ΚΥΡΙΑΚΗ Κ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ

Αποστολική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ Κ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ - ΓΑΛ. (Α΄ 11 - 19)

προς Γαλάτας, κεφάλαιο Α΄,εδάφια 11-19

11 Γνωρίζω δὲ ὑμῖν, ἀδελφοί, τὸ εὐαγγέλιον τὸ εὐαγγελισθὲν ὑπ’ ἐμοῦ ὅτι οὐκ ἔστι κατὰ ἄνθρωπον· 12 οὐδὲ γὰρ ἐγὼ παρὰ ἀνθρώπου παρέλαβον αὐτὸ οὔτε ἐδιδάχθην, ἀλλὰ δι’ ἀποκαλύψεως ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. 13 ᾿Ηκούσατε γὰρ τὴν ἐμὴν ἀναστροφήν ποτε ἐν τῷ ᾿Ιουδαϊσμῷ, ὅτι καθ’ ὑπερβολὴν ἐδίωκον τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπόρθουν αὐτήν, 14 καὶ προέκοπτον ἐν τῷ ᾿Ιουδαϊσμῷ ὑπὲρ πολλοὺς συνηλικιώτας ἐν τῷ γένει μου, περισσοτέρως ζηλωτὴς ὑπάρχων τῶν πατρικῶν μου παραδόσεων. 15 ῞Οτε δὲ εὐδόκησεν ὁ Θεὸς ὁ ἀφορίσας με ἐκ κοιλίας μητρός μου καὶ καλέσας διὰ τῆς χάριτος αὐτοῦ 16 ἀποκαλύψαι τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἐν ἐμοί, ἵνα εὐαγγελίζωμαι αὐτὸν ἐν τοῖς ἔθνεσιν, εὐθέως οὐ προσανεθέμην σαρκὶ καὶ αἵματι, 17 οὐδὲ ἀνῆλθον εἰς ῾Ιεροσόλυμα πρὸς τοὺς πρὸ ἐμοῦ ἀποστόλους, ἀλλὰ ἀπῆλθον εἰς ᾿Αραβίαν, καὶ πάλιν ὑπέστρεψα εἰς Δαμασκόν. 18 ῎Επειτα μετὰ ἔτη τρία ἀνῆλθον εἰς ῾Ιεροσόλυμα ἱστορῆσαι Πέτρον, καὶ ἐπέμεινα πρὸς αὐτὸν ἡμέρας δεκαπέντε· 19 ἕτερον δὲ τῶν ἀποστόλων οὐκ εἶδον εἰ μὴ ᾿Ιάκωβον τὸν ἀδελφὸν τοῦ Κυρίου.

11 Σας καθιστώ δε γνωστόν, αδελφοί, ότι το Ευαγγέλιον, το οποίον εγώ εκήρυξα εις σας δεν είναι έργον ανθρώπου και δεν εκφράζει σκέψεις ανθρώπων. 12 Διότι εγώ-όπως άλλωστε και οι άλλοι Απόστολοι-δεν έχω παραλάβει αυτό από άνθρωπον ούτε το εδιδάχθην από άνθρωπον, αλλά το παρέλαβα κατ’ ευθείαν δι’ αποκαλύψεων, τας οποίας ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός μου εφανέρωσε. 13 Βεβαίως και σεις οι ίδιοι έχετε πληροφορηθή την ζωήν και συμπεριφοράν που είχα, όταν έμενα πιστός εις την θρησκείαν των Εβραίων και ακολουθούσα όσα ο Ιουδαϊσμός εδίδασκε. Εχετε δηλαδή πληροφορηθή ότι, επηρεασμένος βαθύτατα από τας παλαιάς διδασκαλίας του Νομου και τα έθιμα των Ιουδαίων, κατεδίωκα με πολύν φανατισμόν και σκληρότητα την Εκκλησίαν του Χριστού και προσπαθούσα να την ερημώσω και αφανίσω. 14 Χαρις δε στον φανατισμόν μου αυτόν προώδευα στον Ιουδαϊσμόν παραπάνω από πολλούς ομοεθνείς συνομήλικάς μου, διότι εδείκνυα περισσότερον από αυτούς ζήλον δια τας πατροπαραδότους παραδόσεις μας. 15 Οταν δε ευδόκησεν ο πανάγαθος Θεός, ο οποίος με είχε ξεχωρίσει και προορίσει από την κοιλίαν ακόμη της μητρός μου, και με εκάλεσε δια της χάριτος του 16 να αποκαλύψη εις την καρδίαν και την ψυχήν μου τον Υιόν αυτού, δια να τον κηρύττω ως Σωτήρα εις τα έθνη, αμέσως δεν εζήτησα από κανένα άνθρωπον συμβουλήν και καθοδήγησιν δια την μεγάλην αυτήν κλήσιν. 17 Ούτε ανέβηκα εις τα Ιεροσόλυμα, δια να συναντήσω και συμβουλευθώ τους Αποστόλους, που είχαν κληθή προ εμού στο αποστολικόν έργον, αλλ’ ανεχώρησα εις τα μέρη της Αραβίας και πάλιν επέστρεψα εις Δαμασκόν. 18 Επειτα, τρία έτη μετά την ημέραν που εκλήθην από τον Χριστόν, ανέβηκα εις τα Ιεροσόλυμα, δια να συναντήσω και γνωρίσω προσωπικώς τον Πετρον και έμεινα κοντά του δεκαπέντε μόνον ημέρας. 19 Αλλον δε από τους Αποστόλους δεν είδα, παρά μόνον τον Ιάκωβον, τον αδελφόν του Κυρίου.

11 Σας γνωστοποιώ λοιπόν, αδελφοί, ότι το Ευαγγέλιο που σας κήρυξα δεν αποτελεί ανθρώπινη επινόηση. 12 Διότι όχι μόνο οι υπόλοιποι απόστολοι, αλλά κι εγώ δεν το παρέλαβα ούτε το διδάχθηκα από κάποιον άνθρωπο, αλλά το παρέλαβα με αποκάλυψη του Θεού, ο οποίος απευθείας μου φανέρωσε και μου αποκάλυψε τον Κύριο Ιησού. 13 Και το ότι το Ευαγγέλιο μου παραδόθηκε με υπερφυσική αποκάλυψη από τον ίδιο τον Θεό, αποδεικνύεται από τη δράση μου στο παρελθόν. Διότι ασφαλώς έχετε ακούσει για τη διαγωγή που έδειξα κάποτε, όταν ακολουθούσα το νόμο και τα έθιμα των Ιουδαίων. Ακούσατε δηλαδή ότι καταδίωκα υπερβολικά την Εκκλησία του Θεού και προσπαθούσα να την καταστρέψω. 14 Και προόδευα στον Ιουδαϊσμό περισσότερο από πολλούς συνομήλικους συμπατριώτες μου και έδειχνα περισσότερο ζήλο απ’ αυτούς για τις παραδόσεις που κληρονομήσαμε από τους πατέρες μας. 15 Όταν όμως ευαρεστήθηκε ο Θεός, ο οποίος με ξεχώρισε και με διάλεξε από τον καιρό ακόμη που ήμουν στην κοιλιά της μητέρας μου, και με κάλεσε με τη χάρη του, χωρίς εγώ από τα έργα μου να είμαι άξιος για μία τέτοια εκλογή, 16 να αποκαλύψει στο βάθος της ψυχής μου τον Υιό του, για να τον κηρύττω στα έθνη, αμέσως δεν συμβουλεύθηκα σάρκα και αίμα, δηλαδή κάποιον θνητό άνθρωπο, 17 ούτε ανέβηκα στα Ιεροσόλυμα για να συναντήσω τους αποστόλους που είχαν κληθεί πριν από μένα στο αποστολικό αξίωμα, αλλά πήγα στην Αραβία και πάλι επέστρεψα στη Δαμασκό. 18 Έπειτα, μετά από τρία χρόνια από τότε που είχα επιστρέψει στο Χριστό, ανέβηκα στα Ιεροσόλυμα για να γνωρίσω από κοντά τον Πέτρο, κι έμεινα μαζί του δεκαπέντε μέρες. 19 Άλλον από τους αποστόλους δεν είδα, παρά μόνο τον Ιάκωβο, τον αδελφό του Κυρίου. 

11 Πρέπει δὲ νὰ γνωρίζετε, ἀδελφοί, ὅτι τὸ εὐαγγέλιο, ποὺ κηρύχθηκε ἀπὸ μένα, δὲν εἶναι ἀνθρωπίνη ἐπινόησι. 12 Oὔτε δὲ ἐγὼ τὸ παρέλαβα ἀπὸ ἄνθρωπο, οὔτε τὸ διδάχθηκα, ἀλλὰ μοῦ τὸ ἀποκάλυψε ὁ Ἰησοῦς Xριστός. 13 Ἀσφαλῶς ἀκούσατε γιὰ τὴ διαγωγή μου ἄλλοτε στὸν Ἰουδαϊσμό, ὅτι ὑπερβολικὰ καταδίωκα τὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ καὶ προσπαθοῦσα νὰ τὴν καταστρέψω. 14 Kαὶ προώδευα στὸν Ἰουδαϊσμὸ περισσότερο ἀπὸ πολλοὺς συνομηλίκους μου στὸ ἔθνος μου, διότι εἶχα περισσότερο ζῆλο γιὰ τὶς παραδόσεις τῶν πατέρων μου. 15 Ὅταν δὲ εὐδόκησε ὁ Θεός, ποὺ μὲ ξεχώρισε ἀπὸ τὴν κοιλία τῆς μητέρας μου καὶ μὲ κάλεσε λόγῳ τῆς εὐσπλαγχνίας του 16 νὰ μοῦ ἀποκαλύψῃ τὸν Yἱό του, γιὰ νὰ τὸν κηρύττω στοὺς ἐθνικούς, ἀμέσως ἀπέφυγα νὰ προστρέξω σὲ ἀνθρώπους. 17 Oὔτε ἀνέβηκα στὰ Ἱεροσόλυμα πρὸς τοὺς πρὶν ἀπὸ μένα ἀποστόλους. Ἀλλὰ πῆγα στὴν Ἀραβία, καὶ πάλι ἐπέστρεψα στὴ Δαμασκό. 18 Ἔπειτα, μετὰ τρία ἔτη, ἀνέβηκα στὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ νὰ γνωρίσω τὸν Πέτρο, καὶ ἔμεινα κοντά του δεκαπέντε ἡμέρες. 19 Ἄλλον δὲ ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους δὲν εἶδα, παρὰ τὸν Ἰάκωβο, τὸν ἀδελφὸ τοῦ Kυρίου. 

Ιερός Χρυσόστομος (Ερμηνεία Περικοπής)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ

«Γνωρίζω δὲ ὑμῖν, ἀδελφοί, τὸ εὐαγγέλιον τὸ εὐαγγελισθὲν ὑπ’ ἐμοῦ ὅτι οὐκ ἔστι κατὰ ἄνθρωπον· οὐδὲ γὰρ ἐγὼ παρὰ ἀνθρώπου παρέλαβον αὐτὸ οὔτε ἐδιδάχθην, ἀλλὰ δι’ ἀποκαλύψεως ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ(:Σας γνωστοποιώ, λοιπόν, αδελφοί, ότι το Ευαγγέλιο που σας κήρυξα δεν αποτελεί ανθρώπινη επινόηση· διότι όχι μόνο οι υπόλοιποι απόστολοι, αλλά κι εγώ δεν το παρέλαβα ούτε το διδάχθηκα από κάποιον άνθρωπο, αλλά το παρέλαβα με αποκάλυψη του Θεού, ο Οποίος απευθείας μου φανέρωσε και μου αποκάλυψε τον Κύριο Ιησού)»[Γαλ.1,11-12].

Πρόσεξε ότι με κάθε τρόπο υποστηρίζει αυτό θερμώς, ότι έγινε μαθητής του Χριστού, όχι με την μεσολάβηση ανθρώπου, αλλά αφού ο Ίδιος αυτοπροσώπως τον έκρινε άξιο να αποκαλύψει σε αυτόν όλη την αλήθεια. Και ποια απόδειξη υπάρχει για όσους απιστούν, Παύλε, ότι ο Θεός σου αποκάλυψε αυτοπροσώπως, και όχι διαμέσου κάποιου άλλου, εκείνα τα απόρρητα μυστήρια; «Η μεταστροφή μου από την προηγούμενη κατάσταση στην οποία βρισκόμουν», λέγει· «διότι αν εκείνος που ενήργησε την αποκάλυψη δεν ήταν ο Θεός, δεν θα δεχόμουνα τόσο ακαριαία μεταβολή· διότι εκείνοι μεν οι οποίοι διδάσκονται από ανθρώπους, όταν είναι διακαείς και φανατικοί στα αντίθετα, χρειάζονται χρόνο και επινοητικότητα πολλή για να πενθούν· εκείνος όμως ο οποίος μεταβλήθηκε τόσο ακαριαία και ανένηψε και σε αυτό ακόμη το αποκορύφωμα της μανίας στο οποίο βρισκόταν καταδιώκοντας τους Χριστιανούς, είναι ολοφάνερο ότι επειδή αξιώθηκε θεϊκής οράσεως και διδασκαλίας, για τον λόγο αυτόν αμέσως επανήλθε στην τέλεια υγεία».

Για τον λόγο αυτόν αναγκάζεται να διηγηθεί την προηγούμενη του μεταστροφή και καλεί αυτούς ως μάρτυρας των όσων έγιναν· «διότι για το ότι μεν ο μονογενής Υιός του Θεού με έκρινε άξιο για να με καλέσει ο ίδιος αυτοπροσώπως από τον ουρανό, εσείς δεν γνωρίζετε- διότι πώς είναι δυνατόν, εφόσον δεν ήσασταν παρόντες; Αλλά το ότι ήμουν φανατικός διώκτης το γνωρίζετε · διότι μέχρι και εσάς διαδόθηκε ο φανατισμός μου, αν και ήταν μεγάλη η απόσταση μεταξύ Παλαιστινίων και Γαλατών· ώστε δεν θα έφθανε τόσο μακρά η φήμη εάν αυτά που συνέβησαν δεν γίνονταν με τόση πολλή και ανυπόφορη σε όλους υπερβολή».

Για τούτο και λέγει: «κούσατε γὰρ τὴν ἐμὴν ἀναστροφήν ποτε ἐν τῷ ᾿Ιουδαϊσμῷ, ὅτι καθ’ ὑπερβολὴν ἐδίωκον τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπόρθουν αὐτήν,(:Και το ότι το Ευαγγέλιο μου παραδόθηκε με υπερφυσική αποκάλυψη από τον ίδιο τον Θεό, αποδεικνύεται από τη δράση μου στο παρελθόν·, διότι ασφαλώς έχετε ακούσει για τη διαγωγή που έδειξα κάποτε, όταν ακολουθούσα τον νόμο και τα έθιμα των Ιουδαίων. Ακούσατε δηλαδή ότι καταδίωκα υπερβολικά την Εκκλησία του Θεού και προσπαθούσα να την εξολοθρεύσω)»[Γαλ.1,13]. Βλέπεις πως το καθένα το γράφει με έμφαση και δεν ντρέπεται; Όχι λοιπόν απλώς εδίωκε, αλλά και με κάθε υπερβολή, και όχι μόνο εδίωκε αλλά και πολεμούσε, δηλαδή επιχειρούσε να σβήσει την εκκλησία, να την καταστρέψει και να την κατακρημνίσει, να την αφανίσει· διότι αυτό είναι έργο εκείνου που πολεμάει για κάτι.

«Καὶ προέκοπτον ἐν τῷ ᾿Ιουδαϊσμῷ ὑπὲρ πολλοὺς συνηλικιώτας ἐν τῷ γένει μου, περισσοτέρως ζηλωτὴς ὑπάρχων τῶν πατρικῶν μου παραδόσεων(:Και προόδευα στον ιουδαϊσμό περισσότερο από πολλούς συνομήλικους συμπατριώτες μου και έδειχνα περισσότερο ζήλο απ’ αυτούς για τις παραδόσεις που κληρονομήσαμε από τους πατέρες μας)»[Γαλ.1,14]. Για να μη νομίσεις λοιπόν ότι το πράγμα προερχόταν από θυμό, δείχνει ότι από ζήλο τα έκανε όλα, αν και όχι κατ’ επίγνωση, ούτε από κενοδοξία, ούτε για να εκδικηθεί κάποια έχθρα, αλλά «από υπερβολικό ζήλο για τις παραδόσεις που κληρονομήσαμε από τους πατέρες μας».

Εκείνο λοιπόν το οποίο εννοεί εδώ, είναι αυτό· «εάν όσα έκανα εναντίον της εκκλησίας, τα έκανα κινούμενος όχι από ανθρώπινα πάθη, αλλά από ζήλο θεϊκό- εσφαλμένο μεν, αλλά πάντως ζήλο-, πώς τώρα που τρέχω υπέρ της εκκλησίας και έχω γνωρίσει την αλήθεια είναι δυνατόν να ενεργώ από κενοδοξία; Διότι εάν όταν έσφαλα δεν επικρατούσε σε μένα τέτοιο πάθος, αλλά ο ζήλος του Θεού με οδήγησε σε αυτό πολύ περισσότερο, όταν γνώρισα την αλήθεια, δικαίως θα έπρεπε να απαλλαγώ από κάθε τέτοια υπόνοια· διότι συγχρόνως μεταστράφηκα προς την πίστη της εκκλησίας και αποστράφηκα κάθε ιουδαϊκή προκατάληψη, και επέδειξα εδώ πολύ περισσότερο ζήλο· πράγμα το οποίο είναι σημείο ότι αληθώς μεταστράφηκα, και ότι κατέχομαι από θείο ζήλο· διότι, εάν δεν ήταν αυτό, τι άλλο, πες μου, θα προκαλούσε τόσο μεγάλη μεταβολή ώστε να αλλάξω την τιμή με την ατιμία, την άνεση με τους κινδύνους και την ανάπαυση με την ταλαιπωρία; Τίποτε άλλο δεν είναι, παρά μόνο ο έρωτας της αλήθειας».

«τε δὲ εὐδόκησεν ὁ Θεὸς ὁ ἀφορίσας με ἐκ κοιλίας μητρός μου καὶ καλέσας διὰ τῆς χάριτος αὐτοῦ, ἀποκαλύψαι τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἐν ἐμοί, ἵνα εὐαγγελίζωμαι αὐτὸν ἐν τοῖς ἔθνεσιν, εὐθέως οὐ προσανεθέμην σαρκὶ καὶ αἵματι, (:Όταν όμως ευαρεστήθηκε ο Θεός, ο οποίος με ξεχώρισε και με διάλεξε από τον καιρό ακόμη που ήμουν στην κοιλιά της μητέρας μου και με κάλεσε με τη χάρη Του, χωρίς εγώ από τα έργα μου να είμαι άξιος για μια τέτοια εκλογή, να αποκαλύψει στο βάθος της ψυχής μου τον Υιό Του, για να Τον κηρύττω στα έθνη, αμέσως δεν συμβουλεύτηκα σάρκα και αίμα, δηλαδή κάποιον θνητό άνθρωπο)»[Γαλ.1,15-16].Πρόσεξε τι προσπαθεί να δείξει εδώ, ότι και κατά τον χρόνο κατά τον οποίο εγκαταλείφτηκε, για κάποια απόρρητη οικονομία παραμελήθηκε· διότι εάν από την κοιλία της μητρός του προορίστηκε να γίνει απόστολος και να κληθεί σε αυτήν τη διακονία, κλήθηκε όμως τότε, και μόλις κλήθηκε υπάκουσε, είναι φανερό ότι για κάποια απόρρητη αιτία ανέβαλλε ο Θεός μέχρι τότε.

Ποια είναι λοιπόν αυτή η οικονομία; Ίσως έχοντας ακούσει το προοίμιο έχετε απορήσει γιατί δεν κάλεσε αυτόν μαζί με τους δώδεκα· αλλά για να μην κάνω μακρότερο τον λόγο, απομακρυνόμενος από εκείνο το οποίο επείγει, παρακαλώ την αγάπη σας να μη μαθαίνει τα πάντα από εμένα, αλλά και μόνοι σας να ζητείτε, και τον Θεό να παρακαλείτε να σας αποκαλύπτει. Και σε σας βέβαια έχει εκφωνηθεί κάποιος λόγος γι’ αυτά, όταν μιλούσαμε για την αλλαγή της ονομασίας αυτού και για ποιο λόγο, ενώ ονομαζόταν Σαύλος, τον ονόμασε Παύλο· αν όμως έχετε λησμονήσει, αφού διαβάσετε εκείνο το βιβλίο, θα τα γνωρίσετε όλα αυτά. Εν τω μεταξύ όμως ας έλθουμε στη συνέχεια, και ας εξετάσουμε πώς δείχνει πάλι ότι τίποτε το ανθρώπινο δεν έγινε γύρω από αυτόν, αλλά όλα έγιναν από τον Θεό, ο Οποίος προνοούσε γι΄αυτόν με πολλή φροντίδα.

«Καὶ καλέσας διὰ τῆς χάριτος αὐτοῦ (: Και με κάλεσε με τη χάρη Του, χωρίς εγώ από τα έργα μου να είμαι άξιος για μια τέτοια εκλογή)· τι σκεος κλογς μοί στιν οτος(: διότι Τον διάλεξα εγώ)έλεγε προς τον Ανανία- το βαστάσαι τ νομά μου νώπιον θνν κα βασιλέων υἱῶν τε σραήλ (:για να βαστάσει και να διαδώσει το κήρυγμα για το όνομά μου και το ευαγγέλιό μου, και να το μεταφέρει με τις περιοδείες του ενώπιον εθνικών και βασιλέων και των σημερινών απογόνων του Ισραήλ)»[Πράξ.9,15], δηλαδή ικανός να υπηρετήσει και να επιδείξει μέγα έργο· και αυτήν την αιτία της κλήσεως εκθέτει.

Ο Παύλος, από την άλλη μεριά, παντού διακηρύττει ότι το παν είναι έργο της χάριτος και της άρρητης φιλανθρωπίας του Θεού λέγοντας έτσι: «λλ δι τοτο λεθην, να ν μο πρτ νδεξηται ᾿Ιησος Χριστς τν πσαν μακροθυμαν, πρς ποτπωσιν τν μελλντων πιστεειν π’ ατ ες ζων αἰώνιον(:Αλλά ακριβώς γι’ αυτό ελεήθηκα, για να δείξει ο Ιησούς Χριστός σε μένα περισσότερο από κάθε άλλον όλη τη μακροθυμία, ώστε να χρησιμεύσω ως υπόδειγμα σε εκείνους που πρόκειται να πιστέψουν σε Αυτόν και να κληρονομήσουν έτσι την αιώνια ζωή)»[Α΄Τιμ.1,16]. Είδες υπερβολή ταπεινοφροσύνης; «Για τον λόγο αυτόν ελεήθηκα εγώ», λέγει, «για να μην απελπιστεί κανείς, εφόσον εγώ, ο κάκιστος όλων των ανθρώπων, απόλαυσα φιλανθρωπίας από τον Θεό»· διότι αυτό φανερώνει όταν λέγει «για να δείξει την όλη μακροθυμία Του πρώτα σε εμένα και να χρησιμεύσω ως πρότυπο σε εκείνους οι οποίοι μελλοντικώς θα πιστέψουν σε Αυτόν».

«ἀποκαλύψαι τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἐν ἐμοί (:να αποκαλύψει στο βάθος της ψυχής μου τον Υιό Του)». Αλλού επίσης λέγει ο Χριστός: «Οδες πιγινώσκει τίς στιν υός, ε μ πατήρ, κα τίς στιν πατήρ, ε μ υἱὸς κα ἐὰν βούληται υἱὸς ποκαλύψαι(:Κανείς δεν γνωρίζει τον Πατέρα στο βάθος και στην ουσία Του, παρά μόνο ο Υιός. Σε κάποιο βαθμό βέβαια Τον γνωρίζει κι εκείνος στον οποίο ο Υιός θα θελήσει να του Τον αποκαλύψει)»[Λουκά 10,22]. Είδες ότι και ο Πατήρ αποκαλύπτει τον Υιό και ο Υιός τον Πατέρα; Έτσι και ως προς τη δόξα και ο Υιός δοξάζει τον Πατέρα και ο Πατήρ τον Υιό· «Δόξασόν σου τν υόν(:Δόξασε τον Υιό σου και ως προς την ανθρώπινη φύση του)», λέγει, «να κα υός σου δοξάσ σε(:για να σε δοξάσει και ο Υιός σου με την απολύτρωση και τη σωτηρία των ανθρώπων, η οποία θα ολοκληρωθεί με τη θυσία Του αυτή και με την αιώνια αρχιερατική μεσιτεία του που θα ακολουθήσει μετά απ’ αυτή)» [Ιωάν.17,1]· και «γώ σε δόξασα π τς γς, τ ργον τελείωσα δέδωκάς μοι να ποιήσω(:Εγώ γνωστοποίησα το όνομά σου στους ανθρώπους και υπάκουσα τελείως στο θέλημά σου, κι έτσι σε δόξασα πάνω στη γη· και με τη θυσία μου, την οποία θα προσφέρω σε λίγο πάνω στον σταυρό, ολοκλήρωσα τελείως το έργο που μου έδωσες να επιτελέσω)» [Ιωάν. 17,4].

Γιατί όμως δεν είπε «να αποκαλύψει τον Υιό Του σε εμένα», αλλά «στα βάθη της ψυχής μου»; Για να δείξει ότι τα της πίστεως δεν τα άκουσε μόνο με λόγια, αλλά ότι και από πολλή χάρη του Αγίου Πνεύματος έγινε πλήρης, καθώς η αποκάλυψη κατέλαμπε την ψυχή του και είχε τον ίδιο τον Χριστό ο Οποίος ομιλούσε μέσα του.

«ἵνα εὐαγγελίζωμαι αὐτὸν ἐν τοῖς ἔθνεσιν(:για να Τον κηρύττω στα έθνη)» · διότι, όχι μόνο το να πιστέψει, αλλά και η χειροτονία του από τον Θεό έγινε· «διότι μου αποκάλυψε τον εαυτό του, όχι μόνο για να Τον δω, αλλά και για να Τον φανερώσω και σε άλλους». Και δεν είπε απλώς «άλλους», αλλά «για να κηρύττω Αυτόν στα έθνη», προαναγγέλλοντας ήδη από εδώ κεφάλαιο απολογίας όχι μικρό, ενώπιον των μαθητών· διότι δεν ήταν απαραίτητο να κηρύττει παρομοίως στους Ιουδαίους και στα έθνη.

«Εὐθέως οὐ προσανεθέμην σαρκὶ καὶ αἵματι(:Αμέσως δεν συμβουλεύτηκα σάρκα και αίμα, δηλαδή κάποιον θνητό άνθρωπο)». Εδώ υπαινίσσεται τους αποστόλους, αποκαλώντας αυτούς έτσι από την ανθρώπινη φύση τους. Εάν όμως και για όλους τους ανθρώπους λέγει αυτό, ούτε εμείς θα φέρουμε αντίρρηση.

«Οὐδὲ ἀνῆλθον εἰς ῾Ιεροσόλυμα πρὸς τοὺς πρὸ ἐμοῦ ἀποστόλους(:Ούτε ανέβηκα στα Ιεροσόλυμα για να συναντήσω τους αποστόλους που είχαν κληθεί πριν από μένα στο αποστολικό αξίωμα)»[Γαλ.1,17]. Αυτούς μεν τους λόγους, εάν τους εξετάσει κανείς αυτούς καθ’ εαυτούς, φαίνονται ότι είναι πλήρεις από πολλή μεγαλοστομία και ότι απέχουν πολύ από το αποστολικό φρόνημα· διότι το να αποφασίζει κανείς στηριζόμενος μόνο στον εαυτό του και να μη συμβουλεύεται κανένα για την απόφασή του, φαίνεται ότι είναι σημείο ανοησίας· διότι «Εδον (:Είδα)», λέει ο Παροιμιαστής, «νδρα δόξαντα παρ᾿ ατ σοφν εναι, λπίδα μέντοι σχε μλλον φρων ατο (:έναν άνθρωπο, ο οποίος φαντάστηκε τον εαυτό του ότι είναι, σοφός· μεγαλύτερη ελπίδα διορθώσεως υπάρχει για έναν άφρονα, παρά για τον αυτοθαυμαζόμενο αυτόν δοκησίσοφο)»[Παροιμ.26,12]· και «Οα ο συνετο ν αυτος κα νώπιον ατν πιστήμονες(:Αλίμονο σε εκείνους οι οποίοι είναι σοφοί απέναντι στους δικούς τους οφθαλμούς και νουνεχείς κατά τη δική τους κρίση, ως τάχα τα πάντα να γνωρίζουν)» [Ησ.5,21]. Και ο ίδιος πάλι: «Μ γίνεσθε φρόνιμοι παρ᾿ αυτος(:Μη σχηματίζετε για τον εαυτό σας την ψευδαίσθηση ότι είστε συνετοί και ότι γνωρίζετε τα πάντα, ώστε να μη χρειάζεστε τις συμβουλές των άλλων)» [Ρωμ.12,16].

Αυτός λοιπόν ο οποίος τόσα άκουσε από τους άλλους, και ο ίδιος παραινεί τα ίδια σε άλλους δεν θα περιέπιπτε σε τέτοιο σφάλμα όχι επειδή ήταν ο Παύλος, αλλά ούτε ο οποιοσδήποτε άνθρωπος. Αλλά, όπως είπα, αυτή καθ’ εαυτήν εξεταζόμενη η φράση είναι δυνατόν και να κάνει να παραμονεύουν με έχθρα και να ενοχλεί μερικούς από τους ακροατές· αν όμως δείξουμε την αιτία για την οποία λέγονταν αυτά, και θα επικροτήσουν και θα θαυμάσουν όλοι εκείνον ο οποίος τα είπε.

Αυτό λοιπόν ας κάνουμε· διότι δεν πρέπει να εξετάζουμε τους λόγους καθ’ εαυτούς, διότι τότε πολλά άτοπα θα ακολουθήσουν· ούτε τη λέξη να βασανίζουμε καθ’ εαυτήν, αλλά να προσέχουμε στο πνεύμα του γράφοντος· διότι και στις δικές μας ομιλίες, εάν δεν χρησιμοποιούμε αυτόν τον τρόπο, θα υποστούμε την εχθρότητα πολλών, και όλα θα κατακρημνιστούν. Και τι χρειάζεται να λέμε για τους λόγους, εκεί όπου και για τα πράγματα, αν δεν τηρεί κανείς αυτόν τον κανόνα, όλα θα γίνουν άνω-κάτω; Διότι και οι ιατροί και κόπτουν και θραύουν ορισμένα οστά, αλλά και οι ληστές πολλές φορές κάνουν αυτά. Πόσης αθλιότητας λοιπόν θα ήταν σημείο, αν δεν μπορούσαμε να διακρίνουμε τον ληστή από τον ιατρό; Επίσης οι δολοφόνοι και οι μάρτυρες τα ίδια βασανιστήρια υπομένουν· αλλά υπάρχει μεγάλη απόσταση μεταξύ των δύο. Και εάν δεν τηρούμε αυτόν τον κανόνα, δεν θα δυνηθούμε να γνωρίσουμε αυτά, αλλά και τον Ηλία θα ονομάσουμε δολοφόνο, και τον Σαμουήλ και τον Φινεές, ενώ τον Αβραάμ και παιδοκτόνο, εάν πρόκειται να εξετάζουμε τα πράγματα γυμνά, χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη σε αυτά την προαίρεση εκείνων οι οποίοι τα πράττουν.

Ας εξετάσουμε λοιπόν και του Παύλου τη σκέψη, για την οποία έγραφε αυτά· ας δούμε τον σκοπό του, και ποιος ήταν γενικώς για τους αποστόλους, και τότε θα γνωρίσουμε με ποια προαίρεση λέγονταν αυτά· διότι ούτε υποτιμώντας εκείνους, ούτε εξυψώνοντας τον εαυτό του είπε αυτά ή τα προηγούμενα· διότι πώς είναι δυνατόν, εφόσον και τον εαυτό του αναθεμάτισε; Αλλά τα είπε αυτά, διαφυλάττοντας παντού την ασφάλεια του ευαγγελίου· διότι επειδή έλεγαν όσοι τον πολεμούσαν ότι έπρεπε να ακολουθεί τους αποστόλους, οι οποίοι δεν εμπόδιζαν αυτά, και όχι τον Παύλο ο οποίος τα εμποδίζει, και από αυτό το σημείο σιγά σιγά εισαγόταν η ιουδαϊκή πλάνη, αναγκάζεται να αντισταθεί γενναίως προς αυτά, όχι επειδή θέλει να πει κακό για τους αποστόλους, αλλά θέλοντας να καταστείλει την αφροσύνη εκείνων οι οποίοι εσφαλμένως εξυψώνουν τους εαυτούς τους.

Για τον λόγο αυτόν γράφει: «Δεν συμβουλεύτηκα ανθρώπους»· διότι θα ήταν η μεγίστη ατοπία, αυτός ο οποίος διδάχτηκε από τον ίδιο τον Θεό, να συμβουλεύεται ανθρώπους· διότι ο μεν διδασκόμενος από ανθρώπους, δικαιολογημένα λαμβάνει ως κοινωνούς πάλι ανθρώπους· αλλά εκείνος ο οποίος αξιώθηκε εκείνης της θείας και μακαρίας φωνής, και διδάχτηκε τη σοφία από Αυτόν ο οποίος έχει τον θησαυρό, για ποιο λόγο να συμβουλεύεται ανθρώπους; Διότι αυτός θα ήταν εύλογο όχι να μαθαίνει από ανθρώπους, αλλά να διδάσκει ανθρώπους. Δεν έλεγε αυτά λοιπόν από αφροσύνη, αλλά για να δείξει το αξίωμα του δικού του κηρύγματος.

«Οὐδὲ ἀνῆλθον εἰς ῾Ιεροσόλυμα (:Ούτε ανέβηκα στα Ιεροσόλυμα)», λέγει, «πρὸς τοὺς πρὸ ἐμοῦ ἀποστόλους (:για να συναντήσω τους αποστόλους που είχαν κληθεί πριν από μένα στο αποστολικό αξίωμα)»[Γαλ.1,17]· διότι επειδή συνεχώς αυτό έλεγαν, ότι πριν από αυτόν ήσαν εκείνοι, ότι πριν από αυτόν κλήθηκαν, «δεν ανήλθα προς εκείνους», λέγει· διότι εάν έπρεπε να συναντήσει τους αποστόλους, Εκείνος ο οποίος του αποκάλυψε το κήρυγμα, θα έδινε εντολή στον Παύλο και γι’ αυτό. Τι λοιπόν, δεν ανήλθε εκεί; Βεβαίως και ανήλθε, και όχι απλώς ανήλθε αλλά και για να μάθει κάτι από αυτούς. Πότε; Όταν στην πόλη των Αντιοχέων, η οποία επέδειξε πολύ ζήλο, έγινε κατά θείο θέλημα σύναξη γι’ αυτό το ίδιο θέμα, για το οποίο πρόκειται και τώρα και συζητούσαν, ποιο από τα δύο πρέπει, να περιτέμνονται οι εξ εθνών προερχόμενοι πιστοί, ή να μην τους αναγκάζουν να υφίστανται τίποτε τέτοιο, τότε ανήλθε αυτός ο ίδιος ο Παύλος και ο Σίλας.

Πώς λοιπόν, λέγει, «δεν ανήλθα στα Ιεροσόλυμα, ούτε συμβουλεύτηκα τους αποστόλους»; Διότι πρώτα μεν δεν ανήλθε από μόνος του, αλλά στάλθηκε από άλλους· και δεύτερον δεν ήλθε για να μάθει, αλλά για να πείσει άλλους· διότι αυτός μεν από την αρχή αυτήν τη γνώμη είχε, την οποία μετά από αυτά επικύρωσαν και οι απόστολοι, ότι δηλαδή δεν πρέπει να περιτέμνονται· επειδή δε έως τότε δεν φαινόταν σε αυτούς ότι είναι αξιόπιστος, αλλά ακολουθούσαν αυτούς που βρίσκονταν στα Ιεροσόλυμα, ανήλθε, όχι για να γνωρίσει αυτός κάτι περισσότερο, αλλά για να πείσει όσους αντέλεγαν, ότι και αυτοί που βρίσκονταν στα Ιεροσόλυμα αυτά προτιμούν. Έτσι και από την αρχή κατανοούσε τα πρέποντα και κανένα διδάσκαλο δεν χρειαζόταν, αλλά αυτά τα οποία με πολλή διάκριση επρόκειτο να επικυρώσουν οι απόστολοι, αυτά ο Παύλος πριν από τη διάκριση είχε άνωθεν μέσα του ακλόνητα.

Και γράφοντας γι’ αυτά ο Λουκάς έλεγε, ότι απηύθυνε μακρό και διεξοδικό λόγο γι’ αυτά ο Παύλος προς αυτούς και πριν έλθει στα Ιεροσόλυμα[Πράξ.15,2: «Γενομένης ον στάσεως κα ζητήσεως οκ λίγης τ Παύλ κα τ Βαρνάβ πρς ατούς, ταξαν ναβαίνειν Παλον κα Βαρνάβαν καί τινας λλους ξ ατν πρς τος ποστόλους κα πρεσβυτέρους ες ερουσαλμ περ το ζητήματος τούτου(:Επειδή λοιπόν δημιουργήθηκε αναστάτωση και μεγάλη συζήτηση ανάμεσα σε αυτούς και στον Παύλο και τον Βαρνάβα, για να τα αναιρέσουν αυτά, αποφάσισαν να ανεβούν ο Παύλος και ο Βαρνάβας και μερικοί άλλοι απ’ αυτούς στα Ιεροσόλυμα προς τους αποστόλους και τους πρεσβυτέρους, για να λυθεί εκεί αυθεντικά και οριστικά το ζήτημα αυτό)»]. Επειδή όμως στους αδελφούς φάνηκε καλό να μάθουν και από εκείνους, ανήλθε, όχι για τον εαυτό του, αλλά χάριν εκείνων. Και εάν λέγει «δεν ανήλθα», είναι για να πει ότι ούτε στην αρχή του κηρύγματος ανήλθε, ούτε όταν ανήλθε, ανήλθε για να μάθει. Και μάλιστα και τα δύο αυτά γνωστοποιεί, λέγοντας: «εὐθέως οὐ προσανεθέμην σαρκὶ καὶ αἵματι (:αμέσως δεν συμβουλεύτηκα σάρκα και αίμα, δηλαδή κάποιον θνητό άνθρωπο)». Δεν είπε απλώς «δεν συμβουλεύτηκα», αλλά «αμέσως». Και αν μετά από αυτά ανήλθε, δεν το έκανε για να προσλάβει κάτι.

«ἀλλὰ ἀπῆλθον εἰς ᾿Αραβίαν (:αλλά πήγα στην Αραβία)». Κοίταξε κοχλάζουσα ψυχή· προσπαθούσε με ζήλο να κυριεύσει τους τόπους οι οποίοι ακόμη δεν είχαν καλλιεργηθεί, αλλά βρίσκονταν ακόμη σε αγριότερη κατάσταση· διότι εάν ανέμενε μαζί με τους αποστόλους, ενώ δεν είχε τίποτε να μάθει, θα εμποδιζόταν το κήρυγμα· αλλά έπρεπε αυτοί να διαδώσουν τον λόγο παντού. Για τον λόγο αυτόν αυτός ο μακάριος, κοχλάζοντας από τη χάρη του Πνεύματος, άρχιζε αμέσως τη διδασκαλία ανθρώπων βαρβάρων και αγρίων, εκλέγοντας βίο πλήρη αγωνίας και πολλού κόπου.

Και πρόσεξε την ταπεινοφροσύνη· διότι αφού είπε: «ἀπῆλθον εἰς ᾿Αραβίαν (: πήγα στην Αραβία)», πρόσθεσε και «καὶ πάλιν ὑπέστρεψα εἰς Δαμασκόν (:και πάλι επέστρεψα στη Δαμασκό)». Δεν λέγει τα κατορθώματά του, ούτε ποιους κατήχησε και πόσους, αν και βεβαίως από τότε που βαπτίστηκε τόσο ζήλο έδειξε, ώστε να ταράσσονται οι Ιουδαίοι· και τόση οργή προκάλεσε σε αυτούς, ώστε να τον παραμονεύουν και να θέλουν να τον φονεύσουν και αυτοί και οι Έλληνες· πράγμα το οποίο δεν θα συνέβαινε, εάν δεν πρόσθετε πολλούς πιστούς σε εκείνους που ήδη είχαν πιστέψει. Επειδή λοιπόν ηττώντο στη διδασκαλία, οδηγούνταν σε φόνο, πράγμα το οποίο ήταν καθαρό σημείο της νίκης του Παύλου. Αλλά δεν άφησε αυτόν ο Χριστός να πεθάνει, προφυλάσσοντας αυτόν για να συνεχίζει το κήρυγμα.

Αλλά όμως τίποτε δεν λέγει από τα κατορθώματα αυτά· έτσι, όσα λέγει πάντα, δεν τα λέγει από φιλοδοξία, ούτε για να νομιστεί ο μεγαλύτερος των αποστόλων, ούτε οργιζόμενος για το ότι υποτιμάται, αλλά φοβούμενος μήπως από αυτό προκληθεί ζημία στο κήρυγμα. Και μάλιστα ονομάζει έκτρωμα τον εαυτό του, και πρώτο από τους αμαρτωλούς και τελευταίο από τους αποστόλους, και ανάξιο της προσηγορίας του αποστόλου· και αυτά έλεγε αυτός ο οποίος κοπίασε περισσότερο από όλους, πράγμα το οποίο είναι σημείο μεγάλης ταπεινοφροσύνης· διότι ο εκείνος που δεν γνωρίζει κανένα καλό στον εαυτό του και ομιλεί με ταπεινό τρόπο για τον εαυτό του, δεν είναι ταπεινόφρων, αλλά ευγνώμονας· αυτός όμως ο οποίος μετά από τόσους στεφάνους λέγει τέτοια, εκείνος είναι αυτός που γνωρίζει να μετριοφρονεί.

«Και πάλι επέστρεψα», λέγει, «στη Δαμασκό». Και όμως, πόσα θα πρέπει να κατόρθωσε αυτός εκεί; Διότι για την πόλη αυτήν λέγει ότι τη φρουρούσε ο εθνάρχης του βασιλέως Αρέτα, επειδή ήθελε να συλλάβει αυτόν τον μακάριο [Β΄Κορ.11,32: «ν Δαμασκ θνάρχης ρέτα το βασιλέως φρούρει τν Δαμασκηνν πόλιν πιάσαι με θέλων, κα δι θυρίδος ν σαργάν χαλάσθην δι το τείχους κα ξέφυγον τς χερας ατο(:Στη Δαμασκό ο διοικητής που είχε διοριστεί από τον βασιλιά Αρέτα, φρουρούσε την πόλη των Δαμασκηνών, επειδή ήθελε να με συλλάβει. Κι από κάποιο παράθυρο με κατέβασαν κάτω μέσα σε δικτυωτό καλάθι, μέσα από κάποιο άνοιγμα του τείχους της πόλεως, και ξέφυγα από τα χέρια του)»]· πράγμα το οποίο ήταν μεγίστη απόδειξη του ότι έντονα και με όλες τους τις δυνάμεις τον κατεδίωκαν οι Ιουδαίοι. Αλλά τίποτε από αυτά δεν λέγει εδώ, ούτε θα έγραφε αυτά εκεί τότε, αν και τότε δεν έβλεπε ότι η περίσταση απαιτούσε την διήγηση, αλλά θα το αποσιωπούσε· όπως ακριβώς λοιπόν και τώρα, που λέγει ότι ήλθε και απήλθε, καθόλου δεν προβάλλει τα όσα έγιναν εδώ.

«῎Επειτα μετὰ ἔτη τρία ἀνῆλθον εἰς ῾Ιεροσόλυμα ἱστορῆσαι Πέτρον(:(:Έπειτα, μετά από τρία χρόνια από τότε που είχα επιστρέψει στον Χριστό, ανέβηκα στα Ιεροσόλυμα για να γνωρίσω από κοντά τον Πέτρο)»[Γαλ. 1,18]. Τι θα μπορούσε να είναι ταπεινοφρονέστερο αυτής της ψυχής; Μετά από τόσα και τέτοια κατορθώματα, μην έχοντας ανάγκη σε τίποτε τον Πέτρο, ούτε τη διδασκαλία του, αλλά ενώ ήταν ισότιμος με αυτόν, διότι δεν θα πω τίποτε περισσότερο έως εδώ, ανέρχεται παρ΄όλ’ αυτά στον Πέτρο ως προς μεγαλύτερο και πρεσβύτερο· και αιτία της εκεί αποδημίας του είναι μόνο η γνωριμία με τον Πέτρο. Βλέπεις πώς αποδίδει σε αυτούς την πρέπουσα τιμή, και όχι μόνο καλύτερο, αλλά ούτε ίσο με εκείνους θεωρεί τον εαυτό του; Και αυτό είναι φανερό από αυτήν την αποδημία· διότι όπως ακριβώς πολλοί από τους δικούς μας αδελφούς αποδημούν προς αγίους άντρες, έτσι αισθανόταν και ο Παύλος τότε, όταν απήλθε στον Πέτρο· ή μάλλον και πολύ ταπεινότερο· διότι οι μεν σημερινοί αποδημούν για να ωφεληθούν· ενώ τότε ο μακάριος εκείνος, ούτε για να μάθει κάτι από αυτόν, ούτε για να δεχτεί κάποια διόρθωση, αλλά μόνο για τούτο, για να δει αυτόν και να τον τιμήσει με την παρουσία του· διότι «για να γνωρίσω», λέγει, «τον Πέτρο».

Και δεν είπε «να δω τον Πέτρο» αλλά «να γνωρίσω τον Πέτρο», όπως λέγουν εκείνοι οι οποίοι γνωρίζουν τις μεγάλες και λαμπρές πόλεις. Τόσο πολλού κόπου θεωρούσε ότι είναι άξιο και το να δει μόνο τον άντρα. Και τούτο είναι φανερό και από τις Πράξεις· διότι όταν ήλθε στα Ιεροσόλυμα, αφού μετέστρεψε πολλούς από τους εθνικούς και κατόρθωσε τόσα, όσα κανείς από τους άλλους, την Παμφυλία, την Λυκαονία, την Κιλικία, όλους αφού διόρθωσε στην περιοχή εκείνη της οικουμένης και αφού οδήγησε στον Χριστό, πρώτα μεν έρχεται στον Ιάκωβο με πολλή ταπεινοφροσύνη, ως προς μεγαλύτερο και άξιο μεγαλύτερης τιμής.

Ύστερα δέχεται να τον συμβουλεύει ο Ιάκωβος και ενώ συμβουλεύει αντίθετα των τωρινών· διότι λέγει: «Θεωρες, δελφέ, πόσαι μυριάδες εσν ουδαίων τν πεπιστευκότων, κα πάντες ζηλωτα το νόμου πάρχουσι(:Βλέπεις, αδελφέ, πόσο μεγάλος είναι ο αριθμός των Ιουδαίων που έχουν πιστέψει στον Κύριο κι έγιναν Χριστιανοί. Κι όλοι αυτοί με ζήλο υπερασπίζονται το κύρος του νόμου)»[Πράξ.21,20]«Τούτους παραλαβν γνίσθητι σν ατος κα δαπάνησον π᾿ ατος να ξυρήσωνται τν κεφαλήν, κα γνσι πάντες τι ν κατήχηνται περ σο οδέν στιν, λλ στοιχες κα ατς τν νόμον φυλάσσων(:Πάρ’ τους μαζί σου και κάνε κι εσύ μαζί τους τους αγνισμούς που ορίζει ο μωσαϊκός νόμος. Και πλήρωνε γι’ αυτούς τις δαπάνες που θα χρειαστούν για τις θυσίες που πρέπει να γίνουν για να ξυρίσουν οι άνθρωποι αυτοί τα κεφάλια τους. Κάν’ το αυτό, κι έτσι θα μάθουν όλοι ότι όσα έχουν πληροφορηθεί για σένα είναι ανυπόστατα και ότι κι εσύ βαδίζεις και συμπεριφέρεσαι σύμφωνα με τον μωσαϊκό νόμο)»[Πράξ.21,24]. Και ξυρίστηκε και όλους τους ιουδαϊκούς κανόνες επιτέλεσε· διότι όπου μεν δεν βλαπτόταν το ευαγγέλιο, ήταν ταπεινότερος από όλους· όταν όμως από την ταπεινοφροσύνη έβλεπε μερικούς να αδικούνται, δεν χρησιμοποιούσε τούτο το πλεονέκτημα· διότι τούτο δεν θα ήταν ταπεινοφροσύνη, αλλά θα έβλαπτε και θα κατέστρεφε τους μαθητές.

«Καὶ ἐπέμεινα πρὸς αὐτὸν ἡμέρας δεκαπέντε(:Και έμεινα κοντά του δεκαπέντε ημέρες)»[Γαλ.1,19]. Το να αποδημήσει μεν λοιπόν ήταν γι΄αυτόν δείγμα μεγάλης εκτιμήσεως· αλλά το και να παραμείνει τόσες ημέρες, ήταν δείγμα φιλίας και σφοδρότατης αγάπης. «τερον δὲ τῶν ἀποστόλων οὐκ εἶδον εἰ μὴ ᾿Ιάκωβον τὸν ἀδελφὸν τοῦ Κυρίου(:Άλλον από τους αποστόλους δεν είδα, παρά μόνο τον Ιάκωβο, τον αδελφό του Κυρίου)»[Γαλ.1,19]. Πρόσεξε πόσο μεγαλύτερη φιλία αισθάνεται για τον Πέτρο· διότι γι΄αυτόν αποδήμησε και σε αυτόν διέμεινε. Αυτά λοιπόν λέγω συνεχώς και ζητώ να τα θυμάστε, ώστε όταν ακούσετε αυτά τα οποία φαίνεται ότι έχει πει εναντίον του Πέτρου, κανείς να μην υποπτευτεί τον απόστολο· διότι για τον λόγο αυτόν και αυτός, για να διορθώσει εκ των προτέρων τούτο λέγει αυτά, ώστε, όταν λέει ότι «αντιστάθηκα στον Πέτρο», κανείς να μην νομίσει ότι αυτοί οι λόγοι προέρχονταν από έχθρα και φιλονικία· «διότι σε κανέναν από τους αποστόλους δεν ανήλθα», λέγει, «παρά μόνο για αυτόν».

«Άλλον από τους αποστόλους δεν είδα», λέγει, «παρά τον Ιάκωβο». «Είδα», όχι «διδάχτηκα». Αλλά πρόσεξε με πόση εκτίμηση ονόμασε και τον Ιάκωβο. Δεν είπε απλώς «Ιάκωβο», αλλά πρόσθεσε και τον επαινετικό λόγο, τόσο απαλλαγμένος από κάθε φθόνο· διότι εάν ήθελε να δηλώσει αυτόν για τον οποίο έγραφε, ήταν δυνατόν και από άλλο γνώρισμα να κάνει τούτο φανερό, και να πει «τον υιό του Κλωπά», όπως γράφει και ο ευαγγελιστής. Δεν είπε όμως έτσι, αλλά επειδή τους επαίνους των αποστόλων αισθανόταν ως δικούς του, σαν να εξυψώνει τον εαυτό του, έτσι επαινεί εκείνον. Δεν ονόμασε λοιπόν αυτόν έτσι, αλλά πώς; «Τον αδελφό του Κυρίου». Αν και βεβαίως δεν ήταν κατά σάρκα αδελφός του Κυρίου, αλλά έτσι νομιζόταν· αλλά δεν απέφυγε ούτε γι΄αυτόν τον λόγο να αποδώσει το αξίωμα στον άντρα. Και από πολλά άλλα δείχνει ότι προς όλους τους αποστόλους συμπεριφερόταν με πολλή αγάπη, όπως ήταν πρέπον σε αυτόν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-ad galatas-commentarius.pdf

  • Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στην προς Γαλάτας επιστολήν, κεφ. Α΄, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1979, τόμος 20, σελίδες 206-229.

  • Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.

  • Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.

  • Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Αρχιμ. Αθανάσιος Μυτιληναίος (ΕΙΣΑΙ ΒΕΒΑΙΟΣ ΟΤΙ ΠΙΣΤΕΥΕΙΣ ΚΑΙ ΖΕΙΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΩΣ ΟΡΘΑ;)

Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου με θέμα:

«ΕΙΣΑΙ ΒΕΒΑΙΟΣ ΟΤΙ ΠΙΣΤΕΥΕΙΣ ΚΑΙ ΖΕΙΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΩΣ ΟΡΘΑ;»

[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 21-10-1990]

[Β241]

Ο Απόστολος Παύλος, αγαπητοί μου, εις την προς Γαλάτας επιστολή του, που ανεγνώσθη προηγουμένως, μας δίδει την ευκαιρία να κάνομε μερικές σκέψεις οικοδομητικές. Η αιτία που έγραψε την επιστολή αυτή ήταν ότι μερικοί εξ Ιουδαίων Χριστιανοί, μετά από την αποχώρηση του Παύλου από τις εκκλησίες της Γαλατίας – η Γαλατία ήταν μία μεγάλη περιοχή, επαρχία ήτο της Μικράς Ασίας- άρχισαν αυτοί να καταρρακώνουν το κύρος του το αποστολικόν και να τονίζουν και να λέγουν ότι «για να γίνεις Χριστιανός, πρέπει προηγουμένως να περάσεις από τον Ιουδαϊσμόν· να τηρήσεις και να τηρείς τις νομικές διατάξεις της Παλαιάς Διαθήκης και ιδιαιτέρως μάλιστα την περιτομήν». Δηλαδή να μετέλθει κανείς την περιτομή. Να περιτμηθεί. Αυτό θα πει «να περάσει από τον Ιουδαϊσμόν», και κατόπιν να περάσει στον Χριστιανισμόν.

Ο Απόστολος Παύλος, όταν έμαθε τι αυτοί δίδασκαν και πώς συνετάρασσαν την Εκκλησία της Γαλατίας, τις εκκλησίες της Γαλατίας, έστειλε αυτή του την επιστολή. Και ήθελε να πει ότι ο Κύριος που είπε εις τον Πέτρον να διδάσκει εις τους εξ Ιουδαίων Χριστιανούς, ο ίδιος Κύριος είπε και εις τον Παύλον να διδάσκει τους ειδωλολάτρας, χωρίς να υπάρχει ανάγκη να περάσει κανείς από τον Ιουδαϊσμόν. Αυτός είναι ο κύριος σκοπός που εγράφη η προς Γαλάτας επιστολή. Και για να δείξει ότι δεν υπάρχει διάστασις μεταξύ του Παύλου που κηρύσσει μη περιτομήν και του Πέτρου που κηρύσσει στους Ιουδαίουςδεν εκήρυσσε την περιτομή, αλλά στους Χριστιανούς τους εκ περιτομής, δεν υπάρχει καμία διαφορά και ότι υπήρχε αγαθή συνεργασία, γράφει στην επιστολή του τα εξής: «πειτα μετ τη τρα νλθον ες Ιεροσλυμα στορσαι Πτρον, κα πμεινα πρς ατν μρας δεκαπντε». Λέγει ότι ανέβηκε στα Ιεροσόλυμα μετά τρία χρόνια, μετά από την επιστροφή του εις τον Χριστόν, εκεί βρήκε τον Πέτρον, του περιέγραψε τα της ιεραποστολής του και έμεινε κοντά του 15 ημέρες. Πιο κάτω γράφει στην επιστολή του: «πειτα δι δεκατεσσάρων τν πάλιν νέβην ες εροσόλυμα(:Ύστερα από δεκατέσσερα χρόνια, πάλι ξανανέβηκα στα Ιεροσόλυμα), νέβην δ κατ ποκάλυψιν(: δηλαδή, μου απεκάλυψε ο Χριστός για να ανέβω στα Ιεροσόλυμα)· κα νεθέμην ατος τ εαγγέλιον κηρύσσω ν τος θνεσιν(:τους εξέθεσα το Ευαγγέλιον που κηρύττω εις τους ειδωλολάτρας), κατ᾿ δίαν δ τος δοκοσι (:επειδή όλοι δεν ήσαν κατηρτισμένοι και μπορούσαν να παρανοήσουν και να παρεξηγήσουν, ‘’ ες τούς δοκοντας στύλους εναι’’, ότι ήσαν οι στύλοι της Εκκλησίας –όπως οι Απόστολοι και ο άγιος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος– και σ’ αυτούς, λέγει, ιδιαιτέρως τα είπα αυτά), μήπως ες κενν τρέχω δραμον(:Μήπως, λέει, τρέχω κούφια ή έχω τρέξει κούφια- Δηλαδή χωρίς αποτέλεσμα, χωρίς καρπόν)».

Ο Παύλος, όμως, προσέξτε αυτό το σημείο, ήτο θεόπνευστος, ήτο θεοδίδακτος. Και συνεπώς ό,τι εδίδασκε ήτο γνήσιο και αληθινό. Ήθελε όμως να κάνει κοινωνούς της διδασκαλίας του, των όσων εδίδασκε δηλαδή, και τους άλλους Αποστόλους. Όχι να πάρει την έγκρισή τους. Δεν υπήρχε τέτοιο θέμα. Κι όταν γράφει «μήπως έτρεξα ή τρέχω στον αέρα, στο κενό», θα λέγαμε τούτο, ο ίδιος ο Παύλος γράφει κάπου ότι ήτο «διώτης». «διώτης» στην αρχαία Ελληνική θα πει αγράμματος. Ο Ιερός Χρυσόστομος, που ερμηνεύει το χωρίο αυτό και γενικά ήταν ο θαυμαστής του Παύλου και ο εξαίσιος ερμηνευτής του Παύλου, γράφει, ο πολύς Χρυσόστομος: «διώτης Παλος;». Δηλαδή: «Αγράμματος ο Παύλος;». Όπως λοιπόν γράφει ο ίδιος για τον εαυτόν του ότι είναι αγράμματος, έτσι κι εδώ τώρα εμφανίζεται να φοβείται «μήπως ες κενν τρέχει δραμε». Δεν υπήρχε αυτή η περίπτωση. Όμως το αναφέρει. Θα έλεγα όμως ότι για τον Παύλο δεν υπήρχε, υπάρχει όμως για μας. Διότι ούτε θεόπνευστοι είμαστε, ούτε Απόστολοι είμαστε. Και θα πρέπει ακριβώς να εκφράσομε φόβους για τον εαυτό μας, σας είπα, λίγες σκέψεις θα πούμε, που αφορούν στην οικοδομή μας, πρέπει λοιπόν να φοβόμαστε τον εαυτό μας ως προς το θέμα και της πίστεως και της ζωής. Πώς πιστεύομε; Πώς ζούμε; Αυτό ακριβώς, αγαπητοί μου, θα πρέπει να δούμε με λίγα λόγια σήμερα.

Πολλές φορές μας δίδεται η ψευδαίσθησις ότι η πίστις μας είναι ορθή. Και η ζωή μας είναι σύμφωνη με το Ευαγγέλιο. Όλοι έτσι νομίζομε. Κάθε Χριστιανός. Αυτό πιστεύει. Θα δείτε να σου λένε: «Είμαι καλός Χριστιανός. Ζω όπως θέλει ο Θεός». Έτσι λένε οι άνθρωποι οι Χριστιανοί. Αυτό όμως δεν είναι το δεδομένον, αλλά είναι το ζητούμενον. Λες ότι είσαι καλός Χριστιανός. Θα πάρω την φράση σου, και θα βάλω ένα ερωτηματικό. Είσαι καλός Χριστιανός; Και πρώτιστα εσύ πρέπει να ερωτήσεις: «Είμαι καλός Χριστιανός; Η ζωή μου και η πίστις μου είναι σύμφωνα με το Ευαγγέλιον;». Γιατί αν δεν είναι, τότε χάνω μία μεγάλη υπόθεση. Χάνω την σωτηρία.

Ο Απόστολος Παύλος λέγει: «Ἐν δ κα θλ τις, ο στεφανοται, ἐὰν μ νομίμως θλήσῃ». «Εάν», λέγει, «κανείς αθλεί» –δηλαδή είναι αθλητής εις τον χώρον, εις το σκάμμα, εις τον στίβον, αν θέλετε, τον πνευματικόν– εάν λοιπόν κανείς αθλεί, θα πρέπει να εξετάσει και να έχει υπόψιν του ότι δεν στεφανώνεται, εάν νόμιμα δεν αθλήσει». Τι είναι το «νόμιμα»; Να σας πω ένα μικρό παράδειγμα. Είναι πέντε στη σειρά και ξεκινούν για να τρέξουν. Περιμένουν το σύνθημα για να τρέξουν. Εάν κάποιος τρέξει πιο γρηγορότερα, δηλαδή σηκωθεί, ξεκινήσει πιο γρηγορότερα, αναμφισβήτητα αυτός αποκλείεται από τον αγώνα. Γιατί; Διότι δεν ήθλησε νόμιμα, σύμφωνα με τους κανονισμούς και τους νόμους του αθλήματος. Αυτό λοιπόν το «νομίμως» το ερευνούμε; Ζω νόμιμη άθληση; Ζω νόμιμον Χριστιανισμόν; Ζω νόμιμα; Όπως δηλαδή θα ήταν σύμφωνα με τους κανόνες; Ποιους κανόνες; Της Εκκλησίας, του Ευαγγελίου. Όπως ο Θεός θα ήθελε; Γι’αυτό και οι Πατέρες της Εκκλησίας μας αγαπητοί μου, ηγωνίζοντο δια την ορθήν πίστιν, βλέπετε, συγκροτούσαν Οικουμενικάς Συνόδους – μερικοί τους λένε ότι ήσαν φανατικοί. Δεν ήσαν φανατικοί. Αλλά, όπως θα δείτε στην συνέχεια, το θέμα είναι ότι πρέπει να φθάσομε στην ακρίβεια, στην αληθή γνώση. Από αυτήν δε την γνώση, τη σωστή, την αληθινή, την γνώση της πίστεως, Ποιος είναι ο Θεός, πώς λατρεύεται ο Θεός, απορρέει η ορθή ζωή. Έτσι, εκ της Ορθο-δοξίας, απορρέει η ορθο-πραξία. Από την ορθήν πίστιν, η ορθή πράξις.

Πώς όμως μπορούμε να γνωρίζομε ότι η ζωή μας και η πίστη μας είναι σύμφωνη με το Ευαγγέλιο; Από πού μπορούμε να το γνωρίζομε αυτό;

Πρώτον. Αν μελετούμε παντοτινά και σωστά τον λόγο του Θεού. Και όταν λέω «σωστά» εννοώ όχι μετά προσοχής μόνο, αλλά θα δω, οι Πατέρες πώς ερμηνεύουν την Αγίαν Γραφήν; Μια λέξη, να πάω να δω, στους Πατέρες. Είναι δύσκολο; Όχι, δεν είναι δύσκολο. Δεν είναι της ώρας να σας πω πόσο εύκολο είναι να τα βρούμε αυτά τα πράγματα. Υπάρχουν άφθονα βιβλία, άφθονα. Να μπορώ να βρω αυτή την λέξη, πώς την ερμηνεύουν; Να μην την εκλάβω εσφαλμένα. Γιατί αν εσφαλμένα την εκλάβω και την ερμηνεύσω, εσφαλμένα και θα την ζήσω. Είναι πάρα πολύ φυσικό. Πρέπει λοιπόν εκεί γνωρίζοντας να συγκρίνομε την ζωή μας με εκείνα που λέγει ο λόγος του Θεού. «Η άγνοια των Γραφών», λέγει ο Ιερός Χρυσόστομος, «και την λύμην (:την καταστροφή) των αιρέσεων εισάγει και τον διεφθαρμένο βίο συντηρεί». Πάρα πολλοί άνθρωποι ζουν διεφθαρμένα, μόνο και μόνο διότι δεν γνωρίζουν τι λέγει ο Θεός πάνω σ’ αυτό. Σας βεβαιώνω, στους χίλιους Χριστιανούς μας, ίσως ο ένας ξέρει τι σημαίνει πορνεία. Ίσως ο ένας ξέρει. Άστε ότι πάρα πολλοί, ούτε καν θεωρούν ότι είναι αμαρτία, αλλά γιατί είναι αμαρτία, δεν το γνωρίζουν. Ίσως ένας στους χίλιους. Δεν είμαι υπερβολικός, σας λέγω την αλήθεια. «Κι ακόμα», λέγει, «η άγνοια των γραφών τα πάντα αναποδογυρίζει», λέει ο ιερός πατήρ.

Δεύτερον. Χρειάζεται ταπείνωσις. Όταν προσεγγίζομε την Αγία Γραφή, δεν θα την μελετούμε με το πνεύμα ότι αυτά τα λέει για τους άλλους. Ξέρετε πόσες φορές όταν ακούγεται ένα κήρυγμα και ακούσουν οι ακροαταί, μάλιστα δείχνουν, αν υποτεθεί ότι υπήρχαν σημεία που ηλέγχθησαν, ότι αυτοί είναι αδιάφοροι, ότι είναι πολύ εντάξει, ότι εκείνα τα οποία ελέγχθησαν, δεν τους εγγίζουν. Και λέγουν μεταξύ τους μετά: «Ωραία τους τα είπε ο ιεροκήρυκας». Δεν λένε: «Ωραία μας τα είπε». Βγάζουν τον εαυτό τους. Γι’αυτό λένε οι Πατέρες: «Εκείνος που έχει έργο πνευματικό, ό,τι μελετά, εις εαυτόν – λέγει– νοήσει(:θα τα λογαριάσει, θα τα σκεφθεί για τον εαυτό του) και όχι εις ετέρους-όχι εις τους άλλους)». Αυτό λέγουν οι Πατέρες. Συνεπώς βλέπομε ότι χρειάζεται η ταπείνωσις. Ούτε θα κάνω κριτική στον λόγο του Θεού. Ούτε θα λέγω αν τα λέει καλά ή δεν τα λέει καλά ο λόγος του Θεού. Ούτε θα κάνω επιλογή· αυτό μ’ αρέσει και το κρατώ κι εκείνο δεν μ’ αρέσει και το απορρίπτω. Αυτό θα πει προσεγγίζω με ταπείνωση.

Τρίτον. Χρειάζεται ακόμη και γνώσις και βίωσις ακριβής. Αν απαγορεύεται η άγνοια του νόμου μιας πολιτείας, πόσο περισσότερο απαγορεύεται η άγνοια του νόμου του Θεού; Δεν επιτρέπεται. Από πού θα τον μάθω; Όπως σας είπα προηγουμένως, με την μελέτη και με την ακρόαση. Αλλά χρειάζεται και βίωσις ακριβής. Δηλαδή να βιώσω εκείνα τα οποία πληροφορούμαι από τον λόγο του Θεού με ακρίβεια. Ο Παύλος λέγει για τον εαυτόν του, πώς ζούσε πρώτα εις τον Ιουδαϊσμόν, σε μια του απολογία. Λέγει ότι ήτο «πεπαιδευμένος κατ κρίβειαν το πατρου νόμου». Δηλαδή, είχε παιδαγωγηθεί, είχε μορφωθεί σύμφωνα με τον νόμο «το πατρου», δηλαδή των προγόνων –προσέξτε- «κατ κρίβειαν», ακριβώς. Αλλά και ο ίδιος ο Παύλος συνιστά και λέγει στην προς Εφεσίους επιστολή του: «Βλέπετε πς κριβς περιπατετε!». «Περιπατ» θα πει ζω, πολιτεύομαι. «Προσέχετε», λέγει, «πώς με ακρίβεια πολιτεύεστε την ζωή σας». Αυτό το «κριβς». Επιμένω σ’ αυτό.

Αν αυτή η ακρίβεια, αγαπητοί, δεν ήτο αναγκαία, τότε δεν θα εσημειούτο εκείνη η περίπτωση διορθώσεως του Απολλώ. Ποιος ήτο ο Απολλώ; Ο Απολλώ ήταν ένας Ιουδαίους, έγινε Χριστιανός, Αλεξανδρεύς ήτο. Ακούστε, να μην σας τα διηγούμαι, λέει ο Ευαγγελιστής Λουκάς τα εξής εις το 18ον κεφάλαιον των Πράξεων: «᾿Ιουδαος δ τις ᾿Απολλς νματι(:Κάποιος Ιουδαίος, ονόματι Απολλώς), ᾿Αλεξανδρες τ γνει(:κατήγετο από την Αλεξάνδρειαν), νρ λγιος(: μορφωμένος), κατντησεν ες Εφεσον, δυνατς ν ν τας γραφας(: έφτασε στην Έφεσο και ήτο δυνατός εις την ερμηνείαν των γραφών- Βλέπετε πόσα προσόντα;). Οτος ν κατηχημνος τν δν το Κυρου, κα ζων τ πνεματι λλει κα δδασκεν κριβς τ περ το Κυρου(:Ήταν –λέγει– ζωντανός στο πνεύμα, έβραζε το πνεύμα του. Και ακόμη κατηχημένος το περιεχόμενο της πίστεως και εδίδασκε με ακρίβεια), πιστμενος μνον τ βπτισμα ᾿Ιωννου(: εγνώριζε όμως μόνο το βάπτισμα του Ιωάννου, το οποίον δεν ήτο βάπτισμα αφέσεως, αλλά ήτο βάπτισμα μετανοίας). Οὗτός τε ἤρξατο παρρησιάζεσθαι ἐν τῇ συναγωγῇ(:Άρχισε να παρουσιάζεται στην συναγωγή και να κηρύττει). κούσαντες δὲ αὐτοῦ ᾿Ακύλας καὶ Πρίσκιλλα –Αυτό το θαυμάσιο ζευγάρι, σύζυγοι ήσαν. Προπαντός η Πρίσκιλλα, καταπληκτική γυναίκα!- προσελάβοντο αὐτὸν καὶ ἀκριβέστερον αὐτῷ ἐξέθεντο τὴν ὁδὸν τοῦ Θεοῦ». Τον άκουσαν. «Α… Κάποια σημεία δεν τα λέει καλά». Τον πήραν ιδιαιτέρως και τον εδίδαξαν ακριβέστερον. Ήτο ακριβής και τον διδάσκουν ακόμη ακριβέστερον. Γιατί τα γράφει άραγε ο λόγος του Θεού αυτά; Έτσι για φιλολογία; Γιατί απλούστατα μόνο εάν έχομε ακρίβεια εις την γνώσιν και εις την πνευματική ζωή, τότε μόνον δεν θα τρέχομε εις κενόν, που λέγει ο Απόστολος Παύλος.

Τέταρτον. Χρειάζεται ακόμα και μία ανακοινωτικότης. Να είμαστε ανακοινωτικοί εις τους αδελφούς και εις τους οικείους της πίστεως. Κάτι θα μας βρουν. Κάτι θα τους βρούμε. Να μας το πουν, να τους το πούμε. Αυτή η ανακοινωτικότητα. Αλλά και στην προσευχή μας πρέπει να ανακοινώνουμε τα σχέδιά μας εις τον Θεόν. «Κύριε, σκέπτομαι να κάνω αυτό. Το εγκρίνεις; Το θέλεις;». Δεν πρέπει να μένω στις δικές μου τις σκέψεις, γιατί είναι επικίνδυνο πράγμα. Θα το δούμε λίγο πιο κάτω. Ιδιαιτέρως θα πούμε τι σκεφτόμαστε και πώς ενεργούμε. Πού; Στον πνευματικό μας. Στον πνευματικό μας θα πούμε τα σχέδιά μας, θα πούμε τις σκέψεις μας, τους λογισμούς μας. Διότι έστω κι αν μοιάζουν ότι οι λογισμοί μας και τα σχέδιά μας είναι αγαθά, αλλά εάν δεν ανακοινώσουμε, τότε «ο διάβολος μάς κλέπτει», όπως λένε οι Πατέρες, «από τα δεξιά».

Ένα ακόμα σημείον, πέμπτον είναι η ιδιορρυθμία. Η ιδιορρυθμία είναι επικίνδυνο πράγμα. Ο sui generis άνθρωπος, ο ιδιόρρυθμος άνθρωπος, ο ιδιότυπος άνθρωπος, ο οποίος πάρα πολύ εύκολα μπορεί να πλανηθεί. Γράφει ο άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης: «Κοντά και γύρω στους ιδιόρρυθμους, περιφέρονται οι δαίμονες, ετοιμάζοντας παγίδες λογισμών και λάκκους πτώσεων και όλεθρο διαμέσου των φαντασιών. Και δεν πρέπει να απορούμε αν κάποιος πλανήθηκε ή έχασε τον νου του ή δέχεται πλάνη. Ή βλέπει πράγματα ξένα προς την αλήθεια ή λέει από απειρία και άγνοια πράγματα που δεν πρέπει». Αυτός κινείται ιδιόρρυθμα. Κινείται με οδηγό του το ίδιο του το μυαλό. Ό,τι του πει το μυαλό του, αυτό κάνει. Δεν θέλει κανέναν να συμβουλευτεί.

Και τέλος, τέλος, αγαπητοί, είναι οι κρυπτόμενοι λογισμοί. Οι λογισμοί που υπάρχουν μέσα μας και δεν τους λέμε. Χρειάζεται εξαγόρευσις. Και κυρίως εις τον πνευματικό μας. Ποτέ μην εμπιστευθούμε τον εαυτόν μας στους λογισμούς μας. Σας το είπα και προηγουμένως, είτε κακοί είναι αυτοί, είτε αγαθοί είναι αυτοί. Οι λογισμοί οδηγούν εις την υπερηφάνειαν, εάν δεν αποκαλυφθούν. Και συνηθίζουν οι δαίμονες να υποβάλλουν την ιδέαν ότι δεν πρέπει να πούμε τους λογισμούς μας. Ότι οι άλλοι δεν θα μας κατανοήσουν, δεν θα μας καταλάβουν. «Μην το πεις στον πνευματικό σου, δεν θα σε καταλάβει. Θα σε εμποδίσει. Δεν θα σε αφήσει να κάνεις το σχέδιό σου, το οποίον είναι τόσο ωραίο, τόσο σπουδαίο. Μην πεις τους λογισμούς σου». Εκεί ακριβώς, αγαπητοί μου, είναι η μεγάλη παγίδα, που τελικά μας κάνει να απομακρυνόμεθα από την σωτηρία μας.

Αγαπητοί μου, αν θέλομε να υπακούσομε στην ψυχή και να γνωρίζουμε ότι βαδίζομε έναν σωστό δρόμο, πρέπει να διαθέτομε μιαν αυτογνωσία. Και η αυτογνωσία αυτή δημιουργείται με την ταπείνωση και την γνώση του λόγου του Θεού. Μ΄ αυτά τα δυο. Πρέπει κάθε στιγμή να κάνομε αναθεώρηση της πορείας μας. Πηγαίνω καλά; Ή αν θέλετε, επιθεώρηση της πορείας μας. Πώς πηγαίνω στην ζωή μου; Περπατάω καλά; Ποτέ μην μας καταλάβει το αίσθημα της πνευματικής αυταρκείας. Ότι πηγαίνω καλά. Είδατε, οι Φαρισαίοι είχαν αυτήν την πνευματικήν αυτάρκειαν. Πίστευαν οι ταλαίπωροι ότι είναι φτασμένοι και ότι είναι επάνω στον σωστό δρόμο. Ο θεόπνευστος Παύλος εφοβείτο και διαρκώς επέβλεπε στην πνευματική του πορεία. Ένας θεόπνευστος Παύλος έλεγε: «γώ τοίνυν οτω τρέχω, ς οκ δήλως (:Εγώ λοιπόν έτσι τρέχω, μετά γνώσεως, όχι χωρίς γνώση), οτω πυκτεύω (=πυγμαχώ· έτσι, λέει, πυγμαχώ) ς οκ έρα δέρων (:όχι χτυπώντας τον αέρα – Θα το λέγαμε αν το μεταφράζαμε νεοελληνικά: «Δεν κοπανάω αέρα». Αυτήν την έκφραση θα το λέγαμε), λλ᾿ ποπιάζω μου τ σμα κα δουλαγωγ(-ποπιάζω =το υποβάλλω σε δοκιμασία και το κρατώ δούλο το σώμα μου), μήπως λλοις κηρύξας ατς δόκιμος γένωμαι». «Μήπως στους άλλους τα είπα καλά, εγώ όμως αποδειχθώ αδόκιμος άνθρωπος». Βλέπετε πώς επιτηρούσε τον εαυτόν του; Ο θεόπνευστος Παύλος.

Και πάλι μας λέγει: «Μετά φόβου καί τρόμου κατεργαζόμενοι τήν μν σωτηρίαν». «Να κατεργάζεστε», όχι «να εργάζεστε», «να κατεργάζεστε βάζει και την πρόθεση «κατά» για να δείξει το έντονονόχι με φόβο την σωτηρία σας, αλλά και με τρόμο να κατεργάζεστε την σωτηρία σας». Αν, λοιπόν, μπει ο φόβος και ο τρόμος του Θεού μέσα στην ψυχή μας, δεν θα ζούμε τότε κατά τύχην, αλλά «κατά τέχνην», όπως έλεγε ο Πλάτων. Δηλαδή κατ’ επιστήμην, δηλαδή θα ξέρομε τι κάνομε. Γιατί οι πιο πολλοί Χριστιανοί μας ζουν πνευματική ζωή κατά τύχην, όπως έρθει. Ακούσατε; Όπως έρθει. Κατά τύχην. Πρέπει λοιπόν, όταν λέω «κατά τέχνην», να συγκρίνω και την ζωή μου και την πίστη μου με το Ευαγγέλιον και με την ζωή των αγίων. Βέβαια αιώνιον πρότυπον είναι ο Ιησούς Χριστός ως άνθρωπος. Καλούμεθα να μιμηθούμε. Μην πει κανείς: «Μα, θα μοιάσω του Χριστού;». Αυτό λέει η Αγία Γραφή. Ο Απόστολος Πέτρος λέγει, για να ακολουθήσομε τα χνάρια Του: «πολιμπάνων μν πογραμμόν». «πογραμμός» θα πει υπόδειγμα. Ναι. Έχομε λοιπόν τον Χριστόν. Έχομε το Ευαγγέλιο που μιλά για τον Χριστόν. Έχομε την ζωή των αγίων. Ο Παύλος ο θεόπνευστος, αγαπητοί μου, έτσι έκανε. Κι εμείς οφείλομε να κάνομε το ίδιο. Αυτό εξάλλου αποτελεί και την ασφάλεια και την δική μας την σωτηρία.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή  μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,

ψηφιοποίηση της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας και επιμέλεια:

Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.

  • http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_487.mp3

Αυγουστίνος Καντιώτης (Από το βιβλίο "ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ")

Ζῆλος καὶ ζῆλος

«…Περισσοτέρως ζηλωτὴς ὑπάρχων τῶν πατρικῶν μου παραδόσεων» (Γαλ. 1,14)

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ, αγαπητοί μου, στὴν ἀρχὴ τῆς ζωῆς του δὲν γνώριζε τὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό. Καὶ ἐνῷ δὲν τὸν γνώριζε, ἐν τούτοις πολεμοῦσε μὲ μανία τὴν Ἐκκλησία του. Ἔπειτα δέχθηκε τη χριστιανικὴ πίστι. Τότε ἦταν ἀκόμη ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ φανατικοὺς λάτρες τοῦ ἰουδαϊσμοῦ. Διακρινόταν μεταξὺ τῶν συνομηλίκων του, ὅπως λέει ὁ ἴδιος, γιὰ τὴν ἀφοσίωσί του στὶς παραδόσεις τῶν πατέρων του «…Περισσοτέρως ζηλωτὴς ὑπάρχων τῶν πατρικῶν μου παραδόσεων» (Γαλ. 1,14). Δεν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι, ἂν ἦταν παρών τότε, ποὺ οἱ φανατικοὶ Ἰουδαῖοι καταδίκαζαν τὸ Χριστὸ καὶ μὲ φωνές και κραυγὲς ἀπαιτοῦσαν ἀπὸ τὸν Πόντιο Πιλᾶτο τὴ θανάτωσί του διὰ σταυροῦ, κι αὐτός θὰ κραύγαζε μαζί τους ἐκείνη τὴ φωνή «Ἆρον ἆρον, σταύρωσον αὐτόν» (Ἰωάν. 19,15). Ζηλωτὴς τῶν ἰουδαϊκῶν παραδόσεων καὶ φοβερός διώκτης τῆς πρώτης χριστιανικῆς Ἐκκλησίας. Ὅπου ἄκουγε πώς πλήθαιναν οἱ χριστιανοί, ὁ Σαῦλος, ὅπως λεγόταν τότε, ἔσπευδε καὶ μαζὶ μὲ ἄλλους φανατικοὺς ἰουδαίους τοὺς καταδίωκε. Προσπαθοῦσε μὲ ὅλες του τις δυνάμεις νὰ ξερριζώσῃ τὸ δένδρο τοῦ χριστιανισμοῦ. Ἀλλὰ τὸ εὐλογημένο αὐτὸ δένδρο εἶχε ρίξει ἤδη βαθειὲς ῥίζες. Σὲ μιὰ τέτοια ἐπιδρομή του στη Δαμασκό ἄκουσε τὸ θεϊκὸ ἔλεγχο. Τοῦ ἐμφανίσθηκε μὲ ἐκτυφλωτικὴ λάμψι ὁ Χριστὸς καὶ τοῦ εἶπε· «Σαούλ Σαούλ, τί με διώκεις; σκληρόν σοι πρὸς κέντρα λακτίζειν» (Πράξ. 26,14)· δηλαδή, αὐτὸ ποὺ ἐπιχειρεῖς νὰ κάνῃς δὲν θὰ ἔχῃ κανένα ἀποτέλεσμα· εἶνε σὰν νὰ κλωτσᾷς σὲ μυτερά καρφιά. Τότε μετανόησε εἰλικρινῶς, βαπτίσθηκε καὶ ἔγινε ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ. Ἀπὸ τότε ὁ ζῆλος του πῆρε ἄλλη κατεύθυνσι καὶ ἄλλο χαρακτῆρα. Ὅπως τὰ ἄγρια δένδρα ὅταν ἐμβολιασθοῦν μεταβάλλονται σὲ καρποφόρα, καὶ ἡ ἄγρια ἐλιὰ γίνεται ἥμερη, ἔτσι καὶ ὁ Σαῦλος ἄλλαξε ριζικῶς. Κι ὁ ζῆλος του πλέον ἦταν ὑπέρ τοῦ Χριστοῦ, ζῆλος θεϊκός. Ὁ διώκτης Σαῦλος ἔγινε ἀπόστολος Παῦλος. Κήρυττε μὲ πολλή δύναμι τὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ, προσείλκυε πλήθη ἀνθρώπων, καὶ ὁ χριστιανισμὸς ἁπλωνόταν σ ̓ ὅλα τὰ μέρη τῆς οἰκουμένης. Ὅλοι ἀποροῦσαν γιὰ τὴ μεταβολή αὐτή. Ἦταν ὄντως ἕνα θαῦμα ἡ μεταβολὴ τοῦ Παύλου.

Ἀπὸ τὸ παράδειγμα τοῦ Παύλου διδασκόμαστε, ὅτι ὁ ζῆλος εἶνε δύο εἰδῶν. Ζῆλος κατακριτέος, καὶ ζῆλος ἐπαινετός. Ζῆλος ὑπὲρ τοῦ κακοῦ, καὶ ζῆλος ὑπὲρ τοῦ ἀγαθοῦ. Ζῆλος ποὺ ὡς πρότυπο ἔχει τὴ σφοδρὰ μανία τῶν ἰουδαίων γιὰ τὴν ἐξόντωσι τῶν χριστιανῶν, καὶ ζῆλος ποὺ ὡς πρότυπο ἔχει τὸ ζῆλο τοῦ Παύλου μετὰ τὴ μεταστροφή του.

* * *

Ἔχοντας τώρα ἐμπρός μας τὴ ῥιζικὴ ἀλλαγὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου θέτουμε τὸ ἐρώτημα Υπάρχει σήμερα ζῆλος σὰν τὸ ζῆλο τοῦ κορυφαίου ἀποστόλου, ζῆλος γιὰ τὸ ἀγαθό;

Δυστυχῶς σήμερα κυριαρχεῖ ὁ ζῆλος γιὰ τὸ κακό. Ιδίως ὁ ζῆλος αὐτὸς ἀναπτύχθηκε στὸν 20ὸ αἰῶνα. Αἱρετικοὶ καὶ ἄθεοι παντὸς εἴδους, ποὺ ἄλλοι μὲν θέλουν ν’ ἀναστήσουν ἀνθρώπινες θρησκευτικές παραδόσεις, ὅπως π.χ. οἱ χιλιασταί, κι ἄλλοι προσπαθοῦν νὰ θεμελιώσουν πολιτικὲς καὶ κοινωνικὲς ἰδεολογίες, ὅπως π.χ. οἱ ἄθεοι ὑλισταί, ἐμφανίσθηκαν ἐπάνω στὸν ἁμαρτωλὸ πλανήτη μας, στὸν αἰῶνα τοῦτο τῆς ἀποστασίας, καὶ προσείλκυσαν πλήθη ὀπαδούς. Ποιὸν πρῶτο καὶ ποιόν δεύτερο νὰ θυμηθοῦμε; Ἂς αναφέρουμε ἕνα μόνο παράδειγμα. Πρὶν ἀπὸ 80 χρόνια στὴν Ἑλλάδα μας δὲν ὑπῆρχε οὔτε ἕνας χιλιαστής, ὀπαδὸς τῶν λεγομένων μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ. Τώρα ὅμως, χάρι στὴ σατανικὴ δραστηριότητά τους ἀλλὰ καὶ στὴ μυστηριώδη κρατικὴ υποστήριξι, ἔχουν αὐξηθῆ καὶ ὑπολογίζεται ὅτι ξεπερνοῦν τὶς 50 χιλιάδες. Καὶ τεράστιες εγκαταστάσεις ἱδρύουν, καὶ τυπογραφεῖα κτίζουν, καὶ συνέδρια ὀργανώνουν, καὶ συναθροίσεις κάνουν, καὶ περιοδικὰ διαδίδουν. Κάθε χιλιαστὴς ἐπιφορτίζεται μὲ τὸ καθῆκον, κάθε μέρα νὰ ἐπισκέπτεται ὡρισμένο ἀριθμὸ ὀρθοδόξων, νὰ μιλάῃ καὶ νὰ διανέμη φυλλάδια.

Στὸ ζῆλο αὐτό, ποὺ ἐμπνέει ὁ σατανᾶς, τί ἔχουμε ἐμεῖς ν ̓ ἀντιτάξουμε; Αλλοίμονο! Ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον οἱ ὀρθόδοξοι Ἕλληνες μένουν θρησκευτικῶς ἀδιάφοροι. Ἐνδιαφέρονται γιὰ χίλια δυὸ ἄλλα ζητήματα μικρὰ καὶ ἐπουσιώδη. Ἐνδιαφέρονται γιὰ τὴν πολιτική, γιὰ τὸν ἀθλητισμό, γιὰ κέρδη καὶ ἀπολαύσεις… Ἀλλὰ γιὰ μεγάλα πράγματα δεν συγκινοῦνται. Γιὰ τὴν πίστι τους δὲν ἐνδιαφέρονται. Εἶνε σὰν νεκροί. Ποιός, παρακαλῶ, θὰ τοὺς ξυπνήσῃ ἀπ’ αὐτὴ τὴν ἀδιαφορία; Μόνο ὁ ζῆλος τῶν συνειδητὰ πιστῶν, καὶ μάλιστα τῶν κληρικῶν, ποὺ πρέπει νὰ γίνουν μιμηταὶ τοῦ ζήλου τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Καὶ ὄχι μόνο τοῦ Παύλου, ἀλλὰ καὶ τοῦ ἰδίου τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Διότι ὁ Χριστὸς μὲ φραγγέλλιο στο χέρι καὶ μὲ αὐστηρὸ ἔλεγχο ἔδιωξε ἀπὸ τὸ ναὸ τοῦ Σολομῶντος τοὺς πωλοῦντας καὶ ἀγοράζοντας λέγοντας ̇ «Μὴ ποιεῖτε τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου οἶκον ἐμπορίου» (Ἰωάν. 2,16). Μήπως καὶ σήμερα ὁ οἶκος τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἁγία του Ἐκκλησία, σὲ πολλὲς περιπτώσεις, δὲν παρουσιάζει ἕνα τέτοιο φαινόμενο, ποὺ προκαλεῖ τὴ θλῖψι κάθε πιστοῦ; Ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν ἐντολὴ «Δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε» (Ματθ. 10,8), τὰ ἱερὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας πωλοῦνται ἀντὶ χρημάτων! Καὶ ὄχι μόνο σε σπήλαια λῃστῶν καὶ σὲ ἐμπορικά κέντρα, ἀλλὰ καὶ σὲ αἴθουσες θεάτρου καὶ σὲ κοσμικά σαλόνια μετατρέπονται οἱ ἱεροὶ ναοὶ τῆς Ὀρθοδοξίας, καὶ κανεὶς δὲν ἐνδιαφέρεται…

Ὅπου ὑπάρχει ζῆλος ἀποστολικός, ὅπου ὑπάρχει ζηλωτὴς κληρικὸς ἢ καὶ λαϊκός, ποὺ ἔχει κι αὐτὸς ἕνα εἶδος γενικῆς ἱερωσύνης, ἐκεῖ ὁ ζῆλος κάνει θαύματα. Θέλετε παραδείγματα;

Ζηλωτὴς ἦταν ὁ ἱ. Χρυσόστομος. Ὅσο ἦταν στὸ θρόνο, ζοῦσε μὲ συνέπεια καὶ κήρυττε μὲ θέρμη καὶ δύναμι τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ, κάνοντας καὶ τοὺς ἀκροατάς του νὰ κρέμωνται ἐνθουσιασμένοι ἀπὸ τὰ χείλη του. Ἀλλὰ καὶ ὅταν τὸν ἐξώρισαν μακριά, στὰ Κόμανα τῆς ̓Αρμενίας, κι ἀπὸ κεῖ ἀκόμη φρόντιζε γιὰ τὴν ἐξάπλωσι τῆς ἱεραποστολῆς τῆς Ἐκκλησίας. Ἐγκωμιάζοντας δὲ ὁ ἴδιος τὸν ἅγιο ζῆλο, λέει «Εἷς ἄνθρωπος» εἴτε ἄνδρας εἴτε γυναῖκα «ζήλῳ πεπυρωμένος ὁλόκληρον διορθώσασθαι δύναται δῆμον» δηλαδή, ἂν μέσα σ’ ἕναν ἄνθρωπο ἀνάψῃ γιὰ καλὰ τὸ πῦρ τοῦ θείου ζήλου, μπορεῖ αὐτὸς καὶ μόνος του πλῆθος λαοῦ νὰ ἐπαναφέρῃ στὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ. Ζηλωτὴς τοῦ Χριστοῦ ὑπῆρξε καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς νεωτέρους ἀποστόλους καὶ ἱερομάρτυρες τῆς πατρίδος μας, ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός. Κήρυξε με μεγάλη δύναμι τὴν Ὀρθοδοξία σὲ ὅλο τὸ ὑπόδουλο γένος φθάνοντας μέχρι τὸ Κολικόντασι τῆς Βορείου Ηπείρου, κοντὰ στὸν Αῷο ποταμό, ὅπου βρῆκε μαρτυρικό θάνατο.

Καὶ ρωτᾶμε· ποῦ εἶνε σήμερα τέτοιοι ζηλωταί;

Ἀλλ ̓ ἂς μὴ ἀπελπισθοῦμε. Ἔχω κ’ ἐγὼ ὡς ἐπίσκοπος, ποὺ ὑπηρετῶ 30 περίπου χρόνια στην ἀκριτικὴ ἐπαρχία τῆς Φλωρίνης, νὰ παρατηρήσω, ὅτι πολλὰ πράγματα ἀλλάζουν ἐκεῖ ποὺ θὰ παρουσιασθῇ ἕνας ζηλωτὴς ἐφημέριος. Ὅπου, σὲ χωριὸ ἔρημο καὶ ἐγκαταλελειμμένο, χειροτονήθηκε εὐλαβὴς καὶ ζηλωτὴς ἱερεύς, μὲ ἀγάπη στὸ Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία καὶ μὲ ὄρεξι γιὰ ἱεραποστολικὴ ἐργασία καὶ αὐτοθυσία, ὅλα βελτιώθηκαν. Ἐκεῖ κτίστηκε νέος ναὸς πρὸς δόξαν τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖ τὰ παιδιά, ποὺ προηγουμένως δὲν πατοῦσαν στὴν ἐκκλησία, ἄρχισαν νὰ συγκεντρώνωνται. Ἐκεῖ οἱ γυναῖκες ἄρχισαν νὰ ἐκκλησιάζωνται. Ἐκεῖ καὶ οἱ ἄνδρες ἀκόμα, ποὺ ἦταν σκληροί μέχρι τότε, πλησίασαν, θερμάνθηκαν, ἔγιναν καλοί χριστιανοί. Ἐκεῖ, ὅσες φορές παρουσιάζεται ἀνάγκη γιὰ οἰκονομικὴ βοήθεια σε φτωχούς, βλέπεις προθυμία. Ἐκεῖ ὅλα λάμπουν ἀπὸ καθαριότητα καὶ τάξι. Γιὰ τέτοιες περιπτώσεις, σπάνιες μὲν ἀλλὰ ἀληθινές, μποροῦμε νὰ ποῦμε «Ὁ ζῆλος τοῦ οἴκου σου κατέφαγέ με» (Ψαλμ. 68,9· Ἰωάν. 2,17).

* * *

Αὐτὰ τὰ λίγα, ἀγαπητοί μου, εἴχαμε νὰ ποῦμε γιὰ τὸν ζῆλο, ποὺ πρέπει νὰ ὑπάρχῃ στις καρδιὲς τῶν χριστιανῶν πάντοτε, ἑπομένως καὶ στὴν πονηρὰ ἐποχή μας.

Δὲν ὑπάρχει καμμιά ἀμφιβολία ὅτι, παρ’ ὅλη τὴν προπαγάνδα τῶν ἀντιχρίστων, παρ ̓ ὅλη τὴν ψυχρότητα καὶ ἀδιαφορία τῶν σημερινῶν χριστιανῶν, τελικῶς ὁ Χριστὸς θὰ νικήσῃ καὶ ἡ ἀλήθεια θὰ θριαμβεύσῃ. Γιὰ νὰ ἔχουμε ὅμως κ’ ἐμεῖς μέρος στὸν τελικὸ ἐκεῖνο θρίαμβο τοῦ Χριστοῦ, χρειάζεται ἀπὸ μέρους μας νὰ δείξουμε ζῆλο. Ζῆλο σὰν τὸ ζῆλο τοῦ προφήτου Ἠλιού· ζῆλο σὰν τὸ ζῆλο τοῦ ἀποστόλου Παύλου ̇ ζῆλο σὰν τὸ ζῆλο τοῦ ἱ. Χρυσοστόμου ̇ ζῆλο σὰν τὸ ζῆλο τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ.

Ναί, ζῆλος χρειάζεται. Ζῆλος ὄχι γιὰ τὰ μικρὰ καὶ ἀσήμαντα, ἀλλὰ γιὰ τὶς ὕψιστες ἀλήθειες, γιὰ τὴν ἱερὰ παρακαταθήκη τῆς Ὀρθοδοξίας μας. Ἀλλὰ ζῆλος θεοκίνητος, ζῆλος θεάρεστος. Διότι δυστυχῶς ἂς τὸ σημειώσουμε κι αὐτό— ὡρισμένοι, σὰν ἄλλοι φαρισαῖοι, δείχνουν μερικὲς φορὲς ζῆλο, ἀλλὰ ζῆλο ἄκριτο, σὰν τὸ ζῆλο ποὺ ἔδειχνε ὁ Σαῦλος προτοῦ γνωρίσῃ τὸ Χριστό.

Εἴθε τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο νὰ ἐμπνέῃ ὅλους μας, ὥστε ν’ ἀποκτήσουμε ζῆλο «κατ’ ἐπίγνωσιν» (Ρωμ. 10,2).

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek