άντε­χε στις τόσες επι­βου­λές· τώρα όμως και φέρει αυτόν και κανέ­να κακό δεν πάσχει, εξαι­τί­ας της χάρι­τος του Θεού.

Για­τί λέγει: «ν παν­τὶ θλι­βό­με­νοι ἀλλ΄ οὐ στε­νο­χω­ρού­με­νοι(:Έτσι συμ­βαί­νει να θλι­βό­μα­στε σε κάθε τόπο και περί­στα­ση, αλλά όμως οι εξω­τε­ρι­κές αυτές δυσκο­λί­ες δε μας δημιουρ­γούν εσω­τε­ρι­κό αδιέ­ξο­δο και στε­νο­χώ­ρια αγω­νιώ­δη)». Τι σημαί­νει «ἐν παν­τὶ»; Από τους εχθρούς, από τους φίλους, από τα αναγ­καία, από τις άλλες ανάγ­κες, από τους αντι­πά­λους, από τους συγ­γε­νείς. «Αλλά δεν στε­νο­χω­ρού­μα­στε». Και πρό­σε­χε ότι λέγει πράγ­μα­τα αντί­θε­τα, ώστε και από εδώ να δεί­ξει τη δύνα­μη του Θεού. Για­τί λέγει: «θλι­βό­με­νοι ἀλλ΄ οὐ στε­νο­χω­ρού­με­νοι(:θλι­βό­μα­στε, αλλά δεν στε­νο­χω­ρού­μα­στε)»· «ἀπο­ρού­με­νοι ἀλλ΄ οὐκ ἐξα­πο­ρού­με­νοι(:βρι­σκό­μα­στε σε αμη­χα­νία, αλλά δεν απελ­πι­ζό­μα­στε)»· δηλα­δή, δεν χάνου­με στο τέλος το θάρ­ρος μας. Υπο­φέ­ρου­με βέβαια πολ­λές φορές και απο­τυγ­χά­νου­με, αλλά όχι έτσι, ώστε να χάσου­με εκεί­να που βρί­σκον­ται μπρο­στά μας· για­τί αυτά παρα­χω­ρούν­ται από τον Θεό σε μας για άσκη­ση και όχι προς ήττα.

«Διω­κό­με­νοι ἀλλ΄ οὐκ ἐγκα­τα­λει­πό­με­νοι, κατα­βαλ­λό­με­νοι ἀλλ΄ οὐκ ἀπολ­λύ­με­νοι (:Μας κατα­διώ­κουν οι άνθρω­ποι, αλλά δεν μας εγκα­τα­λεί­πει ποτέ ο Θεός. Φαί­νε­ται ότι μας κατα­νι­κούν και μας ρίχνουν κάτω στη γη σαν τους παλαι­στές, αλλά δεν χανό­μα­στε)». Οι δοκι­μα­σί­ες δηλα­δή συμ­βαί­νουν, όχι όμως και τα απο­τε­λέ­σμα­τα των δοκι­μα­σιών. Και αυτό πάλι εξαι­τί­ας της δυνά­με­ως και της χάρι­τος του Θεού.

Αλλού βέβαια λέγει ότι αυτά επι­τρέ­πον­ται και για ταπει­νο­φρο­σύ­νη αυτών και για την ασφά­λεια των άλλων· για­τί λέγει: «Κα τ περ­βολ τν ποκα­λύ­ψε­ων να μ περαί­ρω­μαι, δόθη μοι σκό­λοψ τ σαρ­κί, γγε­λος σατν, να με κολα­φίζ να μ περαί­ρω­μαι(:Και εξαι­τί­ας των πολ­λών και μεγά­λων απο­κα­λύ­ψε­ων επέ­τρε­ψε ο Θεός και μου δόθη­κε αγκα­θω­τό ξύλο στο σώμα, αρρώ­στια αθε­ρά­πευ­τη, άγγε­λος του σατα­νά, για να με χτυ­πά στο πρό­σω­πο και να με ταλαι­πω­ρεί, για να μην υπε­ρη­φα­νεύ­ο­μαι)» [Β΄Κορ.12,7]· και πάλι: «ν γρ θελή­σω καυ­χή­σα­σθαι, οκ σομαι φρων· λήθειαν γρ ρ· φεί­δο­μαι δ μή τις ες μ λογί­ση­ται πρ βλέ­πει με κού­ει τι ξ μο(: Μόνο για τις ασθέ­νειές μου αυτές θα καυ­χη­θώ και όχι για τις επι­τυ­χί­ες και τη δρά­ση μου· διό­τι εάν θελή­σω και γι’ αυτά να καυ­χη­θώ, δεν θα είμαι άμυα­λος και ανόη­τος, επει­δή θα πω την αλή­θεια. Δυσκο­λεύ­ο­μαι όμως να καυ­χη­θώ, για να μη μου λογα­ριά­σει κανείς τίπο­τε περισ­σό­τε­ρο από εκεί­νο που βλέ­πει ή ακού­ει από μένα)»[Β΄Κορ.12,6].

Και αλλού πάλι: «λλ ατο ν αυτος τ πόκρι­μα το θανά­του σχή­κα­μεν, να μ πεποι­θό­τες μεν φ᾿ αυτος, λλ᾿ π τ Θε τ γεί­ρον­τι τος νεκρούς(: Και ήταν τέτοια τα γεγο­νό­τα, ώστε από τους φοβε­ρούς κιν­δύ­νους που δια­τρέ­χα­με γινό­ταν φανε­ρό και μας δινό­ταν η εντύ­πω­ση, η οποία είχε γίνει βέβαιη μέσα μας, ότι ο θάνα­τός μας ήταν πλέ­ον ανα­πό­φευ­κτος. Και επέ­τρε­πε ο Θεός να μας προ­κα­λούν τη βεβαιό­τη­τα αυτή οι πρω­το­φα­νείς αυτοί κίν­δυ­νοι, για να μην έχου­με πεποί­θη­ση στον εαυ­τό μας, αλλά στον ίδιο τον Θεό, ο οποί­ος ανα­σταί­νει τους νεκρούς)»[Β΄Κορ.1,9]. Εδώ βέβαια «ἵνα καὶ ἡ ζωὴ τοῦ Ἰησοῦ ἐν τῷ σώμα­τι ἡμῶν φανε­ρω­θῇ(:αυτό γίνε­ται για να φανε­ρω­θεί στον κόσμο με τη διά­σω­ση του σώμα­τός μας από τους καθη­με­ρι­νούς κιν­δύ­νους ότι ο Ιησούς εξα­κο­λου­θεί να ζει)»[Β΄Κορ.4,10].

Βλέ­πεις πόσο είναι το κέρ­δος από τους πει­ρα­σμούς; Καθό­σον έδει­χνε τη δύνα­μη του Θεού και φανέ­ρω­νε τη σε μεγα­λύ­τε­ρο βαθ­μό χάρη Του, για­τί λέγει: «Κα ερηκέ μοι· ρκε σοι χάρις μου· γρ δύνα­μίς μου ν σθε­νεί τελειοται. διστα ον μλλον καυ­χή­σο­μαι ν τας σθε­νεί­αις μου, να πισκη­νώσ π᾿ μ δύνα­μις το Χρι­στο(:Αλλά ο Κύριος μού είπε: ’’Σου είναι αρκε­τή η χάρη που σου δίνω· διό­τι η δύνα­μή μου ανα­δει­κνύ­ε­ται τέλεια, όταν ο άνθρω­πος είναι ασθε­νής και με την ενί­σχυ­σή μου κατορ­θώ­νει μεγά­λα και θαυ­μα­στά. Με πολύ μεγα­λύ­τε­ρη ευχα­ρί­στη­ση λοι­πόν θα καυ­χιέ­μαι περισ­σό­τε­ρο στις ασθέ­νειές μου, για να κατοι­κή­σει μέσα μου η δύνα­μη του Χρι­στού)» [Β΄Κορ.12,9], και τους ασκού­σε στην ταπει­νο­φρο­σύ­νη, και τους άλλους προ­ε­τοί­μα­ζε να είναι συγ­κρα­τη­μέ­νοι και αυτούς τους έκα­νε πιο καρ­τε­ρι­κούς· για­τί λέγει: « δ πομον δοκι­μήν, δ δοκιμ λπί­δα(:Η υπο­μο­νή παρά­γει αρε­τή δοκι­μα­σμέ­νη και τέλεια, και η δοκι­μα­σμέ­νη αρε­τή παρά­γει την ελπί­δα στον Θεό)»[Ρωμ.5,4]· για­τί εκεί­νοι που περιέ­πε­σαν σε αμέ­τρη­τους κιν­δύ­νους και έπαιρ­ναν δύνα­μη από την ελπί­δα στον Θεό, διδά­σκον­ταν σε όλα να στη­ρί­ζον­ται σε αυτήν περισ­σό­τε­ρο.

«Πάν­το­τε τὴν νέκρω­σιν τοῦ Ἰησοῦ ἐν τῷ σώμα­τι περι­φέ­ρον­τες, ἵνα καὶ ἡ ζωὴ τοῦ ησοῦ ἐν τῷ σώμα­τι ἡμῶν φανε­ρω­θῇ(:Διαρ­κώς και κάθε μέρα περι­φέ­ρου­με στις περιο­δεί­ες μας το σώμα μας κυκλω­μέ­νο από τον έσχα­το κίν­δυ­νο να πεθά­νου­με, όπως πέθα­νε ο Κύριος Ιησούς, αλλά αυτό γίνε­ται για να φανε­ρω­θεί στον κόσμο με τη διά­σω­ση του σώμα­τός μας από τους καθη­με­ρι­νούς κιν­δύ­νους ότι ο Ιησούς εξα­κο­λου­θεί να ζει)». Και τι σημαί­νει «τὴν νέκρω­σιν τοῦ Ἰησοῦ ἐν τῷ σώμα­τι περι­φέ­ρον­τες»; Οι θάνα­τοί τους οι καθη­με­ρι­νοί, με τους οποί­ους φανε­ρω­νό­ταν η ανά­στα­ση. «Για­τί», λέγει, «εάν κάποιος απι­στεί ότι πέθα­νε ο Ιησούς και ανα­στή­θη­κε, βλέ­πον­τας εμάς που καθη­με­ρι­νά πεθαί­νου­με και ανα­σται­νό­μα­στε, ας πιστεύ­ει στο εξής στην ανά­στα­ση». Είδες πως βρή­κε και άλλη αιτία των πει­ρα­σμών; Ποια λοι­πόν είναι αυτή; «Για να φανε­ρω­θεί η ζωή Αυτού στο σώμα μας», λέγει, «με την αρπα­γή μας από τους κιν­δύ­νους». Ώστε αυτό που φαί­νε­ται ότι είναι απο­τέ­λε­σμα αδυ­να­μί­ας και εγκα­τα­λεί­ψε­ως, αυτό κηρύτ­τει την ανά­στα­ση Αυτού. Για­τί δεν θα μπο­ρού­σε να φανεί τόσο η δύνα­μη Εκεί­νου, χωρίς να πάσχου­με εμείς κάτι το δυσά­ρε­στο, όσο φανε­ρώ­νε­ται τώρα, που πάσχου­με βέβαια, αλλά δε νικιό­μα­στε.

«εὶ γὰρ ἡμεῖς οἱ ζῶν­τες εἰς θάνα­τον παρα­δι­δό­με­θα διὰ Ἰησοῦν, ἵνα καὶ ἡ ζωὴ τοῦ Ἰησοῦ φανε­ρω­θῇ ἐν τῇ θνη­τῇ σαρ­κὶ ἡμῶν(:Διό­τι πάν­το­τε εμείς, που παρά τους τόσους κιν­δύ­νους ζού­με, παρα­δι­δό­μα­στε σε θάνα­το για τη δόξα του Χρι­στού, για να φανε­ρω­θεί με τη θνη­τή σάρ­κα μας και η δύνα­μη της ζωής του Ιησού, που παρεμ­βαί­νει και προ­λα­βαί­νει το θάνα­τό μας)»[Β΄Κορ.4,11]· γιατί παν­τού, όταν λέγει κάτι το ασα­φές, ερμη­νεύ­ει στη συνέ­χεια αυτό, πράγ­μα που έκα­νε και εδώ, ερμη­νεύ­ον­τας με σαφή­νεια αυτό που είπε. «Για­τί», λέγει, «γι’ αυτό παρα­δι­νό­μα­στε, δηλα­δή, περι­φέ­ρου­με τη νέκρωση,για να φανε­ρω­θεί η δύνα­μη της ζωής Αυτού, μην επι­τρέ­πον­τας σάρ­κα θνη­τή, που πάσχει τόσα, να νικη­θεί από το πλή­θος των κακών».

Και αλλιώς ας εκλά­βου­με αυτό. Πώς; Όπως αλλού λέγει: «Ε γρ συνα­πεθνομεν, κα συζσομεν(:Εάν πεθά­να­με μαζί Του, και θα ζήσου­με μαζί Του)»[Β΄Τιμ.2,11]. Για­τί, όπως ακρι­βώς υπο­μέ­νου­με τώρα τον θάνα­το Αυτού και προ­τι­μού­με, όσο ζού­με, να πεθά­νου­με γι΄Αυτόν, έτσι και Αυτός θα θελή­σει όταν πεθά­νου­με να μας χαρί­σει τότε ζωή· για­τί, εάν εμείς από τη ζωή βαδί­ζου­με προς τον θάνα­το, και Αυτός θα μας καθο­δη­γή­σει από το θάνα­το στη ζωή. «στε ὁ θάνα­τος ἐν ἡμῖν ἐνερ­γεῖ­ται, ἡ δὲ ζωὴ ἐν ὑμῖν(:Και έτσι, ενώ εμείς υπο­φέ­ρου­με τους κιν­δύ­νους του θανά­του, εσείς αντι­θέ­τως καρ­πώ­νε­στε την πνευ­μα­τι­κή ζωή που προ­έρ­χε­ται από την επι­κίν­δυ­νη δρά­ση μας)»[Β΄Κορ.4,12]. Δεν ομι­λεί για τον θάνα­το, αλλά για τους πει­ρα­σμούς και την άνε­ση. Για­τί, λέγει, «εμείς βρι­σκό­μα­στε μέσα στους κιν­δύ­νους και τους πει­ρα­σμούς, ενώ εσείς σε άνε­ση, καρ­πού­με­νοι τη ζωή που προ­έρ­χε­ται από αυτούς τους κιν­δύ­νους· και τα επι­κίν­δυ­να βέβαια τα υπο­μέ­νου­με εμείς, τα αγα­θά όμως τα απο­λαμ­βά­νε­τε εσείς· για­τί δεν υπο­μέ­νε­τε τόσους πολ­λούς πει­ρα­σμούς)».

«χον­τες δὲ τὸ αὐτὸ πνεῦ­μα τῆς πίστε­ως, κατὰ τὸ γεγραμ­μέ­νον, πίστευ­σα, διὸ ἐλά­λη­σα, καὶ ἡμεῖς πιστεύ­ο­μεν, διὸ καὶ λαλοῦ­μεν, εἰδό­τες ὅτι ὁ ἐγεί­ρας τὸν Κύριον Ἰησοῦν καὶ ἡμᾶς σὺν Ἰησοῦ ἐγε­ρεῖ καὶ παρα­στή­σει σὺν ὑμῖν(:Παρ’ όλους όμως αυτούς τους κιν­δύ­νους, επει­δή έχου­με το ίδιο Άγιο Πνεύ­μα που μας στη­ρί­ζει στην πίστη, όπως παλιό­τε­ρα είχε και ο Δαβίδ σύμ­φω­να με αυτό που είναι γραμ­μέ­νο στους ψαλ­μούς: «πίστε­ψα, γι’ αυτό και μίλη­σα», έτσι και εμείς πιστεύ­ου­με, και γι’ αυτό και θαρ­ρα­λέα ομο­λο­γού­με και κηρύτ­του­με τον λόγο της πίστε­ώς μας. Και γνω­ρί­ζου­με ότι ο Θεός, που ανέ­στη­σε τον Κύριο Ιησού, θα ανα­στή­σει και εμάς δια­μέ­σου του Ιησού και θα μας παρου­σιά­σει ένδο­ξους στο βήμα Του μαζί με σας)». Μας υπεν­θύ­μι­σε Ψαλ­μό που περιέ­χει πολ­λή φιλο­σο­φία και έχει την δύνα­μη να μας ασκή­σει σε μεγά­λο βαθ­μό στους κιν­δύ­νους· για­τί τα λόγια αυτά τα είπε ο δίκαιος εκεί­νος βρι­σκό­με­νος μέσα σε μεγά­λους κιν­δύ­νους, και από τους οποί­ους δεν ήταν δυνα­τόν να απαλ­λα­γεί, παρά μόνο με τη βοή­θεια του Θεού.

Επει­δή λοι­πόν γνω­ρί­ζει ότι τα συγ­γε­νή προ­πάν­των παρη­γο­ρούν, γι’ αυτό λέγει «χον­τες δὲ τὸ αὐτὸ πνεῦ­μα τῆς πίστε­ως (:Επει­δή έχου­με το ίδιο Άγιο Πνεύ­μα που μας στη­ρί­ζει στην πίστη)», δηλα­δή, από την ίδια συμ­μα­χία, από την οποία ο Παύ­λος σώθη­κε, σωζό­μα­στε και εμείς· από το άγιο Πνεύ­μα, από το οποίο δέχθη­κε εκεί­νος τα λόγια του Θεού, τα δεχό­μα­στε και εμείς. Επο­μέ­νως δεί­χνει ότι υπάρ­χει μεγά­λη συμ­φω­νία μετα­ξύ της Και­νής και της Παλαιάς Δια­θή­κης, και το ίδιο Πνεύ­μα ενέρ­γη­σε και στις δύο, και ότι ζού­με μέσα στους κιν­δύ­νους όχι μόνο εμείς, αλλά και όλοι οι παλαιοί, και πρέ­πει με πίστη και ελπί­δα να τα αντι­με­τω­πί­ζου­με όλα, και να μη ζητού­με αμέ­σως απαλ­λα­γή από τα κακά που μας βρί­σκουν.

Αφού λοι­πόν έδει­ξε με τους συλ­λο­γι­σμούς την ανά­στα­ση και τη ζωή, και ότι ο κίν­δυ­νος δεν οφεί­λε­ται στην αδυ­να­μία, ούτε στην εγκα­τά­λει­ψη, τότε πλέ­ον ανα­φέ­ρει και την πίστη, και σε αυτήν απο­δί­δει το παν. Αλλά όμως και αυτής από­δει­ξη παρου­σιά­ζει την ανά­στα­ση του Χρι­στού, λέγον­τας: «Καὶ ἡμεῖς πιστεύ­ο­μεν, διὸ καὶ λαλοῦ­μεν(:έτσι και εμείς πιστεύ­ου­με, και γι’ αυτό και θαρ­ρα­λέα ομο­λο­γού­με και κηρύτ­του­με τον λόγο της πίστε­ώς μας)».

Πες μου όμως τι πιστεύ­ου­με; «τι ὁ ἐγεί­ρας τὸν Κύριον ησοῦν καὶ ἡμᾶς σὺν ησοῦ ἐγε­ρεῖ καὶ παρα­στή­σει σὺν ὑμῖν. Τὰ γὰρ πάν­τα δι΄ ὑμᾶς, ἵνα ἡ χάρις πλε­ο­νά­σα­σα διὰ τῶν πλειό­νων τὴν εὐχα­ρι­στί­αν περισ­σεύ­σῃ εἰς τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ(:Ο Θεός, που ανέ­στη­σε τον Κύριο Ιησού, θα ανα­στή­σει και εμάς δια­μέ­σου του Ιησού και θα μας παρου­σιά­σει ένδο­ξους στο βήμα Του μαζί με σας Ναι, μαζί με σας· διό­τι όλα για σας γίνον­ται· έτσι ώστε η ευερ­γε­σία που μας κάνει ο Θεός σώζον­τάς μας από τους κιν­δύ­νους για χάρη σας, να πλε­ο­νά­σει και να γίνει ευερ­γε­σία και χάρη όχι μόνο σε μας, αλλά και σε όλους εσάς. Κι έτσι αυτοί που ευερ­γε­τούν­ται θα είναι περισ­σό­τε­ροι, ώστε και η ευχα­ρι­στία προς τον Θεό να πλε­ο­νά­σει και να περισ­σεύ­σει, για να δοξά­ζε­ται το όνο­μά Του)». Πάλι τους γεμί­ζει με υψη­λό φρό­νη­μα, για να μην απο­δί­δουν χάρη στους ανθρώ­πους, εννοώ στους ψευ­δα­πο­στό­λους· για­τί το παν είναι του Θεού, ο οποί­ος θέλει σε πολ­λούς να δώσει τη χάρη Του, ώστε να φανεί μεγα­λύ­τε­ρη η χάρη. Για σας λοι­πόν η ανά­στα­ση και όλα τα άλλα· για­τί αυτά δεν τα έκα­νε μόνο για έναν, αλλά για όλους.

«Δι οκ κκα­κομεν, λλ᾿ ε κα ξω μν νθρω­πος δια­φθεί­ρε­ται, λλ᾿ σωθεν νακαι­νοται μέρ κα μέρ(:Και επει­δή γνω­ρί­ζου­με ότι όλα τα δυσά­ρε­στα που μας συμ­βαί­νουν κατα­λή­γουν στην ευχα­ρι­στία και στη δόξα του Θεού, γι’ αυτό δεν χάνου­με το θάρ­ρος μας· αλλά και αν ο εξω­τε­ρι­κός μας άνθρω­πος, δηλα­δή το σώμα μας, φθεί­ρε­ται από τις θλί­ψεις και τους κιν­δύ­νους αυτούς, ο εσω­τε­ρι­κός όμως άνθρω­πος, δηλα­δή η ψυχή μας, γίνε­ται νεό­τε­ρη μέρα με τη μέρα)»[ Β΄Κορ. 4,16]. Πώς φθεί­ρε­ται; Με το να μαστι­γώ­νε­ται, να κατα­διώ­κε­ται, να πάσχει αμέ­τρη­τα κακά. «Αλλά ο εσω­τε­ρι­κός μας άνθρω­πος ανα­και­νί­ζε­ται μέρα με την ημέ­ρα». Πώς ανα­και­νί­ζε­ται; Με την πίστη, με την ελπί­δα, με την προ­θυ­μία. Στο εξής λοι­πόν πρέ­πει να αντι­με­τω­πί­ζου­με με θάρ­ρος τα κακά. Για­τί, όσο περισ­σό­τε­ρα παθαί­νει το σώμα, τόσο και πιο αγα­θές ελπί­δες έχει η ψυχή, και γίνε­ται λαμ­πρό­τε­ρη, όπως ακρι­βώς ο χρυ­σός που παρα­μέ­νει περισ­σό­τε­ρο μέσα στη φωτιά.

Και πρό­σε­χε πώς εξα­λεί­φει τα λυπη­ρά της παρού­σας ζωής. Για­τί «τ γρ παραυ­τί­κα λαφρν τς θλί­ψε­ως μν καθ᾿ περ­βολν ες περ­βολν αώνιον βάρος δόξης κατερ­γά­ζε­ται μν(:και ξανα­νιώ­νει η ψυχή μας, διό­τι οι θλί­ψεις μας, που γρή­γο­ρα περ­νούν και είναι γι’ αυτό ελα­φρές, ετοι­μά­ζουν σε υπερ­βο­λι­κά μεγά­λο βαθ­μό αιώ­νιο βάρος δόξας σε μας)», λέγει[Κορ. Β΄4,17]. Κατα­κλεί­νον­τας το πράγ­μα στην ελπί­δα, και εκεί­νο ακρι­βώς που έλε­γε στην επι­στο­λή προς Ρωμαί­ους, ότι « δ πομον δοκι­μήν, δ δοκιμ λπί­δα(:η υπο­μο­νή παρά­γει αρε­τή δοκι­μα­σμέ­νη και τέλεια, και η δοκι­μα­σμέ­νη αρε­τή παρά­γει την ελπί­δα στον Θεό)»[Ρωμ. 5,4], αυτό και εδώ παρου­σιά­ζον­τας, τοπο­θε­τεί παράλ­λη­λα τα παρόν­τα προς τα μέλ­λον­τα, το στιγ­μιαίο προς το αιώ­νιο, το ελα­φρύ προς το βαρύ, τη θλί­ψη προς τη δόξα. Και ούτε σε αυτά αρκεί­ται, αλλά προ­σθέ­τει και άλλη λέξη, διπλα­σιά­ζον­τας αυτήν και λέγον­τας: «υπερ­βο­λι­κά υπερ­βο­λι­κό βάρος».

Έπει­τα δεί­χνει και τον τρό­πο πώς είναι ελα­φρύ το βάρος των τόσων πολ­λών θλί­ψε­ων. Πώς λοι­πόν είναι ελα­φρύ; «Μ σκο­πούν­των μν τ βλε­πό­με­να, λλ τ μ βλε­πό­με­να(:Οσο­δή­πο­τε λοι­πόν βαριές και αν είναι οι θλί­ψεις, θα τις αισθα­νό­μα­στε ως ελα­φρές, αρκεί να μην προ­ση­λώ­νου­με το βλέμ­μα μας σε εκεί­να που φαί­νον­ται με τα μάτια του σώμα­τος, αλλά σε εκεί­να που δε φαί­νον­ται, όμως μας περι­μέ­νουν μετά το θάνα­το)»[Κορ. Β΄4,18]. Έτσι και αυτό το παρόν είναι ελα­φρύ και εκεί­νο το μέλ­λον μεγά­λο, αν απο­μα­κρύ­νου­με τον εαυ­τό μας από τα ορα­τά πράγ­μα­τα.

«Τ γρ βλε­πό­με­να πρό­σκαι­ρα(:Διό­τι αυτά που φαί­νον­ται είναι πρό­σκαι­ρα και περ­νούν)». Άρα και οι θλί­ψεις είναι τέτοιες. «Τ δ μ βλε­πό­με­να αώνια(:Διό­τι αυτά που φαί­νον­ται είναι πρό­σκαι­ρα και περ­νούν, αυτά όμως που δεν φαί­νον­ται είναι αιώ­νια)»[Β΄Κορ.4,18]. Άρα και τα στε­φά­νια είναι τέτοια. Και δεν είπε: «οι θλί­ψεις είναι τέτοιες», αλλά όλα «τα βλε­πό­με­να», είτε τιμω­ρία είναι, είτε άνε­ση, ώστε ούτε από εκεί­να να απο­χαυ­νω­νό­μα­στε, ούτε αυτά να μας στε­νο­χω­ρούν. Γι’ αυτό ούτε είπε, μιλών­τας για τα αιώ­νια, «η βασι­λεία είναι αιώ­νια», αλλά «τα μη βλε­πό­με­να είναι αιώ­νια», είτε αυτά είναι βασι­λεία, είτε τιμω­ρία πάλι, ώστε και από εκεί­να να φοβί­σει και προς εκεί­να να προ­τρέ­ψει.

Επει­δή λοι­πόν τα βλε­πό­με­να είναι πρό­σκαι­ρα, ενώ τα μη βλε­πό­με­να αιώ­νια, προς εκεί­να ας έχου­με στραμ­μέ­νο το βλέμ­μα μας. Καθό­σον ποια απο­λο­γία θα μπο­ρού­σα­με να έχου­με, προ­τι­μών­τας τα πρό­σκαι­ρα αντί των αιω­νί­ων; Για­τί, και αν ακό­μα το παρόν είναι ευχά­ρι­στο, ωστό­σο δεν είναι αιώ­νιο· όμως το οδυ­νη­ρό αυτού είναι αιώ­νιο και ασυγ­χώ­ρη­το. Ποια λοι­πόν απο­λο­γία θα έχουν εκεί­νοι που κατα­ξιώ­θη­καν να λάβουν το άγιο Πνεύ­μα και να απο­λαύ­σουν τόση μεγά­λη δωρεά, όταν μετά από όλα αυτά και προ­ση­λώ­νον­ται στη γη και απορ­ρο­φών­ται από τα γήι­να; Καθό­σον ακούω πολ­λούς που λέγουν αυτά τα άξια για γέλια, λόγια: «Δώσε μου τη σημε­ρι­νή μέρα, και πάρε εσύ την αυρια­νή». «Για­τί», όπως λένε, «αν τα εκεί είναι τέτοια που λέτε εσείς, θα συμ­βεί τότε ένα και ένα, αν όμως δεν υπάρ­χει το εκεί, τότε θα είναι δύο έναν­τι κανε­νός».

Τι πιο απρε­πές υπάρ­χει από αυτά τα λόγια; Τι πιο ανόη­το; Εμείς μιλά­με για τον ουρα­νό και τα απόρ­ρη­τα εκεί­να αγα­θά, και εσύ μας παρου­σιά­ζεις τα των ιππο­δρο­μί­ων και δεν ντρέ­πε­σαι ούτε πας να κρυ­φτείς από ντρο­πή λέγον­τας τέτοια λόγια, που είναι λόγια των παρα­φρό­νων; Δεν κοκ­κι­νί­ζεις από ντρο­πή με το να είσαι τόσο πολύ προ­ση­λω­μέ­νος στα παρόν­τα; Δεν θα στα­μα­τή­σεις να παρα­φρο­νείς και να μωρο­λο­γείς, λέγον­τας ανο­η­σί­ες και στη νεό­τη­τά σου; Και το να τα λέγουν αυτά οι ειδω­λο­λά­τρες, δεν είναι καθό­λου απο­ρί­ας άξιο, το να λέγουν όμως πιστοί άνθρω­ποι τέτοιες ανο­η­σί­ες, ποια συγνώ­μη έχει αυτό; Έχεις δηλα­δή εξ ολο­κλή­ρου υπο­ψί­ες για τις αθά­να­τες εκεί­νες ελπί­δες; Εξ ολο­κλή­ρου νομί­ζεις ότι αυτά είναι αμφί­βο­λα; Και πώς αυτά θα είναι άξια συγνώ­μης;

«Και ποιος», λέγει κάποιος άλλος, «ήρθε και μας τα είπε τα εκεί;». Από τους ανθρώ­πους κανέ­νας, αλλά αυτά τα είπε ο Θεός, που είναι ο πιο αξιό­πι­στος από όλους. Αλλά δε βλέ­πεις τα εκεί; Ούτε τον Θεό βλέ­πεις· άρα­γε λοι­πόν δε θα πιστέ­ψεις ότι υπάρ­χει Θεός, επει­δή δεν Τον βλέ­πεις; «Το πιστεύω», λέγει, «και μάλι­στα υπερ­βο­λι­κά».

Αν λοι­πόν σε ρωτή­σει κάποιος από τους απί­στους: «και ποιος ήρθε από τον ουρα­νό και είπε αυτά;», τι θα του πεις; Από πού το γνω­ρί­ζεις ότι υπάρ­χει Θεός; «Από τα όσα βλέ­πον­ται», λέγει, «από την ευτα­ξία που υπάρ­χει σε όλη την κτί­ση, από το ότι αυτό είναι φανε­ρό σε όλους». Λοι­πόν, έτσι να δέχε­σαι και τον λόγο περί Κρί­σε­ως. «Πώς δηλα­δή;», λέγει. Θα ρωτή­σω εσέ­να και εσύ απάν­τη­σέ μου. Δίκαιος είναι αυτός ο Θεός και απο­νέ­μει στον καθέ­να εκεί­νο που του αξί­ζει· ή μήπως το αντί­θε­το θέλει, οι άδι­κοι δηλα­δή να ευη­με­ρούν και να ζουν απο­λαυ­στι­κή ζωή, ενώ οι καλοί να απο­λαμ­βά­νουν τα αντί­θε­τα; «Καθό­λου», λέγει, «για­τί ούτε άνθρω­πος θα το δεχό­ταν αυτό». Πού λοι­πόν θα απο­λαύ­σουν τα αγα­θά εκεί­νοι που εδώ έπρα­ξαν καλά έργα; Πού οι κακοί θα υπο­στούν τα αντί­θε­τα, εάν πρό­κει­ται να μην υπάρ­ξει κάποια ζωή και αντα­πό­δο­ση μετά από αυτά; Βλέ­πεις ότι τώρα έχου­με ένα έναν­τι ενός, και όχι δύο έναν­τι ενός;

Αλλά εγώ προ­χω­ρών­τας θα σου δεί­ξω, ότι θα συμ­βεί στους δικαί­ους όχι ένα έναν­τι ενός, αλλά δύο έναν­τι ενός, ενώ στους αμαρ­τω­λούς και σε εκεί­νους που κάνουν απο­λαυ­στι­κή ζωή εδώ εντε­λώς το αντί­θε­το. Για­τί εκεί­νοι που έζη­σαν απο­λαυ­στι­κά εδώ δεν έλα­βαν ούτε ένα έναν­τι ενός, ενώ εκεί­νοι που ζουν ενά­ρε­τη, έλα­βαν δύο έναν­τι ενός. Για­τί ποιοι έζη­σαν με άνε­ση, εκεί­νοι που δεν έκα­ναν καλή χρή­ση αυτής της ζωής ή οι ενά­ρε­τοι; Εσύ βέβαια ίσως πεις εκεί­νους, εγώ όμως σου δεί­χνω αυτούς, επι­κα­λού­με­νος μάρ­τυ­ρες εκεί­νους τους ίδιους που από­λαυ­σαν τα παρόν­τα, και δε θα δυσα­να­σχε­τή­σουν για εκεί­να που πρό­κει­ται να πω.

Καθό­σον πολ­λές φορές κατα­ρά­στη­καν και τις προ­ξε­νή­τρες και την ημέ­ρα κατά την οποία ετοι­μά­στη­κε το νυφι­κό δωμά­τιο, μακά­ρι­σαν τους άγα­μους. Πολ­λοί από τους νέους, ενώ βρί­σκον­ταν στα πρό­θυ­ρα του γάμου, για τίπο­τε άλλο δεν παραι­τή­θη­καν, παρά εξαι­τί­ας της δυσκο­λί­ας του πράγ­μα­τος. Και τα λέγω αυτά, όχι για να κατη­γο­ρή­σω τον γάμο( για­τί είναι τίμιος), αλλά εκεί­νους που τον χρη­σι­μο­ποιούν κακώς. Εάν εκεί­νοι που σύνα­ψαν γάμο πολ­λές φορές θεώ­ρη­σαν αβί­ω­το τον βίο, τι θα μπο­ρού­σα­με να πού­με για εκεί­νους που ρίχτη­καν στα πύρι­να βάρα­θρα και βρέ­θη­καν σε κατά­στα­ση δου­λι­κό­τε­ρη και αθλιό­τε­ρη παν­τός αιχ­μα­λώ­του; Τι για εκεί­νους που κατα­σά­πη­σαν μέσα στις απο­λαύ­σεις και περιέ­βα­λαν με αμέ­τρη­τα νοσή­μα­τα το σώμα;

«Αλλά το να ζει κανείς με δόξα είναι ευχά­ρι­στο», ίσως παρα­τη­ρού­σε πάλι εδώ κάποιος. Και όμως τίπο­τε δεν υπάρ­χει χει­ρό­τε­ρο από αυτήν τη δου­λεία. Καθό­σον ο ματαιό­δο­ξος και εκεί­νος που θέλει να αρέ­σει σε όποιον άνθρω­πο τύχει μπρο­στά του, είναι πολύ πιο δου­λι­κό­τε­ρος από οποιον­δή­πο­τε δού­λο, ενώ εκεί­νος που περι­φρό­νη­σε τη δόξα, εκεί­νος που δε φρον­τί­ζει για τη δόξα εκ μέρους των άλλων είναι ανώ­τε­ρος από όλους.

«Όμως το να έχει κανείς χρή­μα­τα είναι πολύ αγα­πη­τό». Αλλά πολ­λές φορές απο­δεί­ξα­με ότι σε μεγα­λύ­τε­ρο πλού­το και άνε­ση βρί­σκον­ται πολύ περισ­σό­τε­ρο εκεί­νοι που είναι απαλ­λαγ­μέ­νοι από αυτά και δεν έχουν τίπο­τε. «Αλλά το να μεθά­ει κανείς είναι ευχά­ρι­στο», αντι­λέ­γει ίσως κάποιος άλλος. Και ποιος θα μπο­ρού­σε να το πει αυτό; Λοι­πόν, εάν το να μην έχεις πλού­το είναι πιο ευχά­ρι­στο από το να έχεις πλού­το, και η αγα­μία καλύ­τε­ρη από το γάμο, και η έλλει­ψη ματαιο­δο­ξί­ας καλύ­τε­ρη από τη ματαιο­δο­ξία, και η μία απο­λαυ­στι­κή ζωή από τη γεμά­τη απο­λαύ­σεις ζωή, και ως προς αυτό το περισ­σό­τε­ρο το έχουν εκεί­νοι που δεν είναι προ­ση­λω­μέ­νοι στα παρόν­τα.

Και δε λέγω βέβαια ακό­μα ότι εκεί­νος, και αν ακό­μα υφί­στα­ται αμέ­τρη­τα βάσα­να, έχει την καλή ελπί­δα που τον στη­ρί­ζει, ενώ αυτός και αν ακό­μα απο­λαμ­βά­νει αμέ­τρη­τες απο­λαύ­σεις, έχει τον φόβο τον μελ­λον­τι­κό που ταράσ­σει την ηδο­νή του και του προ­ξε­νεί σύγ­χυ­ση. Καθό­σον και αυτός δεν είναι μικρός τρό­πος τιμω­ρί­ας, όπως βέβαια ο αντί­θε­τος είναι τρυ­φής και ανέ­σε­ως. Υπάρ­χει και τρί­τος τρό­πος μαζί με αυτούς. Και ποιος είναι αυτός; Ότι τα της απο­λαυ­στι­κής και κοσμι­κής ζωής, ούτε όταν υπάρ­χουν φαί­νον­ται, ελεγ­χό­με­να και από τη φύση και από τον χρό­νο, ενώ εκεί­να όχι μόνο υπάρ­χουν, αλλά και παρα­μέ­νουν ακί­νη­τα. Βλέ­πεις ότι όχι μόνο δύο έναν­τι κανε­νός, αλλά και τρία και πέν­τε και δέκα και είκο­σι και άπει­ρα έναν­τι μηδε­νός θα μπο­ρέ­σου­με να ανα­φέ­ρου­με; Και για να το κατα­λά­βεις αυτό με παρά­δειγ­μα, ο πλού­σιος και ο Λάζα­ρος, από τους οποί­ους ο ένας από­λαυ­σε τα παρόν­τα, ενώ ο άλλος τα μέλ­λον­τα. Άρα­γε λοι­πόν έχεις την εντύ­πω­ση ότι είναι ένα προς ένα το να τιμω­ρεί­ται κανείς όλο τον χρό­νο, και το να πει­νά­ει ένα σύν­το­μο χρό­νο; Το να υπο­φέ­ρει σε φθαρ­τό σώμα από κάποιο νόση­μα, και το να κατα­καί­ε­ται φοβε­ρά σε αθά­να­το σώμα; Το να στε­φα­νώ­νε­ται και να απο­λαμ­βά­νει αθά­να­τη την ηδο­νή μετά τη σύν­το­μη εκεί­νη αρρώ­στια, και το να βασα­νί­ζε­ται απέ­ραν­τα μετά τη σύν­το­μη από­λαυ­ση των παρόν­των; Και ποιος θα μπο­ρού­σε να τα πει αυτά; Για­τί τι θέλεις να ανα­φέ­ρου­με; Την ποσό­τη­τα, την ποιό­τη­τα, την τάξη του Θεού, την από­φα­ση για τον καθέ­να; Μέχρι πότε θα λέτε τα λόγια των σκα­θα­ριών, που διαρ­κώς κυλιούν­ται μέσα στο βούρ­κο; Για­τί αυτά δεν είναι λόγια λογι­κών ανθρώ­πων, το να προ­δί­δουν αντί μηδε­νός την τόσης τιμής ψυχή, ενώ μπο­ρούν έναν­τι μικρού κόπου να κερ­δί­σουν τον ουρα­νό.

Θέλεις και με άλλο τρό­πο να σε διδά­ξω, ότι υπάρ­χει εκεί κρι­τή­ριο φοβε­ρό; Άνοι­ξε τις πόρ­τες της συνει­δή­σε­ώς σου και πρό­σε­χε τον δικα­στή που κάθε­ται στη διά­νοιά σου. Εάν εσύ κατα­κρί­νεις τον εαυ­τό σου, αν και βέβαια είσαι φίλαυ­τος, και δε θα κατα­δε­χό­σουν να μην εκφέ­ρεις δίκαια την κρί­ση, δε θα δεί­ξει πολύ περισ­σό­τε­ρο ο Θεός μεγα­λύ­τε­ρη φρον­τί­δα για τον δίκαιο, και θα εκφέ­ρει την αμε­ρό­λη­πτη για όλους από­φα­ση, αλλά θα αφή­σει τα πάν­τα να οδη­γούν­ται στην τύχη εδώ και εκεί; Και ποιος θα μπο­ρού­σε να τα πει αυτά; Δεν υπάρ­χει κανέ­νας, αλλά και οι ειδω­λο­λά­τρες και οι βάρ­βα­ροι, και οι ποι­η­τές και φιλό­σο­φοι, και κάθε ανθρώ­πι­νο έθνος συμ­φω­νούν σε αυτά με εμάς, αν και όχι όμοια, και λέγουν ότι υπάρ­χουν κάποια δικα­στή­ρια στον άδη· τόσο φανε­ρό και παρα­δε­κτό από όλους είναι το πράγ­μα.

«Και για ποιον λόγο», λέγει κάποιος, «δεν τιμω­ρεί εδώ, στην παρού­σα ζωή;». Για να δεί­ξει τη μακρο­θυ­μία Του και να μας χαρί­σει την από τη μετά­νοια προ­ερ­χό­με­νη σωτη­ρία, και να μην αφή­σει τότε να αρπα­χθεί αιχ­μά­λω­το το ανθρώ­πι­νο γένος, καθώς και εκεί­νους που μπο­ρούν να σωθούν με την άρι­στη μετά­νοια να μην τους στε­ρή­σει τη σωτη­ρία. Για­τί, εάν τιμω­ρού­σε αμέ­σως σύμ­φω­να με τα αμαρ­τή­μα­τα και οδη­γού­σε στην κατα­δί­κη, πώς θα ήταν δυνα­τό να σωθεί ο Παύ­λος, πώς ο Πέτρος, ο κορυ­φαί­ος δάσκα­λος της οικου­μέ­νης; Πώς θα μπο­ρού­σε ο Δαβίδ να καρ­πω­θεί την από τη μετά­νοια πηγά­ζου­σα σωτη­ρία; Πώς οι Γαλά­τες; Πώς άλλοι περισ­σό­τε­ροι; Γι’ αυτό βέβαια ούτε και τιμω­ρεί όλους εδώ, αλλά μερι­κούς μόνο από όλους, ούτε εκεί όλους, αλλά τον ένα εδώ και τον άλλον εκεί, για να διε­γεί­ρει και τους υπερ­βο­λι­κά αναί­σθη­τους με εκεί­νους που τιμω­ρεί και να τους κάνει να περι­μέ­νουν ανυ­πό­μο­να τα μέλ­λον­τα με εκεί­νους που δεν τιμω­ρεί.

Ή δε βλέ­πεις εδώ που τιμω­ρούν­ται πολ­λοί, όπως εκεί­νοι που κατα­πλα­κώ­θη­καν από τον πύργο[Λουκ.13,4–5: « κενοι ο δέκα κα κτώ, φ᾿ ος πεσεν πύρ­γος ν τ Σιλωμ κα πέκτει­νεν ατούς, δοκετε τι οτοι φει­λέ­ται γένον­το παρ πάν­τας τος νθρώ­πους τος κατοι­κοντας ν ερου­σα­λήμ(:Όχι, σας λέω˙ δεν ήταν αυτοί οι χει­ρό­τε­ροι αλλά ο θάνα­τός τους συνέ­βη και ως παρά­δειγ­μα σωφρο­νι­στι­κό για σας. Διό­τι εάν δεν μετα­νο­ή­σε­τε, θα χαθεί­τε κι εσείς με τον ίδιο τρό­πο. Διό­τι θα σας σφά­ξουν όλους οι Ρωμαί­οι και θα κατα­πα­τή­σουν την Ιερου­σα­λήμ, και τότε το αίμα πολ­λών από σας θα ανα­μι­χθεί με τις θυσί­ες σας. Ή μήπως νομί­ζε­τε ότι εκεί­νοι οι δεκα­ο­κτώ, που έπε­σε πάνω τους ο πύρ­γος που ήταν κτι­σμέ­νος στο Σιλω­άμ και τους σκό­τω­σε, ήταν πιο αμαρ­τω­λοί και χρε­ώ­στες ενώ­πιον του Θεού απ’ όλους τους ανθρώ­πους που κατοι­κούν στην Ιερου­σα­λήμ;)» όπως εκεί­νοι οι Γαλι­λαί­οι, το αίμα των οποί­ων ανέ­μι­ξε ο Πιλά­τος με τις θυσίες[βλ.Λουκ.13,1: «Παρσαν δέ τινες ν ατ τ καιρ παγ­γέλ­λον­τες ατ περ τν Γαλι­λαί­ων, ν τ αμα Πιλτος μιξε μετ τν θυσιν ατν(:Τη στιγ­μή αυτή που μιλού­σε ο Κύριος για τα σημεία των καιρών, παρου­σιά­στη­καν μερι­κοί και Του αφη­γή­θη­καν για τους Γαλι­λαί­ους που έσφα­ξε ο Πιλά­τος στο ιερό την ώρα που αυτοί πρό­σφε­ραν θυσί­ες, και έτσι ανέ­μει­ξε το αίμα τους με το αίμα των ζώων που θυσί­α­ζαν)», όπως εκεί­νοι από τους Κοριν­θί­ους που πέθα­ναν με πρό­ω­ρο θάνα­το, επει­δή έλα­βαν μέρος στα μυστή­ρια ανά­ξια, όπως ο Φαραώ, όπως εκεί­νοι από τους Ιου­δαί­ους που κατα­σφά­χθη­καν από τους βαρ­βά­ρους, όπως πολ­λοί άλλοι, και τότε και τώρα και συνέ­χεια; Και άλλοι πάλι, που διέ­πρα­ξαν πολ­λά αμαρ­τή­μα­τα, έφυ­γαν από την εδώ ζωή χωρίς να τιμω­ρη­θούν, όπως ο πλού­σιος που έχει σχέ­ση με τον Λάζα­ρο, όπως πολ­λοί άλλοι.

Και αυτά τα κάνει, και για να διε­γεί­ρει εκεί­νους που δεν πιστεύ­ουν στα μέλ­λον­τα, και για να κατα­στή­σει σπου­δαιό­τε­ρους εκεί­νους που πιστεύ­ουν και είναι αδιά­φο­ροι. Για­τί ο Θεός είναι Κρι­τής δίκαιος και ισχυ­ρός και μακρό­θυ­μος, και δεν εκδη­λώ­νει καθη­με­ρι­νά την οργή Του. Αν όμως δε χρη­σι­μο­ποι­ή­σου­με σωστά τη μακρο­θυ­μία, θα έρθει και­ρός που δε θα δεί­ξει ούτε για μια στιγ­μή μακρο­θυ­μία, αλλά θα επι­φέ­ρει αμέ­σως την τιμω­ρία. Μη λοι­πόν, για να νιώ­σου­με μία στιγ­μή μόνο την ηδο­νή (για­τί αυτό είναι η παρού­σα ζωή), επι­σύ­ρου­με επά­νω μας τιμω­ρία απεί­ρων αιώ­νων, αλλά ας πονέ­σου­με για μια στιγ­μή, για να στε­φα­νω­θού­με αιώ­νια. Δε βλέ­πε­τε ότι και στα κοσμι­κά πράγ­μα­τα το ίδιο κάνουν οι περισ­σό­τε­ροι από τους ανθρώ­πους, και προ­τι­μούν τον λίγο κόπο, προς χάρη της μακρό­χρο­νης ανα­παύ­σε­ως, αν και το αντί­θε­το συμ­βαί­νει σε αυτούς; Για­τί εδώ υπάρ­χει ισο­μοι­ρία και κόπων και κέρ­δους· πολ­λές φορές όμως το αντί­θε­το, ο κόπος είναι άπει­ρος, ενώ ο καρ­πός λίγος· ενώ στην περί­πτω­ση της Βασι­λεί­ας τα πράγ­μα­τα είναι αντί­στρο­φα· λίγος ο κόπος, ενώ μεγά­λη και άπει­ρη η ηδο­νή.

Και πρό­σε­χε: ο γεωρ­γός κοπιά­ζει όλο το χρό­νο και πολ­λές φορές προς το τέλος της ελπί­δας αυτής δεν απο­λαμ­βά­νει τον καρ­πό των πολ­λών κόπων του. Ο κυβερ­νή­της πάλι και ο στρα­τιώ­της μέχρι το τέλος της ζωής ζει με τους πολέ­μους και τους κόπους, και πολ­λές φορές ο καθέ­νας από αυτούς έφυ­γε μαζί με τη νίκη και τη ζωή του. Ποια λοι­πόν απο­λο­γία θα έχου­με, πες μας, για να νιώ­σου­με έστω και λίγο άνε­ση, ή ούτε για λίγο(καθόσον δεν είναι φανε­ρή η ελπί­δα), ενώ στα πνευ­μα­τι­κά κάνου­με το αντί­θε­το από αυτό, και επι­σύ­ρου­με εναν­τί­ον μας απε­ρί­γρα­πτη τιμω­ρία εξαι­τί­ας της μικρής αδια­φο­ρί­ας;

Γι’ αυτό παρα­κα­λώ όλους σας έστω λοι­πόν και αργά να συνέλ­θου­με κάπο­τε από την παρα­φρο­σύ­νη αυτή. Για­τί κανέ­νας δε θα μας σώσει εκεί­νον τον και­ρό, ούτε αδελ­φός, ούτε πατέ­ρας, ούτε υιός, ούτε φίλος, ούτε γεί­το­νας, ούτε άλλος κανέ­νας, αλλά αν προ­δο­θού­με από τα έργα, όλοι θα φύγουν και θα χαθούν και θα χαθού­με και εμείς οπωσ­δή­πο­τε. Σε πόσους θρή­νους ξέσπα­σε εκεί­νος ο πλού­σιος, και τον πατριάρ­χη παρα­κά­λε­σε, και τον Λάζα­ρο ζήτη­σε να στα­λεί; Αλλά άκου­σε τι έλε­γε προς αυτόν ο Αβρα­άμ: «Κα π πσι τού­τοις μεταξ μν κα μν χάσμα μέγα στή­ρι­κται, πως ο θέλον­τες διαβναι νθεν πρς μς μ δύνων­ται, μηδ ο κεθεν πρς μς δια­περσιν(:Και επι­πλέ­ον μετα­ξύ του τόπου που είμα­στε εμείς, και του τόπου που είστε εσείς, έχει στη­ρι­χτεί μέγα και ανυ­πέρ­βλη­το χάσμα, ώστε εκεί­νοι που θέλουν να περά­σουν από εδώ σε σας να μην μπο­ρούν, ούτε και αυτοί, που είναι στο μέρος σας να μην μπο­ρούν να περά­σουν προς εμάς)»[Λουκ.16,26].

Πόσο παρα­κά­λε­σαν οι πέν­τε μωρές εκεί­νες παρ­θέ­νες της παρα­βο­λής τις συνο­μή­λι­κές τους για λίγο λάδι; Αλλά άκου­σε και εκεί­νες τις άλλες πέν­τε, τις φρό­νι­μες και προ­νο­η­τι­κές, τι λέγουν: «Μήπο­τε οκ ρκέ­σει μν κα μν· πορεύ­ε­σθε δ μλλον πρς τος πωλοντας κα γορά­σα­τε αυτας(:Δεν μπο­ρού­με να σας δώσου­με, διό­τι υπάρ­χει φόβος να μη φθά­σει το λάδι και για μας και για σας. Πηγαί­νε­τε καλύ­τε­ρα σ’ εκεί­νους που που­λούν και αγο­ρά­στε για τα λυχνά­ρια σας)» [Ματθ.25,9], και κανέ­νας δεν μπό­ρε­σε να τις οδη­γή­σει μέσα στον νυμ­φώ­να.

Σκε­πτό­με­νοι λοι­πόν αυτά και εμείς ας φρον­τί­ζου­με τη ζωή μας. Για­τί, όσους κόπους και αν πεις, και όσες τιμω­ρί­ες και αν ανα­φέ­ρεις, τίπο­τε δε θα είναι όλα αυτά μπρο­στά στα μελ­λον­τι­κά αγα­θά. Ανά­φε­ρε λοι­πόν, αν θέλεις, φωτιά και σίδε­ρο και θηρία και αν υπάρ­χει κάτι άλλο φοβε­ρό­τε­ρο από αυτά· αλλά όμως αυτά ούτε σκιά είναι μπρο­στά σε εκεί­να τα βασα­νι­στή­ρια. Για­τί αυτά όταν πέσουν επά­νω μας με σφο­δρό­τη­τα, τότε προ­πάν­των γίνον­ται ελα­φρά, παρέ­χον­τας γρή­γο­ρα την απαλ­λα­γή, αφού το σώμα δεν αντέ­χει και στη σφο­δρό­τη­τα και στο μήκος της τιμω­ρί­ας· εκεί όμως δε συμ­βαί­νει το ίδιο, αλλά συνυ­πάρ­χουν και τα δύο, και η παρά­στα­ση και η υπερ­βο­λή, τόσο στα καλά, όσο και στα λυπη­ρά.

Όσο λοι­πόν είναι και­ρός, ας σπεύ­σου­με κον­τά Του, εξο­μο­λο­γού­με­νοι τις αμαρ­τί­ες μας, για να Τον δού­με τότε ήμε­ρο και γαλή­νιο, για να απο­φύ­γου­με τις τιμω­ρη­τι­κές εκεί­νες δυνά­μεις. Δεν βλέ­πεις τους εδώ στρα­τιώ­τες που υπη­ρε­τούν τους άρχον­τες, πώς σύρουν, πώς δένουν, πώς μαστι­γώ­νουν, πώς ξεσχί­ζουν τις πλευ­ρές, πώς προ­σθέ­τουν λαμ­πά­δες στα βάσα­να, πώς θανα­τώ­νουν; Αλλά όλα αυτά είναι παι­χνί­δι και γέλω­τας μπρο­στά σε εκεί­νες τις τιμω­ρί­ες. Για­τί αυτές οι τιμω­ρί­ες είναι πρό­σκαι­ρες, ενώ εκεί ούτε το σκου­λή­κι πεθαί­νει, ούτε η φωτιά σβή­νει· για­τί το σώμα είναι άφθαρ­το.

Αλλά εύχο­μαι να μη συμ­βεί να τα γνω­ρί­σου­με στην πρά­ξη, αλλά να περιο­ρι­στούν τα φοβε­ρά μόνο μέχρι τα λόγια, ούτε και να παρα­δο­θού­με σε εκεί­νους τους βασα­νι­στές, αλλά να σωφρο­νι­στού­με εδώ. Πόσα τότε θα πού­με, κατη­γο­ρών­τας τον εαυ­τό μας; Πόσο θα θρη­νή­σου­με; Πόσο θα κλά­ψου­με; Αλλά κανέ­να όφε­λος τότε· για­τί ούτε οι ναύ­τες, όταν το πλοίο δια­λυ­θεί και κατα­βυ­θι­στεί, θα μπο­ρού­σαν να ωφε­λη­θούν τότε σε κάτι· ούτε οι για­τροί, όταν ο ασθε­νής πεθά­νει· αλλά βέβαια θα πουν πολ­λές φορές «αυτό και αυτό έπρε­πε να κάνου­με», αλλά όλα άδι­κα και χωρίς κανέ­να όφε­λος. Όσο λοι­πόν μένουν ακό­μα ελπί­δες από τη διόρ­θω­ση πρέ­πει και να τα λέμε όλα και να τα κάνου­με, όταν όμως δεν είμα­στε κύριοι μηδε­νός, αφού έχει χαθεί το παν, άσκο­πα και λέγον­ται όλα και γίνον­ται. Για­τί και οι Ιου­δαί­οι θα πουν τότε: «σαν­νά, ελογη­μέ­νος ρχό­με­νος ν νόμα­τι Κυρί­ου, βασι­λες το σρα­ήλ(:Δόξα και τιμή σε Αυτόν που υπο­δε­χό­μα­στε! Ευλο­γη­μέ­νος και δοξα­σμέ­νος να είναι Αυτός που έρχε­ται απε­σταλ­μέ­νος από τον Κύριο ως αντι­πρό­σω­πός Του. Αυτός είναι ο ένδο­ξος βασι­λιάς του Ισρα­ήλ, που τόσον και­ρό περι­μέ­να­με)» [Ιω.12,13], αλλά δεν θα μπο­ρέ­σουν να απο­κο­μί­σουν καμία ωφέ­λεια από τα λόγια εκεί­να στο να απο­φύ­γουν την τιμω­ρία· για­τί όταν έπρε­πε να τα πουν, δεν τα είπαν.

Για να μην το πάθου­με λοι­πόν αυτό και εμείς στη ζωή εκεί­νη, ας μετα­νο­ή­σου­με όσο είμα­στε εδώ, για να παρου­σια­στού­με στο βήμα του Χρι­στού με κάθε παρ­ρη­σία, την οποία εύχο­μαι όλοι μας να επι­τύ­χου­με, με τη χάρη και τη φιλαν­θρω­πία του Κυρί­ου μας Ιησού Χρι­στού, μαζί με τον Οποίο στον Πατέ­ρα και συγ­χρό­νως στο Άγιο Πνεύ­μα ανή­κει η δόξα και η τιμή και η προ­σκύ­νη­ση, τώρα και πάν­το­τε και στους ατέ­λειω­τους αιώ­νες. Αμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-ii-ad-corinthios.pdf

  • Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, Υπό­μνη­μα στην Β΄ προς Κοριν­θί­ους επι­στο­λήν , πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1986, τόμος 19, ομι­λί­ες Η΄ (κατ΄επιλογήν) και Θ΄, σελί­δες 245–275.

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ”)

Ἡ νέκρω­σις

«Πάν­το­τε τὴν νέκρω­σιν τοῦ Κυρί­ου Ἰ ησοῦ ἐν τῷ σώμα­τι περι­φέ­ρον­τες…» (B’ Kop. 4,10)

Ο ΠΑΥΛΟΣ, ἀγα­πη­τοί μου ἀνα­γνῶ­σται, ὁ Παῦ­λος δὲν ἦταν ἀπ’ τὴν ἀρχὴ ἀπό­στο­λος τοῦ Χρι­στοῦ. Αντι­θέ­τως ἦταν ἐχθρὸς τῆς Ἐκκλη­σί­ας καὶ βλά­σφη­μος καὶ διώ­κτης τῶν χρι­στια­νῶν. Ἀπ ̓ τὴ στιγ­μὴ ὅμως, ποὺ εἶδε τὸ ὅρα­μα κον­τὰ στὴ Δαμα­σκὸ κι ἄκου­σε τὴ φωνὴ «Σαούλ Σαούλ, τί με διώ­κεις;» (Πράξ. 9,4), ἀπὸ τότε πίστε­ψε κ’ ἔγι­νε κορυ­φαῖ­ος κήρυ­κας τοῦ εὐαγ­γε­λί­ου. Ποιός μπο­ρεῖ νὰ περι­γρά­ψῃ τὸ μεγα­λεῖο τοῦ Παύ­λου; Ὁ ἱ. Χρυ­σό­στο­μος, ποὺ ἦταν θαυ­μα­στής του, λέει Ἂν θέλης νὰ δῆς μέχρι ποιο σημεῖο κατα­πτώ­σε­ως μπο­ρεῖ νὰ φθά­σῃ ὁ ἄνθρω­πος, δές τὸν Ἰού­δα, ποὺ γιὰ τριά­κον­τα ἀργύ­ρια ἐπρό­δω­σε τὸν ἀγα­πη­τό του Διδά­σκα­λο ̇ κι ἂν πάλι θέλης νὰ δῆς μέχρι ποιό ὕψος ἀρε­τῆς μπο­ρεῖ νὰ φθά­σῃ ὁ ἄνθρω­πος, δες τὸν ἀπό­στο­λο Παῦ­λο. Ἔφθα­σε μέχρι τρί­του οὐρα­νοῦ καὶ ἄκου­σε «ἄρρη­τα ῥήμα­τα, ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώ­πῳ λαλῆ­σαι» (Β’ Κορ. 12, 4). Καί κάποιος νεώ­τε­ρος φιλό­σο­φος καὶ θεο­λό­γος εἶπε γιὰ τὸν Παῦ­λο, ὅτι εἶνε ὁ πρῶ­τος μετὰ τὸν Ἕνα, δηλα­δὴ τὸ Χρι­στό.

Ὁ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος, γρά­φον­τας τὴ Β’ πρὸς Κοριν­θί­ους ἐπι­στο­λή, μετα­ξὺ τῶν ἄλλων παρα­τη­ρεῖ· Ἐφ’ ὅσον πιστεύ­ου­με στὸν Κύριο καὶ εἴμα­στε μαθη­ταὶ τοῦ Χρι­στοῦ ποὺ νεκρώ­θη­κε πάνω στὸ σταυ­ρὸ καὶ ἐτά­φη γιὰ ν’ ἀνα­στη­θῇ τὴν τρί­τη ἡμέ­ρα ἀπὸ τὸν τάφο, πρέ­πει κ’ ἐμεῖς νὰ φέρου­με τὴ νέκρω­σι τοῦ Χρι­στοῦ ἐπά­νω στὸ σῶμα μας «Πάν­το­τε τὴν νέκρω­σιν τοῦ Κυρί­ου Ἰησοῦ ἐν τῷ σώμα­τι περι­φέ­ρον­τες…» (Β’ Κορ. 4,10).

Τί σημαί­νουν τὰ λόγια αὐτά; Ἂς προ­σπα­θή­σου­με μὲ συν­το­μία νὰ δώσου­με μία ἔννοια τοῦ ῥητοῦ.

* * *

Ὁ ἄνθρω­πος, κάθε ἄνθρω­πος, εἴτε ἄνδρας εἴτε γυναί­κα, ἀπὸ τὴν κοι­λιὰ τῆς μάνας του φέρει ἐπά­νω του τὸ λεγό­με­νο προ­πα­το­ρι­κὸ ἁμάρ­τη­μα. Αὐτὸ τοῦ δημιουρ­γεῖ μιὰ ἀσυγ­κρά­τη­τη ῥοπὴ πρὸς τὴν ἁμαρ­τία. Ῥέπει, δηλα­δὴ κλί­νει, πρὸς τὸ κακό. Κ’ ἐνῷ ἡ ἡ φωνὴ τῆς συνει­δή­σε­ώς του τοῦ φωνά­ζει καὶ τὸν ἐλέγ­χει, ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος ἡ ἁμαρ­τία τὸν σύρει καὶ τὸν ὑπο­δου­λώ­νει. Ζῇ ἕνα φοβε­ρό δρᾶ­μα. Ἔρχον­ται στιγ­μὲς ποὺ στε­νο­χω­ρεῖ­ται κι ἀνα­στε­νά­ζει, για­τὶ εἶνε δοῦ­λος τοῦ κακοῦ, ποὺ ἔχει ῥιζώ­σει στὰ βάθη τῆς ὑπάρ­ξε­ώς του καὶ τὸν ταλαι­πω­ρεῖ. Αἰσθά­νε­ται τὴν ἁμαρ­τία, σὰν ἕνα ξένο σῶμα, σῶμα μολυ­σμέ­νο καὶ θανα­τη­φό­ρο, νὰ ἔχῃ δεθῆ πάνω στὴν ὕπαρ­ξί του καὶ συνε­χῶς νὰ τὴ μολύ­νῃ, νὰ τὴ δηλη­τη­ριά­ζῃ, νὰ τὴν ὁδη­γῇ στὴ φθο­ρὰ καὶ στὸ θάνα­το. Καὶ γεν­νᾶ­ται τὸ ἐρώ­τη­μα· Ποιός θὰ γλυ­τώ­σῃ τὸν ἄνθρω­πο ἀπὸ τὴν ἀνυ­πό­φο­ρη αὐτὴ κατά­στα­ση; Αὐτὸ τὸ δρα­μα­τι­κὸ ἐρώ­τη­μα θέτει καὶ ὁ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος «Ταλαί­πω­ρος ἐγὼ ἄνθρω­πος! τίς με ῥύσε­ται ἐκ τοῦ σώμα­τος τοῦ θανά­του τού­του;» (Ρωμ. 7,24).

Εἶνε γεγο­νός, ὅτι στὰ πρὸ Χρι­στοῦ χρό­νια εἶνε σπά­νια τὰ παρα­δείγ­μα­τα ἀνθρώ­πων ποὺ κατώρ­θω­σαν ν’ ἀντί­ςτα­θοῦν κάπως στὴν ἁμαρ­τία. Τὸ κακὸ κυριαρ­χοῦ­σε. Ὡς ἕνα ἀπ’ αὐτὰ τὰ παρά­δειγ­μα, ποὺ ἀπο­τε­λοῦν ἐξαί­ρε­σι γιὰ ‘κεί­νη τὴν ἐπο­χὴ τῆς εἰδω­λο­λα­τρί­ας, ἀνα­φέ­ρου­με τὸν ἀρχαῖο φιλό­σο­φο Σωκρά­τη. Ἦταν κήρυ­κας τῆς ἐγκρα­τεί­ας, ποὺ τὴν ἐπρό­βαλ­λε ὡς μία ἀπὸ τὶς κυριώ­τε­ρες ἀρε­τές. Εἶχε ὅμως καὶ ἐχθρούς, ποὺ θέλον­τας νὰ τὸν ἐξευ­τε­λί­σουν μηχα­νεύ­θη­καν τὸ ἑξῆς. Ἔστει­λαν τὴ νύχτα στο δωμά­τιό του μιὰ ὡραία ἀλλὰ διε­φθαρ­μέ­νη γυναῖ­κα, ὑπο­σχό­με­νοι ὅτι θὰ τὴν ἀμεί­ψουν μὲ τὸ παρα­πά­νω, ἂν κατορ­θώ­σῃ νὰ τὸν ῥίξῃ στὴν ἁμαρ­τία. Ἡ ἁμαρ­τω­λή γυναί­κα πῆγε καὶ προ­σπά­θη­σε μὲ ὅλα τὰ θέλ­γη­τρά της να παρα­σύ­ρῃ τὸ Σωκρά­τη. Ὁ Σωκρά­της ὅμως δὲν ἔδι­νε σημα­σία. Μάλι­στα σὲ μιὰ στιγ­μὴ ῥοχα­λί­ζον­τας ἔφτυ­σε καὶ τὸ φλέγ­μα του ἔπε­σε πάνω στὴ γυμνή γυναῖ­κα. Τότε αὐτὴ χάνον­τας τὴν ὑπο­μο­νή της σηκώ­θη­κε κ ̓ ἔφυ­γε λέγον­τας σ ̓ αὐτοὺς ποὺ τὴν εἶχαν στεί­λει ̇ Ἐγὼ νόμι­σα ὅτι πρό­κει­ται γιὰ κάποιον ἄντρα σὰν τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ συνάν­τη­σα ἕναν ἄνθρω­πο στε­ρεό σὰν μάρ­μα­ρο, κ’ Έτσι νική­θη­κα.

Ἀλλ ̓ αὐτὸ ποὺ συνέ­βη μὲ τὸ Σωκρά­τη εἶνε σπά­νιο, ὅπως εἴπα­με. Οἱ ἄνθρω­ποι ὅλοι ὑπέ­κυ­πταν στὴν ἁμαρ­τία. Τὸ κακὸ εἶχε ρίξει βαθειές ῥίζες στὸ σωμα­τι­κὸ καὶ ψυχι­κὸ ὀργα­νι­σμό τους. Ἀλλ ̓ εὐλο­γη­τὸς ὁ Θεός, ποὺ σπλα­χνί­σθη­κε τὸν ἄνθρω­πο καὶ ἔστει­λε τὸν μονο­γε­νῆ Υἱό του στὸν κόσμο, τὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χρι­στό. Ἐκεῖ­νος μὲ τὴ διδα­σκα­λία του, μὲ τὰ θαύ­μα­τά του, καὶ πρὸ παν­τὸς μὲ τὸ τίμιο αἷμα τῆς θυσί­ας του λύτρω­σε τὸν ἄνθρω­πο. Ἀφ’ ὅτου ἦρθε ὁ Χρι­στὸς στὸν κόσμο, ὁ ἄνθρω­πος ποὺ πιστεύ­ει σ ̓ ἐκεῖ­νον μπο­ρεῖ, μὲ τὴ δύνα­μί Του πλέ­ον, νὰ πολε­μή­σῃ τὰ πάθη, νὰ νεκρώ­σῃ τὸν παλαιὸ ἄνθρω­πο καὶ νὰ φθά­σῃ σὲ ὕψη ἀρε­τῆς. Γι’ αὐτὸ ὁ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος λέει «Πάν­τα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυ­να­μοῦν­τί με Χρι­στῷ» (Φιλιπ. 4,13).

Πῶς ὁ χρι­στια­νὸς ποὺ πιστεύ­ει στὸ Χρι­στὸ κατορ­θώ­νει νὰ νεκρώ­σῃ τὰ πάθη τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώ­που; Ἂς προ­σπα­θή­σου­με νὰ κάνου­με ὅσο γίνε­ται πιὸ κατα­νο­η­τὸ αὐτὸ ποὺ λέμε. Υπό­θε­σε, ὅτι ἔχεις ἐμπρός σου τὸ ἄψυ­χο σῶμα ἑνὸς ἀνθρώ­που. Ἂν φέρῃς καὶ στρώ­σης δίπλα του ἕνα τρα­πέ­ζι μὲ τὰ πιὸ ἐκλε­κτά φαγη­τά, δεν πρό­κει­ται νὰ τ’ ἀγγί­ξῃ ̇ εἶνε νεκρός. Αν περά­σουν πλάϊ του οἱ ὡραιό­τε­ρες γυναῖ­κες, καθό­λου δὲν θὰ συγ­κι­νη­θῇ ἀπὸ τὰ θέλ­γη­τρά τους εἶνε νεκρός. Ἂν στή­σῃς κον­τά του στῆ­λες, σωροὺς ἀπὸ χρυ­σᾶ νομί­σμα­τα, ἀσά­λευ­τος θὰ μεί­νῃ, ὅσο καὶ ἂν λάμ­πουν εἶνε νεκρός. Ἂν τέλος τοῦ φέρῃς ἐκεῖ τὰ στέμ­μα­τα ὅλων τῶν βασι­λιά­δων καὶ τὰ σκῆ­πτρα ὅλων τῶν ἀρχόν­των, καὶ πάλι δὲν πρό­κει­ται ν’ ἁπλώ­σῃ τὸ χέρι νὰ τὰ πάρῃ ̇ εἶνε νεκρός. Ἔτσι μοιά­ζει καὶ ὁ ἄνθρω­πος ποὺ πιστεύ­ει μὲ τὴν καρ­διά του στὴ δύνα­μι τοῦ Χρι­στοῦ καὶ ζῇ μὲ τὴ θέλη­σί του τὴ ζωὴ τοῦ εὐαγ­γε­λί­ου. Γίνε­ται νεκρὸς γιὰ τὴν ἁμαρ­τία. Θέλε­τε παρα­δείγ­μα­τα; Εἶνε οἱ ὅσιοι καὶ οἱ ἀσκη­ταί, ποὺ μὲ συνε­χῆ καὶ ἐπί­μο­να ἀγῶ­να κατώρ­θω­σαν ἐκεῖ­νο ποὺ ἀνθρω­πί­νως εἶνε ἀδύ­να­το. Ἡ ἀγά­πη τους γιὰ τὸ Χρι­στὸ τοὺς ἔκα­νε νὰ ὑπο­τά­ξουν τὸ θέλη­μά τους στὸ ἅγιο θέλη­μά του. Αντί­ςτά­θη­καν στοὺς πει­ρα­σμοὺς κ’ ἔκα­ναν τὸ διά­βο­λο νὰ φύγῃ ἀπὸ κον­τά τους. Μὲ ὅπλα τὴ νηστεία καὶ τὴν προ­σευ­χὴ ἡ δύνα­μις τῶν δαι­μό­νων ἐκμη­δε­νί­ζε­ται. Καὶ ὄχι μόνο οἱ ὅσιοι καὶ ἀσκη­ταί, ὅπως ὁ Μέγας Αντώ­νιος, ποὺ ζοῦ­σαν στὴν ἔρη­μο, ἀλλὰ κι ἄλλοι ἄνθρω­ποι, ποὺ ἔζη­σαν τὴ χρι­στια­νι­κὴ ζωὴ μέσα στὶς κοι­νω­νί­ες. Αντι­με­τώ­πι­σαν πλῆ­θος ἐμπό­δια, τρο­με­ρές δυσκο­λί­ες, ἀλλὰ μὲ τὴ δύνα­μι τοῦ Χρι­στοῦ νίκη­σαν τοὺς πει­ρα­σμούς. Χωρὶς τὸ Χρι­στὸ ἀσφα­λῶς θὰ εἶχαν νικη­θῆ. Ἡ δύνα­μις ὅμως τοῦ Θεοῦ τοὺς κρα­ταί­ω­σε. Σὰν παρά­δειγ­μα μπο­ροῦ­με ν ̓ ἀνα­φέ­ρου­με τὸν ἱ. Χρυ­σό­στο­μο, τὸ ῥήτο­ρα αὐτὸ τῆς χρι­στια­νο­σύ­νης. Θανά­σι­μοι ἐχθροί του, ποὺ μισοῦ­σαν τὸ μεγα­λεῖο του, τὸν συκο­φάν­τη­σαν ὅτι ἔχει σαρ­κι­κές σχέ­σεις μὲ γυναῖ­κες. Καὶ ἐκεῖ­νος τί ἀπήν­τη­σε; Γυμνώ­σα­τέ με καὶ ἴδε­τε τὴν νέκρω­σι τῆς σαρ­κός μου.

Καὶ γιὰ νὰ τελειώ­νου­με λέμε, ὅτι μὲ τὴ βοή­θεια τοῦ Χρι­στοῦ γυναῖ­κες καὶ ἄνδρες καὶ αὐτοῦ ἀκό­μα τοῦ δικοῦ μας αἰῶ­νος, τοῦ εἰκο­στοῦ αἰῶ­νος, ποὺ εἶνε ὁ ἁμαρ­τω­λό­τε­ρος ἀπ ̓ ὅλους τοὺς προ­η­γου­μέ­νους, περι­φέ­ρουν, μέσα στίς σύγ­χρο­νες διε­φθαρ­μέ­νες μεγα­λου­πό­λεις, τὴ νέκρω­σι τοῦ Κυρί­ου Ἰησοῦ ἐπά­νω στὴ σάρ­κα τους, καὶ παρου­σιά­ζον­ται ὡς ἄρι­στα παρα­δείγ­μα­τα ἀρε­τῆς ποὺ νικᾷ τὴν κακία. Ἕνας δὲ σύγ­χρο­νος Γάλ­λος συγ­γρα­φεύς ἔγρα­ψε βιβλίο με τίτλο «Ο παρ­θέ­νος ἄνδρας», μέσα στὸ ὁποῖο ἀπο­δει­κνύ­ει, ὅτι ἡ παρ­θε­νία δὲν ἀσκεῖ­ται μόνο στὰ μονα­στή­ρια, ἀλλὰ καὶ μέσα σε πολυάν­θρω­πες πόλεις ὅπως τὸ Παρί­σι. Μπο­ρεῖ νὰ πάῃ κάποιος στὰ ἀσκη­τή­ρια, ὅπου οἱ πει­ρα­σμοὶ εἶνε ἀσφα­λῶς λιγώ­τε­ροι, καὶ ὅμως νὰ νικη­θῇ κατὰ κρά­τος, ἐὰν δὲν νεκρω­θῇ διὰ Χρι­στόν. Καὶ ἀντι­θέ­τως μπο­ρεῖ νὰ ζήσῃ μέσα στίς πλέ­ον διε­φθαρ­μέ­νες κοι­νω­νί­ες, καὶ ὅμως νὰ εἶνε νεκρὸς ὡς πρὸς τὰ πάθη, ἐὰν περι­φέ­ρῃ «τὴν νέκρω­σιν τοῦ Κυρί­ου Ἰησοῦ ἐν τῷ σώμα­τι» του (ἔ.ά.).

Αγα­πη­τοί μου!

* * *

Ὅσες φορὲς ὡς ἄνθρω­ποι πει­ρα­ζό­με­θα ἀπὸ πει­ρα­σμούς, καὶ μάλι­στα σαρ­κι­κούς, ἂς θυμώ­μα­στε τὸν κορυ­φαῖο ἀπό­στο­λο Παῦ­λο, ποὺ πολέ­μη­σε τὰ πάθη καὶ ἀνε­δεί­χθη νικη­τὴς καὶ θριαμ­βευ­τής, καὶ μπο­ροῦ­σε νὰ λέῃ ̇ Περι­φέ­ρω «πάν­το­τε τὴν νέκρω­σιν τοῦ Κυρί­ου Ἰησοῦ ἐν τῷ σώμα­τί» μου (ἔ.ά.), καὶ ἀκό­μη «Χρι­στῷ συνε­σταύ­ρω­μαι· ζῶ δὲ οὐκέ­τι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χρι­στός» (Γαλ. 2,20). Καὶ ἂν σὰν ἄνθρω­ποι συμ­βῇ νὰ ἁμαρ­τή­σου­με, καὶ πάλι νὰ μὴν ἀπελ­πι­σθοῦ­με, ἀλλὰ νὰ μετα­νο­ή­σου­με ζητών­τας τη συγ­χώ­ρη­σι τοῦ Χρι­στοῦ στὸ μυστή­ριο τῆς ἐξο­μο­λο­γή­σε­ως. Καὶ μυριά­κις ἂν πέσου­με, κατὰ τὴν παρα­τή­ρη­σι τοῦ ι. Χρυ­σο­στό­μου, πάλι νὰ σηκω­θοῦ­με καὶ νὰ βαδί­σου­με τὸ δρό­μο τῆς ἀρε­τῆς, φέρον­τας στὸν ὦμο τὸ σταυ­ρὸ τοῦ Κυρί­ου καὶ περι­φέ­ρον­τας στὸ σῶμα μας τὴ νέκρω­σι τοῦ Χρι­στοῦ.

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek