ΚΥΡΙΑΚΗ ΚΕ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ

Αποστολική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ KΕ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ — ΕΦ. (Δ΄ 1 — 7)

Προς Εφε­σί­ους, κεφά­λαιο Δ΄, εδά­φια 1–7

Παρα­κα­λῶ οὖν ὑμᾶς ἐγὼ ὁ δέσμιος ἐν Κυρίῳ ἀξί­ως περι­πα­τῆ­σαι τῆς κλή­σε­ως ἧς ἐκλή­θη­τε, μετὰ πάσης ταπει­νο­φρο­σύ­νης καὶ πρᾳ­ό­τη­τος, μετὰ μακρο­θυ­μί­ας, ἀνε­χό­με­νοι ἀλλή­λων ἐν ἀγά­πῃ, σπου­δά­ζον­τες τηρεῖν τὴν ἑνό­τη­τα τοῦ Πνεύ­μα­τος ἐν τῷ συν­δέ­σμῳ τῆς εἰρή­νης. ἓν σῶμα καὶ ἓν Πνεῦ­μα, καθὼς καὶ ἐκλή­θη­τε ἐν μιᾷ ἐλπί­δι τῆς κλή­σε­ως ὑμῶν· εἷς Κύριος, μία πίστις, ἓν βάπτι­σμα· εἷς Θεὸς καὶ πατὴρ πάν­των, ὁ ἐπὶ πάν­των, καὶ διὰ πάν­των, καὶ ἐν πᾶσιν ἡμῖν. ῾Ενὶ δὲ ἑκά­στῳ ἡμῶν ἐδό­θη ἡ χάρις κατὰ τὸ μέτρον τῆς δωρε­ᾶς τοῦ Χρι­στοῦ.

Σας παρα­κα­λώ, λοι­πόν, και σας εξορ­κί­ζω εγώ, ο οποί­ος είμαι φυλα­κι­σμέ­νος και αλυ­σο­δε­μέ­νος δια το όνα­μα του Κυρί­ου, να ζήτε και να συμ­πε­ρι­φέ­ρε­σθε, όπως ται­ριά­ζει εις την υψη­λήν κλή­σιν, με την οποί­αν έχε­τε προ­σκλη­θή από τον Θεόν. Δηλα­δή να ζήτε και να φέρε­σθε με κάθε ταπει­νο­φρο­σύ­νην και πρα­ό­τη­τα, με ανο­χήν απέ­ναν­τι των άλλων και μεγα­λο­καρ­δί­αν, ανε­χό­με­νοι ο ένας του άλλου τας αδυ­να­μί­ας με αγά­πην, να επι­με­λή­σθε και να αγω­νί­ζε­σθε να δια­τη­ρή­τε την ενό­τη­τα, με την οποί­αν το Πνεύ­μα το Αγιον σας έχει συν­δέ­σει, έχον­τες ως σύν­δε­σμον την ειρή­νην, η οποία θα βασι­λεύη μετα­ξύ σας και θα σας ενώ­νη εις ένα πνευ­μα­τι­κόν σώμα. Είσθε ένα πνευ­μα­τι­κόν σώμα και έχε­τε ένα και το αυτό Πνεύ­μα Αγιον, που σας ζωο­γο­νεί, καθώς επί­σης έχε­τε κλη­θή όλοι εις μίαν και την αυτήν ελπί­δα της κλή­σε­ώς σας. Ενας και μόνος είναι ο Κυριος, μία είναι η πίστις όλων των Χρι­στια­νών, ένα το βάπτι­σμα που έχουν λάβει. Ενας και μόνος ο Θεός και Πατήρ όλων, αυτός ο οποί­ος κυριαρ­χεί επί όλων ανε­ξαι­ρέ­τως και δια μέσου όλων ενερ­γεί και φανε­ρώ­νει την αγα­θήν του πρό­νοιαν, και μέσα εις όλους μας κατοι­κεί. Εις τον καθέ­να δε από ημάς εδό­θη η χάρις, τα χαρί­σμα­τα και αι δωρε­αί, σύμ­φω­να με το μέτρον, με το οποί­ον δικαί­ως και σαφώς μοι­ρά­ζει ο Χρι­στός τας δωρε­άς του. (Ας μη υπάρ­χουν, λοι­πόν, ζηλο­φθο­νί­αι μετα­ξύ σας, διό­τι τα χαρί­σμα­τα είναι δώρα του Θεού, δια την εξυ­πη­ρέ­τη­σιν όλων).

Σύμ­φω­να λοι­πόν μ’ αυτά που σας έγρα­ψα προ­η­γου­μέ­νως, σας παρα­κα­λώ εγώ που είμαι φυλα­κι­σμέ­νος για το όνο­μα του Κυρί­ου, να πορευ­θεί­τε και να ζήσε­τε με τρό­πο άξιο της υψη­λής κλή­σε­ως που σας έκα­νε ο Θεός. Σας παρα­κα­λώ λοι­πόν να ζεί­τε με κάθε ταπει­νο­φρο­σύ­νη και πρα­ό­τη­τα, με μακρο­θυ­μία και υπο­μο­νή. Να ανέ­χε­σθε με αγά­πη ο ένας τα ελατ­τώ­μα­τα του άλλου. Και να κατα­βάλ­λε­τε κάθε προ­σπά­θεια προ­κει­μέ­νου να δια­τη­ρεί­τε μετα­ξύ σας ενό­τη­τα με την οποία σας ένω­σε το Άγιον Πνεύ­μα, χρη­σι­μο­ποιών­τας ως σύν­δε­σμο την ειρή­νη, η οποία θα σας δένει όλους μαζί σ’ ένα. Απο­τε­λεί­τε ένα σώμα, την Εκκλη­σία, κι ένα Πνεύ­μα ζωο­ποιεί το σώμα αυτό, αφού και όλοι σας κλη­θή­κα­τε με μία ελπί­δα της κλή­σε­ώς σας. Διό­τι ο Θεός για μία και την ίδια βασι­λεία και για τα ίδια αγα­θά σας κάλε­σε όλους. Ένας και μόνος Κύριος υπάρ­χει? μία πίστη έχουν όλοι οι Χρι­στια­νοί? ένα βάπτι­σμα έλα­βαν όλοι. Ένας κυριαρ­χεί πάνω απ’ όλους ως Δεσπό­της. Η δική του δύνα­μη δια­χύ­νε­ται και ενερ­γεί δια­μέ­σου όλων των μελών της Εκκλη­σί­ας σ’ ολό­κλη­ρο το σώμα της. Αυτός κατοι­κεί μέσα σ’ όλους μας. Πρέ­πει λοι­πόν να είμα­στε όλοι ένα. Βέβαια όλοι οι πιστοί δεν έχου­με λάβει τα ίδια χαρί­σμα­τα, αλλά διά­φο­ρα και ποι­κί­λα. Αυτή όμως η δια­νο­μή για κανέ­να λόγο δεν επι­τρέ­πε­ται να γίνε­ται αιτία χωρι­σμού μετα­ξύ των πιστών. Διό­τι η δια­νο­μή αυτή δεν είναι τυχαία, αλλά γίνε­ται απ’ τον ίδιο τον Χρι­στό. Αυτός δηλα­δή στον καθέ­να ξεχω­ρι­στά από εμάς έδω­σε τη θεία χάρη, σύμ­φω­να με το μέτρο που με σοφία και δικαιο­σύ­νη χρη­σι­μο­ποιεί στη δια­νο­μή της δωρε­άς του. 

Σᾶς παρα­κα­λῶ δὲ ἐγώ, ὁ φυλα­κι­σμέ­νος γιὰ τὸν Kύριο, νὰ ζήσε­τε κατὰ τρό­πο ἀντά­ξιο τῆς κλή­σε­ως, μὲ τὴν ὁποία κλη­θή­κα­τε. Nὰ ζήσε­τε μὲ ταπει­νο­φρο­σύ­νη καὶ καλω­σύ­νη σὲ ὅλα, μὲ μακρο­θυ­μία, ἀνε­χό­με­νοι ὁ ἕνας τὸν ἄλλο μὲ ἀγά­πη. Nὰ φρον­τί­ζε­τε νὰ δια­τη­ρῆ­τε τὴν ἑνό­τη­τα τοῦ πνεύ­μα­τος διὰ τοῦ συν­δέ­σμου τῆς εἰρή­νης (ἡ εἰρή­νη νὰ σᾶς συν­δέῃ μετα­ξύ σας, ὥστε νὰ εἶσθε ἕνα). Ἕνα σῶμα ὑπάρ­χει (ἡ Ἐκκλη­σία) καὶ ἕνα Πνεῦ­μα (ποὺ ἐμψυ­χώ­νει αὐτὸ τὸ σῶμα), καθὼς καὶ κλη­θή­κα­τε γιὰ μιὰ ἐλπί­δα τῆς κλή­σε­ώς σας (τὴν ἐλπί­δα τῆς οὐρά­νιας βασι­λεί­ας). Ἕνας Kύριος ὑπάρ­χει (ὁ Ἰησοῦς Xρι­στός), μία πίστι, ἕνα βάπτι­σμα. Ἕνας Θεὸς καὶ πατέ­ρας ὅλων, ὁ ὁποῖ­ος δεσπό­ζει ὅλων, ἐνερ­γεῖ δι’ ὅλων, καὶ εἶναι μέσα σ’ ὅλους μας (Πρέ­πει λοι­πὸν νὰ εἴμε­θα ὅλοι ἕνα). Ἀλλὰ στὸν καθέ­να ἀπὸ μᾶς δόθη­κε ἡ χάρι σύμ­φω­να μὲ τὸ μέτρο, μὲ τὸ ὁποῖο δωρί­ζει ὁ Xρι­στός.

 

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (Ερμη­νεία Περι­κο­πής)

Υπο­μνη­μα­τι­σμός του Ιερού Χρυ­σο­στό­μου στα εδά­φια 1–3 του κεφ. 4  της «Πρός φεσί­ους» επι­στο­λής του απο­στό­λου Παύ­λου

«Παρα­καλ ον μς γ δσμιος ν κυρίῳ ξως περι­πατσαι τς κλσεως ς κλθητε, μετ πσης ταπει­νο­φροσνης κα πρατητος, μετ μακρο­θυμας, νεχμενοι λλλων ν γπ, σπουδζον­τες τηρεν τν ντητα το πνεματος ν τ συνδσμ τς ερνης(:Σύμ­φω­να λοι­πόν με αυτά που σας έγρα­ψα προ­η­γου­μέ­νως, σας παρα­κα­λώ εγώ που είμαι φυλα­κι­σμέ­νος για το όνο­μα του Κυρί­ου, να πορευ­τεί­τε και να ζήσε­τε με τρό­πο άξιο της υψη­λής κλή­σε­ως που σας έκα­νε ο Θεός. Σας παρα­κα­λώ λοι­πόν να ζεί­τε με κάθε ταπει­νο­φρο­σύ­νη και πρα­ό­τη­τα, με μακρο­θυ­μία και υπο­μο­νή. Να ανέ­χε­στε με αγά­πη ο ένας τα ελατ­τώ­μα­τα του άλλου. Και να κατα­βάλ­λε­τε κάθε προ­σπά­θεια προ­κει­μέ­νου να δια­τη­ρεί­τε τη μετα­ξύ σας ενό­τη­τα με την οποία σας ένω­σε το Άγιο Πνεύ­μα, χρη­σι­μο­ποιών­τας ως σύν­δε­σμο την ειρή­νη, η οποία θα σας δένει όλους μαζί σε ένα)»[:Εφ.4,1–3].

Απο­δεί­χτη­κε μεγά­λη η δύνα­μη της αλυ­σί­δας του Παύ­λου και λαμ­πρό­τε­ρη από τα θαύ­μα­τα. Όχι μάταια λοι­πόν, όπως φαί­νε­ται, ούτε τυχαία προ­βάλ­λει αυτήν, αλλά για να παρα­κι­νή­σει. «Να φέρε­στε αντά­ξια», λέγει, «προς την κλή­ση, την οποία λάβα­τε». Πώς; «Με κάθε ταπει­νο­φρο­σύ­νη και πρα­ό­τη­τα, με υπο­μο­νή στο να ανέ­χε­στε ο ένας τον άλλο με αγά­πη». Καλό δεν είναι απλώς το να είναι κανείς φυλα­κι­σμέ­νος, αλλά το να είναι για τον Χρι­στό φυλα­κι­σμέ­νος. Τίπο­τε δεν είναι ίσο προς αυτό. Αλλά πάλι μας παρα­σύ­ρει και μας απο­σπά από το θέμα η αλυ­σί­δα, και δεν μπο­ρού­με να αντι­στα­θού­με, αλλά ελκό­μα­στε θέλον­τας και επι­θυ­μών­τας και ευχό­με­νοι για αυτό. Και είθε να ήταν δυνα­τό να ομι­λού­σα­με πάν­το­τε για την αλυ­σί­δα του Παύ­λου.

Αλλά μη χαλα­ρώ­σε­τε· διό­τι ήλθε στον νου μου ένα ζήτη­μα τώρα. Όταν λοι­πόν έλε­γε ο από­στο­λος Παύ­λος, ενώ απο­λο­γούν­ταν στον Αγρίπ­πα: «Εξαί­μην ν τ Θε κα ν λίγ κα ν πολλ ο μόνον σέ, λλ κα πάν­τας τος κού­ον­τάς μου σήμε­ρον γενέ­σθαι τοιού­τους ποος κγώ εμι, παρεκτς τν δεσμν τού­των(:Θα ευχό­μουν στο Θεό είτε εύκο­λα και με λίγο κόπο, είτε δύσκο­λα και με πολ­λή προ­σπά­θεια, όχι μόνο εσύ, αλλά και όλοι όσοι με ακού­νε σήμε­ρα να γίνουν τέτοιοι όπως είμαι και εγώ, εκτός από τις αλυ­σί­δες μου αυτές, τις οποί­ες εύχο­μαι κανείς από σας να μην τις δοκι­μά­σει)» [Πράξ.26,29], δεν έλε­γε αυτά, σαν να θεω­ρού­σε το πράγ­μα ως κάτι που μπο­ρού­σε να γίνει, μη γένοι­το! Διό­τι δεν θα καυ­χιό­ταν για τα δεσμά του εάν ήταν απευ­κταίο πράγ­μα, και για τις φυλα­κί­σεις και για τις άλλες θλί­ψεις· και γρά­φον­τας έλε­γε: «διστα ον μλλον καυ­χή­σο­μαι ν τας σθε­νεί­αις μου, να πισκη­νώσ π᾿ μ δύνα­μις το Χρι­στο(:Με πολ­λή ευχα­ρί­στη­ση θα καυ­χιέ­μαι περισ­σό­τε­ρο στις ασθέ­νειές μου, για να κατοι­κή­σει μέσα μου η δύνα­μη του Χρι­στού)» [Β΄Κορ. 12,9].

Αλλά τι; Αυτό το ίδιο ήταν από­δει­ξη ότι θεω­ρού­σε μεγά­λης αξί­ας τα δεσμά. Όπως ακρι­βώς έλε­γε και όταν έγρα­φε προς τους Κοριν­θί­ους: «Γάλα μς πότι­σα κα ο βρμα. οπω γρ δύνα­σθε. λλ᾿ οτε τι νν δύνα­σθε· τι γρ σαρ­κι­κοί στε(: Σας πότι­σα με γάλα. Σας δίδα­ξα δηλα­δή τις στοι­χειώ­δεις χρι­στια­νι­κές αλή­θειες. Και δεν σας έθρε­ψα με στε­ρεή τρο­φή· διό­τι δεν είχα­τε τότε αρκε­τή πνευ­μα­τι­κή δύνα­μη. Αλλά ούτε και τώρα έχε­τε αρκε­τή δύνα­μη· διό­τι έχε­τε ακό­μη σαρ­κι­κά φρο­νή­μα­τα)»[Α΄Κορ. 3,2]. Έτσι λοι­πόν και εδώ, δεν μπο­ρού­σαν να δεχτούν το κάλ­λος, ούτε την τιμή, ούτε την ωφέ­λεια των δεσμών. Για τον λόγο αυτόν λέγει «εκτός από αυτά τα δεσμά».

Στους Εβραί­ους όμως δεν έγρα­φε έτσι, αλλά τους παρό­τρυ­νε να φυλα­κι­στούν μαζί με τους φυλα­κι­σμέ­νους: «Μιμνή­σκε­σθε τν δεσμί­ων ς συν­δε­δε­μέ­νοι, τν κακου­χου­μέ­νων ς κα ατο ντες ν σώμα­τι (:Να θυμά­στε τους φυλα­κι­σμέ­νους, σαν να είστε και εσείς μαζί τους δεμέ­νοι με τις αλυ­σί­δες της φυλα­κής. Να θυμά­στε όσους υπο­φέ­ρουν και κακο­πα­θούν, διό­τι και εσείς έχε­τε σώμα φθαρ­τό και μπο­ρεί να βρε­θεί­τε αύριο στη θέση τους κα να υπο­φέ­ρε­τε αυτά που υπο­φέ­ρουν αυτοί σήμε­ρα)» [Εβρ.13,3].

Για τον λόγο αυτόν και ο ίδιος χαι­ρό­ταν για τα δεσμά και φυλα­κι­ζό­ταν και μαζί με τους δεσμώ­τες οδη­γούν­ταν στην φυλα­κή. Μεγά­λη η δύνα­μη της αλυ­σί­δας του Παύ­λου· είναι αρκε­τό αντί όλων των αγα­θών αυτό το θέα­μα, το να δει κανείς δεμέ­νο τον Παύ­λο και να εξά­γε­ται από τη φυλα­κή. Το να τον δει κανείς δεμέ­νο και να κάθε­ται μέσα, από ποια ηδο­νή δεν είναι μεγα­λύ­τε­ρο αυτό; Με τι δεν θα τιμού­σαν αυτό το πράγ­μα; Δεν βλέ­πε­τε τους βασι­λιά­δες, τους υπά­τους να φέρον­ται σε άμα­ξα με δύο ίππους και ενδε­δυ­μέ­νους με χρυ­σό κα τους ακο­λού­θους να έχουν τα πάν­τα χρυ­σά, χρυ­σά τα δόρα­τα, χρυ­σές τις ασπί­δες, χρυ­σά τα ενδύ­μα­τα, ίππους χρυ­σο­φο­ρε­μέ­νους; Πόσο τερ­πνό­τε­ρο είναι αυτό από εκεί­νο το θέα­μα; Θα ευχό­μου­να να δω μία φορά τον Παύ­λο να εξέρ­χε­ται από τη φυλα­κή με τα δεσμά, παρά χιλιά­δες φορές εκεί­νους να περ­νούν σε πομ­πή μαζί με εκεί­νη την ακο­λου­θία τους. Πόσοι άγγε­λοι νομί­ζε­τε ότι θα προ­η­γούν­ταν αυτού, όταν οδη­γούν­ταν έτσι;

Και για το ότι δεν ψεύ­δο­μαι, θα κάνω φανε­ρό το πράγ­μα από κάποια παλαιά ιστο­ρία. Ο προ­φή­της Ελισ­σαί­ος- ίσως να γνω­ρί­ζε­τε τον άνδρα‑, ενώ ο βασι­λιάς της Συρί­ας είχε εμπλα­κεί σε πόλε­μο με τον βασι­λέα του Ισρα­ήλ, καθι­σμέ­νος πλη­σί­ον του, όλα όσα απο­φά­σι­ζε εκεί­νος με τους συμ­βού­λους του στο διοι­κη­τή­ριό του, τα φανέ­ρω­νε και αχρή­στευε τα σχέ­δια του βασι­λιά με το να λέγει από πριν τα απόρ­ρη­τα κα να μην αφή­νει τους Ισραη­λί­τες να πέφτουν στις παγί­δες του. Αυτό στε­νο­χω­ρού­σε τον βασι­λιά της Συρί­ας και μικρο­ψυ­χών­τας περιέ­πι­πτε σε μεγα­λύ­τε­ρη στε­νο­χώ­ρια, μη μπο­ρών­τας να μάθει εκεί­νον ο οποί­ος γνω­στο­ποιού­σε τα πάν­τα και τον επι­βου­λευό­ταν και έκα­νε άχρη­στα τα σχέ­διά του.

Ενώ λοι­πόν στε­νο­χω­ριό­ταν και έψα­χνε να βρει την αιτία, είπε κάποιος από τους υπα­σπι­στές του, ότι ήταν κάποιος προ­φή­της Ελισ­σαί­ος ο οποί­ος καθό­ταν στη Σαμά­ρεια, ο οποί­ος δεν άφη­νε να πραγ­μα­το­ποι­η­θούν τα σχέ­δια του βασι­λέ­ως, αλλά τα φανέ­ρω­νε όλα. Εκεί­νος νόμι­σε ότι βρή­κε το παν. Τίπο­τε αθλιό­τε­ρο από αυτό. Έπρε­πε να τιμή­σει τον άνδρα, να θαυ­μά­σει, να εκπλα­γεί, εφό­σον έχει τόση δύνα­μη, ώστε ενώ καθό­ταν σε τόση από­στα­ση, όλα όσα σχε­διά­ζον­ταν στο διοι­κη­τή­ριο του βασι­λέ­ως, ενώ κανείς δεν του το ανήγ­γελ­λε, να το γνω­ρί­ζει· δεν έκα­νε μεν αυτό, αλλά αφού εξορ­γί­στη­κε και κατα­λή­φθη­κε μόνο από θυμό, συνέ­τα­ξε ιππείς και οπλί­τες και τους στέλ­νει να φέρουν εμπρός του τον προ­φή­τη. Υπήρ­χε δε πλη­σί­ον του Ελι­σαί­ου κάποιος μαθη­τής ευρι­σκό­με­νος στα πρό­θυ­ρα του προ­φη­τι­κού χαρί­σμα­τος, ο οποί­ος απεί­χε ακό­μη από του να αξιω­θεί τέτοιες απο­κα­λύ­ψεις.

Έφτα­σαν οι στρα­τιώ­τες του βασι­λέ­ως, για να δέσουν τον άνδρα, μάλ­λον δε τον προ­φή­τη. Πάλι επά­νω σε δεσμά πίπτου­με, και από παν­τού αυτός ο λόγος έτσι υφαί­νε­ται. Και όταν είδε ο μαθη­τής το πλή­θος των στρα­τιω­τών, ταρά­χτη­κε και γεμά­τος φόβο και τρό­μο αφού προ­σέ­τρε­ξε στον διδά­σκα­λό του, ανήγ­γει­λε την συμ­φο­ρά, όπως νόμι­ζε, και μήνυ­σε τον ανα­πό­φευ­κτο κίν­δυ­νο. Γέλα­σε ο προ­φή­της, διό­τι ο μαθη­τής φοβούν­ταν τα ανά­ξια φόβου, και τον παρό­τρυ­νε να έχει θάρ­ρος. Εκεί­νος όμως επει­δή ήταν ατε­λής ακό­μη, δεν πει­θό­ταν, αλλά εκπλητ­τό­με­νος ακό­μη περισ­σό­τε­ρο από την εμφά­νι­σή του, παρέ­με­νε φοβι­σμέ­νος. Τι έκα­νε λοι­πόν ο προ­φή­της; «Κα επε πρς ατος λισαιέ· οχ ατη πόλις κα ατη δός· δετε πίσω μου, κα ξω μς πρς τν νδρα, ν ζητετε· κα πήγα­γεν ατος πρς Σαμά­ρειαν(:Ο Ελι­σαί­ος είπε προς τους προ­ε­λαύ­νον­τες στρα­τιώ­τες: «Δεν είναι αυτή η πόλη και ούτε η οδός. Ελά­τε κον­τά μου και εγώ θα σας οδη­γή­σω προς τον άνθρω­πο, τον οποίο ζητεί­τε». Ο Ελι­σαί­ος οδή­γη­σε αυτούς μέσα στη Σαμά­ρεια)» [Δ΄Βασ.6,17]. Και ξαφ­νι­κά βλέ­πει ολό­κλη­ρο το όρος, στο οποίο κατοι­κού­σε τότε ο προ­φή­της, να έχει γεμί­σει από πύρι­νους ίππους και άρμα­τα. Τού­το δε τίπο­τε άλλο δεν ήταν, παρά στρα­τιές αγγέ­λων. Εάν λοι­πόν στον Ελι­σαίο για τού­το μόνο ακο­λου­θού­σε τόσο μεγά­λη παρά­τα­ξη αγγέ­λων, τι θα γινό­ταν στον Παύ­λο;

Αυτό έλε­γε και ο προ­φή­της Δαβίδ: «Παρεμ­βα­λε γγε­λος Κυρί­ου κύκλ τν φοβου­μέ­νων ατν κα ύσε­ται ατούς(:Άγγε­λος Κυρί­ου θα στρα­το­πε­δεύ­ει γύρω και θα περι­φρου­ρεί όσους σέβον­ται τον Κύριο και θα τους γλυ­τώ­σει από τους κιν­δύ­νους, στους οποί­ους έχουν εκτε­θεί)»[Ψαλμ33,8]. Και πάλι: «π χειρν ροσί σε, μήπο­τε προ­σκόψς πρς λίθον τν πόδα σου(:Θα σε ανα­λά­βουν οι άγγε­λοι στα χέρια τους και θα σε καθο­δη­γούν, ώστε ούτε το ένα σου πόδι να μην σκον­τά­ψει σε κανέ­να λίθο)» [Ψαλμ.90,12].

Και τι λέγω για τους αγγέ­λους; Ο ίδιος ο Κύριος βρι­σκό­ταν τότε μαζί του όταν εξερ­χό­ταν. Διό­τι βεβαί­ως δεν υπήρ­χε μόνο όταν εμφα­νι­ζό­ταν στον Αβρα­άμ, αλλά και μετά από αυτό· διό­τι ο ίδιος υπο­σχέ­θη­κε λέγον­τας: «δο γ μεθ᾿ μν εμι πάσας τς μέρας ως τς συν­τε­λεί­ας το αἰῶνος(:Και ιδού, εγώ που έλα­βα κάθε εξου­σία, θα είμαι πάν­τα μαζί σας βοη­θός και συμ­πα­ρα­στά­της σας, μέχρι να τελειώ­σει ο αιώ­νας αυτός, μέχρι δηλα­δή τη συν­τέ­λεια του κόσμου)» [Ματθ.28,20].

Και πάλι αφού εμφα­νί­στη­κε ο ίδιος ο Κύριος σε αυτόν έλε­γε: «Επε δ Κύριος δι᾿ ράμα­τος ν νυκτ τ Παύλ· μ φοβο, λλ λάλει κα μ σιω­πήσς(:Κάποια ώρα λοι­πόν μέσα στη νύχτα παρου­σιά­στη­κε ο Κύριος, με όρα­μα στον Παύ­λο και του είπε: «Μη φοβά­σαι τις απει­λές των Ιου­δαί­ων, οι οποί­οι έγι­ναν έξω φρε­νών από την απο­σκίρ­τη­ση του Κρί­σπου· αλλά δίδα­σκε το ευαγ­γέ­λιο και μη σιω­πή­σεις»)» [Πράξ. 18,9].Και σε όνει­ρο τον επι­σκέ­φτη­κε αυτό λέγον­τας: «Θάρ­σει, Παλε· ς γρ διε­μαρ­τύ­ρω τ περ μο ες ερου­σα­λήμ, οτω σε δε κα ες ώμην μαρ­τυρσαι(:Έχε θάρ­ρος, Παύ­λε· διό­τι, όπως με παρ­ρη­σία μαρ­τύ­ρη­σες και κήρυ­ξες την αλή­θεια για εμέ­να στην Ιερου­σα­λήμ, έτσι σύμ­φω­να με το θείο σχέ­διο θα κηρύ­ξεις και στη Ρώμη)» [Πράξ.23,11].

Πάν­το­τε μεν λοι­πόν οι άγιοι είναι θαυ­μα­στοί και γεμά­τοι από πολ­λή χάρη, πολύ περισ­σό­τε­ρο όμως όταν κιν­δυ­νεύ­ουν για τον Χρι­στό, όταν φυλα­κί­ζον­ται. Διό­τι όπως ακρι­βώς ο στρα­τιώ­της είναι μεν πάν­το­τε γεν­ναί­ος και γίνε­ται ευχά­ρι­στο θέα­μα σε εκεί­νους οι οποί­οι τον βλέ­πουν στη συνή­θη μορ­φή, πολύ περισ­σό­τε­ρο όμως όταν έχει στα­θεί και παρα­τα­χτεί στο πλευ­ρό του ίδιου του βασι­λέ­ως. Έτσι λοι­πόν να σκε­φτείς και τον Παύ­λο, πόσο ευχά­ρι­στο ήταν να τον δεις να διδά­σκει με τα δεσμά. Να πω όπως σε παρέν­θε­ση κάτι το ποιο ήλθε στη σκέ­ψη μου τώρα; Ο μακά­ριος μάρ­τυ­ρας Βαβύ­λας φυλα­κί­στη­κε και αυτός για την ίδια αιτία, για την οποία και ο Ιωάν­νης ο Βαπτι­στής, επει­δή δηλα­δή έλεγ­ξε τον βασι­λέα διό­τι παρα­νο­μού­σε. Όταν απέ­θνη­σκε, παράγ­γει­λε να παρα­μεί­νουν τα δεσμά με το σώμα, και το σώμα να ταφεί δεμέ­νο· και τώρα οι χει­ρο­πέ­δες βρί­σκον­ται μαζί με την τέφρα. Τόσο πολύ ποθού­σε τα δεσμά για τον Χρι­στό. «ταπεί­νω­σαν ν πέδαις τος πόδας ατο, σίδη­ρον διλθεν ψυχ ατο(:Εκεί τον έρι­ξαν στη φυλα­κή, έδε­σαν με σιδη­ρά δεσμά τους πόδες του και τον εξευ­τέ­λι­σαν, σαν να επρό­κει­το για κακούρ­γο. Η ψυχή του υπέ­φε­ρε την αγω­νία των σιδε­ρέ­νιων αυτών αλυ­σί­δων)» [Ψαλμ.104,18], λέγει ο προ­φή­της για τον Ιωσήφ.

Ήδη και οι γυναί­κες έλα­βαν πεί­ρα αυτών των δεσμών. Εμείς όμως δε φυλα­κι­ζό­μα­στε. Ούτε προ­τρέ­πω σε αυτό, διό­τι τώρα δεν είναι ο κατάλ­λη­λος και­ρός. Μη δέσεις τα χέρια σου, αλλά δέσε τη σκέ­ψη σου. Υπάρ­χουν και άλλα δεσμά· όσοι δεν υπο­φέ­ρουν αυτά, θα γνω­ρί­σουν εκεί­να. Άκου­σε τον Χρι­στό ο Οποί­ος λέγει: «Δήσαν­τες ατο πόδας κα χερας ρατε ατν κα κβά­λε­τε ες τ σκό­τος τ ξώτε­ρον(:Δέσε­τε τα χέρια και τα πόδια του και πάρ­τε τον και ρίξ­τε τον έξω, στο πιο βαθύ σκο­τά­δι, που είναι μακριά από τη βασι­λεία του Θεού)»[Ματθ.22,13]. Μακά­ρι όμως να μη γίνει ποτέ να λάβου­με πεί­ρα εκεί­νων των αιω­νί­ων δεσμών του Άδη, αλλά μακά­ρι να πλου­τί­σου­με από τη χάρη αυτών των δεσμών. Για τον λόγο αυτόν έλε­γε: «Παρα­καλ ον μς γ δσμιος ν κυρίῳ ξως περι­πατσαι τς κλσεως ς κλθητε(:Σύμ­φω­να λοι­πόν με αυτά που σας έγρα­ψα προ­η­γου­μέ­νως, σας παρα­κα­λώ εγώ που είμαι φυλα­κι­σμέ­νος για το όνο­μα του Κυρί­ου, να πορευ­τεί­τε και να ζήσε­τε με τρό­πο άξιο της υψη­λής κλή­σε­ως που σας έκα­νε ο Θεός)».

Ποια όμως είναι αυτή; «Σώμα ονο­μα­στή­κα­τε», λέγει· «κεφα­λή έχε­τε τον Χρι­στό· συνα­νύ­ψω­σε και σας κάθι­σε μαζί Του ενώ ήσα­σταν εχθροί και είχα­τε δια­πρά­ξει άπει­ρα κακά. Μεγά­λη είναι αυτή η κλή­ση και σε μεγά­λα πράγ­μα­τα, όχι μόνο διό­τι προ­ήλ­θε από αυτά, ούτε και διό­τι ισχύ­ει για αυτά, αλλά και διό­τι δόθη­κε με αυτόν τον τρό­πο». Πώς όμως είναι δυνα­τό να ζήσου­με αντά­ξια; «Με κάθε ταπει­νο­φρο­σύ­νη». Αυτός ζει αντά­ξια. Αυτό είναι το θεμέ­λιο κάθε αρε­τής. Αν είσαι ταπει­νός και ανα­λο­γι­στείς ενώ ήσουν τέτοιος, πώς σώθη­κες, ούτε στα δεσμά θα υπε­ρη­φα­νεύ­ε­σαι, ούτε σε αυτά τα οποία είπα, αλλά γνω­ρί­ζον­τας ότι το παν είναι έργο της χάρι­τος, θα ταπει­νώ­νεις τον εαυ­τό σου. Ο ταπει­νό­φρο­νας και ευγνώ­μο­νας μπο­ρεί να είναι και ευά­ρε­στος δού­λος. Διό­τι «Τί δ χεις (:Και ποιο χάρι­σμα έχεις)», λέγει, « οκ λαβες;(:το οποίο δεν έλα­βες από τον Θεό;)» [Α΄Κορ.4,7]. Άκου­σε πάλι τον ίδιο ο οποί­ος λέγει: «Χάρι­τι δ Θεο εμι εμι· κα χάρις ατο ες μ ο κεν γενή­θη, λλ περισ­σό­τε­ρον ατν πάν­των κοπί­α­σα, οκ γ δέ, λλ᾿ χάρις το Θεο σν μοί (:Με τη χάρη του Θεού όμως είμαι ό,τι είμαι τώρα, δηλα­δή Από­στο­λος ίσος με τους άλλους. Και η χάρη που μου έδω­σε ο Κύριος δεν έμει­νε άκαρ­πη και χωρίς απο­τέ­λε­σμα, αλλά περισ­σό­τε­ρο από όλους αυτούς κοπί­α­σα. Και το έργα μάλι­στα αυτό δεν το εργά­στη­κα εγώ, αλλά η χάρη του Θεού που είναι μαζί μου και με ενι­σχύ­ει)» [Α΄Κορ.15,10].

«Μετ πσης ταπει­νο­φροσνης(:Σας παρα­κα­λώ λοι­πόν να ζεί­τε με κάθε ταπει­νο­φρο­σύ­νη)», λέγει, όχι μόνο στους λόγους, ούτε στα πράγ­μα­τα, αλλά και στη μορ­φή και στην ομι­λία· όχι ως προς μεν το ένα να είσαι ταπει­νός, ως προς το άλλο όμως να είσαι θρα­σύς· προς όλους να είσαι ταπει­νός, είτε φίλος είναι, είτε εχθρός, είτε μεγά­λος, είτε μικρός· αυτό είναι ταπει­νο­φρο­σύ­νη. Και στα κατορ­θώ­μα­τα να είσαι ταπει­νός. Διό­τι άκου­σε τον Χρι­στό ο οποί­ος λέγει: «Μακά­ριοι ο πτω­χο τ πνεύ­μα­τι, τι ατν στιν βασι­λεία τν ορανν(:Μακά­ριοι και τρι­σευ­τυ­χι­σμέ­νοι είναι εκεί­νοι που συναι­σθά­νον­ται ταπει­νά την πνευ­μα­τι­κή τους φτώ­χεια και την εξάρ­τη­ση ολό­κλη­ρου του εαυ­τού τους από τον Θεό, διό­τι είναι δική τους η βασι­λεία των ουρα­νών)»[Ματθ.5,3] και θέτει αυτό πρώ­το από όλα.

Για τον λόγο αυτόν ο Παύ­λος λέγει: «Μετ πσης ταπει­νο­φροσνης κα πρατητος, μετ μακρο­θυμας, νεχμενοι λλλων ν γπ(:Σας παρα­κα­λώ λοι­πόν να ζεί­τε με κάθε ταπει­νο­φρο­σύ­νη και πρα­ό­τη­τα, με μακρο­θυ­μία και υπο­μο­νή. Να ανέ­χε­στε με αγά­πη ο ένας τα ελατ­τώ­μα­τα του άλλου)». Πώς είναι δυνα­τόν να ανέ­χε­σαι, αν είσαι οργί­λος και κακό­λο­γος; Είπε τον τρό­πο: «με αγά­πη». «Εάν δεν ανέ­χε­σαι τον πλη­σί­ον», λέγει, «πώς θα σε ανε­χτεί ο Θεός; Εάν εσύ δεν υπο­φέ­ρεις αυτόν ο οποί­ος είναι σύν­δου­λός σου, πώς θα σε υπο­μεί­νει ο Κύριος;». Όπου υπάρ­χει αγά­πη, όλα είναι υπο­φερ­τά.

«Σπουδζον­τες τηρεν τν ντητα το πνεματος ν τ συνδσμ τς ερνης(:Και να κατα­βάλ­λε­τε κάθε προ­σπά­θεια προ­κει­μέ­νου να δια­τη­ρεί­τε την μετα­ξύ σας ενό­τη­τα με την οποία σας ένω­σε το Άγιο Πνεύ­μα, χρη­σι­μο­ποιών­τας ως σύν­δε­σμο την ειρή­νη, η οποία θα σας δένει όλους μαζί σε ένα)», λέγει. Δέσε λοι­πόν τα χέρια σου με την επιεί­κεια. Πάλι η ωραία λέξη, ο δεσμός· εμείς τον αφή­σα­με και αυτός πάλι σε εμάς προ­σέ­τρε­ξε. Καλά είναι εκεί­να τα δεσμά, καλά και αυτά· και εκεί­να από αυτά γεν­νών­ται. Σύν­δε­σε τον εαυ­τό σου με τον αδελ­φό· αυτοί που είναι συν­δε­δε­μέ­νοι με αγά­πη, τα πάν­τα υπο­φέ­ρουν ως ελα­φρό ζυγό και όχι βαρύ. Δέσε τον εαυ­τό σου με εκεί­νον, και εκεί­νον με εσέ­να· εσύ είσαι κύριος για να κάνεις και τα δύο· διό­τι όποιον θέλω να κάνω φίλο, θα το κάνω με ευκο­λία.

«Σπουδζον­τες(:Και να κατα­βάλ­λε­τε κάθε προ­σπά­θεια)», λέγει· δεν το λέγει αυτό τυχαί­ως και ως σχή­μα λόγου. «Και να κατα­βάλ­λε­τε κάθε προ­σπά­θεια», λέγει, «να δια­τη­ρεί­τε τη μετα­ξύ σας ενό­τη­τα με την οποία σας ένω­σε το Άγιο Πνεύ­μα». Τι είναι ενό­τη­τα του Πνεύ­μα­τος; Όπως ακρι­βώς στο σώμα υπάρ­χει πνεύ­μα το οποίο συνέ­χει τα πάν­τα, αν και σε διά­φο­ρα μέλη, έτσι και εδώ· διό­τι για τον λόγο αυτόν δόθη­κε το Πνεύ­μα, για να ενώ­σει εκεί­νους οι οποίο είναι χωρι­σμέ­νοι κατά τα γένη και κατά τους τρό­πους· διό­τι ο γέρον­τας και ο νέος, ο πτω­χός και ο πλού­σιος, το παι­δί και ο έφη­βος, η γυναί­κα και ο άνδρας και κάθε ψυχή γίνε­ται ένα, και περισ­σό­τε­ρο από όσο εάν ήταν ένα σώμα· διό­τι από αυτή τη συγ­γέ­νεια πολύ μεγα­λύ­τε­ρη είναι εκεί­νη, και αυτή η ένω­ση είναι τελειό­τε­ρη· διό­τι η ένω­ση της ψυχής είναι τελειό­τε­ρη, όσο και πιο απλή και ομοιό­μορ­φη είναι αυτή.

Πώς όμως δια­τη­ρεί­ται αυτή η ενό­τη­τα του Πνεύ­μα­τος; «ν τ συνδσμ τς ερνης(:Χρη­σι­μο­ποιών­τας ως σύν­δε­σμο την ειρή­νη, η οποία θα σας δένει όλους μαζί σε ένα)»[Εφ.4,3]. Δεν είναι δυνα­τό να ζει αυτή μέσα σε έχθρα και διχό­νοια· διό­τι «που γρ ν μν ζλος κα ρις κα διχο­στα­σί­αι, οχ σαρ­κι­κοί στε κα κατ νθρω­πον περι­πα­τετε;(:Εφό­σον μετα­ξύ σας υπάρ­χει φθό­νος και φιλο­νι­κία και διαι­ρέ­σεις, δεν είστε άνθρω­ποι κυριευ­μέ­νοι από σαρ­κι­κά ελα­τή­ρια και πάθη και δεν συμ­πε­ρι­φέ­ρε­στε με δια­γω­γή κοι­νού ανθρώ­που και μη ανα­γεν­νη­μέ­νου;)»[Α΄Κορ.3,3]· διό­τι όπως ακρι­βώς το πυρ, όταν μεν βρει ξερά φύλ­λα, σε μία φωτιά μετα­τρέ­πει τα πάν­τα, ενώ όταν είναι υγρά, ούτε ενερ­γεί επά­νω τους, ούτε τα ανά­πτει, έτσι και εδώ· τίπο­τε από όσα ψυχραί­νουν την αγά­πη δεν μπο­ρεί να την κάνει να συνε­νώ­νει, ενώ αυτό μπο­ρεί να το κάνει, ως επί το πλεί­στον, το καθέ­να από όσα τη θερ­μαί­νουν. Από αυτό λοι­πόν γεν­νά­ται και η θερ­μό­τη­τα της αγά­πης· από τον σύν­δε­σμο της ειρή­νης θέλει να δέσει μαζί όλους εμάς. «Όπως ακρι­βώς, δηλα­δή», λέγει, «εάν θέλεις να προσ­δέ­σεις τον εαυ­τό σου σε κάποιο άλλο, δε θα μπο­ρέ­σεις να το κάνεις αυτό με άλλον τρό­πο, παρά με το να προσ­δέ­σεις και εκεί­νον στον εαυ­τό σου· εάν βέβαια θέλεις να κάνεις διπλό τον δεσμό, πρέ­πει και εκεί­νος να προσ­δε­θεί σε εσέ­να»· έτσι και εδώ θέλει να συν­δε­θούν μετα­ξύ τους, όχι απλώς να ειρη­νεύ­ουν, ούτε απλώς να αγα­πούν, αλλά να είναι όλοι ένα, μία ψυχή.

Καλός είναι αυτός ο δεσμός· με αυτόν τον δεσμό και μετα­ξύ μας και με τον Θεό ας συν­δέ­σου­με τους εαυ­τούς μας. Δεν πονά­ει ούτε πιέ­ζει τα δεμέ­να χέρια αυτός ο δεσμός, αλλά ελευ­θε­ρώ­νει και μας οδη­γεί σε πολ­λή ευρυ­χω­ρία, και μας κάνει περισ­σό­τε­ρο να αισθα­νό­μα­στε λυμέ­νοι. Όταν ο ισχυ­ρός είναι δεμέ­νος μαζί με τον ασθε­νή, στη­ρί­ζει και εκεί­νον και δεν τον αφή­νει να χαθεί· και αν συν­δε­θεί με τον οκνη­ρό, διε­γεί­ρει αυτό στο να είναι πρό­θυ­μος. Διό­τι «δελφς π δελ­φο βοη­θού­με­νος ς πόλις χυρ κα ψηλή, σχύ­ει δ σπερ τεθε­με­λιω­μέ­νον βασί­λειον(:Αδελ­φός, όταν με αγά­πη βοη­θιέ­ται από τον αδελ­φό, είναι σαν οχυ­ρω­μέ­νη και απόρ­θη­τη πόλη, κτι­σμέ­νη επά­νω σε υψη­λό μέρος· και είναι ισχυ­ρός σαν το ασά­λευ­το ανά­κτο­ρο, που έχει θεμε­λιω­θεί σε στε­ρεό έδα­φος)»[Παροιμ. 18,19], λέγει. Αυτήν την αλυ­σί­δα ούτε η από­στα­ση των οδών μπο­ρεί να την εμπο­δί­σει, ούτε ο ουρα­νός, ούτε η γη, ούτε ο θάνα­τος, ούτε τίπο­τε άλλο, αλλά είναι ισχυ­ρό­τε­ρη και δυνα­τό­τε­ρη από όλα. Αυτή η αγά­πη, και από μία ψυχή εάν γεν­νη­θεί, μπο­ρεί να συμ­πε­ρι­λά­βει πολ­λούς μαζί· διό­τι άκου­σε τον Παύ­λο όταν λέγει: «Ο στε­νο­χω­ρεσθε ν μν, στε­νο­χω­ρεσθε δ ν τος σπλάγ­χνοις μν· τν δ ατν ντι­μι­σθί­αν, ς τέκνοις λέγω, πλα­τύν­θη­τε κα μες(:Δεν αισθά­νε­στε σφί­ξι­μο καθώς είστε μέσα στην ευρύ­χω­ρη από αγά­πη καρ­διά μας. Πιέ­ζε­στε όμως μέσα στα δικά σας σπλά­χνα, που είναι στε­νά, διό­τι σας λεί­πει η αγά­πη. Δείξ­τε κι εσείς την ίδια αγα­θή διά­θε­ση για να αντα­μεί­ψε­τε την αγά­πη μας. Σας μιλώ σαν παι­διά μου. Ανοίξ­τε κι εσείς διά­πλα­τα τις καρ­διές σας με την αγά­πη)» [Β΄Κορ. 6,12–13].

Τι κατα­στρέ­φει, λοι­πόν, αυτόν τον δεσμό; Η αγά­πη των χρη­μά­των, της εξου­σί­ας, της δόξας και των άλλων όσα είναι όμοια με αυτά· αυτά τους απο­χαυ­νώ­νουν και τους κατα­κό­πτουν. Πώς λοι­πόν να μην κατα­κο­πούν; Όταν αυτά απο­μα­κρύ­νον­ται και τίπο­τε δεν εμπο­δί­ζει αυτά τα οποία κατα­στρέ­φουν την αγά­πη. Διό­τι άκου­σε τον Χρι­στό ο οποί­ος λέγει: «Κα δι τ πλη­θυνθναι τν νομί­αν ψυγή­σε­ται γάπη τν πολλν(:Και επει­δή θα πλη­θυν­θεί η κακία και η ανη­θι­κό­τη­τα, θα ψυχραν­θεί η αγά­πη των πολ­λών προς τον Θεό και τον συνάν­θρω­πο, αυτών δηλα­δή που στο όνο­μα μόνο είναι χρι­στια­νοί και έχουν μία τυπι­κή θρη­σκευ­τι­κό­τη­τα)» [Ματθ. 24,12]. Τίπο­τε δεν είναι τόσο ενάν­τιο στην αγά­πη, όσο η αμαρ­τία, και δεν εννοώ μόνο την προς τον Θεό αγά­πη, αλλά και την προς τον πλη­σί­ον. Πώς, λοι­πόν, λέγει, οι ληστές έχουν μετα­ξύ τους ειρή­νη; Πότε; Πες μου. Ασφα­λώς όχι όταν ληστεύ­ον­ται μετα­ξύ τους· διό­τι εάν μετα­ξύ τους, σε όσα μοι­ρά­ζον­ται, δεν φυλά­ξουν τους νόμους του δικαί­ου και δεν απο­δώ­σουν στον καθέ­να ό,τι του ανα­λο­γεί, θα βρεις και εκεί­νους να βρί­σκον­ται σε πόλε­μο και συγ­κρού­σεις. Ώστε ούτε στα κακά είναι δυνα­τό να βρού­με την ειρή­νη· είναι δυνα­τό όμως παν­τού να βρού­με αυτήν, όπου ζουν με δικαιο­σύ­νη και αρε­τή.

Αλλά μήπως έχουν ειρή­νη οι αντε­ρα­στές; Καθό­λου. Αλλά για ποιον θέλεις να πω; Ο πλε­ο­νέ­κτης με τον πλε­ο­νέ­κτη δε θα ειρή­νευε ποτέ· διό­τι εάν βέβαια δεν ήσαν οι άνθρω­ποι δίκαιοι και επιει­κείς μετα­ξύ τους, θα είχε δια­σπα­στεί το ανθρώ­πι­νο γένος. Όπως ακρι­βώς δύο θηρία τα οποία πει­νούν πολύ, αν δεν παρου­σια­στεί μπρο­στά τους κάτι το οποίο μπο­ρούν να φάνε, κατα­τρώ­γον­ται μετα­ξύ τους, έτσι θα γινό­ταν και με τους πλε­ο­νέ­κτες και τους κακούς. Ώστε δεν είναι δυνα­τόν να υπάρ­χει ειρή­νη, εάν προ­η­γου­μέ­νως δεν έχει κατορ­θω­θεί η αρε­τή. Ας υπο­θέ­σου­με ότι κατα­σκευά­ζου­με μία πόλη, όπου όλοι οι πολί­τες είναι πλε­ο­νέ­κτες και έχουν την ίδια αξία και τα ίδια δικαιώ­μα­τα, και κανείς δεν ανέ­χε­ται να αδι­κεί­ται, αλλά όλοι αδι­κούν· μήπως είναι δυνα­τόν να στα­θεί εκεί­νη η πόλη; Καθό­λου. Αλλά μήπως υπάρ­χει ειρή­νη μετα­ξύ μοι­χών; Δεν θα βρεις όμως ούτε δύο να ομο­νο­ούν.

Ώστε καμία άλλη αιτία δεν υπάρ­χει πάλι, παρά το ότι ψυχράν­θη­κε η αγά­πη· η δε αιτία για το ότι ψυχράν­θη­κε η αγά­πη, είναι ότι πλη­θύν­θη­κε η ανο­μία· διό­τι αυτό παρα­σύ­ρει σε φιλαυ­τία και διαι­ρεί και σχί­ζει το σώμα και απο­χαυ­νώ­νει και δια­σπά. Όπου όμως υπάρ­χει αρε­τή, κάνει το αντί­θε­το. Διό­τι ο μεν ενά­ρε­τος, και όταν είναι κύριος χρη­μά­των και όταν είναι χιλιά­δες σε πτω­χεία, δύνα­ται να είναι ειρη­νι­κός· ενώ οι πλε­ο­νέ­κτες, ακό­μη και αν είναι δύο, ουδέ­πο­τε μπο­ρούν να ειρη­νεύ­σουν. Ώστε εάν εμείς είμα­στε ενά­ρε­τοι, η αγά­πη δεν αφα­νί­ζε­ται· διό­τι από την αγά­πη γεν­νά­ται η αρε­τή, και η αρε­τή από την αγά­πη. Και θα σας πω με ποιο τρό­πο. Ο ενά­ρε­τος δεν προ­τι­μά τα χρή­μα­τα από τη φιλία, ούτε μνη­σί­κα­κος είναι, ούτε αδι­κεί τον πλη­σί­ον, ούτε υβρί­ζει, υπο­μέ­νει τα πάν­τα με γεν­ναιό­τη­τα. Από αυτά συνί­στα­ται η αγά­πη. Και πάλι, εκεί­νος ο οποί­ος αγα­πά, όλα αυτά τα θέτει πλη­σί­ον. Έτσι βοη­θούν­ται και συγ­κρο­τούν­ται μετα­ξύ τους.

Και αυτό μεν απο­δει­κνύ­ε­ται εδώ, ότι από την αρε­τή γεν­νά­ται η αγά­πη· διό­τι με το να πει: «Κα δι τ πλη­θυνθναι τν νομί­αν ψυγή­σε­ται γάπη τν πολλν(:Και επει­δή θα πλη­θυν­θεί η κακία και η ανη­θι­κό­τη­τα, θα ψυχραν­θεί η αγά­πη των πολ­λών προς τον Θεό και τον συνάν­θρω­πο, αυτών δηλα­δή που στο όνο­μα μόνο είναι χρι­στια­νοί και έχουν μία τυπι­κή θρη­σκευ­τι­κό­τη­τα)»[Ματθ.24,12], αυτό φανέ­ρω­σε· και για το ότι από την αγά­πη γεν­νά­ται η αρε­τή, «Μηδεν μηδν φεί­λε­τε ε μ τ γαπν λλή­λους. γρ γαπν τν τερον νόμον πεπλή­ρω­κε(:Και σε σχέ­ση με τα άλλα μέλη της κοι­νω­νί­ας που δεν έχουν εξου­σία ή αξί­ω­μα, σας παραγ­γέλ­λω να μη χρω­στά­τε σε κανέ­ναν τίπο­τε άλλο, παρά μόνο το να αγα­πά ο ένας τον άλλον· διό­τι εκεί­νος που αγα­πά τον άλλο, έχει εκπλη­ρώ­σει με την αγά­πη του αυτή όλο τον νόμο)»[Ρωμ.13,8], λέγει. Ώστε ένα από τα δύο πρέ­πει να υπάρ­χει, ή να είναι κανείς πολύ φιλι­κός και να αγα­πά ή πολύ ενά­ρε­τος. Διό­τι εκεί­νος ο οποί­ος έχει το ένα, απο­κτά κατ’ ανάγ­κη και το άλλο· και το αντί­θε­το, εκεί­νος ο οποί­ος δεν αγα­πά, θα δια­πρά­ξει και πολ­λά κακά· εκεί­νος ο οποί­ος δια­πράτ­τει το κακό, ούτε να αγα­πά γνω­ρί­ζει.

Ας επι­διώ­ξου­με, λοι­πόν, την αγά­πη· διό­τι είναι φρού­ριο στο να μην επι­τρέ­ψει να πάθου­με κανέ­να κακό. Ας συν­δέ­σου­με λοι­πόν τους εαυ­τούς μας. Τίπο­τε δόλιο ή ύπου­λο ας μην υπάρ­χει μετα­ξύ μας. Τίπο­τε τέτοιο δεν υπάρ­χει, όπου υπάρ­χει η αγά­πη. Το είπε δε αυτό κάπο­τε και κάποιος άλλος σοφός άνδρας, ο Σει­ράχ: «π φίλον ἐὰν σπάσς ομφαί­αν, μ πελ­πίσς, στι γρ πάνο­δος·π φίλον ἐὰν νοίξς στό­μα, μ ελαβηθς, στι γρ διαλ­λα­γή· πλν νει­δι­σμο κα περη­φα­νί­ας κα μυστη­ρί­ου ποκα­λύ­ψε­ως κα πληγς δολί­ας, ν τού­τοις ποφεύ­ξε­ται πς φίλος(:Εάν σε στιγ­μή παρα­φο­ράς ανα­σύ­ρεις φανε­ρά την μάχαι­ρα εναν­τί­ον του φίλου σου, μην απελ­πι­στείς, διό­τι είναι δυνα­τή η επα­νόρ­θω­ση και απο­κα­τά­στα­ση της φιλί­ας. Εάν ανοί­ξεις το στό­μα σου και κατα­φερ­θείς εναν­τί­ον του φίλου σου, μη φοβη­θείς, διό­τι είναι δυνα­τόν να υπάρ­ξει συν­διαλ­λα­γή και συμ­φι­λί­ω­ση. Μόνον εάν τον υβρί­σεις και φερ­θείς προς αυτόν με υπε­ρη­φά­νεια και φανε­ρώ­σεις τα μυστι­κά του και δολί­ως τον πλη­γώ­σεις, τότε ο φίλος σου θα απο­μα­κρυν­θεί ορι­στι­κά από εσέ­να)»[Σοφ. Σειρ.22,21–22]·στο να απο­κα­λύ­ψεις δηλα­δή μυστι­κά.

Αν, λοι­πόν, είμα­στε όλοι φίλοι, ούτε μυστι­κά χρειά­ζον­ται· διό­τι όπως ακρι­βώς κανείς δεν έχει μυστι­κά από τον εαυ­τό του, ούτε μπο­ρεί να απο­κρύ­ψει κάτι από τον εαυ­τό του, έτσι ούτε από φίλους. Εάν δεν υπάρ­χουν λοι­πόν μυστι­κά, είναι αδύ­να­τη η δια­κο­πή της φιλί­ας. Διό­τι για κανέ­να άλλο λόγο δεν έχου­με μυστι­κά, παρά διό­τι δεν έχου­με θάρ­ρος προς όλους· ώστε το ότι ψυχράν­θη­κε η αγά­πη δημιουρ­γεί μυστι­κά. Διό­τι τι έχεις μυστι­κό; Θέλεις να αδι­κή­σεις τον πλη­σί­ον; Ή τον εμπο­δί­ζεις να μετά­σχει στην από­λαυ­ση κάποιου αγα­θού και δι’ αυτού κρύ­βεις τα έργα σου; Τίπο­τε από αυτά· αλλά ντρέ­πε­σαι; Λοι­πόν αυτό είναι από­δει­ξη του ότι δεν υπάρ­χει οικειό­τη­τα και θάρ­ρος. Αν λοι­πόν υπάρ­χει αγά­πη, δε θα υπάρ­χει απο­κά­λυ­ψη μυστι­κών αλλά ούτε περι­φρό­νη­ση και εξευ­τε­λι­σμός.

Διό­τι, πες μου, ποιος θα κατη­γο­ρού­σε τη δική του ψυχή; Εάν όμως γίνει, θα γίνει προς όφε­λος. Διό­τι και τα παι­διά τα κατη­γο­ρού­με, αλλά επει­δή θέλου­με να τα παι­δεύ­σου­με· και ο Χρι­στός τότε άρχι­σε να κατη­γο­ρεί τις πόλεις, λέγον­τας: «Οαί σοι, Χορα­ζίν, οαί σοι, Βηθ­σαϊ­δά(:Αλί­μο­νό σου, Χορα­ζίν, αλί­μο­νό σου Βηθ­σαϊ­δά)»[Λου­κά, 10,13], αλλά για να απαλ­λά­ξει αυτές από την κατη­γο­ρία στην Κρί­ση· διό­τι τίπο­τε δεν δύνα­ται να κατα­πρα­ΰ­νει τόσο τη διά­νοια και να την ανα­ση­κώ­σει και ενώ είναι απο­χαυ­νω­μέ­νη να την ανορ­θώ­σει. Ας μην κατη­γο­ρού­με λοι­πόν ο ένας τον άλλον χωρίς λόγο. Διό­τι τι; Για χρή­μα­τα τον κατη­γο­ρείς αυτόν; Καθό­λου, εάν βέβαια όλα όσα απο­κτάς είναι κοι­νά. Μήπως για αμαρ­τί­ες; Ούτε όμως για αυτό, αλλά μάλ­λον το κάνεις προς διόρ­θω­ση. «Κα πληγς δολας(:Και με δόλιο τρό­πο τον πλη­γώ­σεις)»[Σοφ. Σειρ.22,22], λέγει. Ποιος όμως θα φονεύ­σει τον εαυ­τό του; Ποιος θα τον πλη­γώ­σει; Κανείς.

Ας επι­διώ­κου­με λοι­πόν την αγά­πη. Δεν είπε απλώς να αγα­πά­με, αλλά να επι­διώ­κου­με να καλ­λιερ­γού­με την αγά­πη: «Διώ­κε­τε τν γάπην· ζηλοτε δ τ πνευ­μα­τι­κά, μλλον δ να προ­φη­τεύ­η­τε(:Αφού λοι­πόν τόσο πολύ υπε­ρέ­χει η αγά­πη, να επι­διώ­κε­τε με επι­μο­νή να την απο­κτή­σε­τε. Και να επι­θυ­μεί­τε με ζήλο τα πνευ­μα­τι­κά χαρί­σμα­τα, και περισ­σό­τε­ρο την έμπνευ­ση του προ­φη­τι­κού χαρί­σμα­τος, για να διδά­σκε­τε τους πιστούς)»[Α΄Κορ.14,1]. Χρειά­ζε­ται πολ­λή φρον­τί­δα· ταχέ­ως εξα­φα­νί­ζε­ται, αλλά είναι και πολύ ταχεία στο να ανα­χω­ρεί· τόσα πράγ­μα­τα σε αυτή τη ζωή την κατα­στρέ­φουν. Αν την επι­διώ­κου­με, δεν θα προ­φτά­σει να απέλ­θει, αλλά ταχέ­ως θα τη συγ­κρα­τή­σου­με. Η αγά­πη του Θεού ένω­σε τον ουρα­νό με τη γη· η αγά­πη του Θεού κάθι­σε τον άνθρω­πο στο βασι­λι­κό θρό­νο· η αγά­πη του Θεού φανέ­ρω­σε τον Θεό επί της γης· η αγά­πη του Θεού έκα­νε τον Κύριο δού­λο· η αγά­πη του Θεού έκα­νε να σταυ­ρω­θεί προς χάριν των εχθρών ο αγα­πη­τός, προς χάριν των μισούν­των ο Υιός, προς χάριν των δού­λων ο δεσπό­της, προς χάριν των ανθρώ­πων ο Θεός, προς χάριν των δού­λων ο ελεύ­θε­ρος. Και ούτε μέχρι εδώ στα­μά­τη­σε, αλλά και σε μεγα­λύ­τε­ρα μας κάλε­σε· διό­τι δεν μας απάλ­λα­ξε από τα προ­η­γού­με­να κακά μόνο, αλλά και υπο­σχέ­θη­κε ότι θα μας δωρί­σει άλλα πολύ μεγα­λύ­τε­ρα. Υπέρ όλων αυτών λοι­πόν αφού ευχα­ρι­στή­σου­με τον Θεό, κάθε αρε­τή ας απο­κτή­σου­με, για να κατα­ξιω­θού­με να επι­τύ­χου­με τα αγα­θά που μας έχει υπο­σχε­θεί με τη χάρη και τη φιλαν­θρω­πία του Κυρί­ου μας Ιησού Χρι­στού, μαζί με τον οποίο στον Πατέ­ρα και στο Άγιο Πνεύ­μα ανή­κει δόξα, δύνα­μη, τιμή, τώρα και πάν­το­τε και στους αιώ­νες των αιώ­νων. Αμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-ad-ephesios.pdf

  • Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, Υπό­μνη­μα στην Προς Εφε­σί­ους επι­στο­λή, ομι­λία Θ΄, πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1979, τόμος 20, σελί­δες 644–667 .

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ”)

Ενό­της!

«…Σπου­δά­ζον­τες τηρεῖν τὴν ἑνό­τη­τα τοῦ Πνεύ­μα­τος ἐν τῷ συν­δέ­σμῳ τῆς εἰρή­νης» (Εφ. 4,3)

NΑ ΕΧΟΥΜΕ, ἀγα­πη­τοί μου, νὰ ἔχου­με ἑνό­τη­τα, μᾶς συμ­βου­λεύ­ει σήμε­ρα ὁ Ἀπό­στο­λος. Δηλα­δή ὅλοι μας νὰ ζοῦ­με μονοια­σμέ­νοι σὰν μιὰ οἰκο­γέ­νεια ποὺ ἔχει ἕνα πατέ­ρα, τὸ Θεό.

Ἀλλὰ δυστυ­χῶς πόσο μακριὰ εἶνε ὁ κόσμος ἀπ’ αὐτὴ τὴν ἑνό­τη­τα! Χίλια κομ­μά­τια εἶνε σήμε­ρα ὁ κόσμος. Ποῦ εἶνε ἡ ἀγά­πη; Ποῦ εἶνε ἡ εἰρή­νη; Ποῦ εἶνε ἡ ἑνό­της; Στὸν αἰῶ­να ποὺ ζοῦ­με δυό παγ­κό­σμιοι πόλε­μοι ἔγι­ναν. Τὰ ἔθνη διαι­ρέ­θη­σαν σὲ δυὸ μεγά­λες παρα­τά­ξεις. Πόλεις κατα­στρά­φη­καν. Εκα­τομ­μύ­ρια νεκροὶ καὶ τραυ­μα­τί­ες. Ἑκα­τομ­μύ­ρια χῆρες καὶ ὀρφα­νά. Ποτέ τόσο αἷμα καὶ τόσα δάκρυα δὲν χύθη­καν. Νὰ εἶνε τὰ τελευ­ταῖα; Κον­τεύ­ουν νὰ περά­σουν ἀπὸ τότε 30 χρό­νια*. Ιδρύ­θη­κε ἕνας παγ­κό­σμιος ὀργα­νι­σμός, ὁ Ο.Η.Ε., μὲ σκο­πὸ τὰ ἔθνη νὰ λύνουν τὶς δια­φο­ρές τους ὄχι πιὰ μὲ πόλε­μο, ἀλλὰ μὲ μέσα εἰρη­νι­κά, μὲ δια­λό­γους, συζη­τή­σεις καὶ δικαία κρί­σι ὅλων τῶν ἐθνῶν. Ἀλλ ̓ ὅμως ὁ διε­θνὴς αὐτὸς ὀργα­νι­σμὸς διαρ­κῶς σεί­ε­ται. Μέσα στα 30 χρό­νια πόσες φωτιὲς πολέ­μων δὲν ἄνα­ψαν σὲ διά­φο­ρα μέρη τοῦ κόσμου; Φωτιές που κιν­δύ­νευ­σε να σκορ­πί­σουν τις φλό­γες τους σ ̓ ὅλο τὸν κόσμο καὶ νὰ ἔχου­με τὸν τρί­το παγ­κό­σμιο πόλε­μο. Καὶ τώρα ποὺ μιλᾶ­με ὑπάρ­χουν κρά­τη, ποὺ ἔχουν μετα­ξύ τους μίσος μεγά­λο, κρα­τοῦν στὰ ὅπλα στρα­τό, κάνουν ἐπι­δρο­μὲς σὲ γει­το­νι­κά κρά­τη, σκο­τώ­νουν καὶ σκο­τώ­νον­ται, καὶ ὑπάρ­χει φόβος τὰ μίση τους νὰ γίνουν αἰτία ἄλλων πολέ­μων.

Δυστυ­χῶς ὁ Ο.Η.Ε., ποὺ ὑπο­σχέ­θη­κε νὰ καταρ­γή­σῃ τὸν πόλε­μο καὶ νὰ φέρῃ εἰρή­νη στον κόσμο, δὲν ἔχει στε­ρεὰ θεμέ­λια. Εἶνε ἕνα οἰκο­δό­μη­μα ποὺ τρί­ζει. Ἔτσι ἦταν καὶ ἡ Κοι­νω­νία τῶν Ἐθνῶν, ποὺ ἱδρύ­θη­κε μετὰ τὸν πρῶ­το παγ­κό­σμιο.

Κι αὐτὴ ὑπο­σχέ­θη­κε, ὅτι θὰ λύνῃ τὶς δια­φο­ρὲς ἀνά­με­σα στὰ διά­φο­ρα κρά­τη καὶ θ’ ἀπο­νέ­μῃ δικαιο­σύ­νη, ἀλλὰ δὲν τὸ κατώρ­θω­σε. Απέ­τυ­χε στην προ­σπά­θειά της. Ἐπε­κρά­τη­σε τὸ δίκαιο τοῦ ἰσχυ­ρο­τέ­ρου. Ὅταν ἕνα μικρὸ κρά­τος τῆς Ἀφρι­κῆς, ἡ ̓Αβησ­συ­νία, δέχτη­κε χωρίς καμ­μιά αἰτία τὴν ἐπί­θε­σι τῆς Ἰτα­λί­ας καὶ οἱ Ἰτα­λοί μὲ τὰ ἀερο­πλά­να τους σκό­τω­ναν παι­διὰ καὶ γυναῖ­κες καὶ ἔρρι­χναν ἀκό­μη καὶ δηλη­τή­ρια, γιὰ νὰ τοὺς ἐξον­τώ­σουν μιὰ ὥρα γρη­γο­ρώ­τε­ρα, ὁ ταλαί­πω­ρος αὐτός λαός, ποὺ ἐδέ­χε­το τὴν ἄδι­κη αὐτὴ ἐπί­θε­σι, ἔστει­λε τὸ βασι­λιᾶ του στὴν Κοι­νω­νία τῶν Ἐθνῶν, γιὰ νὰ ἐπεμ­βῇ ὁ ὀργα­νι­σμὸς αὐτὸς καὶ νὰ στα­μα­τή­σῃ τὸ κακό. Πῆγε ὁ βασι­λιᾶς τῆς Αβησ­συ­νί­ας στὴν Κοι­νω­νία τῶν Ἐθνῶν, κατήγ­γει­λε τὴν ἄδι­κη ἐπί­θε­σι τῶν Ἰτα­λῶν, ζήτη­σε τὴν προ­στα­σία τοῦ διε­θνοῦς αὐτοῦ ὀργα­νι­σμοῦ. Κι ὅταν εἶδε, πὼς δὲν γίνε­ται τίπο­τε, τότε ὁ βασι­λιᾶς τῆς ̓Αβησ­συ­νί­ας ὕψω­σε τὰ μάτια του στὸν οὐρα­νὸ καὶ γεμᾶ­τος δάκρυα εἶπε περί­που αὐτὰ τὰ λόγια Κύριε τοῦ οὐρα­νοῦ καὶ τῆς γῆς! Τὰ μεγά­λα κρά­τη ἀφή­νουν ἀπρο­στά­τευ­το το λαό σου νὰ τὸν χτυ­πάῃ καὶ νὰ τὸν σταυ­ρώ­νῃ ἕνα πανί­σχυ­ρο κρά­τος. Από που­θε­νὰ πιὰ δὲν περι­μέ­νει βοή­θεια. Σὺ μένεις ὁ μόνος προ­στά­της του…

Καὶ ὅ,τι ἔπα­θε τὸ μικρὸ αὐτὸ κρά­τος τῆς ̓Αφρι­κῆς ἀπὸ τὴν Κοι­νω­νία τῶν Ἐθνῶν, παθαί­νουν καὶ σήμε­ρα τὰ μικρὰ κρά­τη ἀπὸ τὰ Ἡνω­μέ­να Ἔθνη. Τὰ παρά­πο­νά τους δὲν εἰσα­κού­ον­ται. Τὰ ἰσχυ­ρὰ κρά­τη κάνουν ὅ,τι θέλουν. Τὰ μικρὰ κρά­τη ἀδι­κοῦν­ται καὶ ὑπο­φέ­ρουν. Ὁ κόσμος καὶ πάλι εἶνε χωρι­σμέ­νος…

* * *

Κι ὄχι μόνο στις μετα­ξύ τους σχέ­σεις τὰ μικρὰ κρά­τη ἀπέ­τυ­χαν ν’ ἀπο­κτή­σουν ἑνό­τη­τα καὶ νὰ γίνουν μιὰ παγ­κό­σμια ἑνω­μέ­νη οἰκο­γέ­νεια ἐθνῶν, ἀλλὰ καὶ μέσα σὲ καθέ­να κρά­τος δὲν ὑπάρ­χει ἡ ἑνό­της αὐτὴ ποὺ ζητά­ει ὁ Θεός. Οἱ ἄνθρω­ποι, ποὺ ζοῦν μέσα στὸ ἔδα­φος ἑνὸς κρά­τους, μπο­ρεῖ νὰ μιλοῦν τὴν ἴδια γλῶσ­σα, μπο­ρεῖ νὰ ἔχουν τὰ ἴδια νομί­σμα­τα, μπο­ρεῖ νὰ ἔχουν τὰ ἴδια ἤθη καὶ ἔθι­μα, ἀλλὰ τὸ σαρά­κι ποὺ λέγε­ται διχό­νοια εἶνε μέσα στὴν κοι­νω­νία καὶ τὴν κατα­στρέ­φει συνε­χῶς. Σε μερι­κά μάλι­στα κρά­τη τῆς Εὐρώ­πης και τῆς Ἀμε­ρι­κῆς, ὅπου δὲν ὑπάρ­χει τόσο ὁ φόβος τῆς ἐξου­σί­ας, ἐκεῖ βλέ­πει κανεὶς τὰ τρο­με­ρά ἀπο­τε­λέ­σμα­τα. Καθη­με­ρι­νῶς ἀκού­γον­ται ἀπερ­γί­ες, ἐπι­θέ­σεις, ἁρπα­γές, φόνοι καὶ ἐγκλή­μα­τα. Οἱ ἄνθρω­ποι ἀλλη­λο­μι­σοῦν­ται, καὶ νομί­ζεις πὼς ὁ κόσμος κάθε­ται πάνω σ’ ἕνα ἡφαί­στειο, ποὺ εἶνε ἕτοι­μο ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα νὰ ἐκρα­γῇ καὶ μὲ τὴ φωτιὰ ποὺ βγά­ζει ἀπὸ μέσα του νὰ κάψῃ ὅλη τὴ γῆ.

Ἀλλὰ μήπως ἑνό­της ὑπάρ­χει σήμε­ρα μέσα στὴν οἰκο­γέ­νεια; Τὰ πράγ­μα­τα φωνά­ζουν, ὅτι οἰκο­γέ­νειες ποὺ ζοῦν εἰρη­νι­κὰ καὶ ἁρμο­νι­κὰ κ’ ἔχουν οἰκο­γε­νεια­κὴ ἑνό­τη­τα εἶνε ἕνα φαι­νό­με­νο σπά­νιο. Μέσα σε 100 οἰκο­γέ­νειες εἶνε ζήτη­μα νὰ βρῇς 1 οἰκο­γέ­νεια ὅπως τὴ θέλει τὸ Εὐαγ­γέ­λιο. Στὰ ἄλλα σπί­τια δὲν ὑπάρ­χει πιὰ ἑνό­της καὶ εἰρή­νη. Ὅ,τι θέλει κάνει ὁ καθέ­νας χωρὶς νὰ ῥωτά­γη κανέ­να.

Ἑνό­της, θεῖο δῶρο, που μένεις; που κατοι­κεῖς;

Ἔψα­ξα νὰ σὲ βρῶ στὰ κρά­τη καὶ στοὺς μεγά­λους διε­θνεῖς ὀργα­νι­σμούς, μὰ δὲν σὲ βρῆ­κα. Ἀλλ ̓ οὔτε μέσα στὴν κοι­νω­νία καὶ μέσα στὶς οἰκο­γέ­νειες ὑπάρ­χεις. Ἀκα­τα­στα­σία, ἀνα­τα­ρα­χή, θόρυ­βος, φιλο­νει­κί­ες καὶ πόλε­μοι εἶνε αὐτὰ ποὺ βλέ­που­με κι ἀκοῦ­με. Γυναῖ­κες ἐναν­τί­ον τῶν ἀνδρῶν. Ἄνδρες ἐναν­τί­ον τῶν γυναι­κῶν. Παι­διὰ ἐναν­τί­ον γονέ­ων. Γονεῖς ἐναν­τί­ον παι­διῶν.

Ἀλλὰ μήπως, τέλος, ἡ ἑνό­της ποὺ ζητοῦ­με ὑπάρ­χει μέσα στὴν Ἐκκλη­σία; Θὰ ἔπρε­πε τοὐ­λά­χι­στον ἐκεῖ νὰ ὑπάρ­χῃ. Θὰ ἔπρε­πε ὅλοι οἱ κλη­ρι­κοὶ καὶ λαϊ­κοὶ ποὺ πιστεύ­ουν στο Θεάν­θρω­πο νὰ εἶνε ἑνω­μέ­νοι, καὶ καμ­μιά δύνα­μι στὸν κόσμο νὰ μὴ μπο­ρῇ νὰ τοὺς δια­σπά­σῃ. Θὰ ἔπρε­πε ὅλοι οἱ χρι­στια­νοὶ νὰ ἔχουν πραγ­μα­το­ποι­ή­σει αὐτὸ ποὺ ζήτη­σε ὁ Χρι­στὸς ἀπὸ τὸν Πατέ­ρα του τὴ Μεγά­λη Πέμ­πτη, ὅταν ὕστε­ρα ἀπ’ τὸ Μυστι­κὸ Δεῖ­πνο παρα­κά­λε­σε τὸν οὐρά­νιο Πατέ­ρα· Πατέ­ρα, δῶσε ὅλοι ὅσοι πιστεύ­ουν σ’ ἐμέ­να νὰ εἶνε ἑνω­μέ­νοι μετα­ξύ τους, ὅπως κ ̓ ἐμεῖς εἴμα­στε ἑνω­μέ­νοι πάνω στὸν οὐρα­νό… (βλ. Ἰωάν. 17, 11,21–23).

Στὰ πρῶ­τα χρό­νια ἡ Ἐκκλη­σία ἦταν ἑνω­μέ­νη. Ὅπως βλέ­που­με στις Πρά­ξεις τῶν ἀπο­στό­λων, ὅλοι οἱ χρι­στια­νοὶ ἦταν σαν μιὰ ψυχὴ σὲ πολ­λὰ κορ­μιά. Ὅ,τι σκε­πτό­ταν ὁ ἕνας σκε­πτό­ταν κι ὁ ἄλλος· ὅ,τι ἔκα­νε ὁ ἕνας ἔκα­ναν καὶ οἱ ἄλλοι. Τέτοια ἑνό­τη­τα ποτέ ἄλλο­τε δὲν εἶχαν οἱ ἄνθρω­ποι. Καὶ οἱ εἰδω­λο­λά­τρες, βλέ­πον­τας τὴν ἑνό­τη­τα τῶν πρώ­των αὐτῶν χρι­στια­νῶν, πίστευαν στὸ Χρι­στό. Ἡ ἑνό­της ἦταν ἕνα θαῦ­μα, ποὺ ἔκα­νε μεγά­λη ἐντύ­πω­σι στὸν ἀρχαῖο κόσμο καὶ συν­τε­λοῦ­σε νὰ πιστεύ­ουν οἱ ἄνθρω­ποι στὸ Χρι­στό. Ἀλλὰ δυστυ­χῶς ἡ ἑνό­της αὐτὴ δὲν βάστα­ξε πολύ. Ἕνα μεγά­λο μέρος τῆς χρι­στια­νο­σύ­νης διέ­σπα­σε τὴν ἑνό­τη­τα, ἀπο­μα­κρύν­θη­κε, καὶ ἀπε­τέ­λε­σε τὸν παπι­σμό. Κι ὁ παπι­σμὸς πάλι δὲν ἔμει­νε ἑνω­μέ­νος, ἀλλὰ δια­σπά­στη­κε, κ’ ἕνα μεγά­λο μέρος ἀπε­τέ­λε­σε τὸν προ­τε­σταν­τι­σμό. Ἀλλὰ καὶ μέσα στὴ δική μας Ἐκκλη­σία, τὴν Ἐκκλη­σία τῆς Ἑλλά­δος, δὲν ἔχου­με ἑνό­τη­τα μιὰ μερί­δα λαοῦ, ἐξ ἀφορ­μῆς τοῦ ἡμε­ρο­λο­γί­ου, ἔφυ­γε καὶ ἔκα­νε δική της παρά­τα­ξι, τὴν παρά­τα­ξι τῶν παλαιο­η­με­ρο­λο­γι­τῶν. Ἀλλὰ καὶ οἱ παλαιο­η­με­ρο­λο­γῖ­ται δὲν ἔμει­ναν κι αὐτοὶ ἑνω­μέ­νοι δια­σπά­στη­καν σε διά­φο­ρα κομ­μά­τια.

* * *

Να για­τί, ἀγα­πη­τοί μου, ὁ σημε­ρι­νός Από­στο­λος, βλέ­πον­τας πόσο δύσκο­λο πρᾶγ­μα εἶνε νὰ ἑνω­θοῦν οἱ ἄνθρω­ποι, συνι­στᾷ, οἱ χρι­στια­νοὶ νὰ ἔχουν μετα­ξύ τους ἑνό­τη­τα. Να για­τί ἡ Ἐκκλη­σία μας σὲ κάθε θεία λει­τουρ­γία παρα­κα­λεῖ τὸ Θεό, νὰ δια­λύῃ κάθε φιλο­νει­κία καὶ διχό­νοια μετα­ξὺ τῶν πιστῶν, κ’ οἱ χρι­στια­νοὶ μέσα σ ̓ ἕνα κόσμο χωρι­σμέ­νο νὰ εἶνε ἑνω­μέ­νοι καὶ νὰ δίνουν τὸ παρά­δειγ­μα τῆς ἑνό­τη­τος. Δὲν ἀκοῦ­τε τί δέε­ται ἡ Ἐκκλη­σία; «Ὑπὲρ τῆς εἰρή­νης τοῦ σύμ­παν­τος κόσμου, …καὶ τῆς τῶν πάν­των ἑνώ­σε­ως». Ἂς τὸ ξανα­ποῦ­με· ὁ σατα­νᾶς διαι­ρεῖ τὸν κόσμο, ὁ Χρι­στὸς τὸν ἑνώ­νει. Κι ἂς παρα­κα­λέ­σου­με θερ­μὰ τὸν Κύριο, νὰ δίνῃ ἑνό­τη­τα καὶ ὁμό­νοια στὰ σπί­τια μας, στὰ χωριά μας, στις πόλεις μας, στην πατρί­δα μας, στὰ γει­το­νι­κά μας κρά­τη καὶ σ ̓ ὅλο τὸν κόσμο. Διαρ­κής ἂς εἶνε ἡ δέη­σί μας ̇ «Ὑπὲρ τῆς εἰρή­νης τοῦ σύμ­παν­τος κόσμου, εὐστα­θεί­ας τῶν ἁγί­ων τοῦ Θεοῦ ἐκκλη­σιῶν καὶ τῆς τῶν πάν­των ἑνώ­σε­ως τοῦ Κυρί­ου δεη­θώ­μεν».

*Ὑπεν­θυ­μί­ζε­ται ὅτι ἡ ὁμι­λία ἐγρά­φη το 1972.

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek