ΚΥΡΙΑΚΗ ΛΒ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ

Αποστολική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ ΛΒ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ — ΤΙΜ Α΄. (Δ΄ 9- 15)

Προς Τιμό­θε­ον Α΄, κεφά­λαιο Δ΄, εδά­φια 9–15

πιστὸς ὁ λόγος καὶ πάσης ἀπο­δο­χῆς ἄξιος· 10 εἰς τοῦ­το γὰρ καὶ κοπιῶ­μεν καὶ ὀνει­δι­ζό­με­θα, ὅτι ἠλπί­κα­μεν ἐπὶ Θεῷ ζῶν­τι, ὅς ἐστι σωτὴρ πάν­των ἀνθρώ­πων, μάλι­στα πιστῶν. 11 Παράγ­γελ­λε ταῦ­τα καὶ δίδα­σκε. 12 μηδείς σου τῆς νεό­τη­τος κατα­φρο­νεί­τω, ἀλλὰ τύπος γίνου τῶν πιστῶν ἐν λόγῳ, ἐν ἀνα­στρο­φῇ, ἐν ἀγά­πῃ, ἐν πνεύ­μα­τι, ἐν πίστει, ἐν ἁγνείᾳ. 13 ἕως ἔρχο­μαι πρό­σε­χε τῇ ἀνα­γνώ­σει, τῇ παρα­κλή­σει, τῇ διδα­σκα­λίᾳ. 14 μὴ ἀμέ­λει τοῦ ἐν σοὶ χαρί­σμα­τος, ὃ ἐδό­θη σοι διὰ προ­φη­τεί­ας μετὰ ἐπι­θέ­σε­ως τῶν χει­ρῶν τοῦ πρε­σβυ­τε­ρί­ου. 15 ταῦ­τα μελέ­τα, ἐν τού­τοις ἴσθι, ἵνα σου ἡ προ­κο­πὴ φανε­ρὰ ᾖ ἐν πᾶσιν.

Αυτός δε ο λόγος, που σου γρά­φω, είναι αξιό­πι­στος και άξιος να γίνη δεκτός με όλην την καρ­δί­αν. 10 Δι’ αυτό ακρι­βώς και ημείς κοπιά­ζω­μεν και γινό­με­θα αντι­κεί­με­νον εμπαιγ­μών και ειρω­νειών, διό­τι έχο­μεν τας ελπί­δας μας στον ζών­τα Θεόν, ο οποί­ος είναι σωτήρ και τρφο­δό­της όλων των ανθρώ­πων, μάλι­στα δε σωτήρ των πιστών, στους οποί­ους χαρί­ζει την αιω­νί­αν ζωήν. 11 Αυτά να παραγ­γέλ­λης συνε­χώς, αυτά που σου γρά­φω να διδά­σκης. 12 Κανείς ας μη προ­κα­τα­λαμ­βά­νε­ται και ας μη κατα­φρο­νή το νεα­ρόν της ηλι­κί­ας σου, αλλά συ, καί­τοι είσαι νέος ακό­μη, να γίνης τύπος και παρά­δειγ­μα των πιστών στον λόγον σου, εις την συνα­να­στρο­φήν σου με τους άλλους ανθρώ­πους, εις την αγά­πην που θα δει­κνύ­ης προς τους όλους, εις την πνευ­μα­τι­κήν ζωήν, εις την φωτι­σμέ­νην πίστιν, εις την αγνό­τη­τα και καθα­ρό­τη­τα της ζωής σου. 13 Εως ότου έλθω να επι­δί­δε­σαι με επι­μέ­λειαν και προ­σο­χήν εις την ανά­γνω­σιν των Γρα­φών, εις την παρη­γο­ρί­αν και νου­θε­σί­αν των πιστών, εις την διδα­σκα­λί­αν όλων. 14 Μη αδια­φο­ρής και μη παρα­με­λής το χάρι­σμα, που υπάρ­χει εις σε, και το οποί­ον σου εδό­θη με επί­θε­σιν των χει­ρών της τάξε­ως των πρε­σβυ­τέ­ρων, σύμ­φω­να με προ­φη­τι­κήν απο­κά­λυ­ψιν εκ μέρους του Θεού. 15 Αυτά, που σου γρά­φω, να τα μελε­τάς πάν­το­τε· μέσα εις αυτά να μένης με την ψυχήν και την διά­νοιαν, δια να γίνη έτσι φανε­ρά η πρό­ο­δός σου εις όλους, και να χρη­σι­μεύ­ση ως καλόν παρά­δειγ­μα. 

Το ότι οι αγώ­νες της ευσε­βούς και αγί­ας ζωής μας ωφε­λούν και στη ζωή αυτή και στη μελ­λον­τι­κή είναι λόγος αξιό­πι­στος και άξιος να τον απο­δε­χθεί κανείς μ’ όλη του την καρ­διά. 10 Κι επει­δή ο λόγος αυτός είναι αξιό­πι­στος, γι’ αυτό ακρι­βώς κι εμείς υπο­μέ­νου­με κόπους και δεχό­μα­στε ονει­δι­σμούς ότι είμα­στε δήθεν ανόη­τοι, επει­δή έχου­με στη­ρί­ξει τις ελπί­δες μας στο ζων­τα­νό Θεό. Αυτός είναι ο σωτή­ρας όλων των ανθρώ­πων, τους οποί­ους συν­τη­ρεί με την πρό­νοιά του, προ­παν­τός όμως των πιστών, τους οποί­ους σώζει από τον αιώ­νιο θάνα­το. 11 Με το κύρος και την εξου­σία του αξιώ­μα­τός σου να προ­τρέ­πεις και να διδά­σκεις αυτά που σου γρά­φω. 12 Παρά τη νεό­τη­τά σου να έχεις ζωή συνε­τού και ενά­ρε­του γέρον­τα, ώστε κανείς να μην κατα­φρο­νεί το νεα­ρό της ηλι­κί­ας σου. Αλλά παρό­λη την νεό­τη­τά σου να γίνε­σαι υπό­δειγ­μα των πιστών και στα λόγια σου και στη συμ­πε­ρι­φο­ρά που θα έχεις στις συνα­να­στρο­φές μαζί τους, και στην αγά­πη που θα δεί­χνεις προς όλους, και στην πνευ­μα­τι­κή ζωή που θα ζεις με τη χάρη του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος, και στην πίστη και στην αγνό­τη­τα και καθα­ρό­τη­τα της ζωής σου. 13 Μέχρι να έλθω, σου συνι­στώ να επι­δί­δε­σαι με ζήλο και επι­μέ­λεια στην ανά­γνω­ση των Αγί­ων Γρα­φών, στην παρη­γο­ριά και νου­θε­σία των ανθρώ­πων που θλί­βον­ται και κλο­νί­ζον­ται, στη διδα­σκα­λία όλων των πιστών. 14 Μην παρα­με­λείς το θείο χάρι­σμα που έχεις μέσα σου και σου δόθη­κε με την τοπο­θέ­τη­ση των χεριών του σώμα­τος των πρε­σβυ­τέ­ρων πάνω στο κεφά­λι σου, μετά από την εκλο­γή στην οποία οδη­γη­θή­κα­με με προ­φη­τι­κή απο­κά­λυ­ψη. 15 Σου συνι­στώ να μελε­τάς αυτά που σου γρά­φω. Ολό­κλη­ρη η σκέ­ψη σου και η ύπαρ­ξή σου να είναι μέσα σ’ αυτά, για να γίνε­ται φανε­ρή σε όλους η πρό­ο­δός σου και να δίνεις σ’ όλους το καλό παρά­δειγ­μα. 

Ὁ λόγος εἶναι ἀλη­θι­νὸς καὶ τελεί­ως ἄξιος ἀπο­δο­χῆς. 10 Γι’ αὐτὸ ἄλλω­στε καὶ κοπιά­ζου­με καὶ ὑπο­μέ­νου­με ὀνει­δι­σμούς (χλευα­σμούς, ὕβρεις), διό­τι στη­ρί­ξα­με τὴν ἐλπί­δα μας στὸν ἀλη­θι­νὸ Θεό, ὁ ὁποῖ­ος ἐνδια­φέ­ρε­ται γιὰ τὴ σωτη­ρία ὅλων τῶν ἀνθρώ­πων, ἰδιαι­τέ­ρως τῶν πιστῶν. 11 Nὰ λέγῃς αὐτὰ καὶ νὰ διδά­σκῃς. 12 Kανεὶς νὰ μὴ σὲ κατα­φρο­νῇ γιὰ τὸ νεα­ρὸ τῆς ἡλι­κί­ας, ἀλλὰ νὰ γίνε­σαι ὑπό­δειγ­μα τῶν πιστῶν μὲ τὸ λόγο, μὲ τὴ συμ­πε­ρι­φο­ρά, μὲ τὴν ἀγά­πη, μὲ τὴν ἀγα­θὴ διά­θε­σι, μὲ τὴν καλω­σύ­νη, μὲ τὴν ἁγνό­τη­τα. 13 Ἕως ὅτου ἔλθω, συγ­κέν­τρω­νε τὴν προ­σο­χή σου στὴν ἀνά­γνω­σι τῶν Γρα­φῶν, στὸ κήρυγ­μα, στὴ διδα­σκα­λία. 14 Nὰ μὴ παρα­με­λῇς τὸ χάρι­σμά σου, ποὺ σοῦ δόθη­κε κατό­πιν προ­φη­τεί­ας μὲ ἐπί­θε­σι τῶν χεριῶν τῶν πρε­σβυ­τέ­ρων (Tότε πρε­σβύ­τε­ροι ὠνο­μά­ζον­ταν καὶ οἱ ἐπί­σκο­ποι, ἀλλὰ καὶ οἱ ἀπό­στο­λοι). 15 Aὐτὰ νὰ σκέ­πτε­σαι, σ’ αὐτὰ νὰ μένῃς, γιὰ νὰ βλέ­πουν ὅλοι τὴν προ­κο­πή σου.

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (Ερμη­νεία Περι­κο­πής)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ

«Πιστς λγος κα πσης ποδοχς ξιος· ες τοτο γρ κα κοπιμεν κα νει­διζμεθα,τι λπκαμεν π Θε ζντι, ς στι σωτρ πντων νθρπων, μλιστα πιστν (: Το ότι οι αγώ­νες της ευσε­βούς και αγί­ας ζωής μάς ωφε­λούν και στη ζωή αυτή και στη μελ­λον­τι­κή είναι λόγος αξιό­πι­στος και άξιος να τον απο­δε­χθεί κανείς με όλη του την καρ­διά. Κι επει­δή ο λόγος αυτός είναι αξιό­πι­στος, γι’ αυτό ακρι­βώς κι εμείς υπο­μέ­νου­με κόπους και δεχό­μα­στε ονει­δι­σμούς ότι είμα­στε δήθεν ανόη­τοι, επει­δή έχου­με στη­ρί­ξει τις ελπί­δες μας στον ζων­τα­νό Θεό. Αυτός είναι ο σωτή­ρας όλων των ανθρώ­πων, τους οποί­ους συν­τη­ρεί με την πρό­νοιά Του, προ­παν­τός όμως των πιστών, τους οποί­ους σώζει από τον αιώ­νιο θάνα­το)»[Α΄Τιμ. 4,9–10].

Ο Παύ­λος κακο­λο­γούν­ταν και εσύ στε­νο­χω­ριέ­σαι; Ο Παύ­λος κοπί­α­ζε και εσύ θέλεις να ζεις με απο­λαύ­σεις; Αλλά δεν θα μπο­ρού­σε εκεί­νος να επι­τύ­χει τόσα αγα­θά επι­δι­δό­με­νος στις απο­λαύ­σεις. Για­τί, αν τα κοσμι­κά πράγ­μα­τα, που είναι πρό­σκαι­ρα και φθαρ­τά, δεν απο­κτούν­ται ποτέ από τους ανθρώ­πους χωρίς κόπους και ιδρώ­τες, πολύ περισ­σό­τε­ρο τα πνευ­μα­τι­κά. «Ναι», λέγει ίσως κάποιος, «αλλά πολ­λοί συχνά τα απέ­κτη­σαν από κλη­ρο­νο­μιά». Αλλά κι αν αυτά απο­κτούν­ται έτσι, η προ­σπά­θεια να τα φυλά­ξεις και να τα δια­σώ­σεις δεν είναι χωρίς κόπους, αλλά πρέ­πει να κοπιά­ζεις και να ταλαι­πω­ρεί­σαι όχι λιγό­τε­ρο από εκεί­νους που τα απέ­κτη­σαν. Και δεν λέγω βέβαια ότι πολ­λοί αν και κοπί­α­σαν πολύ και ταλαι­πω­ρή­θη­καν, δια­ψεύ­στη­καν οι ελπί­δες τους στην είσο­δο του λιμα­νιού, για­τί έπνευ­σε κάποιος άνε­μος με ορμή, προ­ξε­νών­τας το ναυά­γιο των καλών αυτών ελπί­δων.

Σε μας όμως δεν συμ­βαί­νει τίπο­τε παρό­μοιο· για­τί ο Θεός είναι Εκεί­νος που μας έδω­σε τις υπο­σχέ­σεις και « δ λπς ο καται­σχύ­νει(:η ελπί­δα αυτή δεν ντρο­πιά­ζει και δεν δια­ψεύ­δει αυτόν που την έχει)» [Ρωμ.5,5]. Ή δεν γνω­ρί­ζε­τε και εσείς, ότι από εκεί­νους που κατα­γί­νον­ται με τα βιο­τι­κά πράγ­μα­τα, πόσοι δεν από­λαυ­σαν τους καρ­πούς, αν και κατέ­βα­λαν μύριους κόπους, ή επει­δή πολ­λές φορές τους πήρε ο θάνα­τος πριν από την ώρα τους, ή επει­δή συνέ­βη κάποια μετα­βο­λή των πραγ­μά­των ή επει­δή έπε­σε αρρώ­στια ή επει­δή τους επι­τέ­θη­καν συκο­φάν­τες, ή και κάποια άλλη αιτία(γιατί πολ­λά είναι τα ανθρώ­πι­να), που τους οδή­γη­σε εκεί με άδεια χέρια;

«Τι λοι­πόν», θα ανα­ρω­τη­θεί ίσως κάποιος, «δεν βλέ­πεις εκεί­νους που πέτυ­χαν, εκεί­νους που απέ­κτη­σαν μεγά­λα αγα­θά με λίγους κόπους;». Ποια «αγα­θά»; Χρή­μα­τα και σπί­τια, και πλέ­θρα γης τόσα και τόσα, και κοπά­δια από δού­λους, και κιλά από χρυ­σό και άργυ­ρο; Αυτά λες «αγα­θά», και δεν σκε­πά­ζεις το πρό­σω­πό σου, ούτε κρύ­βε­σαι από ντρο­πή, που, ενώ είσαι άνθρω­πος και έχεις λάβει εντο­λή να φιλο­σο­φείς για τον ουρα­νό, εσύ και χάσκεις προς τα γήι­να πράγ­μα­τα, και ονο­μά­ζεις αγα­θά εκεί­να που είναι εντε­λώς ανά­ξια λόγου; Αν είναι αυτά αγα­θά, τότε πρέ­πει οπωσ­δή­πο­τε να ονο­μά­ζου­με αγα­θούς και εκεί­νους που τα απέ­κτη­σαν· για­τί πώς δεν είναι αγα­θός εκεί­νος που κατέ­χει κάποιο αγα­θό; Τι λοι­πόν; Πες μου. Όταν αυτοί που τα απέ­κτη­σαν είναι πλε­ο­νέ­κτες και άρπα­γες, θα τους ονο­μά­σου­με «αγα­θούς»; Για­τί, αν ο πλού­τος είναι αγα­θό, και μαζεύ­ε­ται από πλε­ο­νε­ξία, όσο αυξά­νε­ται τόσο περισ­σό­τε­ρο «αγα­θό» θεω­ρεί­ται ότι θα κάνει αυτόν που τον έχει. Άρα λοι­πόν είναι αγα­θός ο πλε­ο­νέ­κτης; Αν όμως είναι αγα­θός ο πλού­τος και αυξά­νε­ται από πλε­ο­νε­ξία, όσο πιο πλε­ο­νέ­κτης είσαι, τόσο πιο αγα­θός θα είσαι…

Είδες την αντί­θε­ση; «Αλλά», λέγει, «αν δεν είσαι πλε­ο­νέ­κτης;». Και πώς είναι δυνα­τό αυτό να γίνει; Για­τί το πάθος είναι κατα­στρε­πτι­κό και δεν είναι δυνα­τό, δεν είναι δυνα­τό να πλου­τί­ζει κανείς χωρίς να αδι­κεί. Αυτό το δήλω­σε ο Χρι­στός, λέγον­τας: «Ποι­ή­σα­τε αυτος φίλους κ το μαμων τς δικί­ας(:Κάν­τε λοι­πόν κι εσείς φίλους απ’ τον άδι­κο πλού­το ευερ­γε­τών­τας με φιλαν­θρω­πί­ες τους συναν­θρώ­πους σας, ώστε όταν πεθά­νε­τε, να σας υπο­δε­χθούν οι φίλοι σας αυτοί στις αιώ­νιες σκη­νές του παρα­δεί­σου)» [Λου­κά 16,9]. «Τι λοι­πόν», λέγει ίσως, «αν λάβει την κλη­ρο­νο­μιά από τον πατέ­ρα του;». Πήρε αυτά που μαζεύ­τη­καν με αδι­κία. Για­τί δεν ήταν βέβαια ο πρό­γο­νος εκεί­νου από του Αδάμ πλού­σιος, αλλά πολ­λοί άλλοι είναι φυσι­κό να γεν­νή­θη­καν πριν από εκεί­νον· έπει­τα ανά­με­σα στους πολ­λούς βρέ­θη­κε κάποιος που με αδι­κί­ες πήρε εκεί­να που ανή­καν στους άλλους και τα καρ­πούν­ταν. «Τι λοι­πόν», λέγει, «ο Αβρα­άμ είχε άδι­κο πλού­το; Τι επί­σης ο Ιώβ, ο άμεμ­πτος, ο δίκαιος, ο αλη­θι­νός, ο θεο­σε­βής, ο οποί­ος απεί­χε από κάθε πονη­ρό πράγ­μα;». Ο πλού­τος εκεί­νων δεν απο­τε­λούν­ταν από χρυ­σό και άργυ­ρο, ούτε από οικο­δο­μή­μα­τα, αλλά από κτή­νη· άλλω­στε αυτός ήταν και θεό­πλου­τος. Το ότι ο πλού­τος του απο­τε­λούν­ταν από ζώα είναι φανε­ρό και από εκεί­νο· ανα­γρά­φον­τας, εκεί­νος που έγρα­ψε το βιβλίο, εκεί­να που συνέ­βη­σαν σε εκεί­νον τον μακά­ριο, και λέγον­τας ότι του ψόφη­σαν καμή­λες και άλο­γα θηλυ­κά και όνοι, δεν είπε ότι ήρθαν και του άρπα­ξαν θησαυ­ρούς από χρυ­σά­φι. Εξάλ­λου και ο Αβρα­άμ ήταν πλού­σιος· αλλά σε υπη­ρέ­τες. «Τι λοι­πόν; Δεν τους αγό­ρα­σε αυτούς;». Καθό­λου. Γι΄αυτό η Γρα­φή είπε ότι οι τρια­κό­σιοι δεκα­ο­κτώ ήταν γεν­νη­μέ­νοι στο σπί­τι του. Είχε και πρό­βα­τα και βόδια. «Από πού λοι­πόν έστει­λε χρυ­σά­φι στη Ρεβέκ­κα;» Έλα­βε δώρα από την Αίγυ­πτο, χωρίς βία και χωρίς να αδι­κή­σει.

Πες μου λοι­πόν, εσύ από πού πλου­τί­ζεις; Από ποιον τα πήρες; Και ο άλλος από πού; «Από τον παπ­πού του», λέγει, «από τον πατέ­ρα του». Θα μπο­ρέ­σεις λοι­πόν, ανε­βαί­νον­τας πολύ μακριά στο γενε­α­λο­γι­κό δέν­δρο, να απο­δεί­ξεις ότι η από­κτη­ση είναι δίκαιη; Μα δεν θα μπο­ρέ­σεις, αλλά αναγ­κα­στι­κά η αρχή και η ρίζα τους είναι από κάποια αδι­κία. Από πού; Για­τί ο Θεός από την αρχή δεν έκα­με τον ένα πλού­σιο και τον άλλο φτω­χό· ούτε οδή­γη­σε και έδει­ξε στον ένα πολ­λούς θησαυ­ρούς χρυ­σού, ενώ τον άλλον του στέ­ρη­σε την έρευ­να, αλλά η ίδια γη ανή­κε σε όλους. Από πού λοι­πόν, ενώ είναι κοι­νή, εσύ έχεις πλέ­θρα τόσα και τόσα, ενώ ο πλη­σί­ον σου ούτε σπι­θα­μή γης; «Ο πατέ­ρας μου», λέγει, «μου τα παρέ­δω­σε». Και εκεί­νος από ποιον τα πήρε; «Από τους προ­γό­νους του». Αλλά οπωσ­δή­πο­τε είσαι αναγ­κα­σμέ­νος να προ­χω­ρή­σεις προς τα επά­νω για να βρεις την αρχή. Έγι­νε πλού­σιος ο Ιακώβ, αλλά έλα­βε τον μισθό των κόπων του. Πλην όμως δεν τα εξε­τά­ζω αυτά λεπτο­με­ρώς. Ας πού­με πως είναι ο πλού­τος δίκαιος και απαλ­λαγ­μέ­νος από κάθε αρπα­γή· για­τί δεν είσαι εσύ υπεύ­θυ­νος για εκεί­να που ο πατέ­ρας σου έδει­ξε πλε­ο­νε­ξία· κατέ­χεις λοι­πόν εκεί­να που προ­έρ­χον­ται από αρπα­γή, αλλά δεν άρπα­ξες εσύ.

Πλην όμως ας δεχθού­με ότι ούτε εκεί­νος τα άρπα­ξε, αλλά κάπου από τη γη ανέ­βλυ­σε ο χρυ­σός που κατέ­χει. Τι λοι­πόν; Και γι΄αυτό είναι αγα­θός ο πλού­τος; Καθό­λου. «Αλλά ούτε πονη­ρός», λέγει. Εάν δεν προ­έρ­χε­ται από πλε­ο­νε­ξία, δεν είναι πονη­ρός, εάν προ­σφέ­ρε­ται σε εκεί­νους που τον έχουν ανάγ­κη· εάν όμως δεν δίνε­ται, είναι πονη­ρός και επί­βου­λος. «Ως το σημείο που δεν κάνει κακό», λέγει, «δεν είναι κακός, έστω κι αν δεν κάνει καλό». Σωστά· αυτό δεν είναι κακό, να κατέ­χεις δηλα­δή μόνος εσύ τα αγα­θά του Κυρί­ου, μόνος να απο­λαμ­βά­νεις τα κοι­νά αγα­θά; Ή μήπως δεν είναι του Θεού η γη και το πλή­ρω­μα αυτής; Αν λοι­πόν τα δικά μας είναι του κοι­νού Κυρί­ου, άρα είναι και των συν­δού­λων μας· για­τί του Κυρί­ου όλα είναι κοι­νά. Ή μήπως δεν βλέ­που­με και στα μεγά­λα σπί­τια να είναι ρυθ­μι­σμέ­να αυτά έτσι; Όπως σε όλους δίνε­ται εξί­σου η ίδια μερί­δα τρο­φής, για­τί βγαί­νει από τους θησαυ­ρούς του κυρί­ου· η οικία του κυρί­ου είναι ελεύ­θε­ρη για όλους. Κοι­νά είναι όλα τα βασι­λι­κά, οι πόλεις, οι αγο­ρές· οι περί­πα­τοι σε όλους είναι κοι­νοί κι όλοι μετέ­χου­με εξί­σου. Πρό­σε­χε, σε παρα­κα­λώ, οικο­νο­μία Θεού· έκα­με μερι­κά να είναι κοι­νά, για να καταν­τρα­πεί το ανθρώ­πι­νο γένος από εκεί­να, όπως τον αέρα, τον ήλιο, το νερό, τη γη, τον ουρα­νό, τη θάλασ­σα, το φως, τα αστέ­ρια, και όλα τα μοι­ρά­ζει εξί­σου σαν σε αδελ­φούς· σε όλους έδω­σε τα ίδια μάτια, το ίδιο σώμα, την ίδια ψυχή, όμοια την κατα­σκευή σε όλους, από γη όλα, και από έναν άνδρα όλους, στην ίδια οικία όλους. Και τίπο­τε από όλα αυτά δεν μας έκα­με να ντρα­πού­με.

Έκα­με και άλλα κοι­νά, όπως λου­τρά, πόλεις, αγο­ρές, περι­πά­τους. Και παρα­τή­ρη­σε πως στα κοι­νά δεν υπάρ­χει καμία δια­μά­χη, αλλά όλα είναι ειρη­νι­κά. Όταν όμως κάποιος επι­χει­ρή­σει να απο­σπά­σει κάτι και να το κάνει δικό του, τότε αρχί­ζει η φιλο­νι­κία, σαν να αγα­να­κτεί η ίδια η φύση· και ενώ ο Θεός μας συνε­νώ­νει από παν­τού, εμείς φιλο­νι­κού­με για να διαι­ρού­με τους εαυ­τούς μας και να τους απο­σπού­με, προ­σπα­θών­τας να τα κάνου­με δικά μας όλα και να λέμε «το δικό σου» και «το δικό μου», αυτήν την ψυχρή λέξη· για­τί τότε δημιουρ­γεί­ται μάχη, τότε υπάρ­χει αηδία. Όπου δεν υπάρ­χει αυτό, ούτε μάχη γεν­νιέ­ται, ούτε φιλο­νι­κία. Ώστε κλή­ρος μας πολύ περισ­σό­τε­ρο είναι αυτό παρά εκεί­νο, και είναι αυτό η φύση μας. Για­τί κανέ­νας δεν δικά­ζε­ται ποτέ για την αγο­ρά; Άρα­γε όχι επει­δή είναι κοι­νή όλων; Για σπί­τια βλέ­που­με όλους να δικά­ζον­ται, για χρή­μα­τα το ίδιο. Και τα αναγ­καία βέβαια είναι μπρο­στά μας κοι­νά, εμείς όμως δεν φυλάσ­σου­με το κοι­νό ούτε στο ελά­χι­στο. Και όμως γι΄αυτό εκεί­να μας τα έδω­σε κοι­νά, για να διδα­χθού­με από εκεί­να, και αυτά να τα έχου­με κοι­νά, αλλά εμείς ούτε έτσι διδα­σκό­μα­στε.

Αλλά, πράγ­μα που είπα, πώς είναι δυνα­τό να είναι αγα­θός αυτός που έχει τον πλού­το; Δεν είναι δυνα­τόν αυτό, αλλά είναι αγα­θός εάν τον μετα­δώ­σει σε άλλους. Όταν δεν έχει, τότε είναι αγα­θός· όταν δώσει τον πλού­το σε άλλους, τότε είναι αγα­θός· ως την στιγ­μή που τον έχει, δεν μπο­ρεί να είναι αγα­θός. Αυτό λοι­πόν είναι αγα­θό, που όταν το κατέ­χου­με μας δεί­χνει πονη­ρούς, ενώ η από­κτη­σή του μας κάνει αγα­θούς. Άρα δεν είναι αγα­θό το να έχεις χρή­μα­τα, αλλά το να μην έχεις, σε κάνει να φαί­νε­σαι αγα­θός. Επο­μέ­νως ο πλού­τος δεν είναι αγα­θό. Αν πάλι μπο­ρείς να πάρεις, αλλά δεν παίρ­νεις, πάλι αγα­θός είσαι. Αν λοι­πόν τον έχου­με τον πλού­το και τον μετα­δί­δου­με στους άλλους ή μας δίδε­ται και δεν τον παίρ­νου­με, τότε είμα­στε αγα­θοί· αν τον πάρου­με ή τον απο­κτή­σου­με, δεν είμα­στε αγα­θοί· πώς είναι δυνα­τό να γίνει αγα­θό ο πλού­τος; Μην τον ονο­μά­ζεις λοι­πόν αγα­θό. Γι΄αυτό δεν τον έχεις, επει­δή τον θεω­ρείς αγα­θό, επει­δή είσαι κυριευ­μέ­νος από αυτόν. Καθά­ρι­σε τη διά­νοιά σου, έχε ορθή την κρί­ση, και τότε θα γίνεις αγα­θός· μάθε ποια είναι τα πραγ­μα­τι­κά αγα­θά. Ποια είναι λοι­πόν αυτά; Η αρε­τή, η φιλαν­θρω­πία· αυτά είναι αγα­θά, όχι εκεί­νος. Σύμ­φω­να με αυτόν τον κανό­να, εάν είσαι ελε­ή­μο­νας, όσο πιο πολύ είσαι, τόσο πιο αγα­θός είσαι· και είσαι και θεω­ρεί­σαι· αν όμως είσαι πλού­σιος, καθό­λου δεν είσαι αγα­θός.

Τέτοιοι λοι­πόν αγα­θοί ας γίνου­με, ώστε και για να είμα­στε πραγ­μα­τι­κά αγα­θοί, και για να επι­τύ­χου­με τα μελ­λον­τι­κά αγα­θά με τη βοή­θεια του Ιησού Χρι­στού, μαζί με τον Οποίο στον Πατέ­ρα και συγ­χρό­νως και στο Άγιο Πνεύ­μα ανή­κει η δόξα, η δύνα­μη και η τιμή, τώρα και πάν­το­τε και στους αιώ­νες των αιώ­νων. Αμήν.

……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

ΟΜΙΛΙΑ ΙΓ΄

«Παργγελ­λε τατα κα δδασκε. μηδες σου τς νετητος κατα­φρο­νετω, λλ τπος γνου τν πιστν ν λγ, ν ναστροφ, ν γπ, ν πνεματι, ν πστει, ν γνείᾳ. ως ρχο­μαι πρσεχε τ ναγνσει, τ παρακλσει, τ διδα­σκαλίᾳ. μ μλει το ν σο χαρσμα­τος, δθη σοι δι προ­φη­τεας μετ πιθσεως τν χειρν το πρε­σβυ­τερου (:Με το κύρος και την εξου­σία του αξιώ­μα­τός σου να προ­τρέ­πεις και να διδά­σκεις αυτά που σου γρά­φω. Παρά τη νεό­τη­τά σου να έχεις ζωή συνε­τού και ενά­ρε­του γέρον­τα, ώστε κανείς να μην κατα­φρο­νεί το νεα­ρό της ηλι­κί­ας σου. Αλλά παρ’ όλη τη νεό­τη­τά σου να γίνε­σαι υπό­δειγ­μα των πιστών και στα λόγια σου και στη συμ­πε­ρι­φο­ρά που θα έχεις στις συνα­να­στρο­φές μαζί τους, και στην αγά­πη που θα δεί­χνεις προς όλους, και στην πνευ­μα­τι­κή ζωή που θα ζεις με τη χάρη του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος, και στην πίστη και στην αγνό­τη­τα και καθα­ρό­τη­τα της ζωής σου. Μέχρι να έλθω, σου συνι­στώ να επι­δί­δε­σαι με ζήλο και επι­μέ­λεια στην ανά­γνω­ση των Αγί­ων Γρα­φών, στην παρη­γο­ριά και νου­θε­σία των ανθρώ­πων που θλί­βον­ται και κλο­νί­ζον­ται, στη διδα­σκα­λία όλων των πιστών. Μην παρα­με­λείς το θείο χάρι­σμα που έχεις μέσα σου και σου δόθη­κε με την τοπο­θέ­τη­ση των χεριών του σώμα­τος των πρε­σβυ­τέ­ρων πάνω στο κεφά­λι σου, μετά από την εκλο­γή στην οποία οδη­γη­θή­κα­με με προ­φη­τι­κή απο­κά­λυ­ψη)»[Α΄προς Τιμό­θε­ον, Δ΄11–14].

Από τα πράγ­μα­τα μερι­κά βέβαια έχουν ανάγ­κη από διδα­σκα­λία, ενώ άλλα από προ­στα­γή. Αν λοι­πόν δια­τάσ­σεις εκεί­να που πρέ­πει να τα διδά­σκεις, θα είσαι κατα­γέ­λα­στος· αν πάλι διδά­σκεις εκεί­να που πρέ­πει να δια­τάσ­σεις, παθαί­νεις όμοια το ίδιο. Με αυτό που λέγω εννοώ το εξής· το να μην είναι κανείς πονη­ρός, αυτό δεν πρέ­πει να το διδά­σκει, αλλά να το δια­τάσ­σει και να το απα­γο­ρεύ­ει με πολ­λή αυθεν­τία, ενώ το να μην ιου­δα­ΐ­ζει κανείς, χρειά­ζε­ται δια­τα­γή. Αν όμως λες ότι πρέ­πει να δίνεις τα υπάρ­χον­τά σου, ότι πρέ­πει να παρ­θε­νεύ­εις, αν ομι­λείς για την πίστη, εδώ χρειά­ζε­ται διδα­σκα­λία. Γι΄αυτό ο Παύ­λος λέγει και τα δύο: «Παργγελ­λε κα δδασκε (:Nα προ­τρέ­πεις και να διδά­σκεις)», λέγει. Δηλα­δή, αν κάποιος έχει φυλα­κτά ή κάτι άλλο, εάν αυτά τα χρη­σι­μο­ποιούν, αν και γνω­ρί­ζουν ότι είναι πονη­ρά, χρειά­ζε­ται μόνο παραγ­γε­λία· όταν τα χρη­σι­μο­ποιούν χωρίς να γνω­ρί­ζουν, χρειά­ζε­ται διδα­σκα­λία.

«Μηδες σου τς νετητος κατα­φρο­νετω(:Παρά τη νεό­τη­τά σου να έχεις ζωή συνε­τού και ενά­ρε­του γέρον­τα, ώστε κανείς να μην κατα­φρο­νεί το νεα­ρό της ηλι­κί­ας σου)», λέγει. Βλέ­πεις ότι ο ιερέ­ας πρέ­πει και να δια­τάσ­σει και να ομι­λεί περισ­σό­τε­ρο με αυθεν­τία, και όχι πάν­τα να διδά­σκει; Για­τί η νεό­τη­τα έχει γίνει λόγω κοι­νής προ­λή­ψε­ως, πράγ­μα κάπως ευκα­τα­φρό­νη­το· γι΄αυτό, λέγει: «Mηδες σου τς νετητος κατα­φρο­νετω (:Kανέ­νας ας μην περι­φρο­νεί τη νεό­τη­τά σου)». Για­τί ο δάσκα­λος δεν πρέ­πει να είναι ευκα­τα­φρό­νη­τος.

«Πού είναι λοι­πόν η επιεί­κεια;», λέγει. «Πού είναι η πρα­ό­τη­τα, αν δεν κατα­φρο­νεί­ται;». Για ό,τι βέβαια αφο­ρά τον εαυ­τό σου, ας κατα­φρο­νεί­ται και ας δεί­χνει υπο­μο­νή· έτσι η διδα­σκα­λία σημειώ­νει επι­τυ­χία με τη μακρο­θυ­μία· σε ό,τι αφο­ρά όμως τους άλλους, καθό­λου· για­τί αυτό δεν είναι επιεί­κεια, αλλά ψυχρό­τη­τα. Αν βέβαια εκδι­κεί­ται για τις ύβρεις προς τον εαυ­τό του, αν για τις κακο­λο­γί­ες, αν για τις επι­βου­λές, σωστά τον κατη­γο­ρείς· αν όμως πρό­κει­ται για τη σωτη­ρία των άλλων, δίνε δια­τα­γές και δεί­χνε την πρό­νοιά σου με αυθεν­τι­κό­τη­τα· εδώ δεν χρειά­ζε­ται πια επιεί­κεια, αλλά αυθεν­τία, για να μη βλά­πτε­ται η κοι­νό­τη­τα. Ή αυτό εννο­εί, ή εκεί­νο.

«Μηδες σου τς νετητος κατα­φρο­νετω(:Παρά τη νεό­τη­τά σου να έχεις ζωή συνε­τού και ενά­ρε­του γέρον­τα, ώστε κανείς να μην κατα­φρο­νεί το νεα­ρό της ηλι­κί­ας σου)»· για­τί, όσο θα δεί­χνεις αντά­ξιο τρό­πο ζωής, κανέ­νας δεν θα σε κατα­φρο­νή­σει εξαι­τί­ας της ηλι­κί­ας σου, αλλά μάλ­λον θα σε θαυ­μά­σει. Γι΄αυτό και προ­σθέ­τει, λέγον­τας: «λλ τπος γνου τν πιστν ν λγ, ν ναστροφ, ν γπ, ν πνεματι, ν πστει, ν γνείᾳ(:Αλλά παρ’ όλη τη νεό­τη­τά σου να γίνε­σαι υπό­δειγ­μα των πιστών και στα λόγια σου και στη συμ­πε­ρι­φο­ρά που θα έχεις στις συνα­να­στρο­φές μαζί τους, και στην αγά­πη που θα δεί­χνεις προς όλους, και στην πνευ­μα­τι­κή ζωή που θα ζεις με τη χάρη του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος, και στην πίστη και στην αγνό­τη­τα και καθα­ρό­τη­τα της ζωής σου)», παρέ­χον­τας τον εαυ­τό σου πρό­τυ­πο καλών έργων σε όλα. Δηλα­δή, το παρά­δειγ­μα της ζωής γίνε εσύ, στε­κό­με­νος μπρο­στά σαν μια εικό­να, σαν νόμος έμψυ­χος, σαν κανό­νας και υπό­δειγ­μα καλού βίου. Για­τί εκεί­νος πρέ­πει να είναι ο δάσκα­λος· «πρό­τυ­πο στον λόγο», δηλα­δή να ομι­λεί με ευκο­λία· «στη συνα­να­στρο­φή, στην αγά­πη, στην πίστη, στην αγνό­τη­τα» τη σωστή, στη σωφρο­σύ­νη.

«ως ρχο­μαι πρσεχε τ ναγνσει, τ παρακλσει, τ διδα­σκαλίᾳ (:Μέχρι να έλθω, σου συνι­στώ να επι­δί­δε­σαι με ζήλο και επι­μέ­λεια στην ανά­γνω­ση των Αγί­ων Γρα­φών, στην παρη­γο­ριά και νου­θε­σία των ανθρώ­πων που θλί­βον­ται και κλο­νί­ζον­ται, στη διδα­σκα­λία όλων των πιστών)»[Α΄Τιμ.4,13]. Προ­τρέ­πει τον Τιμό­θεο να ασχο­λεί­ται με την ανά­γνω­ση. Ας ακού­με όλοι και ας διδα­σκό­μα­στε να μην αμε­λού­με τη μελέ­τη των θεί­ων Γρα­φών. Να πάλι «ως ρχο­μαι (:μέχρι που να έλθω)», λέγει. Πρό­σε­χε πώς τον παρη­γο­ρεί· για­τί φυσι­κό ήταν, επει­δή έμει­νε ορφα­νός, να ανα­ζη­τού­σε τον Παύ­λο. «Μέχρι να έλθω», λέγει, «πρό­σε­χε να μην ξεχνάς την ανά­γνω­ση» των Θεί­ων Γρα­φών, «την παρά­κλη­ση», την παρη­γο­ριά στους θλιμ­μέ­νους, «τη διδα­σκα­λία» προς όλους.

«Μ μλει το ν σο χαρσμα­τος, δθη σοι δι προ­φη­τεας (:Μην παρα­με­λείς το θείο χάρι­σμα που έχεις μέσα σου και σου δόθη­κε)»[Α΄Τιμ.4,14]. «Προ­φη­τεία» εδώ ονο­μά­ζει τη διδα­σκα­λία. «μετ πιθσεως τν χειρν το πρε­σβυ­τερου (:με την τοπο­θέ­τη­ση των χεριών του σώμα­τος των πρε­σβυ­τέ­ρων πάνω στο κεφά­λι σου, μετά από την εκλο­γή στην οποία οδη­γη­θή­κα­με με προ­φη­τι­κή απο­κά­λυ­ψη)». Δεν μιλά­ει εδώ για πρε­σβυ­τέ­ρους, αλλά για επι­σκό­πους· για­τί τον επί­σκο­πο δεν τον χει­ρο­το­νού­σαν πρε­σβύ­τε­ροι.

«Τατα μελτα, ν τοτοις σθι (:Σου συνι­στώ να μελε­τάς αυτά που σου γρά­φω. Ολό­κλη­ρη η σκέ­ψη σου και η ύπαρ­ξή σου να είναι μέσα σ’ αυτά)». Βλέ­πεις πως πολ­λές φορές του παραγ­γέλ­λει για τα ίδια πράγ­μα­τα, θέλον­τας να δεί­ξει ότι περισ­σό­τε­ρο από όλα ο δάσκα­λος πρέ­πει να σπου­δά­ζει σε αυτά. «Πρό­σε­χε τον εαυ­τό σου», λέγει, «και τη διδα­σκα­λία, επί­με­νε σε αυτά». Δηλα­δή τον εαυ­τό σου να προ­σέ­χεις και να διδά­σκεις τους υπό­λοι­πους· «να σου προ­κοπ φανερ ν πσιν. πεχε σεαυτ κα τ διδα­σκαλίᾳ, πμενε ατος· τοτο γρ ποιν κα σεαυτν σσεις κα τος κοοντς σου (:για να γίνε­ται φανε­ρή σε όλους η πρό­ο­δός σου και να δίνεις σε όλους το καλό παρά­δειγ­μα. Πρό­σε­χε τον εαυ­τό σου κι εκεί­να που διδά­σκεις. Να επι­μέ­νεις σε αυτά· διό­τι όταν το κάνεις αυτό που σε προ­τρέ­πω, θα σώσεις και τον εαυ­τό σου κι εκεί­νους που σε ακούν)»[Α΄Τιμ.4,15–16]. Σωστά είπε «και τον εαυ­τό σου». Για­τί αυτός που τρέ­φε­ται με τα λόγια της διδα­σκα­λί­ας, προ­η­γου­μέ­νως ο ίδιος απο­λαμ­βά­νει την ωφέ­λεια· για­τί, συμ­βου­λεύ­ον­τας τους άλλους, και ο ίδιος διε­γεί­ρε­ται.

Αυτά δεν λέχθη­καν μόνο για τον Τιμό­θεο, αλλά για όλους. Αν λοι­πόν παραγ­γέλ­λει τέτοια σε αυτόν που ανα­σταί­νει νεκρούς, τι θα πού­με εμείς; Και ο Χρι­στός αυτά υπαι­νίσ­σε­ται μιλών­τας για τους δασκά­λους: «Δι τοτο πς γραμ­μα­τες μαθη­τευ­θες ες τν βασι­λεί­αν τν ορανν μοιός στιν νθρώπ οκοδε­σπότ στις κβάλ­λει κ το θησαυ­ρο ατο καιν κα παλαιά(:Κάθε άνθρω­πος που εντρύ­φη­σε στον μωσαϊ­κό νόμο και συγ­χρό­νως διδά­χθη­κε και τις αλή­θειες της βασι­λεί­ας των ουρα­νών, μοιά­ζει με άνθρω­πο νοι­κο­κύ­ρη ο οποί­ος απ’ το θησαυ­ρο­φυ­λά­κιό του βγά­ζει και­νούρ­για και παλιά. Έτσι κι αυτός όταν θα διδά­σκει, θα χρη­σι­μο­ποιεί, ανά­λο­γα με τις ανάγ­κες που θα του παρου­σιά­ζον­ται, γνώ­σεις από την Παλαιά Δια­θή­κη και από τη νέα διδα­σκα­λία μου)» [Ματθ.13,52].

Και πάλι ο μακά­ριος Παύ­λος συμ­βου­λεύ­ον­τας το ίδιο, λέγει: «σα γρ προ­ε­γρά­φη, ες τν μετέ­ραν διδα­σκα­λί­αν προ­ε­γρά­φη, να δι τς πομονς κα τς παρα­κλή­σε­ως τν γραφν τν λπί­δα χωμεν(:Και σας φέρω τη μαρ­τυ­ρία αυτή της Αγί­ας Γρα­φής, διό­τι όσα κατά το παρελ­θόν γρά­φτη­καν από τους θεό­πνευ­στους άντρες, γρά­φτη­καν από πρω­τύ­τε­ρα για τη δική μας διδα­σκα­λία, για να κρα­τού­με στε­ρεά την ελπί­δα με την υπο­μο­νή και την παρη­γο­ριά και ενί­σχυ­ση που δίνουν οι Γρα­φές)»[Ρωμ. 15,4]. Και μάλι­στα περισ­σό­τε­ρο από κάθε άλλον, αυτός το έκα­νε αυτό, διδα­σκό­με­νος τον πατρώο νόμο δίπλα στα πόδια του Γαμα­λι­ή­λου, ώστε και μετά από αυτά φυσι­κό ήταν και αυτός να δίνει προ­σο­χή στην ανά­γνω­ση· για­τί, αυτός που παραγ­γέλ­λει στους άλλους αυτά, οπωσ­δή­πο­τε προ­η­γου­μέ­νως θα τα παράγ­γει­λε στον εαυ­τό του. Βλέ­πεις λοι­πόν αυτόν που χρη­σι­μο­ποιεί συνέ­χεια τις μαρ­τυ­ρί­ες των προ­φη­τών και εξε­τά­ζει τα λεγό­με­να αυτών; Έπει­τα ο Παύ­λος βέβαια προ­σέ­χει την ανάγνωση(γιατί δεν είναι μικρή η ωφέ­λεια που μπο­ρεί κανείς να καρ­πω­θεί από τις Γρα­φές), ενώ εμείς δεί­χνου­με αδια­φο­ρία και τα ακού­με σαν να είναι πάρερ­γο; Πόσης τιμω­ρί­ας δεν θα ήμα­σταν άξιοι;

«να σου προ­κοπ φανερ (:για να γίνε­ται φανε­ρή σε όλους η πρό­ο­δός σου)», λέγει, «ν πσιν (:και να δίνεις σε όλους το καλό παρά­δειγ­μα φανε­ρή η προ­κο­πή σου σε όλους)». Βλέ­πεις ότι αυτός ήθε­λε να γίνει μέγας και θαυ­μα­στός και σε αυτό; Γι΄αυτό έτσι μίλη­σε, δεί­χνον­τας ότι είχε ακό­μη ανάγ­κη από αυτόν. Τι σημαί­νει «για να είναι φανε­ρή η προ­κο­πή σου σε όλους»; «Όχι μόνο στη ζωή», λέγει, «αλλά και στον διδα­σκα­λι­κό λόγο».

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, Υπό­μνη­μα στην Α’ προς Τιμό­θε­ον επι­στο­λήν, ομι­λί­ες ΙΒ΄ και ΙΓ΄, πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1986, τόμος 23, σελί­δες 319 ‑334 .

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη μετά Συν­τό­μου Ερμη­νεί­ας, Πανα­γιώ­της Τρεμ­πέ­λας, Αδελ­φό­της Θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», Αθή­να, 1985.

  • https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-palaia-diathiki/

  • https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-kaini-diathiki/

  • Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλ­τή­ριον με σύν­το­μη ερμη­νεία(από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τρί­τη, Αθή­να 2016.

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

 

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ”)

Τι δια­βά­ζεις;

«Ἕως ἔρχο­μαι πρό­σε­χε τῇ ἀνα­γνώ­σει» (Α’ Τιμ. 4,13)

O ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ, ἀγα­πη­τοί μου, ὁ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος γρά­φει σ’ ἕνα μαθη­τή του. Εἶχε πολ­λοὺς μαθη­τὰς ὁ Παῦ­λος. Οἱ μαθη­ταί του ἦταν πρό­σω­πα, ποὺ εἶχαν πιστέ­ψει στὸ εὐαγ­γέ­λιο, εἶχαν βαπτι­στῆ, καὶ ἡ καρ­διά τους και­γό­ταν ἀπὸ ἀγά­πη στο Χρι­στό.

Ἀκο­λου­θοῦ­σαν τὸν Παῦ­λο στὶς ἀπο­στο­λι­κές του περιο­δεί­ες καὶ τὸν βοη­θοῦ­σαν πολὺ στὸ ἔργο του. Κον­τὰ στὸ μεγά­λο ἀπό­στο­λο εἶχαν γίνει κι αὐτοὶ μικροὶ ἀπό­στο­λοι. Πολ­λὰ ὀφεί­λει ἡ Ἐκκλη­σία στοὺς μαθη­τάς αὐτοὺς τοῦ Παύ­λου, ποὺ ὕστε­ρα ἀπὸ τὸ μαρ­τυ­ρι­κό θάνα­τό του συνέ­χι­σαν νὰ κηρύτ­τουν τὸ Χρι­στὸ στὰ διά­φο­ρα μέρη.

Ἕνας δια­λε­χτός μαθη­τὴς τοῦ Παύ­λου, ποὺ ποτέ δὲν τὸν ἐγκα­τέ­λει­ψε, ἀλλὰ πάν­τα ἔμει­νε πιστὸς στὸ ἀπο­στο­λι­κὸ ἔργο, ἦταν καὶ ὁ Τιμό­θε­ος. Ὁ Τιμό­θε­ος χει­ρο­το­νή­θη­κε ἀπ’ τὰ χέρια τοῦ ἀπο­στό­λου Παύ­λου ἐπί­σκο­πος στὴν Ἔφε­σο, σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς μεγα­λύ­τε­ρες πόλεις τῆς Μικρᾶς Ασί­ας, ὅπου καὶ μαρ­τύ­ρη­σε, για­τὶ ἤλεγ­ξε κάτι καρ­να­βά­λια ποὺ γίνον­ταν στὴν πόλι αὐτή. Ακοῦ­τε σεῖς, ποὺ σώνει καὶ καλὰ τὶς ἅγιες μέρες τοῦ Τρι­ῳ­δί­ου θέλε­τε νὰ κάνε­τε καρ­να­βά­λια, νὰ χορο­πη­δᾶ­τε, νὰ τρα­γου­δᾶ­τε αἰσχρὰ τρα­γού­δια, νὰ μεθᾶ­τε καὶ νὰ κυλιέ­στε σὰν τὰ κτή­νη; Ἂν δὲν θέλε­τε ν ̓ ἀκού­σε­τε τὸν ἐπί­σκο­πό σας, ἀκοῦ­στε τὸν ἅγιο Τιμό­θεο, ποὺ ὄχι μόνο μὲ τὸ λόγο ἀλλά καὶ μὲ τὸ αἷμα του φωνά­ζει καὶ δια­μαρ­τύ­ρε­ται γιὰ τὶς εἰδω­λο­λα­τρι­κὲς ἐκδη­λώ­σεις τῶν ἡμε­ρῶν μας, ὅπως εἶνε τὰ καρ­να­βά­λια.

Πρὸς τὸν Τιμό­θεο λοι­πόν, τὸν ἐκλε­κτὸ μαθη­τή, γρά­φει ὁ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος. Δίνει διά­φο­ρες συμ­βου­λές. Για­τὶ ὁ Τιμό­θε­ος τώρα πιὰ δὲν εἶνε ἕνας μαθη­τής, ἀλλὰ ἔχει ὑπεύ­θυ­νη θέση μέσα στὴν Ἐκκλη­σία. Ὁ Τιμό­θε­ος εἶνε ἐπί­σκο­πος, καὶ ὡς ἐπί­σκο­πος εἶνε ὑπο­χρε­ω­μέ­νος νὰ φρον­τί­ζῃ γιὰ τὴν πνευ­μα­τι­κὴ πρό­ο­δο ὅλων τῶν χρι­στια­νῶν. Ἔχει καθῆ­κον νὰ ἐνι­σχύῃ τοὺς ἀδυ­νά­τους, νὰ παρη­γο­ρῇ τοὺς θλιμ­μέ­νους, νὰ κατη­χῇ τοὺς νέους, νὰ διδά­σκῃ τοὺς μεγά­λους, ἄνδρες και γυναῖ­κες, νὰ ἐλέγ­χῃ ἐκεί­νους ποὺ παρε­κτρέ­πον­ται καὶ γίνον­ται σκάν­δα­λο. Ἔχει καθῆ­κον σὰν βοσκὸς νὰ φυλάῃ τὸ μαν­τρί τοῦ Χρι­στοῦ ἀπὸ τοὺς λύκους, ποὺ εἶνε ἕτοι­μοι νὰ ὁρμή­σουν καὶ νὰ πάρουν τὰ πρό­βα­τα. Πρό­βα­τα εἶνε οἱ χρι­στια­νοί, λύκοι εἶνε οἱ αἱρε­τι­κοί, οἱ ἄνθρω­ποι δηλα­δὴ ποὺ λένε ἀντί­θε­τα ἀπὸ ὅ,τι διδά­σκει τὸ Εὐαγ­γέ­λιο.

Ὤ, πόσο λεπτή, πόσο δύσκο­λη εἶνε ἡ θέσι ἑνὸς ἐπι­σκό­που! Τί εὐθύ­νες ἔχει γιὰ ὅλο τὸ ποί­μνιό του! Τί λόγο θὰ δώσῃ στὸ Θεὸ καὶ γιὰ μιὰ ἀκό­μη ψυχή, ποὺ ἐξ αἰτί­ας του θὰ χαθῇ! Καὶ ἐπει­δὴ κι αὐτὸς ποὺ σᾶς ἀπευ­θύ­νει τὰ λόγια αὐτὰ εἶνε ἐπί­σκο­πος, ἐπί­σκο­πος σὲ μιὰ δύσκο­λη επο­χή, ἐπο­χὴ μεγά­λης ἀπι­στί­ας καὶ δια­φθο­ρᾶς, πολὺ σᾶς παρα­κα­λῶ νὰ προ­σεύ­χε­σθε γιὰ μένα τὸν ἐπί­σκο­πο. Ὅσοι ἀγα­πᾶ­τε τὸ Χρι­στὸ καὶ θέλε­τε τὸ ἔργο τοῦ Χρι­στοῦ νὰ προ­ο­δεύῃ στὴν ἐπαρ­χία μας, παρα­κα­λῶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια, στὴν προ­σευ­χή σας μὴ μὲ λησμο­νεῖ­τε. Νὰ προ­σεύ­χε­σθε καὶ νὰ λέτε «Χρι­στέ, βοή­θει ἐπι­σκό­πῳ Αὐγου­στί­νῳ». Ἂν ἕνας Παῦ­λος εἶχε ἀνάγ­κη ἀπὸ τὶς προ­σευ­χὲς τῶν χρι­στια­νῶν του, πόσο περισ­σό­τε­ρο ἐμεῖς!…

* * *

Μιὰ ἀπὸ τὶς συμ­βου­λές, ποὺ δίνει ὁ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος στον Τιμό­θεο, εἶνε καὶ αὐτή ̇ «Ἕως ἔρχο­μαι πρό­σε­χε τῇ ἀνα­γνώ­σει, τῇ παρα­κλή­σει, τῇ διδα­σκα­λίᾳ» (Α’ Τιμ. 4,13). Παι­δί μου, λέει ὁ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος, σοῦ συνι­στῶ νὰ δια­βά­ζῃς τὴν ἁγία Γρα­φή. Ὅταν τὴ δια­βά­ζης, ὅλη σου ἡ προ­σο­χὴ νὰ εἶνε σ ̓ αὐτὰ ποὺ δια­βά­ζεις. Προ­σε­κτι­κός κ’ ἐπι­με­λὴς νὰ εἶσαι στὴν ἀνά­γνω­σί της. Καὶ ἀπὸ τὸ ἅγιο αὐτὸ βιβλίο θὰ παίρ­νῃς παρα­δείγ­μα­τα γιὰ νὰ παρη­γο­ρῇς τοὺς θλιμ­μέ­νους καὶ νὰ διδά­σκῃς ἐκεί­νους ποὺ κλο­νί­ζον­ται στὴν πίστι κ ̓ ἔχουν ἀνάγ­κη πνευ­μα­τι­κής ἐνι­σχύ­σε­ως.

Ἡ συμ­βο­λὴ «Πρό­σε­χε τῇ ἀνα­γνώ­σει» (ἔ.ά.) δὲν γρά­φτη­κε, ἀγα­πη­τοί μου, μόνο γιὰ τὸν Τιμό­θεο, τὸν ἐπί­σκο­πο Ἐφέ­σου. Γρά­φτη­κε γιὰ ὅλους τοὺς ἐπι­σκό­πους, γιὰ ὅλους τοὺς κλη­ρι­κούς, ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς λαϊ­κούς, ἄνδρες καὶ γυναῖ­κες. Ναί, στὸν καθέ­να χρι­στια­νὸ σήμε­ρα ἀπευ­θύ­νε­ται ὁ Παῦ­λος καὶ λέει «Πρό­σε­χε τῇ ἀνα­γνώ­σει». Τὸ εἶπε γιὰ τὸν Τιμό­θεο. Ἂν ζοῦ­σε ὅμως σήμε­ρα ὁ Παῦ­λος, θὰ τὸ ἔλε­γε ὄχι μιὰ φορά, ἀλλὰ χίλιες φορὲς γιὰ τοὺς σημε­ρι­νούς χρι­στια­νούς, κλη­ρι­κοὺς καὶ λαϊ­κούς. Θὰ τοὺς φώνα­ζε «Προ­σέξ­τε τί δια- βάζε­τε!».

«Πρό­σε­χε τῇ ἀνα­γνώ­σει». Τότε, στὴν ἐπο­χὴ τοῦ Παύ­λου, τὰ βιβλία ἦταν λίγα, σπά­νια καὶ πανά­κρι­βα. Ἀλλὰ σήμε­ρα τὰ βιβλία εἶνε χιλιά­δες καὶ ἑκα­τομ­μύ­ρια. Κυκλο­φο­ροῦν παν­τοῦ. Που­λιῶν­ται σὲ φτη­νὴ τιμὴ καὶ μπαί­νουν στὰ σπί­τια ὅλων. Καὶ στὰ μέγα­ρα τῶν πλου­σί­ων ἀλλὰ καὶ στὰ σπί­τια τῶν φτω­χῶν βρί­σκεις βιβλία καὶ περιο­δι­κά. Καὶ ὅλοι δια­βά­ζουν. Καὶ ἐπει­δὴ τὰ πιὸ πολ­λὰ ποὺ κυκλο­φο­ροῦν μετα­ξὺ τοῦ λαοῦ μας δυστυ­χῶς δὲν εἶνε ὠφέ­λι­μα, ἀλλὰ εἶνε βλα­βε­ρά, γρά­φουν δηλα­δὴ πράγ­μα­τα ποὺ σκαν­δα­λί­ζουν καὶ δια­φθεί­ρουν τὴν ψυχή, υπάρ­χει μεγά­λος κίν­δυ­νος, ὅποιος δια­βά­ζει τὰ βιβλία αὐτὰ νὰ σκαν­δα­λι­σθῇ, νὰ χάσῃ τὴν πίστι του, νὰ δια­φθεί­ρῃ τὸ χαρα­κτῆ­ρα του, νὰ ζημιω­θῇ φοβε­ρά. Ναί, μπο­ρεῖ ἕνα βιβλίο, ποὺ ἔγρα­ψε ἕνας ἄπι­στος καὶ διε­φθαρ­μέ­νος συγ­γρα­φέ­ας, νὰ κατα­στρέ­ψῃ μιὰ ψυχή. Υπάρ­χουν βιβλία γραμ­μέ­να μὲ τόση τέχνη, ὥστε τρα­βᾶ­νε τὸν ἄνθρω­πο ὅπως τὸ δόλω­μα τοῦ ψαρᾶ τρα­βά­ει τὸ ψάρι. Τὰ βιβλία αὐτὰ εἶνε τὰ δολώ­μα­τα τοῦ σατα­νᾶ. Εἶνε κατα­στρο­φὴ τῶν ἀνθρώ­πων, ἰδί­ως τῶν νέων, ποὺ δὲν εἶνε σὲ θέσι νὰ δια­κρί- νουν ποιό βιβλίο εἶνε ὠφέ­λι­μο και ποιό εἶνε βλα­βε­ρό.

Δυστυ­χῶς οἱ ἄνθρω­ποι δὲν προ­σέ­χουν τί δια- βάζουν· ἐνῷ, ὅταν πρό­κει­ται νὰ φᾶνε κάτι, προ­σέ­χουν καί, ἂν ὑπο­πτευ­θοῦν ὅτι ἡ τρο­φὴ εἶνε χαλα­σμέ­νη καὶ κιν­δυ­νεύ­ουν νὰ πάθουν δηλη­τη­ρί­α­σι, δὲν τρῶ­νε τὴν ὕπο­πτη καὶ ἐπι­κίν­δυ­νη τρο­φή. Προ­σε­κτι­κοὶ στὸ τί τρῶ­νε οἱ ἄνθρω­ποι, ἀπρό­σε­κτοι στὸ τί δια­βά­ζουν. Ἔτσι, χωρὶς νὰ τὸ κατα­λά­βουν, δια­βά­ζον­τας τὰ βιβλία τῆς ἀθε­ΐ­ας καὶ ἀπι­στί­ας, ῥου­φοῦν τὸ φαρ­μά­κι ποὺ ὑπάρ­χει σ’ αὐτά, ἕνα φαρ­μά­κι ποὺ εἶνε ἀλειμ­μέ­νο μὲ ζάχα­ρη.

Αγα­πη­τοί μου!

Ἕνας σοφὸς ἔλε­γε ὅτι, ἐὰν ἕνας μπο­ροῦ­σε νὰ πάῃ στὴν κόλα­σι καὶ νὰ δῇ τοὺς κολα­σμέ­νους, θὰ ἄκου­γε πολ­λοὺς ποὺ ῥίχτη­καν στὴν κόλα­σι νὰ κλαῖ­νε, ν ̓ ἀνα­στε­νά­ζουν καὶ νὰ ὁμο­λο­γοῦν, ὅτι ἡ ἀρχὴ τῆς κατα­στρο­φῆς τους ὑπῆρ­ξε ἡ ἀνά­γνω­σι ἑνὸς βιβλί­ου, καὶ ὀνο­μά­ζον­τας τὸ βιβλίο νὰ λένε «Αὐτὸ τὸ βιβλίο μὲ κατέ­στρε­ψε. Κατα­ρα­μέ­νη ἡ ὥρα ποὺ τὸ πῆρα στὰ χέρια μου καὶ τὸ διά­βα­σα!». Καὶ ἀντι­θέ­τως, ἂν μπο­ροῦ­σε κανεὶς νὰ πάῃ στὸν παρά­δει­σο καὶ νὰ δῇ ἐκεῖ τοὺς ἀνθρώ­πους ποὺ εὐφραί­νον­ται καὶ ἀπο­λαμ­βά­νουν τὶς ὀμορ­φιὲς τοῦ παρα­δεί­σου, θὰ ἔβλε­πε καὶ θὰ ἄκου­γε ἀνα­ρίθ­μη­τες ψυχές, ποὺ θὰ ἔλε­γαν, ὅτι ἡ ἀρχὴ τῆς σωτη­ρί­ας τους ὑπῆρ­ξε ἕνα βιβλίο, τὸ Εὐαγ­γέ­λιο! «Ας εἶνε εὐλο­γη­μέ­νη καὶ τρι­σευ­λο­γη­μέ­νη ἡ ὥρα, ποὺ ἔπε­σε στα χέρια μου το βιβλίο αὐτό, νὰ τὸ δια­βά­σω καὶ νὰ κάνω ὅ,τι αὐτὸ μὲ συμ­βού­λευε».

Αδελ­φέ! Ἄκου­σε τὸν ἀπό­στο­λο ̇ «Πρό­σε­χε τῇ ἀνα­γνώ­σει» (ἔ.ά.). Πέτα­ξε, παρα­κα­λῶ, ἀπὸ τὰ χέρια σου τὰ αἰσχρὰ βιβλία καὶ περιο­δι­κά, καὶ ῥίξ’ τα στὴ φωτιὰ προ­τοῦ αὐτὰ σὲ κάψουν. Πάρε τὴν ἁγία Γρα­φὴ καὶ διά­βα­ζε μέρα καὶ νύχτα. Αὐτὸ εἶνε τὸ βιβλίο, τὸ μόνο βιβλίο, ποὺ μπο­ρεῖ νὰ σὲ σώσῃ ἂν τὸ πιστέ­ψῃς.

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek