ΚΥΡΙΑΚΗ ΚΔ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ

Αποστολική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ KΔ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ — ΕΦ. (Β΄ 14 — 22)

Προς Εφε­σί­ους, κεφά­λαιο Β΄, εδά­φια 14–22

14 αὐτὸς γάρ ἐστιν ἡ εἰρή­νη ἡμῶν, ὁ ποι­ή­σας τὰ ἀμφό­τε­ρα ἓν καὶ τὸ μεσό­τοι­χον τοῦ φραγ­μοῦ λύσας, 15 τὴν ἔχθραν, ἐν τῇ σαρ­κὶ αὐτοῦ τὸν νόμον τῶν ἐντο­λῶν ἐν δόγ­μα­σι καταρ­γή­σας, ἵνα τοὺς δύο κτί­σῃ ἐν ἑαυ­τῷ εἰς ἕνα και­νὸν ἄνθρω­πον ποιῶν εἰρή­νην, 16 καὶ ἀπο­κα­ταλ­λά­ξῃ τοὺς ἀμφο­τέ­ρους ἐν ἑνὶ σώμα­τι τῷ Θεῷ διὰ τοῦ σταυ­ροῦ, ἀπο­κτεί­νας τὴν ἔχθραν ἐν αὐτῷ· 17 καὶ ἐλθὼν εὐηγ­γε­λί­σα­το εἰρή­νην ὑμῖν τοῖς μακρὰν καὶ τοῖς ἐγγύς, 18 ὅτι δι’ αὐτοῦ ἔχο­μεν τὴν προ­σα­γω­γὴν οἱ ἀμφό­τε­ροι ἐν ἑνὶ πνεύ­μα­τι πρὸς τὸν πατέ­ρα. 19 ἄρα οὖν οὐκέ­τι ἐστὲ ξένοι καὶ πάροι­κοι, ἀλλὰ συμ­πο­λῖ­ται τῶν ἁγί­ων καὶ οἰκεῖ­οι τοῦ Θεοῦ, 20 ἐποι­κο­δο­μη­θέν­τες ἐπὶ τῷ θεμε­λίῳ τῶν ἀπο­στό­λων καὶ προ­φη­τῶν, ὄντος ἀκρο­γω­νιαί­ου αὐτοῦ ᾿Ιησοῦ Χρι­στοῦ, 21 ἐν ᾧ πᾶσα ἡ οἰκο­δο­μὴ συναρ­μο­λο­γου­μέ­νη αὔξει εἰς ναὸν ἅγιον ἐν Κυρίῳ· 22 ἐν ᾧ καὶ ὑμεῖς συνοι­κο­δο­μεῖ­σθε εἰς κατοι­κη­τή­ριον τοῦ Θεοῦ ἐν Πνεύ­μα­τι.

14 Διό­τι αυτός είναι η ειρή­νη όλων μας, ο οποί­ος τον Ιου­δαϊ­σμόν και τον Εθνι­σμόν, τα δύο αυτά τα έκα­μεν ένα, εκρή­μνι­σε και διέ­λυ­σε το μεσό­τοι­χον του Νομου, που σαν ανυ­πέρ­βλη­τος φραγ­μός εχώ­ρι­ζε τους δύο λαούς· 15 δηλα­δή κατέ­λυ­σε και εξη­φά­νι­σε την έχθραν, που εχώ­ρι­ζε τους δύο λαούς, αφού κατήρ­γη­σε με την θυσί­αν της σαρ­κός αυτού τον νόμον των εντο­λών, ο οποί­ος έδι­δε δια­τα­γάς, που εδέ­σμευαν τον άνθρω­πον. Και κατήρ­γη­σε τον παλαιόν Νομον, δια να ανα­δη­μιουρ­γή­ση και ενώ­ση τους δύο αυτούς λαούς δια του εαυ­τού του εις ένα νέον άνθρω­πον, χαρί­ζων τοιου­τρό­πως ειρή­νην μετα­ξύ των· 16 και να συμ­φι­λιώ­ση προς τον Θεόν τους δύο λαούς, ενω­μέ­νους εις ένα πνευ­μα­τι­κόν σώμα δια της σταυ­ρι­κής του θυσί­ας, θανα­τώ­σας εν τω προ­σώ­πω του και εξα­φα­νί­σας την εχθράν και το μίσος. 17 Και αφού κατέ­βη εις την γην, εκή­ρυ­ξε το χαρ­μό­συ­νον μήνυ­μα της ειρή­νης εις σας που εζού­σα­τε μακράν από τον Θεόν, και εις ημάς που ήμε­θα κον­τά του. 18 Διό­τι δια του Χρι­στού οδη­γού­με­θα και πλη­σιά­ζο­μεν προς τον Θεόν Πατέ­ρα και οι δύο λαοί με το αυτό Αγιον Πνεύ­μα. 19 Αρα δεν είσθε πλέ­ον ξένοι, όπως προ­η­γου­μέ­νως, και προ­σω­ρι­νοί πολί­ται της Εκκλη­σί­ας του Χρι­στού, αλλ’ είσθε συμ­πο­λί­ται όλων των αγί­ων, και οικια­κοί του Θεού. 20 Εχε­τε δε κτι­σθή επά­νω στον πνευ­μα­τι­κόν θεμέ­λιον των Απο­στό­λων και των προ­φη­τών εις μίαν πνευ­μα­τι­κήν οικο­δο­μήν, την Εκκλη­σί­αν, της οποί­ας ακρο­γω­νιαί­ος και θεμε­λια­κός λίθος είναι αυτός ούτος ο Ιησούς Χρι­στός. 21 Επά­νω δε εις αυτόν και με την δύνα­μιν αυτού όλη η οικο­δο­μή συναρ­μο­λο­γεί­ται και αυξά­νε­ται κατά τρό­πον αρμο­νι­κόν, ώστε να γίνη ναός άγιος, σύμ­φω­να με το θέλη­μα του Κυρί­ου. 22 Εις αυτόν δε τον ναόν δια του Ιησού Χρι­στού οικο­δο­μεί­σθε και σεις μαζή με τους άλλους πιστούς, δια να γίνε­τε κατοι­κία, εις την οποί­αν θα μένη ο Θεός με το Πνεύ­μα του.

14 Πλη­σιά­σα­τε και τον Θεό και τις δια­θή­κες του με το αίμα του Χρι­στού, διό­τι αυτός είναι η ειρή­νη μας. Αυτός έκα­νε και τους δύο αντι­μα­χό­με­νους κόσμους, τον Ιου­δαϊ­σμό και τον Εθνι­σμό, ένα. Αυτός γκρέ­μι­σε και κατέ­λυ­σε τον τοί­χο που δημιουρ­γού­σε ο φραγ­μός του νόμου που ορθω­νό­ταν ανά­με­σα στους δύο λαούς και τους χώρι­ζε. 15 Κατέ­λυ­σε δηλα­δή την έχθρα των δύο λαών, αφού κατάρ­γη­σε με το αίμα του το νόμο των εντο­λών, ο οποί­ος, ενώ περιεί­χε επι­βλη­τι­κές προ­στα­γές, δεν έδι­νε όμως και τη χάρη για την εφαρ­μο­γή και την τήρη­ση των προ­σταγ­μά­των αυτών. Και κατήρ­γη­σε το νόμο, έτσι ώστε ενώ­νον­τας τους δύο λαούς με τον εαυ­τό του να δημιουρ­γή­σει ένα νέο άνθρω­πο, μια νέα ανθρω­πό­τη­τα, κι έτσι να φέρει ειρή­νη μετα­ξύ τους? 16 και με το σταυ­ρι­κό του θάνα­το να συμ­φι­λιώ­σει και τους δύο λαούς με τον Θεό, ενω­μέ­νους τώρα σ’ ένα σώμα, αφού προ­η­γου­μέ­νως θα θανά­τω­νε την έχθρα με το θάνα­τό του. 17 Κι αφού ήλθε ο Χρι­στός στη γη, κήρυ­ξε το χαρ­μό­συ­νο μήνυ­μα της ειρή­νης σε σας τους εθνι­κούς, που ήσα­σταν μακριά από τον Θεό, και σε μας τους Ιου­δαί­ους, που ήμα­σταν κον­τά του. 18 Διό­τι αυτός μας έφε­ρε και τους δύο λαούς μέσω του ενός Αγί­ου Πνεύ­μα­τος κον­τά στον Πατέ­ρα. Δια­μέ­σου του Χρι­στού έγι­νε η προ­σέγ­γι­σή μας αυτή με τον Θεό. 19 Απ’ όλα αυτά λοι­πόν βγαί­νει το συμ­πέ­ρα­σμα ότι δεν είστε πλέ­ον ξένοι και προ­σω­ρι­νοί κάτοι­κοι στη βασι­λεία του Θεού, αλλά είστε συμ­πο­λί­τες των αγί­ων και μέλη της οικο­γέ­νειας του Θεού. 20 Και σας ζων­τα­νοί λίθοι κτι­σθή­κα­τε πάνω στο θεμέ­λιο. Και το θεμέ­λιο αυτό είναι οι από­στο­λοι και οι προ­φή­τες, ενώ ο ακρο­γω­νιαί­ος λίθος, το αγκω­νά­ρι που βαστά­ζει και στη­ρί­ζει όλο το οικο­δό­μη­μα, είναι ο ίδιος ο Ιησούς Χρι­στός. 21 Πάνω σ’ αυτόν λοι­πόν και δια­μέ­σου αυτού του Χρι­στού η οικο­δο­μή όλη της Εκκλη­σί­ας ενώ­νε­ται αρμο­νι­κά και στε­ρεά και αυξά­νει, ώστε να γίνε­ται ναός άγιος, όπως τον θέλει ο Κύριος. 22 Με την ένω­σή σας με τον Κύριο κι εσείς οικο­δο­μεί­στε μαζί με τους άλλους πιστούς για να γίνε­τε ναός και κατοι­κη­τή­ριο, στο οποίο θα κατοι­κεί ο Θεός με το Πνεύ­μα του.

14 Aὐτὸς λοι­πὸν εἶναι ἡ εἰρή­νη μας, ποὺ ἔκα­νε τοὺς δύο (τοὺς Ἰου­δαί­ους καὶ τοὺς ἐθνι­κούς) ἕνα, καὶ γκρέ­μι­σε τὸ μεσό­τοι­χο, ποὺ τοὺς χώρι­ζε, τὴν ἔχθρα δηλα­δή, ἀφοῦ μὲ τὴ θυσία τοῦ σώμα­τός του 15 κατήρ­γη­σε τὸ νόμο τῶν ἐντο­λῶν, ποὺ συνί­σταν­το σὲ ἀπα­γο­ρεύ­σεις (οἱ ὁποῖ­ες ἐμπό­δι­ζαν τὸ συγ­χρω­τι­σμὸ τῶν Ἰου­δαί­ων μὲ τοὺς ἐθνι­κούς). Kαὶ κατήρ­γη­σε τὸ νόμο, γιὰ νὰ δημιουρ­γή­σῃ διὰ τοῦ ἑαυ­τοῦ του ἀπὸ τοὺς δύο ἕνα νέο ἄνθρω­πο, φέρον­τας μετα­ξύ τους εἰρή­νη, 16 καὶ συμ­φι­λιώ­σῃ τοὺς δύο ὡς ἕνα σῶμα μὲ τὸ Θεὸ διὰ τοῦ σταυ­ρι­κοῦ θανά­του, ἀφοῦ θανά­τω­σε τὴν ἔχθρα δι’ αὐτοῦ. 17 Kαὶ ἀφοῦ ἀνα­στή­θη­κε, ἀνήγ­γει­λε εἰρή­νη γιὰ ἐσᾶς τοὺς μακριά (τοὺς ἐθνι­κούς) καὶ γιὰ τοὺς κον­τά (τοὺς Ἰου­δαί­ους), 18 ὅτι δηλα­δὴ καὶ οἱ δύο κόσμοι μὲ ἕνα πνεῦ­μα δι’ αὐτοῦ ἐπι­τυγ­χά­νου­με προ­σέ­λευ­σι στὸν Πατέ­ρα. 19 Γι’ αὐτὸ λοι­πὸν δὲν εἶσθε πλέ­ον ξένοι καὶ προ­σω­ρι­νοὶ κάτοι­κοι χωρὶς πολι­τι­κὰ δικαιώ­μα­τα (στὴν πολι­τεία τοῦ Θεοῦ), ἀλλ’ εἶσθε συμ­πο­λῖ­τες τῶν ἁγί­ων (τῶν πιστῶν Ἰσραη­λι­τῶν) καὶ οἰκεῖ­οι τοῦ Θεοῦ. 20 Kαὶ ἔχε­τε οἰκο­δο­μη­θῆ πάνω στὸ θεμέ­λιο, ποὺ εἶναι οἱ ἀπό­στο­λοι καὶ οἱ προ­φῆ­τες, ἐνῷ ἀκρο­γω­νιαῖ­ος λίθος εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς Xρι­στός. 21 M’ αὐτὸν ὅλη ἡ οἰκο­δο­μὴ δένε­ται ἁρμο­νι­κὰ καὶ στε­ρεά, καὶ μεγα­λώ­νει, γιὰ νὰ εἶναι ναὸς ἅγιος γιὰ τὸν Kύριο. 22 M’ αὐτὸν ἑνω­μέ­νοι καὶ σεῖς οἰκο­δο­μεῖ­σθε μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους πιστούς, γιὰ νὰ εἶσθε κατοι­κη­τή­ριο τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν κατοί­κη­σι σ’ αὐτὸ τοῦ Πνεύ­μα­τος (ποὺ εἶναι δηλα­δὴ ὁ Θεός, ὅλη ἡ θεία οὐσία).

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (Ερμη­νεία Περι­κο­πής)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ

«Νυν δ ν Χριστ ησο μες ο ποτ ντες μακρν γγς γενή­θη­τε ν τ αματι το Χρι­στοῦ. Ατς γρ στιν ερνη μν, ποισας τ μφτερα ν κα τ μεστοι­χον το φραγ­μο λσας, τν χθραν, ν τ σαρκ ατο τν νμον τν ντολν ν δγμα­σι καταργσας(:Αλλά κι εσείς που ήσα­σταν κάπο­τε ειδω­λο­λά­τρες, με την ένω­ση και κοι­νω­νία σας με τον Χρι­στό, αφού ακού­σα­τε τον λόγο του κηρύγ­μα­τος που είναι η ίδια η αλή­θεια, δηλα­δή το χαρ­μό­συ­νο κήρυγ­μα της σωτη­ρί­ας σας, κι αφού πιστέ­ψα­τε σε αυτό, σφρα­γι­σθή­κα­τε με τη σφρα­γί­δα του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος, σύμ­φω­να με τις υπο­σχέ­σεις του Θεού. Πλη­σιά­σα­τε και τον Θεό και τις δια­θή­κες Του με το αίμα του Χρι­στού, διό­τι Αυτός είναι η ειρή­νη μας. Αυτός έκα­νε και τους δύο αντι­μα­χό­με­νους κόσμους, τον Ιου­δαϊ­σμό και τον Εθνι­σμό, ένα. Αυτός γκρέ­μι­σε και κατέ­λυ­σε τον τοί­χο που δημιουρ­γού­σε ο φραγ­μός του νόμου που ορθω­νό­ταν ανά­με­σα στους δύο λαούς και τους χώρι­ζε. Κατέ­λυ­σε δηλα­δή την έχθρα των δύο λαών, αφού κατάρ­γη­σε με το αίμα Του τον νόμο των εντο­λών, ο οποί­ος, ενώ περιεί­χε επι­βλη­τι­κές προ­στα­γές, δεν έδι­νε όμως και τη χάρη για την εφαρ­μο­γή και την τήρη­ση των προ­σταγ­μά­των αυτών)» [Εφ.2,13–15].

«Αυτό είναι λοι­πόν το μεγά­λο», λέγει, «το ότι ήλθα­με δηλα­δή στην πολι­τεία των Εβραί­ων;». Τι λες; Ανα­κε­φα­λαί­ω­σε τα πάν­τα, όσα είναι στον ουρα­νό και στη γη, και μιλάς για τους Ισραη­λί­τες τώρα; «Ναι», λέγει· «διό­τι εκεί­να μεν πρέ­πει να παρα­λαμ­βά­νου­με με την πίστη, ενώ αυτά και με τα ίδια μας τα έργα». «Νυν δ (:Τώρα όμως», λέγει, «ν Χριστ ησο μες ο ποτ ντες μακρν γγς γενή­θη­τε ν τ αματι το Χρι­στο(: δια του Ιησού Χρι­στού εσείς που κάπο­τε ήσα­σταν μακριά, ήλθα­τε πλη­σί­ον)», προς την πολι­τεία· διό­τι το μακριά και το πλη­σί­ον εξαρ­τά­ται μόνο από την προ­αί­ρε­ση.

«Ατς γρ στιν ερνη μν, ποισας τ μφτερα ν(:Διό­τι Αυτός είναι η ειρή­νη μας. Αυτός έκα­νε και τους δύο αντι­μα­χό­με­νους κόσμους, τον Ιου­δαϊ­σμό και τον Εθνι­σμό, ένα)». Τι σημαί­νει «συνέ­νω­σε τα δύο μέρη»; Δεν λέει αυτό, ότι μας οδή­γη­σε σε εκεί­νη την ευγέ­νεια, αλλά ότι και εμάς και εκεί­νους μας οδή­γη­σε σε μεγα­λύ­τε­ρη ευγέ­νεια· αλλά η ευερ­γε­σία σε εμάς είναι μεγα­λύ­τε­ρη· διό­τι στους μεν Ιου­δαί­ους και υπο­σχέ­θη­κε και πλη­σιέ­στε­ρα ήσαν· ενώ σε εμάς ούτε υπο­σχέ­θη­κε, ούτε ήμα­σταν πλη­σί­ον, αλλά μακρύ­τε­ρα. Για τον λόγο αυτόν λέγει: «Τ δ θνη πρ λέους δοξά­σαι τν Θεόν(:Και συγ­χρό­νως και οι εθνι­κοί, που συμ­με­τέ­χουν στη σωτη­ρία αυτή, να δοξά­σουν τον Θεό για το έλε­ος που έδει­ξε σε αυτούς)»[Ρωμ.15,9]. Υπο­σχέ­θη­κε μεν στους Ισραη­λί­τες, αλλά ήσαν ανά­ξιοι· ενώ σε εμάς ούτε υπο­σχέ­θη­κε, αλλά ήμα­σταν ξένοι, τίπο­τε κοι­νό δεν είχα­με προς αυτούς· και μας έκα­νε ένα, όχι με το να συνά­ψει εμάς με εκεί­νους, αλλά αφού συνέ­νω­σε και εκεί­νους και εμάς σε ένα.

Θα ανα­φέ­ρω λοι­πόν ένα παρά­δειγ­μα· ας υπο­θέ­σου­με ότι υπάρ­χουν δύο αγάλ­μα­τα, το ένα από άργυ­ρο, ενώ το άλλο από μόλυ­βδο, ύστε­ρα αφού ανα­λύ­θη­καν τελεί­ως και τα δυο στο χωνευ­τή­ριο, βγαί­νουν από εκεί χρυ­σά και τα δύο. Ιδού, έκα­νε τα δύο ένα. Ή και αλλιώς· ας υπο­θέ­σου­με ότι ο μεν είναι δού­λος, ο δε υιο­θε­τη­μέ­νος· αφού συγ­κρού­στη­καν δε και οι δύο με τον πατέ­ρα, ο μεν, ενώ ήταν παι­δί του, απο­κη­ρύσ­σε­ται, ενώ ο άλλος δρα­πέ­τευ­σε και ούτε γνώ­ρι­σε τον πατέ­ρα· ύστε­ρα γίνον­ται και οι δύο κλη­ρο­νό­μοι και γνή­σια τέκνα. Ιδού, οδη­γή­θη­καν στην ίδια τιμή· οι δύο έγι­ναν ένα, ο μεν αφού ήλθε από μακριά, ο δε από πλη­σί­ον, και περισ­σό­τε­ρο γνή­σιος από ό,τι ήταν πριν έλθει σε σύγ­κρου­ση.

«Κα λσας (:Και κατέρ­ρι­ψε)», λέγει, «τ μεστοι­χον το φραγ­μο (:το μεσό­τοι­χο του φραγ­μού)»[Εφ.2,14]. Ποιο είναι το μεσό­τοι­χο; «Δηλα­δή την έχθρα, αφού κατάρ­γη­σε δια της σαρ­κός Του τον νόμο των εντο­λών που συνί­στα­το σε δια­τα­γές». Ορι­σμέ­νοι ισχυ­ρί­ζον­ται, ότι εννο­εί το μεσό­τοι­χο μετα­ξύ Ιου­δαί­ων και Ελλή­νων, ότι δεν επι­τρέ­πει σε αυτούς να ανα­μι­χθούν. Εγώ όμως δεν νομί­ζω αυτό· αυτό το μεσό­τοι­χο ήταν εκεί­νο το οποίο χώρι­ζε δια φραγ­μού, όπως λέγει ο προ­φή­της: «λλ τ μαρ­τή­μα­τα μν διϊστσιν ναμέ­σον μν κα ναμέ­σον το Θεο, κα δι τς μαρ­τί­ας μν πέστρε­ψε τ πρό­σω­πον ατο φ᾿ μν το μ λεσαι(:Αλλά τα αμαρ­τή­μα­τά σας δημιουρ­γούν χωρι­σμό και διά­στα­ση μετα­ξύ εσάς και του Θεού και για τις αμαρ­τί­ες σας ο Θεός απέ­στρε­ψε το πρό­σω­πό Του από σας, για να μη σας ελε­ή­σει)»[Ησ. 59,2]. Μεσό­τοι­χο ήταν η έχθρα, την οποία είχε και προς τους Ιου­δαί­ους και προς τους εθνι­κούς· εφό­σον δεν υπήρ­χε ο νόμος, όχι μόνο δεν καταρ­γούν­ταν, αλλά και αύξα­νε. « γρ νόμος ργν κατερ­γά­ζε­ται(:Διό­τι ο νόμος, επει­δή οι άνθρω­ποι τον παρα­βαί­νουν, φέρ­νει ως απο­τέ­λε­σμα οργή, και συνε­πώς, τους απο­ξε­νώ­νει από τα αγα­θά της επαγ­γε­λί­ας)», λέγει[Ρωμ.4,15]. Όπως ακρι­βώς λοι­πόν όταν εκεί λέγει: «Ο νόμος δημιουρ­γεί οργή», δεν απο­δί­δει το παν σε αυτόν, αλλά επει­δή τον παρα­βή­κα­με, πεί­θε­ται σε αυτόν· έτσι και εδώ ονο­μά­ζει αυτόν «μεσό­τοι­χο», επει­δή όταν τον παρή­κουαν, δημιουρ­γού­σε έχθρα.

Φραγ­μός ήταν ο μωσαϊ­κός νόμος, αλλά αυτός μεν έγι­νε για ασφά­λεια, για τού­το και είχε ονο­μα­στεί φραγ­μός, για να περι­φράσ­σει· άκου δηλα­δή πάλι τον προ­φή­τη ο οποί­ος λέγει: «Κα φραγμν περιέ­θη­κα(:Και έθε­σα φρά­κτη γύρω από αυτόν)» [Ησ.5,2]· και πάλι: «νατί καθελες τν φραγμν ατς κα τρυγσιν ατν πάν­τες ο παρα­πο­ρευό­με­νοι τν δόν; (:Για­τί τώρα απέ­συ­ρες από την άμπε­λό Σου, τον λαό Σου αυτόν, την πρό­νοια και προ­στα­σία Σου και επέ­τρε­ψες να κατα­λυ­θεί το βασί­λειο του Ισρα­ήλ, το οποίο από τα βόρεια υψω­νό­ταν ως προ­πύρ­γιό της, έτσι λοι­πόν κατέρ­ρι­ψες τον φρά­κτη που προ­φύ­λασ­σε την άμπε­λό σου και την τρυ­γούν ανεμ­πό­δι­στα όσοι περ­νούν από τον δρό­μο που συνο­ρεύ­ει με αυτήν;)», [Ψαλμ.79,13]· εννο­εί δηλα­δή την ασφά­λεια.

Και πάλι: «Νν δ ναγ­γελ μν τί γ ποι­ή­σω τ μπελνί μου· φελ τν φραγμν ατο κα σται ες διαρ­πα­γήν, κα καθελ τν τοχον ατο κα σται ες κατα­πά­τη­μα (:Και τώρα λοι­πόν θα σας αναγ­γεί­λω τι εγώ θα κάνω στην άμπε­λό μου. Θα αφαι­ρέ­σω τον φρά­κτη της και θα είναι εκτε­θει­μέ­νη σε διαρ­πα­γή και θα καταρ­ρί­ψω τον τοί­χο της και θα κατα­πα­τεί­ται)» [Ησ.5,5]· και πάλι: «Νόμον γρ ες βοή­θειαν δωκεν, να επωσιν οχ ς τ ῥῆμα τοτο, περ ο οκ στι δρα δοναι περ ατο(:Διό­τι ο Θεός προς καθο­δή­γη­ση μάς έδω­σε τον Νόμο και τον προ­φη­τι­κό λόγο, ώστε όσοι προ­σέ­χουν σε αυτόν και καθο­δη­γούν­ται από αυτόν να πουν: ‘’Δεν υπάρ­χει άλλο πολύ­τι­μο σαν τον λόγο αυτόν, για τον οποίο δεν υπάρ­χουν δώρα να δοθούν προς αγο­ρά του, αλλά παρέ­χε­ται δωρε­άν’’)» [Ησ.8,20]· και πάλι: «Ποιν λεη­μο­σύ­νας Κύριος κα κρμα πσι τος δικου­μέ­νοις. γνώ­ρι­σε τς δος ατο τ Μωυσ, τος υος σραλ τ θελή­μα­τα ατο(:Κάνει έργα ελέ­ους ο Κύριος και εκδί­δει απο­φά­σεις δίκαιες, δια των οποί­ων απο­δί­δε­ται το δίκαιο σε όλους τους αδι­κη­μέ­νους. Κατέ­στη­σε γνω­στές στον Μωυ­σή τις βου­λές Του για τον λαό του και τα σχέ­δια για την απε­λευ­θέ­ρω­ση και απο­κα­τά­στα­σή του, ενώ στους Ισραη­λί­τες γνώ­ρι­σε διά του νόμου Του τις εντο­λές και τα θελή­μα­τά Του)»[Ψαλμ.102, 6–7]. Και έγι­νε μεσό­τοι­χο, όχι για να ασφα­λί­ζει αυτούς, αλλά για να χωρί­ζει αυτούς από τον Θεό. Τέτοιο λοι­πόν ήταν το μεσό­τοι­χο το οποίο ήταν φραγ­μός.

Ποιο λοι­πόν είναι αυτό; «ν τ σαρκ ατο τν νμον τν ντολν ν δγμα­σι καταργσας(:Αφού κατάρ­γη­σε με το αίμα Του τον νόμο των εντο­λών)». Πώς; Αφού σφα­γιά­στη­κε και κατάρ­γη­σε εκεί την έχθρα. Όχι μόνο με αυτό αλλά και με το να τηρή­σει τον νόμο. Τι λοι­πόν εάν απαλ­λα­γή­κα­με από την προ­η­γού­με­νη παρά­βα­ση, πάλι είμα­στε υπο­χρε­ω­μέ­νοι να τηρού­με αυτόν; Πάλι το ίδιο ήταν· αλλά και αυτόν τον κατάρ­γη­σε. «Αφού κατήρ­γη­σε», λέει, «τον νόμο των εντο­λών, που συνί­στα­το σε δια­τα­γές». Ω, άπει­ρη φιλαν­θρω­πία! Έδω­σε σε μας νόμο για να τον τηρού­με· επει­δή δεν τον τηρή­σα­με και έπρε­πε να τιμω­ρη­θού­με, κατήρ­γη­σε τον νόμο· όπως εάν κάποιος αφού παρα­δώ­σει το παι­δί του σε παι­δα­γω­γό, επει­δή δεν υπα­κού­ει, το ελευ­θε­ρώ­νει και από τον παι­δα­γω­γό, και το φέρει πίσω. Πόσης φιλαν­θρω­πί­ας δείγ­μα είναι αυτό;

Τι σημαί­νει «αφού κατήρ­γη­σε τον νόμο των εντο­λών, που συνί­στα­το σε δια­τα­γές»; Διό­τι πολ­λή δια­φο­ρά παρου­σιά­ζει εδώ μετα­ξύ εντο­λής και δια­τα­γών. Ή την πίστη λέγει, ονο­μά­ζον­τάς τη δια­τα­γή, διό­τι μόνο από την πίστη έσω­σε· ή την παραγ­γε­λία, όπως έλε­γε ο Χρι­στός· «γ δ λέγω μν τι πς ργι­ζό­με­νος τ δελφ ατο εκ νοχος σται τ κρί­σει.(: Εγώ όμως σας λέω ότι καθέ­νας που οργί­ζε­ται εναν­τί­ον του αδελ­φού του χωρίς σοβα­ρό πνευ­μα­τι­κό λόγο, δια­πράτ­τει έγκλη­μα ανά­λο­γο με εκεί­νο το οποίο δικα­ζό­ταν άλλο­τε από το τοπι­κό επτα­με­λές δικα­στή­ριο, την “κρί­ση”)»[Ματθ.5,22]. Δηλα­δή, «τι ἐὰν μολο­γήσς ν τ στό­μα­τί σου Κύριον ησον, κα πιστεύσς ν τ καρ­δί σου τι Θες ατν γει­ρεν κ νεκρν, σωθήσ (:και είναι κον­τά στο στό­μα σου και στην καρ­διά σου ο λόγος αυτός, διό­τι, εάν ομο­λο­γή­σεις με το στό­μα σου τον Ιησού ως υπέρ­τα­το Κύριο και πιστέ­ψεις με την καρ­διά σου ότι ο Θεός Τον ανέ­στη­σε από τους νεκρούς, θα σωθείς)» [Ρωμ.10,9]. Και πάλι: « δ κ πίστε­ως δικαιο­σύ­νη οτω λέγει· μ επς ν τ καρ­δί σου, τίς ναβή­σε­ται ες τν ορανόν; τοτ᾿ στι Χριστν κατα­γα­γεν· τίς κατα­βή­σε­ται ες τν βυσ­σον; τοτ᾿ στι Χριστν κ νεκρν ναγα­γεν. λλ τί λέγει; γγύς σου τ ῥῆμά στιν, ν τ στό­μα­τί σου κα ν τ καρ­δί σου· τοτ᾿ στι τ ῥῆμα τς πίστε­ως κηρύσ­σο­μεν(:Αντι­θέ­τως, σχε­τι­κά με τη δικαί­ω­ση από την πίστη λέει ο Μωυ­σής στο “Δευ­τε­ρο­νό­μιο”: “Μην εισχω­ρή­σει στην καρ­διά σου ο λογι­σμός: “Ποιος θα ανε­βεί στον ουρα­νό;”. Για να κατε­βά­σει δηλα­δή από εκεί τον Χρι­στό, που θα με οδη­γή­σει στη σωτη­ρία. Ή: “Ποιος θα κατε­βεί στα σκο­τει­νά και βαθιά μέρη του Άδη;”. Για να ανα­στή­σει δηλα­δή τον Χρι­στό από τους νεκρούς, που θα μας δώσει τη σωτη­ρία και τη ζωή. Αλλά τι λέει η Αγία Γρα­φή για τη σωτη­ρία από την πίστη; Λέει τα εξής: “Είναι κον­τά σου ο λόγος, κον­τά στο στό­μα σου και στην καρ­διά σου”. Δηλα­δή είναι κον­τά σου ο λόγος που πρέ­πει να πιστέ­ψεις, και τον οποίο εμείς οι Από­στο­λοι κηρύτ­του­με)»[Ρωμ. 10,6–8]. Έδω­σε πίστη, για να λάβου­με ζωή. Για να απο­βεί δηλα­δή μάταιη η σωτη­ρία, και ο ίδιος βασα­νί­στη­κε και ζήτη­σε από αυτούς την πίστη δια δογ­μά­των.

«να τος δο κτσ ν αυτ ες να καινν νθρω­πον(:έτσι ώστε ενώ­νον­τας τους δύο λαούς με τον εαυ­τό Του να δημιουρ­γή­σει ένα νέο άνθρω­πο, μια νέα ανθρω­πό­τη­τα)»[Εφ.2,15]. Βλέ­πεις ότι δεν έγι­νε ο Έλλη­νας Ιου­δαί­ος, αλλά και αυτός και εκεί­νος ήλθαν σε άλλη κατά­στα­ση; Όχι για να κάνει τον ένα σαν τον άλλο, αλλά και τους δύο να δημιουρ­γή­σει. Και ορθώς χρη­σι­μο­ποιεί παν­τού τη λέξη «δημιουρ­γή­σει», και δεν λέγει, «μετα­βάλ­λει», για να δεί­ξει το απο­τέ­λε­σμα της ενέρ­γειάς Του, και ότι αν και είναι αόρα­τη η δημιουρ­γία, δεν είναι λιγό­τε­ρο αλη­θι­νή εκεί­νης, και ότι δεν πρέ­πει να απι­στού­με, ορμώ­με­νοι από τα πράγ­μα­τα της φύσε­ως. «Για να δημιουρ­γή­σει», λέγει, «από τα δύο μέρη, στον εαυ­τό Του, έναν άνθρω­πο»· δηλα­δή δια του εαυ­τού του, αφού έλιω­σε σαν μέσα σε χωνευ­τή­ριο και αυτόν και εκεί­νον, έβγα­λε από μέσα ένα θαυ­μα­στό, αφού υπέ­στη αυτός πρώ­τος αυτό· πράγ­μα το οποίο είναι μεγα­λύ­τε­ρο της προ­η­γού­με­νης δημιουρ­γί­ας.

Αυτό λοι­πόν σημαί­νει «στον εαυ­τό του», ότι Αυτός έδω­σε πρώ­τος τύπο και παρά­δειγ­μα· διό­τι κρα­τών­τας από εδώ τον Ιου­δαίο και από εκεί τον Έλλη­να, και αφού στά­θη­κε εκεί­νος στο μέσο και ανέ­μι­ξε αυτούς και αφά­νι­σε καθε­τί ξένο, ανέ­πλα­σε δια πυρός και ύδα­τος τον νέο άνθρω­πο. Όχι δι’ ύδα­τος και γης, αλλά δι’ ύδα­τος και πυρός. Έγι­νε Ιου­δαί­ος περι­τε­τμη­μέ­νος, έγι­νε επι­κα­τά­ρα­τος, έγι­νε Έλλη­νας εκτός νόμου, και υπε­ρά­νω των Ελλή­νων και των Ιου­δαί­ων. «Έναν νέο άνθρω­πο», λέγει, «για να φέρει ειρή­νη»· ειρή­νη σε αυτούς προς τον Θεό ή και μετα­ξύ τους· διό­τι εάν παρέ­με­ναν Ιου­δαί­οι και ειδω­λο­λά­τρες, δεν θα συμ­φι­λιώ­νον­ταν, και χωρίς να απαλ­λα­γεί από την δική του κατά­στα­ση ο καθέ­νας, ήλθαν σε άλλη μεγα­λύ­τε­ρη· διό­τι ο Ιου­δαί­ος τότε συνά­πτε­ται με τον Έλλη­να, όταν γίνε­ται πιστός· όπως εάν κάποιοι, ενώ υπήρ­χαν κάτω δύο οική­μα­τα και ένα πάνω, μεγά­λο και θαυ­μα­στό, δεν θα ήταν δυνα­τό να ιδω­θούν μετα­ξύ τους, έως ότου ευρε­θούν επά­νω.

«Ποιν ερνην (:Και να φέρει ειρή­νη μετα­ξύ τους)»· μάλ­λον με τον Θεό· διό­τι τα επό­με­να αυτό φανε­ρώ­νουν. Τι λέγει δηλα­δή; «Κα ποκα­ταλλξ τος μφοτρους ν ν σματι τ Θε δι το σταυ­ρο, ποκτενας τν χθραν ν ατ (:Και με τον σταυ­ρι­κό Του θάνα­το να συμ­φι­λιώ­σει και τους δύο λαούς με τον Θεό, ενω­μέ­νους τώρα σε ένα σώμα, αφού προ­η­γου­μέ­νως θα θανά­τω­νε την έχθρα με τον θάνα­τό Του)» [Εφεσ.2,16]. Δεν είπε «να συμ­φι­λιώ­σει», αλλά «να συμ­φι­λιώ­σει πάλι», δεί­χνον­τας ότι πριν από αυτό η ανθρώ­πι­νη φύση ήταν ασυμ­φι­λί­ω­τη, όπως με τους αγί­ους και πριν από τον νόμο. «Σε ένα σώμα», δηλα­δή το δικό του, «με τον Θεό». Πώς γίνε­ται αυτό; Αφού υπέ­στη, λέγει, αυτός την οφει­λό­με­νη τιμω­ρία. «Κα ποκα­ταλλξ τος μφοτρους ν ν σματι τ Θε δι το σταυ­ρο,ποκτενας τν χθραν ν ατ(:Και με τον σταυ­ρι­κό Του θάνα­το να συμ­φι­λιώ­σει και τους δύο λαούς με τον Θεό, ενω­μέ­νους τώρα σε ένα σώμα, αφού προ­η­γου­μέ­νως θα θανά­τω­νε την έχθρα με τον θάνα­τό Του)»[Εφ.2,16]. Δεν υπάρ­χει τίπο­τε κυριο­λε­κτι­κό­τε­ρο και εμφαν­τι­κό­τε­ρο από αυτούς τους λόγους.

«Ο θάνα­τός Του», λέγει, «θανά­τω­σε την έχθρα, την πλή­γω­σε θανά­σι­μα και την αφά­νι­σε, όχι με το να προ­στά­ξει άλλον, ούτε με το να ενερ­γή­σει μόνο, αλλά και με το να πάθει». Δεν είπε: «την κατέ­λυ­σε», ούτε είπε: «την κατήρ­γη­σε», αλλά : «τη θανά­τω­σε», ώστε ποτέ να μην ανα­στη­θεί αυτή. Πώς λοι­πόν ανί­στα­ται; Από την πολ­λή κακία μας. Εφό­σον μένου­με στο σώμα του Χρι­στού, εφό­σον είμα­στε ενω­μέ­νοι, δεν ανί­στα­ται, αλλά βρί­σκε­ται νεκρή· μάλ­λον δε εκεί­νη δεν ανί­στα­ται ποτέ· και αν γεν­νή­σου­με άλλη, δεν είναι πάλι εκεί­νη την οποία κατήρ­γη­σε και θανά­τω­σε, αλλά εσύ γεν­νάς άλλη· «διτι τ φρνημα τς σαρκς(:η κατά­στα­ση του σαρ­κι­κού ανθρώ­που)», λέγει, «χθρα ες Θεν· τ γρ νμ το Θεο οχ ποτσσε­ται· οδ γρ δναται(:φέρ­νει θάνα­το, διό­τι είναι έχθρα στον Θεό, εφό­σον δεν υπο­τάσ­σε­ται στον νόμο του Θεού, επει­δή ούτε έχει και τη δύνα­μη να υπο­τα­χθεί)» [Ρωμ.8,6–7]. Εάν δεν σκε­φτό­μα­στε τίπο­τε το σαρ­κι­κό δεν θα γεν­νη­θεί με άλλον τρό­πο, αλλά θα παρα­μεί­νει εκεί­νη η ειρή­νη.

Ανα­λο­γί­σου λοι­πόν πόσο κακό είναι, ενώ ο Θεός πραγ­μα­το­ποί­η­σε και εξε­τέ­λε­σε τόσα για να συμ­φι­λιω­θού­με, να επι­στρέ­ψου­με εμείς πάλι σε έχθρα. Αυτήν όχι πλέ­ον βάπτι­σμα και κάθαρ­ση, αλλά η γέεν­να τη δια­δέ­χε­ται, όχι πλέ­ον άφε­ση, αλλά έλεγ­χος και κατα­δί­κη. Φρό­νη­μα σαρ­κι­κό είναι η από­λαυ­ση, η σπα­τά­λη· φρό­νη­μα σαρ­κι­κό η πλε­ο­νε­ξία και κάθε αμαρ­τία. Και για­τί ονο­μά­στη­κε «σαρ­κι­κό φρό­νη­μα»; Καθό­σον βέβαια τίπο­τε δεν είναι δυνα­τόν να δια­πρα­χθεί χωρίς την ψυχή. Δεν το λέγει για να κατη­γο­ρή­σει τη σάρ­κα, όπως και όταν λέγει «ο ψυχι­κός άνθρω­πος» [Α΄Κορ.2,14: «Ψυχικς δ νθρω­πος ο δχεται τ το Πνεματος το Θεο· μωρα γρ ατ στι, κα ο δναται γνναι, τι πνευ­μα­τικς νακρνεται (:Ο φυσι­κός όμως και μη ανα­γεν­νη­μέ­νος άνθρω­πος δεν δέχε­ται εκεί­να που διδά­σκει το Πνεύ­μα του Θεού, διό­τι αυτά του φαί­νον­ται κου­τα­μά­ρες και δεν έχει την πνευ­μα­τι­κή δύνα­μη και αντί­λη­ψη να τα γνω­ρί­σει· διό­τι αυτά εξε­τά­ζον­ται και δια­κρί­νον­ται πνευ­μα­τι­κώς και με τον φωτι­σμό του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος)»], δεν το λέει για να κατη­γο­ρή­σει την ψυχή. Διό­τι δεν είναι αρκε­τό ούτε το σώμα, ούτε η ψυχή από μόνη της, εάν δεν δεχτεί την προς τα άνω κλί­ση, να κάνει τίπο­τε ευγε­νές και μεγά­λο. Για τον λόγο αυτόν ονο­μά­ζει «ψυχι­κά» εκεί­να, τα οποία δια­πράτ­τει από μόνη της η ψυχή. Και «σαρ­κι­κά» ονο­μά­ζει εκεί­να, τα οποία δια­πράτ­τει το σώμα από μόνο του. Και κατα­στρέ­φον­ται, όχι διό­τι αυτά είναι φυσι­κά, αλλά διό­τι δεν δέχτη­καν την προ­στα­σία από τον Θεό. Διό­τι και οι οφθαλ­μοί είναι καλοί, αλλά χωρίς το φως δια­πράτ­τουν άπει­ρα κακά· και αυτό οφεί­λε­ται στην ασθέ­νειά τους, όχι στη φύση. Διό­τι, εάν ήσαν φυσι­κά κακά, δεν θα τα χρη­σι­μο­ποιού­σα­με ποτέ εκεί όπου χρειά­ζον­ται· διό­τι τίπο­τε δεν είναι εκ φύσε­ως κακό.

Για ποιο λόγο λοι­πόν ονο­μά­ζει τις αμαρ­τί­ες «σαρ­κι­κά φρο­νή­μα­τα»; Επει­δή όταν αυτή επι­κρα­τή­σει σε εκεί­νον ο οποί­ος κρα­τεί τα ηνία και υψω­θεί στην εξου­σία, γεν­νά άπει­ρα κακά. Διό­τι αρε­τή της σάρ­κας είναι το να έχει υπο­τα­χθεί στην ψυχή, ενώ κακία της το να εξου­σιά­ζει την ψυχή. Όπως ακρι­βώς λοι­πόν ο ίππος είναι καλός και δυνα­τός, αλλά δεν φαί­νε­ται αυτό χωρίς ηνί­ο­χο, έτσι και η σάρ­κα όταν της περι­κό­ψου­με τα σκιρ­τή­μα­τα προς την αμαρ­τία. Αλλά ούτε ο ηνί­ο­χος ανα­δει­κνύ­ε­ται χωρίς γνώ­ση και εμπει­ρία· διό­τι αυτός έχει δυσκο­λό­τε­ρο έργο από τους ίππους. Πρέ­πει λοι­πόν να γνω­ρί­ζει το πνεύ­μα από όλα. Όταν αυτό έχει γνώ­ση, κάνει ισχυ­ρό­τε­ρο τον ηνί­ο­χο· αυτό καλ­λω­πί­ζει και την ψυχή και το σώμα. Διό­τι όπως ακρι­βώς όταν η ψυχή ενώ­νε­ται με αυτό, το ανα­δει­κνύ­ει ωραίο, ενώ όταν το στε­ρή­σει τελεί­ως από τη δική της ενέρ­γεια και απο­μα­κρυν­θεί, τότε, όπως όταν ένας ζωγρά­φος ανα­κα­τεύ­ει τα χρώ­μα­τα, προ­κύ­πτει πολ­λή ασχη­μία, και το καθέ­να σπεύ­δει προς τη φθο­ρά και τη διά­λυ­ση, έτσι και όταν το πνεύ­μα εγκα­τα­λεί­ψει και το σώμα και την ψυχή, προ­κύ­πτει χει­ρό­τε­ρη και μεγα­λύ­τε­ρη ασχη­μία.

Μη λοι­πόν, επει­δή το σώμα είναι κατώ­τε­ρο της ψυχής, το κακί­ζεις. Διό­τι ούτε την ψυχή ανέ­χο­μαι εγώ να κακί­ζεις, επει­δή δεν μπο­ρεί τίπο­τε να επι­τύ­χει χωρίς το πνεύ­μα. Εάν μάλι­στα πρέ­πει να πού­με κάτι, μεγα­λύ­τε­ρης κατη­γο­ρί­ας είναι άξια η ψυχή. Διό­τι το μεν σώμα τίπο­τε κακό δεν θα μπο­ρού­σε να κάνει χωρίς την ψυχή, ενώ η ψυχή πολ­λά χωρίς το σώμα. Διό­τι και όταν ακό­μη λιώ­νει εκεί­νο και δεν σκιρ­τά καθό­λου, πολ­λά δια­πράτ­τει εκεί­νη· όπως εκεί­νοι οι μάγοι, οι γόη­τες, οι φαρ­μα­κευ­τές, οι φθο­νούν­τες, οι οποί­οι κατ’ εξο­χήν ταλαι­πω­ρούν το σώμα. Άλλω­στε, ούτε η από­λαυ­ση οφεί­λε­ται σε ανάγ­κη του σώμα­τος, αλλά στην απρο­σε­ξία της ψυχής· δηλα­δή η τρο­φή, όχι η τρυ­φή, είναι αναγ­καία για το σώμα. Εάν θελή­σω να τρα­βή­ξω με ορμή το χαλι­νά­ρι, συγ­κρά­τη­σα τον ίππο· ενώ το σώμα δεν μπο­ρεί να συγ­κρα­τή­σει την ψυχή στα πάθη της.

Για­τί λοι­πόν καλεί αυτό σαρ­κι­κό φρό­νη­μα; Διό­τι γίνε­ται ολό­κλη­ρο της σάρ­κας. Όταν δηλα­δή επι­κρα­τή­σει η σάρ­κα, τότε αμάρ­τη­σε, όταν αφαι­ρέ­σει τον νου και την εξου­σία της ψυχής. Λοι­πόν σε τού­το συνί­στα­ται η αρε­τή του σώμα­τος, στο να υπα­κού­ει στην ψυχή, επει­δή αυτό καθ’ εαυ­τό δεν είναι ούτε καλό, ούτε κακό. Διό­τι τι θα μπο­ρού­σε να δια­πρά­ξει το σώμα από μόνο του; Ώστε όταν είναι συνε­νω­μέ­νο με την ψυχή είναι καλό το σώμα, λόγω της υπο­τα­γής του στην ψυχή· επει­δή μόνο του ούτε καλό είναι ούτε κακό, αλλά είναι κατάλ­λη­λο και γι’ αυτόν τον λόγο και για εκεί­νον, έχον­τας κλί­ση και στα δύο. Το σώμα επι­θυ­μεί, όχι όμως πορ­νεία, ούτε μοι­χεία, αλλά ένω­ση· το σώμα επι­θυ­μεί, όχι τρυ­φή, αλλά τρο­φή, όχι μέθη αλλά ποτό. Για το ότι επί­σης δεν είναι επι­θυ­μία του σώμα­τος η μέθη κοί­τα­ξε πως δεν αντέ­χεις όταν υπερ­βά­λεις το μέτρο, όταν υπερ­βείς τα όρια.

Αυτά ανή­κουν στο σώμα· επει­δή όλα τα άλλα είναι της ψυχής, όταν καταν­τά να βυθί­ζε­ται στα σαρ­κι­κά, όταν γίνει παχυ­λή. Αν και είναι καλό βεβαί­ως το σώμα, είναι όμως κατώ­τε­ρο της ψυχής, όπως ο μόλυ­βδος από τον χρυ­σό, αλλά έχει ανάγ­κη και του μολύ­βδου ο οποί­ος συγ­κολ­λά· έτσι και η ψυχή έχει ανάγ­κη του σώμα­τος. Συμ­βαί­νει όπως ένα ευγε­νι­κής κατα­γω­γής παι­δί που έχει παι­δι­κά πράγ­μα­τα, κατη­γο­ρού­με όχι την ηλι­κία, αλλά όσα γίνον­ται κατ’αυτήν, έτσι και για το σώμα.

Αλλά είναι δυνα­τόν να μην είμα­στε υπο­ταγ­μέ­νοι στη σάρ­κα, αν θέλου­με, όπως ούτε στη γη, αλλά στους ουρα­νούς και στο πνεύ­μα. Διό­τι το ότι είναι κανείς κάπου δεν λέγε­ται τόσο για τη θέση στον χώρο, όσο για τη διά­θε­ση. Για πολ­λούς, πράγ­μα­τι, ενώ είναι κάπου λέμε ότι δεν είναι, λέγον­τας δηλα­δή: «Δεν ήσουν εδώ», και άλλο­τε πάλι: «Δεν είσαι εδώ». Τι λέγω; Πολ­λές φορές λέμε σε κάποιον: «δεν είσαι στον εαυ­τό σου, δεν είμαι στον εαυ­τό μου»· αν και τι είναι σωμα­τι­κό­τε­ρο από αυτό, όταν πλη­σιά­ζει αυτός τον εαυ­τό του; Και όμως δεν λέμε ότι αυτός είναι στον εαυ­τό του.

Ας έλθου­με λοι­πόν στους εαυ­τούς μας, στους ουρα­νούς, στο Πνεύ­μα· ας μένου­με στην ειρή­νη και τη χάρη του Θεού, ώστε, αφού απαλ­λα­γού­με από όλα τα σαρ­κι­κά, να μπο­ρέ­σου­με να επι­τύ­χου­με τα αγα­θά που μας υπο­σχέ­θη­καν διά του Ιησού Χρι­στού του Κυρί­ου μας, μαζί με τον Οποίο στον Πατέ­ρα και στο Άγιο Πνεύ­μα ανή­κει δόξα, δύνα­μη, τιμή, τώρα και πάν­το­τε και στους αιώ­νες των αιώ­νων.

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………..

ΟΜΙΛΙΑ ΣΤ΄

«Κα λθν εηγγελσατο ερνην μν τος μακρν κα τος γγς, 18 τι δι’ ατο χομεν τν προ­σα­γωγν ο μφτεροι ν ν πνεματι πρς τν πατρα. 19 ρα ον οκτι στ ξνοι κα προι­κοι, λλ συμ­πολται τν γων κα οκεοι το Θεο, 20 ποι­κο­δο­μηθντες π τ θεμελίῳ τν ποστλων κα προ­φητν, ντος κρο­γω­νιαου ατο ᾿Ιησο Χρι­στο, 21 ν πσα οκοδομ συναρ­μο­λο­γουμνη αξει ες ναν γιον ν Κυρίῳ· 22 ν κα μες συνοι­κο­δο­μεσθε ες κατοι­κητριον το Θεο ν Πνεματι (: Κι αφού ήλθε ο Χρι­στός στη γη, κήρυ­ξε το χαρ­μό­συ­νο μήνυ­μα της ειρή­νης σε σας τους εθνι­κούς, που ήσα­σταν μακριά από τον Θεό, και σε μας τους Ιου­δαί­ους, που ήμα­σταν κον­τά Του· 18 διό­τι Αυτός μας έφε­ρε και τους δύο λαούς μέσω του ενός Αγί­ου Πνεύ­μα­τος κον­τά στον Πατέ­ρα. Δια­μέ­σου του Χρι­στού έγι­νε η προ­σέγ­γι­σή μας αυτή με τον Θεό. 19 Απ’ όλα αυτά λοι­πόν προ­κύ­πτει το συμ­πέ­ρα­σμα ότι δεν είστε πλέ­ον ξένοι και προ­σω­ρι­νοί κάτοι­κοι στη Βασι­λεία του Θεού, αλλά είστε συμ­πο­λί­τες των αγί­ων και μέλη της οικο­γέ­νειας του Θεού. 20 Και σαν ζων­τα­νοί λίθοι κτι­σθή­κα­τε πάνω στο θεμέ­λιο. Και το θεμέ­λιο αυτό είναι οι από­στο­λοι και οι προ­φή­τες, ενώ ο ακρο­γω­νιαί­ος λίθος, το αγκω­νά­ρι που βαστά­ζει και στη­ρί­ζει όλο το οικο­δό­μη­μα, είναι ο ίδιος ο Ιησούς Χρι­στός. 21 Πάνω σε Αυτόν λοι­πόν και δια­μέ­σου Αυτού του Χρι­στού η οικο­δο­μή όλη της Εκκλη­σί­ας ενώ­νε­ται αρμο­νι­κά και στε­ρεά και αυξά­νει, ώστε να γίνε­ται ναός άγιος, όπως τον θέλει ο Κύριος. 22 Με την ένω­σή σας με τον Κύριο κι εσείς οικο­δο­μεί­στε μαζί με τους άλλους πιστούς για να γίνε­τε ναός και κατοι­κη­τή­ριο, στο οποίο θα κατοι­κεί ο Θεός με το Πνεύ­μα Του)» [Εφ. 2, 17–22].

«Δεν απέ­στει­λε με άλλον», λέγει, «ούτε με άλλον μήνυ­σε αυτά σε μας, αλλά ο Ίδιος δια του εαυ­τού Του». Ούτε άγγε­λο, ούτε αρχάγ­γε­λο απέ­στει­λε, επει­δή το να διορ­θώ­σει τα τόσα κακά και το να αναγ­γεί­λει τα όσα έγι­ναν, δεν ήταν δυνα­τόν σε κανέ­ναν άλλο, αλλά μόνο στη δική Του παρου­σία. Κατα­δέ­χτη­κε ο δεσπό­της να κατέλ­θει σε τάξη υπη­ρέ­του και σχε­δόν επαί­του, και ήλθε, και «εηγγελσατο ερνηνμν τος μακρν κα τος γγς», λέγει. Τους Ιου­δαί­ους ονο­μά­ζει πλη­σί­ον, εν σχέ­σει προς εμάς· «δι’ ατο χομεν τν προ­σα­γωγν ο μφτεροι ν ν πνεματι πρς τν πατρα(:διό­τι Αυτός μας έφε­ρε και τους δύο λαούς μέσω του ενός Αγί­ου Πνεύ­μα­τος κον­τά στον Πατέ­ρα. Δια­μέ­σου του Χρι­στού έγι­νε η προ­σέγ­γι­σή μας αυτή με τον Θεό)»[Εφ.2,18].

Ειρή­νη, λέγει, σε σχέ­ση με τον Θεό. Μας συμ­φι­λί­ω­σε. Και μάλι­στα και ο ίδιος λέγει: «Ερνην φημι μν, ερνην τν μν δδωμι μν(:Φεύ­γω και σας αφή­νω την ειρή­νη. Σας δίνω τη δική μου αλη­θι­νή και βαθιά ειρή­νη, την οποία ήλθα να φέρω στον κόσμο που συν­τα­ράσ­σε­ται από την αμαρ­τία. Δεν σας δίνω εγώ μια ειρή­νη υπο­κρι­τι­κή, απα­τη­λή και αστα­θή, σαν αυτή που δίνει ο κόσμος)» [Ιω. 14,27]· και πάλι: «Θαρ­σετε, γ νενκηκα τν κσμον(:Έχε­τε θάρ­ρος, Εγώ έχω νική­σει τον κόσμο)» [Ιω. 16,33]· και: «ν τι ατσητε ν τ νματ μου, γ ποισω(:Εάν ζητή­σε­τε κάτι επι­κα­λού­με­νοι με πίστη ζων­τα­νή το Όνο­μά μου, Εγώ θα το πραγ­μα­το­ποι­ή­σω, επει­δή έχω κάθε εξου­σία και δύνα­μη κον­τά στον Πατέ­ρα μου)» [Ιω. 14,14] · και πάλι: «τς γρ πατρ φιλε μς τι μες μ πεφιλκατε, κα πεπι­στεκατε τι γ παρ το Θεο ξλθον (:Διό­τι ο Ίδιος ο Πατέ­ρας μου σας αγα­πά από μόνος Του. Σας αγα­πά, διό­τι κι εσείς έχε­τε αγα­πή­σει εμέ­να κι έχε­τε πιστέ­ψει ότι Εγώ έχω γεν­νη­θεί από τον Θεό και απ’ Αυτόν έχω απο­στα­λεί στον κόσμο)» [Ιω.16,27]. Αυτά είναι απο­δεί­ξεις της ειρή­νης, και επι­πλέ­ον με ποιο τρό­πο; «τι δι’ ατο χομεν τν προ­σα­γωγν ο μφτεροι ν ν πνεματι πρς τν πατρα(:Διό­τι Αυτός μας έφε­ρε και τους δύο λαούς μέσω του ενός Αγί­ου Πνεύ­μα­τος κον­τά στον Πατέ­ρα. Δια­μέ­σου του Χρι­στού έγι­νε η προ­σέγ­γι­σή μας αυτή με τον Θεό)»[Εφ.2,18]. Όχι σε εμάς λιγό­τε­ρο, σε εκεί­νους όμως περισ­σό­τε­ρο, αλλά με μία χάρη. Την μεν οργή λοι­πόν κατέ­παυ­σε δια του θανά­του, εμάς δε μας έκα­νε αγα­πη­τούς στον Πατέ­ρα δια του αγί­ου Πνεύ­μα­τος. Ιδού πάλι το «ν», χρη­σι­μο­ποιεί­ται ως «διά»· δια του εαυ­τού Του και του αγί­ου Πνεύ­μα­τος δηλα­δή, μας οδή­γη­σε προς τον Πατέ­ρα.

«ρα ον οκτι στ ξνοι κα προι­κοι, λλ συμ­πολται τν γων κα οκεοι το Θεο(:Απ’ όλα αυτά λοι­πόν βγαί­νει το συμ­πέ­ρα­σμα ότι δεν είστε πλέ­ον ξένοι και προ­σω­ρι­νοί κάτοι­κοι στη βασι­λεία του Θεού, αλλά είστε συμ­πο­λί­τες των αγί­ων και μέλη της οικο­γέ­νειας του Θεού)»[Εφ.2,19]. Βλέ­πεις ότι μας ανα­δει­κνύ­ει συμ­πο­λί­τες, όχι απλώς των Ιου­δαί­ων, αλλά των αγί­ων και μεγά­λων εκεί­νων ανδρών, των γύρω από τον Αβρα­άμ και τον Μωυ­σή και τον Ηλία; Στην ίδια πολι­τεία κατα­γρα­φή­κα­με, σε εκεί­νη εμφα­νι­ζό­μα­στε. Διό­τι λέγει: «Ο γρ τοιατα λγον­τες μφανζου­σιν τι πατρδα πιζη­τοσι(:Πέθα­ναν με την πίστη και την ελπί­δα. Διό­τι όσοι εκφρά­ζον­ται έτσι, λέγον­τας δηλα­δή ότι είναι ξένοι και ταξι­διώ­τες στη γη, φανέ­ρω­σαν και απο­δεί­κνυαν με τα λόγια τους αυτά ότι ζητού­σαν με πόθο μια μόνι­μη και αλη­θι­νή πατρί­δα˙ και τέτοια είναι ο ουρα­νός, τον οποίο μόνο με την πίστη μπο­ρεί κανείς να δει)» [Εβρ.11,14]. Όχι πλέ­ον ξένοι προς τους αγί­ους, ούτε παρε­πί­δη­μοι. Διό­τι παρε­πί­δη­μοι είναι εκεί­νοι οι οποί­οι δεν πρό­κει­ται να επι­τύ­χουν τα ουρά­νια. Διό­τι « δ δολος ο μνει ν τ οκίᾳ ες τν αἰῶνα· υἱὸς μνει ες τν αἰῶνα (:ο δού­λος όμως δεν παρα­μέ­νει για πάν­τα στην οικία του Κυρί­ου του ως κλη­ρο­νό­μος και παν­το­τι­νός κάτο­χος˙ διό­τι δεν έχει δικαιώ­μα­τα σε αυτήν και εκδιώ­κε­ται απ’ αυτήν όταν κατα­στεί ανε­πι­θύ­μη­τος. Αντί­θε­τα ο γιος μένει για πάν­τα στην οικία του πατέ­ρα του, επει­δή κλη­ρο­νο­μεί όλα τα δικαιώ­μα­τα του πατέ­ρα του)» [Ιω.8,35].

«Κα οκεοι το Θεο (:Και μέλη της οικο­γέ­νειας του Θεού)», λέγει. Αυτό το οποίο είχαν εκεί­νοι εξαρ­χής με τόσους κόπους, αυτό κατορ­θώ­θη­κε σε μας δια της χάρι­τος του Θεού. Ιδού η ελπί­δα της προ­σκλή­σε­ως. «ποι­κο­δο­μηθντες π τ θεμελίῳ τν ποστλων κα προ­φητν(:Και σαν ζων­τα­νοί λίθοι κτι­σθή­κα­τε πάνω στο θεμέ­λιο. Και το θεμέ­λιο αυτό είναι οι από­στο­λοι και οι προ­φή­τες)»[Εφ.2,20]. Κοί­τα­ξε πώς ανα­μι­γνύ­ει πάν­το­τε τους Έλλη­νες, τους απο­στό­λους, τους προ­φή­τες, τον Χρι­στό· και άλλο­τε μεν από το ότι γίνα­με σώμα, άλλο­τε δε από το ότι έχου­με οικο­δο­μη­θεί μαζί με Αυτόν δεί­χνει τη συνά­φεια. «Διό­τι έχε­τε οικο­δο­μη­θεί», λέγει, «επά­νω στο θεμέ­λιο των απο­στό­λων και των προ­φη­τών»· δηλα­δή, θεμέ­λιος οι από­στο­λοι και οι προ­φή­τες. Και πρώ­τα θέτει τους απο­στό­λους, αν και είναι τελευ­ταί­οι ως προς τον χρό­νο· και επει­δή θέλει να δεί­ξει αυτό λέγει αυτά, ότι δηλα­δή, θεμέ­λιο είναι εκεί­νοι, μία οικο­δο­μή είναι το παν, μια ρίζα. Σκέ­ψου τους Έλλη­νες να έχουν θεμέ­λιο τους πατριάρ­χες. Εδώ ομι­λεί με περισ­σό­τε­ρη ακρί­βεια ονο­μά­ζον­τας αυτό το γεγο­νός έτσι, παρά όταν το ονο­μά­ζει εγκεν­τρι­σμό· στην περί­πτω­ση εκεί­νη απλώς και μόνο το εγγί­ζει αυτό.

Ύστε­ρα, λέγει: «ντος κρο­γω­νιαου ατο ᾿Ιησο Χρι­στο, ν πσα οκοδομ συναρ­μο­λο­γουμνη αξει ες ναν γιον ν Κυρίῳ(:Ο ακρο­γω­νιαί­ος λίθος, το αγκω­νά­ρι που βαστά­ζει και στη­ρί­ζει όλο το οικο­δό­μη­μα, είναι ο ίδιος ο Ιησούς Χρι­στός. Πάνω σε Αυτόν λοι­πόν και δια­μέ­σου Αυτού του Χρι­στού η οικο­δο­μή όλη της Εκκλη­σί­ας ενώ­νε­ται αρμο­νι­κά και στε­ρεά και αυξά­νει, ώστε να γίνε­ται ναός άγιος, όπως τον θέλει ο Κύριος)»[Εφ.2,20–21]. Εκεί­νος ο οποί­ος συνέ­χει το παν είναι ο Χρι­στός· διό­τι ο ακρο­γω­νιαί­ος λίθος και τους τοί­χους συγ­κρα­τεί και τα θεμέ­λια. Είναι εκεί­νος «επά­νω στον οποίο στη­ρί­ζε­ται η όλη οικο­δο­μή».

Κοί­τα­ξε πώς συνέ­δε­σε αυτό· άλλο­τε μεν θέτον­τας αυτόν άνω­θεν ώστε να κρα­τεί και να συγ­κρο­τεί ολό­κλη­ρο το σώμα, άλλο­τε παρου­σιά­ζον­τας αυτόν από κάτω να στη­ρί­ζει την οικο­δο­μή και να είναι ρίζα αυτής. Το δε «εδη­μιούρ­γη­σε στον εαυ­τό του, από τα δύο μέρη, έναν νέο άνθρω­πο», φανέ­ρω­σε με αυτό, ότι δια του εαυ­τού Του συνέ­νω­σε και τους δύο τοί­χους, καθώς επί­σης ότι δημιούρ­γη­σε στον εαυ­τό Του. Και «πρωττοκος», λέγει, «πσης κτσεως (:όλων των δημιουρ­γη­μά­των)» [Κολοσ. 1,15]· δηλα­δή, τα πάν­τα Αυτός στη­ρί­ζει. «Στον Οποίο η όλη οικο­δο­μή συναρ­μο­λο­γεί­ται». Είτε την ορο­φή πεις, είτε τους τοί­χους, είτε οτι­δή­πο­τε άλλο, το παν στη­ρί­ζει. Και αλλού καλεί Αυτόν θεμέ­λιο. Διό­τι λέγει: «Θεμλιον γρ λλον οδες δναται θεναι παρ τν κεμενον, ς στιν ᾿Ιησος Χριστς(:Διό­τι κανέ­νας δεν μπο­ρεί να βάλει άλλον θεμέ­λιο λίθο εκτός από εκεί­νον που βρί­σκε­ται τώρα αμε­τα­κί­νη­τος και άσει­στος στη βάση της οικο­δο­μής. Και ο θεμέ­λιος αυτός λίθος είναι ο Ιησούς Χρι­στός)»[Α΄Κορ.3,11]. «Στον Οποίο η όλη οικο­δο­μή συναρ­μο­λο­γεί­ται». Δεί­χνει και το ορθό, ότι δεν είναι δυνα­τόν με άλλον τρό­πο να τεθεί, εάν δεν έζη­σε με πολ­λή επι­μέ­λεια και εντέ­λεια. Και «αξει ες ναν γιον ν Κυρίῳ· ν κα μες συνοι­κο­δο­μεσθε ες κατοι­κητριον το Θεο ν Πνεματι(:και αυξά­νει, ώστε να γίνε­ται ναός άγιος, όπως τον θέλει ο Κύριος. Με την ένω­σή σας με τον Κύριο κι εσείς οικο­δο­μεί­στε μαζί με τους άλλους πιστούς για να γίνε­τε ναός και κατοι­κη­τή­ριο, στο οποίο θα κατοι­κεί ο Θεός με το Πνεύ­μα Του)»[Εφ.2,22], λέγει. Πολύ συχνά το λέγει αυτό, το «σε ναό, ώστε να γίνε­τε τόπος κατοι­κί­ας του Θεού δια του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος».

Τι λοι­πόν θέλει η οικο­δο­μή; Να κατοι­κή­σει μέσα σε τού­τον τον ναό ο Θεός. «Και ο καθέ­νας από εσάς είναι ναός, και όλοι από κοι­νού, και κατοι­κεί όπως στο σώμα του Χρι­στού, όπως σε ναό πνευ­μα­τι­κό». Δεν είπε: «προ­σέ­λευ­ση», αλλά: «δι’αυτού έχου­με είσο­δο»· διό­τι δεν προ­σήλ­θα­με αφ’ εαυ­τών, αλλά από Αυτόν οδη­γη­θή­κα­με. «Οδείς (:Κανείς)», λέγει, «ρχε­ται πρς τν πατρα ε μ δι’ μο(: δεν είναι δυνα­τόν να έλθει προς τον Πατέ­ρα και να μετά­σχει στη μακα­ρία ζωή Του, παρά μόνο αν περά­σει από Εμέ­να)» [Ιω.14,6]· και πάλι: «γ εμι δς κα λθεια κα ζω(:Εγώ είμαι ο μονα­δι­κός δρό­μος, από τον οποίο μπο­ρεί να φτά­σει κανείς στον ουρα­νό· διό­τι συγ­χρό­νως είμαι και η από­λυ­τη αλή­θεια και η πραγ­μα­τι­κή και πηγαία ζωή)» [Ιω.14,6]. Συν­δέ­ει αυτούς με τους αγί­ους, και πάλι επι­στρέ­φει στο προ­η­γού­με­νο παρά­δειγ­μα, μη αφή­νον­τας που­θε­νά να χωρι­στούν από τον Χρι­στό. Άρα μέχρι της παρου­σί­ας θα οικο­δο­μεί­ται αυτή η οικο­δο­μή· άρα γι’αυτόν τον λόγο έλε­γε ο Παύ­λος: «Κατ τν χριν το Θεο τν δοθεσν μοι ς σοφς ρχιτκτων θεμλιον τθει­κα, λλος δ ποι­κο­δο­με· καστος δ βλεπτω πς ποι­κο­δο­με· θεμλιον γρ λλον οδες δναται θεναι παρ τν κεμενον, ς στιν ᾿Ιησος Χριστς (:Σύμ­φω­να με την χάρη του Θεού που μου δόθη­κε για να θεμε­λιώ­νω εκκλη­σί­ες ανά­με­σα στα έθνη, σαν έμπει­ρος αρχι­τέ­κτο­νας έχω βάλ­λει θεμέ­λιο στε­ρεό· αλλά όμως συνε­χί­ζει πάνω σε αυτό το κτί­σι­μο. Ο καθέ­νας από τους κτί­στες ας προ­σέ­χει πως οικο­δο­μεί πάνω στο θεμέ­λιο. Αυτός δεν έχει πλέ­ον δου­λειά με το θεμέ­λιο· διό­τι κανέ­νας δεν μπο­ρεί να βάλ­λει άλλο θεμέ­λιο λίθο εκτός από εκεί­νον που βρί­σκε­ται τώρα αμε­τα­κί­νη­τος και άσει­στος στην βάση της οικο­δο­μής. Και ο θεμέ­λιος αυτός λίθος είναι ο Ιησούς Χρι­στός)» [Α΄Κορ.3,10–11]· και πάλι, ότι θεμέ­λιο είναι ο Χρι­στός. Τι είναι λοι­πόν αυτό; Βλέ­πεις ότι δεν πρέ­πει να υπα­κού­με επι­πό­λαια στις υπο­θή­κες; Με παρα­δείγ­μα­τα το είπε αυτό, όπως όταν λέει γεωρ­γό τον Πατέ­ρα και ρίζα τον εαυ­τό του.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-ad-ephesios.pdf

  • Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, Υπό­μνη­μα στην προς Εφε­σί­ους επι­στο­λήν, ομι­λί­ες Ε΄ και ΣΤ΄, πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1979, τόμος 20, σελί­δες 520–541 και 542–549.

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη μετά Συν­τό­μου Ερμη­νεί­ας, Πανα­γιώ­της Τρεμ­πέ­λας, Αδελ­φό­της Θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», Αθή­να, 1985.

  • https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-palaia-diathiki/

  • https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-kaini-diathiki/

  • Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλ­τή­ριον με σύν­το­μη ερμη­νεία(από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τρί­τη, Αθή­να 2016.

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ”)

Οἱ ξένοι οἰκεῖ­οι

«Ἄρα οὖν οὐκέ­τι ἐστὲ ξένοι καὶ πάροι­κοι, ἀλλὰ συμ­πο­λῖ­ται τῶν ἁγί­ων καὶ οἰκεῖ­οι τοῦ Θεοῦ» (Εφ. 2,19)

ΟΣΟΙ, ἀγα­πη­τοί μου, ὅσοι ἀναγ­κα­σθή­κα­τε να βρε­θῆ­τε μακριὰ ἀπὸ τὴν εὐλο­γη­μέ­νη πατρί­δα μας, μακριὰ ἀπὸ τὸν τόπο τῶν προ­γό­νων σας, μακριὰ ἀπὸ τὸ ταπει­νό χωριό ὅπου γεν­νη­θή­κα­τε, γνω­ρί­ζε­τε τί θὰ πῇ πίκρα τῆς ξενι­τειᾶς. Δὲν ἐννοῶ ἐκεί­νους ποὺ ἔχουν τὰ πολ­λὰ λεφτὰ καί, σύμ­φω­να μὲ τὴ μόδα ποὺ ἐπι­κρα­τεῖ τώρα, κάνουν κάθε τόσο ταξί­δια ἀνα­ψυ­χῆς ἐκτὸς Ἑλλά­δος και περ­νοῦν τὶς δια­κο­πές τους στὸ ἐξω­τε­ρι­κό· αὐτοὶ τὸ θέλουν καὶ βγαί­νουν ἔξω. Ἐννοῶ ἐκεί­νους ποὺ ξενι­τεύ­ον­ται παρὰ τὴ θέλη­σί τους, εἴτε γιὰ νὰ βροῦν δου­λειὰ καὶ νὰ ζήσουν, εἴτε γιὰ νὰ παρα­κο­λου­θή­σουν ἀνώ­τε­ρες σπου­δές, εἴτε γιὰ νὰ ὑπο­βλη­θοῦν σὲ μιὰ δύσκο­λη ἐγχεί­ρη­σι, εἴτε γιὰ κάποια ἄλλη παρο­μοία ἀνάγ­κη. Αὐτοὶ ἔχουν δοκι­μά­σει τον πόνο τοῦ ξενι­τε­μέ­νου.

Αὐτὸς ποὺ ξενι­τεύ­ε­ται ἀπο­χαι­ρε­τᾷ μὲ θλῖ­ψι καὶ δάκρυα στὰ μάτια συγ­γε­νεῖς καὶ φίλους κ’ ἐπι­βι­βά­ζε­ται στὸ ἀερο­πλά­νο ἢ στὸ πλοῖο γιὰ τὸ ὑπερ­πόν­τιο ταξί­δι. Κι ὅταν πλέ­ον φθά­νει στο μακρι­νό τόπο τοῦ προ­ο­ρι­σμοῦ του καὶ τὰ πόδια του πατοῦν τὴν ξένη γῆ, βρί­σκε­ται ἐκεῖ σὰν ζαλι­σμέ­νος, σὰν τὸ που­λί ποὺ στε­ρή­θη­κε τὴ φωλιά του. Ὁ ξενι­τε­μέ­νος αἰσθά­νε­ται, τί θὰ πῇ νὰ ζῆς ξένος μέσα σε ξένους, μόνος μέσα σὲ πλῆ­θος ἀνθρώ­πων ἄλλου γένους, μὲ δια­φο­ρε­τι­κὴ νοο­τρο­πία καὶ δια­φο­ρε­τι­κές συνή­θειες, ἀνθρώ­πων ποὺ μιλοῦν μιὰ ἄγνω­στη γλῶσ­σα καὶ δὲν μπο­ρεῖς καλά — καλὰ νὰ συνεν­νο­η­θῇς μαζί τους. Ὁ μετα­νά­στης ξέρει, τί θὰ πῇ νὰ ἀγω­νί­ζε­σαι, μὲ κόπο καὶ κιν­δύ­νους, μὲ ἱδρῶ­τα καὶ ἀγω­νία, γιὰ νὰ βγά­λῃς τὸ ψωμί σου, καὶ κανέ­νας γύρω σου νὰ μὴ δεί­χνῃ γιὰ σένα ἐνδια­φέ­ρον καὶ συμ­πα­ρά­στα­σι. Ὁ ξενι­τε­μέ­νος γνω­ρί­ζει, τί θὰ πῇ ν’ ἀντι­με­τω­πί­ζῃς τοὺς σκλη­ροὺς νόμους τοῦ ξένου κρά­τους, τὶς ηὐξη­μέ­νες ἀπαι­τή­σεις τοῦ ἐργο­δό­του, ποὺ θέλει ἀπὸ τὸν ταλαί­πω­ρο μετα­νά­στη — ἐργά­τη ὅλο καὶ μεγα­λύ­τε­ρη παρα­γω­γή, ὅλο καὶ ὑψη­λό­τε­ρη ποιό­τη­τα προ­ϊ­όν­των. Ανθυ­γιει­νές συν­θῆ­κες ἐργα­σί­ας, σιδη­ρᾶ πει­θαρ­χία, ἀντα­γω­νι­σμός, κ’ ἐπὶ πλέ­ον μονα­ξιά, καη­μὸς γιὰ τὴν πατρί­δα, νοσταλ­γία γιὰ τοὺς οἰκεί­ους· νά πῶς βγαί­νει τὸ ψωμὶ στὰ ξένα.

—Αλλά, θὰ πῇ κάποιος, τί ἔπα­θες; Ἐμεῖς περι­μέ­νου­με ν’ ἀκού­σου­με κήρυγ­μα; Πῶς λες τώρα αὐτά; Τί σχέ­σι ἔχουν αὐτὰ μὲ τὸ κήρυγ­μα; Ἐμεῖς περι­μέ­νου­με νὰ ἐξη­γή­σῃς τὰ θεῖα λόγια, κ’ ἐσὺ μᾶς μιλᾶς γιὰ τὴν ξενι­τειὰ καὶ τὰ βάσα­να τῶν ξενι­τε­μέ­νων; Μήπως ξέχα­σες τί ἤθε­λες νὰ πῆς;

Ὄχι, ἀγα­πη­τοί μου, δεν ξέχα­σα τί θέλω νὰ πῶ. Εἴμε­θα μέσα στὸ θέμα. Διό­τι γιὰ ξενι­τε­μέ νους ὁμι­λεῖ καὶ ὁ Ἀπό­στο­λος σήμε­ρα. Παρα­κα­λῶ προ­σέξ­τε.

* * *

Μετὰ τὴν παρα­κοὴ τῶν πρω­το­πλά­στων, τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὔας, καὶ τὴν ἐκδί­ω­ξί τους ἀπὸ τὸν παρά­δει­σο, τὸ πρῶ­το ἐκεῖ­νο ζεῦ­γος καὶ ὅλο ἐν συνε­χείᾳ τὸ ἀνθρώ­πι­νο γένος, ὅλοι δηλα­δὴ ἐμεῖς οἱ ἀπό­γο­νοί τους, βρε­θή­κα­με μακριὰ ἀπὸ τὴν ἀρχι­κή μας πατρί­δα καὶ ζοῦ­με ἐδῶ στὴν ταλαί­πω­ρη αὐτὴ γῆ. Καὶ λέμε ταλαί­πω­ρη τὴ γῆ αὐτή, διό­τι καθη­με­ρι­νῶς ποτί­ζε­ται μὲ τὸν ἱδρῶ­τα, μὲ τὸ δάκρυ, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ αἷμα τῶν τέκνων τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὔας. Ἔρχον­ται βέβαια στιγ­μὲς ποὺ τὰ λησμο­νοῦ­με αὐτά, καὶ τότε θεω­ροῦ­με τὴ γῆ αὐτὴ ὡραία, πολὺ ὡραία, καὶ τὴ ζωή μας πάνω σ ̓ αὐτὴν εὐτυ­χι­σμέ­νη. Ἀλλ’ ὅταν θυμη­θοῦ­με, πῶς βρε­θή­κα­με στον κόσμο αὐτὸ καὶ πῶς κυλᾷ ἐδῶ ἡ ζωή μας, τότε νοσταλ­γοῦ­με τὴν οὐρά­νια πατρί­δα καὶ νιώ­θου­με τὴ γῆ αὐτὴ σὰν ξενι­τειά. Νιώ­θου­με ὅπως οἱ Ἑβραῖ­οι ὅταν βρέ­θη­καν αἰχ­μά­λω­τοι στη Βαβυ­λῶ­να. Ἦταν ἀπα­ρη­γό­ρη­τοι. Δὲν εἶχαν διά­θε­σι νὰ ποῦν ψαλ­μοὺς καὶ ᾄσμα­τα τῆς πατρί­δος τους. Κρέ­μα­σαν στὶς ἰτιὲς πλάϊ στὸ ποτά­μι τὰ ὄργα­νά τους καὶ θρη­νοῦ­σαν τὴν ἐξο­ρία τους (βλ. Ψαλμ. 136ος). Μεγά­λα πνεύ­μα­τα τῆς ἀνθρω­πό­τη­τος, ποὺ ὕψω­σαν τὸ νοῦ τους ὑπε­ρά­νω τῶν ἐγκο­σμί­ων καὶ φιλο­σό­φη­σαν ἐπά­νω στὴν ταλαι­πω­ρία τοῦ κόσμου τού­του, αὐτοὶ μίλη­σαν μὲ νοσταλ­γία γιὰ τὴν ἀλη­θι­νή μας πατρί­δα, τὸν παρά­δει­σο, τὴν πατρί­δα ποὺ εἴχα­με κάπο­τε καὶ τὴ χάσα­με. Αὐτοὶ μίλη­σαν καὶ ἔγρα­ψαν γιὰ τὸν «ἀπο­λε­σθέν­τα παρά­δει­σο». Ξενι­τε­μέ­νοι, λοι­πόν, εἴμε­θα ὅλο τὸ ἀνθρώ­πι­νο γένος ἐδῶ στὴ γῆ. Καὶ ὄχι μόνο ξενι­τε­μέ­νοι ἀλλὰ κάτι χει­ρό­τε­ρο.

-Υπάρ­χει καὶ χει­ρό­τε­ρο; θὰ πῆτε.

Ὑπάρ­χει. Τὸ δὲ χει­ρό­τε­ρο κι ἀπὸ τὴν ξενι­τειὰ εἶνε, ἀγα­πη­τοί μου, ἡ ἐξο­ρία. Ἄλλο ξενι­τειὰ καὶ ἄλλο ἐξο­ρία. Διό­τι στην ξενι­τειὰ πηγαί­νει κανείς, μὲ βαρειά βέβαια τὴν καρ­διά, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἐλπί­δα ὅτι θὰ βρῇ κάτι ποὺ δὲν τὸ βρῆ­κε στὴν πατρί­δα του· εἴτε ἐργα­σία καὶ μέλ­λον, εἴτε σπου­δὲς καὶ πνευ­μα­τι­κὰ ἐφό­δια, εἴτε τὴν ὑγεία του, εἴτε κάτι ἄλλο παρό­μοιο. Κ’ ἐν πάσῃ περι­πτώ­σει, ἂν δὲν τοῦ ἀρέ­σῃ στὴν ξενι­τειά, ἐλεύ­θε­ρος εἶνε νὰ ἐπι­στρέ­ψῃ στὸν τόπο του. Ἀλλὰ στὴν ἐξο­ρία δια­φέ­ρει τὸ πρᾶγ­μα. Ἐκεῖ τὸν ἐξα­πο­στέλ­λουν ἢ τὸν ἁρπά­ζουν καὶ τὸν ὁδη­γοῦν ἀναγ­κα­στι­κὰ καὶ διὰ τῆς βίας, χωρὶς νὰ τὸν ἐρω­τή­σουν ἂν θέλῃ νὰ πάῃ, καὶ χωρὶς καμ­μιά ἐλπί­δα γιὰ κάτι καλύ­τε­ρο. Οἱ ἐξό­ρι­στοι ὁδη­γοῦν­ται στὸν ξένο τόπο διωγ­μέ­νοι καὶ τιμω­ρη­μέ­νοι. Φθά­νουν ἐκεῖ ξένοι κι ἄγνω­στοι, φτω­χοὶ καὶ πει­να­σμέ­νοι. Καὶ ζοῦν στὸ ἑξῆς μόνοι κ ̓ ἔρη­μοι, ῥακέν­δυ­τοι καὶ γυμνοί, ταπει­νω­μέ­νοι κ’ ἐξευ­τε­λι­σμέ­νοι, χωρὶς νὰ ξέρουν ἂν θ ̓ ἀξιω­θοῦν νὰ γυρί­σουν ποτὲ στὸν τόπο τους ἢ θ ̓ ἀφή­σουν ἐκεῖ πλέ­ον τὰ κόκ­κα­λά τους.

Κατὰ παρό­μοιο τρό­πο βρέ­θη­καν ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα, κι ὅλο τὸ ἀνθρώ­πι­νο γένος, ἐδῶ στὴ γῆ με τὰ τὴν παρα­κοὴ καὶ τὸ προ­πα­το­ρι­κὸ ἁμάρ­τη­μα. Ὄχι ἁπλῶς ξενι­τε­μέ­νοι, ἀλλὰ ἐξό­ρι­στοι διωγ­μέ­νοι ἀπ’ τὸν παρά­δει­σο καὶ κυνη­γη­μέ­νοι ἀπὸ τὴν φλο­γί­νη ῥομ­φαία τῶν χερου­βίμ (βλ. Γέν. 3, 24). Ντρο­πια­σμέ­νοι κ’ ἐξα­θλιω­μέ­νοι ἄρχι­σαν καὶ συνε­χί­ζουν ἀκό­μα τὴ ζωή τους οἱ ἀπό­γο­νοι τοῦ Ἀδὰμ ἐπά­νω στὴ φλού­δα τῆς γῆς, σ ̓ αὐτὴ τὴν «κοι­λά­δα τοῦ κλαυθ­μῶ­νος» (Ψαλμ. 83,6). Απο­ξε­νω­μέ­νοι ἀπὸ τὸ Θεό, ἀπο­μο­νω­μέ­νοι ἀπὸ τοὺς ἀγγέ­λους καὶ τοὺς ἁγί­ους. Οἱ σχέ­σεις τους μὲ τὸν οὐρα­νὸ ψυχρές, παγε­ρές, ἐχθρι­κές.

Αλλά, δόξα τῷ Θεῷ, ἡ θλι­βε­ρὰ αὐτὴ κατά­στα­σι δὲν διήρ­κε­σε διὰ παν­τός. Ὅπως γιὰ τὸν ξενι­τε­μέ­νο καὶ πολὺ περισ­σό­τε­ρο γιὰ τὸν ἐξό­ρι­στο ἡ πιὸ χαρ­μό­συ­νη εἴδη­σι εἶνε νὰ τοῦ ἀναγ­γεί­λουν, ὅτι ἡ ταλαι­πω­ρία του ἢ ἡ ποι­νή του τελεί­ω­σε κι ὅτι ἦρθε ἡ ὥρα νὰ γυρί­σῃ στὸν τόπο του, ἔτσι ὁ πανά­γα­θος Θεὸς δὲν ἄφη­σε τὸν Ἀδὰμ καὶ τοὺς ἀπο­γό­νους του αἰω­νί­ως στὴν ἐξο­ρία καὶ στὴν ἀπο­ξέ­νω­σι. Ἔστει­λε τὸν Υἱό του τον μονο­γε­νῆ, τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χρι­στόν, καὶ ἔφε­ρε ὅλους τοὺς ἀνθρώ­πους χαρ­μό­συ­νο μήνυ­μα. Μᾶς ἔ- φερε τὸ μήνυ­μα τῆς συγ­χω­ρή­σε­ως, τῆς συμ­φι­λιώ­σε­ως καὶ τοῦ ἐπα­να­πα­τρι­σμοῦ. Εἰρή­νη καὶ συμ­φι­λί­ω­σις μὲ τὸ Θεό, ἐπά­νο­δος τῶν ἐξο­ρί­στων στὴν ἀγα­πη­μέ­νη πατρί­δα!

Τώρα ὁ δρό­μος ἄνοι­ξε. Μπο­ροῦν νὰ ξανα­γυ­ρί­σουν στὸν παρά­δει­σο ὅλοι οἱ ἐξό­ρι­στοι ὄχι μόνο αὐτοὶ ποὺ ἦταν ἐκτο­πι­σμέ­νοι σὲ κον­τι­νὸ μέρος, ἀλλὰ κι αὐτοὶ ποὺ ἦταν ἐκτο­πι­σμέ­νοι στὸ πιὸ ἀπο­μα­κρυ­σμέ­νο σημεῖο. Διό­τι γιὰ τοὺς ἐξο­ρί­στους, εἴτε αὐτοὺς ποὺ ἔχουν ἐκτο­πι­σθῆ κον­τὰ εἴτε αὐτοὺς ποὺ ἔχουν ἐκτο­πι­σθῆ μακριά, ἡ ἐξο­ρία εἶνε ἐξ ἴσου πικρή, ἀφοῦ καὶ οἱ μὲν καὶ οἱ δὲ στε­ροῦν­ται τὴν πατρί­δα. Γιὰ τὸ Θεὸ ὅμως δὲν ὑπάρ­χει δυσκο­λία, δὲν ὑπάρ­χουν μικρὲς καὶ μεγά­λες ἀπο­στά­σεις· ὅλες οἱ ἀπο­στά­σεις γεφυ­ρώ­νον­ται. Ὁ Χρι­στός, λέει σήμε­ρα ὁ Ἀπό­στο­λος, ἔφε­ρε μήνυ­μα εἰρή­νης καὶ στοὺς «μακρὰν» καὶ στοὺς «ἐγγύς» (Εφ. 2,17). Τί ἐννο­εῖ; Ποιοί εἶνε οἱ «μακράν»; Εἶνε τὰ εἰδω­λο­λα­τρι­κὰ ἔθνη, εἴμε­θα ἐμεῖς ὅσοι δηλα­δὴ δὲν εἴχα­με προ­η­γου­μέ­νως καμ­μία σχέ­σι μὲ τὸν ἀλη­θι­νό Θεό, ἀλλὰ λατρεύ­α­με τὰ εἴδω­λα. «Μακρὰν» εἶνε οἱ ἐθνι­κοί, ὅλοι ὅσοι γίνα­με χρι­στια­νοὶ προ­ερ­χό­με­νοι ἀπὸ τὴν εἰδω­λο­λα­τρία. Καὶ ποιοί εἶνε οἱ «ἐγγύς»; «Ἐγγὺς» εἶνε οἱ Ἰου­δαῖ­οι, ποὺ ἐγνώ­ρι­ζαν μὲν τὸν ἀλη­θι­νὸ Θεὸ ἀπὸ τὴν παλαιὰ δια­θή­κη, ἀλλ ̓ ἁμάρ­τη­σαν κι αὐ τοὶ πάρα πολύ, ἀφοῦ ἔφθα­σαν στὸ σημεῖο νὰ σταυ­ρώ­σουν τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, τὸ Χρι­στό. Καὶ οἱ μὲν καὶ οἱ δὲ ἦταν ἀπο­ξε­νω­μέ­νοι ἀπὸ τὸ Θεό. Ἀλλὰ νά τώρα, καὶ οἱ δύο παρα­τά­ξεις γίνον­ται δεκτὲς νὰ ἐπα­νέλ­θουν στὸν οὐρά­νιο πατέ­ρα.

* * *

Μὲ τὴν ἐναν­θρώ­πη­σι τοῦ Χρι­στοῦ καὶ μὲ ὅλο τὸ ἀπο­λυ­τρω­τι­κὸ ἔργο του δόθη­καν στον κόσμο δύο μεγά­λες εὐλο­γί­ες. Η πρώ­τη εὐλο­γία εἶνε, ὅτι Ἰου­δαῖ­οι καὶ εἰδω­λο­λά­τρες, ποὺ μέχρι τότε ἔτρε­φαν μετα­ξύ τους ἄσπον­δο μῖσος καὶ εἶχαν τρο­με­ρὴ ἔχθρα, τώρα εἰρη­νεύ­ουν. Γίνον­ται φίλοι καὶ ἀδελ­φοί. Οἱ δύο κόσμοι γίνον­ται ἕνας. «Οὐκ ἔνι Ἕλλην καὶ Ἰου­δαῖ­ος», Δὲν ὑπάρ­χει δια­φο­ρὰ μετα­ξὺ εἰδω­λο­λά­τρου καὶ Ἰου­δαί­ου, γρά­φει ὁ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος (Κολ. 3,11).

Ὁ Χρι­στὸς ἕνω­σε τοὺς δύο ἀντι­μα­χο­μέ­νους κόσμους, τὸν κόσμο τῶν Ἰου­δαί­ων καὶ τὸν κόσμο τῶν εἰδω­λο­λα­τρῶν, σὲ ἕνα σῶμα, τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλη­σί­ας του. Μικρή εὐλο­γία εἶνε αὐτό; Ἡ δευ­τέ­ρα ὅμως εὐλο­γία εἶνε ἀκό­μη πιὸ μεγά­λη Ποιά εἶνε αὐτή; Ὅτι ὁ Χρι­στός, ἀφοῦ εἰρή­νευ­σε μετα­ξύ τους τοὺς δύο ἀντι­μα­χο­μέ­νους κόσμους, ἀφοῦ τοὺς ἕνω­σε σὲ ἕνα σῶμα, ταυ­το­χρό­νως συμ­φι­λί­ω­σε καὶ τοὺς δύο μὲ τὸν οὐρά­νιο Πατέ­ρα. Ἔτσι κατώρ­θω­σε νὰ ἐπα­να­φέ­ρῃ ὅλους τοὺς ἀνθρώ­πους στο Θεό. Στὸ ἑξῆς οἱ ἄνθρω­ποι, εἴτε ἐξ Ἰου­δαί­ων προ­έρ­χον­ται εἴτε ἐξ εἰδω­λο­λα­τρῶν, δὲν αἰσθά­νον­ται πλέ­ον ἐξό­ρι­στοι καὶ μακριὰ ἀπὸ τὴν οὐρά­νια πατρί­δα. Δὲν αἰσθά­νον­ται ξένοι πρὸς τὸν οὐρά­νιο κόσμο, τὸν κόσμο τοῦ Θεοῦ, τοὺς ἁγί­ους καὶ τοὺς δικαί­ους. Μέσα στὴν Ἐκκλη­σία, τὸν θεῖο αὐτὸ καὶ ἀνθρώ­πι­νο οργα­νι­σμό, ἤδη ἀπὸ τώρα συνα­να­στρέ­φον­ται καὶ ζοῦν μαζὶ μὲ τοὺς ἁγί­ους. Νιώ­θουν ἐξοι­κειω­μέ­νοι μὲ τὸ Θεό. Αὐτὸ λέει ὁ Ἀπό­στο­λος σήμε­ρα Δὲν εἶστε πλέ­ον «ξένοι καὶ πάροι­κοι, ἀλλὰ συμ­πο­λῖ­ται τῶν ἁγί­ων καὶ οἰκεῖ­οι τοῦ Θεοῦ» (Εφ. 2,19).

Αγα­πη­τοί μου!

* * *

Μὲ τὸ βάπτι­σμά μας στὸ ὄνο­μα τῆς ἁγί­ας Τρι άδος, ἐμεῖς οἱ ξένοι καὶ ἐξό­ρι­στοι, γίνα­με οἰκεῖ­οι τοῦ Θεοῦ. Ἡ ζωὴ σ’ αὐτὴ τὴ γῆ ἀπέ­βα­λε τὴν ἀ- πομό­νω­σι τῆς ξενι­τειᾶς καὶ τὴν πικρία τῆς ἐξο- ρίας. Απέ­κτη­σε τὴν οἰκειό­τη­τα μὲ τὸ Θεὸ καὶ τὴν ἀδελ­φι­κὴ συνα­να­στρο­φὴ μὲ τοὺς ἁγί­ους, ποὺ εἶνε τὰ προ­σφι­λῆ τέκνα τοῦ Θεοῦ.

Υπάρ­χει μεγα­λυ­τέ­ρα τιμὴ καὶ μεγα­λυ­τέ­ρα χαρὰ ἀπὸ τὸ νὰ πλη­σιά­σου­με στὸ Θεό, νὰ γίνου­με φίλοι καὶ «οἰκεῖ­οι τοῦ Θεοῦ» (ἔ.ά.); Οἱ ἄνθρω­ποι θεω­ροῦν μεγά­λο πρᾶγ­μα τὴ φιλία καὶ τὶς στε­νὲς σχέ­σεις με κάποιον ἀπὸ τοὺς ἰσχυ­ροὺς τῆς γῆς. Ἀλλ ̓ ὁ Θεὸς εἶνε ὁ Βασι­λεὺς τῶν βασι­λευόν­των καὶ ὁ Κύριος τῶν κυριευόν­των. Ἡ φιλία καὶ ἡ οἰκειό­της μὲ τὸ Θεὸ εἶνε ἡ μόνη ποὺ ἀξί­ζει. Ἐμπρὸς σ’ αὐτὴ τὴν οἰκειό­τη­τα ὁποια­δή­πο­τε ἄλλη οἰκειό­της εἶνε μηδέν.

Ἀλλ ̓ ἂς μὴ παρε­ξη­γή­σου­με τὴν οἰκειό­τη­τα. Ἡ οἰκειό­της δεν καταρ­γεῖ τὸν θεῖο φόβο καὶ σεβα­σμό. Διό­τι ἡ οἰκειό­της χαρί­ζε­ται μόνο σὲ ὅσους ἔδει­ξαν προ­η­γου­μέ­νως φόβο Θεοῦ καὶ τήρη­σαν τὸν θεῖο νόμο. Παρά­δειγ­μα ὁ προ­φή­της Ηλί­ας. Ἐπει­δὴ τηροῦ­σε μὲ ζῆλο τὶς ἐντο­λὲς τοῦ Θεοῦ, εἶχε ἔπει­τα τὸ θάρ­ρος νὰ ζητᾷ καὶ νὰ γίνων­ται καὶ τὰ δυσκο­λώ­τε­ρα ἀκό­μη πράγ­μα­τα, ὅπως τὸ ν’ ἀνοί­γῃ καὶ νὰ κλεί­νῃ τὸν οὐρα­νό (βλ. Ἰακ. 5, 17–18). Τήρη­σε, ἑπο­μέ­νως, κ’ ἐσὺ πρῶ­τα ὅλες τὶς ἐντο­λὲς τοῦ Θεοῦ, καὶ τότε θὰ αἰσθαν­θῇς τὴν οἰκειό­τη­τα τοῦ Θεοῦ τὴν οἰκειό­τη­τα μὲ τὴν καλὴ ἔννοια. Οἰκειό­της μὲ τὴν καλὴ ἔννοια θὰ πῇ, νὰ πλη­σιά­ζῃς στὸ θρό­νο τοῦ Θεοῦ ὄχι μὲ τὸ θρά­σος καὶ τὴν ἰτα­μό­τη­τα ἑνὸς ξένου καὶ ἀγροί­κου, ἀλλὰ μὲ τὸ θάρ­ρος καὶ τὸ σεβα­σμὸ τοῦ γνω­ρί­μου καὶ οἰκεί­ου· ὅπως τὸ παι­δὶ πλη­σιά­ζει τὸν πατέ­ρα, τὸν ὁποῖο σέβε­ται καὶ ἀγα­πᾷ.

Ὡς ὑπά­κουα λοι­πὸν παι­διὰ τοῦ Κυρί­ου ἂς προ­σευ­χώ­με­θα μὲ πίστι σ’ αὐτόν. Μὲ ἐμπι­στο­σύ­νη ἂς τοῦ ἀνα­θέ­του­με ὅλες μας τὶς ἐλπί­δες. Αὐτὴ εἶνε ἡ καλὴ οἰκειό­της. Καὶ ἔτσι θὰ ἔχου­με ἐλπί­δα, στὴν ἄλλη ζωὴ ν’ ἀπο­λαύ­σου­με ἀκό­μη μεγα­λυ­τέ­ρας οἰκειό­τη­τος. Τότε ὄχι ἁπλῶς θὰ βλέ­που­με τὸ Θεὸ καὶ θὰ τοῦ ὁμι­λοῦ­με, ἀλλὰ καὶ θὰ ἑνω­θοῦ­με μαζί του αἰω­νί­ως. Αμήν.

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek