ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΘ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ

Αποστολική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΘ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ — Β΄ ΚΟΡ. (ΙΑ΄ 31 — 33, ΙΒ΄ 1 — 9)

Β΄προς Κοριν­θί­ους, κεφά­λαιο ΙΑ΄,εδάφια 31–33 και κεφά­λαιο ΙΒ΄, εδά­φια 1–9

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΑ΄ 31 Θες κα πατρ το Κυρου μν ᾿Ιησο Χρι­στο οδεν, ν ελογητς ες τος αἰῶνας, τι ο ψεδομαι. 32 ν Δαμασκ θνρχης ᾿Αρτα το βασιλως φρορει τν Δαμα­σκηνν πλιν πισαι με θλων, 33 κα δι θυρδος ν σαργν χαλσθην δι το τεχους κα ξφυγον τς χερας ατο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΒ΄ 1Καυχσθαι δ ο συμφρει μοι· λεσομαι γρ ες πτασας κα ποκαλψεις Κυρου. 2 Οδα νθρω­πον ν Χριστ πρ τν δεκα­τεσσρων· ετε ν σματι οκ οδα, ετε κτς το σματος οκ οδα, Θες οδεν· ρπαγντα τν τοιοτον ως τρτου ορανο. 3 Κα οδα τν τοιοτον νθρω­πον· ετε ν σματι ετε κτς το σματος οκ οδα, Θες οδεν· 4 τι ρπγη ες τν παρδει­σον κα κου­σεν ρρη­τα ρματα, οκ ξν νθρπ λαλσαι. 5 πρ το τοιοτου καυχσομαι, πρ δ μαυ­το ο καυχσομαι ε μ ν τας σθε­νεαις μου. 6 ν γρ θελσω καυχσασθαι, οκ σομαι φρων· λθειαν γρ ρ· φεδομαι δ μ τις ες μ λογσηται πρ βλπει με κοει τι ξ μο. 7 Κα τ περ­βολ τν ποκαλψεων να μ περαρωμαι, δθη μοι σκλοψ τ σαρκ, γγε­λος σατν, να με κολαφζ να μ περαρωμαι. 8 πρ τοτου τρς τν Κριον παρεκλεσα να ποστ π᾿ μο· 9 κα ερηκ μοι· ρκε σοι χρις μου· γρ δναμς μου ν σθε­νείᾳ τελειοται. διστα ον μλλον καυχσομαι ν τας σθε­νεαις μου, να πισκηνσ π᾿ μ δναμις το Χρι­στο.

31 Ο Θεός και πατήρ του Κυρί­ου ημών Ιησού Χρι­στού, που είναι ευλο­γη­μέ­νος και δοξα­σμέ­νος στους αιώ­νας, γνω­ρί­ζει ότι δεν ψεύ­δο­μαι, αλλ’ ότι αυτά που θα σας πω είναι απο­λύ­τως αλη­θι­νά. 32 Εις την Δαμα­σκόν ο διοι­κη­τής ο διω­ρι­σμέ­νος από τον βασι­λέα Αρέ­ταν εφρου­ρού­σε την πόλιν των Δαμα­σκη­νών, επει­δή ήθε­λε να με συλ­λα­βή· 33 και από κάποιο παρά­θυ­ρο, μέσα εις ένα καλά­θι πλεγ­μέ­νο με σχοι­νί με κατέ­βα­σαν έξω από το τοί­χος και εξέ­φυ­γα από τα χέρια του.

Να καυ­χη­θώ δια τόσα και τόσα άλλα, που υπέ­στην και έπρα­ξα δια το Ευαγ­γέ­λιον, δεν με συμ­φέ­ρει από πνευ­μα­τι­κής από­ψε­ως. Θα προ­χω­ρή­σω όμως εις ορά­μα­τα και απο­κα­λύ­ψεις, που έλα­βα εκ μέρους του Κυρί­ου. Γνω­ρί­ζω ένα άνθρω­πον, που εζού­σε εν Χρι­στώ, και ο οποί­ος προ δεκα­τεσ­σά­ρων ετών-είτε ευρί­σκε­το στο σώμα του κατά την ώραν εκεί­νην δεν γνω­ρί­ζω· είτε ήτο εκτός του σώμα­τος, δεν γνω­ρί­ζω, ο Θεός το γνω­ρί­ζει-είχεν αρπα­γή και ανα­λη­φθ έως τον τρί­τον ουρα­νόν. Και γνω­ρί­ζω, ότι αυτός ο άνθρω­πος-είτε με το σώμα του έξω από το σώμα του, δεν γνω­ρί­ζω, ο Θεός γνω­ρί­ζει– ότι ηρπά­γη έως στον παρά­δει­σον και ήκου­σε λόγους, τους οποί­ους ανθρω­πί­νη γλώσ­σα δεν ημπο­ρεί να δια­τυ­πώ­ση και τους οποί­ους δεν είναι επι­τε­τραμ­μέ­νον στον άνθρω­πον να τους είπη και τους απο­κα­λύ­ψη. Δια τον άνθρω­πον αυτόν θα καυ­χη­θώ, που τον ετί­μη­σε τόσον πολύ ο Θεός. Δια τον ευα­τόν μου όμως δεν θα καυ­χη­θώ, παρά μόνον δια τας ασθε­νεί­ας μου, όπως αυταί αφά­νη­σαν εις τας περιό­δους των διωγ­μών και των κιν­δύ­νων. Εάν όμως θελή­σω να καυ­χη­θώ δια τους αγώ­νας μου και δια τα έργα, τα οποία με την βοή­θειαν του Θεού υπέρ του Ευαγ­γε­λί­ου έκα­μα, δεν θα είμαι άφρων, διό­τι θα πω την αλή­θειαν. Διστά­ζω όμως και απο­φεύ­γω να το πρά­ξω, μήπως τυχόν κανείς σχη­μα­τί­ση δι’ εμέ ιδέ­αν ανω­τέ­ραν, από ο,τι βλέ­πεις εις εμέ η απ’ ο,τι ακού­ει από εμέ. Και ένε­κα του πολ­λού πλή­θους των απο­κα­λύ­ψε­ων, δια να μη υπε­ρη­φα­νεύ­ω­μαι, επέ­τρε­ψεν ο Θεός και μου εδό­θη σκλη­ρό αγκά­θι στο σώμα, άγγε­λος δηλα­δή του σατα­νά, δια να με γρον­θο­κο­πή και να με ταλαι­πω­ρή, ανί­α­τος ασθέ­νεια δια να μη το παρώ επά­νω μου. Δια την θλί­ψιν και δοκι­μα­σί­αν αυτήν τρεις φορές παρε­κά­λε­σα τον Κυριον να μου την απο­μα­κρύ­νη. Και ο Κυριος μου είπε· “σου αρκεί η χάρις μου· διό­τι η δύνα­μίς μου φαί­νε­ται ολο­έ­να και τελειο­τέ­ρα μέσα εις την ανθρω­πί­νην αδυ­να­μί­αν με τα μεγά­λα και θαυ­μα­στά έργα που κατορ­θώ­νει”. Με πολύ μεγά­λην εσω­τε­ρι­κήν γλυ­κύ­τη­τα και ευχα­ρί­στη­σιν θα καυ­χώ­μαι περισ­σό­τε­ρον δια τας ασθε­νεί­ας μου, ώστε να μένω έτσι εις την ταπει­νο­φρο­σύ­νην, δια να κατοι­κή­ση εις εμέ η δύνα­μις του Χρι­στού.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΑ΄31 Θα σας πω πράγ­μα­τα που ίσως σας φανούν απί­στευ­τα. Αλλά ο Θεός και Πατήρ του Κυρί­ου μας Ιησού Χρι­στού, ο Οποί­ος είναι ευλο­γη­μέ­νος στους αιώ­νες, γνω­ρί­ζει ότι δεν λέω ψέμα­τα. 32 Στη Δαμα­σκό ο διοι­κη­τής που είχε διο­ρι­στεί από τον βασι­λιά Αρέ­τα φρου­ρού­σε την πόλη των Δαμα­σκη­νών, επει­δή ήθε­λε να με συλ­λά­βει. 33 Κι από κάποιο παρά­θυ­ρο με κατέ­βα­σαν κάτω μέσα σε δικτυω­τό καλά­θι, μέσα από κάποιο άνοιγ­μα του τεί­χους της πόλε­ως, και ξέφυ­γα από τα χέρια του.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΒ΄ 1 Να σας μιλή­σω λοι­πόν και για άλλους διωγ­μούς μου, δεν με συμ­φέ­ρει να καυ­χιέ­μαι. Στα­μα­τώ λοι­πόν γι’ αυτό να μιλώ για τους διωγ­μούς και τους άλλους κόπους μου. Θα ανα­φερ­θώ όμως σε οπτα­σί­ες και απο­κα­λύ­ψεις που μου χάρι­σε ο Κύριος. 2 Γνω­ρί­ζω έναν άνθρω­πο που βρί­σκε­ται σε στε­νή σχέ­ση και επι­κοι­νω­νία με τον Χρι­στό. Ο άνθρω­πος αυτός πριν από δεκα­τέσ­σε­ρα χρό­νια αρπά­χθη­κε και ανυ­ψώ­θη­κε μέχρι τον τρί­το ουρα­νό, όπου δια­μέ­νουν οι αγγε­λι­κές δυνά­μεις. Δεν γνω­ρί­ζω όμως εάν ήταν με το σώμα του την ώρα εκεί­νη ή ήταν σε έκστα­ση, έξω από το σώμα του. Ο Θεός ξέρει. 3Και γνω­ρί­ζω ότι ο άνθρω­πος αυτός (είτε με το σώμα του, είτε έξω απ’ το σώμα του, μόνο με την ψυχή του, δεν γνω­ρί­ζω, ο Θεός γνω­ρί­ζει) 4 αρπά­χθη­κε και μετα­φέρ­θη­κε στον Παρά­δει­σο κι άκου­σε λόγια που κανέ­νας άνθρω­πος δεν έχει τη δύνα­μη να τα πει, κι ούτε επι­τρέ­πε­ται να τα ξεστο­μί­σει λόγω της ιερό­τη­τάς τους.

5 Για τον άνθρω­πο αυτόν θα καυ­χη­θώ. Δεν είναι ο συνη­θι­σμέ­νος Παύ­λος αυτός, αλλά άλλος Παύ­λος, στον οποίο ο Κύριος έδω­σε πολ­λές χάρι­τες. Για τον εαυ­τό μου όμως δεν θα καυ­χη­θώ παρά μόνο για τις θλί­ψεις και τους πει­ρα­σμούς μου, όπου φανε­ρώ­νε­ται η ασθέ­νειά μου, αλλά και η δύνα­μη του Θεού που δεν μ’ αφή­νει να καταρ­ρεύ­σω. 6 Μόνο για τις ασθέ­νειές μου αυτές θα καυ­χη­θώ και όχι για τις επι­τυ­χί­ες και τη δρά­ση μου. Διό­τι εάν θελή­σω και γι’ αυτά να καυ­χη­θώ, δεν θα είμαι άφρων και ανόη­τος, επει­δή θα πω την αλή­θεια. Δυσκο­λεύ­ο­μαι όμως να καυ­χη­θώ, για να μη μου λογα­ριά­σει κανείς τίπο­τε περισ­σό­τε­ρο από εκεί­νο που βλέ­πει ή ακού­ει από μένα. 7 Και εξαι­τί­ας των πολ­λών και μεγά­λων απο­κα­λύ­ψε­ων επέ­τρε­ψε ο Θεός και μου δόθη­κε αγκα­θω­τό ξύλο στο σώμα, αρρώ­στια αθε­ρά­πευ­τη, άγγε­λος του σατα­νά, για να με χτυ­πά στο πρό­σω­πο και να με ταλαι­πω­ρεί, για να μην υπε­ρη­φα­νεύ­ο­μαι. 8 Για τον πει­ρα­σμό αυτό τρεις φορές παρα­κά­λε­σα τον Κύριο να μου τον απο­μα­κρύ­νει. 9 Αλλά ο Κύριος μου είπε: «Σου είναι αρκε­τή η χάρις που σου δίνω». Διό­τι η δύνα­μή μου ανα­δει­κνύ­ε­ται τέλεια, όταν ο άνθρω­πος είναι ασθε­νής και με την ενί­σχυ­σή του κατορ­θώ­νει μεγά­λα και θαυ­μα­στά. Με πολύ μεγά­λη ευχα­ρί­στη­ση λοι­πόν θα καυ­χιέ­μαι περισ­σό­τε­ρο στις ασθέ­νειές μου, για να κατοι­κή­σει μέσα μου η δύνα­μη του Χρι­στού.

31 Ὁ Θεὸς καὶ Πατέ­ρας τοῦ Kυρί­ου μας Ἰησοῦ Xρι­στοῦ, ὁ δοξα­σμέ­νος στοὺς αἰῶ­νες, γνω­ρί­ζει, ὅτι δὲν ψεύ­δο­μαι. 32 Στὴ Δαμα­σκὸ ὁ διοι­κη­τὴς καὶ ἐκπρό­σω­πος τοῦ βασι­λέ­ως Ἀρέ­τα φρου­ροῦ­σε τὴν πόλι τῶν Δαμα­σκη­νῶν, θέλον­τας νὰ μὲ συλ­λά­βῃ. 33 Kαὶ ἀπὸ κάποιο παρά­θυ­ρο μὲ κατέ­βα­σαν ἀπὸ τὸ τεῖ­χος μέσα σ’ ἕνα καλά­θι καὶ ξέφυ­γα τὰ χέρια του.

Nὰ καυ­χῶ­μαι βεβαί­ως δὲν μὲ συμ­φέ­ρει. Ἐν τού­τοις (γιὰ τὴ δική σας ὠφέ­λεια) θὰ ἔλθω σὲ ὀπτα­σί­ες καὶ ἀπο­κα­λύ­ψεις τοῦ Kυρί­ου. Γνω­ρί­ζω ἕνα ἄνθρω­πο τοῦ Xρι­στοῦ. Πρὸ δεκα­τεσ­σά­ρων ἐτῶν αὐτὸς ὁ ἄνθρω­πος – εἴτε μὲ τὸ σῶμα, δὲν γνω­ρί­ζω, εἴτε χωρὶς τὸ σῶμα, δὲν γνω­ρί­ζω, ὁ Θεὸς γνω­ρί­ζει– ἁρπά­χθη­κε ἐπά­νω ἕως τὸν τρί­το οὐρα­νό. Nαὶ γνω­ρί­ζω, ὅτι αὐτὸς ὁ ἄνθρω­πος – εἴτε μὲ τὸ σῶμα, εἴτε χωρὶς τὸ σῶμα, δὲν γνω­ρί­ζω, ὁ Θεὸς γνω­ρί­ζει– ἁρπά­χθη­κε ἐπά­νω στὸν παρά­δει­σο, καὶ ἄκου­σε λόγια ποὺ δὲν λέγον­ται, ποὺ δὲν εἶναι δυνα­τὸ στὸν ἄνθρω­πο νὰ τὰ εἰπῆ . Γι’ αὐτὸν θὰ καυ­χη­θῶ, γιὰ δὲ τὸν ἑαυ­τό μου δὲν θὰ καυ­χη­θῶ, παρὰ μόνον ἐξ αἰτί­ας τῶν παθη­μά­των μου. Ἐὰν βεβαί­ως θελή­σω νὰ καυ­χη­θῶ, δὲν θὰ εἶμαι ἄφρων, διό­τι θὰ εἰπῶ ἀλή­θεια. Ἀλλ’ ἀπο­φεύ­γω, γιὰ νὰ μὴ σχη­μα­τί­σῃ κανεὶς γιὰ μένα ἰδέα παρα­πά­νω ἀπ’ αὐτό, ποὺ βλέ­πει σὲ μένα ἢ ἀκού­ει ἀπὸ μένα. Kαὶ λόγῳ τοῦ ὑπερ­βο­λι­κοῦ πλή­θους τῶν ἀπο­κα­λύ­ψε­ων γιὰ νὰ μὴν ὑπε­ρη­φα­νεύ­ω­μαι μοῦ δόθη­κε ἀγκά­θι στὸ σῶμα, ἄγγε­λος τοῦ Σατα­νᾶ, γιὰ νὰ μὲ κτυ­πᾷ, γιὰ νὰ μὴν ὑπε­ρη­φα­νεύ­ω­μαι. Γι’ αὐτὸ τρεῖς φορὲς παρα­κά­λε­σα τὸν Kύριο, γιὰ ν’ ἀπο­μα­κρυν­θῇ ἀπὸ μένα, ἀλλὰ μοῦ εἶπε: «Σοῦ ἀρκεῖ ἡ χάρι μου. Διό­τι ἡ δύνα­μί μου ἀπο­δει­κνύ­ε­ται τελεία σὲ κατά­στα­σι ἀδυ­να­μί­ας». Γι’ αὐτὸ μᾶλ­λον θὰ καυ­χη­θῶ μὲ πολὺ μεγά­λη εὐχα­ρί­στη­σι γιὰ τὶς κατα­στά­σεις ἀδυ­να­μί­ας, στὶς ὁποῖ­ες λόγῳ τῶν δοκι­μα­σιῶν περιέρ­χο­μαι, γιὰ νὰ κατοι­κῇ σὲ μένα ἡ δύνα­μι τοῦ Xρι­στοῦ.

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (Ερμη­νεία Περι­κο­πής)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ

« Θες κα πατρ το Κυρί­ου μν ησο Χρι­στο οδεν, ν ελογητς ες τος αἰῶνας, τι ο ψεύ­δο­μαι. ν Δαμασκ θνάρ­χης ρέτα το βασι­λέ­ως φρού­ρει τν Δαμα­σκηνν πόλιν πιά­σαι με θέλων, κα δι θυρί­δος ν σαρ­γάν χαλά­σθην δι το τεί­χους κα ξέφυ­γον τς χερας ατο (: Θα σας πω πράγ­μα­τα που ίσως σας φανούν απί­στευ­τα. Αλλά ο Θεός και Πατήρ του Κυρί­ου μας Ιησού Χρι­στού, ο Oποί­ος είναι ευλο­γη­μέ­νος στους αιώ­νες, γνω­ρί­ζει ότι δεν λέω ψέμα­τα. Στην Δαμα­σκό ο διοι­κη­τής που είχε διο­ρι­στεί από τον βασι­λιά Αρέ­τα, φρου­ρού­σε την πόλη των Δαμα­σκη­νών, επει­δή ήθε­λε να με συλ­λά­βει. Κι από κάποιο παρά­θυ­ρο με κατέ­βα­σαν κάτω μέσα σε δικτυω­τό καλά­θι, μέσα από κάποιο άνοιγ­μα του τεί­χους της πόλε­ως, και ξέφυ­γα από τα χέρια του)»[Β΄Κορ. 11,31–33].

Για­τί άρα­γε εδώ δίνει δια­βε­βαί­ω­ση και πιστο­ποιεί ενώ σε κανέ­να από τα προ­η­γού­με­να δεν το έκα­νε αυτό; Διό­τι ίσως αυτό ήταν παλαιό­τε­ρο και περισ­σό­τε­ρο άγνω­στο· ενώ εκεί­να ήταν γνω­στά και σε αυτούς, δηλα­δή η μέρι­μνα των εκκλη­σιών και όλα τα άλλα. Κοί­τα­ξε λοι­πόν πόσο μεγά­λος ήταν ο πόλε­μος, αφού γι΄αυτόν και μόνο φρου­ρού­σε την πόλη. Και όταν λέω πόλε­μο, εννοώ τον ζήλο του Παύ­λου· διό­τι εάν δεν κινεί­το ισχυ­ρός ο πόλε­μος εναν­τί­ον του, δεν θα προ­κα­λού­σε τόση μανία στον εθνάρ­χη. Αυτά είναι γνω­ρί­σμα­τα ψυχής απο­στο­λι­κής, το να πάσχει τόσα και να μην κλο­νί­ζε­ται καθό­λου, αλλά να υπο­μέ­νει με γεν­ναιό­τη­τα τα όσα πέφτουν επά­νω του, και να μην υπο­χω­ρεί στους κιν­δύ­νους, ούτε να λιπο­τα­κτεί.

Πρό­σε­ξε λοι­πόν εδώ πώς ανέ­χτη­κε να δια­φύ­γει τον κλοιό, αφού τον κατέ­βα­σαν από παρά­θυ­ρο μέσα σε δίχτυ· διό­τι αν και επι­θυ­μού­σε να απο­δη­μή­σει από αυτή τη ζωή, αγα­πού­σε όμως και τη σωτη­ρία των ανθρώ­πων. Για τον λόγο αυτόν πολ­λές φορές και τέτοια σοφι­ζό­ταν, συν­τη­ρών­τας τον εαυ­τό του για το κήρυγ­μα· και δεν από­φευ­γε να χρη­σι­μο­ποι­ή­σει ούτε κοι­νά ανθρώ­πι­να τεχνά­σμα­τα, όταν το απαι­τού­σε η περί­στα­ση· τόσο προ­σε­κτι­κός και άγρυ­πνος ήταν· διό­τι όπου μεν ήταν αδύ­να­το να δια­φύ­γει τα κακά, χρεια­ζό­ταν μόνο η επέμ­βα­ση της θεί­ας χάρι­τος· όπου όμως ο πει­ρα­σμός ήταν ανά­λο­γος των δυνά­με­ών του, επι­νο­εί πολ­λά και ο ίδιος, αλλά απο­δί­δον­τας και εδώ το παν στον Θεό. Και όπως ακρι­βώς εάν κάποιος σπιν­θή­ρας από πυρ το οποίο δεν σβή­νει, αφού πέσει στο πέλα­γος και αφού επέλ­θουν σε αυτό πολ­λά κύμα­τα θα βυθι­ζό­ταν και πάλι θα ανερ­χό­ταν λαμ­πε­ρός, έτσι λοι­πόν και ο μακά­ριος Παύ­λος, άλλο­τε μεν θαπτό­ταν καθώς κιν­δύ­νευε, άλλο δε δια­φεύ­γον­τάς του, λαμ­πρό­τε­ρος ανερ­χό­ταν, νικών­τας την κακο­πά­θεια.

Αυτή λοι­πόν είναι η λαμ­πρή νίκη, αυτό είναι το τρό­παιο της Εκκλη­σί­ας, έτσι κτυ­πά­ται ο διά­βο­λος, όταν εμείς πάσχου­με στις δοκι­μα­σί­ες· διό­τι όταν εμείς πάσχου­με, κυριεύ­ε­ται, και πάσχει κακώς όταν θέλει να μας κάνει κακό. Αυτό συνέ­βαι­νε και στον Παύ­λο· και όσο περισ­σό­τε­ρο ο διά­βο­λος κατέ­φε­ρε εναν­τί­ον του Παύ­λου κιν­δύ­νους, τόσο περισ­σό­τε­ρο ηττά­το· διό­τι δεν κατα­σκεύ­α­ζε μόνο ένα είδος πει­ρα­σμών, αλλά ποι­κί­λους και δια­φό­ρους. Δηλα­δή άλλοι περιεί­χαν κόπο, άλλοι στε­νο­χώ­ρια, άλλοι φόβο, άλλοι οδύ­νη, άλλοι φρον­τί­δα, άλλοι εντρο­πή, άλλοι πάλι όλα μαζί· αλλά ο Παύ­λος νικού­σε σε όλους. Και όπως ένας στρα­τιώ­της έχει ολό­κλη­ρη την οικου­μέ­νη αντί­πα­λο σε πόλε­μο, και ενώ περι­στρέ­φε­ται μέσα στα τάγ­μα­τα των εχθρών δεν παθαί­νει τίπο­τε κακό, έτσι και ο Παύ­λος μόνος μέσα στους βαρ­βά­ρους, στους ειδω­λο­λά­τρες, ενώ εμφα­νι­ζό­ταν σε όλη τη γη και σε όλη τη θάλασ­σα, έμε­νε αδά­μα­στος.

Και όπως ο σπιν­θή­ρας όταν πέφτει επά­νω σε καλά­μι και χόρ­το ξηρό μετα­θέ­τει στη δική του φύση τα καιό­με­να, έτσι και αυτός επερ­χό­με­νος σε όλα, τα πάν­τα μετέ­θε­τε στην αλή­θεια, επερ­χό­με­νος ως χεί­μαρ­ρος σε όλα και ανα­τρέ­πον­τας τα εμπό­δια. Και σαν αθλη­τής αυτός, ο οποί­ος παλεύ­ει, τρέ­χει, πυγ­μα­χεί ή στρα­τιώ­της μαχό­με­νος στο τεί­χος ή πεζός ή στη θάλασ­σα, έτσι μετα­χει­ρι­ζό­ταν κάθε είδος μάχης, και άνα­βε πυρ, και σε όλους απρό­σι­τος ήταν, με ένα σώμα κατα­λαμ­βά­νον­τας την οικου­μέ­νη, με μία γλώσ­σα μετα­τρέ­πον­τας τους πάν­τες. Ούτε οι πολ­λές σάλ­πιγ­γες οι οποί­ες έπε­φταν με ορμή επά­νω στα τεί­χη της Ιερι­χούς και κατα­κρή­μνι­ζαν αυτά είχαν τόση δύνα­μη, όσο η φωνή του Παύ­λου όταν ηχού­σε και κατέρ­ρι­πτε τα δια­βο­λι­κά οχυ­ρώ­μα­τα και μετέ­θε­τε τους εχθρούς της πίστε­ως προς αυτόν. Και όταν συγ­κέν­τρω­σε πλή­θος αιχ­μα­λώ­των, αφού όπλι­σε αυτούς τους ίδιους τους έκα­νε δικό του στρα­τό πάλι, και μέσω αυτών νικού­σε.

Είναι αξιο­θαύ­μα­στος ο Δαβίδ ο οποί­ος κατέ­βα­λε τον Γολιάθ με ένα λίθο μόνο· αλλά εάν εξε­τά­σεις τα κατορ­θώ­μα­τα του Παύ­λου, εκεί­νο είναι έργο παι­δός και όση είναι η από­στα­ση μετα­ξύ ποι­μέ­νος και στρα­τη­γού, τόση δια­φο­ρά θα βρεις· διό­τι αυτός κατέ­βα­λε τον Γολιάθ όχι ρίπτον­τας λίθο, αλλά μόνο ομι­λών­τας κατέ­λυε όλη την παρά­τα­ξη του δια­βό­λου, ως λέων βρυ­χώ­με­νος και εκβάλ­λον­τας φλό­γα από την γλώσ­σα, τόσο ακα­τα­μά­χη­τος ήταν για όλους και παν­τού μετα­κι­νεί­το συνε­χώς· έτρε­ξε σε αυτούς, ήλθε σε εκεί­νους, μετα­τέ­θη­κε προς αυτούς, μετα­κι­νή­θη­κε προς άλλους, επερ­χό­με­νος γρη­γο­ρό­τε­ρα από άνε­μο, και σαν μια οικία ή ένα πλοίο κυβερ­νών­τας την οικου­μέ­νη ολό­κλη­ρη, ανα­σύ­ρον­τας τους βυθι­ζό­με­νους, στη­ρί­ζον­τας τους ζαλι­ζό­με­νους, παρα­κι­νών­τας τους ναύ­τες, καθι­σμέ­νος επά­νω στα σχοι­νιά, με το να κωπη­λα­τεί, με το να μαζεύ­ει τον ιστό, με το να βλέ­πει προς τον ουρα­νό, με το να είναι αυτός τα πάν­τα, και ναύ­της, και κυβερ­νή­της, και πρω­ρεύς, και ιστίο και πλοίο, και με το να πάσχει τα πάν­τα, για να κατα­λύ­σει τις συμ­φο­ρές των άλλων.

Και πρό­σε­ξε. Υπέ­στη ναυά­γιο, για να κατα­παύ­σει το ναυά­γιο της οικου­μέ­νης· έμει­νε στον βυθό ένα ημε­ρο­νύ­κτιο για να ανα­σύ­ρει από τον βυθό της πλά­νης· υπέ­μει­νε κόπο, για να ανα­παύ­σει τους κοπιών­τες· υπέ­φε­ρε πλη­γές, για να για­τρέ­ψει όσους πλη­γώ­θη­καν από τον διά­βο­λο· έζη­σε στις φυλα­κές, για να εκβά­λει στο φως όσους κάθον­ταν στις φυλα­κές και στο σκο­τά­δι· κιν­δύ­νε­ψε πολ­λές φορές να θανα­τω­θεί, για να απαλ­λά­ξει από φοβε­ρούς θανά­τους· πέν­τε φορές, σαράν­τα παρά μία μαστι­γώ­σεις έλα­βε, για να ελευ­θε­ρώ­σει από τον διά­βο­λο αυτούς που το έκα­ναν αυτό· ραβδί­στη­κε για να οδη­γή­σει υπό τη ράβδο και τη βακτη­ρία του Χρι­στού· λιθο­βο­λή­θη­κε, για να απαλ­λά­ξει από την αναι­σθη­σία των λίθων· στην ερη­μιά δια­τέ­λε­σε, για να εκβά­λει από την ερη­μιά· σε οδοι­πο­ρί­ες για να στη­ρί­ξει όσους πλα­νών­ταν και να ανοί­ξει την οδό η οποία οδη­γεί στον ουρα­νό· στις πόλεις κιν­δύ­νε­ψε, για να δεί­ξει την άνω πόλη· σε πεί­να και δίψα, για να απαλ­λά­ξει από την φοβε­ρό­τε­ρη πεί­να· σε γυμνό­τη­τα, για να ενδύ­σει τους ασχη­μο­νούν­τας με την στο­λή του Χρι­στού· στην εξου­σία του όχλου, για να απα­γά­γει τους ευρι­σκο­μέ­νους στην εξου­σία των δαι­μό­νων· πυρώ­θη­κε, για να σβή­σει τα πεπυ­ρω­μέ­να βέλη του δια­βό­λου· δέχτη­κε να τον κατε­βά­σουν από το τεί­χος δια παρα­θύ­ρου, ώστε από κάτω να στεί­λει επά­νω όσους είχαν ριφθεί χαμη­λά.

Να πού­με λοι­πόν ακό­μη, αν και δεν γνω­ρί­ζου­με, όσα έπα­θε ο Παύ­λος; Να θυμη­θού­με τα αναγ­καία τα οποία στε­ρή­θη­κε; Ακό­μη να δού­με αυτόν και γυναί­κα και πόλη και ελευ­θε­ρία και αυτή τη ζωή χιλιά­δες φορές να κατα­φρο­νεί; Ο μάρ­τυ­ρας απο­θνή­σκει μία φορά· εκεί­νος όμως ο μακά­ριος με ένα σώμα και μία ψυχή τόσους κιν­δύ­νους υπέ­μει­νε, όσοι είναι αρκε­τοί για να ταρά­ζουν και αδα­μάν­τι­νη ψυχή· και όσα έπα­θαν όλοι οι άγιοι σε τόσα σώμα­τα, τόσα υπέ­φε­ρε αυτός σε ένα σώμα, αφού εισήλ­θε στην οικου­μέ­νη σαν σε στά­διο και απεκ­δύ­θη­κε τα πάν­τα, έτσι στε­κό­ταν με γεν­ναιό­τη­τα. Και βεβαί­ως γνώ­ρι­ζε τους δαί­μο­νες οι οποί­οι τον χτυ­πού­σαν.

Για τον λόγο αυτόν και ανα­δεί­χτη­κε λαμ­πρός ευθύς εξαρ­χής και διέ­μει­νε ο ίδιος από την αφε­τη­ρία μέχρι τέλους· μάλ­λον δε έκα­νε και εντο­νό­τε­ρο τον διωγ­μό, όσο πλη­σί­α­ζε στο βρα­βείο. Και το πολύ θαυ­μα­στό, ότι ενώ έπα­σχε και κατόρ­θω­νε τόσα, γνώ­ρι­ζε να ταπει­νώ­νε­ται πολύ· διό­τι ακό­μη και όταν αναγ­κά­στη­κε να διη­γη­θεί τα κατορ­θώ­μα­τά του, σύν­το­μα τα προ­σπέ­ρα­σε όλα· αν και θα γέμι­ζε χιλιά­δες βιβλί­ων, εάν ήθε­λε να εξαν­τλή­σει το καθέ­να, εάν έλε­γε τις εκκλη­σί­ες για τις οποί­ες μερι­μνού­σε, εάν διη­γεί­το για τις φυλα­κί­σεις και τα κατορ­θώ­μα­τα κατά τη διάρ­κειά τους, ή τις άλλες, τις καθη­με­ρι­νές περι­πέ­τειες, τους πολέ­μους. Αλλά δεν θέλη­σε.

Αυτά λοι­πόν και εμείς αφού γνω­ρί­σα­με, ας μάθου­με να ταπει­νω­νό­μα­στε και ποτέ να μην καυ­χιό­μα­στε για τον πλού­το, ούτε για τα άλλα βιο­τι­κά, αλλά για τις ύβρεις τις οποί­ες δεχό­μα­στε για τον Χρι­στό, και γι’ αυτές μόνο όταν παρα­στεί ανάγ­κη. Εάν δεν μας αναγ­κά­ζει τίπο­τε σοβα­ρό, ούτε αυτές ας μη μνη­μο­νεύ­ου­με, για να μην υπε­ρη­φα­νευό­μα­στε, αλλά ας ενθυ­μού­μα­στε μόνο τις αμαρ­τί­ες μας· διό­τι έτσι θα απαλ­λα­γού­με από αυτές εύκο­λα και θα εξι­λε­ω­θού­με στον Θεό και θα επι­τύ­χου­με τη μέλ­λου­σα ζωή, την οποία είθε να επι­τύ­χου­με όλοι, με τη χάρη και φιλαν­θρω­πία του Κυρί­ου μας Ιησού Χρι­στού, μαζί με τον Οποίο στον Πατέ­ρα και στο Άγιο Πνεύ­μα ανή­κει δόξα, δύνα­μη, τιμή τώρα και πάν­το­τε και στους αιώ­νες των αιώ­νων. Αμήν.

……………………………………………………………………………………………………………………………………………………….

ΟΜΙΛΙΑ ΚΖ΄

«Καυχσθαι δ ο συμ­φέ­ρει μοι· λεύ­σο­μαι γρ ες πτα­σί­ας κα ποκα­λύ­ψεις Κυρί­ου(:Να σας μιλή­σω λοι­πόν και για άλλους διωγ­μούς μου, δεν με συμ­φέ­ρει να καυ­χιέ­μαι. Στα­μα­τώ λοι­πόν γι’ αυτό να μιλώ για τους διωγ­μούς και τους άλλους κόπους μου. Θα ανα­φερ­θώ όμως σε οπτα­σί­ες και απο­κα­λύ­ψεις που μου χάρι­σε ο Κύριος)»[Β΄Κορ.12,1].

Τι σημαί­νει αυτό; Αυτός ο οποί­ος είπε τόσα, λέγει τώρα «το να καυ­χιέ­μαι λοι­πόν δεν με συμ­φέ­ρει», σαν να μην έχει πει τίπο­τε; Εννο­εί όχι σαν να μην έχει πει τίπο­τε, αλλά επει­δή πρό­κει­ται να μετα­βεί σε άλλο είδος καυ­χή­σε­ως, το οποίο δεν έχει μεν τόση αμοι­βή, αλλά φαί­νε­ται στους πολ­λούς ότι τον ανα­δει­κνύ­ει λαμ­πρό­τε­ρο, όχι σε εκεί­νους οι οποί­οι εξε­τά­ζουν με ακρί­βεια, λέγει «το να καυ­χώ­μαι λοι­πόν δεν είναι συμ­φέ­ρον μου». Τα μεγά­λα δηλα­δή καυ­χή­μα­τα είναι αυτά τα οποία απα­ρίθ­μη­σε, οι δοκι­μα­σί­ες, αλλά έχει και άλλα να πει, τα ανα­φε­ρό­με­να στις απο­κα­λύ­ψεις, στα απόρ­ρη­τα μυστή­ρια. Και για­τί λέγει «δεν είναι συμ­φέ­ρον μου;». «Για να μην επαρ­θώ για αφρο­σύ­νη», λέγει· Τι λες; Αν δηλα­δή δεν τα πεις, δεν τα γνω­ρί­ζεις; Αλλά δεν επαι­ρό­μα­στε εξί­σου όταν τα γνω­ρί­ζου­με οι ίδιοι και όταν τα φανε­ρώ­νου­με και σε άλλους· διό­τι δεν επαι­ρό­μα­στε συνή­θως από αυτά τα ίδια τα κατορ­θώ­μα­τά μας, αλλά από το να τα γνω­ρί­ζουν και να μαρ­τυ­ρούν γι’ αυτά οι πολ­λοί. Για τον λόγο αυτόν, λοι­πόν, λέει, «δεν είναι συμ­φέ­ρον μου» και «για να μη δημιουρ­γή­σω μεγα­λύ­τε­ρη ιδέα για εμέ­να σε όσους ακού­νε».

Εκεί­νοι λοι­πόν οι ψευ­δα­πό­στο­λοι έλε­γαν για τον εαυ­τό τους και πράγ­μα­τα που δεν έγι­ναν, ενώ αυτός και αυτά που έγι­ναν απο­κρύ­πτει, και αυτό παρ’ ό,τι υπάρ­χει τόσο μεγά­λη ανάγ­κη για να τα πει· και λέει: «δεν είναι συμ­φέ­ρον μου», διδά­σκον­τας σε όλους να το απο­φεύ­γουν αυτό με μεγά­λη επι­μέ­λεια· διό­τι κανέ­να κέρ­δος δεν έχει αυτό το πράγ­μα, αλλά και βλά­βη προ­ξε­νεί, εάν δεν υπάρ­χει μεγά­λη ανάγ­κη που να ωφε­λεί από το ότι οδη­γεί σε αυτό.

Αφού μίλη­σε λοι­πόν για τους κιν­δύ­νους, τους πει­ρα­σμούς, τις επι­βου­λές, τις θλί­ψεις, τα ναυά­για, έρχε­ται σε άλλη αιτία καυ­χή­σε­ως, λέγον­τας: «Οδα νθρω­πον ν Χριστ πρ τν δεκα­τεσ­σά­ρων· ετε ν σώμα­τι οκ οδα, ετε κτς το σώμα­τος οκ οδα, Θες οδεν· ρπα­γέν­τα τν τοιοτον ως τρί­του ορανο(:Γνω­ρί­ζω έναν άνθρω­πο που βρί­σκε­ται σε στε­νή σχέ­ση και επι­κοι­νω­νία με τον Χρι­στό. Ο άνθρω­πος αυτός πριν από δεκα­τέσ­σε­ρα χρό­νια αρπά­χθη­κε και ανυ­ψώ­θη­κε μέχρι τον τρί­το ουρα­νό, όπου δια­μέ­νουν οι αγγε­λι­κές δυνά­μεις. Δεν γνω­ρί­ζω όμως εάν ήταν με το σώμα του την ώρα εκεί­νη ή ήταν σε έκστα­ση, έξω από το σώμα του. Ο Θεός ξέρει)»[Β΄Κορ.12,2]. Μεγά­λη είναι μεν αυτή η απο­κά­λυ­ψη. Όμως δεν έγι­νε αυτή μόνη, αλλά και πολ­λές άλλες· αυτός όμως εκθέ­τει μία από τις πολ­λές· διό­τι για το ότι ήσαν πολ­λές, άκου­σε τι λέει: «και για να μην υπε­ρη­φα­νεύ­ο­μαι για τις πολ­λές απο­κα­λύ­ψεις».

Και όμως, θα πει κανείς, εάν ήθε­λε να κρύ­ψει αυτές, έπρε­πε να μην τις υπαι­νι­χτεί καθό­λου, ούτε να πει τίπο­τε τέτοιο· εάν πάλι ήθε­λε να τις πει, έπρε­πε να τις πει σαφώς. Για­τί λοι­πόν ούτε σαφώς μίλη­σε γι’ αυτές, ούτε σιώ­πη­σε; Για να δεις και εδώ ότι χωρίς να θέλει το κάνει αυτό. Για τον λόγο αυτόν και έγρα­ψε για τον χρό­νο των δεκα­τεσ­σά­ρων ετών· διό­τι δεν μνη­μο­νεύ­ει τυχαία αυτό, αλλά δεί­χνον­τας ότι αυτός ο οποί­ος έκρυ­ψε αυτό επί τόσο χρό­νο, δεν θα το έλε­γε τώρα, εάν δεν ήταν μεγά­λη ανάγ­κη. Αλλά θα σιω­πού­σε εάν δεν έβλε­πε τους αδελ­φούς να καυ­χών­ται. Και εάν από την αρχή ήταν τέτοιος ο Παύ­λος, ώστε να αξιω­θεί τέτοιας απο­κα­λύ­ψε­ως, όταν ακό­μη δεν είχε τέτοια κατορ­θώ­μα­τα, σκέ­ψου πόσο μέγας έγι­νε μετά από σαράν­τα έτη.

Κοί­τα­ξε πώς και σε αυτό ακό­μη ταπει­νώ­νε­ται με το να πει για τα μεν, για τα δε να ομο­λο­γή­σει ότι αγνο­εί· διό­τι για το ότι μεν αρπά­χτη­κε είπε: αλλά είτε με το σώμα είτε εκτός του σώμα­τος, καθό­λου, λέει, ότι δεν γνω­ρί­ζει. Και όμως ήταν αρκε­τό αφού είπε για την αρπα­γή να σιω­πή­σει· τώρα όμως ταπει­νού­με­νος προ­σθέ­τει και αυτό. Τι λοι­πόν; Ή μήπως αρπά­χτη­κε το σώμα; Αλλά δεν είναι δυνα­τό να πει κανείς· διό­τι εάν δεν γνώ­ρι­ζε ο Παύ­λος ο οποί­ος και αρπά­χτη­κε, και έτυ­χε τόσων και τέτοιων απορ­ρή­των πολύ περισ­σό­τε­ρο εμείς. Για το ότι λοι­πόν ήταν στον παρά­δει­σο το γνώ­ρι­ζε και ότι ήταν στον τρί­το ουρα­νό δεν το αγνο­ού­σε· αλλά τον τρό­πο δεν γνώ­ρι­ζε με σαφή­νεια.

Πρό­σε­χε όμως και αλλού την ταπεί­νω­σή του. Για την πόλη δηλα­δή των Δαμα­σκη­νών δίνει δια­βε­βαί­ω­ση, εδώ όμως καθό­λου· διό­τι δεν ήθε­λε να το απο­δεί­ξει αυτό, αλλά μόνο να το πει με υπαι­νιγ­μό. Για τον λόγο αυτόν και προ­σθέ­τει λέγον­τας: «πρ το τοιού­του καυ­χή­σο­μαι (:για έναν τέτοιο άνθρω­πο θα καυ­χη­θώ)»· όχι για να πει ότι κάποιος άλλος αρπά­χτη­κε, αλλά όσο επι­τρε­πό­ταν και ήταν δυνα­τόν και να πει, και να απο­φύ­γει να πει φανε­ρώς για τον εαυ­τό του, έτσι συν­θέ­τει τον λόγο· διό­τι ποια λογι­κή συνέ­πεια υπήρ­χε, ενώ μιλού­σε για τον εαυ­τό του, να παρου­σιά­σει άλλον; Για­τί λοι­πόν εξέ­θε­σε αυτό έτσι; Δεν ήταν το ίδιο να πει «αρπά­χτη­κα» και «γνω­ρί­ζω κάποιον ο οποί­ος αρπά­χτη­κε»· επί­σης το να πει «καυ­χώ­μαι για τον εαυ­τό μου» και «γι΄αυτόν τον άνθρω­πο θα καυ­χη­θώ». Εάν πάλι πει κανείς: «και πώς είναι δυνα­τόν να αρπα­γεί χωρίς σώμα;». Διό­τι αυτό είναι περισ­σό­τε­ρο αδύ­να­το από εκεί­νο, εάν εξε­τά­ζεις αυτά με σκέ­ψεις αμφι­βο­λί­ας και όχι με πίστη.

Για­τί όμως αρπά­χτη­κε; Για να μη νομί­ζει αυτός, όπως πιστεύω, ότι έχει κάτι λιγό­τε­ρο από τους άλλους απο­στό­λους· διό­τι επει­δή εκεί­νοι έζη­σαν μαζί με τον Χρι­στό, ενώ αυτός καθό­λου, για τον λόγο αυτόν άρπα­ξε και αυτόν σε δόξα. «Ες τν παρά­δει­σον»· διό­τι ήταν μεγά­λη η φήμη αυτού του τόπου και παν­τού εξυ­μνεί­το. Για τον λόγο αυτόν έλε­γε και ο Χρι­στός: «μν λέγω σοι, σήμε­ρον μετ᾿ μο σ ν τ παρα­δείσ (:Αλη­θι­νά σε βεβαιώ­νω ότι σήμε­ρα, απ’ τη στιγ­μή που θα πεθά­νου­με, θα είσαι μαζί μου στον Παρά­δει­σο)»[Λου­κά 23,43].

«Για έναν τέτοιον άνθρω­πο θα καυ­χη­θώ». Για­τί; Εάν δηλα­δή άλλος αρπά­χτη­κε, εσύ για­τί καυ­χά­σαι; Από αυτό είναι φανε­ρό ότι για τον εαυ­τό του έλε­γε αυτά. Εάν πάλι πρό­σθε­σε «πρ δ μαυ­το ο καυ­χή­σο­μαι(:για τον εαυ­τό μου όμως δεν θα καυ­χη­θώ)», τίπο­τε άλλο δεν εννο­εί, παρά ότι «εάν δεν είναι ανάγ­κη, τίπο­τε τέτοιο δεν θα πω τυχαία και αβα­σά­νι­στα»· ή για να καλύ­ψει πάλι αυτό που είπε, όσο ήταν δυνα­τό. Για το ότι επί­σης όλος ο λόγος για τον εαυ­τό του έγι­νε, μαρ­τυ­ρούν και τα επό­με­να· διό­τι πρό­σθε­σε λέγον­τας: «ν γρ θελή­σω καυ­χή­σα­σθαι, οκ σομαι φρων· λήθειαν γρ ρ(:Μόνο για τις ασθέ­νειές μου αυτές, θα καυ­χη­θώ, κι όχι για τις επι­τυ­χί­ες και τη δρά­ση μου· διό­τι εάν θελή­σω και γι’ αυτό να καυ­χη­θώ, δεν θα είμαι άμυα­λος και ανόη­τος, επει­δή θα πω την αλή­θεια)» [Β΄Κορ.12,6]. Πώς λοι­πόν προ­η­γου­μέ­νως έλε­γες: «φελον νεί­χε­σθέ μου μικρν τ φρο­σύν(:Μακά­ρι να δεί­χνα­τε ανο­χή σε κάποια μικρή ανο­η­σία που θα κάνω με το να σας διη­γη­θώ τα όσα ο Κύριος κατόρ­θω­σε μέσα από εμέ­να)»[Β΄Κορ.11,1] και « λαλ ο λαλ κατ Κύριον, λλ᾿ ς ν φρο­σύν(:εκεί­νο που θα πω επαι­νών­τας τον εαυ­τό μου, δεν θα το πω ως δού­λος ταπει­νός του Κυρί­ου, αλλά θα το πω σαν να έγι­να άμυα­λος και ανόη­τος)»[Β΄Κορ.11,17], ενώ εδώ: «αλλά και εάν θελή­σω να καυ­χη­θώ, δεν θα είμαι ανόη­τος, διό­τι θα πω την αλή­θεια»[Β΄Κορ.12,6]; Όχι για την καύ­χη­ση, αλλά για το ψεύ­δε­σθαι· διό­τι εάν το να καυ­χά­σαι προ­έρ­χε­ται από αφρο­σύ­νη, πόσο μάλ­λον το να ψεύ­δε­σαι; Ως προς αυτό λοι­πόν λέει «δεν θα είμαι ανόη­τος». Για τον λόγο αυτόν και πρό­σθε­σε: «Φεί­δο­μαι δ μή τις ες μ λογί­ση­ται πρ βλέ­πει με κού­ει τι ξ μο (:Δυσκο­λεύ­ο­μαι όμως να καυ­χη­θώ, για να μη μου λογα­ριά­σει κανείς τίπο­τε περισ­σό­τε­ρο από εκεί­νο που βλέ­πει ή ακού­ει από εμέ­να)».

Αυτή είναι η αναν­τίρ­ρη­τη αιτία· διό­τι και θεούς νόμι­σαν αυτούς για το μέγε­θος των θαυ­μά­των· διό­τι όπως στα φυσι­κά στοι­χεία δημιούρ­γη­σε ο Θεός και από τα δύο είδη, και ασθε­νή και λαμ­πρά, και αυτό αφε­νός μεν για να δεί­ξει την δύνα­μή Του, αφε­τέ­ρου δε, για να εμπο­δί­σει την πλά­νη των ανθρώ­πων, έτσι λοι­πόν και εδώ και θαυ­μα­στοί ήσαν και ασθε­νείς οι από­στο­λοι, ώστε με αυτά τα έργα να διδά­σκον­ται οι άπι­στοι· διό­τι εάν με το να εμφα­νί­ζουν τους εαυ­τούς τους θαυ­μα­στούς μόνο, χωρίς να δεί­χνουν κανέ­να σημείο αδυ­να­μί­ας, εξα­πα­τού­σαν δια του λόγου τους πολ­λούς, ώστε να μην υπο­πτευ­θούν τίπο­τε περισ­σό­τε­ρο για την αλή­θεια περί αυτών, όχι μόνο δεν θα επι­τε­λού­σαν το έργο τους, αλλά και το αντί­θε­το θα επι­τύγ­χα­ναν· διό­τι η απο­ποί­η­ση όσων δεν ανή­καν σε αυτούς, που γινό­ταν δια των λόγων, φάνη­κε ότι γινό­ταν μάλ­λον από ταπει­νο­φρο­σύ­νη, και έκα­νε ώστε περισ­σό­τε­ρο να θαυ­μα­στούν αυτοί. Για τον λόγο αυτόν και έμπρα­κτα απο­δει­κνυό­ταν η αδυ­να­μία τους.

Αυτό θα δει κανείς και στους ανθρώ­πους που έζη­σαν την περί­ο­δο της Παλαιάς Δια­θή­κης· διό­τι και ο Ηλί­ας ήταν θαυ­μα­στός, αλλά νική­θη­κε κάπο­τε από τη δει­λία· και ο Μωυ­σής ήταν μέγας, αλλά και αυτός από το ίδιο πάθος λιπο­τά­κτη­σε. Και αυτά τα πάθαι­ναν, επει­δή απο­μα­κρυ­νό­ταν ο Θεός και επέ­τρε­πε να φανε­ρω­θεί η ασθέ­νεια της ανθρώ­πι­νης φύσε­ως· διό­τι εάν όταν τους εξή­γα­γε από τη δου­λεία έλε­γαν «πού είναι ο Μωυ­σής;», τι δεν θα έλε­γαν εάν τους εισή­γα­γε; Για τον λόγο αυτόν και ο Παύ­λος λέει: «Φεί­δο­μαι δ μή τις ες μ λογί­ση­ται πρ βλέ­πει με κού­ει τι ξ μο(:Δυσκο­λεύ­ο­μαι όμως να καυ­χη­θώ, για να μη μου λογα­ριά­σει κανείς τίπο­τε περισ­σό­τε­ρο από εκεί­νο που βλέ­πει ή ακού­ει από εμέ­να)»[Β΄Κορ.12,6]. Δεν λέγει «μήπως πει», αλλά «για να μη με θεω­ρή­σει μεγα­λύ­τε­ρο από αυτήν την αξία». Ώστε και από εδώ είναι φανε­ρό, ότι γι΄αυτόν γινό­ταν ο λόγος. Για τον λόγο αυτόν και στην αρχή έλε­γε: «Το να καυ­χώ­μαι λοι­πόν δεν είναι συμ­φέ­ρον μου»· δεν θα το έλε­γε αυτό, εάν επρό­κει­το να πει για άλλον όσα είπε. Διό­τι για ποιο λόγο δεν συμ­φέ­ρει να καυ­χά­ται για άλλον;

Όμως ο ίδιος ήταν εκεί­νος ο οποί­ος αξιώ­θη­κε αυτά· για τον λόγο αυτόν και προ­σθέ­τει λέγον­τας: «Καὶ τῇ ὑπερ­βο­λῇ τῶν ἀπο­κα­λύ­ψε­ων ἵνα μὴ ὑπε­ραί­ρω­μαι, ἐδό­θη μοι σκό­λοψ τῇ σαρ­κί, ἄγγε­λος σατᾶν, ἵνα με κολα­φί­ζῃ ἵνα μὴ ὑπε­ραί­ρω­μαι(:Και εξαι­τί­ας των πολ­λών και μεγά­λων απο­κα­λύ­ψε­ων, επέ­τρε­ψε ο Θεός και μου δόθη­κε αγκα­θω­τό ξύλο στο σώμα, αρρώ­στια αθε­ρά­πευ­τη, άγγε­λος του σατα­νά, για να με χτυ­πά στο πρό­σω­πο και να με ταλαι­πω­ρεί για να μην υπε­ρη­φα­νεύ­ο­μαι)»[Β΄Κορ.12,7].

Τι λες; Αυτός ο οποί­ος θεω­ρού­σε ως τίπο­τε την επί­γεια βασι­λεία και τη γέεν­να για τον πόθο του Χρι­στού, είναι δυνα­τόν να λογά­ρια­ζε σαν κάτι αξιό­λο­γο την τιμή των πολ­λών, ώστε να κιν­δυ­νεύ­ει να υπε­ρη­φα­νευ­τεί, και να έχει ανάγ­κη διαρ­κώς από χαλι­νό; Διό­τι δεν είπε, «ἵνα με κολα­φί­σῃ(:για να με ραπί­σει)», αλλά, «ἵνα με κολα­φί­ζῃ(:για να με ραπί­ζει)». Και ποιος θα μπο­ρού­σε να το πει αυτό; Τι σημαί­νουν λοι­πόν τα λόγια του αυτά; Όταν ανα­κα­λύ­ψου­με ποιο είναι το αγκά­θι και ποιος ο «ἄγγε­λος σατᾶν», τότε θα πού­με και αυτό.

Ορι­σμέ­νοι βέβαια είπαν ότι επήλ­θε σε αυτόν κεφα­λαλ­γία από τον διά­βο­λο· αλλά μη γένοι­το. Διό­τι δεν ήταν δυνα­τόν να παρα­δο­θεί στα χέρια του δια­βό­λου το σώμα του Παύ­λου, όταν βεβαί­ως ο ίδιος ο διά­βο­λος σε ένα πρό­σταγ­μα και μόνο υπά­κουε στον Παύ­λο, και έθε­τε στον διά­βο­λο νόμους και όρους, όταν παρέ­δω­σε εκεί­νον που πόρ­νευε σε κατα­στρο­φή της σαρ­κός· και δεν τόλ­μη­σε αυτός να υπερ­βεί αυτούς τους όρους[βλ. Α΄Κορ.5,1–5: «λως κού­ε­ται ν μν πορ­νεία, κα τοιαύ­τη πορ­νεία, τις οδ ν τος θνε­σιν νομά­ζε­ται, στε γυνακά τινα το πατρς χειν. κα μες πεφυ­σιω­μέ­νοι στέ, κα οχ μλλον πεν­θή­σα­τε, να ξαρθ κ μέσου μν τ ργον τοτο ποι­ή­σας! γ μν γρ ς πν τ σώμα­τι, παρν δ τ πνεύ­μα­τι, δη κέκρι­κα ς παρν τν οτω τοτο κατερ­γα­σά­με­νον,ν τ νόμα­τι το Κυρί­ου μν ησο Χρι­στο συνα­χθέν­των μν κα το μο πνεύ­μα­τος σν τ δυνά­μει το Κυρί­ου μν ησο Χρι­στοῦ, παρα­δοῦ­ναι τὸν τοιοῦ­τον τῷ σατα­νᾷ εἰς ὄλε­θρον τῆς σαρ­κός, ἵνα τὸ πνεῦ­μα σωθῇ ἐν τῇ ἡμέ­ρᾳ τοῦ Κυρί­ου Ἰησοῦ(:Είναι σε όλους γνω­στό και δια­δε­δο­μέ­νο ότι επι­κρα­τεί ανά­με­σά σας μια περί­πτω­ση πορ­νεί­ας και μάλι­στα τέτοιου είδους πορ­νεία που ούτε μετα­ξύ των ειδω­λο­λα­τρών δεν ανα­φέ­ρε­ται, ώστε κάποιος από εσάς να έχει τη γυναί­κα του πατέ­ρα του, τη μητριά του δηλα­δή. Και εσείς, αντί να ντρέ­πε­στε γι’ αυτό, εξα­κο­λου­θεί­τε να είστε φαν­τα­σμέ­νοι και φου­σκω­μέ­νοι για τη σοφία σας, και δεν κηρύ­ξα­τε μάλ­λον πέν­θος επί­ση­μο και γενι­κό, για να εκδιώ­ξει ο Θεός από την εκκλη­σια­στι­κή σας κοι­νό­τη­τα εκεί­νον που έκα­νε την πρά­ξη αυτή! Η ευθύ­νη πέφτει ολό­κλη­ρη επά­νω σας. Διό­τι εγώ, καθώς απου­σιά­ζω βέβαια σωμα­τι­κά, είμαι όμως παρών στην Κόριν­θο με τον νου και την καρ­διά μου, έχω πλέ­ον κρί­νει και κατα­δι­κά­σει σαν να ήμουν παρών τον αναί­σχυν­το αυτόν που έκα­νε τη μιση­τή αυτή πρά­ξη. Και τώρα, αφού συνα­χθού­με στο όνο­μα του Κυρί­ου μας Ιησού Χρι­στού, εσείς και εγώ παρών ανά­με­σά σας πνευ­μα­τι­κά μαζί με τη δύνα­μη του Κυρί­ου μας Ιησού Χρι­στού, ας παρα­δώ­σου­με τον άνθρω­πο αυτόν στον σατα­νά, απο­κό­πτον­τάς τον από την Εκκλη­σία, για να τιμω­ρη­θεί και να κολα­στεί σκλη­ρά το σώμα του και να συνε­τι­στεί με την παι­δα­γω­γία αυτή, ώστε να σωθεί έτσι η ψυχή του την ημέ­ρα της δευ­τέ­ρας παρου­σί­ας του Κυρί­ου Ιησού)».

Τι σημαί­νουν λοι­πόν τα λόγια του αυτά; «Σατάν» στη γλώσ­σα των Εβραί­ων λέγε­ται ο αντι­κεί­με­νος, ο αντί­πα­λος· και στο τρί­το βιβλίο των «Βασι­λειν» έτσι ονό­μα­σε η Γρα­φή τους αντι­πά­λους, και όταν διη­γεί­ται για τον Σολο­μών­τα, λέγει: «Οχ ν Σατάν ν τας μέραις ατο(:Δεν υπήρ­χε κάποιος αντί­πα­λος κατά τους χρό­νους αυτού)»[Γ΄Βασ. 5,4], δηλα­δή αντί­πα­λος, ο οποί­ος να διε­ξά­γει πόλε­μο ή να ενοχλεί[πρβ. και Γ΄Βασ.11,14]. Αυτό λοι­πόν το οποίο εννο­εί ο Παύ­λος είναι το εξής: «δεν επέ­τρε­ψε ο Θεός να προ­χω­ρή­σει το κήρυγ­μα, για να ταπει­νώ­νει το δικό μας φρό­νη­μα, αλλά επέ­τρε­ψε στους εχθρούς να επι­τί­θεν­ται σε εμάς»· διό­τι αυτό μεν ήταν ικα­νό να ταπει­νώ­σει το φρό­νη­μα, εκεί­νο όμως, δηλα­δή το νόση­μα της κεφα­λαλ­γί­ας, όχι.

«γγε­λον σατα­νᾶ» λοι­πόν λέγει τον Αλέ­ξαν­δρο τον χαλ­κουρ­γό, όσους βρί­σκον­ταν γύρω από τον Υμέ­ναιο και τον Φιλη­τό, όλους όσοι αντέ­κειν­το στο κήρυγ­μα και φιλο­νι­κού­σαν μαζί του και τον πολε­μού­σαν, όσους τον ενέ­κλει­σαν σε φυλα­κή, όσους τον έδει­ραν, όσους τον έδιω­ξαν· επει­δή έκα­ναν τα θελή­μα­τα του Σατα­νά. Όπως ακρι­βώς λοι­πόν ονο­μά­ζει υιούς του δια­βό­λου τους Ιου­δαί­ους, επει­δή επι­θυ­μού­σαν όσα ο διά­βο­λος ήθε­λε, έτσι και «άγγε­λο του Σατα­νά» ονο­μά­ζει όποιον αντι­τί­θε­ται στο κήρυγ­μα. Αυτό λοι­πόν σημαί­νει η φρά­ση: «Μου δόθη­κε ένα αγκά­θι, άγγε­λος του Σατα­νά, για να με ραπί­ζει», όχι ότι ο Θεός τούς οπλί­ζει αυτούς τους αντι­κεί­με­νους, μη γένοι­το, ούτε κολά­ζει, ούτε τιμω­ρεί τους δικούς Του εργά­τες, αλλά επι­τρέ­πει και αφή­νει μέχρι ενός σημεί­ου.

«πρ τού­του τρς τν Κύριον παρε­κά­λε­σα να ποστ π᾿ μο(:για τον πει­ρα­σμό αυτόν τρεις φορές παρα­κά­λε­σα τον Κύριο να μου τον απο­μα­κρύ­νει)»[Β΄Κορ. 12,8]· δηλα­δή πολ­λές φορές. Και αυτό είναι σημείο μεγά­λης ταπει­νο­φρο­σύ­νης, το να μην κρύ­ψει ότι δεν υπέ­φε­ρε τις επι­βου­λές, ότι από­κα­μνε και προ­σευ­χό­ταν για να απαλ­λα­γεί. «Κα ερηκέ μοι· ρκε σοι χάρις μου· γρ δύνα­μίς μου ν σθε­νεί τελειοται(:Αλλά ο Κύριος μού είπε: ‘’Σου είναι αρκε­τή η χάρη που σου δίνω· διό­τι η δύνα­μή μου ανα­δει­κνύ­ε­ται τέλεια, όταν ο άνθρω­πος είναι ασθε­νής και με την ενί­σχυ­σή μου κατορ­θώ­νει μεγά­λα και θαυ­μα­στά’’)». Δηλα­δή: «Σου είναι αρκε­τό ότι ανα­σταί­νεις νεκρούς, ότι θερα­πεύ­εις τυφλούς, ότι καθα­ρί­ζεις λεπρούς, ότι στα άλλα θαυ­μα­τουρ­γείς· μη ζητείς και το να μην κιν­δυ­νεύ­εις και να μην έχεις ανάγ­κη και το να κηρύτ­τεις χωρίς δυσχέ­ρειες. Αλλά πονάς και στε­νο­χω­ριέ­σαι μήπως νομι­στεί ότι αυτό οφεί­λε­ται σε δική μου αδυ­να­μία, το ότι δηλα­δή είναι πολ­λοί αυτοί που σε επι­βου­λεύ­ον­ται και σε δέρ­νουν και σε διώ­κουν και σε μαστι­γώ­νουν; Αυτό ακρι­βώς λοι­πόν απο­δει­κνύ­ει την δύνα­μή μου». «Διό­τι η δύνα­μή Του», λέγει ο Κύριος, «φανε­ρώ­νε­ται τέλεια εκεί όπου υπάρ­χει αδυ­να­μία»· «όταν, ενώ διώ­κε­στε, επι­κρα­τεί­τε στους διώ­κτες, όταν ενώ σας κατα­τρέ­χουν, νικά­τε αυτούς που σας κατα­τρέ­χουν, όταν ενώ είστε φυλα­κι­σμέ­νοι, τρέ­πε­τε σε φυγή αυτούς που σας φυλά­κι­σαν. Μη ζητείς λοι­πόν τα περιτ­τά».

Βλέ­πεις πως άλλη αιτία εκθέ­τει ο Παύ­λος και άλλη ο Θεός; Δηλα­δή αυτός μεν λέγει: «για να μην υπε­ρη­φα­νεύ­ο­μαι, μου δόθη­κε αγκά­θι», ενώ ο Θεός λέγει ότι είπε ότι επι­τρέ­πει αυτό για να δεί­ξει τη δύνα­μή Του. «Όχι μόνο περιτ­τό πράγ­μα, ζητείς λοι­πόν, αλλά πράγ­μα το οποίο επι­πλέ­ον θα φανεί ότι επι­σκιά­ζει τη δύνα­μή μου». Διό­τι το «σου είναι αρκε­τή η χάρη μου», αυτό δηλώ­νει, ότι δεν χρειά­ζε­ται να προ­στε­θεί τίπο­τε άλλο, αλλά ότι το παν έχει ολο­κλη­ρω­θεί. Ώστε και από εδώ είναι φανε­ρό ότι δεν εννο­εί κάποια κεφα­λαλ­γία· διό­τι βεβαί­ως δεν κήρυτ­ταν ενώ ήσαν άρρω­στοι· διό­τι δεν μπο­ρού­σαν να κηρύτ­τουν, ενώ ασθε­νού­σαν. Αλλά εννο­εί ότι ενώ κατα­τρέ­χον­ταν και ενώ καταδιώκονταν(οι Από­στο­λοι), επι­κρα­τού­σαν σε όλους.

«Επει­δή λοι­πόν αυτά άκου­σα από τον Θεό», λέγει: «διστα ον μλλον καυ­χή­σο­μαι ν τας σθε­νεί­αις μου, να πισκη­νώσ π᾿ μ δύνα­μις το Χρι­στο(:Με πολύ μεγά­λη ευχα­ρί­στη­ση λοι­πόν θα καυ­χιέ­μαι περισ­σό­τε­ρο στις ασθέ­νειές μου, για να κατοι­κή­σει μέσα μου η δύνα­μη του Χρι­στού)». Διό­τι για να μην κατα­πέ­σουν, επει­δή εκεί­νοι οι ψευ­δα­πό­στο­λοι καυ­χών­ταν για τα αντί­θε­τα, και ενώ αυτοί βρί­σκον­ταν σε διωγ­μούς, δεί­χνει ότι για τον λόγο αυτόν λαμ­πρό­τε­ρος γίνε­ται και έτσι περισ­σό­τε­ρο δια­λάμ­πει η δύνα­μη του Θεού, και είναι άξια καυ­χή­σε­ως όσα γίνον­ται.

Για τον λόγο αυτόν λέγει: «Πολύ ευχα­ρί­στως λοι­πόν θα καυ­χη­θώ». «Όλα αυτά τα οποία απα­ρίθ­μη­σα ή και αυτό που είπα τώρα, ότι μου δόθη­κε αγκά­θι, δεν τα είπα επει­δή λυπού­μαι, αλλά επει­δή είμαι υπε­ρή­φα­νος γι΄ αυτά και για να ελκύ­σω περισ­σό­τε­ρη δύνα­μη από τον Θεό». Για τον λόγο αυτόν και προ­σθέ­τει: «για να κατα­σκη­νώ­σει σε εμέ­να η δύνα­μη του Χρι­στού». Εδώ και κάτι άλλο υπαι­νίσ­σε­ται, ότι όσο εντο­νό­τε­ροι γίνον­ταν οι πει­ρα­σμοί, τόσο και τα δώρα της χάρι­τος αυξά­νον­ταν και επέ­με­ναν.

«Δι εδοκ ν σθε­νεί­αις, ν βρε­σιν, ν νάγ­καις, ν διωγ­μος, ν στε­νο­χω­ρί­αις, πρ Χρι­στο· ταν γρ σθεν, τότε δυνα­τός εμι(:Γι’αυ­τό ευφραί­νο­μαι στις ασθέ­νειες, στους χλευα­σμούς, στις ανάγ­κες, στους διωγ­μούς, στις στε­νο­χώ­ριες, όταν τα υπο­φέ­ρω όλα αυτά για τη δόξα του Χρι­στού· διό­τι όταν με τις θλί­ψεις και τις περι­πέ­τειες φαί­νο­μαι εξαι­ρε­τι­κά ασθε­νής, τότε είμαι δυνα­τός· διό­τι τότε μου δίνει ο Θεός περισ­σό­τε­ρη χάρη)»[Β΄Κορ. 12,10].

Για ποιες ασθέ­νειες λοι­πόν «εδοκες»; Πες μου. «Εδοκῶ ἐν σθε­νεί­αις, ν βρε­σιν, ν νάγ­καις, ν διωγ­μος, ν στε­νο­χω­ρί­αις, πρ Χρι­στο(:Ευφραί­νο­μαι στις ασθέ­νειες, στους χλευα­σμούς, στις ανάγ­κες, στους διωγ­μούς, στις στε­νο­χώ­ριες, όταν τα υπο­φέ­ρω όλα αυτά για τη δόξα του Χρι­στού)».

Είδες πώς απο­κά­λυ­ψε τώρα αυτό σαφέ­στα­τα; Διό­τι λέγον­τας το είδος της ασθέ­νειας, δεν είπε πυρε­τούς ή κάποιον τέτοιο παρο­ξυ­σμό ή άλλη νόσο σωμα­τι­κή, αλλά ύβρεις, διωγ­μούς, ταλαι­πω­ρί­ες. Είδες ψυχή ευγνώ­μο­να; Επι­θυ­μεί να απαλ­λα­γεί από τις δυστυ­χί­ες· όταν όμως άκου­σε από τον Θεό, ότι δεν πρέ­πει να γίνει αυτό, όχι μόνο δεν λυπή­θη­κε διό­τι δεν εισα­κού­στη­κε στην προ­σευ­χή, αλλά και ευχα­ρι­στή­θη­κε. Για τον λόγο αυτόν έλε­γε «εδοκ(:είμαι ευχα­ρι­στη­μέ­νος, ευφραί­νο­μαι)», «χαί­ρο­μαι, επι­θυ­μώ να υβρί­ζο­μαι, να διώ­κο­μαι, να ταλαι­πω­ρού­μαι για τον Χρι­στό». Αυτά επί­σης τα έλε­γε και για να κατα­στέλ­λει εκεί­νους τους ψευ­δα­πό­στο­λους, και για να ενι­σχύ­ει τα φρο­νή­μα­τα των πιστών, για να μην ντρέ­πον­ται για τα παθή­μα­τα του Παύ­λου· διό­τι είναι αρκε­τή η διδα­σκα­λία για να τους κάνει λαμ­πρό­τε­ρους από όλους.

Έπει­τα εκθέ­τει και άλλη αιτία: «ταν γρ σθεν, τότε δυνα­τός εμι(:Διό­τι όταν με τις θλί­ψεις και τις περι­πέ­τειες φαί­νο­μαι εξαι­ρε­τι­κά ασθε­νής, τότε είμαι δυνα­τός. Διό­τι τότε μου δίνει ο Θεός περισ­σό­τε­ρη χάρη)»[Β΄Κορ.12,10]. «Τι απο­ρείς, αφού η δύνα­μη του Θεού τότε φαί­νε­ται; Και εγώ τότε είμαι δυνα­τός». Διό­τι τότε περισ­σό­τε­ρο επερ­χό­ταν η χάρη· «τι καθς περισσ­σεύ­ει τ παθή­μα­τα το Χρι­στο ες μς, οτω δι Χρι­στο περισ­σεύ­ει κα παρά­κλη­σις μν(:Τον δοξά­ζου­με λοι­πόν και Τον ευχα­ρι­στού­με, διό­τι όπως πάρα πολ­λά είναι τα παθή­μα­τα και οι θλί­ψεις που πάσχου­με σαν τον Χρι­στό και για τη δόξα Του, έτσι υπε­ρά­φθο­νη είναι και η παρη­γο­ριά που δεχό­μα­στε δια­μέ­σου του Χρι­στού)». [Β΄Κορ.1,5].

Όπου υπάρ­χει δοκι­μα­σία, εκεί υπάρ­χει και παρη­γο­ρία· όπου παρη­γο­ρία εκεί και χάρις. Όταν λοι­πόν ρίχτη­κε μέσα στη φυλα­κή, τότε έκα­νε εκεί­να τα θαύ­μα­τα· όταν ναυά­γη­σε και παρα­σύρ­θη­κε στη βάρ­βα­ρη χώρα, τόσο περισ­σό­τε­ρο δοξά­στη­κε. Όταν εισήλ­θε στο δικα­στή­ριο δεμέ­νος, τότε νίκη­σε και τον δικα­στή. Έτσι γινό­ταν και στην Παλαιά Δια­θή­κη· στις δοκι­μα­σί­ες ανθού­σαν και ανα­δει­κνύ­ον­ταν περισ­σό­τε­ρο οι δίκαιοι. Έτσι οι τρεις παί­δες, έτσι ο Δανι­ήλ και ο Μωυ­σής και ο Ιωσήφ· όλοι από τους πει­ρα­σμούς ανα­δεί­χτη­καν λαμ­πρό­τε­ροι και αξιώ­θη­καν μεγά­λων βρα­βεί­ων· διό­τι τότε καθαί­ρε­ται η ψυχή, όταν θλί­βε­ται για τον Θεό· τότε λαμ­βά­νει μεγα­λύ­τε­ρη βοή­θεια, επει­δή έχει ανάγ­κη περισ­σό­τε­ρης συμ­μα­χί­ας και είναι άξια περισ­σό­τε­ρης χάρι­τος. Και πριν από την τελι­κή αντα­πό­δο­ση που φυλάσ­σε­ται γι΄α υτόν από τον Θεό, καρ­πώ­νε­ται μεγά­λα αγα­θά καθώς γίνε­ται πεπαι­δευ­μέ­νη· διό­τι και την υπε­ρη­φά­νεια αφαι­ρεί και την ραθυ­μία εξο­λο­θρεύ­ει τελεί­ως η θλί­ψη, και εγκαρ­διώ­νει για την υπο­μο­νή· ξεσκε­πά­ζει την ευτέ­λεια των ανθρω­πί­νων πραγ­μά­των και εισά­γει στην ψυχή πολ­λή γνώ­ση και παί­δευ­ση· διό­τι στη θλί­ψη υπο­χω­ρούν όλα τα πάθη, φθό­νος, ζήλος, επι­θυ­μία, κυριαρ­χία, έρως χρη­μά­των και σωμά­των, αλα­ζο­νεία, υπε­ρη­φά­νεια, θυμός, όλο το υπό­λοι­πο πλή­θος αυτών των νοση­μά­των.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-ii-ad-corinthios.pdf

  • Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, Υπό­μνη­μα στην Β΄προς Κοριν­θί­ους επι­στο­λήν, ομι­λί­ες ΚΣΤ΄και ΚΖ΄, πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1979, τόμος 20, σελί­δες 18–27 και 37–45.

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ”)

Παρά­δει­σος

«Ἡρπά­γη εἰς τὸν παρά­δει­σον καὶ ἤκου­σεν ἄρρη­τα ῥήμα­τα, ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώ­πῳ λαλῆ­σαι» (Β΄ Κορ. 12,4)

ΘΑ ΜΙΛΗΣΟΥΜΕ σήμε­ρα, ἀγα­πη­τοί μου, γιὰ τὸν παρά­δει­σο.

-Οὔφ, θέμα ποὺ διά­λε­ξες γιά νά μᾶς μιλή­σῃς! Σε ποιόν, ἄνθρω­πε, αἰῶ­να ζῆς; Σὲ ποιούς μιλᾷς; θὰ μᾶς ποῦν πολ­λοί. Ἐμεῖς δὲν εἴμα­στε ἄνθρω­ποι τοῦ παλιοῦ και­ροῦ, ποὺ δὲν ἤξε­ραν γράμ­μα­τα καὶ οἱ παπᾶ­δες τοὺς ἔλε­γαν τὰ παρα­μύ­θια τους κι αὐτοὶ τοὺς ἄκου­γαν. Ἐσεῖς ποὺ μιλᾶ­τε στὴ σημε­ρι­νὴ ἐπο­χή, σὲ μιὰ ἐπο­χὴ ποὺ ἡ ἐπι­στή­μη ἔκα­νε τόσο μεγά­λες ανα­κα­λύ­ψεις καὶ πέτα­ξε στο φεγ­γά­ρι, πρέ­πει κ’ ἐσεῖς νὰ ἐκσυγ­χρο­νι­σθῆ­τε, δηλα­δὴ νὰ πάψε­τε νὰ μιλᾶ­τε γιὰ κολά­σεις καὶ παρα­δεί­σους καὶ νὰ κοι­τά­ξε­τε πῶς οἱ ἄνθρω­ποι θὰ ζήσουν καλύ­τε­ρα ἐδῶ στὴ γῆ. Ἀφῆ­στε τὰ παρα­μύ­θια σας. Δὲν ὑπάρ­χει κόλα­σι, δὲν ὑπάρ­χει παρά­δει­σος, δὲν ὑπάρ­χει ἄλλη ζωή. Ἐδῶ εἶνε ὁ παρά­δει­σος, ἐδῶ εἶνε κ ̓ ἡ κόλα­σι…

Αὐτὰ λένε κι ἀκό­μα χει­ρό­τε­ρα – ποιοί; Ὄχι μόνο οἱ ἄνθρω­ποι ποὺ πῆγαν στὰ σχο­λεῖα κ’ ἔμα­θαν πέν­τε γράμ­μα­τα, κολ­λυ­βο­γράμ­μα­τα ὅπως ἔλε­γε ὁ Παπα­δια­μάν­της, καὶ πῆραν ἀέρα τὰ μυα­λά τους καὶ φου­σκώ­νουν ὅπως φου­σκώ­νουν τὰ παγώ­νια και νομί­ζουν πὼς τὰ ξέρουν ὅλα. Δὲν εἶνε δυστυ­χῶς μόνο αὐτοὶ ἄπι­στοι ποὺ τ ̓ ἀρνοῦν­ται ὅλα. Ἡ ἀπι­στία ἔχει προ­χω­ρή­σει σ ̓ ὅλο τὸ λαό κ’ ἔφτα­σε μέχρι τις στά­νες, καὶ οἱ πιὸ ἀγράμ­μα­τοι κι ἀστοι­χεί­ω­τοι ἔχουν ἐπη­ρε­α­στῆ ἀπὸ κηρύγ­μα­τα ἀπί­στων καὶ ἀθέ­ων καὶ δὲν πιστεύ­ουν πιὰ τίπο­τε. Οἱ περισ­σό­τε­ροι ἔγι­ναν ὑλι­σταί! Ἕνας ἱερεύς, ποὺ ὑπη­ρε­τεῖ σ ̓ ἕνα μικρό χωριό, μοῦ ἔλε­γε ὅτι μιὰ μέρα μιὰ ἀγράμ­μα­τη γριά, ποὺ ἦταν 80 χρο­νῶν, ἄνοι­ξε συζή­τη­σι μὲ τὴν παπα­διὰ γιὰ τὴ θρη­σκεία, καὶ ἔλε­γε· «Οὔφ, καη­μέ­νη παπα­διά, τί εἶν ̓ αὐτὰ ποὺ λέει ὁ παπᾶς; Πιστεύ­εις, πὼς ὑπάρ­χει ἄλλη ζωή; Ὁ ἄνθρω­πος εἶνε σὰν τὸ ζῷο ̇ τρώ­ει, πίνει, κοι­μᾶ­ται καὶ πεθαί­νει…».

Τί θὰ ποῦ­με σ ̓ ὅλους αὐτοὺς ποὺ δὲν πιστεύ­ουν ὅτι ὑπάρ­χει κι ἄλλη ζωή, κόλα­σις καὶ παρά­δει­σος; Ἔχου­με νὰ ποῦ­με πολ­λά, νὰ παρου­σιά­σου­με πολ­λὲς ἀπο­δεί­ξεις καὶ ἐπι­χει­ρή­μα­τα, ποὺ εἶπαν μεγά­λοι φιλό­σο­φοι γιὰ νὰ πεί­σουν τὸν κόσμο ὅτι ὑπάρ­χει αἰώ­νιος ζωή. Ἀλλὰ σ ̓ αὐτὸ τὸ μικρό κήρυγ­μα, ὅπως κατα­λα­βαί­νε­τε, δὲν εἶνε δυνα­τὸν ν’ ἀνα­πτύ­ξου­με ὅλο τὸ θέμα. Ὅσοι θέλουν νὰ δοῦν, τί πάνω στὸ θέμα αὐτὸ διδά­σκει ἡ θρη­σκεία μας και για­τί πιστεύ­ου­με ὅτι ὑπάρ­χει ἄλλος κόσμος, ἂς δια­βά­σουν βιβλία ποὺ ἔχουν ἐκδο­θῆ. Συνι­στοῦ­με σ’ αὐτοὺς ποὺ ξέρουν γράμ­μα­τα ἕνα βιβλίο, ποὺ ἔγρα­ψε ἕνας δικός μας λαμ­πρὸς συγ­γρα­φέ­ας, ὁ Κων­σταν­τῖ­νος Καλ­λί­νι­κος. Τὸ βιβλίο ὀνο­μά­ζε­ται «Πέραν τοῦ τάφου». Ἐμεῖς ἐδῶ θὰ ποῦ­με λίγα λόγια, ὅσα νομί­ζου­με ὅτι φτά­νουν γιὰ νὰ πεί­σουν ἕναν καλο­προ­αί­ρε­το ἄνθρω­πο. Οἱ ἄλλοι, ποὺ δὲν ἔχουν διά­θε­σι νὰ πιστέ­ψουν, ὅσες ἀπο­δεί­ξεις κ’ ἐπι­χει­ρή­μα­τα ν’ ἀκού­σουν δεν πρό­κει­ται νὰ πει­σθοῦν.

* * *

Λέμε λοι­πόν, ὅτι ὑπάρ­χει ἄλλος κόσμος. Υπάρ­χει κόλα­σις, ὑπάρ­χει παρά­δει­σος. Για­τί; Για τὶ τὴν ὕπαρ­ξι κολά­σε­ως καὶ παρα­δεί­σου βεβαιώ­νει ἕνας, ποὺ στὰ λόγια του πρέ­πει νὰ ἔχου­με ἀπό­λυ­τη εμπι­στο­σύ­νη. Σὲ κανέ­ναν ἄλλο δὲν μπο­ροῦ­με νὰ ἔχου­με τόση ἐμπι­στο­σύ­νη ὅση στὸν ΕΝΑ αὐτόν, ποὺ μᾶς βεβαιώ­νει ὅτι ὑπάρ­χει ἄλλη ζωή, κόλα­σις καὶ παρά­δει­σος. Ὅλοι μπο­ρεῖ νὰ λένε ψέμα­τα ἢ νὰ ἀπα­τῶν­ται καὶ νὰ μὴ μᾶς λένε πράγ­μα­τα ἀλη­θι­νά, ἀλλὰ πράγ­μα­τα ποὺ πλά­θει ἡ φαν­τα­σία τους. Όλοι μπο­ρεῖ νὰ ζοῦν μέσα σ’ ἕνα κόσμο φαν­τα­σί­ας, ψεύ­δους καὶ ἀπά­της. Ἕνας μόνο, ἀπὸ τὰ ἑκα­τομ­μύ­ρια καὶ δισε­κα­τομ­μύ­ρια τῶν ἀνθρώ­πων που πέρα­σαν ἀπὸ τὴ γῆ, δὲν εἶπε ψέμα­τα, δὲν πλα­νή­θη­κε οὔτε στὸ παρα­μι­κρό, ἀλλ’ ὅ,τι εἶπε εἶνε ἀλη­θι­νό. Για­τὶ δὲν εἶνε ἁπλὸς ἄνθρω­πος· εἶνε Θεάν­θρω­πος. Καὶ αὐτὸς ὁ ΕΝΑΣ εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χρι­στός.

Αὐτὸς λοι­πόν, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χρι­στός, μᾶς βεβαιώ­νει, ὅτι ὑπάρ­χει κόλα­σις καὶ παρά­δει­σος. Ποῦ; Ανοίξ­τε τὰ Εὐαγ­γέ­λια, ποὺ περιέ­χουν τὴ διδα­σκα­λία τοῦ Ἰησοῦ Χρι­στοῦ, καὶ θὰ δῆτε. Ιδί­ως μελε­τή­στε, ὄχι μιὰ φορὰ ἀλλὰ πολ­λὲς φορές, τὴ θαυ­μα­σία παρα­βο­λὴ τοῦ πλου­σί­ου καὶ τοῦ Λαζά­ρου. Θὰ τὴ βρῆ­τε στὸ κατὰ Λου­κᾶν Εὐαγ­γέ­λιο, κεφά­λαιο 16, στί­χοι 19–31. Ἦταν, λέει ἡ παρα­βο­λή, ἦταν δυὸ ἄνθρω­ποι. Ὁ ἕνας φτω­χός· τὸ ὄνο­μά του Λάζα­ρος. Ὁ ἄλλος πλού­σιος. Ὁ φτω­χὸς πίστευε ̇ ὁ πλού­σιος δὲν πίστευε. Ὁ φτω­χὸς εἶχε τὴν ἀρε­τὴ τῆς ὑπο­μο­νῆς. Ὁ πλού­σιος ἦταν ἄσπλα­χνος καὶ μόνο γιὰ τὸν ἑαυ­τό του φρόν­τι­ζε πῶς νὰ καλο­ζῇ. Πέρα ἀπὸ τὴν καλο­πέ­ρα­σί του δὲν ἔβλε­πε τίποτ’ ἄλλο. Πέθα­ναν κ ̓ οἱ δυό πρῶ­τα ὁ φτω­χός, ἔπει­τα ὁ πλού­σιος. Ποῦ πῆγαν; Τὰ κορ­μιά τους βέβαια καὶ τῶν δυὸ θάφτη­καν στὸ χῶμα. Καὶ σὲ λίγο τίπο­τε πιὰ δὲν ὑπῆρ­χε, παρὰ μιὰ χού­φτα στά­χτη. Ἀλλὰ ἡ ζωὴ δὲν τελειώ­νει στὸν τάφο. Μὲ τὸ θάνα­το ἡ ψυχὴ ξεχω­ρί­ζει ἀπ’ τὸ κορ­μὶ καὶ πηγαί­νει σ ̓ ἄλλο κόσμο. Καὶ ἡ μὲν ψυχὴ τοῦ Λαζά­ρου πέτα­ξε καὶ πῆγε στὸν κόλ­πο τοῦ ̓Αβρα­άμ, δηλα­δὴ σ ̓ ἕνα τόπο πνευ­μα­τι­κὸ ὅπου ἦταν καὶ ἡ ψυχὴ τοῦ καλοῦ ἐκεί­νου πατριάρ­χου, τοῦ Αβρα­άμ, ποὺ ὅλο καλὰ ἔκα­νε στον κόσμο καὶ εἶχε πεθά­νει δυὸ χιλιά­δες χρό­νια προ­τοῦ νὰ ἔρθῃ ὁ Χρι­στός. Εἶχε πεθά­νει ὁ Ἀβρα­ὰμ σωμα­τι­κῶς, ἀλλὰ ἡ ψυχή του ὡς ἀθά­να­τη ζοῦ­σε καὶ βρι­σκό­ταν σὲ τόπο εὐχά­ρι­στο. Κ’ ἐκεῖ πού βρι­σκό­ταν ὁ Ἀβρα­ὰμ πῆγε κι ὁ Λάζα­ρος. Ἐνῷ ἡ ψυχὴ τοῦ ἀσπλά­χνου πλου­σί­ου πῆγε σ ̓ ἕναν ἄλλο τόπο, τόπο φρι­κτῆς τιμω­ρί­ας, τόπο ποὺ φλε­γό­ταν ἀπὸ τὶς φοβε­ρές φλό­γες τῆς κολά­σε­ως φλό­γες ὄχι βέβαια υλι­κές, ἀλλὰ πνευ­μα­τι­κές, ὅπως εἶνε ἡ φωνὴ τῆς συνει­δή­σε­ως ἑνὸς ἐγκλη­μα­τία, ποὺ σὰν φωτιὰ τοῦ καί­ει τὰ σπλά­χνα. Ὁ πλού­σιος ἔβλε­πε τὸ Λάζα­ρο σὲ ποιά εὐχά­ρι­στη θέσι βρι­σκό­ταν καὶ θὰ ἤθε­λε νὰ πάῃ κι αὐτὸς ἐκεῖ ἀλλ’ αὐτό ἦταν ἀδύ­να­το. Σαν χάρι ζήτη­σε ἀπ’ τὸν ̓Αβρα­άμ, νὰ στεί­λῃ τὸ Λάζα­ρο νὰ τὸν δρο­σί­σῃ μὲ μιὰ μόνο στα­γό­να νεροῦ ἀπ ̓ τ ̓ ἀθά­να­το ἐκεῖ­νο πνευ­μα­τι­κό νερό, που τρέ­χει ἄφθο­νο μέσα στὸν παρά­δει­σο. Ἀλλ ̓ οὔτε κι αὐτὸ ἦταν δυνα­τὸν νὰ γίνῃ… Ἡ παρα­βο­λὴ αὐτὴ τοῦ ἀσπλά­χνου πλου­σί­ου καὶ τοῦ φτω­χοῦ Λαζά­ρου εἶνε μια τρα­νὴ ἀπό­δει­ξι, κον­τὰ στὰ τόσα ἄλλα, πὼς ὑπάρ­χει ἄλλος κόσμος, ὑπάρ­χει παρά­δει­σος καὶ κόλα­σις. Κι αὐτὸ τὸ ἀπαι­τεῖ ἡ δικαιο­σύ­νη τοῦ Θεοῦ· για­τὶ ὑπάρ­χουν ἐδῶ στὸν κόσμο ἄνθρω­ποι δίκαιοι ποὺ ὑπο­φέ­ρουν, καὶ ὑπάρ­χουν ἄνθρω­ποι ἄδι­κοι καὶ κακοῦρ­γοι ποὺ καλο­περ­νοῦν, καὶ θὰ ἦταν ἄδι­κο οἱ μὲν δίκαιοι νὰ μὴν ἀμει­φθοῦν, οἱ δὲ κακοῦρ­γοι καὶ οἱ ἄδι­κοι νὰ μὴν τιμω­ρη­θοῦν.

Ἀλλὰ καὶ σ ̓ ἄλλη περί­πτω­σι ὁ Χρι­στὸς βεβαί­ω­σε, ὅτι ὑπάρ­χει παρά­δει­σος. Ὅταν ὁ Χρι­στὸς βρι­σκό­ταν πάνω στὸ σταυ­ρὸ καὶ ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς δυὸ λῃστὰς ποὺ σταυ­ρώ­θη­καν τότε μαζί του μετα­νόη­σε και ζήτη­σε ἀπ’ τὸ Χρι­στὸ χάρι νὰ τὸν πάρῃ μαζί του στὴ βασι­λεία του, ὁ Κύριος τοῦ εἶπε· «Ἀμὴν λέγω σοι, σήμε­ρον μετ ̓ ἐμοῦ ἔσῃ ἐν τῷ παρα­δεί­σῳ» (Λουκ. 23,43). Δηλα­δή· Τὸ σῶμα σου σὲ λίγο θὰ πεθά­νῃ πάνω στὸ σταυ­ρό· ἀλλὰ σὲ βεβαιώ­νω, ὅτι ἡ ψυχή σου, ποὺ θὰ φύγῃ ἀπὸ τὸ σῶμα, σήμε­ρα, πρὶν δύσῃ ὁ ἥλιος, θὰ βρί­σκε­ται μαζί μου στὰ οὐρά­νια καὶ θὰ εὐφραί­νε­ται στὸν παρά­δει­σο.

Ναί στοὺς κόλ­πους τοῦ Ἀβρα­ὰμ ὁ Λάζα­ρος. Ναί· στὸν παρά­δει­σο ὁ λῃστὴς ποὺ μετα­νόη­σε. Ἀλλὰ στὸν παρά­δει­σο πῆγε καὶ κάποιος ἄλλος. Πῆγε πρὶν ἀκό­μα πεθά­νῃ. Πῆγε καὶ εἶδε πράγ­μα­τα, ποὺ μάτι ἀνθρώ­που δὲν εἶδε καὶ γλῶσ­σα ἀνθρώ­που δὲν μπο­ρεῖ νὰ τὰ περι­γρά­ψῃ. Ἔζη­σε ἐκεῖ λίγες ἀλη­σμό­νη­τες στιγ­μὲς καὶ πάλι γύρι­σε στὸν κόσμο· καὶ μαρ­τυ­ρεῖ κι αὐτός, ὅτι ὑπάρ­χει παρά­δει­σος. Εἶνε ὁ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος. Μιὰ δύνα­μις, μᾶς λέει ὁ ἴδιος στὴν ἀπο­στο­λι­κὴ περι­κο­πὴ ποὺ ἀκού­σα­με σήμε­ρα, μιὰ θεϊ­κὴ δύνα­μις μὲ πῆρε και μ’ ἀνέ­βα­σε στὰ οὐρά­νια, στὸν τρί­το οὐρα­νό, στὸν παρά­δει­σο (βλ. Β’ Κορ. 12,4).

* * *

Ὦ παρά­δει­σε, κατοι­κία τῶν ἀγγέ­λων, τῶν ἀρχαγ­γέ­λων καὶ τῶν ἁγί­ων! Ἐμεῖς, ὅπως ἔλε­γε ἕνας ἅγιος ἱερο­κή­ρυ­κας, «ἠμπο­ροῦ­μεν νὰ σὲ κερ­δί­σω­μεν· μὰ ἡμεῖς δὲν ἠμπο­ροῦ­μεν νὰ σὲ κατα­λά­βω­μεν».

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek