ΚΥΡΙΑΚΗ ΛΔ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ (ΑΣΩΤΟΥ)

Αποστολική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ ΛΔ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ (ΑΣΩΤΟΥ) — ΚΟΡ Α΄. (ΣΤ΄ 12- 20)

Προς Κοριν­θί­ους Α΄, κεφά­λαιο ΣΤ΄, εδά­φια 12–20

12 Πάν­τα μοι ἔξε­στιν, ἀλλ᾿ οὐ πάν­τα συμ­φέ­ρει· πάν­τα μοι ἔξε­στιν, ἀλλ᾿ οὐκ ἐγὼ ἐξου­σια­σθή­σο­μαι ὑπό τινος. 13 τὰ βρώ­μα­τα τῇ κοι­λίᾳ καὶ ἡ κοι­λία τοῖς βρώ­μα­σιν· ὁ δὲ Θεὸς καὶ ταύ­την καὶ ταῦ­τα καταρ­γή­σει. τὸ δὲ σῶμα οὐ τῇ πορ­νείᾳ, ἀλλὰ τῷ Κυρίῳ, καὶ ὁ Κύριος τῷ σώμα­τι· 14 ὁ δὲ Θεὸς καὶ τὸν Κύριον ἤγει­ρε καὶ ἡμᾶς ἐξε­γε­ρεῖ διὰ τῆς δυνά­με­ως αὐτοῦ. 15 οὐκ οἴδα­τε ὅτι τὰ σώμα­τα ὑμῶν μέλη Χρι­στοῦ ἐστιν; ἄρας οὖν τὰ μέλη τοῦ Χρι­στοῦ ποι­ή­σω πόρ­νης μέλη; μὴ γένοι­το. 16 ἢ οὐκ οἴδα­τε ὅτι ὁ κολ­λώ­με­νος τῇ πόρ­νῃ ἓν σῶμά ἐστιν; ἔσον­ται γάρ, φησίν, οἱ δύο εἰς σάρ­κα μίαν· 17 ὁ δὲ κολ­λώ­με­νος τῷ Κυρίῳ ἓν πνεῦ­μά ἐστι. 18 φεύ­γε­τε τὴν πορ­νεί­αν. πᾶν ἁμάρ­τη­μα ὃ ἐὰν ποι­ή­σῃ ἄνθρω­πος ἐκτὸς τοῦ σώμα­τός ἐστιν, ὁ δὲ πορ­νεύ­ων εἰς τὸ ἴδιον σῶμα ἁμαρ­τά­νει. 19 ἢ οὐκ οἴδα­τε ὅτι τὸ σῶμα ὑμῶν ναὸς τοῦ ἐν ὑμῖν ῾Αγί­ου Πνεύ­μα­τός ἐστιν, οὗ ἔχε­τε ἀπὸ Θεοῦ, καὶ οὐκ ἐστὲ ἑαυ­τῶν; 20 ἠγο­ρά­σθη­τε γὰρ τιμῆς· δοξά­σα­τε δὴ τὸν Θεὸν ἐν τῷ σώμα­τι ὑμῶν καὶ ἐν τῷ πνεύ­μα­τι ὑμῶν, ἅτι­νά ἐστι τοῦ Θεοῦ.

12 Ολα μου επι­τρέ­πε­ται να τα κάμω, όπως π.χ. να τρώ­γω και να πίνω χωρίς δια­κρί­σεις, αλλά δεν είναι συμ­φέ­ρον να πράτ­τω όλα. Ολα μου επι­τρέ­πον­ται, αλλ’ εγώ δεν θα εξου­σια­σθώ και δεν θα υπο­δου­λω­θώ εις τίπο­τε. 13 Τα φαγη­τά είναι δια την κοι­λί­αν και η κοι­λία δια τα φαγη­τά. Ο δε Θεός θα καταρ­γή­ση και αυτά και εκεί­νην εις την μέλ­λου­σαν ανά­στα­σιν των σωμά­των. Δεν είναι η τρο­φή, που μας κάνει αμαρ­τω­λούς ενώ­πιον του Θεού. Αυτό όμως δεν ισχύ­ει προ­κει­μέ­νου περί της ηθι­κής καθα­ρό­τη­τος, διό­τι το σώμα δεν έχει γίνει δια την πορ­νεί­αν και τας σαρ­κι­κάς επι­θυ­μί­ας, αλλά δια τον Κυριον, που είναι κεφα­λή του πνευ­μα­τι­κού σώμα­τος της Εκκλη­σί­ας· και ο Κυριος είναι δια το σώμα, δια να κατοι­κή εις αυτό και το αγιά­ζη. 14 Αφού δε ο Θεός και τον Κυριον ανέ­στη­σεν εκ νεκρών, και ημάς όλους, που απο­θνή­σκο­μεν και το σώμα μας δια­λύ­ε­ται, θα μας ανα­στή­ση εκ νεκρών με την παν­το­δυ­να­μί­αν του. 15 Δεν γνω­ρί­ζε­τε ότι τα σώμα­τά σας είναι μέλη του Χρι­στού, (ο οποί­ος είναι κεφα­λή του σώμα­τος της Εκκλη­σί­ας); Να απο­τρα­βή­ξω, λοι­πόν, και να πάρω τα μέλη του Χρι­στού και να τα κάνω μέλη πόρ­νης; Μη γένοι­το. 16 Η δεν γνω­ρί­ζε­τε, ότι εκεί­νος ο οποί­ος προ­σκολ­λά­ται και ενώ­νε­ται με την πόρ­νην είναι ένα σώμα με αυτήν; Διό­τι αυτό λέγει η Γρα­φή· “θα γίνουν, λέγει, οι δύο, άνδρας και γυναί­κα, μια σάρ­κα, εν σώμα”. 17 Εκεί­νος όμως που προ­σκολ­λά­ται και ενώ­νε­ται με τον Κυριον, γίνε­ται κατά μυστη­ριώ­δη τρό­πον ένα πνεύ­μα με αυτόν, γεμί­ζει ολό­κλη­ρος και αγιά­ζε­ται από αυτόν. 18 Απο­φεύ­γε­τε πάν­το­τε με όλην σας την δύνα­μιν τον μολυ­σμόν της πορ­νεί­ας. Καθε άλλο αμάρ­τη­μα, που ήθε­λε πρά­ξει ο άνθρω­πος, είναι αμάρ­τη­μα που δια­πράτ­τε­ται έξω από το σώμα και δεν το βλά­πτει αμέ­σως και κατ’ ευθεί­αν τόσον πολύ. Ενώ εκεί­νος που πορ­νεύ­ει, αμαρ­τά­νει εναν­τί­ον αυτού τού­του του σώμα­τος, το οποί­ον και μολύ­νει και βλά­πτει κατά τρό­πον άμε­σον και ταχύν. 19 Η δεν γνω­ρί­ζε­τε ότι το σώμα σας είναι ναός του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος, που κατοι­κεί μέσα σας, και το έχε­τε λάβει από τον Θεόν και άρα δεν ανή­κε­τε στον εαυ­τόν σας; 20 Διό­τι έχε­τε εξα­γο­ρα­σθή με πολύ­τι­μον τίμη­μα, δηλα­δή με το ανε­κτί­μη­τον αίμα του Χρι­στού. Απο­φεύ­γε­τε, λοι­πόν, κάθε σαρ­κι­κήν εκτρο­πήν, που μολύ­νει το σώμα, και δοξά­σα­τε τον Θεόν με όλην σας την προ­σω­πι­κό­τη­τα, με το σώμα σας και με το πνεύ­μα σας, τα οποία είναι του Θεού.

12 Ας επα­νέλ­θω τώρα στο ηθι­κό ζήτη­μα. Όλα έχω εξου­σία να τα κάνω, δεν συμ­φέ­ρουν όμως όλα. Όλα είναι στην εξου­σία μου, αλλά εγώ δεν θα εξου­σια­στώ και δεν θα γίνω δού­λος σε τίπο­τε. 13 Τα φαγη­τά έχουν γίνει για την κοι­λιά, και η κοι­λιά για τα φαγη­τά. Ο Θεός όμως θα καταρ­γή­σει στην άλλη ζωή κι αυτή κι εκεί­να. Μπο­ρεί­τε λοι­πόν να τρώ­τε ό,τι επι­θυ­μεί­τε, αρκεί μόνο να μη γίνε­στε δού­λοι του φαγη­τού και της κοι­λιάς. Δεν ισχύ­ει όμως το ίδιο και με τη γενε­τή­σια επι­θυ­μία. Διό­τι το σώμα δεν έχει γίνει για την πορ­νεία αλλά για τον Κύριο, για να του ανή­κει ως μέλος του. Και ο Κύριος είναι για το σώμα, για να κατοι­κεί σ’ αυτό. 14 Και δεν έχει σημα­σία που το σώμα δια­λύ­ε­ται με το θάνα­το. Ο Θεός και τον Κύριο ανέ­στη­σε και όλους εμάς θα ανα­στή­σει με τη δύνα­μή του. 15 Ναι? το σώμα δεν έγι­νε για την πορ­νεία, αλλά για τον Κύριο. Δεν ξέρε­τε ότι τα σώμα­τά σας είναι μέλη του Χρι­στού; Να απο­σπά­σω λοι­πόν τα μέλη του Χρι­στού και να τα κάνω μέλη πόρ­νης; Ποτέ μη συμ­βεί να το κάνω αυτό. 16 Ή δεν ξέρε­τε ότι εκεί­νος που συν­δέ­ε­ται στε­νά και προ­σκολ­λά­ται στην πόρ­νη είναι ένα σώμα μ’ αυτήν; Διό­τι λέει η Γρα­φή: Θα γίνουν οι δύο μία σάρ­κα. 17 Εκεί­νος όμως που προ­σκολ­λά­ται στον Κύριο, γεμί­ζει ολό­κλη­ρος και διευ­θύ­νε­ται από το Πνεύ­μα του Κυρί­ου και γίνε­ται ένα πνεύ­μα μ’ αυτόν. 18 Φεύ­γε­τε μακριά από την πορ­νεία. Κάθε αμάρ­τη­μα που τυχόν θα κάνει ο άνθρω­πος, δεν βλά­πτει τόσο άμε­σα και κατευ­θεί­αν το σώμα. Εκεί­νος όμως που πορ­νεύ­ει, αμαρ­τά­νει στο ίδιο του το σώμα, διό­τι με την παρά­νο­μη μεί­ξη μολύ­νει άμε­σα και πλη­γώ­νει αυτή τη ρίζα του πολ­λα­πλα­σια­σμού των ανθρώ­πων και συν­τε­λεί στη διά­λυ­ση της οικο­γέ­νειας. 19 Ή δεν ξέρε­τε ότι το σώμα σας είναι ναός του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος, το οποίο κατοι­κεί μέσα σας και το έχε­τε λάβει από τον Θεό, και συνε­πώς δεν ανή­κε­τε στον εαυ­τό σας; 20 Ναι· δεν ορί­ζε­τε τον εαυ­τό σας. Διό­τι εξα­γο­ρα­σθή­κα­τε με τίμη­μα βαρύ, με το ατί­μη­το αίμα του Χρι­στού. Απο­φεύ­γε­τε λοι­πόν κάθε αισχρή πρά­ξη που γίνε­ται με το σώμα? και απο­διώ­κε­τε κάθε πονη­ρή σκέ­ψη και επι­θυ­μία από το πνεύ­μα σας. Και έτσι να δοξά­ζε­τε τον Θεό με το σώμα σας και με το πνεύ­μα σας, τα οποία ανή­κουν στο Θεό.

Eἶμαι ἐλεύ­θε­ρος νὰ κάνω ὅλα, ἀλλὰ δὲν συμ­φέ­ρουν ὅλα. Eἶμαι ἐλεύ­θε­ρος νὰ κάνω ὅλα, ἀλλ’ ἐγὼ δὲν θὰ γίνω δοῦ­λος σὲ κάτι. 13 Oἱ τρο­φὲς εἶναι γιὰ τὴν κοι­λιά, καὶ ἡ κοι­λιὰ εἶναι γιὰ τὶς τρο­φές. Ὁ δὲ Θεὸς θὰ καταρ­γή­σῃ καὶ αὐτὴ καὶ αὐτές (Oἱ τρο­φὲς καὶ ἡ κοι­λιὰ δὲν ἔχουν ἀνώ­τε­ρο καὶ αἰώ­νιο προ­ο­ρι­σμό). Tὸ σῶμα ὅμως δὲν εἶναι γιὰ τὴν πορ­νεία, ἀλλὰ γιὰ τὸν Kύριο, καὶ ὁ Kύριος γιὰ τὸ σῶμα. 14 Ὁ δὲ Θεὸς καὶ τὸν Kύριο ἀνέ­στη­σε, καὶ ἐμᾶς θὰ ἀνα­στή­σῃ μὲ τὴ δύνα­μί του. 15 Δὲν ξέρε­τε, ὅτι τὰ σώμα­τά μας εἶναι μέλη τοῦ Xρι­στοῦ; Θὰ πάρω λοι­πὸν τὰ μέλη τοῦ Xρι­στοῦ καὶ θὰ τὰ κάνω μέλη πόρ­νης; Mὴ γένοι­το! 16 Ἢ μήπως δὲν ξέρε­τε, ὅτι, ὅποιος προ­σκολ­λᾶ­ται στὴν πόρ­νη, γίνε­ται ἕνα σῶμα μαζί της; Διό­τι θὰ γίνουν, λέγει ἡ Γρα­φή, οἱ δύο σάρ­κα μία. 17 Ἀλλ’ ὅποιος προ­σκολ­λᾶ­ται στὸν Kύριο, γίνε­ται ἕνα πνεῦ­μα μαζί του. 18 Φεύ­γε­τε μακριὰ ἀπὸ τὴν πορ­νεία! Kάθε ἁμάρ­τη­μα, ποὺ κάνει ὁ ἄνθρω­πος, εἶναι ἔξω ἀπὸ τὸ σῶμα. Ἀλλ’ ἐκεῖ­νος, ποὺ πορ­νεύ­ει, ἁμαρ­τά­νει στὸ ἴδιο του τὸ σῶμα. 19 Ἢ μήπως δὲν ξέρε­τε, ὅτι τὸ σῶμα σας εἶναι ναὸς τοῦ Ἁγί­ου Πνεύ­μα­τος, ποὺ ἔχε­τε ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ κατοι­κεῖ μέσα σας, καὶ ὅτι δὲν ἀνή­κε­τε στοὺς ἑαυ­τούς σας; 20 Διό­τι ἀγο­ρα­σθή­κα­τε μὲ τίμη­μα (βαρὺ τίμη­μα, τὸ αἷμα τοῦ Xρι­στοῦ). Δοξά­σε­τε λοι­πὸν τὸ Θεὸ μὲ τὸ σῶμα σας καὶ μὲ τὸ πνεῦ­μα σας, τὰ ὁποῖα ἀνή­κουν στὸ Θεό.

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (Ερμη­νεία Περι­κο­πής)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ

«Πάν­τα μοι ἔξε­στιν, ἀλλ᾿ οὐ πάν­τα συμ­φέ­ρει· πάν­τα μοι ἔξε­στιν, ἀλλ᾿ οὐκ ἐγὼ ἐξου­σια­σθή­σο­μαι ὑπό τινος(:Ας επα­νέλ­θω τώρα στο ηθι­κό ζήτη­μα. Όλα έχω εξου­σία να τα κάνω, δεν συμ­φέ­ρουν όμως όλα. Όλα είναι στην εξου­σία μου, αλλά εγώ δεν θα εξου­σια­στώ και δεν θα γίνω δού­λος σε τίπο­τε)» [Α΄Κορ.6,12].

Εδώ υπαι­νίσ­σε­ται τους λαί­μαρ­γους. Επει­δή δηλα­δή πρό­κει­ται πάλι να στρα­φεί κατά του πόρ­νου- καθώς η πορ­νεία προ­έρ­χε­ται από την τρυ­φη­λό­τη­τα και την έλλει­ψη μέτρου στη ζωή- κατα­δι­κά­ζει με σφο­δρό­τη­τα το πάθος. Και ούτε λέγει αυτό για τα απα­γο­ρευ­μέ­να τρό­φι­μα – διό­τι εκεί­να δεν επι­τρέ­πον­ται- αλλά και για εκεί­να που θεω­ρούν­ται ως ουδέ­τε­ρα. Εννοώ το εξής περί­που: «Μου επι­τρέ­πε­ται», λέει, «να φάω και να πιω, αλλά δεν συμ­φέ­ρει να τα κάνω με ασω­τία». Και το πλέ­ον θαυ­μα­στό και παρά­δο­ξο, το οποίο, ως γνω­στό, σε πολ­λές περι­πτώ­σεις συνή­θι­ζε να κάνει στρέ­φον­τας τον λόγο στο αντί­θε­το, αυτό το κάνει και εδώ, και απο­δει­κνύ­ει ότι το δικαί­ω­μα να κάνει κανείς κάτι, όχι μόνο δεν συμ­φέ­ρει, αλλά ούτε καν δικαί­ω­μα είναι, αλλά δου­λεία. Και κατά πρώ­τον μεν τους απο­τρέ­πει χρη­σι­μο­ποιών­τας το επι­χεί­ρη­μα ότι είναι ασύμ­φο­ρο και λέγον­τας: «Δεν συμ­φέ­ρει»· δεύ­τε­ρον χρη­σι­μο­ποιεί και το εκ του αντι­θέ­του επι­χεί­ρη­μα λέγον­τας ότι «εγώ δεν θα εξου­σια­στώ από τίπο­τε».

Αυτό λοι­πόν που εννο­εί είναι το εξής: «Έχεις δικαί­ω­μα να φας», λέει· «μένε λοι­πόν κύριος του φαγη­τού και πρό­σε­χε μήπως γίνεις δού­λος αυτού του πάθους. Εκεί­νος δηλα­δή που κάνει χρή­ση αυτού του δικαιώ­μα­τος όπως πρέ­πει, είναι κύριός του· εκεί­νος όμως που προ­χω­ρεί σε άμε­τρη χρή­ση δεν είναι πλέ­ον κύριος, αλλά γίνε­ται δού­λος του, εφό­σον μέσα του είναι τυραν­νι­κός δυνά­στης η λαι­μαρ­γία». Είδες πώς απέ­δει­ξε ότι βρί­σκε­ται υπό την εξου­σία άλλου αυτός, ο οποί­ος νόμι­ζε ότι ασκεί εξου­σία; Αυτό δηλα­δή συνή­θι­ζε να κάνει ο Παύ­λος, όπως είπα και προ­η­γου­μέ­νως, στρέ­φον­τας το θέμα στο αντί­θε­το, πράγ­μα το οποίο έχει κάνει και εδώ. Και πρό­σε­ξε. Κάθε ένας από εκεί­νους έλε­γε: «Έχω δικαί­ω­μα να χαί­ρο­μαι τις απο­λαύ­σεις»· ο Παύ­λος λέει ότι «Δεν το κάνεις σαν να έχεις εξου­σία επί των απο­λαύ­σε­ων, αλλά σαν να βρί­σκε­σαι εσύ ο ίδιος υπό την εξου­σία τους· εφό­σον δηλα­δή είσαι άσω­τος, δεν εξου­σιά­ζεις την κοι­λία σου, αλλά αυτή σε εξου­σιά­ζει». Αυτό είναι δυνα­τό να το πει κανείς και για τα χρή­μα­τα και για τα άλλα πάθη.

«Τὰ βρώ­μα­τα τῇ κοι­λίᾳ(:Τα φαγη­τά έχουν γίνει για την κοι­λιά)»[Α΄Κορ.6,13]. Με την λέξη «κοι­λία» δεν εννο­εί την κοι­λία την ίδια, αλλά τη λαι­μαρ­γία· όπως όταν λέει: «ν θες κοι­λία(:αυτοί λατρεύ­ουν ως Θεό την κοι­λιά τους)»[Φιλιπ. 3,19], δεν εννο­εί το μέλος του σώμα­τος, αλλά τη λαι­μαρ­γία. Και για το ότι έτσι έχει το πράγ­μα, άκου­σε τα επό­με­να· «καὶ ἡ κοι­λία τοῖς βρώ­μα­σιν· ὁ δὲ Θεὸς καὶ ταύ­την καὶ ταῦ­τα καταρ­γή­σει. τὸ δὲ σῶμα οὐ τῇ πορ­νείᾳ, ἀλλὰ τῷ Κυρίῳ, καὶ ὁ Κύριος τῷ σώμα­τι(: και η κοι­λιά για τα φαγη­τά. Ο Θεός όμως θα καταρ­γή­σει στην άλλη ζωή και αυτά και εκεί­να. Μπο­ρεί­τε λοι­πόν να τρώ­τε ό,τι θέλε­τε, αρκεί μόνο να μην γίνε­στε δού­λοι του φαγη­τού και της κοι­λιάς. Δεν ισχύ­ει όμως το ίδιο και με τη γενε­τή­σια επι­θυ­μία· διό­τι το σώμα δεν έχει γίνει για την πορ­νεία αλλά για τον Κύριο, για να Του ανή­κει ως μέλος Του. Και ο Κύριος είναι για το σώμα για να κατοι­κεί σε αυτό)»[Α΄Κορ.6,13]. Βεβαί­ως και η κοι­λία είναι σώμα, αλλά χρη­σι­μο­ποί­η­σε δύο ζεύ­γη, τα φαγη­τά και τη λαι­μαρ­γία, την οποία ονό­μα­σε «κοι­λία», και τον Χρι­στό και το σώμα. Και τι σημαί­νει «Τα φαγη­τά είναι για την κοι­λιά»; «Τα φαγη­τά», λέει, έχουν σχέ­ση με τη λαι­μαρ­γία και αυτή με αυτά. Δεν μπο­ρεί λοι­πόν να μας φέρει προς τον Χρι­στό, αλλά έλκει προς αυτά». Είναι δηλα­δή φοβε­ρό και θηριώ­δες πάθος, και κάνει τους ανθρώ­πους δού­λους, που την υπη­ρε­τούν.

Για­τί λοι­πόν, άνθρω­πε, ανα­στα­τώ­νε­σαι και τα χάνεις για την τρο­φή; Διό­τι το τέλος εκεί­νης της φρον­τί­δας είναι αυτό και δεν έχει να επι­δεί­ξει τίπο­τε περισ­σό­τε­ρο· αλλά σαν να υπη­ρε­τεί κάποια δέσποι­να δια­τη­ρεί συνε­χώς την δου­λεία αυτήν, δεν προ­χω­ρεί περισ­σό­τε­ρο και δεν έχει καμία άλλη απο­στο­λή, αλλά αυτή μόνο τη μάταια. Και τα δύο είναι στε­νά συν­δε­δε­μέ­να το ένα με το άλλο και συμ­πα­ρα­σύ­ρον­ται στη φθο­ρά, η κοι­λία ανοί­γει για τα φαγη­τά και τα φαγη­τά για την κοι­λία ένα μάταιο δρό­μο, σαν να γεν­νιούν­ται σκώ­λη­κες από το σώμα που βρί­σκε­ται σε απο­σύν­θε­ση, και πάλι το σώμα κατα­τρώ­γε­ται από τους σκώ­λη­κες· ή όπως ένα κύμα υψώ­νε­ται και δια­λύ­ε­ται και δεν κάνει τίπο­τε περισ­σό­τε­ρο.

Αυτά δεν τα λέει για την τρο­φή και το σώμα, αλλά κατα­δι­κά­ζει το πάθος της γαστρι­μαρ­γί­ας και τη χρή­ση των τρο­φών χωρίς μέτρο. Και το δεί­χνει με το να προ­σθέ­σει τα εξής: « δὲ Θεὸς καὶ ταύ­την καὶ ταῦ­τα καταρ­γή­σει(:Ο Θεός όμως θα καταρ­γή­σει στην άλλη ζωή και αυτά και εκεί­να)»· δεν εννο­εί την κοι­λία αλλά την άμε­τρη επι­θυ­μία, ούτε την τρο­φή, αλλά την τρυ­φη­λή ζωή. Δηλα­δή δεν δυσα­να­σχε­τεί για εκεί­να, αλλά τα επι­ση­μο­ποιεί και με τον νόμο του λέγον­τας τα εξής: «χον­τες δ δια­τροφς κα σκεπσμα­τα, τοτοις ρκε­σθησμεθα(:Εφό­σον λοι­πόν κατά τη διάρ­κεια της ζωής μας έχου­με τρο­φές και ενδύ­μα­τα και κατοι­κία για να μας σκε­πά­ζει, θα αρκε­στού­με σ’ αυτά)» [Α΄Τιμ.6,8]· αλλά έτσι απο­δο­κι­μά­ζει το ελάτ­τω­μα, και αφού συμ­βού­λε­ψε, αφή­νει την διόρ­θω­σή του στην ευχή. Μερι­κοί μάλι­στα λένε ότι αυτό που είπε είναι προ­φη­τεία, η οποία φανε­ρώ­νει την κατά­στα­ση στο μέλ­λον και ότι εκεί δεν είναι δυνα­τόν οι άνθρω­ποι να τρώ­νε ούτε να πίνουν. Και εφό­σον θα έχει τέλος κάτι που γίνε­ται με μέτρο, πολύ περισ­σό­τε­ρο πρέ­πει οι πιστοί να απέ­χουν από το υπέρ­με­τρο.

Έπει­τα για να μη νομί­σει κανείς ότι κατη­γο­ρεί το σώμα και για να μην υπο­ψια­στεί ότι κατη­γό­ρη­σε το όλον αρχί­ζον­τας από ένα μέρος του, και να μη λέει κανείς ότι η φύση είναι η αιτία της λαι­μαρ­γί­ας ή της πορ­νεί­ας, άκου­σε τα εξής. «Δεν κατη­γο­ρώ», λέει, «τη φύση του σώμα­τος, αλλά την υπέρ­με­τρη ασω­τία της ψυχής». Για τον λόγο αυτόν και προ­σθέ­τει: «Tὸ δὲ σῶμα οὐ τῇ πορ­νείᾳ, ἀλλὰ τῷ Κυρίῳ, καὶ ὁ Κύριος τῷ σώμα­τι (:Δεν ισχύ­ει όμως το ίδιο και με τη γενε­τή­σια επι­θυ­μία· διό­τι το σώμα δεν έχει γίνει για την πορ­νεία αλλά για τον Κύριο, για να Του ανή­κει ως μέλος Του. Και ο Κύριος είναι για το σώμα για να κατοι­κεί σε αυτό)»[Α΄Κορ.6,13]. Δηλα­δή δεν κατα­σκευά­στη­κε, για να είσαι άσω­τος και πόρ­νος, όπως ούτε η κοι­λία κατα­σκευά­στη­κε, για να είσαι λαί­μαρ­γος, αλλά για να ακο­λου­θεί τον Χρι­στό ως κεφα­λή και για να κυβερ­νά το σώμα ο Κύριος. Ας ντρα­πού­με λοι­πόν, ας φρί­ξου­με, διό­τι, ενώ μας έκρι­νε άξιους τέτοιας τιμής, ώστε να γίνου­με μέλη Εκεί­νου, που έχει τον θρό­νο Του στον ουρα­νό, ντρο­πιά­ζου­με τους εαυ­τούς μας με τόσα πάθη.

Αφού κατη­γό­ρη­σε λοι­πόν αρκε­τά τους λαί­μαρ­γους, απο­τρέ­πει τους πιστούς από αυτό το πάθος με την ελπί­δα των μελ­λόν­των λέγον­τας: « δὲ Θεὸς καὶ τὸν Κύριον ἤγει­ρε καὶ ἡμᾶς ἐξε­γε­ρεῖ διὰ τῆς δυνά­με­ως αὐτοῦ(:Kαι δεν έχει σημα­σία που το σώμα δια­λύ­ε­ται με τον θάνα­το. Ο Θεός και τον Κύριο ανέ­στη­σε και όλους εμάς θα ανα­στή­σει με την δύνα­μή Του)»[Α΄Κορ.6,14]. Είδες πάλι σοφία απο­στο­λι­κή; Πάν­το­τε δηλα­δή την αλή­θεια της ανα­στά­σε­ως τη στη­ρί­ζει στον Χρι­στό, και ιδί­ως τώρα. Εάν δηλα­δή το σώμα μας είναι μέλος του Χρι­στού και ανα­στή­θη­κε ο Χρι­στός, τότε και το σώμα μας οπωσ­δή­πο­τε θα ακο­λου­θή­σει την κεφα­λή.

«διὰ τῆς δυνά­με­ως αὐτοῦ(:με τη δύνα­μή Του)». Επει­δή δηλα­δή είπε πράγ­μα απί­στευ­το, που δεν είναι δυνα­τόν να το συλ­λά­βει η λογι­κή, για το ακα­τά­λη­πτο της δύνα­μής Του χρη­σι­μο­ποί­η­σε τα της ανα­στά­σε­ως του Χρι­στού δίνον­τας έτσι και αυτήν ως ισχυ­ρή από­δει­ξη ενάν­τια σε αυτούς. Και επί μεν της ανα­στά­σε­ως του Χρι­στού δεν ανέ­φε­ρε αυτό· δεν είπε δηλα­δή, «ο δε Θεός και τον Κύριο θα ανα­στή­σει», διό­τι το γεγο­νός συνέ­βη· αλλά πώς είπε; «Ο δε Θεός ανέ­στη­σε και τον Κύριο», και δεν χρεια­ζό­ταν από­δει­ξη. Όσον αφο­ρά όμως τη δική μας ανά­στα­ση, επει­δή δεν έχει ακό­μη συμ­βεί, δεν είπε έτσι, αλλά πώς; «Και εμάς θα ανα­στή­σει με τη δύνα­μή Του», απο­στο­μώ­νον­τας έτσι όσους αντέ­λε­γαν με την αλή­θεια της δύνα­μής Του που ενερ­γεί. Και εάν απο­δί­δει στον Πατέ­ρα την ανά­στα­ση του Χρι­στού, αυτό καθό­λου να μη σε θορυ­βεί· δεν ανέ­φε­ρε τού­το, επει­δή δήθεν δεν είχε δύνα­μη ο Χρι­στός· διό­τι ο Ίδιος είναι που λέει: «Λύσα­τε τν ναν τοτον, κα ν τρισν μέραις γερ ατόν(:Γκρε­μί­στε τον ναό αυτό, και σε τρεις ημέ­ρες θα τον ξανα­χτί­σω μόνο με τη δύνα­μή μου· διό­τι θα ανα­στη­θώ από τον τάφο ως ζων­τα­νός ναός του Θεού και αθά­να­τη κεφα­λή της Εκκλη­σί­ας μου. Και η Εκκλη­σία μου αυτή θα αντι­κα­τα­στή­σει για πάν­τα τον ναό σας, που θα κατα­στρα­φεί)»[Ιω.2,19]· και πάλι: «ξου­σί­αν χω θεναι ατήν, κα ξου­σί­αν χω πάλιν λαβεν ατήν(:Έχω εξου­σία να προ­σφέ­ρω τη ζωή μου κι έχω εξου­σία πάλι να την πάρω πίσω)» [Ιω.10,18]· και ο Λου­κάς επί­σης στις Πρά­ξεις λέγει: «Ος κα παρέ­στη­σεν αυτν ζντα μετ τ παθεν ατν ν πολ­λος τεκμη­ρί­οις, δι᾿ μερν τεσ­σα­ρά­κον­τα πτα­νό­με­νος ατος κα λέγων τ περ τς βασι­λεί­ας το Θεο(:Μετά το πάθος Του και τον θάνα­τό Του παρου­σιά­στη­κε σ’ αυτούς τους ίδιους ζων­τα­νός. Και με πολ­λές απο­δεί­ξεις ο ανα­στη­μέ­νος Κύριος τούς βεβαί­ω­σε ότι πραγ­μα­τι­κά ήταν ζων­τα­νός. Και επί σαράν­τα ημέ­ρες εμφα­νι­ζό­ταν σ’ αυτούς κατά δια­στή­μα­τα και τους μιλού­σε για τις αλή­θειες και τα μυστή­ρια που ανα­φέ­ρον­ταν στη βασι­λεία του Θεού)» [Πράξ.1,3].

Για ποιον λοι­πόν, λόγο, λέει έτσι ο Παύ­λος; Διό­τι και τα του Υιού τα απο­δί­δει στον Πατέ­ρα, και τα του Πατρός στον Υιό. Λέγει ο Ίδιος ο Κύριος: «μν μν λέγω μν, ο δύνα­ται υἱὸς ποιεν φ᾿ αυτο οδέν, ἐὰν μή τι βλέπ τν πατέ­ρα ποιοντα· γρ ν κενος ποι, τατα κα υἱὸς μοί­ως ποιε (:Aληθι­νά σας βεβαιώ­νω ότι υπάρ­χει από­λυ­τη συμ­φω­νία μετα­ξύ του Υιού και του Πατρός. Γι’ αυτό ο Υιός είναι φυσι­κώς αδύ­να­το να κάνει από τον εαυ­τό του τίπο­τε, εάν δεν βλέ­πει τον Πατέ­ρα να το κάνει αυτό. Εκεί­να που ενερ­γεί ο Πατήρ, αυτά κάνει και ο Υιός ακρι­βώς όπως τα κάνει ο Πατήρ· διό­τι είναι κοι­νή και μία η θέλη­ση, η δύνα­μη και η ενέρ­γεια Πατρός και Υιού)»[Ιω.5,19]. Σε πολύ κατάλ­λη­λη στιγ­μή υπεν­θύ­μι­σε μάλι­στα εδώ την ανά­στα­ση κατα­στέλ­λον­τας έτσι με εκεί­νες τις ελπί­δες την τυραν­νία της λαι­μαρ­γί­ας και σχε­δόν σαν να λέει: «Έφα­γες, ήπιες άσω­τα, και ποιο το τέλος; Τίπο­τε άλλο παρά μόνο φθο­ρά. Ενώ­θη­κες με τον Χρι­στό και ποιο το τέλος; Μέγα και θαυ­μα­στό· η μέλ­λου­σα ανά­στα­ση, εκεί­νη η ένδο­ξος που υπερ­βαί­νει κάθε λογι­κή».

Κανείς λοι­πόν να μη δυσπι­στεί για την ανά­στα­ση· και αν κάποιος αμφι­βάλ­λει, ας σκε­φτεί πόσα δημιούρ­γη­σε ο Θεός εκ του μηδε­νός και ας δεχτεί από­δει­ξη και για εκεί­νη· διό­τι όσα έχουν ήδη γίνει είναι πολύ πιο παρά­δο­ξα και αξιο­θαύ­μα­στα. Πρό­σε­ξε λοι­πόν. Αφού έλα­βε χώμα, το ανέ­μι­ξε και έκα­νε άνθρω­πο, ενώ δεν υπήρ­χε ούτε χώμα πριν από αυτό. Πώς λοι­πόν το χώμα έγι­νε άνθρω­πος; Και πώς αυτή δημιουρ­γούν­ταν ενώ δεν υπήρ­χε; Πώς δημιουρ­γή­θη­καν από αυτήν τα πάν­τα, τα άπει­ρα γένη των αλό­γων ζώων, οι σπό­ροι, τα φυτά, χωρίς να έχουν προ­η­γη­θεί για τη γέν­νη­ση εκεί­νων των ζώων πόνοι, χωρίς να έχουν πέσει βρο­χές για τη βλά­στη­ση των σπό­ρων, χωρίς να υπάρ­ξει καλ­λιέρ­γεια, χωρίς να έχουν συν­τε­λέ­σει στη γένε­ση αυτών ούτε βόδια, ούτε άρο­τρο, ούτε τίπο­τε άλλο. Δηλα­δή για αυτόν ακρι­βώς τον λόγο δημιούρ­γη­σε στην αρχή τόσα πολ­λά γένη και φυτών και αλό­γων ζώων από το άψυ­χο και αναί­σθη­το χώμα, για να σε διδά­ξει από τον ουρα­νό την έννοια της ανα­στά­σε­ως· διό­τι τού­το είναι πιο θαυ­μα­στό από την ανά­στα­ση· το να ανά­ψει δηλα­δή κανείς ένα σβη­σμέ­νο λύχνο δεν είναι ίσο με το να παρα­γά­γει πυρ εκ του μηδε­νός· το να ανα­στη­λώ­σει κάποιος μία οικία, που κατέρ­ρευ­σε, δεν είναι ίσο με το να κτί­σει μία εκ του μηδε­νός. Στην πρώ­τη, δηλα­δή, περί­πτω­ση, αν όχι τίπο­τε άλλο, πάν­τως υπήρ­χε το υλι­κό, στη δεύ­τε­ρη όμως περί­πτω­ση δεν υπήρ­χε απο­λύ­τως τίπο­τε. Για τον λόγο αυτόν έκα­με πρώ­τα αυτό που εθε­ω­ρεί­το δυσκο­λό­τε­ρο, για να παρα­δε­χτείς κατό­πιν το ευκο­λό­τε­ρο.

Και το είπα δυσκο­λό­τε­ρο όχι για τον Θεό, αλλά σύμ­φω­να με τις δυνά­μεις της δικής μας λογι­κής, διό­τι τίπο­τε δεν είναι δύσκο­λο για τον Θεό· αλλά όπως ο ζωγρά­φος, που κάνει μια εικό­να, θα κάνει εύκο­λα μύριες, έτσι είναι πολύ εύκο­λο και για τον Θεό να κάνει μύριους και άπει­ρους κόσμους· μάλ­λον δε, όπως είναι εύκο­λο να σκε­φτείς μία πόλη και τους άπει­ρους κόσμους, έτσι είναι εύκο­λο για τον Θεό να τους δημιουρ­γή­σει, μάλ­λον δε πολύ ευκο­λό­τε­ρο και από αυτό· διό­τι εσύ μεν θα κατα­νά­λω­νες έστω και λίγο χρό­νο σκε­πτό­με­νος, ο Θεός όμως ούτε τού­τον θα κατα­νά­λω­νε, αλλά όσο οι λίθοι είναι βαρύ­τε­ροι από τα ελα­φρό­τε­ρα πτη­νά, μάλ­λον δε όσο είναι βαρύ­τε­ροι από τον νου μας, τόσο ο νους μας υπο­λεί­πε­ται της ταχύ­τη­τας του Θεού στο να δημιουρ­γεί.

Θαύ­μα­σες τη δύνα­μή Του επί της γης; Σκέ­ψου πάλι πώς δημιουρ­γή­θη­κε ο ουρα­νός από το μηδέν, πώς τα άπει­ρα άστρα, πώς ο ήλιος, πώς η σελή­νη· και όλα αυτά δημιουρ­γή­θη­καν εκ του μηδε­νός. Επί­σης, πες μου, πώς μετά τη δημιουρ­γία τους στέ­κον­ται στον ουρα­νό και πάνω σε τι; Ποιο υπό­βα­θρο έχουν όλα αυτά και ποιο η γη; Και τι υπάρ­χει μετά τη γη; Και τι μετά από εκεί­νο, που βρί­σκε­ται μετά τη γη; Βλέ­πεις σε πόσο ίλιγ­γο φτά­νει ο νους σου, αν δεν κατα­φύ­γεις ταχέ­ως στην πίστη και την ακα­τά­λη­πτη δύνα­μη του Δημιουρ­γού; Εάν θέλεις λοι­πόν να στο­χα­στείς εξ αφορ­μής των ανθρω­πί­νων, θα μπο­ρέ­σεις εντός ολί­γου να δώσεις φτε­ρά στη διά­νοιά σου.

«Ποιων ανθρω­πί­νων;», θα έλε­γε κάποιος. Δεν βλέ­πεις τους κερα­μο­ποιούς; Πώς δια­πλά­θουν το σκεύ­ος, που έσπα­σε και έγι­νε άμορ­φο; Δεν βλέ­πεις αυτούς που ρίχνουν στο χώμα που περιέ­χει μέταλ­λο, πώς από το χώμα παρου­σιά­ζουν χρυ­σό και σίδη­ρο και χαλ­κό; Δεν βλέ­πεις επί­σης άλλους, που κατερ­γά­ζον­ται το γυα­λί, πώς μετα­τρέ­πουν την άμμο σε ένα σώμα συνε­χές και διαυ­γές; Να ανα­φέ­ρω τους βυρ­σο­δέ­ψες, αυτούς που βάφουν τα κόκ­κι­να ενδύ­μα­τα, πώς εκεί­νο που έβα­ψαν το παρου­σιά­ζουν δια­φο­ρε­τι­κό από ό,τι ήταν; Να ανα­φέ­ρω τη γέν­νη­σή μας; Δεν είναι κατ΄αρχάς ένα σπέρ­μα μικρό, άμορ­φο και ασχη­μά­τι­στο αυτό που εισέρ­χε­ται στη μήτρα, η οποία το δέχε­ται; Πώς λοι­πόν το ζώο απέ­κτη­σε τόσο μεγά­λη διά­πλα­ση; Τι είναι εξάλ­λου ο σίτος; Δεν ρίπτε­ται στη γη ένας γυμνός κόκ­κος; Μετά τη σπο­ρά δεν σαπί­ζει; Πώς δημιουρ­γούν­ται ο στά­χυς και ο αθέ­ρας του και η καλά­μη και όλα τα άλλα; Ένας μικρο­σκο­πι­κός σπό­ρος σύκου πολ­λές φορές, αφού πέσει στη γη, δεν δίνει ρίζα και κλα­διά και καρ­πό; Επο­μέ­νως, κάθε ένα μεν από αυτά το δέχε­σαι και δεν το πολυε­ξε­τά­ζεις, ενώ από τον Θεό μόνο απαι­τείς ευθύ­νες, διό­τι μετα­σχη­μα­τί­ζει το σώμα μας; Και πώς είναι αυτά άξια συγνώ­μης;

Αυτά και άλλα τέτοια λέμε προς τους εθνι­κούς, διό­τι στους πιστούς ούτε καν χρειά­ζε­ται να μιλή­σω. Εάν δηλα­δή πρό­κει­ται να πολυε­ξε­τά­ζεις όλες τις ενέρ­γειες Εκεί­νου, σε τι ο Θεός θα υπε­ρέ­χει από τους ανθρώ­πους, εφό­σον μάλι­στα δεν περιερ­γα­ζό­μα­στε ακό­μη και ανθρώ­πους πολ­λούς; Και αν έτσι φερό­μα­στε προ­κει­μέ­νου για ανθρώ­πους και δεν τους περιερ­γα­ζό­μα­στε, πολύ περισ­σό­τε­ρο δεν πρέ­πει να πολυε­ξε­τά­ζου­με τη σοφία του Θεού, ούτε να απαι­τού­με λογι­κές απο­δεί­ξεις, διό­τι πρώ­τα μεν είναι αξιό­πι­στος ο Θεός που μας απο­κα­λύ­πτε­ται, και δεύ­τε­ρο, διό­τι τα θέμα­τα αυτά δεν επι­δέ­χον­ται έρευ­να της λογι­κής. Ο Θεός δηλα­δή δεν είναι τόσο αδύ­να­τος, ώστε να κάνει τέτοια μόνο, όσα είναι δυνα­τόν να γίνουν αντι­λη­πτά από την ασθε­νή λογι­κή σου. Εάν δηλα­δή δεν κατα­νο­είς το έργο ενός τεχνί­τη, πολύ περισ­σό­τε­ρο δεν είναι δυνα­τόν να κατα­νο­ή­σεις το έργο του αρι­στο­τέ­χνη Θεού.

Μην απι­στεί­τε λοι­πόν στην ανά­στα­ση, διό­τι έτσι θα είστε πολύ μακριά από την ελπί­δα των μελ­λόν­των αγα­θών. Αλλά αυτών που αντι­λέ­γουν, ποιο είναι το σοφό επι­χεί­ρη­μα, μάλ­λον το πλέ­ον ανόη­το επι­χεί­ρη­μά τους; «Όταν ανα­μι­χτεί το σώμα με τη γη και γίνει γη και μετα­φερ­θεί αυτή σε άλλο τόπο, πώς άρα­γε», θα έλε­γε κάποιος, «θα ανα­στη­θεί;» Τού­το φαί­νε­ται ακα­τα­νόη­το σε εσέ­να, αλλά όχι στον ακοί­μη­το Οφθαλ­μό· διό­τι σε Εκεί­νον είναι όλα φανε­ρά. Και εσύ μεν δεν δια­κρί­νεις τα διά­φο­ρα μέρη, όταν ανα­μι­χθούν, Εκεί­νος όμως τα γνω­ρί­ζει όλα· επί παρα­δείγ­μα­τι εσύ μεν αγνο­είς τι υπάρ­χει στην καρ­διά του πλη­σί­ον σου, Εκεί­νος όμως όλα τα γνω­ρί­ζει. Εάν λοι­πόν, επει­δή αγνο­είς πώς ανα­σταί­νει ο Θεός, δεν πιστεύ­εις καν ότι ανα­σταί­νει, θα απι­στή­σεις και για το ότι γνω­ρί­ζει τις σκέ­ψεις μας· διό­τι ούτε αυτές φαί­νον­ται. Και όμως, όσον αφο­ρά μεν στο σώμα, η ύλη είναι ορα­τή, και αν ακό­μη δια­λυ­θεί, εκεί­νες όμως οι σκέ­ψεις είναι αόρα­τες. Αυτός λοι­πόν που γνω­ρί­ζει τα αόρα­τα με κάθε ακρί­βεια, δεν θα δει τα ορα­τά και θα δια­λύ­σει το σώμα εύκο­λα; Είναι νομί­ζω ολο­φά­νε­ρο.

Μη λοι­πόν απι­στείς στην ανά­στα­ση· η σκέ­ψη αυτή είναι δια­βο­λι­κή· και κατα­βάλ­λει μεγά­λη προ­σπά­θεια εδώ ο διά­βο­λος, όχι μόνο για να υπάρ­ξει απι­στία στο θέμα της ανα­στά­σε­ως, αλλά και για να καταρ­γη­θούν και τα έργα της αρε­τής. Ο άνθρω­πος δηλα­δή που δεν προσ­δο­κά να ανα­στη­θεί και να δώσει λόγο των πρά­ξε­ών του, δεν θα ενδια­φερ­θεί ευθύς εξαρ­χής για την αρε­τή· μη ενδια­φε­ρό­με­νος για την αρε­τή, θα εκδη­λώ­σει στη συνέ­χεια απι­στία για την ανά­στα­ση. Το ένα δηλα­δή προ­κα­λεί το άλλο, η απι­στία την κακία και η κακία την απι­στία. Όταν δηλα­δή η συνεί­δη­ση είναι γεμά­τη από πονη­ρί­ες, επει­δή φοβά­ται και τρέ­μει τη μέλ­λου­σα τιμω­ρία, εφό­σον δεν θέλει να λάβει την παρη­γο­ριά με τη μετα­στρο­φή στο καλό, θα ανα­παυ­θεί με την απι­στία. Επει­δή δηλα­δή εσύ λες ότι δεν υπάρ­χει ανά­στα­ση, ούτε κρί­ση, και εκεί­νος θα πει: «Επο­μέ­νως ούτε και εγώ θα δώσω λόγο για τα παρα­πτώ­μα­τά μου». Αλλά όμως τι λέγει ο Χρι­στός; «Πλανσθε μ εδότες τς γραφς μηδ τν δύνα­μιν το Θεο(:Βρί­σκε­στε σε πλά­νη και δεν γνω­ρί­ζε­τε ούτε τις Γρα­φές, οι οποί­ες δεν υπο­στη­ρί­ζουν υλι­στι­κές και παχυ­λές αντι­λή­ψεις για την ανά­στα­ση, όπως εσείς την φαν­τά­ζε­στε, ούτε τη δύνα­μη του Θεού, για την οποία τίπο­τε δεν είναι αδύ­να­το ή δύσκο­λο)» [Ματθ.22,29].

Δεν θα δημιουρ­γού­σε τόσα πολ­λά ο Θεός, εάν βεβαί­ως δεν επρό­κει­το να μας ανα­στή­σει, αλλά να μας αφή­σει στη διά­λυ­ση και τον πλή­ρη αφα­νι­σμό· δεν θα είχε εκτεί­νει τού­τον τον ουρα­νό, δεν θα είχε δημιουρ­γή­σει εδώ κάτω τη γη, δεν θα είχε πλά­σει όλα τα άλλα προς χάριν αυτής μόνο της σύν­το­μης ζωής. Και αν αυτά τα έχει δημιουρ­γή­σει για την παρού­σα ζωή, τι δεν θα κάνει για τη μέλ­λου­σα; Εάν όμως δεν θα υπάρ­ξει μέλ­λου­σα ζωή, εμείς για τον εξής λόγο είμα­στε πολύ πιο ανά­ξιοι των όσων έγι­ναν για χάρη μας· ο ουρα­νός δηλα­δή και η γη και η θάλασ­σα και οι ποτα­μοί, ακό­μη και μερι­κά από τα ζώα είναι μονι­μό­τε­ρα από εμάς· η κορώ­νη π.χ. και το γένος των ελε­φάν­των και πολ­λά άλλα ζώα χαί­ρον­ται την παρού­σα ζωή περισ­σό­τε­ρο χρό­νο. Ο βίος ο δικός μας είναι σύν­το­μος και επί­πο­νος, ενώ ο βίος εκεί­νων δεν είναι τέτοιος, αλλά μακρός και μάλ­λον είναι απαλ­λαγ­μέ­νος στε­νο­χω­ρί­ας και φρον­τί­δων.

Τι λοι­πόν, πες μου; Τους δού­λους τούς έκα­νε ανώ­τε­ρους από τους κυρί­ους; Μη, σε παρα­κα­λώ, μην σκέ­πτε­σαι, άνθρω­πε, κάτι τέτοια και μη φαί­νε­σαι πτω­χός στη διά­νοια, μήτε να αγνο­είς τον πλού­το του Θεού, τη στιγ­μή που έχεις τέτοιο Κύριο· διό­τι αλη­θώς, ο Θεός από την αρχή ήθε­λε να σε κάνει αθά­να­το, αλλά εσύ δεν θέλη­σες. Πράγ­μα­τι· ενδεί­ξεις αθα­να­σί­ας ήσαν εκεί­να, δηλα­δή η συνο­μι­λία με τον Θεό, η έλλει­ψη από τη ζωή ταλαι­πω­ριών, η απαλ­λα­γή από λύπη και φρον­τί­δες και κόπους και τα άλλα τα θνη­τά στοι­χεία· διό­τι ο Αδάμ δεν είχε ανάγ­κη ούτε ενδυ­μά­των, ούτε στέ­γης, ούτε κανε­νός άλλου πράγ­μα­τος αυτού του είδους, αλλά έμοια­ζε μάλ­λον με τους αγγέ­λους, και πολ­λά από τα μελ­λον­τι­κά τα γνώ­ρι­ζε εκ των προ­τέ­ρων και ήταν πλή­ρης πολ­λής σοφί­ας. Και μάλι­στα ό,τι έκα­νε ο Θεός κρυ­φά σχε­τι­κά με τη γυναί­κα, αυτό εκεί­νος το γνώ­ρι­ζε, γι’ αυτό και έλε­γε: «Τοτο νν στον κ τν στέ­ων μου κα σρξ κ τς σαρ­κός μου(:Αυτό τώρα είναι οστό από τα οστά μου και σάρ­κα από τη σάρ­κα μου)»[Γέν.2,23]. Και ο πόνος αργό­τε­ρα δημιουρ­γή­θη­κε, αργό­τε­ρα ο ιδρώ­τας, αργό­τε­ρα η αισχύ­νη και η δει­λία και η έλλει­ψη παρ­ρη­σί­ας, ενώ τότε δεν υπήρ­χε λύπη, ούτε οδύ­νη, ούτε στε­ναγ­μός. Αλλά ο Αδάμ δεν έμει­νε στην τιμη­τι­κή εκεί­νη κατά­στα­ση.

«Τι λοι­πόν εγώ θα πάθω;», θα έλε­γε κάποιος· «εξαι­τί­ας εκεί­νου θα χαθώ;». Βεβαιό­τα­τα και εξαι­τί­ας εκεί­νου· ούτε και εσύ όμως έμει­νες ανα­μάρ­τη­τος, αλλά και αν ακό­μη δεν διέ­πρα­ξες την ίδια αμαρ­τία, πάν­τως οπωσ­δή­πο­τε διέ­πρα­ξες άλλη. Άλλω­στε δεν βλά­φτη­κες από την τιμω­ρία, αλλά αντι­θέ­τως κέρ­δι­σες. Εάν δηλα­δή επρό­κει­το να μένεις αιω­νί­ως θνη­τός, ίσως θα είχε κάποια ισχύ το επι­χεί­ρη­μά σου· τώρα όμως και αθά­να­τος είσαι και, αν θέλεις, θα μπο­ρέ­σεις να λάμ­ψεις περισ­σό­τε­ρο και από τον ίδιο τον ήλιο. «Αλλά», θα έλε­γε κάποιος, «εάν δεν είχα λάβει θνη­τό σώμα, δεν θα αμάρ­τα­να».

«Τι λοι­πόν;», πες μου· εκείνος(ο Αδάμ) αμάρ­τη­σε, διό­τι είχε θνη­τό σώμα; Καθό­λου· διό­τι εάν πράγ­μα­τι ήταν θνη­τό, δεν θα είχε υπο­στεί τον θάνα­το κατό­πιν ως τιμω­ρία. Είναι φανε­ρό από εκεί­νο το παρά­δειγ­μα ότι το θνη­τό σώμα καθό­λου δεν απο­τε­λεί εμπό­διο για την αρε­τή, αλλά απε­ναν­τί­ας συν­τε­λεί σε σωφρο­σύ­νη και βοη­θά­ει πάρα πολύ. Εφό­σον δηλα­δή και μόνο η προσ­δο­κία της αθα­να­σί­ας παρέ­συ­ρε σε αλα­ζο­νεία τόσο πολύ τον Αδάμ, εάν είχε γίνει πράγ­μα­τι αθά­να­τος, τού­το σε ποια μωρία δεν θα τον είχε οδη­γή­σει; Και τώρα μεν, όταν αμαρ­τά­νεις, μπο­ρείς να απαλ­λα­γείς από τα αμαρ­τή­μα­τα, διό­τι το σώμα σου είναι ευτε­λές και καταρ­ρέ­ει και δια­λύ­ε­ται· και πράγ­μα­τι, αυτές οι σκέ­ψεις είναι ικα­νές να οδη­γούν σε σωφρο­σύ­νη· εάν όμως είχες αμαρ­τή­σει στο αθά­να­το σώμα, ίσως επρό­κει­το να ήσαν τα αμαρ­τή­μα­τα μονι­μό­τε­ρα.

Η θνη­τό­τη­τα λοι­πόν δεν είναι η αιτία της αμαρ­τί­ας- μην της απο­δί­δεις κατη­γο­ρία- αλλά η ρίζα των κακών είναι η πονη­ρή προ­αί­ρε­ση. Για­τί δηλα­δή το σώμα δεν έβλα­ψε καθό­λου τον Άβελ; Για­τί η έλλει­ψη σώμα­τος δεν ωφέ­λη­σε καθό­λου τους δαί­μο­νες; Θέλεις να μάθεις ότι το ότι το σώμα πλά­στη­κε θνη­τό όχι μόνο δεν έβλα­ψε, αλλά και ωφέ­λη­σε; Άκου­σε πόσα κερ­δί­ζεις από αυτό, εάν είσαι άγρυ­πνος. Σε απο­σπά και σε απο­μα­κρύ­νει από την κακία με τις οδύ­νες και τις λύπες και τους πόνους και άλλα παρό­μοια.

«Αλλά», θα έλε­γε κάποιος, «οδη­γεί και σε πορ­νεία». Δεν φταί­ει το σώμα, αλλά η ακο­λα­σία. Αυτά δηλα­δή, όσα ανέ­φε­ρα, είναι εξ ολο­κλή­ρου χαρα­κτη­ρι­στι­κά του σώμα­τος· για τον λόγο αυτόν δεν είναι δυνα­τόν να έλθει άνθρω­πος στον βίο αυτόν και να μη νοσή­σει και να μην πονέ­σει και να μη στε­νο­χω­ρη­θεί, ενώ είναι δυνα­τόν να μην πορ­νεύ­σει. Ώστε, εάν και οι κακί­ες ήσαν χαρα­κτη­ρι­στι­κά της φύσε­ως του σώμα­τος, θα τις είχαν όλοι οι άνθρω­ποι, διό­τι έτσι συμ­βαί­νει με όσα προ­έρ­χον­ται από τη φύση· με την πορ­νεία όμως δεν συμ­βαί­νει το ίδιο· ο πόνος μεν προ­έρ­χε­ται από τη φύση, ενώ η πορ­νεία από τη διά­θε­ση.

Μη λοι­πόν κατη­γο­ρείς το σώμα· ας μην σου αφαι­ρεί ο διά­βο­λος την τιμή, την οποία σου έδω­σε ο Θεός. Αν θέλου­με, το σώμα είναι άρι­στος χαλι­νός, που συγ­κρα­τεί τα σκιρ­τή­μα­τα της ψυχής, που περιο­ρί­ζει τη μωρία, που εμπο­δί­ζει την αλα­ζο­νεία, που μας υπη­ρε­τεί στα μεγα­λύ­τε­ρα κατορ­θώ­μα­τά μας. Αλλά μην μου ανα­φέ­ρεις τους μαι­νό­με­νους· διό­τι βλέ­που­με και πολ­λούς ίππους να καλ­πά­ζουν προς τους γκρε­μούς και να έχουν ρίξει κάτω τον ηνί­ο­χο με το χαλι­νά­ρι, αλλά δεν θεω­ρού­με αίτιο το χαλι­νά­ρι· διό­τι δεν απο­σπά­στη­κε εκεί­νο μόνο του και έτσι προ­κά­λε­σε αυτό το δυστύ­χη­μα, αλλά έφε­ρε όλη τη συμ­φο­ρά ο ηνί­ο­χος, που δεν συγ­κρά­τη­σε τα ηνία. Κατά τον ίδιο λοι­πόν τρό­πο σκέ­ψου εδώ· αν δεις ένα νέο ορφα­νό να κάνει μύρια κακά, μη θεω­ρείς υπεύ­θυ­νο το σώμα, αλλά τον συρό­με­νο ηνί­ο­χο, εννοώ τον λογι­σμό του.

Όπως δηλα­δή τα ηνία δεν βλά­πτουν τον ηνί­ο­χο, αλλά ο ηνί­ο­χος είναι αίτιος όλων, αν δεν κρα­τεί αυτά καλώς- για τον λόγο αυτόν και τιμω­ρούν αυτόν με το να περι­πλέ­κον­ται με αυτόν και με το να τον παρα­σύ­ρουν πολ­λές φορές και να τον αναγ­κά­ζουν να έχει και αυτός τη δική τους κακή τύχη- έτσι ακρι­βώς συμ­βαί­νει και εδώ. «Εγώ μεν δηλα­δή», λέει το χαλι­νά­ρι, «έσφιγ­γα το στό­μα του ίππου μέχρις αίμα­τος έως ότου με κρα­τού­σες καλά· επει­δή όμως με έρι­ξες κάτω, νομί­ζω ότι σου αξί­ζει να σε κατα­φρο­νή­σω, και περι­πλέ­κο­μαι μαζί σου και σε παρα­σύ­ρω, ώστε να μην πάθω άλλη φορά το ίδιο πάθη­μα». Κανείς λοι­πόν να μην κατη­γο­ρεί τα ηνία, αλλά τον εαυ­τό του και την αμαρ­τω­λή διά­νοιά του, καθό­τι ηνί­ο­χος σε εμάς είναι το λογι­κό, το δε σώμα είναι τα ηνία, που πει­θαρ­χούν τους ίππους στον ηνί­ο­χο. Αν λοι­πόν αυτά είναι καλώς προ­σαρ­μο­σμέ­να, δεν θα πάθεις κανέ­να κακό· αν όμως τα χαλα­ρώ­σεις, θα αφα­νί­σεις και θα κατα­στρέ­ψεις τα πάν­τα.

Ας είμα­στε σώφρο­νες λοι­πόν και ας μην κατη­γο­ρού­με το σώμα, αλλά την πονη­ρή διά­νοιά μας, διό­τι πράγ­μα­τι είναι έργο του δια­βό­λου αυτό, το ότι δηλα­δή κάνει τους ανόη­τους να κατη­γο­ρούν τους πάν­τες μάλ­λον και το σώμα και τον Θεό και τον πλη­σί­ον τους, παρά την αμαρ­τω­λή διά­νοιά τους, με σκο­πό να μην βρουν την αιτία και απαλ­λα­γούν από τη ρίζα των κακών. Αλλά εσείς, γνω­ρί­ζον­τας καλά την επι­βου­λή του δια­βό­λου, στρέψ­τε τον θυμό σας εναν­τί­ον του και, αφού θέσε­τε τον ηνί­ο­χο κυβερ­νή­τη στο άρμα, στρέψ­τε τον οφθαλ­μό της διά­νοιάς σας προς τον Θεό· διό­τι στα άλλα μεν αγω­νί­σμα­τα εκεί­νος που θέσπι­σε τον αγώ­να δεν δίνει τίπο­τε, αλλά ανα­μέ­νει το τέλος του αγώ­να· εδώ όμως ο αγω­νο­θέ­της Θεός είναι το παν. Αυτός λοι­πόν ας μας ευσπλα­χνί­ζε­ται, και οπωσ­δή­πο­τε θα λάβου­με τους μελ­λον­τι­κούς στε­φά­νους· αυτούς είθε να τους λάβου­με όλοι εμείς με τη χάρη του Χρι­στού, του Οποί­ου η δόξα είναι αιώ­νια. Αμήν.

………………………………………………………………………………………………………………………………………………………….

ΟΜΙΛΙΑ ΙΗ΄(απόσπασμα)

«Οὐκ οἴδα­τε ὅτι τὰ σώμα­τα ὑμῶν μέλη Χρι­στοῦ ἐστιν; ἄρας οὖν τὰ μέλη τοῦ Χρι­στοῦ ποι­ή­σω πόρ­νης μέλη; μὴ γένοι­το(:Το σώμα δεν έγι­νε για την πορ­νεία αλλά για τον Κύριο. Δεν ξέρε­τε ότι τα σώμα­τά σας είναι μέλη του Χρι­στού; Να απο­σπά­σω λοι­πόν τα μέλη Του και να τα κάνω μέλη πόρ­νης; Ποτέ μην συμ­βεί να το κάνω αυτό)»[Α΄Κορ.6,15].

Αφού από τον πόρ­νο ο Παύ­λος πήγε στον πλε­ο­νέ­κτη, πάλι από αυτόν έρχε­ται προς εκεί­νον, χωρίς όμως να απευ­θύ­νε­ται πλέ­ον προς τον πόρ­νο, αλλά προς τους άλλους, που δεν έχουν πορ­νεύ­σει· και ενώ προ­φυ­λάσ­σει αυτούς να μην πέσουν ποτέ στα ίδια αμαρ­τή­μα­τα, πάλι επι­τί­θε­ται εναν­τί­ον εκεί­νου[:του πόρ­νου της Κορίν­θου]· διό­τι, εάν απευ­θύ­νεις τον λόγο προς κάποιον άλλο, και από τού­το κεν­τρί­ζε­ται αυτός που έχει αμαρ­τή­σει, διό­τι η συνεί­δη­σή του διε­γεί­ρε­ται και τον μαστι­γώ­νει. Βεβαί­ως και ο φόβος της τιμω­ρί­ας ήταν ικα­νός να τους συγ­κρα­τή­σει σε σωφρο­σύ­νη· επει­δή όμως δεν θέλει να επι­τυγ­χά­νει αυτού του είδους την αρε­τή μόνο από τον φόβο, προ­σθέ­τει και απει­λές και συλ­λο­γι­σμούς.

Στην περί­πτω­ση λοι­πόν εκεί­νη αφού απο­κά­λυ­ψε το αμάρ­τη­μα και καθό­ρι­σε την τιμω­ρία και έδει­ξε τη βλά­βη όλων λόγω της αμαρ­τω­λής σχέ­σε­ως του πόρ­νου, άφη­σε το θέμα αυτό και στρά­φη­κε προς την πλε­ο­νε­ξία· και αφού υπεν­θύ­μι­σε τον κίν­δυ­νο απω­λεί­ας της ουρά­νιας βασι­λεί­ας από αυτόν και όλους τους λοι­πούς, τους οποί­ους ανέ­φε­ρε λεπτο­με­ρώς, έτσι ολο­κλή­ρω­σε τον λόγο· σε αυτόν όμως τον λόγο του κάνει ακό­μη φρι­κω­δέ­στε­ρη την παραί­νε­σή του· διό­τι εκεί­νος που τιμω­ρεί μόνο το αμάρ­τη­μα και δεν δεί­χνει ότι είναι υπερ­βο­λι­κά παρά­νο­μο, δεν επι­τυγ­χά­νει τίπο­τε σημαν­τι­κό με την τιμω­ρία· εκεί­νος πάλι που προ­σπα­θεί να κάνει τους αμαρ­τά­νον­τες να ντρέ­πον­ται μόνο και δεν τους φοβί­ζει με την κόλα­ση, δεν ελέγ­χει τους αναί­σθη­τους με όση σφο­δρό­τη­τα χρειά­ζον­ται. Για τον λόγο αυτόν ο Παύ­λος κάνει και τα δύο· και τους κάνει να ντρέ­πον­ται λέγον­τας: «Οκ οδατε τι γγέ­λους κρι­νομεν;(:Δεν ξέρε­τε ότι θα δικά­σου­με τους αγγέ­λους που έπε­σαν;)»[Α΄Κορ.6,3] και τους φοβί­ζει λέγον­τας: « οκ οδατε τι δικοι βασι­λεαν Θεο ο κλη­ρο­νομσου­σι; μ πλανσθε· οτε πρνοι οτε εδωλολτραι οτε μοι­χο οτε μαλα­κο οτε ρσε­νο­κοται οτε πλε­ονκται οτε κλπται οτε μθυσοι, ο λοδοροι, οχ ρπα­γες βασι­λεαν Θεο ο κλη­ρο­νομσου­σι(:Αυτό που κάνε­τε το κάνε­τε λοι­πόν από άγνοια; Δεν γνω­ρί­ζε­τε ότι οι άδι­κοι δεν θα κλη­ρο­νο­μή­σουν την βασι­λεία του Θεού; Μην πλα­νά­στε. Ούτε οι πόρ­νοι, ούτε οι ειδω­λο­λά­τρες, ούτε οι μοι­χοί, ούτε οι εκθη­λυ­μέ­νοι και θηλυ­πρε­πείς, ούτε οι αρσε­νο­κοί­τες, ούτε οι πλε­ο­νέ­κτες, ούτε οι κλέ­φτες, ούτε οι μέθυ­σοι, ούτε αυτοί που εμπαί­ζουν και βρί­ζουν τους άλλους, ούτε οι άρπα­γες με κανέ­να τρό­πο δεν θα κλη­ρο­νο­μή­σουν την βασι­λεία του Θεού)»[Α΄Κορ.6,9–10].

Και στην περί­πτω­ση του πόρ­νου πάλι χρη­σι­μο­ποιεί τον λόγο του κατά τον ίδιο τρό­πο. Και πράγ­μα­τι, τον φόβι­σε με όσα είπε προ­η­γου­μέ­νως, και αφού τον απέ­κο­ψε από την Εκκλη­σία και τον παρέ­δω­σε στον σατα­νά και του υπεν­θύ­μι­σε τη μέλ­λου­σα ημέρα[βλ. Α΄Κορ.5, 4–5:« ν τ νόμα­τι το Κυρί­ου μν ησο Χρι­στο συνα­χθέν­των μν κα το μο πνεύ­μα­τος σν τ δυνά­μει το Κυρί­ου μν ησο Χρι­στο, παρα­δοναι τν τοιοτον τ σαταν ες λεθρον τς σαρ­κός, να τ πνεμα σωθ ν τ μέρ το Κυρί­ου ησο(:Και τώρα αφού συνα­χθού­με στο όνο­μα του Κυρί­ου μας Ιησού Χρι­στού, εσείς και εγώ παρών ανά­με­σα στα πνευ­μα­τι­κά μαζί με την δύνα­μη του κυρί­ου μας Ιησού Χρι­στού· ας παρα­δώ­σου­με τον άνθρω­πο αυτό στον σατα­νά απο­κό­πτον­τάς τον από την εκκλη­σία, για να τιμω­ρη­θεί και να κολα­σθεί σκλη­ρά το σώμα του και να συνε­τι­σθεί με την παι­δα­γω­γία αυτή, ώστε να σωθεί έτσι η ψυχή του την ημέ­ρα της δευ­τέ­ρας παρου­σί­ας του Κυρί­ου Ιησού)»]προ­σπα­θεί πάλι να του προ­κα­λέ­σει ντρο­πή λέγον­τας: «Οὐκ οἴδα­τε ὅτι τὰ σώμα­τα ὑμῶν μέλη Χρι­στοῦ ἐστιν;(:Δεν ξέρε­τε ότι τα σώμα­τά σας είναι μέλη του Χρι­στού;)», μιλών­τας στο εξής προς αυτούς σαν παι­διά ευγε­νούς κατα­γω­γής. Αφού δηλα­δή είπε: «τὸ δὲ σῶμα οὐ τῇ πορ­νείᾳ, ἀλλὰ τῷ Κυρίῳ(:το σώμα δεν έχει γίνει για την πορ­νεία αλλά για τον Κύριο, για να Του ανή­κει ως μέλος Του)», κάνει αυτό σαφέ­στε­ρο. Και αλλού κάνει το ίδιο λέγον­τας: «μες δέ στε σμα Χρι­στο κα μέλη κ μέρους(:Εσείς λοι­πόν οι χρι­στια­νοί είστε σώμα Χρι­στού και μέλη, που ο καθέ­νας σας ανά­λο­γα με το χάρι­σμα του έχει κάποια θέση και κάποιο μέλος στην ζωή του συνό­λου)» [Α΄Κορ.12,27]. Και σε πολ­λά άλλα μέρη παρου­σιά­ζει το ίδιο υπό­δειγ­μα, όχι για τα ίδια θέμα­τα, αλλά άλλο­τε μεν για να δεί­ξει την αγά­πη, άλλο­τε δε για να αυξή­σει τον φόβο.

Εδώ λοι­πόν ανέ­φε­ρε αυτό, για να προ­κα­λέ­σει τρό­μο και φόβο: «ρας οὖν τὰ μέλη τοῦ Χρι­στοῦ ποι­ή­σω πόρ­νης μέλη; μὴ γένοι­το(:Να απο­σπά­σω λοι­πόν τα μέλη Του και να τα κάνω μέλη πόρ­νης; Ποτέ μην συμ­βεί να το κάνω αυτό)»[Α΄Κορ.6,15]. Τίπο­τε δεν υπάρ­χει φρι­κω­δέ­στε­ρο από αυτή τη φρά­ση. Και δεν είπε «αφού πάρω λοι­πόν τα μέλη του Χρι­στού, θα τα συν­δέ­σω με την πόρ­νη;», αλλά τι είπε; «Θα τα κάμω μέλη πόρ­νης;», πράγ­μα το οποίο πλήτ­τει ισχυ­ρό­τε­ρα. Έπει­τα παρου­σιά­ζει πώς γίνε­ται έτσι ο πόρ­νος λέγον­τας το εξής: « οὐκ οἴδα­τε ὅτι ὁ κολ­λώ­με­νος τῇ πόρ­νῃ ἓν σῶμά ἐστιν;(:Ή δεν ξέρε­τε ότι εκεί­νος που συν­δέ­ε­ται στε­νά και προ­σκολ­λά­ται στην πόρ­νη είναι ένα σώμα με αυτήν;)» [Α΄Κορ.6,16]. Από πού φαί­νε­ται αυτό; «σον­ται γάρ, φησίν, οἱ δύο εἰς σάρ­κα μίαν(:Διό­τι λέει η Γρα­φή: ‘’Θα γίνουν οι δύο μια σάρ­κα’’)».Η συνου­σία δηλα­δή δεν αφή­νει τους δύο να είναι δύο, αλλά τους δύο τους κάνει ένα. Και κοί­τα­ξε πάλι πώς προ­χω­ρεί με μόνες τις λέξεις, δια της πόρ­νης και δια του Χρι­στού προ­ω­θών­τας την κατη­γο­ρία.

«Φεύ­γε­τε τὴν πορ­νεί­αν(:Φεύ­γε­τε μακριά από την πορ­νεία)» [Α΄Κορ. 6,18]. Δεν είπε «Να απέ­χε­τε από την πορ­νεία», αλλά «Να απο­φεύ­γε­τε», δηλα­δή να σπεύ­δε­τε να απαλ­λάσ­σε­στε από αυτό το κακό. «Πᾶν ἁμάρ­τη­μα ὃ ἐὰν ποι­ή­σῃ ἄνθρω­πος ἐκτὸς τοῦ σώμα­τός ἐστιν, ὁ δὲ πορ­νεύ­ων εἰς τὸ ἴδιον σῶμα ἁμαρ­τά­νει(:Κάθε αμάρ­τη­μα που τυχόν θα κάνει ο άνθρω­πος δεν βλά­πτει τόσο άμε­σα και κατευ­θεί­αν το σώμα. Εκεί­νος όμως που πορ­νεύ­ει, αμαρ­τά­νει στο ίδιο του το σώμα· διό­τι με την παρά­νο­μη μίξη μολύ­νει άμε­σα και πλη­γώ­νει αυτήν την ρίζα του πολ­λα­πλα­σια­σμού των ανθρώ­πων και συν­τε­λεί στη διά­λυ­ση της οικο­γέ­νειας)»[Α΄Κορ.6,18]. Αυτό το επι­χεί­ρη­μα είναι ασθε­νέ­στε­ρο από το προ­η­γού­με­νο, αλλά όμως, επει­δή ο λόγος του ήταν σχε­τι­κός με τις πόρ­νες, με κάθε τρό­πο τονί­ζει τού­το, και με τα ισχυ­ρό­τε­ρα και με τα ασθε­νέ­στε­ρα επι­χει­ρή­μα­τα προ­σπα­θεί να δεί­ξει το μέγε­θος του αμαρ­τή­μα­τος. Εκεί­νο λοι­πόν το προ­η­γού­με­νο επι­χεί­ρη­μα έχει λεχθεί για τους ευλα­βέ­στε­ρους, ενώ αυτό για τους ασθε­νέ­στε­ρους, διό­τι πράγ­μα­τι και αυτό είναι χαρα­κτη­ρι­στι­κό της σοφί­ας του Παύ­λου, το ότι προ­σπα­θεί να προ­κα­λέ­σει την ντρο­πή όχι μόνο με ισχυ­ρά επι­χει­ρή­μα­τα, αλλά και με ασθε­νέ­στε­ρα και με το ότι το αισχρό είναι αισχρό και απρε­πές.

«Τι λοι­πόν», θα έλε­γε κάποιος, «ο δολο­φό­νος δεν μολύ­νει το χέρι του; Και ο πλε­ο­νέ­κτης και ο άρπα­γας;». Βεβαιό­τα­τα, νομί­ζω ότι είναι φανε­ρό· αλλά επει­δή δεν ήταν δυνα­τό να ανα­φέ­ρει τίπο­τε χει­ρό­τε­ρο από τον πόρ­νο, κατά άλλο τρό­πο το τόνι­σε λέγον­τας, ότι στην περί­πτω­ση της πορ­νεί­ας ολό­κλη­ρο το σώμα γίνε­ται μια­ρό. Όπως δηλα­δή εάν έπε­φτε μέσα σε ένα ακά­θαρ­το λέβη­τα και βυθι­ζό­ταν στην ακα­θαρ­σία, έτσι μολύ­νε­ται με την πορ­νεία. Και εμείς έτσι συνη­θί­ζου­με να ενερ­γού­με· όταν δηλα­δή κάποιος κατέ­χε­ται από πλε­ο­νε­ξία και αρπα­κτι­κό­τη­τα δεν σπεύ­δει να πάει στο δημό­σιο λου­τρό, αλλά ήσυ­χος ανε­βαί­νει στην οικία του· όταν όμως συνευ­ρε­θεί με πόρ­νη, έρχε­ται να λου­στεί, σαν να έγι­νε όλος ακά­θαρ­τος· έτσι η συνεί­δη­ση θεω­ρεί την αμαρ­τία αυτήν αισχρό­τε­ρη. Και τα δύο μεν, και η πλε­ο­νε­ξία και η πορ­νεία, είναι φοβε­ρά και φέρουν στην κόλα­ση· αλλά επει­δή ο Παύ­λος όλα τα κάνει με σύνε­ση, τόνι­σε πολύ το έγκλη­μα της πορ­νεί­ας με τα μέσα που διέ­θε­τε.

« ἢ οὐκ οἴδα­τε ὅτι τὸ σῶμα ὑμῶν ναὸς τοῦ ἐν ὑμῖν ῾Αγί­ου Πνεύ­μα­τός ἐστιν(:ή δεν ξέρε­τε ότι το σώμα σας είναι ο ναός του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος, το Οποίο κατοι­κεί μέσα σας)»[Α΄Κορ. 6,19]. Δεν είπε απλώς «του Πνεύ­μα­τος», αλλά «του Πνεύ­μα­τος το Οποίο κατοι­κεί μέσα σας», πράγ­μα το οποίο δεί­χνει και διά­θε­ση ψυχι­κής ενι­σχύ­σε­ως. Και πάλι επε­ξη­γών­τας πρό­σθε­σε: «οὗ ἔχε­τε ἀπὸ Θεοῦ(:και το οποίο έχε­τε λάβει από τον Θεό)»[Α΄Κορ.6,19]· πρό­σθε­σε επί­σης και Εκεί­νον που παρέ­χει το άγιο Πνεύ­μα και έτσι τον ακρο­α­τή συγ­χρό­νως και τον τιμά και τον φοβί­ζει και με το μέγε­θος της δωρε­άς και με την αξία του δώρου.

«καὶ οὐκ ἐστὲ ἑαυ­τῶν;(:και συνε­πώς δεν ανή­κε­τε στον εαυ­τό σας;)»[Α΄Κορ.6,19]. Αυτό δεί­χνει ότι όχι μόνο προ­σπα­θεί να τους προ­κα­λέ­σει ντρο­πή, αλλά και τους προ­τρέ­πει σε αρε­τή. «Για­τί πράτ­τεις», λέγει, «όσα θέλεις; Δεν είσαι κύριος του εαυ­τού σου». Και αυτά τα έλε­γε όχι διό­τι παρα­γνώ­ρι­ζε το αυτε­ξού­σιο· διό­τι και με το να πει: «Όλα μπο­ρώ να τα κάνω αλλά δεν με συμ­φέ­ρουν όλα», δεν κατήρ­γη­σε την ελευ­θε­ρία μας· και εδώ πάλι γρά­φον­τας ότι «καὶ οὐκ ἐστὲ ἑαυ­τῶν(: και συνε­πώς δεν ανή­κε­τε στον εαυ­τό σας)» δεν καταρ­γεί την προ­αί­ρε­ση, αλλά την ελευ­θε­ρώ­νει από την κακία και δεί­χνει την κηδε­μο­νία του Δεσπό­του. Για τον λόγο αυτόν και πρό­σθε­σε: «γορά­σθη­τε γὰρ τιμῆς(:Ναι. Δεν ορί­ζε­τε τον εαυ­τό σας· διό­τι εξα­γο­ρα­στή­κα­τε με βαρύ τίμη­μα, με το ατί­μη­το αίμα του Χρι­στού. Απο­φεύ­γε­τε λοι­πόν κάθε αισχρή πρά­ξη που γίνε­ται με το σώμα· και απο­διώ­κε­τε κάθε πονη­ρή σκέ­ψη και επι­θυ­μία από το πνεύ­μα σας)»[Α΄Κορ.6,20]. Εάν λοι­πόν ανή­κω στον εαυ­τό μου, πώς απαι­τείς από εμέ­να να κάνω όσα πρέ­πει να κάνω; Πώς λοι­πόν στη συνέ­χεια λες πάλι: «Δοξά­στε λοι­πόν τον Θεό με το σώμα σας και με το πνεύ­μα σας, τα οποία ανή­κουν στον Θεό»;

Τι σημαί­νουν λοι­πόν το «Δεν ανή­κε­τε στους εαυ­τούς σας» και τι θέλει να επι­τύ­χει με αυτό; Θέλει να τους κάνει να μην αμαρ­τά­νουν και να μην ακο­λου­θούν τις απρε­πείς επι­θυ­μί­ες της ψυχής τους· διό­τι, πράγ­μα­τι, θέλου­με πολ­λά ανάρ­μο­στα, αλλά πρέ­πει να συγ­κρα­τού­μα­στε· και μας είναι δυνα­τόν· διό­τι, εάν δεν μας είναι δυνα­τόν, είναι περιτ­τή η παραί­νε­ση. Κοί­τα­ξε λοι­πόν πώς το πέτυ­χε. Αφού δηλα­δή είπε: «Δεν ανή­κε­τε στους εαυ­τούς σας», δεν πρό­σθε­σε «αλλά είστε υπό εξα­ναγ­κα­σμό», αλλά πρό­σθε­σε: «Αγο­ρα­στή­κα­τε με τίμη­μα». Για­τί το λες αυτό; Και όμως, θα μπο­ρού­σε ίσως κάποιος να πει, με άλλον τρό­πο θα έπρε­πε να μας προ­τρέ­ψει, δεί­χνον­τας ότι έχου­με Κύριο. Αλλά τού­το μεν το έχου­με κοι­νό με τους Έλλη­νες, το «ἠγο­ρά­σθη­τε γὰρ τιμῆς», όμως μόνο εμείς το έχου­με. Μας υπεν­θυ­μί­ζει δηλα­δή το μέγε­θος της ευερ­γε­σί­ας και τον τρό­πο της σωτη­ρί­ας, δεί­χνον­τας ότι εξα­γο­ρα­στή­κα­με μετά την απο­ξέ­νω­σή μας από τον Θεό· και όχι απλώς εξα­γο­ρα­στή­κα­με, αλλά εξα­γο­ρα­στή­κα­με με τίμη­μα.

«Δοξά­σα­τε δὴ τὸν Θεὸν ἐν τῷ σώμα­τι ὑμῶν καὶ ἐν τῷ πνεύ­μα­τι ὑμῶν(:Και έτσι να δοξά­ζε­τε τον Θεό με το σώμα σας και με το πνεύ­μα σας)»[Α΄Κορ.6,20]. Αυτά λοι­πόν τα λέγει, ώστε να απο­φεύ­γου­με την πορ­νεία όχι μόνο με το σώμα, αλλά και στο πνεύ­μα, την ψυχή μας, να μην συλ­λο­γι­ζό­μα­στε τίπο­τε το πονη­ρό και έτσι να εκδιώ­κου­με την χάρη. «ἅτι­νά ἐστι τοῦ Θεοῦ(:τα οποία ανή­κουν στον Θεό)»· επει­δή δηλα­δή είπε «τα δικά σας», γι’ αυτό πρό­σθε­σε: «τα οποία ανή­κουν στον Θεό», υπεν­θυ­μί­ζον­τας συνε­χώς σε μας ότι όλα ανή­κουν στον Κύριο, και το σώμα και η ψυχή και το πνεύ­μα. Και μάλι­στα μερι­κοί ισχυ­ρί­ζον­ται ότι με τη λέξη «πνεύ­μα» εννο­εί το χάρι­σμα· διό­τι εάν έχου­με εκεί­νο, δοξά­ζε­ται ο Θεός· και θα το έχου­με, αν έχου­με καθα­ρή καρ­διά. Και είπε ότι αυτά είναι του Θεού, όχι μόνο επει­δή τα δημιούρ­γη­σε, αλλά επει­δή, και όταν τα χάσα­με, πάλι για δεύ­τε­ρη φορά τα κέρ­δι­σε αφού κατέ­θε­σε ως τίμη­μα το αίμα του Υιού Του.

Πρό­σε­χε πώς ανά­γει το παν στον Χρι­στό· πώς μας ανύ­ψω­σε στον ουρα­νό. «Είστε μέλη του Χρι­στού», λέγει, «ναός του Πνεύ­μα­τος. Μη γίνε­στε λοι­πόν μέλη πόρ­νης, αλλά του Χρι­στού». Αυτά τα έλε­γε δεί­χνον­τας συγ­χρό­νως και τη φιλαν­θρω­πία Του, ότι δηλα­δή το σώμα μας είναι δικό Του, και ότι μας σώζει από την εξου­σία του πονη­ρού. «Εάν δηλα­δή το σώμα σας είναι ξένο, δεν έχε­τε», λέει, «εξου­σία να προ­σβάλ­λε­τε ξένο σώμα, και μάλι­στα όταν ανή­κει στον Κύριό σας, ούτε να μολύ­νε­τε τον ναό του Πνεύ­μα­τος». Εφό­σον δηλα­δή τιμω­ρεί­ται αυστη­ρό­τα­τα εκεί­νος που θα εισβά­λει σε ξένη οικία και θα δια­σκε­δά­σει σε εκεί­νη, όποιος τον ναό του βασι­λέ­ως κάνει κατα­γώ­γιο ληστού, σκέ­ψου πόσα κακά θα πάθει.

Έχον­τας λοι­πόν αυτά κατά νουν να σέβε­σαι Αυτόν που κατοι­κεί εντός σου, διό­τι Αυτός είναι ο Παρά­κλη­τος· να κατα­λαμ­βά­νε­σαι από ρίγος γι’ Αυτόν που είναι συν­δε­δε­μέ­νος και προ­σκολ­λη­μέ­νος μαζί σου, διό­τι Αυτός είναι ο Χρι­στός. Μήπως λοι­πόν εσύ έκα­νες τον εαυ­τό σου μέλη του Χρι­στού; Σκέ­ψου αυτό, ποιου μέλη ήσαν και ποιου έγι­ναν, και στο εξής να είσαι σώφρο­νας. Προ­η­γου­μέ­νως ήσαν μέλη πόρ­νης, και όμως ο Χρι­στός τα έκα­νε μέλη του ίδιου του σώμα­τός Του. Επο­μέ­νως στο εξής δεν τα εξου­σιά­ζεις· να είσαι δού­λος Εκεί­νου που σε ελευ­θέ­ρω­σε.

Εάν είχες μία θυγα­τέ­ρα και από πολ­λή ανο­η­σία σου την είχες ενοι­κιά­σει σε πορ­νο­βο­σκό και την είχες κάνει να πορ­νεύ­ε­ται, εάν κατό­πιν ερχό­ταν ένας υιός βασι­λέ­ως και την ελευ­θέ­ρω­νε από εκεί­νη τη δου­λεία και την νυμ­φευό­ταν, δεν θα είχες πλέ­ον κανέ­να δικαί­ω­μα να οδη­γείς αυτήν στο πορ­νείο· διό­τι για μια φορά την έδω­σες και την έχα­σες. Και η δική μας περί­πτω­ση είναι ίδια· νοι­κιά­σα­με την σάρ­κα μας στον διά­βο­λο, τον φοβε­ρό πορ­νο­βο­σκό· όταν την είδε ο Χρι­στός, την έσω­σε και την απάλ­λα­ξε από εκεί­νη τη βασα­νι­στι­κή τυραν­νία· επο­μέ­νως δεν είναι πλέ­ον δική μας, αλλά Εκεί­νου που την έσω­σε. Εάν θέλεις να τη μετα­χει­ρί­ζε­σαι ως νύμ­φη βασι­λέ­ως, κανείς δεν σε εμπο­δί­ζει· εάν όμως την οδη­γή­σεις στην προ­η­γού­με­νη κατά­στα­ση, θα πάθεις όσα είναι φυσι­κό να παθαί­νουν εκεί­νοι που επι­δί­δον­ται σε τέτοια ακο­λα­σία. Για τον λόγο αυτόν έχου­με ηθι­κή υπο­χρέ­ω­ση να κατα­στο­λί­ζου­με αυτήν, όχι να την ντρο­πιά­ζου­με. Δεν εξου­σιά­ζεις τη σάρ­κα σου, για να τη δια­θέ­τεις στις πονη­ρές επι­θυ­μί­ες, αλλά μόνο σε όσα ο Θεός σου ορί­σει.

Σκέ­ψου λοι­πόν από πόση ακο­λα­σία την απάλ­λα­ξε ο Θεός· διό­τι πριν από τη σωτή­ρια εναν­θρώ­πη­σή Του η ίδια η φύση μας ήταν πολύ αισχρό­τε­ρη από κάθε πόρ­νη· πράγ­μα­τι· ληστεί­ες και φόνοι και κάθε παρά­νο­μος λογι­σμός εισερ­χό­ταν σε αυτήν και δέσμευε την ψυχή στην τυχού­σα ηδο­νή με ολί­γο και ευτε­λές ενοί­κιο. Και η ψυχή ανα­κα­τε­μέ­νη με πονη­ρές σκέ­ψεις και πρά­ξεις, αυτό μόνο τον μισθό καρ­πω­νό­ταν. Αλλά ενώ το να γίνον­ται αυτά πριν από την έλευ­ση του Χρι­στού ήταν μεν κάτι το φοβε­ρό, οπωσ­δή­πο­τε όμως δεν ήταν απελ­πι­στι­κά φοβε­ρό. Το να μολύ­νε­ται όμως πάλι η ψυχή μετά τη λύτρω­ση που πρό­σφε­ρε ο ουρα­νός, μετά την υπό­σχε­ση των βασι­λεί­ων, μετά την από­λαυ­ση των φρι­κτών μυστη­ρί­ων, πώς θα συγ­χω­ρη­θεί;

Ή νομί­ζεις ότι ο ίδιος ο διά­βο­λος δεν είναι μαζί με τους πλε­ο­νέ­κτες και όλους εκεί­νους, που ανέ­φε­ρε προ­η­γου­μέ­νως; Και δεν πιστεύ­εις ότι εκεί­νες οι γυναί­κες που καλ­λω­πί­ζον­ται για ασέλ­γεια έχουν στε­νή σχέ­ση με εκεί­νον; Ποιος θα δια­φω­νή­σει με αυτό; Και αν κάποιος δια­φω­νεί, ας ανοί­ξει την ψυχή των γυναι­κών που επι­δί­δον­ται σε τέτοιες ασχή­μιες, και θα δει οπωσ­δή­πο­τε εκεί­νον τον πονη­ρό δαί­μο­να να είναι στε­νά συν­δε­δε­μέ­νος με αυτές· διό­τι είναι δύσκο­λο, αγα­πη­τοί μου, είναι δύσκο­λο, ίσως μάλι­στα και αδύ­να­το, όταν το σώμα καλ­λω­πί­ζε­ται τόσο πολύ, να καλ­λω­πί­ζε­ται συγ­χρό­νως και η ψυχή· αλλά είναι επό­με­νο, όταν φρον­τί­ζου­με για το ένα, να παρα­με­λού­με το άλλο· δεν είναι φυσι­κό να συμ­βαί­νουν συγ­χρό­νως και τα δύο.

Για τον λόγο αυτόν λέει: « κολ­λώ­με­νος τῇ πόρ­νῃ ἓν σῶμά ἐστινὁ δὲ κολ­λώ­με­νος τῷ Κυρίῳ ἓν πνεῦ­μά ἐστι(:Εκεί­νος που συν­δέ­ε­ται στε­νά και προ­σκολ­λά­ται στην πόρ­νη είναι ένα σώμα με αυτήν — εκεί­νος όμως που προ­σκολ­λά­ται στον Κύριο, γεμί­ζει ολό­κλη­ρος και διευ­θύ­νε­ται από το Πνεύ­μα του Κυρί­ου και γίνε­ται ένα πνεύ­μα με Αυτόν)»[Α΄Κορ.6,16–17]. Αυτός ο δεύ­τε­ρος λοι­πόν γίνε­ται Πνεύ­μα, αν και περι­βάλ­λε­ται από σώμα· διό­τι όταν αυτός δεν έχει τίπο­τε το σωμα­τι­κό ούτε σαρ­κι­κό ούτε γήι­νο, απλώς φορεί το σώμα· και αυτό συμ­βαί­νει, όταν όλη η εξου­σία ανή­κει στην ψυχή και το Πνεύ­μα.

Έτσι δοξά­ζε­ται ο Θεός. Για τον λόγο αυτόν και στην προ­σευ­χή προ­τρε­πό­μα­στε να λέμε: «Ας αγια­στεί το όνο­μά Σου». Και ο Χρι­στός λέει: «Οτω λαμ­ψά­τω τ φς μν μπρο­σθεν τν νθρώ­πων, πως δωσιν μν τ καλ ργα κα δοξά­σω­σι τν πατέ­ρα μν τν ν τος ορανος(:Έτσι σαν λυχνά­ρι που είναι σωστά τοπο­θε­τη­μέ­νο ας λάμ­ψει το φως της αρε­τής σας μπρο­στά στους ανθρώ­πους για να δουν τα καλά σας έργα και να δοξά­σουν για τα ενά­ρε­τα και άγια παι­διά Του τον Πατέ­ρα σας, ο οποί­ος είναι βέβαια παρών παν­τού, αλλά κυρί­ως φανε­ρώ­νει την παρου­σία Του στους ουρα­νούς)» [Ματθ.5,16]. Τον δοξά­ζουν επί­σης και οι ουρα­νοί χωρίς να έχουν φωνή, αλλά με το να τους βλέ­πει κανείς και να τους θαυ­μά­ζει, απο­δί­δουν τη δόξα στον ουρα­νό.

Έτσι ας δοξά­σου­με Αυτόν και εμείς, μάλ­λον δε και περισ­σό­τε­ρο από εκεί­νους· διό­τι μπο­ρού­με, αν θέλου­με. Ο ουρα­νός και η ημέ­ρα και η νύκτα δεν δοξά­ζουν τόσο τον Θεό όσο μία αγία ψυχή. Όπως ακρι­βώς δηλα­δή, όταν κάποιος βλέ­πει το κάλ­λος του ουρα­νού, λέγει: «Δόξα σε Εσέ­να, Θεέ μου, τι θαυ­μά­σιο έργο δημιούρ­γη­σες», έτσι ακρι­βώς, και όταν βλέ­πει την αρε­τή ενός χρι­στια­νού άντρα, τότε δοξά­ζει τον Θεό πολύ περισ­σό­τε­ρο. Πράγ­μα­τι, από εκεί­να τα κτί­σμα­τα όλοι δεν Τον δοξά­ζουν, αλλά πολ­λοί λένε ότι τα όντα δημιουρ­γή­θη­καν μόνα τους· άλλοι ακό­μη και στους δαί­μο­νες απο­δί­δουν τη δημιουρ­γία και την πρό­νοια του κόσμου, και αυτοί αμαρ­τά­νουν κατά τρό­πο ασυγ­χώ­ρη­το. Όταν όμως πρό­κει­ται για αρε­τή ανθρώ­που, κανείς δεν θα μπο­ρέ­σει να εκφρα­στεί κατά τέτοιο αναί­σχυν­το τρό­πο, αλλά οπωσ­δή­πο­τε θα δοξά­σει τον Θεό, όταν βλέ­πει τον ζών­τα άνθρω­πο να υπη­ρε­τεί Αυτόν με την αρε­τή του.

Ποιος, αλή­θεια, δεν θα εκπλα­γεί, όταν κάποιος, ενώ είναι άνθρω­πος και έχει την ίδια φύση και συνα­να­στρέ­φε­ται ανθρώ­πους, ως αδά­μαν­τας δεν κάμ­πτε­ται από το πλή­θος των παθών; Όταν, ενώ βρί­σκε­ται μετα­ξύ πυρός και σιδή­ρου και θηρί­ων, είναι ισχυ­ρό­τε­ρος από τον αδά­μαν­τα και σώζε­ται από όλα χάρη στην ευσέ­βειά του; Όταν υβρί­ζε­ται, και όμως ευλο­γεί; Όταν συκο­φαν­τεί­ται, και όμως εγκω­μιά­ζει; Όταν βλά­πτε­ται, και όμως εύχε­ται υπέρ των αδι­κούν­των; Όταν τον επι­βου­λεύ­ον­ται, και όμως αυτός ευερ­γε­τεί όσους τον πολε­μούν και τον επι­βου­λεύ­ον­ται;

Αυτά λοι­πόν και αυτού του είδους τα έργα θα δοξά­σουν τον Θεό πολύ περισ­σό­τε­ρο από τους ουρα­νούς. Πράγ­μα­τι· οι εθνι­κοί ενώ βλέ­πουν τον ουρα­νό, δεν ντρέ­πον­ται· όταν όμως δουν ένα άγιο άντρα να ζει τη φιλο­σο­φία με συνέ­πεια, αφο­πλί­ζον­ται και επιρ­ρί­πτουν την ευθύ­νη στον εαυ­τό τους· διό­τι, όταν κάποιος που είναι της ίδιας με αυτούς ανθρω­πί­νης φύσε­ως είναι τόσο ανώ­τε­ρός τους, πολύ περισ­σό­τε­ρο από όσο ο ουρα­νός από τη γη, τότε και χωρίς να το θέλουν αντι­λαμ­βά­νον­ται ότι κάποια θεία δύνα­μη πραγ­μα­το­ποιεί αυτά. Για τον λόγο αυτόν λέει ο Κύριος: «Κα δοξά­σω­σι τν πατέ­ρα μν τν ν τος ορανος(:Και να δοξά­σουν για τα ενά­ρε­τα και άγια παι­διά Του τον Πατέ­ρα σας, ο Οποί­ος είναι βέβαια παρών παν­τού, αλλά κυρί­ως φανε­ρώ­νει την παρου­σία Του στους ουρα­νούς)»[Ματθ.5,16].

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, Υπό­μνη­μα στην Α΄προς Κοριν­θί­ους επι­στο­λήν, ομι­λία ΙΗ΄,πατερικές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1979, τόμος 18, σελί­δες 472–503.

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλ­τή­ριον με σύν­το­μη ερμη­νεία(από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τρί­τη, Αθή­να 2016.

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Αρχιμ. Αθα­νά­σιος Μυτι­λη­ναί­ος (ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΙ ΥΠΑΡΞΙΣ)

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου με θέμα:

«ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΙ ΥΠΑΡΞΙΣ»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 19-02-1984]

[Β 108]

«Πάν­τα μοι ἔξε­στιν, ἀλλ᾿ οὐ πάν­τα συμ­φέ­ρει· πάν­τα μοι ἔξε­στιν, ἀλλ᾿ οὐκ ἐγὼ ἐξου­σια­σθή­σο­μαι ὑπό τινος».

Οι λόγοι αυτοί, αγα­πη­τοί μου, του Απο­στό­λου Παύ­λου στους Κοριν­θί­ους, είναι βαρυ­σή­μαν­τοι. Η Εκκλη­σία μας καταλ­λή­λως τοπο­θέ­τη­σε την σημε­ρι­νήν απο­στο­λι­κήν περι­κο­πήν παράλ­λη­λα με την παρα­βο­λή του ασώ­του υιού. Για να δεί­ξει, με διδα­σκα­λία μεν λόγων, ότι όλα τα πράγ­μα­τα επι­τρέ­πον­ται, αλλά δεν συμ­φέ­ρουν. Ο ευαγ­γε­λι­στής Λου­κάς μάς παρου­σιά­ζει το ίδιο πράγ­μα, το ίδιο θέμα με μία εικό­να. Με την εικό­να του ασώ­του υιού. Ο άσω­τος υιός μπο­ρού­σε να μένει, μπο­ρού­σε και να φύγει. Αλλά δεν συνέ­φε­ρε να φύγει. Αυτό ακρι­βώς θέλει να πει ο από­στο­λος Παύ­λος, αγα­πη­τοί μου, εδώ σήμε­ρα.

«Πάν­τα μοι ἔξε­στιν», όλα μου επι­τρέ­πον­ται, «ἀλλ᾿ οὐ πάν­τα συμ­φέ­ρει» · δεν συμ­φέ­ρουν όλα. Όλα μου επι­τρέ­πον­ται, αλλά εγώ δεν θα εξου­σια­στώ από τίπο­τε. Εδώ βλέ­πει κανείς να καθο­ρί­ζει την ελευ­θε­ρία ο από­στο­λος Παύ­λος, σε σχέ­ση με την ύπαρ­ξη· διό­τι όταν η ύπαρ­ξίς μου πρέ­πει να κινεί­ται κατά τρό­πον ασφα­λή, μία ελευ­θε­ρία στην ύπαρ­ξή μου, θα μπο­ρού­σε να είναι μοι­ραία, εάν είναι αδιά­κρι­τη. Μου επι­τρέ­πε­ται να πάρω και δηλη­τή­ριο. Αλλά δεν με συμ­φέ­ρει, για­τί αυτό θα κατα­στρέ­ψει την ύπαρ­ξή μου. Αυτό λοι­πόν θέλει πρώ­τα πρώ­ρα να τονί­σει εδώ, το μεγά­λο αυτό θέμα της ελευ­θε­ρί­ας και της υπάρ­ξε­ως, ο Από­στο­λος Παύ­λος. Ας το σημειώ­σου­με αυτό.

Εάν δού­με το πράγ­μα εντε­λώς μονο­με­ρώς, δηλα­δή δού­με την ελευ­θε­ρία μόνο σαν κάτι το οποίο θα μπο­ρού­σε να υπάρ­χει αυθύ­παρ­κτον, αγνο­ών­τας την ύπαρ­ξη, τότε πραγ­μα­τι­κά η ελευ­θε­ρία μας οδη­γεί στην κατα­στρο­φή. Θα σας πω ένα παρά­δειγ­μα. Είναι πολύ κοι­νό παρά­δειγ­μα, πολύ συνη­θι­σμέ­νο, σύγ­χρο­νο. Έχω δικαί­ω­μα να πάρω ναρ­κω­τι­κά; Έχω δικαί­ω­μα. Μπο­ρώ να πάρω ναρ­κω­τι­κά. Μπο­ρεί κανείς να με εμπο­δί­σει αν εγώ θέλω; Όχι. Είμαι ελεύ­θε­ρος να το κάνω; Ναι. Αυτό που θα χρη­σι­μο­ποι­ή­σω όμως, θα ωφε­λή­σει ή θα βλά­ψει την ύπαρ­ξή μου; Μήπως ακρι­βώς αυτή η ελευ­θε­ρία οδη­γή­σει την ύπαρ­ξή μου στην κατα­στρο­φή; Αναμ­φι­σβή­τη­τα, ναι. Έτσι στην επο­χή μας βλέ­που­με να θεά­ται η ελευ­θε­ρία ερή­μην της υπάρ­ξε­ως. Σου λέγει… «Εγώ θέλω να απο­λαύ­σω αυτό. Δεν με ενδια­φέ­ρει τι επι­πτώ­σεις θα έχει αυτό στην ίδια μου την ύπαρ­ξη». Ας το προ­σέ­ξου­με, αγα­πη­τοί μου, αυτό. Ο λόγος του Θεού μάς επα­να­φέ­ρει σε κάτι που δεν μπο­ρού­με να το συλ­λά­βου­με, ότι έχει μία σχέ­ση η ελευ­θε­ρία με την ύπαρ­ξη. Αν θα έπρε­πε να δού­με το θέμα υπαρ­ξι­στι­κά, υπαρ­ξια­κά, δηλα­δή μόνο από μία φιλο­σο­φι­κή πλευ­ρά, θα μπο­ρού­σα­με να πού­με — φιλο­σο­φι­κή, όχι χρι­στια­νι­κή- θα μπο­ρού­σα­με να πού­με, ένας που θα είχε ένα σωστό μυα­λό, ότι δεν μπο­ρεί χάριν της ελευ­θε­ρί­ας να κατα­στρα­φεί η ύπαρ­ξις.

Σήμε­ρα στην επο­χή που ζού­με, που λέμε ότι υπάρ­χει η ελευ­θε­ρία, λέμε ταυ­το­χρό­νως ότι στη­ρί­ζου­με και την ύπαρ­ξη, γι΄αυτό και στον αιώ­να μας έχου­με αυτά τα υπαρ­ξι­στι­κά ρεύ­μα­τα, ακρι­βώς για να δια­τη­ρή­σου­με την ύπαρ­ξη, αλλά ματαιο­πο­νού­με. Έχου­με βάλει αυτές τις δύο δυνά­μεις να στέ­κον­ται αντί­θε­τα. Αυτά τα δύο αγα­θά, την ελευ­θε­ρία και την ύπαρ­ξη, να στέ­κον­ται αντί­θε­τα. Ενώ το πράγ­μα δεν είναι έτσι. Το ένα πρέ­πει να περι­φρου­ρεί το άλλο. Η ελευ­θε­ρία πρέ­πει να περι­φρου­ρεί την ύπαρ­ξη. Γι΄αυτό λέγει, θα επα­να­λά­βω, ο από­στο­λος Παύ­λος: «Πάν­τα μοι ἔξε­στιν, ἀλλ᾿ οὐ πάν­τα συμ­φέ­ρει». Όλα μου επι­τρέ­πον­ται, αλλά όλα δεν με συμ­φέ­ρουν. Για­τί; Διό­τι εκεί­να τα οποία θα μου επε­τρέ­πον­το και θα μπο­ρού­σαν να με κατα­στρέ­ψουν, άρα δεν με συμ­φέ­ρουν.

Είναι όμως και μία δευ­τέ­ρα θέσις. Το «πάν­τα μοι ξεστιν, λλ᾿ οκ γ ξου­σια­σθή­σο­μαι πό τινος.». Όλα μου επι­τρέ­πον­ται, αλλά εγώ δεν μπο­ρώ να δου­λω­θώ. Εδώ ακρι­βώς υπάρ­χει, στην πρά­ξη επά­νω, ένα οξύ­μω­ρο σχή­μα. Είναι δυνα­τόν η ελευ­θε­ρία να δου­λώ­νει; Δηλα­δή να υπο­δου­λώ­νει; Είναι δυνα­τόν; Δεν είναι οξύ­μω­ρο; Σαν να λέμε: «Άνα­ψε το φως για να γίνει σκο­τά­δι». Αυτό είναι το οξύ­μω­ρον σχή­μα. Είναι δυνα­τόν λοι­πόν να έχω ελευ­θε­ρία και η ελευ­θε­ρία να με δου­λώ­νει; Δεν είναι δυνα­τόν. Αυτό λέγει ο Από­στο­λος: «Όλα μου επι­τρέ­πον­ται. Αλλά εκεί­να που μου επι­τρέ­πον­ται ενδε­χο­μέ­νως θα φθά­σουν να με υπο­δου­λώ­σουν. Και αφού θα με υπο­δου­λώ­σουν, τελι­κά η ελευ­θε­ρία με οδη­γεί σε μία υπο­δού­λω­ση».

Και αυτό, αγα­πη­τοί μου, συμ­βαί­νει στην επο­χή μας. Σήμε­ρα εν ονό­μα­τι της ελευ­θε­ρί­ας καλ­λιερ­γού­με τα πάθη. Και τα πάθη μας υπο­δου­λώ­νουν. Είμε­θα υπο­δου­λω­μέ­νοι στα ίδια μας τα πάθη. Όταν βλέ­πε­τε, θα γυρί­σω στο ίδιο μου παρά­δειγ­μα το προ­η­γού­με­νο, εκεί­νον που χρη­σι­μο­ποιεί τα ναρ­κω­τι­κά, για­τί είναι ελεύ­θε­ρος να τα χρη­σι­μο­ποι­ή­σει, όταν βλέ­πε­τε αυτόν τον άνθρω­πο, τον νέο άνθρω­πο ενδε­χο­μέ­νως, να σας λέγει: «ελεύ­θε­ρα χρη­σι­μο­ποί­η­σα τα ναρ­κω­τι­κά, αλλά υπο­δου­λώ­θη­κα, σας παρα­κα­λώ, σώστε με»… Από τι να σε σώσου­με; Από έναν κατα­ναγ­κα­σμόν· διό­τι ακρι­βώς αυτό σου είναι πάθος και σου δημιουρ­γεί κατα­ναγ­κα­σμόν. Αυτός λοι­πόν ο κατα­ναγ­κα­σμός δεν είναι ελευ­θε­ρία πια· διό­τι είναι ακρι­βώς σαν το υπο­ζύ­γιο που το ζεύ­ξα­με στο μαγ­γα­νο­πή­γα­δο, του κλεί­σα­με τα μάτια, το καμι­τσού­με από πίσω και αυτό γυρί­ζει γύρω γύρω, γύρω γύρω, γύρω γύρω, εκεί­νη η παλιά εικό­να του μαγ­γα­νο­πή­γα­δου που γνω­ρί­ζε­τε, έτσι μοιά­ζει ο άνθρω­πος ο οποί­ος τελι­κά από την ελευ­θε­ρία του οδη­γή­θη­κε στη δου­λεία.

Σήμε­ρα, αγα­πη­τοί μου, εν ονό­μα­τι της δου­λεί­ας, έχου­με γίνει όλοι δού­λοι του δια­βό­λου. Όταν γυρί­σου­με και γίνου­με δού­λοι του Θεού, τότε γινό­μα­στε ελεύ­θε­ροι. Το θέμα της ελευ­θε­ρί­ας είναι πολύ λεπτό. Δεν κυβερ­νούν τα πάθη την ελευ­θε­ρία, αλλά η ελευ­θε­ρία κυβερ­νά και την ύπαρ­ξη και τον ίδιο ολό­κλη­ρον τον άνθρω­πον και την πορεία του και τη ζωή του. Είναι λεπτό πράγ­μα η ελευ­θε­ρία. Μια κακή της χρή­ση οδη­γεί εκεί που δεν θα το περί­με­νε κανείς.

Για­τί όμως τα είπε αυτά τα λόγια ο από­στο­λος Παύ­λος; Τα είπε, αγα­πη­τοί μου, διό­τι φαί­νε­ται, όταν είχε βρε­θεί στην Κόριν­θο, είχε πει στους Κοριν­θί­ους: «Πάν­τα μοι ἔξε­στιν…». Όλα μου επι­τρέ­πον­ται. Σε τι; Στο θέμα των φαγη­τών· διό­τι το θέμα των φαγη­τών ήταν περιο­ρι­σμέ­νο από τον νόμο τον παλιό, για λόγους παι­δα­γω­γι­κούς.

Ο Θεός έλε­γε: «Αυτό είναι καθα­ρό, εκεί­νο είναι ακά­θαρ­το. Αυτό μπο­ρείς να το φας, εκεί­νο δεν μπο­ρείς να το φας». Έτσι λοι­πόν είχε πει, φαί­νε­ται, την κου­βέν­τα «Πάν­τα μοι ἔξε­στιν». «Τα πάν­τα καθα­ρά στον καθα­ρόν», όπως λέγει κάπου αλλού. Δεν υπάρ­χει κάτι ακά­θαρ­το. Αλλά όπως συνή­θως γίνε­ται, το λέγει κι ο από­στο­λος Πέτρος για τον από­στο­λο Παύ­λο αυτό, αλλά δεν είναι όμως ειδι­κά για τον από­στο­λο Παύ­λο, όπως συνή­θως γίνε­ται οι άνθρω­ποι απο­μο­νώ­νουν μία φρά­ση του λόγου του Θεού και την ερμη­νεύ­ουν όπως θα επι­θυ­μού­σαν. Μην ξεχνά­τε, μην πάτε μακριά, ο από­στο­λος Παύ­λος δεν είπε : «Πάν­τα δοκι­μά­ζε­τε, τό καλόν κατέ­χε­τε»;. Το λέγει αυτό στους Θεσ­σα­λο­νι­κείς. Πού ανα­φέ­ρε­ται αυτό; Ανα­φέ­ρε­ται στο θέμα των προ­φη­τών μέσα στην Εκκλη­σία, να δοκι­μά­ζουν οι πιστοί εκεί­να τα οποία λέγον­ται εάν είναι ορθά. Το παίρ­νου­με εμείς, για­τί έτσι μας αρέ­σει, για­τί έτσι μας συμ­φέ­ρει και λέμε: «Τα πάν­τα δοκι­μά­ζε­τε, τό καλόν κατέ­χε­τε». Δηλα­δή όλα δοκί­μα­σέ τα. Αμαρ­τω­λά και μη αμαρ­τω­λά. Μάθε να κρα­τάς μόνο το καλό. Ναι. Αλλά αν δοκι­μά­σω το κακό… αν αυτό δεν με γυρί­σει πάλι πίσω; Αν φυτέ­ψω μία σφαί­ρα στο κεφά­λι μου, για να τη δοκι­μά­σω, να δω πώς τάχα σκο­τώ­νει αυτή η σφαί­ρα, έχω τη δυνα­τό­τη­τα να ξανα­γυ­ρί­σω κρα­τών­τας το καλό; Να μην το επα­να­λά­βω αυτό;

Αγα­πη­τοί μου, βλέ­πε­τε τι τάση έχουν οι άνθρω­ποι να ερμη­νεύ­ουν κατά τις επι­θυ­μί­ες τους τον λόγο του Θεού; Έτσι λοι­πόν κι εδώ. Ο από­στο­λος είπε στην Κόριν­θο «Πάν­τα μοι ἔξε­στιν», για το θέμα των φαγη­τών. Αλλά αυτό, το θέμα των φαγη­τών, είναι αδιά­φο­ρον· διό­τι ο άνθρω­πος είναι φτιαγ­μέ­νος να τρώ­γει. Μόνο φυσι­κά δεν πρέ­πει να υπερ­βεί τα όριά του. Γι΄αυτό ευθύς αμέ­σως λέγει: «Τ βρώ­μα­τα τ κοι­λί κα κοι­λία τος βρώ­μα­σιν». Τα φαγη­τά είναι δια την κοι­λί­αν και η κοι­λία για τα φαγη­τά. Όλα μου επι­τρέ­πον­ται αυτά. Αλλά προ­σέξ­τε. Αν επί παρα­δείγ­μα­τι, φάω και ξεκοι­λια­στώ, αυτό δεν με συμ­φέ­ρει. Αλλά εν τοιαύ­τη περι­πτώ­σει, θα έρθει κάποια στιγ­μή, που και η κοι­λία και τα φαγη­τά θα καταρ­γη­θούν. Όχι όμως το σώμα. Για­τί θα ανα­στη­θεί. Υπάρ­χουν πράγ­μα­τα τα οποία δεν μπο­ρείς να τα δοκι­μά­σεις. Διό­τι… αν θες, το κάνεις, είσαι ελεύ­θε­ρος, είσαι ελεύ­θε­ρος, όπως και οι πρω­τό­πλα­στοι ήσαν ελεύ­θε­ροι να δοκι­μά­σου­νε την ανα­πο­διά τους και την ανα­χώ­ρη­σή τους από τον Παρά­δει­σο, αλλά όμως δεν συμ­φέ­ρει αυτό. Κι εκεί­να που δεν συμ­φέ­ρουν είναι τα σαρ­κι­κά αμαρ­τή­μα­τα. Εκεί δεν μπο­ρείς να πεις «θα δοκι­μά­σω». Εκεί είναι ο θάνα­τος.

Και ο Παύ­λος όταν ομι­λεί, στους Κοριν­θί­ους ομι­λεί, όπου εκεί ελα­τρεύ­ε­το η θεά Αφρο­δί­τη, και η αμαρ­τία των σαρ­κι­κών παθών ήταν διά­χυ­τη. Κι έρχε­ται και λέγει: «Δεν μπο­ρείς να παρα­δώ­σεις το σώμα σου στην αμαρ­τία. Πάν­τα μοι ἔξε­στιν, ἀλλ᾿ οὐ πάν­τα συμ­φέ­ρει». Και πάνω ακρι­βώς σε αυτό το θέμα, αγα­πη­τοί μου, επι­χει­ρεί κάθε από­δει­ξη και κάθε επι­χεί­ρη­μα ο από­στο­λος Παύ­λος, για να πεί­σει τους Κοριν­θί­ους ότι επί των σαρ­κι­κών αμαρ­τη­μά­των δεν έχουν συμ­φέ­ρον να κάνουν τίπο­τε απο­λύ­τως. Συμ­φέ­ρον έχουν να φυλά­ξουν τον εαυ­τό τους αγνό και καθα­ρό.

Τα επι­χει­ρή­μα­τά του; Τα ακού­σα­τε στην απο­στο­λι­κή περι­κο­πή. Πολύ σύν­το­μα θα σας τα πω. Πρώ­τον επι­χεί­ρη­μα: Δεν μπο­ρείς να παρα­δώ­σεις το σώμα σου στην αμαρ­τία, για­τί θα ανα­στη­θεί το σώμα σου αυτό. Το πεπτι­κό σου σύστη­μα που μπο­ρείς σήμε­ρα να φας, θα καταρ­γη­θεί. « δ Θες κα ταύ­την (τήν κοι­λί­αν) κα τατα (τά βρώ­μα­τα) καταρ­γή­σει». Αυτά δεν θα ανα­στη­θούν ως λει­τουρ­γία. Το σώμα όμως θα ανα­στη­θεί. Και δεν μπο­ρείς να το παρα­δώ­σεις στην αμαρ­τία. Διό­τι αν το παρα­δώ­σεις στην αμαρ­τία, θα είναι ακα­τάλ­λη­λο δια να εισέλ­θει στην βασι­λεία του Θεού. « δ Θες», λέγει, «κα τν Κύριον γει­ρε (τον Ιησούν Χρι­στόν) κα μς ξεγε­ρε δι τς δυνά­με­ως ατο». Συνε­πώς αφού θα ανα­στη­θού­με, αφού το σώμα που θα πάρου­με θα είναι και­νού­ριο, και­νού­ριο, αλλά θα φέρει τα στίγ­μα­τα της αμαρ­τί­ας, αν επι­τε­λέ­σα­με αμαρ­τί­ες σαρ­κι­κές στον παρόν­τα κόσμον. Για­τί η αμαρ­τία έχει μετα­φυ­σι­κήν και αιώ­νιαν διά­στα­σιν. Πρώ­τον λοι­πόν επι­χεί­ρη­μα. Θα ανα­στη­θού­με, λέει στους Κοριν­θί­ους.

Δεύ­τε­ρον επι­χεί­ρη­μα. Το σώμα μας είναι μέλος του σώμα­τος του Χρι­στού. Πώς είναι μέλος του σώμα­τος του Χρι­στού; Όταν κοι­νω­νώ σώμα­τος και αίμα­τος Χρι­στού, γίνο­μαι μέλος του σώμα­τος και του αίμα­τος του Χρι­στού. Το σκε­φτή­κα­τε ποτέ, αγα­πη­τοί μου, ότι δεν ανοί­γω το νοη­τόν στό­μα μου δια να κοι­νω­νή­σει του σώμα­τος και αίμα­τος του Χρι­στού η νοη­τή ψυχή μου. Ανοί­γω το πραγ­μα­τι­κό μου, το σωμα­τι­κό μου στό­μα. Αυτό το στό­μα με τη γλώσ­σα και τα δόν­τια μέσα. Πώς να το πω; Πιο ρεα­λι­στι­κά, πώς να το πω; Για να πάρω αυτό το σώμα και το αίμα του Χρι­στού, κατ΄αισθητόν τρό­πον. Όταν λοι­πόν εγώ παίρ­νω το σώμα, υπο­γραμ­μί­ζω, και το αίμα, υπο­γραμ­μί­ζω, του Χρι­στού, εγώ, ψυχο­σω­μα­τι­κά Τον παίρ­νω, αναμ­φι­σβή­τη­τα τότε γίνο­μαι μέλος Του, γίνο­μαι μέλος του δικού Του σώμα­τος.

Και λέγει ο Από­στο­λος, σε μία απο­ρία: «Εάν υπο­τε­θεί ότι πηγαί­νω στην ανη­θι­κό­τη­τα», λέγει, «ρας ον τ μέλη το Χρι­στο ποι­ή­σω πόρ­νης μέλη;». Η Γρα­φή δεν λέγει ότι « κολ­λώ­με­νος τ πόρν ν σμά στιν»; Ώστε λοι­πόν θα κατα­στή­σω τα μέλη του Χρι­στού, μέλη ανη­θί­κου γυναι­κός, επει­δή κοι­νω­νώ και πηγαί­νω και στην αμαρ­τία; «Μή γένοι­το», λέγει. Ακα­τα­νόη­το πράγ­μα αυτό. Βάλ­τε τώρα με το μυα­λό σας, αγα­πη­τοί μου, πόσοι είναι εκεί­νοι οι οποί­οι μετέρ­χον­ται σαρ­κι­κά αμαρ­τή­μα­τα κα ανε­ξο­μο­λό­γη­τοι πηγαί­νουν και κοι­νω­νούν! Βάλ­τε με το μυα­λό σας τώρα. Βάλ­τε τι γίνε­ται τώρα… Κι έτσι να φρι­κιά ο από­στο­λος μπρο­στά σε αυτήν την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα…

Αλλά ακό­μα, είναι ναός του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος το σώμα μας. Ποτέ δεν θα μπο­ρού­σε να φαν­τα­στεί ο άνθρω­πος και το πιο δυνα­τό μυα­λό, ότι θα μπο­ρού­σε η ύπαρ­ξίς του να γίνει ναός του Θεού. «Οι θεοί κατοι­κούν στον Όλυμ­πο και εμείς στην πεδιά­δα. Δεν υπάρ­χει καμία σχέ­σις ανά­με­σα στους θεούς και τον άνθρω­πο». Έτσι θα εσκέ­πτε­το ο άνθρω­πος. Ήρθε όμως ο Θεός, ο αλη­θι­νός Θεός, να μας απο­κα­λύ­ψει ότι εκεί­να που δεν μπο­ρού­σα­με να φαν­τα­στού­με ποτέ και να συλ­λά­βου­με, είναι πραγ­μα­τι­κό­τη­τες. Ότι ο Θεός κατοι­κεί στον ουρα­νό. Ο ζων Θεός. Και ταυ­τό­χρο­να μέσα στον ίδιο τον άνθρω­πο. Και όταν ο άνθρω­πος τον δέχε­ται τον Θεό, μάλι­στα διά του Ιησού Χρι­στού, δηλα­δή του Εναν­θρω­πή­σαν­τος Θεού, τότε γίνε­ται ο ίδιος ο άνθρω­πος κατοι­κη­τή­ριο του Θεού. Αυτό δεν μπο­ρού­σε ποτέ να το συλ­λά­βει ο άνθρω­πος. Είναι μία αλή­θεια που μας απο­κα­λύ­πτε­ται. Και συνε­πώς έρχε­ται το Πνεύ­μα του Θεού ‑εδώ βέβαια τονί­ζει το Πνεύ­μα του Θεού- ο όλος Άγιος Τρια­δι­κός Θεός κατοι­κεί, αγα­πη­τοί μου, στην κάθε ύπαρ­ξη. Και το Πνεύ­μα του Θεού κατοι­κεί μέσα στον άνθρω­πο. Αφού κατοι­κεί, είναι κατοι­κία Του. Δηλα­δή είναι ναός. Αυτό θα πει ναός. Θα πει κατοι­κία.

Πώς λοι­πόν είναι δυνα­τόν αυτό το σώμα, αφού είναι κατοι­κία του Θεού, του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος, πώς είναι δυνα­τόν αυτό να παρα­δο­θεί στην αμαρ­τία; Δεν είναι δυνα­τόν ποτέ. Αυτό μόνο ακό­μη να σκε­φτεί κανείς, εάν αυτόν τον υλι­κόν ναόν, τον βεβη­λώ­σει κανείς, κάνον­τας εδώ βρώ­μι­κες πρά­ξεις, πώς θα εχα­ρα­κτη­ρί­ζε­το; Αλλά επι­τέ­λους αυτός ο ναός είναι λίθι­νος. Και ο ναός αυτός θα κατε­δα­φι­στεί μια ημέ­ρα. Ο ναός αυτός δεν θα μεί­νει στην αιω­νιό­τη­τα. Λέγει ο από­στο­λος: «μες γρ νας Θεο στε ζντος». «Εσείς», λέγει, «εσείς, οι υπάρ­ξεις σας είσα­στε ναός του ζων­τα­νού Θεού· που αυτοί οι ναοί κατα­λύ­ον­ται και ξανα­χτί­ζον­ται». Θα πεθά­νω και θα ανα­στη­θώ. Πώς είναι δυνα­τόν λοι­πόν αυτός ο ναός του Θεού, ο ναός του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος, να είναι ταυ­τό­χρο­να και σπή­λαιο και άντρον ληστών και βρω­με­ρο­τή­των;

Αλλά και ακό­μη κάτι άλλο λέει ο από­στο­λος Παύ­λος: «Δοξά­σα­τε δ τν Θεν ν τ σώμα­τι μν κα ν τ πνεύ­μα­τι μν, τινά στι το Θεο». «Δοξά­σα­τε λοι­πόν τον Θεόν με το σώμα σας και με το πνεύ­μα σας, που και τα δύο ανή­κουν στον Θεό». Πώς μπο­ρώ να δοξά­σω τον Θεό με το σώμα μου; Με το πνεύ­μα μου το κατα­λα­βαί­νω. Δηλα­δή εάν ο νους μου υψω­θεί και δοξά­σει τον Θεό. Με το σώμα μου πώς μπο­ρώ να δοξά­σω τον Θεό; «Δοξά­ζω» δεν σημαί­νει «λέγω λόγια». Είναι κι αυτό. «Δοξά­ζω» έχει μία ευρύ­τε­ρη σημα­σία. Μόνη η παρου­σία μου ως άγιος, αυτό ακρι­βώς είναι μία δοξο­λο­γία στον Θεό. Εάν δηλα­δή εγώ ετή­ρη­σα το σώμα μου σε αγνό­τη­τα, δεν το άφη­σα να γίνει κατοι­κη­τή­ριο δαι­μό­νων, κατοι­κη­τή­ριο ανη­θι­κό­τη­τος, τότε αυτό το ίδιο το σώμα μου είναι μία δοξο­λο­γία εις τον Θεό. Παίρ­νει μία δοξο­λο­γι­κή διά­στα­ση το σώμα μου. Αυτό το τονί­ζει ο από­στο­λος Παύ­λος. Γι΄αυτό ο σωστός Χρι­στια­νός μόνο που υπάρ­χει στον κόσμον αυτόν είναι μία νότα δοξο­λο­γί­ας εις τον Θεό, μέσα στον κόσμο αυτό. Και το σώμα του, όταν το δια­τη­ρεί μακριά από την αμαρ­τία και την ανη­θι­κό­τη­τα, τότε και αυτό είναι μία δοξο­λο­γία στον Θεό.

Αγα­πη­τοί μου, το θέμα είναι ότι δεν μπο­ρού­με να συλ­λά­βου­με πολ­λές φορές, τι μας συμ­φέ­ρει και τι δεν μας συμ­φέ­ρει. Είμε­θα απλη­ρο­φό­ρη­τοι. Αν κάπο­τε μελε­τή­σω­με τον λόγο του Θεού, αντι­λη­φθού­με την οντο­λο­γία μας, δηλα­δή απο­κτή­σου­με μία γνώ­ση χρι­στια­νι­κής ανθρω­πο­λο­γί­ας, δηλα­δή να γνω­ρί­σου­με ποιοι είμα­στε, τότε αυτό θα μας οδη­γή­σει στο να μπο­ρέ­σου­με να στα­θού­με σωστά μπρο­στά στον Θεό. Τότε θα αξιο­ποι­ή­σου­με την ύπαρ­ξή μας. Τότε η ελευ­θε­ρία μας, η οποία μας έχει δοθεί από τον Θεό σαν ένα πολύ ακρι­βό δώρο…- δύο είναι τα ακρι­βά δώρα του Θεού. Είναι πολ­λά, αλλά δύο είναι τα πιο ακρι­βά, τα πιο τίμια, τα πιο πολύ­τι­μα. Είναι η λογι­κή και η ελευ­θε­ρία.

Ποτέ δεν μπο­ρεί να νοη­θεί η ελευ­θε­ρία χωρίς τη λογι­κή. Δεν αξιο­ποιεί­ται. Ένα ζώο είναι ελεύ­θε­ρο να κάνει κάτι, αλλά δεν έχει λογι­κή. Και δεν έχει καμία αξία αυτό. Αλλά και ποτέ δεν μπο­ρεί να υπάρ­ξει μία λογι­κή χωρίς ελευ­θε­ρία. Διό­τι μία λογι­κή χωρίς ελευ­θε­ρία, είναι κι αυτό ανα­ξιο­ποί­η­το. Ελευ­θε­ρία και λογι­κή είναι ένα αδιά­σπα­στο ζευ­γά­ρι αγα­θών, δωρε­ών του Θεού. Αυτά τα δυο πρέ­πει να πηγαί­νουν μαζί. Η λογι­κή και η ελευ­θε­ρία. Η ελευ­θε­ρία μας λοι­πόν μέσα στον χώρο του Θεού πρέ­πει να είναι εκεί­νο το στοι­χείο που θα μας οδη­γή­σει στη δια­τή­ρη­ση της υπάρ­ξε­ώς μας.

Όπως λέγει…- στην αρχή σας είπα: «Πάν­τα μοι ξεστιν, λλ᾿ ο πάν­τα συμ­φέ­ρει» και πρέ­πει να μας οδη­γή­σει στη σωστή δια­τή­ρη­ση της υπάρ­ξε­ώς μας. Τι θα πει «σωστή δια­τή­ρη­ση»; Αν μαρ­τυ­ρή­σω για τον Χρι­στό, δεν κατα­στρέ­φω την ύπαρ­ξή μου; Όχι. Η ύπαρ­ξις ορά­ται από τη γωνιά της αιω­νιό­τη­τος. Όταν θα ανα­στη­θώ, πού θα βρε­θώ; Από εκεί ορά­ται το πράγ­μα. Έτσι, αν κατα­στρέ­ψω την ύπαρ­ξή μου με τα πάθη, την κατέ­στρε­ψα για πάν­τα. Αν παρα­δώ­σω την ύπαρ­ξή μου στο μαρ­τύ­ριο για την αγά­πη του Χρι­στού, τότε διε­τή­ρη­σα αλη­θι­νά και σωστά την ύπαρ­ξή μου. Έτσι θα παρα­κα­λέ­σω να μην ξεχνά­με ποτέ ότι ελευ­θε­ρία και ύπαρ­ξις είναι δύο πράγ­μα­τα που πηγαί­νουν πλάι πλάι. Το ένα περι­φρου­ρεί το άλλο. Η ελευ­θε­ρία περι­φρου­ρεί την ύπαρ­ξη. Δεν πρέ­πει να την κατα­στρέ­φει. Και όταν μάθου­με τον νόμο του Θεού, όταν μάθου­με την οντο­λο­γία μας, τότε πραγ­μα­τι­κά θα αξιο­ποι­ή­σου­με ό,τι ο Θεός είχε στον νου Του για μας. Να μας φέρει στην ύπαρ­ξη και να μας πάρει μαζί Του στην αιω­νία Του μακα­ριό­τη­τα.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή  μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

ψηφιο­ποί­η­ση της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας και επι­μέ­λεια:

Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση ομι­λί­ας δια χει­ρός του αξιο­τί­μου κ. Αθα­να­σί­ου Κ.

  • http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_220.mp3



Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ”)

Ἕνας ὡραῖ­ος ναός

«Ἢ οὐκ οἴδα­τε ὅτι τὸ σῶμα ὑμῶν ναὸς τοῦ ἐν ὑμῖν ἁγί­ου Πνεύ­μα­τός ἐστιν, οὗ ἔχε­τε ἀπὸ Θεοῦ, καὶ οὐκ ἐστὲ ἑαυ­τῶν;» (A΄ Κορ. 6,19)

H ΘΡΗΣΚΕΙΑ, αγα­πη­τοί μου, ἡ θρη­σκεία δὲν εἶνε ἐφεύ­ρε­σι τῶν παπά­δων γιὰ ἐκμε­τάλ­λευ­σι, ὅπως λένε οἱ ἄπι­στοι καὶ ἄθε­οι. Ὄχι. Ἡ θρη­σκεία εἶνε τὸ πιὸ εὐγε­νι­κὸ αἴσθη­μα. Ἡ θρη­σκεία εἶνε κάτι φυτε­μέ­νο μέσα στὴν καρ­διὰ τοῦ ἀνθρώ­που. Κι ὅ,τι εἶνε φυτε­μέ­νο μέσα στὴν καρ­διὰ τοῦ ἀνθρώ­που, δὲν μπο­ρεῖ κανείς νὰ τὸ ξερ­ρι­ζώ­σῃ. Ναί! Τὸ αἴσθη­μα τῆς θρη­σκεί­ας εἶνε ἔμφυ­το, ὅπως εἶνε καὶ τὸ αἴσθη­μα ποὺ αἰσθά­νε­ται ἡ μάνα γιὰ τὸ παι­δί. Χίλιες δια­τα­γὲς νὰ βγοῦ­νε νὰ μὴν ἀγα­πάῃ ἡ μάνα τὸ παι­δί της, δὲν θὰ κάνουν τίπο­τα. Ἡ μάνα θ ̓ ἀγα­πᾷ τὸ παι­δί της. Κι ἂν ἀκό­μα τη σφά­ξουν, ἡ τελευ­ταία της λέξι θὰ εἶνε «Παι­δί μου, σ’ ἀγα­πῶ!». Ἔτσι εἶνε καὶ ἡ θρη­σκεία. Αἴσθη­μα ἔμφυ­το, βαθειὰ ῥιζω­μέ­νο στον ἄνθρω­πο. Ποιός μπο­ρεῖ νὰ τὸ ξερ­ρι­ζώ­ση;

Ἀπὸ τὴν ἡμέ­ρα, ποὺ παρου­σιά­στη­κε ὁ ἄνθρω­πος στὸν κόσμο, παρου­σιά­στη­κε καὶ ἡ θρη­σκεία, Ὅπου σκά­ψουν οἱ ἀρχαιο­λό­γοι, βρί­σκουν σημά­δια θρη­σκεί­ας. Βρί­σκουν ἐρεί­πια ναῶν, μαρ­μά­ρι­νες πλά­κες μὲ ἐπι­γρα­φὲς ποὺ μιλοῦν γιὰ θρη­σκευ­τι­κές τελε­τὲς καὶ θυσί­ες. Βρί­σκουν ἀγάλ­μα­τα καὶ εἴδω­λα, ποὺ οἱ ἀρχαῖ­οι προ­σκυ­νοῦ­σαν γιὰ θεούς. Όπως λέει ἕνας ἀρχαῖ­ος ἱστο­ρι­κὸς καὶ φιλό­σο­φος, ὅπου καὶ νὰ πᾶς, θὰ συναν­τή­σῃς τὴ θρη­σκεία ὡς τὴν πρώ­τη ἀνάγ­κη τοῦ ἀνθρώ­που. Μπο­ρεῖ, λέει, νὰ βρῆς μιὰ πόλι ποὺ νὰ μὴν ἔχῃ σχο­λεῖα καὶ γυμνα­στή­ρια καὶ ἄλλα κτή­ρια, ἀλλὰ δὲν θὰ βρῆς πόλι ποὺ νὰ μὴν ἔχῃ ναὸ καὶ οἱ ἄνθρω­ποι νὰ μὴ θρη­σκεύ­ουν. Παν­τοῦ ἡ θρη­σκεία. Παν­τοῦ βωμοὶ καὶ θυσια­στή­ρια. Παν­τοῦ ναοί. Οἱ Ἑβραῖ­οι π.χ., ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ ἀρχαί­ους λαοὺς τοῦ κόσμου, ὅταν βρί­σκον­ταν στὴν ἔρη­μο καὶ συνε­χῶς βάδι­ζαν γιὰ νὰ πᾶνε στὴν πατρί­δα τους, εἶχαν κάνει ἕνα κινη­τὸ ναό, σὰν τὰ σημε­ρι­νὰ λυό­με­να σπί­τια, καὶ στὸν κινη­τὸ αὐτὸ ναὸ οἱ ἱερεῖς προ­σεύ­χον­ταν καὶ πρό­σφε­ραν τις θυσί­ες στὸ Θεό. Ὕστε­ρα, ὅταν ἔφτα­σαν στην Παλαι­στί­νη κ’ ἐγκα­τα­στά­θη­καν ἐκεῖ, ὁ βασι­λιᾶς τους Σολο­μῶν ἔχτι­σε τὸν περί­φη­μο ναό τοῦ Σολο­μῶν­τος. Αὐτὸς ὁ ναὸς εἶχε γίνει προ­σκύ­νη­μα. Στὸ ναὸ αὐτὸ ἔρχον­ταν ἀπ ̓ ὅλα τὰ μέρη τοῦ κόσμου οἱ Ἑβραῖ­οι, γιὰ νὰ γιορ­τά­σουν τὴ μεγά­λη γιορ­τή τοῦ Πάσχα. Σήμε­ρα πιὰ ὁ ναὸς αὐτὸς δὲν ὑπάρ­χει. Σώζον­ται μόνο κάτι ἐρεί­πια ἀπὸ τὸ νεώ­τε­ρο ναό. Σ’ αὐτὰ τὰ ἐρεί­πια, ποὺ θυμί ζουν τὴν παλιὰ δόξα, κάθε Σάβ­βα­το πᾶνε οἱ Ἑβραῖ­οι, ἄνδρες καὶ γυναῖ­κες, προ­σεύ­χον­ται καὶ κλαῖ­νε γιὰ τὴν κατα­στρο­φή του καὶ παρα­κα­λοῦν τὸ Θεὸ νὰ τοὺς βοη­θή­σῃ νὰ τὸν ξανα­χτί­σουν. Ἔτσι βγῆ­κε ἀλη­θι­νὴ ἡ προ­φη­τεία ποὺ εἶπε ὁ Χρι στὸς γιὰ τὸ ναὸ αὐτό, ὅτι δηλα­δὴ θὰ γκρε­μι­στῇ καὶ δὲν θὰ μεί­νῃ λίθος ἐπὶ λίθου (Λουκ. 21,6).

Καὶ ὄχι μόνο οἱ Ἑβραῖ­οι, ἀλλὰ καὶ ἄλλοι ἀρχαῖ­οι λαοί, ὅπως οἱ Αἰγύ­πτιοι, οἱ Πέρ­σες, οἱ Βαβυ­λώ­νιοι, εἶχαν χτί­σει κι αὐτοὶ μεγα­λο­πρε­πεῖς ναούς. Ἀλλὰ ὁ πιὸ σπου­δαῖ­ος ναὸς ποὺ χτί­στη­κε στὴν ἀρχαιό­τη­τα ἀπὸ τοὺς εἰδω­λο­λά­τρες εἶνε ὁ περί­φη­μος ναὸς ποὺ ἔχτι­σαν οἱ ἀρχαῖ­οι πρό­γο­νοί μας, οἱ Ἕλλη­νες, πάνω στὴν Ἀκρό­πο­λι. Εἶνε ὁ Παρ­θε­νών.

Ὕστε­ρα ἦρθαν οἱ χρι­στια­νοί. Ἀλλὰ οἱ χρι­στια­νοὶ στὰ πρῶ­τα χρό­νια δὲν μπο­ροῦ­σαν νὰ χτί­σουν ναούς, για­τί ἡ χρι­στια­νι­κὴ θρη­σκεία ἦταν ὑπὸ διωγ­μόν. Οἱ βασι­λιᾶ­δες καὶ αὐτο­κρά­το­ρες, ποὺ δὲν πίστευαν στὸ Χρι­στό, ὄχι μόνο δὲν τοὺς ἄφη­ναν νὰ χτί­ζουν ἐκκλη­σιές, ἀλλὰ οὔτε καὶ τὸ ὄνο­μα τοῦ Χρι­στοῦ ἤθε­λαν ν’ ἀκοῦ­νε. Οἱ χρι­στια­νοί, γιὰ νὰ λατρεύ­ουν τὸ Θεό, ἀναγ­κά­ζον­ταν νὰ βγαί­νουν τὴ νύχτα ἔξω ἀπὸ τὶς πόλεις, νὰ πηγαί­νουν στὶς σπη­λιές, κ’ ἐκεῖ μέσα νὰ λατρεύ­ουν τὸ Θεό.

Ἀλλὰ κ’ ἐκεῖ δὲν ἦταν ἀσφα­λι­σμέ­νοι. Ἐὰν τοὺς ἀνα­κά­λυ­πταν, μάζευαν φρύ­γα­να, ἔφρα­ζαν τὴν πόρ­τα τῆς σπη­λιᾶς, ἄνα­βαν φωτιὰ καὶ τοὺς ἔκαι­γαν. Μόνο ὅταν ὁ Μέγας Κων­σταν­τῖ­νος νίκη­σε καὶ ἔγι­νε ὁ πρῶ­τος χρι­στια­νὸς αὐτο­κρά­το­ρας, μόνο τότε ἐπε­τρά­πη στοὺς χρι­στια­νοὺς νὰ χτί­ζουν ἐκκλη­σιές. Ἡ ἁγία Ἑλέ­νη, ἡ μητέ­ρα τοῦ Κων­σταν­τί­νου, πῆγε στὰ Ἱερο­σό­λυ­μα κ ̓ ἐκεῖ ποὺ σταυ­ρώ­θη­κε ὁ Χρι­στὸς ἔχτι­σε λαμ­πρό­τα­το ναό. Ὁ αὐτο­κρά­το­ρας Ἰου­στι­νια­νὸς ἀργό­τε­ρα ἔχτι­σε τὴν Ἁγία Σοφία.

Σήμε­ρα σ ̓ ὅλες τὶς χρι­στια­νι­κὲς χῶρες ὑπάρ­χουν ναοί. Ὄχι μόνο στις μεγά­λες πόλεις, ἀλλὰ καὶ στὰ μικρό­τε­ρα χωριά, ἀνά­με­σα στις καλύ­βες τῶν χωρι­κῶν καὶ τῶν βοσκῶν, ὑπάρ­χουν ἐκκλη­σιές, ποὺ οἱ καμ­πά­νες τους χτυ­ποῦν καὶ καλοῦν τοὺς χρι­στια­νοὺς σὲ προ­σευ­χή.

* * *

Χιλιά­δες ὄμορ­φοι ναοὶ εἶνε χτι­σμέ­νοι στις διά­φο­ρες χώρες τῆς χρι­στια­νο­σύ­νης. Ἐὰν τώρα ῥωτή­σῃς, ποιός εἶνε ὁ πιὸ ὡραῖ­ος ναὸς τῆς χρι­στια­νο­σύ­νης, ἄλλοι μὲν θ ̓ ἀπαν­τή­σουν, ὅτι ὁ πιὸ ὡραῖ­ος ναὸς εἶνε ὁ ναὸς τῆς Ἁγί­ας Σοφί­ας στην Κωσταν­τι­νού­πο­λι· ἄλλοι ὁ ναὸς τοῦ Ἁγί­ου Πέτρου στὴ Ῥώμη ἄλλοι ὁ ναὸς τοῦ Ἁγί­ου Παύ­λου στὸ Λον­δι­νο… Ἀλλὰ σεῖς, ἀγα­πη­τοί μου χρι­στια­νοί, τί λέτε; Ποιός νὰ εἶνε ὁ πιὸ ὡραῖ­ος ναὸς τοῦ κόσμου; Ανοί­γον­τας σήμε­ρα τὸν Ἀπό­στο­λο καὶ ἀκού­γον­τας τὰ θεό­πνευ­στα λόγια μαθαί­νου­με, ὅτι ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς ναοὺς ποὺ ἀνα­φέ­ρα­με, ναοὺς ποὺ εἶνε χτι­σμέ­νοι μὲ λιθά­ρια καὶ μὲ λάσπη, ὑπάρ­χει κ ̓ ἕνας ἄλλος ναός, ποὺ ἔχει πιὸ μεγά­λη ἀξία ἀπὸ κάθε ἄλλο ναὸ ποὺ βλέ­που­με. Καὶ ὁ ναὸς αὐτός, καθὼς μᾶς λέει σήμε­ρα ὁ Ἀπό­στο­λος, εἶνε τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώ­που που πίστε­ψε στο Χρι­στό. Για­τὶ αὐτὸς ποὺ δὲν πιστεύ­ει ἔχει κι αὐτὸς σῶμα, ἀλλὰ τὸ σῶμα του μὲ τὶς βρω­με­ρές του πρά­ξεις, μὲ τὶς πορ­νεῖ­ες καὶ τὶς μοι­χεῖ­ες, τὸ ἔχει λερώ­σει καὶ ἔχει γίνει σὰν ἕνας ἀκά­θαρ­τος σταῦ­λος, μέ σα στὸν ὁποῖο στοι­βά­ζε­ται ἡ κοπριὰ τῶν ζῴων. Ακά­θαρ­τοι και βρω­με­ροί σταῦ­λοι εἶνε οἱ ἄνθρω­ποι προ­τοῦ νὰ πιστέ­ψουν καὶ νὰ μετα­νο­ή­σουν. Ἀλλ ̓ ὁ ἄνθρω­πος ποὺ μετα­νο­εῖ καὶ κλαί­ει γιὰ τὸ ἁμαρ­τή­μα­τά του, ὁ ἄνθρω­πος ποὺ βαπτί­ζε­ται μέσα στὰ νερὰ τῆς ἱερᾶς κολυμ­βή­θρας ἢ μέσα στὰ δάκρυα τῆς μετα­νοί­ας καὶ ἐξο­μο­λο­γή­σε­ως, αὐτὸς ὁ ἄνθρω­πος λού­ζε­ται καὶ καθα­ρί­ζε­ται ἀπὸ τὶς ἁμαρ­τί­ες του καὶ γίνε­ται ἄσπρος σὰν τὸ χιό­νι καὶ τὸ σῶμα του γίνε­ται ἕνας ναὸς ὅπου κατοι­κεῖ τὸ Πνεῦ­μα τὸ ἅγιο.

Ὁ ἄνθρω­πος γίνε­ται ναὸς τοῦ ἁγί­ου Πνεύ­μα­τος. Τί εὐλο­γία, τί τιμή, τί ὕψος! Αλλά δυστυ­χῶς οἱ σημε­ρι­νοί χρι­στια­νοὶ δὲν αἰσθά­νον­ται αὐτὴ τὴν τιμὴ ποὺ τοὺς ἔκα­νε ὁ Χρι­στός. Συνε­χί­ζουν ν’ ἁμαρ­τά­νουν, νὰ πέφτουν στὰ φοβε­ρὰ ἁμαρ­τή­μα­τα τῆς μοι­χεί­ας καὶ τῆς πορ­νεί­ας, νὰ λερώ­νουν τὴ σάρ­κα τους. Τὸ ῥοῦ­χο τους προ­σέ­χου νὰ μὴ τὸ λερώ­σουν, ἐνῷ τὸ κορ­μί τους δὲν προ σέχουν καὶ τὸ λερώ­νουν μὲ τὶς αἰσχρὲς πρά­ξεις, Το λερώ­νουν πρὸ παν­τὸς τὶς μέρες αὐτὲς τῶν ̓Α πόκρε­ων, ποὺ μεθᾶ­νε καὶ δὲν ξέρουν τί κάνουν.

Χρι­στια­νέ μου! Ἐὰν κανεὶς σοῦ πῇ «Πήγαι­νε στὴν ἐκκλη­σία κ ̓ ἐκεῖ μέσα νὰ κάνῃς μιὰ ἄσχη­μη πρᾶ­ξι», δὲν τὸ κάνεις. Καὶ ἂν ἄλλον δῆς νὰ κάνῃ μέσα στὴν ἐκκλη­σία ἀσχη­μί­ες καὶ νὰ λερώ­νῃ τὴν ἐκκλη­σία, δὲν τὸ ἀνέ­χε­σαι, για­τὶ θέλεις ὁ ναὸς νὰ εἶνε καθα­ρός. Ε λοι­πόν, ὅπως θέλεις ὁ ναὸς τῆς ἐνο­ρί­ας σου νὰ εἶνε καθα­ρός, ἔτσι πρέ­πει νὰ θέλῃς νὰ εἶνε καὶ τὸ κορ­μί σου καθα­ρό. Καθα­ρὸ ἀπὸ πορ­νεία. Καθα­ρὸ ἀπὸ μοι­χεία. Καθα­ρὸ ἀπὸ κάθε ἀκά­θαρ­τη πρᾶ­ξι. Ἕνα σῶμα καθα­ρὸ ἀπὸ ἁμαρ­τί­ες εἶνε μιὰ ἐκκλη­σία. Μέσα σ’ αὐτὴ τὴν ἐκκλη­σία ἔρχε­ται τὸ Πνεῦ­μα τὸ ἅγιο καὶ κατοι­κεῖ. Μέσα σ’ αὐτὴ τὴν ἐκκλη­σία ἡ ψυχή προ­σεύ­χε­ται καὶ λατρεύ­ει τὸ Θεό. Τὸν λατρεύ­ει κάθε μέρα, κάθε ὥρα καὶ λεπτό. Κι ὅταν ἔρθῃ ἡ Κυρια­κὴ καὶ χτυ­πή­σῃ ἡ καμ­πά­να, τότε ἀπὸ τὴ μιὰ ἐκκλη­σία στὴν ἄλλη, ἀπὸ τὸν ἕνα ναὸ στὸν ἄλλο ὁ χρι­στια­νὸς τρέ­χει καὶ πηγαί­νει στὴ δημό­σια προ­σευ­χή, στὴν προ­σευ­χὴ ποὺ γίνε­ται μαζί μὲ ἄλλους στοὺς ναοὺς τῶν χωρῶν καὶ τῶν πόλε­ων.

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek