ΚΥΡΙΑΚΗ ΛΣΤ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ (ΤΥΡΟΦΑΓΟΥ)

Αποστολική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ ΛΣΤ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ (ΤΥΡΟΦΑΓΟΥ) — ΡΩΜ. (ΙΓ΄ 11 — 14, ΙΔ΄ 1 — 4)

11 Καὶ τοῦ­το, εἰδό­τες τὸν και­ρόν, ὅτι ὥρα ἡμᾶς ἤδη ἐξ ὕπνου ἐγερ­θῆ­ναι· νῦν γὰρ ἐγγύ­τε­ρον ἡμῶν ἡ σωτη­ρία ἢ ὅτε ἐπι­στεύ­σα­μεν. 12 ἡ νὺξ προ­έ­κο­ψεν, ἡ δὲ ἡμέ­ρα ἤγγι­κεν. ἀπο­θώ­με­θα οὖν τὰ ἔργα τοῦ σκό­τους καὶ ἐνδυ­σώ­με­θα τὰ ὅπλα τοῦ φωτός. 13 ὡς ἐν ἡμέ­ρᾳ εὐσχη­μό­νως περι­πα­τή­σω­μεν, μὴ κώμοις καὶ μέθαις, μὴ κοί­τας καὶ ἀσελ­γεί­αις, μὴ ἔρι­δι καὶ ζήλῳ, 14 ἀλλ᾿ ἐνδύ­σα­σθε τὸν Κύριον ᾿Ιησοῦν Χρι­στόν, καὶ τῆς σαρ­κὸς πρό­νοιαν μὴ ποιεῖ­σθε εἰς ἐπι­θυ­μί­ας. Τὸν δὲ ἀσθε­νοῦν­τα τῇ πίστει προ­σλαμ­βά­νε­σθε, μὴ εἰς δια­κρί­σεις δια­λο­γι­σμῶν. ὃς μὲν πιστεύ­ει φαγεῖν πάν­τα, ὁ δὲ ἀσθε­νῶν λάχα­να ἐσθί­ει. ὁ ἐσθί­ων τὸν μὴ ἐσθί­ον­τα μὴ ἐξου­θε­νεί­τω, καὶ ὁ μὴ ἐσθί­ων τὸν ἐσθί­ον­τα μὴ κρι­νέ­τω· ὁ Θεὸς γὰρ αὐτὸν προ­σε­λά­βε­το. σὺ τίς εἶ ὁ κρί­νων ἀλλό­τριον οἰκέ­την; τῷ ἰδίῳ Κυρίῳ στή­κει ἢ πίπτει· στα­θή­σε­ται δέ· δυνα­τὸς γάρ ἐστιν ὁ Θεὸς στῆ­σαι αὐτόν.

11 Και αυτά θα τα πράτ­τω­μεν, έχον­τες υπ’ όψιν μας την προ­σω­ρι­νό­τη­τα και βρα­χύ­τη­τα της παρού­σης ζωής· και ότι ακό­μη είναι πλέ­ον ώρα να εξυ­πνή­σω­μεν από τον ύπνον της πνευ­μα­τι­κής ραθυ­μί­ας, που μας κάνει νωθρούς δια τα καλά έργα. Διό­τι τώρα είναι πιο κον­τά η ημέ­ρα της σωτη­ρί­ας και απο­λυ­τρώ­σε­ώς μας, παρ’ όσον ήτο τότε που επι­στεύ­σα­μεν. 12 Η νύχτα, δηλα­δή η παρού­σα ζωη, που ομοιά­ζει με νύχτα, έχει πλέ­ον προ­χω­ρή­σει· η δε ημέ­ρα της μελ­λού­σης ζωής και της εκδη­μί­ας μας προς τον ουρα­νόν επλη­σί­α­σε. Ας απο­θέ­σω­μεν, λοι­πόν, και ας πετά­ξω­μεν από την ψυχήν μας και την ζωήν μας τα έργα του σκό­τους και ας ενδυ­θώ­μεν, σαν φωτει­νά όπλα, τα έργα της αρε­τής. 13 Ας ζώμεν και ας φερώ­με­θα με ευπρέ­πειαν και σεμνό­τη­τα, όπως εκεί­νος, που περι­πα­τεί κατά το διά­στη­μα της ημέ­ρας και τον βλέ­πουν οι άνθρω­ποι. Οχι με αμαρ­τω­λά φαγο­πό­τια και μέθας, ούτε με πρά­ξεις αισχράς και εξευ­τε­λι­στι­κάς ούτε με φιλο­νει­κί­ας και ζηλο­φθο­νί­ας. 14 Αλλά, σαν πολυ­τι­μό­τα­τον φέρε­μα της ψυχής σας, ενδυ­θή­τε τον Κυριον Ιησούν Χρι­στόν, ώστε να ζήτε εν τω Χρι­στώ και ο Χρι­στός να ζη εις σας· και μη φρον­τί­ζε­τε δια τας ικα­νο­ποι­ή­σεις των ατά­κτων και παρα­νό­μων επι­θυ­μιών της σαρ­κός.

Εκεί­νον τον αδελ­φόν, που είναι αδύ­να­τος κατά την πίστιν (και προ­σέ­χει περισ­σό­τε­ρον τους εξω­τε­ρι­κούς τύπους, όπως είναι π,χ. η διά­κρι­σις των φαγη­τών σύμ­φω­να με τον μωσαϊ­κόν Νομον) πρέ­πει να τον δέχε­σθε και να τον αγκα­λιά­ζε­τε με στορ­γήν, χωρίς να συζη­τή­τε και να επι­κρί­νε­τε τας αντι­λήψ­στου. Αλλος μεν πιστεύ­ει, ότι έχει το δικαί­ω­μα να τρώ­γη όλα τα φαγη­τά· ο ασθε­νής όμως κατά την πίστιν τρώ­γει λάχα­να, διό­τι φοβεί­ται μήπως μολυν­θή από τα άλλα φαγη­τά και χάση την ψυχήν του. Εκεί­νος που έχει φωτι­σμέ­νην πίστιν και τρώ­γει από όλα, ας μη κατα­φρο­νή και εξευ­τε­λί­ζη ως ολι­γό­πι­στον και στε­νο­κέ­φα­λον τον άλλον. Και εκεί­νος πάλιν που δεν τρώ­γει από όλα, ας μη κατα­κρί­νη τον άλλον· διό­τι και αυτόν ο Θεός τον έχει δεχθή και προ­σλά­βει εις την Εκκλη­σί­αν του. Επει­τα συ ποί­ος είσαι που κατα­κρί­νεις ξένον δού­λον; Εάν στέ­κε­ται η εάν πίπτη, είναι υπεύ­θυ­νος απέ­ναν­τι του Κυρί­ου του. Συ τον κατα­κρί­νεις, αυτός όμως (εάν κατα­φύ­γη στον Θεόν) θα στα­θή. Διό­τι ο Θεός έχει την δύνα­μιν να στή­ση και να στε­ρε­ώ­ση αυτόν εις την πίστιν. 

11 Ας κάνου­με λοι­πόν τα έργα αυτά της αγά­πης ακού­ρα­στοι και χωρίς ανα­βο­λή, γνω­ρί­ζον­τας σε ποιο και­ρό ζού­με. Ζού­με σε επο­χή που απαι­τεί επει­γόν­τως την άσκη­ση της αρε­τής. Διό­τι είναι πλέ­ον ώρα να σηκω­θού­με από τον ύπνο της αμέ­λειας, που μας κάνει δυσκο­λο­κί­νη­τους στο καλό. Διό­τι τώρα η ημέ­ρα της δευ­τέ­ρας παρου­σί­ας, που θα σημά­νει την πλή­ρη απο­λύ­τρω­ση των πιστών, είναι πλη­σιέ­στε­ρη σε μας παρά τότε που πιστέ­ψα­με. Εάν λοι­πόν τότε δεί­ξα­με ζήλο και δρα­στη­ριό­τη­τα, πολύ περισ­σό­τε­ρο πρέ­πει να τα δεί­ξου­με και τώρα. 12 Η ζωή αυτή, που μοιά­ζει με νύχτα σκο­τει­νή, προ­χώ­ρη­σε, ενώ η ημέ­ρα της άλλης ζωής πλη­σί­α­σε. Κι αν ακό­μη δεν έλθει ο Κύριος σύν­το­μα με την ένδο­ξη δευ­τέ­ρα του παρου­σία, έρχε­ται όμως για τον καθέ­να μας με το θάνα­το. Πλη­σιά­ζει λοι­πόν για τον καθέ­να μας η ημέ­ρα της άλλης ζωής. Ας απο­θέ­σου­με λοι­πόν σαν νυκτε­ρι­νά ενδύ­μα­τα τα έργα της αμαρ­τί­ας, που γίνον­ται στο σκο­τά­δι, και ας ντυ­θού­με σαν άλλα όπλα τα φωτει­νά έργα της αρε­τής. 13 Όπως συμ­πε­ρι­φέ­ρε­ται κανείς την ημέ­ρα, που τα βλέμ­μα­τα πολ­λών τον παρα­κο­λου­θούν, έτσι κι εμείς ας συμ­πε­ρι­φερ­θού­με με ευπρέ­πεια και σεμνό­τη­τα? όχι με άσε­μνα φαγο­πό­τια και μεθύ­σια, ούτε με πρά­ξεις αισχρό­τη­τας και ασέλ­γειας, ούτε με φιλο­νι­κί­ες και ζηλο­τυ­πί­ες. 14 Αλλά φορέ­στε σαν ένδυ­μα της ψυχής σας τον Κύριο Ιησού Χρι­στό, ώστε στην όλη ζωή σας να μοιά­σε­τε μ’ αυτόν. Και μη φρον­τί­ζε­τε για τη σάρ­κα, πώς να ικα­νο­ποιεί­τε τις παρά­νο­μες επι­θυ­μί­ες της. Τέτοια πρέ­πει να είναι η συμ­πε­ρι­φο­ρά σας μέσα στην κοι­νω­νία που ζεί­τε.

Υπάρ­χουν όμως και μερι­κοί Χρι­στια­νοί αδύ­να­τοι στην πίστη. Να λοι­πόν ποια πρέ­πει να είναι και προς αυτούς η συμ­πε­ρι­φο­ρά σας: Να δέχε­στε με καλο­σύ­νη εκεί­νον που είναι αδύ­να­τος στην πίστη και εξαρ­τά τη σωτη­ρία του και από τη διά­κρι­ση των φαγη­τών και των ημε­ρών, χωρίς να συζη­τά­τε και να επι­κρί­νε­τε τις ιδέ­ες του. Άλλος βέβαια πιστεύ­ει ότι δεν απα­γο­ρεύ­ε­ται να φάει όλα τα φαγη­τά. Ενώ ο αδύ­να­τος στην πίστη τρώ­ει λαχα­νι­κά και απο­φεύ­γει τα άλλα φαγη­τά από το φόβο μήπως μολυν­θεί απ’ αυτά. Εκεί­νος που λόγω της ισχυ­ρό­τε­ρης πίστης του τρώ­ει απ’ όλα τα φαγη­τά, ας μην περι­φρο­νεί ως στε­νο­κέ­φα­λο εκεί­νον που δεν τρώ­ει απ’ όλα. Κι αυτός που δεν τρώ­ει απ’ όλα, ας μην κατα­κρί­νει εκεί­νον που τρώ­ει. Διό­τι κι αυτόν που τρώ­ει απ’ όλα ο Θεός τον προ­σέ­λα­βε στην Εκκλη­σία του. Ποιος είσαι εσύ που κατα­κρί­νεις ξένο δού­λο; Αυτός δεν έχει εσέ­να Κύριο, αλλά τον Θεό. Σε σχέ­ση με τον Κύριό του στέ­κε­ται ή πέφτει πνευ­μα­τι­κά. Μάθε λοι­πόν ότι ενώ εσύ τον κατα­κρί­νεις, αυτός θα στα­θεί στε­ρε­ός στην πίστη. Διό­τι ο Θεός έχει τη δύνα­μη να τον ανορ­θώ­σει και να τον στε­ρε­ώ­σει. 

11 Kαὶ νὰ λάβε­τε ὑπ’ ὄψιν αὐτό, διό­τι γνω­ρί­ζε­τε σὲ ποιό και­ρὸ ζοῦ­με, ὅτι εἶναι ὥρα πλέ­ον νὰ σηκω­θοῦ­με ἀπὸ τὸν ὕπνο. Διό­τι τώρα ἡ σωτη­ρία εἶναι πιὸ κον­τά μας, παρὰ τότε ποὺ πιστεύ­σα­με (διό­τι τώρα εἶναι πιὸ κον­τὰ ἡ δευ­τέ­ρα παρου­σία καὶ ὁ θάνα­τος). 12 Ἡ νύχτα προ­χώ­ρη­σε, ἡ δὲ ἡμέ­ρα πλη­σί­α­σε. Γι’ αὐτὸ ἂς ἀπο­βά­λω­με (σὰν ἄλλα νυκτε­ρι­νὰ ἐνδύ­μα­τα) τὰ ἔργα τοῦ σκό­τους, καὶ ἂς φορέ­σω­με τὰ ὅπλα τοῦ φωτός. 13 Ὅπως ζῇ κανεὶς κατὰ τὴν ἡμέ­ρα ποὺ τὸν βλέ­πουν, ἔτσι νὰ ζήσω­με σεμνά, ὄχι μὲ γλεν­το­κό­πια καὶ μεθύ­σια, ὄχι μὲ ἀκο­λα­σί­ες καὶ ἀσέλ­γειες, ὄχι μὲ φιλο­νι­κί­ες καὶ ἐμπά­θειες. 14 Ἀλλ’ ἐνδυ­θῆ­τε (ὡς πνευ­μα­τι­κὸ ἔνδυ­μα) τὸν Kύριο Ἰησοῦ Xρι­στό, καὶ μὴ φρον­τί­ζε­τε τὴ σάρ­κα γιὰ ἡδο­νὲς καὶ ἀπο­λαύ­σεις.

Tὸν ἀσθε­νῆ δὲ στὴν πίστι (ποὺ κάνει διά­κρι­σι φαγη­τῶν καὶ ἡμε­ρῶν) νὰ δέχε­σθε, χωρὶς νὰ σχο­λιά­ζε­τε τὶς ἀντι­λή­ψεις του. Ἄλλος μὲν πιστεύ­ει, ὅτι μπο­ρεῖ νὰ τρώ­γῃ τὰ πάν­τα, ὁ δὲ ἀσθε­νὴς στὴν πίστι τρώ­γει λάχα­να. Ὅποιος τρώ­γει ἀπ’ ὅλα, ἂς μὴ περι­γε­λᾷ ὅποιον δὲν τρώ­γει. Kαὶ ὅποιος δὲν τρώ­γει, ἂς μὴ κατα­δι­κά­ζῃ ὅποιον τρώ­γει, διό­τι ὁ Θεὸς τὸν ἔκα­νε δικό του. Ποιός εἶσαι σύ, ποὺ κατα­δι­κά­ζεις ξένο δοῦ­λο; Γιὰ τὸν Kύριό του στέ­κε­ται ἢ πέφτει. Kαὶ θὰ στα­θῇ, διό­τι ὁ Θεὸς ἔχει τὴ δύνα­μι νὰ τὸν κάνῃ νὰ στα­θῇ.

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (Ερμη­νεία Περι­κο­πής)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ

«Καὶ τοῦ­το, εἰδό­τες τὸν και­ρόν, ὅτι ὥρα ἡμᾶς ἤδη ἐξ ὕπνου ἐγερ­θῆ­ναι (:Ας κάνου­με λοι­πόν τα έργα αυτά της αγά­πης, ακού­ρα­στοι και χωρίς ανα­βο­λή, γνω­ρί­ζον­τας σε ποιον και­ρό ζού­με. Ζού­με σε επο­χή που απαι­τεί επει­γόν­τως την άσκη­ση της αρε­τής· διό­τι είναι πλέ­ον ώρα να σηκω­θού­με από τον ύπνο της αμέ­λειας, που μας κάνει δυσκο­λο­κί­νη­τους στο καλό)»[Ρωμ.13,11].

Αφού υπέ­δει­ξε όλα όσα έπρε­πε ο Παύ­λος, τους παρα­κι­νεί πάλι προς την εκτέ­λε­ση των αγα­θών από το πιο επεί­γον. «Για­τί ο και­ρός της Κρί­σε­ως», λέγει, «είναι πολύ κον­τά», όπως ακρι­βώς έγρα­φε και στους Κοριν­θί­ους, ότι « καιρς συνε­σταλ­μέ­νος τ λοι­πόν στιν(:ο και­ρός της ζωής αυτής είναι πολύ μικρός και λιγο­στός)»[Α΄Κορ.7,29]· και στους Εβραί­ους πάλι: «τι γρ μικρν σον σον, ρχό­με­νος ξει κα ο χρο­νιε(:Δείξ­τε υπο­μο­νή διό­τι πολύ λίγος χρό­νος μένει ακό­μη και ο Κύριος που περι­μέ­νου­με να έλθει και πάλι, θα έλθει και δεν θα αργή­σει)»[Εβρ.10,37]. Αλλά εκεί τα έλε­γε αυτά για να τονώ­σει εκεί­νους που κοπί­α­ζαν και για να τους παρη­γο­ρή­σει για τους ιδρώ­τες για τους δια­δο­χι­κούς πει­ρα­σμούς, ενώ εδώ για να ξυπνή­σει εκεί­νους που κοι­μούν­ταν· καθό­σον αυτός ο λόγος μας είναι χρή­σι­μος και για τα δύο.

Τι όμως σημαί­νει αυτό που λέγει: «ρα ἡμᾶς ἤδη ἐξ ὕπνου ἐγερ­θῆ­ναι (:Είναι ώρα να σηκω­θού­με από τον ύπνο)»; Δηλα­δή, κον­τά είναι η ανά­στα­ση, κον­τά η φοβε­ρή κρί­ση, κον­τά η ημέ­ρα που καί­γε­ται σαν φούρ­νος, και πρέ­πει πλέ­ον να απαλ­λα­γού­με από την αδια­φο­ρία. «Νῦν γὰρ ἐγγύ­τε­ρον ἡμῶν ἡ σωτη­ρία ἢ ὅτε ἐπι­στεύ­σα­μεν (:Διό­τι τώρα η ημέ­ρα της δευ­τέ­ρας παρου­σί­ας που θα σημά­νει την πλή­ρη απο­λύ­τρω­ση των πιστών, είναι πλη­σιέ­στε­ρη σε μας παρά τότε που πιστέ­ψα­με. Εάν λοι­πόν τότε δεί­ξα­με ζήλο και δρα­στη­ριό­τη­τα, πολύ περισ­σό­τε­ρο πρέ­πει να το δεί­ξου­με και τώρα)»[Ρωμ.13,11]. Βλέ­πεις ότι παρου­σιά­ζει σε αυτούς τώρα την ανά­στα­ση; «Για­τί καθώς περ­νά­ει ο χρό­νος», λέγει, «ξοδεύ­ε­ται ο και­ρός της παρού­σας ζωής, ενώ έρχε­ται πιο κον­τά ο και­ρός της μέλ­λου­σας ζωής. Εάν λοι­πόν είσαι προ­ε­τοι­μα­σμέ­νος και έχεις κάνει όλα όσα διέ­τα­ξε, η ημέ­ρα γίνε­ται για σένα σωτη­ρία, εάν όμως συμ­βαί­νει το αντί­θε­το, δεν είναι ακό­μη».

Στην αρχή όμως δεν προ­τρέ­πει από τα λυπη­ρά, αλλά από τα χρη­στά, για να τους απαλ­λά­ξει και έτσι από τη συμ­πά­θεια για τα παρόν­τα. Στη συνέ­χεια, επει­δή ήταν φυσι­κό να δεί­χνουν περισ­σό­τε­ρη προ­θυ­μία στην αρχή και στο ξεκί­νη­μα, αφού ήταν σφο­δρός ο πόθος τους, αλλά με το πέρα­σμα του χρό­νου να σβή­σει εντε­λώς κάθε ζήλος, λέγει ότι πρέ­πει να κάνουν το αντί­θε­το, να μη χαλα­ρώ­νουν όσο περ­νά­ει ο και­ρός, αλλά να εντεί­νουν περισ­σό­τε­ρο την προ­σπά­θειά τους. Για­τί όσο πλη­σιά­ζει ο βασι­λιάς, τόσο περισ­σό­τε­ρο πρέ­πει να προ­ε­τοι­μα­ζό­μα­στε· όσο περισ­σό­τε­ρο κον­τά είναι το βρα­βείο, τόσο περισ­σό­τε­ρο πρέ­πει να μεγα­λώ­νει η προ­θυ­μία μας για τους αγώ­νες. Για­τί και οι δρο­μείς αυτό κάνουν· όταν φτά­νουν κον­τά στο τέλος του δρό­μου και στην παρα­λα­βή του βρα­βεί­ου, τότε εντεί­νουν περισ­σό­τε­ρο την προ­σπά­θεια. Γι’ αυτό έλε­γε «τώρα είναι πιο κον­τά η σωτη­ρία μας, παρά τότε που πιστέ­ψα­με».

« νξ προ­έ­κο­ψεν, δ μέρα γγι­κεν(:Η ζωή αυτή, που μοιά­ζει με νύχτα σκο­τει­νή, προ­χώ­ρη­σε ενώ η ημέ­ρα της άλλης ζωής πλη­σί­α­σε. Και αν ακό­μη δεν έλθει ο Κύριος σύν­το­μα με την ένδο­ξη Δευ­τέ­ρα Του παρου­σία, έρχε­ται όμως για τον καθέ­να μας με τον θάνα­το. Πλη­σιά­ζει λοι­πόν για τον καθέ­να μας η ημέ­ρα της άλλης ζωής)»[Ρωμ.13,12]. Εάν λοι­πόν αυτή τελειώ­νει, εκεί­νη όμως πλη­σιά­ζει· ας κάνου­με πλέ­ον τα έργα εκεί­νης και όχι τα έργα αυτής. Καθό­σον και στα βιο­τι­κά πράγ­μα­τα αυτό συμ­βαί­νει. Όταν δού­με ότι η νύχτα τρέ­χει προς το χάρα­μα και ακού­σου­με να κελαη­δεί το χελι­δό­νι, ο καθέ­νας μας ξυπνά­ει τον πλη­σί­ον του, αν και βέβαια είναι ακό­μη νύχτα. Αλλά επει­δή ήδη φεύ­γει, βια­ζό­μα­στε λέγον­τας ο ένας στον άλλο ότι ξημέ­ρω­σε, και κάνου­με όλα όσα ανή­κουν στην ημέ­ρα, δηλα­δή ντυ­νό­μα­στε και λυτρω­νό­μα­στε από τα όνει­ρα και απο­μα­κρύ­νου­με από μας τον ύπνο, για να μας βρει προ­ε­τοι­μα­σμέ­νους η ημέ­ρα και για να μην αρχί­σου­με τότε να σηκω­νό­μα­στε από το κρε­βά­τι και τεν­τω­νό­μα­στε, όταν ανα­τέλ­λει ο ήλιος. Αυτά λοι­πόν που κάνου­με εκεί, ας τα κάνου­με και εδώ. Ας απο­βά­λου­με τις φαν­τα­σί­ες, ας απαλ­λα­γού­με από τα όνει­ρα της παρού­σας ζωής, ας απο­θέ­σου­με τον βαθύ ύπνο και ας ντυ­θού­με αντί για ρού­χα την αρε­τή.

Για να δηλώ­σει λοι­πόν όλα αυτά έλε­γε: «ποθώ­με­θα ον τ ργα το σκό­τους κα νδυ­σώ­με­θα τ πλα το φωτός(:Ας απο­θέ­σου­με λοι­πόν σαν νυκτε­ρι­νά ενδύ­μα­τα τα έργα της αμαρ­τί­ας, που γίνον­ται στο σκο­τά­δι, και ας ντυ­θού­με σαν άλλα όπλα τα φωτει­νά έργα της αρε­τής)»[Ρωμ.13,12]. Καθό­σον η ημέ­ρα μάς καλεί για παρά­τα­ξη και μάχη. Αλλά μη φοβη­θείς, ακού­ον­τας για παρά­τα­ξη και μάχη. Για­τί στην υλι­κή πανο­πλία το να οπλί­ζε­ται κανείς είναι βαρύ και ανε­πι­θύ­μη­το, ενώ εδώ ποθη­τό και άξιο ευχής, για­τί τα όπλα είναι του φωτός. Γι’ αυτό και σε φανε­ρώ­νουν πιο λαμ­πρό από την ακτί­να του ήλιου, επει­δή εκπέμ­πουν πολ­λή λάμ­ψη, και σε ασφα­λί­ζουν, για­τί είναι όπλα, και σε κάνουν να λάμ­πεις πάρα πολύ, για­τί είναι όπλα του φωτός. Τι λοι­πόν; Δε χρειά­ζε­ται να πολε­μού­με; Χρειά­ζε­ται να πολε­μού­με, όχι βέβαια να ταλαι­πω­ρού­μα­στε και να κοπιά­ζου­με, για­τί ούτε πόλε­μος είναι αυτός, αλλά χορός και πανη­γύ­ρι. Τέτοια είναι η φύση των όπλων, τέτοια είναι η δύνα­μη του στρα­τη­γού. Και όπως ακρι­βώς ο γαμ­πρός στο­λί­ζε­ται και βγαί­νει από το νυφι­κό δωμά­τιο, έτσι και εκεί­νος που είναι ενι­σχυ­μέ­νος με τα όπλα αυτά. Καθό­σον είναι μαζί και στρα­τιώ­της και γαμ­πρός.

Αφού είπε όμως ότι η ημέ­ρα πλη­σί­α­σε, δεν την αφή­νει να είναι κον­τά, αλλά την παρου­σιά­ζει αμέ­σως· για­τί λέγει: «ς ν μέρ εσχη­μό­νως περι­πα­τή­σω­μεν (:όπως συμ­πε­ρι­φέ­ρε­ται κανείς την ημέ­ρα, που τα βλέμ­μα­τα πολ­λών τον παρα­κο­λου­θούν, έτσι και εμείς ας συμ­πε­ρι­φερ­θού­με με ευπρέ­πεια και σεμνό­τη­τα)»[Ρωμ.13,13]. Τώρα λοι­πόν φθά­νει η ημέ­ρα. Και από εκεί­να που προ­τρέ­πον­ται προ­πάν­των οι πολ­λοί, απ’ αυτά προ­σελ­κύ­ει και αυτούς, δηλα­δή τη σεμνό­τη­τα. Για­τί γίνον­ταν πολύς λόγος σε αυτούς για τη δόξα από τους πολ­λούς. Και δεν είπε «να συμ­πε­ρι­φέ­ρε­στε» αλλά «ας συμ­πε­ρι­φερ­θού­με», για να κάνει ανε­νό­χλη­τη την παραί­νε­ση και ελα­φριά την επί­πλη­ξη.

«Μ κώμοις κα μέθαις(:όχι με άσε­μνα φαγο­πό­τια και μεθύ­σια· όχι για να εμπο­δί­σει το να πίνει κανείς, αλλά το να πίνει υπερ­βο­λι­κά· όχι το να απο­λαμ­βά­νει το κρα­σί, αλλά το να το απο­λαμ­βά­νει με κραι­πά­λη, όπως ακρι­βώς και το επό­με­νο ανα­φέ­ρει με το ίδιο μέτρο λέγον­τας: «μ κοί­ταις κα σελ­γεί­αις (:ούτε με πρά­ξεις αισχρό­τη­τας και ασέλ­γειας)». Και βέβαια δεν καταρ­γεί εδώ τη σαρ­κι­κή μεί­ξη με τις γυναί­κες, αλλά την πορ­νεία.

«Μ ριδι κα ζήλ (:ούτε με φιλο­νι­κί­ες και ζηλο­τυ­πί­ες)»· δηλα­δή σβή­νει τα θανά­σι­μα από τα πάθη, την επι­θυ­μία και τον θυμό. Γι’ αυτό ακρι­βώς δεν καταρ­γεί μόνο αυτά, αλλά και τις πηγές τους. Για­τί τίπο­τε δεν ανά­βει τόσο την επι­θυ­μία και δεν εξά­πτει την οργή, όσο το μεθύ­σι και η κραι­πά­λη. Γι’ αυτό, αφού είπε πρώ­τα: «μ κώμοις κα μέθαις(:όχι με άσε­μνα φαγο­πό­τια και μεθύ­σια)», τότε πρό­σθε­σε: «μ κοί­ταις κα σελ­γεί­αις, μ ριδι κα ζήλ (:ούτε με πρά­ξεις αισχρό­τη­τας και ασέλ­γειας, ούτε με φιλο­νι­κί­ες και ζηλο­τυ­πί­ες)». Και ούτε εδώ στα­μά­τη­σε, αλλά αφού μας έβγα­λε τα πονη­ρά ρού­χα, άκου­σε πώς μας στο­λί­ζει στη συνέ­χεια λέγον­τας: «λλ᾿ νδύ­σα­σθε τν Κύριον ησον Χρι­στόν (:αλλά φορέ­στε σαν ένδυ­μα της ψυχής σας τον Κύριο Ιησού Χρι­στό, ώστε στην όλη ζωή σας να μοιά­σε­τε με Αυτόν)»[Ρωμ.13,14]. Δεν ανέ­φε­ρε πια έργα, αλλά τους παρό­τρυ­νε σε μεγα­λύ­τε­ρο βαθ­μό. Για­τί, όταν τους μιλού­σε για την κακία, ανέ­φε­ρε έργα, αλλά όταν μιλού­σε για την αρε­τή, δεν ανέ­φε­ρε πια έργα, αλλά όπλα, δεί­χνον­τας ότι η αρε­τή οδη­γεί σε κάθε ασφά­λεια εκεί­νον που την έχει και σε κάθε λαμ­πρό­τη­τα. Και ούτε εδώ στα­μά­τη­σε, αλλά οδη­γών­τας τον λόγο στο μεγα­λύ­τε­ρο, που ήταν πολύ πιο τρο­με­ρό, μας δίνει τον ίδιο τον Κύριο ως ένδυ­μα, τον ίδιο τον βασι­λιά. Για­τί εκεί­νος που είναι ντυ­μέ­νος με Αυτόν, έχει ολό­κλη­ρη την αρε­τή.

Όταν όμως λέγει «ντυ­θεί­τε», προ­στά­ζει να ντυ­νό­μα­στε με Αυτόν από παν­τού, όπως ακρι­βώς λέγει αλλού: «Ε δ Χριστς ν μν, τ μν σμα νεκρν δι᾿ μαρ­τί­αν, τ δ πνεμα ζω δι δικαιο­σύ­νην(:Εάν όμως ο Χρι­στός είναι μέσα σας με το Πνεύ­μα Του, τότε, ενώ το σώμα σας υπό­κει­ται στον φυσι­κό θάνα­το εξαι­τί­ας της προ­πα­το­ρι­κής μας αμαρ­τί­ας, η ψυχή όμως που έγι­νε πνευ­μα­τι­κή θα έχει ζωή αιώ­νια λόγω της δικαιώ­σε­ως που μας έδω­σε ο Χρι­στός και της αρε­τής που ήδη απο­κτά με τη χάρη του Θεού)»[Ρωμ.8,10]· και πάλι: «να δη μν κατ τν πλοτον τς δόξης ατο δυνά­μει κρα­ταιωθναι δι το Πνεύ­μα­τος ατο ες τν σω νθρω­πον, κατοικσαι τν Χριστν δι τς πίστε­ως ν τας καρ­δί­αις μν(: και Τον παρα­κα­λώ θερ­μά να σας δώσει σύμ­φω­να με τον πλού­το της δοξα­σμέ­νης και άπει­ρης τελειό­τη­τάς Του, ώστε δια του αγί­ου Πνεύ­μα­τός Του να γεμί­σε­τε με δύνα­μη μέσα σας, στον εσω­τε­ρι­κό σας άνθρω­πο, για να κατοι­κή­σει ο Χρι­στός με την πίστη μέσα στις καρ­διές σας)»[Εφ.3,16–17].

Καθό­σον θέλει να είναι η ψυχή μας κατοι­κία γι΄ Αυτόν και να Τον φορού­με γύρω μας σαν ρού­χο, για να είναι Αυτός σε μας τα πάν­τα από μέσα και από έξω. Για­τί Αυτός είναι το συμ­πλή­ρω­μά μας, αφού η Εκκλη­σία Του «στ τ σμα ατο,τ πλή­ρω­μα το τ πάν­τα ν πσι πλη­ρου­μέ­νου(:η Εκκλη­σία αυτή είναι το σώμα Του, το συμ­πλή­ρω­μα του Χρι­στού ως ανθρώ­που· συμ­πλή­ρω­μα του Χρι­στού, ο οποί­ος ως Θεός γεμί­ζει τα πάν­τα ικα­νο­ποιών­τας όλες τις ανάγ­κες τους, και παρέ­χει σε κάθε δημιούρ­γη­μά Του ό,τι Του χρειά­ζε­ται)»[Εφ.1,23]· και οδός και άνδρας και γαμ­πρός, για­τί λέγει: «ρμο­σά­μην γρ μς ν νδρί, παρ­θέ­νον γνν παραστσαι τ Χριστ(:Σας αρρα­βώ­νια­σα με έναν άνδρα, τον Χρι­στό, για να παρου­σιά­σω τον καθέ­να από εσάς ως παρ­θέ­νο αγνή σε Αυτόν· δηλα­δή να παρου­σιά­σω τις ψυχές σας αγνές και καθα­ρές από κάθε πλά­νη και αμαρ­τία, ενω­μέ­νες με την πίστη και την αγά­πη σε μία πνευ­μα­τι­κή νύμ­φη, της οποί­ας νυμ­φί­ος να είναι ο Χρι­στός)»[Β΄Κορ. 11,2]· και ρίζα και ποτά και τρο­φή και ζωή, «ζ δ οκτι γ(:για­τί δε ζω πια εγώ)», λέγει, «ζ δ ν μο Χριστς(: αλλά ζει μέσα μου ο Χρι­στός)»[Γαλ. 2,20].

Και να είναι επί­σης από­στο­λος και αρχιε­ρέ­ας και διδά­σκα­λος και πατέ­ρας και αδελ­φός και συγ­κλη­ρο­νό­μος και μέτο­χος του τάφου και του σταυ­ρού μας: «Συνε­τά­φη­μεν ον ατ(:για­τί έχου­με ταφεί μαζί Του)», λέγει, και «δι το βαπτί­σμα­τος ες τν θάνα­τον (:έχου­με ενω­θεί μαζί Του με το βάπτι­σμά μας σε ένα θάνα­το σαν τον δικό Του)»[Ρωμ.6,4–5]· και ικέ­της, «πρ Χρι­στο ον πρε­σβεύ­ο­μεν(:για­τί είμα­στε πρε­σβευ­τές του Χρι­στού)»[Β΄Κορ.5,20]· και συνή­γο­ρός μας στον Πατέ­ρα: «ς κα ντυγ­χά­νει πρ μν(: για­τί πραγ­μα­τι­κά μεσι­τεύ­ει για μας)»[Ρωμ. 8,34], λέγει· και σπί­τι και κάτοι­κος: « τρώ­γων μου τν σάρ­κα κα πίνων μου τ αμα ν μο μένει, κγ ν ατ(:Εκεί­νος που τρώ­ει τη σάρ­κα μου και πίνει το αίμα μου, ενώ­νε­ται μαζί μου σ’ ένα σώμα και συνε­πώς μένει μέσα μου και γίνε­ται έτσι μέλος δικό μου˙ κι εγώ μένω μέσα στην ψυχή του, η οποία γίνε­ται ναός μου)»[Ιω.6,56]· και φίλος: «μες φίλοι μού στε, ἐὰν ποιτε σα γ ντέλ­λο­μαι μν (:Εσείς είστε φίλοι μου. Κι εγώ σας δεί­χνω την τέλεια και ανυ­πέρ­βλη­τη αγά­πη μου θυσιά­ζον­τας τη ζωή μου. Και θα εξα­κο­λου­θεί­τε να είστε φίλοι μου, εάν κάνε­τε όσα εγώ σας ζητώ)»[Ιω.15,14]· και θεμέ­λιος και ακρο­γω­νιαί­ος λίθος, και εμείς είμα­στε μέλη του και χωρά­φι και οικο­δο­μή και κλή­μα­τα και συνερ­γά­τες Του.

Και τι δεν θέλει να είναι από μας, για να μας συν­δέ­ει και να μας ενώ­νει μαζί Του με κάθε τρό­πο; Πράγ­μα που είναι γνώ­ρι­σμα εκεί­νου που αγα­πά­ει πάρα πολύ. Να υπα­κούς λοι­πόν, και αφού σηκω­θείς από τον ύπνο να ντυ­θείς τον Χρι­στό, και αφού Τον ντυ­θείς να παρέ­χεις υπά­κουη τη σάρ­κα σου σε Αυτόν. Για­τί αυτό υπαι­νί­χθη­κε λέγον­τας: «Κα τς σαρκς πρό­νοιαν μ ποιεσθε ες πιθυ­μί­ας(:Και μη φρον­τί­ζε­τε για τη σάρ­κα πώς να ικα­νο­ποιεί­τε τις παρά­νο­μες επι­θυ­μί­ες της. Τέτοια πρέ­πει να είναι η συμ­πε­ρι­φο­ρά σας μέσα στην κοι­νω­νία που ζεί­τε)»[Ρωμ.13,14]. Για­τί όπως ακρι­βώς δεν εμπό­δι­σε το ποτό αλλά το μεθύ­σι, ούτε τον γάμο αλλά την ασέλ­γεια, έτσι δεν εμπό­δι­σε τη φρον­τί­δα για τη σάρ­κα, αλλά τη φρον­τί­δα προς ικα­νο­ποί­η­ση των επι­θυ­μιών της, δηλα­δή την υπέρ­βα­ση της ανάγ­κης. Για­τί, το ότι προ­στά­ζει να φρον­τί­ζου­με γι’ αυτή, άκου­σε τι λέγει στον Τιμό­θεο: «Μηκτι δροπτει, ον λγ χρ δι τν στμαχν σου κα τς πυκνς σου σθε­νεας(:Να μην πίνεις πλέ­ον μόνο νερό όταν τρως το φαγη­τό σου, αλλά να χρη­σι­μο­ποιείς και λίγο κρα­σί για το στο­μά­χι σου και τις συχνές αρρώ­στιές σου)»[Α΄Τιμ.5,23]. Έτσι λοι­πόν και εδώ να τη φρον­τί­ζεις, αλλά για την υγεία της και όχι για ασέλ­γεια. Για­τί δεν μπο­ρεί να είναι αυτό πλέ­ον φρον­τί­δα, όταν ανά­βεις τη φλό­γα, όταν κάνεις φοβε­ρό το καμί­νι.

Για να μάθε­τε όμως και πιο καλά, τι τέλος πάν­των σημαί­νει το να φρον­τί­ζει κανείς για τη σάρ­κα προς ικα­νο­ποί­η­ση των επι­θυ­μιών της, και να απο­φύ­γε­τε μία τέτοια φρον­τί­δα, σκε­φτεί­τε τους μεθυ­σμέ­νους, τους κοι­λιό­δου­λους, εκεί­νους που καμα­ρώ­νουν για τα ρού­χα τους, τους ακό­λα­στους, εκεί­νους που ζουν ζωή φιλή­δο­νη και γεμά­τη απο­λαύ­σεις και θα μάθε­τε αυτό που λέχθη­κε. Για­τί εκεί­νοι τα κάνουν όλα, όχι για να υγιαί­νουν, αλλά για να σκιρ­τούν, για να ανά­βουν την επι­θυ­μία.

Εσύ όμως που είσαι ντυ­μέ­νος τον Χρι­στό, αφού περι­κό­ψεις όλα εκεί­να, ένα μόνο να ζητάς, πώς να έχεις υγιή τη σάρ­κα σου. Και μέχρι τόσο φρόν­τι­ζε γι’ αυτήν και όχι πιο πέρα, αλλά όλη την προ­θυ­μία σου να την αφιε­ρώ­νεις στη φρον­τί­δα των πνευ­μα­τι­κών αγα­θών. Έτσι λοι­πόν θα μπο­ρέ­σεις και από τον ύπνο αυτόν να σηκω­θείς, χωρίς να αισθά­νε­σαι βάρος από τις ποι­κί­λες αυτές επι­θυ­μί­ες. Καθό­σον ύπνος είναι η παρού­σα ζωή, και δεν δια­φέ­ρουν καθό­λου από τα όνει­ρα όσα συμ­βαί­νουν σε αυτήν. Και όπως ακρι­βώς εκεί­νοι που κοι­μούν­ται και παρα­μι­λούν και δεν βλέ­πουν πολ­λές φορές τίπο­τε υγιές, έτσι και εμείς, ή μάλ­λον και πολύ χει­ρό­τε­ρα. Για­τί εκεί­νος που έκα­με κάποιες αισχρές πρά­ξεις ή διη­γή­θη­κε ένα όνει­ρο, αφού απαλ­λά­χτη­κε από τον ύπνο, και από την ντρο­πή έχει απαλ­λα­χθεί και δεν τιμω­ρεί­ται· εδώ όμως δεν συμ­βαί­νει το ίδιο, αλλά και η ντρο­πή και η τιμω­ρία είναι αθά­να­τη. Πάλι, όσοι γίνον­ται πλού­σιοι στο όνει­ρο, όταν ξημε­ρώ­σει ελέγ­χον­ται για­τί πλού­τι­σαν τυχαία, ενώ εδώ και πριν έρθει η ημέ­ρα ακο­λου­θεί πολ­λές φορές ο έλεγ­χος, και πριν μετα­βού­με εκεί, τα όνει­ρα αυτά πέτα­ξαν.

Ας απο­τι­νά­ξου­με λοι­πόν τον πονη­ρό αυτόν ύπνο. Για­τί, αν η ημέ­ρα μας πιά­σει να κοι­μό­μα­στε, θα ακο­λου­θή­σει θάνα­τος αιώ­νιος. Αλλά και πριν από την ημέ­ρα εκεί­νη θα είμα­στε ευά­λω­τοι σε όλους τους εχθρούς που προ­έρ­χον­ται από εδώ, και στους ανθρώ­πους και στους δαί­μο­νες· και αν θελή­σουν να μας εξον­τώ­σουν, δεν υπάρ­χει κανείς που θα τους εμπο­δί­σει. Για­τί, αν ήταν πολ­λοί όσοι επα­γρυ­πνού­σαν, δεν θα ήταν τόσο μεγά­λος ο κίν­δυ­νος, επει­δή όμως ένας και ίσως και δεύ­τε­ρος, έχει ανά­ψει λυχνά­ρι και μένει επά­γρυ­πνος, ενώ οι άλλοι κοι­μούν­ται όπως ακρι­βώς στα βαθιά μεσά­νυ­χτα, γι’ αυτό επι­βάλ­λε­ται σε εμάς πολ­λή επα­γρύ­πνη­ση και πολ­λή ασφά­λεια, για να μην πάθου­με ανε­πα­νόρ­θω­τα κακά. Δεν φαί­νε­ται τώρα πως είναι φωτει­νή η ημέ­ρα; Δεν νομί­ζου­με όλοι ότι έχου­με ξυπνή­σει και είμα­στε νηφά­λιοι; Αλλά όμως (ίσως και να περι­γε­λά­σε­τε τον λόγο, εγώ όμως θα τον πω), μοιά­ζου­με όλοι με εκεί­νους που κοι­μούν­ται μέσα στη βαθειά νύχτα και ροχα­λί­ζουν. Και αν υπήρ­χε δυνα­τό­τη­τα να δού­με ουσία ασώ­μα­τη, θα σας έδει­χνα πως οι περισ­σό­τε­ροι ροχα­λί­ζουν, ενώ ο διά­βο­λος τρυ­πά­ει τους τοί­χους και κατα­σφά­ζει όσους κοι­μούν­ται και αφαι­ρεί αυτά που υπάρ­χουν μέσα, κάνον­τας όλα με ασφά­λεια σαν μέσα σε βαθύ σκο­τά­δι. Ή καλύ­τε­ρα, επει­δή και στα μάτια αυτό είναι αδύ­να­το να το δουν, ας το περι­γρά­ψου­με με τον λόγο και ας σκε­φτού­με πόσοι έχουν ενο­χλη­θεί από κακές επι­θυ­μί­ες, πόσοι κατέ­χον­ται από τη φοβε­ρή νάρ­κη της ασέλ­γειας και πόσοι σβή­νουν εντε­λώς το φως του Πνεύ­μα­τος. Γι’ αυτό λοι­πόν βλέ­πουν άλλα αντί άλλων, ακούν άλλα αντί άλλων και δεν προ­σέ­χουν σε τίπο­τε από τα λεγό­με­να εδώ.

Αλλά αν εγώ ψεύ­δο­μαι λέγον­τας αυτά και στά­θη­κες ξυπνη­τός, πες μου, τι έγι­νε εδώ σήμε­ρα, αν δεν άκου­σες αυτά σαν σε όνει­ρο; Και ξέρω βέβαια, ότι θα το πουν μερι­κοί, για­τί δεν τα λέγω αυτά εναν­τί­ον όλων. Αλλά εσύ που είσαι ένο­χος για τα προ­η­γού­με­να, που μπή­κες εδώ ανώ­φε­λα, πες, ποιος προ­φή­της, ποιος από­στο­λος μας μίλη­σε σήμε­ρα και για ποια πράγ­μα­τα. Αλλά δεν μπο­ρείς να πεις, για­τί ασφα­λώς πολ­λά μίλη­σες εδώ σαν σε όνει­ρο, χωρίς να ακού­σεις τα αλη­θι­νά πράγ­μα­τα. Αυτά όμως ας τα πω και στις γυναί­κες, καθό­σον και σε εκεί­νες είναι πολύς ο ύπνος· και είθε να είναι ύπνος. Για­τί όποιος κοι­μά­ται ούτε κακό λέγει ούτε καλό, ενώ όποιος είναι ξυπνη­τός έτσι όπως εσείς, λέγει πολ­λά και για δικό του κακό, μετρών­τας τόκους, κάνον­τας υπο­λο­γι­σμούς δανεί­ων, φέρ­νον­τας στη μνή­μη του αναί­σχυν­το εμπό­ριο, φυτεύ­ον­τας πυκνά τα αγκά­θια στη δική του ψυχή, μην αφή­νον­τας ποτέ τον σπό­ρο ούτε για λίγο να βγει. Αλλά ξύπνη­σε τελεί­ως, και κατά­στρε­ψε από τη ρίζα τα αγκά­θια αυτά και απο­τί­να­ξε τη μέθη· για­τί και από εδώ προ­έρ­χε­ται ο ύπνος. Μέθη όμως δεν εννοώ μόνο του κρα­σιού, αλλά και των βιο­τι­κών φρον­τί­δων, και μαζί με αυτές και τη μέθη που προ­έρ­χε­ται από το κρα­σί.

Και αυτά τα συμ­βου­λεύω όχι μόνο στους πλου­σί­ους, αλλά και στους φτω­χούς και ιδιαί­τε­ρα σε εκεί­νους που κάνουν τα φιλι­κά συμ­πό­σια. Για­τί δεν είναι αυτό από­λαυ­ση ούτε ανά­παυ­ση αλλά ποι­νή και τιμω­ρία. Για­τί από­λαυ­ση δεν είναι να πού­με αισχρά λόγια, αλλά να μιλή­σου­με σεμνά, να χορ­τά­σου­με, όχι να σκά­σου­με. Εάν όμως το νομί­ζεις αυτό ηδο­νή, δεί­ξε μου το βρά­δυ την ηδο­νή. Αλλά δεν μπο­ρείς να τη δεί­ξεις. Και δε λέγω ακό­μη τις βλά­βες που προ­έρ­χον­ται από εδώ, αλλά πρώ­τα σου μιλάω για την ηδο­νή που μαραί­νε­ται αμέ­σως. Για­τί συγ­χρό­νως και το συμ­πό­σιο δια­λύ­ε­ται και η χαρά εξα­φα­νί­ζε­ται. Αλλά όταν ανα­φέ­ρω και τον εμε­τό και τους πονο­κε­φά­λους και τις άπει­ρες αρρώ­στιες και την αιχ­μα­λω­σία της ψυχής, τι θα πεις σε αυτά; Μήπως λοι­πόν, επει­δή είμα­στε φτω­χοί, πρέ­πει να φερό­μα­στε και άσε­μνα; Και τα λέγω αυτά όχι για να εμπο­δί­σω να συγ­κεν­τρώ­νε­στε, ούτε να κάνε­τε κοι­νά δεί­πνα, αλλά για να εμπο­δί­σω να φέρε­στε άσε­μνα, και για­τί θέλω η από­λαυ­ση να είναι πραγ­μα­τι­κή από­λαυ­ση, και να μην είναι ποι­νή ούτε τιμω­ρία και μέθη και δια­σκέ­δα­ση. Ας πλη­ρο­φο­ρη­θούν οι εθνι­κοί ότι οι Χρι­στια­νοί προ­πάν­των ξέρουν να δια­σκε­δά­ζουν, και να δια­σκε­δά­ζουν με σεμνό­τη­τα. «Δου­λεύ­σα­τε τ Κυρί ν φόβ(:Υπη­ρε­τεί­στε τον Κύριο με φόβο)», λέγει, «κα γαλ­λισθε ατ ν τρόμ(:για να δοκι­μά­σε­τε στην καρ­διά σας την αγαλ­λί­α­ση, που φέρει η ευλά­βεια προς τον Θεό και ο φόβος, μήπως τυχόν Τον παρορ­γί­σε­τε με κάποιαν αμαρ­τία σας)»[Ψαλμ. 2,11]. Και πώς είναι δυνα­τό να χαι­ρό­μα­στε; Λέγον­τας ύμνους, κάνον­τας προ­σευ­χές, εισά­γον­τας ψαλ­μούς στη θέση των αισχρών εκεί­νων ασμά­των.

Έτσι και ο Χρι­στός θα παρα­βρε­θεί στο τρα­πέ­ζι και θα γεμί­σει με ευλο­γία όλη την ευω­χία, όταν προ­σεύ­χε­σαι, όταν τρα­γου­δάς πνευ­μα­τι­κά, όταν προ­σκα­λείς φτω­χούς στη συμ­με­το­χή των προ­σφε­ρο­μέ­νων φαγη­τών, όταν επι­βάλ­λεις μεγά­λη πει­θαρ­χία και σεμνό­τη­τα στο συμ­πό­σιο. Έτσι και εκκλη­σία θα κάνεις το φαγο­πό­τι υμνών­τας τον Κύριο όλων στη θέση των άκαι­ρων κραυ­γών και επαί­νων. Και μη μου λέγεις ότι επι­κρά­τη­σε άλλος νόμος, αλλά διόρ­θω­νε τα βρι­σκό­με­να σε κακή κατά­στα­ση. «Ετε ον σθί­ε­τε(: Είτε λοι­πόν τρώ­τε)», λέγει, «ετε πίνε­τε ετε τι ποιετε, πάν­τα ες δόξαν Θεο ποιετε(:είτε πίνε­τε είτε κάνε­τε οτι­δή­πο­τε άλλο, όλα για τη δόξα του Θεού να τα κάνε­τε)»[Α΄ Κορ. 10,31]. Καθό­σον από τέτοια τρα­πέ­ζια προ­έρ­χον­ται σε σας οι κακές επι­θυ­μί­ες, από εδώ οι ασέλ­γειες, από εδώ οι γυναί­κες σας είναι σε περι­φρό­νη­ση, ενώ οι πόρ­νες σε τιμή από μέρους σας· από εδώ η διά­λυ­ση στις οικο­γέ­νειες, και τα άπει­ρα κακά, και όλα έγι­ναν άνω-κάτω, και αφού αφή­σα­τε την καθα­ρή πηγή, τρέ­χε­τε στο αυλά­κι του βούρ­κου. Το ότι βέβαια το σώμα της πόρ­νης είναι βούρ­κος, δεν ερω­τώ κανέ­ναν άλλο, αλλά εσέ­να τον ίδιο που κυλιέ­σαι στο βούρ­κο, αν δεν ντρέ­πε­σαι τον εαυ­τό σου, αν δε νομί­ζεις πως είσαι ακά­θαρ­τος μετά την αμαρ­τία.

Γι’ αυτό, σας παρα­κα­λώ, απο­φεύ­γε­τε την πορ­νεία και τη μητέ­ρα της τη μέθη. Για­τί σπέρ­νεις όπου δεν είναι δυνα­τό να θερί­σεις ή μάλ­λον και αν ακό­μη θερί­σεις, σου φέρ­νει πολ­λή ντρο­πή ο καρ­πός; Για­τί και αν ακό­μη γεν­νη­θεί παι­δί, και σένα ντρό­πια­σε και αυτό έχει αδι­κη­θεί εξαι­τί­ας σου, αφού γεν­νιέ­ται νόθο και με κακή κατα­γω­γή. Και αν ακό­μη του αφή­σεις άπει­ρα χρή­μα­τα, περι­φρο­νη­μέ­νος στο σπί­τι, περι­φρο­νη­μέ­νος στην πόλη, περι­φρο­νη­μέ­νος στο δικα­στή­ριο είναι και εκεί­νος που γεν­νιέ­ται από πόρ­νη και εκεί­νος που γεν­νιέ­ται από δού­λη. Αλλά και εσύ πάλι περι­φρο­νη­μέ­νος είσαι, και όταν ζεις και όταν έχεις πεθά­νει· για­τί, και αν ακό­μη πεθά­νεις, μένουν οι ανα­μνή­σεις της αισχρής πρά­ξε­ώς σου. Για­τί λοι­πόν τα καταν­τρο­πιά­ζεις όλα; Για­τί σπέρ­νεις όπου η γη προ­σπα­θεί να κατα­στρέ­ψει τον καρ­πό; Όπου είναι πολ­λά τα άγο­να μέρη; Όπου πριν από τη γέν­νη­ση υπάρ­χει φόνος; Καθό­σον και την πόρ­νη δεν την αφή­νεις να παρα­μεί­νει πόρ­νη μόνο, αλλά την κάνεις και δολο­φό­νο. Είδες πορ­νεία από τη μέθη, μοι­χεία από την πορ­νεία, φόνο από τη μοι­χεία; Ή μάλ­λον και κάτι χει­ρό­τε­ρο από τον φόνο, για­τί δεν μπο­ρώ πώς να το ονο­μά­σω αυτό. Για­τί δεν το σκο­τώ­νει αφού γεν­νη­θεί, αλλά και να γεν­νη­θεί το εμπο­δί­ζει. Για­τί λοι­πόν περι­φρο­νείς και τη δωρεά του Θεού, και πολε­μάς τους νόμους Του, και αυτό που είναι κατά­ρα, το επι­διώ­κεις εσύ σαν ευλο­γία, και το ταμείο της γεν­νή­σε­ως το κάνεις ταμείο σφα­γής, και τη γυναί­κα που δόθη­κε σε σένα για τη γέν­νη­ση των παι­διών την προ­ε­τοι­μά­ζεις για φόνο; Για­τί για να είναι πάν­το­τε στους ερα­στές ευχά­ρι­στη και ποθη­τή και για να συγ­κεν­τρώ­σει περισ­σό­τε­ρα χρή­μα­τα ούτε αυτό δεν απο­φεύ­γει να κάνει, μαζεύ­ον­τας από εδώ πολ­λή φωτιά πάνω στο κεφά­λι σου. Για­τί, αν και το τόλ­μη­μα είναι δικό της, όμως η αιτία γίνε­ται δική σου.

Από εδώ προ­έρ­χον­ται οι ειδω­λο­λα­τρί­ες. Για­τί πολ­λές, για να γίνουν θελ­κτι­κές, επι­νο­ούν και ξόρ­κια και σπου­δές και μαγι­κά ερω­τι­κά μέσα και άπει­ρα άλλα. Αλλά όμως ύστε­ρα από τόσο μεγά­λη ασχη­μο­σύ­νη, ύστε­ρα από φόνους, ύστε­ρα από ειδω­λο­λα­τρί­ες, στους πολ­λούς το πράγ­μα φαί­νε­ται πως είναι αδιά­φο­ρο, μολο­νό­τι πολ­λοί έχουν και γυναί­κες. Εδώ είναι και περισ­σό­τε­ρο το μέγε­θος των κακών. Για­τί και μαγεί­ες προ­κα­λούν­ται στη συνέ­χεια, όχι στην κοι­λιά της πόρ­νης, αλλά στην αδι­κη­μέ­νη γυναί­κα, και χίλιες επι­βου­λές, και επι­κλή­σεις δαι­μό­νων, και νεκρο­μαν­τεί­ες, και καθη­με­ρι­νοί πόλε­μοι και άγριες μάχες και καθη­με­ρι­νές φιλο­νι­κί­ες. Γι’ αυτό και ο Παύ­λος αφού είπε «όχι με ακο­λα­σί­ες και ασέλ­γειες», πρό­σθε­σε, «όχι με έρι­δες και ζηλο­τυ­πί­ες», επει­δή γνώ­ρι­ζε τους πολέ­μους που προ­έρ­χον­ται από εδώ, τη διά­λυ­ση των οικο­γε­νειών, τις αδι­κί­ες των ευγε­νών παι­διών, τα άπει­ρα κακά.

Για να απο­φύ­γου­με λοι­πόν όλα αυτά, ας ντυ­θού­με τον Χρι­στό και ας είμα­στε παν­το­τι­νά μαζί Του. Επει­δή και αυτό σημαί­νει ντύ­σι­μο, το να μην Τον εγκα­τα­λεί­ψου­με ποτέ, το να φαί­νε­ται από παν­τού Αυτός μέσα μας με την αγιο­σύ­νη μας, με την αγα­θό­τη­τά μας. Έτσι και στους φίλους λέμε «ο τάδε ντύ­θη­κε τον τάδε» εννο­ών­τας τη μεγά­λη αγά­πη και την αδιά­κο­πη συνα­να­στρο­φή. Για­τί εκεί­νος που ντύ­θη­κε, φαί­νε­ται εκεί­νο, εκεί­νο που έχει ντυ­θεί.

Ας φαί­νε­ται λοι­πόν από παν­τού μέσα μας ο Χρι­στός. Και πώς θα φαί­νε­ται; Εάν κάνεις τα δικά Του. Και τι έκα­με Εκεί­νος; « υἱὸς το νθρώ­που οκ χει πο τν κεφαλν κλίν(: Ο υιός του ανθρώ­που [δηλα­δή εγώ που γεν­νή­θη­κα χωρίς πατέ­ρα αλλά μόνον από την Παρ­θέ­νο και είμαι ο κατε­ξο­χήν άνθρω­πος, γνω­στός από την υπό­σχε­ση του Θεού προς τον Αδάμ] δεν έχει πού να ακουμ­πή­σει το κεφά­λι του. Μην περι­μέ­νεις λοι­πόν κι εσύ σωμα­τι­κές ανέ­σεις και ανα­παύ­σεις, αλλά πάρε τις απο­φά­σεις σου γνω­ρί­ζον­τας από πριν ότι η ζωή των πιστών μου είναι γεμά­τη από στε­ρή­σεις και θυσί­ες όπως η δική μου)»,λέγει[Λουκ.9,58]. Αυτόν και συ να μιμη­θείς. Έπρε­πε να ζει απο­λαμ­βά­νον­τας φαγη­τό, και έτρω­γε κρι­θα­ρέ­νια ψωμιά. Χρεια­ζό­ταν να ταξι­δέ­ψει, και που­θε­νά δεν υπήρ­χαν άλο­γα και υπο­ζύ­για, αλλά τόσο πολύ βάδι­ζε, ώστε και να κου­ρα­στεί. Χρεια­ζό­ταν να κοι­μη­θεί και σε προ­σκέ­φα­λο ξάπλω­νε πάνω στην πλώ­ρη του πλοί­ου. Χρεια­ζό­ταν να καθί­σουν για φαγη­τό, και διέ­τασ­σε να ξαπλώ­σουν επά­νω στο χορ­τά­ρι. Αλλά και τα ρού­χα του ήταν ευτε­λή· και σε πολ­λές περι­πτώ­σεις έμε­νε μόνος Του, χωρίς να φέρ­νει κανέ­να μαζί του. Και αφού μάθεις όλα όσα έγι­ναν στο σταυ­ρό και τις ύβρεις και γενι­κά όλα να τα μιμη­θείς. Και έτσι ντύ­θη­κες τον Χρι­στό, αν δε φρον­τί­ζεις για τη σάρ­κα προς ικα­νο­ποί­η­ση των επι­θυ­μιών της. Για­τί ούτε ευχα­ρί­στη­ση έχει το πράγ­μα. Καθό­σον οι επι­θυ­μί­ες αυτές γεν­νούν πάλι άλλες δρι­μύ­τε­ρες, και ποτέ δε θα χορ­τά­σεις, αλλά θα προ­κα­λέ­σεις μεγά­λη δοκι­μα­σία στον εαυ­τό σου. Για­τί, όπως ακρι­βώς εκεί­νος που διψά­ει διαρ­κώς και αν ακό­μη έχει κον­τά του άπει­ρες πηγές, τίπο­τε δεν κερ­δί­ζει από εδώ, αφού δεν μπο­ρεί να σβή­σει το πάθος του, έτσι και εκεί­νος που ζει διαρ­κώς με επι­θυ­μί­ες.

Εάν όμως βρί­σκε­σαι μέσα στη στέ­ρη­ση, ποτέ δε θα δεχθείς αυτόν τον πυρε­τό, αλλά όλα εκεί­να θα φύγουν, και η μέθη και οι ασέλ­γειες. Τόσο λοι­πόν να τρως όσο να στα­μα­τή­σεις την πεί­να, τόσο να ντύ­νε­σαι όσο να σκε­πά­ζε­σαι μόνο, και να μη στο­λί­ζεις με ρού­χα τη σάρ­κα, για να μην την κατα­στρέ­ψεις. Καθό­σον και πιο αδύ­να­τη την κάνεις και την υγεία της βλά­πτεις, αφού την αδυ­να­τί­ζεις με πολ­λή ανο­η­σία. Για να την έχεις λοι­πόν καλό όχη­μα της ψυχής, για να κάθε­ται με ασφά­λεια ο κυβερ­νή­της στο τιμό­νι και για να μετα­χει­ρί­ζε­ται με ευκο­λία ο στρα­τιώ­της τα όπλα, κάνε τα όλα όπως πρέ­πει. Για­τί δε μας κάνει ακα­τα­νί­κη­τους το να έχου­με πολ­λά, αλλά το να χρεια­ζό­μα­στε λίγα. Για­τί εκεί­νος, και αν ακό­μη δεν αδι­κη­θεί, φοβά­ται, ενώ αυτός, και αν ακό­μη αδι­κη­θεί, θα είναι σε καλύ­τε­ρη κατά­στα­ση από εκεί­νους που δεν έχουν αδι­κη­θεί, και γι’ αυτό θα βρί­σκε­ται και σε περισ­σό­τε­ρη ευθυ­μία.

Ας μην επι­ζη­τού­με λοι­πόν αυτό, πώς δηλα­δή να μη μας βλά­ψει κανείς, αλλά πώς, και αν ακό­μη θέλει να μας βλά­πτει, να μην μπο­ρεί. Και αυτό από που­θε­νά αλλού δε θα συμ­βεί, παρά μόνο από το να ανε­χό­μα­στε τη στέ­ρη­ση και να μην επι­θυ­μού­με περισ­σό­τε­ρα. Για­τί έτσι και εδώ θα μπο­ρέ­σου­με να ζήσου­με μία ζωή γεμά­τη απο­λαύ­σεις, και τα μελ­λον­τι­κά αγα­θά θα επι­τύ­χου­με, με τη χάρη και τη φιλαν­θρω­πία του Κυρί­ου μας Ιησού Χρι­στού, μέσω του οποί­ου και μαζί με τον οποίο στον Πατέ­ρα και συγ­χρό­νως στο Άγιο Πνεύ­μα ανή­κει η δόξα, στους αιώ­νες των αιώ­νων. Αμήν.

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

ΟΜΙΛΙΑ ΚΣΤ΄[επι­λεγ­μέ­νο από­σπα­σμα]

«Τν δ σθε­νοντα τ πίστει προ­σλαμ­βά­νε­σθε, μ ες δια­κρί­σεις δια­λο­γι­σμν. ς μν πιστεύ­ει φαγεν πάν­τα, δ σθενν λάχα­να σθί­ει (: Υπάρ­χουν όμως και μερι­κοί Χρι­στια­νοί αδύ­να­τοι στην πίστη. Να λοι­πόν ποια πρέ­πει να είναι και προς αυτούς η συμ­πε­ρι­φο­ρά σας: Να δέχε­στε με καλο­σύ­νη εκεί­νον που είναι αδύ­να­τος στην πίστη και εξαρ­τά τη σωτη­ρία του και από τη διά­κρι­ση των φαγη­τών και των ημε­ρών, χωρίς να συζη­τά­τε και να επι­κρί­νε­τε τις ιδέ­ες του. Άλλος βέβαια πιστεύ­ει ότι δεν απα­γο­ρεύ­ε­ται να φάει όλα τα φαγη­τά, ενώ ο αδύ­να­τος στην πίστη τρώ­ει λαχα­νι­κά και απο­φεύ­γει τα άλλα φαγη­τά από φόβο μήπως μολυν­θεί από αυτά)»[Ρωμ.14,1–2].

Γνω­ρί­ζω ότι αυτό που ειπώ­θη­κε είναι ακα­τα­νόη­το στους πολ­λούς. Γι’ αυτό πρέ­πει πρώ­τα να πω την υπό­θε­ση όλου του χωρί­ου αυτού και τι θέλον­τας να κατορ­θώ­σει, τα γρά­φει αυτά. Τι λοι­πόν θέλει να διορ­θώ­σει; Υπήρ­χαν πολ­λοί από τους πιστούς που προ­έρ­χον­ταν από τους Ιου­δαί­ους, οι οποί­οι προ­σκολ­λη­μέ­νοι στη συνεί­δη­ση του μωσαϊ­κού νόμου και ύστε­ρα στην πίστη, φύλα­γαν ακό­μη τη διά­κρι­ση των φαγη­τών, χωρίς να τολ­μούν ακό­μη να απο­μα­κρυν­θούν ορι­στι­κά από τον νόμο. Έπει­τα, για να μη γίνουν αντι­λη­πτοί, απο­φεύ­γον­τας μόνο το χοι­ρι­νό κρέ­ας, απέ­φευ­γαν στο εξής όλα τα κρέ­α­τα και έτρω­γαν μόνο λάχα­να, ώστε να φανεί αυτό που γινό­ταν ότι είναι μάλ­λον νηστεία και όχι τήρη­ση του νόμου. Άλλοι πάλι ήταν τελειό­τε­ροι, χωρίς να κάνουν κάποια παρό­μοια διά­κρι­ση, οι οποί­οι γίνον­ταν ενο­χλη­τι­κοί και δυσά­ρε­στοι σε εκεί­νους που τηρού­σαν αυτά, επι­τι­μών­τας, κατη­γο­ρών­τας, προ­κα­λών­τας στε­νο­χώ­ρια.

Φοβού­με­νος λοι­πόν ο μακά­ριος Παύ­λος, μήπως,θέλοντας να κατορ­θώ­σουν κάτι μικρό, ανα­τρέ­ψουν το παν, και προ­σπα­θών­τας να τους οδη­γή­σουν στην αδια­φο­ρία των φαγη­τών, τους κάνουν να χάσουν και την πίστη τους, και, σπεύ­δον­τας να διορ­θώ­σουν το παν πριν από τον κατάλ­λη­λο και­ρό, προ­κα­λέ­σουν ζημία στα καί­ρια, κλο­νί­ζον­τας αυτούς από την ομο­λο­γία στον Χρι­στό με το να τους επι­τι­μούν συνέ­χεια, και μεί­νουν έτσι αδιόρ­θω­τοι και στα δύο, βλέ­πε πόση σύνε­ση χρη­σι­μο­ποιεί και πώς φρον­τί­ζει και για τα δύο μέρη με τη συνη­θι­σμέ­νη σε αυτόν σοφία. Για­τί ούτε τολ­μά­ει να πει σε εκεί­νους που επι­τι­μού­σαν ότι «ενερ­γεί­τε κακώς», για να μη φανεί ότι υπο­στη­ρί­ζει εκεί­νους στην τήρη­ση του νόμου, ούτε πάλι ότι «κάνε­τε καλά» για να μην κάνει πιο σφο­δρούς τους κατή­γο­ρους, αλλά επι­τι­μά­ει με σύνε­ση. Και φαί­νε­ται βέβαια ότι επι­τι­μά­ει τους πιο δυνα­τούς πνευ­μα­τι­κά, αλλά όμως το παν του λόγου του προς αυτούς, το στρέ­φει προς εκεί­νους. Για­τί αυτή η διόρ­θω­ση προ­πάν­των ενο­χλεί λιγό­τε­ρο, όταν κανείς, στρέ­φον­τας σε άλλον τον λόγο, χτυ­πά­ει άλλον. Για­τί ούτε εκεί­νον που επι­τι­μά­ται τον αφή­νει να φτά­σει σε θυμό και παράλ­λη­λα, χωρίς να γίνε­ται αντι­λη­πτό, ρίχνει το φάρ­μα­κο της διορ­θώ­σε­ως.

Πρό­σε­χε λοι­πόν πώς το κάνει αυτό με σύνε­ση και στην κατάλ­λη­λη στιγ­μή. Για­τί, αφού είπε: «Τς σαρκς πρό­νοιαν μ ποιεσθε ες πιθυ­μί­ας(:Να μη φρον­τί­ζε­τε για τη σάρ­κα, πώς να ικα­νο­ποιεί­τε τις παρά­νο­μες επι­θυ­μί­ες της)»[Ρωμ.13,14], τότε φέρει τον λόγο σε αυτούς, για να μη φανεί ότι μιλά­ει υπε­ρα­σπί­ζον­τας εκεί­νους που επι­τι­μούν και προ­τρέ­πουν να τρώ­νε από όλα τα φαγη­τά· καθό­σον το αδύ­να­το μέρος πάν­το­τε χρειά­ζε­ται περισ­σό­τε­ρη φρον­τί­δα. Γι’ αυτό και προς το ισχυ­ρό μέρος αμέ­σως απευ­θύ­νε­ται, λέγον­τας αυτό: «Τν δ σθε­νοντα τ πίστει (:Εκεί­νον όμως που είναι αδύ­να­τος στην πίστη)». Είδες το πρώ­το χτύ­πη­μα που δόθη­κε αμέ­σως σε εκεί­νον; Για­τί λέγον­τας «εκεί­νον που είναι αδύ­να­τος», έδει­ξε πως αυτός είναι άρρω­στος. Έπει­τα προ­σθέ­τει δεύ­τε­ρο χτύ­πη­μα, λέγον­τας «να τον δέχε­στε». Δεί­χνει λοι­πόν πάλι πως χρειά­ζε­ται πολ­λή φρον­τί­δα, πράγ­μα που είναι δείγ­μα της χει­ρό­τε­ρης αρρώ­στιας. «Αλλά όχι για συζη­τή­σεις ιδε­ών». Να και τρί­το χτύ­πη­μα πρό­σθε­σε. Για­τί από εδώ φανε­ρώ­νει ότι τέτοιο είναι το αμάρ­τη­μά του, ώστε να δια­κρί­νον­ται και εκεί­νοι που δεν κάνουν τα ίδια αμαρ­τή­μα­τα με αυτόν, αλλά που όμως είναι φίλοι με αυτόν και «επι­τρέ­πε­ται να φάει όλα τα φαγη­τά», ανα­κη­ρύσ­σον­τας αυτόν από την πίστη, «ενώ ο αδύ­να­τος στην πίστη τρώ­ει λάχα­να», κακί­ζον­τας και αυτόν πάλι από την αδυ­να­μία του.

Στη συνέ­χεια, επει­δή έδω­σε καί­ριο το χτύ­πη­μα, παρη­γο­ρεί πάλι αυτόν, λέγον­τας αυτά: « σθί­ων τν μ σθί­ον­τα μ ξου­θε­νεί­τω (:Εκεί­νος που λόγω της ισχυ­ρό­τε­ρης πίστης του τρώ­ει από όλα τα φαγη­τά, ας μην περι­φρο­νεί ως στε­νο­κέ­φα­λο εκεί­νον που δεν τρώ­ει απ’ όλα)»[Ρωμ.14,3]. Δεν είπε: «ας αφή­νει», δεν είπε: «ας μην κατη­γο­ρεί», δεν είπε: «ας μη διορ­θώ­νει», αλλά «ας μην τον περι­παί­ζει», «ας μην τον περι­φρο­νεί», για να δεί­ξει ότι έκα­ναν πράγ­μα άξιο πολ­λού γέλω­τος.

Σε αυτόν όμως δεν λέει έτσι, αλλά πώς; « μ σθί­ων τν σθί­ον­τα μ κρι­νέ­τω (:Αυτός που δεν τρώ­ει απ΄όλα, ας μην κατα­κρί­νει εκεί­νον που τρώ­ει)»[Ρωμ. 14,3]. Για­τί όπως ακρι­βώς οι τελειό­τε­ροι στην πίστη τούς υπο­τι­μού­σαν σαν ολι­γό­πι­στους κα ύπου­λους και νόθους και ιου­δα­ΐ­ζον­τες ακό­μη, έτσι εκεί­νοι έκρι­ναν αυτούς σαν παρά­νο­μους ή σαν λαί­μαρ­γους· απ’ αυτούς πολ­λοί ήταν φυσι­κό να είναι και από τους εθνι­κούς. Γι’ αυτό και πρό­σθε­σε: « Θες γρ ατν προ­σε­λά­βε­το(:διό­τι κι αυτόν που τρώ­ει απ’ όλα ο Θεός τον προ­σέ­λα­βε στην Εκκλη­σία Του)»[Ρωμ.14,3]. Σε εκεί­νον όμως δεν το είπε αυτό· αν και βέβαια η περι­φρό­νη­ση ανή­κε σε εκεί­νον που έτρω­γε, επει­δή ήταν ολι­γό­πι­στος. Αλλά αντάλ­λα­ξε αυτά, για να δεί­ξει ότι όχι μόνο δεν είναι άξιος περι­φρο­νή­σε­ως, αλλά και μπο­ρεί να κατη­γο­ρεί. «Αλλά», λέγει, «και εγώ τον κατα­κρί­νω;». Καθό­λου. Για­τί γι’ αυτό πρό­σθε­σε ότι «ο Θεός τον δέχτη­κε».

Για­τί λοι­πόν κατα­κρί­νεις αυτόν για τον νόμο ότι τάχα τον παρα­βαί­νει; « Θεὸς γὰρ αὐτὸν προ­σε­λά­βε­το (:διό­τι κι αυτόν που τρώ­ει απ’ όλα ο Θεός τον προ­σέ­λα­βε στην Εκκλη­σία Του)». Δηλα­δή έδει­ξε γι’ αυτόν την απε­ρί­γρα­πτη χάρη Του και τον απάλ­λα­ξε από όλες τις κατη­γο­ρί­ες. Έπει­τα πάλι προς τον ισχυ­ρό λέει: «Σ τίς ε κρί­νων λλό­τριον οκέτην; (:Ποιος είσαι εσύ που κατα­κρί­νεις ξένο δού­λο;)». Επο­μέ­νως είναι φανε­ρό ότι και εκεί­νοι τους κατέ­κρι­ναν, και όχι μόνο τους περι­φρο­νού­σαν. «Τ δί Κυρί στή­κει πίπτει· στα­θή­σε­ται δέ· δυνατς γάρ στιν Θες στσαι ατόν (:Αυτός δεν έχει εσέ­να Κύριο, αλλά τον Θεό. Σε σχέ­ση με τον Κύριό Του στέ­κε­ται ή πέφτει πνευ­μα­τι­κά· μάθε λοι­πόν ότι ενώ εσύ τον κατα­κρί­νεις, αυτός θα στα­θεί στε­ρε­ός στην πίστη· διό­τι ο Θεός έχει τη δύνα­μη να τον ανορ­θώ­σει και να τον στε­ρε­ώ­σει)»[Ρωμ.14,4]. Να πάλι άλλο πλήγ­μα. Και φαί­νε­ται βέβαια ότι η αγα­νά­κτη­ση είναι εναν­τί­ον του ισχυ­ρού, αλλά απευ­θύ­νε­ται προς εκεί­νον. Για­τί όταν λέει: «Μάθε λοι­πόν ότι ενώ εσύ τον κατα­κρί­νεις, αυτός θα στα­θεί στε­ρε­ός στην πίστη˙ διό­τι ο Θεός έχει τη δύνα­μη να τον ανορ­θώ­σει και να τον στε­ρε­ώ­σει)», δεί­χνει ότι κλο­νί­ζε­ται ακό­μη και ότι χρειά­ζε­ται πολ­λή προ­σο­χή και τόσο μεγά­λη φρον­τί­δα, ώστε να καλεί τον Θεό ιατρό σε αυτά· «για­τί ο Θεός», λέγει, «έχει τη δύνα­μη να τον κάνει να στα­θεί», πράγ­μα που το λέμε για εκεί­νους που είναι υπερ­βο­λι­κά απελ­πι­σμέ­νοι.

Στη συνέ­χεια, για να μην απελ­πι­στεί, τον απο­κα­λεί και υπη­ρέ­τη παρό­λο που είναι αδύ­να­τος, λέγον­τας: «Σὺ τίς εἶ ὁ κρί­νων ἀλλό­τριον οἰκέ­την;(:Ποιος είσαι εσύ που κατα­κρί­νεις ξένο υπη­ρέ­τη;)»[Ρωμ.14,4]. Και εδώ πάλι αυτόν επι­τι­μά κρυ­φά. «Όχι για­τί κάνει πράγ­μα­τα άξια μη κατα­κρί­σε­ως, και γι’ αυτό προ­τρέ­πω να μην κατα­κρί­νε­ται, αλλά για­τί είναι ξένος υπη­ρέ­της»· δηλα­δή «δεν είναι δικός σου, αλλά του Θεού».

Στη συνέ­χεια, παρη­γο­ρών­τας αυτόν πάλι, δεν είπε ότι «πέφτει», αλλά τι; «Στέ­κε­ται ή πέφτει». Είτε συμ­βαί­νει το ένα είτε το άλλο, τον Κύριο ενδια­φέ­ρουν αυτά τα δύο˙ καθό­σον και η ζημία εκεί πηγαί­νει, όταν πέσει, όπως ακρι­βώς βέβαια και ο πλού­τος, όταν στέ­κε­ται. Αυτά βέβαια, αν δεν κατα­νο­ή­σου­με τον σκο­πό πάλι του Παύ­λου, που θέλει να μην επι­τι­μών­ται αυτοί πριν από τον κατάλ­λη­λο και­ρό, είναι πάρα πολύ ανά­ξια για τη φρον­τί­δα που ται­ριά­ζει στους Χρι­στια­νούς. Αλλά, πράγ­μα που πάν­το­τε λέγω, πρέ­πει να εξε­τά­ζου­με την πρό­θε­ση με την οποία λέγον­ται, και την αφορ­μή για την οποία λέγον­ται, και τι προ­σπα­θών­τας να επι­τύ­χει τα λέγει. Και δεν επέ­πλη­ξε λίγο λέγον­τας αυτό. «Για­τί αν ο Θεός», λέγει, «που υφί­στα­ται τη ζημία, δεν κάνει τίπο­τε πρώ­τα, πώς δεν θα ήσουν άκαι­ρος εσύ και περισ­σό­τε­ρο από το μέτρο περί­ερ­γος, στε­νο­χω­ρών­τας και ενο­χλών­τας αυτόν;».

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-ad-romanos.pdf

  • Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, Υπό­μνη­μα στην Προς Ρωμαί­ους επι­στο­λήν , πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1985, τόμος 17, ομι­λί­ες ΚΕ΄και ΚΣΤ΄, σελί­δες 527–555.

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ”)

Νύχτα ἡμέ­ρα

«Ἡ νὺξ προ­έ­κο­ψεν, ἡ δὲ ἡμέ­ρα ἤγγι­κεν. Απο­θώ­με­θα οὖν τὰ ἔργα τοῦ σκό­τους καὶ ἐνδυ­σώ­με­θα τὰ ὅπλα τοῦ φωτός» (Ρωμ. 13,12)

ΜΑΣ ΦΩΝΑΖΕΙ, ἀγα­πη­τοί μου, μᾶς φωνά­ζει σήμε­ρα ὁ Από­στο­λος Αδέλ­φια μου, τί κοι­μᾶ­στε; Ἡ νύχτα προ­χώ­ρη­σε. Ἡ μέρα πλη­σί­α­σε. Ξυπνῆ­στε. Ντυ­θῆ­τε καὶ ἑτοι­μα­στῆ­τε γιὰ τὴν και­νούρ­για μέρα. Αὐτὸ φωνά­ζει σήμε­ρα ὁ Ἀπό­στο­λος. Ὅποιος τὸν ἀκού­ει θὰ νομί­ζῃ, ὅτι ὁ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος μιλά­ει γιὰ πράγ­μα­τα φυσι­κὰ ποὺ ὅλοι ξέρου­με. Για­τί ποιός δεν ξέρει τί θὰ πῇ νύχτα καὶ τί θὰ πῇ μέρα; Νυχτώ­νει, ξημε­ρώ­νει εἶνε λέξεις ποὺ τις λέμε κάθε μέρα ὅλοι. Ἡ μέρα φεύ­γει, ἡ νύχτα ἔρχε­ται. Ἔτσι κυλά­ει ὁ χρό­νος μετα­ξὺ νύχτας καὶ μέρας. Καὶ μόνο αὐτοὶ ποὺ γεν­νή­θη­καν τυφλοὶ ζοῦν πάν­το­τε μέσα σ’ ἕνα σκο­τά­δι, σὲ μιὰ ἀπέ­ραν­τη νύχτα, καὶ δὲν ξέρουν τί θὰ πῇ μέρα. Πόσο οἱ τυφλοὶ θὰ ἤθε­λαν νὰ ἄνοι­γαν τὰ μάτια τους μόνο γιὰ μιὰ μέρα καὶ νὰ ἔβλε­παν ὅλα τὰ ὡραῖα πράγ­μα­τα ποὺ βλέ­που­με ἐμεῖς! δυστυ­χῶς ὅμως δὲν τὰ ἐκτι­μοῦ­με ὅπως πρέ­πει…

Ἀλλὰ ὁ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος δὲν λέει τὴ μέρα καὶ τὴ νύχτα μὲ τὴ συνη­θι­σμέ­νη σημα­σία. Όπως ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χρι­στὸς ἔπαιρ­νε εἰκό­νες καὶ παρα­δείγ­μα­τα ἀπὸ τὸ φυσι­κὸ κόσμο καὶ τὴν καθη­με­ρι­νὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώ­πων καὶ μ ̓ αὐτὰ δίδα­σκε τὸ λαό, ἔτσι καὶ ὁ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος μιλά­ει καὶ διδά­σκει. Διδά­σκει μὲ εἰκό­νες καὶ παρα­δείγ­μα­τα. Τί ἄρα­γε, λοι­πόν, νὰ ἐννο­οῦ­σε ὁ Παῦ­λος λέγον­τας νύχτα καὶ μέρα; Αὐτὸ θὰ δοῦ­με στη σημε­ρι­νή μας ὁμι­λία.

* * *

Νύχτα ὁ ἀπό­στο­λος ὀνο­μά­ζει τὴ ζωὴ ποὺ ζοῦ­με ἐδῶ στὴ γῆ ἀπὸ τὴ στιγ­μὴ ποὺ θὰ γεν­νη­θοῦ­με μέχρι τὴ στιγ­μὴ ποὺ θὰ πεθά­νου­με. Νύχτα; Ναί, νύχτα. Για­τί μετα­ξὺ τῆς νύχτας καὶ τῆς παρού­σης ζωῆς ὑπάρ­χουν μερι­κὲς ὁμοιό­τη­τες. Ποιές; Ὅπως στὴ νύχτα βασι­λεύ­ει σκο­τά­δι καὶ μόνο τὰ ἄστρα καὶ τὸ φεγ­γά­ρι φωτί­ζουν λίγο τὴ γῆ, ἔτσι καὶ στὴν παροῦ­σα ζωὴ βασι­λεύ­ει σκο­τά­δι. Σκο­τά­δι ὄχι φυσι­κό, ὅπως εἶνε τὸ σκο­τά­δι τῆς νύχτας, ἀλλὰ σκο­τά­δι ἠθι­κὸ καὶ θρη­σκευ­τι­κό. Σκο­τά­δι εἶνε ἡ ἁμαρ­τία, ἡ πλά­νη, ἡ ἀσέ­βεια καὶ ἡ ἀπι­στία. Ἐὰν κανεὶς ἐξε­τά­σῃ τί σκέ­πτον­ται, τί λένε καὶ τί κάνουν οἱ ἄνθρω­ποι, θὰ δῇ ὅτι ὁ κόσμος ζῇ μέσα στὴν ἁμαρ­τία. Αὐτὴ σὰν ὁμί­χλη πυκνὴ κρύ­βει τὸν ἥλιο, καὶ οἱ ἄνθρω­ποι δὲν βλέ­πουν τὴν ἀλή­θεια. Ἡ ψευ­τιά βασι­λεύ­ει. Ἡ ἀνη­θι­κό­τη­τα, ἡ πορ­νεία, ἡ μοι­χεία καὶ κάθε ἄλλη ἀκα­θαρ­σία θριαμ­βεύ­ουν μέσα στὶς ἀνθρώ­πι­νες κοι­νω­νί­ες. Ἡ κλε­ψιά, ἡ ἁρπα­γή, ἡ πλε­ο­νε­ξία, ἡ φιλαρ­γυ­ρία καὶ ἡ ἀγρία ἐκμε­τάλ­λευ­σις τοῦ ἀνθρώ­που ἀπὸ τὸν ἄνθρω­πο, παρ ̓ ὅλους τοὺς νόμους καὶ τὰ δικα­στή­ρια τῶν κρα­τῶν, σκορ­πί­ζουν τὴ μαύ­ρη σκιὰ σ ̓ ὅλο τὸν κόσμο καὶ δὲν ὑπάρ­χει ἄνθρω­πος ποὺ νὰ μὴν ἀνα­στε­νά­ζῃ γιὰ τὴν ἀδι­κία. Σκο­τά­δι ἡ πλε­ο­νε­ξία καὶ ἡ φιλαρ­γυ­ρία. Σκο­τά­δι τὸ μῖσος ποὺ ἐπι­κρα­τεῖ. Σκο­τά­δι ἡ ἐκδί­κη­σι ποὺ σπρώ­χνει τὰ ἔθνη σὲ πολέ­μους. Ἡ ἀγά­πη εἶνε λίγη. Εἶνε σὰν ἕνα μικρὸ φῶς ποὺ τρε­μο­σβή­νει μέσα στὴ θύελ­λα τῆς σκο­τει­νῆς νύχτας, καὶ ἡ παγω­νιά μεγα­λώ­νει καὶ οἱ καρ­διές συνε­χῶς ψυχραί­νον­ται καὶ οἱ ἄνθρω­ποι νιώ­θουν σὰν στὸ Βόρειο Πόλο, ὅπου τὸν περισ­σό­τε­ρο χρό­νο ζοῦν μέσ’ στὸ σκο­τά­δι καὶ τὴν παγω­νιά. Ἥλιε! Για­τί ἀργεῖς νὰ βγῇς; Ἔλα καὶ πάλι νὰ ζεστά­νῃς τὰ κορ­μιὰ καὶ τὶς ψυχές μας!

Νύχτα ὀνο­μά­ζε­ται ἡ παροῦ­σα ζωὴ γιὰ τὴν ἁμαρ­τία ποὺ εἶνε ξαπλω­μέ­νη παν­τοῦ. Ἀλλὰ νύχτα καὶ γιὰ ἕναν ἀκό­μη λόγο. Μέσ ̓ στὴ νύχτα δὲν ξεχω­ρί­ζει κανείς τοὺς ἀνθρώ­πους ἂν εἶνε γνω­στοί του ἢ ἄγνω­στοι, φίλοι ἢ ἐχθροί. Ἔχου­με δὲ παρά­δειγ­μα, ποὺ ἄνθρω­πος μέσα στὸ σκο­τά­δι τῆς νύχτας πυρο­βό­λη­σε καὶ σκό­τω­σε τὸν ἀδελ­φό του, για­τὶ τὸν πέρα­σε γιὰ ἐχθρό, κι ὅταν τὸ πρωΐ ξημέ­ρω­σε καὶ εἶδε σκο­τω­μέ­νο τὸν ἀδελ­φό του πῆγε νὰ τρελ­λα­θῇ ἀπὸ τὴ λύπη του. Ἔτσι καὶ στὴν παροῦ­σα ζωή συμ­βαί­νει. Λόγῳ τοῦ μίσους, ποὺ ἐπι­κρα­τεῖ, οἱ ἄνθρω­ποι δὲν βλέ­πουν ὅτι στὸ πρό­σω­πο κάθε ἀνθρώ­που εἶνε ὁ ἀδελ­φός τους ποὺ προ­έρ­χε­ται ἀπὸ τὸ Θεό, τὸν κοι­νὸ Πατέ­ρα ὅλων τῶν ἀνθρώ­πων· καὶ πρέ­πει νὰ γίνῃ μέρα, να φέξη ὁ Ἥλιος, νὰ δια­λυ­θοῦν τὰ μίση καὶ τὰ πάθη, γιὰ νὰ ἀγα­πη­θοῦν καὶ πάλι οἱ ἄνθρω­ποι καὶ νὰ ἐπι­κρα­τή­σῃ ἡ εἰρή­νη τοῦ Θεοῦ.

Ἀλλὰ ὑπάρ­χει καὶ μιὰ ἄλλη, τρί­τη, ὁμοιό­τη­τα μετα­ξὺ τῆς νύχτας καὶ τῆς παρού­σης ζωῆς. Τὴ νύχτα ὁ ἄνθρω­πος βλέ­πει στὸν ὕπνο ὄνει­ρα καὶ ἐνῷ εἶνε ὄνει­ρα, νομί­ζει ὅτι εἶνε πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Νά ἕνα ὄνει­ρο. Εἶνε ἕνας ζητιά­νος καὶ ἄση­μος ἄνθρω­πος, ποὺ φορεῖ κου­ρέ­λια καὶ ζῇ μὲ ἐλεη­μο­σύ­νες. Κοι­μᾶ­ται, λοι­πόν, ὁ ἄνθρω­πος αὐτὸς καὶ βλέ­πει ὄνει­ρο, πὼς εἶνε βασι­λιᾶς ντυ­μέ­νος στὰ χρυ­σᾶ, ὅτι φορά­ει κορώ­να στὸ κεφά­λι, ὅτι ζῇ μέσ’ στὰ παλά­τια, ὅτι τὸν προ­σκυ­νοῦν ὅλοι… Βασι­λιᾶς ὁ ζητιά­νος! Ἀλλὰ δὲν προ­λα­βαί­νει νὰ χαρῇ γιὰ πολ­λὴ ὥρα. Ξυπνά­ει, καὶ τότε κατα­λα­βαί­νει ὅτι ἦταν ὄνει­ρο καὶ τίπο­τα περισ­σό­τε­ρο. Κάτι παρό­μοιο συμ­βαί­νει καὶ στὴ ζωή ποὺ ζοῦ­με. Εἶνε π.χ. ἕνας βασι­λιᾶς. Ζῇ στὸ παλά­τι πολ­λὰ χρό­νια, ἔστω καὶ μισὸν αἰῶ­να. Απο­λαμ­βά­νει ὅλες τὶς τιμές, ὅλες τὶς δόξες, ὅλα τὰ ἀγα­θά. Ἀλλὰ νά κ ̓ ἔρχε­ται ὁ θάνα­τος. Τότε ἀνοί­γουν τὰ μάτια τῆς ψυχῆς καὶ βλέ­πει ὅτι ὅλα ὅσα ἀπή­λαυ­σε στον κόσμο ἦταν ἕνα ὄνει­ρο. Ναί, ἕνα ὄνει­ρο εἶνε ἡ ζωή! Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Ἐκκλη­σία μας στη νεκρώ­σι­μη ἀκο­λου­θία, ὅταν μέσ’ στὸ ναὸ εἶνε τὸ φέρε­τρο, καλεῖ τοὺς ἀνθρώ­πους νὰ σκε­φθοῦν καὶ νὰ φιλο­σο­φή­σουν πάνω στὴ ματαιό­τη­τα τῆς ἀνθρω­πί­νης ζωῆς. Ψάλ­λει

«Ποία τοῦ βίου τρυ­φὴ δια­μέ­νει λύπης ἀμέ­το­χος; Ποια δόξα ἕστη­κεν ἐπὶ γῆς ἀμε­τά­θε­τος; Πάν­τα σκιᾶς ἀσθε­νέ­στε­ρα, πάν­τα ὀνεί­ρων ἀπα­τη­λό­τε­ρα μία ῥοπή, καὶ ταῦ­τα πάν­τα θάνα­τος δια­δέ­χε­ται. Ἀλλ ̓ ἐν τῷ φωτί, Χρι­στέ, τοῦ προ­σώ­που σου, καὶ τῷ γλυ­κα­σμῷ τῆς σῆς ὡραιό­τη­τος, ὃν ἐξε­λέ­ξω ἀνά­παυ­σον ὡς φιλάν­θρω­πος».

* * *

Νύχτα λοι­πὸν ἡ παροῦ­σα ζωή. Και μέρα ποιά εἶνε; Εἶνε ἡ ἄλλη, ἡ μέλ­λου­σα ζωή, ἡ ζωὴ ποὺ ἀρχί­ζει ἀπ’ τὴ στιγ­μὴ τοῦ θανά­του καὶ συνε­χί­ζε­ται πιὰ χωρὶς δια­κο­πὴ εἰς αἰῶ­νας αἰώ­νων. Τί εἶνε ἡ παροῦ­σα ζωή μπρο­στὰ στὴ ζωὴ ἐκεί­νη; Μία σκιά, ἕνα ὄνει­ρο. Καὶ ὅμως γιὰ τὴ σκιὰ καὶ τὸ ὄνει­ρο τόσοι κόποι, τόση προ­σπά­θεια. Κοπιά­ζου­με καὶ μοχθοῦ­με σὰν νὰ πρό­κει­ται νὰ μεί­νου­με ἐδῶ αἰώ­νια. Καὶ ἀδια­φο­ροῦ­με γιὰ τὴν ἄλλη ἐκεί­νη ζωή, ποὺ σήμε­ρα αὔριο ἔρχε­ται γιὰ νὰ μᾶς ξυπνή­σῃ ἀπὸ τὸν ὕπνο καὶ νὰ μᾶς δεί­ξῃ τὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα.

Δυστυ­χῶς οἱ περισ­σό­τε­ροι ἄνθρω­ποι σήμε­ρα δὲν πιστεύ­ουν ὅτι ὑπάρ­χει ἄλλη ζωή. Γιὰ τοὺς χρι­στια­νοὺς ὅμως δὲν πρέ­πει νὰ ὑπάρ­χῃ καμ­μιά ἀμφι­βο­λία. Ἔχου­με ἀπό­δει­ξι ἀκλό­νη­τη, ποὺ ἀξί­ζει περισ­σό­τε­ρο ἀπ ̓ ὅλες τὶς ἀπο­δεί­ξεις περὶ ἀθα­να­σί­ας τῆς ψυχῆς καὶ μελ­λού­σης ζωῆς ποὺ ἀνα­φέ­ρουν οἱ παλαιό­τε­ροι καὶ νεώ­τε­ροι φιλό­σο­φοι. Καὶ ἡ μεγά­λη αὐτὴ ἀπό­δει­ξις εἶνε ὁ ΧΡΙΣΤΟΣ. Ὁ Χρι­στὸς μᾶς βεβαιώ­νει, ὅτι ὑπάρ­χει ἡ μέλ­λου­σα αἰώ­νιος ζωή. Καὶ ὁ Χρι­στὸς εἶνε ἀδύ­να­τον νὰ λέῃ ψέμα­τα. Ὅλοι μπο­ροῦν νὰ λένε ψέμα­τα ἕνας μόνο δεν λέει ψέμα­τα, ὁ Χρι­στός. Καί ὅσο, ὦ ἄνθρω­πε, εἶσαι βέβαιος ὅτι αὔριο τὸ πρωΐ θὰ ξημε­ρώ­σῃ ἡ μέρα, ἄλλο τόσο καὶ περισ­σό­τε­ρο νὰ εἶσαι βέβαιος, ὅτι τὴν παροῦ­σα ζωὴ θὰ δια­δε­χθῇ ἡ ἄλλη ζωή, ἡ μέλ­λου­σα ζωή. Αὐτή εἶνε ἡ λαμ­πρὴ μέρα.

Ὦ ζωὴ αἰώ­νιος! Ζωὴ κον­τὰ στὸ Χρι­στό, στους ἀγγέ­λους καὶ στοὺς ἁγί­ους. Ζωή γεμά­τη χαρά καὶ πνευ­μα­τι­κὴ ἀγαλ­λί­α­σι. Ζωὴ πιὸ λαμ­πρὴ κι ἀπὸ τὸν ἥλιο. Κύριε, κάνε μας νὰ ἀγα­πή­σου­με καὶ νὰ ποθή­σου­με αὐτὴ τὴ ζωή. Καὶ ἀξί­ω­σέ μας, ὅταν κλεί­σου­με τὰ μάτια μας στὴ ἐπί­γεια αὐτὴ ζωή, νὰ μᾶς δεχθῇς ἐκεῖ ψηλὰ στοὺς οὐρα­νούς, στὴν αἰώ­νια ζωὴ καὶ μακα­ριό­τη­τα, διὰ τῶν πρε­σβειῶν τῆς ὑπε­ρα­γί­ας Θεο­τό­κου καὶ πάν­των τῶν ἁγί­ων. Αμήν.

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek