ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΖ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ

Αποστολική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΖ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ — Β΄ ΚΟΡ. (ΣΤ΄ 16 — 18, Ζ΄ 1)

Β΄προς Koριν­θί­ους, κεφ. Στ΄, εδά­φια 14–18 και κεφ. Ζ΄, εδά­φιο 1

Κεφ. ΣΤ΄ 14Μὴ γίνε­σθε ἑτε­ρο­ζυ­γοῦν­τες ἀπί­στοις· τίς γὰρ μετο­χὴ δικαιο­σύ­νῃ καὶ ἀνο­μίᾳ; Τίς δὲ κοι­νω­νία φωτὶ πρὸς σκό­τος; 15 Τίς δὲ συμ­φώ­νη­σις Χρι­στῷ πρὸς Βελί­αλ; τίς μερὶς πιστῷ μετὰ ἀπί­στου; 16 Τίς δὲ συγ­κα­τά­θε­σις ναῷ Θεοῦ μετὰ εἰδώ­λων; μεῖς γὰρ ναὸς Θεοῦ ἐστε ζῶν­τος, καθὼς εἶπεν ὁ Θεὸς ὅτι ἐνοι­κή­σω ἐν αὐτοῖς καὶ ἐμπε­ρι­πα­τή­σω, καὶ ἔσο­μαι αὐτῶν Θεός, καὶ αὐτοὶ ἔσον­ταί μοι λαός. 17 Διὸ ἐξέλ­θα­τε ἐκ μέσου αὐτῶν καὶ ἀφο­ρί­σθη­τε, λέγει Κύριος, καὶ ἀκα­θάρ­του μὴ ἅπτε­σθε, κἀγὼ εἰσ­δέ­ξο­μαι ὑμᾶς, 18 καὶ ἔσο­μαι ὑμῖν εἰς πατέ­ρα, καὶ ὑμεῖς ἔσε­σθέ μοι εἰς υἱοὺς καὶ θυγα­τέ­ρας, λέγει Κύριος παν­το­κρά­τωρ.

Κεφ. Ζ΄ 1Ταύ­τας ον χον­τες τς παγ­γελας, γαπη­το, καθαρσωμεν αυτος π παντς μολυ­σμο σαρκς κα πνεματος, πιτε­λοντες γιωσνην ν φβ Θεο.

16 Ποί­ος δε συμ­βι­βα­σμός και ποία συνύ­παρ­ξις ημπο­ρεί να νοη­θή μετα­ξύ του ναού του Θεού και του ναού των ειδώ­λων; Διό­τι σεις-μη το λησμο­νεί­τε-είσθε ναός του Θεού του ζών­τος, όπως άλλω­στε έχει προ­φη­τεύ­σει ο Θεός και εις την Π. Δια­θή­κην· ότι “θα κατοι­κή­σω μετα­ξύ αυτών και εντός αυτών και θα περι­πα­τή­σω ανά­με­σά των και θα είμαι εγώ ο ιδι­κός των Θεός και θα είναι αυτοί λαός μου. 17 Δι’ αυτό εξέλ­θε­τε ανά­με­σα από τους απί­στους και ξεχω­ρι­σθή­τε από αυτούς με τον τρό­πον της ζωής σας, λέγει ο Κυριος, και μη πιά­νε­τε τίπο­τε το ακά­θαρ­τον. Και εγώ θα σας δεχθώ με στορ­γήν εις την βασι­λεί­αν μου. 18 Και θα είμαι για σας πατέ­ρας και σεις θα είσθε υιοί μου και θυγα­τέ­ρες μου, λέγει ο Κυριος ο παν­το­κρά­τωρ”.

Εφ’ όσον, λοι­πόν, αγα­πη­τοί, έχο­μεν αυτάς τας μαγά­λας υπο­σχέσ­στου Θεού, ας καθα­ρί­σω­μεν τους εαυ­τούς μας από κάθε μολυ­σμόν σαρ­κός και πνεύ­μα­τος, αγω­νι­ζό­με­νοι και συνε­χώς προ­χω­ρούν­τες μέχρι τέλους στον δρό­μον της αγιό­τη­τος, με φόβον Θεού. 

Κεφ. ΣΤ΄ 14 Μην έχε­τε στε­νό σύν­δε­σμο με τους απί­στους, με τους οποί­ους δεν μπο­ρεί­τε να απο­τε­λέ­σε­τε ται­ρια­στό ζευ­γά­ρι, ώστε να μπαί­νε­τε στον ίδιο ζυγό μαζί τους. Διό­τι ποια σχέ­ση και κοι­νω­νία μπο­ρεί να υπάρ­χει μετα­ξύ δικαιο­σύ­νης και ανο­μί­ας; Και ποια επι­κοι­νω­νία μετα­ξύ φωτός και σκό­τους; 15 Ποια συμ­φω­νία μπο­ρεί να γίνει μετα­ξύ του Χρι­στού και του Σατα­νά; Ή ποιο μερί­διο μπο­ρεί να έχει ένας πιστός με έναν άπι­στο; 16 Και πώς μπο­ρεί να βρί­σκον­ται μαζί στον ίδιο τόπο ο ναός του Θεού και τα είδω­λα; Ναι· δεν έχουν καμία θέση τα είδω­λα σε σας· διό­τι εσείς είστε ναός του ζων­τα­νού Θεού, όπως είπε στην Παλαιά Δια­θή­κη ο Θεός ότι «θα κατοι­κή­σω μέσα τους και θα περ­πα­τή­σω ανά­με­σά τους, και θα είμαι Θεός δικός τους κι αυτοί θα είναι λαός μου. 17 Γι΄αυτό βγεί­τε και φύγε­τε μακριά από τους απί­στους και ξεχω­ρί­στε απ’ αυτούς», λέει ο Κύριος, «και μην αγγί­ζε­τε οτι­δή­πο­τε ακά­θαρ­το. Και τότε εγώ θα σας δεχθώ με πατρι­κή στορ­γή. 18 Και θα γίνω πατέ­ρας σας, κι εσείς θα είστε υιοί μου και κόρες μου», λέει ο Κύριος ο Παν­το­κρά­τωρ.

Κεφ.Ζ΄ 1Αφού λοι­πόν έχου­με αυτές τις υπο­σχέ­σεις, αγα­πη­τοί, ας καθα­ρί­σου­με τους εαυ­τούς μας από καθε­τί που μολύ­νει το σώμα και το πνεύ­μα μας και ας τελειο­ποιού­μα­στε στην αγιο­σύ­νη με τον φόβο του Θεού.

16 Kαὶ πῶς μπο­ρεῖ νὰ συνυ­πάρ­χῃ στὸν ἴδιο τόπο ὁ ναὸς τοῦ Θεοῦ μὲ τὸ ναὸ τῶν εἰδώ­λων; Ἐσεῖς δέ (ἐν ἀντι­θέ­σει πρὸς τοὺς ἀπί­στους, οἱ ὁποῖ­οι εἶναι ναὸς τῶν εἰδώ­λων, τῶν ψευ­δῶν θεῶν) εἶσθε ναὸς τοῦ ζων­τα­νοῦ Θεοῦ, συμ­φώ­νως πρὸς τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ: Θὰ κατοι­κή­σω ἀνά­με­σά τους καὶ θὰ περι πατῶ ἀνά­με­σά τους, καὶ θὰ εἶμαι Θεός τους, καὶ αὐτοὶ θὰ εἶναι λαός μου. 17 Γι’ αὐτὸ φύγε­τε ἀπ’ αὐτοὺς καὶ χωρι­σθῆ­τε, λέγει ὁ Kύριος, καὶ ἀκά­θαρ­τον μὴν ἐγγί­ζε­τε, καὶ ἐγὼ θ’ ἀνοί­ξω τὶς ἀγκά­λες μου νὰ σᾶς δεχθῶ. 18 Kαὶ θὰ εἶμαι σὲ σᾶς πατέ­ρας, καὶ σεῖς θὰ εἶσθε σὲ μένα υἱοὶ καὶ θυγα­τέ­ρες, λέγει ὁ παν­το­κρά­τωρ Kύριος.
Ἀφοῦ λοι­πόν, ἀγα­πη­τοί, πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­καν σὲ μᾶς αὐτὲς οἱ ὑπο­σχέ­σεις, ἂς καθα­ρί­σω­με τοὺς ἑαυ­τούς μας ἀπὸ κάθε μολυ­σμὸ σώμα­τος καὶ πνεύ­μα­τος καὶ ἂς πραγ­μα­το­ποιοῦ­με ἁγιω­σύ­νη μὲ φόβο Θεοῦ. 

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (Ερμη­νεία Περι­κο­πής)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ

Υπο­μνη­μα­τι­σμός των εδα­φί­ων Β΄Κορ. Στ΄14–18 και ζ΄ 1

«Μὴ γίνε­σθε ἐτε­ρο­ζυ­γοῦν­τες ἀπί­στοις· τίς γὰρ μετο­χὴ δικαιο­σύ­νῃ καὶ ἀνο­μίᾳ; Τίς δὲ κοι­νω­νία φωτὶ πρὸς σκό­τος; Τίς δὲ συμ­φώ­νη­σις Χρι­στῷ πρὸς Βελί­αλ; τίς μερὶς πιστῷ μετὰ ἀπί­στου; (:Μη συνά­πτε­τε στε­νό σύν­δε­σμο προς τους απί­στους, με τους οποί­ους δεν μπο­ρεί­τε να απο­τε­λέ­σε­τε ται­ρια­στό ζευ­γά­ρι, ώστε να μπαί­νε­τε στον ίδιο ζυγό μαζί τους· διό­τι ποια συνά­φεια και ανά­μει­ξη μπο­ρεί να υπάρ­χει μετα­ξύ της δικαιο­σύ­νης και της παρα­νο­μί­ας; Και ποια επι­κοι­νω­νία μετα­ξύ φωτός και σκό­τους; Και ποια συμ­φω­νία μπο­ρεί να γίνει μετα­ξύ του Χρι­στού και του Σατα­νά; Ή ποιο μερί­διο δύνα­ται να έχει ένας πιστός με έναν άπι­στο;)»[Β΄Κορ. 6,14–15].

Είδες πώς χρη­σι­μο­ποιεί τις λέξεις αυτές καθ’ εαυ­τές και που είναι ικα­νές να απο­τρέ­ψουν από σφάλ­μα­τα; Δεν είπε δηλα­δή: «παρα­νο­μία», που είναι πιο έντο­νη, ούτε είπε: «με τους ανθρώ­πους του σκό­τους και τους ανθρώ­πους του φωτός», αλλά χρη­σι­μο­ποιεί τις ακρι­βώς αντι­φα­τι­κές έννοιες, το φως και το σκο­τά­δι. Ούτε είπε: «ανά­με­σα στους ανθρώ­πους του Χρι­στού και στους ανθρώ­πους του δια­βό­λου», αλλά λέξεις που είναι πολύ πιο αντί­θε­τες, «του Χρι­στού και του Βελί­αρ», με την εβραϊ­κή αυτή λέξη ονο­μά­ζον­τας τον απο­στά­τη.

« τίς μερὶς πιστῷ μετὰ ἀπί­στου;(: Ή ποιο μερί­διο δύνα­ται να έχει ένας πιστός με έναν άπι­στο;)»[Β΄Κορ.6,15]. Εδώ λοι­πόν, για να μη θεω­ρη­θεί ότι κατη­γο­ρεί αόρι­στα την κακία και επαι­νεί την αρε­τή, ανα­φέ­ρει και πρό­σω­πα χωρίς να τα ονο­μά­ζει. Και δεν είπε: «κοι­νω­νία», αλλά ανέ­φε­ρε τα έπα­θλα, λέγον­τας: «μερί­δα». «Τίς δὲ συγ­κα­τά­θε­σις ναῷ Θεοῦ μετὰ εἰδώ­λων; μεῖς γὰρ ναὸς Θεοῦ ἔστε ζῶν­τος (:Και πώς μπο­ρεί να βρί­σκον­ται μαζί στον ίδιο τόπο ο ναός του Θεού και τα είδω­λα; Ναι· δεν έχουν καμία θέση τα είδω­λα σε σας. Διό­τι εσείς είστε ναός του ζών­τος Θεού)»[Β΄Κορ.6,16]. Με αυτά εννο­εί το εξής: «Ούτε ο βασι­λιάς σας έχει τίπο­τα το κοι­νό με τον διάβολο(γιατί “ποια συμ­φω­νία υπάρ­χει μετα­ξύ του Χρι­στού και του Βελί­αρ;”), ούτε τα ίδια τα πράγ­μα­τα· για­τί “τι κοι­νό μπο­ρεί να έχει το φως με το σκο­τά­δι;”. Επο­μέ­νως ούτε εσείς δεν πρέ­πει να έχε­τε». Πρώ­τα ανα­φέ­ρει τον βασι­λιά και έπει­τα αυτούς, πράγ­μα με το οποίο προ­πάν­των τους ξεχω­ρί­ζει.

Στη συνέ­χεια, λέγον­τας: «ο ναός του Θεού με τον ναό των ειδώ­λων», και δια­κη­ρύσ­σον­τας ότι «εσείς είστε ναός του ζων­τα­νού Θεού», κατ’ ανάγ­κη προ­σθέ­τει και τη μαρ­τυ­ρία, δεί­χνον­τας ότι το πράγ­μα δεν είναι κολα­κεία. Ποια είναι λοι­πόν η μαρ­τυ­ρία; «νοι­κή­σω(:Θα κατοι­κή­σω)», λέγει, «ἐν αὐτοῖς καὶ ἐμπε­ρι­πα­τή­σω (:μέσα τους και θα περι­πα­τή­σω ανά­με­σά τους)», δεί­χνον­τας τον μεγά­λο Του δεσμό μαζί τους· «καὶ αὐτοὶ ἔσον­ταί μοι λαός(:και θα είμαι Εγώ ο δικός τους Θεός και αυτοί θα είναι λαός μου)» [Β΄Κορ. 6,16· βλ. και Λευι­τι­κόν 26,11–12: «Καὶ θήσω τὴν σκη­νήν μου ἐν ὑμῖν, καὶ οὐ βδε­λύ­ξε­ται ἡ ψυχή μου ὑμᾶς, κα μπε­ρι­πατσω ν μν·κα σομαι μν Θεός, κα μες σεσθ μοι λαός(:Θα εγκα­τα­στή­σω επί­σης την ιερή σκη­νή της κατοι­κί­ας μου μέσα στον τόπο, όπου θα δια­μέ­νε­τε και δεν θα σας σιχα­θεί η ψυχή μου παρ’ όλες τις αδυ­να­μί­ες σας. Και θα περι­πα­τώ ανά­με­σά σας και θα είμαι ο Θεός σας και εσείς θα είστε ο λαός μου)»]. «Τι;», λέγει, «Έχεις τον Θεό μέσα σου και τρέ­χεις προς τους απί­στους; Τον Θεό που δεν έχει τίπο­τα το κοι­νό με αυτούς; Και πώς είναι δυνα­τόν να σου συγ­χω­ρε­θεί αυτό; Σκέ­ψου καλά Ποιος περι­πα­τεί, Ποιος κατοι­κεί μέσα σου».

«Διὸ ἐξέλ­θε­τε ἐκ μέσου αὐτῶν καὶ ἀφο­ρί­σθη­τε, λέγει Κύριος, καὶ ἀκα­θάρ­του μὴ ἅπτε­σθε, κἀγὼ εἰσ­δέ­ξο­μαι ὑμᾶς(:Γι΄αυτό εξέλ­θε­τε ανά­με­σα από τους απί­στους και ξεχω­ρι­στεί­τε από αυτούς, λέγει ο Κύριος, και μην εγγί­ζε­τε οτι­δή­πο­τε ακά­θαρ­το. Και εγώ θα σας δεχθώ με στορ­γή πατρι­κή)»[Β΄Κορ.6,17]. Και δεν είπε: «μην κάνε­τε αμαρ­τί­ες», αλλά θέλον­τας να μιλή­σει με περισ­σό­τε­ρη ακρί­βεια, «ούτε να τους εγγί­ζε­τε», λέγει, «ούτε να τους πλη­σιά­ζε­τε». Αλλά ποιος είναι ο μολυ­σμός του σώμα­τος; Είναι η μοι­χεία, η πορ­νεία, η ασέλ­γεια. Και ποιος είναι ο μολυ­σμός της ψυχής; Οι ακά­θαρ­τες σκέ­ψεις, όπως τα αισχρά κοι­τάγ­μα­τα, η μνη­σι­κα­κία, ο δόλος και όλα τα παρό­μοια. Θέλει, λοι­πόν, να είμα­στε καθα­ροί και στα δύο. Είδες πόσο μεγά­λη θα είναι η αμοι­βή; Θα απαλ­λα­χθού­με από τα κακά, θα ενω­θού­με με τον Θεό. Άκου­σε και την συνέ­χεια: «καὶ ἔσο­μαι ὑμῖν εἰς πατέ­ρα καὶ ὑμεῖς ἔσε­σθέ μοι εἰς υἱοὺς καὶ θυγα­τέ­ρας, λέγει Κύριος παν­το­κρά­τωρ(:«και θα είμαι για σας πατέ­ρας και εσείς θα είστε για μένα γιοι και θυγα­τέ­ρες», λέγει ο Κύριος ο Παν­το­κρά­τωρ)»[Β΄Κορ.6,18]. Είδες ο προ­φή­της προ­α­ναγ­γέλ­λει από την αρχή την τωρι­νή ευγέ­νεια, την ανα­γέν­νη­σή μας με τη χάρη του Θεού;

«Ταύ­τας οὖν ἔχον­τες τὰς ἐπαγ­γε­λί­ας, ἀγα­πη­τοί(:Αφού λοι­πόν έχου­με τις υπο­σχέ­σεις αυτές, αγα­πη­τοί)». Ποιες υπο­σχέ­σεις; Ότι είμα­στε ναοί του Θεού, υιοί Του και θυγα­τέ­ρες Του, ότι κατοι­κεί μέσα μας και περι­πα­τεί μετα­ξύ μας, ότι είμα­στε λαός Του, ότι Τον έχου­με Θεό και Πατέ­ρα μας, «καθα­ρί­σω­μεν ἑαυ­τοὺς ἀπὸ παν­τὸς μολυ­σμοῦ σαρ­κὸς καὶ πνεύ­μα­τος, ἐπι­τε­λοῦν­τες ἁγιω­σύ­νην ἐν φόβῳ Θεοῦ(:ας καθα­ρί­σου­με τους εαυ­τούς μας από καθε­τί, που μολύ­νει το σώμα και το πνεύ­μα μας και ας τελειο­ποιού­μα­στε σε αγιο­σύ­νη με τον φόβο του Θεού)»[Β΄Κορ.7,1]. Ας μην εγγί­ζου­με ακά­θαρ­τους, για­τί έτσι μολύ­νου­με το πνεύ­μα μας. Και δεν στα­μα­τά­ει σε αυτά μόνο, αλλά προ­σθέ­τει, «τελειο­ποι­η­θεί­τε στην αγνό­τη­τα με φόβο Θεού». Για­τί δεν αρκεί να μην εγγί­ζου­με ακά­θαρ­το για να είμα­στε καθα­ροί, αλλά μας χρειά­ζε­ται και κάτι άλλο, προ­σπά­θεια, προ­σο­χή, ευλά­βεια, για να γίνου­με αγνοί.

Και σωστά είπε: «με φόβο Θεού». Για­τί είναι δυνα­τό να ενερ­γεί κανείς φρό­νι­μα όχι από φόβο Θεού, αλλά από ματαιο­δο­ξία. Εκτός από αυτό και άλλο υπαι­νίσ­σε­ται, λέγον­τας τη φρά­ση: «με φόβο Θεού», τον τρό­πο δηλα­δή με τον οποίο θα επι­τύ­χου­με την αγνό­τη­τα. Για­τί, αν και είναι τυραν­νι­κή η δύνα­μη της επι­θυ­μί­ας, θα εξα­φα­νί­σεις τη μανία της, αν περι­τει­χι­στείς με τον φόβο του Θεού. Εδώ ονο­μά­ζει «αγιο­σύ­νη» όχι μόνο τη σωφρο­σύ­νη, αλλά την απαλ­λα­γή από κάθε αμαρ­τία. Για­τί «άγιος» είναι ο καθα­ρός. Καθα­ρός θα μπο­ρού­σε να γίνει κανείς όχι αν απο­φύ­γει μόνο την πορ­νεία, αλλά και την πλε­ο­νε­ξία και τον φθό­νο και τον παρα­λο­γι­σμό και τη ματαιο­δο­ξία, και προ­πάν­των τη ματαιο­δο­ξία, που πρέ­πει να την απο­φεύ­γου­με πάν­το­τε βέβαια, αλλά πολύ περισ­σό­τε­ρο όταν δίνου­με ελεη­μο­σύ­νη. Για­τί, αν έχει αυτήν την αρρώ­στια, δεν είναι ελεη­μο­σύ­νη, αλλά επί­δει­ξη και σκλη­ρό­τη­τα. Πραγ­μα­τι­κά, όταν δεν ελε­είς, αλλά εξευ­τε­λί­ζεις, αυτό όχι μόνο δεν είναι ελεη­μο­σύ­νη, αλλά είναι και προ­σβο­λή· για­τί διέ­συ­ρες τον αδελ­φό.

Δεν είναι λοι­πόν ελεη­μο­σύ­νη το να δίνεις χρή­μα­τα, αλλά το να τα δίνεις από συμ­πό­νια. Για­τί και στα θέα­τρα δίνουν και στα παι­διά που χρη­σι­μο­ποιούν για πορ­νεία και σε όσους βγαί­νουν στη σκη­νή, αλλά αυτό δεν είναι ελεη­μο­σύ­νη. Και εκεί­νοι που ασχη­μο­νούν στα σώμα­τα των γυναι­κών που πορ­νεύ­ουν δίνουν, αυτό όμως δεν είναι φιλαν­θρω­πία, αλλά αισχρό­τη­τα. Με αυτόν μοιά­ζει και ο ματαιό­δο­ξος. Όπως δηλα­δή εκεί­νος μετα­χει­ρί­ζε­ται αισχρά το σώμα της πόρ­νης και γι΄αυτό την πλη­ρώ­νει, έτσι και εσύ ζητάς να πλη­ρω­θείς από τον άνθρω­πο που εξευ­τε­λί­ζεις και να περι­βάλ­λεις με κακή φήμη και τον εαυ­τό σου και εκεί­νον.

Και μαζί με αυτά και η ζημία είναι απε­ρί­γρα­πτη. Για­τί η ύπου­λη αυτή αρρώ­στια και αυτή η απαν­θρω­πιά αρπά­ζει τις αρε­τές μας σαν θηρίο και σαν ορμη­τι­κό και λυσ­σα­σμέ­νο σκυ­λί. Για­τί η πλε­ο­νε­ξία είναι απαν­θρω­πιά και σκλη­ρό­τη­τα ή καλύ­τε­ρα χει­ρό­τε­ρη κι απ’ αυτό. Για­τί ο σκλη­ρός δεν ελε­εί τον φτω­χό, ενώ εσύ κάνεις κάτι χει­ρό­τε­ρο· εμπο­δί­ζεις να ελε­ή­σουν εκεί­νοι που θέλουν. Πραγ­μα­τι­κά, όταν δια­πομ­πεύ­εις την ελεη­μο­σύ­νη, και την υπό­λη­ψη του φτω­χού κατα­στρέ­φεις και απο­τρέ­πεις εκεί­νον που θέλει να ελε­ή­σει, αν είναι αδιά­φο­ρος. Για­τί όχι μόνο δεν πρό­κει­ται να τον ξανα­ε­λε­ή­σει, επει­δή θα πιστεύ­ει ότι ελε­ή­θη­κε και δεν έχει ανάγ­κη, αλλά και θα τον επι­κρί­νει πολύ, αν ξανα­πά­ει να ζητή­σει και θα τον θεω­ρή­σει αδιάν­τρο­πο.

Τι ελεη­μο­σύ­νη είναι λοι­πόν αυτή, όταν και τον εαυ­τό σου προ­σβάλ­λεις και εκεί­νον που την έλα­βε κι εκεί­νον που την όρι­σε και μάλι­στα διπλά· για­τί, αν και έχεις αυτόν θεα­τή της ελεη­μο­σύ­νης, επι­ζη­τάς μετά από αυτόν και τα βλέμ­μα­τα των συναν­θρώ­πων σου και ακό­μα παρα­βαί­νεις τον νόμο που απα­γο­ρεύ­ει αυτό, αν και νομο­θε­τή­θη­κε από αυτόν. Είχα σκο­πό να εξε­τά­σω και τα άλλα, τη νηστεία και την προ­σευ­χή, και να δεί­ξω πόση ζημιά κάνει και εκεί η ματαιο­δο­ξία, αλλά θυμή­θη­κα, ότι δεν ολο­κλή­ρω­σα κάτι σπου­δαίο στην προ­η­γού­με­νη ομι­λία μου[βλ. ομι­λία ΙΒ΄, παρά­γρα­φος 4]. Ποιο ήταν αυτό; Όταν μιλού­σα για την υγεία και τις απο­λαύ­σεις, έλε­γα πως ως προς τα επί­γεια αγα­θά οι φτω­χοί βρί­σκον­ται σε πλε­ο­νε­κτι­κό­τε­ρη θέση από τους πλού­σιους, και το απέ­δει­ξα καθα­ρά. Εμπρός λοι­πόν, σήμε­ρα ας δεί­ξου­με και κάτι άλλο, ότι όχι μόνο στα επί­γεια, αλλά και στα ουρά­νια αγα­θά πλε­ο­νε­κτούν αυτοί.

Πραγ­μα­τι­κά τι μας οδη­γεί στη βασι­λεία των ουρα­νών, ο πλού­τος ή η φτώ­χεια; Ας ακού­σου­με τα λόγια του ίδιου του Κυρί­ου των ουρα­νών, που λέγει για τους πλου­σί­ους: «Εὐκο­πώ­τε­ρόν ἐστι κάμη­λον διὰ τρυ­πή­μα­τος ραφί­δος διελ­θεῖν ἢ πλού­σιον εἰς τὴν βασι­λεί­αν τοῦ Θεοῦ εἰσελ­θεῖν(: Είναι να περά­σει μια καμή­λα από την τρύ­πα που ανοί­γει η βελό­να, παρά ο πλού­σιος να μπει στη βασι­λεία του Θεού)»[Ματθ.19,24], ενώ για τους φτω­χούς το αντί­θε­το: «Ε θλεις τλειος εναι, παγε πλησν σου τ πρχον­τα κα δς πτω­χος, κα ξεις θησαυρν ν οραν, κα δερο κολοθει μοι (:Εάν θέλεις να είσαι τέλειος, πήγαι­νε, πού­λη­σε τα υπάρ­χον­τά σου και μοί­ρα­σέ τα στους φτω­χούς, και θα έχεις θησαυ­ρό στους ουρα­νούς. Κι έλα να με ακο­λου­θή­σεις)» [Ματθ.19,21].

Αν θέλε­τε, ας εξε­τά­σου­με το λεγό­με­νο και από τις δύο πλευ­ρές. «Στε­νός είναι», λέει, «και γεμά­τος πίκρες ο δρό­μος εκεί­νος που οδη­γεί στη ζωή». Ποιος βαδί­ζει λοι­πόν στον στε­νό δρό­μο, εκεί­νος που ζει στις απο­λαύ­σεις ή εκεί­νος που ζει με στε­ρή­σεις; Εκεί­νος που είναι απε­ρί­σπα­στος ή εκεί­νος που σηκώ­νει χίλια φορ­τία; Ο τεμ­πέ­λης και ο αδιά­φο­ρος ή ο γεμά­τος φρον­τί­δες και ενδια­φέ­ρον­τα; Αλλά τι χρειά­ζον­ται οι συλ­λο­γι­σμοί μας, τη στιγ­μή που μπο­ρού­με να μετα­φέ­ρου­με τον λόγο μας στα ίδια τα πρό­σω­πα; Φτω­χός ήταν ο Λάζα­ρος και μάλι­στα πάρα πολύ φτω­χός. Πλού­σιος ήταν εκεί­νος που τον περι­φρο­νού­σε, όταν ήταν ξαπλω­μέ­νος στην είσο­δο του σπι­τιού του. Ποιος μπή­κε όμως στη βασι­λεία των ουρα­νών και χαι­ρό­ταν στους κόλ­πους του Αβρα­άμ; Ποιος ψηνό­ταν στο τηγά­νι και δεν είχε ούτε στα­γό­να νερού; Μα και πολ­λοί φτω­χοί θα πάνε στην κόλα­ση και πολ­λοί πλού­σιοι θα απο­λαύ­σουν τα απε­ρί­γρα­πτα εκεί­να αγα­θά. Είναι όμως φανε­ρό ότι γίνε­ται το αντί­θε­το. Οι πλού­σιοι που σώζον­ται είναι λίγοι, ενώ οι φτω­χοί είναι πολύ περισ­σό­τε­ροι.

Σκέ­ψου με ακρί­βεια, εξε­τά­ζον­τας τα εμπό­δια του πλού­του και τα αρνη­τι­κά στοι­χεία της φτώ­χειας. Ή καλύ­τε­ρα ούτε του πλού­του ούτε της φτώ­χειας, αλλά και τα δύο έχουν τα κακά τους. Ας δού­με λοι­πόν ποιο από τα δύο αντι­με­τω­πί­ζε­ται καλύ­τε­ρα. Τι μειο­νε­κτή­μα­τα λοι­πόν πιστεύ­ε­τε ότι έχει η φτώ­χεια; Το ψεύ­δος. Και τι ο πλού­τος; Τον εγωι­σμό, τη μητέ­ρα των κακών, που και τον διά­βο­λο έκα­με διά­βο­λο, ενώ πιο μπρο­στά δεν ήταν. Πάλι «Ρζα γρ πντων τν κακν στιν φιλαρ­γυρα(: Όλων των κακών ρίζα είναι η φιλαρ­γυ­ρία)»[Α΄Τιμ.6,10]. Ποιος βρί­σκε­ται λοι­πόν κον­τά σε αυτήν τη ρίζα, ο πλού­σιος ή ο φτω­χός; Δεν είναι ολο­φά­νε­ρο πως βρί­σκε­ται ο πλού­σιος; Για­τί, όσο πιο πολ­λά απο­κτά κανείς, τόσο πιο πολ­λά θέλει.

Η ματαιο­δο­ξία επί­σης κατα­στρέ­φει χιλιά­δες κατορ­θώ­μα­τα. Αλλά και κον­τά σε αυτήν έχει στή­σει τη σκη­νή του ο πλού­σιος. «Αλλά», λέγει ίσως κάποιος, «τα μειο­νε­κτή­μα­τα της φτώ­χειας, τις θλί­ψεις και τις δυσκο­λί­ες, δεν τα λες;». Μα αυτά τα έχουν και οι πλού­σιοι και μάλι­στα πιο πολύ από τους φτω­χούς. Τα κακά επο­μέ­νως, που νομί­ζου­με ότι έχει μόνο η φτώ­χεια, τα έχουν και οι δύο. Εκεί­να όμως που έχει ο πλού­τος, είναι μόνο δικά του. Μα τι να πού­με, όταν ο φτω­χός κάνει μεγά­λα κακά από έλλει­ψη των απα­ραι­τή­των; Αλλά κανέ­νας φτω­χός, κανέ­νας δεν κάνει τόσα κακά από τη φτώ­χεια του, όσα οι πλού­σιοι για να απο­κτή­σουν περισ­σό­τε­ρα και να μη χάσουν όσα έχουν· για­τί ο φτω­χός δεν επι­θυ­μεί τόσο τα αναγ­καία, όσο ο πλού­σιος τα περίσ­σια. Αφού λοι­πόν και θέλει και έχει τη δύνα­μη να απο­κτή­σει περισ­σό­τε­ρα είναι φανε­ρό ότι θα κάνει περισ­σό­τε­ρα.

Ούτε βέβαια ο φτω­χός φοβά­ται τόσο πολύ την πεί­να, όσο ο πλού­σιος τρέ­μει και στε­νο­χω­ριέ­ται να μη χάσει την περιου­σία του και δεν μπο­ρέ­σει να πάρει όλα τα υπάρ­χον­τα των άλλων. Όταν λοι­πόν τον κυβερ­νά και η ματαιο­δο­ξία και ο εγωι­σμός και η φιλαρ­γυ­ρία, αυτή η ρίζα όλων των κακών, ποια ελπί­δα σωτη­ρί­ας θα έχει, αν δεν τον χαρα­κτη­ρί­ζει βαθιά πίστη; Πώς θα βαδί­σει στο στε­νό δρό­μο; Ας μην ανα­μα­σού­με λοι­πόν τις από­ψεις των πολ­λών, αλλά ας μελε­τά­με τα πράγ­μα­τα. Για­τί, πώς δεν είναι παρά­λο­γο να μην πιστεύ­ου­με σε άλλους όταν πρό­κει­ται για χρή­μα­τα, αλλά να τα μετρού­με και να τα λογα­ριά­ζου­με και όταν παίρ­νου­με απο­φά­σεις για ουσια­στι­κά θέμα­τα να παρα­συ­ρό­μα­στε εύκο­λα από τις γνώ­μες των άλλων, αν και έχου­με αλάν­θα­στη ζυγα­ριά και γνώ­μο­να και κανό­να τις παραγ­γε­λί­ες των θεί­ων νόμων;

Γι΄αυτό σας παρα­κα­λώ όλους και σας ικε­τεύω, αδια­φο­ρών­τας για τις γνώ­μες του ενός και του άλλου, να αντλεί­τε για όλα αυτά πλη­ρο­φο­ρί­ες από τις Γρα­φές και αφού μάθου­με ποιος είναι ο αλη­θι­νός πλού­τος, αυτόν ας επι­διώ­κου­με, για να κερ­δί­σου­με όλοι μας, με τη χάρη και φιλαν­θρω­πία του Κυρί­ου μας Ιησού Χρι­στού, στον Οποίο, μαζί με τον Πατέ­ρα και το άγιο Πνεύ­μα ανή­κει η δόξα, η δύνα­μη και η τιμή τώρα και πάν­το­τε και στους αιώ­νες των αιώ­νων. Αμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-ii-ad-corinthios.pdf

  • Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, Υπό­μνη­μα στη δευ­τέ­ρα προς Κοριν­θί­ους επι­στο­λήν, ομι­λία ΙΓ΄, πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1986, τόμος 19, σελί­δες

369–381.

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη μετά Συν­τό­μου Ερμη­νεί­ας, Πανα­γιώ­της Τρεμ­πέ­λας, Αδελ­φό­της Θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», Αθή­να, 1985.

  • https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-palaia-diathiki/

  • https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-kaini-diathiki/

  • Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλ­τή­ριον με σύν­το­μη ερμη­νεία(από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τρί­τη, Αθή­να 2016.

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Αρχιμ. Αθα­νά­σιος Μυτι­λη­ναί­ος (Ο ΜΟΛΥΣΜΟΣ ΣΑΡΚΟΣ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ)

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου με θέμα:

«Ο ΜΟΛΥΣΜΟΣ ΣΑΡΚΟΣ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 5–2‑1995]

[Β311]

Ο Παύ­λος, αγα­πη­τοί μου, στην σημε­ρι­νή απο­στο­λι­κή του περι­κο­πή, κάνει ένα προ­σκλη­τή­ριον απο­δο­χής των πολυ­τί­μων επαγ­γε­λιών του Θεού και προ­βάλ­λει τις προ­ϋ­πο­θέ­σεις. Αυτές οι πολύ­τι­μες υπο­σχέ­σεις του Θεού είναι ότι ο κάθε πιστός απο­τε­λεί ναόν του Θεού και ναός του Θεού είναι ολό­κλη­ρη η ύπαρ­ξις του ανθρώ­που· και το σώμα του και η ψυχή του. Και εις αυτόν τον ναόν του Θεού, τον άνθρω­πον, έρχε­ται να κατοι­κή­σει ο Ζων Θεός. Εξάλ­λου, «ναός», αυτό σημαί­νει. Κατοι­κία. Και όχι μόνο θα κατοι­κή­σει ο Θεός στον κάθε άνθρω­πο, τον πιστόν, με στα­τι­κό χαρα­κτή­ρα, αλλά με δυνα­μι­κόν. Για­τί, λέγει: «Κατοι­κή­σω και μπε­ρι­πα­τή­σω»· που σημαί­νει κίνη­σις, κινη­τι­κό­τη­τα, δυνα­μι­κό­τη­τα.

Ακό­μη μία σχέ­σις κατα­πλη­κτι­κή υπο­γραμ­μί­ζε­ται εδώ. Ότι θα γίνει Θεός των και αυτοί λαός Του. Και κάτι περισ­σό­τε­ρο: Και θα γίνει πατέ­ρας των και αυτοί παι­διά Του. Και λέγει: Σε «υἱοὺς καὶ θυγα­τέ­ρας» θα κατοι­κή­σει και θα εμπε­ρι­πα­τή­σει. Για να δεί­ξει ισό­τη­τα των φύλων στα προ­νό­μια αυτά. Δεν λέγει απλώς και αόρι­στα «εις τους ανθρώ­πους». Αλλά λέγει : «Θα είσα­στε υιοί μου και θυγα­τέ­ρες μου». Κι έτσι εδώ βλέ­πει κανείς αυτήν την απο­δο­χήν της ισό­τη­τος των φύλων, εκ μέρους του Θεού.Αγα­πη­τοί μου, η δια­φο­ρά των φύλων δεν είναι παρά μόνο για να υπάρ­ξει αυτό που λέμε γέν­νη­σις νέου ανθρώ­που. Κατά τα άλλα, ο άνδρας και η γυναί­κα είναι το ίδιο. Άνθρω­πος ο ένας, άνθρω­πος και ο άλλος. Προ­νό­μια ο ένας, προ­νό­μια και ο άλλος· τα ίδια. Αιώ­νιον ζωήν ο ένας, αιώ­νιον ζωήν και ο άλλος.

Και βεβαιώ­νει ακό­μη ότι αυτά θα τα δώσει «Κύριος Παν­το­κρά­τωρ». Και δίδει αυτά τα προ­νό­μια όχι για­τί είναι Παν­το­κρά­τωρ, αλλά για­τί οι άνθρω­ποι με την ελευ­θε­ρία τους, την ελευ­θέ­ρα τους προ­αί­ρε­ση, επι­θυ­μούν να απο­κα­λούν τον Θεό «Πατέ­ρα». Και τα προ­νό­μια; Τα προ­νό­μια απορ­ρέ­ουν από την πατρι­κήν αγα­θό­τη­τα. Πολύ ωραία πράγ­μα­τα. Προ­νό­μια. Μεγα­λειώ­δη πράγ­μα­τα. Αλλά χρειά­ζον­ται προ­ϋ­πο­θέ­σεις. Γι’αυ­τό θα προ­σθέ­σει ο Από­στο­λος Παύ­λος: «Ταύ­τας ον χον­τες τς παγ­γελας, γαπη­το, (:Έχον­τες –λέει- αυτές τις υπο­σχέ­σεις του Θεού) καθαρσωμεν αυτος π παντς μολυ­σμο σαρκς κα πνεματος(:να καθα­ρί­σο­με ‑λέει- τους εαυ­τούς μας από κάθε μολυ­σμόν και της σαρ­κός και του πνεύ­μα­τος)». Θέτει, δηλα­δή, αυτές τις προ­ϋ­πο­θέ­σεις, για να επι­τύ­χει ο άνθρω­πος να έχει τον Θεό ένοι­κον, να Τον έχει Πατέ­ρα, κι Εκεί­νος τον άνθρω­πο να τον έχει παι­δί Του. Και προ­βάλ­λει τας επαγ­γε­λί­ας του Θεού, που απο­τε­λούν οπωσ­δή­πο­τε, όπως ακού­σα­με, στη σημε­ρι­νή απο­στο­λι­κή περι­κο­πή, μια πρό­κλη­ση και μία πρό­σκλη­ση. Προ­κα­λεί και προ­σκα­λεί. Και ποια είναι αυτή η πρώ­τη προ­ϋ­πό­θε­ση; «Καθαρσωμεν αυτος π παντς μολυ­σμο σαρκς κα πνεματος».

Όταν λέγει, όμως, «καθαρσωμεν αυτος» σημαί­νει δυο πράγ­μα­τα. Πρώ­τον ότι έχο­με μολυ­σμό. Είμα­στε ακά­θαρ­τοι. Διό­τι όταν παίρ­νο­με την εντο­λή να καθα­ρί­σο­με τον εαυ­τόν μας, πάει να πει ότι είμε­θα ακά­θαρ­τοι. Έχο­με μολυ­σμό. Κι αυτό σημαί­νει ότι είμε­θα κατά­φορ­τοι από αμαρ­τί­ες. Αγα­πη­τοί μου, ουδείς καθα­ρός από ρύπου. Κανέ­νας δεν είναι καθα­ρός από ρύπο, από βρω­μιά. Αλλά για να το δει κανείς αυτό, να το κατα­λά­βει, χρειά­ζε­ται αυτο­γνω­σία. Και μάλι­στα μια βαθιά και αντι­κει­με­νι­κή αυτο­γνω­σία. Χρειά­ζε­ται ο φωτι­σμός του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος, για να δει ο άνθρω­πος τις μυστι­κές και αθέ­α­τες πτυ­χές της ψυχής του. Γι’αυ­τό λέγει ο Ψαλ­μω­δός: «τι τν νομί­αν μου γ γινώ­σκω, κα μαρ­τία μου νώπιόν μού στι δια­παν­τός». «Είναι μπρο­στά μου πάν­το­τε». Κι ακό­μη θα πει ο Ψαλ­μω­δός: «Παρα­πτώ­μα­τα τίς συνή­σει;». «Ποιος μπο­ρεί να αντι­λη­φθεί το μέγε­θος των παρα­πτω­μά­των;». Και συνε­χί­ζει ο Ψαλ­μω­δός: «κ τν κρυ­φί­ων μου καθά­ρι­σόν με». «Από εκεί­να που δεν βλέ­πουν οι άλλοι άνθρω­ποι, από εκεί­να που δεν βλέ­πω και εγώ ο ίδιος, τα κρυ­φά, στις κρυ­φές γωνί­τσες και πτυ­χές της ψυχής μου, Κύριε, καθά­ρι­σέ με».

Και η δευ­τέ­ρα περί­πτω­σις. Όταν εμείς θα καθα­ρί­σου­με τους εαυ­τούς μας, σημαί­νει ότι πρέ­πει να ενερ­γή­σου­με, πρέ­πει να δρα­στη­ριο­ποι­η­θού­με, πρέ­πει να προ­βού­με εις τον καθα­ρι­σμό μας. Γι’αυ­τό λέει «καθα­ρί­σω­μεν». Να καθα­ρί­σο­με. Να καθα­ρί­σο­με, λέγει, τους εαυ­τούς μας- είναι υπο­τα­κτι­κή. Η Χάρις του Θεού θα μας ενι­σχύ­σει. Αλλά πρέ­πει να κάνο­με εμείς την αρχήν. Αν εμείς δεν συν­τρέ­ξο­με σ’ αυτόν τον αυτο­κα­θα­ρι­σμό, στην θέλη­σή μας και στην φρον­τί­δα μας, τότε η χάρις του Θεού μένει ανε­νέρ­γη­τη. Έχο­με πλεί­στα σημεία στον λόγο του Θεού, που δίδουν αυτήν την αμοι­βαία εργα­σία. Λέει ο Θεός –πρό­χει­ρα σας λέγω: «Πλά­τυ­νον τό στό­μα σου(:Άνοι­ξε το στό­μα σου)». Λέει κανείς: «Κύριε, τι να πω; Τι να πω;». Και λέει ο Κύριος: «Πλά­τυ­νε το στό­μα σου, άνοι­ξέ το κι εγώ θα σου βάλω μέσα εκεί λόγον και θα μιλή­σεις. Αλλά εάν δεν ανοί­ξεις εσύ το στό­μα σου Εγώ δεν θα σου βάλω λόγον». Βλέ­πε­τε λοι­πόν αυτή η συνέρ­γεια της Θεί­ας Χάρι­τος και της ανθρω­πί­νης δρα­στη­ριό­τη­τος.

Από τι θα καθα­ρί­σο­με όμως; «π παντς μολυ­σμο», μας λέγει ο Από­στο­λος. Τι σημαί­νει «μολυ­σμός»; Κάτι, βέβαια, που προ­σβάλ­λει την καθα­ρό­τη­τα. Παρα­δείγ­μα­τος χάριν, μολύ­νω τα χέρια μου; Πηγαί­νω και πλέ­νο­μαι. Εμό­λυ­να το δάπε­δο; Το σπί­τι μου; Παίρ­νω νερό και σφουγ­γα­ρό­πα­νο και τα καθα­ρί­ζω. Κάτι που προ­κα­λεί βεβαί­ως ακα­θαρ­σία, η οποία δεν είναι ανε­κτή. Αυτό θα πει μολυ­σμός. Αλλά μπρο­στά στον Θεό, τι μπο­ρεί να είναι μολυ­σμέ­νο; Τι μπο­ρεί να είναι ακά­θαρ­το; Ένα μόνο: Η αμαρ­τία. Ένα μόνο: Η αμαρ­τία. Αυτό είναι μόλυ­σμα στα μάτια του Θεού. Ούτε τα κόπρα­να, ούτε τα βρώ­μι­κα ζώα, ούτε οτι­δή­πο­τε βρω­μιά μπο­ρεί να υπάρ­χει, για­τί κοι­μό­μα­στε μέσα σε μία τρώ­γλη κι έχο­με δέκα χρό­νια να σκου­πί­σου­με… Αυτά δεν είναι ακα­θαρ­σία. Διό­τι αυτά, αν θέλο­με, καθα­ρί­ζο­με, αν δεν θέλο­με, δεν καθα­ρί­ζο­με. Για τον Θεό δεν είναι ακα­θαρ­σία αυτά. Διό­τι απλού­στα­τα όλα αυτά είναι έργα του Θεού. Το ότι όλα τα ζώα που ζουν, δημιουρ­γούν κόπρα­να, αυτό είναι μόλυ­σμα; Αυτό είναι αμαρ­τία; Όχι βεβαί­ως. Μόνον η αμαρ­τία, αγα­πη­τοί, η οποία είναι μη ον, δηλα­δή είναι που ουσια­στι­κά δεν υπάρ­χει σαν ουσία, δεν έχει καμία σχέ­ση με τον Θεό η αμαρ­τία· και το βασι­κό­τε­ρο είναι ότι η αμαρ­τία, εδώ προ­σέ­ξα­τέ το, όταν υπάρ­ξει, για­τί βρίσκεται…πού αλή­θεια; Αφού δεν έχει ουσία; Αφού δεν είναι ον. Δεν είναι κάτι που υπάρ­χει. Είναι στην προ­αί­ρε­ση. Δεν έχει ουσία το κακό. Είναι στην προ­αί­ρε­ση. Εκεί­νο που θα κάνω και θα είναι κακό.

Θυμη­θεί­τε εκεί που ο Από­στο­λος Πέτρος βλέ­πει εκεί­νο το όρα­μα με τα ακά­θαρ­τα ζώα, που του λέγε­ται να θυσιά­σει και να φάγει. «Μηδέ­πο­τε, Κύριε, να φάγω ακά­θαρ­το. Δεν έφα­γα ποτέ». Ήταν τα ζώα ακά­θαρ­τα νομι­κώς. Όχι οντο­λο­γι­κώς. Όχι στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα δηλα­δή. Αλλά για­τί απλώς είπε ο Θεός: «Αυτήν την κατη­γο­ρία των ζώων Εγώ την λέγω ακά­θαρ­τα». Προ­σέξ­τε: «Εγώ την λέω ακά­θαρ­τα». Νομι­κώς. Στον νόμο. Εδώ όμως η αμαρ­τία έχει μία οντο­λο­γι­κή διά­στα­ση. Προ­σέ­ξα­τέ το. Θα το δεί­τε για­τί παρα­κά­τω. Προ­σέ­ξα­τέ το. Και αφή­νει, βάζει την σφρα­γί­δα της επά­νω και στο σώμα και εις την ψυχή.

Γρά­φει ο Από­στο­λος Παύ­λος ακρι­βώς γι’αυ­τό: «Τος πάν­τας μς –λέγει εις την Β΄προς Κοριν­θί­ους επι­στο­λή του- (:Όλοι μας) φανε­ρωθναι δε μπρο­σθεν το βήμα­τος το Χρι­στο(:θα πρέ­πει να στα­θού­με όλοι, μετά την ανά­στα­ση των νεκρών, μπρο­στά στο δικα­στι­κόν βήμα του Χρι­στού), να κομί­ση­ται καστος(:για να πάρει ο καθέ­νας) τ δι το σώμα­τος πρς πρα­ξεν, ετε γαθν ετε κακόν». Τι έκα­νες με το σώμα σου; Αυτό θα απο­λαύ­σεις. Ενή­στευ­σες; Αμοι­βήν. Επόρ­νευ­σες; Κατη­γο­ρία. Και εις την ψυχήν. Βέβαια προ­ϋ­πο­τί­θε­ται. Αλλά τονί­ζει εδώ το σώμα, για­τί πολ­λοί θα πίστευαν ότι… «Τι το σώμα; Τι; Και λοι­πόν τι;». Αλλά το σώμα είναι γνω­στό ότι δια­λύ­ε­ται εις τον τάφον. Όταν θα πάρο­με το και­νού­ριο μας σώμα, θα είναι το παλιό, ανα­στη­μέ­νο. Αυτό θα έχει τα στίγ­μα­τα της αμαρ­τί­ας. Γι’αυ­τό σας είπα ότι η αμαρ­τία έχει μία οντο­λο­γι­κή διά­στα­ση εις τον άνθρω­πον. Τα στίγ­μα­τα της αμαρ­τί­ας. Είναι φοβε­ρό αυτό. Και όταν το σώμα και η ψυχή ή και τα δυο φέρουν τα στίγ­μα­τα της αμαρ­τί­ας, τα οποία είναι ανε­ξί­τη­λα, τότε δεν μπο­ρεί ο άνθρω­πος να μπει στην Βασι­λεία του Θεού. Απλού­στα­τα είναι ακα­τάλ­λη­λος. Ένα μόνο εξα­λεί­φει αυτήν την οντο­λο­γι­κή διά­στα­σιν της αμαρ­τί­ας. Ένα μόνον. Η μετά­νοια. Αν έχεις μετα­νο­ή­σει. Αυτό εξα­λεί­φει αυτήν την οντο­λο­γι­κή διά­στα­ση, την οντο­λο­γι­κή σφρα­γί­δα.

Συνε­πώς, η κάθαρ­ση, που λέγει ο Από­στο­λος εδώ, να καθα­ρί­σο­με τους εαυ­τούς μας, η κάθαρ­ση, πρέ­πει να σας πω, αγα­πη­τοί, ότι είναι ένα έργο ζωής, ολο­κλή­ρου ζωής. Δεν είναι μία υπό­θε­σις μίας ώρας, μίας μέρας, ενός μηνός. Είναι έργο ολο­κλή­ρου ζωής. Και η μετά­νοια αντί­στοι­χα είναι έργον ζωής. Γι’αυ­τό λέγει ο άγιος Γρη­γό­ριος ο Θεο­λό­γος: «εί (:Πάν­το­τε -αφού είναι έργον ζωής) φιλο­πό­νει τήν κάθαρ­σιν». «Πάν­το­τε να φιλο­πο­νείς, να εργά­ζε­σαι την κάθαρ­σή σου».

Θα τονί­σει ακό­μη ο Παύ­λος: «π παντς μολυ­σμο». Προ­σέ­ξα­τε. Όχι από του μολυ­σμού αφη­ρη­μέ­να. «π παντς μολυ­σμο». Και ο κατά­λο­γος που μολύ­νει το σώμα και την ψυχή είναι μακρύς. Γι’αυ­τό λέγει: «π παντς μολυ­σμο». Δεν θα αρχί­σο­με εμείς, κατά το δοκούν, υπο­κει­με­νι­κά, να αμνη­στεύ­ο­με τον εαυ­τόν μας, κάνον­τας διά­κρι­ση σε μικρές και μεγά­λες αμαρ­τί­ες. «Α, αυτό δεν πει­ρά­ζει. Α, εκεί­νο, ναι, είναι βαρύ». Γι’αυ­τό λέει ο Παύ­λος «π παντς μολυ­σμο». Είτε μικρή, είτε μεγά­λη, μπο­ρεί να είναι αυτή η αμαρ­τία. Και θα επα­να­λά­βω ότι ο μολυ­σμός ανα­φέ­ρε­ται και εις το σώμα και εις την ψυχή, και εις την ψυχή και εις το σώμα. Για­τί ο άνθρω­πος δεν είναι σώμα, ούτε είναι ψυχή. Ο άνθρω­πος είναι σώμα συν ψυχή. Αν για μια στιγ­μή χωρί­ζουν αυτά τα δυο, είναι για­τί εξυ­πη­ρε­τεί­ται ό,τι εξυ­πη­ρε­τεί­ται στο σχέ­διο του Θεού. Και τιμω­ρία, ο θάνα­τος δηλα­δή, αλλά και απο­κα­τά­στα­ση μετά του ανθρώ­που, για να μην γίνει το κακό αθά­να­το.

Έτσι, λέγει ο Οικου­μέ­νιος: «Τ μν τν μαρ­τη­μά­των μολύ­νει τ σμα, οον πορ­νεία, μοι­χεία… τά δ τ πνεμα, τοτέστιν τν ψυχήν, οον κάθαρ­τοι λογι­σμοί, μνη­σι­κα­κία». Τα μεν αμαρ­τή­μα­τα μολύ­νουν το σώμα. Όπως είναι, λέει, τα σαρ­κι­κά αμαρ­τή­μα­τα. Τα δε μολύ­νουν την ψυχή. Όπως είναι, εδώ λέγει, οι ακά­θαρ­τοι λογι­σμοί, η μνη­σι­κα­κία. Εμείς θα μπο­ρού­σα­με να προ­σθέ­σο­με: Η υπε­ρη­φά­νεια είναι αμαρ­τία της ψυχής. Ο φθό­νος, η απι­στία, το μίσος, το ψεύ­δος, η ειδω­λο­λα­τρία, η μαγεία, η δει­λία στην ομο­λο­γία του ονό­μα­τος του Χρι­στού ή στην βίω­ση της πνευ­μα­τι­κής ζωής: «Θα με κατη­γο­ρή­σουν, θα με κοροϊ­δέ­ψουν οι άλλοι, εάν βιώ­σω την πνευ­μα­τι­κή ζωή». Είναι αμαρ­τή­μα­τα της ψυχής. Ο Παύ­λος γρά­φει για τα αμαρ­τή­μα­τα τώρα του σώμα­τος: «Φεύ­γε­τε την πορ­νεί­αν (:Μακριά. Απο­φεύ­γε­τε. Γυρί­στε την πλά­τη σας και πάρε­τε δρό­μο). Πν μάρ­τη­μα –με σαφή­νεια το λέγει- ἐὰν ποι­ήσ νθρω­πος κτς το σώμα­τός στιν(: Κάθε αμάρ­τη­μα που θα κάνει ο άνθρω­πος, είναι έξω από το σώμα του ‑Πού είναι; Στην ψυχή. Ειδι­κά όμως τα σαρ­κι­κά αμαρ­τή­μα­τα, πορ­νεία, μοι­χεία, κ.λπ. αυτά λέγει, είναι στο σώμα), δ πορ­νεύ­ων ες τ διον σμα μαρ­τά­νει».

Έχο­με λοι­πόν δυο σφρα­γί­δες. Και επί του σώμα­τος και επί της ψυχής. Ας μας επι­τρα­πεί να προ­σθέ­σο­με: Η γαστρι­μαρ­γία είναι αμάρ­τη­μα του σώμα­τος. Η μέθη και η εφά­μαρ­τη τρυ­φή, η εφά­μαρ­τη τρυ­φή, εκεί­νη η αμαρ­τω­λή από­λαυ­σις: πώς θα καπνί­σω το τσι­γά­ρο μου, πώς θα πάρω τα ναρ­κω­τι­κά, πώς θα στρογ­γυ­λο­κα­θί­σω κατά τρό­πον που να δεί­χνω νωχέ­λεια κ.λπ. στον εαυ­τό μου, είναι αμαρ­τή­μα­τα του σώμα­τος. Γι’αυ­τό υπάρ­χει ο όρος στην Και­νή Δια­θή­κη, ο όρος «σπα­τά­λη». Λέει φερει­πείν για την γυναί­κα την χήρα η οποία κοι­τά­ζει… κοι­τά­ζει… από δω κι από κει, κοι­τά­ζει: «Αυτή», λέει, «ζώσα, εσπα­τά­λη­σε τον εαυ­τόν της». Να εξη­γή­σω το «σπα­τα­λώ»; Που σημαί­νει… πώς να σας το πω; Ας πού­με, τρώ­γω και τρώ­γω παρα­πα­νί­σια και ό,τι περισ­σεύ­ει το πετάω, το ποδο­πα­τώ… Ναι, ναι. Για­τί υπάρ­χει αυτή η εικό­να. Είναι ένα θηρίο που βλέ­πει ο Δανι­ήλ, στην Μεσό­γειο. «Όχι», λέει, «μόνο τρώ­γει ό,τι τρώ­ει- είναι η ρωμαϊ­κή αυτο­κρα­το­ρία- αλλά με τα πόδια», λέγει, «τσα­λα­βου­τά­ει ό,τι υπάρ­χει τρο­φή μπρο­στά». Αυτό εν ευρεία εννοία είναι η σπα­τά­λη. Ο δε άγιος Ιάκω­βος ο Αδελ­φό­θε­ος λέγει: «ντρυ­φή­σα­τε ‑Είδα­τε; Η τρυ­φή. Όχι να μην χαρείς την ζωή σου. Να μην χαρείς ένα ωραίο φαγη­τό. Αλλά όταν πας παρα­πέ­ρα. Ο Θεός έκα­νε τις ωραί­ες γεύ­σεις, τις ωραί­ες οσμές. Πρό­σε­ξε όμως. Η τρυ­φή είναι κάτι πολύ πολύ παρα­πέ­ρα .«ντρυ­φή­σα­τε π τς γς –λέει ο άγιος Ιάκω­βος- καί σπα­τα­λή­σα­τε».

Αυτά ανα­φέ­ρον­ται στο σώμα. Το σώμα και η ψυχή είναι στοι­χεία, αγα­πη­τοί μου, δοξο­λο­γι­κά. Θα δοξά­σου­με τον Θεό και με την ψυχή μας, θα δοξά­σου­με τον Θεό και με το σώμα μας. Γι’αυ­τό, τελειώ­νον­τας τον κατά­λο­γό του περί αμαρ­τιών σαρ­κι­κών ο Από­στο­λος Παύ­λος, στο έκτο κεφά­λαιο στην Α΄ προς Κοριν­θί­ους επι­στο­λή του, τελειώ­νει έτσι: «Δοξά­σα­τε δ τν Θεν(:Δοξά­σα­τε λοι­πόν τον Θεόν) ν τ σώμα­τι μν κα ν τ πνεύ­μα­τι μν(:και με το σώμα σας και με το πνεύ­μα σας- Είναι χαρα­κτη­ρι­στι­κό ότι προ­τάσ­σει το σώμα του πνεύ­μα­τος. Το προ­τάσ­σει. Που σημαίνει…δίδει το προ­βά­δι­σμα επει­δή μίλη­σε περί σαρ­κι­κών αμαρ­τη­μά­των), τινά στι το Θεο (:που και τα δυο ‑λέγει ο Παύ­λος- είναι του Θεού)».Και το ένα ανή­κει στον Θεό και το άλλο ανή­κει στον Θεό. Και το συμ­πέ­ρα­σμα μάς το δίδει ο άγιος Γρη­γό­ριος ο Θεο­λό­γος: «Πσαν γνί­σω­μεν ασθη­σιν (:Να αγνί­σο­με κάθε αίσθη­ση), καθαρθμεν φήν (:μην πας κι ακουμ­πάς πάνω στον άλλον άνθρω­πο αμαρ­τω­λά), γεσιν (:λάρυγ­γα), φωτι­σθμεν κοήν, φωτι­σθμεν γλσσαν». Λέγει ο Ζιγα­βη­νός: «Ο γρ τ καθα­ρί­σαι μόνον ρκε ποιεν καθαρν, λλ κα τέρου τινς μν δε τς γιω­σύ­νης». Πράγ­μα­τι, δεν είναι αρκε­τό μόνον να καθα­ρί­σεις τον εαυ­τόν σου. Πρέ­πει να επι­τε­λέ­σεις και την αγιο­σύ­νη. Γι’αυ­τό λέγει ο Παύ­λος: «πιτε­λοντες γιω­σύ­νην ν φόβ Θεο».

Για να το κατα­λά­βο­με, με μία εικό­να. Δεν είναι αρκε­τό να καθα­ρί­σεις από τα ζιζά­νια το χωρά­φι. Δεν είναι αρκε­τό να το σκά­ψεις και βαθιά να το αρώ­σεις, να το προ­ε­τοι­μά­σεις, αλλά να μην σπεί­ρεις. Προς τι τότε, λοι­πόν, το όργω­μα του χωρα­φιού; Εάν ο καθα­ρι­σμός από παν­τός μολυ­σμού συνι­στά την αρνη­τι­κήν όψιν του αγια­σμού, η άσκη­σις της αρε­τής, δηλα­δή της αγιο­σύ­νης, συνι­στά την θετι­κή όψη. Είναι και τα δυο αναγ­καία να γίνουν. Και ο αγια­σμός είναι και ψυχής και σώμα­τος. Και όπως λέει ο Από­στο­λος Παύ­λος στην προς Εβραί­ους: «Κα τν για­σμόν -να επι­διώ­κε­τε-, ο χωρς οδες ψεται τν Κύριον». «Κανείς δεν θα δει το πρό­σω­πο του Κυρί­ου, χωρίς τον αγια­σμό», λέγει στο 12ο κεφά­λαιο στην προς Εβραί­ους.

Ο αγια­σμός, αγα­πη­τοί, δεν είναι απλώς η άσκη­σις μερι­κών αρε­τών. Αλλά είναι ο δια­πο­τι­σμός ολο­κλή­ρου της υπάρ­ξε­ως από την αγιό­τη­τα. Και αυτή η αγιό­τη­τα όχι αυτό­νο­μη, για­τί έτσι μ’ αρέ­σει. Αλλά «ν φόβ Θεο», λέει ο Παύ­λος. Δηλα­δή ο φόβος του Θεού θα είναι εκεί­νος, ο οποί­ος θα τρο­φο­δο­τεί την αγιό­τη­τα και θα την συν­τη­ρεί. Θα εξαρ­τά­ται από τον φόβο του Θεού. Θα είναι εξάρ­τη­μα του φόβου του Θεού. Επι­μέ­νω σ’ αυτό. Για­τί αλλιώ­τι­κα δημιουρ­γού­με την αυτό­νο­μη αγιό­τη­τα, ηθι­κή έξω από τον Θεό, από ένα καπρί­τσιο μας, για­τί έτσι μας αρέ­σει. Όχι. Μία τέτοια αγιό­τη­τα απο­βάλ­λε­ται, απορ­ρί­πτε­ται από τον Θεό. Και αυτός ο φόβος του Θεού θα είναι εκεί­νος που θα περι­φρου­ρεί την αγιό­τη­τα. Και μάλι­στα με τα καγ­κε­λά­κια της ταπει­νώ­σε­ως. Έτσι θα περι­φρου­ρεί την αγιό­τη­τα. Θέλεις να μην χάσεις καμία αρε­τή; Και να μειω­θεί η αγιό­τη­τά σου; Έχε ταπεί­νω­ση. Ποια αρε­τή θέλεις; Την αγά­πη; Βάλε την σφρα­γί­δα της ταπει­νώ­σε­ως. Ποια αρε­τή θέλεις; Την ελεη­μο­σύ­νη; Βάλε την αρε­τή της ταπει­νώ­σε­ως. Ποια αρε­τή θέλεις; Την αγνό­τη­τα; Βάλε την αρε­τή της ταπει­νο­φρο­σύ­νης. Η αρε­τή της ταπει­νο­φρο­σύ­νης θα μπαί­νει σαν σφρα­γί­δα στην κάθε αρε­τή, είτε σωμα­τι­κή, είτε πνευ­μα­τι­κή. Έτσι και καυ­χη­θή­κα­με, αγα­πη­τοί μου, ότι είμα­στε κάτι, για­τί πετύ­χα­με εγκρά­τεια, για­τί πετύ­χα­με αγνό­τη­τα, δηλα­δή δεν βάλο­με την σφρα­γί­δα της ταπει­νο­φρο­σύ­νης, θα ανα­πο­δο­γυ­ρι­στού­με. Θα τα χάσο­με όλα.

Αγα­πη­τοί, έχο­με ρητή την εντο­λή του Θεού. «γιοι γίνε­σθε, τι γ γιος εμί». «Να γίνε­σθε άγιοι, για­τί Εγώ είμαι Άγιος». Έτσι έχο­με το πρό­τυ­πον του αγια­σμού μας, που είναι ο Κύριος. Γι’αυ­τό σας είπα, δεν θα έχο­με αγιό­τη­τα αυτό­νο­μον. Και το «καθ’ μοί­ω­σιν» ‑που πλα­στή­κα­με «κατ’ εκόνα κα καθ’ μοί­ω­σιν»- το «καθ’ μοί­ω­σιν» θα βρί­σκει την πλη­ρό­τη­τά του εις αυτόν τον αγια­σμό.

Μας ανα­φέ­ρει ο Παύ­λος- δεν μετα­φρά­ζω: «Παρα­καλ ον μς, δελ­φοί, δι τν οκτιρμν το Θεο, παραστσαι τ σώμα­τα μν θυσί­αν ζσαν(:τα σώμα­τά σας θυσία ζων­τα­νή), γίαν, εάρε­στον τ Θε, τν λογικν λατρεί­αν –«λογι­κή» θα πει πνευ­μα­τι­κή- μν, κα μ συσχη­μα­τί­ζε­σθαι τ αἰῶνι τούτ(:μη γίνε­σθε μία φόρ­μα με τον κόσμον τού­τον, με τον αιώ­να αυτόν), λλ μετα­μορ­φοσθαι τ νακαι­νώ­σει το νος μν, ες τ δοκι­μά­ζειν μς τί τ θέλη­μα το Θεο, τ γαθν κα εάρε­στον κα τέλειον».

Ναι. Ο αγια­σμός, αγα­πη­τοί, δεν είναι μόνον ο μη συσχη­μα­τι­σμός με τον κόσμον. Αλλά και η πνευ­μα­τι­κή θυσία. Ψυχής και σώμα­τος θυσία. Τσι­τσι­ρί­ζε­σαι όταν θέλεις να μεί­νεις εγκρα­τής και δεν θες να παρα­συρ­θείς από την ανη­θι­κό­τη­τα. Σαν να μπαί­νεις επά­νω στη σχά­ρα με τα κάρ­βου­να αναμ­μέ­να ‑όπως προ­σε­φέ­ρε­το επί εσχά­ρας το κρέ­ας του θυσια­ζο­μέ­νου ζώου. Γι’αυ­τό λέει: «Να προ­σφέ­ρε­τε θυσία τα σώμα­τά σας, ζώσα θυσία». Είναι λοι­πόν η πνευ­μα­τι­κή θυσία και της ψυχής και του σώμα­τος. Είναι η μετα­μόρ­φω­σις, όπως μας λέει ο Παύ­λος, σε μια και­νού­ρια, ἐν Ἁγίῳ Πνεύ­μα­τι νοο­τρο­πία. «Τ νακαι­νώ­σει το νος μν». Και ο πλή­ρης συν­το­νι­σμός στο θέλη­μα του Θεού. Τι το θέλη­μα του Κυρί­ου· το ευά­ρε­στον και τέλειον. Τότε, με αυτές τις προ­ϋ­πο­θέ­σεις, τότε, οι υπο­σχέ­σεις του Θεού, θα μας κατα­στή­σουν κατοι­κη­τή­ριά Του. Τότε θα έρθει ο Κύριος να κατοι­κή­σει μέσα μας. Τότε γίνον­ται πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Θέλε­τε; Αυτό λέγε­ται και αυτό είναι η πνευ­μα­τι­κή ζωή.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

ψηφιο­ποί­η­ση και επι­μέ­λεια της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας:

Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση ομι­λί­ας δια χει­ρός του αξιο­τί­μου κ. Αθα­να­σί­ου Κ.

  • https://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_628.mp3

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ”)

Εἴμε­θα λαός τοῦ Θεοῦ;

«Καὶ ἔσο­μαι αὐτῶν Θεός, καὶ αὐτοὶ ἔσον­ταί μοι λαός» (B’ Kop. 6,16)

ΠΡΟΦΗΤΙΚΑ λόγια τῆς Π. Δια­θή­κης ὑπεν­θυ­μί­ζει ὁ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος στοὺς χρι­στια­νοὺς τῆς Κορίν­θου στήν περι­κο­πὴ αὐτή. Εἶνε λόγια ἀπὸ τὰ βιβλία Ἔξο­δος, Λευ­ϊ­τι­κόν, καί μάλι­στα ἀπὸ τον προ­φή­τη Ιεζε­κι­ήλ (37,26–28). Τους λέει ὅτι, ἀφ ̓ ὅτου πιστεύ­σα­τε στὸ Χρι­στό, ἀπο­τε­λεῖ­τε μιὰ ἰδιαί­τε­ρη πολι­τεία ποὺ ὀνο­μά­ζε­ται λαὸς τοῦ Θεοῦ. Πλη­σιά­σα­τε στὸ Θεό, καὶ ὁ Θεὸς πλη­σί­α­σε σ’ ἐσᾶς καὶ περ­πα­τεῖ ἀνά­με­σά σας. Ἦλθε τόσο κον­τά σας, ὥστε γίνα­τε ἕνας ναός, μέσα στὸν ὁποῖο ὁ Θεὸς κατοι­κεῖ καὶ λατρεύ­ε­ται. Ὁ ἱ. Χρυ­σό­στο­μος ἑρμη­νεύ­ον­τας αὐτὴ τὴν περι­κο­πὴ (ΙΓ ́ ὁμ. εἰς Β ́ Κορ., 3) παρα­τη­ρεῖ «“Ἐνοι­κή­σω ἐν ναοῖς καὶ ἐμπε­ρι­πα­τή­σω”, τὴν πλεί­ο­να πρὸς αὐτοὺς σχέ­σιν δηλῶν. Ἐννόη­σον τίς ἐμπε­ρι­πα­τεῖ σοι, τίς ἐνοι­κεῖ…», δηλα­δή μὲ τὰ λόγια αὐτὰ δεί­χνει «τὴ στε­νό­τε­ρη σχέ­σι μ’ αὐτούς… Σκέ­ψου ποιός περ­πα­τεῖ ἀνά­με­σά σου, ποιός κατοι­κεῖ ἐντός σου» (Ε.Π.Ε. 19[81], 370). Μέσα σὲ τοῦ­το τὸν κόσμο, συνε­χί­ζει ὁ Παῦ­λος τὰ προ­φη­τι­κά λόγια, εἶσθε βέβαια μειο­ψη­φία, ἀλλὰ μπο­ρεῖ­τε νὰ μὴν ἀφο­μοιω­θῆ­τε ἀπ’ αὐτόν. Ἔχε­τε ὑπο­χρέ­ω­σι νὰ ζῆτε μ’ ἕναν ἄλλο τρό­πο, μιὰ ἁγία ζωή, ὄχι ὅπως θέλει ὁ κόσμος, ἀλλ’ ὅπως θέλει ὁ Θεός. Γι’ αὐτὸ ξεχω­ρί­στε ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ τὴ νοο­τρο­πία του, μὴ μιμεῖ­σθε καὶ μὴν ἀγγί­ζε­τε τὴν ἀκά­θαρ­τη ζωή του. Μ’ αὐτὰ δὲν ἐννοῶ νὰ βγῆ­τε τοπι­κῶς ἀπὸ τὸν κόσμο, νὰ ἐγκα­τα­λεί­ψε τε τὸν κόσμο. Δὲν σᾶς λέω νὰ κατα­φύ­γε­τε ὅλοι στὰ σπή­λαια καὶ νὰ γίνε­τε μονα­χοί. Μεί­νε­τε μέ σα στὴν κοι­νω­νία, ἀλλὰ νὰ ζήσε­τε κατὰ τὸ εὐαγ­γέ­λιο.

Ναί, μειο­ψη­φία ἀπο­τε­λοῦν οἱ γνή­σιοι χρι­στια­νοί, μειο­ψη­φία ποὺ δια­φέ­ρει ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Διό­τι ἂν δὲν δια­φέ­ρῃ, ὅπως εἴπα­με καὶ ἄλλο­τε, θὰ λέγων­ται μὲν χρι­στια­νοί, ἀλλὰ στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα θὰ εἶνε κι αὐτοὶ εἰδω­λο­λά­τρες. Ἕνας δὲ πραγ­μα­τι­κός χρι­στια­νός, ὅπως ἐκή­ρυτ­τε ὁ ἱ. Χρυ­σό­στο­μος, μπο­ρεῖ μὲ τὸ ζῆλο του νὰ διορ­θώ­σῃ ὁλό­κλη­ρο δῆμο, ὁλό­κλη­ρο λαό. Κι ὅτι αὐτὸ μπο­ρεῖ νὰ γίνῃ πραγ­μα­τι­κό­της, ἔχου­με παρά­δειγ­μα τοὺς πρώ­τους ἀπο­στό­λους, ποὺ μὲ τὴ φωτει­νὴ διδα­σκα­λία καὶ τὴν ἁγία ζωή τους περιώ­δευ­σαν ἔθνη καὶ λαοὺς καὶ ἵδρυ­σαν τὶς τοπι­κὲς χρι­στια­νι­κὲς ἐκκλη­σί­ες.

Καὶ ἐρω­τᾶ­ται Ἐμεῖς ποὺ ζοῦ­με στὰ τέλη τοῦ 20οῦ αἰῶ­νος, μικροὶ καὶ μεγά­λοι, μπο­ροῦ­με νὰ λεγώ­με­θα λαὸς τοῦ Θεοῦ; Δυστυ­χῶς ἀξία δακρύ­ων εἶνε ἡ κατά­στα­σί μας. Εἴμα­στε λαὸς τοῦ Θεοῦ; Ἄς προ­σπα­θή­σου­με ν ̓ ἀπαν­τή­σου­με εἰλι­κρι­νῶς σ’ αὐτὸ τὸ ἐρώ­τη­μα ἀνα­φέ­ρον­τας μερι­κὰ παρα­δείγ­μα­τα.

* * *

Εἴμα­στε λαὸς τοῦ Θεοῦ; Ἂν ἤμα­σταν λαὸς τοῦ Θεοῦ, κανείς δὲν θὰ τολ­μοῦ­σε νὰ βλα­σφη­μή­σῃ τὸ Χρι­στό. Ὅποιος βλα­σφη­μεῖ τὸ Χρι­στό, τὴν ὑπε­ρα­γία Θεο­τό­κο καὶ τοὺς ἁγί­ους, αὐτὸς δὲν πρέ­πει νὰ ὀνο­μά­ζε­ται χρι­στια­νός, οὔτε κἂν ἄνθρω­πος, ἀλλ ̓ οὔτε καὶ διά­βο­λος ̇ διό­τι, ὅπως λέει ἡ Γρα­φή, «καὶ τὰ δαι­μό­νια πιστεύ­ου­σι καὶ φρίσ­σου­σι» (Ἰακ. 2,19). Ὁ δὲ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτω­λὸς ἔλε­γε Ἂν ὑβρί­σῃς τὴ μάνα μου καὶ τὸν πατέ­ρα μου, σὲ συγ­χω­ρῶ ἀλλ ̓ ἂν ὑβρί­σῃς τὸ Χρι­στὸ καὶ τὴν Πανα­γία, δὲν ἔχω μάτια νὰ σὲ δῶ. Ἄλλο­τε στὴν πατρί­δα μας δὲν ἀκου­γό­ταν βλα­σφη­μία. Σήμε­ρα ἡ βλα­σφη­μία εἶνε τόσο ἐξα­πλω­μέ­νη, ὥστε κι ἀπὸ τηλε­ο­ρά­σεις καὶ ῥαδιό­φω­να ἀκού­γον­ται αἰσχρὲς βλα­σφη­μί­ες καὶ οὐδείς κατα­διώ­κε­ται. Γίνε­ται μάλι­στα καὶ σκέ­ψις μετα­ξὺ τῶν ἐπι­σή­μων, ν’ ἀπο­ποι­νι­κο­ποι­η­θῇ ἡ βλα­σφη­μία, δηλα­δὴ οἱ βλά­σφη­μοι νὰ μὴ κατα­διώ­κων­ται ποι­νι­κῶς· κατα­διώ­κε­ται ὅμως ὅποιος τολ­μή­σῃ νὰ ὑβρί­σῃ τὸν ἀνώ­τα­το ἄρχον­τα τῆς πολι­τεί­ας. Μεγά­λος, βλέ­πε­τε, εἶνε ὁ πρω­θυ­πουρ­γός, μεγά­λος ὁ πρό­ε­δρος τῆς δημο­κρα­τί­ας, ἀλλὰ μικρός, πολύ μικρὸς ὁ Χρι­στός. Καὶ νὰ σκε­φθῇ κανείς, ὅτι ἦταν κάπο­τε ἐπο­χὴ ποὺ βλα­σφη­μία δὲν ἀκου­γό­ταν κι ὁ βλά­σφη­μος δὲν εἶχε θέσι στὴν Ἑλλά­δα, στὴν ἑλλη­νι­κὴ Μικρά Ασία καὶ στὸν Πόν­το…

Εἴμα­στε λαὸς τοῦ Θεοῦ; Ἂν ἤμα­σταν λαὸς τοῦ Θεοῦ, δὲν θὰ ὑπῆρ­χε τόση δια­φθο­ρά, σαρ­κο­λα­τρία, ἐξα­χρεί­ω­σι τοῦ τύπου καὶ τῶν λοι­πῶν μέσων μαζι­κῆς ἐνη­με­ρώ­σε­ως, κλο­πή, σπα­τά­λη, ἀδι­κία, ἐκμε­τάλ­λευ­σις, μέθη, ψευ­δορ­κία, χαρ­το­παι­ξία, μαγεία, σατα­νι­σμός, φόνοι, γυμνι­σμός, πορ­νεία, μοι­χεία, ανδρι­κὴ ἐνδυ­μα­σία καὶ ἀνά­λο­γη ἀλλα­γὴ στὴν ψυχο­σύν­θε­σι τῶν γυναι­κῶν, θηλυ­πρέ­πεια τῶν ἀνδρῶν, σκάν­δα­λα, ποι­κί­λα ἄλλα ἐγκλή­μα­τα, ἀμέ­τρη­τα νυκτε­ρι­νά κέν­τρα δια­σκε­δά­σε­ως, ὅπου ἡ νεο­λαία δια­σκε­δά­ζει μέχρι τῶν πρω­ϊ­νῶν ὡρῶν, ἐνῷ στὶς ἐκκλη­σί­ες δὲν ἐκκλη­σιά­ζε­ται παρά μόνο το 2% τῶν χρι­στια­νῶν μας κι αὐτοὶ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖ­στον μεγά­λης ἡλι­κί­ας…

Εἴμα­στε λαὸς τοῦ Θεοῦ; Ἂν ἤμα­σταν λαὸς τοῦ Θεοῦ, οἱ ἄνδρες καὶ οἱ γυναῖ­κες ποὺ ἔρχον­ται σὲ γάμο, θὰ γεν­νοῦ­σαν ὅσα παι­διὰ τοὺς δίνει ὁ Θεὸς καὶ θὰ τὰ ἀνέ­τρε­φαν σωστά, ἐνῷ τώρα γονεῖς καὶ για­τροί γίνον­ται παι­δο­κτό­νοι. Σύμ­φω­να μὲ τὰ ἀπο­τε­λέ­σμα­τα μιᾶς ἐρεύ­νης οἱ ἐκτρώ­σεις — ποὺ δὲν διώ­κον­ται πλέ­ον ποι­νι­κῶς — ἔχουν φθά­σει τίς 500.000 το χρό­νο! Φρί­ξον ἥλιε, ἀνα­στέ­να­ξον γῆ. Πῶς μᾶς ἀνέ­χε­ται ὁ Θεός; Ἔκτρω­σι = φόνος. Σέ μιά δια­δή­λω­σι κατὰ τῶν ἐκτρώ­σε­ων ἡ πινα­κί­δα, ποὺ κρα­τοῦ­σε ἕνα μικρὸ παι­δί, ἔγρα­φε «Μάνα, για­τί μὲ σκο­τώ­νεις;». Ἀλοί­μο­νό μας! Ἀπὸ πλευ­ρᾶς δὲ δημο­γρα­φι­κῆς συν­τε­λεῖ­ται μία γενο­κτο­νία πρω­το­φα­νής. Στή γει­το­νι­κή μας Τουρ­κία Ἕνας πεθαί­νει καὶ δώδε­κα Τοῦρ­κοι γεν­νιῶν­ται· ἐδῶ ἕνας Ἕλλη­νας πεθαί­νει καὶ μισὸς γεν­νιέ­ται… Εἴμα­στε λαὸς τοῦ Θεοῦ; Ἂν ἤμα­σταν λαὸς τοῦ Θεοῦ, πολ­λοὶ ἀπὸ τοὺς νέους μας ποὺ εἰσά­γον­ται στὰ ἀνώ­τα­τα ἐκπαι­δευ­τι­κά ἱδρύ­μα­τα θὰ προ­σέρ­χον­ταν στίς τάξεις τοῦ κλή­ρου, θὰ γίνον­ταν κλη­ρι­κοί. Δυστυ­χῶς αὐτὸ δὲν συμ­βαί­νει. Ἔχου­με ἔλλει­ψι ἱερέ­ων. Καὶ ἐκπλη­ρώ­νε­ται στὶς ἡμέ­ρες μας μία φοβε­ρά προ­φη­τεία ποὺ λέει, ὅτι θά ‘ρθη και­ρὸς ποὺ δὲν θὰ γίνων­ται κλη­ρι­κοὶ καὶ οἱ χρι­στια­νοὶ θὰ βαδί­ζουν χιλιό­με­τρα γιὰ νὰ βροῦν ὀρθό­δο­ξον ἱερέα. Στὰ ἀκρι­τι­κὰ ἰδί­ως χωριά, ὅπου ἡ ἀνάγ­κη εἶνε μεγα­λύ­τε­ρη, το πρό­βλη­μα εἶνε πιό ὀξύ. 2.000 ἐφη­με­ρια­κές θέσεις εἶνε κενές. Τὸ παι­δά­κι μας νὰ γίνῃ δάσκα­λος, καθη­γη­τής, δικη­γό­ρος, για­τρός, ἀξιω­μα­τι­κός,… παπᾶς ὄχι!

Εἴμα­στε λαὸς τοῦ Θεοῦ; Ἂν ἤμα­σταν λαὸς τοῦ Θεοῦ, ὅλη ἡ νομο­θε­σία τοῦ κρά­τους μας θὰ ἦταν σύμ­φω­νη μὲ τὸ Εὐαγ­γέ­λιο. Δὲν θὰ εἴχα­με οὔτε ἕνα νόμο τῆς πολι­τεί­ας ποὺ νὰ ἔρχε­ται σὲ σύγ­κρου­σι μὲ τὸν αἰώ­νιο νόμο τοῦ Θεοῦ. Ἐνῷ τώρα βλέ­πει κανεὶς νὰ ψηφί­ζων­ται κατὰ και­ροὺς πλῆ­θος ἀντι­χρι­στια­νι­κοὶ νόμοι. Ἄλλο­τε ἐν ὀνό­μα­τι τοῦ ἐκσυγ­χρο­νι­σμοῦ καταρ­γοῦν ἐκκλη­σια­στι­κοὺς κανό­νας ἁγί­ων συνό­δων καὶ πατέ­ρων. Ἄλλο­τε ἐν ὀνό­μα­τι τῆς δημο­κρα­τί­ας ἐπι­τρέ­πουν στοὺς αἱρε­τι­κοὺς καὶ ἀλλο­θρή­σκους νὰ κινοῦν­ται ἀνε­νό­χλη­τοι καὶ νὰ προ­πα­γαν­δί­ζουν μέσα στὴν πατρί­δα μας ἱδρύ­ον­τας σταθ­μοὺς καὶ τυπο­γρα­φεία. Ἄλλο­τε γιὰ λόγους σκο­τει­νούς μεταρ­ρυθ­μί­ζουν τὴν παι­δεία, καταρ­γοῦν τὴ διδα­σκα­λία τῆς ὡραί­ας ἑλλη­νι­κῆς γλώσ­σης ὅπου ἐγρά­φη τὸ Εὐαγ­γέ­λιο καὶ τὰ ἔργα τῶν μεγά­λων πατέ­ρων καὶ διδα­σκά­λων, καθιε­ρώ­νουν τὴ δημο­τι­κὴ καὶ τὸ μονο­το­νι­κό σύστη­μα. Ἄλλο­τε ἐν ὀνό­μα­τι δῆθεν τῆς ἐπι­στή­μης ἐπι­τρέ­πουν νὰ διδά­σκων­ται στὰ σχο­λεῖα θεω­ρί­ες ἀνα­πό­δει­κτες καὶ ὑλι­στι­κές, ὅπως π.χ. ὅτι ὁ ἄνθρω­πος δὲν εἶνε δημιούρ­γη­μα τοῦ Θεοῦ ἀλλὰ κατά­γε­ται ἀπὸ τὸν πίθη­κο. Ἄλλο­τε ἐν ὀνό­μα­τι τοῦ ἐξευ­ρω­παϊ­σμοῦ τρο­πο­ποιοῦν τὸ οἰκο­γε­νεια­κό δίκαιο, ἐξι­σώ­νουν σὲ ὅλα τὴ γυναῖ­κα καὶ τὴ χει­ρα­φε­τοῦν ἀπὸ τὸν ἄνδρα, ἀφή­νουν ἀσύ­δο­τη καὶ χωρίς πει­θαρ­χία τὴ νεο­λαία νὰ σαπί­ζῃ μέσα στὴ δια­φθο­ρά. Ἄλλο­τε εἰσά­γουν τὸν πολι­τι­κὸ «γάμο» μὲ τὴν ἀξί­ω­σι νὰ εἶνε ἰσό­κυ­ρος μὲ τὸ ἱερὸ μυστή ριο τοῦ ἐκκλη­σια­στι­κοῦ γάμου. Ἄλλο­τε νομι­μο­ποιοῦν καὶ χρη­μα­το­δο­τοῦν τὶς ἐκτρώ­σεις, ποὺ εἶνε ὠμός φόνος. Ἄλλο­τε ὄχι μόνο ἀπο­γυ­μνώ­νουν τὴν Ἐκκλη­σία ἀπὸ τὴν περιου­σία της, ἀλλὰ καὶ θέλουν νὰ ἐπεμ­βοῦν στὰ ἐσω­τε­ρι­κά της καὶ νὰ τὴν κομ­μα­τι­κο­ποι­ή­σουν. Ἄλλο­τε… Κι ἀκό­μη βρι­σκό­μα­στε στὴν ἀρχὴ τοῦ κακοῦ. Δὲν τὸ μάθα­τε, δὲν τ ̓ ἀκού­σα­τε; Γίνε­ται συζή­τη­σις περὶ ῥιζι­κῆς ἀνα­θε­ω­ρή­σε­ως του Συν­τάγ­μα­τος, σὰν νὰ μὴν ἔφθα­ναν οἱ τρο­πο­ποι­ή­σεις τοῦ παρελ­θόν­τος. Καὶ ἐνῷ σὲ ὅλα τὰ μέχρι τώρα συν­τάγ­μα­τα ὡρί­ζε­το ῥητῶς, ὅτι ὁ ἀνώ­τα­τος ἄρχων πρέ­πει ὁπωσ­δή­πο­τε νὰ εἶνε χρι­στια­νὸς ὀρθό­δο­ξος, ἡ βου­λὴ τῶν Ἑλλή­νων αὐτὸ τὸ ἔσβη­σε καὶ σήμε­ρα μπο­ρεῖ νὰ ἐκλε­γῇ πρό­ε­δρος δημο­κρα­τί­ας καὶ ὀπα­δὸς ὁποιασ­δή­πο­τε θρη­σκεί­ας, ἀρκεῖ μόνο νὰ εἶνε Ἕλλη­νας. Δηλα­δή, μπο­ρεῖ νὰ ἐκλε­γῇ καὶ μασό­νος καὶ ἄθε­ος καὶ χιλια­στὴς καὶ ὁποιοσ­δή­πο­τε ἄλλος. Ποῦ εἶσαι, Κολο­κο­τρώ­νη καὶ οἱ ἄλλοι ἀεί­μνη­στοι ἄνδρες τοῦ 21, ποὺ θεσπί­σα­τε τὸ σύν­ταγ­μα τῆς Ἑλλά­δος νὰ ἀρχί­ζῃ «Εἰς τὸ ὄνο­μα τῆς ἁγί­ας καὶ ὁμο­ου­σί­ου καὶ ἀδιαι­ρέ­του Τριά­δος»! Τώρα κι αὐτὸ σὲ λίγο θ ̓ ἀφαι­ρε­θῇ!

Εἴμα­στε λαός τοῦ Θεοῦ; Ἂν ἤμα­σταν λαὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ θεσμὸς τῆς οἰκο­γε­νεί­ας θὰ ἦταν ἀδιά­λυ­τος. Θὰ ἴσχυε ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ «Ὃ ὁ Θεὸς συνέ­ζευ­ξεν, ἄνθρω­πος μὴ χωρι­ζέ­τω» (Ματθ. 19,6) καὶ δια­ζύ­για δὲν θὰ ὑπῆρ­χαν. Στά παλαιό­τε­ρα χρό­νια τὰ ἀνδρό­γυ­να ἦταν ἀγα­πη­μέ­να καὶ ἀχώ­ρι­στα διὰ βίου. Μόνο τὸ φτυά­ρι τοῦ νεκρο­θά­φτη χώρι­ζε τὸ ἀνδρό­γυ­νο ἢ κάτι ἀκό­μη χει­ρό­τε­ρο, ἡ συζυ­γι­κὴ ἀπι­στία, δηλα­δὴ ἡ μοι­χεία, γιὰ τὴν ὁποία τὸ παρα­χω­ρεῖ καὶ ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ. Τόση ἀγά­πη εἶχαν, ὥστε ὑπῆρ­χαν περι­πτώ­σεις ποὺ τὸ πρωΐ πέθαι­νε ὁ ἄνδρας καὶ τὸ βρά­δι ἡ γυναί­κα. Το δια­ζύ­γιο ἦταν ἄγνω­στο. Τώρα; Ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἕνα καὶ μόνο λόγο, γιὰ τὸν ὁποῖο ἐπι­τρέ­πει τὸ Εὐαγ­γέ­λιο τὸ δια­ζύ­γιο, θεσπί­σθη­καν πλῆ­θος ἄλλοι λόγοι, κ ̓ ἔτσι φθά­σα­με νὰ ζητοῦν καὶ νὰ παίρ­νουν δια­ζύ­γιο προ­βάλ­λον­τας ἀσή­μαν­τες ἀφορ­μές, γιά ψύλ­λου πήδη­μα ὅπως λέει ἡ παροι­μία, ἢ καὶ γιὰ τὸ τίπο­τα. Αφ ̓ ὅτου ἰδί­ως ψηφί­σθη­κε ὁ πολι­τι­κὸς «γάμος», τὰ δια­ζύ­για αὐξή­θη­καν ἀκό­μη περισ­σό­τε­ρο. Δὲν εἶνε ὑπερ­βο­λὴ νὰ ποῦ­με, ὅτι ἀπὸ τὶς ἐκτρώ­σεις ζοῦν οἱ για­τροί κι ἀπὸ τὰ δια­ζύ­για οἱ δικη­γό­ροι…

Εἴμα­στε λαός τοῦ Θεοῦ; Ἂν ἤμα­σταν λαὸς τοῦ Θεοῦ… Ἀλλ ̓ ἂς μὴ προ­χω­ρή­σου­με ἄλλο στὴν ἔρευ­να. Φτά­νουν αὐτὰ τὰ στοι­χεῖα γιὰ νὰ δοθῇ ἡ ἀπάν­τη­σι στὸ ἐρώ­τη­μα.

Θὰ πῆτε Καί ποιός φταί­ει γι’ αὐτὴ τὴν κατά­στα­σι; Ἡ εὐθύ­νη γιὰ τὸ ἐλε­ει­νό κατάν­τη­μα τοῦ τόπου μας βαρύ­νει ὅλους. Ἰδί­ως ὅμως εὐθύ­νε­ται ἡ ἐκκλη­σία, ποὺ ἔπρε­πε νὰ μάχε­ται στὴν πρώ­τη γραμ­μή γιὰ τὴν ἐξυ­γί­αν­σι καὶ τὴν κατὰ Χρι­στὸν καλ­λιέρ­γεια τοῦ τόπου μας. Δυστυ­χῶς ὅμως ἡ ἐκκλη­σία ἀμε­λεῖ, ἀπου­σιά­ζει, ἢ ἀσχο­λεῖ­ται περὶ ἄλλα.

Ἔτσι ὅπως γίνα­με σήμε­ρα, δυστυ­χῶς δὲν εἴμα­στε εὐσε­βής χρι­στια­νι­κός λαός. Δὲν τιμοῦ­με καὶ δὲν λατρεύ­ου­με τὸν Κύριο. Μᾶλ­λον μοιά­ζου­με μὲ τοὺς Ἰου­δαί­ους ποὺ τὸν σταύ­ρω­σαν. Μήπως δὲν τὸν σταυ­ρώ­νου­με κ ̓ ἐμεῖς καθη­με­ρι­νῶς μὲ τὴ συμ­πε­ρι­φο­ρά μας; Ἐν τού­τοις ὁ Χρι­στός, ὁ ἐλευ­θε­ρω­τής τῆς πατρί­δος καὶ εὐερ­γέ­της τοῦ γένους μας στὸν ὁποῖο οἱ προ­πά­το­ρές μας τοῦ ’21 ἔχουν κάνει τάμα, τάμα ἀνεκ­πλή­ρω­το μέχρι στιγ­μῆς, νὰ κτι­σθῇ πρὸς δόξαν του ἕνας περί­λαμ­προς ναός, δὲν μᾶς ἐγκα­τέ­λει­ψε. Ἐξα­κο­λου­θεῖ νὰ δεί­χνῃ μὲ ὅλους τοὺς τρό­πους τὴν ἀγά­πη καὶ τὴν πρό­νοιά του. Ἀκού­γε­ται ὅμως καὶ τὸ παρά­πο­νο τοῦ Χρι­στοῦ γιὰ μᾶς ̇ ἕνα παρά­πο­νο ὅμοιο μ’ ἐκεῖ­νο ποὺ εἶχε γιὰ τοὺς Ἰου­δαί­ους, ὅπως τὸ ἐκφρά­ζει συγ­κι­νη­τι­κὰ ἕνας ὕμνος τῆς Μ. Εβδο­μά­δος «…Λαός μου, τί ἐποί­η­σά σοι, καὶ τί μοι ἀντα­πέ­δω­κας; Ἀντὶ τοῦ μάν­να, χολήν· ἀντὶ τοῦ ὕδα­τος, ὄξος· ἀντὶ τοῦ ἀγα­πᾷν με, σταυ­ρῷ με προ­ση­λώ­σα­τε…».

Λαὸς τοῦ Θεοῦ! Ἂς ἐλπί­σου­με, ὅτι θ ̓ ἀνα­τεί­λουν καλύ­τε­ρες ἡμέ­ρες στὸ ἔθνος μας καὶ ἡ Ἑλλάς, ἡ μικρά μας πατρί­δα, θὰ γίνῃ καὶ πάλι χώρα ἁγί­ων, λαὸς τοῦ Θεοῦ, ποὺ θὰ ἐργα­σθῇ ἱερα­πο­στο­λι­κῶς γιὰ νὰ ἐξα­πλω­θῇ παν­τοῦ ἡ Ὀρθο­δο­ξία, τὸ καύ­χη­μα καὶ ἡ ἐλπί­δα μας.

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek