ΚΥΡΙΑΚΗ ΚΘ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ

Αποστολική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ KΗ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ — ΚΟΛ. (Γ΄ 4 — 11)

Προς Κολοσ­σα­είς, κεφά­λαιο Γ΄, εδά­φια 4–11

ὅταν ὁ Χρι­στὸς φανε­ρω­θῇ, ἡ ζωὴ ἡμῶν, τότε καὶ ὑμεῖς σὺν αὐτῷ φανε­ρω­θή­σε­σθε ἐν δόξῃ. Νεκρώ­σα­τε οὖν τὰ μέλη ὑμῶν τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, πορ­νεί­αν, ἀκα­θαρ­σί­αν, πάθος, ἐπι­θυ­μί­αν κακήν, καὶ τὴν πλε­ο­νε­ξί­αν, ἥτις ἐστὶν εἰδω­λο­λα­τρία, δι’ ἃ ἔρχε­ται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς ἀπει­θεί­ας, ἐν οἷς καὶ ὑμεῖς περιε­πα­τή­σα­τέ ποτε, ὅτε ἐζῆ­τε ἐν αὐτοῖς· νυνὶ δὲ ἀπό­θε­σθε καὶ ὑμεῖς τὰ πάν­τα, ὀργήν, θυμόν, κακί­αν, βλα­σφη­μί­αν, αἰσχρο­λο­γί­αν ἐκ τοῦ στό­μα­τος ὑμῶν· μὴ ψεύ­δε­σθε εἰς ἀλλή­λους, ἀπεκ­δυ­σά­με­νοι τὸν παλαιὸν ἄνθρω­πον σὺν ταῖς πρά­ξε­σιν αὐτοῦ 10 καὶ ἐνδυ­σά­με­νοι τὸν νέον τὸν ἀνα­και­νού­με­νον εἰς ἐπί­γνω­σιν κατ’ εἰκό­να τοῦ κτί­σαν­τος αὐτόν, 11 ὅπου οὐκ ἔνι ῞Ελλην καὶ ᾿Ιου­δαῖ­ος, περι­το­μὴ καὶ ἀκρο­βυ­στία, βάρ­βα­ρος, Σκύ­θης, δοῦ­λος, ἐλεύ­θε­ρος, ἀλλὰ τὰ πάν­τα καὶ ἐν πᾶσι Χρι­στός.

Οταν δε ο Χρι­στός, που είναι η ζωή και η πηγή της ζωής μας, φανε­ρω­θή ένδο­ξος κατά την δευ­τέ­ραν παρου­σί­αν, τότε και σεις μαζή με αυτόν θα φανε­ρω­θή­τε και θα λάμ­ψε­τε εν δόξη. Λοι­πόν, νεκρώ­σα­τε τα μέλη σας, τα μέλη του παλαιού ανθρώ­που, που ζητούν γηΐ­νας αμαρ­τω­λάς απο­λαύ­σεις και ηδο­νάς· νεκρώ­σα­τε και διώξ­τε από τον εαυ­τόν σας την πορ­νεί­αν, την σαρ­κι­κήν ακα­θαρ­σί­αν, κάθε αμαρ­τω­λόν πάθος, κάθε κακήν επι­θυ­μί­αν, που μολύ­νει τον άνθρω­πον και τον ωθεί προς την κακήν πρά­ξιν, και την πλε­ο­νε­ξί­αν, η οποία είναι ειδω­λο­λα­τρία που θεο­ποιεί και λατρεύ­ει το χρή­μα. Δια τα αμαρ­τή­μα­τα αυτά έρχε­ται και ξεσπά­ει η οργή του Θεού εναν­τί­ον των τέκνων της παρα­κο­ής, εναν­τί­ον αυτών που επε­μέ­νουν αμε­τα­νόη­τοι εις την κακί­αν των. Εις τα αμαρ­τή­μα­τα αυτά και σεις είχα­τε περι­πα­τή­σει και παρα­συρ­θή άλλο­τε, τότε που εζού­σα­τε μετα­ξύ αυτών. Τωρα όμως πετάξ­τε και σεις από πάνω σας όλα αυτά, ακό­μη δε και την οργήν, τον θυμόν, την κακό­τη­τα και πονη­ρί­αν, την υβρε­ο­λο­γί­αν και την αισχρο­λο­γί­αν από το στό­μα σας. Μη λέτε ψέμα­τα ο ένας στον άλλον, αφού έχε­τε απο­βά­λει πλέ­ον τον παλαιόν άνθρω­πον μαζή με τας πονη­ράς αυτού πρά­ξεις 10 και έχε­τε ενδυ­θή τον νέον, ο οποί­ος συνε­χώς ξανα­και­νουρ­γώ­νε­ται, ώστε να προ­χω­ρή εις βαθυ­τέ­ραν γνώ­σιν του Θεού και να γίνε­ται συνε­χώς τελειο­τέ­ραν εικών του Χρι­στού, ο οποί­ος τον έκτι­σεν. 11 Εις την νέαν δε αυτήν κατά­στα­σιν των ανα­και­νι­σμέ­νων υπό του Χρι­στού ανθρώ­πων, δεν υπάρ­χει δια­φο­ρά μετα­ξύ Ελλη­νος και Ιου­δαί­ου, περι­τμη­μέ­νου Ισραη­λί­του και απε­ρι­τμή­του εθνι­κού. Δεν υπάρ­χει δια­φο­ρά μετα­ξύ βαρ­βά­ρου, Σκύ­θου, δού­λου, ελευ­θέ­ρου, αλλά όλα αυτά και εις όλους τους πιστούς είναι ο Χρι­στός.

Όταν ο Χρι­στός φανε­ρω­θεί, ο αίτιος και χορη­γός της πνευ­μα­τι­κής αυτής ζωής μας, τότε κι εσείς μαζί μ’ αυτόν θα φανε­ρω­θεί­τε δοξα­σμέ­νοι. Νεκρώ­στε λοι­πόν τα μέλη σας που επι­θυ­μούν τις γήι­νες απο­λαύ­σεις και ηδο­νές. Νεκρώ­στε την πορ­νεία, την ακα­θαρ­σία, κάθε πάθος και υπο­δού­λω­ση στο κακό, κάθε κακή επι­θυ­μία και την πλε­ο­νε­ξία, η οποία είναι λατρεία στο είδω­λο του χρή­μα­τος. Για τα αμαρ­τή­μα­τα αυτά έρχε­ται η οργή του Θεού σ’ αυτούς που συστη­μα­τι­κά και με επι­μο­νή δεν θέλουν να πιστέ­ψουν. Στα αμαρ­τή­μα­τα αυτά κι εσείς κάπο­τε πορευ­θή­κα­τε και τα υπη­ρε­τή­σα­τε, όταν ζού­σα­τε ανά­με­σα σ’ αυτούς τους άπι­στους ανθρώ­πους. Τώρα όμως βγάλ­τε και πετάξ­τε από πάνω σας κι εσείς, σαν ακά­θαρ­το ένδυ­μα, όλα αυτά τα κακά, την οργή, τον θυμό, την κακία και πονη­ριά, την κακο­λο­γία, την αισχρο­λο­γία από το στό­μα σας. Μη λέτε ψέμα­τα ο ένας στον άλλο, αφού πλέ­ον γδυ­θή­κα­τε τον παλαιό διε­φθαρ­μέ­νο άνθρω­πο μαζί με τις πρά­ξεις του 10 και ντυ­θή­κα­τε το νέο άνθρω­πο που συνε­χώς ανα­νε­ώ­νε­ται και γίνε­ται και­νούρ­γιος, ώστε να προ­ο­δεύ­σει στην τέλεια γνώ­ση του Θεού. Και γίνε­ται διαρ­κώς και­νούρ­γιος με το να παίρ­νει την ίδια μορ­φή με την εικό­να του Χρι­στού που τον δημιούρ­γη­σε. 11 Σ’ αυτόν το νέο άνθρω­πο δεν υπάρ­χει διά­κρι­ση Έλλη­να και Ιου­δαί­ου, περι­τμη­μέ­νου Ισραη­λί­τη και απε­ρί­τμη­του εθνι­κού, βάρ­βα­ρου και Σκύ­θη, δού­λου και ελεύ­θε­ρου, αλλά και εθνι­κό­τη­τα και κατα­γω­γή και αξί­ω­μα και τα πάν­τα είναι ο Χρι­στός, όπως και μέσα σ’ όλους τους πιστούς πάλι είναι ο Χρι­στός.

Ὅταν ὁ Xρι­στός, ἡ ζωή μας, φανε­ρω­θῇ, τότε καὶ σεῖς θὰ φανε­ρω­θῆ­τε μὲ δόξα. Nεκρώ­σε­τε λοι­πὸν τὰ ἐπί­γεια μέλη σας (τὶς ἁμαρ­τί­ες ποὺ γίνον­ται στὰ ἐπί­γεια μέλη σας, ἢ ποὺ συνι­στοῦν τὸ σῶμα τῆς ἁμαρ­τί­ας), τὴν πορ­νεία, τὴν ἀκα­θαρ­σία, τὸ πάθος, τὴν αἰσχρὴ ἐπι­θυ­μία, καὶ μάλι­στα τὴν ἀνω­μα­λία, ἡ ὁποία εἶναι εἰδω­λο­λα­τρία. Γι’ αὐτὰ ἔρχε­ται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ στοὺς ἀπει­θεῖς ἀνθρώ­πους. Σ’ αὐτὰ δου­λεύ­α­τε καὶ σεῖς ἄλλο­τε, ὅταν ζού­σα­τε μετα­ξὺ αὐτῶν (τῶν ἀπει­θῶν ἀνθρώ­πων). Ἀλλὰ τώρα σεῖς ἀπο­βά­λε­τε (κον­τὰ σὲ ὅσα ἀνέ­φε­ρα προ­η­γου­μέ­νως) καὶ ὅλα τὰ ἄλλα κακά, ὀργή, θυμό, κακό­τη­τα, κακο­λο­γία, αἰσχρο­λο­γία ἀπὸ τὸ στό­μα σας. Mὴ ψεύ­δε­σθε μετα­ξύ σας, ἀφοῦ ἀπο­βά­λα­τε τὸν παλαιὸ ἄνθρω­πο μαζὶ μὲ τὶς πρά­ξεις του, 10 καὶ ἐνδυ­θή­κα­τε τὸ νέο ἄνθρω­πο, ποὺ συνε­χῶς δι’ ἐπι­γνώ­σε­ως (γνώ­σε­ως καὶ βιώ­σε­ως τῆς ἀλη­θεί­ας) ἀνα­νε­ώ­νε­ται σύμ­φω­να μὲ τὴν εἰκό­να ἐκεί­νου, ποὺ τὸν δημιούρ­γη­σε ὡς νέο ἄνθρω­πο. 11 Στὴ νέα κατά­στα­σι δὲν τίθε­ται ζήτη­μα Ἰου­δαί­ου καὶ Ἕλλη­νος, περι­τμη­μέ­νου καὶ ἀπε­ρι­τμή­του, βαρ­βά­ρου, Σκύ­θη, δού­λου, ἐλευ­θέ­ρου, ἀλλ’ ὁ Xρι­στὸς εἶναι ὅλα καὶ γιὰ ὅλους. 

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (Ερμη­νεία Περι­κο­πής)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ

[Υπο­μνη­μα­τι­σμός των εδα­φί­ων Κολ.3,4–15]

«Ὃταν ὁ Χρι­στὸς φανε­ρω­θῇ, ἡ ζωὴ ἡμῶν(:Όταν ο Χρι­στός φανε­ρω­θεί ο αίτιος και χορη­γός της πνευ­μα­τι­κής αυτής ζωής μας)», τότε να ζητεί­τε τη δόξα, τότε τη ζωή, τότε την από­λαυ­ση. Αυτά είναι προ­πα­ρα­σκευα­στι­κά για να απο­μα­κρύ­νει αυτούς από τις απο­λαύ­σεις και τις ανέ­σεις. Έτσι συνη­θί­ζει ο από­στο­λος Παύ­λος, ενώ ομι­λεί για άλλα, μετα­πη­δά σε άλλα· για παρά­δειγ­μα, ομι­λών­τας για εκεί­νους που τρέ­χουν έγκαι­ρα στα δείπνα[Κολ.2.16–23], μετα­πή­δη­σε αμέ­σως στην παρα­τή­ρη­ση των μυστη­ρί­ων· διό­τι έχει μεγά­λη δύνα­μη ο έλεγ­χος, όταν γίνει σε ανύ­πο­πτο χρό­νο. «Είναι κρυμ­μέ­νη», λέγει, «από εσάς». «Τότε καὶ ὑμεῖς σὺν αὐτῷ φανε­ρω­θή­σε­σθε(:Τότε κι εσείς μαζί με Αυτόν θα φανε­ρω­θεί­τε)». Συνε­πώς τώρα δεν φαί­νε­στε. Πρό­σε­χε με ποιον τρό­πο μετέ­θε­σε αυτούς στον ουρα­νό. Όπως δηλα­δή προ­α­νέ­φε­ρα, πάν­το­τε προ­σπα­θεί να δεί­ξει ότι έχουν τα ίδια που έχει και ο Χρι­στός και σε όλες τις επι­στο­λές του το ίδιο θέμα υπάρ­χει, να δεί­ξει δηλα­δή ότι σε όλα είναι μέτο­χοι με τον Χρι­στό. Γι’ αυτό και κεφα­λή και σώμα Τον ονο­μά­ζει και τα πάν­τα κάνει για να παρου­σιά­σει αυτό το πράγ­μα.

Εάν λοι­πόν φανε­ρω­θού­με τότε, ας μη στε­νο­χω­ρού­μα­στε, όταν τώρα δεν απο­λαμ­βά­νου­με την τιμή. Εάν η ζωή αυτή δεν είναι ζωή, αλλά είναι κρυμ­μέ­νη, οφεί­λου­με να ζού­με αυτή τη ζωή σαν νεκροί. «Τότε καὶ ὑμεῖς σὺν αὐτῷ φανε­ρω­θή­σε­σθε ἐν δόξῃ(:Τότε κι εσείς μαζί με Αυτόν θα φανε­ρω­θεί­τε δοξα­σμέ­νοι)», λέγει. «Δοξα­σμέ­νοι» είπε, όχι έτσι απλώς, αφού και το μαρ­γα­ρι­τά­ρι είναι κρυμ­μέ­νο, έως ότου είναι μέσα στο στρεί­δι. Και αν λοι­πόν μας υβρί­σουν, ας μη θλι­βό­μα­στε, και αν ακό­μη παθαί­νου­με οτι­δή­πο­τε· διό­τι δεν είναι δική μας ζωή αυτή η ζωή, είμα­στε ξένοι και προ­σω­ρι­νοί. «Διό­τι πεθά­να­τε», λέγει. Ποιος είναι τόσο ανόη­τος, ώστε στο νεκρό σώμα που έχει ταφεί ή δού­λους να αγο­ρά­ζει ή σπί­τια να κτί­ζει ή να κάνει πολυ­τε­λή ενδύ­μα­τα; Κανείς. Ας μην είστε λοι­πόν ούτε και εσείς, αλλά όπως ακρι­βώς ένα μόνο ζητού­με, να μη γυμνω­θού­με δηλα­δή, έτσι και εδώ ας ζητού­με μόνο ένα.

Εντα­φιά­στη­κε ο πρώ­τος μας άνθρω­πος. Εντα­φιά­στη­κε όχι μέσα στη γη, αλλά στο νερό, χωρίς να τον δια­λύ­ει ο θάνα­τος, αλλά αφού διέ­λυ­σε το θάνα­το, ο οποί­ος τον θανά­τω­σε, όχι με τον νόμο της φύσε­ως, αλλά με το ισχυ­ρό­τε­ρο από τη φύση πρό­σταγ­μα της εξου­σί­ας του Κυρί­ου· διό­τι αυτά που από τη φύση έγι­ναν θα μπο­ρέ­σει κάποιος και να τα δια­λύ­σει, αυτά όμως που γίνον­ται με το πρό­σταγ­μά Του όχι πια. Τίπο­τε δεν είναι μακα­ριό­τε­ρο από την ταφή αυτή, για την οποία όλοι χαί­ρον­ται, και άγγε­λοι και άνθρω­ποι, και ο Κύριος των αγγέ­λων. Για την ταφή αυτή δεν χρειά­ζον­ται ούτε ενδύ­μα­τα· ούτε λάρ­να­κα, ούτε τίπο­τε άλλο από τα παρό­μοια.

Θέλεις να δεις το σύμ­βο­λο; Θα σου δεί­ξω την κολυμ­βή­θρα, μέσα στην οποία ο ένας εντα­φιά­στη­κε και ο άλλος ανα­στή­θη­κε[εντα­φιά­στη­κε ο παλαιός μας άνθρω­πος, ο άνθρω­πος της αμαρ­τί­ας και ανα­στή­θη­κε ο νέος, ο άνθρω­πος της χάρι­τος]. Στην Ερυ­θρά Θάλασ­σα βυθί­στη­καν οι Αιγύ­πτιοι και ανυ­ψώ­θη­καν οι Ισραη­λί­τες· στο ίδιο πράγ­μα αφε­νός μεν υπάρ­χει ταφή, αφε­τέ­ρου δε γέν­νη­ση. Μην απο­ρή­σεις εάν γίνε­ται στο βάπτι­σμα γένε­ση και φθο­ρά συγ­χρό­νως. Για­τί, πες μου, η διά­λυ­ση δεν είναι αντί­θε­το από τη συγ­κόλ­λη­ση; Είναι ολο­φά­νε­ρο. Αυτό κάνει το πυρ, διό­τι δια­λύ­ει και αφα­νί­ζει το κερί, συγ­κολ­λά όμως το χώμα που περιέ­χει μεταλ­λεύ­μα­τα και κάνει το χρυ­σά­φι. Έτσι λοι­πόν και εδώ, η δύνα­μη του πυρός αφού εξα­φά­νι­σε τον πήλι­νο ανδριάν­τα, παρου­σί­α­σε στη θέση εκεί­νου τον χρυ­σό ανδριάν­τα· διό­τι πραγ­μα­τι­κά πριν από το λου­τρό του βαπτί­σμα­τος ήμα­σταν πήλι­νοι, ύστε­ρα όμως από αυτό γινό­μα­στε χρυ­σοί.

Από πού απο­δει­κνύ­ε­ται αυτό; Άκου­σε τον Παύ­λο ο οποί­ος λέγει: « πρτος νθρω­πος κ γς χοϊ­κός, δεύ­τε­ρος νθρω­πος Κύριος ξ ορανο (:Ο πρώ­τος άνθρω­πος πλά­στη­κε από τη γη, χωμα­τέ­νιος. Ο δεύ­τε­ρος άνθρω­πος είναι ο Κύριος, ο οποί­ος κατέ­βη­κε από τον ουρα­νό και μαζί με τη θεία Του φύση προ­σέ­λα­βε και την ανθρώ­πι­νη)» [Α΄Κορ.15,47]. Είπα λοι­πόν ότι υπάρ­χει μεγά­λη δια­φο­ρά του πήλι­νου από τον χρυ­σό, βρή­κα όμως πιο μεγά­λη δια­φο­ρά ανά­με­σα σε αυτόν που κατά­γε­ται από τον ουρα­νό και σε αυτόν που προ­έρ­χε­ται από τη γη. Και δεν είναι τόση η δια­φο­ρά πήλι­νου και χρυ­σού, όση των γήι­νων και των ουρα­νί­ων. Ήμα­σταν κέρι­νοι και πήλι­νοι πριν από την ανα­γέν­νη­σή μας μέσω του αγί­ου Βαπτί­σμα­τος, διό­τι η φλό­γα της επι­θυ­μί­ας μάς έλειω­σε πολύ περισ­σό­τε­ρο από ό,τι το πυρ λειώ­νει το κερί· και ο τυχαί­ος ο πει­ρα­σμός μάς συνέ­θλι­ψε πολύ περισ­σό­τε­ρο από ό,τι ο λίθος τους πήλι­νους. […]

«Νεκρσατε ον τ μλη μν τ π τς γς, πορ­νεαν, καθαρσαν, πθος, πιθυμαν κακν, κα τν πλε­ο­νεξαν, τις στν εδωλο­λατρα, δι’ ρχε­ται ργ το Θεο π τος υος τς πει­θεας, ν ος κα μες περιε­πατσατ ποτε, τε ζτε ν ατος(:Νεκρώ­στε λοι­πόν τα μέλη σας που επι­θυ­μούν τις γήι­νες απο­λαύ­σεις και ηδο­νές. Νεκρώ­στε την πορ­νεία, την ακα­θαρ­σία, κάθε πάθος και υπο­δού­λω­ση στο κακό, κάθε κακή επι­θυ­μία και την πλε­ο­νε­ξία, η οποία είναι λατρεία στο είδω­λο του χρή­μα­τος. Για τα αμαρ­τή­μα­τα αυτά έρχε­ται η οργή του Θεού σε αυτούς που συστη­μα­τι­κά και με επι­μο­νή δεν θέλουν να πιστεύ­ουν. Στα αμαρ­τή­μα­τα αυτά και εσείς κάπο­τε πορευ­θή­κα­τε και τα υπη­ρε­τή­σα­τε, όταν ζού­σα­τε ανά­με­σα σε αυτούς, τους άπι­στους ανθρώ­πους)»[Κολ.3,5–7].

Ακού­σα­τε τι βρον­το­φώ­να­ξε πριν λίγο ο Παύ­λος; Τι υπάρ­χει χει­ρό­τε­ρο από μία τέτοια πλε­ο­νε­ξία; Αυτή είναι πιο κακή από κάθε επι­θυ­μία. Αυτό είναι πιο βαρύ από εκεί­νο που έλε­γα, δηλα­δή η μανία και η βλα­κεία για τα χρή­μα­τα. «Κα τν πλε­ο­νεξαν, τις στν εδωλο­λατρα(:Και την πλε­ο­νε­ξία η οποία είναι λατρεία στο είδω­λο του χρή­μα­τος)».Βλέ­πε­τε πού τελειώ­νει το κακό; Μη λοι­πόν δυσα­να­σχε­τεί­τε· διό­τι δεν το κάνω επει­δή το θέλω, ούτε απλώς θέλω να έχω εχθρούς, αλλά θα ήθε­λα να φτά­σε­τε σε τέτοιο σημείο αρε­τής, ώστε εγώ να ακούω από εσάς τα πρέ­πον­τα. Ώστε δεν είναι αυτό απο­τέ­λε­σμα αυθεν­τί­ας, ούτε αξιώ­μα­τος, αλλά οδύ­νης και υπερ­βο­λι­κού πόνου ψυχής. Συγ­χω­ρέ­στε με, συγ­χω­ρέ­στε με· δεν θέλω να ασχη­μο­νώ ομι­λών­τας για τέτοιου είδους πράγ­μα­τα, αλλά αναγ­κά­ζο­μαι. Δεν λέγω αυτά επει­δή θέλω να ανα­κου­φί­σω την οδύ­νη των φτω­χών, αλλά για χάρη της δικής σας σωτη­ρί­ας. Καθό­σον θα χαθούν, θα χαθούν εκεί­νοι που δεν έθρε­ψαν τον Χρι­στό. Διό­τι τι και αν τρέ­φεις φτω­χό άνθρω­πο; Ενό­σο κάνεις τέτοιες σπα­τά­λες και ζεις έτσι με απο­λαύ­σεις, όλα είναι περιτ­τά. Διό­τι εκεί­νο που ζητεί­ται δεν είναι να δώσεις πολ­λά, όχι ‚όμως και το μικρό­τε­ρο μέρος της περιου­σί­ας σου· διό­τι αυτό είναι δείγ­μα ανθρώ­που που εμπαί­ζει, που αστειεύ­ε­ται.

«Νεκρσατε ον τ μλη μν τ π τς γς(:Νεκρώ­στε λοι­πόν τα μέλη σας που επι­θυ­μούν τις γήι­νες απο­λαύ­σεις και ηδο­νές)». Τι λέγεις, Παύ­λε; Δεν είπες εσύ ότι εντα­φια­στή­κα­τε; Ότι εντα­φια­στή­κα­τε μαζί με τον Χρι­στό; Ότι περι­τμη­θή­κα­τε; Ότι «γδυ­θή­κα­με το σώμα, που δού­λευε στις αμαρ­τί­ες της σάρ­κας»; Πώς λοι­πόν λέγεις πάλι, «νεκρώ­στε»; Μήπως αστειεύ­ε­σαι; Σαν να είναι αυτοί ανά­με­σά μας, έτσι ομι­λείς; Δεν υπάρ­χει αντί­φα­ση. Αλλά όπως ακρι­βώς, εάν κάποιος, αφού καθα­ρί­σει εντε­λώς ακά­θαρ­το ανδριάν­τα, ή καλύ­τε­ρα, αφού τον κατα­σκευά­σει από την αρχή, και τον παρου­σιά­σει αστρα­φτε­ρό πάλι, εάν μεν έλε­γε ότι εξα­φα­νί­στη­κε η σκου­ριά και έχει χαθεί, και συμ­βού­λευε πάλι να φρον­τί­ζου­με να απο­μα­κρύ­νε­ται η σκου­ριά, δεν θα αντέ­φα­σκε· διό­τι δεν συμ­βου­λεύ­ει να απο­μα­κρυν­θεί η σκου­ριά εκεί­νη, που καθά­ρι­σε, αλλά αυτή που εμφα­νί­ζε­ται ύστε­ρα· έτσι ο Παύ­λος δεν εννο­εί την προ­η­γού­με­νη νέκρω­ση, ούτε εκεί­νες τις πορ­νεί­ες, αλλά εκεί­νες που εμφα­νί­ζον­ται αργό­τε­ρα. Είπε ότι δεν είναι δική μας η παρού­σα ζωή, αλλά άλλη που βρί­σκε­ται στους ουρα­νούς.

Πες μου λοι­πόν· επει­δή είπε: «Νεκρώ­στε λοι­πόν τα μέλη σας που επι­θυ­μούν τις γήι­νες απο­λαύ­σεις και ηδο­νές», μήπως λοι­πόν και η γη έχει δια­φθα­ρεί; Ή με το «π τς γς» εννο­εί αυτά τα αμαρ­τή­μα­τα; «Την πορ­νεία, την ακα­θαρ­σία», λέγει. Παρά­βλε­ψε τα πράγ­μα­τα, τα οποία ούτε να τα ανα­φέ­ρει θεώ­ρη­σε καλό, και με την ακα­θαρ­σία έχει δηλώ­σει τα πάν­τα. «Το πάθος», λέγει, «τις κακές επι­θυ­μί­ες». Να λοι­πόν γενι­κά είπε το καθε­τί· διό­τι όλα είναι επι­θυ­μία κακή, δηλα­δή η βασκα­νία, η οργή, η λύπη. «Κα τν πλε­ο­νεξαν, τις στν εδωλο­λατρα δι’ ρχε­ται ργ το Θεο π τος υος τς πει­θεας· δι’ ρχε­ται ργ το Θεο π τος υος τς πει­θεας (:Και την πλε­ο­νε­ξία, η οποία είναι λατρεία στο είδω­λο του χρή­μα­τος. Για τα αμαρ­τή­μα­τα αυτά έρχε­ται η οργή του Θεού σε αυτούς που συστη­μα­τι­κά και με επι­μο­νή δεν θέλουν να πιστεύ­ουν)», λέγει. Διό­τι γι’ αυτά έρχε­ται η οργή του Θεού σε εκεί­νους που απει­θούν.

Με πολ­λούς τρό­πους απο­μά­κρυ­νε από αυτά· με τις ευερ­γε­σί­ες που έγι­ναν στο παρελ­θόν, με τα μελ­λον­τι­κά κακά από τα οποία έχου­με απαλ­λα­γεί, ποιοι είμα­στε και για­τί. Και όλα εκεί­να, όπως ποιοι και σε ποια κατά­στα­ση είμα­στε, και ότι έχου­με απαλ­λα­γεί από αυτήν, πώς και με ποιο τρό­πο και για­τί, όλα αυτά ήταν αρκε­τά να τους οδη­γή­σουν μακριά από αυτά, αλλά το πιο φοβε­ρό από όλα ήταν αυτό, δυσά­ρε­στο μεν να το πού­με, όχι όμως ανω­φε­λές αλλά και ωφέ­λι­μο· «δι’ ρχε­ται ργ το Θεο π τος υος τς πει­θεας(:για τα αμαρ­τή­μα­τα αυτά έρχε­ται η οργή του Θεού σε αυτούς που συστη­μα­τι­κά και με επι­μο­νή δε θέλουν να πιστεύ­ουν)», λέγει. Δεν είπε «σε σας», αλλά «π τος υος τς πει­θεας (:σε αυτούς που συστη­μα­τι­κά και με επι­μο­νή δεν θέλουν να πιστεύ­ουν)»· «ν ος κα μες περιε­πατσατ ποτε, τε ζτε ν ατος(:Στα αμαρ­τή­μα­τα αυτά και εσείς κάπο­τε πορευ­θή­κα­τε και τα υπη­ρε­τή­σα­τε, όταν ζού­σα­τε ανά­με­σα σε αυτούς, τους άπι­στους ανθρώ­πους)». Ελέγ­χον­τας λέγει, «όταν ζού­σα­τε ανά­με­σα σε αυτούς», και εγκω­μιά­ζον­τας, διό­τι τώρα δε ζουν· τότε μπο­ρού­σαν να ζουν ανά­με­σά τους.

«Νυν δ πθεσθε κα μες τ πντα(:Τώρα όμως βγάλ­τε και πετάξ­τε από πάνω σας κι εσείς, σαν ακά­θαρ­το ένδυ­μα, όλα αυτά τα κακά)». Πάν­το­τε λέγει και γενι­κά και ειδι­κά για τον καθέ­να. Αυτά είναι απο­τέ­λε­σμα της δια­θέ­σε­ως του καθε­νός. «ργν, θυμν, κακαν, βλα­σφημαν, ασχρο­λογαν κ το στματος μν· μ ψεδεσθε ες λλλους (:Την οργή, τον θυμό, την κακία και πονη­ριά, την κακο­λο­γία, την αισχρο­λο­γία από το στό­μα σας. Μη λέτε ψέμα­τα ο ένας στον άλλο)»· «ασχρο­λογαν κ το στματος μν(:την αισχρο­λο­γία από το στό­μα σας)», λέγει με έμφα­ση, διό­τι το λερώ­νει.

«πεκ­δυσμενοι τν παλαιν νθρω­πον σν τας πρξεσιν ατο καὶ ἐνδυ­σά­με­νοι τὸν νέον τὸν ἀνα­και­νού­με­νον εἰς ἐπί­γνω­σιν κατ’ εἰκό­να τοῦ κτί­σαν­τος αὐτόν(:αφού πλέ­ον γδυ­θή­κα­τε τον παλαιό διε­φθαρ­μέ­νο άνθρω­πο μαζί με τις πρά­ξεις του και ντυ­θή­κα­τε τον νέο άνθρω­πο που συνε­χώς ανα­νε­ώ­νε­ται και γίνε­ται και­νούρ­γιος, ώστε να προ­ο­δεύ­ει στην τέλεια γνώ­ση του Θεού. Και γίνε­ται διαρ­κώς και­νούρ­γιος με το να παίρ­νει την ίδια μορ­φή με την εικό­να του Χρι­στού που τον δημιούρ­γη­σε)»[Κολ.3,9]. Αξί­ζει να εξε­τά­σου­με εδώ, για­τί τέλος πάν­των καλεί τον ανή­θι­κο βίο ‘’μέλη’’ και ‘’άνθρω­πο’’ και ‘’σώμα’’ και τον ενά­ρε­το πάλι το ίδιο. Και εάν ο άνθρω­πος είναι οι αμαρ­τί­ες, πώς λέγει «μαζί με τις πρά­ξεις του»; Με το να πει «τον παλαιό άνθρω­πο», απέ­δει­ξε ότι δεν είναι αυτό ο άνθρω­πος, αλλά εκεί­νο. Η προ­αί­ρε­ση είναι πιο σημαν­τι­κή από την ουσία, και αυτό είναι μάλ­λον ο άνθρω­πος, παρά εκεί­νο. Διό­τι η ουσία δεν ωθεί στην κόλα­ση, ούτε εισά­γει στη Βασι­λεία των Ουρα­νών, αλλά οι ίδιοι οι άνθρω­ποι, και κανέ­να ούτε αγα­πά­με, ούτε μισού­με όταν είναι άνθρω­πος, αλλά όταν αυτός είναι καλός ή κακός άνθρω­πος.

Εάν λοι­πόν η μεν ουσία είναι το σώμα, αυτή δε δεν φέρει ευθύ­νη για κανέ­να από τα δύο, πώς λέγει ότι αυτό είναι κακό; Και για­τί λέγει: «σν τας πρξεσιν ατο(:μαζί με τις πρά­ξεις του)»; Εννο­εί την προ­αί­ρε­ση μαζί με τα έργα. Απο­κα­λεί αυτόν παλαιό, επει­δή θέλει να δεί­ξει την ατι­μία του και την ασχή­μια τους και την αδυ­να­μία του. Και τον απο­κα­λεί νέο, αντί να λέγει «μην περι­μέ­νε­τε ότι και αυτό θα πάθει το ίδιο, αλλά το αντί­θε­το· διό­τι όσο προ­χω­ρεί η ηλι­κία του, δεν προ­χω­ρεί προς τα γηρα­τειά, αλλά προς νεό­τη­τα, που είναι σπου­δαιό­τε­ρη από την πρώ­τη». Διό­τι το να τα απο­κτή­σει περισ­σό­τε­ρη γνώ­ση, αξιώ­νε­ται και μεγα­λύ­τε­ρα, και περισ­σό­τε­ρο προ­ο­δεύ­ει, γίνε­ται πιο δυνα­τός, όχι από τη νεό­τη­τά του μόνο, αλλά και από το είδος στο οποίο ανή­κει. Να, «κτί­σις» ονο­μά­ζε­ται ο άρι­στος τρό­πος ζωής. Σύμ­φω­να με την εικό­να του Χρι­στού· διό­τι αυτό σημαί­νει «σύμ­φω­να με την εικό­να Εκεί­νου που τον δημιούρ­γη­σε», επει­δή και ο Χρι­στός δεν πέθα­νε στα γηρα­τειά, αλλά ήταν τόσο καλός, ώστε ούτε να μπο­ρού­με να Τον περι­γρά­ψου­με.

«που οκ νι Ελλην κα ᾿Ιου­δαος, περι­τομ κα κρο­βυστα, βρβα­ρος, Σκθης, δολος, λεθερος, λλ τ πντα κα ν πσι Χριστς(:Σε αυτόν τον νέο άνθρω­πο δεν υπάρ­χει διά­κρι­ση Έλλη­να και Ιου­δαί­ου, περι­τε­τμη­μέ­νου Ισραη­λί­τη και απε­ρί­τμη­του εθνι­κού, βάρ­βα­ρου και Σκύ­θη, δού­λου και ελεύ­θε­ρου, αλλά και εθνι­κό­τη­τα και κατα­γω­γή και αξί­ω­μα και τα πάν­τα είναι ο Χρι­στός, όπως και μέσα σε όλους τους πιστούς πάλι είναι ο Χρι­στός)»[Κολ.3,11]. Ιδού τρί­το εγκώ­μιο του ανδρός αυτού, όταν δεν ισχύ­ει η δια­φο­ρά ούτε της εθνι­κό­τη­τας, ούτε του αξιώ­μα­τος, ούτε της κατα­γω­γής, όταν δεν έχει τίπο­τε από τα εκτός της πίστε­ως, ούτε έχει ανάγ­κη από αυτά· διό­τι τέτοια είναι όλα αυτά.

«Δεν υπάρ­χει διά­κρι­ση Έλλη­να και Ιου­δαί­ου, περι­τε­τμη­μέ­νου Ισραη­λί­τη και απε­ρί­τμη­του εθνι­κού, βάρ­βα­ρου και Σκύ­θη, δού­λου και ελεύ­θε­ρου»· «Έλλη­νας», δηλα­δή προ­σή­λυ­τος· «και Ιου­δαί­ος», από κατα­γω­γή. Αν έχεις Αυτόν μόνο, θα κατορ­θώ­σεις τα ίδια με τους άλλους που τα έχουν αυτά. «Τα πάν­τα είναι ο Χρι­στός, όπως και μέσα σε όλους τους πιστούς πάλι είναι ο Χρι­στός», λέγει. «Όλα σε εσάς θα είναι ο Χρι­στός, και το αξί­ω­μα και το γένος, και σε όλους θα είναι Αυτός ο ίδιος». Ή κάτι άλλο εννο­εί, ότι «όλοι έχε­τε γίνει Χρι­στός ένας και είστε σώμα Αυτού».

«᾿Ενδσασθε ον, ς κλε­κτο το Θεο γιοι κα γαπημνοι (:Σαν εκλε­κτοί λοι­πόν του Θεού που είστε και αγια­σμέ­νοι και αγα­πη­μέ­νοι Του, απο­κτή­στε και ντυ­θεί­τε)». Απο­δει­κνύ­ει πόσο εύκο­λα κατορ­θώ­νε­ται η αρε­τή, και για να την έχου­με αυτήν πάν­το­τε και για να την μετα­χει­ρι­ζό­μα­στε σαν το πιο μεγά­λο στο­λί­δι μας. Και μαζί με τον έπαι­νο γίνε­ται και η παραί­νε­ση· διό­τι τότε έχει την πιο μεγά­λη δύνα­μη. Διό­τι έγι­ναν άγιοι, αλλά όχι εκλε­κτοί. Τώρα όμως έγι­ναν και εκλε­κτοί και άγιοι και αγα­πη­μέ­νοι. «Σπλγχνα οκτιρ­μο(:Ντυ­θεί­τε καρ­διά συμ­πο­νε­τι­κή και ευσπλα­χνι­κή)». Δεν είπε ευσπλα­χνία, αλλά εντο­νό­τε­ρα το εξέ­φρα­σε με τις δύο λέξεις. Και δεν είπε, όπως συμ­βαί­νει στα αδέλ­φια, αλλά όπως φέρον­ται οι πατέ­ρες στα παι­διά. Μη λοι­πόν μου πεις ότι έκα­νε λάθος· γι’ αυτό είπε σπλά­χνα. Και δεν είπε, συμ­πά­θεια, για να μην εξευ­τε­λί­σει εκεί­νους , αλλά, «καρ­διά συμ­πο­νε­τι­κή και ευσπλα­χνι­κή».

«Χρησττητα, ταπει­νο­φροσνην, πρᾳότητα, μακρο­θυμαν, νεχμενοι λλλων κα χαριζμενοι αυτος ἐάν τις πρς τινα χ μομφν· καθς κα Χριστς χαρσατο μν, οτω κα μες(:Αγα­θή και ευερ­γε­τι­κή διά­θε­ση, ταπει­νο­φρο­σύ­νη, πρα­ό­τη­τα, μακρο­θυ­μία. Να ανέ­χε­στε ο ένας τις αδυ­να­μί­ες του άλλου και να συγ­χω­ρεί­τε ο ένας τον άλλο, εάν έχει κανείς παρά­πο­νο εναν­τί­ον του άλλου. Όπως και ο Χρι­στός σας έκα­νε χάρη και σας συγ­χώ­ρη­σε, έτσι κι εσείς να συγ­χω­ρεί­τε ο ένας τον άλλο)». Πάλι ξεχω­ρι­στά τα ανα­φέ­ρει και αυτό κάνει πάν­το­τε, διό­τι από την αγα­θό­τη­τα προ­έρ­χε­ται η ταπει­νο­φρο­σύ­νη, και από αυτήν η μακρο­θυ­μία.

«Να ανέ­χε­στε ο ένας τις αδυ­να­μί­ες του άλλου», λέγει, δηλα­δή, να παρα­δέ­χε­στε ο ένας τον άλλο. Και πρό­σε­χε πώς αυτό τίπο­τε δε φανέ­ρω­σε, αφού το ονό­μα­σε παρά­πο­νο και είπε «καθώς και ο Χρι­στός σας συγ­χώ­ρη­σε». Είναι μεγά­λο το πρό­τυ­πο, πράγ­μα που πάν­το­τε κάνει, από τον Χρι­στό προ­τρέ­πον­τας αυτούς. ‘’Παρά­πο­νο’’, λέγει. Εκεί μόνο το παρου­σί­α­σε αυτό ασή­μαν­το, όταν όμως ανέ­φε­ρε το Πρό­τυ­πο, έπει­σε ότι και αν ακό­μη έχου­με μεγά­λα παρά­πο­να, πρέ­πει να συγ­χω­ρού­με. Διό­τι το «καθώς ο Χρι­στός», αυτό σημαί­νει· και όχι μόνο αυτό, αλλά ότι πρέ­πει και με όλη μας την καρ­διά να συγ­χω­ρού­με· και δεν φτά­νει αυτό μόνο αλλά ότι πρέ­πει και να αγα­πά­με. Διό­τι αφού ο Χρι­στός παρου­σιά­στη­κε για παρά­δειγ­μα, παρου­σιά­ζει στη συνέ­χεια όλα αυτά· και ότι πρέ­πει να θυσιά­ζου­με τη ζωή μας γι΄αυτούς, είτε είναι μεγά­λα τα αδι­κή­μα­τα είτε δεν έχου­με αδι­κή­σει εμείς πρώ­τοι, είτε εμείς μεν είμα­στε μεγά­λοι, εκεί­νοι δε μικροί, είτε πρό­κει­ται να μας υβρί­ζουν και ύστε­ρα από αυτά, διό­τι το, καθώς αυτά απαι­τεί· και ότι δεν πρέ­πει να στα­μα­τή­σου­με μέχρι τον θάνα­το, αλλά εάν είναι δυνα­τό, να συνε­χί­σου­με και ύστε­ρα.

«π πσι δ τοτοις τν γπην, τις στ σνδε­σμος τς τελειτητος (:Και πάνω από όλα αυτά να ντυ­θεί­τε την αγά­πη, η οποία σαν κρί­κος δένει μαζί όλες τις αρε­τές σε τέλειο σύνο­λο)»[Κολ.3,11]. Βλέ­πεις ότι αυτό εννο­εί; Επει­δή δηλα­δή είναι δυνα­τό να μην αγα­πά κανείς, αν και συγ­χω­ρεί­ται, ναι, λέγει, και να αγα­πά, και δεί­χνει τον τρό­πο, με τον οποίο είναι δυνα­τό να συγ­χω­ρεί κανείς. Διό­τι μπο­ρεί κανείς και αγα­θός να είναι και πρά­ος και ταπει­νό­φρο­νας και μακρό­θυ­μος και να μην επι­θυ­μεί τα πάν­τα. Γι’ αυτό αρχί­ζον­τας είπε: «σπλγχνα οκτιρ­μο(:καρ­διά συμ­πο­νε­τι­κή και ευσπλα­χνι­κή)», και αγά­πη και ευσπλα­χνία. «Και πάνω από όλα αυτά να ντυ­θεί­τε την αγά­πη, η οποία σαν κρί­κος δένει μαζί όλες τις αρε­τές σε τέλειο σύνο­λο». Αυτό που θέλει να πει είναι το εξής: ότι δεν υπάρ­χει κανέ­να όφε­λος από εκεί­να, διό­τι όλα εκεί­να δια­λύ­ον­ται, αν δεν γίνον­ται με αγά­πη. Αυτή περι­σφίγ­γει όλα εκεί­να· οποιο­δή­πο­τε αγα­θό και αν ανα­φέ­ρεις, αν δεν υπάρ­χει αυτή, δεν είναι τίπο­τε, αλλά εξα­φα­νί­ζε­ται. Και όπως στο πλοίο, αν οι απο­σκευές είναι μεγά­λες, οι δε ται­νί­ες για το δέσι­μό τους είναι μικρές, δεν υπάρ­χει κανέ­να όφε­λος· όμοια και στο σπί­τι, εάν δεν υπάρ­χουν οι συν­δέ­σεις ξύλων· αλλά και στο σώμα, και αν ακό­μη είναι μεγά­λα τα οστά, αν οι σύν­δε­σμοι δεν υπάρ­χουν, δεν υπάρ­χει κανέ­να όφε­λος. Διό­τι οποια­δή­πο­τε κατορ­θώ­μα­τα και αν έχει κανείς, όλα είναι μάταια, αν δεν υπάρ­χει η αγά­πη. Δεν είπε ότι είναι η κορυ­φή των αρε­τών αλλά εκεί­νο που είναι σπου­δαιό­τε­ρο, ‘’σύν­δε­σμος’’· αυτό είναι πιο αναγ­καίο, παρά εκεί­νο· διό­τι η μεν κορυ­φή είναι αύξη­ση της τελειό­τη­τας, ενώ ο σύν­δε­σμος είναι η συνο­χή εκεί­νων που συνι­στούν την τελειό­τη­τα, σαν να είναι δηλα­δή η ρίζα.

«Κα ερνη το Θεο βρα­βευτω ν τας καρδαις μν, ες ν κα κλθητε ν ν σματι· κα εχριστοι γνεσθε(: Και η ειρή­νη που δίνει ο Θεός ας επι­στα­τεί και ας κυριαρ­χεί μέσα στις καρ­διές σας. Γι’ αυτήν την ειρή­νη εξάλ­λου προ­σκλη­θή­κα­τε, ώστε να γίνε­τε ένα σώμα. Προ­σπα­θεί­τε ακό­μη να γίνε­στε και ευχά­ρι­στοι μετα­ξύ σας)»[Κολ.3,15]. Η ειρή­νη του Θεού, η στα­θε­ρή και ασφα­λής αυτή είναι. Αν εξαι­τί­ας ανθρώ­που έχεις ειρή­νη, γρή­γο­ρα δια­λύ­ε­ται, αν όμως έχεις ειρή­νη εξαι­τί­ας του Θεού, δε δια­λύ­ε­ται. Αν και ανέ­φε­ρε το γενι­κό, δηλα­δή την αγά­πη, όμως έρχε­ται πάλι στο ιδιαί­τε­ρο· διό­τι υπάρ­χει και αγά­πη χωρίς μέτρο, όπως, όταν από πολ­λή αγά­πη κατη­γο­ρεί κανείς χωρίς λόγο και φιλο­νι­κεί και δεί­χνει απο­στρο­φή. «Όχι», λέγει, «δεν θέλω αυτό. Όχι όπως στο παρελ­θόν, αλλά όπως ο Θεός έκα­νε ειρή­νη προς εσάς, έτσι και εσείς να κάνε­τε». Πώς έκα­νε; Επει­δή Αυτός θέλη­σε, χωρίς να λάβει κάτι από εμάς.

Τι σημαί­νει: «η ειρή­νη που δίνει ο Θεός ας επι­στα­τεί και ας κυριαρ­χεί μέσα στις καρ­διές σας»; Εάν αντι­μά­χον­ται δύο σκέ­ψεις, μην επι­τρέ­ψεις τον θυμό, μην επι­τρέ­ψεις την ύβρη να κατέ­χει το βρα­βείο, αλλά την ειρή­νη. Για παρά­δειγ­μα, έστω ότι κάποιος υβρί­στη­κε άδι­κα. Από την ύβρη γεν­νή­θη­καν δύο σκέ­ψεις, η μία που προ­τρέ­πει να αμυν­θεί και η άλλη να υπο­μεί­νει την ύβρη, και παλεύ­ουν μετα­ξύ τους. Εάν η ειρή­νη του Θεού βρί­σκε­ται στο μέσο για να κρί­νει, δίνει το βρα­βείο στη σκέ­ψη που προ­τρέ­πει την υπο­μο­νή, και καταν­τρο­πιά­ζει την άλλη. Με ποιο τρό­πο; Πεί­θον­τας ότι ο Θεός είναι ειρή­νη, ότι έκα­νε ειρή­νη με εμάς. Δεν δεί­χνει μόνο μεγά­λο τον αγώ­να του πράγ­μα­τος. «Ας μην επι­στα­τεί και να κυριαρ­χεί», λέγει, «ο θυμός, ούτε η φιλο­νι­κία, ούτε η ειρή­νη των ανθρώ­πων, διό­τι αυτή προ­έρ­χε­ται από την προ­σπά­θεια να αμύ­νον­ται οι άνθρω­ποι, από το να μην παθαί­νουν κανέ­να κακό. Αλλά δεν θέλω αυτήν την ειρή­νη», λέγει, «αλλά εκεί­νη, την οποία και άφη­σε Αυτός. Έκα­νε στά­διο μέσα στις σκέ­ψεις μας και αγώ­να και άθλη­ση και κρι­τή».

Έπει­τα πάλι προ­τρο­πή: «ες ν κα κλθητε(:Γι’ αυτήν την ειρή­νη εξάλ­λου προ­σκλη­θή­κα­τε)», λέγει. Υπεν­θύ­μι­σε πόσων αγα­θών αιτία είναι η ειρή­νη. Γι’ αυτήν σε κάλε­σε, σε αυτήν σε κάλε­σε, ώστε να δεχτείς αξιό­πι­στα το βρα­βείο. Για­τί λοι­πόν έκα­νε ένα σώμα; Όχι για να εξου­σιά­ζει αυτή; Όχι για να έχου­με αφορ­μή για ειρή­νη; Για­τί όλοι είμα­στε ένα σώμα; Και πώς είμα­στε ένα σώμα; Για την ειρή­νη είμα­στε ένα σώμα, και επει­δή το σώμα είναι ένα, έχου­με ειρή­νη. Για­τί όμως δεν είπε «η ειρή­νη του Θεού ας νικά», αλλά «ας βρα­βεύ­ει»; Έκα­νε περισ­σό­τε­ρο αξιό­πι­στη. Δεν άφη­σε την πονη­ρή σκέ­ψη να αγω­νί­ζε­ται εναν­τί­ον της, αλλά να στέ­κε­ται πιο κάτω. Και το όνο­μα του βρα­βεί­ου εξύ­ψω­σε τον ακρο­α­τή, διό­τι αν δώσει το βρα­βείο στην αγα­θή σκέ­ψη, όσες αναι­σχυν­τί­ες και αν κάνει εκεί­νη, δε θα προ­κύ­ψει κανέ­να όφε­λος στο μέλ­λον. Άλλω­στε και εκεί­νη αντι­λαμ­βα­νό­με­νη, ότι όσα και αν κάνει, δεν θα λάβει το βρα­βείο όσο και αν εξα­γριω­θεί και επι­χει­ρή­σει να προ­σβάλ­λει πιο δυνα­τά, επει­δή ματαιο­πο­νεί, θα απο­μα­κρυν­θεί.

Και καλώς πρό­σθε­σε: «κα εχριστοι γνεσθε(:και να προ­σπα­θεί­τε να γίνε­στε ευχά­ρι­στοι μετα­ξύ σας)». Διό­τι αυτό σημαί­νει να είναι κανείς ευχά­ρι­στος και πάρα πολύ υπο­χω­ρη­τι­κός, το να μετα­χει­ρί­ζε­ται τους συναν­θρώ­πους του με όμοιο τρό­πο, όπως αυτόν ο Θεός, το να υπο­χω­ρεί στον κύριό του, το να υπα­κού­ει, το να αισθά­νε­ται ευγνω­μο­σύ­νη για όλα, είτε τον υβρί­σει κανείς, είτε τον χτυ­πή­σει· διό­τι εκεί­νος που εκφρά­ζει ευγνω­μο­σύ­νη στον Θεό, για τα όσα έπα­θε, θα υπε­ρα­σπι­στεί τον Δημιουρ­γό του, καθό­σον εκεί­νος που υπε­ρα­σπί­ζε­ται τον εαυ­τό του, δεν αισθά­νε­ται ευγνω­μο­σύ­νη. Αλλά ας μη γίνου­με όπως εκεί­νος ο δού­λος που χρω­στού­σε τα εκα­τό δηνά­ρια, για να μην ακού­σου­με το «Πονη­ρέ δού­λε»[Ματθ.18,32: «Δολε πονη­ρέ, πσαν τν φειλν κεί­νην φκά σοι, πε παρε­κά­λε­σάς με. οκ δει κα σ λεσαι τν σύν­δου­λόν σου, ς κα γώ σε λέη­σα;(:Δού­λε πονη­ρέ, όλο το χρέ­ος εκεί­νο, το τόσο μεγά­λο, σου το χάρι­σα, επει­δή με παρα­κά­λε­σες. Δεν έπρε­πε και εσύ να λυπη­θείς και να σπλα­χνι­στείς τον σύν­δου­λό σου, όπως και εγώ σε λυπή­θη­κα και σου έδει­ξα έλε­ος, αν και δεν είμαι σύν­δου­λός σου, αλλά κύριός σου;)»], διό­τι τίπο­τε δεν είναι χει­ρό­τε­ρο από την αχα­ρι­στία αυτή. Ώστε αυτοί που δικαιο­λο­γούν τον εαυ­τό τους είναι αχά­ρι­στοι.

Για­τί όμως ανέ­φε­ρε πρώ­τα την πορ­νεία; Διό­τι αφού είπε «Νεκρσατε ον τ μλη μν τ π τς γς(:Νεκρώ­στε λοι­πόν τα μέλη σας που επι­θυ­μούν τις γήι­νες απο­λαύ­σεις και ηδο­νές)», αμέ­σως λέγει «την πορ­νεία» και αυτό σχε­δόν κάνει παν­τού. Επει­δή αυτό το πάθος προ­πάν­των εξου­σιά­ζει, αφού και στην επι­στο­λή του που έγρα­φε προς του Θεσ­σα­λο­νι­κείς αυτό έκα­νε: «Τοτο γάρ στι θέλη­μα το Θεο, για­σμς μν, πέχε­σθαι μς π τς πορ­νεί­ας(:Αυτό είναι το θέλη­μα του Θεού, ο αγια­σμός σας· δηλα­δή εσείς οι Χρι­στια­νοί να αγιά­ζε­τε τους εαυ­τούς σας με την αγνό­τη­τα και να απέ­χε­τε από την πορ­νεία)»[Α΄Θεσ. 4,3].

Και τι το παρά­δο­ξο; Γρά­φον­τας και στον Τιμό­θεο λέγει: «Χερας ταχως μηδεν πιτθει, μηδ κοιννει μαρταις λλοτραις· σεαυτν γνν τρει(:Να μη θέτεις γρή­γο­ρα τα χέρια σου σε κανέ­να για να τον χει­ρο­το­νή­σεις, ούτε να γίνε­σαι συμ­μέ­το­χος και συνυ­πεύ­θυ­νος δε ξένες αμαρ­τί­ες, τις οποί­ες είναι επό­με­νο να δια­πρά­ξει αυτός που χει­ρο­το­νεί­ται ανά­ξια. Να δια­τη­ρείς τον εαυ­τό σου καθα­ρό και από δικές σου αμαρ­τί­ες αλλά και από ξένες)» [Α΄Τιμ. 5,22]· και πάλι αλλού λέγει: «Ερήνην διώ­κε­τε μετ πάν­των, κα τν για­σμόν, ο χωρς οδες ψεται τν Κύριον(:Επι­διώ­κε­τε ειρή­νη με όλους. Επι­διώ­κε­τε και τον αγια­σμό και την καθα­ρό­τη­τα της καρ­διάς από κάθε πάθος· διό­τι χωρίς τον αγια­σμό κανείς δεν θα δει τον Κύριο)» [Εβρ. 12,14].

«Νεκρσατε ον (:Νεκρώ­στε λοι­πόν)», λέγει, «τ μλη μν (:τα μέλη σας)». Γνω­ρί­ζε­τε πώς είναι το νεκρό, μιση­τό, απο­τρό­παιο, απο­συν­τε­θει­μέ­νο. Αν το νεκρώ­σεις δεν μένει νεκρό, αλλά φθεί­ρε­ται αμέ­σως, όπως ακρι­βώς το σώμα. Σβή­σε λοι­πόν τη θερ­μό­τη­τα και τίπο­τε δεν μένει νεκρό. Δεί­χνει αυτόν να κάνει αυτό, πράγ­μα που ο Χρι­στός έκα­νε στην περί­πτω­ση του βαπτί­σμα­τος. Γι’ αυτό και τα ονο­μά­ζει μέλη, σαν να παρου­σιά­ζει κάποιον άρι­στο και να μετα­χει­ρί­ζε­ται πιο μεγά­λη έμφα­ση. Και καλώς είπε «τ π τς γς(:τα ευρι­σκό­με­να επά­νω στη γη)», διό­τι εδώ μένουν και εδώ φθεί­ρον­ται, πολύ περισ­σό­τε­ρο από τα μέλη αυτά. Ώστε δεν είναι τόσο το σώμα γήι­νο, όσο γήι­νη είναι η αμαρ­τία. Διό­τι αυτό φαί­νε­ται κάπο­τε και καλό, εκεί­να όμως ποτέ. Και τα μέλη αυτά επι­θυ­μούν όλες τις γήι­νες απο­λαύ­σεις. Αν το μάτι είναι τέτοιο, δεν βλέ­πει τα αγα­θά που βρί­σκον­ται στους ουρα­νούς, αν το αυτί είναι τέτοιο, αν το χέρι ή οποιο­δή­πο­τε άλλο μέλος ανα­φέ­ρεις. Το μάτι βλέ­πει τα σώμα­τα, τα κάλ­λη και τα χρή­μα­τα, αυτά που είναι από τη γη, με αυτά ευχα­ρι­στεί­ται· το αυτί ευχα­ρι­στεί­ται με το ηδυ­πα­θές μελω­δι­κό τρα­γού­δι, την κιθά­ρα και τον αυλό και την αισχρο­λο­γία. Αυτά δεν έχουν σχέ­ση με τη γη.

Αφού λοι­πόν τοπο­θέ­τη­σε αυτούς στον ουρα­νό πλη­σί­ον του θρό­νου, τότε λέγει : «Νεκρώ­στε τα μέλη σας που βρί­σκον­ται επά­νω στη γη». «Διό­τι δεν είναι δυνα­τό να στα­θεί­τε στον ουρα­νό με τα μέλη αυτά· δεν είναι δυνα­τό εκεί, όπου πρέ­πει να ενερ­γούν». Και το χώμα αυτό είναι χει­ρό­τε­ρο από εκεί­νο. Διό­τι εκεί­νο το χώμα γίνε­ται χρυ­σός· διό­τι λέγει: «Δε γρ τ φθαρτν τοτο νδύ­σα­σθαι φθαρ­σί­αν κα τ θνητν τοτο νδύ­σα­σθαι θανα­σί­αν(:Και θα αλλά­ξου­με, διό­τι το φθαρ­τό αυτό σώμα πρέ­πει να ντυ­θεί αφθαρ­σία, και το θνη­τό αυτό σώμα να ντυ­θεί αθα­να­σία)» [Α΄Κορ. 15,53], αυτό όμως το χώμα δεν μπο­ρεί πια να ανα­χω­νευ­τεί. Ώστε αυτά τα μέλη ανή­κουν περισ­σό­τε­ρο στη γη, παρά εκεί­να.

Γι’ αυτό δεν είπε «από τη γη», αλλά «τα ευρι­σκό­με­να επά­νω στη γη», διό­τι μπο­ρεί αυτά να μην είναι επά­νω στη γη. Αυτά λοι­πόν είναι ανάγ­κη να είναι επά­νω στη γη, εκεί­να όμως δεν είναι ανάγ­κη πια. Διό­τι όταν το αυτί δεν ακού­ει τίπο­τε από όσα λέγον­ται στη γη, από τα εδώ, αλλά από τους ουρα­νούς, δε βρί­σκε­ται επά­νω στη γη· όταν το στό­μα δε λέγει τίπο­τε από τα εδώ, δε βρί­σκε­ται επά­νω στη γη· όταν το χέρι δεν πράτ­τει τίπο­τε από τα πονη­ρά, δεν είναι από όσα βρί­σκον­ται επά­νω στη γη αυτά, αλλά από τα ευρι­σκό­με­να στους ουρα­νούς.

Αυτό και ο Χρι­στός λέγει: «Ε δ φθαλ­μός σου δεξις σκαν­δα­λί­ζει σε, ξελε ατν κα βάλε π σο· συμ­φέ­ρει γάρ σοι να πόλη­ται ν τν μελν σου κα μ λον τ σμα σου βληθ ες γέεν­ναν(: Και αν κάποιο πρό­σω­πο που είναι χρή­σι­μο, φιλι­κό και αγα­πη­τό σε σένα σαν το δεξί σου μάτι σου γίνε­ται αφορ­μή εμπα­θούς επι­θυ­μί­ας και αμαρ­τί­ας, χωρί­σου ορι­στι­κά από αυτό και πέτα­ξέ το μακριά από εσέ­να· όπως θα έκα­νες και με το μάτι σου εάν κιν­δύ­νευε να πάθει και να βλα­φτεί από αυτό όλο το σώμα σου· διό­τι σε συμ­φέ­ρει να χαθεί ένα από τα μέλη σου και να μη ριχτεί όλο το σώμα σου στη φωτιά της κολά­σε­ως. Σε συμ­φέ­ρει να στε­ρη­θείς την φιλία και τη χρη­σι­μό­τη­τα του προ­σώ­που αυτού και να μη ριχτείς μαζί με εκεί­νο στη φωτιά της κολά­σε­ως)»[ Ματθ.5,29], δηλα­δή εάν βλέ­πεις με ακό­λα­στο τρό­πο, «να το βγά­λεις», δηλα­δή την πονη­ρή σκέ­ψη. Εγώ όμως νομί­ζω ότι λέγον­τας «πορ­νεία», «ακα­θαρ­σία», «πάθος», «επι­θυ­μία», εννο­εί το ίδιο πράγ­μα, δηλα­δή την πορ­νεία, απο­μα­κρύ­νον­τάς μας με όλα αυτά από αυτήν. Διό­τι στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα το πάθος αυτό είναι· και όπως ακρι­βώς πάσχει το σώμα ή έχει πυρε­τό ή τραυ­μα­τί­ζε­ται, έτσι και αυτό.

Και δεν είπε «εμπο­δί­στε», αλλά «νεκρώ­στε», ώστε να μην ανα­στη­θούν στο μέλ­λον, και «απο­μα­κρύ­νε­τε». Εκεί­νο που γίνε­ται νεκρό το απο­μα­κρύ­νου­με, όπως παρα­δείγ­μα­τος χάρη, αν υπάρ­χουν εξογ­κώ­μα­τα στο σώμα, το σώμα είναι νεκρό, και απο­μα­κρύ­νου­με αυτό. Αλλά εάν μεν το κόψεις ενώ είναι ζων­τα­νό, προ­κα­λεί φοβε­ρό πόνο, εάν όμως το κόψεις όταν είναι νεκρω­μέ­νο, ούτε καν το αισθα­νό­μα­στε. Έτσι λοι­πόν συμ­βαί­νει και με τα πάθη· κάνουν ακά­θαρ­τη την ψυχή, κάνουν την αθά­να­τη ψυχή να υπό­κει­ται σε πάθη.

Πώς έχει ονο­μα­στεί ειδω­λο­λα­τρία η πλε­ο­νε­ξία, πολ­λές φορές το έχου­με πει. Διό­τι εκεί­να που υπερ­βο­λι­κά τυραν­νούν το ανθρώ­πι­νο γένος είναι αυτά, η πλε­ο­νε­ξία, η ακο­λα­σία και η κακή επι­θυ­μία. «Δι’ ρχε­ται ργ το Θεο π τος υος τς πει­θεας(:Για τα αμαρ­τή­μα­τα αυτά έρχε­ται η οργή του Θεού σε αυτούς που συστη­μα­τι­κά και με επι­μο­νή δεν θέλουν να πιστεύ­ουν)», λέγει. «Υος τς πει­θεας» τούς ονο­μά­ζει, απο­στε­ρών­τας αυτούς της συγνώ­μης και για να δεί­ξει ότι επει­δή δεν έχουν πει­στεί, είναι ανά­με­σα σε αυτούς. «ν ος κα μες περιε­πατσατ ποτε (:Στα αμαρ­τή­μα­τα αυτά και εσείς κάπο­τε πορευ­θή­κα­τε και τα υπη­ρε­τή­σα­τε, όταν ζού­σα­τε ανά­με­σα σε αυτούς, τους άπι­στους ανθρώ­πους)», λέγει, και πει­στή­κα­τε. Παρου­σιά­ζει αυτούς ακό­μη και να βρί­σκον­ται ανά­με­σα σε αυτούς και τους επαι­νεί λέγον­τας: «Νυν δ πθεσθε κα μες τ πντα, ργν, θυμν, κακαν, βλα­σφημαν, ασχρο­λογαν κ το στματος μν (:Τώρα όμως βγάλ­τε και πετάξ­τε από πάνω σας κι εσείς, σαν ακά­θαρ­το ένδυ­μα, όλα αυτά τα κακά, την οργή, τον θυμό, την κακία και πονη­ριά, την κακο­λο­γία, την αισχρο­λο­γία από το στό­μα σας)».

Αλλά σε άλλους μετα­φέ­ρει τον λόγο. Τις ύβρεις ονο­μά­ζει «πάθη και βλα­σφη­μί­ες», όπως ακρι­βώς από το θυμό λέγει την πονη­ρία. Και αλλού λέγει ελέγ­χον­τας: «Δι ποθέ­με­νοι τ ψεδος λαλετε λήθειαν καστος μετ το πλη­σί­ον ατο· τι σμν λλή­λων μέλη(: Γι’ αυτό πετάξ­τε από επά­νω σας μια για πάν­τα το ψέμα, και ο καθέ­νας σας να λέει την αλή­θεια στο συνάν­θρω­πό του· διό­τι όλοι μας απο­τε­λού­με ένα σώμα και είμα­στε μετα­ξύ μας μέλη ο ένας του άλλου)»[Εφ.4,25]. Παρου­σιά­ζει αυτούς σαν δημιουρ­γούς των ανθρώ­πων, που άλλον τον απο­μα­κρύ­νουν, άλλον πάλι τον απο­δέ­χον­ται. Είπε εκεί τα μέλη, εδώ λέγει τα πάν­τα. Ανέ­φε­ρε την καρ­διά αυτού, τον θυμό, το στό­μα, τη βλα­σφη­μία, τα μάτια, την πορ­νεία, την πλε­ο­νε­ξία, τα χέρια και τα πόδια, το ψέμα, αυτήν τη διά­νοια και τον παλαιό νου. Έχει μία βασι­λι­κή μορ­φή, τη μορ­φή του Χρι­στού. Νόμι­ζα ότι αυτοί προ­έρ­χον­ται μάλ­λον από τους εθνι­κούς· διό­τι όπως ακρι­βώς το χώμα που είναι άμμος, αν άλλη είναι πιο μεγά­λη σε μέγε­θος και άλλη πιο μικρή, έχα­σε πρώ­τα τη δική της μορ­φή και ύστε­ρα γίνε­ται χρυ­σή, και όπως τα μαλ­λιά όποια και αν είναι δέχον­ται άλλη όψη και έκρυ­ψαν την πρώ­τη, έτσι λοι­πόν και ο πιστός.

«νεχμενοι λλλων(:Να ανέ­χε­στε ο ένας τις αδυ­να­μί­ες του άλλου)», λέγει. Έδει­ξε το δίκαιο, να ανέ­χε­σαι τον άλλο και ο άλλος εσέ­να, πράγ­μα που λέγει στην «προς Γαλά­τας» επι­στο­λή του: «λλλων τ βρη βαστζετε, κα οτως ναπληρσατε τν νμον το Χρι­στο(:Για να προ­στα­τεύ­ε­στε λοι­πόν απ΄ τον κίν­δυ­νο να πέσε­τε κι εσείς, να υπο­μέ­νε­τε ο ένας τις ενο­χλή­σεις του άλλου, που οφεί­λον­ται στα ελατ­τώ­μα­τα και τις ελλεί­ψεις του· και έτσι, με την υπο­μο­νε­τι­κή αυτή ανο­χή, εκπλη­ρώ­στε τελεί­ως τον νόμο του Χρι­στού, δηλα­δή την εντο­λή της αγά­πης. Άνθρω­πος που δεν υπο­μέ­νει με αγά­πη την αδυ­να­μία του άλλου, δεν συναι­σθά­νε­ται ότι έχει και αυτός ελατ­τώ­μα­τα, αλλά έχει μεγά­λη ιδέα για τον εαυ­τό του. Η ιδέα του όμως αυτή είναι ψεύ­τι­κη)» [Γαλ.6,2].

«Κα εχριστοι γνεσθε(:Προ­σπα­θεί­τε ακό­μη να γίνε­στε και ευγνώ­μο­νες απέ­ναν­τι στον ευερ­γέ­τη Θεό)», λέγει. Διό­τι αυτό προ­πάν­των επι­ζη­τεί παν­τού, το απο­κο­ρύ­φω­μα των αγα­θών. Ας Τον ευχα­ρι­στού­με λοι­πόν για όλα, όπως και αν γίνον­ται, διό­τι αυτό είναι ευχα­ρι­στία· διό­τι το να κάνου­με αυτό όταν ευη­με­ρού­με, δεν είναι σπου­δαίο πράγ­μα, διό­τι η ίδια η φύση των πραγ­μά­των μάς ωθεί σε αυτό· όταν όμως Τον ευχα­ρι­στού­με ενώ βρι­σκό­μα­στε σε κατά­στα­ση απο­γνώ­σε­ως, τότε είναι αξιο­θαύ­μα­στο. Όταν λοι­πόν για εκεί­να, που άλλοι βλα­σφη­μούν και απο­θαρ­ρύ­νον­ται, εμείς ευχα­ρι­στού­με Αυτόν, βλέ­πε πόση είναι η ευσέ­βεια. Πρώ­το, ευχα­ρί­στη­σες τον Θεό· δεύ­τε­ρο, καταν­τρό­πια­σες τον διά­βο­λο· τρί­το, και αυτό που έγι­νε δεν το φανέ­ρω­σες· διό­τι συγ­χρό­νως και εσύ ευχα­ρι­στείς και ο Θεός την στε­νο­χώ­ρια αφαι­ρεί, και ο διά­βο­λος υπο­χω­ρεί.

Αν λοι­πόν απο­θαρ­ρυν­θείς, επει­δή πραγ­μα­το­ποί­η­σε εκεί­νο που ήθε­λε, παρα­μέ­νει αυτός, και ο Θεός επει­δή βλα­σφη­μή­θη­κε, σε εγκα­τα­λεί­πει, και το κακό αυξά­νει. Εάν όμως ευχα­ρι­στή­σεις, επει­δή απο­χω­ρείς χωρίς κανέ­να όφε­λος, απο­χω­ρεί και ο διά­βο­λος, και ο Θεός, επει­δή τιμή­θη­κε, αντα­πο­δί­δει την τιμή πλου­σιό­τε­ρα. Και δεν υπάρ­χει άνθρω­πος, που ευχα­ρι­στεί για τα κακά, να αισθά­νε­ται τα κακά. Διό­τι χαί­ρε­ται η ψυχή επει­δή πέτυ­χε, αμέ­σως καθί­στα­ται γελα­στή η συνεί­δη­ση, λάμ­πει από χαρά με τους επαί­νους της η ψυχή, η γελα­στή ψυχή δεν είναι δυνα­τό να είναι σκυ­θρω­πή. Και εκεί ενώ μαζί με τη συμ­φο­ρά έρχε­ται και η συνεί­δη­ση ως τιμω­ρός, εδώ όμως στε­φα­νώ­νει και ανα­γνω­ρί­ζει τον νικη­τή.

Τίπο­τε δεν είναι αγιό­τε­ρο από τη γλώσ­σα εκεί­νη που στα κακά ευχα­ρι­στεί τον Θεό. Πράγ­μα­τι, δεν υπο­λεί­πε­ται καθό­λου της γλώσ­σας των μαρ­τύ­ρων, όμοια και αυτή και εκεί­νος στε­φα­νώ­νον­ται. Καθό­σον και σε αυτήν στά­θη­κε ο δήμιος αναγ­κά­ζον­τάς την να αρνη­θεί τον Θεό με βλα­σφη­μί­ες, στά­θη­κε ο διά­βο­λος ενο­χλών­τας με βασα­νι­στι­κές σκέ­ψεις, προ­κα­λών­τας σύγ­χυ­ση με στε­νο­χώ­ριες. Αν λοι­πόν υπο­φέ­ρει τις θλί­ψεις και ευχα­ρι­στή­σει τον Θεό, έλα­βε τον στέ­φα­νο του μαρ­τυ­ρί­ου.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-ad-colossenses.pdf

  • Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, Υπό­μνη­μα στην Προς Κολοσ­σα­είς επι­στο­λή, επι­στο­λές Ζ΄και Η΄(κατ΄επιλογήν), πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1983, τόμος 22, σελί­δες 215–219 και 240–251.

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Αρχιμ. Αθα­νά­σιος Μυτι­λη­ναί­ος (ΣΥΝΕΠΕΙΑ ΣΤΗΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ)

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου με θέμα:

«ΣΥΝΕΠΕΙΑ ΣΤΗΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 11-12-1983]

[Β105]

Στην σημε­ρι­νή απο­στο­λι­κή περι­κο­πή, αγα­πη­τοί μου, ο από­στο­λος Παύ­λος θέλει να μας δεί­ξει ότι ανά­με­σα σε έναν σπου­δαίο προ­ο­ρι­σμό, σε μία σπου­δαία κλή­ση που μας κάνει ο Χρι­στός και στην δική μας την στά­ση πρέ­πει να υπάρ­χει μία συνέ­πεια. Ότι δηλα­δή Εκεί­νος θα δώσει αυτά· εμείς ποιοι πρέ­πει να στα­θού­με έναν­τι εκεί­νων που Εκεί­νος θα μας δώσει; Συγ­κε­κρι­μέ­να: «ταν ὁ Χρι­στὸς φανε­ρω­θῇ, ἡ ζωὴ ἡμῶν, τότε καὶ ὑμεῖς σὺν αὐτῷ φανε­ρω­θή­σε­σθε ἐν δόξῃ». «Όταν ο Χρι­στός θα φανε­ρω­θεί, κατά την Δευ­τέ­ρα Του παρου­σία, που ο Χρι­στός είναι η ζωή μας, τότε κι εσείς μαζί με Εκεί­νον θα φανε­ρω­θεί­τε ένδο­ξοι».

«Νεκρώ­σα­τε οὖν τὰ μέλη ὑμῶν τὰ ἐπὶ τῆς γῆς». «Ώστε λοι­πόν, προ­κει­μέ­νου να φθά­σε­τε σε εκεί­νη την ένδο­ξη κατά­στα­ση, νεκρώ­σα­τε τα μέλη σας, τα μέλη του σώμα­τός σας και ό,τι αφο­ρά στην ψυχή σας, νεκρώ­σα­τέ τα αυτά, που υπη­ρε­τούν την αμαρ­τία επά­νω εδώ εις την γη».

Ώστε υπάρ­χει μια συνέ­πεια, αγα­πη­τοί. Ναι. Διό­τι το θέμα της σωτη­ρί­ας δεν είναι ένα θέμα που προ­σφέ­ρε­ται κατά παθη­τι­κό τρό­πο στον άνθρω­πο. Ο άνθρω­πος δεν θα δεχθεί να σωθεί, απλώς αν πει ένα «ναι» ή ίσως κι αυτό το «ναι» να μην είναι και δικό του. Αλλά ο άνθρω­πος θα σωθεί εάν πει το «ναι», δηλα­δή πιστέ­ψει, απο­δε­χθεί και αγω­νι­σθεί. Φυσι­κά εκεί­να τα οποία ο άνθρω­πος έχει να προ­σφέ­ρει έναν­τι εκεί­νων που πρό­κει­ται να του προ­σφερ­θούν είναι πολύ λίγα. Γι’αυ­τό λέγει ο Από­στο­λος Παύ­λος ότι δεν είναι άξια τα παθή­μα­τα τού­του του και­ρού, αυτής της παρού­σης ζωής, μπρο­στά στην «μέλ­λου­σαν ποκα­λυ­φθναι δόξαν». Μπρο­στά σε εκεί­νη την δόξα που πρό­κει­ται να μας απο­κα­λυ­φθεί. Συνε­πώς είναι σαν να μην προ­σφέ­ρο­με τίπο­τε. Αλλά σαν να μην προ­σφέ­ρο­με τίπο­τε. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα πρέ­πει να προ­σφέ­ρο­με. Συγ­κρι­τι­κά σαν να μην προ­σφέ­ρο­με τίπο­τε.

Αλή­θεια, έχε­τε σκε­φθεί αυτόν τον μεγά­λο προ­ο­ρι­σμό μας; Όχι από­λυ­τος προ­ο­ρι­σμός. Όχι, θέλο­με δεν θέλο­με θα γίνει αυτό. Αλλά εκεί­νο που ο Θεός έχει ετοι­μά­σει για μας κι εφό­σον εμείς απο­δε­χθού­με αυτό το κάτι; Το έχε­τε σκε­φθεί; Το ξανα­δια­βά­ζω: «ταν ὁ Χρι­στὸς φανε­ρω­θῇ, ἡ ζωὴ ἡμῶν, τότε καὶ ὑμεῖς σὺν αὐτῷ φανε­ρω­θή­σε­σθε ἐν δόξῃ». Πράγ­μα­τι. Η ζωή του πιστού είναι κρυμ­μέ­νη μέσα στην ζωή του Χρι­στού. Και δεν φαί­νε­ται η ζωή του πιστού. Και η ζωή του πιστού είναι καταρ­χάς πνευ­μα­τι­κή. Βεβαί­ως η πνευ­μα­τι­κή ζωή φαί­νε­ται, αλλά μόνον ένα μικρό της μέρος. Όπως ένα παγό­βου­νο στο μεγα­λύ­τε­ρό του μέρος είναι βυθι­σμέ­νο μέσα στον ωκε­α­νό. Έτσι, η ζωή του πνευ­μα­τι­κού ανθρώ­που φαί­νε­ται, αλλά όχι ολό­κλη­ρη. Δεν μπο­ρεί να προ­σμε­τρη­θεί η ζωή η πνευ­μα­τι­κή του ανθρώ­που. Αλλά πλάι στην πνευ­μα­τι­κή ζωή είναι και η ζωή εκεί­νη που θα είναι ζωή οντο­λο­γι­κή. Δηλα­δή ολό­κλη­ρος ο άνθρω­πος θα ξανα­ζή­σει! Αυτό το «θα ξανα­ζή­σει ολό­κλη­ρος ο άνθρω­πος, με ολό­κλη­ρη την ύπαρ­ξή του, την οντο­λο­γία του», αυτό είναι ολό­τε­λα κρυμ­μέ­νο μέσα στην ζωή του Χρι­στού. Και δεν φαί­νε­ται. Έτσι ο πιστός τον βλέ­πο­με να πεθαί­νει, όπως και ο άπι­στος, να θάπτε­ται, όπως και ο άπι­στος, και να δια­λύ­ε­ται μέσα στο χώμα της γης, όπως και ο άπι­στος. Έτσι αν δού­με τα οστά του πιστού και του απί­στου, θα δού­με ότι δεν υπάρ­χει καμία δια­φο­ρά ανά­με­σα εις τα πρώ­τα και εις τα δεύ­τε­ρα. Και όμως υπάρ­χει τρο­μα­κτι­κά μεγά­λη δια­φο­ρά. Διό­τι η ζωή του πιστού είναι κρυμ­μέ­νη μέσα στη ζωή του Χρι­στού.

Ο Χρι­στός είναι η ζωή μας. Η ζωή μας όχι η πνευ­μα­τι­κή μόνο. Αλλά και η οντο­λο­γι­κή ζωή μας. Δηλα­δή αυτό που λέμε «ύπαρ­ξη». Όχι απλώς μία αφη­ρη­μέ­νη, ιδε­α­τή κατά­στα­ση. Αλλά αυτό που λέμε ύπαρ­ξη. Αν το θέλε­τε, είναι αυτό που τόσο πει­νά­ει και διψά πάν­το­τε ο άνθρω­πος, ιδιαί­τε­ρα στην επο­χή μας που, επει­δή δεν δέχτη­κε την παρου­σία του Χρι­στού και δεν δέχτη­κε το πρό­σω­πό Του και την Θεαν­θρω­πί­νη Του φύση, κατα­σκευά­ζει με το μυα­λό του φιλο­σο­φι­κά συστή­μα­τα, για να λύσει ακρι­βώς αυτό το πρό­βλη­μά του. Το λεγό­με­νον «υπαρ­ξια­κόν». Γι’αυ­τό τα σύγ­χρο­να φιλο­σο­φι­κά ρεύ­μα­τα είναι υπαρ­ξια­κά, είναι υπαρ­ξι­στι­κά. Για­τί αυτό θέλει ο άνθρω­πος να επι­τύ­χει· να δια­τη­ρή­σει την ύπαρ­ξή του. Άλλο ότι αυτά τελι­κά, τα κατ’ επί­νοιαν ρεύ­μα­τα, τα κατ’ επί­νοιαν συστή­μα­τα, τελι­κά οδη­γούν σε έναν μηδε­νι­σμόν. Άλλη παρά­γρα­φος. Για­τί ο άνθρω­πος είναι σκο­τι­σμέ­νος και δεν γνω­ρί­ζει ακρι­βώς εκεί­νο που θα τον κάνει να δια­τη­ρη­θεί στην ύπαρ­ξη. Όχι όμως σε μια ύπαρ­ξη αιω­νί­ου κολά­σε­ως, αλλά σε μια ύπαρ­ξη ζωής, αλη­θι­νής ζωής, μακα­ριό­τη­τος.

Αυτή λοι­πόν η ζωή, η μακα­ρία ζωή, η οντο­λο­γι­κή, που αφο­ρά, θα το ξανα­πώ άλλη μία φορά, σε ολό­κλη­ρη την ύπαρ­ξη του ανθρώ­που, είναι κρυμ­μέ­νη μέσα στην ζωή του Χρι­στού· στην ζωή του Χρι­στού. Προ­σέξ­τε αυτό. Ο Χρι­στός ζει. Ο Χρι­στός ζει με την ανθρω­πί­νη Του φύση. Όχι απλώς για­τί ο Θεός ζει. Αλλά και η ανθρω­πί­νη φύσις του Χρι­στού ζει. Ο Χρι­στός στον ουρα­νό ανέ­βη­κε με την ανθρω­πί­νη Του φύση. Και η ζωή η δική μου είναι κρυμ­μέ­νη μέσα στην Θεαν­θρω­πί­νη δική Του φύση. Πώς είναι; Όταν κοι­νω­νώ το Σώμα και το Αίμα του Χρι­στού. Τότε, τότε η ζωή η δική μου είναι μέσα εις την ζωή του Χρι­στού. Κι επει­δή ακρι­βώς έγι­να μέλος Του και το σώμα του Χρι­στού αυξά­νει, ο Χρι­στός, Αυτός καθ’ εαυ­τόν, είναι η κεφα­λή ενός μεγά­λου σώμα­τος, του σώμα­τος της Εκκλη­σί­ας. Η Εκκλη­σία είναι το σώμα Του. Όχι το ηθι­κόν σώμα Του, όχι το πνευ­μα­τι­κόν σώμα Του, αλλά το οντο­λο­γι­κόν σώμα Του, το πραγ­μα­τι­κό Του σώμα. Είμαι εγώ, είσαι εσύ, είσαι εσύ, είσαι εσύ. Είμα­στε όλοι μαζί. Όλοι μαζί απο­τε­λού­με το σώμα Του. Για­τί ο καθέ­νας είναι μέλος του σώμα­τος του Χρι­στού.

Όπως λέγει ο Από­στο­λος, είμε­θα «μέλη κ μέρους». Συνε­πώς η ζωή μας είναι κρυμ­μέ­νη μέσα στον Χρι­στό. Πραγ­μα­τι­κά. Όταν ο Χρι­στός θα ξανάρ­θει και θα φανε­ρω­θεί, κατά την Δευ­τέ­ρα Του παρου­σία, θα φανε­ρω­θεί ως υιός ανθρώπου,ε; «ταν λθ υἱὸς το νθρώ­που ν τ δόξ ατο», λέγει εις το κατά Ματ­θαί­ον Ευαγ­γέ­λιον, θα έρθει με την ανθρω­πί­νη Του φύση, τότε θα ανα­στη­θώ κι εγώ, θα ανα­στη­θεί­τε κι εσείς. Και τότε η ύπαρ­ξίς μας, που δέχτη­κε το σώμα Του και το αίμα Του και είμε­θα μέλη Του αδιά­σπα­στα, τόσο αδιά­σπα­στα, όπως λέει ο Καβά­σι­λας, ότι τα πάν­τα μπο­ρεί να τα χάσου­με - κι ο άγιος Κοσμάς ο Αιτω­λός το λέγει αυτό, λέγει: «μπο­ρεί να σας πάρουν τα ρού­χα, τα σπί­τια, την περιου­σία, να σας βγά­λουν και το πετσί, να σας συν­τρί­ψουν τα κόκα­λα, τον Χρι­στό δεν μπο­ρούν να σας Τον βγά­λουν». Η ένω­ση με τον Χρι­στό είναι ακα­τα­νόη­τα ισχυ­ρά. Τότε, όταν εγώ θα ανα­στη­θώ και θα στα­θώ μπρο­στά Του, θα μου πει: «Ευλο­γη­μέ­νο παι­δί… δεύ­τε οι ευλο­γη­μέ­νοι του Πατρός μου, έλα στην Βασι­λεία μου». Και θα ζήσω στην μακα­ριό­τη­τά Του. Να πού είναι η ζωή μου κρυμ­μέ­νη και πώς θα φανε­ρω­θεί.

Μπρο­στά σε αυτόν τον θαυ­μά­σιον προ­ο­ρι­σμόν που έχει ο άνθρω­πος, έρχε­ται τώρα ο Από­στο­λος Παύ­λος να μας πει: «Εσείς, τι πρέ­πει να κάνε­τε; Πώς πρέ­πει να αντα­πο­κρι­θεί­τε μπρο­στά σε εκεί­νο που ο Χρι­στός εργά­στη­κε για σας;». «Νεκρώ­σα­τε οὖν τὰ μέλη ὑμῶν τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, πορ­νεί­αν, ἀκα­θαρ­σί­αν, πάθος, ἐπι­θυ­μί­αν κακήν, καὶ τὴν πλε­ο­νε­ξί­αν, ἥτις ἐστὶν εἰδω­λο­λα­τρία». «Αυτά», λέγει, «όλα αφή­σα­τέ τα. Νεκρώ­σα­τέ τα. Όχι αφή­σα­τέ τα· νεκρώ­σα­τέ τα». Στη συνέ­χεια: «Νυνὶ δὲ ἀπό­θε­σθε καὶ ὑμεῖς τὰ πάν­τα, ὀργήν, θυμόν, κακί­αν, βλα­σφη­μί­αν, αἰσχρο­λο­γί­αν ἐκ τοῦ στό­μα­τος ὑμῶν(:Απο­θέ­σα­τε –λέει- όλα αυτά. Την οργή, τον θυμό, την κακία, την βλα­σφη­μία, την αισχρο­λο­γία από το στό­μα σας)· μὴ ψεύ­δε­σθε εἰς ἀλλή­λους(:μη λέτε ψέμα­τα ο ένας με τον άλλον), ἀπεκ­δυ­σά­με­νοι τὸν παλαιὸν ἄνθρω­πον σὺν ταῖς πρά­ξε­σιν αὐτοῦ(:γδυ­θεί­τε τον παλαιόν άνθρω­πο μαζί με τις πρά­ξεις του) καὶ ἐνδυ­σά­με­νοι τὸν νέον τὸν ἀνα­και­νού­με­νον εἰς ἐπί­γνω­σιν κατ’ εἰκό­να τοῦ κτί­σαν­τος αὐτόν(:και ντυ­θεί­τε τον και­νού­ριο άνθρω­πο, αυτόν που θα σας οδη­γή­σει στη βαθιά γνώ­ση του Ιησού Χρι­στού, που είμα­στε φτιαγ­μέ­νοι κατά την εικό­να τη δική Του)».

Τρία ρήμα­τα: «Νεκρώ­σα­τε», «πόθε­σθε», «πεκ­δύ­σα­σθε». Το «νεκρώ­σα­τε» ανα­φέ­ρε­ται στα σαρ­κι­κά αμαρ­τή­μα­τα. Ο άνθρω­πος, ο ζωι­κός άνθρω­πος, ο άνθρω­πος ο οποί­ος βρί­σκε­ται κάτω μόνον από τους βιο­λο­γι­κούς νόμους και όχι από τον νόμο του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος, ο άνθρω­πος αυτός, μόνο που θα ακού­σει «νέκρω­ση» των δυνά­με­ών του αυτών, και δη των σαρ­κι­κών του δυνά­με­ων, συγ­κε­κρι­μέ­να το «Νεκρώ­σα­τε οὖν τὰ μέλη ὑμῶν τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, πορ­νεί­αν, ἀκα­θαρ­σί­αν, πάθος» και μόνον για­τί θα ακού­σει την νέκρω­σιν των εδρών της ηδο­νής όπου εδρά­ζει η ηδο­νή, μόνο για­τί θα το ακού­σει, ταράσ­σε­ται και απορ­ρί­πτει το Ευαγ­γέ­λιο. Είναι ο άνθρω­πος της σάρ­κας. Ο άνθρω­πος αυτός δεν έχει… δεν στοι­χεί τ Πνεύ­μα­τι τ γί. Δεν έχει γνώ­ση, γεύ­ση του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος. Ο άνθρω­πος αυτός είναι βιο­λο­γι­κός άνθρω­πος, ζωι­κός άνθρω­πος. Όπως λέει ο Από­στο­λος, «ψυχι­κός». «Ψυχι­κός» θα πει ζωι­κός άνθρω­πος.

Το πρώ­το λοι­πόν είναι το «Νεκρώ­σα­τε». Το άλλο είναι το «πόθε­σθε». Απο­θέ­τω. Κάτι που με βαραί­νει και το βγά­ζω και το αφή­νω κάπου αλλού. «ποθέ­σα­σθε». Τι «ποθέ­σα­σθε»; Τα ψυχι­κά τώρα αμαρ­τή­μα­τα: θυμόν, οργήν, κακί­αν κ.τ.λ. Και το τρί­το. «πεκ­δύ­σα­σθε». «Γδυ­θεί­τε, βγά­λε­τε, ολό­κλη­ρον τον παλιόν άνθρω­πο και ντυ­θεί­τε τον και­νού­ριον».

Επει­δή, αγα­πη­τοί μου, είναι πολ­λά και σπου­δαία όλα αυτά και ο χρό­νος πρέ­πει να είναι πολύς για όλα αυτά, επι­τρέ­ψα­τέ μου να πού­με λίγα λόγια πάνω στο «πόθε­σθε», ανα­φε­ρό­με­νοι στα ψυχι­κά αμαρ­τή­μα­τα· τα οποία, όπως μας λέγει εδώ ο Από­στο­λος, είναι η οργή, ο θυμός, η κακία, η βλα­σφη­μία και η αισχρο­λο­γία. Με πάρα πολύ σύν­το­μη ματιά, θα τα δού­με αυτά, για­τί είναι ανάγ­κη να τα δού­με.

Και πρώ­τα είναι ο θυμός. Ο θυμός είναι καρ­πός του εγωι­σμού. Για­τί θυμώ­νει ο άνθρω­πος; Ο άνθρω­πος θυμώ­νει για­τί δεν γίνε­ται αυτό που θέλει. Βέβαια πρό­κει­ται περί μιας παρε­κτρο­πής. Ποιας παρε­κτρο­πής; Ότι ο θυμός είναι ιδιό­τη­τα της ψυχής φτιαγ­μέ­νη από τον Θεό. Με σκο­πό ο άνθρω­πος να θυμώ­σει, θα πει: «να τανύ­σει το νεύ­ρο της ψυχής», να γίνει νευ­ρώ­δης η ψυχή του, νευ­ρώ­δης, όταν θα στα­θεί μπρο­στά του το κακό, να πει το «όχι». Δηλα­δή όταν ήρθε ο διά­βο­λος μέσα στον Παρά­δει­σον και αρχί­ζει την απά­τη του με μαε­στρία, αντι­λαμ­βα­νό­με­νοι οι πρω­τό­πλα­στοι την απά­τη, θα έπρε­πε να ορθώ­σουν το ανά­στη­μά τους, να θυμώ­σουν, κατά τον Μέγα Βασί­λειον, να θυμώ­σουν, δηλα­δή να τανύ­σει το νεύ­ρο της ψυχής και να του πουν, ό,τι είπε ο Χρι­στός, ο νέος Αδάμ, εις τον διά­βο­λον, που πήγε να τον πει­ρά­ξει στην έρη­μον. «παγε πίσω μου, σαταν». Τι θα πιστεύ­α­τε, ο πρά­ος Κύριος, που είπε «Μάθε­τε π᾿ μο, τι πρός εμι κα ταπεινς τ καρ­δί» στη φρά­ση αυτή όπως είναι δια­τυ­πω­μέ­νη στην Αγία Γρα­φή, το «παγε πίσω μου, σαταν» το είπε ήρε­μα-ήρε­μα; Η δια­τύ­πω­σις της φρά­σε­ως δεί­χνει το νεύ­ρο. Δεν θα είπε ασφα­λώς «παγε πίσω μου, σαταν» (ο γέρον­τας μιλά­ει αργά-αργά). Όχι τέτοιο πράγ­μα. Με νευ­ρώ­δη τρό­πο το είπε ο Κύριος. «παγε πίσω μου, σατανᾶ!». Το ξανά­πε ο Κύριος αυτό, στον από­στο­λο Πέτρο- καλύ­τε­ρα, στον διά­βο­λο πάλι, που εμφα­νί­ζε­ται στο πρό­σω­πο του Απο­στό­λου Πέτρου. Και του λέγει: «Κύριε, μην πας στα Ιερο­σό­λυ­μα να σταυ­ρω­θείς». «Σατα­νά», του λέει ο Κύριος, «ο φρο­νες τ το Θεο, λλ τ τν νθρώ­πων.παγε πίσω μου, σαταν». Άλλη μία φορά το είπε ο Κύριος. Το είπε με νεύ­ρο εκεί. Λοι­πόν; Ο θυμός; Έπα­θε δια­στρο­φή. Αντί να θυμώ­σου­με εναν­τί­ον της αμαρ­τί­ας, θυμώ­νο­με εναν­τί­ον των αδελ­φών, εναν­τί­ον των αντι­κει­μέ­νων της δημιουρ­γί­ας, εναν­τί­ον του Θεού. Αυτό είναι μία παρε­κτρο­πή του θυμού. Δεν τον χρη­σι­μο­ποιού­με εκεί που πρέ­πει να τον χρη­σι­μο­ποι­ή­σου­με και τον χρη­σι­μο­ποιού­με εκεί που δεν πρέ­πει να τον χρη­σι­μο­ποι­ή­σου­με. Συγ­κε­κρι­μέ­να, έρχε­ται να υπη­ρε­τή­σει τον εγωι­σμό μας και όχι την σωτη­ρία μας.

Η οργή. «Απο­θέ­σα­τε», λέει, «τον θυμόν, την οργήν…». Τι είναι η οργή; Η οργή είναι ο παρα­τε­τα­μέ­νος θυμός. Ο θυμός που δεν έχει ξεθυ­μά­νει· που παρα­μέ­νει. Ο άνθρω­πος ο οποί­ος μπο­ρεί να έχει μέσα του θυμό, όχι με την έννοια της εξά­ψε­ως αλλά με την έννοια της μνή­μης. Να κάνει τις δου­λειές του ήρε­μα, να κοι­μά­ται ήρε­μα, αλλά να μην ξεχνά­ει ένα ζήτη­μα. Και όταν το ζήτη­μα αυτό ανα­ζω­πυ­ρού­ται, επα­νέρ­χε­ται, τότε να γίνε­ται θηρίο. Ώστε να λέει κανείς: «Ο άνθρω­πος αυτός ξεθύ­μα­νε;». Αυτό λέγε­ται οργή. Δηλα­δή ο χρο­νι­σμέ­νος θυμός είναι η οργή. Η οργή, κατα­λα­βαί­νε­τε, είναι ένα πάθος της ψυχής δεμέ­νο με την μνη­σι­κα­κία, δεμέ­νο με πολ­λά πράγ­μα­τα και που είναι φοβε­ρόν, όταν έχει κανείς μπρο­στά του έναν άνθρω­πο, ο οποί­ος έχει οργήν.

Κατό­πιν η κακία. Βέβαια όλα αυτά κακί­ες είναι. Με μία ονο­μα­σία, θα λέγα­με, «η αρε­τή και η κακία». Παρά ταύ­τα έχει και μία ειδι­κή σημα­σία, όταν λέγει εδώ ο Από­στο­λος «κακία». Και εννο­εί τα πάθη του νου και της καρ­διάς. Ακού­σα­τέ τα πολύ πολύ γρή­γο­ρα, εκεί­να που στο τέλος λέμε τον άλλον ότι είναι «κακός άνθρω­πος». Το λέμε αυτό. Τον πόρ­νο τον λέμε κακόν άνθρω­πο; Τον μπε­κρή τον λέμε κακόν άνθρω­πο; Τον φιλάρ­γυ­ρο τον λέμε κακόν άνθρω­πο; Δεν τους λέμε κακούς ανθρώ­πους αυτούς. Λέμε «αμαρ­τω­λός άνθρω­πος, έχει τα πάθη του». Αλλά πότε λέμε έναν άνθρω­πο ότι είναι κακός; Λέμε «είναι κακός». Ή λέμε πολ­λές φορές, «θυμώ­νει, αρπά­ζε­ται, φωνά­ζει, αλλά δεν είναι κακός». Άρα λοι­πόν η έννοια του κακού, της κακί­ας έχει μία δια­φο­ρο­ποί­η­ση εδώ. Δεν είναι γενι­κά ό,τι είναι αμαρ­τία.

Τι είναι λοι­πόν αυτή η κακία, όπως εδώ μας την λέγει στην επι­στο­λή του ο Από­στο­λος Παύ­λος; Είναι πρώ­τα πρώ­τα η στρε­βλό­της της ψυχής. Αυτός που είναι θυμώ­δης άνθρω­πος, μπο­ρεί να είναι ευθύς. Ο στρε­βλός άνθρω­πος μπο­ρεί να μην είναι θυμώ­δης. Αλλά είναι αυτός που έχει στρα­βή ψυχή, τεθλα­σμέ­νη ψυχή, στρα­βω­μέ­νη ψυχή. Ο άνθρω­πος που αντι­δρά, ο άνθρω­πος ο οποί­ος κινεί­ται ανά­πο­δα απ’ ό,τι πρέ­πει, ανά πάσα στιγ­μή ανά­πο­δα, εσύ λες άσπρο, εγώ μαύ­ρο, εσύ λες μαύ­ρο, εγώ άσπρο, στρα­βή ψυχή. Παρά­ξε­νο πράγ­μα, παρά­ξε­νο πράγ­μα! Είναι κάτι φοβε­ρό! Μάλι­στα η επο­χή μας έχει αυτό το θέμα εις υπερ­θε­τι­κόν βαθ­μόν. Βλέ­πε­τε τους ανθρώ­πους πώς αντι­δρούν. Και αντι­δρούν με πάθος. Έτσι που να πού­με: «Είναι κακός άνθρω­πος αυτός».

Μετά είναι η υπο­ψία, η καχυ­πο­ψία. Όταν πάν­το­τε λέμε: «Αυτός τι σκέ­πτε­ται για μένα;». Και είμαι ο περί­ερ­γος, να πάω να μάθω, τι λέει, τι σκέ­πτε­ται. Και βάζω με το μυα­λό μου πράγ­μα­τα, που ο άλλος ούτε καν τα εσκέ­φτη­κε για μένα. Και αυτό είναι στην κατη­γο­ρία της κακό­τη­τος.

Ακό­μα είναι η ανυ­πο­μο­νη­σία. Σας φαί­νε­ται παρά­ξε­νο; Δεν είναι η ανυ­πο­μο­νη­σία που καμία φορά βια­ζό­μα­στε για κάτι. Είναι ο άνθρω­πος ο οποί­ος, όταν τον πει­ρά­ξουν, δεν μακρο­θυ­μεί. Και πάει αμέ­σως να εκδι­κη­θεί. Έχω προ­σέ­ξει και έχω τρο­μά­ξει: υπάρ­χουν άνθρω­ποι ή θα γρά­ψουν γι’ αυτούς στην εφη­με­ρί­δα κάτι ή θα τους πουν κάτι προ­σω­πι­κά ή θα μάθουν κάτι, θα πάρουν το τηλέ­φω­νο αμέ­σως να βρί­σουν! Θα πάρουν το μολύ­βι αμέ­σως να γρά­ψουν επι­στο­λή, να απαν­τή­σουν! Και θα μιλή­σουν με βρα­σμό ψυχής! Άνθρω­ποι, περι­μέ­νε­τε λιγά­κι, δεί­ξα­τε μία μακρο­θυ­μία λιγά­κι, μια… έτσι, άνε­ση ψυχής έναν­τι των άλλων. Όχι! Δεν χαρί­ζουν στον άλλον τίπο­τα. Και θέλουν ό,τι θα κάνουν, τώρα, τώρα, τώρα, τώρα! Αυτό λέγε­ται ανυ­πο­μο­νη­σία. Αλλά είναι κακό­τη­τα της ψυχής.

Και η κακο­βου­λία. Ο άνθρω­πος που κακώς σκέ­πτε­ται, κακώς επι­θυ­μεί, κακώς ενερ­γεί. Δηλα­δή μέσα του ελα­τή­ριο και κίνη­τρο έχει το κακό. Για­τί; Έτσι. Κοι­τάξ­τε τι είπα: Έτσι. Δηλα­δή όπως πολ­λές φορές λέμε: «Αγα­πώ να είμαι καλός άνθρω­πος, για­τί αγα­πώ να είμαι καλός άνθρω­πος». Και ο κακός: «Θέλω να είμαι κακός». Σκο­πός σου, ποιος; «Έτσι».
«Δηλα­δή;».
«Έτσι, θέλω να είμαι κακός!». Δηλα­δή είσαι διά­βο­λος. Μόνο ο διά­βο­λος το λέει αυτό. «Έτσι. Θέλω εγώ έτσι». Φοβε­ρό πράγ­μα. Αγα­πη­τοί μου, βάθος δυσθε­ώ­ρη­τον το της ανθρω­πί­νης ψυχής το βάθος, όταν έχει κακία. Είναι φοβε­ρό πράγ­μα. Γι΄αυτό λέγει ο Από­στο­λος «πόθε­σθε». «Απο­θέ­σα­τέ τα όλα αυτά τα πάθη της ψυχής· την οργήν, τον θυμόν, την κακί­αν, την βλα­σφη­μί­αν, την αισχρο­λο­γία από το στό­μα σας».

Α, είναι και η βλα­σφη­μία! Χμ. Ποια είναι η βλα­σφη­μία; Η βλα­σφη­μία, αγα­πη­τοί μου, δεν είναι μόνον εκεί­νο που οι άνθρω­ποι βλα­σφη­μούν. Η ρίζα «βλασ-» είναι από το ρήμα βλά­πτω. Βλα­σφη­μία είναι το «βλά­πτω την φήμη του άλλου». Και βλά­πτω την φήμη του άλλου…πολλά πράγ­μα­τα σημαί­νει: συκο­φαν­τώ, κατη­γο­ρώ, δια­στρέ­φωΚι έτσι τον άλλον τον σκο­τώ­νω με κάθε τρό­πο. Βλα­σφη­μώ ακό­μη τον Θεόν. Πώς; Τίνι τρό­πω; Οι κοι­νές βλα­σφη­μί­ες; Ναι, αναμ­φι­σβή­τη­τα είναι και οι κοι­νές βλα­σφη­μί­ες. Είναι ανα­τρι­χια­στι­κό να ακούς έναν άνθρω­πο να βλα­σφη­μά τα θεία. Σημαί­νει δεν ξέρει ποιος είναι ο Θεός. Πωπω! Φρί­κη! Φρί­κη! Να βλα­σφη­μάς Ποί­ον; Συ ποιος είσαι; Και βλα­σφη­μάς Ποί­ον, αδελ­φέ μου; Ποί­ον; Συνέ­λα­βες Ποιος είναι ο Θεός και ποιος είσαι εσύ; Αλλά καθε­τί που απο­δί­δε­ται στην κακή φήμη του Θεού… όταν πω «ο Θεός δεν είναι δίκαιος», όταν πω ότι «ο Θεός μερο­λη­πτεί», όταν πω ότι «ο Θεός είναι αδύ­να­μος», ότι «ο Θεός δεν είναι αγα­θός», είναι βλα­σφη­μία. Για­τί; Του αφαι­ρώ εκεί­να που είναι. Και Του απο­δί­δω εκεί­να που δεν είναι. Συνε­πώς βλά­πτω, προ­σβάλ­λω την φήμη Του, το όνο­μά Του. Είναι βλα­σφη­μία.

Και η αισχρο­λο­γία από το στό­μα σας. Για­τί λέγει «ἐκ τοῦ στό­μα­τος ὑμῶν»; Αισχρο­λο­γού­με μήπως και με τα φρύ­δια μας; Αγα­πη­τοί μου, εδώ υπάρ­χει ένας υπαι­νιγ­μός. Καταρ­χάς είναι βεβαί­ως η αισχρο­λο­γία όλα εκεί­να τα σόκιν που θα πού­με, είναι όλες εκεί­νες οι αθυ­ρο­στο­μί­ες που μπο­ρού­με να πού­με, εκεί­να τα χον­τρά πράγ­μα­τα, τα χον­τρά, τα βρώ­μι­κα. Εκεί­να που πολ­λές φορές κοι­τά­ζο­με μήπως μας άκου­σε η μάνα μας, η γυναί­κα μας, το παι­δί μας, για να τα πού­με στην παρέα μας. Δηλα­δή που φοβό­μα­στε να μην μας ακού­σει κάποιος που δεν θα θέλα­με. Όλη αυτή η αισχρο­λο­γία βγαί­νει σαν οχε­τός από το στό­μα. Για­τί λέγει «από το στό­μα σας»; Για­τί αυτό το στό­μα είναι εκεί­νο που δέχε­ται το σώμα και το αίμα του Χρι­στού.

Το λέγει πιο σαφέ­στε­ρα ο άγιος Ιάκω­βος ο Αδελ­φό­θε­ος. «Από το στό­μα», λέει, «αυτό που υμνείς και ευλο­γείς τον Θεόν, βγά­ζεις και βόρ­βο­ρον; Είδες που­θε­νά καμία πηγή να ρέει και γλυ­κό και αλμυ­ρό νερό; Αλλά τι; Ενώ δεν υπάρ­χει στη φύση αυτό, εσύ μετέ­βα­λες το στό­μα σου που ρέει από κει και το αγα­θόν και το κακόν». Αν θέλε­τε, δέχε­σαι το Σώμα και το Αίμα του Χρι­στού και βγά­ζεις από μέσα ό,τι βρώ­μι­κο, ό,τι βορ­βο­ρώ­δες. «Όχι», λέει ο από­στο­λος Παύ­λος σε μία άλλη του επι­στο­λή, «πς λόγος σαπρς (: κάθε σάπιος λόγος) κ το στό­μα­τος μν μ κπο­ρευέ­σθω - σάπια είναι τα λόγια τα βρώ­μι­κα- (: κάθε σάπιος λόγος απ’ το στό­μα σας να μην βγαί­νει) λλ᾿ ε τις γαθς (:μόνο καλά λόγια να βγαί­νουν) πρς οκοδομν τς χρεί­ας(:για να οικο­δο­μή­σει, να ωφε­λή­σει την στιγ­μή εκεί­νη, την ανάγ­κη της παρού­σης εκεί­νης στιγ­μής) να δ χάριν τος κού­ου­σι(:για να δώσει χάρη, να δώσει ωφέ­λεια, να δώσει ομορ­φιά, ευχα­ρί­στη­ση σε εκεί­νους που ακούν)». Διό­τι εκεί­νος που θέλει να ακού­ει βρώ­μι­κα πράγ­μα­τα, δεν έχει μόνο διε­στραμ­μέ­νο στό­μα· και διε­στραμ­μέ­να αυτιά. Κάπο­τε οι ίδιοι οι άνθρω­ποι που λένε βρώ­μι­κα πράγ­μα­τα, έχουν διε­στραμ­μέ­να αυτιά και θέλουν να ακούν τα ίδια τους τα λόγια. Έτσι, χον­τρά χον­τρά. Χον­τροί άνθρω­ποι που ‑σκέ­πτε­ται κανείς- λεί­πει κάθε καλ­λιέρ­γεια. Είναι φοβε­ρό πράγ­μα. Αγα­πη­τοί μου, είτε μόνοι μας είμα­στε, είτε με πολύ οικεί­ους μας, είτε με ευρύ κοι­νό, να έχο­με καθα­ρό στό­μα. Και έτσι το στό­μα μας, όταν είναι καθα­ρό θα βγά­ζει και πάν­το­τε αγα­θά πράγ­μα­τα. Απ΄ την καρ­διά μας, όταν κι αυτή είναι καθα­ρή, θα βγαί­νουν από το στό­μα πάν­το­τε καθα­ρά πράγ­μα­τα.

Αλλά ας κλεί­σου­με, αγα­πη­τοί. Λέει ο Κύριος, λέγει εδώ ο από­στο­λος Παύ­λος, «ἀπεκ­δυ­σά­με­νοι τὸν παλαιὸν ἄνθρω­πον σὺν ταῖς πρά­ξε­σιν αὐτοῦ». «Ελά­τε, λοι­πόν», λέγει, «ελά­τε να γδυ­θού­με τον παλιόν άνθρω­πον μαζί με τις πρά­ξεις του. Μην κοι­τά­ζο­με να διορ­θώ­σου­με αυτό ή εκεί­νο, σε ένα ρού­χο που είναι βρώ­μι­κο, έχει τρύ­πες. Δεν καθό­μα­στε εκεί να το πλύ­νο­με σε μιαν ακρί­τσα. Το βγά­ζο­με ολό­κλη­ρο. Έτσι, βγάλ­τε τα όλα αυτά, βγάλ­τε τα όλα. Γίνε­τε και­νού­ριοι άνθρω­ποι. Όχι μπα­λω­μέ­νοι, αλλά και­νού­ριοι άνθρω­ποι». Και «ε τις ν Χριστ καιν κτί­σις», λέγει ο Από­στο­λος Παύ­λος. «Όποιος είναι μες στον Χρι­στό είναι και­νού­ρια δημιουρ­γία». Έτσι, αν κάπο­τε συνει­δη­το­ποι­ή­σο­με ότι η ζωή μας είναι κρυμ­μέ­νη μες στον Χρι­στό και ότι θα φανε­ρω­θεί όταν κι Εκεί­νος θα φανε­ρω­θεί, τότε αναμ­φι­σβή­τη­τα, αγα­πη­τοί μου, θα καθα­ρί­ζο­με τον εαυ­τόν μας, θα νεκρώ­νο­με τα σαρ­κι­κά μας πάθη, θα απο­θέ­το­με τα ψυχι­κά μας αμαρ­τή­μα­τα και θα γδυ­νό­μα­στε διαρ­κώς τον παλιόν άνθρω­πο, για να ντυ­νό­με­θα τον και­νού­ριο, τον ανα­και­νι­σμέ­νο, τον ν Χριστ ησο.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή  μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

ψηφιο­ποί­η­ση της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας και επι­μέ­λεια:

Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση ομι­λί­ας δια χει­ρός του αξιο­τί­μου κ. Αθα­να­σί­ου Κ.

  • http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_213.mp3



 

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ”)

Ο παλαιός ἄνθρω­πος

«…Ἀπεκ­δυ­σά­με­νοι τὸν παλαιὸν ἄνθρω­πον σὺν ταῖς πρά­ξε­σιν αὐτοῦ καὶ ἐνδυ­σά­με­νοι τὸν νέον» (Κολ. 3,9–10)

ΣΤΗΝ ἀπο­στο­λι­κὴ περι­κο­πή, ποὺ δια­βά­στη­κε σήμε­ρα σ ̓ ὅλους τοὺς ναούς τῆς Ὀρθο­δό­ξου Ἐκκλη­σί­ας, ὁ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος μιλά­ει γιὰ δυὸ ἀνθρώ­πους· ὁ ἕνας εἶνε «ὁ παλαιός» (Κολ. 3,9), ὁ ἄλλος εἶνε «ὁ νέος» (ε.α. 3,10). Ἔτσι τοὺς ὀνο­μά­ζει. Μὲ ποιόν, παρα­κα­λῶ, ἀπ’ τοὺς δύο μοιά­ζου­με, μὲ τὸν παλαιὸ ἢ μὲ τὸ νέο; Ἀλλὰ πρὶν ἀπαν­τή­σου­με στὸ ἐρώ­τη­μα αὐτὸ πρέ­πει νὰ δώσου­με κάποια ἑρμη­νεία σ ̓ αὐτὲς τὶς δυὸ λέξεις ποὺ ἀνα­φέ­ρει ὁ Ἀπό­στο­λος.

«Παλαιὸς» — «νέος». Μὴ νομί­σε­τε, ὅτι οἱ λέξεις αὐτὲς ἔχουν σχέ­σι μὲ τὴν ἡλι­κία. Μπο­ρεῖ νὰ εἶνε ἕνας πολὺ ἡλι­κιω­μέ­νος, γέρος 80 ή 90 χρο­νῶν, κι ὅμως νὰ εἶνε νέος. Καὶ πάλι μπο­ρεῖ ἕνας νὰ εἶνε νέος στὴν ἡλι­κία, πάνω σ ̓ ὅλη τὴν ἀκμὴ τῆς νεό­τη­τος, κι ὅμως νὰ εἶνε παλαιός. Τί εἶνε ἄρα­γε ἐκεῖ­νο ποὺ τὸν ἕνα ἄνθρω­πο τὸν κάνει παλαιό, καὶ τὸν ἄλλο τὸν κάνει νέο;

«Παλαιὸς ἄνθρω­πος»! Στὴ δημο­τι­κὴ γλῶσ­σα λέγε­ται παλιάν­θρω­πος. Παλιάν­θρω­πος; Τόλ­μη­σε νὰ πῆς ἕναν ἄλλον ἄνθρω­πο παλιάν­θρω­πο, καὶ θὰ δῇς τί θὰ γίνῃ· θὰ θυμώ­σῃ, θὰ ἐξα­γριω­θῇ καὶ θὰ σοῦ κάνῃ μήνυ­σι. Κι αὐτὸ θὰ εἶνε τὸ λιγώ­τε­ρο. Για­τὶ ὑπάρ­χουν καὶ χει­ρό­τε­ρα· ὑπάρ­χει περί­πτω­σι πού, ὅταν κάποιος ἄκου­σε νὰ τὸν λένε παλιάν­θρω­πο, πῆρε πιστό­λι καὶ σκό­τω­σε αὐτὸν ποὺ τὸν εἶπε ἔτσι. Κάθε ἄνθρω­πος ἔχει μεγά­λη ιδέα γιὰ τὸν ἑαυ­τό του καὶ δὲν ἐπι­τρέ­πει νὰ τὸν ὀνο­μά­ζουν ἔτσι. Ἐγὼ παλιάν­θρω­πος; σοῦ λέει. Πρέ­πει νὰ πλύ­νῃς τὸ στό­μα σου μὲ ῥοδό­στα­μο γιὰ ν’ ἀνα­φέ­ρῃς τὸ ὄνο­μά μου… Καὶ ὁ πιὸ διε­φθαρ­μέ­νος ἄνθρω­πος ὑπε­ρα­σπί­ζει τὴν τιμὴ τοῦ ὀνό­μα­τός του. Ἄτι­μο καὶ παλιάν­θρω­πο δὲν θέλει κανέ­νας νὰ τὸν ὀνο­μά­σουν. Καθέ­νας, καὶ μάλι­στα αὐτὸς ποὺ εἶνε οἰκο­γε­νειάρ­χης, θέλει ν’ ἀφή­σῃ στὰ παι­διά του καὶ στὰ ἐγγό­νια του καλὸ ὄνο­μα. Για­τί τὸ καλὸ ὄνο­μα ζυγί­ζει παρα­πά­νω ἀπὸ ἕνα τόν­νο χρυ­σά­φια καὶ δια­μάν­τια. Τὸ καλὸ ὄνο­μα εἶνε θησαυ­ρὸς ἀνε­κτί­μη­τος.

«Παλαιὸς ἄνθρω­πος»! Καὶ ὅμως, ἀγα­πη­τοί μου παρ’ ὅλη τὴν καλω­σύ­νη ποὺ δεί­χνουν ἐξω­τε­ρι­κῶς πολ­λοὶ ἄνθρω­ποι, καὶ γιὰ τὴν ἐξω­τε­ρι­κὴ αὐτὴ καλω­σύ­νη καὶ εὐγέ­νεια ὀνο­μά­ζον­ται καλοὶ ἄνθρω­ποι, ὑπάρ­χει στο βάθος πολ­λή κακία καὶ δια­φθο­ρά. Ο «παλαιὸς ἄνθρω­πος» εἶνε κρυμ­μέ­νος στὴν καρ­διὰ κάθε ἀνθρώ­που. Ὁ ἄνθρω­πος, κι αὐτὸς ἀκό­μα ποὺ ὀνο­μά­ζε­ται καλός, μοιά­ζει μ’ ἕνα πηγά­δι πολὺ βαθύ, ποὺ στὴν ἐπι­φά­νειά του φαί­νε­ται καθα­ρό· ἂν ὅμως πάρῃς ἕνα κου­βᾶ κι ἀρχί­σῃς νὰ τὸ ἀδειά­ζῃς καὶ φτά­σῃς στὸν πάτο, τότε θὰ δῇς πόση ἀκα­θαρ­σία ἦταν κρυμ­μέ­νη στο βάθος τοῦ πηγα­διοῦ. Ἔτσι εἶνε κι ὁ ἄνθρω­πος· ἀπ ̓ ἔξω φαί­νε­ται καλός, ἀλλὰ μέσα στὴν καρ­διά του, ποὺ τὴ βλέ­πει μόνο ὁ Θεός, πόση δια­φθο­ρὰ καὶ κακία εἶνε κρυμ­μέ­νη! Μόνο ὅσοι δὲν πῆραν ποτέ στὰ χέρια τους τὸ Εὐαγ­γέ­λιο καὶ δὲν τὸ ἔκα­ναν καθρέ­φτη γιὰ νὰ δοῦν σ’ αὐτὸν τὴν κακία καὶ τὴ δια­φθο­ρά τους, μόνο αὐτοί, ἐνῷ τὸ πρό­σω­πό τους εἶνε γεμᾶ­το μου­τζοῦ­ρες, μπο­ροῦν νὰ λένε, ὅτι εἶνε καθα­ροὶ καὶ ἅγιοι κι ὅτι σ ̓ αὐτοὺς δὲν ται­ριά­ζει ἡ ὀνο­μα­σία «παλαιὸς ἄνθρω­πος». Ὅσοι ὅμως δια­βά­ζουν τὸ Εὐαγ­γέ­λιο καὶ βλέ­πουν σε ποιό ὕψος ἀρε­τῆς θέλει ὁ Χρι­στὸς τὸν ἄνθρω­πο, κ’ ἐξε­τά­ζουν τὸν ἑαυ­τό τους καὶ βλέ­πουν πόσο μακριὰ εἶνε ἀπ ̓ τὸ ἰδα­νι­κό μιᾶς ἁγί­ας ζωῆς ποὺ κήρυ­ξε καὶ ἔζη­σε ὁ Χρι­στός, μόνο αὐτοὶ ἔχουν τὸ «γνῶ­θι σαυ­τόν», καὶ συμ­φω­νοῦν μὲ τὸν Παῦ­λο, καὶ συν­τε­τριμ­μέ­νοι ἀπ’ τὴ συναί­σθη­σι τῆς ἁμαρ­τω­λό­τη­τός τους γονα­τί­ζουν καὶ παρα­κα­λοῦν τὸ Θεό, νὰ ξερ­ρι­ζώ­σῃ ἀπὸ μέσα τους τὸ δέν­τρο τῆς ἁμαρ­τί­ας μὲ τὰ πολ­λὰ κλα­διά, καὶ νὰ φυτέ­ψῃ μέσα στην καρ­διά τους τὸ νέο δέν­τρο τῆς ἀρε­τῆς καὶ τῆς πίστε­ως.

* * *

«Παλαιὸς ἄνθρω­πος»! Ὁ ἄνθρω­πος, ὅπως καὶ ἄλλο­τε μᾶς δόθη­κε ἀφορ­μὴ νὰ κηρύ­ξου­με, δὲν εἶνε ὅπως βγῆ­κε ἀπ’ τὰ χέρια τοῦ Δημιουρ­γοῦ. Ὁ ἄνθρω­πος, ὅπως τὸν ἔπλα­σε ὁ Θεός, ἦταν ἕνα ἔξο­χο δημιούρ­γη­μα· ἦταν σὰν ἄγγε­λος, καὶ διέ­φε­ρε ἀπ’ τοὺς ἀγγέ­λους μόνο στὸ ὅτι εἶχε σῶμα. Κακία μέσα του δὲν ὑπῆρ­χε. Τὰ ἔβλε­πε ὅλα μὲ ἀθῳ­ό­τη­τα. Ἦταν ὑγι­ὴς κατὰ πάν­τα. Καὶ δὲν θὰ πέθαι­νε ποτέ. Αὐτός ἦταν ὁ ἄνθρω­πος ὅπως βγῆ­κε ἀπ’ τὰ χέρια τοῦ Θεοῦ. Ἀλλ’ ἀλλοί­μο­νο! Μέσα στὸν ἄνθρω­πο, ἀπὸ δική του ἀπρο­σε­ξία, μπῆ­κε τὸ πρῶ­το μικρό­βιο, που γέν­νη­σε ὅλα τὰ ἑκα­τομ­μύ­ρια τῶν μικρο­βί­ων ποὺ προ­ξέ­νη­σαν καὶ προ­ξε­νοῦν τόση κατα­στρο­φὴ στὸν κόσμο. Καὶ τὸ πρῶ­το μικρό­βιο εἶνε αὐτὸ ποὺ ἡ Γρα­φὴ ὀνο­μά­ζει «ἁμαρ­τία». Ἡ ἁμαρ­τία ἔβγα­λε τὸν ἄνθρω­πο ἀπὸ τὸν παρά­δει­σο. Αὐτή ἔρρι­ξε τὸν ἄνθρω­πο ἄρρω­στο στο κρε­βά­τι. Αὐτή ἔφε­ρε τὸν πόνο καὶ τὰ δάκρυα στον κόσμο. Αὐτή ἔσπρω­ξε τον Κάιν νὰ σκο­τώ­σῃ τὸν ἀδελ­φό του. Αὐτή ὅπλι­σε καὶ ὁπλί­ζει τοὺς ἀνθρώ­πους με μαχαί­ρια καὶ τσε­κού­ρια καὶ μὲ ἄλλα ἀκό­μη πιὸ φοβε­ρὰ ὅπλα, γιὰ νὰ σκο­τώ­νων­ται, ἀντὶ νὰ ζοῦν ὅλοι ἀγα­πη­μέ­νοι σὰν παι­διὰ τοῦ Θεοῦ. Αὐτή, ναὶ ἡ ἁμαρ­τία, ἄλλα­ξε τὸν ἄνθρω­πο, κατέ­στρε­ψε τὴν ἀγγε­λι­κὴ ὀμορ­φιά ποὺ εἶχε, τὸν γέμι­σε μὲ ῥυτί­δες καὶ πλη­γές, τὸν ἔκα­νε ἀγνώ­ρι­στο, ὥστε οἱ ἄγγε­λοι, ποὺ τὸν ἔβλε­παν σ ̓ αὐτὴ τὴν ἀθλία κατά­στα­σι, νὰ λένε· Αὐτὸς εἶνε ὁ ἄνθρω­πος ποὺ βγῆ­κε ἀπ’ τὰ χέρια τοῦ Θεοῦ;… Αὐτὸν τὸν ἄνθρω­πο τῆς κακί­ας καὶ ἀθλιό­τη­τος καὶ δια­φθο­ρᾶς ἔχει ὑπ’ ὄψι του καὶ ὁ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος, ὅταν ὀνο­μά­ζῃ τὸν ἄνθρω­πο «παλαιόν» (ἔ.ά.).

«Παλαιὸς ἄνθρω­πος»! Ξέρε­τε πῶς μοιά­ζει ὁ παλαιὸς ἄνθρω­πος; Υπο­θέ­στε, ὅτι ἕνας γλύ­πτης κάνει ἀπὸ καθα­ρό μπροῦν­τζο ἕνα ἄγαλ­μα. Τὸ ἄγαλ­μα εἶνε ὡραῖο, εἶνε τέλειο. Ὅταν ἔγι­ναν τὰ ἀπο­κα­λυ­πτή­ριά του ὅλοι τὸ θαύ­μα­σαν. Οἱ ἀκτῖ­νες τοῦ ἥλιου, ποὺ ἔπε­φταν πάνω του, τὸ ἔκα­ναν ν’ ἀστρά­φτῃ. Ἀλλ ̓ ἀπὸ τότε ποὺ τὸ ἔστη­σαν μέχρι σήμε­ρα περά­σα­νε δυὸ καὶ τρεῖς χιλιά­δες χρό­νια. Βάρ­βα­ροι το γκρέ­μι­σαν ἀπ ̓ τὴ θέσι του. Τὸ ἄγαλ­μα, ἐγκα­τα­λε­λειμ­μέ­νο, σκε­πά­στη­κε ἀργό­τε­ρα ἀπ’ τὰ χώμα­τα καὶ τὶς ἀκα­θαρ­σί­ες. Χρό­νια, αἰῶ­νες, ἦταν ἐκεῖ θαμ­μέ­νο. Ἦρθε ὅμως κάποιος, ἔσκα­ψε και το βρῆ­κε. Ἦταν σὲ ἀθλία κατά­στα­σι· τίπο­τε δεν θύμι­ζε την πρώ­τη του δόξα. Ἀλλ’ ὁ τεχνί­της και τεχνί­της ἀπα­ρά­μιλ­λος ἦταν αὐτὸς ποὺ τὸ ἀνέ­συ­ρε— δὲν ἀπελ­πί­στη­κε. Τὸ πῆρε, τὸ ἔρρι­ξε μέσα στὸ καμί­νι, τὸ ἔλειω­σε, κι ἀπὸ τὸ ἴδιο ὑλι­κὸ ἔκα­νε πάλι τὸ ἄγαλ­μα, ποὺ ἦταν χίλιες φορὲς ὡραιό­τε­ρο ἀπὸ τὸ πρῶ­το.

Μὲ κατα­λά­βα­τε τί θέλω νὰ πῶ μὲ τὸ παρά­δειγ­μα αὐτό; Παρα­βο­λι­κῶς σᾶς μίλη­σα. Ἄγαλ­μα εἶνε ὁ ἄνθρω­πος· ἄγαλ­μα ἔξο­χο, ἄγαλ­μα ὄχι ἄψυ­χο ἀλλ ̓ ἔμψυ­χο, ἄγαλ­μα μὲ νοῦ καὶ καρ­διά. Ἕνα ἄγαλ­μα κάποιος τὸ κάνει. Ἀλλὰ τὸ ἄγαλ­μα αὐτὸ ποὺ λέγε­ται ἄνθρω­πος ποιός τὸ ἔκα­νε; Ὁ Θεός τὸ ἔκα­νε. Ὅποιος πῇ, ὅτι ἔτσι φύτρω­σε, δὲν εἶνε στὰ λογι­κά του. Τὸ ἄγαλ­μα τὸ κάνει ὁ γλύ­πτης τὸν ἄνθρω­πο τὸν ἔκα­νε ὁ μέγας καλ­λι­τέ­χνης ποὺ λέγε­ται Θεός. Τὰ ἀγάλ­μα­τα τὰ τρώ­ει ἡ σκου­ριά, τὰ κατα­στρέ­φουν οἱ βάρ­βα­ροι. Καὶ τὸν ἄνθρω­πο; Τὸν κατα­στρέ­φει ἡ σκου­ριὰ τῆς ἁμαρ­τί­ας καὶ τὰ βαρ­βα­ρι­κὰ πάθη. Αγνώ­ρι­στος πιὰ κατήν­τη­σε ὁ ἄνθρω­πος.

Ε, αὐτὸ τὸν ἄνθρω­πο, τὸν κακὸ καὶ διε­φθαρ­μέ­νο, τὸ φονιᾶ καὶ τὸν ἐγκλη­μα­τία, τὸν πόρ­νο καὶ τὸ μοι­χό, τὸν γεμᾶ­το ἀπὸ κακί­ες καὶ πάθη, αὐτὸ τὸν ἄνθρω­πο, τὸν «παλαιὸν ἄνθρω­πον» (ε.α.), ἦρθε ὁ Χρι­στός, ὁ Θεῖ­ος καλ­λι­τέ­χνης, τὸν πῆρε, τὸν ἔρρι­ξε μέσα στὸ φλο­γε­ρὸ καμί­νι τῆς ἀγά­πης του, καὶ ἀπὸ κεῖ μέσα ὁ παλαιὸς ἄνθρω­πος, ὁ φονιᾶς καὶ ὁ λῃστής, βγῆ­κε νέος ἄνθρω­πος, βγῆ­κε ἅγιος. Κι ὁ κόσμος εἶδε καὶ θαύ­μα­σε καὶ εἶπε· Μόνο ὁ Χρι­στὸς ἔχει τὴ δύνα­μι νὰ παίρ­νῃ τὰ παλιὰ πράγ­μα­τα καὶ νὰ τὰ κάνῃ νέα· νὰ παίρ­νῃ τὰ κάρ­βου­να καὶ νὰ τὰ κάνῃ δια­μάν­τια ̇ νὰ παίρ­νῃ τὴ σκου­ριὰ καὶ νὰ τὴν κάνῃ χρυ­σά­φι. Σ’ αὐτόν, τὸ Χρι­στό, τὸ Δημιουρ­γὸ τοῦ παν­τός, τὸν σοφὸ Καλ­λι­τέ­χνη, τιμὴ καὶ δόξα εἰς τοὺς αἰῶ­νας. Αμήν.

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek