ΚΥΡΙΑΚΗ Λ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ

Αποστολική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ Λ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ — ΚΟΛ. (Γ΄ 12 — 16)

Προς Κολοσ­σα­είς, κεφά­λαιο Γ΄, εδά­φια 12–16

12 ᾿Ενδύ­σα­σθε οὖν, ὡς ἐκλε­κτοὶ τοῦ Θεοῦ ἅγιοι καὶ ἠγα­πη­μέ­νοι, σπλάγ­χνα οἰκτιρ­μοῦ, χρη­στό­τη­τα, ταπει­νο­φρο­σύ­νην, πρᾳ­ό­τη­τα, μακρο­θυ­μί­αν, 13 ἀνε­χό­με­νοι ἀλλή­λων καὶ χαρι­ζό­με­νοι ἑαυ­τοῖς ἐάν τις πρός τινα ἔχῃ μομ­φήν· καθὼς καὶ ὁ Χρι­στὸς ἐχα­ρί­σα­το ὑμῖν, οὕτω καὶ ὑμεῖς· 14 ἐπὶ πᾶσι δὲ τού­τοις τὴν ἀγά­πην, ἥτις ἐστὶ σύν­δε­σμος τῆς τελειό­τη­τος. 15 καὶ ἡ εἰρή­νη τοῦ Θεοῦ βρα­βευέ­τω ἐν ταῖς καρ­δί­αις ὑμῶν, εἰς ἣν καὶ ἐκλή­θη­τε ἐν ἑνὶ σώμα­τι· καὶ εὐχά­ρι­στοι γίνε­σθε· 16 ὁ λόγος τοῦ Χρι­στοῦ ἐνοι­κεί­τω ἐν ὑμῖν πλου­σί­ως, ἐν πάσῃ σοφίᾳ διδά­σκον­τες καὶ νου­θε­τοῦν­τες ἑαυ­τοὺς ψαλ­μοῖς καὶ ὕμνοις καὶ ᾠδαῖς πνευ­μα­τι­καῖς, ἐν χάρι­τι ᾄδον­τες ἐν τῇ καρ­δίᾳ ὑμῶν τῷ Κυρίῳ.

12 Ενδυ­θή­τε, λοι­πόν, σαν εκλε­κτοί του Θεού, αγια­σμέ­νοι και αγα­πη­μέ­νοι από τον Θεόν, καρ­δί­αν ευσπλαγ­χνι­κήν και πονε­τι­κήν, αγα­θό­τη­τα και καλω­σύ­νην, ταπει­νο­φρο­σύ­νην, πρα­ό­τη­τα, μεγα­λο­καρ­δί­αν. 13 Να ανέ­χε­σθε με αγά­πην ο ένας του άλλου τας αδυ­να­μί­ας, να χαρί­σε­σθε μετα­ξύ σας και να αλλη­λο­συγ­χω­ρή­σθε, εάν τυχόν κανέ­νας έχη εναν­τί­ον άλλου κάποιον δικαιο­λο­γη­μέ­νην δυσα­ρέ­σκειαν και αφορ­μήν κατη­γο­ρί­ας. Οπως ο Χρι­στός εχα­ρί­σθη εις σας και σας συνε­χώ­ρη­σε, έτσι και σεις να συγ­χω­ρή­τε ο ένας τον άλλον. 14 Παρά πάνω δε από όλα αυτά να ενδυ­θή­τε και να κάμε­τε κτή­μα της ψυχής σας την αγά­πην, η οποία συν­δέ­ει εις ένα τέλειον σύνο­λον όλας τας αρε­τάς. 15 Και η ειρή­νη του Θεού ας βασι­λεύη μέσα σας και ας απο­τε­λή το συνε­χές βρα­βεί­ον των καρ­διών σας. Εις αυτήν άλλω­στε την ειρή­νην έχε­τε κλη­θή από τον Θεόν, ώστε να γίνε­τε ένα πνευ­μα­τι­κόν σώμα. Προ­σπα­θεί­τε δε ακό­μα να γίνε­σθε ευχά­ρι­στοι μετα­ξύ σας και προς τους άλλους, σύμ­φω­να πάν­το­τε με το θέλη­μα του Θεού. 16 Η διδα­σκα­λία του Χρι­στού ας κατοι­κή μέσα σας πλου­σία, με κάθε σύνε­σιν και σοφί­αν. Να διδά­σκε­τε δε και να συμ­βου­λεύ­ε­τε ο ένας τον άλλον με ψαλ­μούς και με ύμνους και με πνευ­μα­τι­κάς ωδάς, υμνο­λο­γούν­τες και ευχα­ρι­στούν­τες τον Κυριον με όλην σας την καρ­δί­αν.

12 Σαν εκλε­κτοί λοι­πόν του Θεού που είστε και αγια­σμέ­νοι και αγα­πη­μέ­νοι του, απο­κτή­στε και ντυ­θεί­τε καρ­διά συμ­πο­νε­τι­κή και σπλα­χνι­κή, αγα­θή και ευερ­γε­τι­κή διά­θε­ση, ταπει­νο­φρο­σύ­νη, πρα­ό­τη­τα, μακρο­θυ­μία. 13 Να ανέ­χε­στε ο ένας τις αδυ­να­μί­ες του άλλου και να συγ­χω­ρεί­τε ο ένας τον άλλο, εάν έχει κανείς παρά­πο­νο εναν­τί­ον του άλλου. Όπως κι ο Χρι­στός σας έκα­νε χάρη και σας συγ­χώ­ρη­σε, έτσι και εσείς να συγ­χω­ρεί­τε ο ένας τον άλλο. 14 Και πάνω απ’ όλα αυτά να ντυ­θεί­τε την αγά­πη, η οποία σαν κρί­κος δένει μαζί όλες τις αρε­τές σε τέλειο σύνο­λο. 15 Και η ειρή­νη που δίνει ο Θεός ας επι­στα­τεί κι ας κυριαρ­χεί μέσα στις καρ­διές σας. Γι’ αυτήν την ειρή­νη εξάλ­λου προ­σκλη­θή­κα­τε, ώστε να γίνε­τε ένα σώμα. Προ­σπα­θεί­τε ακό­μη να γίνε­στε και ευχά­ρι­στοι μετα­ξύ σας. 16 Ο λόγος και η διδα­σκα­λία του Ιησού Χρι­στού ας παρα­μέ­νει μέσα σας πλού­σια, για να έχε­τε κάθε σοφία. Σ’ αυτό θα συν­τε­λέ­σει και το να διδά­σκε­τε και να συμ­βου­λεύ­ε­τε ο ένας τον άλλο με ψαλ­μούς και ύμνους και πνευ­μα­τι­κές ωδές, που θα ψάλ­λε­τε με την καρ­διά σας στον Κύριο και θα εκφρά­ζε­τε μ’ αυτές την ευχα­ρι­στία σας στο Θεό.

12 Ὡς ἐκλεγ­μέ­νοι ἀπὸ τὸ Θεό, ἀφιε­ρω­μέ­νοι σ’ αὐτὸν καὶ ἀγα­πη­μέ­νοι του ἐνδυ­θῆ­τε λοι­πὸν σπλαγ­χνι­κὰ αἰσθή­μα­τα, καλω­σύ­νη, ταπει­νο­φρο­σύ­νη, πρα­ό­τη­τα, μακρο­θυ­μία. 13 Nὰ ἀνέ­χε­σθε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, καὶ νὰ συγ­χω­ρῆ­τε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, ὅταν κανεὶς ἔχῃ κάτι εἰς βάρος ἄλλου. Ὅπως καὶ ὁ Xρι­στὸς σᾶς συγ­χώ­ρη­σε, ἔτσι καὶ σεῖς. 14 Πάνω δὲ ἀπ’ ὅλα ἐνδυ­θῆ­τε τὴν ἀγά­πη, ἡ ὁποία δένει τὸν ἄνθρω­πο μὲ τὴν τελειό­τη­τα. 15 Kαὶ ἡ εἰρή­νη τοῦ Θεοῦ ἂς πρυ­τα­νεύῃ στὶς καρ­διές σας. Γι’ αὐτὴν καὶ κλη­θή­κα­τε ὡς ἕνα σῶμα. Kαὶ νὰ γίνε­σθε εὐχά­ρι­στοι (μετα­ξύ σας). 16 Ὁ λόγος τοῦ Xρι­στοῦ νὰ κατοι­κῇ σὲ σᾶς πλου­σί­ως. Nὰ διδά­σκε­τε καὶ νὰ δια­φω­τί­ζε­τε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο μὲ κάθε σοφία. Mὲ ψαλ­μοὺς καὶ ὕμνους καὶ ᾠδὲς πνευ­μα­τι­κὲς νὰ ὑμνῆ­τε τὸν Kύριο ἀπὸ τὴν καρ­διά σας μὲ εὐγνω­μο­σύ­νη. 

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ”)

Ψυχα­γω­γία

«Ἐν πάσῃ σοφίᾳ διδά­σκον­τες καὶ νου­θε­τοῦν­τες ἑαυ­τοὺς ψαλ­μοῖς καὶ ὕμνοις καὶ ᾠδαῖς πνευ­μα­τι­καῖς, ἐν χάρι­τι ᾄδον­τες ἐν τῇ καρ­δίᾳ ὑμῶν τῷ Κυρίῳ» (Κολ. 3,16)

KΟΠΙΑΣΤΙΚΗ, ἀγα­πη­τοί μου, κοπια­στι­κὴ εἶνε ἡ ζωὴ στὸν κόσμο αὐτόν. Μὲ ἱδρῶ­τα, μερι­κὲς δὲ φορὲς καὶ μὲ αἷμα ἀκό­μη, βγαί­νει τὸ ψωμί. Καὶ παρ ̓ ὅλη τὴν πρό­ο­δο καὶ τὸν πολι­τι­σμὸ τῶν νεω­τέ­ρων ἐπο­χῶν, ποὺ βελ­τιώ­νει συνε­χῶς τὶς συν­θῆ­κες τοῦ βίου, ὁ κόπος καὶ ὁ ἱδρῶ­τας δὲν ἔπαυ­σαν νὰ συνο­δεύ­ουν τὴν ἀνθρώ­πι­νη ζωή. Κι οὔτε θὰ παύ­σουν νὰ τὴ συνο­δεύ­ουν μέχρι συν­τε­λεί­ας τοῦ αἰῶ­νος. «Ἐν λύπαις τέξῃ τέκνα» εἶπε ὁ Θεὸς στὴν Εὔα, καὶ «Ἐν ἱδρῶ­τι τοῦ προ­σώ­που σου φαγῇ τὸν ἄρτον σου» εἶπε στὸν Ἀδάμ, μετὰ τὴν παρα­κοὴ καὶ τὴν πτῶ­σι τους στὸν παρά­δει­σο (Γέν. 3,16,19).

Ἀλλ’ εἶνε ἀλή­θεια, ὅτι ἡ καρ­διὰ τοῦ ἀνθρώ­που δὲν ἀντέ­χει στην συνε­χῆ κατα­πό­νη­σι. Ἔχει ἀνάγ­κη ἀπὸ ὡρι­σμέ­να δια­λείμ­μα­τα. Ἔρχον­ται ὧρες, ποὺ χρειά­ζε­ται κάποια ἀνα­ψυ­χή. Θέλει ὁ ἄνθρω­πος νὰ λησμο­νή­σῃ γιὰ λίγο τις δυσκο­λί­ες καὶ τὴ θλῖ­ψί του, ν ̓ ἀνα­παυ­θῇ ἀπὸ τὸν κόπο καὶ τὸν ἱδρῶ­τά του. Θέλει αὐτὸ ποὺ οἱ ἄνθρω­ποι λένε ψυχα­γω­γία. Αναγ­καία λοι­πὸν ἡ ψυχα­γω­γία.

Ἴσως ὅμως κάποιος ἐρω­τή­σῃ ̇ Ποιά εἴδη ψυχα­γω­γί­ας ὑπάρ­χουν;

Ψυχα­γω­γία εἶνε πρῶ­τα — πρῶ­τα ἡ δια­κο­πὴ ἀπὸ τὴν κοπια­στι­κὴ ἐργα­σία, ἡ ἀνά­παυ­σις, ἡ ἄνε­σις, ἡ χαλά­ρω­σις. Καὶ μόνο αὐτὸ ἂν γίνῃ, καὶ μόνο λίγον ὕπνο ἂν ἀπο­λαύ­σῃ ὁ κου­ρα­σμέ­νος ἄνθρω­πος, φτά­νει. Οἱ δυνά­μεις του ἀνα­νε­ώ­νον­ται.

Ψυχα­γω­γία ἔπει­τα εἶνε ἡ ἱκα­νο­ποί­η­σις ἀνω­τέ­ρων κλί­σε­ων τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώ­που. Διό­τι πέρα ἀπὸ τὸ φαγη­τὸ καὶ τὶς ἄλλες ὑλι­κὲς ἀνάγ­κες, ὁ ἄνθρω­πος ἔχει καὶ ψυχι­κὲς ἢ πνευ­μα­τι­κὲς ἀνάγ­κες, ποὺ ζητοῦν ἱκα­νο­ποί­η­σι. Τέτοιες ανάγ­κες εἶνε λ.χ. τὸ ν’ ἀλλά­ξῃ παρα­στά­σεις καὶ περι­βάλ­λον, τὸ νὰ βγῇ ἕνα περί­πα­το ἔξω στὴ φύσι, ν’ ἀντι­κρύ­σῃ ἕνα τοπίο στην ξηρὰ ἢ στὴ θάλασ­σα, τὸ νὰ ἔχῃ μιὰ εὐχά­ρι­στη συνάν­τη­σι ἢ νὰ συμ­με­τά­σχῃ σὲ μιὰ συγ­κέν­τρω­σι ἀνθρώ­πων ποὺ ἀγα­πᾷ, τὸ ν ̓ ἀκού­σῃ μιὰ ὁμι­λία, τὸ ν’ ἀπο­λαύ­σῃ λίγη μου­σι­κὴ ἢ ἕνα μεγα­λειῶ­δες θέα­μα, κ.ἄ.. Ὅλα αὐτὰ τοῦ προ­σφέ­ρουν ἀνα­ψυ­χή.

Οἱ ψυχο­λό­γοι κατα­τάσ­σουν ἀκό­μη στὴν ψυχα­γω­γία καὶ τὴν εὐχά­ρι­στη ἀπα­σχό­λη­σι τῶν δυνά­με­ών μας, ψυχι­κῶν καὶ σωμα­τι­κῶν. Τὸ ν’ ἀσχο­λη­θῇ λ.χ. ὁ ἄνδρας μ’ ἕνα παι­χνί­δι ἢ ἄθλη­μα. Τὸ νὰ δια­θέ­σῃ τὸν ἐλεύ­θε­ρο χρό­νο του, ἐρα­σι­τε­χνι­κῶς, στην καλ­λιέρ­γεια τῆς γῆς, περι­ποιού­με­νος ἕνα μικρὸ κῆπο. Τὸ ν’ ἀσχο­λη­θῇ μὲ τὰ οἰκό­σι­τα ζῷα. Τὸ νὰ ἐπι­δο­θῇ σὲ κάποια κατα­σκευή, ἕνα χει­ρο­τέ­χνη­μα ἢ καλ­λι­τέ­χνη­μα (ξυλουρ­γι­κή, ζωγρα­φι­κή, διά­φο­ρες συλ­λο­γές, συν­τη­ρή­σεις πολυ­τί­μων ἀντι­κει­μέ­νων, ἐκ- μάθη­σι μου­σι­κοῦ ὀργά­νου κ.τ.λ.). Ἢ ἡ γυναί­κα ν’ ἀσχο­λη­θῇ π.χ. μὲ πλέ­ξι­μο, κέν­τη­μα, περι­ποί­η­σι ἀνθο­κή­που κ.τ.λ.. Ὅλα αὐτά, μολο­νό­τι χρειά­ζον­ται κόπο, ἐν τού­τοις δὲν κου­ρά­ζουν. Αντι­θέ­τως, δημιουρ­γοῦν εὐχα­ρί­στη­σι, εὐθυ­μία, δια­σκέ­δα­σι.

Καὶ αὐτὰ μὲν λένε οἱ ψυχο­λό­γοι. Ἐμεῖς ὅμως, βλέ­πον­τας τὸ θέμα τῆς ψυχα­γω­γί­ας ἀπὸ τὴν πλευ­ρὰ τῆς διδα­σκα­λί­ας τῆς Ἐκκλη­σί­ας μας, θὰ προ­σθέ­σου­με κάτι ἀκό­μη. Γνω­ρί­ζον­τας, ὅτι πηγὴ τῆς λύπης καὶ τῆς ἀθυ­μί­ας εἶνε ἡ ἁμαρ­τία, λέμε ὅτι, γιὰ ν’ ἀπο­φύ­γῃ κανεὶς τὴ δυσά­ρε­στη αὐτὴ ψυχι­κή κατά­στα­σι, πρέ­πει κυρί­ως νὰ μεί­νῃ μα- κριὰ ἀπὸ τὴν ἁμαρ­τία. Ὅποιος μάλι­στα θέλει, ὄχι ἁπλῶς ν ̓ ἀπο­φύ­γῃ τὴν ἀθυ­μία ἀλλὰ καὶ νὰ ψυχα­γω­γη­θῇ ἀλη­θι­νά, νὰ αἰσθαν­θῇ δηλα­δὴ χαρὰ καὶ ἀγαλ­λί­α­σι, αὐτὸς δὲν ἔχει παρὰ νὰ δια­θέ­σῃ χρό­νο, χρῆ­μα καὶ δυνά­μεις γιά τό Θεό, γιὰ τὴν ἀγά­πη καὶ ἐξυ­πη­ρέ­τη­σι τοῦ πλη­σί­ον. Ἡ χαρὰ αὐτῆς τῆς προ­σφο­ρᾶς διώ­χνει κάθε κατή­φεια και μελαγ­χο­λία.

Ἀπὸ ὅσα προ­η­γή­θη­καν βλέ­που­με ὅτι, λέγον­τας ψυχα­γω­γία, δὲν ἐννο­οῦ­με τὴν κατά­στα­σι ἐκεί­νη, ὅπου ὁ ἄνθρω­πος χάνει τὸν ἔλεγ­χο τοῦ ἑαυ­τοῦ του καὶ κάνει πράγ­μα­τα παρά­λο­γα, βλα­βε­ρά, ἁμαρ­τω­λά. Ἐννο­οῦ­με γαλή­νη τῆς ψυχῆς, ἀνα­νέ­ω­σι τῶν δυνά­με­ων, εὐπρε­πῆ χαρά, πνευ­μα­τι­κή τόνω­σι.

* * *

Μετὰ ἀπ’ αὐτὰ ἂς δοῦ­με τώρα καὶ μὲ ποιούς συγ­κε­κρι­μέ­νους τρό­πους, σύμ­φω­να μὲ τὴν ἁγία Γρα­φὴ καὶ τοὺς πατέ­ρας τῆς Ἐκκλη­σί­ας, μπο­ρεῖ ἕνας χρι­στια­νὸς νὰ ψυχα­γω­γη­θῇ σήμε­ρα.

Ὁ πρῶ­τος καὶ ἁπλού­στε­ρος τρό­πος εἶνε ἡ παῦ­σις ἀπὸ τὴν ἐργα­σία καὶ ἡ ἀνά­παυ­σις ἀπὸ τὸν κόπο. Όλοι γνω­ρί­ζου­με, ὅτι ὁ Θεός, ἀφοῦ μέσα σὲ ἕξι ἡμέ­ρες ὡλο­κλή­ρω­σε τὴ δημιουρ­γία τοῦ κόσμου, τὴν ἑβδό­μη ἡμέ­ρα στα­μά­τη­σε νὰ δημιουρ­γῇ. «Καὶ εὐλό­γη­σεν ὁ Θεὸς τὴν ἡμέ­ραν τὴν ἑβδό­μην καὶ ἡγί­α­σεν αὐτήν» (Γέν. 2,3). Στα­μά­τη­σε ὁ Θεός· ἄρα καὶ ὁ ἄνθρω­πος πρέ­πει κάθε Κυρια­κὴ νὰ στα­μα­τᾷ τὴν ἐργα­σία του καὶ ν’ ἀνα­παύ­ε­ται. Καὶ ὄχι μόνο μία μέρα τὴν ἑβδο­μά­δα, ἀλλὰ σὲ εἰδι­κὲς περι­πτώ­σεις καὶ γιὰ περισ­σό­τε­ρες ἡμέ­ρες εἶνε ἀναγ­καία ἡ ἀνά­παυ­σις. Ὁ Χρι­στὸς κάπο­τε, ὅταν οἱ μαθη­ταί του εἶχαν κου­ρα­στῆ πάρα πολύ ἀπὸ τὸ πλῆ­θος τοῦ κόσμου, ποὺ δὲν τοὺς ἄφη­νε ἐλεύ­θε­ρο χρό­νο οὔτε γιὰ φαγη­τό, εἶπε· «Δεῦ­τε ὑμεῖς αὐτοὶ κατ’ ἰδί­αν εἰς ἔρη­μον τόπον, καὶ ἀνα- παύ­ε­σθε ὀλί­γον» (Μαρκ. 6,31).

Ἄλλες εὐκαι­ρί­ες ψυχα­γω­γί­ας δημιουρ­γοῦν οἱ ἑορ­τὲς ἢ τὰ διά­φο­ρα ἑορ­τα­στι­κά γεγο­νό­τα. Ὁ Χρι­στός, ὁ ἐναν­θρω­πή­σας Θεός, ὅταν τὸν κάλε- σαν στο γάμο τῆς Κανά (Ἰωάν. 2,1–11), ὅπου ἔκα­ναν καὶ τρα­πέ­ζι γιὰ νὰ χαροῦν τὸ σπου­δαῖο αὐτὸ οἰκο­γε­νεια­κό γεγο­νός, ὄχι μόνο πῆγε μαζί μὲ τὴ μητέ­ρα του τὴν Πανα­γία καὶ τοὺς μαθη­τάς του, ἀλλὰ καὶ ἔκα­νε ἐκεῖ τὸ πρῶ­το του θαῦ­μα βλέ­πον­τας ὅτι τοὺς ἔλει­ψε το κρα­σί, μετέ­βα­λε σὲ κρα­σὶ τὸ νερό. Μία ἑορ­τὴ γιὰ κάποιο σπου­δαῖο οἰκο­γε­νεια­κὸ ἢ ἐκκλη­σια­στι­κὸ ἢ ἐθνι­κὸ γεγο­νός, ποὺ πανη­γυ­ρί­ζε­ται μὲ ὕμνους, εὐχές, τρα­πέ­ζι, μὲ μετρη­μέ­νη χρῆ­σι τοῦ οἴνου χωρὶς οἱ πανη­γυ­ρι­σταὶ νὰ φθά­νουν στὰ ἔκτρο­πα τῆς μέθης, μὲ συναν­τή­σεις, ἐπι­σκέ­ψεις, ὠφέ­λι­μη συνα­να­στρο­φή, με μου­σι­κὴ καὶ χορὸ μέσα στὰ ὅρια τῆς σεμνό­τη­τος καὶ τῶν ἑλλη­νορ­θο­δό­ξων παρα­δό­σε­ων, εἶνε τρό­πος ψυχα­γω­γί­ας.

Σημαν­τι­κό μέρος στην ψυχα­γω­γία ἔχει ἡ μου­σι­κή καὶ ὁ χορός. Ἡ Π. Δια­θή­κη χρη­σι­μο­ποιοῦ­σε τὰ μου­σι­κὰ ὄργα­να καὶ μέσα στὴ λατρεία. Στην Κ. Δια­θή­κη βέβαια, ποὺ ἔχου­με τὴν τελεία πνευ­μα­τι­κὴ λατρεία, τὰ ὄργα­να στὸ ναὸ δὲν ται­ριά­ζουν. Ἀλλὰ καὶ ἐκτὸς ναοῦ, στὰ σπί­τια καὶ στὶς ἑορ­τές, ἡ χρῆ­σι τῆς μου­σι­κῆς καὶ τοῦ χοροῦ ῥυθ­μί­ζε­ται ἀνα­λό­γως τοῦ ὕψους τῆς πνευ­μα­τι­κό­τη­τός μας. Ὁ ἅγιος Νικό­δη­μος ὁ Ἁγιο­ρεί­της στὸ ἔργο του Χρη­στο­ή­θεια τῶν χρι­στια­νῶν θέλει τὰ ἤθη τῶν χρι­στια­νῶν νὰ εἶνε ἀμό­λυν­τα καὶ προ­τρέ­πει, νὰ μὴ χρη­σι­μο­ποιοῦν­ται τὰ συνη­θι­σμέ­να κοσμι­κά ψυχα­γω­γι­κὰ μέσα, μετα­ξὺ τῶν ὁποί­ων καὶ τὰ μου­σι­κὰ ὄργα­να.

Καμ­μιὰ φορὰ κ ̓ ἕνα παι­χνί­δι εἶνε τρό­πος ψυχα­γω­γί­ας. Δὲν ἐννο­οῦ­με βεβαί­ως τὰ τυχε­ρά παι­χνί­δια, μέ τά χαρ­τιὰ καὶ τὰ ζάρια, ποὺ ἀπα­γο­ρεύ­ον­ται ἀπὸ τοὺς ἱ. κανό­νας (βλ. ΜΒ’ καὶ ΜΓ’ Αποστ.), ἢ τὰ ἀνθρω­πο­κτό­να μερι­κὲς φορὲς παι­χνί­δια τῆς ρου­λέτ­τας. Οὔτε τὰ ἀθλη­τι­κά ἐ- κεῖ­να παι­χνί­δια ποὺ ἐξά­πτουν τὸ φανα­τι­σμό. Εν- νοοῦ­με ἄλλα παι­χνί­δια, ἐπι­τρα­πέ­ζια ἢ ἀθλη­τι­κά, σὰν ἐκεῖ­να ποὺ συνή­θι­ζαν οἱ νέοι τῆς πατρί­δος μας λ.χ. τὸν και­ρὸ τοῦ Κολο­κο­τρώ­νη (λιθά­ρι, τρέ­ξι­μο, πήδη­μα κ.ἄ.). Τὰ παι­χνί­δια ἐκεῖ­να ἦταν ἐν μέρει στρα­τιω­τι­κὰ γυμνά­σια, ἐξά­σκη­σι καὶ ἑτοι­μα­σία γιὰ κάποιο ἐθνι­κὸ προ­σκλη­τή­ριο. Ἀλλὰ καὶ ἀνε­ξαρ­τή­τως αὐτοῦ, χρειά­ζε­ται ποῦ καὶ ποῦ τὸ παι­χνί­δι, ἀκό­μη καὶ στοὺς μεγά­λους. Αὐτὸ δεί­χνει τὸ παρά­δειγ­μα τοῦ Μεγά­λου Αντω­νί­ου, ποὺ ἔπαι­ζε κάπο­τε μὲ τοὺς ὑπο­τα­κτι­κούς του, κι ὅταν κάποιος κυνη­γός περα­στι­κὸς ἀπ ̓ ἐκεῖ σκαν­δα­λί­σθη­κε, ὁ ὅσιος πατὴρ τοῦ εἶπε· Μὴ σκαν­δα­λί­ζε­σαι, διό­τι ἂν τεν­τώ­νῃς διαρ­κῶς τὴ χορ­δὴ τοῦ τόξου σου, κάποια στιγ­μὴ θὰ σπά­σῃ· ὅπως λοι­πὸν τὸ τόξο, ἔτσι καὶ ὁ ἄνθρω­πος κάποια στιγ­μὴ ἔχει ἀνάγ­κη ἀπὸ χαλά­ρω­σε (βλ. Γερον­τι­κόν, ἔκδ. «Απ. Βαρ­νά­βας», σελ. 9).

* * *

Ἡ ψυχα­γω­γία δυστυ­χῶς σήμε­ρα καταν­τᾷ πολ­λὲς φορὲς σὲ ψυχο­κτο­νία, σὲ θάνα­το δηλα­δὴ τῆς ψυχῆς. Θέλε­τε ἀπο­δεί­ξεις; Ιδού μερι­κές μό- νο ἐκκω­φαν­τι­κοὶ θόρυ­βοι, ἔντο­νοι ρυθ­μοί, ἐρε­θι­στι­κές γεύ­σεις, ται­νί­ες τρό­μου, θεά­μα­τα φθο­ρο­ποιά, συνα­να­στρο­φές βλα­βε­ρές, οινο­πνευ­μα­τώ­δη ποτά, ναρ­κω­τι­κὲς οὐσί­ες, ἐκτυ­φλω­τι­κὰ φῶτα, δαι­μο­νιώ­δεις ταχύ­τη­τες, καλ­λυν­τι­κὰ ἀνθυ­γιει­νά, ἔξο­δα παρά­λο­γα… Τὶς ἡμέ­ρες δὲ τῶν ἀπό­κρεω, μὲ τὰ καρ­να­βα­λι­κὰ ὄργια, τοὺς τρελ­λούς χορούς, τις μεταμ­φιέ­σεις, τὴ μέθη, τὴν ἀνη­θι­κό­τη­τα καὶ ὅλη τὴν ἀσέ­βεια σὲ περί­ο­δο μάλι­στα κατα­νύ­ξε ως καὶ μετα­νοί­ας, ἡ ψυχα­γω­γία καταν­τᾷ εἰδω­λο­λα­τρία, ποὺ παρορ­γί­ζει τὸ Θεὸ κατὰ τῶν λεγο­μέ­νων χρι­στια­νῶν. Ἔτσι ἐπα­να­λαμ­βά­νε­ται ἐκεῖ­νο ποὺ ἔπα­θαν κάπο­τε καὶ οἱ Ἰσραη­λῖ­τες ὅταν, γιὰ μικρὸ διά­στη­μα, παρα­σύρ­θη­καν στὴν εἰδω­λο­λα­τρία· «Ἐκά­θι­σεν ὁ λαὸς φαγεῖν καὶ πιεῖν καὶ ἀνέ­στη­σαν παί­ζειν» (Εξ. 32,6). Μιμή­θη­καν, δηλα­δή, τὸν τρό­πο δια­σκε­δά­σε­ως καὶ «ψυχα­γω­γί­ας» τῶν ἄλλων λαῶν, ποὺ τοὺς περιέ­βαλ­λαν. Στρώ­θη­καν στο φαγο­πό­τι, καὶ ὕστε­ρα «ἀνέ­στη σαν παί­ζειν», ἄρχι­σαν τὰ παι­χνί­δια. Τὸ δὲ «παί ζειν», ὅπως ἐξη­γοῦν οἱ ἑρμη­νευ­ταί, σημαί­νει πορ­νεύ­ειν. Πῆγαν για ψυχα­γω­γία καὶ κατέ­λη­ξαν στὴν αἰσχρὰ ἁμαρ­τία.

Αγα­πη­τοί μου!

Τρό­πο ψυχα­γω­γί­ας γιὰ ἕνα χρι­στια­νὸ ὑπο­δει­κνύ­ει καὶ ὁ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος μὲ τὰ λόγια «…Διδά­σκον­τες καὶ νου­θε­τοῦν­τες ἑαυ­τοὺς ψαλ­μοῖς καὶ ὕμνοις καὶ ᾠδαῖς πνευ­μα­τι­καῖς, ἐν ἐν χάρι­τι ᾄδον­τες ἐν τῇ καρ­δίᾳ ὑμῶν τῷ Κυρίῳ» (Κολ. 3,16). Τὸ νὰ ψάλ­λου­με στὸ ναὸ ψαλ­μοὺς ἀπὸ τὸ θεό­πνευ­στο Ψαλ­τή­ρι τῆς Π. Δια­θή­κης καὶ τρο­πά­ρια ἀπὸ τὴν ἄφθα­στη ὑμνο­λο­γία τῆς Ἐκκλη­σί­ας μας, καὶ τὸ νὰ λέμε ἐκτὸς τοῦ ναοῦ πνευ­μα­τι­κές ᾠδές, τρα­γού­δια δηλα­δὴ ποὺ πλη­σιά­ζουν μὲ τὰ λόγια καὶ τὴ μελῳ­δία τους τὴν γεμά­τη ἀπὸ χάρι ἀτμό­σφαι­ρα τοῦ Θεοῦ, ἰδού ἡ καλύ­τε­ρη ψυχα­γω­γία σὲ ὥρα ποὺ βρι­σκό­με­θα σὲ εὐχά­ρι­στη ψυχι­κὴ διά­θε­σι. Σὲ τέτοιες ὧρες ἡ Γρα­φὴ συνι­στᾷ ἐπί­σης «Εὐθυ­μεῖ τις; ψαλ­λέ­τω» (Ἰακ. 5,13). Τέλος ἕνας ἅγιος, ποὺ ἔζη­σε πιὸ κον­τὰ στὰ δικά μας χρό­νια, ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτω­λός, μιλών­τας στὶς Διδα­χές του γιὰ τὸν τρό­πο ἑορ­τα σμοῦ τῶν οἰκο­γε­νεια­κῶν ἑορ­τῶν συμ­βου­λεύ­ει

«Ἐκεί­νην τὴν ἡμέ­ραν, ὁποὺ εἶνε ὁ ἅγιος τοῦ παι­διοῦ σου, ἂν θέλῃς νὰ κάμῃς κούρ­μπα­νο (= ἑορ­τα­στι­κὸ τρα­πέ­ζι, συμ­πό­σιο) νὰ ἑορ­τά­σῃς τὸν ἅγιον, πῶς πρέ­πει νὰ κάμῃς, ἐγὼ σὲ λέγω. Γίνε­ται τὸ κούρ­μπα­νο θεϊ­κόν, γίνε­ται καὶ δια­βο­λι­κόν. Θεϊ­κὸν κούρ­μπα­νο εἶνε· τώρα θέλεις νὰ δώσῃς τρία γρό­σια νὰ πάρῃς ἕνα πρό­βα­το· δόσε τὸ ἕνα γρό­σι τοῦ παπᾶ σου νὰ σοῦ δια­βά­σῃ τόσες λει­τουρ­γί­ες, τὸ ἄλλο γρό­σι πάρε κερί, λιβά­νι καὶ λάδι καὶ σῦρ’ τα εἰς τὴν ἐκκλη­σί­αν νὰ τὰ κάψουν ἐμπρὸς εἰς τὸν ἅγιον, καὶ τὸ ἄλλο γρό­σι μοί­ρα­σέ το μὲ τὸ χέρι σου κρυ­φὰ ἐλεη­μο­σύ­νην, νὰ μὴ σὲ ξεύ­ρῃ κανέ­νας. Αὐτὸ εἶνε τὸ θεϊ­κὸ κούρ­μπα­νο. Καὶ νὰ δια­βά­σῃς τὸ συνα­ξά­ρι τοῦ ἁγί­ου νὰ ἀκούῃ τὸ παι­δί σου. Καὶ νὰ τοῦ εἰπῇς· Ἀκού­εις, παι­δί μου, τί ἔκα­μνεν ὁ ἅγιός σου; ἔτσι νὰ κάμῃς καὶ σύ. Ἀκού­ον­τας τὸ παι­δί­ον τέτοια θαύ­μα­τα ζηλεύ­ει καὶ λέγει· Αχ, πότε νὰ γίνω καὶ ἐγὼ ὡσὰν τὸν ἅγιόν μου! Δια­βο­λι­κὸν κούρ­μπα­νο εἶνε νὰ πάρῃς ἕνα πρό­βα­το, νὰ τὸ μαγει­ρέ­ψῃς καὶ νὰ κρά­ξῃς τοὺς φίλους σου, τοὺς συγ­γε­νεῖς σου, νὰ τρώ­γε­τε, νὰ πίνε­τε, νὰ μεθᾶ­τε, νὰ ξερ­νᾶ­τε ὡσὰν τοὺς σκύ­λους. Αὐτὸ εἶνε τὸ δια­βο­λι­κὸν κούρ­μπα­νο… Ἡ εὐγε­νία σας ποῖ­ον θέλε­τε καλύ­τε­ρα, τὸ θεϊ­κὸν ἢ τὸ δια­βο­λι­κὸν κούρ­μπα­νο; Τὸ θεϊ­κὸν λοι­πὸν ἂν θέλε­τε, ἔτσι νὰ τὸ κάμνε­τε» (βλ. βιβλίο μας Κοσμᾶς ὁ Αἰτω­λός, Ἀθῆ­ναι 1997, σελ. 244–246).

Ἂς ἀκού­σου­με τὸν ἅγιο Κοσμᾶ, ποὺ τὸ κήρυγ­μά του ἀνέ­στη­σε τὸ γένος μας. Ἔτσι καὶ τὴν ὥρα τῆς ψυχα­γω­γί­ας δὲν θ ̓ ἁμαρ­τά­νου­με, ἀλλὰ θὰ δοξά­ζου­με τὸν Θεό.

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek