ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΣΤ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ

Αποστολική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΣΤ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ — Β΄ ΚΟΡ. (ΣΤ΄ 1 — 10)

Β΄προς Κοριν­θί­ους, ΣΤ΄,1–10

1 Συνερ­γοντες δ κα παρα­κα­λομεν μ ες κενν τν χριν το θεο δξασθαι μς- 2λγει γρ, Καιρ δεκτ πκουσ σου κα ν μρ σωτηρας βοθησ σοι· δο νν καιρς επρσδε­κτος, δο νν μρα σωτηρας- 3μηδεμαν ν μηδεν διδντες προ­σκοπν, να μ μωμηθ δια­κονα, 4 λλ ν παντ συνιστνον­τες αυτος ς θεο δικονοι, ν πομον πολλ, ν θλψεσιν, ν νγκαις, ν στε­νο­χωραις, 5 ν πλη­γας, ν φυλα­κας, ν κατα­στασαις, ν κποις, ν γρυ­πναις, ν νηστεαις, 6 ν γντητι, ν γνσει, ν μακρο­θυμίᾳ, ν χρησττητι, ν πνεματι γίῳ, ν γπ νυπο­κρτ, 7 ν λγ ληθεας, ν δυνμει θεο· δι τν πλων τς δικαιοσνης τν δεξιν κα ριστερν, 8 δι δξης κα τιμας, δι δυσφημας κα εφημας· ς πλνοι κα ληθες, 9 ς γνοομενοι κα πιγι­νωσκμενοι, ς ποθνσκον­τες κα δο ζμεν, ς παι­δευμενοι κα μ θανα­τομενοι, 10 ς λυπομενοι ε δ χαρον­τες, ς πτω­χο πολ­λος δ πλουτζον­τες, ς μηδν χον­τες κα πντα κατχον­τες.

Συνερ­γα­ζό­με­νοι δε με τον Θεόν δια να συμ­φι­λιω­θή με αυτόν ο κόσμος, σας παρα­κα­λού­μεν να προ­σέ­ξε­τε, μήπως ματαί­ως και ανω­φε­λώς δεχθή­τε την χάριν του Θεού. Αι ευκαι­ρί­αι της σωτη­ρί­ας παρέρ­χον­ται. Διό­τι η Γρα­φή λέγει· “εις κατάλ­λη­λον και ευπρόσ­δε­κτον και­ρόν σε ήκου­σα και σε εδέ­χθην και εις περί­ο­δον, που προ­σφέ­ρε­ται προς σωτη­ρί­αν, σε εβο­ή­θη­σα”. Ιδού τώρα είναι ο κατάλ­λη­λος και ευπρόσ­δε­κτος και­ρός, ιδού τώρα είναι η ημέ­ρα της σωτη­ρί­ας. Τωρα και ημείς ως πρε­σβευ­ταί του Θεού μεσι­τεύ­ο­μεν και παρα­κα­λού­μεν να δεχθή­τε την σωτη­ρί­ας, χωρίς να δίδω­μεν εις κανέ­να ουδε­μί­αν αφορ­μήν προ­σκόμ­μα­τος, δια να μη γίνη κατά κανέ­να τρό­πον θέμα μομ­φής και εμπαιγ­μού η δια­κο­νία, που μας ανέ­θε­σεν ο Κυριος. Αλλά του­ναν­τί­ον εις κάθε περί­στα­σιν και με κάθε έργον συσταί­νο­μεν και προ­βάλ­λο­μεν τους εαυ­τούς μας σαν γνη­σί­ους υπη­ρέ­τας του Θεού με πολ­λήν υπο­μο­νήν, με θλί­ψεις, με ανάγ­κας, με στε­νο­χω­ρί­ας, με δαρ­μούς, με φυλα­κί­σεις, με συνε­χείς μετα­κι­νή­σεις-είτε ένε­κα των διωγ­μών είτε ένε­κα των αναγ­κών του έργου μας-με κόπους, με αγρυ­πνί­ας, με νηστεί­ας, με αγνό­τη­τα από κάθε μολυ­σμόν, με την άδο­λον γνώ­σιν της αλη­θεί­ας, με την μακρο­θυ­μί­αν, με ημε­ρό­τη­τα και καλω­σύ­νην, με τας δωρε­άς του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος, με αγά­πην ειλι­κρι­νή και άδο­λον, με το κήρυγ­μα, δια του οποί­ου εξαγ­γέ­λε­ται η αλή­θεια, με την δύνα­μιν του Θεού, με τα όπλα της δικαιο­σύ­νης τα δεξιά, σαν εκεί­να που κρα­τούν οι επι­τι­θέ­με­νοι κατά την μάχην, και με τα όπλα τα αρι­στε­ρά, σαν εκεί­να που κρα­τούν οι αμυ­νό­με­νοι με το αρι­στε­ρόν των χέρι, όπως είναι η ασπί­δα. Μαρ­τυ­ρού­μεν και βεβαιώ­νο­μεν επά­νω εις τα πράγ­μα­τα ποί­οι είμε­θα με την δόξαν, την οποί­αν ο Θεός και οι πιστοί άνθρω­ποι μας απο­δί­δουν, αλλά και με την περι­φρό­νη­σιν εκ μέρους των απί­στων, με την δυσφή­μη­σιν εκ μέρους των δια­βο­λέ­ων, με τον έπαι­νον και την καλήν φήμην εκ μέρους των πιστών, με την κατη­γο­ρί­αν εκ μέρους των απί­στων ότι είμε­θα απα­τε­ώ­νες και με την ομο­λο­γί­αν εκ μέρους των πιστών ότι είμε­θα ειλι­κρι­νείς. Εργά­ται του Ευαγ­γε­λί­ου ημείς ζώμεν εν μέσω του κόσμου ως άγνω­στοι δια την αση­μό­τη­τα ημών, αλλά και ως πολύ καλά γνω­στοί από τους πιστούς δια το έργον μας, ως κιν­δυ­νεύ­ον­τες κάθε ημέ­ραν να απο­θά­νω­με, αλλ’ ιδού ότι ζώμεν, ως βασα­νι­ζό­με­νοι και τιμω­ρού­με­νοι, αλλά και μη θανα­τού­με­νοι έως τώρα, 10 ως άνθρω­ποι, που είμε­θα συνε­χώς βυθι­σμέ­νοι εις την λύπην, ημείς οι οποί­οι εν τού­τοις εις την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα πάν­το­τε χαί­ρο­μεν, ως πτω­χοί οι οποί­οι κάμνο­μεν πολ­λούς άλλους πλου­σί­ους, ως άνθρω­ποι ποι δεν έχο­μεν τίπο­τε και όμως κατέ­χο­μεν τα πάν­τα.

1Συνερ­γα­ζό­με­νοι λοι­πόν με τον Θεό στο έργο αυτό της συμ­φι­λιώ­σε­ως και της καταλ­λα­γής των ανθρώ­πων, σας παρα­κα­λού­με να δεί­ξε­τε με τη δια­γω­γή σας ότι δεν δεχτή­κα­τε μάταια και ανώ­φε­λα τη χάρη του Θεού. 2 Και μη νομί­σε­τε ότι πάν­το­τε ο Θεός θα σας στέλ­νει αντι­προ­σώ­πους Του να σας παρα­κα­λούν. Όχι. Διό­τι λέγει η Γρα­φή: «Στον κατάλ­λη­λο και­ρό, όταν ο Θεός δεί­χνει το έλε­ός Του και την αγά­πη Του, σε άκου­σα με προ­σο­χή, και την ημέ­ρα που δίνε­ται η σωτη­ρία, σε βοή­θη­σα. Να τώρα λοι­πόν είναι και­ρός κατάλ­λη­λος, να, τώρα είναι ημέ­ρα σωτη­ρί­ας». 3 Και τώρα σας απευ­θύ­νου­με αυτά τα παρα­κλη­τι­κά λόγια, χωρίς να δίνου­με καμία αφορ­μή σκαν­δά­λου σε τίπο­τε, για να μην κατη­γο­ρη­θεί στο ελά­χι­στο η δια­κο­νία του κηρύγ­μα­τος. 4 Αλλά αντί­θε­τα με κάθε τρό­πο συστή­νου­με τους εαυ­τούς μας και απο­δει­κνυό­μα­στε αλη­θι­νοί διά­κο­νοι του Θεού: με υπο­μο­νή πολ­λή, με θλί­ψεις, με ανάγ­κες, με στε­νο­χώ­ριες, 5 με δαρ­μούς και μαστι­γώ­σεις που πλη­γώ­νουν το σώμα μας, με φυλα­κί­σεις, με κατα­διώ­ξεις, που δεν μας αφή­νουν να στα­θού­με που­θε­νά, με κόπους, με αγρυ­πνί­ες, με στε­ρή­σεις φαγη­τού, 6 με καθα­ρό­τη­τα από κάθε αμαρ­τία, με γνώ­ση της αλή­θειας, με μακρο­θυ­μία, με καλο­σύ­νη, με αγια­σμό και χαρί­σμα­τα του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος, με αγά­πη πραγ­μα­τι­κή και ελεύ­θε­ρη από υπο­κρι­σία, 7 με λόγο, που κηρύτ­τει την αλή­θεια, με δύνα­μη Θεού, με τα όπλα τα επι­θε­τι­κά, που είναι κατάλ­λη­λα για την επι­βο­λή της δικαιο­σύ­νης και μοιά­ζουν προς αυτά που έχουν στο δεξί τους χέρι οι στρα­τιώ­τες που μάχον­ται, όπως και με τα όπλα τα αμυν­τι­κά που μοιά­ζουν με αυτά που έχουν στο αρι­στε­ρό τους χέρι. Είμα­στε δηλα­δή πάνο­πλοι και για να υπε­ρα­σπι­στού­με τη δικαιο­σύ­νη και αλή­θεια και για να δημιουρ­γή­σου­με τον θρί­αμ­βό της.

8 Απο­δει­κνύ­ου­με ποιοι είμα­στε με τη δόξα, που μας απο­δί­δουν όσοι πιστεύ­ουν στο Ευαγ­γέ­λιο, και με την ατι­μία εκ μέρους των απί­στων, με τη δυσφή­μη­ση από τους συκο­φάν­τες μας και με τα εγκώ­μια και τους επαί­νους από τους πιστούς. Παρου­σια­ζό­μα­στε ως απα­τε­ώ­νες από τους εχθρούς του Ευαγ­γε­λί­ου και ως ειλι­κρι­νείς από τους πιστούς, 9 ως άγνω­στοι εξαι­τί­ας της κοι­νω­νι­κής αση­μό­τη­τάς μας και ως πολύ γνω­στοί και σπου­δαί­οι· ως άνθρω­ποι που κιν­δυ­νεύ­ου­με να πεθά­νου­με, και όμως να που ζού­με· ως άνθρω­ποι που παι­δα­γω­γού­μα­στε από τον Θεό με βαρύ­τα­τες δοκι­μα­σί­ες, αλλά δεν φτά­νου­με στον θάνα­το. 10 Εξαι­τί­ας των δοκι­μα­σιών μας αυτών μας νομί­ζουν βυθι­σμέ­νους στην λύπη, εμείς όμως πάν­το­τε χαι­ρό­μα­στε. Θεω­ρού­μα­στε ως φτω­χοί, εμείς όμως κάνου­με πολ­λούς να πλου­τί­ζουν με πνευ­μα­τι­κούς και ουρά­νιους θησαυ­ρούς. Παρου­σια­ζό­μα­στε σαν να μην έχου­με τίπο­τε και όμως κατέ­χου­με τα πάν­τα.

Ἐπει­δὴ συνερ­γοῦ­με δὲ στὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ, γι’ αὐτὸ σᾶς παρα­κα­λοῦ­με νὰ μὴ δεχθῆ­τε τὴ χάρι τοῦ Θεοῦ ματαί­ως. Διό­τι λέγει: Στὸν εὐλο­γη­μέ­νο και­ρὸ σὲ ἄκου­σα, καὶ στὴν ἐπο­χὴ τῆς σωτη­ρί ας σὲ βοή­θη­σα. Ἰδοὺ τώρα και­ρὸς εὐλο­γη­μέ­νος, ἰδοὺ τώρα ἐπο­χὴ σωτη­ρί­ας. Kαμ­μία ἀφορ­μὴ σκαν­δά­λου δὲν δίνου­με σὲ κανέ­να, γιὰ νὰ μὴ δυσφη­μη­θῇ ἡ δια­κο­νία μας. Ἀντι­θέ­τως, σὲ κάθε τι ἀπο­δει­κνύ­ου­με σωστοὺς τοὺς ἑαυ­τούς μας σὰν διά­κο­νοι τοῦ Θεοῦ μὲ ὑπο­μο­νὴ πολ­λὴ σὲ θλί­ψεις, σὲ δοκι­μα­σί­ες, σὲ δυσχε­ρέ­στα­τες κατα­στά­σεις, σὲ δαρ­μούς, σὲ φυλα­κί­σεις, σὲ κατα­διώ­ξεις ποὺ δὲν μᾶς ἀφή­νουν νὰ στα­θοῦ­με που­θε­νά, σὲ κόπους, σὲ ἀυπνί­ες, σὲ στε­ρή­σεις φαγη­τοῦ· μὲ ἁγνό­τη­τα, μὲ κατα­νόη­σι, μὲ εὐσπλαγ­χνία, μὲ καλω­σύ­νη, μὲ διά­θε­σι ἁγία, μὲ ἀγά­πη ἀνυ­πό­κρι­τη· μὲ λόγο ἀλη­θι­νό (ἀνό­θευ­το, γνή­σιο), μὲ δύνα­μι Θεοῦ, μὲ τὰ ὅπλα τῆς ἀρε­τῆς στὸ δεξιὸ χέρι γιὰ ἐπί­θε­σι καὶ στὸ ἀρι­στε­ρὸ γιὰ ἄμυ­να, μὲ τιμή (ἐκ μέρους τῶν πιστῶν) καὶ κατα­φρό­νη­σι καὶ ἐξευ­τε­λι­σμούς (ἐκ μέρους τῶν ἀπί­στων), μὲ δυσφή­μη­σι καὶ ἔπαι­νο· ὡς ἀπα­τε­ῶ­νες (κατὰ τοὺς ἐχθρούς) καὶ εἰλι­κρι­νεῖς (κατὰ τοὺς πιστούς), ὡς ἀπορ­ρι­πτό­με­νοι καὶ ἀνα­γνω­ρι­ζό­με­νοι, ὡς φθά­νον­τες στὸ χεῖ­λος τοῦ θανά­του καὶ παρ’ ἐλπί­δα ἐξα­κο­λου­θοῦν­τες νὰ ζοῦ­με, ὡς βασα­νι­ζό­με­νοι χωρὶς τὰ βάσα­να νὰ μᾶς ἐπι­φέ­ρουν τὸ θάνα­το, 10 ὡς λυπού­με­νοι (ἀπὸ θλι­βε­ρὰ γεγο­νό­τα) καὶ ὅμως πάν­το­τε χαί­ρον­τες (χαρ­μο­λύ­πη), ὡς πτω­χοὶ ποὺ ὅμως πλου­τί­ζου­με πολ­λούς, ὡς ἀκτή­μο­νες ποὺ ὅμως στὴ διά­θε­σί μας ἔχου­με τὰ πάν­τα.

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (Ερμη­νεία Περι­κο­πής)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ

«Συνερ­γοντες παρα­κα­λομεν, μ ες κενν τν χριν το Θεο δξασθαι μς. Λγει γρ· Καιρ δεκτ πκουσ σου κα ν μρ σωτηρας βοθησ σοι δο νν καιρς επρσδε­κτος· δο νν μρα σωτηρας (:Συνερ­γα­ζό­με­νοι λοι­πόν με τον Θεό στο έργο αυτό της συμ­φι­λιώ­σε­ως και της καταλ­λα­γής των ανθρώ­πων, σας παρα­κα­λού­με να δεί­ξε­τε με τη δια­γω­γή σας ότι δεν δεχτή­κα­τε μάταια και ανώ­φε­λα τη χάρη του Θεού. Και μη νομί­σε­τε ότι πάν­το­τε ο Θεός θα σας στέλ­νει τους αντι­προ­σώ­πους Του να σας παρα­κα­λούν. Όχι. Διό­τι λέει η Αγία Γρα­φή: ‘’Στον κατάλ­λη­λο και­ρό, όταν ο Θεός δεί­χνει το έλε­ός Του και την αγά­πη Του, σε άκου­σα με προ­σο­χή, και την ημέ­ρα που δίνε­ται η σωτη­ρία σε βοή­θη­σα. Να λοι­πόν τώρα είναι και­ρός κατάλ­λη­λος να, τώρα είναι ημέ­ρα σωτη­ρί­ας’’)»[Β΄Κορ., 6, 1–2].

Επει­δή δηλα­δή είπε ότι «πρ Χρι­στο ον πρε­σβεύ­ο­μεν ς το Θεο παρα­κα­λοντος δι᾿ μν· δεό­με­θα πρ Χρι­στο, καταλ­λά­γη­τε τ Θε(:ο Θεός παρα­κα­λεί και εμείς οι Από­στο­λοι πρε­σβεύ­ου­με και σας ικε­τεύ­ου­με να συμ­φι­λιω­θεί­τε με τον Θεό)»[Β΄Κορ.5,20], για να μην πέσουν σε αδια­φο­ρία, τους φοβί­ζει πάλι και τους καθι­στά προ­σε­κτι­κούς, λέγον­τας: «παρα­κα­λομεν, μ ες κενν τν χριν το Θεο δξασθαι μς (:σας παρα­κα­λού­με να δεί­ξε­τε με τη δια­γω­γή σας ότι δε δεχθή­κα­τε μάταια και ανώ­φε­λα τη χάρη του Θεού)»[Β΄Κορ.6,1]. «Μη λοι­πόν», λέγει, «επει­δή παρα­κα­λεί και έστει­λε ο Θεός πρε­σβευ­τές, γι’ αυτό μεί­νου­με αδιά­φο­ροι, αλλά γι’ αυτό ακρι­βώς πρέ­πει να φρον­τί­ζου­με να γίνου­με αρε­στοί στον Θεό και να απο­κο­μί­σου­με πνευ­μα­τι­κό κέρ­δος( πράγ­μα που έλε­γε και παρα­πά­νω, ότι δηλα­δή η αγά­πη του Θεού μάς συνέ­χει, που σημαί­νει ότι μας θλί­βει, μας παρα­κι­νεί, μας κάνει να αγρυ­πνού­με), για να μη συμ­βεί, μετά την τόση φρον­τί­δα Του, δεί­χνον­τας αδια­φο­ρία και μην εκδη­λώ­νον­τας καμία αρε­τή, να χάσου­με τα τόσα αγα­θά. Μη νομί­σε­τε λοι­πόν πως, επει­δή μας έστει­λε να σας παρα­κα­λέ­σου­με, θα γίνε­ται πάν­το­τε το ίδιο. Αυτό θα γίνε­ται μέχρι τη Δευ­τέ­ρα Παρου­σία Του, μέχρι τότε θα παρα­κα­λεί, όσον και­ρό θα βρι­σκό­μα­στε στην εδώ ζωή· μετά από αυτά θα ακο­λου­θή­σει η δίκη και η τιμω­ρία)».

«Γι’ αυτό», λέγει, «μας προ­φυ­λάσ­σει η αγά­πη του Θεού». Μας κάνει να βια­ζό­μα­στε για εκεί όχι μόνο από το μέγε­θος των αγα­θών και τη φιλαν­θρω­πία Του, αλλά και από τον λίγο χρό­νο που έχου­με. Γι’ αυτό και αλλού λέγει: «Κα τοτο, εδότες τν και­ρόν, τι ρα μς δη ξ πνου γερθναι· νν γρ γγύ­τε­ρον μν σωτη­ρία τε πιστεύ­σα­μεν(:Ας κάνου­με λοι­πόν τα έργα αυτά της αγά­πης ακού­ρα­στοι και χωρίς ανα­βο­λή, γνω­ρί­ζον­τας σε ποιο και­ρό ζού­με. Ζού­με σε επο­χή που απαι­τεί επει­γόν­τως την άσκη­ση της αρε­τής Διό­τι είναι πλέ­ον ώρα να σηκω­θού­με από τον ύπνο της αμέ­λειας, που μας κάνει δυσκο­λο­κί­νη­τους στο καλό. Διό­τι τώρα η ημέ­ρα της δευ­τέ­ρας παρου­σί­ας που θα σημά­νει την πλή­ρη απο­λύ­τρω­ση των πιστών, είναι πλη­σιέ­στε­ρη σε μας παρά τότε που πιστεύ­α­με. Εάν λοι­πόν τότε δεί­ξα­με ζήλο και δρα­στη­ριό­τη­τα, πολύ περισ­σό­τε­ρο πρέ­πει να το δεί­ξου­με και τώρα)»[Ρωμ.13,11]· και αλλού: «Τ πιεικς μν γνω­σθή­τω πσιν νθρώ­ποις. Κύριος γγύς(:Η επιεί­κειά σας και η υπο­χω­ρη­τι­κό­τη­τά σας ας γίνει γνω­στή σε όλους τους ανθρώ­πους, και σε αυτούς ακό­μη τους απί­στους. Ο Κύριος πλη­σιά­ζει να έλθει, και αυτός θα απο­δώ­σει στον καθέ­να ό,τι του ανή­κει)»[Φιλιπ. 4,5]. Εδώ κάνει κάτι περισ­σό­τε­ρο. Προ­τρέ­πει δηλα­δή όχι μόνο από το ότι μας απο­μέ­νει μικρό και σύν­το­μο χρο­νι­κό διά­στη­μα, αλλά και από το ότι αυτός μόνο είναι ο κατάλ­λη­λος και­ρός για τη σωτη­ρία μας. «Να», λέγει, «τώρα είναι ο και­ρός της εύνοιας του Θεού, τώρα είναι η μέρα της σωτη­ρί­ας».

Ας μην αφή­σου­με λοι­πόν να μας φύγει η μεγά­λη ευκαι­ρία, αλλά ας δεί­ξου­με ενδια­φέ­ρον ανά­λο­γο με τη χάρη του Θεού. Γι’ αυτό βια­ζό­μα­στε και εμείς, γνω­ρί­ζον­τας και το σύν­το­μο και κατάλ­λη­λο του και­ρού· γι’ αυτό και έλε­γε: «Συνερ­γοντες παρα­κα­λομεν (:Συνερ­γα­ζό­μα­στε και σας παρα­κα­λού­με)». Συνερ­γα­ζό­μα­στε με εσάς. Πραγ­μα­τι­κά με εσάς συνερ­γα­ζό­μα­στε περισ­σό­τε­ρο παρά με τον Θεό, για τον οποίο πρε­σβεύ­ου­με· για­τί Εκεί­νος δεν έχει καμία ανάγ­κη, αλλά εσείς θα απο­λαύ­σε­τε τη σωτη­ρία. Και αν λέγει πως είναι συνερ­γά­της του Θεού, πράγ­μα που δεν παύ­ει να το λέγει, για­τί και αλλού λέγει: «Θεο γάρ σμεν συνερ­γοί· Θεο γεώρ­γιον, Θεο οκοδο­μή στε(: Είμα­στε συνερ­γά­τες του Θεού, για την δική σας σωτη­ρία. Εσείς είστε αγρός και ιδιο­κτη­σία του Θεού, που καλ­λιερ­γεί­ται από αυτόν τον Ίδιο. Είστε οικο­δό­μη­μα του Θεού, που στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα κτί­ζε­ται από τον ίδιο τον Θεό με όργα­νά Του εμάς)» [Α΄Κορ. 3,9], «με αυτόν τον τρό­πο», λέγει, «σώζει πάλι τους ανθρώ­πους».

«Συνερ­γοντες παρα­κα­λομεν(:Συνερ­γα­ζό­με­νοι λοι­πόν με τον Θεό στο έργο αυτό της συμ­φι­λιώ­σε­ως και της καταλ­λα­γής των ανθρώ­πων, σας παρα­κα­λού­με)». Εκεί­νος παρα­κα­λών­τας, δεν παρα­κα­λεί μόνο, αλλά παρέ­χει και αυτές τις ευερ­γε­σί­ες. Πρό­σφε­ρε δηλα­δή τον Υιό Του τον δίκαιο, που δε γνώ­ρι­σε την αμαρ­τία, και Τον έκα­νε αμαρ­τία για να σώσει εμάς τους αμαρ­τω­λούς, για να γίνου­με εμείς ενά­ρε­τοι. Ενώ λοι­πόν τα πράγ­μα­τα έχουν έτσι, και ενώ Εκεί­νος είναι Θεός και δεν πρέ­πει να παρα­κα­λεί εμάς, που είμα­στε άνθρω­ποι και αμαρ­τή­σα­με βαριά απέ­ναν­τί Του, αλλά Τον παρα­κα­λού­με εμείς κάθε μέρα, όμως Αυτός παρα­κα­λεί. «Εμείς οι Από­στο­λοι παρα­κα­λού­με, χωρίς να έχου­με να ανα­φέ­ρου­με καμία προ­σφο­ρά, ούτε ευερ­γε­σία παρά μόνο ένα το ότι σας παρα­κα­λού­με για τον Θεό που σας πρό­σφε­ρε τόσες ευερ­γε­σί­ες. Σας παρα­κα­λού­με να δεχθεί­τε την ευερ­γε­σία, να μην αρνη­θεί­τε τη δωρεά Του. Πει­σθεί­τε λοι­πόν στα λόγια μας και μην αφή­σε­τε τη χάρη να χαθεί».

Για να μην νομί­σουν λοι­πόν ότι αυτό είναι μόνο συμ­φι­λί­ω­ση, το να πιστέ­ψουν δηλα­δή σε Εκεί­νον που τους καλεί, προ­σθέ­τει αυτά, ζητών­τας να μας απα­σχο­λή­σει σοβα­ρά ο τρό­πος της ζωής μας. Για­τί η επα­νά­λη­ψη των αμαρ­τη­μά­των μετά την απαλ­λα­γή από αυτά και τη συμ­φι­λί­ω­ση με τον Θεό σημαί­νει επά­νο­δο στην έχθρα, όπως συμ­βαί­νει συνή­θως στη ζωή, και παραί­τη­ση από την ευερ­γε­σία. Για­τί, αν η ζωή μας είναι ακά­θαρ­τη, δεν ωφε­λού­μα­στε καθό­λου από τη χάρη του Θεού για τη σωτη­ρία μας, αντί­θε­τα μάλι­στα ζημιω­νό­μα­στε περισ­σό­τε­ρο και επι­βα­ρυ­νό­μα­στε με τις αμαρ­τί­ες, για­τί μετά από τέτοια επί­γνω­ση και ευερ­γε­σία γυρί­ζου­με στα προ­η­γού­με­να κακά. Αλλά αυτό βέβαια δεν το λέγει ακό­μα, για να μην κάνει τον λόγο του σκλη­ρό, απλώς λέγει μόνο ότι δεν ωφε­λού­μα­στε καθό­λου.

Έπει­τα υπεν­θυ­μί­ζει και κάποια προ­φη­τεία, θέλον­τας να τους παρα­κι­νή­σει να βια­στούν και να φρον­τί­σουν όλοι για τη σωτη­ρία τους. Για­τί λέγει η Αγία Γρα­φή: «Καιρ δεκτ πκουσ σου κα ν μρ σωτηρας βοθησ σοι· δο νν καιρς επρσδε­κτος· δο νν μρα σωτηρας (:’’Στον κατάλ­λη­λο και­ρό, όταν ο Θεός δεί­χνει το έλε­ός Του και την αγά­πη Του, σε άκου­σα με προ­σο­χή, και την ημέ­ρα που δίνε­ται η σωτη­ρία σε βοή­θη­σα. Να λοι­πόν τώρα είναι και­ρός κατάλ­λη­λος να, τώρα είναι ημέ­ρα σωτη­ρί­ας’’)»[Β΄Κορ.6,2].

«Καιρς επρσδε­κτος(:ευπρόσ­δε­κτη ευκαι­ρία)». Ποια είναι αυτή; Η ευκαι­ρία της δωρε­άς, της ευερ­γε­σί­ας, κατά την οποία δε μας ζητούν­ται ευθύ­νες, ούτε τιμω­ρού­μα­στε για τα αμαρ­τή­μα­τά μας, αλλά μαζί με την απαλ­λα­γή από αυτά μπο­ρού­με να απο­λαύ­σου­με άπει­ρα αγα­θά, δικαιο­σύ­νη δηλα­δή, αγιό­τη­τα και όλα τα άλλα. Πόσα λοι­πόν έπρε­πε να κάνου­με για να κερ­δί­σου­με την ευκαι­ρία αυτή; Αλλά να, χωρίς να κοπιά­σου­με καθό­λου, ήρθε και μας συγ­χώ­ρη­σε όλα τα προ­η­γού­με­να. Γι’ αυτό τη χαρα­κτη­ρί­ζει «καλό­δε­χτη ευκαι­ρία», για­τί ο Θεός δεχό­ταν με ευχα­ρί­στη­ση και τους πιο αμαρ­τω­λούς. Και δεν τους δεχό­ταν μόνο, αλλά και τους πρό­σφε­ρε την πιο μεγά­λη τιμή. Όπως ακρι­βώς δηλα­δή, όταν έρθει ο βασι­λιάς δεν είναι τότε ώρα για δικα­στή­ριο, αλλά για ευερ­γε­σία και προ­σφο­ρά. Γι’ αυτό χαρα­κτη­ρί­ζει «ευπρόσ­δε­κτο» τον και­ρό αυτόν, όσον και­ρό δηλα­δή βρι­σκό­μα­στε ακό­μη μέσα στο σκάμ­μα, όσον και­ρό εργα­ζό­μα­στε στον αμπε­λώ­να, όσο μας απο­μέ­νει η τελευ­ταία ώρα.

Ας προ­σέλ­θου­με και ας ζήσου­με ζωή ενά­ρε­τη· καθό­σον είναι εύκο­λο. Για­τί εκεί­νος που αγω­νί­ζε­ται τέτοιον και­ρό, κατά τον οποίο έχει χυθεί τόση δωρεά, κατά τον οποίο υπάρ­χει τόση ευερ­γε­σία, εύκο­λα θα κερ­δί­σει τα βρα­βεία. Για­τί και οι βασι­λιά­δες αυτού του κόσμου, τον και­ρό που τελούν τις γιορ­τές τους και παρου­σιά­ζον­ται με εμφά­νι­ση μεγα­λο­πρε­πών αρχόν­των, δίνουν μεγά­λες δωρε­ές ακό­μη και σε εκεί­νους που πρό­σφε­ραν λίγα, τις μέρες όμως που εκτε­λούν δικα­στι­κά καθή­κον­τα, προ­σέ­χουν ακό­μη και τις λεπτο­μέ­ρειες, ερευ­νούν πολύ. Και εμείς λοι­πόν πρέ­πει να αγω­νι­στού­με κατά τον και­ρό αυτής της δωρε­άς· είναι ημέ­ρα χάρι­τος, χάρι­τος θεί­ας· γι’ αυτό εύκο­λα θα κερ­δί­σου­με στε­φά­νια. Για­τί, εάν ενώ ήμα­σταν γεμά­τοι με τόσες αμαρ­τί­ες, μας συγ­χώ­ρε­σε και μας απάλ­λα­ξε από αυτές, τώρα που απαλ­λα­χτή­κα­με από όλα και θα προ­σφέ­ρου­με ό,τι εξαρ­τά­ται από εμάς, δε θα μας δεχθεί πολύ περισ­σό­τε­ρο;

Έπει­τα, εκεί­νο που κάνει πάν­το­τε, τοπο­θε­τών­τας τον εαυ­τό του ο Παύ­λος στη μέση και προ­τρέ­πον­τας να παρα­δειγ­μα­τί­ζον­ται με αυτό, αυτό κάνει και εδώ. Γι΄αυτό και προ­σθέ­τει: «Μηδεμαν ν μηδεν διδντες προ­σκοπν, να μ μωμηθ δια­κονα (:δεν δίνου­με σε καμία περί­πτω­ση καμία αφορ­μή να δυσφη­μι­στεί η δια­κο­νία μας)»[Β΄Κορ.6,3], πεί­θον­τάς τους όχι μόνο από τον και­ρό, αλλά και από εκεί­νους που τα κατόρ­θω­σαν αυτά.

Και πρό­σε­χε πόσο ταπει­νά το κάνει. Για­τί δεν είπε «προ­σέ­χε­τε σε εμάς που είμα­στε τέτοιοι», αλλά πρώ­τα ανα­φέ­ρε­ται στον εαυ­τό του για να ανα­τρέ­ψει ενδε­χό­με­νη κατη­γο­ρία. Και ανα­φέ­ρει δύο περι­πτώ­σεις άψο­γου τρό­που ζωής, λέγον­τας «Μηδεμαν ν μηδεν διδντες προ­σκοπν(:χωρίς να δίνου­με καμία αφορ­μή σκαν­δά­λου σε τίπο­τε)». Και δεν είπε «κατη­γο­ρία», αλλά εκεί­νο που ήταν πολύ πιο ελα­φρύ, «προ­σκοπν», δηλα­δή μην παρέ­χον­τας σε κανέ­ναν αφορ­μή να μας κατη­γο­ρή­σει και να μας επι­κρί­νει, «να μ μωμηθ δια­κονα (:για να μην κατη­γο­ρη­θεί στο ελά­χι­στο η δια­κο­νία του κηρύγ­μα­τος)». Δηλα­δή για να μην τη θίξει κανέ­νας. Και δεν είπε πάλι «για να μην την κατη­γο­ρή­σει κανέ­νας», αλλά, για να μην έχει ούτε την παρα­μι­κρή αιτία, να μην μπο­ρεί να την επι­κρί­νει κανείς για τίπο­τα. «λλ ν παντ συνιστντες αυτος ς Θεο δικονοι (:Αλλά, αντί­θε­τα, με κάθε τρό­πο συστή­νου­με τους εαυ­τούς μας και απο­δει­κνυό­μα­στε αλη­θι­νοί διά­κο­νοι του Θεού)». Αυτό είναι πολύ σπου­δαιό­τε­ρο. Για­τί δεν είναι το ίδιο το να μην μπο­ρεί κανείς να τους κατη­γο­ρή­σει, και να δεί­χνουν τέτοια δια­γω­γή, ώστε από παν­τού να γίνε­ται φανε­ρό ότι είναι υπη­ρέ­τες του Θεού. Για­τί δεν είναι το ίδιο το να μην μπο­ρούν να σε κατη­γο­ρή­σουν και το να σε επαι­νούν. Και δεν είπε: «φαι­νό­μα­στε», αλλά «ενερ­γού­με», δηλα­δή «δίνου­με δείγ­μα­τα».

Έπει­τα λέγει και πώς έγι­ναν τέτοιοι. Πώς έγι­ναν λοι­πόν; «ν πομον πολλ, ν κποις(:Με υπο­μο­νή πολ­λή, με κόπους)», λέγει, ανα­φέ­ρον­τας το θεμέ­λιο των αγα­θών. Γι’ αυτό δεν είπε απλώς «υπο­μο­νή», αλλά «πολ­λή υπο­μο­νή», και δεί­χνει και το μέγε­θός της. Για­τί το να υπο­φέ­ρει κανείς μία και δύο φορές δεν είναι πολύ σπου­δαίο, αλλά προ­σθέ­τει και το πλή­θος των δοκι­μα­σιών, λέγον­τας: «ν θλψεσιν, ν νγκαις(:με θλί­ψεις, με ανάγ­κες)». Αυτό μεγα­λώ­νει τη θλί­ψη, το να μην μπο­ρείς να απο­φύ­γεις τα κακά, αλλά να σε χτυ­πούν με μία ατέ­λειω­τη σει­ρά.

«ν στε­νο­χωραις(:με στε­νο­χώ­ριες)». Ή εννο­εί τη στέ­ρη­ση τρο­φής και άλλων απα­ραί­τη­των αγα­θών, ή εννο­εί γενι­κά τις δοκι­μα­σί­ες. «ν πλη­γας, ν φυλα­κας, ν κατα­στασαις (:με δαρ­μούς και μαστι­γώ­σεις που πλη­γώ­νουν το σώμα μας, με φυλα­κί­σεις, με κατα­διώ­ξεις που δε μας αφή­νουν να στα­θού­με που­θε­νά)». Αν και το καθέ­να από αυτά είναι ανυ­πό­φο­ρο, και η μαστί­γω­ση μόνη, και η φυλά­κι­ση μόνη, και το διώ­ξι­μο από παν­τού, για­τί αυτό σημαί­νει «σε ταρα­χές», όταν όμως έρχον­ται εναν­τί­ον σου όλα και μάλι­στα όλα μαζί, σκέ­ψου πόσο μεγά­λη ψυχή χρειά­ζε­ται.

Έπει­τα, μαζί με τα παρα­πά­νω κακά, ανα­φέ­ρει και τα δικά του· «ν κποις, ν γρυ­πναις, ν νηστεαις, ν γντητι (:με κόπους, με αγρυ­πνί­ες, με στε­ρή­σεις φαγη­τού, με καθα­ρό­τη­τα από κάθε αμαρ­τία)». Με αυτά υπο­νο­εί την κού­ρα­ση που δοκί­μα­ζε γυρί­ζον­τας και εργα­ζό­με­νος, τις νύχτες που δίδα­σκε, ή ακό­μη και τις νύχτες που εργα­ζό­ταν. Και μαζί με όλα αυτά δε στα­μα­τού­σε να νηστεύ­ει, αν και αυτά ισο­δυ­να­μούν με άπει­ρες νηστεί­ες. «Αγνό­τη­τα» εδώ εννο­εί ή την εγκρά­τεια πάλι ή γενι­κά την καθα­ρό­τη­τα ή το αδω­ρο­δό­κη­το ή την κήρυ­ξη του ευαγ­γε­λί­ου χωρίς κανέ­να αντάλ­λαγ­μα. «ν γνσει (:με γνώ­ση της αλή­θειας)». Τι σημαί­νει «ν γνσει»; Με σοφία, τη δοσμέ­νη από τον Θεό, που είναι η πραγ­μα­τι­κή γνώ­ση. Όχι όπως εκεί­νοι που νομί­ζουν πως είναι σοφοί και κομ­πά­ζουν για τη μόρ­φω­σή τους, υστε­ρούν όμως σε αυτή τη γνώ­ση.

«ν μακρο­θυμίᾳ, ν χρησττητι (:με μακρο­θυ­μία, με καλο­σύ­νη)». Είναι και αυτό δείγ­μα γεν­ναιο­ψυ­χί­ας, να αντι­με­τω­πί­ζει με ανε­κτι­κό­τη­τα όλους τους παρο­ξυ­σμούς και τα κεν­τρί­σμα­τα. Έπει­τα, θέλον­τας να δεί­ξει πώς άντε­ξε, πρό­σθε­σε: «ν Πνεματι γίῳ(:με αγια­σμό και με τα χαρί­σμα­τα του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος)». Με αυτό, λέει, τα κατορ­θώ­νου­με όλα αυτά. Αλλά πρό­σε­χε πότε ανέ­φε­ρε την εκ μέρους του αγί­ου Πνεύ­μα­τος βοή­θεια· όταν ανέ­φε­ρε όλα τα δικά του. Εγώ όμως νομί­ζω πως και κάτι άλλο εννο­εί με αυτό. Και ποιο είναι αυτό; Ότι υπάρ­χει μέσα μας πολύ Πνεύ­μα και απο­δει­κνύ­ου­με από αυτό την απο­στο­λή μας, από το ότι αξιω­θή­κα­με να λάβου­με πνευ­μα­τι­κά χαρί­σμα­τα. Αν και αυτό είναι χάρη, αλλά όμως είναι αίτιος και αυτός που κέρ­δι­σε με τα κατορ­θώ­μα­τα και τους κόπους του τη χάρη του Θεού. Αν όμως πει κανείς ότι εκτός από τα παρα­πά­νω υπο­νο­εί ότι και στη χάρη του αγί­ου Πνεύ­μα­τος δεν παρου­σί­α­σε κανέ­να εμπό­διο, δε θα είναι εσφαλ­μέ­νη η γνώ­μη του αυτή. Για­τί όσοι έλα­βαν το χάρι­σμα να μιλούν διά­φο­ρες γλώσ­σες και υπε­ρη­φα­νεύ­τη­καν γι’ αυτό, κατη­γο­ρή­θη­καν. Για­τί είναι δυνα­τό να λάβει κάποιος πνευ­μα­τι­κό χάρι­σμα και να μην το χρη­σι­μο­ποι­ή­σει σωστά. Εμείς όμως λέγει «δεν πάθα­με κάτι τέτοιο, αλλά ανα­δει­χθή­κα­με άψο­γοι και στα πνευ­μα­τι­κά χαρί­σμα­τα, δηλα­δή στη θεία δωρεά»· «ν γπ νυπο­κρτ (:με αγά­πη πραγ­μα­τι­κή και ελεύ­θε­ρη από υπο­κρι­σία)».

Αυτό είναι η αιτία όλων των αγα­θών, αυτό έδω­σε στον Παύ­λο αυτές τις αρε­τές, αυτό έκα­νε να μένει μέσα του το άγιο Πνεύ­μα, με το οποίο κατόρ­θω­νε τα πάν­τα· «ν λγ ληθεας (:με λόγο που κηρύτ­τει την αλή­θεια)». Πράγ­μα που λέγει σε πολ­λά σημεία, «ενερ­γή­σα­με δηλα­δή χωρίς να παρα­ποιού­με ποτέ τον λόγο του Θεού, χωρίς να τον νοθεύ­ου­με»· «ν δυνμει Θεο (:με δύνα­μη Θεού)». Εκεί­νο που κάνει συνέ­χεια, μην απο­δί­δον­τας τίπο­τα στον εαυ­τό του, αλλά τα πάν­τα στον Θεό, που Τον θεω­ρεί αίτιο όλων των κατορ­θω­μά­των του, αυτό έκα­νε και εδώ. Επει­δή δηλα­δή μίλη­σε για μεγά­λα κατορ­θώ­μα­τα και είπε πως γνώ­ρι­σμα του βίου του είναι και από­λυ­τη αγνό­τη­τα και μεγά­λη σύνε­ση, απο­δί­δει αυτά στον Θεό και στο άγιο Πνεύ­μα. Για­τί δεν ήταν ασή­μαν­τα αυτά που είπε. Για­τί αν είναι δύσκο­λο σε έναν που ζει σε απρα­ξία να κατορ­θώ­νει να είναι αγνός, σκέ­ψου πόσο μεγά­λης ψυχής είναι εκεί­νος που ταλαι­πω­ρεί­ται από τόσες δοκι­μα­σί­ες και που έλαμ­ψε με όλες. Αν και δεν υπέ­μει­νε μόνο αυτά, αλλά και πολύ περισ­σό­τε­ρα από αυτά, που τα ανα­φέ­ρει στη συνέ­χεια.

Και το αξιο­θαύ­μα­στο βέβαια είναι, όχι το ότι, αν και ταξί­δευε μέσα σε τέτοιαν τρι­κυ­μία, παρέ­μει­νε άψο­γος, ούτε το ότι αντι­με­τώ­πι­σε τα πάν­τα με γεν­ναιό­τη­τα, αλλά το ότι τα αντι­με­τώ­πι­σε όλα με χαρά, τα οποία κάνει φανε­ρά με τα όσα λέγει στη συνέ­χεια· «δι τν πλων τς δικαιοσνης τν δεξιν κα ριστερν (:με τα όπλα τα επι­θε­τι­κά, που είναι κατάλ­λη­λα για την επι­βο­λή της δικαιο­σύ­νης και μοιά­ζουν με αυτά που έχουν στο δεξί τους χέρι οι στρα­τιώ­τες που μάχον­ται, όπως και με τα όπλα τα αμυν­τι­κά, που μοιά­ζουν με αυτά που έχουν στο αρι­στε­ρό τους χέρι. Είμα­στε δηλα­δή πάνο­πλοι, και για να υπε­ρα­σπι­στού­με τη δικαιο­σύ­νη και την αλή­θεια, και για να δημιουρ­γή­σου­με τον θρί­αμ­βό της)»[Β΄Κορ.6,7].

Είδες ψυχι­κό παρά­στη­μα και ρωμα­λέο φρό­νη­μα; Για­τί δεί­χνει ότι οι θλί­ψεις είναι όπλα, που όχι μόνο δεν κατα­βάλ­λον­ται, αλλά και μας περι­φρου­ρούν και μας κάνουν ισχυ­ρό­τε­ρους. «Αρι­στε­ρά όπλα» ονο­μά­ζει εκεί­να που θεω­ρούν­ται λυπη­ρά· για­τί τέτοια είναι εκεί­να που έχουν μισθό. Για­τί όμως τα ονο­μά­ζει έτσι; Ή σύμ­φω­να με τη γνώ­μη των πολ­λών ή για­τί πρό­στα­ξε ο Θεός να προ­σευ­χό­μα­στε να μην υπο­πέ­σου­με σε πει­ρα­σμό. «Δι δξης κα τιμας, δι δυσφημας κα εφημας (:Απο­δει­κνύ­ου­με ποιοι είμα­στε με τη δόξα που δεχό­μα­στε από αυτούς που πιστεύ­ουν στο Ευαγ­γέ­λιο και με την ατι­μία από τους απί­στους, με τη δυσφή­μη­ση από τους συκο­φάν­τες μας και με τα εγκώ­μια και τους επαί­νους από τους πιστούς)»[Β΄Κορ.6,8]. Τι λες; Πιστεύ­εις ότι είναι σπου­δαίο να σε επαι­νούν; «Ναι», ίσως λέγει κάποιος. «Για­τί τέλος πάν­των; Το να υπο­φέ­ρεις περι­φρό­νη­ση είναι μεγά­λο πράγ­μα, το να μετά­σχεις όμως σε δόξα δε χρειά­ζε­ται νεα­νι­κή ψυχή;». Και βέβαια χρειά­ζε­ται νεα­νι­κή και μάλι­στα πολύ μεγά­λη, ώστε, απο­λαμ­βά­νον­τας αυτήν, να μη λοξο­δρο­μή­σει. Γι’ αυτό εγκρί­νει την ατί­μω­ση όπως εγκρί­νει και τον έπαι­νο· καθό­σον και στα δύο ήταν το ίδιο λαμ­πρός. Μα πώς γίνε­ται ο έπαι­νος αιτία αρε­τής; Για­τί οδη­γεί πολ­λούς σε ευσέ­βεια όταν τιμών­ται οι δάσκα­λοι. Αυτό είναι και δείγ­μα αγα­θών έργων και δοξά­ζει τον Θεό. Είναι και αυτό γνώ­ρι­σμα της σοφί­ας του Θεού, να βγαί­νουν ηθι­κά διδάγ­μα­τα από τα αντί­θε­τα πράγ­μα­τα.

Πρό­σε­χε δηλα­δή. Φυλα­κί­στη­κε ο Παύ­λος; Αυτό ωφέ­λη­σε τη διά­δο­ση του λόγου του Θεού. Γι’ αυτό λέει: «Γινώ­σκειν δ μς βού­λο­μαι, δελ­φοί, τι τ κατ᾿ μ μλλον ες προ­κοπν το εαγγε­λί­ου λήλυ­θεν, στε τος δεσμούς μου φανε­ρος ν Χριστ γενέ­σθαι ν λ τ πραι­τω­ρί κα τος λοι­πος πσι, κα τος πλεί­ο­νας τν δελφν ν Κυρί πεποι­θό­τας τος δεσμος μου περισ­σο­τέ­ρως τολμν φόβως τν λόγον λαλεν(:Θέλω λοι­πόν να γνω­ρί­ζε­τε, αδελ­φοί, ότι εκεί­να τα δυσά­ρε­στα που μου συνέ­βη­σαν, μάλ­λον συνε­τέ­λε­σαν στην πρό­ο­δο της δια­δό­σε­ως του Ευαγ­γε­λί­ου. Κι έτσι έγι­νε φανε­ρό σε όλη τη φρου­ρά των πραι­το­ρια­νών και σε όλους τους άλλους κύκλους των κατοί­κων της Ρώμης ότι εξαι­τί­ας της πίστε­ώς μου και της σχέ­σε­ώς μου με τον Χρι­στό ρίχθη­κα στη φυλα­κή δεμέ­νος. Και οι περισ­σό­τε­ροι απ’ τους αδελ­φούς ενι­σχύ­θη­καν στην πίστη τους προς τον Κύριο και απέ­κτη­σαν θάρ­ρος από τα δεσμά και τη φυλά­κι­σή μου, ώστε να έχουν τώρα περισ­σό­τε­ρη τόλ­μη να κηρύτ­τουν άφο­βα τον λόγο του Ευαγ­γε­λί­ου)» [Φιλιπ. 1,12–14].

Απο­λάμ­βα­νε και δόξα; Και αυτό τους έκα­νε πιο πρό­θυ­μους. «Δι δυσφημας κα εφημας (:Με τη δυσφή­μη­ση από τους συκο­φάν­τες μας και με τα εγκώ­μια και τους επαί­νους από τους πιστούς)». Δεν αντι­με­τώ­πι­σε δηλα­δή με γεν­ναιό­τη­τα μόνο τις σωμα­τι­κές ταλαι­πω­ρί­ες, τις θλί­ψεις και όσα άλλα ανέ­φε­ρε, αλλά και όσα επη­ρε­ά­ζουν μονά­χα την ψυχή. Για­τί και αυτά συνή­θως προ­ξε­νούν πολ­λή ταρα­χή. Ο Ιερε­μί­ας, όπως είναι γνω­στό, ενώ αντι­με­τώ­πι­σε πολ­λούς πει­ρα­σμούς, δεν άντε­ξε στα παθή­μα­τα της ψυχής και επει­δή τον κατη­γο­ρού­σαν, έλε­γε: «Κα επα· ο μ νομά­σω τ νομα Κυρί­ου κα ο μ λαλή­σω τι π τ νόμα­τι ατο. κα γένε­το ς πρ καιό­με­νον φλέ­γον ν τος στέ­οις μου, κα παρεμαι πάν­το­θεν κα ο δύνα­μαι φέρειν(:Και είπα τότε από μέσα μου: ’’Δεν θα ανα­φέ­ρω άλλη φορά το όνο­μα του Κυρί­ου και δεν θα λαλή­σω πλέ­ον στο Όνο­μά Του. Αλλά η σκέ­ψη μου αυτή έγι­νε σαν πυρ­κα­γιά καιό­με­νη, φλέ­γου­σα, μέσα στα οστά μου. Παρέ­λυ­σα από παν­τού και δεν μπο­ρώ να υπο­φέ­ρω αυτήν τη φλό­γα)»[Ιερ.20,9].

Και ο Δαβίδ θρη­νεί σε πολ­λά σημεία για τις μομ­φές που δέχε­ται από τους άλλους. Και ο Ησα­ΐ­ας μετά από πολύ λόγο για τις επι­κρί­σεις, ενθαρ­ρύ­νει και λέγει: «Μ φοβεσθε νει­δι­σμν νθρώ­πων κα τ φαυ­λι­σμ ατν μ ττσθε(:Μη φοβά­στε τους ονει­δι­σμούς των ανθρώ­πων και μην κατα­βάλ­λε­στε από τα περι­παίγ­μα­τα που σας κάνουν)»[Ησ.51,7]. Και ο Χρι­στός πάλι έλε­γε στους μαθη­τές Του: «Μακά­ριοί στε ταν νει­δί­σω­σιν μς κα διώ­ξω­σι κα επωσι πν πονηρν ῥῆμα καθ᾿ μν ψευ­δό­με­νοι νεκεν μο. χαί­ρε­τε κα γαλ­λισθε, τι μισθς μν πολς ν τος ορανος· οτω γρ δίω­ξαν τος προ­φή­τας τος πρ μν(:Μακά­ριοι είστε εσείς οι μαθη­τές μου, όταν σας χλευά­σουν οι άνθρω­ποι και σας κατα­διώ­ξουν και εξαι­τί­ας μου πουν κάθε είδους ψεύ­τι­κες κακο­λο­γί­ες και κατη­γο­ρί­ες εναν­τί­ον σας. Να χαί­ρε­στε και να εκδη­λώ­νε­τε ζωη­ρά τη χαρά σας, διό­τι θα είναι μεγά­λη η αντα­μοι­βή σας στους ουρα­νούς. Έτσι εξάλ­λου κατα­δί­ω­ξαν και τους προ­φή­τες που έστει­λε ο Θεός πριν από σας)»[Ματθ.5,11–12].

Και αλλού λέγει: «Χάρη­τε ν κείν τ μέρ κα σκιρ­τή­σα­τε· δο γρ μισθς μν πολς ν τ οραν· κατ τ ατ γρ ποί­ουν τος προ­φή­ταις ο πατέ­ρες ατν(:Χαρεί­τε την ημέ­ρα εκεί­νη και σκιρ­τή­στε από τη μεγά­λη σας χαρά. Διό­τι, ιδού, ο μισθός σας και η αντα­μοι­βή σας θα είναι μεγά­λη στον ουρα­νό˙ αφού μάλι­στα και οι πρό­γο­νοι των σημε­ρι­νών διω­κτών σας τα ίδια έκα­ναν στους προ­φή­τες, που τίμη­σε και βρά­βευ­σε ο Θεός)» [Λουκ. 6,23]. Δεν θα όρι­ζε τόση μεγά­λη αμοι­βή, αν ο αγώ­νας δεν ήταν δύσκο­λος. Για­τί κατά τα βασα­νι­στή­ρια το σώμα μοι­ρά­ζε­ται με την ψυχή τους πόνους, καθό­σον ο πόνος πλη­γώ­νει και το σώμα και την ψυχή, ενώ για τις επι­κρί­σεις πονά­ει μόνο η ψυχή.

Πολ­λοί λοι­πόν λύγι­σαν με τις επι­κρί­σεις και έχα­σαν την ψυχή τους. Και ο Ιώβ θεώ­ρη­σε τις επι­κρί­σεις των φίλων πιο βασα­νι­στι­κές από τα σκου­λή­κια και τις πλη­γές. Για­τί δεν υπάρ­χει, δεν υπάρ­χει για τους αγω­νι­ζό­με­νους τίπο­τα πιο ανυ­πό­φο­ρο από τα λόγια που μπο­ρούν να πλη­γώ­σουν την ψυχή. Γι’ αυτό μαζί με τους κιν­δύ­νους και τους κόπους ανα­φέ­ρει και αυτά λέγον­τας: «δι δξης κα τιμας(:με τη δόξα που δεχό­μα­στε από αυτούς που πιστεύ­ουν στο Ευαγ­γέ­λιο και με την ατί­μω­σή μας από τους απί­στους)». Πολ­λοί βέβαια από τους Ιου­δαί­ους, από φόβο προς τη γνώ­μη των πολ­λών, δε θέλη­σαν να πιστέ­ψουν. Για­τί φοβόν­ταν όχι μήπως κολα­στούν, αλλά μήπως τους διώ­ξουν από τη συνα­γω­γή. Γι’ αυτό λέγει: «Πώς είναι δυνα­τόν να έχε­τε πίστη εσείς, αφού δέχε­στε τιμές ο ένας από τον άλλο;». Και μπο­ρού­με να δού­με πολ­λούς, που δεν λύγι­σαν από τους βασα­νι­σμούς, αλλά νική­θη­καν από τη δόξα. «ς πλνοι κα ληθες (:Παρου­σια­ζό­μα­στε ως απα­τε­ώ­νες από τους εχθρούς του Ευαγ­γε­λί­ου, και ως ειλι­κρι­νείς από τους πιστούς)». Αυτό σημαί­νει «ς γνοομενοι κα πιγι­νωσκμενοι(:ως άγνω­στοι εξαι­τί­ας της κοι­νω­νι­κής αση­μό­τη­τάς μας, και ως πολύ γνω­στοί και σπου­δαί­οι)». Για­τί άλλοι τους γνώ­ρι­ζαν και τους εκτι­μού­σαν βαθιά και άλλοι δεν ήθε­λαν ούτε να τους δουν. «ς ποθνσκον­τες κα δο ζμεν (:Ως άνθρω­ποι που κιν­δυ­νεύ­ου­με να πεθά­νου­με, και όμως, να που ζού­με)»[Β΄Κορ.6,9]. Σαν κατα­δι­κα­σμέ­νοι σε θάνα­το και σαν κατά­δι­κοι, πράγ­μα που ήταν και αυτό κακή φήμη.

Αυτό το έλε­γε δεί­χνον­τας και την άπει­ρη δύνα­μη του Θεού και τη δική τους υπο­μο­νή. «Κατά την άπο­ψη δηλα­δή των κακό­βου­λων, είμα­στε νεκροί, όπως όλοι νομί­ζουν, με τη βοή­θεια όμως του Θεού απο­φύ­γα­με τους κιν­δύ­νους». Έπει­τα παρου­σιά­ζον­τας και την αιτία που ο Θεός επι­τρέ­πει αυτά, πρό­σθε­σε: «ς ποθνσκον­τες κα δο ζμεν (:ως άνθρω­ποι που κιν­δυ­νεύ­ου­με να πεθά­νου­με, και όμως, να που ζού­με)», δεί­χνον­τας ότι έχουν μεγά­λο κέρ­δος από τις δοκι­μα­σί­ες τους πριν από την τελι­κή αμοι­βή τους και ότι οι εχθροί τους τούς ωφε­λούν άθε­λά τους.

«ς λυπομενοι ε δ χαρον­τες(: Εξαι­τί­ας των δοκι­μα­σιών μας αυτών μας νομί­ζουν βυθι­σμέ­νους στη λύπη, εμείς όμως πάν­το­τε χαι­ρό­μα­στε)». Οι άλλοι δηλα­δή έχουν την εντύ­πω­ση ότι έχου­με βαθιά στε­νο­χώ­ρια, εμείς όμως δε δίνου­με σημα­σία σε αυτούς, αλλά είμα­στε πολύ ευχα­ρι­στη­μέ­νοι. Και δεν αρκέ­στη­κε στο «χαρού­με­νοι», αλλά πρό­σθε­σε και το «πάν­το­τε». «Πάν­το­τε», λέει, «είμα­στε χαρού­με­νοι». Τι λοι­πόν θα μπο­ρού­σε να εξι­σω­θεί με αυτήν τη ζωή, κατά την οποία, αν και παρου­σιά­ζον­ται τόσα δει­νά, η χαρά γίνε­ται μεγα­λύ­τε­ρη; «ς πτω­χο πολ­λος δ πλουτζον­τες(:Μας θεω­ρούν φτω­χούς, εμείς όμως κάνου­με πολ­λούς να πλου­τί­ζουν με πνευ­μα­τι­κούς και ουρά­νιους θησαυ­ρούς)». Μερι­κοί έχουν τη γνώ­μη πως εδώ εννο­εί τον πνευ­μα­τι­κό πλού­το. Εγώ θα έλε­γα πως εννο­εί και τον υλι­κό. Για­τί είχαν και αυτόν τον πλού­το, αφού- κάτι που είναι πρω­το­φα­νές- ήταν ανοι­χτά γι΄αυτούς τα σπί­τια όλων. Και το δεί­χνει αυτό στη συνέ­χεια λέγον­τας: «ς μηδν χον­τες κα πντα κατχον­τες(:Δεν έχου­με τίπο­τε και όμως κατέ­χου­με τα πάν­τα)». Μα πώς είναι δυνα­τό αυτό; Πώς είναι δυνα­τό το αντί­θε­το; Όποιος έχει πολ­λά, δεν έχει τίπο­τα, και όποιος δεν έχει τίπο­τα, έχει τα πάν­τα. Και όχι μόνο εδώ, αλλά και στους άλλους από τα αντί­θε­τα γίνον­ται τα αντί­θε­τα.

Αν όμως απο­ρείς πώς είναι δυνα­τό να έχει τα πάν­τα αυτός που δεν έχει τίπο­τα, ας πάρου­με σαν παρά­δειγ­μα αυτόν τον ίδιο τον Παύ­λο, που είχε επιρ­ροή σε όλη την οικου­μέ­νη και ήταν κύριος όχι μόνο των χρη­μά­των, αλλά ακό­μη και των ματιών πολ­λών ανθρώ­πων. «Τς ον ν μακα­ρι­σμς μν; μαρ­τυρ γρ μν τι ε δυνατν τος φθαλ­μος μν ξορξαν­τες ν δκατ μοι(:Πού είναι λοι­πόν ο μακα­ρι­σμός σας; Για­τί μαρ­τυ­ρώ για σας ότι, αν ήταν δυνα­τόν, τα μάτια σας θα βγά­ζα­τε και θα μου τα δίνα­τε)», λέγει[Γαλ.4,15]. Και τα λέγει αυτά, για να τους διδά­ξει να μην ενο­χλούν­ται από τις δοξα­σί­ες των πολ­λών, ούτε αν τους απο­κα­λούν λαο­πλά­νους, ούτε αν τους περι­φρο­νούν, ούτε αν τους θεω­ρούν κατά­δι­κους ή και θανα­το­ποι­νί­τες ή ότι έχουν βαθιά στε­νο­χώ­ρια, ή ότι οι χαρού­με­νοι είναι περί­λυ­ποι. Για­τί ούτε οι τυφλοί βλέ­πουν τον ήλιο, ούτε οι παρά­φρο­νες αισθά­νον­ται την ευτυ­χία των φρο­νί­μων. Για­τί μόνο οι πιστοί έχουν την ικα­νό­τη­τα να κρί­νουν σωστά τα πράγ­μα­τα και δε χαί­ρουν ούτε λυπούν­ται για τα ίδια πράγ­μα­τα με τους άλλους. Και αυτοί λοι­πόν, επει­δή ξέρουν αυτά που υπο­φέ­ρου­με, αγνο­ούν όμως εκεί­να για τα οποία τα υπο­φέ­ρου­με, είναι επό­με­νο να σκέ­πτον­ται μόνο αυτά, βλέ­πον­τας βέβαια την πάλη και τους κίν­δυ­νους, χωρίς να γνω­ρί­ζουν όμως ακό­μη τα έπα­θλα και τα στε­φά­νια και την αιτία των αγώ­νων.

Ποια είναι λοι­πόν όλα εκεί­να που κατεί­χε ο Παύ­λος, λέγον­τας «ς μηδν χον­τες κα πντα κατχον­τες(:Παρου­σια­ζό­μα­στε σαν να μην έχου­με τίπο­τε, κι όμως κατέ­χου­με τα πάν­τα)»; Τα βιο­τι­κά αγα­θά και τα πνευ­μα­τι­κά αγα­θά. Για­τί, εκεί­νον που οι πόλεις τον δέχον­ταν σαν άγγε­λο, για χάρη του οποί­ου θα έβγα­ζαν και τα μάτια τους και θα του τα έδι­ναν, για χάρη του οποί­ου και τη ζωή τους θα θυσί­α­ζαν, πώς δεν είχε όλα εκεί­νων; Αν όμως θέλεις να δεις και τα πνευ­μα­τι­κά αγα­θά, θα δεις ότι και σε αυτά είναι πάρα πολύ πλού­σιος. Εκεί­νος που ήταν φίλος με τον Βασι­λιά όλων, ώστε να του εμπι­στεύ­ε­ται και απόρ­ρη­τα ο Κύριος των αγγέ­λων, πώς δεν ήταν πιο πλού­σιος από όλους και είχε τα πάν­τα; Αν δεν τα είχε, δεν θα υπο­τάσ­σον­ταν έτσι οι δαί­μο­νες, δεν θα δρα­πέ­τευαν έτσι τα πάθη και οι αρρώ­στιες.

Και εμείς λοι­πόν, όταν παθαί­νου­με κάτι για τον Χρι­στό, πρέ­πει όχι μόνο να το αντι­με­τω­πί­ζου­με με γεν­ναιό­τη­τα, αλλά και να χαι­ρό­μα­στε. Και όταν νηστεύ­ου­με, να σκιρ­τού­με από χαρά σαν να δια­σκε­δά­ζου­με. Όταν βρι­ζό­μα­στε, να χορεύ­ου­με σαν να μας επαι­νούν. Όταν δαπα­νού­με, να φαι­νό­μα­στε σαν να κερ­δί­ζου­με. Όταν δίνου­με στους φτω­χούς, να νομί­ζου­με ότι παίρ­νου­με. Για­τί, εκεί­νος που δεν δίνει τέτοια διά­θε­ση, δεν θα δώσει εύκο­λα. Όταν θέλεις λοι­πόν να μοι­ρά­σεις, μη σκε­φτείς μόνο αυτό, ότι δαπα­νάς, αλλά και ότι κερ­δί­ζεις περισ­σό­τε­ρα, και αυτό πριν από εκεί­νο. Και όχι μόνο για την ελεη­μο­σύ­νη, αλλά και για κάθε αγα­θο­ερ­γία δεν πρέ­πει να σκέ­πτε­σαι τις πίκρες του αγώ­να, αλλά και τη γλυ­κύ­τη­τα των επά­θλων, και προ­πάν­των την αιτία των αγώ­νων, τον Κύριό μας Ιησού Χρι­στό. Έτσι θα αντι­με­τω­πί­σεις εύκο­λα τους αγώ­νες και θα ζήσεις ευχά­ρι­στα όλη σου τη ζωή.

Για­τί συνή­θως τίπο­τα δεν προ­σφέ­ρει τόση ευχα­ρί­στη­ση, όσο η αγα­θή συνεί­δη­ση. Γι’ αυτό ο Παύ­λος, αν και καθη­με­ρι­νά κόπια­ζε, χαι­ρό­ταν και σκιρ­τού­σε από αγαλ­λί­α­ση, ενώ οι σημε­ρι­νοί, που ούτε στα όνει­ρά τους υπο­φέ­ρουν κάτι από αυτά, θλί­βον­ται και θρη­νούν, για κανέ­ναν άλλο λόγο, παρά για το ότι δεν έχουν φιλο­σο­φη­μέ­νη σκέ­ψη. Για­τί, πες μου σε παρα­κα­λώ, για­τί θρη­νείς; Επει­δή είσαι φτω­χός και δεν έχεις τα αναγ­καία; Λοι­πόν γι’ αυτό πρέ­πει να θρη­νείς περισ­σό­τε­ρο, όχι για­τί κλαις, όχι για­τί είσαι φτω­χός, αλλά για­τί είσαι μικρό­ψυ­χος· όχι για­τί δεν έχεις χρή­μα­τα, αλλά για­τί δίνεις τόση σημα­σία στα χρή­μα­τα. Κάθε μέρα πέθαι­νε ο Παύ­λος και δεν έκλαι­γε, αλλά χαι­ρό­ταν· κάθε μέρα πάλευε με την πεί­να, και δεν πονού­σε, αλλά παρου­σια­ζό­ταν χαρού­με­νος.

Εσύ λοι­πόν υπο­φέ­ρεις και χτυ­πιέ­σαι για­τί δεν έχεις όλα όσα σου χρειά­ζον­ται για να συν­τη­ρη­θείς ένα χρό­νο; «Ναι», λέγει ίσως κάποιος· «για­τί εκεί­νος μερι­μνού­σε μόνο για τον εαυ­τό του, ενώ εγώ φρον­τί­ζω για τους υπη­ρέ­τες μου, για τα παι­διά μου και τη γυναί­κα μου». Μα εκεί­νος μόνος δεν μερι­μνού­σε μόνο για τον εαυ­τό του, αλλά για την οικου­μέ­νη ολό­κλη­ρη· εσύ μερι­μνάς για την οικο­γέ­νειά σου, ενώ εκεί­νος για τους φτω­χούς των Ιερο­σο­λύ­μων, που ήταν πάρα πολ­λοί, για τους φτω­χούς της Μακε­δο­νί­ας, για τους φτω­χούς όλης της γης, όχι λιγό­τε­ρο για εκεί­νους που δίνουν, από όσο για εκεί­νους που παίρ­νουν την ελεη­μο­σύ­νη. Καθό­σον ήταν διπλή η φρον­τί­δα του για όλη την οικου­μέ­νη, και να μη στε­ρούν­ται τα απα­ραί­τη­τα υλι­κά αγα­θά και να έχουν πνευ­μα­τι­κό πλού­το.

Και δεν στε­νο­χω­ριέ­σαι τόσο για τα παι­διά σου όταν πει­νούν, όσο ο Παύ­λος για όλα τα προ­βλή­μα­τα των πιστών. Μα για­τί λέγω των πιστών; Δεν του έλει­πε η φρον­τί­δα ούτε για τους απί­στους, αλλά τόσο πολύ τον βασά­νι­ζε αυτή, ώστε να εύχε­ται να γίνει ανά­θε­μα για χάρη αυτών, ενώ εσύ, και αν ακό­μα πει­νά­ει αμέ­τρη­τα ο κόσμος, δε θα δεχό­σουν ποτέ να πεθά­νεις για χάρη οποιου­δή­πο­τε. Και εσύ βέβαια φρον­τί­ζεις για μια γυναί­κα, ενώ εκεί­νος για τις Εκκλη­σί­ες όλης της οικου­μέ­νης. «Χωρς τν παρεκτς πισύ­στα­σίς μου καθ᾿ μέραν, μέρι­μνα πασν τν κκλη­σιν(:Εκτός από τα άλλα που παρέ­λει­ψα, με στε­νο­χω­ρού­σε και η καθη­με­ρι­νή πίε­ση και επί­θε­ση των διω­κτών μου, αλλά και η αγω­νιώ­δης φρον­τί­δα μου για όλες τις Εκκλη­σί­ες)», λέγει [Β΄Κορ.11,28]. Ως πότε, λοι­πόν, θα αστειεύ­ε­σαι, άνθρω­πε, συγ­κρί­νον­τας τον εαυ­τό σου με τον Παύ­λο, και δεν θα στα­μα­τή­σεις αυτήν την τόσο μεγά­λη μικρο­ψυ­χία; Καθό­σον πρέ­πει να κλαί­με όχι όταν είμα­στε φτω­χοί, αλλά όταν κάνου­με αμαρ­τί­ες. Για­τί αυτό είναι αξιο­θρή­νη­το, ενώ τα άλλα είναι για γέλια.

«Δεν με στε­νο­χω­ρεί αυτό μόνο», λέγει, «αλλά το ότι ο τάδε έχει στα χέρια του εξου­σία, ενώ εγώ είμαι ταπει­νω­μέ­νος και περι­φρο­νη­μέ­νος». Και τι με αυτό; Για­τί και ο μακά­ριος Παύ­λος φαι­νό­ταν στους πολ­λούς ταπει­νω­μέ­νος και περι­φρο­νη­μέ­νος. «Μα εκεί­νος», λέγει ίσως κάποιος, «ήταν Παύ­λος». Επο­μέ­νως τη στε­νο­χώ­ρια σου δεν σου την προ­ξε­νεί η φύση των πραγ­μά­των, αλλά οι αδυ­να­μί­ες της ψυχής σου. Μη θρη­νείς λοι­πόν τη φτώ­χεια σου, αλλά τον εαυ­τό σου που βρί­σκε­ται σε τέτοια κατά­στα­ση· ή καλύ­τε­ρα μη θρη­νείς τον εαυ­τό σου, αλλά διόρ­θω­νέ τον, και μη ζητάς χρή­μα­τα, αλλά εκεί­νο που μας κάνει πιο χαρού­με­νους από μυριά­δες χρή­μα­τα, φιλό­σο­φη γνώ­μη και αρε­τή. Για­τί, όταν υπάρ­χει αυτή, δεν μπο­ρεί να σε βλά­ψει καθό­λου η φτώ­χεια, όταν δεν υπάρ­χει αυτή, δεν υπάρ­χει κανέ­να όφε­λος από τα χρή­μα­τα. Για­τί, πες μου, ποιο το όφε­λος από εκεί­νους που είναι βέβαια πλού­σιοι, αλλά έχουν φτω­χές ψυχές; Δεν υπο­φέ­ρεις εσύ τόσο, όσο εκεί­νος ο πλού­σιος, που δεν έχει τα υπάρ­χον­τα όλων. Και αν δεν κλαί­ει, όπως εσύ, άνοι­ξε τη συνεί­δη­σή του, και θα δεις θρή­νους και κλά­μα­τα. Θέλεις να σου δεί­ξω τον δικό σου πλού­το, για να πάψεις να μακα­ρί­ζεις εκεί­νους που έχουν υλι­κά πλού­τη;

Βλέ­πεις αυτόν τον ουρα­νό, πόσο είναι όμορ­φος, πόσο μεγά­λος, πόσο ψηλά βρί­σκε­ται; Αυτήν την ομορ­φιά δεν την απο­λαμ­βά­νει πιο πολύ από εσέ­να ο πλού­σιος, ούτε θα μπο­ρού­σε να σε παρα­με­ρί­σει και να κάνει δικό του το σύμ­παν· για­τί, όπως έγι­νε για εκεί­νον, έτσι έγι­νε και για σένα. Και ο ήλιος επί­σης, το χαρο­ποιό και το πιο φωτει­νό αυτό αστέ­ρι, που δίνει χαρά στα μάτια μας, δεν είναι κοι­νός και αυτός σε όλους και όλοι, φτω­χοί και πλού­σιοι, δεν τον απο­λαμ­βά­νουν το ίδιο; Και το ωραίο σύνο­λο των άστρων και ο δίσκος της σελή­νης δεν απλώ­νον­ται το ίδιο μπρο­στά σε όλους μας;

Μάλ­λον όμως, αν επι­τρέ­πε­ται να πω κάτι το θαυ­μα­στό, εμείς οι φτω­χοί τα απο­λαμ­βά­νου­με περισ­σό­τε­ρο από εκεί­νους. Για­τί εκεί­νοι είναι συχνά βυθι­σμέ­νοι στο μεθύ­σι και περ­νούν τη ζωή τους μέσα σε γλέν­τια και σε βαθύ ύπνο, και έτσι δεν τα αισθά­νον­ται, για­τί ζουν κάτω από τις στέ­γες και στη σκιά, ενώ οι φτω­χοί περισ­σό­τε­ρο από όλους είναι εκεί­νοι που απο­λαμ­βά­νουν τα στοι­χεία αυτά. Και αν σκε­φτείς και τον αέρα, που είναι διά­χυ­τος παν­τού, θα βρεις ότι ο φτω­χός έχει στη διά­θε­σή του πιο πολύ και πιο καθα­ρό. Για­τί οι στρα­το­κό­ποι και οι γεωρ­γοί τα χαί­ρον­ται αυτά πιο πολύ από τους κατοί­κους των πόλε­ων και από αυτούς πάλι πιο πολύ οι εργα­ζό­με­νοι από εκεί­νους που είναι μεθυ­σμέ­νοι όλη την ημέ­ρα.

Μα και η γη δεν απλώ­νε­ται κοι­νή σε όλους; «Όχι», λέγει ίσως κάποιος. «Πώς το εννο­είς αυτό; Πες μου. Για­τί ο πλού­σιος και στην πόλη έχει μεγα­λύ­τε­ρες εκτά­σεις και τις φρά­ζει με μακρούς τοί­χους, και στην ύπαι­θρο ξεχω­ρί­ζει για τον εαυ­τό του μεγά­λα κτή­μα­τα». Και λοι­πόν, επει­δή τις ξεχω­ρί­ζει, τις χαί­ρε­ται μόνο αυτός; Ασφα­λώς όχι, όσο και αν ο ίδιος δια­φω­νεί. Για­τί αναγ­κά­ζε­ται και τους καρ­πούς να μοι­ρά­ζει σε πολ­λούς, και για­τί εσύ του καλ­λιερ­γείς το σιτά­ρι και το κρα­σί και το λάδι και εσύ τον υπη­ρε­τείς παν­τού. Και μετά από πολ­λά έξο­δα και κόπους και ταλαι­πω­ρί­ες, παρα­δί­νει σε σένα τη χρή­ση των περί­φρα­κτων χώρων και παίρ­νει από σένα λίγα χρή­μα­τα για την τόση προ­σφο­ρά του. Τα ίδια μπο­ρεί να δια­πι­στώ­σει κανείς και στα λου­τρά και παν­τού. Οι πλού­σιοι ξοδεύ­ουν γι’ αυτά και χρή­μα­τα και φρον­τί­δες και κόπους, ενώ οι φτω­χοί απο­λαμ­βά­νουν ελεύ­θε­ρα, με ασή­μαν­το ποσό χρη­μά­των, όλα αυτά. Τίπο­τα, από όσα υπάρ­χουν στη γη, δεν απο­λαμ­βά­νει ο πλού­σιος πιο πολύ από σένα. Για­τί δεν έχει εκεί­νος δέκα στο­μά­χια και εσύ ένα. Αλλά αυτός τρώ­ει πολυ­τε­λέ­στε­ρα φαγη­τά; Αυτό ασφα­λώς δεν είναι σπου­δαίο πλε­ο­νέ­κτη­μα. Αλλά και σε αυτό θα δια­πι­στώ­σου­με ότι πλε­ο­νε­κτείς εσύ. Εσύ βέβαια νομί­ζεις ότι είναι ζηλευ­τή η πολυ­τέ­λεια αυτή, για­τί δημιουρ­γεί περισ­σό­τε­ρες απο­λαύ­σεις. Μα και οι απο­λαύ­σεις είναι περισ­σό­τε­ρες για τον φτω­χό, και όχι μόνο οι απο­λαύ­σεις, αλλά και η υγεία του. Και τελι­κά ο πλού­σιος πλε­ο­νε­κτεί μόνο σε αυτό, ότι κάνει το σώμα του πιο αδύ­να­μο και δημιουρ­γεί περισ­σό­τε­ρες αιτί­ες για αρρώ­στιες. Για­τί για τον φτω­χό όλα τακτο­ποιούν­ται με φυσι­κή τάξη, ενώ ο πλού­σιος κατα­λή­γει, εξαι­τί­ας της υπερ­βο­λής, σε φθο­ρά και αρρώ­στια.

Αν θέλε­τε, μπο­ρού­με να το δού­με αυτό και με ένα παρά­δειγ­μα. Αν δηλα­δή θελή­σου­με να ανά­ψου­με ένα καμί­νι και ο ένας χρη­σι­μο­ποιεί για προ­σά­ναμ­μα μετα­ξω­τά φορέ­μα­τα και πάμ­πολ­λα λεπτά υφά­σμα­τα και το ανά­βει με αυτά, ενώ ο άλλος χρη­σι­μο­ποιεί ξύλα από βελα­νι­διά και από πεύ­κο, τι παρα­πά­νω κέρ­δι­σε ο πρώ­τος από τον δεύ­τε­ρο; Τίπο­τα. Μάλ­λον έχα­σε. Και τι; Αν ο ένας χρη­σι­μο­ποι­ή­σει ξύλα και ο άλλος σώμα­τα (για­τί δεν εμπο­δί­ζει τίπο­τα να αντι­στρέ­ψου­με το παρά­δειγ­μα), σε ποιο καμί­νι θα πήγαι­νες πιο ευχά­ρι­στα, σε εκεί­νο με τα ξύλα ή σε εκεί­νο με τα σώμα­τα; Είναι ολο­φά­νε­ρο πως θα πήγαι­νες στο πρώ­το. Για­τί αυτό ανά­βει με φυσι­κό τρό­πο και είναι θέα­μα ευχά­ρι­στο σε όσους το βλέ­πουν, ενώ το άλλο θα τους έδιω­χνε όλους με την τσί­κνα και τη βρώ­μα και τον καπνό και τη δυσο­σμία των οστών.

Έφρι­ξες που το άκου­σες και σιχά­θη­κες το καμί­νι; Τέτοια είναι τα στο­μά­χια των πλου­σί­ων. Για­τί θα βρει κανείς πιο πολ­λή σαπί­λα σε αυτά παρά στο καμί­νι εκεί­νο, καθώς και δύσο­σμες ανα­πνο­ές και βρω­με­ρές αφο­δεύ­σεις, επει­δή σε ολό­κλη­ρο το σώμα τους, σε κάθε μόριό τους, υπάρ­χει αρκε­τό περίσ­σευ­μα, που δεν χωνεύ­τη­κε. Επει­δή δηλα­δή δεν είναι αρκε­τή η φυσι­κή θερ­μο­κρα­σία να τα κατα­να­λώ­σεις όλα, συσ­σω­ρεύ­ον­ται όλα και καπνί­ζον­ται και προ­ξε­νούν μεγά­λη αηδία. Με τι θα σύγ­κρι­νε λοι­πόν κανείς τα στο­μά­χια τους; Σας παρα­κα­λώ, μην δυσα­να­σχε­τεί­τε από τα λόγια μου, αλλά ελέγ­ξε­τέ με αν δεν λέγω σωστά πράγ­μα­τα. Με τι θα μπο­ρού­σε λοι­πόν να τα συγ­κρί­νει κανείς; Για­τί όσα είπα, δεν είναι αρκε­τά να δεί­ξουν την αθλιό­τη­τά τους.

Ήρθε στον νου μου και μια άλλη παρο­μοί­ω­ση. Ποια; Όπως στους υπο­νό­μους, που δημιουρ­γούν­ται πολ­λοί σωροί από κοπριά, χόρ­τα, άχυ­ρα, πέτρες, πηλό, με απο­τέ­λε­σμα να φρά­ζουν οι υπό­νο­μοι και να ξεχει­λί­ζει ο βόρ­βο­ρος, έτσι συμ­βαί­νει και με τα στο­μά­χια τους. Επει­δή φράσ­σον­ται κάτω, ξεχει­λί­ζουν επά­νω τα περισ­σό­τε­ρα από τα σιχα­μέ­να αυτά υγρά. Δεν συμ­βαί­νει όμως το ίδιο και με τους φτω­χούς, αλλά όπως οι πηγές που βγά­ζουν καθα­ρά τρε­χού­με­να νερά και ποτί­ζουν κήπους και κατά­φυ­τα χωρά­φια, έτσι και τα στο­μά­χια τους δεν έχουν τέτοια περισ­σεύ­μα­τα. Των πλου­σί­ων και προ­πάν­των των καλο­φα­γά­δων τα στο­μά­χια δεν είναι τέτοια, αλλά είναι γεμά­τα με χυμούς, φλέ­μα­τα, χολή, σάπιο αίμα, σαπι­σμέ­να υγρά και άλλα παρό­μοια. Γι’ αυτό αν κάποιος ζει συνέ­χεια μέσα στην ασω­τία, δεν θα αντέ­ξει πολύ, αλλά θα ζήσει μέσα σε ατέ­λειω­τες αρρώ­στιες.

Γι’ αυτό ευχα­ρί­στως θα τους ρωτού­σα, για­τί υπάρ­χουν τα φαγη­τά; Για να μας θρέ­φουν ή για να μας κατα­στρέ­φουν; Για να χάνου­με την υγεία μας ή για να τη δια­τη­ρού­με; Για να χάνου­με τις δυνά­μεις μας ή για να τις ενι­σχύ­ου­με; Είναι ολο­φά­νε­ρο ότι τα έχου­με για να μας θρέ­φουν, για να δια­τη­ρούν την υγεία μας και τη δύνα­μή μας. Για­τί λοι­πόν τα χρη­σι­μο­ποιεί­τε ανά­πο­δα και δημιουρ­γεί­τε έτσι στο σώμα αρρώ­στιες και αδυ­να­μία; Ο φτω­χός δεν τα χρη­σι­μο­ποιεί έτσι, αλλά παίρ­νει σαν αντάλ­λαγ­μα της λιτής τρο­φής του την υγεία και την ευρω­στία και τη δύνα­μη. Μην κλαις λοι­πόν, αλλά να χαί­ρε­σαι για τη φτώ­χεια, που είναι μητέ­ρα της υγεί­ας. Κι αν θέλεις να είσαι πλού­σιος, περι­φρό­νη­σε τον πλού­το. Για­τί πλού­τος δεν είναι το να έχεις χρή­μα­τα, αλλά το να μην έχεις ανάγ­κη από τα χρή­μα­τα.

Αν το κατορ­θώ­σου­με αυτό, και σε αυτή τη ζωή θα είμα­στε πιο εύπο­ροι από όλους τους πλού­σιους και στην άλλη ζωή θα κερ­δί­σου­με τα αιώ­νια αγα­θά, τα οποία εύχο­μαι να τα κερ­δί­σου­με όλοι μας, με τη χάρη και τη φιλαν­θρω­πία του Κυρί­ου μας Ιησού Χρι­στού στον οποίο μαζί με τον Πατέ­ρα και το άγιο Πνεύ­μα, ανή­κει η δόξα, η δύνα­μη και η τιμή τώρα και πάν­το­τε και στους αιώ­νες των αιώ­νων. Αμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-ii-ad-corinthios.pdf

  • Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, Υπό­μνη­μα στην Προς Εβραί­ους επι­στο­λήν , πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1986, τόμος 19, ομι­λία ΙΒ΄(κατ΄επιλογήν), σελί­δες 324–354.

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ”)

Τα δύο συστή­μα­τα

«Ὡς μηδὲν ἔχον­τες καὶ πάν­τα κατέ­χον­τες» (B’ Kop. 6,10)

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ, ἀγα­πη­τοί μου ἀνα­γνῶ­σται, ἦταν πτω­χός, πάμ­πτω­χος. Ἔτσι ἦταν καὶ οἱ ἄλλοι ἀπό­στο­λοι. Οἱ κήρυ­κες τοῦ εὐαγ­γε­λί­ου δὲν εἶχαν δική τους περιου­σία. Δὲν εἶχαν δικό τους σπί­τι. Δὲν εἶχαν χρή­μα­τα. Κοι­νω­νι­κῶς ἦταν ἀδύ­να­τοι. Καὶ ὅμως αὐτοὶ οἱ ἀνί­σχυ­ροι καὶ ἄση­μοι ἄνθρω­ποι κατώρ­θω­σαν τὸ ἀκα­τόρ­θω­το κατώρ­θω­σαν νὰ ἑλκύ­σουν τὸν κόσμο στὴ χρι­στια­νι­κὴ πίστι, στὴν πίστι τοῦ Χρι­στοῦ. Πῶς ἔγι­νε αὐτό; Εἶνε κάτι ποὺ προ­κα­λεῖ τὸ θαυ­μα­σμό. Ὁ ἀπό­στο­λος, ὅταν τὸν κάλε­σε ὁ Κύριος στό ἀπο­στο­λι­κὸ ἀξί­ω­μα, ἀπε­φά­σι­σε νὰ τὰ θυσιά­σῃ ὅλα. Ἀπο­γυ­μνώ­θη­κε ἀπὸ κάθε περιου­σία καὶ ἰδιο­κτη­σία. Ἐν συνε­χείᾳ ὅμως βλέ­πει κανεὶς νὰ εἶνε τὰ πάν­τα στὴ διά­θε­σή του. Εἶχε τέτοια ἐπάρ­κεια, ὥστε νὰ γρά­φῃ· «Ὡς μηδὲν ἔχον­τες καὶ πάν­τα κατέ­χον­τες» (Β’ Κορ. 6,10). Πῶς ἔγι­νε αὐτὸ καὶ ποιά εἶνε ἡ ἐξή­γη­σι τοῦ παρα­δό­ξου αὐτοῦ φαι­νο­μέ­νου;

Θὰ προ­σπα­θή­σου­με νὰ δώσου­με μία σύν­το­μη ἑρμη­νεία αὐτοῦ τοῦ χωρί­ου, τὸ ὁποῖο ἐκ πρώ­της ὄψε­ως φαί­νε­ται πώς παρου­σιά­ζει μιὰ ἀντί­φα­σι. Δὲν ἔχου­με, καὶ ὅμως ἔχου­με. Ἡ μία ὄψις εἶνε, δὲν ἔχω τίπο­τε· ἡ ἄλλη ὄψις εἶνε, κατέ­χω τὰ πάν­τα. Πῶς μπο­ροῦν νὰ συμ­βαί­νουν καὶ δύο συγ­χρό­νως;

* * *

Ὁ Παῦ­λος περιο­δεύ­ον­τας γιὰ τὸ κήρυγ­μα τοῦ εὐαγ­γε­λί­ου περ­νοῦ­σε ἀπὸ διά­φο­ρα μέρη. Πήγαι­νε ὅπου ὁ Θεὸς τὸν ὡδη­γοῦ­σε καὶ κήρυτ­τε ὅπου οἱ ψυχὲς τὸν δέχον­ταν. Φεύ­γον­τας ἀπὸ κάθε τόπο ἄφη­νε δια­φο­ρε­τι­κὲς ἐντυ­πώ­σεις στοὺς ἀνθρώ­πους. Ἄλλοι, οἱ ἐχθροὶ τοῦ Χρι­στοῦ, τὸν μισοῦ­σαν. Στοὺς πιστοὺς ὅμως ἡ ἐπί­σκε­ψί του ἄφη­νε ἀλη­σμό­νη­τη ἀγαλ­λί­α­σι καὶ νοσταλ­γία νὰ τὸν ξανα­δοῦν. Καὶ ἦταν πράγ­μα­τι ἀξια­γά­πη­τος ὁ Παῦ­λος, ὁ ἄνθρω­πος τοῦ Θεοῦ. Σὰν μαγνή­της εἵλ­κυε καὶ ἀπο­στοῦ­σε τὴν ἐκτί­μη­σι καὶ τὸ σεβα­σμό. Από τὴ στιγ­μή, ποὺ κάποιο σπί­τι ἄνοι­γε τὴν πόρ­τα του σ ̓ αὐτὸν καὶ τὸν ὑπο­δε­χό­ταν, οἱ ἄνθρω­ποί του συν­δέ­ον­ταν πιὰ μαζί του. Ὅσοι τὸν εἶχαν φιλο­ξε νήσει μια φορά, στὸ ἑξῆς τοῦ ἦταν γνώ­ρι­μοι.

Πολ­λοὶ μάλι­στα, ὅπως π.χ. οἱ χρι­στια­νοὶ τῆς Γαλα­τί­ας, συν­δέ­ον­ταν τόσο στε­νὰ μαζί του, ὥστε ὁ ἴδιος βεβαιώ­νει γι’ αὐτούς, ὅτι ἦταν ἕτοι­μοι γιὰ χάρι του, ἂν χρεια­ζό­ταν, νὰ κάνουν μεγά­λες θυσί­ες, καὶ τὰ μάτια τους ἀκό­μη νὰ τοῦ προ­σφέ­ρουν (βλ. Γαλ. 4,15). Καὶ ἂν τὰ μάτια τους, τὸ πιὸ ἀκρι­βὸ τῆς σωμα­τι­κῆς τους ὑπάρ­ξε­ως, εἶχαν διά­θε­σι νὰ τοῦ δώσουν, φαν­τα­σθῆ­τε μὲ πόση προ­θυ­μία ἦταν ἕτοι­μοι νὰ δια­θέ­σουν ὅ,τι ἄλλο ὑλι­κὸ εἶχαν, ὅ,τι ὁ ἱερὸς ἀγῶ­νας τῆς πίστε­ως ἀπαι­τοῦ­σε. Βέβαια καί τότε ἡ Ἐκκλη­σία, ὅπως καὶ σήμε­ρα, ἀπο­τε­λοῦν­ταν ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖ­στον ἀπὸ φτω­χοὺς ἀνθρώ­πους. Ἐν τού­τοις οἱ φτω­χοὶ ἐκεῖ­νοι ἦταν δια­τε­θει­μέ­νοι, χάριν τῆς πίστε­ως, νὰ προ­σφέ­ρουν τὰ πάν­τα.

Ἀλλὰ καὶ ὅπου οἱ ἄνθρω­ποι δὲν εἶχαν εὐνοϊ­κές δια­θέ­σεις καὶ οἱ συν­θῆ­κες ἦταν ἀντί­ξο­ες, κ’ ἐκεῖ ἀκό­μη ἡ πρό­νοια τοῦ Θεοῦ ὑπερ­πη­δοῦ­σε τὰ ἐμπό­δια. Ἄνοι­γε κλει­στές θύρες, παρεῖ­χε διευ­κο­λύν­σεις, δημιουρ­γοῦ­σε κλῖ­μα κατάλ­λη­λο γιὰ ν’ ἀκου­σθῇ τὸ κήρυγ­μα. Κι ὅπου ὁ Παῦ­λος κήρυτ­τε, ἐκεῖ καὶ τὰ κελ­λιὰ τῶν φυλα­κῶν ποὺ τὸν ἔκλει­ναν, καὶ τὰ πλοῖα ποὺ τὸν μετέ­φε­ραν, καὶ τὰ δικα­στή­ρια ποὺ τὸν δίκα­ζαν, καὶ κάθε ἄλλος χῶρος μετα­βαλ­λό­ταν σὲ ἐκκλη­σία, ὅπως βλέ­που­με στίς Πρά­ξεις τῶν ἀπο­στό­λων (βλ. 16,22–32 27,21- 26 23,1–6 21,40–22,21 κ.λπ.). Παρὰ τὶς δυσκο­λί­ες, τελι­κῶς ὅλα τοῦ παρα­χω­ροῦν­ταν, ὅλα ἦταν στὴ διά­θε­σί του γιὰ τὸν ἱερὸ σκο­πὸ ποὺ τοῦ ἀνέ­θε­σε ὁ Κύριος.

Αὐτὸ ποὺ λέει ὁ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος, «ὡς μηδὲν ἔχον­τες καὶ πάν­τα κατέ­χον­τες» (ἔ.ἄ.) δὲν ἰσχύ­ει μόνο γιὰ τὸν ἴδιο. Ὅλοι οἱ ἀπό­στο­λοι καὶ ὅλοι οἱ χρι­στια­νοί, ποὺ ζοῦ­σαν ὅπως αὐτός, ἔβλε­παν τὸ ῥητὸ αὐτὸ νὰ πραγ­μα­το­ποι­ῆ­ται στὴ ζωή τους. Ἔβλε­παν το χέρι τοῦ Θεοῦ νὰ τοὺς ἐξα­σφα­λί­ζῃ ὅλα τὰ ἀναγ­καῖα. Ἄλλω­στε στὴν πρώ­τη ἐκεί­νη Ἐκκλη­σία ὅλοι ζοῦ­σαν μὲ λιτό­τη­τα καὶ ἁπλό­τη­τα, κ’ ἔτσι εἶχαν αὐτάρ­κεια. Ὅσο γιὰ τὶς ἀνάγ­κες τῶν φτω­χῶν, ποὺ ποτέ δὲν λεί­πουν οὔτε θὰ λεί­ψουν ἀπὸ τὴν ἀνθρώ­πι­νη κοι­νω­νία, βλέ­που­με τὴν πρώ­τη Ἐκκλη­σία νὰ φρον­τί­ζῃ γι’ αὐτούς. Ὑπῆρ­χε ἡ λεγο­μέ­νη «λογία» (Α’ Κορ. 16,1–2). Κάθε Κυρια­κή, δηλα­δή, στὴ σύνα­ξι γιὰ τὸ μυστή­ριο τῆς θεί­ας εὐχα­ρι­στί­ας, οἱ χρι­στια­νοὶ ἔδι­ναν καθέ­νας ἐλεύ­θε­ρα ὅ,τι μπο­ροῦ­σε, καὶ γινό­ταν ἔτσι ἕνας τακτι­κὸς ἔρα­νος γιὰ τοὺς πάσχον­τας. Ἀκό­μη εἶχαν τίς λεγό­με­νες ἀγά­πες, κοι­νὰ δηλα­δὴ δεῖ­πνα, ὅπου ὅλοι μαζὶ κάθον­ταν σὲ κοι­νὴ τρά­πε­ζα καί συνέ­τρω­γαν σὰν ἀδέρ­φια. Θαυ­μα­στὸς ἦταν ὅλος ὁ τρό­πος τῆς ζωῆς τους. Θαυ­μα­στὸς διό­τι, ἐνῷ δὲν εἶχαν τίπο­τε δικό τους, ἐν τού­τοις καὶ τίπο­τε δὲν τοὺς ἔλει­πε! Τότε, ὅσοι εἶχαν κάποιο πολύ­τι­μο ἀντι­κεί­με­νο ἢ ἀκί­νη­το, τὸ που­λοῦ­σαν κ ̓ ἔδι­ναν τὸ ἀντί­τι­μο στοὺς ἀπο­στό­λους. Καὶ οἱ ἀπό­στο­λοι μοί­ρα­ζαν μὲ δικαί­ο­σύ­νη ἀπὸ τὰ χρή­μα­τα αὐτὰ στοὺς φτω­χούς, ἀνα­λό­γως μὲ τὶς ἀνάγ­κες τοῦ καθε­νός.

Ἔπει­τα τὸ ἴδιο βλέ­που­με νὰ γίνε­ται καὶ στὴν ἐπο­χὴ τῶν μεγά­λων πατέ­ρων τῆς Ἐκκλη­σί­ας, ὅπως π.χ. στὴν ἐπο­χὴ τοῦ Μεγά­λου Βασι­λεί­ου. Ὁ ἱερὸς αὐτὸς πατὴρ μὲ τὸν ἴδιο τρό­πο ἵδρυ­σε στὴν ἐπι­σκο­πή του ἕνα μεγά­λο φιλαν­θρω­πι­κό συγ­κρό­τη­μα, ὅπου κάθε δυστυ­χι­σμέ­νος εὕρι­σκε στέ­γη καὶ τρο­φή. Ὠνο­μα­ζό­ταν Βασι­λειάς. Καὶ τὸ παρά­δειγ­μά του μιμή­θη­καν κι ἄλλες ἐκκλη­σί­ες. Ὅλα αὐτὰ ἦταν ἀπο­τέ­λε­σμα τῆς ἀγά­πης ποὺ θυσιά­ζει τὰ πάν­τα γιὰ τὸ συνάν­θρω­πο. Ὅπως λέει ὁ ι. Χρυ­σό­στο­μος, ποὺ ἐγκω­μιά­ζει τὴν ἀρε­τὴ τῆς ἐλεη­μο­σύ­νης, στὴν ἀπο­στο­λι­κὴ ἐπο­χὴ δὲν ἔλε­γε κανείς, «Αὐτὸ εἶνε δικό μου καὶ αὐτὸ εἶνε δικό σου», για­τὶ ὁ λόγος αὐτὸς ψυχραί­νει τίς καρ­διές, ἀλλ ̓ εἶχαν κοι­νὰ τὰ πάν­τα.

Ἂς ἐπι­τρα­πῇ τέλος καὶ σ ̓ ἐμέ­να τὸ γέρον­τα ἐπί­σκο­πο, ποὺ πλη­σιά­ζω τὰ ἐνε­νήν­τα καὶ πέρα­σα πολ­λὲς δοκι­μα­σί­ες, νὰ πῶ, ὅτι εἶδα κ’ ἐγὼ στὴ ζωή μου νά πραγ­μα­το­ποι­ῆ­ται τὸ «ὡς μηδὲν ἔχον­τες καὶ πάν­τα κατέ­χον­τες» (ἔ.ά.). Κατὰ τὴν ἀπαι­σία ἐπο­χὴ τῆς κατο­χῆς (1941–45) ὑπη­ρε­τοῦ­σα στήν πρω­τεύ­ου­σα τῆς Δ. Μακε­δο­νί­ας, τὴν Κοζά­νη. Ἐκεῖ ἀντι­με­τω­πί­ζα­με τὸ πρό­βλη­μα τῆς ἐπι­βιώ­σε­ως τοῦ λαοῦ, ποὺ κυριο­λε­κτι­κὰ πει­νοῦ­σε λόγῳ τῆς λεη­λα­σί­ας τῶν κατα­κτη­τῶν. Οἱ Γερ­μα­νοὶ τόσο μισοῦ­σαν τὴν Ἑλλά­δα, ὥστε ὄχι τρό­φι­μα δὲν ἔδι­ναν, ἀλλὰ ἔλε­γαν πώς, ἂν ὑπῆρ­χε μηχά­νη­μα, καὶ τὸν ἀέρα θ ̓ ἀφαι­ροῦ­σαν γιὰ νὰ πεθά­νουν ὅλοι οἱ Ἕλλη­νες ἀπὸ ἀσφυ­ξία! Τότε ὡς ἱερο­κῆ­ρυξ ἀπηύ­θυ­να πρὸς τὸν εὐγε­νῆ λαὸ ἔκκλη­σι. Παρα­κά­λε­σα ὅλους νὰ προ­σφέ­ρουν ὅ,τι μπο­ροῦν, ἄλλος ἀπὸ τὸ περίσ­σευ­μα κι ἄλλος ἀπὸ τὸ ὑστέ­ρη­μα, γιὰ τὴ διά­σω­σι τοῦ λαοῦ. Ἡ ἀντα­πό­κρι­σις ἦταν συγ­κι­νη­τι­κή. Παρου­σιά­στη­κε, μπο­ρῶ νὰ πῶ, μιὰ ἔκρη­ξις ἀγά­πης. Ὅλοι προ­σέ­φε­ραν. Ἔτσι ἱδρύ­θη­κε ἡ Ἑστία συσ­σι­τί­ων. Στὴν ἀρχὴ ξεκι­νή­σα­με σάν μικρὸ ῥυά­κι μὲ 25 μερί­δες συσ­σι­τούν­των. Ἐν συνε­χείᾳ ὅμως τὸ ῥυά­κι αὐτὸ αὐξή­θη­κε τόσο πολύ, ὥστε ἔγι­νε ποτα­μὸς μεγά­λος σὰν τὸν Ἁλιά­κμο­να. Φθά­σα­με στὸν ἀριθ­μὸ τῶν 8.000 μερί­δων, γεγο­νὸς ἀπί­στευ­το, ποὺ προ­κά­λε­σε το θαυ­μα­σμό κι αὐτῶν τῶν κατα­κτη­τῶν. Στὸ ἔργο αὐτό προ­σέ­φε­ραν δωρε­ὰν τὶς ὑπη­ρε­σί­ες τους 100 καί πλέ­ον πρό­σω­πα, ἄνδρες, γυναῖ­κες καὶ νεά­νι­δες. Βέβαια κατὰ τὴ διάρ­κεια τῆς λει­τουρ­γί­ας τῆς Ἑστί­ας δέχθη­κα διωγ­μό. Ἀλλὰ ὁ πιστὸς λαὸς συμ­πα­ρα­στά­θη­κε στὸν διω­κό­με­νο φτω­χὸ ἱερο­κή­ρυ­κα. Τα γεγο­νό­τα αὐτὰ ἐξι­στο­ρεῖ ὁ ἀγα­πη­τὸς θεο­λό­γος κ. Πανα­γιώ­της Μύρου στὸ βιβλίο του «Ἡ ἀντί­στα­σι τῆς ἀγά­πης», ποὺ κυκλο­φο­ρεῖ τώρα σὲ ἐπηυ­ξη­μέ­νη ἔκδο­σι.

Αὐτό, ποὺ ἔγι­νε τότε στήν Κοζά­νη, ἔγι­νε καὶ σ ̓ ἄλλες πόλεις. Ζηλω­ταὶ ἱερο­κή­ρυ­κες ἵδρυ­σαν συσ­σί­τια, καὶ μὲ τὴ λει­τουρ­γία τους ἔβλε­πε κανεὶς ν ̓ ἀνα­βιώ­νουν οἱ ἡμέ­ρες τῆς πρώ­της Ἐκκλη­σί­ας. Ὁ ἱ. Χρυ­σό­στο­μος εἶπε, ὅτι ὅπου πολε­μεῖ­ται ἡ ἰδιο­τέ­λεια καὶ καλ­λιερ­γεῖ­ται τὸ γνή­σιο πνεῦ­μα τοῦ εὐαγ­γε­λί­ου, ἐκεῖ ὑπάρ­χει εὐτυ­χία.

Ἀγα­πη­τοί μου,

* * *

Δύο ἀντί­θε­τα συστή­μα­τα παρου­σιά­στη­καν στὴν ἱστο­ρία, ποὺ προ­ῆλ­θαν ἀπὸ τὴ δια­φο­ρε­τι­κή δια­χεί­ρι­σι τῶν ὑλι­κῶν ἀγα­θῶν. Τὸ ἕνα εἶνε ὁ καπι­τα­λι­σμός, ποὺ ἔχει τὴν ἕδρα του στὴ Δύσι, στὴν Ἀμε­ρι­κή. Τὸ ἄλλο εἶνε ὁ κομ­μου­νι­σμὸς ἢ ἐπιώ­τε­ρα ὁ σοσια­λι­σμός, ποὺ εἶχε τὴν ἕδρα του στὴν Ἀνα­το­λή, στή Ρωσία. Ποιά εἶνε ἡ δια­φο­ρὰ μετα­ξύ τους; Ἀτε­λῆ εἶνε καὶ τὰ δύο. Ἀλλ ̓ εἶνε ἀλή­θεια ὅτι στὴν Ἀμε­ρι­κή, ποὺ εἶνε ὁ σιτο­βο­λώ­νας τοῦ κόσμου, μόλις πῇς «πει­νῶ», πλῆ­θος χέρια θὰ τρέ­ξουν νὰ σὲ βοη­θή­σουν. Ἐνῷ σ ̓ ἕνα ἄθεο κομ­μου­νι­στι­κό κρά­τος, ἂν πῇς «πει­νῶ», θὰ θεω­ρη­θῇς ἐχθρὸς τοῦ συστή­μα­τος, θὰ χαρα­κτη­ρι­σθῇς παρά­φρων καὶ θὰ σὲ κλεί­σουν στίς φυλα­κές. Δὲν ἔχεις ἐκεῖ δικαί­ω­μα νὰ πῆς «πει­νῶ», ἀλλὰ πρέ­πει νὰ παρου­σιά­ζε­σαι εὐτυ­χι­σμέ­νος. Τώρα βέβαια καὶ στὰ περισ­σό­τε­ρα ἀνα­το­λι­κὰ κρά­τη, μετὰ τὴν πτῶ­σι τοῦ κομ­μου­νι­στι­κοῦ συστή­μα­τος, ἐπι­κρα­τοῦν καλύ­τε­ρες συν­θῆ­κες καὶ ἡ ἀθε­ΐα, ἡ πηγὴ τῆς δυστυ­χί­ας, ἀρχί­ζει νὰ ἐκλεί­πῃ.

Λέγον­τας αὐτὰ δὲν πολι­τι­κο­λο­γοῦ­με. Δὲν θεω­ροῦ­με ἰδα­νι­κό κανέ­να ἀνθρώ­πι­νο πολι­τι­κὸ καὶ οἰκο­νο­μι­κό σύστη­μα. Ἡ ἀνθρω­πό­της κάπο­τε θὰ διδα­χθῇ, ὅτι κανέ­να ἄλλο σύστη­μα εὐτυ­χι­σμέ­νης δια­βιώ­σε­ως δὲν ὑπάρ­χει γι’ αὐτήν, παρὰ μόνο αὐτὸ ποὺ προ­βάλ­λει τὸ Εὐαγ­γέ­λιο. Εἶνε τὸ σύστη­μα ποὺ ἐπι­κρα­τοῦ­σε στὴν πρώ­τη Ἐκκλη­σία. Αὐτὸ ποὺ ἐφήρ­μο­ζε ὁ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος. Αὐτὸ ποὺ ἔχει ἔμβλη­μα τὸ λόγο του «ὡς μηδὲν ἔχον­τες καὶ πάν­τα κατέ­χον­τες» (ἔ.ά.).

Ναί. Εἴθε νὰ ἐκλεί­ψῃ ὄχι μόνο κάθε σύστη­μα βίας καὶ ἐκμε­ταλ­λεύ­σε­ως τῶν ἀνθρώ­πων, ἀλλὰ καὶ κάθε σύστη­μα ποὺ θεο­ποιεῖ τὸ χρῆ­μα καὶ τὰ ὑλι­κὰ ἀγα­θά. Εἶνε ἀντι­χρι­στια­νι­κό, ὁ ἕνας νὰ τρώῃ μὲ δέκα μασέλ­λες κι ἄλλος νὰ μὴν ἔχῃ οὔτε μπου­κιά ψωμί. Ὅταν οἱ ἄνθρω­ποι μάθουν ὅλοι νὰ ζητοῦν μόνο τὰ ἀναγ­καῖα λέγον­τας τὴν προ­σευ­χὴ «Τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιού­σιον δὸς ἡμῖν σήμε­ρον» (Ματθ. 6,11), κι ὅταν μάθουν νὰ ἐφαρ­μό­ζουν τὸ θεό­πνευ­στο λόγο «Τὸ ὑμῶν περίσ­σευ­μα εἰς τὸ ἐκεί­νων ὑστέ­ρη­μα» (Β’ Κορ. 8,13), δηλα­δὴ μὲ τὰ περισ­σεύ­μα­τά σας καλύψ­τε τὰ ὑστε­ρή­μα­τα τῶν ἄλλων, τότε ἡ βασι­λεία τοῦ Χρι­στοῦ θὰ ἔχῃ ἔλθει στὴ γῆ.

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek