ΚΥΡΙΑΚΗ ΛΓ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ (ΤΕΛΩΝΟΥ ΚΑΙ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ)

Αποστολική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ ΛΓ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ (ΤΕΛΩΝΟΥ ΚΑΙ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ) — ΤΙΜ Β΄. (Γ΄ 10- 15)

Προς Τιμό­θε­ον Β΄, κεφά­λαιο Γ΄, εδά­φια 10–15

10 Σὺ δὲ παρη­κο­λού­θη­κάς μου τῇ διδα­σκα­λίᾳ, τῇ ἀγω­γῇ, τῇ προ­θέ­σει, τῇ πίστει, τῇ μακρο­θυ­μίᾳ, τῇ ἀγά­πῃ, τῇ ὑπο­μο­νῇ, 11 τοῖς διωγ­μοῖς, τοῖς παθή­μα­σιν, οἷά μοι ἐγέ­νον­το ἐν ᾿Αντιο­χείᾳ, ἐν ᾿Ικο­νίῳ, ἐν Λύστροις, οἵους διωγ­μοὺς ὑπή­νεγ­κα! καὶ ἐκ πάν­των με ἐρρύ­σα­το ὁ Κύριος. 12 καὶ πάν­τες δὲ οἱ θέλον­τες εὐσε­βῶς ζῆν ἐν Χρι­στῷ ᾿Ιησοῦ διω­χθή­σον­ται· 13 πονη­ροὶ δέ ἄνθρω­ποι καὶ γόη­τες προ­κό­ψου­σιν ἐπὶ τὸ χεῖ­ρον, πλα­νῶν­τες καὶ πλα­νώ­με­νοι. 14 σὺ δὲ μένε ἐν οἷς ἔμα­θες καὶ ἐπι­στώ­θης, εἰδὼς παρὰ τίνος ἔμα­θες, 15 καὶ ὅτι ἀπὸ βρέ­φους τὰ ἱερὰ γράμ­μα­τα οἶδας, τὰ δυνά­με­νά σε σοφί­σαι εἰς σωτη­ρί­αν διὰ πίστε­ως τῆς ἐν Χρι­στῷ ᾿Ιησοῦ. 

10 Συ όμως έχεις παρα­κο­λου­θή­σει την διδα­σκα­λί­αν, την συμ­πε­ρι­φο­ράν και ανα­στρο­φήν μου, τας αγνάς μου δια­θέ­σεις, την φωτι­σμέ­νην και ζων­τα­νήν πίστιν μου, την μακρο­θυ­μί­αν μου, την αγά­πην και την υπο­μο­νήν μου. 11 Εχεις παρα­κο­λου­θή­σει ακό­μη εκ του πλη­σί­ον και είδες τους διωγ­μούς και τα παθή­μα­τα, που μου έγι­ναν εις την Αντιό­χειαν, στο Ικό­νιον, εις τα Λυστρα. Ποσον φοβε­ρούς διωγ­μούς υπέ­φε­ρα τότε! Και όμως από όλους με εγλύ­τω­σεν ο Κυριος! 12 Αλλά και όσοι θέλουν να ζουν με την ευσέ­βειαν, που διδά­σκει και εμπνέ­ει ο Ιησούς Χρι­στός, θα υπο­στούν διωγ­μούς. 13 Ανθρω­ποι δε κακοί και μοχθη­ροί, πλά­νοι και απα­τε­ώ­νες θα προ­κό­ψουν στο χει­ρό­τε­ρον πλα­νών­τες τους άλλους, πλα­νώ­με­νοι και οι ίδιοι. 14 Συ όμως μένε στα­θε­ρός εις εκεί­να, που έμα­θες, και την αλή­θειαν των οποί­ων την έχεις πλέ­ον βεβαιω­θή, έχων υπ’ όψιν σου και από ποιόν διδά­σκα­λον εδι­δά­χθης αυτά. 15 Και μη λησμο­νής, ότι από αυτήν ακό­μη την πλέ­ον απα­λήν ηλι­κί­αν σου γνω­ρί­ζεις τας Αγί­ας Γρα­φάς, αι οποί­αι ημπο­ρούν να σε κάμουν σοφόν και συνε­τόν εις τας αλη­θεί­ας, που οδη­γούν εις την σωτη­ρί­αν, δια της πίστε­ως στον Ιησούν Χρι­στόν, 

10 Εσύ όμως έχεις παρα­κο­λου­θή­σει τη διδα­σκα­λία μου, τη γενι­κό­τε­ρη συμ­πε­ρι­φο­ρά μου, την πρό­θε­ση και τα ελα­τή­ριά μου, τη φωτι­σμέ­νη πίστη μου, τη μακρο­θυ­μία μου, την αγά­πη μου, την υπο­μο­νή μου. 11 τους διωγ­μούς μου, τα παθή­μα­τά μου, σαν αυτά που υπέ­μει­να στην Αντιό­χεια, στο Ικό­νιο, στα Λύστρα. Τί φοβε­ρούς διωγ­μούς υπέ­φε­ρα! Και απ’ όλους με γλύ­τω­σε ο Κύριος. 12 Κι όχι μόνο εγώ έπα­θα και πάσχω αυτά, αλλά κι όλοι όσοι θέλουν να ζουν με ευσέ­βεια, όπως αρμό­ζει στους πιστούς που είναι ενω­μέ­νοι με τον Ιησού Χρι­στό, θα κατα­διω­χθούν. 13 Αντι­θέ­τως, άνθρω­ποι κακοί, που κατα­διώ­κουν και βασα­νί­ζουν τους ευσε­βείς, αλλά και απα­τε­ώ­νες, θα προ­χω­ρούν από το κακό στο χει­ρό­τε­ρο? θα πλα­νούν και θα εξα­πα­τούν τους άλλους, αλλά και αυτοί οι ίδιοι θα πλα­νών­ται και θα αξα­πα­τών­ται. 14 Εσύ όμως, Τιμό­θεε, μένε ακλό­νη­τος σ’ εκεί­να που έμα­θες και βεβαιώ­θη­κες για την αλή­θεια τους από την προ­σω­πι­κή σου πεί­ρα, διό­τι ξέρεις καλά από ποιον διδά­σκα­λο τα έμα­θες. Αυτό μην το ξεχνάς ποτέ, αλλά να το δια­τη­ρείς ζων­τα­νά στη μνή­μη σου, 15 και ότι ακό­μη από μικρό παι­δί γνω­ρί­ζεις τις Άγιες Γρα­φές, οι οποί­ες μπο­ρούν να σου μετα­δώ­σουν την αλη­θι­νή σοφία, που οδη­γεί στη σωτη­ρία με την πίστη στον Ιησού Χρι­στό.

10 Ἀλλὰ σὺ ἔχεις παρα­κο­λου­θή­σει τὴ διδα­σκα­λία μου, τὴ δια­γω­γή, τὴν καλὴ διά­θε­σι, τὴν εὐσπλαγ­χνία, τὴ συμ­πά­θεια, τὴν ἀγά­πη, τὴν ὑπο­μο­νή, 11 τοὺς διωγ­μούς, τὰ παθή­μα­τα, ὅπως αὐτὰ ποὺ μοῦ συνέ­βη­σαν στὴν Ἀντιό­χεια, στὸ Ἰκό­νιο, στὰ Λύστρα. Tί διωγ­μοὺς ὑπέ­φε­ρα! Kαὶ ἀπ’ ὅλους μὲ γλύ­τω­σε ὁ Kύριος. 12 Ἀλλὰ καὶ ὅλοι, ὅσοι προ­σπα­θοῦν νὰ ζοῦν εὐσε­βῶς, ὅπως θέλει ὁ Ἰησοῦς Xρι­στός, θὰ διω­χθοῦν. 13 Πονη­ροὶ δὲ ἄνθρω­ποι καὶ ἀπα­τε­ῶ­νες θὰ προ­κό­πτουν, ἀλλὰ πρὸς τὸ χει­ρό­τε­ρο. Θὰ πλα­νοῦν, ἀλλὰ καὶ θὰ πλα­νῶν­ται. 14 Σὺ ὅμως νὰ μένῃς σ’ αὐτά, τὰ ὁποῖα ἔμα­θες καὶ γιὰ τὰ ὁποῖα βεβαιώ­θη­κες. Διό­τι ξέρεις ἀπὸ ποιόν ἔμα­θες, 15 καὶ διό­τι ἀπὸ μικρὸ παι­δὶ γνω­ρί­ζεις τὰ ἱερὰ γράμ­μα­τα, τὰ ὁποῖα δύναν­ται νὰ σὲ κάνουν σοφὸ πρὸς σωτη­ρί­αν διὰ τῆς πίστε­ως στὸν Ἰησοῦ Xρι­στό. 

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (Ερμη­νεία Περι­κο­πής)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ

«Σύ δέ παρη­κο­λοθηκς μου τ διδα­σκαλίᾳ(:Εσύ όμως έχεις παρα­κο­λου­θή­σει τη διδα­σκα­λία μου)»[Β΄Τιμ.3,10]. «Ο στό­χος σου ήταν να είσαι ισχυ­ρός· δεν ήρθες απλώς, αλλά ‘’έχεις παρα­κο­λου­θή­σει’’». Εδώ δηλώ­νει ότι ο χρό­νος ήταν πολύς, με το να πει «έχεις παρα­κο­λου­θή­σει τη διδα­σκα­λία μου»: αυτό λέγε­ται για τον λόγο, την προ­φο­ρι­κή διδα­σκα­λία του Παύ­λου· «τ γωγῇ(:τη γενι­κό­τε­ρη συμ­πε­ρι­φο­ρά μου)»: αυτό λέγε­ται για τον βίο του· «τ προθσει (:την πρό­θε­ση και τα ελα­τή­ριά μου)»: αυτό λέγε­ται για την προ­θυ­μία και την καρ­τε­ρι­κό­τη­τα της ψυχής του. «Αυτά», λέγει, «δεν τα έλε­γα χωρίς να τα εφαρ­μό­ζω και ούτε φιλο­σο­φού­σα μόνο με λόγια».

«Έχεις παρα­κο­λου­θή­σει επί­σης, Τιμό­θεε», του λέγει, «τ πστει, τ μακρο­θυμίᾳ (:τη φωτι­σμέ­νη πίστη μου, τη μακρο­θυ­μία μου)»· «ότι τίπο­τε από αυτά», λέγει, «δεν μου προ­κα­λού­σε ταρα­χή»· «τ γπ (:την αγά­πη μου)», πράγ­μα που δεν το είχαν αυτοί· «τ πομον (:την υπο­μο­νή μου)», όπως ακρι­βώς ούτε και αυτό. «Με τη μακρο­θυ­μία μου», λέγει· προς τους αιρε­τι­κούς έδει­χνα πολ­λή μακρο­θυ­μία. «Με την υπο­μο­νή μου» προς τους διωγ­μούς: «τος διωγ­μος, τος παθμασιν (:στους διωγ­μούς μου, στα παθή­μα­τά μου)». Για­τί δύο είναι αυτά που ταράσ­σουν τον δάσκα­λο, το να υπάρ­χουν γύρω πολ­λοί αιρε­τι­κοί, και το να μη δεί­χνει υπο­μο­νή στα παθή­μα­τα. Αλλά όμως γι΄αυτούς πολ­λά είπε ο Παύ­λος, ότι και παλιά υπήρ­χαν και θα υπάρ­ξουν, και κανέ­νας χρό­νος δεν είναι καθα­ρός απ’ αυτούς, και ότι δεν θα μπο­ρέ­σουν να μας βλά­ψουν σε τίπο­τε, και ότι στον κόσμο υπάρ­χουν σκεύη χρυ­σά και αργυ­ρά.

Βλέ­πεις λοι­πόν αυτόν που ομι­λεί για τις θλί­ψεις; «οἷά μοι γνον­το ν Αντιο­χείᾳ, ν Ικονίῳ, ν Λστροις(:σαν αυτά που υπέ­μει­να στην Αντιό­χεια, στο Ικό­νιο, στα Λύστρα )». Για­τί άρα­γε αυτά μόνο είπε από τα πολ­λά παθή­μα­τα; Επει­δή τα υπό­λοι­πα ήταν γνω­στά στον Τιμό­θεο· και ίσως αυτά τα πράγ­μα­τα τα θυμά­ται σαν πρό­σφα­τα, όχι τα παλιά· και δεν τα απα­ριθ­μεί κατά είδος· για­τί δεν είναι κενό­δο­ξος ούτε φιλό­δο­ξος, αφού το λέγει για παρη­γο­ριά του μαθη­τή, όχι για επί­δει­ξη. «Αντιό­χεια» εδώ εννο­εί την Αντιό­χεια της Πισι­δί­ας, και τα Λύστρα, από όπου κατα­γό­ταν ο Τιμό­θε­ος. «οους διωγ­μος πνεγ­κα (:ποιους φοβε­ρούς διωγ­μούς υπέ­μει­να)». Και τα δύο είναι παρη­γο­ρη­τι­κά· ότι δηλα­δή και εγώ έδει­χνα γεν­ναία προ­θυ­μία, και δεν εγκα­τα­λεί­φτη­κα, και δεν είναι δυνα­τό να πω ότι ο Θεός με πρό­δω­σε, αλλά κατέ­στη­σε λαμ­πρό­τε­ρο το στε­φά­νι μου. «οους διωγ­μος πνεγ­κα (:ποιους φοβε­ρούς διωγ­μούς υπέ­μει­να)», λέγει, «κα κ πντων με ρρσατο Κριος (:και από όλα με γλύ­τω­σε ο Κύριος)».

«Κα πντες δ ο θλον­τες εσεβς ζν ν Χριστ Ιησο διω­χθσον­ται (:και όχι μόνο εγώ έπα­θα και πάσχω αυτά, αλλά και όλοι όσοι θέλουν να ζουν με ευσέ­βεια, όπως αρμό­ζει στους πιστούς που είναι ενω­μέ­νοι με τον Ιησού Χρι­στό, θα κατα­διω­χθούν)»[Β΄Τιμ.3,12]. «Για­τί όμως», λέγει, «ομι­λώ απλώς για τον εαυ­τό μου; Καθέ­νας από αυτούς που θέλει να ζει με ευσέ­βεια, θα διω­χθεί». «Διωγ­μούς» εδώ εννο­εί τις θλί­ψεις, τις οδύ­νες. Για­τί δεν υπάρ­χει άνδρας που να βαδί­ζει την οδό της αρε­τής χωρίς θλί­ψη, οδύ­νη και πει­ρα­σμούς· για­τί πώς θα μπο­ρού­σε να γίνει αλλιώς γι΄αυτόν που βαδί­ζει τη στε­νή και θλιμ­μέ­νη οδό; Γι΄αυτόν που άκου­σε ότι «ν τ κόσμ θλψιν ξετε(:εφό­σον είστε μέσα στον κόσμο, θα έχε­τε θλί­ψη)»;[Ιω. 16,33]. Αν εκεί­νο τον χρό­νο έλε­γε ο Ιώβ, «πει­ρα­τή­ριόν στιν βίος νθρώ­που π τς γς(:γεμά­τη δοκι­μα­σί­ες και πει­ρα­σμούς είναι η ζωή του ανθρώ­που εδώ στη γη)»[Ιώβ, 7,1], πόσο μάλ­λον τότε;

«Πονη­ρο δ νθρω­ποι(:Αντι­θέ­τως, άνθρω­ποι κακοί, που κατα­διώ­κουν και βασα­νί­ζουν τους ευσε­βείς)», λέγει, «κα γητες προκψου­σιν π τ χερον, πλανντες κα πλανμενοι(:αλλά και απα­τε­ώ­νες, θα προ­χω­ρούν από το κακό στο χει­ρό­τε­ρο· θα πλα­νούν και θα εξα­πα­τούν τους άλλους, αλλά και αυτοί οι ίδιοι θα πλα­νών­ται και θα εξα­πα­τών­ται)»[Β΄Τιμ. 3,13]. «Τίπο­τε από αυτά ας μη σε θορυ­βεί», λέγει, «αν εκεί­νοι ζουν με άνε­ση, ενώ εσύ με πει­ρα­σμούς· τέτοια είναι η φύση του πράγ­μα­τος. Από τα δικά μου μπο­ρείς να μάθεις ότι δεν υπάρ­χει άνθρω­πος που να πολε­μά με τους πονη­ρούς και να μην είναι σε θλί­ψη. Δεν είναι δυνα­τόν αυτός που πυγ­μα­χεί να ζει σε τρυ­φή, δεν είναι δυνα­τόν αυτός που παλεύ­ει να ευω­χεί. Κανέ­νας λοι­πόν από τους αθλη­τές ας μη ζητά­ει άνε­ση, κανέ­νας ας μη βρί­σκε­ται σε ευθυ­μία. Πάλι τα παρόν­τα είναι αγώ­νας, πόλε­μος, θλί­ψη, στε­νο­χώ­ρια, δοκι­μα­σία, το στά­διο των αγώ­νων. Άλλοι είναι οι και­ροί της ανέ­σε­ως· αυτός ο και­ρός είναι των ιδρώ­των, αυτός είναι των πόνων. Κανέ­νας που απο­δύ­θη­κε και αλεί­φτη­κε δεν επι­ζη­τεί άνε­ση. Αν λοι­πόν επι­ζη­τείς άνε­ση, για­τί απο­δύ­θη­κες τον αγώ­να; Για­τί σήκω­σες τα χέρια;». «Και πώς», λέγει, «να μην τα σηκώ­σω τώραΌταν δεν συγ­κρα­τείς τις επι­θυ­μί­ες, όταν δεν μάχε­σαι ενάν­τια προς την ορμή της φύσε­ως.

«Σ δ μνε ν ος μαθες κα πιστθης, εδς παρ τνος μαθες κα τι π βρφους τ ερ γρμμα­τα οδας, τ δυνμεν σε σοφσαι ες σωτηραν δι πστε­ως τς ν Χριστ Ιησο τ Κυρί μν (:Εσύ, όμως, Τιμό­θεε, μένε ακλό­νη­τος σε εκεί­να που έμα­θες και βεβαιώ­θη­κες για την αλή­θειά τους, από την προ­σω­πι­κή σου πεί­ρα, διό­τι ξέρεις καλά από ποιον διδά­σκα­λο τα έμα­θες. Αυτό μην το ξεχνάς ποτέ, αλλά να το δια­τη­ρείς ζων­τα­νά στη μνή­μη σου. Και ότι ακό­μη από μικρό παι­δί γνω­ρί­ζεις τις Άγιες Γρα­φές, οι οποί­ες μπο­ρούν να σου μετα­δώ­σουν την αλη­θι­νή σοφία, που οδη­γεί στη σωτη­ρία με την πίστη στον Ιησού Χρι­στό)»[Β΄Τιμ.3,14–15]

Τι σημαί­νει αυτό; Όπως ακρι­βώς ο προ­φή­της Δαβίδ προ­έ­τρε­ψε και είπε «Μ παρα­ζή­λου ν πονη­ρευο­μέ­νοις(:Μη ζηλεύ­εις τη φαι­νο­με­νι­κή ευτυ­χία των πονη­ρών)»[Ψαλμ.36,1], αυτό προ­τρέ­πει και αυτός λέγον­τας: «Σ δ μνε ν ος μαθες κα πιστθης(:Εσύ όμως Τιμό­θεε, μένε ακλό­νη­τος σε εκεί­να που έμα­θες και βεβαιώ­θη­κες για την αλή­θειά τους)». Όχι απλώς «μαθες», αλλά «κα πιστθης», δηλα­δή πίστε­ψες. «Ποιο λοι­πόν είναι αυτό που πίστε­ψα;». Ότι αυτή είναι η ζωή. Και αν λοι­πόν βλέ­πεις εδώ αντί­θε­τα από αυτά που πίστε­ψες, μην ανη­συ­χείς, για­τί και ο Αβρα­άμ έβλε­πε αντί­θε­τα, αλλά τίπο­τε δεν έπα­θε· άκου­σε υπό­σχε­ση από τον Θεό: « ν σακ κλη­θή­σε­ταί σοι σπέρ­μα (:Με τον Ισα­άκ θα απο­κτή­σεις απο­γό­νους)»[Γέν.21,12], και έπαιρ­νε εντο­λή να σφά­ξει τον Ισα­άκ, και δεν ανη­συ­χού­σε, ούτε ταρασ­σό­ταν.

Κανέ­νας να μη σκαν­δα­λί­ζε­ται για τους πονη­ρούς· αυτό η Γρα­φή το είπε από παλιά. Τι λοι­πόν όταν και οι αγα­θοί ευφραί­νον­ται και οι πονη­ροί τιμω­ρούν­ται; Το δεύ­τε­ρο από αυτά είναι φυσι­κό να γίνε­ται, το άλλο όμως δεν είναι· για­τί το να τιμω­ρούν­ται οι πονη­ροί είναι δυνα­τό, το να ευφραί­νον­ται όμως οι αγα­θοί πάν­το­τε δεν είναι δυνα­τό. Κανέ­νας δεν ήταν ίσος με τον Παύ­λο, αλλά όμως όλο τον χρό­νο τον περ­νού­σε με θλί­ψη, με δάκρυα, με στε­ναγ­μούς νύχτα και μέρα. Για­τί λέγει: «Δι γρη­γο­ρετε, μνη­μο­νεύ­ον­τες τι τριε­τί­αν νύκτα κα μέραν οκ παυ­σά­μην μετ δακρύ­ων νου­θετν να καστον(:Γι’ αυτό να προ­σέ­χε­τε και να είστε άγρυ­πνοι, έχον­τας ως παρά­δειγ­μα εμέ­να˙ και να θυμά­στε ότι για μια τριε­τία συνε­χώς νύχτα και μέρα δεν στα­μά­τη­σα να νου­θε­τώ με δάκρυα τον καθέ­να σας ξεχω­ρι­στά)»[Πράξ. 20,31]· και πάλι: «Χωρς τν παρεκτς πισύ­στα­σίς μου καθ᾿ μέραν, μέρι­μνα πασν τν κκλη­σιν(: Και για να μην ανα­φέ­ρω τόσα και τόσα άλλα, με ταλαι­πω­ρού­σε και με έρι­χνε σε στε­νο­χώ­ρια η καθη­με­ρι­νή πίε­ση και ενό­χλη­ση από εχθρούς και φίλους, όπως επί­σης και η αγω­νιώ­δης φρον­τί­δα για τις Εκκλη­σί­ες)»[Β΄Κορ.11,28], λέγει. Δεν χαι­ρό­ταν δηλα­δή σήμε­ρα και αύριο πονού­σε, αλλά καθη­με­ρι­νά δεν στα­μα­τού­σε να πονά­ει.

«Πώς λοι­πόν», θα ανα­ρω­τη­θεί ίσως κάποιος, «πονη­ρο δ νθρω­ποι κα γητες προκψου­σιν π τ χερον(:αντι­θέ­τως, άνθρω­ποι κακοί, που κατα­διώ­κουν και βασα­νί­ζουν τους ευσε­βείς, αλλά και απα­τε­ώ­νες, θα προ­χω­ρούν από το κακό στο χει­ρό­τε­ρο)»; Δεν είπε «θα τύχουν άνε­σης», αλλά «θα προ­χω­ρούν από το κακό στο χει­ρό­τε­ρο»· η προ­κο­πή τους αυτή θα είναι προς το χει­ρό­τε­ρο. Δεν είπε «θα βρί­σκον­ται σε ευπο­ρία». Και αν πάλι τιμω­ρούν­ται, γι’ αυτό τιμω­ρούν­ται, για να μη νομί­σεις ότι τα αμαρ­τή­μα­τα είναι ατι­μώ­ρη­τα. Επει­δή δηλα­δή η γέεν­να δεν μπο­ρεί να μας εμπο­δί­σει από την κακία, δεί­χνον­τας την ευσπλα­χνία Του για μας, μάς αφυ­πνί­ζει και μας ανορ­θώ­νει. Αν δεν τιμω­ρούν­ταν κανέ­νας πονη­ρός, κανέ­νας δεν θα πίστευε ότι ο Θεός φρον­τί­ζει τα ανθρώ­πι­να πράγ­μα­τα· αν όλοι τιμω­ρούν­ταν, κανέ­νας δεν θα περί­με­νε να γίνει ανά­στα­ση, για­τί όλοι εδώ θα απο­λάμ­βα­ναν την τιμω­ρία.

Γι’ αυτό και τιμω­ρεί και δεν τιμω­ρεί· γι’ αυτό εδώ οι δίκαιοι θλί­βον­ται, για­τί είναι πάροι­κοι, για­τί είναι ξένοι, για­τί βρί­σκον­ται σε ξένη γη. Οι δίκαιοι λοι­πόν υπο­μέ­νουν αυτά για να δοκι­μα­σθούν· για­τί άκου­σε τον Θεό που λέγει στον Ιώβ: «Οει δέ με λλως σοι κεχρη­μα­τι­κέ­ναι να ναφανς δίκαιος;(:Νομί­ζεις ότι για κάποιον άλλο λόγο ενήρ­γη­σα εγώ για εσέ­να, παρά για να ανα­δει­χθείς δίκαιος)»;[Ιώβ 40,8].Οι αμαρ­τω­λοί όμως αν κάπο­τε υπο­στούν κάτι τέτοιο, πλη­ρώ­νουν για τις αμαρ­τί­ες τους. Για το καθε­τί λοι­πόν ας ευχα­ρι­στού­με τον Θεό, είτε έτσι είτε αλλιώς· για­τί και τα δύο είναι χρή­σι­μα. Τίπο­τε δεν κάνει από μίσος ούτε απο­στρε­φό­με­νος εμάς, αλλά και τα δύο τα κάνει από φρον­τί­δα και ενδια­φέ­ρον για μας.

«Εδς παρ τνος μαθες κα τι π βρφους τ ερ γρμμα­τα οδας (:Διό­τι ξέρεις καλά από ποιον διδά­σκα­λο τα έμα­θες· αυτό μην το ξεχνάς ποτέ, αλλά να το δια­τη­ρείς ζων­τα­νά στη μνή­μη σου. Και ότι ακό­μη από μικρό παι­δί γνω­ρί­ζεις τις Άγιες Γρα­φές)», λέγει[Β΄Τιμ.3,14]. «ερά γράμ­μα­τα» ονο­μά­ζει τις θεί­ες Γρα­φές. «Με αυτές ανα­τρά­φη­κες, ώστε και με αυτές πρέ­πει η πίστη σου να είναι στε­ρεά και καθό­λου να μη βλά­πτε­σαι». Για­τί η ρίζα είναι βαθιά, χωρίς να τρά­φη­κε επί πολύ χρό­νο· τίπο­τε δεν μπο­ρεί να την ξερι­ζώ­σει.

Αφού είπε «τ ερ γρμμα­τα», πρό­σθε­σε: «τ δυνμεν σε σοφσαι ες σωτηραν δι πστε­ως τς ν Χριστ Ιησο τ Κυρί μν (:οι οποί­ες θεί­ες Γρα­φές μπο­ρούν να σου μετα­δώ­σουν την αλη­θι­νή σοφία, που οδη­γεί στη σωτη­ρία με την πίστη στον Ιησού Χρι­στό)»· δηλα­δή δεν σε αφή­νουν να πάθεις κάτι ανόη­το, πράγ­μα που παθαί­νουν οι πολ­λοί. Αυτός λοι­πόν που γνω­ρί­ζει τις Γρα­φές, όπως πρέ­πει να τις γνω­ρί­ζει, για κανέ­να από όσα συμ­βαί­νουν δεν σκαν­δα­λί­ζε­ται· όλα τα υπο­μέ­νει γεν­ναία· άλλα απ΄αυτά τα εμπι­στεύ­ε­ται στην πίστη και στο ακα­τά­λη­πτο της οικο­νο­μί­ας του Θεού, άλλων πάλι γνω­ρί­ζει και τις αιτί­ες, βρί­σκον­τας παρα­δείγ­μα­τα στις Γρα­φές. Καθό­σον το να μην περιερ­γά­ζε­ται τα πάν­τα και να μη θέλει να γνω­ρί­ζει τα πάν­τα, είναι μεγά­λη από­δει­ξη γνώ­σε­ως.

Και αν θέλε­τε θα σας το απο­δεί­ξω με παρά­δειγ­μα· ας υπο­θέ­σου­με ότι υπάρ­χει ένας ποτα­μός, ή καλύ­τε­ρα ότι υπάρ­χουν ποτα­μοί (δεν το λέγω κατά παρα­χώ­ρη­ση, αλλά λέγω αυτό που είναι οι ποτα­μοί)· δεν έχουν όλοι το ίδιο βάθος, αλλά άλλοι έχουν ρηχό βάθος και άλλοι βαθύ και ικα­νό να πνί­ξει τον ανί­δεο, και στην περί­πτω­ση αυτή προ­ξε­νούν­ται ίλιγ­γοι, ενώ στην άλλη όχι. Το να μη θέλει λοι­πόν κάποιος όλα να τα επι­χει­ρεί όμοια είναι καλό, και το να μη θέλει να γνω­ρί­ζει όλα τα βάθη, δεν είναι μικρή από­δει­ξη γνώ­σε­ως· για­τί αυτός που θέλει να ερευ­νή­σει ριψο­κιν­δυ­νεύ­ον­τας κάθε μέρος του ποτα­μού, αυτός προ­πάν­των δεν γνω­ρί­ζει τις ιδιό­τη­τες των ποτα­μών, και πολ­λές φορές θα χαθεί επει­δή τόλ­μη­σε να ερευ­νή­σει το βάθος του ποτα­μού με την ίδια θρα­σύ­τη­τα με την οποία διά­βαι­νε τα ρηχά νερά.

Έτσι και με τον Θεό· αυτός που θέλει να τα γνω­ρί­ζει όλα και τολ­μά τα πάν­τα, αυτός προ­πάν­των δεν γνω­ρί­ζει τι είναι ο Θεός. Αλλά στους ποτα­μούς βέβαια το μεγα­λύ­τε­ρο μέρος είναι ασφα­λές και λίγοι είναι οι στρό­βι­λοι και τα βάθη, στην περί­πτω­ση όμως του Θεού τα περισ­σό­τε­ρα είναι από­κρυ­φα και δεν είναι δυνα­τό να εξι­χνιά­σει κανείς τα έργα Αυτού. Για­τί λοι­πόν αγω­νί­ζε­σαι να κατα­πον­τί­σεις τον εαυ­τό σου; Αυτό μόνο γνώ­ρι­ζε, ότι όλα ο Θεός τα οικο­νο­μεί, ότι για όλα προ­νο­εί, ότι είμα­στε αυτε­ξού­σιοι, ότι άλλα τα ενερ­γεί Αυτός, άλλα πάλι τα παρα­χω­ρεί, ότι δεν θέλει να γίνε­ται τίπο­τε πονη­ρό, ότι όλα δεν γίνον­ται από τη θέλη­σή Του, αλλά και από τη δική μας· όλα τα κακά γίνον­ται μόνο από μας, ενώ όλα τα καλά από μας και από τη βοή­θειά Του, και ότι τίπο­τε δεν Του δια­φεύ­γει. Γι’ αυτό όλα τα ενερ­γεί Αυτός.Έπει­τα, γνω­ρί­ζον­τας εσύ γι’ αυτό, λογά­ρια­σε ποια είναι τα αγα­θά, ποια τα κακά, και ποια τα αδιά­φο­ρα· δηλα­δή, αγα­θό είναι η αρε­τή, κακό η φαυ­λό­τη­τα, αδιά­φο­ρα ο πλού­τος, η φτώ­χεια, η ζωή, ο θάνα­τος. Αν τα γνω­ρί­ζεις αυτά, θα γνω­ρί­σεις μαζί με αυτά ότι οι δίκαιοι γι’ αυτό θλί­βον­ται, για να στε­φα­νω­θούν, και οι αμαρ­τω­λοί για να πλη­ρώ­σουν για τις αμαρ­τί­ες τους· όλοι όμως οι αμαρ­τω­λοί δεν τιμω­ρούν­ται εδώ, για να μην απι­στούν οι πολ­λοί στην ανά­στα­ση· όπως όλοι οι δίκαιοι δεν θλί­βον­ται, για να μην νομί­σεις την κακία ότι είναι επαι­νε­τή, αλλά την αρε­τή. Αυτοί είναι κανό­νες και όροι· αυτό που θέλεις παραλ­λή­λι­σέ το με αυτούς και δεν θα αμφι­βάλ­λεις καθό­λου.

Όπως ακρι­βώς είναι για τους γραμ­μα­το­δι­δα­σκά­λους ο αριθ­μός έξι χιλιά­δες, και από αυτόν όλα ξεκι­νούν, και όλα μπο­ρείς να τα διαι­ρέ­σεις και να τα πολ­λα­πλα­σιά­σεις με τον κανό­να των έξι χιλιά­δων, και γύρω από αυτόν τον αριθ­μό όλα στρέ­φον­ται, και αυτά τα γνω­ρί­ζουν όσοι έχουν μάθει γράμ­μα­τα, έτσι και τους κανό­νες αυτούς, τους οποί­ους πάλι θα ανα­φέ­ρω συν­το­μό­τε­ρα, αν κάποιος τους γνω­ρί­ζει, ποτέ δεν σκαν­δα­λί­ζε­ται. Ποιοι λοι­πόν είναι αυτοί; Ότι αγα­θό είναι η αρε­τή· ότι φαύ­λο είναι η κακία· ότι αδιά­φο­ρα είναι οι αρρώ­στιες, η φτώ­χεια, οι επι­βου­λές, οι συκο­φαν­τί­ες, και όσα παρό­μοια· ότι οι δίκαιοι εδώ θλί­βον­ται· αν όμως μερι­κοί ευη­με­ρούν, συμ­βαί­νει αυτό για να μη θεω­ρη­θεί η αρε­τή ότι είναι μιση­τή· ότι οι πονη­ροί ευφραί­νον­ται, για να τιμω­ρη­θούν εκεί· αν πάλι μερι­κοί τιμω­ρούν­ται, συμ­βαί­νει αυτό για να μη θεω­ρη­θεί ότι η κακία είναι καλό, ούτε ότι τα πράγ­μα­τα μένουν ατι­μώ­ρη­τα· ότι δεν τιμω­ρούν­ται όλοι, για να μην αμφι­σβη­τη­θεί ο και­ρός της ανα­στά­σε­ως· ότι υπάρ­χουν μερι­κοί και από τους αγα­θούς που πράτ­τουν έργα φαύ­λα και αυτά τα απο­θέ­τουν εδώ, και από τους πονη­ρούς υπάρ­χουν μερι­κοί που πράτ­τουν καλά έργα και απο­λαμ­βά­νουν εδώ, για να τιμω­ρη­θούν εκεί· ότι τα περισ­σό­τε­ρα έργα του Θεού είναι ακα­τά­λη­πτα· ότι η από­στα­ση ανά­με­σα σε μας και σε Αυτόν είναι πολύ μεγά­λη, τόσο, που δεν είναι δυνα­τό να περι­γρα­φεί.

Αν τα σκε­πτό­μα­στε αυτά, τίπο­τε δεν θα μπο­ρέ­σει να μας θορυ­βή­σει. Αν ακού­με συνέ­χεια τις Γρα­φές, θα βρού­με και πολ­λά παρό­μοια παρα­δείγ­μα­τα· «αυτές», λέγει, «που μπο­ρούν να σου μετα­δώ­σουν την αλη­θι­νή σοφία, ώστε να σωθείς». Καθό­σον οι Γρα­φές διδά­σκουν αυτά που πρέ­πει να πράτ­του­με και αυτά που δεν πρέ­πει να πράτ­του­με· για­τί άκουε τι λέγει αλλού αυτός ο μακά­ριος σε κάθε Ιου­δαίο που τυφλω­μέ­νος υπε­ρη­φα­νεύ­ε­ται για την κατα­γω­γή του και την τήρη­ση του μωσαϊ­κού νόμου: «Πέποι­θάς τε σεαυτν δηγν εναι τυφλν, φς τν ν σκό­τει, παι­δευτν φρό­νων, διδά­σκα­λον νηπί­ων, χον­τα τν μόρ­φω­σιν τς γνώ­σε­ως κα τς ληθεί­ας ν τ νόμ(:Και έχεις για τον εαυ­τό σου την αλα­ζο­νι­κή πεποί­θη­ση ότι είναι οδη­γός των τυφλών ειδω­λο­λα­τρών, φως εκεί­νων που βρί­σκον­ται στο σκο­τά­δι της άγνοιας και της ειδω­λο­λα­τρι­κής πλά­νης, παι­δα­γω­γός ικα­νός να συνε­τί­ζεις τους ανόη­τους ανθρώ­πους, διδά­σκα­λος εκεί­νων που είναι σε νηπιώ­δη πνευ­μα­τι­κή κατά­στα­ση, και ότι έχεις την ακρι­βή γνώ­ση και αλή­θεια που εμπε­ριέ­χε­ται στον μωσαϊ­κό νόμο)» [Ρωμ.2,19–20].

Βλέ­πεις ότι ο μωσαϊ­κός νόμος είναι φως αυτών που βρί­σκον­ται στο σκο­τά­δι; Αν λοι­πόν αυτός που δεί­χνει το γράμ­μα είναι φως, το γράμ­μα που σκο­τώ­νει, τι άρα­γε είναι αυτός που δεί­χνει το Πνεύ­μα που ζωο­ποιεί; Αν η Παλαιά Δια­θή­κη είναι φως, τι είναι η Και­νή, όπου τόσα φανε­ρώ­θη­καν; Όπου τόση είναι η δια­φο­ρά, όση είναι αν κάποιος, σε εκεί­νους που δε γνω­ρί­ζουν τίπο­τε περισ­σό­τε­ρο από τη γη, τους ανοί­ξει τον ουρα­νό και τους κάνει να τα δουν όλα; Μάθα­με για τη γέεν­να, για την ουρά­νια βασι­λεία, για την κρί­ση.

«Πονη­ρο δ νθρω­ποι κα γητες προκψου­σιν π τ χερον, πλανντες κα πλανμενοι(: Άνθρω­ποι κακοί, που κατα­διώ­κουν και βασα­νί­ζουν τους ευσε­βείς, αλλά και απα­τε­ώ­νες, θα προ­χω­ρούν από το κακό στο χει­ρό­τε­ρο· θα πλα­νούν και θα εξα­πα­τούν τους άλλους, αλλά και αυτοί οι ίδιοι θα πλα­νών­ται και θα εξα­πα­τών­ται)» [Β΄Τιμ. 3,13]Ας μην πιστεύ­ου­με σε παρά­λο­γα πράγ­μα­τα· όλα εκεί­να είναι μαγι­κά πράγ­μα­τα. «Για­τί τότε», θα ανα­ρω­τη­θεί ίσως κάποιος, «μερι­κές φορές πραγ­μα­το­ποιεί­ται αυτό που λέγουν;». Επει­δή εσύ πιστεύ­εις, εφό­σον βέβαια γίνε­ται. Σε αιχ­μα­λώ­τι­σε, είναι κύριος πλέ­ον της ζωής σου ο αντι­κεί­με­νος, τη ρυθ­μί­ζει όπως θέλει αυτός. Πες μου, αν κάποιος λήσταρ­χος, που έχει στα χέρια και στην εξου­σία του τον γιο του βασι­λιά, που κατέ­φυ­γε σε αυτόν και επι­θύ­μη­σε την ερη­μιά και τη συν­τρο­φιά εκεί­νου, θα μπο­ρέ­σει να του πει αν είναι πεθα­μέ­νος ή αν ζει; Και βέβαια θα μπο­ρέ­σει. Για­τί άρα­γε; Όχι επει­δή προ­εί­δε το μέλ­λον, αλλά επει­δή είναι κύριος και των δύο, κα του να σκο­τώ­σει, και του να σώσει το παι­δί, εφό­σον εκεί­νο κατέ­στη­σε κύριό του τον λήσταρ­χο. Καθό­σον και να το σκο­τώ­σει θα μπο­ρέ­σει αν θελή­σει· για­τί βρί­σκε­ται στην εξου­σία εκεί­νου. Αν πει ότι θα είσαι πλού­σιος ή φτω­χός, και των δύο αυτός είναι κύριος. Οι περισ­σό­τε­ροι άνθρω­ποι του κόσμου παρέ­δω­σαν τους εαυ­τούς τους στα χέρια του δια­βό­λου.

Και εξάλ­λου όταν συνη­θί­σει ο άνθρω­πος να πιστεύ­ει, και αυτό πολύ βοη­θά­ει εκεί­νους τους απα­τε­ώ­νες· για­τί κανέ­νας δεν προ­σέ­χει τις απο­τυ­χί­ες στις προ­βλέ­ψεις τους, αλλά μόνο αν κάπου συνέ­βη­κε να επι­τύ­χουν. Αν έχουν κάποια προ­γνω­στι­κή δύνα­μη, οδή­γη­σέ τους σε μένα, τον πιστό. Δεν το λέγω καυ­χώ­με­νος· για­τί το να απαλ­λα­γείς από αυτούς δεν είναι θέμα καυ­χή­σε­ως. Για­τί είμαι γεμά­τος από αμαρ­τή­μα­τα· εξαι­τί­ας αυτών δεν θα ήταν δυνα­τόν να φανώ ταπει­νό­φρο­νας· όλους αυτούς τους μάν­τεις και τους μάγους τους περι­γε­λώ με τη χάρη του Θεού. Οδή­γη­σε σε μένα τον άνδρα τον μάγο, αν έχει κάποια δύνα­μη προ­γνω­στι­κή, και ας μου πει τι θα μου συμ­βεί, ας μου πει αύριο τι θα μου έρθει. Αλλά δεν πρό­κει­ται να πει· για­τί είμαι υπό την εξου­σία του Βασι­λιά των Ουρα­νών και ο μάγος αυτός δεν έχει την εξου­σία μου, ούτε την υπο­τα­γή μου· βρί­σκο­μαι μακριά από τα κρη­σφύ­γε­τά του και τα σπή­λαιά του, είμαι στρα­τευ­μέ­νος στην υπη­ρε­σία του Βασι­λιά.

«Αλλά ο τάδε έκλε­ψε», λέγει ίσως κάποιος, «και ο τάδε τον μήνυ­σε». Μα αυτό προ­πάν­των δεν είναι αλη­θές παν­τού, αλλά είναι γελοίο και ψέμα· για­τί δεν γνω­ρί­ζουν τίπο­τε· αν γνω­ρί­ζουν κάτι, όφει­λαν πολύ περισ­σό­τε­ρο τα δικά τους να πουν, πώς έκλε­ψαν τα πολ­λά αφιε­ρώ­μα­τα των ειδώ­λων, πώς χάθη­κε ο πολύς χρυ­σός. Για­τί δεν το προ­εί­παν στους ιερείς τους; Ώστε τίπο­τα δεν γνω­ρί­ζουν. Ούτε για τα χρή­μα­τα μπο­ρού­σαν να πουν, όταν οι ειδω­λο­λα­τρι­κοί ναοί τους καί­γον­ταν και πολ­λοί χάνον­ταν μαζί. Για­τί δεν ενδια­φέ­ρον­ται για τη σωτη­ρία τους; Αλλά επι­τυ­χία τους θεω­ρεί­ται μόνο το πράγ­μα, εφό­σον κάπου, σε κάποια μονά­χα περί­πτω­ση, προ­εί­παν κάτι. Υπάρ­χουν προ­φή­τες σε μας που ποτέ δεν απο­τυγ­χά­νουν· δεν προ­λέ­γουν το ένα, ενώ στο άλλο δια­ψεύ­δον­ται, αλλά απο­δει­κνύ­ον­ται αλη­θι­νοί σε όλα· αυτό είναι πραγ­μα­τι­κή πρό­γνω­ση.

Σας παρα­κα­λώ, παύ­σα­τε αυτή τη μανία κάπο­τε, αν βέβαια πιστεύ­ε­τε στον Χρι­στό· αν όμως δεν πιστεύ­ε­τε, για­τί κοροϊ­δεύ­ε­τε τους εαυ­τούς σας, για­τί τους απα­τά­τε; Ως πότε θα κου­τσαί­νε­τε και με τα δυο σας πόδια; Για­τί λοι­πόν έρχε­σαι σε αυτούς τους απα­τε­ώ­νες μάν­τεις και χρη­σμο­λό­γους; Για­τί ρωτάς; Μόλις προ­σήλ­θες και μόλις ρώτη­σες, έκα­μες τον εαυ­τό σου δού­λο· για­τί ρωτάς επει­δή πιστεύ­εις. «Όχι», απαν­τά­ει, «δεν πιστεύω ότι είναι αλη­θι­νά αυτά που λέγει, αλλά τον πει­ρά­ζω». Ακό­μα και πει­ρά­ζον­τάς τον αν αλη­θεύ­ουν τα λεγό­με­νά του, δεν δεί­χνει άνθρω­πο πεπει­σμέ­νο ότι ο μάν­της ή ο μάγος αυτός ψεύ­δε­ται, αλλά άνθρω­πο που ακό­μη αμφι­βάλ­λει. Για ποιο λόγο λοι­πόν τον ρωτάς τι θα συμ­βεί; Για­τί, αν βέβαια λέγει αυτό, ότι ούτε και έτσι έπρε­πε να ειδω­λο­λα­τρείς, πλην όμως η ανο­η­σία δεν θα ήταν τόση· εφό­σον όμως προ­λέ­γουν τα μέλ­λον­τα, τίπο­τε άλλο δεν κερ­δί­ζει αυτός που τα έμα­θε, παρά λύπη περιτ­τή· για­τί και το προ­λε­γό­με­νο γεγο­νός δεν συνέ­βη­κε, και τη λύπη την υπέ­μει­νε και στε­νο­χώ­ρη­σε τον εαυ­τό του.

Αν μας συνέ­φε­ρε αυτό, το να γνω­ρί­ζου­με δηλα­δή τι θα μας συμ­βεί στο μέλ­λον, δεν θα μας το απέ­κρυ­πτε ο Θεός, δε θα απέ­φευ­γε να μας το πει Αυτός που μας απο­κά­λυ­ψε τα ουρά­νια. Για­τί λέγει : «Οκέτι μς λέγω δού­λους, τι δολος οκ οδε τί ποιε ατο κύριος· μς δ ερηκα φίλους, τι πάν­τα κου­σα παρ το πατρός μου γνώ­ρι­σα μν(:Δεν σας ονο­μά­ζω πλέ­ον δού­λους, διό­τι ο δού­λος χρη­σι­μο­ποιεί­ται ως απλό όργα­νο από τον κύριό του και δεν γνω­ρί­ζει ποιο σκο­πό και ποιο λόγο έχει αυτό που θέλει να κάνει ο κύριός του, όταν του ζητά να εκτε­λέ­σει κάποια εντο­λή του. Σας ονό­μα­σα φίλους, διό­τι όλα όσα άκου­σα από τον Πατέ­ρα μου σας τα γνω­στο­ποί­η­σα· διό­τι σας θέλω συνερ­γά­τες μου, για να συνε­χί­σε­τε με πλή­ρη επί­γνω­ση το έργο μου)»[Ιω.15,15].

Για­τί λοι­πόν δεν μας τα γνώ­ρι­σε αυτά; Επει­δή θέλει να μην ασχο­λού­μα­στε εμείς με αυτά. Για­τί το ότι δεν απο­φεύ­γει να μας το γνω­ρί­σει, στους παλαιούς φανε­ρώ­νον­ταν αυτά, όπως και για το χαμέ­νο γαϊ­δου­ρά­κι και για μερι­κά άλλα, επει­δή ήταν σε πνευ­μα­τι­κά νηπιώ­δη κατά­στα­ση, σε μας όμως, επει­δή θέλει με κανέ­να τρό­πο να μην ασχο­λού­μα­στε με αυτά, δεν φρόν­τι­σε να μας τα γνω­ρί­σει. Αλλά τι μαθαί­νου­με; Αυτό που δεν έμα­θαν εκεί­νοι· για­τί όλα εκεί­να είναι μικρά, ενώ αυτά, που μάθα­με εμείς είναι αυτά, ότι ανα­σται­νό­μα­στε, ότι θα είμα­στε αθά­να­τοι, ότι θα είμα­στε άφθαρ­τοι, ότι δεν έχει τέλος η ζωή, ότι όλα θα παρέλ­θουν, ότι θα αρπα­γού­με μέσα σε σύν­νε­φα, ότι οι πονη­ροί θα τιμω­ρη­θούν, και μύρια άλλα εκτός από αυτά, και τίπο­τε δεν είναι ψέμα. Δεν είναι πολύ καλύ­τε­ρα να γνω­ρί­ζεις αυτά, παρά ότι βρέ­θη­κε κάποιο γαϊ­δου­ρά­κι μας που χάθη­κε; Έστω πήρες τον όνο, έστω τον βρή­κες· ποιο το κέρ­δος; Δεν θα τον χάσεις πάλι με άλλον τρό­πο; Και αν αυτός δε σε αφή­σει, εσύ θα τον αφή­σεις με τον θάνα­το· ενώ τα πράγ­μα­τα που εγώ είπα, αν θέλου­με να τα έχου­με για πάν­τα, θα τα έχου­με διαρ­κώς.

Εκεί­να λοι­πόν να επι­διώ­κου­με, εκεί­να να ακο­λου­θού­με που μένουν, τα σίγου­ρα. Ας μην προ­σέ­χου­με σε μάν­τεις, ούτε σε χρη­σμο­λό­γους, ούτε σε αγύρ­τες, αλλά στον Θεό που γνω­ρί­ζει τα πάν­τα σαφώς, που έχει τη γνώ­ση των πάν­των. Και έτσι όλα θα τα γνω­ρί­σου­με, αυτά που πρέ­πει να γνω­ρί­ζου­με, και θα επι­τύ­χου­με όλα τα αγα­θά.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, Υπό­μνη­μα στην Προς Τιμό­θε­ον Β΄επιστολήν , πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1986, τόμος 23, ομι­λία Η΄, σελί­δες 614–629.

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Αρχιμ. Αθα­νά­σιος Μυτι­λη­ναί­ος (Ο ΔΙΩΓΜΟΣ ΤΩΝ ΕΥΣΕΒΩΝ)

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου με θέμα:

«Ο ΔΙΩΓΜΟΣ ΤΩΝ ΕΥΣΕΒΩΝ»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 12–2‑1984]

[Β 108]

Ο Από­στο­λος Παύ­λος, αγα­πη­τοί μου, περ­νά τις τελευ­ταί­ες του ημέ­ρες στη φυλα­κή στη Ρώμη. Από εκεί γρά­φει τις τελευ­ταί­ες του υπο­θή­κες στην δευ­τέ­ρα του επι­στο­λή στον Τιμό­θεο. Του ανα­φέ­ρει τις περι­πέ­τειες της ζωής του, τους διωγ­μούς του, τους κατα­τρεγ­μούς του. Αλλά από όλα αυτά τον απήλ­λα­ξε ο Κύριος και τον γλύ­τω­σε, γι’αυ­τό και Τον ευχα­ρι­στεί. Του σημειώ­νει: «Σύ δέ παρη­κο­λοθηκς μου τ διδα­σκαλίᾳ, τ γωγ, τ προθσει, τ πστει, τ μακρο­θυμίᾳ, τ γπ, τ πομοντος διωγ­μος, τος παθμασιν, οἷά μοι γνον­το ν Αντιο­χείᾳ, ν Ικονίῳ, ν Λστροις· οους διωγ­μος πνεγ­κα κα κ πντων με ρρσατο Κριος. Κα πντες δ ο θλον­τες εσεβς ζν ν Χριστ Ιησο διω­χθσον­ται». Του κάνει έναν έμμε­σον υπαι­νιγ­μό. «Είδες, Τιμό­θεε, αγα­πη­τό παι­δί, τι διωγ­μούς έχω υπο­φέ­ρει. Είδες τι δυσκο­λί­ες έχω περά­σει. Αλλά δεν είμαι εγώ μόνο. Κα πντες δ ο θλον­τες εσεβς ζν ν Χριστ Ιησο διω­χθσον­ται: Και όλοι εκεί­νοι που θα ‘θελαν να στα­θούν ευσε­βείς εν Χρι­στώ Ιησού, θα διω­χθούν». Ως να του λέει: «Εάν μεί­νεις ευσε­βής, και σε προ­τρέ­πω να μεί­νεις ευσε­βής εν Χρι­στώ Ιησού, έχε το υπό­ψη σου, θα διω­χθείς».

Είναι λοι­πόν κανό­νας αυτό; Αγα­πη­τοί μου, είναι κανό­νας. Δεν υπάρ­χει εξαί­ρε­σις. Δεν υπάρ­χει ούτε μία εξαί­ρε­σις. Οι διωγ­μοί είναι το κρι­τή­ριο της αλη­θούς, ευσε­βούς ζωής. Βέβαια, υπάρ­χουν και διωγ­μοί που ανα­φέ­ρον­ται οι ταλαι­πω­ρί­ες, οι πει­ρα­σμοί, που ανα­φέ­ρον­ται σε μία ψευ­δο­ευ­σέ­βεια. Εκεί δεν φταί­γουν άλλοι παρά ο ίδιος εκεί­νος που φέρει αυτήν την ψευ­δο­ευ­σέ­βεια. Τι είναι αυτό; Η αδια­κρι­σία του. Λέγει κάπου ο Από­στο­λος Πέτρος: «Μην πάσχει ανά­με­σά σας κανείς από πάθη και ελατ­τώ­μα­τα. Για­τί τότε, αν υφί­στα­ται ό,τι υφί­στα­ται, τότε δεν φταί­ει κανείς άλλος παρά φταί­ει αυτός». Αν κανείς σαν Χρι­στια­νός είναι επι­πό­λαιος άνθρω­πος, δεν έχει διά­κρι­ση να κρί­νει ανά πάσα στιγ­μή πώς πρέ­πει να ενερ­γεί, τότε κάθε κατα­τρεγ­μό που μπο­ρεί να νιώ­σει, δεν φταί­ει κανείς άλλος παρά ο ίδιος.

Λέγουν πολ­λοί και δεν αντι­λαμ­βά­νον­ται ότι είναι οι ίδιοι αίτιοι αυτής της κατα­στά­σε­ώς των, όταν λέγουν: «Εγώ το κάνω το καλό προς πάν­τας, εγώ αγα­πώ τους πάν­τας, εγώ δεν πατάω μυρ­μηγ­κά­κι, για­τί όλοι με κατα­τρέ­χουν;». Αδελ­φέ μου, ερεύ­νη­σε τον εαυ­τό σου να δεις, μήπως φταις και σε τι μπο­ρεί να φταις. Να έχεις μεν κάποια αρε­τή. Δεν σου την αμφι­σβη­τεί κανείς αυτήν. Αλλά αυτή σου η αρε­τή να είναι χωρίς διά­κρι­ση. Οποια­δή­πο­τε αρε­τή, εάν είναι χωρίς διά­κρι­ση, τότε μπο­ρεί ακό­μη και σε κακία να μετα­βλη­θεί. Αν είσαι ελε­ή­μων, αν αγα­πάς, τι ωραιό­τε­ρο, τι καλύ­τε­ρο; Αλλά δεν ξέρεις πώς θα ασκή­σεις αυτήν την αγά­πη σου και αυτήν την ελεη­μο­σύ­νη σου, στο τέλος μπο­ρεί να απο­βεί σε κακό σου. Και όταν παρα­πο­νεί­σαι…- μα όταν φθά­νεις να παρα­πο­νεί­σαι, ακρι­βώς σημαί­νει κι αυτό είναι ένα έμμε­σον, μία έμμε­ση πλη­ρο­φο­ρία και για σένα αν κατα­λα­βαί­νεις και δια το περι­βάλ­λον σου, ότι δεν είχες μεστω­μέ­νη ευσέ­βεια, σωστά τοπο­θε­τη­μέ­νη ευσέ­βεια.

Αλλά ας έλθο­με στην αλη­θι­νή ευσέ­βεια. Λέγει ένας εκκλη­σια­στι­κός συγ­γρα­φεύς: «Ατη μόνη εσεβς ζωή, ν Χριστ ησο». «Αυτή μόνη είναι η ευσε­βής ζωή· εκεί­νη η οποία είναι εν Χρι­στώ Ιησού». Είναι πολύ περιε­κτι­κός ο λόγος. Αν έπρε­πε να ανα­λυ­θεί, ίσως πολ­λά πράγ­μα­τα θα έπρε­πε να ειπω­θούν, τι ακρι­βώς είναι η ευσε­βής εν Χρι­στώ ζωή. Δεν είναι όμως της ώρας, για­τί θα ‘θελα να δω κάτι άλλο, μια άλλη πλευ­ρά. Την πλευ­ρά εκεί­νη που λέγει ο Από­στο­λος: «Και όσοι θα θελή­σουν να ζήσουν την ευσε­βή ζωή, αυτοί θα διω­χθούν».

Αλλά τίθε­ται εύλο­γο το ερώ­τη­μα: «Για­τί; Ποιον πει­ρά­ζουν; Για­τί να διω­χθούν; Και για­τί να απο­τε­λεί κρι­τή­ριον της ευσε­βεί­ας των ο διωγ­μός; Και, αν θέλε­τε, και της γνη­σιό­τη­τός των. Αν δηλα­δή πραγ­μα­τι­κά έχουν μίαν γνη­σιό­τη­τα ευσε­βεί­ας. Για­τί απλού­στα­τα πίσω από εκεί­νους που τον διώ­κουν, πίσω από τους πει­ρα­σμούς είναι ο μεγά­λος εχθρός, ο μέγας αντί­πα­λος, ο διά­βο­λος. Ο διά­βο­λος δεν αγα­πά τον Χρι­στόν. Είναι ο αντί­πα­λος του Χρι­στού. Όταν ο Χρι­στός ήλθε εις τον κόσμον, ο διά­βο­λος Τον κοί­τα­ξε κι ανα­ρω­τή­θη­κε: «Ποιος τάχα να είναι Αυτός, βλέ­πω πολ­λή αγιό­τη­τα εις Αυτόν, Ποιος να είναι;». Άκου­σε στην βάπτι­ση: «Συ είσαι ο Υιός μου ο αγα­πη­τός, σε Σένα έχω ευδο­κή­σει». «Περί­ερ­γο…». Τον και­ρο­φυ­λα­κτεί. Τον βλέ­πει στην έρη­μον. Νηστεύ­ει. Αμφι­βάλ­λει, ποιος να είναι; Βεβαί­ως ο διά­βο­λος δεν εγνώ­ρι­ζε το Τρια­δι­κόν του Θεού. Βεβαί­ως ο διά­βο­λος δεν είχε υπο­πτευ­θεί την Εναν­θρώ­πη­ση του Υιού του Θεού, παρό­τι πλή­θος, πλη­σμο­νή υπήρ­χαν προ­φη­τειών στην Παλαιά Δια­θή­κη. Και ο διά­βο­λος, κατά τον άγιο Ιωάν­νη τον Δαμα­σκη­νό, γνω­ρί­ζει την Αγία Γρα­φή. Αλλά οι προ­φη­τεί­ες ήσαν κεκα­λυμ­μέ­νες. Και έπρε­πε να ξεγε­λα­στεί ο διά­βο­λος. Αγνο­εί λοι­πόν ο διά­βο­λος. «Ποιος είναι αυτός;».

Και όταν ο διά­βο­λος ενι­κή­θη­κε, αφού ο ίδιος πήγε να προ­κα­λέ­σει τον Κύριον, με εκεί­νον τον τρι­πλούν πει­ρα­σμόν και ξανα­νι­κή­θη­κε ορι­στι­κά και συν­τρι­πτι­κά, του­λά­χι­στον για τον παρόν­τα χρό­νον, για τον παρόν­τα αιώ­να, στον Σταυ­ρό του Χρι­στού, αλλά ολο­τε­λώς συν­τρι­πτι­κά, όταν θα ξανάρ­θει ο Χρι­στός στον κόσμον και τον ανα­μέ­νει κόλα­σις αιω­νία, αντι­λαμ­βά­νε­σθε, ο διά­βο­λος βλέ­πει τον Ιησούν Χρι­στόν ως φοβε­ρόν του αντί­πα­λο. Γι’αυ­τό και ο διά­βο­λος φθο­νεί και μισεί όλα τα έργα του Θεού και ιδιαι­τέ­ρως το έργο του Χρι­στού επά­νω εις την γην.

Πίσω, λοι­πόν, από κάθε διωγ­μό είναι ο διά­βο­λος. Αλλά και πίσω από τα όργα­νά του, τους διώ­κτες, είναι ο διά­βο­λος. Αυτό είναι κάτι πάρα πολύ σπου­δαίο, το οποίο αναμ­φι­σβή­τη­τα πρέ­πει να γνω­ρί­σο­με. Βέβαια εδώ υπάρ­χει και μία ψυχο­λο­γία του πράγ­μα­τος. Δεν είναι τελεί­ως ξεκάρ­φω­το. Ο ευσε­βής γίνε­ται ο στό­χος και το αντι­κεί­με­νον ελέγ­χου, εκεί­νου ο οποί­ος αμαρ­τά­νει ασύ­στο­λα. Αν εγώ λέγω την αλή­θεια, σου γίνο­μαι έλεγ­χος, έστω σιω­πη­ρώς, χωρίς να σου πω τίπο­τε. Απλώς η παρου­σία μου, σε σένα που λες ψέμα­τα. Αν εγώ είμαι αγνός κι εσύ είσαι ανή­θι­κος, η παρου­σία μου, η μόνη παρου­σία μου, σου γίνε­ται έλεγ­χος. Έτσι λοι­πόν ο ασε­βής δεν μπο­ρεί να δει τον ευσε­βή. Ελέγ­χε­ται. Πώς να το κάνο­με; Υπάρ­χει συνεί­δη­σις. Όσο και αν ζητή­σα­με να την καυ­τη­ριά­σου­με, υπάρ­χει συνεί­δη­σις. Και αφού υπάρ­χει η συνεί­δη­σις, επό­με­νον είναι αυτή να ελέγ­χει, έστω και αμυ­δρά.

Και πώς η συνεί­δη­σις ξυπνά; Μόνον εάν υπάρ­χει στοι­χεί­ον συγ­κρι­τι­κόν. Και εν προ­κει­μέ­νω είναι ο ευσε­βής άνθρω­πος. Γι’αυ­τό, θαυ­μά­σια μας λέγει η Σοφία Σολο­μών­τος, μας σκια­γρα­φεί, αδρο­γρα­φεί αυτήν την ψυχο­λο­γία των ασε­βών μπρο­στά στον ευσε­βή. Και τι λέγουν; «νεδρεσωμεν δ τν δκαιον(: Να του στή­σο­με παγί­δα), τι δσχρη­στος μν στι(: για­τί μας είναι δυσκο­λο­με­τα­χεί­ρι­στος) κα ναν­τιοται τος ργοις μν(: έρχε­ται σε αντί­θε­ση- έστω και σιω­πη­ρά, όπως σας είπα- στα έργα μας). γνετο μν ες λεγ­χον ννοιν μν(:Ό,τι συλ­λαμ­βά­νο­με, ό,τι σκε­φτό­μα­στε, ό,τι θέλο­με, αυτός μπρο­στά μας γίνε­ται έλεγ­χος ζων­τα­νός). Βαρς στιν μν καί βλεπμενος(: Είναι βαρύς ακό­μα να τον βλέ­πο­με. Δηλα­δή και να τον δού­με μόνο… Για­τί; Βαρύς! Για­τί είναι βαρύς, βαρί­δι στην συνεί­δη­σή των), τι νμοιος τος λλοις βος ατο, κα ξηλ­λαγμναι α τρβοι ατο». Να το αίτιο. «Για­τί είναι», λέγει, «δια­φο­ρε­τι­κός ο βίος του απ’ τον δικό μας τον βίο και παρηλ­λαγ­μέ­ναι αι μέθο­δοι της ζωής του. Ζει αλλιώ­τι­κα, ζει δια­φο­ρε­τι­κά. Δεν ζει όπως ζού­με εμείς)». Είναι, λοι­πόν, πάρα πολύ ψυχο­λο­γι­κό, πάρα πολύ να αισθά­νε­ται ο ασε­βής την παρου­σία του ευσε­βούς σαν κάτι που τον τσα­κί­ζει.

Δεν έχο­με παρά να θυμη­θού­με, αγα­πη­τοί μου, πολ­λές, πάρα πολ­λές τέτοιες περι­πτώ­σεις, ιστο­ρι­κές περι­πτώ­σεις, που βεβαιώ­νουν αυτήν την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Για­τί ο Κάιν εφό­νευ­σε τον Άβελ; Τι ήταν εκεί­νο που τον έκα­νε μέσα του να υπο­φέ­ρει; Διό­τι είδε τον αδελ­φό του να στέ­κε­ται με ευσέ­βεια και να απο­δέ­χε­ται την ευσέ­βειά του ο Θεός. Αυτό τον έκα­νε να μην μπο­ρεί μέσα του να αισθαν­θεί καλά. Εκι­νή­θη από φθό­νο και έφθα­σε εις το σημείο να φονεύ­σει με δόλο τον αδελ­φό του. Θυμη­θεί­τε, ακό­μη, τον Ιωσήφ. Για­τί τον εφθό­νη­σαν τα αδέλ­φια του; Έφθα­σαν να θέλουν να τον σκο­τώ­σουν. Τον επώ­λη­σαν! Για­τί δεν μπο­ρού­σαν να ανε­χθούν την αρε­τή του Ιωσήφ. Υπάρ­χει ένα χωρί­ον εκεί εις το βιβλί­ον της Γενέ­σε­ως, που λέγει ότι κάτι κάνα­νε μετα­ξύ τους, άσχη­μο, πονη­ρό. Ίσως καμία ανή­θι­κη πρά­ξη να κάνα­νε μετα­ξύ τους. Ίσως. Κάπως έτσι φαί­νε­ται το πράγ­μα να είναι. Και ο Ιωσήφ το αντε­λή­φθη. Και πήγε και το είπε στον πατέ­ρα του τον Ιακώβ. Ε, αυτό στά­θη­κε η πρώ­τη αφορ­μή. Και μετά και μερι­κές άλλες. Δεν ησθά­νον­το καλά με την παρου­σία του Ιωσήφ.

Αλλά θυμη­θεί­τε ακό­μη, αγα­πη­τοί μου, τον άγιο Ιωάν­νη τον Πρό­δρο­μο. Πώς ελέγ­χει τον Ηρώ­δη. Η Ηρω­διάς, εκεί­νη η μοι­χα­λί­δα γυναί­κα, που άφη­σε τον άνδρα της για να πάρει τον αδελ­φό του ανδρός της, αυτή η φοβε­ρή γυναί­κα, πόσο άσχη­μα ησθά­νε­το! Σκε­φθεί­τε ότι μπο­ρού­σε να επω­φε­λη­θεί πολ­λά, που ο ανόη­τος Ηρώ­δης, ο δεύ­τε­ρος σύζυ­γός της, έφθα­σε, μπρο­στά στον χορό της κόρης του, που δεν ήταν κόρη του, ανι­ψιά του ήταν, κόρη του αδελ­φού του, για­τί με αυτόν είχε γεν­νη­θεί η Σαλώ­μη, έφθα­σε, αγα­πη­τοί μου, να πει: «Δίνω το μισό μου βασί­λειο!». Και το πάθος του μίσους και της κακί­ας μες στην ψυχή της Ηρω­διά­δος, έφθα­σε στο σημείο να μην ζητή­σει ούτε μία δραχ­μή. Αλλά τι; Μόνο το κεφά­λι του Ιωάν­νου «πί πινά­κι»· μέσα σε ένα πιά­το! Βλέ­πε­τε ο έλεγ­χος τι φοβε­ρό πράγ­μα είναι; Για­τί; Για­τί ο Ιωάν­νης έλε­γε: «Οκ ξεστί σοι χειν τν γυνακα το δελ­φο σου». «Δεν σου επι­τρέ­πε­ται να έχεις την γυναί­κα του αδελ­φού σου».

Αλλά, ο Κύριος δεν έπε­σε θύμα αυτών των Φαρι­σαί­ων; Δεν μας λέγει ο Ευαγ­γε­λι­στής Ιωάν­νης ότι «διά φθό­νον παρέ­δω­καν ατόν;». Οι Ιου­δαί­οι δεν εδί­ω­κον διαρ­κώς τους Απο­στό­λους και τους Χρι­στια­νούς, διό­τι δεν ησθά­νον­το καλά; Και μάλι­στα και στον εθνι­κόν κόσμον. Έξω δηλα­δή από τα όρια της Ιερου­σα­λήμ, έξω από τα όρια της Ιου­δαί­ας. Δεν εδί­ω­κον τους Χρι­στια­νούς; Διό­τι έβλε­παν τους ειδω­λο­λά­τρας να γίνον­ται χρι­στια­νοί και εζή­λευαν φοβε­ρά και ησθά­νον­το άσχη­μα, ησθά­νον­το μειο­νε­κτι­κά. Οι ειδω­λο­λά­τραι κατό­πιν δεν θα διώ­ξουν τους Χρι­στια­νούς;

Αλλά η Ιστο­ρία συνε­χί­ζει και θα συνε­χί­ζει μέσα στους αιώ­νες. Είτε ομα­δι­κούς έχο­με διωγ­μούς, είτε ατο­μι­κούς διωγ­μούς. Και αν θέλε­τε, και στην καθη­με­ρι­νό­τη­τα συμ­βαί­νουν αυτά. Μήπως μία ευσε­βής γυναί­κα, σύζυ­γος, δεν μπο­ρεί να υφί­στα­ται τα πάν­δει­να από έναν σύζυ­γο ασε­βή; Και το αντί­στρο­φο. Μήπως, σ’ αυτό το ίδιο το σχο­λείο, δεν μπο­ρεί να υπάρ­χει ένας μαθη­τής ευσε­βής και οι άλλοι να τον διώ­κουν με κάθε τρό­πο και να τον προγ­κί­ζουν, μόνο και μόνο για­τί είναι ευσε­βής και χρι­στια­νός; Και τόσα και τόσα και τόσα. Καθη­με­ρι­νά.

Αγα­πη­τοί μου, το πώς διώ­κουν; Ένα φοβε­ρό όπλο στα χέρια του δια­βό­λου είναι η ειρω­νεία. Όταν ειρω­νεύ­ε­ται ο διώ­κτης. Η ειρω­νεία είναι διωγ­μός. Τσα­κί­ζει κόκα­λα. Είναι φοβε­ρό πράγ­μα η ειρω­νεία, φοβε­ρό πράγ­μα είναι. Έχε­τε προ­σέ­ξει ότι πάρα πολ­λοί χρι­στια­νοί μας δεν μπο­ρούν να αντέ­ξουν την ειρω­νεία, η οποία μπο­ρεί να στρα­φεί εναν­τί­ον των;

Ακό­μη είναι το να σε γελοιο­ποι­ή­σει ο άλλος. Πολ­λές φορές συμ­βαί­νει αυτό. Η κατα­πί­ε­σις. Ένας παραγ­κω­νι­σμός, μία δια­βο­λή, μια συκο­φαν­τία. Όλα αυτά είναι διωγ­μοί. Θέλε­τε; Και το μαρ­τύ­ριον του σώμα­τος. Και αυτός ο θάνα­τος. Κάπο­τε, μαρ­τύ­ριον συνει­δή­σε­ως, κάπο­τε μαρ­τύ­ριον σώμα­τος. Και αυτός ο θάνα­τος. Όλα αυτά είναι τρό­ποι με τους οποί­ους οι διώ­κται διώ­κουν.

Πώς μπο­ρού­με να στα­θού­με μπρο­στά σ’ αυτήν την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα; Διό­τι όταν πρέ­πει να είμαι χρι­στια­νός και μου λέγει ο λόγος του Θεού ότι δεν είναι δυνα­τόν να είμαι χρι­στια­νός, εάν δεν περά­σω από το καμί­νι των διωγ­μών, πώς πρέ­πει να στα­θώ; Τι πρέ­πει να κάνω; Όταν γνω­ρί­ζο­με ότι ο διωγ­μός απο­τε­λεί στοι­χείο της ζωής του πνευ­μα­τι­κού ανθρώ­που, λαμ­βά­νο­με τα μέτρα μας. Διό­τι ένα όπλο του δια­βό­λου είναι ο αιφ­νι­δια­σμός. Νομί­ζουν πάρα πολ­λοί χρι­στια­νοί μας ότι η ζωή του Χρι­στια­νού είναι ανθό­σπαρ­τη. Είναι μία ζωή γεμά­τη από ευλο­γί­ες και ευτυ­χί­ες. Πολ­λές φορές ο Θεός, στην αρχή του πνευ­μα­τι­κού βίου, ακρι­βώς για να αφή­σει να δυνα­μώ­σει λίγο ο άνθρω­πος, να μην πέσει, του δίνει πολ­λές τέτοιες ευλο­γί­ες, από υλι­κά αγα­θά και από επι­τυ­χί­ες. Όταν αρχί­ζει να ωρι­μά­ζει πνευ­μα­τι­κά, τότε αρχί­ζουν οι πει­ρα­σμοί. Τότε αρχί­ζει η επί­θε­σις του σατα­νά. Η επί­θε­σις του σατα­νά… Είναι φοβε­ρό. Αυτό πρέ­πει να το ξέρο­με. Πρέ­πει να το έχο­με συνει­δη­το­ποι­η­μέ­νο.

Γι’αυ­τό και ο Κύριος είπε: «Μακά­ριοι ο δεδιωγ­μέ­νοι νεκεν δικαιο­σύ­νης». Δικαιο­σύ­νη θα πει, εν ευρεία εννοία, θα πει αγιό­της, θα πει αρε­τή. «Ευτυ­χι­σμέ­νοι εκεί­νοι οι οποί­οι διώ­κον­ται ένε­κα της αγιό­τη­τός των». «τι ατν στιν βασι­λεία τν ορανν». Α, ώστε λοι­πόν είμαι ευτυ­χής αν με διώ­ξουν. Αυτό πρέ­πει να το συνει­δη­το­ποι­ή­σω. «Μακά­ριοί στε ταν νει­δί­σω­σιν μς κα διώ­ξω­σι κα επωσι πν πονηρν ῥῆμα καθ᾿ μν ψευ­δό­με­νοι νεκεν μο». «Ευτυ­χι­σμέ­νοι θα είσα­στε όταν σας ονει­δί­σουν». Είδα­τε ο ονει­δι­σμός; «Και όταν σας διώ­ξουν και πουν εναν­τί­ον σας κάθε πονη­ρή κου­βέν­τα», εννο­εί­ται, «ψευ­δό­με­νοι», δηλα­δή συκο­φαν­τι­κή, σας βγά­λουν ρετσι­νιές και σας πουν ότι είσα­στε τέτοιοι και τέτοιοι. Αλλά προ­σέξ­τε. Όπως λέγει ο Από­στο­λος Πέτρος, όχι αν κάποιος πάσχει σαν φονιάς ή σαν κλέ­φτης. Αλλά μόνο για­τί είναι Χρι­στια­νός. Μόνο για­τί είναι Χρι­στια­νός. Μόνο και μόνο γι’ αυτό τα τρα­βά­ει όλα αυτά. «Χαί­ρε­τε», λέγει ο Κύριος, «κα γαλ­λισθε, τι μισθς μν πολς ν τος ορανος· οτω γρ δίω­ξαν τος προ­φή­τας τος πρ μν». Για­τί κατά παρό­μοιο τρό­πο εδί­ω­ξαν και τους προ­φή­τας που έζη­σαν πιο μπρο­στά από εσάς. Αυτό πρέ­πει να το ξέρο­με. Πρέ­πει, λοι­πόν, να συνει­δη­το­ποι­ή­σο­με ότι είναι στοι­χείο που θα το ζήσο­με. Να το πάρο­με από­φα­ση. Ένας που ξεκι­νά­ει για πνευ­μα­τι­κή ζωή, πρέ­πει να το πάρει από­φα­ση.

Δεύ­τε­ρον. Πρέ­πει να έχει υπο­μο­νή και επι­μο­νή. Ο διά­βο­λος έχει επι­μο­νή στο κακό. Υπο­μο­νή όμως δεν έχει. Γι’αυ­τό πολ­λές φορές, όταν δει την υπο­μο­νή του ευσε­βούς, αυτός, ας μου επι­τρα­πεί να το πω με μια λαϊ­κή έκφρα­ση, «σκά­ει». Και πολ­λές φορές σκά­ει και το όργα­νό του, ο κακός άνθρω­πος. Όταν δει την υπο­μο­νή του ευσε­βούς. Γι’αυ­τό λέγει ο Κύριος: « πομεί­νας ες τέλος, οτος σωθή­σε­ται». « Αυτός που θα υπο­μεί­νει έως το τέλος, αυτός θα σωθεί». «Και ν τ πομον μν κτή­σα­σθε τάς ψυχάς μν». «Κερ­δί­στε τις ψυχές σας στην υπο­μο­νή σας».

Ένα τρί­τον. Ο ευσε­βής άνθρω­πος, παν­τού και πάν­τα και ιδιαί­τε­ρα στους πει­ρα­σμούς, προ­σεύ­χε­ται. Ο Κύριος είπε: «Προ­σεύ­χε­σθε, να μ εσέλ­θη­τε ες πει­ρα­σμόν». «Προ­σευ­χη­θεί­τε πριν μπεί­τε στον πει­ρα­σμό. Και αν μπεί­τε στον πει­ρα­σμό, πάλι να προ­σεύ­χε­στε. Παν­τού και πάν­τα να προ­σεύ­χε­στε. Είναι όπλο πολύ φοβε­ρό εναν­τί­ον του εχθρού».

Τέταρ­τον. Είδα­τε τι ακρι­βώς είπε ο Κύριος: «Οτω γρ δίω­ξαν τος πρ μν προ­φή­τας». Ότι εδί­ω­ξαν τους πιο μπρο­στά από σας προ­φή­τας; Δηλα­δή τι σημαί­νει αυτό; Ε, αγα­πη­τοί μου, δεν είμα­στε μόνοι μας. Αν το θέλε­τε, η ιστο­ρία του Χρι­στια­νι­σμού έχει να παρου­σιά­σει μέχρι σήμε­ρα εκα­τομ­μύ­ρια μάρ­τυ­ρες.Εκα­τομ­μύ­ρια μάρ­τυ­ρες… Ο Κύριος γνω­ρί­ζει τον αριθ­μόν. Βγά­ζουν από στα­τι­στι­κές κάποια νού­με­ρα. Αλλά εγώ θα σας έλε­γα, ο Κύριος ξέρει τον αριθ­μόν. Και μέχρι τέλους της Ιστο­ρί­ας, πόσοι ακό­μη θα μαρ­τυ­ρή­σουν για το όνο­μα του Χρι­στού. Αν είμα­στε κι εμείς ανά­με­σα σ’ αυτούς… Βέβαια τιμή. Αλλά για να απο­κτή­σει κανείς την τιμή, πρέ­πει να κοπιά­σει, πρέ­πει να ιδρώ­σει, πρέ­πει να στα­θεί σωστά. Πρέ­πει να δώσει και το αίμα του ενδε­χο­μέ­νως. Γι’αυ­τό λοι­πόν τον λόγο θα πρέ­πει να μάθο­με ότι το παρά­δειγ­μα των αγί­ων και των μαρ­τύ­ρων πρέ­πει να είναι μπρο­στά μας.

Ο Από­στο­λος Παύ­λος που σημειώ­νει αυτά στον Τιμό­θεο και του λέγει: «Και συ, Τιμό­θεε, θα διω­χθείς». Και πράγ­μα­τι εδιώ­χθη. Και μάλι­στα εφο­νεύ­θη με λιθο­βο­λι­σμό. Τον σκό­τω­σαν στην Έφε­σον. Που είχε ελέγ­ξει μία παρα­νο­μία που είχε γίνει· ένα είδος καρ­να­βά­λου, θα λέγα­με. Και ξέρε­τε σήμε­ρα, αρχή του Τριω­δί­ου, αντί που είναι μία προ­φω­νή­σι­μος περί­ο­δος, δηλα­δή έρχε­ται να προ­α­ναγ­γεί­λει την ερχο­μέ­νη Σαρα­κο­στή, τον ερχό­με­νο αγώ­να, το ερχό­με­νο στά­διο, κι έρχε­ται να προ­ε­τοι­μά­σει σιγά σιγά, κι εμείς κάνο­με το ακρι­βώς αντί­θε­το. Ετοι­μα­ζό­μα­στε σε ξεφαν­τώ­μα­τα αμαρ­τω­λά. Κάτι τέτοιο λοι­πόν είχε ελέγ­ξει ο άγιος Τιμό­θε­ος, που τελι­κά λιθο­βο­λή­θη­κε. Αλλά τι του λέγει ο Από­στο­λος Παύ­λος; «Σ δ μνε ν ος μαθες κα πιστθης, εδς παρ τνος μαθες». «Να μένεις στα­θε­ρός σε εκεί­να τα οποία έχεις μάθει, ξέρον­τας από ποιον τα έμα­θες». Δηλα­δή από εμέ­να τον Παύ­λο. Έτσι θα μπο­ρού­σαν να πουν οι άγιοι: «Στα­θεί­τε επό­με­νοι Χρι­στια­νοί. Εμείς οι προ­η­γού­με­νοι Χρι­στια­νοί στα­θή­κα­με. Δεί­τε εμάς. Δεί­τε το παρά­δειγ­μά μας». «χον­τες», λέει ο Από­στο­λος Παύ­λος στην προς Εβραί­ους, «νέφος μαρ­τύ­ρων, γκον μέγα», μεγά­λο νέφος μαρ­τύ­ρων, πλή­θος μάρ­τυ­ρες». Όλοι αυτοί μας καλούν να ακο­λου­θού­με το παρά­δειγ­μά τους.

Είναι και η άλλη πλευ­ρά όμως αν το θέλε­τε. Είναι το κακό τέλος των διω­κτών. Έχει μάι απα­ρά­μιλ­λη εικό­να ο Ιερός Χρυ­σό­στο­μος, όταν λέγει ότι: «Πο ο Νέρω­νες; Πο ο Διο­κλη­τια­νοί; Πο τα τήγα­να; Πο τ ργα­να μαρ­τυ­ρί­ου; Τ πάν­τα σεσί­γην­ται. δ κκλη­σία λάμ­πει πρ τν λιον». Αυτό είναι το μέλ­λον, αυτή είναι η τύχη, αυτή είναι η μοί­ρα των διω­κτών. Γι’αυ­τό λέγει και ο Από­στο­λος Παύ­λος, αγα­πη­τοί μου: «Πονη­ρο δ νθρω­ποι κα γητες προκψου­σιν π τ χερον, πλανντες κα πλανμενοι». Αυτό είναι το μέλ­λον των κακών ανθρώ­πων και των διω­κτών.

Αλλά τέλος, είναι και η γνώ­σις της Αγί­ας Γρα­φής. Λέει στον Τιμό­θεο ο Από­στο­λος Παύ­λος: «Κα τι π βρφους τ ερ γρμμα­τα οδας, τ δυνμεν σε σοφσαι ες σωτηραν δι πστε­ως τς ν Χριστ Ιησο». «Τά δυνά­με­νά σε σοφί­σαι». «Να σε κάνουν σοφό τα γράμ­μα­τα του Θεού, τα λόγια του Θεού». Η Αγία Γρα­φή. Πρέ­πει να μελε­τού­με. Πρέ­πει να εντρυ­φού­με. Είναι γνω­στό το μυστι­κό του Μεγά­λου Αλε­ξάν­δρου που τον έκα­νε γεν­ναίο και νικη­τή. Ξέρε­τε ποιο είναι. Είχε κάτω από το μαξι­λά­ρι του και διά­βα­ζε κάθε μέρα την Ιλιά­δα, το βιβλίο των ηρώ­ων. Και ενε­πνέ­ε­το από την Ιλιά­δα και έγι­νε ο Μέγας Αλέ­ξαν­δρος. Αγα­πη­τοί μου, εμείς έχο­με κάτι πολύ πέρα από την Ιλιά­δα. Έχο­με το βιβλίο των αγί­ων. Και το βιβλίο του Θεού. Ζών­τος Θεού, που ενι­σχύ­ει και δυνα­μώ­νει τον κάθε πιστό στον αγώ­να. Ο ίδιος ο Κύριος λέγει: «Ε μ δίω­ξαν, κα μς διώ­ξου­σιν». «Εάν εμέ­να με εδί­ω­ξαν, και εσάς θα διώ­ξουν». Τι κι αν; Τον έφθα­σαν μέχρι τον Σταυ­ρό. Τι κι αν; Ανε­στή­θη ο Χρι­στός. Κι εμείς θα ανα­στη­θού­με. Ναι, αγα­πη­τοί μου, κι εμείς θα ανα­στη­θού­με. Όπως λέγει ο Από­στο­λος Πέτρος στην πρώ­τη του επι­στο­λή: «γαπη­το», λέγει, «μ ξενζεσθε(:μην παρα­ξε­νεύ­ε­στε) τ ν μν πυρσει(: για την πύρω­ση του πει­ρα­σμού που υπάρ­χει μέσα σας) πρς πει­ρα­σμν μν γινομν, ς ξνου μν συμ­βανον­τος(:σαν κάτι το ξένο, το άλλο, το αλλό­τριο, το παρά­ξε­νο, που σας συμ­βαί­νει ο πει­ρα­σμός) λλ καθ κοι­νω­νετε τος το Χρι­στο παθμασι (:όπως γίνε­στε κοι­νω­νοί των παθη­μά­των του Χρι­στού), χαρετε(:να έχε­τε χαρά), να κα ν τ ποκαλψει τς δξης ατο χαρτε γαλ­λιμενοι(: και όταν θα απο­κα­λυ­φθεί η δόξα Του, θα χαρεί­τε κι εσείς, για­τί κι εσείς θα δοξα­στεί­τε). Ε νειδζεσθε(: εάν σας ειρω­νεύ­ον­ται)ν νματι Χρι­στο(:για­τί είστε Χρι­στια­νοί), μακριοι(:ευτυ­χι­σμέ­νοι), τι τ τς δξης κα δυνμεως κα τ το Θεο Πνεμα φ’ μς ναπαεται(: για­τί εσείς έχε­τε το Πνεύ­μα του Θεού μέσα σας)». «Γι’αυ­τό σας κοροϊ­δεύ­ει ο κόσμος. Για­τί ο κόσμος δεν έχει το Πνεύ­μα του Θεού αλλά το πονη­ρό πνεύ­μα».

Λέει ο Ευαγ­γε­λι­στής Ιωάν­νης ότι « κόσμος λος ν τ πονηρ κεται». «Μέσα στο πνεύ­μα του σατα­νά κεί­ται όλος ο κόσμος». Εν εννοία πάν­το­τε ηθι­κή. Αν λοι­πόν ο κόσμος μας διώ­κει, σημαί­νει ότι ανα­παύ­ε­ται σε μας το Πνεύ­μα του Θεού. Τι χρειά­ζε­ται; Ω τι χρειά­ζε­ται! Ανδρεία! Οι αρχαί­οι Έλλη­νες θεω­ρού­σαν την ανδρεία μία από τις τέσ­σε­ρις μεγά­λες αρε­τές. Και οι Πατέ­ρες της Εκκλη­σί­ας μας θεω­ρούν την ανδρεία μία μεγά­λη αρε­τή. Και ανα­φέ­ρε­ται και στον νου και στην καρ­διά αλλά προ­παν­τός στην βού­λη­ση. Αγα­πη­τοί μου, η ανδρεία είναι σπου­δαία αρε­τή. Αυτή που μας λεί­πει. Γι’αυ­τό θα σημειώ­σει στον Τιμό­θεο ο Από­στο­λος Παύ­λος: «Ο γρ δωκεν μν Θες Πνεμα δειλας, λλ δυνμεως κα γπης κα σωφρο­νι­σμο». «Δεν μας έχει δώσει ο Θεός πνεύ­μα δει­λί­ας αλλά μας έχει δώσει πνεύ­μα δυνά­με­ως». Και συνε­πώς αυτήν την δύνα­μη που μας δίνει το Πνεύ­μα το δικό Του, πρέ­πει να την αξιο­ποι­ή­σο­με. Και πρέ­πει να στα­θού­με. Μην μας πυρώ­νει λοι­πόν, ο πει­ρα­σμός και λέμε «για­τί και πώς». Απλού­στα­τα, αδελ­φέ, από την στιγ­μή που ανέ­λα­βες να γίνεις Χρι­στια­νός, πάρε το είδη­ση· θα μπεις στον χώρο των δοκι­μα­σιών, του πει­ρα­σμού και των διωγ­μών.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή  μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

ψηφιο­ποί­η­ση και επι­μέ­λεια της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας:

Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση ομι­λί­ας δια χει­ρός του αξιο­τί­μου κ. Αθα­να­σί­ου Κ.

  • https://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_219.mp3

Αρχιμ. Αθα­νά­σιος Μυτι­λη­ναί­ος (Πλα­νῶν­τες καὶ πλα­νώ­με­νοι)

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου με θέμα:

«Πλανντες κα πλανμενοι»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 16–2‑1997]

[Β351]

Σήμε­ρα, αγα­πη­τοί μου, ανοί­γει το «Τριώ­διον»· Κυρια­κή του Τελώ­νου και του Φαρι­σαί­ου. Το «Τριώ­διον» είναι ένα λει­τουρ­γι­κό βιβλίο της Εκκλη­σί­ας μας· που αρχί­ζει από σήμε­ρα να εκδι­πλού­ται και να ψάλ­λε­ται το περιε­χό­με­νό του, από σήμε­ρα Κυρια­κή έως το Μεγά­λο Σάβ­βα­το. Λέγε­ται «Τριώ­διον», επει­δή έχουν επι­νο­η­θεί από τον άγιον Κοσμάν τον ποι­η­τήν κανό­νες, είναι είδος φιλο­λο­γι­κόν, κανό­νες με τρεις μόνον ωδές, εις τιμήν του Αγί­ου Τρια­δι­κού Θεού. Επει­δή λοι­πόν οι ωδές που χρη­σι­μο­ποιεί στον κανό­να του είναι τρεις, γι’αυ­τό λέγε­ται «Τριώ­διον».

Η εβδο­μά­δα αυτή λέγε­ται «προ­φω­νή­σι­μος». Έρχε­ται να προ­α­ναγ­γεί­λει, διό­τι έρχε­ται να προ­σαλ­πί­σει την ερχο­μέ­νη Τεσ­σα­ρα­κο­στή. Με την ευκαι­ρία, την εβδο­μά­δα αυτή έχο­με κατά­λυ­ση εις πάν­τα.

Το βιβλί­ον «Τριώ­διον» είναι κατα­νυ­κτι­κό­τα­τον και διδα­κτι­κό­τα­τον. Με τρό­πον προ­ο­δευ­τι­κόν μας εισά­γει εις το μυστή­ριον του Χρι­στού. Στην προ­σέγ­γι­ση, δηλα­δή, του Θεαν­θρω­πί­νου προ­σώ­που του Χρι­στού, μέσα από τα πάθη Του.

Σήμε­ρα, με την βοή­θεια του Θεού και τον φωτι­σμό Του, θα μεί­νο­με στην απο­στο­λι­κή περι­κο­πή της ημέ­ρας. Προ­σέ­ξα­τε την απο­στο­λι­κή περι­κο­πή. Ο Από­στο­λος Παύ­λος γρά­φει την δευ­τέ­ρα του επι­στο­λή στον Τιμό­θεο και του αφή­νει τις τελευ­ταί­ες πλέ­ον πολύ­τι­μες και θεό­πνευ­στες παραγ­γε­λί­ες του. Ανα­φέ­ρε­ται στην σημε­ρι­νή περι­κο­πή που ακού­σα­με, στους πονη­ρούς ανθρώ­πους· που δημιουρ­γούν προ­βλή­μα­τα και δυσκο­λί­ες και διωγ­μούς ακό­μη εις τους ευσε­βείς ανθρώ­πους. Άλλο τώρα αν αυτοί οι πονη­ροί άνθρω­ποι είναι βαπτι­σμέ­νοι Χρι­στια­νοί. Άλλο θέμα αυτό… Ακό­μα χει­ρό­τε­ρα… Δηλα­δή, ακαλ­λιέρ­γη­τοι άνθρω­ποι.

Και επι­λέ­γει ο Από­στο­λος: «Πονη­ρο δ νθρω­ποι κα γητες προκψου­σιν π τ χερον, πλανντες κα πλανμενοι». «Πονη­ροί άνθρω­ποι», λέει, «καί γόη­τες…». Ο γόης, του γόη­τος, βασι­κά είναι ο μάγος, αλλά δεν είναι όμως με την κοι­νή διά­στα­ση ο μάγος μόνον, αλλά εκεί­νος που μαγεύ­ει ποι­κι­λο­τρό­πως. Λέμε: «Να, δες αυτόν τον άνθρω­πο, είναι γόη­τας, γόης», «Αυτή η γυναί­κα είναι γόησ­σα», δηλα­δή μαγεύ­ει τρό­πον τινά με την ομορ­φιά, με την εξυ­πνά­δα, με ό,τι άλλο. «Τέτοιοι άνθρω­ποι, που δεν χρη­σι­μο­ποιούν βεβαί­ως για το καλό του εαυ­τού τους και της Εκκλη­σί­ας ό,τι έχουν, αυτοί», λέγει, «θα έχουν προ­κο­πή, αλλ΄ η προ­κο­πή τους θα είναι αρνη­τι­κή, θα είναι στο χει­ρό­τε­ρο. Πλα­νών­τες και πλα­νώ­με­νοι. Και θα πλα­νούν και θα πλα­νών­ται». Κατά κανό­να, εκεί­νος ο οποί­ος πλα­νά, πλα­νά­ται. Εκεί­νος που πλα­νά, πλα­νά­ται. Βέβαια θα λέγα­με ότι αυτή θα είναι η αμοι­βή του. Κι επει­δή το σχή­μα «πλανντες κα πλανμενοι» υπήρ­χε και θα υπάρ­χει πάν­το­τε, γι’αυ­τό, αγα­πη­τοί μου, οφεί­λο­με κι εμείς να μάθο­με, όπως και ο Τιμό­θε­ος προς τον οποί­ον απο­τεί­νε­ται ο Παύ­λος με την επι­στο­λή του, πώς πρέ­πει να στε­κό­μα­στε, ώστε ποτέ να μη βρε­θού­με μέσα σ’ αυτό το δαι­μο­νι­κό πλέγ­μα.

Τι σημαί­νει «πλά­νη»; Είναι η εκτρο­πή από την αλή­θειαν. Αν θέλε­τε, και από τη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Με την μέθο­δο της απά­της. Η πρώ­τη απά­τη συνέ­βη στον Παρά­δει­σον από τον αρχέ­κα­κον όφιν, τον διά­βο­λο. Και οι πρώ­τοι απα­τη­θέν­τες και πλα­νη­θέν­τες ήσαν οι πρω­τό­πλα­στοι. Έκτο­τε, πλάι στην αλή­θεια, θα υπο­βό­σκει αυτό το σιχα­με­ρό ερπε­τό της πλά­νης, για να θυμί­ζει τον έρπον­τα όφιν, που με πονη­ρία επλη­σί­α­σε τους πρω­το­πλά­στους δια να τους ανα­τρέ­ψει.

Ο πρώ­τος ειση­γη­τής της πλά­νης, λοι­πόν, είναι ο διά­βο­λος. Ο πρώ­τος ειση­γη­τής. Έργο του είναι να πλα­νά τους ανθρώ­πους, για να τους απο­τρέ­πει από την σχέ­ση τους την αγα­θή με τον Θεό, αλλά και με τους άλλους ανθρώ­πους και ιδία μέσα εις την Εκκλη­σί­αν. Γι’αυ­τό και η Απο­κά­λυ­ψις, το βιβλίο της Απο­κα­λύ­ψε­ως δίδει τον χαρα­κτη­ρι­σμό: « δρά­κων, φις μέγας ρχαος, καλού­με­νος Διά­βο­λος κα Σατανς, πλανν τν οκου­μέ­νην λην».

Η πλά­νη είναι μία μέθο­δος. Για­τί δεν μπο­ρεί κανείς να επι­τύ­χει κάτι που θέλει χωρίς μίαν μέθο­δον, χωρίς να πλα­νή­σει. Και την μέθο­δον αυτήν, μετά από τον πρώ­τον διδά­ξαν­τα, δηλα­δή τον διά­βο­λον, την μετέρ­χον­ται οι άνθρω­ποι οι πονη­ροί, που αυτοί είναι όργα­νά του. Εν ευρεία εννοία είναι δαι­μο­νι­σμέ­νοι άνθρω­ποι, ο πονη­ροί άνθρω­ποι, που ασκούν την πλά­νην, προ­κει­μέ­νου να πετύ­χουν κάτι ή να ανα­τρέ­ψουν. Γι’ αυτό γρά­φει ο Από­στο­λος Παύ­λος: «Μηκέ­τι μεν νήπιοι(:Μην είμα­στε πια νήπια παι­δά­κια ‑δηλα­δή στο μυα­λό εννο­εί­ται), κλυ­δω­νι­ζό­με­νοι κα περι­φε­ρό­με­νοι παντ νέμ τς διδα­σκα­λί­ας ‑κλυ­δω­νί­ζο­μαι. «Το πλοί­ον», λέγει, «κλυ­δω­νί­ζε­ται μες στην θάλασ­σα την τρι­κυ­μι­σμέ­νη»- «Να μην είμε­θα κλυ­δω­νι­ζό­με­νοι και περι­φε­ρό­με­νοι σε κάθε άνε­μο ‑Ο λαός το λέει «ανε­μο­δεί­κτης». Γυρί­ζει σε κάθε άνε­μο της διδα­σκα­λί­ας. Άλλο­τε να πιστεύ­ο­με αυτό και άλλο­τε να πιστεύ­ο­με εκεί­νο-, ν τ κυβεί τν νθρώ­πων- κυβεία, από τους κύβους. Όπως σήμε­ρα, θα λέγα­με, τα τυχε­ρά παι­γνί­δια. Τυχε­ρό παι­γνί­δι ήταν οι κύβοι στην αρχαιό­τη­τα και συνε­πώς θα το απο­δί­δα­με: δολιό­της και τέχνα­σμα. Όταν πάω να παί­ξω ένα τυχε­ρό παι­γνί­δι, μετέρ­χο­μαι βεβαί­ως την δολιό­τη­τα και το τέχνα­σμα, για­τί εγώ θέλω να κερ­δί­σω και όχι ο άλλος, ο αντί­πα­λός μου-, ν πανουρ­γί πρς τν μεθο­δεί­αν τς πλά­νης». «Με πανουρ­γία ως προς την μεθο­δεί­αν της πλά­νης». Μέθο­δος, λοι­πόν, είναι η πλά­νη. Και ξέρε­τε, βασι­κά είναι μέθο­δος. Υπάρ­χουν όμως επι­μέ­ρους, επι­μέ­ρους τρό­ποι και μέθο­δοι, ανά­λο­γα με το τι θέλω να πετύ­χω, εάν εγώ είμαι εκεί­νος που πλα­νώ.

Οι άνθρω­ποι που κατέ­χουν το ψεύ­δος και θέλουν να το δια­δώ­σουν, επει­δή νομί­ζουν ότι έχουν συμ­φέ­ρον, οπωσ­δή­πο­τε θα μετέλ­θουν την απά­τη και την πλά­νη. Θα δια­δί­δουν πράγ­μα­τα τα οποία δεν είναι έτσι. Μάλι­στα, θα λέγα­με, οι «ψυθι­ρι­σταί», όπως λέει στο πρώ­το κεφά­λαιο ο Από­στο­λος Παύ­λος, στην προς Ρωμαί­ους. Οι «ψυθι­ρι­σταί». Οι «δια­δο­σί­αι». Αφή­νουν σκο­πί­μως να δια­δί­δον­ται διά­φο­ρες δια­δό­σεις τέτοιες, όπως ακρι­βώς θα λέγα­με, το Πυρο­βο­λι­κό σε μία μάχη ξεκα­θα­ρί­ζει τις γραμ­μές του εχθρού, για να ορμή­σει εκεί μετά ο στρα­τός.

Έτσι η πλά­νη, σαν απο­τέ­λε­σμα της απά­της, υπάρ­χει, δυστυ­χώς, σε όλους τους τομείς της ζωής. Εκεί όμως που πολύ ενδια­φέ­ρει, πάρα πολύ, για­τί, αν κάποιος με απα­τή­σει και μου πάρει χρή­μα­τα, ε, κακό είναι βεβαί­ως, αλλά δεν είναι τέλος πάν­των το μέγι­στον κακόν. Αλλά κυρί­ως σε θέμα­τα σωτη­ρί­ας. Και μάλι­στα όταν ανα­φέ­ρε­ται στην γνώ­ση και την λατρεία του Θεού. Ακού­στε τι γρά­φει το Δευ­τε­ρο­νό­μιον: «Ἐὰν δ παρα­κα­λέσ σε δελ­φός σου ‑εδώ «δελ­φός», τόσο ο κατά σάρ­κα αδελ­φός, όσο και ο συμ­πα­τριώ­της. Για­τί οι Εβραί­οι ελέ­γον­το «αδελ­φοί». Ο κατά σάρ­κα αδελ­φός ή ο συμ­πα­τριώ­της- υός σου(:ο γιος σου) –εδώ κατά σάρ­κα σαφώς- θυγά­τηρ σου γυνή σου(;η γυναί­κα σου, που είναι δίπλα σου) φίλος σος τ ψυχ σου (:ή φίλος σου, που είναι ισό­ψυ­χος· έλθει, λέγει) λάθρα λέγων ‑αυτό το «λάθρα», λαθραί­ως, πονη­ρά-· βαδί­σω­μεν κα λατρεύ­σω­μεν θεος τέροις(: «Πάμε να λατρεύ­σο­με άλλους θεούς. Όχι ο Κύριος του Ισρα­ήλ. Όχι σ’ Αυτόν. Όχι. Θα σου πω εγώ. Πάμε και θα δεις»), ος οκ δεις(:που δεν τους εγνώ­ρι­ζες) σ κα ο πατέ­ρες σου(:άγνω­στες θεό­τη­τες σε σένα και τους πατέ­ρες σου, προ­γό­νους σου), ο συν­θε­λή­σεις ατ(:δεν θα θελή­σεις μαζί του να κάνεις αυτό) κα οκ εσακούσ ατο(:δεν θα τον ακού­σεις, όποιος και να είναι)». Είναι στο Δευ­τε­ρο­νό­μιο, αγα­πη­τοί μου, στο 13ο κεφά­λαιο.

Πρέ­πει να μάθο­με να στε­κό­μα­στε πάνω από συγ­γέ­νειες και πάνω από φιλί­ες, όταν είναι κάτι που προ­σβάλ­λει τον Θεό. Κατά το: « φιλν πατέ­ρα μητέ­ρα υἱὸν θυγα­τέ­ρα πρ μ(:πιο πάνω από μένα) οκ στι μου ξιος». Σε θέμα­τα τέτοια, οι συγ­γέ­νειες και οι φιλί­ες πρέ­πει να πηγαί­νου­νε στην άκρη. Και μάλι­στα να επι­τι­μών­ται. Θα σας κάνει εντύ­πω­ση. Θα σας το πω όμως. Αν το δια­βά­σε­τε, πάτε εκεί που σας είπα, θα σας κατα­πλή­ξει. «Μη διστά­σεις –λέγει- να πας να παρα­δώ­σεις στις αρχές αυτόν που θέλει να σε παρα­σύ­ρει· είτε είναι γιος σου ή θυγα­τέ­ρα σου ή φίλος σου». Και προ­ε­βλέ­πε­το δε εις αυτόν ποι­νή θανά­του! Αυτή η θέσις είναι προ­οί­μιον, στην Παλαιά Δια­θή­κη, της θέσε­ως: « φιλν πατέ­ρα μητέ­ρα … οκ στι μου ξιος». «Κι αν», λέει, «δεν μισή­σεις τον πατέ­ρα σου…». Ποιος το λέει; Ο Χρι­στός! «Εάν δεν μισή­σεις τον πατέ­ρα σου και την μητέ­ρα σου ‑ακού­τε;- και μάλι­στα με τέλειον μίσος, δεν μου είσαι άξιος». Τι μίσος είναι αυτό; Δεν μπο­ρείς πατέ­ρα μου, μάνα μου, αδελ­φέ μου, να στα­θείς πιο πάνω από εκεί­νο που λατρεύω, εκεί που είμαι αφιε­ρω­μέ­νος; Δεν μπο­ρείς να με παρα­σύ­ρεις. Όποιος και να είσαι. Το είδα­τε;

Και ποιοι είναι αυτοί οι αλλό­τριοι θεοί που κιν­δυ­νεύ­εις, βέβαια, να λατρεύ­σεις πλα­νώ­με­νος; Είναι κατ’ αρχάς ο «θεός» Μ.Α.Τ.Σ. Ο Μέγας Αρχι­τέ­κτων Του Σύμ­παν­τος. Ποιος; Ο «θεός» των Μασό­νων. Ποιος είναι; Είναι αγα­πη­τοί μου, ο ήλιος. Είναι η κτί­σις. Είναι ο παν­θεϊ­σμός. Απρό­σω­πος ο παν­θεϊ­σμός. Προ­σέξ­τε· απρό­σω­πος. Α‑συνείδητος. Έχει ο ήλιος πρό­σω­πον; Έχει ο ήλιος συνεί­δη­σιν; Αν είναι δυνα­τόν. Αλλά τι; «Επει­δή με ζωο­γο­νεί, με τρέ­φει κ.λπ. κ.λπ. είναι ο θεός μου». Και όλα τα παρα­κλά­δια του Μασο­νι­σμού. Είναι οι ανα­το­λι­κές θρη­σκεί­ες· που είναι κατά κανό­να, κατά κανό­να ενδο­κο­σμι­κές, δηλα­δή ειδω­λο­λα­τρι­κές και που αρχίζουν,ξέρετε, πολύ αθώα. Ξέρε­τε πόσα τέτοια κέν­τρα υπάρ­χουν; Που μαθαί­νουν εκεί την Γιόγ­κα, Καρά­τε κ.λπ.

Ή κάποιες διαι­τη­τι­κές, που περισ­σό­τε­ρο αυτή η διαι­τη­τι­κή των ανα­το­λι­κών θρη­σκειών οφεί­λε­ται όχι σε κάποια δίαι­τα για να αδυ­να­τί­σω ή να μην πάθω καρ­κί­νο ή να μην πάθω αρρώ­στιες, μένον­τας σε μία χορ­το­φα­γία, επί παρα­δείγ­μα­τι. Αλλά σε δυαρ­χι­κούς λόγους παρά διαι­τη­τι­κούς. Για­τί θεω­ρεί­ται στον παν­θεϊ­σμό ότι… όπως και στον αρχαίο Μανι­χαϊ­σμόν; «Το σύκο», λέγει, «έχει ζωή! Έχει ψυχή. Αν το φας το σύκο από την συκιά, το κόψεις, έκα­νες φόνο!». Σας κάνουν εντύ­πω­ση αυτά; Αν δια­βά­ζα­τε εκκλη­σια­στι­κή Ιστο­ρία, θα βρί­σκα­τε τόσα τέτοια και τέτοια… «Άστο να πέσει από τη συκιά, να πεθά­νει και τότε μπο­ρείς να το φας». Οι λόγοι είναι δυαρ­χι­κοί. Είναι ο θεός του καλού και ο θεός του κακού. Ο θεός δημιουρ­γός είναι ο θεός του κακού. Το πιστεύ­ει μέχρι σήμε­ρα ο Μασο­νι­σμός. Αν δεί­τε μία προ­σευ­χή που έχουν στρε­φό­με­νοι προς τον Θεόν Δημιουρ­γόν, το τι του λέγουν..Και ξέρε­τε ποιος υπο­τί­θε­ται ότι είναι αυτός; Ότι είναι ο Θεός του Ισρα­ήλ. Δεν ξέρουν τι κάνουν, τι λένε, είναι κάτι φοβε­ρό δηλα­δή. Δεν έχο­με χρό­νο πιο πολ­λά να πού­με.

Ακό­μα είναι και η αίρε­σις· που είναι μία πλά­νη. Αυτή πλα­νά ομοί­ως. Γρά­φει ο άγιος Ιάκω­βος ο Αδελ­φό­θε­ος: «δελ­φοί, άν τις ν μν πλα­νηθ π τς ληθεί­ας» κ.τ.λ. κ.τ.λ. που δεί­χνει τι; Την δυνα­τό­τη­τα πλά­νης από την αλή­θειαν του Χρι­στού. «Εάν», λέει, «κανείς από σας πλα­νη­θεί». Αυτήν την πλά­νη την φοβεί­ται ο Ευαγ­γε­λι­στής Ιωάν­νης και γρά­φει εις την δευ­τέ­ρα του επι­στο­λή: «Ε τις ρχε­ται πρς μς(:Όποιος σας πλη­σιά­σει, στο σπί­τι σας κ.λπ.) κα ταύ­την τν διδαχν ο φέρει-Ποια διδα­χή; Αυτή που εμείς σας παρα­δώ­σα­με-, μ λαμ­βά­νε­τε ατν ες οκίαν, κα χαί­ρειν ατ μ λέγε­τε». «Μην τον παίρ­νε­τε στο σπί­τι σας, μην τον φιλο­ξε­νεί­τε και καλη­μέ­ρα δεν θα του πεί­τε». Πολ­λοί έχουν το επι­χεί­ρη­μα το ανόη­το, το ανόη­το…: «Μα η καλη­μέ­ρα είναι του Θεού…». Δεν μου λες, αν σου προ­σέ­βα­λε κάποιος άνθρω­πος την γυναί­κα σου, θα του λες «καλη­μέ­ρα»; Ας αφή­σο­με τις υπο­κρι­σί­ες λοι­πόν. Υπάρ­χει και η καλη­μέ­ρα του σατα­νά. Το ακού­σα­τε; Ας το υπο­θέ­σο­με έτσι. Αν έπρε­πε να γρά­ψο­με μια πλα­τιά διή­γη­ση, την πλά­νη των πρω­το­πλά­στων από τον διά­βο­λο, ήρθε ο διά­βο­λος ως όφις, μιλού­σε με ανθρω­πί­νη φωνή, μην σας κάνει εντύ­πω­ση, δεν είναι της ώρας να το εξη­γή­σο­με περισ­σό­τε­ρο, ασφα­λώς θα τους είπε: «Καλη­μέ­ρα σας». Αλλά πίσω από εκεί­νο το «καλη­μέ­ρα σας» εκρύ­βε­το όλο το κατα­σκεύ­α­σμα της πλά­νης.

Είμε­θα πιο πάνω από την αγά­πη του Ευαγ­γε­λι­στού Ιωάν­νου; Δεν νομί­ζω. Όταν λέγει: «Κα χαί­ρειν ατ μ λέγε­τε» - σε εκεί­νον που πάει να σε πλα­νή­σει, μην του λέτε- «ς οκ στιν κ το Θεο οκ κού­ει μν(:Όποιος δεν είναι από τον Θεό, δεν μας ακού­ει). κ τού­του γινώ­σκο­μεν τ πνεμα τς ληθεί­ας κα τ πνεμα τς πλά­νης». Ακούς τι λέγει ο Θεός; Τα ευαγ­γέ­λια ακούς τι λένε; Αν πεις: «Το λέει ο Θεός», μάλι­στα. Τέλειω­σε. Δεν υπάρ­χει συζή­τη­ση. Εάν δεν ακούς το ευαγ­γέ­λιον, τότε λοι­πόν να το ξέρεις, υπό­κει­σαι εις το πνεύ­μα της πλά­νης.

Σε σχέ­ση με την αίρε­σιν, εννο­εί ο άγιος Ιωάν­νης, πρώ­τον ότι δεν πρέ­πει να υπάρ­χει διά­λο­γος. Ανοί­χτη­κε διά­λο­γος ανά­με­σα στον διά­βο­λο και τους πρω­το­πλά­στους. Όπως και σήμε­ρα… ου… ου… σήμε­ρα, διαρ­κώς έχο­με δια­λό­γους με τους αιρε­τι­κούς, Πού θα φθά­σου­με; Πού θα φθά­σου­με; Δεν ξέρω. Διά­λο­γοι από δω, διά­λο­γοι από κει. Κατα­λα­βαί­νε­τε όταν λέω «διά­λο­γος» ε; Σε συνέ­δρια με αιρε­τι­κούς… Δεν πρέ­πει να υπάρ­χει φιλο­ξε­νία στο σπί­τι μας. Ποτέ. Ούτε φιλία φυσι­κά. Κρι­τή­ριον τι είναι; Η παρά­δο­σις. Ποια παρά­δο­σις; Η προ­φο­ρι­κή παρά­δο­ση. Και η γρα­πτή. Αυτό που λέει ο Ευαγ­γε­λι­στής Ιωάν­νης. «Οκ κού­ει μν». Αυτός που δεν ακού­ει εμάς. Σήμε­ρα κατε­χω­ρή­θη η Παρά­δο­σις. «Τι λέγει η Εκκλη­σία; Το λέγει η Εκκλη­σία αυτό; Συνε­πώς αν το λέγει η Εκκλη­σία, αυτό θα δεχθώ. Δεν το λέγει η Εκκλη­σία; Δεν το δέχο­μαι».

Σήμε­ρα κορυ­φαία αίρε­σις είναι ο Οικου­με­νι­σμός. Αυτό το συνον­θύ­λευ­μα. Δεν είναι της ώρας πιο πολ­λά να πω. Και που σαν… ‑ο Οικου­με­νι­σμός- σαν φίδι συμ­πλέ­κε­ται στο σώμα της Εκκλη­σί­ας και πλα­νά πολ­λούς.

Είναι ακό­μη και οι πόρ­τες του δια­βό­λου. Οι πόρ­τες του δια­βό­λου. Έχει πόρ­τες ο διά­βο­λος; Όχι μία. Αν δεν μπο­ρεί να σε μπά­σει –με συγ­χω­ρεί­τε για την λέξη «μπά­σει»- εισα­γά­γει, από την μία πόρ­τα, θα σε βάλει από την άλλη. Ποιες είναι αυτές; Χμμ… Εκεί που τελε­σιουρ­γεί­ται το μυστή­ριο της ανο­μί­ας και λατρεύ­ον­ται «τ βαθέα το σαταν», όπως λέγει ο Ευαγ­γε­λι­στής Ιωάν­νης στην Απο­κά­λυ­ψη. Είναι η μαγεία, είναι η μαν­τεία, η μαν­τεία σε όλο της το φάσμα, από την χει­ρο­μαν­τεία, από την καφε­ο­μαν­τεία, μέχρι, μέχρι, μέχρι, μέχρι…

Είναι ο Πνευ­μα­τι­σμός. Ακού­στε τι γρά­φει το Δευ­τε­ρο­νό­μιο πάλι στο 13ο κεφά­λαιο: «ν δ ναστ ν σο προ­φή­της νυπνια­ζό­με­νος τ νύπνιον κα δ σοι σημεον τέρας (:έλθει, λέει, κον­τά σου ο νυπνια­στής, ο προ­φή­της, -ψευ­δο­προ­φή­της εννοείται‑, «νυπνια­ζό­με­νος», δηλα­δή βλέ­πει όνει­ρα, βλέ­πει ορά­μα­τα, και σου δώσει σημά­δι ή θαύ­μα, μεγά­λο θαύ­μα, «τέρας», τερά­στιον) κα λθ τ σημεον τ τέρας(:και πραγ­μα­το­ποι­η­θεί αυτό που σου είπε· προ­σέξ­τε αυτό· όταν πηγαί­νο­με …σε μάγους και μάγισ­σες και λέμε…: «Μα βγή­κε, το λέει ο Θεός»- «και πραγ­μα­το­ποι­η­θεί – λέει- αυτό»), λάλη­σε πρός σε(:εκεί­νο που σου είπε) οκ κού­σε­σθε τν λόγων το προ­φή­του κεί­νου(:δεν θα τον ακού­σε­τε) το νυπνια­ζο­μέ­νου τ νύπνιον κενο(:ή εκεί­νου που βλέ­πει ενύ­πνια και ορά­μα­τα κ.λπ.), τι πει­ρά­ζει Κύριος Θεός σου μς εδέναι(:σε δοκι­μά­ζει ο Κύριος να γνω­ρί­σεις συ), ε γαπτε τν Θεν μν(:αν Τον αγα­πά­τε· είναι στην πρώ­τη εντο­λή το όλο θέμα) ξ λης τς καρ­δί­ας μν κα ξ λης τς ψυχς μν». Συνε­πώς, κάθε επί­σκε­ψή μας εις αυτά τα άντρα του δια­βό­λου, είναι και μία σπον­δή, είναι μία πλά­νη, είναι μία απο­στα­σία, είναι μία προ­δο­σία.

Πλά­νη είναι ακό­μη και ο κακός τρό­πος ζωής· που δεν είναι βέβαια μέσα στον χώρο τον ευαγ­γε­λι­κό. Και κυριο­τά­τη θέση έχει σήμε­ρα το θέμα της ελευ­θε­ρί­ας, το πρό­σχη­μα της ελευ­θε­ρί­ας. Η ελευ­θε­ρία σαν κήρυγ­μα, γίνε­ται παγί­δα πλά­νης και απω­λεί­ας πολ­λών ψυχών. Γρά­φει ο Από­στο­λος Πέτρος: «πέρογ­κα ματαιό­τη­τος φθεγ­γό­με­νοι Λένε: «Α, ξέρεις τι ωραί­ος που είναι ο ηδο­νι­σμός, ξέρεις τι ωραία που είναι τα ναρ­κω­τι­κά» -δελε­ά­ζου­σιν -είδα­τε; Βάζουν δόλω­μα- ν πιθυ­μί­αις σαρκς (:ό,τι αφο­ρά την επι­θυ­μία της σαρ­κός, όποιας μορ­φής κι αν είναι) σελ­γεί­αις τος ντως ποφυ­γόν­τας(:εκεί­νοι που πράγ­μα­τι έχουν απο­φύ­γει) τος ν πλάν ναστρε­φο­μέ­νους(:αυτοί έρχον­ται που ανα­στρέ­φον­ται την πλά­νην, έρχον­ται σε εκεί­νους που δεν δοκί­μα­σαν την πλά­νην), λευ­θε­ρί­αν ατος παγ­γελ­λό­με­νοι(:υπο­σχό­με­νοι ελευ­θε­ρί­αν, ό,τι γίνε­ται σήμε­ρα στη νεό­τη­τά μας, στα σχο­λειά μας) –«Καη­μέ­νε, βγες έξω να δεις τι ωραία που είναι η ζωή, τι ωραία που είναι τα ναρ­κω­τι­κά, τι ωραία που είναι η πορ­νεία, τι ωραία που είναι αυτά ή εκεί­να…!»- ατο δολοι πάρ­χον­τες τς φθορς ‑αυτοί οι πλα­νών­τες, κι αυτοί έχουν πλα­νη­θεί φυσι­κά-· γάρ τις ττη­ται, τούτ κα δεδού­λω­ται(:εκεί που κανείς έχει νικη­θεί, εκεί έχει και δου­λω­θεί)». Είναι η κακο­ποι­η­μέ­νη ελευ­θε­ρία, που εν ονό­μα­τί της θυσιά­ζον­ται τα πάν­τα.

Η μόδα, σαν τρό­πος του σκέ­πτε­σθαι, όχι η μόδα στα ρού­χα μόνο, σαν τρό­πος του σκέ­πτε­σθαι και ενερ­γείν, είναι μία πλά­νη. Κοσμι­κό θέμα. Τα σαρ­κι­κά αμαρ­τή­μα­τα είναι μία πλά­νη. Θυμί­ζουν την πόρ­νη της Απο­κα­λύ­ψε­ως. Η ευη­με­ρία, ο πλου­τι­σμός, είναι μία πλά­νη· για­τί απο­μα­κρύ­νουν από τον Θεό. Το κοσμι­κό φρό­νη­μα κ.ο.κ. Η δια­στρο­φή της αλη­θεί­ας. Λυπά­μαι, δεν έχω χρό­νο πιο πολύ, για­τί πέρα­σε ο χρό­νος, να έλε­γα περισ­σό­τε­ρα. Και πρό­δρο­μοι της δια­στρο­φής είναι ο διά­βο­λος, οι αρχαί­οι σοφι­σταί στην Ελλά­δα, στην Αθή­να, οι φιλό­σο­φοι, παλαιοί και νεό­τε­ροι πλα­νούν«Το ΄πε», λέει, «η φιλο­σο­φία», «ο Κοι­νω­νιο­λό­γος το είπε» κ.ο.κ. Πόσοι νέοι σήμε­ρα πλα­νών­ται! Ή η και­νού­ρια Παι­δα­γω­γι­κή. Πλα­νών­ται ότι θα βρουν τον Παρά­δει­σον σε όλα αυτά και την λύση των προ­βλη­μά­των των. Δυστυ­χώς σκον­τά­φτουν και πέφτουν στον Άδη.

Η εσχά­τη πλά­νη, αγα­πη­τοί μου, είναι ο Αντί­χρι­στος και ο Ψευ­δο­προ­φή­της. Γι’αυ­τό λέγει ο Κύριος: «Βλέ­πε­τε μή τις μς πλα­νήσ (:Προ­σέ­χε­τε μη σας πλα­νή­σει κανείς). Πολ­λο γρ λεύ­σον­ται π τ νόμα­τί μου λέγον­τες τι γώ εμι, κα πολ­λος πλα­νή­σου­σιν». Ξέρε­τε σήμε­ρα πόσοι εγεί­ρον­ται και λέγουν: «Εγώ είμαι ο Χρι­στός». Φερει­πείν ο Μουν. Μέχρι βαθ­μού να παρα­σύ­ρον­ται και καθη­γη­ταί Πανε­πι­στη­μί­ου της Θεο­λο­γι­κής Σχο­λής των Πανε­πι­στη­μί­ων μας. Το φαν­τά­ζε­στε; Για να δεί­τε τι σημαί­νει πλά­νη.

Πάν­τως, κατά κανό­να, αυτός που πλα­νά, πλα­νά­ται. Αγα­πη­τοί, ο Κύριος είπε: «Τυφλς δ τυφλν ἐὰν δηγ, μφό­τε­ροι ες βόθυ­νον(:στον λάκ­κο) πεσονται». Και θέλει να πει ότι και ο πλα­νών και ο πλα­νώ­με­νος, «προ­κό­ψου­σιν», που λέγει ο Παύ­λος, «π τ χερον». Θα πηγαί­νουν από το κακό στο χει­ρό­τε­ρο. «Βλέ­πε­τε, λοι­πόν, μη πλα­νη­θεί­τε», λέγει ο Κύριος. Κι έτσι, να μεί­νο­με, αγα­πη­τοί μου, απλα­νείς εις την πίστιν. «Απλα­νής» μένει ο ταπει­νός άνθρω­πος. Εδραί­οι στον πνευ­μα­τι­κό μας βίο. Προ­σα­να­το­λι­σμέ­νοι στον Θεαν­θρώ­πι­νον Πρό­σω­πο του Ιησού Χρι­στού. Και τότε θα έχο­με απο­φύ­γει το πνεύ­μα της πλά­νης, που μαστί­ζει αυτή την στιγ­μή την Οικου­μέ­νη. Κάθε πλά­νης. Κάθε πλά­νης. Και ο Κύριος της Αλη­θεί­ας θα μας φανε­ρώ­σει το πρό­σω­πό Του.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

ψηφιο­ποί­η­ση και επι­μέ­λεια της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας:

Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση ομι­λί­ας δια χει­ρός του αξιο­τί­μου κ. Αθα­να­σί­ου Κ.

  • https://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_628.mp3

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ”)

Διωγ­μοί!

«Οἵους διωγ­μοὺς ὑπή­νεγ­κα! καὶ ἐκ πάν­των με ερρύ­σα­το ὁ Κύριος. καὶ πάν­τες δὲ οἱ θέλον­τες εὐσε­βῶς ζῆν ἐν Χρι­στῷ Ἰησοῦ διω­χθή­σον­ται» (Β’ Τιμ. 3,11–12)

ΟΛΟΙ οἱ ἀπό­στο­λοι, ἀγα­πη­τοί μου, ὅλοι βρί­σκον­ταν διαρ­κῶς σὲ ἐργα­σία σέ καὶ κόπο, σὲ ταλαι­πω­ρί­ες και θυσί­ες, γιὰ τὴν ἀλή­θεια τοῦ Χρι­στοῦ. Τὸ ἴδιο, καὶ μὲ τὸ παρα­πά­νω μάλι­στα, ὁ Παῦ­λος, ποὺ τὸν ἀκού­σα­με στὸ σημε­ρι­νὸ ἀνά­γνω­σμα. Νου­θε­τεῖ καὶ ἑτοι­μά­ζει τὸ μαθη­τή του Τιμό­θεο γιὰ τὰ παθή­μα­τα ποὺ περι­μέ­νουν κι αὐτὸν ἀλλὰ καὶ κάθε χρι­στια­νό. Μὴ νομί­σου­με, πὼς ἡ ζωὴ τῶν χρι­στια­νῶν κυλά­ει ἀμέ­ρι­μνη καὶ στρω­μέ­νη μὲ ῥοδο­πέ­τα­λα. Καὶ ἀπό­δει­ξι ὁ ἴδιος ὁ Παῦ­λος. Ἡ ζωή του δὲν ἦταν ἤρε­μη καὶ ἀτά­ρα­χη. Υπέ­φε­ρε πολ­λά. Κανέ­νας ἄλλος δὲν ὑπέ­φε­ρε τόσα ὅσα ὑπέ­φε­ρε ὁ Παῦ­λος.

Καὶ δὲν εἶνε μόνο οἱ κόποι καὶ οἱ περι­πέ­τειές του δὲν εἶνε μόνο οἱ ὁδοι­πο­ρί­ες, τὸ κρύο, ἡ πεῖ­να, ἡ δίψα, οἱ κίν­δυ­νοι σὲ ξηρὰ καὶ σὲ θάλασ­σα αὐτά, τέλος πάν­των, ὠφεί­λον­ταν σὲ φυσι­κά αἴτια. Το χει­ρό­τε­ρο εἶνε, ὅτι συχνά εἶχε ἐπὶ πλέ­ον καὶ διωγ­μούς. Οἱ δὲ διωγ­μοί τοῦ Παύ­λου ὑπο­κι­νοῦν­ταν ἀπὸ ἀνθρώ­πους· ἀνθρώ­πους κακούς, ποὺ ἐχθρεύ­ον­ταν τὸ ἱερὸ ἔργο του, ἐνω­χλοῦν­ταν, τὸν μισοῦ­σαν καὶ ἀντι­δροῦ­σαν μὲ μανία.

Σπα­νί­ως ὁ Παῦ­λος ἔφευ­γε ἀπὸ μιὰ πόλι μὲ εἰρη­νι­κό τρό­πο. Τις περισ­σό­τε­ρες φορὲς ἔφευ­γε κυνη­γη­μέ­νος. Τι βλέ­που­με στις Πρά­ξεις τῶν ἀπο­στό­λων, τὸ θεό­πνευ­στο βιβλίο, ποὺ μπο­ρεῖ νὰ χαρα­κτη­ρι­σθῇ ὡς ἡμε­ρο­λό­γιο τῶν ἀπο­στό­λων; Διω­κό­με­νος ἔφυ­γε ἀπὸ τὴ Δαμα­σκό, μόλις πίστε­ψε στὸ Χρι­στὸ καὶ βαπτί­σθη­κε, καὶ ἦλθε ἐν συνε­χείᾳ στὰ Ἱερο­σό­λυ­μα (βλ. Πράξ. 9,24–26). Διω­κό­με­νος ἔφυ­γε ἀπὸ τὴν Ἀντιό­χεια τῆς Πισι­δί­ας καὶ ἦλθε στο Ικό­νιο (βλ. αὐτ. 13,50–52). Διω­κό­με­νος ἀπὸ τὸ Ικό­νιο ἦλθε στὰ Λύστρα τῆς Λυκα­ο­νί­ας (14,1–8). Διω­κό­με­νος ἀπὸ τὰ Λύστρα μετὰ ἀπὸ λιθο­βο­λι­σμό ἦλθε στή Δέρ­βη (14,19- 20). Διω­κό­με­νος ἐπί­σης ἀργό­τε­ρα ἀπὸ τοὺς Φιλίπ­πους, ἀφοῦ προ­η­γου­μέ­νως φυλα­κί­σθη­κε, ἔρχε­ται στὴ Θεσ­σα­λο­νί­κη (16,12–40). Διω­κό­με­νος ἀπὸ τὴ Θεσ­σα­λο­νί­κη ἔρχε­ται στὴ Βέροια (17,5- 10). Διω­κό­με­νος κι ἀπὸ τὴ Βέροια ἔρχε­ται στὴν Αθή­να (17,13–15)… Ὅλη ἡ ζωή του ἦταν ἕνας διαρ­κής διωγ­μός.

Ἐν τού­τοις οὐδέ­πο­τε ἀπελ­πί­σθη­κε. Γεμᾶ­τος πίστι στὸ Χρι­στό, ποὺ σταυ­ρώ­θη­κε γιὰ μᾶς ἀλλὰ νίκη­σε τὸ θάνα­το καὶ ἀνέ­στη ἐκ νεκρῶν, συνέ­χι­σε μέχρι τέλους τὸν ἀγῶ­να. Κι ὅταν πλη­σί­α­ζε πιὰ ὁ θάνα­τός του, γρά­φει στον Τιμό­θεο αὐτὰ ποὺ ἀκού­σα­με ̇ «Καὶ πάν­τες οἱ θέλον­τες εὐσε­βῶς ζῆν ἐν Χρι­στῷ Ἰησοῦ διω­χθή­σον­ται» (Β’ Τιμ. 3,12). Καὶ ὅλοι, δηλα­δή, ὅσοι πιστεύ­ουν μὲ συνέ­πεια στὸ Χρι­στό, κι αὐτοὶ τὰ ἴδια θὰ συναν­τή­σουν, κι αὐτοί θὰ διω­χθοῦν.

* * *

Ἡ προ­φη­τεία αὐτὴ ἐκπλη­ρώ­θη­κε πράγ­μα­τι ἄπει­ρες φορές μέσα στὴ ζωὴ κάθε χρι­στια­νοῦ ἀλλὰ καὶ στὴν ἱστο­ρία ὅλης τῆς Ἐκκλη­σί­ας. Δὲν ὑπῆρ­ξε ἅγιος ποὺ νὰ μὴ διώ­χθη­κε. Διωγ­μοὺς ὑπέ­στη­σαν οἱ ἀπό­στο­λοι. Διωγ­μοὺς ὑπέ­στη­σαν ὅλοι οἱ χρι­στια­νοὶ τῶν τριῶν πρώ­των αἰώ­νων. Τότε οἱ μοχθη­ροί Νέρω­νες, Δέκιοι, Διο­κλη­τια­νοὶ κι ἄλλοι εἰδω­λο­λά­τρες αὐτο­κρά­το­ρες ἔβα­λαν σκο­πό τους νὰ ἐξον­τώ­σουν τοὺς χρι­στια­νούς, νὰ ξερ­ρι­ζώ­σουν τὸ δέν­δρο ποὺ φύτε­ψε στὴ γῆ ὁ Χρι­στός. Στα χρό­νια ἔπει­τα τῶν ἁγί­ων πατέ­ρων διωγ­μοὺς ὑπέ­μει­νε ὁ Μέγας Αθα­νά­σιος, ὁ γίγας αὐτὸς τῆς Ὀρθο­δο­ξί­ας, ποὺ πέν­τε φορὲς ἐκθρο­νί­σθη­κε καὶ ἐξω­ρί­σθη­κε. Διωγ­μοὺς δέχθη­καν ὁ Μέγας Βασί­λειος, ὁ Γρη­γό­ριος ὁ Θεο­λό­γος, καὶ μάλι­στα ὁ ι. Χρυ­σό­στο­μος, ποὺ ἐξω­ρί­σθη­κε στὴ μακρι­νή Κου­κου­σό, χωρὶς ὅμως νὰ δει­λιά­σῃ καὶ νὰ καμ­φθῇ τὸ φρό­νη­μά του, ὅπως δεί­χνουν τὰ τελευ­ταῖα του λόγια «Δόξα τῷ Θεῷ πάν­των ἕνε­κεν». Ἀλλὰ μή πως στὰ μετέ­πει­τα χρό­νια; Διωγ­μοί ἐπὶ εἰκο­νο­μα­χί­ας, διωγ­μοί ἐπὶ φραγ­κο­κρα­τί­ας, διωγ­μοὶ ἐπὶ τουρ­κο­κρα­τί­ας. Ὁ Γρη­γό­ριος ὁ Ε’ ἀπαγ­χο­νί­σθη­κε, τὸν κρέ­μα­σαν στὰ προ­πύ­λαια τοῦ πατριαρ­χεί­ου. Διωγ­μοὺς ὑπέ­στη­σαν καὶ ἀργό­τε­ρα πολ­λοί κλη­ρι­κοί, 400 δὲ καὶ πλέ­ον ῥασο­φό­ροι τῆς νεω­τέ­ρας Ἑλλά­δος μαρ­τύ­ρη­σαν μαχό­με­νοι ἐναν­τί­ον ξενο­κι­νή­των ἀθέ­ων. Ἀλλὰ διωγ­μοὺς ὑπέ­στη­σαν καὶ λαϊ­κοὶ χρι­στια­νοί, ποὺ προ­τί­μη­σαν νὰ ὑπο­στοῦν τὰ πάν­τα, παρὰ νὰ προ­δώ­σουν τὴν ἁγία πίστι τοῦ Χρι­στοῦ.

Γεν­νᾶ­ται τὸ ἐρώ­τη­μα Ποιά εἶνε ἡ αἰτία τῶν διωγ­μῶν τῶν χρι­στια­νῶν; Για­τί ἡ τόση κακία τῶν διω­κτῶν ἐναν­τί­ον ἀθῴ­ων ἀνθρώ­πων, ποὺ ὄχι μόνο κανέ­να δεν βλά­πτουν, ἀλλὰ καὶ τόσο εὐερ­γε­τι­κοὶ εἶνε σὲ ὅλους;

Πίσω ἀπὸ τὴ μανία τῶν δια­φό­ρων διω­κτῶν, παλαιο­τέ­ρων καὶ νεω­τέ­ρων, δὲν βρί­σκε­ται τίπο­τε ἄλλο παρὰ τὸ μῖσος τοῦ δια­βό­λου καὶ τῶν δαι­μό­νων κατὰ τῆς ἀλη­θεί­ας τοῦ Χρι­στοῦ. Τὸ κήρυγ­μα τοῦ εὐαγ­γε­λί­ου καί­ει τὸν πονη­ρὸ καὶ τὰ ὄργα­νά του, τοὺς κάνει νὰ ἐξε­γεί­ρων­ται καὶ σὰν λύκοι νὰ κατα­διώ­κουν τὰ ἄκα­κα πρό­βα­τα τοῦ Χρι­στοῦ. Πραγ­μα­τι­κὴ αἰτία διωγ­μοῦ δὲν ὑπάρ­χει. Προ­φά­σεις μόνο καὶ συκο­φαν­τί­ες ἐπι­στρα­τεύ­ον­ται κατὰ και­ρούς. Ἄλλο­τε εἶπαν, ὅτι οἱ χρι­στια­νοὶ ἀσε­βοῦν δῆθεν στὴ θρη­σκεία τῶν εἰδω­λο­λα­τρῶν, ἄλλο­τε ὅτι παρα­νο­μοῦν ἀπέ­ναν­τι στὸ κρά­τος καὶ δὲν τηροῦν τὶς ὑπο­χρε­ώ­σεις τους, ἄλλο­τε ὅτι ἔκα­ναν ἀπάν­θρω­πα ἐγκλή­μα­τα ἢ ἀκό­μη καὶ φρι­κτὲς ἀνη­θι­κό­τη­τες. Καὶ τί δὲν εἶπαν ἐναν­τί­ον τῶν χρι­στια­νῶν! Κι ὅλα αὐτά, γιὰ νὰ δικαιο­λο­γή­σουν τὸ διωγ­μό τους στὰ μάτια τῆς κοι­νω­νί­ας.

Ἀλλ’ ὅποιος εἶνε ἀδί­στα­κτος στὶς συκο­φαν­τί­ες, εἶνε σκλη­ρὸς καὶ ὠμὸς καὶ στὰ μέσα καὶ τοὺς τρό­πους τοῦ διωγ­μοῦ. Ὅλα τὰ μέσα, ποὺ μπο­ροῦν ν ̓ ἀσκή­σουν πίε­σι, χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­καν. Στους διωγ­μούς, ποὺ κήρυ­ξαν δεδη­λω­μέ­νοι ἐχθροὶ τοῦ Χρι­στοῦ εἴτε στοὺς τρεῖς πρώ­τους αἰῶ­νες εἴτε καὶ μέχρι τῶν ἡμε­ρῶν μας, χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­καν στὴν ἀρχὴ μὲν ἡ κολα­κεία, οἱ ὑπο­σχέ­σεις καὶ ὅ,τι ἄλλο μπο­ρεῖ νὰ δελε­ά­σῃ, ἔπει­τα δὲ ἡ ἀπει­λή, οἱ δια­τα­γές, ἡ ἐπι­κή­ρυ­ξι, οἱ δίκες καὶ κατα­δί­κες, ὁ ὑπο­βι­βα­σμὸς καὶ ἡ καθαί­ρε­σι ἀπὸ ἀξιώ­μα­τα, ἡ στέ­ρη­σι ἀνθρω­πί­νων δικαιω­μά­των, ἡ σύλ­λη­ψι, ὁ περιο­ρι­σμός, ἡ φυλά­κι­σι, τὰ δεσμά, τὰ κτυ­πή­μα­τα, ἡ πεῖ­να καὶ ἡ δίψα, τὰ ποι­κί­λα μαρ­τύ­ρια, τέλος δὲ ὁ θάνα­τος μὲ τοὺς πιὸ ἀπάν­θρω­πους τρό­πους, ἀπὸ τὸν ἀκα­ριαῖο ἀπο­κε­φα­λι­σμό μέχρι τὸν βρα­δὺ βασα­νι­σμό, τὴν παρά­δο­σι σὲ πει­να­σμέ­να θηρία, σὲ σπα­θιά, τρο­χούς, φωτιὲς καὶ μύρια ἄλλα. Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ τοὺς δεδη­λω­μέ­νους ὑπάρ­χουν καὶ οἱ ὕπου­λοι ἐχθροὶ τοῦ χρι­στια­νι­σμοῦ, ποὺ ἀσκοῦν ἀκή­ρυ­κτο διωγ­μό και τὰ τῶν χρι­στια­νῶν πολ­λὲς φορὲς ἐκ τοῦ ἀφα­νοῦς, Αὐτὸς ὁ διωγ­μός, που γίνε­ται «μὲ τὸ γάν­τι» καὶ «σφά­ζει μὲ τὸ βαμ­πά­κι», συνη­θί­ζε­ται περισ­σό­τε­ρο στα νεώ­τε­ρα χρό­νια, στὴν ἐπο­χὴ ποὺ καυ­χᾶ­ται γιὰ τὸν πολι­τι­σμό της. Αὐτὸ τὸ εἶδος διωγ­μοῦ φαί­νε­ται πὼς θὰ χρη­σι­μο­ποι­η­θῇ ἰδί­ως στὸ μέλ­λον, στὰ χρό­νια τοῦ ἀνα­με­νο­μέ­νου μεγά­λου ἀντι­χρί­στου. Αὐτὸς ὁ διωγ­μός, ποὺ εἶνε χει­ρό­τε­ρος ἀπό τοὺς διωγ­μοὺς τοῦ παρελ­θόν­τος, ἔχει ἄλλα μέσα. Μέσα τοῦ συγ­χρό­νου καὶ τοῦ μελ­λον­τι­κοῦ διωγ­μοῦ εἶνε ἡ ἔμμε­ση πίε­σι, ἡ ἐκμε­τάλ­λευ­σι τῆς ἀνάγ­κης, ὁ μελε­τη­μέ­νος δελε­α­σμός, ὁ πονη­ρὸς ἐξα­ναγ­κα­σμός, ἡ σιω­πη­ρά περι­φρό­νη­σι, ἡ λεπτή εἰρω­νεία, ὁ ἀφ ̓ ὑψη­λοῦ χλευα­σμός, ἡ δια­κρι­τι­κή ἀπο­μό­νω­σι, ὁ κοι­νω­νι­κὸς παραγ­κω­νι­σμός, ὁ «νόμι­μος» καὶ «κανο­νι­κὸς» ἀφο­ρι­σμός…

Ἴσως ὅμως κάποιος σκαν­δα­λι­σμέ­νος ἀπο­ρή­σῃ Πῶς ὁ πανά­γα­θος Θεὸς ἐπι­τρέ­πει τέτοιους διωγ­μούς;

Απαν­τών­τας στὴν ἀπο­ρία αὐτὴ λέμε ὅτι, παρ’ ὅλα τὰ ἀνω­τέ­ρω, ὁ διωγ­μὸς εἶνε ἕνας πει­ρα­σμὸς ἐξω­τε­ρι­κός, ὄχι ἐσω­τε­ρι­κός. Πλήτ­τει ἀπ ̓ ἔξω. Γι’ αυτό, μολο­νό­τι βαρὺς καὶ δυσά­ρε­στος, δὲν εἶνε τόσο ἐπι­κίν­δυ­νος, ὅσο θὰ νόμι­ζε κανείς. Βέβαια οἱ ἀμε­λεῖς καὶ δει­λοὶ σὲ και­ρὸ διωγ­μοῦ γίνον­ται ἀρνη­ταὶ τοῦ Χρι­στοῦ καὶ ἀπο­μα­κρύ­νον­ται. Οἱ γεν­ναῖ­οι ὅμως καὶ ἀλη­θι­νὰ πιστοὶ δὲν βλά­πτον­ται. Αντι­θέ­τως μάλι­στα ὠφε­λοῦν­ται. Ὅπως παρα­τη­ροῦ­με στὴν ἱστο­ρία, ὁ διωγ­μὸς μέσα στὴν παν­το­δύ­να­μη ἀγα­θό­τη­τα τοῦ Θεοῦ μετα­βάλ­λε­ται καὶ σὲ εὐερ­γε­σία. Μὲ τὸ διωγ­μὸ λ.χ., ποὺ ἔγι­νε στην πρώ­τη ἐκκλη­σία ὅταν μαρ­τύ­ρη­σε ὁ διά­κο­νος Στέ­φα­νος, οἱ ἀπό­στο­λοι δια­σκορ­πί­σθη­καν ἔξω ἀπὸ τὰ Ἱερο­σό­λυ­μα κ ̓ ἔτσι ἡ Ἐκκλη­σία ἁπλώ­θη­κε καὶ σ ̓ ἄλλες περιο­χές (βλ. Πράξ. 8,1- 5). Μπο­ροῦ­με νὰ παρο­μοιά­σου­με τὸ διωγ­μὸ μὲ τὸ κλά­δε­μα τοῦ κλή­μα­τος. Ὅπως τὸ κλά­δε­μα φαί­νε­ται ὅτι κατα­στρέ­φει τὸ κλῆ­μα, ἀλλὰ στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τὸ ζωο­γο­νεῖ, για­τὶ τὸ ἀπαλ­λάσ­σει ἀπὸ περιτ­τοὺς καὶ ἀρρω­στη­μέ­νους βλα­στούς, ἔτσι ἐνερ­γεῖ καὶ ὁ διωγ­μὸς ἐπά­νω στὴν κάθε ψυχὴ καὶ σ ̓ ὅλη τὴν Ἐκκλη­σία. Καθα­ρί­ζει τὸ σῶμα καὶ ἐντεί­νει τὴν πνευ­μα­τι­κή του ζωή. Ὁ μέγας ἀμπε­λουρ­γός, ὁ Κύριος και Θεός, φρον­τί­ζον­τας γιὰ τὴν προ­κο­πὴ τῶν παι­διῶν του ἐπι­σκέ­πτε­ται τὸ ἀμπέ­λι του μὲ τὸ κλα­δευ­τή­ρι καὶ «καθαί­ρει αὐτό, ἵνα πλεί­ο­να καρ­πὸν φέρῃ» (Ἰωάν. 15,2). Συνε πῶς ὁ διωγ­μὸς ἀπο­δί­δει ἀγα­θοὺς καρ­ποὺς καὶ ἔχου­με ἐκ τοῦ πικροῦ γλυ­κύ.

Ὁ διωγ­μὸς εἶνε γνώ­ρι­σμα τῆς ζωῆς τῶν ἁγνῶν χρι­στια­νῶν. Ἀντι­θέ­τως, ὅπως ἀκού­σα­με σήμε­ρα, χαρα­κτη­ρι­στι­κὸ τῆς πορεί­ας τῶν πονη­ρῶν καὶ διε­στραμ­μέ­νων ἀνθρώ­πων εἶνε ἡ προ­κο­πή τους «ἐπὶ τὸ χεῖ­ρον». Γι’ αὐτὸ ὁ ἱ. Χρυ­σό­στο­μος ἑρμη­νεύ­ον­τας τὸ σημε­ρι­νὸ ἀνά­γνω­σμα λέει· «Εἶνε ἀδύ­να­το, ἄνθρω­πος ποὺ βαδί­ζει το δρό­μο τῆς ἀρε­τῆς νὰ ζῇ χωρὶς θλί­ψι καὶ ὀδύ­νη πει­ρα­σμῶν. Πῶς ἀλή­θεια εἶνε δυνα­τόν, αὐτὸς ποὺ βαδί­ζει τὸ “στε­νὸ” “δρό­μο τῶν θλί­ψε­ων” (Ματθ. 7,14); αὐτὸς ποὺ ἄκου­σε, ὅτι “Στὸν κόσμο θὰ ἔχε­τε θλῖ­ψι” (Iωάν. 16,33); Ἂν ὁ Ἰὼβ ἐκεῖ­να τὰ χρό­νια ἔλε­γε “Δοκι­μα­στή­ριο εἶνε ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώ­που πάνω στὴ γῆ” (Ιὼβ 7, 1), πόσο μᾶλ­λον τότε;… Δὲν εἶνε δυνα­τὸν ἄνθρω­πος, ποὺ κατα­πο­λε­μεῖ τοὺς πονη­ρούς, νὰ μὴ βρί­σκε­ται σὲ θλῖ­ψι. Δὲν εἶνε δυνα­τὸν νὰ πυγ­μα­χῇ καὶ συγ­χρό­νως νὰ καλο­περ­νᾷ, δὲν εἶνε δυνα­τὸν νὰ παλεύῃ καὶ συγ­χρό­νως ν’ ἀπο­λαμ­βά­νῃ. Λοι­πὸν ἀπὸ τοὺς ἀθλη­τὰς κανείς μὴ ζητάῃ ἀνέ­σεις, κανείς νὰ περ­νάῃ μὲ γαλή­νη. Ἡ παροῦ­σα ζωὴ εἶνε πάλη, ἀγώ­νας, πόλε­μος, θλῖ­ψι, στε­νο­χώ­ρια, δοκι­μα­στή­ριο, στά­διο ἀγώ­νων. Ἄλλος εἶνε ὁ και­ρὸς τῆς ἀνέ­σε­ως ̇ αὐτὸς εἶνε τῶν ἱδρώ­των, αὐτὸς εἶνε τῶν κόπων ὁ και­ρός» (εἰς τὴν Β’ Τιμ. ὁμιλ. 8, 3. Ε.Π.Ε. 23, 616).

Οἱ ἁγνοὶ καὶ τίμιοι, καὶ ἂν ἀκό­μη κάπο­τε, σὲ και­ρὸ ἀγνοί­ας, ὑπῆρ­ξαν διῶ­κται τοῦ Χρι­στοῦ, ὅταν γνω­ρί­ζουν τὴν ἀλή­θεια, ἀμέ­σως ἀλλά­ζουν, καὶ εἶνε πρό­θυ­μοι νὰ ὑπο­στοῦν τὰ πάν­τα γι ̓ αὐτόν. Στὴν ἱστο­ρία συχνὰ παρου­σιά­ζε­ται τὸ φαι­νό­με­νο, διῶ­κται καὶ δήμιοι χρι­στια­νῶν νὰ γίνων­ται κι αὐτοὶ χρι­στια­νοὶ καὶ μάρ­τυ­ρες. Στὴν κατη­γο­ρία αὐτὴ ἀνή­κει καὶ ὁ Παῦ­λος, ποὺ κάπο­τε ὑπῆρ­ξε διώ­κτης τοῦ Χρι­στοῦ, ἀλλ’ ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ εἶδε τὸ φῶς ἔξω ἀπ’ τὴ Δαμα­σκὸ κι ἄκου­σε τὴ φωνὴ «Σαούλ Σαούλ, τί με διώ­κεις;» (Πράξ. 9,5) ἔγι­νε ὁ ἴδιος κήρυ­κας τῆς ἀλη­θεί­ας του καὶ διω­κό­με­νος γιὰ τὸν Κύριο.

* * *

Καὶ σήμε­ρα ἀσφα­λῶς, ἀγα­πη­τοί μου, ὁ διωγ­μὸς συνε­χί­ζε­ται, ὑπὸ σύγ­χρο­νη μορ­φή. Όλοι οἱ πιστοί χρι­στια­νοὶ ἔχουν λάβει πεῖ­ρα. Μαθη­ταὶ σχο­λιά­ζον­ται, περι­παί­ζον­ται, χάνουν βαθ­μοὺς γιὰ τὰ φρο­νή­μα­τά τους, καὶ μαθή­τριες ὀνει­δί­ζον­ται διό­τι ἀρνοῦν­ται νὰ φορέ­σουν παν­τε­λό­νι. Φοι­τη­ταὶ ἀδι­κοῦν­ται, διό­τι δὲν ὠργα­νώ­θη­καν σὲ ἀντί­χρι­στες συν­δι­κα­λι­στι­κές παρα­τά­ξεις. Νέοι ὁδη­γοῦν­ται στὴν ἀστυ­νο­μία, διό­τι δια­νέ­μουν ὀρθό­δο­ξα ἔντυ­πα ἢ κατα­στρέ­φουν ἀπρε­πεῖς δια­φη­μί­σεις ἢ δια­μαρ­τύ­ρον­ται σὲ ἀσε­βῆ κινη­μα­το­θέ­α­τρα. Νέες χάνουν τὴ δου­λειά τους, διό­τι δὲν ἐνδί­δουν σὲ ἀνή­θι­κες ἀξιώ­σεις προϊ­στα­μέ­νων τους. Στρα­τιῶ­τες καὶ ἀξιω­μα­τι­κοὶ ἀπει­λοῦν­ται, διό­τι θεω­ροῦν ἀπα­ρά­δε­κτες τις βλα­σφη­μί­ες καὶ τὴ δια­φθο­ρά. Ἐργα­ζό­με­νοι δέχον­ται παρα­τη­ρή­σεις ἢ καὶ ἀπο­λύ­ον­ται, ἐπει­δὴ δὲν κλέ­βουν καὶ δὲν λένε ψέμα­τα. Μάρ­τυ­ρες γίνον­ται κατη­γο­ρού­με­νοι, διό­τι ἀρνοῦν­ται νὰ ὁρκι­σθοῦν. Οἰκο­γε­νειάρ­χες ἐκδιώ­κον­ται ἀπὸ σπί­τια, διό­τι εἶνε πολύ­τε­κνοι. Ὀρθό­δο­ξοι μηνύ­ον­ται στὰ δικα­στή­ρια, διό­τι ἀντι­δροῦν στὴν προ­πα­γάν­δα τῶν αἱρε­τι­κῶν. Θεο­λό­γοι φιμώ­νον­ται καὶ ἀφο­ρί­ζον­ται, διό­τι κηρύτ­τουν τὴν ἀλή­θεια. Ἱερεῖς εἰσά­γον­ται σὲ δίκες, ἐπει­δὴ κυνη­γοῦν λύκους ποὺ ἀπει­λοῦν τὴν ποί­μνη τους.

Ἐπί­σκο­ποι διώ­κον­ται καὶ ἐκθρο­νί­ζον­ται γιὰ τὴν ἀκε­ραιό­τη­τά τους… Ὅλα αὐτὰ βεβαιώ­νουν τὴν ἀλή­θεια, ὅτι «πάν­τες οἱ θέλον­τες εὐσε­βῶς ζῆν ἐν Χρι­στῷ Ἰησοῦ διω­χθή­σον­ται» (ἔ.ά.).

Ας μιμού­με­θα λοι­πὸν κ’ ἐμεῖς, ἀγα­πη­τοί μου, τὰ παρα­δείγ­μα­τα παλαιο­τέ­ρων καὶ νεω­τέ­ρων ἡρώ­ων τῆς πίστε­ώς μας καὶ ἂς ἔχου­με χαρὰ ὅσες φορὲς στὴ ζωή μας συμ­βαί­νει διωγ­μὸς πρὸς δόξαν Θεοῦ. Ὁ Χρι­στὸς εἶπε· «Μακά­ριοι ἐστε ὅταν ὀνει­δί­σω­σιν ὑμᾶς καὶ διώ­ξω­σι καὶ εἴπω­σι πᾶν πονη­ρὸν ῥῆμα καθ’ ὑμῶν ψευ­δό­με­νοι ἕνε­κεν ἐμοῦ» (Ματθ. 5,11).

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek