ΚΥΡΙΑΚΗ Α΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ)

Αποστολική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ Α΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ — ΕΒΡ. (ΙΑ΄ 24 — 26, 32 — 40)

24 Πίστει Μωϋ­σῆς μέγας γενό­με­νος ἠρνή­σα­το λέγε­σθαι υἱὸς θυγα­τρὸς Φαραώ, 25 μᾶλ­λον ἑλό­με­νος συγ­κα­κου­χεῖ­σθαι τῷ λαῷ τοῦ Θεοῦ ἢ πρό­σκαι­ρον ἔχειν ἁμαρ­τί­ας ἀπό­λαυ­σιν, 26 μεί­ζο­να πλοῦ­τον ἡγη­σά­με­νος τῶν Αἰγύ­πτου θησαυ­ρῶν τὸν ὀνει­δι­σμὸν τοῦ Χρι­στοῦ· ἀπέ­βλε­πε γὰρ εἰς τὴν μισθα­πο­δο­σί­αν. 32 Καὶ τί ἔτι λέγω; ἐπι­λεί­ψει γάρ με διη­γού­με­νον ὁ χρό­νος περὶ Γεδε­ών, Βαράκ τε καὶ Σαμ­ψὼν καὶ ᾿Ιεφθάε, Δαυ­ΐδ τε καὶ Σαμου­ὴλ καὶ τῶν προ­φη­τῶν, 33 οἳ διὰ πίστε­ως κατη­γω­νί­σαν­το βασι­λεί­ας, εἰρ­γά­σαν­το δικαιο­σύ­νην, ἐπέ­τυ­χον ἐπαγ­γε­λιῶν, ἔφρα­ξαν στό­μα­τα λεόν­των, 34 ἔσβε­σαν δύνα­μιν πυρός, ἔφυ­γον στό­μα­τα μαχαί­ρας, ἐνε­δυ­να­μώ­θη­σαν ἀπὸ ἀσθε­νεί­ας, ἐγε­νή­θη­σαν ἰσχυ­ροὶ ἐν πολέ­μῳ, παρεμ­βο­λὰς ἔκλι­ναν ἀλλο­τρί­ων· 35 ἔλα­βον γυναῖ­κες ἐξ ἀνα­στά­σε­ως τούς νεκροὺς αὐτῶν· ἄλλοι δὲ ἐτυμ­πα­νί­σθη­σαν, οὐ προσ­δε­ξά­με­νοι τὴν ἀπο­λύ­τρω­σιν, ἵνα κρείτ­το­νος ἀνα­στά­σε­ως τύχω­σιν· 36 ἕτε­ροι δὲ ἐμπαιγ­μῶν καὶ μαστί­γων πεῖ­ραν ἔλα­βον, ἔτι δὲ δεσμῶν καὶ φυλα­κῆς· 37 ἐλι­θά­σθη­σαν, ἐπρί­σθη­σαν, ἐπει­ρά­σθη­σαν, ἐν φόνῳ μαχαί­ρας ἀπέ­θα­νον, περι­ῆλ­θον ἐν μηλω­ταῖς, ἐν αἰγεί­οις δέρ­μα­σιν, ὑστε­ρού­με­νοι, θλι­βό­με­νοι, κακου­χού­με­νοι, 38 ὧν οὐκ ἦν ἄξιος ὁ κόσμος, ἐν ἐρη­μί­αις πλα­νώ­με­νοι καὶ ὄρε­σι καὶ σπη­λαί­οις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς. 39 Καὶ οὗτοι πάν­τες μαρ­τυ­ρη­θέν­τες διὰ τῆς πίστε­ως οὐκ ἐκο­μί­σαν­το τὴν ἐπαγ­γε­λί­αν, 40 τοῦ Θεοῦ περὶ ἡμῶν κρεῖτ­τόν τι προ­βλε­ψα­μέ­νου, ἵνα μὴ χωρὶς ἡμῶν τελειω­θῶ­σι.

24 Ενε­κα της πίστε­ως του ο Μωϋ­σής, όταν εμε­γά­λω­σεν, ηρνή­θη να ονο­μά­ζε­ται παι­δί της θυγα­τρός του Φαραώ, 25 και επρο­τί­μη­σε καλύ­τε­ρον να ταλαι­πω­ρή­ται και να κακο­πα­θή μαζή με τον λαόν του Θεού, παρά να έχη πρό­σκαι­ρον από­λαυ­σιν μιας αμαρ­τω­λής και τρυ­φη­λής ζωής, σαν βασι­λό­που­λο εις τα ανά­κτο­ρα. 26 Και από τους θησαυ­ρούς, από τα αγα­θά και την δόξαν της Αιγύ­πτου, εθε­ώ­ρη­σε μεγα­λύ­τε­ρον και πολυ­τι­μό­τε­ρον πλού­τον το να χλευά­ζε­ται και να περι­φρο­νή­ται, όπως βρα­δύ­τε­ρον θα ωνει­δί­ζε­το ο Χρι­στός. Διό­τι είχε προ­ση­λω­μέ­να τα μάτια του και επε­ρί­με­νε με πίστιν της αντα­μοι­βήν, που θα του έδι­δεν ο Θεός στους ουρα­νούς.  32 Και τι να διη­γού­μαι ακό­μη; Θα στα­μα­τή­σω, διό­τι δεν θα με πάρη ο χρό­νος, να διη­γη­θώ δια τον Γεδε­ών, τον Βαράκ και τον Σαμ­ψών και τον Ιεφθάε, δια τον Δαυίδ και τον Σαμου­ήλ και τους προ­φή­τας. 33 Αυρ­τοί, χάρις εις την πίστιν των, ηγω­νί­σθη­σαν και κατε­νί­κη­σαν βασί­λεια, ήσκη­σαν δικαιο­σύ­νην, επέ­τυ­χαν την πραγ­μα­το­ποί­η­σιν των υπο­σχέ­σε­ων του Θεού, έφρα­ξαν τα στό­μα­τα των αγρί­ων λεόν­των, όπως ο Δανι­ήλ, 34 έσβη­σαν την φοβε­ράν δύνα­μιν της φωτιάς, όπως οι τρεις παί­δες, διέ­φυ­γαν τον κίν­δυ­νον να σφα­γούν με μαχαί­ρια, όπως ο Ηλί­ας, εδυ­να­μώ­θη­σαν και έγι­ναν καλά από αρρώ­στιες, ανε­δεί­χθη­σαν κρα­ταιοί και δυνα­τοί στον πόλε­μον, έκαμ­ψαν και έτρε­ψαν εις φυγήν πολυά­ριθ­μα στρα­τεύ­μα­τα ξένων εχθρών. 35 Μερι­κές γυναί­κες, χάρις εις αυτήν την πίστιν, επή­ραν πάλιν ζων­τα­νούς, δια της ανα­στά­σε­ως τους νεκρούς των. Αλλοι δε εδέ­θη­σαν στο τύμ­πα­νον, στο φοβε­ρά βασα­νι­στι­κόν εκεί­νον όργα­νον, χωρίς να δεχθούν την απε­λευ­θέ­ρω­σιν, που τους επρό­τει­ναν οι βασα­νι­σταί των, εάν ηρνούν­το την πίστιν των, και υπέ­μει­ναν το φοβε­ρόν μαρ­τύ­ριον μέχρι θανά­του, δια να επι­τύ­χουν και πάρουν ανά­στα­σιν ασυγ­κρί­τως καλυ­τέ­ραν από την παρού­σαν ζωήν. 36 Αλλοι δε εδο­κί­μα­σαν εμπαιγ­μούς και μαστι­γώ­σεις, ακό­μη δε δεσμά και φυλα­κήν. 37 Ελι­θο­βο­λή­θη­σαν, επριο­νί­σθη­σαν, επέ­ρα­σαν μέσα από πολ­λούς πει­ρα­σμούς, απέ­θα­ναν σφα­γέν­τες με μάχαι­ραν, περι­ήρ­χον­το εδώ και εκεί φορούν­τες, αντί για ενδύ­μα­τα, προ­βιές και δέρ­μα­τα γιδιών, στε­ρού­με­νοι, θλι­βό­με­νοι, υπο­βαλ­λό­με­νοι εις πολ­λάς κακου­χί­ας. 38 Τετοιους αγί­ους δεν ήτο άξιος να τους έχη ο αμαρ­τω­λός κόσμος. Επε­ρι­πλα­νών­το εις τις ερη­μί­ες, εις τα όρη, εις τα σπή­λαια, εις τις τρύ­πες της γης. 39 Και όλοι αυτοί, μολο­νό­τι έλα­βαν την καλήν και τιμί­αν μαρ­τυ­ρί­αν, ότι ευη­ρέ­στη­σαν στον Θεόν χάρις εις την πίστιν των, δεν απή­λαυ­σαν πλή­ρως την υπό­σχε­σιν της λυτρώ­σε­ως και της ουρα­νί­ου βασι­λεί­ας. 40 Διό­τι ο Θεός επρό­βλε­ψε δι’ ημάς κάτι καλύ­τε­ρον· δηλα­δή να μη απο­λαύ­σουν αυτοί πλή­ρη την τελεί­ω­σιν και την μακα­ριό­τη­τα χωρίς ημάς (αλλ’ όλοι μαζή σαν ένα πνευ­μα­τι­κόν σώμα να απο­λαύ­σω­μεν κατά την δευ­τέ­ραν παρυ­σί­αν την μακα­ριό­τη­τα της βασι­λεί­ας των ουρα­νών).

24 Εξαι­τί­ας της πίστε­ώς σου ο Μωυ­σής, όταν μεγά­λω­σε κι έγι­νε άνδρας, αρνή­θη­κε να ονο­μά­ζε­ται βασι­λό­που­λο, γιος της κόρης του Φαραώ? 25 θεώ­ρη­σε καλύ­τε­ρο και προ­τί­μη­σε να κακο­πα­θεί μαζί με το λαό του Θεού, παρά να έχει τις πρό­σκαι­ρες απο­λαύ­σεις της αμαρ­τί­ας, να ζει δηλα­δή άνε­τα και με τιμές ως Αιγύ­πτιος άρχον­τας με τους ειδω­λο­λά­τρες που κατα­πί­ε­ζαν τους Ισραη­λί­τες. 26 Θεώ­ρη­σε μεγα­λύ­τε­ρο πλού­το από τους θησαυ­ρούς και τα αγα­θά της Αιγύ­πτου τις περι­φρο­νή­σεις που έμοια­ζαν με τον ονει­δι­σμό και την περι­φρό­νη­ση που αργό­τε­ρα θα υπέ­με­νε ο Χρι­στός. Κι αυτά όλα διό­τι είχε καρ­φω­μέ­να τα μάτια του στις ουρά­νιες αντα­μοι­βές. 32 Και τί ακό­μη να λέω και να διη­γού­μαι; Πρέ­πει να στα­μα­τή­σω, διό­τι δεν θα μου φτά­σει ο χρό­νος να διη­γού­μαι για τον Γεδε­ών και τον Βαράκ, τον Σαμ­ψών και τον Ιεφθάε, για τον Δαβίδ και τον Σαμου­ήλ και τους προ­φή­τες. 33 Αυτοί, επει­δή είχαν πίστη, κατα­πο­λέ­μη­σαν και υπέ­τα­ξαν βασί­λεια, κυβέρ­νη­σαν το λαό με δικαιο­σύ­νη, πέτυ­χαν την πραγ­μα­το­ποί­η­ση των υπο­σχέ­σε­ων που τους έδω­σε ο Θεός, έσφα­ξαν στό­μα­τα λιον­τα­ριών, όπως ο Δανι­ήλ, 34 έσβη­σαν την κατα­στρε­πτι­κή δύνα­μη της φωτιάς, διέ­φυ­γαν τον κίν­δυ­νο της σφα­γής, πήραν δύνα­μη κι έγι­ναν καλά από αρρώ­στιες, ανα­δεί­χθη­καν ισχυ­ροί και ανί­κη­τοι στον πόλε­μο, έτρε­ψαν σε φυγή τις εχθρι­κές παρα­τά­ξεις και τα πολυ­πλη­θή στρα­τεύ­μα­τά τους. 35 Με την πίστη που είχαν στην υπερ­φυ­σι­κή δύνα­μη των προ­φη­τών οι γυναί­κες που ανα­φέ­ρει η Παλαιά Δια­θή­κη ξανα­πή­ραν πίσω ζων­τα­νά τα νεκρά παι­διά τους που ανέ­στη­σαν οι προ­φή­τες. Κι άλλοι δέθη­καν στο βασα­νι­στι­κό όργα­νο που λεγό­ταν τύμ­πα­νο και δάρ­θη­καν σκλη­ρά μέχρι θανά­του, επει­δή δεν δέχθη­καν να αρνη­θούν την πίστη τους και να ελευ­θε­ρω­θούν έτσι από το μαρ­τύ­ριο. Προ­τί­μη­σαν το σκλη­ρό αυτό μαρ­τύ­ριο, για να ανα­στη­θούν σε μια καλύ­τε­ρη ζωή, παρά να έχουν μια πρό­σκαι­ρη απο­κα­τά­στα­ση στη ζωή αυτή. 36 Κι άλλοι πάλι δοκί­μα­σαν εμπαιγ­μούς και μαστι­γώ­σεις, ακό­μη μάλι­στα και δεσμά και φυλα­κί­σεις. 37 Λιθο­βο­λή­θη­καν, πριο­νί­σθη­καν, δοκί­μα­σαν πολ­λούς πει­ρα­σμούς, θανα­τώ­θη­καν με σφα­γή από μαχαί­ρι, περι­φέ­ρον­ταν σαν πλα­νό­διοι εδώ κι εκεί. Φορού­σαν για ρού­χα προ­βιές και γιδο­δέρ­μα­τα, ζών­τας μέσα σε στε­ρή­σεις, θλί­ψεις και κακο­πά­θειες. 38 Ολό­κλη­ρος ο κόσμος δεν άξι­ζε όσοι οι άγιοι αυτοί άνδρες, κι ούτε μπο­ρού­σε να συγ­κρι­θεί μ’ αυτούς. Περι­πλα­νιόν­ταν σε ερη­μιές και σε βου­νά, σε σπη­λιές και σε τρύ­πες της γης. 39 Κι όλοι αυτοί οι άγιοι άνδρες, αν και έλα­βαν εγκω­μια­στι­κή μαρ­τυ­ρία για την πίστη τους, δεν από­λαυ­σαν την υπό­σχε­ση της ουρά­νιας κλη­ρο­νο­μιάς. 40 Κι αυτό διό­τι ο Θεός προ­έ­βλε­ψε για μας κάτι καλύ­τε­ρο, ώστε αυτοί να μη λάβουν σε βαθ­μό τέλειο τη σωτη­ρία τους χωρίς εμάς, αλλά να τη λάβου­με όλοι μαζί. Έτσι εμείς βρι­σκό­μα­στε τώρα σε πλε­ο­νε­κτι­κό­τε­ρη θέση απ’ αυτούς? όχι μόνο επει­δή ζού­με στα χρό­νια της απο­λυ­τρώ­σε­ως του Χρι­στού, αλλά και επει­δή η περί­ο­δος της ανα­μο­νής για μας είναι μικρό­τε­ρη.

24 Ἀπὸ πίστι ὁ Mωυ­σῆς, ὅταν μεγά­λω­σε, ἀρνή­θη­κε νὰ λέγε­ται υἱὸς τῆς θυγα­τέ­ρας τοῦ Φαραώ. 25 Προ­τί­μη­σε μᾶλ­λον νὰ συγ­κα­κου­χῆ­ται μὲ τὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ, παρὰ νὰ ἔχῃ πρό­σκαι­ρη ἁμαρ­τω­λὴ ἀπό­λαυ­σι. 26 Ἀπὸ τοὺς θησαυ­ροὺς τῆς Aἰγύ­πτου θεώ­ρη­σε μεγα­λύ­τε­ρο πλοῦ­το τὸν ὀνει­δι­σμὸ τοῦ νὰ εἶναι χρι­στός (μεγα­λύ­τε­ρο πλοῦ­το δηλα­δὴ τὸ νὰ εἶναι χρι­σμέ­νος ἀπὸ τὸ Θεὸ ὡς ὄργα­νό του καὶ ἂς χλευά­ζε­ται γιὰ τὴν ἐγκα­τά­λει­ψι τῆς θέσε­ώς του στὰ ἀνά­κτο­ρα τοῦ Φαραώ), διό­τι ἀπέ­βλε­πε στὴ θεία ἀντα­πό­δο­σι.  32 Kαὶ τί νὰ εἰπῶ ἀκό­μη; Ὁ χρό­νος βεβαί­ως δὲν θὰ μοῦ ἀρκέ­σῃ νὰ διη­γοῦ­μαι γιὰ τὸν Γεδε­ὼν καὶ τὸν Bαρὰκ καὶ τὸν Σαμ­ψὼν καὶ τὸν Ἰεφθάε καὶ τὸν Δαβὶδ καὶ τὸν Σαμου­ὴλ καὶ τοὺς προ­φῆ­τες. 33 Aὐτοὶ μὲ τὴν πίστι κατα­νί­κη­σαν βασί­λεια, πολι­τεύ­θη­καν μὲ δικαιο­σύ­νη, ἐπέ­τυ­χαν τὴν πραγ­μα­το­ποί­η­σι ὑπο­σχέ­σε­ων τοῦ Θεοῦ, ἔφρα­ξαν στό­μα­τα λεόν­των, 34 ἔσβη­σαν δύνα­μι φωτιᾶς, διέ­φυ­γαν σφα­γές, ἦταν ἀσθε­νεῖς καὶ ἐνδυ­να­μώ­θη­καν, ἔγι­ναν ἰσχυ­ροὶ στὸν πόλε­μο, ἔτρε­ψαν σὲ φυγὴ στρα­τό­πε­δα ἐχθρῶν. 35 Γυναῖ­κες ἔλα­βαν πίσω ἀνα­στη­μέ­νους τοὺς νεκρούς τους. Ἄλλοι δὲ βασα­νί­σθη­καν δεμέ­νοι στὸ τύμ­πα­νο (ὄργα­νο βασα­νι­στι­κό), καὶ δὲν δέχθη­καν ν’ ἀπαλ­λα­γοῦν ἀπ’ τὰ βασα­νι­στή­ρια, γιὰ νὰ ἐπι­τύ­χουν ἀνώ­τε­ρη σωτη­ρία. 36 Ἄλλοι δὲ κτυ­πή­θη­καν καὶ μαστι­γώ­θη­καν, ἀκό­μη καὶ ἁλυ­σο­δέ­θη­καν καὶ φυλα­κί­σθη­καν. 37 Θανα­τώ­θη­καν μὲ λίθους, μὲ πριό­νι, μὲ φωτιά, μὲ μαχαί­ρι. Nτύ­θη­καν δέρ­μα­τα προ­βά­των καὶ γιδιῶν. Zοῦ­σαν μὲ στε­ρή­σεις, μὲ πενία, μὲ κακου­χί­ες. 38 Ἐπει­δὴ ὁ κόσμος δὲν ἦταν ἄξιος νὰ τοὺς ἔχῃ κον­τά του, περι­πλα­νῶν­ταν σ’ ἐρη­μιὲς καὶ ὄρη καὶ σπη­λιὲς καὶ τὶς ὀπὲς τῆς γῆς. 39 Ὅλοι δὲ αὐτοί, ἂν καὶ ἔλα­βαν καλὴ μαρ­τυ­ρία λόγῳ τῆς πίστε­ώς τους, δὲν ἔλα­βαν αὐτὸ ποὺ ὑπο­σχέ­θη­κε ὁ Θεός. 40 Διό­τι ὁ Θεὸς προ­έ­βλε­ψε κάτι ἀνώ­τε­ρο γιὰ μᾶς, νὰ μὴ δικαιω­θοῦν δηλα­δὴ χωρὶς ἐμᾶς (Ἐν μέρει μόνον ἔλα­βαν τὸ μισθό τους, καὶ πλή­ρως θὰ τὸν λάβουν μαζὶ μὲ μᾶς κατὰ τὴ δευ­τέ­ρα παρου­σία).

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (Ερμη­νεία Περι­κο­πής)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ

Έπει­τα πάλι ανα­φέ­ρει άλλο γνω­στό στους Εβραί­ους παρά­δειγ­μα και μάλ­λον ανώ­τε­ρο από το προ­η­γού­με­νο. Ποιο λοι­πόν είναι αυτό; «Πίστει Μωϋσς μέγας γενό­με­νος ρνή­σα­το λέγε­σθαι υἱὸς θυγατρς Φαραώ(:Εξαι­τί­ας της πίστε­ώς του ο Μωυ­σής, όταν μεγά­λω­σε και έγι­νε άνδρας, αρνή­θη­κε να ονο­μά­ζε­ται βασι­λό­που­λο, γιος της κόρης του Φαραώ·)λλον λόμε­νος συγ­κα­κου­χεσθαι τ λα το Θεο πρό­σκαι­ρον χειν μαρ­τί­ας πόλαυ­σιν(:θεώ­ρη­σε καλύ­τε­ρο και προ­τί­μη­σε να κακο­πα­θεί μαζί με τον λαό του Θεού, παρά να έχει τις πρό­σκαι­ρες απο­λαύ­σεις της αμαρ­τί­ας, να ζει δηλα­δή άνε­τα και με τιμές ως Αιγύ­πτιος άρχον­τας με τους ειδω­λο­λά­τρες που κατα­πί­ε­ζαν τους Ισραη­λί­τες), μεί­ζο­να πλοτον γησά­με­νος τν Αγύπτου θησαυρν τν νει­δι­σμν το Χρι­στο· πέβλε­πε γρ ες τν μισθα­πο­δο­σί­αν(:Θεώ­ρη­σε μεγα­λύ­τε­ρο πλού­το από τους θησαυ­ρούς και τα αγα­θά της Αιγύ­πτου τις περι­φρο­νή­σεις που έμοια­ζαν με τον ονει­δι­σμό και την περι­φρό­νη­ση που αργό­τε­ρα θα υπέ­με­νε ο Χρι­στός. Και αυτά όλα διό­τι είχε καρ­φω­μέ­να τα μάτια του στις ουρά­νιες αντα­μοι­βές)»[Εβρ.11,24–26].Σαν να τους έλε­γε: «Κανείς από σας δεν άφη­σε ανά­κτο­ρα και μάλι­στα ανά­κτο­ρα λαμ­πρά, ούτε τέτοιους θησαυ­ρούς, ούτε περι­φρό­νη­σε τον τίτλο του υιού του βασι­λιά, όπως έκα­νε ο Μωυ­σής». Και ότι δεν τα άφη­σε τυχαία, το φανέ­ρω­σε λέγον­τας: «ρνή­σα­το(:Αρνή­θη­κε)»· δηλα­δή, τα μίση­σε, τα απο­στρά­φη­κε· εφό­σον ο ουρα­νός ήταν μπρο­στά του, ήταν περιτ­τό να θαυ­μά­ζει τα ανά­κτο­ρα της Αιγύ­πτου.

Και πρό­σε­χε πόσο θαυ­μα­στά το έθε­σε ο Παύ­λος. Δεν είπε: «επει­δή θεώ­ρη­σε ως μεγα­λύ­τε­ρο πλού­το από τους θησαυ­ρούς της Αιγύ­πτου τον ουρα­νό και αυτά που υπάρ­χουν στους ουρα­νούς»· αλλά τι; «Μεί­ζο­να πλοτον γησά­με­νος τν Αγύπτου θησαυρν τν νει­δι­σμν το Χρι­στο(:Θεώ­ρη­σε μεγα­λύ­τε­ρο πλού­το από τους θησαυ­ρούς και τα αγα­θά της Αιγύ­πτου τις περι­φρο­νή­σεις που έμοια­ζαν με τον ονει­δι­σμό και την περι­φρό­νη­ση που αργό­τε­ρα θα υπέ­με­νε ο Χρι­στός)». Θεώ­ρη­σε λοι­πόν μεγα­λύ­τε­ρο πλού­το το να έχει «την περι­φρό­νη­ση του Χρι­στού»· διό­τι θεώ­ρη­σε προ­τι­μό­τε­ρο το να περι­φρο­νεί­ται για τον Χρι­στό παρά να Τον εγκα­τα­λεί­ψει· έτσι και αυτό καθε­αυ­τό ήταν μισθός. «Μλλον», λέγει, «λόμε­νος συγ­κα­κου­χεσθαι τ λα το Θεο(:Προ­τί­μη­σε να κακο­πα­θεί μαζί με τον λαό του Θεού)». «Εσείς δηλα­δή υπο­φέ­ρε­τε χάριν του εαυ­τού σας, ενώ εκεί­νος προ­τί­μη­σε να υπο­φέ­ρει χάριν των άλλων. Και με τη θέλη­σή του ριψο­κιν­δύ­νευ­σε τόσο πολύ, ενώ μπο­ρού­σε να ζει με ευσέ­βεια και να απο­λαμ­βά­νει τα αγα­θά)». « πρό­σκαι­ρον χειν μαρ­τί­ας πόλαυ­σιν(:παρά να έχει προ­σω­ρι­νή από­λαυ­ση αμαρ­τί­ας)», λέγει. «Αμαρ­τία» είπε το ότι δεν θέλη­σε ως τότε να συμ­πά­σχει με τους άλλους· «αυτό, λέγει, «ο Μωυ­σής το θεώ­ρη­σε αμαρ­τία». Εάν λοι­πόν εκεί­νος θεώ­ρη­σε αμαρ­τία το να μην κακο­πα­θεί πρό­θυ­μα μαζί με τους άλλους, άρα είναι μεγά­λο αγα­θό η κακο­πά­θεια, στην οποία υπέ­βα­λε τον εαυ­τό του, αφού απο­μα­κρύν­θη­κε από τα ανά­κτο­ρα. Και αυτά τα έκα­νε, επει­δή προ­έ­βλε­πε κάποια μεγά­λα αγα­θά· γι’ αυτό και έτσι μίλη­σε.

«Μεί­ζο­να πλοτον γησά­με­νος τν Αγύπτου θησαυρν τν νει­δι­σμν το Χρι­στο (:Θεώ­ρη­σε μεγα­λύ­τε­ρο πλού­το από τους θησαυ­ρούς και τα αγα­θά της Αιγύ­πτου τις περι­φρο­νή­σεις που έμοια­ζαν με τον ονει­δι­σμό και την περι­φρό­νη­ση που αργό­τε­ρα θα υπέ­με­νε ο Χρι­στός)»[Εβρ.11,26].Τι σημαί­νει «τν νει­δι­σμν το Χρι­στο»; Δηλα­δή «το να περι­φρο­νεί­ται γι’ αυτά που περι­φρο­νεί­στε και εσείς», την περι­φρό­νη­ση που υπέ­μει­νε ο Χρι­στός· ή ότι «για τον Χρι­στό υπέ­μει­νε, όταν τον περι­γε­λού­σαν για την πέτρα, από την οποία έβγα­λε νερό»· « δ πέτρα(:και η πέτρα)», λέγει, «ν Χρι­στός(:ήταν ο Χρι­στός)»[Α΄Κορ. 10,4]·[βλ. Έξ.17,1–6: «Κα πρε πσα συνα­γωγ υἱῶν σραλ κ τς ρήμου Σν κατ παρεμ­βολς ατν διά ήμα­τος Κυρί­ου κα παρε­νε­βά­λο­σαν ν αφι­δείν· οκ ν δ δωρ τ λα πιεν. κα λοι­δο­ρετο λας πρς Μωυσν λέγον­τες· δς μν δωρ, να πίω­μεν. κα επεν ατος Μωυσς· τί λοι­δο­ρεσθέ μοι, κα τί πει­ρά­ζε­τε Κύριον; δίψη­σε δ κε λας δατι, κα διε­γόγ­γυ­ζεν κε λας πρς Μωυσν λέγον­τες· νατί τοτο; νεβί­βα­σας μς ξ Αγύπτου ποκτεναι μς κα τ τέκνα μν κα τ κτή­νη τ δίψει; βόη­σε δ Μωυσς πρς Κύριον λέγων· τί ποι­ή­σω τ λα τούτ; τι μικρν κα κατα­λι­θο­βο­λή­σου­σί με. κα επε Κύριος πρς Μωυσν· προ­πο­ρεύ­ου το λαο τού­του, λαβ δ σεαυτ π τν πρε­σβυ­τέ­ρων το λαο· κα τν άβδον, ν πάτα­ξας τν ποτα­μόν, λαβ ν τ χει­ρί σου κα πορεύσ. δε γ στη­κα κε πρ το σε π τς πέτρας ν Χωρήβ· κα πατά­ξεις τν πέτραν, κα ξελεύ­σε­ται ξ ατς δωρ, κα πίε­ται λαός. ποί­η­σε δ Μωυσς οτως ναν­τί­ον τν υἱῶν σρα­ήλ. κα πωνό­μα­σε τ νομα το τόπου κεί­νου Πει­ρα­σμς κα Λοι­δό­ρη­σις, δι τν λοι­δο­ρί­αν τν υἱῶν σραλ κα δι τ πει­ρά­ζειν Κύριον λέγον­τας· ε στι Κύριος ν μν ο;(:Όλο το πλή­θος των Ισραη­λι­τών, κατό­πιν εντο­λής του Κυρί­ου, ξεκί­νη­σαν από την έρη­μο Σιν κατά τμή­μα­τα και κατα­σκή­νω­σαν στη Ραφι­δείν. Εκεί όμως δεν υπήρ­χε νερό, για να πιει ο λαός. Και οι Ισραη­λί­τες έβρι­ζαν τον Μωυ­σή λέγον­τας: ‘’Δώσε μας νερό να πιού­με!’’. Και εκεί­νος τους απάν­τη­σε: ‘’Για­τί μιλά­τε υβρι­στι­κά εναν­τί­ον μου; Και για­τί πει­ρά­ζε­τε τον Κύριο με την ελλι­πή σας πίστη;’’· δίψα­σε λοι­πόν ο ισραη­λι­τι­κός λαός εκεί για νερό και γόγ­γυ­ζαν εναν­τί­ον του Μωυ­σή λέγον­τας: ‘’για­τί μας το έκα­νες αυτό; Μας έβγα­λες από την Αίγυ­πτο, για να φονεύ­σεις εμάς και τα παι­διά μας και τα ζώα μας με τη φοβε­ρή δίψα;)». Με θερ­μή προ­σευ­χή βόη­σε ο Μωυ­σής προς τον Θεό: ‘’Τι να κάνω, Κύριε, στον λαό αυτόν; Λίγο ακό­μη και θα με λιθο­βο­λή­σουν με μανία’’. Και είπε ο Κύριος προς τον Μωυ­σή: ’’Προ­χώ­ρη­σε μπρο­στά από τον λαό αυτόν, πάρε μαζί σου μερι­κούς από τους γερον­τό­τε­ρους του λαού· πάρε στα χέρια σου την ράβδο, με την οποία χτύ­πη­σες τον Νεί­λο ποτα­μό, και προ­χώ­ρη­σε. Εγώ λοι­πόν θα έχω στα­θεί εκεί πριν από εσέ­να στη γυμνή πέτρα του όρους Χωρήβ. Χτύ­πη­σε την πέτρα και θα ανα­πη­δή­σει νερό από αυτήν, για να πιει όλος ο λαός’’. Όπως είπε ο Θεός, έτσι έκα­νε ο Μωυ­σής ενώ­πιον των Ισραη­λι­τών. Και έδω­σε μάλι­στα στον τόπο εκεί­νον το όνο­μα «Πει­ρα­σμός και Λοι­δό­ρη­ση» εξαι­τί­ας των ύβρε­ων του ισραη­λι­τι­κού λαού και διό­τι πίκρα­ναν τον Κύριο εκπει­ρά­ζον­τάς Τον απι­στών­τας με το να λένε:’’ Είναι άρα­γε ο Θεός μαζί μας ή όχι;’’)».

Και πώς είναι «ονει­δι­σμός του Χρι­στού»; Επει­δή απορ­ρί­πτου­με αυτά που παρα­λά­βα­με από τους προ­γό­νους, περι­φρο­νού­μα­στε, επει­δή προ­στρέ­χου­με στον Θεό, κακο­πα­θού­με. Ήταν φυσι­κό και ο Μωυ­σής να περι­φρο­νούν­ταν όταν άκου­σε: «Μήπως θέλεις να με φονεύ­σεις, με τον τρό­πο που φόνευ­σες χθες τον Αιγύ­πτιο;»[βλ. Έξ.2,11–15: «γένε­το δ ν τας μέραις τας πολ­λας κεί­ναις μέγας γενό­με­νος Μωυσς, ξλθε πρς τος δελ­φος ατο τος υος σρα­ήλ. κατα­νο­ή­σας δ τν πόνον ατν ρ νθρω­πον Αγύπτιον τύπτον­τά τινα βραον τν αυτο δελφν τν υἱῶν σρα­ήλ· περι­βλε­ψά­με­νος δ δε κα δε οχ ρ οδένα κα πατά­ξας τν Αγύπτιον, κρυ­ψεν ατν ν τ μμ. ξελθν δ τ μέρ τ δευ­τέρ ρ δύο νδρας βραί­ους δια­πλη­κτι­ζο­μέ­νους κα λέγει τ δικοντι· δι τί σ τύπτεις τν πλη­σί­ον; δ επε· τίς σε κατέ­στη­σεν ρχον­τα κα δικαστν φ᾿ μν; μ νελεν με σ θέλεις, ν τρό­πον νελες χθς τν Αγύπτιον; φοβή­θη δ Μωυσς, κα επεν· ε οτως μφανς γέγο­νε τ ῥῆμα τοτο;(:Μετά την πάρο­δο αρκε­τού χρό­νου από τη στιγ­μή που τον βρή­κε και τον περιέ­σω­σε ως βρέ­φος και ανέ­λα­βε την ανα­τρο­φή του η κόρη του Φαραώ, όταν ο Μωυ­σής έγι­νε μέγας για τη σοφία και τη δύνα­μή του, εξήλ­θε από τα αιγυ­πτια­κά ανά­κτο­ρα και επι­σκέ­φθη­κε τους ομο­ε­θνείς του, τους Ισραη­λί­τες. Ενώ παρα­κο­λου­θού­σε και έβλε­πε την ταλαι­πω­ρία και τη θλί­ψη τους, είδε έναν Αιγύ­πτιο να χτυ­πά έναν Εβραίο,έναν από τους αδελ­φούς του, τους Ισραη­λί­τες. Ο Μωυ­σής κοί­τα­ξε ολό­γυ­ρά του από εδώ και από εκεί, δεν είδε κανέ­να και αφού χτύ­πη­σε θανά­σι­μα τον Αιγύ­πτιο τον φόνευ­σε και έκρυ­ψε το πτώ­μα του στην άμμο. Την άλλη μέρα εξήλ­θε πάλι το Μωυ­σής, είδε δύο Εβραί­ους να δια­πλη­κτί­ζον­ται και λέγει σε αυτόν που αδι­κού­σε τον άλλο:’’ Για­τί εσύ χτυ­πάς τον πλη­σί­ον σου;’’. Εκεί­νος του απάν­τη­σε με αναί­δεια:’’ Ποιος σε όρι­σε άρχον­τα και δικα­στή σε μας; Μήπως θέλεις να φονεύ­σεις και εμέ­να, όπως φόνευ­σες χθες τον Αιγύ­πτιο;’’)»].

Αυτό επί­σης είναι «νει­δι­σμς το Χρι­στο», το να υπο­φέ­ρει κανείς μέχρι τέλους και μέχρι τελευ­ταί­ας ανα­πνο­ής, όπως ακρι­βώς ο Χρι­στός ονει­δι­ζό­ταν και άκου­γε: «Ε υἱὸς ε το Θεο(:εάν είσαι Υιός του Θεού)»[Ματθ.27,39–40: «Ο δ παρα­πο­ρευό­με­νοι βλα­σφή­μουν ατν κινοντες τς κεφαλς ατν, κα λέγον­τες· κατα­λύ­ων τν ναν κα ν τρισν μέραις οκοδομν! σσον σεαυ­τόν· ε υἱὸς ε το Θεο, κατά­βη­θι π το σταυ­ρο(:Στο μετα­ξύ εκεί­νοι που περ­νού­σαν κον­τά από τον σταυ­ρό, Τον έβρι­ζαν και κου­νού­σαν με περι­φρό­νη­ση και κακία τα κεφά­λια τους και έλε­γαν: ‘’Εσύ που θα γκρέ­μι­ζες το ναό και σε τρεις ημέ­ρες θα τον ξανα­έ­κτι­ζες, σώσε τώρα τον εαυ­τό σου. Εάν είσαι υιός του Θεού, κατέ­βα από τον σταυ­ρό’’)»]· και τα άκου­γε από εκεί­νους για τους οποί­ους σταυ­ρω­νό­ταν, από τους ίδιους τους ομο­ε­θνείς Του.

Αυτός είναι ονει­δι­σμός του Χρι­στού, όταν κάποιος περι­φρο­νεί­ται από τους δικούς του, όταν κάποιος περι­φρο­νεί­ται από εκεί­νους που ευερ­γε­τεί· διό­τι και Εκεί­νος τα έπα­θε αυτά που εκεί­νους που ευερ­γέ­τη­σε. Εδώ ο Παύ­λος ανύ­ψω­σε τους Εβραί­ους προς τους οποί­ους απευ­θυ­νό­ταν με τη συγ­κε­κρι­μέ­νη επι­στο­λή, δεί­χνον­τας ότι και ο Χρι­στός τα ίδια έπα­θε και ο Μωυ­σής, δύο πρό­σω­πα δηλα­δή ένδο­ξα. Ώστε ο ονει­δι­σμός αυτός είναι μάλ­λον του Χρι­στού παρά του Μωυ­σή, επει­δή έπα­θε από τους δικούς Του τέτοια. Όμως ούτε ο Μωυ­σής έπα­θε κάτι, ούτε ο Χρι­στός δεν έστει­λε κεραυ­νούς προς τιμω­ρία τους, αλλά περι­φρο­νούν­ταν και τα υπέ­με­νε όλα, παρά το ότι εκεί­νοι κου­νού­σαν περι­παι­κτι­κά τα κεφά­λια τους. Επει­δή λοι­πόν ήταν φυσι­κό τέτοια να ακού­νε και αυτοί και να επι­θυ­μούν την αντα­πό­δο­ση λέγει ότι και ο Χρι­στός και ο Μωυ­σής τέτοια υπέ­φε­ραν. Άρα λοι­πόν η άνε­ση είναι της αμαρ­τί­ας, ενώ η περι­φρό­νη­ση του Χρι­στού. Τι λοι­πόν θέλεις; Τον ονει­δι­σμό του Χρι­στού ή την άνε­ση;

«Κα τί τι λέγω; πιλεί­ψει γάρ με διη­γού­με­νον χρό­νος περ Γεδε­ών, Βαράκ τε κα Σαμψν κα εφθάε, Δαυ­ΐδ τε κα Σαμουλ κα τν προ­φητν (:Και τι ακό­μη να λέω και να διη­γού­μαι; Πρέ­πει να στα­μα­τή­σω, διό­τι δεν θα μου φτά­σει ο χρό­νος να διη­γού­μαι για τον Γεδε­ών και τον Βαράκ, τον Σαμ­ψών και τον Ιεφθάε, για τον Δαβίδ και τον Σαμου­ήλ και τους προ­φή­τες)»[Εβρ.11,32].

Κατη­γο­ρούν μερι­κοί τον Παύ­λο, για­τί ανα­φέ­ρει σε αυτό το σημείο τον Βαράκ και τον Σαμ­ψών και τον Ιεφθάε. Τι λες; Αυτός που ανέ­φε­ρε την πόρ­νη Ραάβ, δεν θα ανα­φέ­ρει αυτούς; Μη μου ανα­φέ­ρεις την άλλη ζωή τους, παρά μόνο το αν πίστε­ψαν ή έλαμ­ψαν ως προς την πίστη.

«τν προ­φητν, ο δι πίστε­ως κατη­γω­νί­σαν­το βασι­λεί­ας(:και τους προ­φή­τες οι οποί­οι, επει­δή είχαν πίστη, κατα­πο­λέ­μη­σαν και υπέ­τα­ξαν βασί­λεια)». Βλέ­πεις ότι εδώ δεν παρου­σιά­ζει τη λαμ­πρή ζωή τους· διό­τι δεν ήταν αυτό προ­η­γου­μέ­νως το ζητού­με­νο· αλλά η εξέ­τα­ση προ­η­γου­μέ­νως ήταν για την πίστη. Διό­τι, πες μου, δεν τα κατόρ­θω­σαν όλα με την πίστη; Πώς; «Με την πίστη», λέγει, «κατα­πο­λέ­μη­σαν βασί­λεια οι όμοιοι με τον Γεδε­ών. Άσκη­σαν δικαιο­σύ­νη». Ποιοι; Αυτοί οι ίδιοι οι παρα­πά­νω. Τη φιλαν­θρω­πία εδώ την ονό­μα­σε ‘’δικαιο­σύ­νη’’.

«πέτυ­χον παγ­γε­λιν(:Πέτυ­χαν την πραγ­μα­το­ποί­η­ση των υπο­σχέ­σε­ων που τους έδω­σε ο Θεός)». Νομί­ζω ότι αυτό το λέγει για τον Δαβίδ. Και ποιες από αυτές τις υπο­σχέ­σεις πέτυ­χε; Αυτές που του είπε, ότι το σπέρ­μα του, ο Μεσ­σί­ας, θα καθί­σει στον θρό­νο του.

«φρα­ξαν στό­μα­τα λεόν­των, σβε­σαν δύνα­μιν πυρός, φυγον στό­μα­τα μαχαί­ρας(:Έφρα­ξαν στό­μα­τα λιον­τα­ριών, όπως ο Δανι­ήλ, έσβη­σαν την κατα­στρε­πτι­κή δύνα­μη της φωτιάς, διέ­φυ­γαν τον κίν­δυ­νο της σφα­γής)». Πρό­σε­χε πως ήταν μέσα στον ίδιο τον θάνα­το, ο Δανι­ήλ περι­κυ­κλω­μέ­νος από τα λιον­τά­ρια, οι τρεις παί­δες μέσα στο καμί­νι του πυρός, ο Αβρα­άμ, ο Ισα­άκ, ο Ιακώβ, περι­βαλ­λό­με­νοι από διά­φο­ρους πει­ρα­σμούς, και όμως δεν απο­γο­η­τεύ­τη­καν. Πράγ­μα­τι αυτό είναι πίστη· όταν τα γεγο­νό­τα εκπλη­ρώ­νον­ται αντί­θε­τα από ό,τι προσ­δο­κού­με, τότε πρέ­πει να πιστεύ­ου­με ότι τίπο­τε το αντί­θε­το δεν έγι­νε, αλλά όλα ήταν επα­κό­λου­θα. «Διέ­φυ­γαν τον κίν­δυ­νο της σφα­γής». Αυτό νομί­ζω πάλι ότι το λέγει για τους τρεις Παί­δες.

«νεδυ­να­μώ­θη­σαν π σθε­νεί­ας, γενή­θη­σαν σχυ­ρο ν πολέμ, παρεμ­βολς κλι­ναν λλο­τρί­ων(:Πήραν δύνα­μη, και έγι­ναν καλά από αρρώ­στιες, ανα­δεί­χθη­καν ισχυ­ροί και ανί­κη­τοι στον πόλε­μο· έτρε­ψαν σε φυγή τις εχθρι­κές παρα­τά­ξεις και τα πολυ­πλη­θή στρα­τεύ­μα­τά τους)»[Εβρ.11,34]. Εδώ υπαι­νίσ­σε­ται εκεί­να που συνέ­βη­σαν κατά την επά­νο­δό τους από τη Βαβυ­λώ­να. «Από ασθέ­νειες», λέγει· δηλα­δή, από την αιχ­μα­λω­σία. Όταν πια είχαν εγκα­τα­λεί­ψει τα ιου­δαϊ­κά, όταν δεν διέ­φε­ραν σε τίπο­τε από τα οστά των νεκρών, τότε έγι­νε η επά­νο­δός τους. Πράγ­μα­τι, ποιος θα έλπι­ζε να επα­νέλ­θουν από τη Βαβυ­λώ­να, και όχι μόνο να επα­νέλ­θουν, αλλά και να γίνουν ισχυ­ροί και να τρέ­ψουν σε φυγή τα στρα­τεύ­μα­τα των εχθρών; «Σε μας όμως δεν συνέ­βη κάτι τέτοιο», λέγει. Αλλά αυτά είναι τύποι των μελ­λον­τι­κών.

«λαβον γυνακες ξ ναστά­σε­ως τούς νεκρος ατν(:Με την πίστη που είχαν στην υπερ­φυ­σι­κή δύνα­μη των προ­φη­τών οι γυναί­κες που ανα­φέ­ρει η Παλαιά Δια­θή­κη ξανα­πή­ραν πίσω ζων­τα­νά τα νεκρά παι­διά τους, που ανέ­στη­σαν οι προ­φή­τες)». Εδώ ανα­φέ­ρει εκεί­να που έγι­ναν από τους προ­φή­τες, τον Ελι­σαίο, τον Ηλία· διό­τι αυτοί ανέ­στη­σαν νεκρούς.

«λλοι δ τυμ­πα­νί­σθη­σαν, ο προσ­δε­ξά­με­νοι τν πολύ­τρω­σιν, να κρείτ­το­νος ναστά­σε­ως τύχω­σιν(:Άλλοι πάλι δέθη­καν στο βασα­νι­στι­κό όργα­νο που λεγό­ταν τύμ­πα­νο και δάρ­θη­καν σκλη­ρά μέχρι θανά­του, επει­δή δεν δέχθη­καν να αρνη­θούν την πίστη τους και να ελευ­θε­ρω­θούν έτσι από το μαρ­τύ­ριο. Προ­τί­μη­σαν το σκλη­ρό αυτό μαρ­τύ­ριο, για να ανα­στη­θούν σε μία καλύ­τε­ρη ζωή, παρά να έχουν μία πρό­σκαι­ρη απο­κα­τά­στα­ση στη ζωή αυτή)»[Εβρ.11,37]· ενώ εμείς δεν πετύ­χα­με την ανά­στα­ση. Αλλά «έχω να σας παρου­σιά­σω», λέγει, «και εκεί­νους που απο­κε­φα­λί­στη­καν και δεν δέχθη­καν τη σωτη­ρία, για να πετύ­χουν καλύ­τε­ρη ανά­στα­ση». Διό­τι, πες μου, για­τί, ενώ μπο­ρού­σαν, δε θέλη­σαν να ζήσουν; Δεν το έκα­ναν επει­δή περί­με­ναν καλύ­τε­ρη ζωή; Και αυτοί που ανέ­στη­σαν τους άλλους, προ­τί­μη­σαν οι ίδιοι να πεθά­νουν, για να επι­τύ­χουν καλύ­τε­ρη ανά­στα­ση, όχι σαν εκεί­νη που πέτυ­χαν τα παι­διά των γυναι­κών. Εδώ μου φαί­νε­ται ότι υπο­νο­εί και τον Ιωάν­νη και τον Ιάκω­βο· καθό­σον ‘’απο­τυμ­πα­νι­σμός’’ λέγε­ται ο απο­κε­φα­λι­σμός. Μπο­ρού­σαν να βλέ­πουν τον ήλιο, μπο­ρού­σαν να μην ελέγ­χουν, και όμως προ­τί­μη­σαν να πεθά­νουν· και αυτοί που άλλους ανέ­στη­σαν, προ­τί­μη­σαν να πεθά­νουν οι ίδιοι για να επι­τύ­χουν καλύ­τε­ρη ανά­στα­ση.

«τεροι δ μπαιγμν κα μαστί­γων περαν λαβον, τι δ δεσμν κα φυλακς·λιθά­σθη­σαν, πρί­σθη­σαν, πει­ρά­σθη­σαν (:Κι άλλοι πάλι δοκί­μα­σαν εμπαιγ­μούς και μαστι­γώ­σεις, ακό­μη μάλι­στα και δεσμά και φυλα­κί­σεις. Λιθο­βο­λή­θη­καν, πριο­νί­σθη­καν, δοκί­μα­σαν πολ­λούς πει­ρα­σμούς)»[Εβρ.11,37].Σταματά σε αυτούς που τους ήταν πιο γνω­στοί. Καθό­σον μεγα­λύ­τε­ρη παρη­γο­ριά φέρ­νουν αυτά, όταν η αιτία της λύπης τους είναι κοι­νή, διό­τι και αν πεις κάτι μεγα­λύ­τε­ρο, που δεν προ­ήλ­θε όμως από την ίδια αιτία, δεν έκα­νες τίπο­τε. Γι’ αυτό στα­μά­τη­σε σε αυτόν τον λόγο του, μιλών­τας για δεσμά, φυλα­κές, μαστι­γώ­σεις, λιθο­βο­λι­σμούς, θυμί­ζον­τάς τους όσα έχουν σχέ­ση με τον Στέ­φα­νο και τον προ­φή­τη Ζαχα­ρία, τον πατέ­ρα του Ιωάν­νη του Βαπτι­στή· γι’ αυτό και συμ­πλή­ρω­σε: «ν φόν μαχαί­ρας πέθα­νον (:Θανα­τώ­θη­καν με σφα­γή από μαχαί­ρι)».

Τι λες; Άλλοι διέ­φυ­γαν τη σφα­γή, και άλλοι πέθα­ναν δια σφα­γής; Τι σημαί­νει αυτό; Ποιον επαι­νείς, ποιον θαυ­μά­ζεις; Αυτό ή εκεί­νο; «Ναι», λέγει, «και αυτό και εκεί­νο· αυτό, διό­τι σας είναι πιο οικείο, και εκεί­νο, διό­τι η πίστη νίκη­σε και τον ίδιο τον θάνα­το και η νίκη αυτή είναι τύπος των μελ­λον­τι­κών»· διό­τι δύο είναι τα θαύ­μα­τα της πίστε­ως, και κατορ­θώ­νει μεγά­λα πράγ­μα­τα, και πάσχει μεγά­λα, χωρίς να υπο­λο­γί­ζει τα παθή­μα­τα. «Και δεν μπο­ρείς να πεις», λέγει, «ότι ήταν κάποιοι αμαρ­τω­λοί και μηδα­μι­νοί· διό­τι και αν ακό­μη όλον τον κόσμο παρα­βά­λεις μαζί τους, θα δεις ότι προς αυτούς θα κλεί­νει η ζυγα­ριά και ότι αυτοί είναι τιμιό­τε­ροι». Γι’ αυτό και έτσι μίλη­σε: «ν οκ ν ξιος κόσμος (:Ολό­κλη­ρος ο κόσμος δεν άξι­ζε όσο οι άγιοι αυτοί άνδρες, και ούτε μπο­ρού­σε να συγ­κρι­θεί με αυτούς)». Τι λοι­πόν επρό­κει­το εδώ να απο­λαύ­σουν, εφό­σον τίπο­τε από τα του κόσμου δεν ήταν άξιο γι΄αυτούς; Εδώ διε­γεί­ρει τη διά­νοιά τους, για να τους διδά­ξει ότι δεν πρέ­πει να προ­ση­λώ­νον­ται στα παρόν­τα, αλλά να έχουν τη σκέ­ψη τους πάνω από όλα τα αγα­θά αυτής της ζωής, εφό­σον όλος ο κόσμος δεν μπο­ρεί να συγ­κρι­θεί μαζί τους. Για­τί λοι­πόν θέλεις να λάβεις εδώ μισθό; Διό­τι είναι ατι­μία για σένα, εάν λάβεις εδώ τον μισθό.

Ας μη σκε­πτό­μα­στε λοι­πόν κοσμι­κά, ας μην περι­μέ­νου­με εδώ την αντα­πό­δο­ση, και ας μην είμα­στε τόσο φτω­χοί· εφό­σον όλος ο κόσμος δεν μπο­ρεί να συγ­κρι­θεί μαζί τους, για­τί θέλεις να συγ­κρί­νεις ένα μέρος αυτού; Και σωστά· διό­τι αυτοί είναι φίλοι του Θεού. «Κόσμο» εδώ λέγει το πλή­θος των ανθρώ­πων ή την ίδια την κτί­ση· καθό­σον και τα δύο συνη­θί­ζει η Γρα­φή να τα ονο­μά­ζει έτσι. «Εάν όλη η κτί­ση μαζί με τους ανθρώ­πους της», λέγει, «στα­θεί δίπλα τους, δεν θα μπο­ρέ­σουν να φανούν αντά­ξιοι αυτών»· και σωστά. Διό­τι, όπως ακρι­βώς μύριες ζυγα­ριές άχυ­ρου και χόρ­του δεν θα ήταν αντά­ξιες δέκα μαρ­γα­ρι­τα­ριών, έτσι ούτε και εκεί­νοι· διό­τι «είναι ανώ­τε­ρος ένας που πράτ­τει το θέλη­μα του Κυρί­ου, παρά μύριοι παρά­νο­μοι»· «μυρί­ους» δεν λέγει τους πολ­λούς, αλλά το πλή­θος το άπει­ρο.

Σκέ­ψου πόσο ανώ­τε­ρος είναι ο δίκαιος. Είπε ο Ιησούς του Ναυή: «Στή­τω λιος κατ Γαβαν κα σελή­νη κατ φάραγ­γα Αλών (:Ας στα­θεί ο ήλιος πάνω από την πόλη Γαβα­ών και η σελή­νη πάνω από τη κοι­λά­δα Αιλών)»[Ιησ. Ναυή 10,12.]. Ας έλθει λοι­πόν όλη η οικου­μέ­νη, ή μάλ­λον δύο και τρεις και τέσ­σε­ρις και δέκα και είκο­σι οικου­μέ­νες, και ας πουν και ας το κάνουν αυτό· όμως δεν θα μπο­ρέ­σουν. Ενώ ο φίλος του Θεού διέ­τασ­σε τα κτί­σμα­τα του Φίλου του ή καλύ­τε­ρα παρα­κα­λού­σε τον Φίλο του και υπο­χω­ρού­σαν τα στοι­χεία της φύσε­ως, οι υπη­ρέ­τες του Θεού, και ο άνθρω­πος που ήταν στη γη διέ­τασ­σε αυτά που ήταν στον ουρα­νό. Βλέ­πεις ότι αυτά έχουν γίνει για να υπη­ρε­τούν και να εκπλη­ρώ­νουν τον δρό­μο τον δια­τε­ταγ­μέ­νο;

Αυτό είναι μεγα­λύ­τε­ρο από τα έργα του Μωυ­σή. Για­τί άρα­γε; Διό­τι δεν είναι το ίδιο να δια­τάσ­σεις τη θάλασ­σα και αυτά που βρί­σκον­ται στον ουρα­νό· πράγ­μα­τι είναι μεγά­λο και εκεί­νο και πολύ μεγά­λο μάλι­στα, αλλά όμως δεν μπο­ρεί να θεω­ρη­θεί ίσο με αυτό.

Άκου­σε και πώς έγι­νε τόσο μεγά­λος. Για­τί δηλα­δή; Το όνο­μα του Ιησού του Ναυή ήταν τύπος του Χρι­στού. Γι’ αυτό λοι­πόν, εξαι­τί­ας αυτής της προ­σω­πο­ποι­η­μέ­νης προ­σφω­νή­σε­ως, την οποία είχε ο Ιησούς, η κτί­ση υπο­τά­χθη­κε με σεβα­σμό. Τι λοι­πόν; Άλλος δεν ονο­μά­στη­κε Ιησούς; Αλλά αυτός για αυτόν τον σκο­πό ονο­μά­στη­κε, για να είναι τύπος· διό­τι ονο­μα­ζό­ταν και Αυσής· γι’ αυτό αλλά­χθη­κε το όνο­μα· διό­τι ήταν πρόρ­ρη­ση και προ­φη­τεία. Αυτός εισή­γα­γε στη γη της επαγ­γε­λί­ας τον λαό, όπως ο Ιησούς στον ουρα­νό· δεν τον εισή­γα­γε ο νόμος, όπως ούτε ο Μωυ­σής, αλλά έμε­νε έξω· δεν έχει τη δύνα­μη ο νόμος να εισα­γά­γει, αλλά η χάρη. Βλέ­πεις ότι οι τύποι από παλιά έχουν προ­κα­θο­ρι­στεί; Διέ­τα­ξε την κτί­ση, ή καλύ­τε­ρα το κύριο μέρος της κτί­σε­ως, που βρι­σκό­ταν πάνω από το κεφά­λι του, για να μην τρο­μά­ξεις ούτε να παρα­ξε­νευ­τείς, όταν δεις τον Ιησού με την ανθρώ­πι­νη μορ­φή να λέγει τα ίδια. Ο Ιησούς του Ναυή και ενώ ζού­σε ο Μωυ­σής, κατα­τρό­πω­σε τους εχθρούς, ο Ιησούς Χρι­στός, αν και υπάρ­χει ο νόμος, διοι­κεί τα πάν­τα, αλλά όχι φανε­ρά.

Ας δού­με όμως πόσο μεγά­λη είναι η αρε­τή των αγί­ων. Εάν εδώ τόσο μεγά­λα εργά­ζον­ται, εάν εδώ τόσο μεγά­λα κάνουν, όσα οι άγγε­λοι, τι άρα­γε θα κάνουν εκεί; Πόση λαμ­πρό­τη­τα θα έχουν; Ίσως καθέ­νας από εσάς θα ήθε­λε να είναι τέτοιος, ώστε να μπο­ρεί να δια­τάσ­σει τον ήλιο και τη σελή­νη. Ως προς αυτό, τι θα μπο­ρού­σαν να πουν αυτοί, που ισχυ­ρί­ζον­ται ότι ο ουρα­νός είναι σφαι­ρι­κός; Για­τί λοι­πόν δεν είπε: «Ας στα­θεί ο ήλιος», αλλά πρό­σθε­σε: «ας στα­θεί ο ήλιος πάνω από την πόλη Γαβα­ών και η σελή­νη πάνω από τη φάραγ­γα Αιλών»[Ιησού Ναυή, 10,12].Δηλαδή, να κάνει την ημέ­ρα μεγα­λύ­τε­ρη. Αυτό έγι­νε και επί του Εζε­κία· διό­τι οπι­σθο­δρό­μη­σε ο ήλιος. Αλλά αυτό είναι περισ­σό­τε­ρο θαυ­μα­στό από εκεί­νο, το να έλθει πάλι πίσω στον ίδιο δρό­μο, χωρίς να περιέλ­θει τον δρό­μο. Αλλά εμείς, εάν θέλου­με, μεγα­λύ­τε­ρα από αυτά θα κατορ­θώ­σου­με. Πράγ­μα­τι τι μας υπο­σχέ­θη­κε ο Χρι­στός; Δεν μας είπε ότι θα στα­μα­τή­σου­με τον ήλιο, αλλά τι; «άν τις γαπ με, τν λόγον μου τηρή­σει, κα πατήρ μου γαπή­σει ατόν (:Εάν κανείς με αγα­πά, θα τηρή­σει στη ζωή του τις εντο­λές μου, και ο Πατέ­ρας μου θα τον αγα­πή­σει)», λέγει: «κα πρς ατν λευ­σό­με­θα κα μονν παρ᾿ ατ ποι­ή­σο­μεν (:και θα έλθου­με σε αυτόν και θα μετα­βά­λου­με την καρ­διά του σε μόνι­μη κατοι­κία μας, ώστε αυτός να είναι ο έμψυ­χος ναός του ζών­τος Θεού)»[Ιω.14,23].

Τι μου χρειά­ζε­ται ο ήλιος και η σελή­νη και τα θαυ­μα­στά τους,όταν ο ίδιος ο Δεσπό­της πάν­των κατέρ­χε­ται και εγκα­θί­στα­ται σε εμέ­να; Δεν μου χρειά­ζον­ται αυτά. Διό­τι σε τι θα μου χρεια­στεί κάτι από αυτά; Αυτός θα μου είναι ήλιος και σελή­νη και φως. Διό­τι πες μου, τι θα ήθε­λες, εάν εισερ­χό­σουν στα ανά­κτο­ρα, να μπο­ρού­σες να μεταρ­ρυθ­μί­σεις κάτι από αυτά που είναι στε­ρε­ω­μέ­να, ή να επι­τύ­χεις τη φιλία του βασι­λιά, ώστε να τον πεί­σεις να κατέλ­θει προς εσέ­να; Δεν θα προ­τι­μού­σες πολύ περισ­σό­τε­ρο αυτό παρά εκεί­νο; Τι όμως; Δεν είναι θαυ­μα­στό πράγ­μα­τι ότι άνθρω­πος προ­στά­σει αυτά που προ­στά­σει και ο Χρι­στός; «Αλλά ο Χρι­στός», θα μπο­ρού­σε να έλε­γε κάποιος, «δε χρειά­ζε­ται τον Πατέ­ρα, αλλά με από­λυ­τη εξου­σία ενερ­γεί». Καλώς· λοι­πόν ομο­λό­γη­σε πρώ­τα και πες ότι δεν έχει ανάγ­κη του Πατρός και ότι με από­λυ­τη εξου­σία ενερ­γεί, και τότε θα σου πω πάλι, ή καλύ­τε­ρα θα σε διδά­ξω για την προ­σευ­χή που κάνει, ότι γινό­ταν από συγ­κα­τά­βα­ση και θεία οικο­νο­μία (διό­τι δεν ήταν κατώ­τε­ρος από τον Ιησού του Ναυή ο Χρι­στός) και ότι μπο­ρού­σε να μας διδά­σκει χωρίς προ­σευ­χή.

Όπως ακρι­βώς δηλα­δή όταν ακούς τον διδά­σκα­λο να ομι­λεί σαν παι­δί και να διη­γεί­ται τα στοι­χειώ­δη δεν λες ότι είναι αμα­θής, και όταν ερω­τά «πού είναι αυτό το στοι­χείο», γνω­ρί­ζεις ότι δεν το ερω­τά από άγνοια, αλλά επει­δή θέλει να διδά­ξει τον μαθη­τή· έτσι και ο Χρι­στός προ­σευ­χή­θη­κε όχι επει­δή είχε ανάγ­κη προ­σευ­χής, αλλά επει­δή θέλει να διδά­ξει εσέ­να, να προ­σεύ­χε­σαι συνε­χώς, αδια­λεί­πτως, με νηφα­λιό­τη­τα, και να κάνεις αυτήν με πολ­λή αγρυ­πνία. Και όταν λέω να αγρυ­πνείς δεν εννοώ μόνο το να σηκώ­νε­σαι τη νύχτα, αλλά και κατά το διά­στη­μα της ημέ­ρας να επα­γρυ­πνείς στις προ­σευ­χές· διό­τι αυτός που ενερ­γεί έτσι ονο­μά­ζε­ται άγρυ­πνος. Αφού είναι δυνα­τό να κοι­μά­ται κανείς και όταν προ­σεύ­χε­ται τη νύχτα και να αγρυ­πνεί κατά το διά­στη­μα της ημέ­ρας και όταν δεν προ­σεύ­χε­ται, όταν η ψυχή υψώ­νε­ται προς τον Θεό, όταν γνω­ρί­ζει με Ποιον συνο­μι­λεί, σε Ποιον απευ­θύ­νε­ται, όταν σκε­φτεί ότι οι άγγε­λοι στέ­κον­ται δίπλα στον Θεό με φόβο και τρό­μο, ενώ αυτός προ­σέρ­χε­ται με χασμου­ρη­τά και ξυνό­με­νος.

Είναι μεγά­λο όπλο η προ­σευ­χή, όταν γίνε­ται με την αρμό­ζου­σα διά­θε­ση. Και για να μάθεις τη δύνα­μή της, πρό­σε­χε εδώ· η συνε­χής προ­σευ­χή κατα­νί­κη­σε την αδιαν­τρο­πιά και την αδι­κία και την ωμό­τη­τα και τη θρα­σύ­τη­τα· διό­τι λέγει: «κού­σα­τε τί κριτς τς δικί­ας λέγει(:Ακού­στε και προ­σέξ­τε καλά τι λέγει ο άδι­κος κρι­τής)» [Λουκ. 18,6]. Επί­σης και την απρο­θυ­μία νίκη­σε· και αυτό που δεν πέτυ­χε η φιλία, αυτό το κατόρ­θω­σε η συνε­χής αίτη­ση· «Λέγω μν, ε κα ο δώσει ατ ναστς δι τ εναι ατο φίλον, διά γε τν ναί­δειαν ατο γερ­θες δώσει ατ σων χρζει(:Σας δια­βε­βαιώ­νω ότι και αν ακό­μη δεν θελή­σει να σηκω­θεί να του δώσει, μολο­νό­τι τον είχε φίλο, πάν­τως για την αδια­κρι­σία του ότι σε τέτοια νυκτε­ρι­νή ώρα τον ανη­συ­χεί, θα σηκω­θεί και θα του δώσει όσα του χρειά­ζον­ται)» [Λουκ.11,8].

Και μία ανά­ξια πάλι η συνε­χής επι­μο­νή την έκα­νε άξια: «Κα δο γυν Χανα­ναία π τν ρίων κεί­νων ξελ­θοσα κραύ­γα­σεν ατ λέγου­σα· λέη­σόν με, Κύριε, υἱὲ Δαυ­ΐδ· θυγά­τηρ μου κακς δαι­μο­νί­ζε­ται. δ οκ πεκρί­θη ατ λόγον. κα προ­σελ­θόν­τες ο μαθη­τα ατο ρώτων ατν λέγον­τες· πόλυ­σον ατήν, τι κρά­ζει πισθεν μν. δ ποκρι­θες επεν· οκ πεστά­λην ε μ ες τ πρό­βα­τα τ πολω­λό­τα οκου σρα­ήλ. δ λθοσα προ­σε­κύ­νη­σεν ατ λέγου­σα· Κύριε, βοή­θει μοι. δ ποκρι­θες επεν· οκ στι καλν λαβεν τν ρτον τν τέκνων κα βαλεν τος κυνα­ρί­οις δ επε· ναί, Κύριε· κα γρ τ κυνά­ρια σθί­ει π τν ψυχί­ων τν πιπτόν­των π τς τρα­πέ­ζης τν κυρί­ων ατν. τότε ποκρι­θες ησος επεν ατ· γύναι, μεγά­λη σου πίστις! γενη­θή­τω σοι ς θέλεις. κα άθη θυγά­τηρ ατς π τς ρας κεί­νης)»[ Ματθ.15,26–27].

Ας είμα­στε λοι­πόν προ­σε­κτι­κοί κατά την προ­σευ­χή· είναι μεγά­λο όπλο, όταν γίνε­ται με προ­θυ­μία, χωρίς κενο­δο­ξία, όταν γίνε­ται με ειλι­κρί­νεια ψυχής. Αυτή κατα­τρό­πω­σε εχθρούς, αυτή έθνος ολό­κλη­ρο και ανά­ξιο ευερ­γέ­τη­σε: «Κα κατέ­βην ξελέ­σθαι ατος κ χειρς τν Αγυπτί­ων κα ξαγα­γεν ατος κ τς γς κεί­νης κα εσαγα­γεν ατος ες γν γαθν κα πολ­λήν, ες γν έου­σαν γάλα κα μέλι, ες τν τόπον τν Χανα­ναί­ων κα Χετ­ταί­ων κα μοῤῥαίων κα Φερε­ζαί­ων κα Γερ­γε­σαί­ων κα Εαίων κα εβου­σαί­ων (:Και κατέ­βη­κα να ελευ­θε­ρώ­σω αυτούς από την δου­λεία των Αιγυ­πτί­ων, να τους βγά­λω από την χώρα της Αιγύ­πτου και να τους οδη­γή­σω σε χώρα εύφο­ρη και μεγά­λη, σε γη που θα ρέει γάλα και μέλι, στον τόπο τον οποίο σήμε­ρα κατέ­χουν οι Χανα­ναί­οι, οι Χετ­ταί­οι, οι Αμορ­ραί­οι, οι Φερε­ζαί­οι, οι Γερ­γε­σαί­οι, οι Ευαί­οι και οι Ιεβου­σαί­οι)» [Έξ.3,8 αυτή είναι φάρ­μα­κο σωτή­ριο, αυτή εμπο­δί­ζει τα αμαρ­τή­μα­τα και θερα­πεύ­ει τα πλημ­με­λή­μα­τα· με αυτήν και η χήρα η εγκα­τα­λειμ­μέ­νη απηύ­θυ­νε επί­μο­να το αίτη­μά της.

Εάν λοι­πόν προ­σευ­χό­μα­στε με ταπει­νο­φρο­σύ­νη, εάν κτυ­πού­με το στή­θος όπως ο τελώ­νης, εάν λέμε εκεί­να τα λόγια που είπε και εκεί­νος, εάν λέμε: « Θεός, λάσθη­τί μοι τ μαρ­τωλ» [Λουκ.18,13], όλα θα τα επι­τύ­χου­με· διό­τι, και αν δεν είμα­στε τελώ­νες, όμως έχου­με άλλα αμαρ­τή­μα­τα, όχι λιγό­τε­ρα από εκεί­νου. Μη μου πεις λοι­πόν ότι είναι μικρό το σφάλ­μα σου· διό­τι έχει το ίδιο απο­τέ­λε­σμα. Όπως ακρι­βώς δηλα­δή ανδρο­φό­νος ονο­μά­ζε­ται όμοια και αυτός που σκό­τω­σε παι­δί και εκεί­νος που σκό­τω­σε άνδρα, έτσι πλε­ο­νέ­κτης ονο­μά­ζε­ται και αυτός που αρπά­ζει πολ­λά και εκεί­νος που αρπά­ζει λίγα.

Αλλά και η μνη­σι­κα­κία δεν είναι μικρό, αλλά μεγά­λο αμάρ­τη­μα. Διό­τι λέγει: «ν δος δικαιο­σύ­νης ζωή, δο δ μνη­σι­κά­κων ες θάνα­τον(:Στους δρό­μους της αρε­τής υπάρ­χει η αλη­θι­νή και ευχά­ρι­στη ζωή, ενώ οι δρό­μοι των μνη­σί­κα­κων και εμπα­θών ανθρώ­πων οδη­γούν στον θάνα­το)» [Παροιμ. 12,28]. Το ίδιο και αυτός που απο­κα­λεί τον αδελ­φό του μωρό και ανόη­το ή οτι­δή­πο­τε άλλο όμοιο με αυτά: «γ δ λέγω μν τι πς ργι­ζό­με­νος τ δελφ ατο εκ νοχος σται τ κρί­σει· ς δ᾿ ν επ τ δελφ ατο ακά, νοχος σται τ συνε­δρί· ς δ᾿ ν επ μωρέ, νοχος σται ες τν γέεν­ναν το πυρός (:Εγώ όμως σας λέω ότι καθέ­νας που οργί­ζε­ται εναν­τί­ον του αδελ­φού του χωρίς σοβα­ρό πνευ­μα­τι­κό λόγο, δια­πράτ­τει έγκλη­μα ανά­λο­γο με εκεί­νο το οποίο δικα­ζό­ταν άλλο­τε από το τοπι­κό επτα­με­λές δικα­στή­ριο, την “κρί­ση”. Κι εκεί­νος που θα πει περι­φρο­νη­τι­κά στον αδελ­φό του: “Ανόη­τε”, είναι ένο­χος βαρύ­τε­ρου εγκλή­μα­τος, σαν εκεί­να που δικά­ζουν από το ανώ­τα­το δικα­στή­ριο των Ιου­δαί­ων, το Συνέ­δριο. Κι εκεί­νος που με μίσος και κακία θα πει στον αδελ­φό του: “Ηλί­θιε”, θα είναι ένο­χος εγκλή­μα­τος που πρέ­πει να τιμω­ρη­θεί με τη γέεν­να του πυρός που βρί­σκε­ται στον Άδη)»[Ματθ.5,22]. Μετα­λαμ­βά­νου­με επί­σης και των φρι­κτών μυστη­ρί­ων ανα­ξί­ως και φθο­νού­με και κακο­λο­γού­με· και μερι­κοί από εμάς πολ­λές φορές και μέθυ­σαν. Καθέ­να από αυτά τα αμαρ­τή­μα­τα και αυτό καθ’ εαυ­τό, μάλι­στα είναι ικα­νό να μας στε­ρή­σει τη βασι­λεία των ουρα­νών· όταν όμως και υπάρ­χουν όλα μαζί, ποια απο­λο­γία θα έχου­με;

Έχου­με ανάγ­κη πολ­λής μετά­νοιας, αγα­πη­τοί, πολ­λής προ­σευ­χής, πολ­λής καρ­τε­ρί­ας, πολ­λής προ­σο­χής, για να μπο­ρέ­σου­με να κερ­δί­σου­με τα αγα­θά που μας έχει υπο­σχε­θεί. Ας πού­με λοι­πόν και εμείς: «Συγ­χώ­ρη­σέ με τον αμαρ­τω­λό»· ή καλύ­τε­ρα ας μην το λέμε μόνο, αλλά και έτσι να σκε­πτό­μα­στε· και αν κάποιος άλλος μας κατη­γο­ρή­σει, ας μην οργι­στού­με. Άκου­σε εκεί­νος, ότι «δεν είμαι όπως αυτός ο τελώ­νης» και δεν οργί­στη­κε, αλλά λυπή­θη­κε· δέχθη­κε την υπε­ρο­χή και απέ­βα­λε το όνει­δος. Είπε εκεί­νος το τραύ­μα, ανα­ζή­τη­σε Αυτός το φάρ­μα­κο. Ας λέμε λοι­πόν: «Θεέ μου, συγ­χώ­ρη­σέ με τον αμαρ­τω­λό»· αλλά και αν άλλος μας ονο­μά­σει αμαρ­τω­λούς, ας μην αγα­να­κτού­με. Εάν όμως οι ίδιοι λέμε ότι δια­πρά­ξα­με μύρια κακά, και όταν το ακού­με από τους άλλους αγα­να­κτού­με, αυτό δεν είναι τότε ταπει­νο­φρο­σύ­νη, ούτε εξο­μο­λό­γη­ση, αλλά επί­δει­ξη και κενο­δο­ξία.

«Είναι επί­δει­ξη», θα μπο­ρού­σε να ανα­ρω­τη­θεί κάποιος, «να απο­κα­λείς τον εαυ­τό σου αμαρ­τω­λό;». Ναι· διό­τι απο­κτού­με φήμη ταπει­νο­φρο­σύ­νης, θαυ­μα­ζό­μα­στε, εγκω­μια­ζό­μα­στε· εάν όμως πού­με τα αντί­θε­τα για τους εαυ­τούς μας, μας περι­φρο­νούν. Ώστε και αυτό το κάνου­με για τη δόξα. Και τι είναι ταπει­νο­φρο­σύ­νη; Το να υπο­μέ­νεις την κατη­γο­ρία του άλλου, το να ανα­γνω­ρί­ζεις το αμάρ­τη­μά σου, το να αντέ­χεις τις κατη­γο­ρί­ες. Και ούτε αυτό θα ήταν δείγ­μα ταπει­νο­φρο­σύ­νης, αλλά ευγνω­μο­σύ­νης. Τώρα όμως απο­κα­λού­με βέβαια τους εαυ­τούς μας αμαρ­τω­λούς, ανα­ξί­ους και πόσα άλλα· αν όμως κάποιος άλλος μας απο­δώ­σει ένα από αυτά, στε­νο­χω­ρού­μα­στε, εξα­γριω­νό­μα­στε. Βλέ­πεις ότι δεν είναι εξο­μο­λό­γη­ση, ούτε ευγνω­μο­σύ­νη; Είπες ότι είσαι τέτοιος· μην αγα­να­κτείς όταν το ακούς και από τους άλλους και όταν ατι­μά­ζε­σαι· έτσι γίνον­ται ελα­φρύ­τε­ρα τα αμαρ­τή­μα­τά σου, όταν άλλοι σε κατη­γο­ρούν· διό­τι αυτοί στους εαυ­τούς τους προ­σθέ­τουν επι­πλέ­ον βάρος, ενώ εσέ­να σε οδη­γούν στην άσκη­ση της αρε­τής.

Άκου­σε τι είπε ο μακά­ριος Δαβίδ όταν τον κατα­ριό­ταν ο Σεμε­εί: «Επως δοι Κύριος ν τ ταπει­νώ­σει μου κα πιστρέ­ψει μοι γαθ ντ τς κατά­ρας ατο τ μέρ ταύτ(:Υπο­μέ­νω τις κατά­ρες του, μήπως ο Θεός δει αυτόν τον εξευ­τε­λι­σμό μου και με αντα­μεί­ψει με αγα­θά, αντί της κατά­ρας η οποία κατά την ημέ­ρα αυτήν εκσφεν­δο­νί­στη­κε εναν­τί­ον μου)» [Β΄Βασ.16,10–12]. Ενώ εσύ αν και λες για τον εαυ­τό σου το πιο μεγά­λο κακό, αγα­να­κτείς, όταν δεν ακούς από τους άλλους τα εγκώ­μια των μεγά­λων δικαί­ων. Βλέ­πεις ότι παί­ζεις με πράγ­μα­τα που δεν πρέ­πει κανείς να παί­ζει; Διό­τι αρνού­μα­στε τους επαί­νους άλλων, για να επι­σύ­ρου­με πάλι μεγα­λύ­τε­ρους επαί­νους, για να μας θαυ­μά­σουν ακό­μη περισ­σό­τε­ρο. Επο­μέ­νως, το κάνου­με αυτό, όχι επει­δή δεν θέλου­με τα εγκώ­μια, αλλά για να τα αυξή­σου­με· και όλα γίνον­ται για τη δόξα μας, και όχι επει­δή πραγ­μα­τι­κά τα θέλου­με. Γι’ αυτό όλα είναι κενά, όλα μάταια.

Γι’ αυτό λοι­πόν, παρα­κα­λώ, τώρα να απο­μα­κρυν­θού­με από τη μητέ­ρα των κακών, την κενο­δο­ξία, και να ζήσου­με σύμ­φω­να με το θέλη­μα του Θεού, για να κερ­δί­σου­με και τα μελ­λον­τι­κά αγα­θά, με τη βοή­θεια του Ιησού Χρι­στού του Κυρί­ου μας.

«Περιλθον ν μηλω­τας, ν αγεί­οις δέρ­μα­σιν, στε­ρού­με­νοι, θλι­βό­με­νοι, κακου­χού­με­νοι, ν οκ ν ξιος κόσμος, ν ρημί­αις πλα­νώ­με­νοι κα ρεσι κα σπη­λαί­οις κα τας πας τς γς(:Φορού­σαν για ρού­χα προ­βιές και γιδο­δέρ­μα­τα, ζών­τας μέσα σε στε­ρή­σεις, θλί­ψεις και κακο­πά­θειες. Ολό­κλη­ρος ο κόσμος δεν άξι­ζε όσο οι άγιοι αυτοί άνδρες, και ούτε μπο­ρού­σε να συγ­κρι­θεί με αυτούς. Περι­πλα­νιόν­ταν σε ερη­μιές και σε βου­νά, σε σπη­λιές και σε τρύ­πες της γης)»[Εβρ.11,37].

Πάν­το­τε βέβαια, κυρί­ως όμως όταν σκέ­πτο­μαι τα κατορ­θώ­μα­τα των αγί­ων, τότε μου έρχε­ται να ξεχνώ όλα τα δικά μου, διό­τι ούτε στο όνει­ρό μας δεν γνω­ρί­σα­με αυτά που εκεί­νοι οι άνδρες πέρα­σαν σε όλη τους τη ζωή, και αυτά δεν ήταν τιμω­ρία για τα αμαρ­τή­μα­τά τους, αλλά, αν και σημεί­ω­ναν πάν­το­τε κατορ­θώ­μα­τα, όμως πάν­το­τε αντι­με­τώ­πι­ζαν θλί­ψεις. Πράγ­μα­τι, σκέ­ψου τον Ηλία, στον οποίο ανα­φέ­ρε­ται ο λόγος σήμε­ρα· διό­τι γι’ αυτόν το λέγει αυτό εδώ, το «φορού­σαν προ­βιές» και τελειώ­νει σε αυτόν τα παρα­δείγ­μα­τα χωρίς να αφή­σει ούτε αυτό που τους ήταν γνω­στό. Και αφού ανα­φέρ­θη­κε στους απο­στό­λους, ότι υπέ­στη­σαν τον θάνα­το με μάχαι­ρα, ότι λιθο­βο­λή­θη­καν, επα­νέρ­χε­ται πάλι στον Ηλία, που έπα­θε τα ίδια με αυτούς. Επει­δή δηλα­δή ήταν φυσι­κό να μην έχουν ακό­μη αυτοί τόση μεγά­λη ιδέα για τους απο­στό­λους, από αυτόν που ανα­λή­φθη­κε και υπερ­βο­λι­κά θαυ­μά­στη­κε, δηλα­δή τον προ­φή­τη Ηλία, φέρ­νει την παρη­γο­ριά και την παρά­κλη­ση.

«Φορού­σαν», λέγει, «δέρ­μα­τα προ­βά­των και δέρ­μα­τα γιδιών, γεμά­τοι στε­ρή­σεις, θλί­ψεις και κακο­πα­θή­μα­τα, και όλων αυτών δεν ήταν άξιος ο κόσμος αυτός». Ούτε ένδυ­μα είχαν, λέγει, να ντυ­θούν, εξαι­τί­ας των υπερ­βο­λι­κών θλί­ψε­ων, ούτε πόλη, ούτε σπί­τι, ούτε κατά­λυ­μα· αυτό ακρι­βώς που ο Χρι­στός έλε­γε: «α λώπε­κες φωλεος χου­σι κα τ πετειν το ορανο κατα­σκη­νώ­σεις, δ υἱὸς το νθρώ­που οκ χει πο τν κεφαλν κλίν(:Οι αλε­πού­δες έχουν τρύ­πες που τις χρη­σι­μο­ποιούν ως φωλιές, και τα που­λιά του ουρα­νού έχουν μέρη για να κουρ­νιά­ζουν, ενώ ο υιός του ανθρώ­που (δηλα­δή εγώ που γεν­νή­θη­κα από την Παρ­θέ­νο και είμαι ο κατε­ξο­χήν άνθρω­πος γνω­στός από τις υπο­σχέ­σεις του Θεού στον Αδάμ, και ως Μεσ­σί­ας πρό­κει­ται να έλθω πάλι Κρι­τής ένδο­ξος πάνω στις νεφέ­λες του ουρα­νού) δεν έχει ούτε πού να ακουμ­πή­σει το κεφά­λι του. Μην περι­μέ­νεις λοι­πόν κι εσύ να έχεις σωμα­τι­κές ανέ­σεις και ανα­παύ­σεις, αλλά πάρε τις απο­φά­σεις σου γνω­ρί­ζον­τας από πριν ότι η ζωή των ακο­λού­θων μου είναι γεμά­τη από στε­ρή­σεις και θυσί­ες, όπως η δική μου)» [Ματθ.8,20].

Αλλά τι λέγω «δεν είχαν κατά­λυ­μα»; Ούτε τόπο για να στα­θούν είχαν· διό­τι ούτε όταν κατέ­φευ­γαν στην έρη­μο, ησύ­χα­ζαν· καθό­σον δεν είπε, «παρέ­μει­ναν στην έρη­μο», αλλά και εκεί ευρι­σκό­με­νοι έφευ­γαν και από εκεί κατα­διώ­κον­ταν· τους έδιω­χναν όχι μόνο από την κατοι­κη­μέ­νη περιο­χή, αλλά και από την ακα­τοί­κη­τη. Και υπεν­θυ­μί­ζει τους τόπους όπου ζού­σαν και τα γεγο­νό­τα που τους συνέ­βη­καν εκεί· «γεμά­τοι από στε­ρή­σεις και θλί­ψεις». «Έπει­τα», λέγει, «εσάς σας κατη­γο­ρού­σαν για τον Χρι­στό, και αυτό τα έκα­ναν στον Ηλία· τι είχαν να πουν σε βάρος του, και τον έδιω­χναν και τον κατα­δί­ω­καν και τον ανάγ­κα­ζαν να παλεύ­ει με την πεί­να;». Αυτό και αυτοί τότε πάθαι­ναν. Γι’ αυτό αλλού έλε­γε: «Τν δ μαθητν καθς ηπορετό τις, ρισαν καστος ατν ες δια­κο­νί­αν πέμ­ψαι τος κατοι­κοσιν ν τ ουδαί δελ­φος(:Οι μαθη­τές, λοι­πόν, ανά­λο­γα με τους πόρους και τα μέσα που διέ­θε­τε ο καθέ­νας, απο­φά­σι­σαν να στεί­λουν καθέ­νας απ’ αυτούς τη συν­δρο­μή του για να βοη­θή­σουν και να υπη­ρε­τή­σουν τους αδελ­φούς που κατοι­κού­σαν στην Ιου­δαία)»[Πράξ.11,29]. Πράγ­μα που συνέ­βη­κε και σε αυτούς.

«Κακου­χού­με­νοι», λέγει· δηλα­δή ήταν εκτε­θει­μέ­νοι σε όλα τα κακά, και στις οδοι­πο­ρί­ες και στους κιν­δύ­νους· πράγ­μα που και σε αυτούς συνέ­βαι­νε. Αλλά το «περιλθον», τι σημαί­νει; «Περι­πλα­νώ­με­νοι στις ερή­μους και στα όρη και στα σπή­λαια και στις τρύ­πες της γης». Τίπο­τε άλλο δεν δεί­χνει αυτό παρά μόνο παρου­σιά­ζει με μια λέξη, ότι περι­φέ­ρον­ταν όπως ακρι­βώς οι εξό­ρι­στοι και οι μετα­νά­στες, όπως ακρι­βώς εκεί­νοι που έχουν κατα­δι­κα­στεί για ατι­μί­ες, όπως εκεί­νοι που δεν είναι άξιοι να βλέ­πουν ούτε τον ήλιο και ούτε στην έρη­μο έβρι­σκαν κατα­φύ­γιο, αλλά έπρε­πε διαρ­κώς να φεύ­γουν, έπρε­πε να ανα­ζη­τούν κρύ­πτες, έπρε­πε ζων­τα­νοί να θάπτον­ται, πάν­το­τε να είναι φοβι­σμέ­νοι.

«Κα οτοι πάν­τες μαρ­τυ­ρη­θέν­τες δι τς πίστε­ως οκ κομί­σαν­το τν παγ­γε­λί­αν, το Θεο περ μν κρεττόν τι προ­βλε­ψα­μέ­νου, να μ χωρς μν τελειωθσι(:Και όλοι αυτοί, αν και έλα­βαν εγκω­μια­στι­κή μαρ­τυ­ρία για την πίστη τους, δεν από­λαυ­σαν την υπό­σχε­ση της ουρά­νιας κλη­ρο­νο­μί­ας, επει­δή ο Θεός προ­έ­βλε­ψε κάτι καλύ­τε­ρο για εμάς, ώστε να λάβουν σε τέλειο βαθ­μό τη σωτη­ρία χωρίς εμάς)»[Εβρ.11,39]. «Ποιος λοι­πόν», λέγει, «είναι ο μισθός της τόσο μεγά­λης ελπί­δας; Ποια είναι η αντα­πό­δο­ση;». Μεγά­λη είναι και τόσο μεγά­λη, ώστε να μην μπο­ρεί να εκφρα­στεί με τον λόγο. «Διό­τι αυτά», λέγει, «που οφθαλ­μός δεν είδε και αυτί δεν άκου­σε ούτε στην καρ­διά του ανθρώ­που ανέ­βη­καν, αυτά είναι εκεί­να που ετοί­μα­σε ο Θεός για εκεί­νους που τον αγα­πούν». Αλλά ακό­μη δεν τα απή­λαυ­σαν, ακό­μη περι­μέ­νουν και πέθα­ναν έτσι μέσα σε τόση μεγά­λη θλί­ψη.

Και εκεί­νοι βέβαια έχουν τόσα πολ­λά χρό­νια που νίκη­σαν όλα αυτά και ακό­μη δεν τα απή­λαυ­σαν την αμοι­βή, και εσείς που βρί­σκε­στε ακό­μη στο στά­διο του αγώ­να, αδη­μο­νεί­τε; Σκε­φτεί­τε και εσείς τι σημαί­νει αυτό και πόσο ο Αβρα­άμ θα περι­μέ­νει· και τον από­στο­λο Παύ­λο που περι­μέ­νει πότε εσύ θα τελειω­θείς, για να μπο­ρέ­σουν τότε να λάβουν τον μισθό. Διό­τι, εάν και εμείς δεν παρα­βρε­θού­με εκεί, τους το προ­εί­πε ο Σωτή­ρας, δεν θα τους αντα­μεί­ψει. Όπως ακρι­βώς ένας φιλό­στορ­γος πατέ­ρας εάν έλε­γε για τα παι­διά του, που ευδο­κι­μούν και έχουν ολο­κλη­ρώ­σει το έργο τους, να μην τα δώσουν να φάνε, εάν δεν έλθουν και οι αδελ­φοί τους. Και εσύ στε­νο­χω­ριέ­σαι για­τί ακό­μα δεν αμεί­φθη­κες; Τι λοι­πόν θα πρέ­πει να κάνει ο Άβελ, που πριν από όλους νίκη­σε, και ακό­μη περι­μέ­νει αστε­φά­νω­τος; Τι πρέ­πει επί­σης να κάνει ο Νώε; Και τι όλοι εκεί­νοι που έζη­σαν εκεί­να τα χρό­νια, που περι­μέ­νουν εσέ­να και τους μετά από εσέ­να; Βλέ­πεις ότι εμείς βρι­σκό­μα­στε σε πλε­ο­νε­κτι­κό­τε­ρη θέση από εκεί­νους; Καλά λοι­πόν είπε «ότι ο Θεός προ­έ­βλε­ψε κάτι καλύ­τε­ρο για εμάς». Για να μη νομί­ζουν δηλα­δή ότι πλε­ο­νε­κτούν απέ­ναν­τί μας εάν στε­φα­νώ­νον­ταν πρώ­τοι, όρι­σε να είναι κοι­νός για όλους ο και­ρός των στε­φά­νων και εκεί­νος που έχει νική­σει πριν τόσα πολ­λά χρό­νια μαζί σου να λάβει το στε­φά­νι.

Βλέ­πεις φρον­τί­δα; Και δεν είπε «για να μην στε­φα­νω­θούν χωρίς εμάς», αλλά «για να μην τελειω­θούν χωρίς εμάς»· ώστε τότε θα φανούν και τέλειοι. Μας πρό­λα­βαν στους αγώ­νες, αλλά δε θα μας προ­λά­βουν και στα στε­φά­νια. Δεν αδί­κη­σε εκεί­νους, αλλά τίμη­σε εμάς· ώστε τότε θα φανούν και τέλειοι. Μας πρό­λα­βαν στους αγώ­νες, αλλά δε θα μας προ­λά­βουν και στα στε­φά­νια. Δεν αδί­κη­σε εκεί­νους, αλλά τίμη­σε εμάς· διό­τι και αυτοί περι­μέ­νουν τα αδέλ­φια τους. Εφό­σον όλοι είμα­στε ένα σώμα, μεγα­λύ­τε­ρη γίνε­ται η ηδο­νή στο σώμα, όταν από κοι­νού στε­φα­νώ­νε­ται και όχι μεμο­νω­μέ­να. Πράγ­μα­τι οι δίκαιοι και ως προς αυτό είναι αξιο­θαύ­μα­στοι, διό­τι χαί­ρον­ται για τα αγα­θά των αδελ­φών τους, σαν να είναι δικά τους. Ώστε αυτό είναι σύμ­φω­νο και με την επι­θυ­μία εκεί­νων, το να στε­φα­νω­θούν δηλα­δή μαζί με όλα τα μέλη του σώμα­τός τους· διό­τι το να δοξα­στούν μαζί είναι μεγά­λη ηδο­νή. «Λοι­πόν και εμείς, αφού έχου­με γύρω μας ένα τόσο πυκνό σύν­νε­φο μαρ­τύ­ρων».

Σε πολ­λές περι­πτώ­σεις, η Γρα­φή παρου­σιά­ζει την παρη­γο­ριά στα κακο­πα­θή­μα­τα από τα γεγο­νό­τα που συμ­βαί­νουν, όπως όταν λέγει ο προ­φή­της: «Κα σται ες σκιν π καύ­μα­τος κα ν σκέπ κα ν ποκρύφ π σκλη­ρό­τη­τος κα ετο(:Όλοι και όλα, όσα υπάρ­χουν κάτω από τη δρο­σε­ρή σκιά της νεφέ­λης, θα προ­στα­τεύ­ον­ται από το καύ­μα του ηλί­ου, θα σκε­πά­ζον­ται από τις ραγδαί­ες κατα­στρε­πτι­κές βρο­χές, θα ευρί­σκον­ται σε ασφά­λεια και θα ζουν με άνε­ση)»[Ησ.4,6]·και ο Δαβίδ: «μέρας λιος ο συγ­καύ­σει σε, οδ σελή­νη τν νύκτα(:Τότε κατά την ημέ­ρα ο ήλιος δεν θα σε καυ­μα­τί­σει, ούτε η σελή­νη θα σε βλά­ψει κατά την νύκτα)» [Ψαλμ. 120,6].Αυτό λοι­πόν και εδώ λέγει, ότι η μνή­μη των αγί­ων εκεί­νων ανδρών, ως νέφος θα σκιά­ζει εκεί­νον που φλέ­γε­ται από θερ­μό­τε­ρη ακτί­να· έτσι ανα­σταί­νει και ανα­ζω­ο­γο­νεί την ψυχή, που είναι απο­κα­μω­μέ­νη από τις δυστυ­χί­ες. Και δεν είπε: «που αιω­ρεί­ται πάνω από εμάς», αλλά «που μας περι­βάλ­λει», που είναι πολύ πιο ανώ­τε­ρο· το κάνει για να δηλώ­σει με αυτό, ότι περι­βάλ­λον­τάς μας, είναι φυσι­κό ότι θα μας έχει σε μεγα­λύ­τε­ρη ασφά­λεια. Μάρ­τυ­ρες ονο­μά­ζει όχι μόνο αυτούς που ανα­φέ­ρον­ται στην Και­νή Δια­θή­κη, αλλά και στην Παλαιά· καθό­σον και αυτοί μαρ­τύ­ρη­σαν για το μεγα­λείο του Θεού· όπως οι τρεις παί­δες, οι περί τον Ηλία, οι προ­φή­τες όλοι.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-ad-hebraeos.pdf

  • Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, Υπό­μνη­μα στην προς Εβραί­ους επι­στο­λή, ομι­λί­ες ΚΓ΄, ΚΖ΄και ΚΗ΄(κατ΄επιλογήν), πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1988, τόμος 25, σελί­δες 200–205, 220–237 και 239–243.

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ”)

Υβρί­ζε­σαι γιά τό Χρι­στό;

«Μεί­ζο­να πλοῦ­τον ἡγη­σά­με­νος (ὁ Μωϋ­σῆς) τῶν Αἰγύ­πτου θησαυ­ρῶν τὸν ὀνει­δι­σμὸν τοῦ Χρι­στοῦ» (Εβρ. 11,26)

ΣΗΜΕΡΑ, ἀγα­πη­τοί μου, σήμε­ρα εἶνε ἡ πρώ­τη Κυρια­κὴ τῶν Νηστειῶν ἢ Κυρια­κὴ τῆς Ὀρθο­δο­ξί­ας. Σ’ ὅλους τοὺς ναοὺς ὡς Από­στο­λος δια­βά­ζε­ται μιὰ περι­κο­πὴ ἀπὸ τὴν πρὸς Ἑβραί­ους ἐπι­στο­λή, ἀπὸ τὸ 11ο κεφά­λαιο. Σᾶς παρα­κα­λῶ, ἀγα­πη­τοί μου, ὅταν τελειώ­σῃ ἡ θεία λει­τουρ­γία καὶ πᾶτε στὰ σπί­τια σας, μὴν ἀρχί­σε­τε κοσμι­κές συζη­τή­σεις, ἀλλὰ ἀνοῖξ­τε τὴν Και­νή σας Δια­θή­κη καὶ δια­βά­στε ὁλό­κλη­ρο τὸ 11ο κεφά­λαιο τῆς πρὸς Ἑβραί­ους ἐπι­στο­λῆς. Τὸ κεφά­λαιο αὐτὸ εἶνε ἕνας ὕμνος τῆς πίστε­ως. Ὁ ἀπό­στο­λος ἀνοί­γει τὴν ἱστο­ρία τῆς Παλαιᾶς Δια θήκης καὶ ἀπὸ κεῖ παίρ­νει παρα­δείγ­μα­τα ἀνδρῶν καὶ γυναι­κῶν ποὺ πίστε­ψαν στὸν ἀλη­θι­νὸ Θεὸ καὶ μὲ τὴν πίστι αὐτὴ κατώρ­θω­σαν πράγ­μα­τα, ποὺ δὲν μπο­ροῦ­σε κανεὶς ἄλλος ἀπὸ τοὺς ἀνθρώ­πους νὰ κατορ­θώ­σῃ. Ἡ πίστι τους ἦταν τόσο δυνα­τή, ὥστε νικοῦ­σε κάθε ἐμπό­διο, κάθε ἐχθρό· ἔκα­νε θαύ­μα­τα.

Ποιό ἀπὸ τὰ πολ­λὰ αὐτὰ θαύ­μα­τα νὰ διη­γη­θοῦ­με ἐδῶ; Ἢ ποιόν ἀπὸ τοὺς ἥρω­ες αὐτοὺς νὰ ἀνα­φέ­ρου­με καὶ νὰ ἐγκω­μιά­σου­με; Ἂν ἐπρό­κει­το νὰ διη­γη­θοῦ­με ὅλα τὰ θαύ­μα­τα τῶν ἡρώ­ων αὐτῶν, ὄχι ἕνα κήρυγ­μα, ἀλλ ̓ ἑκα­τὸ κηρύγ­μα­τα θὰ ἔπρε­πε νὰ κάνου­με, καὶ πάλι δὲν θὰ ἔφτα­ναν. Γι’ αὐτὸ ἀπ ̓ ὅλα τὰ ὀνό­μα­τα ποὺ ἀνα­φέ­ρει ὁ σημε­ρι­νός Από­στο­λος θὰ ἀσχο­λη­θοῦ­με σήμε­ρα μέ ἕνα μόνο ὄνο­μα, τὸ ὄνο­μα τοῦ Μωϋ­σῆ.

Ὁ Μωϋ­σῆς ἔζη­σε 1500 περί­που χρό­νια πρό Χρι­στοῦ. Ἡ ζωή του εἶνε γεμά­τη θαύ­μα­τα. Το πρῶ­το θαῦ­μα ἔγι­νε τὶς πρῶ­τες μέρες που γεν­νή­θη­κε. Σύμ­φω­να μὲ ἕνα νόμο ποὺ εἶχε βγά­λει ὁ βασι­λιᾶς τῆς ἐπο­χῆς του, ὁ φαραὼ τῆς Αἰγύ­πτου, ὅλα τὰ νεο­γέν­νη­τα ἀρσε­νι­κὰ παι­διὰ τῶν Ἑβραί­ων ἔπρε­πε νὰ σκο­τώ­νων­ται, νὰ ῥίχνων­ται στὸ Νεῖ­λο ποτα­μό. Νόμος σατα­νι­κός, ποὺ ἔγι­νε γιὰ νὰ ἐξον­τω­θῇ τὸ γένος τῶν Ἑβραί­ων.

Ανα­τρι­χιά­ζε­τε; Ἀλλ’ ὁ σατα­νᾶς, ποὺ ἔσπρω­ξε ἕνα βασι­λιᾶ νὰ βγά­λῃ ἕνα τέτοιο νόμο, καὶ σήμε­ρα ἐξα­κο­λου­θεῖ τὸ κακοῦρ­γο του ἔργο. Αλλοί­μο­νο! Φαραὼ δὲν εἶνε πιὰ ἕνας μόνο. Φαραὼ εἶνε πολ­λοί. Εἶνε ἀνα­ρίθ­μη­τοι. Εἶνε ἄνδρες καὶ γυναῖ­κες, ποὺ δὲν θέλουν νὰ κάνουν παι­διὰ καί, ἐάν ποτὲ κατὰ λάθος ἀρχί­ζῃ νὰ φυτρώ­νῃ παι­δὶ στὴν κοι­λιὰ τῆς μάνας, πᾶνε καὶ τὸ ξερ­ρι­ζώ­νουν μὲ τὶς ἐκτρώ­σεις. Αὐτοὶ εἶνε κακοῦρ­γοι. Αὐτοὶ εἶνε κι ἀπὸ τοὺς φαραώ χει­ρό­τε­ροι. Ἐκεῖ­νοι τὰ ξένα παι­διὰ ἔρρι­χναν στὸ ποτά­μι. Αὐτοὶ σκο­τώ­νουν τὰ ἴδια τους τὰ παι­διά. Αλλ’ οἱ ἄνθρω­ποι αὐτοί, ποὺ κάνουν τὸ ἀπαί­σιο ἔγκλη­μα τῶν ἐκτρώ­σε­ων, ὁπωσ­δή­πο­τε θὰ τιμω­ρη­θοῦν ἀπὸ τὸ Θεό, ὅπως τιμω­ρή­θη­κε καὶ ὁ φαραώ. Ἐκεῖ­νος ἔπνι­ξε τὰ ἀθῷα παι­διά, ἀλλὰ κι αὐτὸς πνί­γη­κε μὲ ὅλο του τὸ στρα­τὸ μέσα στὰ νερὰ τῆς Ἐρυ­θρᾶς θαλάσ­σης.

Καὶ ὁ Μωϋ­σῆς, ποὺ ἦταν παι­δὶ Ἑβραί­ων, θὰ ἔπρε­πε κι αὐτὸς ὅταν γεν­νή­θη­κε νὰ σκο­τω­θῇ, σύμ­φω­να μὲ τὸ νόμο τοῦ φαραώ. Ἀλλὰ δὲν σκο­τώ­θη­κε. Σώθη­κε. Πῶς; Ἡ μάνα του τὸν ἔβα­λε βρέ­φος μέσα σ’ ἕνα πανε­ρά­κι, ποὺ ἔφρα­ξε μὲ πίσ­σα γιὰ νὰ μὴ μπαί­νουν νερά, καὶ ἔτσι τὸ ἔρρι­ξε στὸ ποτά­μι. Ἔπλεε σὰν μικρὴ βαρ­κού­λα. Ἡ θυγα­τέ­ρα τοῦ φαραώ, ποὺ ἔκα­νε τὸν περί­πα­τό της στὸ ποτά­μι, τὸ εἶδε, τὸ ἔβγα­λε ἀπὸ τὸν ποτα­μό, καὶ μὲ ἔκπλη­ξι εἶδε ὅτι μέσα στὸ πανε­ρά­κι ἦταν ἕνα ἀγο­ρά­κι. Πόσο χαρι­τω­μέ­νο ἦταν τὸ βρέ­φος αὐτό! Ἡ πριγ­κί­πισ­σα τὸ συμ­πά­θη­σε, τὸ υἱο­θέ­τη­σε καὶ τὸ ἀνέ­θρε­ψε σὰν πριγ­κι­πό­που­λο στὸ παλά­τι. Ἔμα­θε κατό­πιν γράμ­μα­τα καί, ἐπει­δὴ ἦταν ἔξυ­πνο παι­δί, ἔγι­νε ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ μορ­φω­μέ­νους ἀνθρώ­πους τῆς ἐπο­χῆς του. Ζοῦ­σε μέ σα στὰ πλού­τη. Εἶχε ὅλα τὰ ἀγα­θὰ καὶ προ­ω­ρι­ζό­ταν νὰ γίνῃ κι αὐτὸς μιὰ μέρα φαραώ, βασι­λιᾶς τῆς Αἰγύ­πτου. Τί τυχε­ρό παι­δί! θὰ λέγα­με πολ­λοί.

Ἀλλ’ ὁ Μωϋ­σῆς μιὰ μέρα ἔφυ­γε ἀπὸ τὸ παλά­τι καὶ πῆγε σὲ μιὰ ἔρη­μο. Ἐκεῖ ἔγι­νε βοσκὸς καὶ ἔζη­σε 40 χρό­νια, ὥσπου τὸν κάλε­σε ὁ Θεὸς γιὰ τὴ μεγά­λη ἀπο­στο­λή.

Τί παρά­ξε­νο πρᾶγ­μα· ἕνα πριγ­κι­πό­που­λο ν’ ἀφή­σῃ τὸ παλά­τι καὶ νὰ γίνῃ τσο­πά­νος! Για­τί; Για­τὶ ὁ Μωϋ­σῆς ἤξε­ρε ἀπὸ μικρὸς ποιά εἶνε ἡ κατα­γω­γή του, ὅτι εἶνε παι­δὶ Ἑβραί­ων. Ἔβλε­πε πόσο τὸ ἔθνος του ὑπο­φέ­ρει ἀπὸ τοὺς τυράν­νους τῆς Αἰγύ­πτου. Καὶ ὁ Μωϋ­σῆς δὲν ἦταν κανέ­νας ἀναί­σθη­τος, ποὺ κοι­τά­ζει μόνο νὰ περ­νάῃ αὐτὸς καλὰ καὶ ἀδια­φο­ρεῖ γιὰ τὰ βάσα­να τῶν ἄλλων. Ἦταν μιὰ εὐγε­νι­κὴ ὕπαρ­ξι. Μέσα στην ψυχή του ἔγι­νε πάλη. Ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος τὰ παλά­τια, τὰ πλού­τη, τὰ ἐκλε­κτὰ τρα­πέ­ζια, οἱ δόξες, οἱ τιμὲς καὶ ὅλα τὰ ἀγα­θὰ τοῦ κόσμου. Κι ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος οἱ φτω­χὲς καλύ­βες, οἱ ξυλο­δαρ­μοί, οἱ φυλα­κές, τὰ βασα­νι­στή­ρια, ἡ πεῖ­να καὶ ἡ δυστυ­χία τῶν σκλά­βων συμ­πα­τριω­τῶν του. Τί νὰ κάνῃ; Νὰ μεί­νῃ στὰ παλά­τια; Θὰ ἦταν ἕνας προ­δό­της, ποὺ πάνω ἀπὸ τὴν πίστι καὶ τὴν πατρί­δα θὰ εἶχε μόνο τὴν καλο­πέ­ρα­σί του. Ἀλλὰ ν’ ἀφή­σῃ τὸ παλά­τι καὶ νὰ πάῃ μὲ τὸ σκλα­βω­μέ­νο λαό; Καλο­μα­θη­μέ­νος ὅπως ἦταν, πῶς θὰ ζοῦ­σε τὴ ζωὴ τῶν ταπει­νῶν καὶ κατα­φρο­νε­μέ­νων;

Ὁ Μωϋ­σῆς προ­τί­μη­σε ἀπὸ τὰ δυὸ τὸ δεύ­τε­ρο. Προ­τί­μη­σε ἀπὸ τὸν πλοῦ­το τὴ φτώ­χεια, ἀπὸ τὴν καλο­πέ­ρα­σι τὴν κακο­πά­θεια, ἀπὸ τὴ δόξα τὴν ἀτι­μία καὶ τὴν περι­φρό­νη­σι. Ἀντὶ νὰ εἶνε τὸ ἀγα­πη­μέ­νο παι­δὶ μιᾶς πριγ­κί­πισ­σας, προ­τί­μη­σε νὰ εἶνε ἕνα ἀπὸ τὰ παι­διὰ τοῦ σκλα­βω­μέ­νου λαοῦ. Ἔτσι βγῆ­κε ἀπὸ τὰ ἀνά­κτο­ρα καὶ πῆγε στὸ βου­νὸ κ ̓ ἔγι­νε ἕνας τσο­πά­νος. Καὶ ἀργό­τε­ρα, ὅταν τὸν κάλε­σε ὁ Θεὸς γιὰ νὰ γίνῃ ἀρχη­γὸς τοῦ ἀπε­λευ­θε­ρω­τι­κοῦ ἀγῶ­νος τῆς φυλῆς του, φάνη­κε πιστὸς στὴν ἀπο­στο­λή του. Ἦρθαν στιγ­μὲς ποὺ ὁ λαὸς ἔδει­ξε στο Μωϋ­σῆ τὴ χει­ρό­τε­ρη συμ­πε­ρι­φο­ρά. Ἐπει­δὴ στὸν ἀγῶ­να αὐτὸν παρου­σιά­στη­καν ὡρι­σμέ­νες δυσκο­λί­ες, ὁ λαὸς ἀνυ­πό­μο­νος καὶ ἀχά­ρι­στος τὰ ἔβα­ζε μὲ τὸ Μωϋ­σῆ. Ἔβρι­ζαν, χλεύ­α­ζαν ποιόν; Τὸν εὐερ­γέ­τη τους, ποὺ γιὰ χάρι τους θυσί­α­σε τὰ πάν­τα. Καὶ ὅ,τι ἔκα­νε ὁ Ἑβραϊ­κὸς λαὸς στὸ Χρι­στό, ὅταν ἦρθε στον κόσμο γιὰ νὰ τὸν σώσῃ, τὸ ἴδιο ἔκα­νε καὶ στὸ Μωϋ­σῆ. Τὸν ἔβρι­ζε, ὅπως ἔβρι­ζε καὶ τὸ Χρι­στό. Ἀλλ’ ὁ Μωϋ­σῆς ὅλα τὰ ὑπέ­φε­ρε. Ἤξε­ρε σε ποιόν πιστεύ­ει καὶ γιὰ ποιόν ὑπο­φέ­ρει ὅλα αὐτά. Πίστευε στὸ Θεὸ καὶ ἔμε­νε πιστὸς στὴν ἀπο­στο­λή του.

* * *

Ἀλλὰ κ’ ἐμεῖς, ἀγα­πη­τέ μου, ποὺ ἀκοῦ­με τὸ παρά­δειγ­μα τοῦ Μωϋ­σῆ, πρέ­πει νὰ τὸν μιμη­θοῦ­με. Νὰ μιμη­θοῦ­με τὴν αὐτα­πάρ­νη­σί του. Καλύ­τε­ρα, ἀδελ­φέ μου, φτω­χὸς καὶ περι­φρο­νη­μέ­νος μὲ τὸ Χρι­στό, παρὰ πλού­σιος καὶ ἔνδο­ξος μὲ τὸ διά­βο­λο. Προ­τι­μό­τε­ρο νὰ βρί­ζε­σαι καὶ νὰ χλευά­ζε­σαι γιὰ τὸ Χρι­στό, παρὰ νὰ ἐπαι­νῆ­σαι καὶ νὰ ἐγκω­μιά­ζε­σαι ἀπὸ τὰ παι­διὰ τοῦ δια­βό­λου. Ἂς Ας προ­σέ­ξου­με αὐτὸ τὸ τελευ­ταῖο, για­τί ζοῦ­με σὲ ἐπο­χὴ μεγά­λης ἀπι­στί­ας καὶ δια­φθο­ρᾶς. Ὁ κόσμος, ἅμα δῇ κανέ­ναν νὰ πιστεύῃ στὸ Χρι­στό, νὰ πηγαί­νῃ στὴν ἐκκλη­σία, νὰ κοι­νω­νῇ τὰ ἄχραν­τα μυστή­ρια καὶ νὰ προ­σπα­θῇ νὰ ζήσῃ μια γνή­σια χρι­στια­νι­κή ζωή, τὸν κοροϊ­δεύ­ει. Εἶνε, λέει, ἀσυγ­χρό­νι­στος, καθυ­στε­ρη­μέ­νος, ὀπι­σθο­δρο­μι­κός, ἀμόρ­φω­τος, βλά­κας, χαζός, τρελ­λός… Ἔτσι οἱ πολ­λοὶ δει­λιά­ζουν νὰ παρου­σια­σθοῦν σὰν ἄνθρω­ποι ποὺ πιστεύ­ουν στὸ Θεό. Καὶ τὰ μικρὰ ἀκό­μη παι­διὰ δὲν τολ­μοῦν νὰ κάνουν το σταυ­ρό τους μπρο­στὰ στοὺς μεγά­λους ποὺ τὰ κοροϊ­δεύ­ουν.

Ἕνα παρά­δειγ­μα. Κάποιος μικρὸς στὸ τέλος μιᾶς θεί­ας λει­τουρ­γί­ας μὲ πλη­σί­α­σε καὶ πολύ σιγὰ μοῦ λέει στὸ αὐτί·

―Εγώ θέλω να γίνω παπᾶς!

Καὶ για­τί, παι­δί μου, τὸ λὲς τόσο σιγὰ καὶ δὲν τὸ φωνά­ζεις; τὸν ἐρω­τῶ.

―Ἂν τὸ φωνά­ξω, λέει, θὰ μὲ κοροϊ­δέ­ψουν ὅλοι.

—Ἂν δὲν θέλῃς, παι­δί μου, νὰ σὲ κοροϊ­δεύ­ουν, νὰ μὴ γίνῃς παπᾶς. Διά­λε­ξε ἕνα ἐπάγ­γελ­μα νὰ σὲ τιμᾷ καὶ νὰ σὲ ὑπο­λή­πτε­ται ὁ κόσμος…

Ποῦ φθά­σα­με! Στὸ μέλ­λον, ὅπως πᾶμε, μόνο ἐκεῖ­νοι ποὺ ἔχουν τὸν ἡρω­ϊ­σμὸ νὰ ὑβρί­ζων­ται γιὰ τὸ Χρι­στὸ θὰ ὁμο­λο­γοῦν τὴν πίστι τους. Αὐτοὶ θὰ εἶνε καὶ οἱ μιμη­ταὶ τοῦ Μωϋ­σῆ, ποὺ προ­τί­μη­σε νὰ ὑβρί­ζε­ται γιὰ τὴν πίστι, παρὰ ν ̓ ἀφή­σῃ τὴν πίστι καὶ νὰ τιμᾶ­ται μέσ’ στὰ βασι­λι­κὰ παλά­τια.

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek