ΚΥΡΙΑΚΗ Β΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

Αποστολική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ Β΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ — ΕΒΡ. (Α΄ 10 — 14, Β΄ 1 — 3)

10 καί· σὺ κατ’ ἀρχάς, Κύριε, τὴν γῆν ἐθε­με­λί­ω­σας, καὶ ἔργα τῶν χει­ρῶν σού εἰσιν οἱ οὐρα­νοί· 11 αὐτοὶ ἀπο­λοῦν­ται, σὺ δὲ δια­μέ­νεις· καὶ πάν­τες ὡς ἱμά­τιον παλαιω­θή­σον­ται, 12 καὶ ὡσεὶ περι­βό­λαιον ἑλί­ξεις αὐτούς, καὶ ἀλλα­γή­σον­ται· σὺ δὲ ὁ αὐτὸς εἶ, καὶ τὰ ἔτη σου οὐκ ἐκλεί­ψου­σι. 13 πρὸς τίνα δὲ τῶν ἀγγέ­λων εἴρη­κέ ποτε· κάθου ἐκ δεξιῶν μου ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑπο­πό­διον τῶν ποδῶν σου; 14 οὐχὶ πάν­τες εἰσὶ λει­τουρ­γι­κὰ πνεύ­μα­τα εἰς δια­κο­νί­αν ἀπο­στελ­λό­με­να διὰ τοὺς μέλ­λον­τας κλη­ρο­νο­μεῖν σωτη­ρί­αν;

Διὰ τοῦ­το δεῖ περισ­σο­τέ­ρως ἡμᾶς προ­σέ­χειν τοῖς ἀκου­σθεῖ­σι, μή ποτε παραρ­ρυῶ­μεν. εἰ γὰρ ὁ δι’ ἀγγέ­λων λαλη­θεὶς λόγος ἐγέ­νε­το βέβαιος, καὶ πᾶσα παρά­βα­σις καὶ παρα­κοὴ ἔλα­βεν ἔνδι­κον μισθα­πο­δο­σί­αν, πῶς ἡμεῖς ἐκφευ­ξό­με­θα τηλι­καύ­της ἀμε­λή­σαν­τες σωτη­ρί­ας; ἥτις ἀρχὴν λαβοῦ­σα λαλεῖ­σθαι διὰ τοῦ Κυρί­ου, ὑπὸ τῶν ἀκου­σάν­των εἰς ἡμᾶς ἐβε­βαιώ­θη, 

10 Και, πάλιν η Γρα­φή άλλου λέγει· “συ, Κυριε, εις την αρχήν της δημιουρ­γί­ας εστε­ρέ­ω­σας την γην επά­νω εις ασφα­λές θεμέ­λιον και έργα των ιδι­κών σου χει­ρών, είναι οι ουρα­νοί· 11 αυτοί θα χαθούν από την σημε­ρι­νήν των μορ­φήν και θα αλλά­ξουν, συ όμως παρα­μέ­νεις πάν­το­τε αιώ­νιος και αναλ­λοί­ω­τος· τα πάν­τα σαν ένδυ­μα θα παληώ­σουν 12 και σαν εξω­τε­ρι­κόν ένδυ­μα θα τους περι­τυ­λί­ξης και θα αλλά­ξουν μορ­φήν, συ όμως είσαι ο ίδιος πάν­το­τε και τα έτη σου δεν θα λάβουν ποτέ τέλος”. 13 Προς ποί­ον δε από τους αγγέ­λους είπεν ποτέ ο Θεός και Πατήρ· “κάθι­σε εις τα δεξιά μου έως ότου βάλω τους εχθρούς σου κάτω από τα πόδιά σου, σαν υπο­πό­διον, επά­νω στο οποί­ον θα πατάς;” 14 Ολοι οι άγγε­λοι είναι πνεύ­μα­τα υπη­ρε­τι­κά, τα οποία απο­στέλ­λον­ται από τον Θεόν, δια να εξυ­πη­ρε­τούν αυτούς, που μέλ­λουν να κλη­ρο­νο­μή­σουν την σωτη­ρί­αν.

Επει­δή ακρι­βώς τόσον ασύγ­κρι­τα ανώ­τε­ρος είναι ο Υιός, δια τού­το πρέ­πει πολύ περισ­σό­τε­ρον να προ­σέ­χω­μεν εις εκεί­να, τα οποία ηκού­σα­μεν από το κήρυγ­μα των Απο­στό­λων, που είναι ιδι­κόν του κήρυγ­μα, μήπως τυχόν ποτέ παρεκ­κλί­νω­μεν από τον δρό­μον της σωτη­ρί­ας. Διό­τι εάν ο παλαιός νόμος, που ελέ­χθη στον Μωϋ­σήν δια μέσου των αγγέ­λων, απε­δεί­χθη έγκυ­ρος και ισχυ­ρός και κάθε παρά­βα­σις αυτού και παρα­κοή έλα­βε σαν μισθόν της την δικαί­αν τιμω­ρί­αν, πως ημείς θα δια­φύ­γω­μεν την τιμω­ρί­αν, εάν παρα­με­λή­σω­μεν μίαν τόσον μεγά­λην και ανε­κτί­μη­τον σωτη­ρί­αν; Η σωτη­ρία δε αυτή ήρχι­σε να διδά­σκε­ται από αυτόν τού­τον τον Κυριον, παρε­δό­θη δε εις ημάς ως κατά πάν­τα βεβαία και αξιό­πι­στος από εκεί­νους, που την ήκου­σαν κατ’ ευθεί­αν από το στό­μα του Κυρί­ου, δηλα­δή από τους Απο­στό­λους.

10 Και πάλι η Αγία Γρα­φή λέει για τον Υιό: Εσύ, Κύριε, στην αρχή της δημιουρ­γί­ας στή­ρι­ξες τη γη και την εδραί­ω­σες μέσα στο ουρά­νιο στε­ρέ­ω­μα, και έργα των χει­ρών σου είναι οι ουρα­νοί. 11 Αυτοί θα χάσουν το σημε­ρι­νό τους σχή­μα και θα εξα­φα­νι­σθούν. Εσύ όμως παρα­μέ­νεις αναλ­λοί­ω­τος και αμε­τά­βλη­τος. Κι όλος ο κόσμος θα παλιώ­σει σαν ένα ένδυ­μα, 12 κι εσύ θα τον περι­στρέ­ψεις και θα τον περι­τυ­λί­ξεις σαν εξω­τε­ρι­κό ρού­χο που φορούν οι άνθρω­ποι? θα αλλά­ξει λοι­πόν και θα γίνει και­νούρ­γιος. Εσύ όμως είσαι πάν­το­τε ο ίδιος, και τα έτη σου θα είναι ατε­λεί­ω­τα. 13 Σε ποιόν άλλω­στε από τους αγγέ­λους έχει πει ποτέ ο επου­ρά­νιος Πατέ­ρας: Κάθι­σε τώρα μετά την Ανά­λη­ψή σου στα δεξιά μου, ωσό­του υπο­τά­ξω τους εχθρούς σου βάζον­τάς τους κάτω από τα πόδια σου ως υπο­πό­διο πάνω στο οποίο θα πατάς, για να έχεις αιω­νί­ως αδια­φι­λο­νί­κη­τη την εξου­σία; Σε κανέ­ναν. 14 Δεν είναι όλοι οι άγγε­λοι υπη­ρε­τι­κά πνεύ­μα­τα, που ενερ­γούν όχι από δική τους πρω­το­βου­λία, αλλά απο­στέλ­λον­ται από τον Θεό για να υπη­ρε­τούν εκεί­νους που πρό­κει­ται να κλη­ρο­νο­μή­σουν την αιώ­νια ζωή;

Ο Υιός λοι­πόν είναι ασυγ­κρί­τως ανώ­τε­ρος από τους αγγέ­λους. Γι’ αυτό κι εμείς πρέ­πει να προ­σέ­χου­με πολύ περισ­σό­τε­ρο σ’ εκεί­να που ακού­σα­με με το κήρυγ­μα, διό­τι όλα αυτά είναι λόγοι του Υιού και των Απο­στό­λων του. Είναι επεί­γου­σα ανάγ­κη να προ­σέ­χου­με, μήπως από απρο­σε­ξία μας συμ­βεί να παρα­συρ­θού­με και πέσου­με έξω. Κι αλί­μο­νό μας αν πέσου­με έξω. Διό­τι, εάν ο νόμος που ανήγ­γει­λε ο Θεός στο Μωυ­σή δια­μέ­σου αγγέ­λων απο­δεί­χθη­κε έγκυ­ρος και ισχυ­ρός, και κάθε παρά­βα­σή του και παρα­κοή τιμω­ρή­θη­κε δίκαια με την ανά­λο­γη τιμω­ρία, πώς εμείς θα ξεφύ­γου­με την τιμω­ρία, εάν αμε­λή­σου­με μια τόσο μεγά­λη και σπου­δαία σωτη­ρία; Τη σωτη­ρία αυτή δεν μας την γνω­στο­ποί­η­σαν κάποιοι άγγε­λοι, όπως έγι­νε στο νόμο, αλλά αφού άρχι­σε να την κηρύτ­τει ο ίδιος ο Κύριος, μας την παρέ­δω­σαν ως αλη­θι­νή και αξιό­πι­στη οι άγιοι Από­στο­λοι που την άκου­σαν κατευ­θεί­αν από το στό­μα του Κυρί­ου. 

10 Ἐπί­σης γιὰ τὸν Yἱὸ λέγει: Σύ, Kύριε, στὶς ἀρχὲς δημιούρ­γη­σες τὴ γῆ, καὶ ἔργα τῶν χεριῶν σου εἶναι οἱ οὐρα­νοί. 11 Aὐτοὶ θὰ κατα­στρα­φοῦν, ἐνῷ σὺ παρα­μέ­νεις. Nαί, ὅλοι θὰ παλιώ­σουν σὰν ἔνδυ­μα, 12 καὶ σὰν ροῦ­χο ποὺ φορεῖ κανεὶς θὰ τοὺς τυλί­ξῃς καὶ θ’ ἀλλα­χθοῦν. Σὺ ὅμως εἶσαι πάν­το­τε ὁ αὐτός (ἀναλ­λοί­ω­τος, ἀμετ άβλη­τος), καὶ τὰ ἔτη σου δὲν θὰ τελειώ­σουν (εἶσαι αἰώ­νιος). 13 Σὲ ποιόν ἐπί­σης ἀπὸ τοὺς ἀγγέ­λους εἶπε ποτέ, «Kάθη­σε στὰ δεξιά μου, ἕως ὅτου κατα­στή­σω τοὺς ἐχθρούς σου ὑπο­πό­διο τῶν ποδιῶν σου»; (Σὲ κανέ­να). 14 Δὲν εἶναι ὅλοι οἱ ἄγγε­λοι ὑπη­ρε­τι­κὰ πνεύ­μα­τα, ποὺ ἀπο­στέλ­λον­ται γιὰ νὰ δια­κο­νοῦν ἐκεί­νους, ποὺ μέλ­λουν νὰ κλη­ρο­νο­μή­σουν σωτη­ρία;

Γι’ αὐτὸ ἐμεῖς πρέ­πει περισ­σό­τε­ρο νὰ προ­σέ­χω­με στὰ λόγια ποὺ κηρύ­χθη­καν, γιὰ νὰ μὴν ἐκπέ­σω­με ἀπὸ τὴ σωτη­ρία. Διό­τι, ἂν ὁ λόγος, ποὺ ἐλέ­χθη δι’ ἀγγέ­λων, βεβαιώ­θη­κε ὡς ἀλη­θι­νός, καί (κατό­πιν τού­του) κάθε παρά­βα­σι καὶ παρα­κοὴ τιμω­ρή­θη­κε δικαί­ως, πῶς ἐμεῖς θὰ δια­φύ­γω­με τὴν τιμω­ρία, ἐὰν δεί­ξω­με ἀμέ­λεια γιὰ τόσο μεγά­λη σωτη­ρία; Σωτη­ρία, ἡ ὁποία ἄρχι­σε νὰ κηρύτ­τε­ται ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Kύριο, καὶ βεβαιώ­θη­κε σὲ μᾶς ἀπὸ τοὺς αὐτη­κό­ους μάρ­τυ­ρες (τοὺς ἀπο­στό­λους),

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (Ερμη­νεία Περι­κο­πής)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ

«ταν δ πάλιν εσαγάγ τν πρω­τό­το­κον ες τν οκου­μέ­νην, λέγει· κα προ­σκυ­νη­σά­τω­σαν ατ πάν­τες γγε­λοι Θεο. κα πρς μν τος γγέ­λους λέγει· ποιν τος γγέ­λους ατο πνεύ­μα­τα, κα τος λει­τουρ­γος ατο πυρς φλό­γα· πρς δ τν υόν· θρό­νος σου, Θεός, ες τν αἰῶνα το αἰῶνος· άβδος εθύτη­τος άβδος τς βασι­λεί­ας σου (:Και όταν θα εισα­γά­γει ο Πατήρ με δόξα και δύνα­μη τον Υιό που γεν­νή­θη­κε από Αυτόν πριν δημιουρ­γη­θεί όλη η κτί­ση, για να κρί­νει την οικου­μέ­νη, λέει: “Να Τον προ­σκυ­νή­σουν όλοι οι άγγε­λοι του Θεού”. Ο Υιός λοι­πόν που έγι­νε άνθρω­πος είναι Κύριος και των αγγέ­λων· και για τους αγγέ­λους λέει: “Ο Θεός κάνει τους αγγέ­λους Του ταχυ­κί­νη­τους και αιθέ­ριους σαν τους ανέ­μους, και τους λει­τουρ­γούς που Τον υπη­ρε­τούν λαμ­προύς και δρα­στι­κούς σαν την πύρι­νη φλό­γα”. Για τον Υιό όμως λέει: “Ο βασι­λι­κός Σου θρό­νος, Θεέ, μένει στε­ρε­ός και ασά­λευ­τος στους ατέ­λειω­τους αιώ­νες. Η βασι­λι­κή Σου ράβδος είναι ράβδος και εξου­σία ευθύ­τη­τας και δικαιο­σύ­νης”)»[Eβρ.1,6–8].

Ο Κύριός μας Ιησούς Χρι­στός ονο­μά­ζει έξο­δο την ένσαρ­κο έλευ­σή Του, όπως όταν λέγει: «δο ξλθεν σπεί­ρων το σπεραι(:Ιδού, βγή­κε ο σπο­ρέ­ας έξω στο χωρά­φι για να σπεί­ρει)»[Ματθ.13,4]· και πάλι: «ξλθον παρ το πατρς κα λήλυ­θα ες τν κόσμον (:Ήμουν στους κόλ­πους του Πατρός μου ως γνή­σιος Υιός Του και βγή­κα από τον Πατέ­ρα όταν έγι­να άνθρω­πος και ήλθα στον κόσμο)» [Ιω.16,28]· και σε πολ­λά σημεία μπο­ρεί κανείς να το δει αυτό. Ο Παύ­λος όμως την ονο­μά­ζει είσο­δο λέγον­τας: «ταν δ πάλιν εσαγάγ τν πρω­τό­το­κον ες τν οκου­μέ­νην (:Και όταν πάλι εισα­γά­γει τον πρω­τό­το­κο Υιό Του στην οικου­μέ­νη)», εννο­ών­τας είσο­δο την ανά­λη­ψη της σάρ­κας.

Για­τί όμως μιλούν δια­φο­ρε­τι­κά για το ίδιο πράγ­μα και για ποια αιτία λέχτη­καν αυτά; Φαί­νε­ται από την ίδια τη σημα­σία των λόγων. Ο Χρι­στός δηλα­δή σωστά ονο­μά­ζει τον ερχο­μό Του έξο­δο, επει­δή ήμα­σταν έξω από τον Θεό. Και όπως στα βασι­λι­κά ανά­κτο­ρα οι φυλα­κι­σμέ­νοι και αντί­πα­λοι του βασι­λιά στέ­κουν απέ­ξω και εκεί­νος που θέλει να τους συμ­φι­λιώ­σει δεν τους εισά­γει μέσα, αλλά ο ίδιος βγαί­νει έξω και μιλά­ει μαζί τους, ώσπου να τους κάνει άξιους να δουν τον βασι­λιά, το ίδιο έκα­με και ο Χρι­στός. Πρώ­τα λοι­πόν εξήλ­θε προς εμάς, δηλα­δή έλα­βε σάρ­κα, και αφού μας είπε τα σχε­τι­κά με τον βασι­λιά, τότε μας εισή­γα­γε, αφού μας καθά­ρι­σε τα αμαρ­τή­μα­τα και μας συμ­φι­λί­ω­σε. Γι΄αυτό ονο­μά­ζει την Σάρ­κω­σή Του έξο­δο.

Ο Παύ­λος όμως την ονο­μά­ζει είσο­δο, από μετα­φο­ρά εκεί­νων που κλη­ρο­νο­μούν και παρα­λαμ­βά­νουν κάποια νομή και κτή­μα. Για­τί λέγον­τας: «Και όταν πάλι εισα­γά­γει τον πρω­τό­το­κο στην οικου­μέ­νη», αυτό δηλώ­νει όταν του ανα­θέ­τει την οικου­μέ­νη· τότε δηλα­δή την απέ­κτη­σε ολό­κλη­ρη, όταν έγι­νε γνω­στός σε αυτήν. Και δεν τα λέγει αυτά για τον Θεό Λόγο, αλλά για τον Χρι­στό που σαρ­κώ­θη­κε. Και σωστά. Για­τί, αν ήταν μέσα στον κόσμο, όπως λέγει ο Ιωάν­νης, και ο κόσμος μέσω Αυτού δημιουρ­γή­θη­κε, πώς ήταν δυνα­τό να έρθει αλλιώς, αν δεν έπαιρ­νε σάρ­κα;

«Κα προ­σκυ­νη­σά­τω­σαν ατ(:και να Τον προ­σκυ­νή­σουν)», λέγει, «πάν­τες γγε­λοι Θεο (:όλοι οι άγγε­λοι του Θεού)»[Εβρ.1,6]. Όταν πρό­κει­ται να πει κάτι μεγά­λο και υψη­λό, το προ­ε­τοι­μά­ζει και το κάνει ευπρόσ­δε­κτο παρου­σιά­ζον­τας τον Πατέ­ρα να εισά­γει τον Υιό. Και πρό­σε­χε: Είπε παρα­πά­νω ότι δεν μας μίλη­σε μέσω των προ­φη­τών, αλλά μέσω του Υιού. Έδει­ξε ότι ο Υιός είναι ανώ­τε­ρος από τους αγγέ­λους και το απέ­δει­ξε αυτό από το όνο­μα και από το ότι παρου­σί­α­σε τον Πατέ­ρα να εισά­γει στον κόσμο τον Υιό. Εδώ πλέ­ον το απο­δει­κνύ­ει και από άλλο πράγ­μα. Ποιο λοι­πόν είναι αυτό; Από την προ­σκύ­νη­ση. Και αυτό δεί­χνει πόσο ανώ­τε­ρος είναι· όσο δηλα­δή ο κύριος από τον δού­λο. Γι΄αυτό όπως ένας, που εισά­γει κάποιον στα ανά­κτο­ρα του βασι­λιά, προ­στά­ζει αμέ­σως να Τον προ­σκυ­νή­σουν όλοι οι αξιω­μα­τού­χοι των ανα­κτό­ρων, έτσι κάνει και Αυτός· μιλά­ει για την είσο­δο στον κόσμο του Λόγου που σαρ­κώ­θη­κε και γι΄αυτό προ­σθέ­τει το: «ας Τον προ­σκυ­νή­σουν όλοι οι άγγε­λοι του Θεού».

Άρα­γε μόνο οι άγγε­λοι και όχι οι άλλες δυνά­μεις; Μακριά μια τέτοια σκέ­ψη. Για­τί, άκου­σε τα επό­με­να: «Κα πρς μν τος γγέ­λους λέγει· ποιν τος γγέ­λους ατο πνεύ­μα­τα, κα τος λει­τουρ­γος ατο πυρς φλό­γα· πρς δ τν υόν· θρό­νος σου, Θεός, ες τν αἰῶνα το αἰῶνος (:Και για τους αγγέ­λους λέει: “Ο Θεός κάνει τους αγγέ­λους Του ταχυ­κί­νη­τους και αιθέ­ριους σαν τους ανέ­μους, και τους λει­τουρ­γούς που Τον υπη­ρε­τούν λαμ­προύς και δρα­στι­κούς σαν την πύρι­νη φλό­γα”. Για τον Υιό όμως λέει: “Ο βασι­λι­κός Σου θρό­νος, Θεέ, μένει στε­ρε­ός και ασά­λευ­τος στους ατέ­λειω­τους αιώ­νες”)»[Εβρ.1,8].

Να η πιο μεγά­λη δια­φο­ρά: εκεί­νοι δηλα­δή είναι κτι­στοί, ενώ Αυτός άκτι­στος. Και για­τί για τους αγγέ­λους Του λέγει: «Αυτός που κάνει», ενώ για τον Υιό Του δεν είπε: «Αυτός που κάνει»; Αν και βέβαια μπο­ρού­σε να πει έτσι τη δια­φο­ρά· για τους αγγέ­λους του λέγει: «Αυτός που κάνει τους αγγέ­λους Του σαν ανέ­μους», ενώ για τον Υιό: «ο Κύριος με δημιούρ­γη­σε»· και πάλι: «ο Θεός Τον έκα­νε Κύριο και Χρι­στό». Αλλά ούτε εκεί­νο λέχθη­κε για τον Χρι­στό Κύριο Υιό, ούτε αυτό για τον Θεό Λόγο, αλλά για τη σάρ­κω­ση. Για­τί, όπου ήθε­λε να φανε­ρώ­σει την πραγ­μα­τι­κή δια­φο­ρά δεν περιέ­λα­βε μόνο τους αγγέ­λους, αλλά και όλες τις ουρά­νιες δυνά­μεις που Τον υπη­ρε­τούν. Βλέ­πεις με ποιον τρό­πο και με πόση σαφή­νεια ξεχω­ρί­ζει κτί­σμα­τα και κτί­στη, υπη­ρέ­τες και κύριο, κλη­ρο­νό­μο και γνή­σιο Υιό και δού­λους;

Στον Υιό όμως λέγει: « θρό­νος σου, Θεός, ες τν αἰῶνα το αἰῶνος (:Ο βασι­λι­κός Σου θρό­νος, Θεέ, μένει στε­ρε­ός και ασά­λευ­τος στους ατέ­λειω­τους αιώ­νες)». Ιδού ένα σύμ­βο­λο βασι­λεί­ας. «άβδος εθύτη­τος άβδος τς βασι­λεί­ας σου(:Η βασι­λι­κή Σου ράβδος είναι ράβδος και εξου­σία ευθύ­τη­τας και δικαιο­σύ­νης”)». Να πάλι και άλλο σύμ­βο­λο βασι­λεί­ας.

Έπει­τα πάλι στον Λόγο που σαρ­κώ­θη­κε: «γάπη­σας δικαιο­σύ­νην κα μίση­σας νομί­αν· δι τοτο χρι­σέ σε, Θεός, Θεός σουλαιον γαλ­λιά­σε­ως παρ τος μετό­χους σου (:Αγά­πη­σες την δικαιο­σύ­νη και μίση­σες την αδι­κία. Γι΄αυτό, Θεέ, ο Πατήρ Σου, ο Οποί­ος ως προς την ανθρώ­πι­νη φύση Σου είναι Θεός Σου, Σε έχρι­σε με το χρί­σμα του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος, που φέρει χαρά και αγαλ­λί­α­ση σε Αυτόν που το παίρ­νει. Και Σου έδω­σε το χρί­σμα αυτό ασυγ­κρί­τως τελειό­τε­ρο απ΄ ό,τι σε εκεί­νους που μετέ­χουν μαζί με Εσέ­να στη χρί­ση αυτή· διό­τι δεν έδω­σε και σε Σένα το Άγιο Πνεύ­μα σε περιο­ρι­σμέ­νο βαθ­μό, όπως στους άλλους πιστούς, αλλά Σου το έδω­σε ολό­κλη­ρο)»[Εβρ.1,9]. Τι σημαί­νει «ο Θεός σου»; Επει­δή δηλα­δή είπε κάτι μεγά­λο, πάλι το μετριά­ζει.

Εδώ έβα­λε εναν­τί­ον των Ιου­δαί­ων, και εναν­τί­ον των οπα­δών του Παύ­λου του Σαμο­σα­τέα, των οπα­δών του Αρεί­ου, και εναν­τί­ον του Μαρ­κέλ­λου, του Σαβελ­λί­ου και του Μαρ­κί­ω­να. Πώς; Εναν­τί­ον των Ιου­δαί­ων, δεί­χνον­τας πως ο Ίδιος είναι και Θεός και άνθρω­πος. Εναν­τί­ον των άλλων, δηλα­δή των οπα­δών του Παύ­λου του Σαμο­σα­τέα, λέγον­τας αυτά για την αιώ­νια ύπαρ­ξη και την άκτι­στη ουσία Του· για­τί το «ο θρό­νος σου, εσύ που είσαι Θεός, θα παρα­μεί­νει στους αιώ­νες των αιώ­νων», το ανέ­φε­ρε σε αντι­δια­στο­λή προς το «έκα­με». Εναν­τί­ον των οπα­δών του Αρεί­ου λέγει πάλι το ίδιο και ότι δεν είναι δού­λος· αν όμως είναι κτί­σμα, είναι δού­λος. Προς τον Μάρ­κελ­λο και τους άλλους, ότι αυτά τα πρό­σω­πα είναι δύο, δια­φο­ρε­τι­κά κατά την υπό­στα­ση. Προς τους Μαρ­κιω­νι­στές, ότι δεν χρί­ε­ται η θεία φύση, αλλά η ανθρώ­πι­νη.

Έπει­τα λέγει: «περισ­σό­τε­ρο από τους μετό­χους σου». Ποιοι όμως είναι οι μέτο­χοι, παρά οι άνθρω­ποι; Δηλα­δή, ο Χρι­στός δεν έλα­βε το Πνεύ­μα με μέτρο, σε περιο­ρι­σμέ­νο βαθ­μό, αλλά εξ ολο­κλή­ρου[ βλ. και Ιω.3,34: «ν γρ πέστει­λεν Θεός, τ ήμα­τα το Θεο λαλε· ο γρ κ μέτρου δίδω­σιν Θες τ Πνεμα(:Ο Ιησούς Χρι­στός, τον οποίο απέ­στει­λε ο Θεός, δεν λέει τίπο­τε το δικό Του, αλλά λέει τα λόγια του Θεού. Και τα διδά­σκει αυτά αλάν­θα­στα, διό­τι ο Θεός δεν Του έδω­σε το Άγιο Πνεύ­μα όπως κάπο­τε στους προ­φή­τες περιο­ρι­σμέ­να και σε ορι­σμέ­νες στιγ­μές της ζωής τους, αλλά Του το έδω­σε ολο­κλη­ρω­τι­κά, αδιά­κο­πα και απε­ριό­ρι­στα˙ και συνε­πώς αυτός κατέ­χει την πλή­ρη και από­λυ­τη θεϊ­κή απο­κά­λυ­ψη και διδά­σκει με ακρί­βεια τη διδα­σκα­λία του Θεού)»].

Βλέ­πεις πώς συν­δέ­ει πάν­το­τε στον λόγο για την άκτι­στη φύση και τον λόγο για την οικο­νο­μία; Τι υπάρ­χει σαφέ­στε­ρο απ’ αυτό; Είδες πως δεν είναι το ίδιο, κτί­σμα και γέν­νη­μα; Για­τί δεν θα τα ξεχώ­ρι­ζε και προς αντι­δια­στο­λή του «έκα­με» δεν θα πρό­σθε­τε το : «στον Υιό του όμως είπε, ο θρό­νος Σου, εσύ που είσαι Θεός, θα παρα­μεί­νει στους αιώ­νες των αιώ­νων»· ούτε το όνο­μα «Υιός» θα το απο­κα­λού­σε ανώ­τε­ρο όνο­μα· αν σήμαι­νε το ίδιο το γέν­νη­μα είναι το ίδιο, και εκεί­νοι δημιουρ­γή­θη­καν, ποια είναι η δια­φο­ρά; Να πάλι το «ο Θεός» με το άρθρο.

Και πάλι λέγει: «Κα σ κατ᾿ ρχάς, Κύριε, τν γν θεμε­λί­ω­σας, κα ργα τν χειρν σού εσιν ο ορανοί·ατο πολονται, σ δ δια­μέ­νεις· κα πάν­τες ς μάτιον παλαιω­θή­σον­ται, κα σε περι­βό­λαιον λίξεις ατούς, κα λλα­γή­σον­ται· σ δ ατς ε, κα τ τη σου οκ κλεί­ψου­σι(:Και πάλι η Αγία Γρα­φή λέει για τον Υιό: “ Κι Εσύ, Κύριε, στην αρχή της δημιουρ­γί­ας στή­ρι­ξες τη γη και την εδραί­ω­σες μέσα στο ουρά­νιο στε­ρέ­ω­μα, και έργα των χει­ρών Σου είναι οι ουρα­νοί. Αυτοί θα χάσουν το σημε­ρι­νό τους σχή­μα και θα εξα­φα­νι­στούν. Εσύ όμως παρα­μέ­νεις αναλ­λοί­ω­τος και αμε­τά­βλη­τος. Και όλος ο κόσμος θα παλιώ­σει σαν ένα ένδυ­μα. Και εσύ θα τον περι­στρέ­ψεις και θα τον περι­τυ­λί­ξεις σαν εξω­τε­ρι­κό ρού­χο που φορούν οι άνθρω­ποι θα αλλά­ξει και θα γίνει και­νούρ­γιος. Εσύ όμως είσαι πάν­το­τε ο ίδιος, και τα έτη Σου θα είναι ατε­λεί­ω­τα”)».

Για να μη νομί­σεις, ακού­ον­τας τη φρά­ση: «Και όταν παρου­σιά­ζει τον πρω­τό­το­κο στην οικου­μέ­νη», ότι είναι δώρο που Του δόθη­κε τελευ­ταία, αυτό και παρα­πά­νω το διόρ­θω­σε, και πάλι το διορ­θώ­νει λέγον­τας: «Κατ᾿ ρχάς (:Στην αρχή της δημιουρ­γί­ας)»· όχι τώρα, αλλά από την αρχή. Να πάλι κατα­φέ­ρει καί­ριο πλήγ­μα και στον Παύ­λο τον Σαμο­σα­τέα και στον Άρειο προ­σαρ­μό­ζον­τας στον Υιό αυτά που λέγον­ται για τον Πατέ­ρα. Μαζί με αυτό όμως υπαι­νί­χτη­κε και κάποιο άλλο πρό­σθε­το έργο, μεγα­λύ­τε­ρο από αυτό. Υπαι­νί­χτη­κε δηλα­δή τη μετα­μόρ­φω­ση του κόσμου λέγον­τας: «Κα πάν­τες ς μάτιον παλαιω­θή­σον­ται, κα σε περι­βό­λαιον λίξεις ατούς, κα λλα­γή­σον­ται (:Και όλος ο κόσμος θα παλιώ­σει σαν ένα ένδυ­μα και εσύ θα τον περι­στρέ­ψεις και θα τον περι­τυ­λί­ξεις σαν εξω­τε­ρι­κό ρού­χο που φορούν οι άνθρω­ποι· θα αλλά­ξει και θα γίνει και­νούρ­γιος)»[Εβρ.1,10–12].

Αυτό το λέγει και στην προς Ρωμαί­ους, ότι δηλα­δή θα μετα­μορ­φώ­σει τον κόσμο. Και για να δηλώ­σει πόσο εύκο­λο είναι το πράγ­μα πρό­σθε­σε: «λίξεις ατούς(:θα περι­στρέ­ψεις τον κόσμο και θα τον περι­τυ­λί­ξεις σαν εξω­τε­ρι­κό ρού­χο που φορούν οι άνθρω­ποι)». Όπως δηλα­δή θα τύλι­γε κάποιος ένα μαν­δύα, έτσι Αυτός θα τυλί­ξει και θα αλλά­ξει τον κόσμο. Αν όμως κάνει τόσο εύκο­λα την προς το καλύ­τε­ρο και το ανώ­τε­ρο μετα­μόρ­φω­ση και δημιουρ­γία, θα χρεια­ζό­ταν κάποιον άλλον στην κατώ­τε­ρη δημιουρ­γία; Μέχρι πότε δεν θα ντρέ­πε­στε; Συγ­χρό­νως όμως αυτό είναι και πάρα πολύ μεγά­λη παρη­γο­ριά, η γνώ­ση ότι δεν θα είναι έτσι τα πράγ­μα­τα, αλλά τα πάν­τα θα μετα­βλη­θούν και όλα θα αλλά­ξουν, ενώ Αυτός παρα­μέ­νει διαρ­κώς ζων­τα­νός και αιώ­νια ζει. «Σ δ ατς ε(:Εσύ όμως είσαι πάν­το­τε ο Ίδιος)», λέγει, «κα τ τη σου οκ κλεί­ψου­σι (:και τα έτη Σου θα είναι ατε­λεί­ω­τα)»[Εβρ.1,12].

«Πρς τίνα δ τν γγέ­λων ερηκέ ποτε· κάθου κ δεξιν μου ως ν θ τος χθρούς σου ποπό­διον τν ποδν σου;(: Σε ποιον άλλω­στε από τους αγγέ­λους έχει πει ποτέ ο επου­ρά­νιος Πατέ­ρας: “Κάθι­σε τώρα μετά την Ανά­λη­ψή σου στα δεξιά μου, ωσό­του υπο­τά­ξω τους εχθρούς σου νικη­μέ­νους κάτω από τα πόδια Σου ως υπο­πό­διο, για να έχεις αιω­νί­ως αδια­φι­λο­νί­κη­τη την εξου­σία”; Σε κανέ­ναν)»[Εβρ.1,13]. Να, πάλι τους ενθαρ­ρύ­νει, αφού πρό­κει­ται οι εχθροί τους να ηττη­θούν και εχθροί τους είναι οι ίδιοι που είναι και εχθροί του Χρι­στού. Αυτό πάλι είναι γνώ­ρι­σμα βασι­λι­κής εξου­σί­ας, ισο­τι­μί­ας, τιμής, όχι αδυ­να­μί­ας, το να οργί­ζε­ται ο Πατέ­ρας για αυτά που γίνον­ται στον Υιό. Αυτό είναι δείγ­μα πολ­λής αγά­πης και γνη­σιό­τη­τας, σαν από πατέ­ρα προς υιό. Εκεί­νος δηλα­δή που οργί­ζε­ται γι’ αυτόν, πώς είναι ξένος από αυτόν;

«Ωσό­του υπο­τά­ξω τους εχθρούς σου νικη­μέ­νους κάτω από τα πόδια Σου ως υπο­πό­διο, για να έχεις αιω­νί­ως αδια­φι­λο­νί­κη­τη την εξου­σία». Αυτό λέγει και στον δεύ­τε­ρο ψαλ­μό: « κατοικν ν ορανος κγε­λά­σε­ται ατούς, κα Κύριος κμυ­κτη­ριε ατούς. τότε λαλή­σει πρς ατος ν ργ ατο κα ν τ θυμ ατο ταρά­ξει ατούς(:Αλλά ο Θεός που κατοι­κεί στους ουρα­νούς θα γελά­σει περι­φρο­νη­τι­κά μαζί τους και ο Κύριος θα τους περι­παί­ξει και θα τους χλευά­σει. Κι αμέ­σως τότε θα μιλή­σει σε αυτούς με αγα­νά­κτη­ση και θα τους συν­τα­ρά­ξει με την τρο­με­ρή έκρη­ξη του θυμού Του)» [Ψαλμ.2,4–5].

Και πάλι Αυτός λέγει: «Πλν τος χθρούς μου κεί­νους, τος μ θελή­σαν­τάς με βασι­λεσαι π᾿ ατούς, γάγε­τε δε κα κατα­σφά­ξα­τε ατος μπρο­σθέν μου(:Αλλά και τους εχθρούς μου εκεί­νους που δεν με θέλη­σαν για βασι­λιά τους, φέρ­τε τους εδώ και κατα­σφάξ­τε τους μπρο­στά μου)» [Λου­κά 19,27]. Το ότι βέβαια είναι δικά Του τα λόγια, άκου­σε τι λέγει και αλλού: «Ποσά­κις θέλη­σα πισυ­νά­ξαι τ τέκνα σου ν τρό­πον ρνις τν αυτς νοσ­σιν π τς πτέ­ρυ­γας, κα οκ θελή­σα­τε! δο φίε­ται μν οκος μν ρημος(:Πόσες φορές θέλη­σα να συμ­μα­ζέ­ψω τα παι­διά σου με τη στορ­γή που έχει η κλώσ­σα καθώς μαζεύ­ει το πλή­θος των μικρών που­λιών της κάτω από τις φτε­ρού­γες της! Και δεν θελή­σα­τε! Ιδού, για τιμω­ρία σας αφή­νε­ται ο οίκος σας έρη­μος και απρο­στά­τευ­τος από τον Θεό)»[Λου­κά 13,34].

Και πάλι: «Δι τοτο λέγω μν τι ρθή­σε­ται φ᾿ μν βασι­λεία το Θεο κα δοθή­σε­ται θνει ποιοντι τος καρ­πος ατς(:Γι’ αυτό σας λέω ότι θα αφαι­ρε­θεί από σας η βασι­λεία και η ιδιαί­τε­ρη προ­στα­σία του Θεού και θα δοθεί σε έθνος το οποίο θα παρά­γει τα αγα­θά έργα, που είναι οι καρ­ποί της βασι­λεί­ας αυτής)» [Ματθ.21,43]. Και πάλι: «Κα πεσν π τν λίθον τοτον συν­θλα­σθή­σε­ται· φ᾿ ν δ᾿ ν πέσ, λικμή­σει ατόν(:Και εκεί­νος που θα πέσει με εχθρι­κές δια­θέ­σεις πάνω στον λίθο αυτόν τον ακρο­γω­νιαίο θα τσα­κι­στεί˙ επι­πλέ­ον, σε όποιον πέσει βαρύς ο λίθος αυτός θα τον κομ­μα­τιά­σει και θα τον σκορ­πί­σει σαν σκό­νη. Όποιος δηλα­δή πολε­μή­σει τον Χρι­στό, θα αντι­κρί­σει την οργή Του και θα κατα­λή­ξει στον όλε­θρο και τον αφα­νι­σμό)»[Ματθ.21,44]. Άλλω­στε Αυτός που πρό­κει­ται να τους κρί­νει εκεί, πολύ περισ­σό­τε­ρο θα τους τιμω­ρή­σει εδώ για την απρέ­πειά τους προς αυτόν. Επο­μέ­νως το «ώσπου να θέσω τους εχθρούς σου υπο­πό­διο των ποδών σου», είναι από­δει­ξη τιμής μόνο προς τον Υιό.

«Oχ πάν­τες εσ λει­τουρ­γικ πνεύ­μα­τα ες δια­κο­νί­αν ποστελ­λό­με­να δι τος μέλ­λον­τας κλη­ρο­νο­μεν σωτη­ρί­αν;(:Δεν είναι όλοι οι άγγε­λοι υπη­ρε­τι­κά πνεύ­μα­τα, που ενερ­γούν όχι από δική τους πρω­το­βου­λία, αλλά απο­στέλ­λον­ται από τον Θεό για να υπη­ρε­τούν εκεί­νους που πρό­κει­ται να κλη­ρο­νο­μή­σουν την αιώ­νια ζωή;)»[Εβρ.1,14]. «Τι το παρά­ξε­νο», λέγει, «αν υπη­ρε­τούν τον Υιό, όταν βοη­θούν και για τη δική μας σωτη­ρία;» Πρό­σε­χε πώς εξυ­ψώ­νει το φρό­νη­μά τους και δεί­χνει την μεγά­λη τιμή που μας κάνει ο Θεός, εφό­σον όρι­σε τους αγγέ­λους, που είναι ανώ­τε­ροι από μας, να έχουν αυτήν την υπη­ρε­σία που είναι προς όφε­λός μας. Όπως θα μπο­ρού­σε να πει κάποιος· «σε αυτό τους χρη­σι­μο­ποιεί», λέγει, «αυτή είναι η υπη­ρε­σία των αγγέ­λων, το να δια­κο­νούν τον Θεό για τη δική μας σωτη­ρία». Ώστε αυτό είναι το έργο των αγγέ­λων, το να κάνουν τα πάν­τα για τη σωτη­ρία των αδελ­φών· ή καλύ­τε­ρα το έργο είναι του Χρι­στού, για­τί Αυτός ως Κύριος σώζει, ενώ αυτοί είναι δού­λοι. Και εμείς είμα­στε δού­λοι και σύν­δου­λοι των αγγέ­λων. «Για­τί», λέγει, «βλέ­πε­τε με ανοι­κτό το στό­μα προς τους αγγέ­λους; Δού­λοι είναι του Υιού του Θεού και πολ­λές φορές στέλ­νον­ται για μας και υπη­ρε­τούν για τη δική μας σωτη­ρία». Ώστε είναι ομό­δου­λοί μας. Σκε­φτεί­τε πως δεν δίνει μεγά­λη δια­φο­ρά στα κτί­σμα­τα, αν και είναι μεγά­λη η από­στα­ση ανά­με­σα στους αγγέ­λους και στους ανθρώ­πους. Όμως τους κατε­βά­ζει κον­τά μας, σαν να λέγει: «για μας κου­ρά­ζον­ται, για μας τρέ­χουν, εμάς, όπως θα μπο­ρού­σε να πει κάποιος, υπη­ρε­τούν. Αυτή είναι η υπη­ρε­σία τους, το να στέλ­νον­ται παν­τού για μας».

Και με αυτά τα παρα­δείγ­μα­τα είναι γεμά­τη και η Παλαιά και η Και­νή Δια­θή­κη. Όταν δηλα­δή φέρ­νουν χαρ­μό­συ­νο άγγελ­μα στους ποι­μέ­νες, στη Μαρία, στον Ιωσήφ, όταν κάθον­ται στο μνή­μα, όταν στέλ­νον­ται να πουν στους μαθη­τές: «νδρες Γαλι­λαοι, τί στή­κα­τε μβλέ­πον­τες ες τν ορανόν; οτος ησος ναλη­φθες φ᾿ μν ες τν ορανόν, οτως λεύ­σε­ται, ν τρό­πον θεά­σα­σθε ατν πορευό­με­νον ες τν ορανόν(:Άνδρες Γαλι­λαί­οι, για­τί στέ­κε­στε και παρα­τη­ρεί­τε με βλέμ­μα ακί­νη­το στον ουρα­νό; Αυτός ο Ιησούς, που ανα­λή­φθη­κε από ανά­με­σά σας στον ουρα­νό, θα έλθει με τον ίδιο τρό­πο, με το σώμα Του δηλα­δή και καθι­σμέ­νος πάνω σε σύν­νε­φο, όπως Τον είδα­τε και τώρα γεμά­τοι θαυ­μα­σμό και κατά­πλη­ξη να πηγαί­νει στον ουρα­νό)»[Πράξ.1,11], όταν ελευ­θε­ρώ­νουν τον Πέτρο από τη φυλα­κή, όταν μιλούν στον Φίλιπ­πο, πώς δεν μας υπη­ρε­τούν; Σκέ­ψου λοι­πόν πόση είναι η τιμή, όταν ο Θεός στέλ­νει δια­κό­νους τους αγγέ­λους σαν προς φίλους, όταν άγγε­λος παρου­σιά­ζε­ται στον Κορ­νή­λιο, όταν άγγε­λος βγά­ζει όλους τους απο­στό­λους από τη φυλα­κή και λέγει: «Πορεύ­ε­σθε, κα στα­θέν­τες λαλετε ν τ ερ τ λα πάν­τα τ ήμα­τα τς ζως ταύ­της(:Πηγαί­νε­τε αμέ­σως και στα­θεί­τε γεμά­τοι θάρ­ρος στον ιερό περί­βο­λο του ναού και κηρύ­ξα­τε δημό­σια στον λαό όλα τα λόγια της νέας αυτής ζωής, την οποία σας μετέ­δω­σε ο Ιησούς και από πεί­ρα γνω­ρί­σα­τε)»[Πράξ.5,20]. Και για­τί λέγω τα άλλα; Και στον ίδιο τον Παύ­λο άγγε­λος παρου­σιά­ζε­ται.

Βλέ­πεις ότι μας υπη­ρε­τούν για τον Θεό, και ότι μας υπη­ρε­τούν στα πολύ μεγά­λα πράγ­μα­τα; Γι΄αυτό λέγει ο Παύ­λος: «Ετε Παλος ετε πολλς ετε Κηφς ετε κόσμος ετε ζω ετε θάνα­τος ετε νεσττα ετε μέλ­λον­τα, πάν­τα μν στιν(:Είτε ο Παύ­λος, είτε ο Απολ­λώς, είτε ο Κηφάς, είτε ολό­κλη­ρος ο κόσμος, είτε η ζωή, είτε ο θάνα­τος, είτε όσα υπάρ­χουν τώρα είτε όσα θα υπάρ­χουν στο μέλ­λον, όλα είναι δικά σας και θα υπη­ρε­τούν την σωτη­ρία σας)» [Α΄Κορ.3,22]. Στάλ­θη­κε βέβαια και ο Υιός, όχι όμως ως διά­κο­νος, ούτε ως υπη­ρέ­της, αλλά ως Υιός και μονο­γε­νής και θέλον­τας τα ίδια με τον Πατέ­ρα. Ή καλύ­τε­ρα, δεν στάλ­θη­κε, για­τί δεν πήγε από τόπο σε τόπο, αλλά ανέ­λα­βε σάρ­κα. Οι άγγε­λοι όμως αλλά­ζουν τόπους και αφή­νον­τας τους πρώ­τους στους οποί­ους βρί­σκον­ται, έτσι έρχον­ται σε άλλους στους οποί­ους δεν ήταν. Και ενθαρ­ρύ­νον­τας πάλι αυτούς λέγει: «Για­τί φοβά­στε; Οι άγγε­λοι μάς υπη­ρε­τούν».

Και αφού είπε για τον Υιό και τα σχε­τι­κά με την οικο­νο­μία του Θεού, τη δημιουρ­γία και τη βασι­λεία, και αφού έδει­ξε την ισο­τι­μία Του προς τον Πατέ­ρα και ότι ως Κύριος εξου­σιά­ζει όχι μόνο τους ανθρώ­πους, αλλά και τις ουρά­νιες δυνά­μεις, στη συνέ­χεια ο Παύ­λος τους προ­τρέ­πει, μιλών­τας έτσι, ώστε να προ­σέ­χου­με σε αυτά που ακού­σα­με, και λέγει: «Δι τοτο δε περισ­σο­τέ­ρως μς προ­σέ­χειν τος κου­σθεσι, μή ποτε παραῤῥυμεν(:Ο Υιός λοι­πόν είναι ασυγ­κρί­τως ανώ­τε­ρος από τους αγγέ­λους. Γι΄αυτό κι εμείς πρέ­πει να προ­σέ­χου­με πολύ περισ­σό­τε­ρο σε εκεί­να που ακού­σα­με με το κήρυγ­μα, διό­τι όλα αυτά είναι λόγοι του Υιού και των Απο­στό­λων Του. Είναι επι­τα­κτι­κή ανάγ­κη να προ­σέ­χου­με, μήπως από απρο­σε­ξία μας συμ­βεί να παρα­συρ­θού­με και πέσου­με έξω)»[Εβρ.2,1].

Εδώ ήθε­λε να πει ότι πρέ­πει να τα προ­σέ­χου­με περισ­σό­τε­ρο από τον νόμο, αλλά το παρα­σιώ­πη­σε· το κάνει όμως φανε­ρό με αυτό που λέγει, όχι με συμ­βου­λή ούτε με προ­τρο­πή, για­τί έτσι ήταν καλύ­τε­ρα. «Ε γρ δι᾿ γγέ­λων λαλη­θες λόγος(:Και αλί­μο­νό μας εάν πέσου­με έξω· διό­τι, εάν ο νόμος που ανήγ­γει­λε ο Θεός στον Μωυ­σή δια­μέ­σου αγγέ­λων)», λέγει, «γένε­το βέβαιος, κα πσα παρά­βα­σις κα παρα­κο λαβεν νδι­κον μισθα­πο­δο­σί­αν (:απο­δεί­χτη­κε έγκυ­ρος και ισχυ­ρός, και κάθε παρά­βα­σή του και παρα­κοή τιμω­ρή­θη­κε δίκαια με την ανά­λο­γη τιμω­ρία), πς μες κφευ­ξό­με­θα τηλι­καύ­της μελή­σαν­τες σωτη­ρί­ας; τις ρχν λαβοσα λαλεσθαι δι το Κυρί­ου, π τν κου­σάν­των ες μς βεβαιώ­θη(:πώς εμείς θα ξεφύ­γου­με την τιμω­ρία, εάν αμε­λή­σου­με μια τόσο μεγά­λη και σπου­δαία σωτη­ρία; Την σωτη­ρία αυτή δεν μας τη γνω­στο­ποί­η­σαν κάποιοι άγγε­λοι, όπως έγι­νε στον νόμο, αλλά αφού άρχι­σε να την κηρύτ­τει ο Ίδιος ο Κύριος, μας την παρέ­δω­σαν ως αλη­θι­νή και αξιό­πι­στη οι άγιοι Από­στο­λοι που την άκου­σαν κατευ­θεί­αν από το στό­μα του Κυρί­ου)»[Εβρ.2,2–3].

Για­τί πρέ­πει εμείς να προ­σέ­χου­με περισ­σό­τε­ρο σε αυτά που ακού­σα­με; Δεν είναι και εκεί­να και αυτά του Θεού; Ή λοι­πόν λέγει ότι πρέ­πει να τα ακού­με περισ­σό­τε­ρο από τον μωσαϊ­κό νόμο ή ότι σε μεγα­λύ­τε­ρο βαθ­μό πρέ­πει να τα προ­σέ­χου­με· δεν κάνει σύγ­κρι­ση, μακριά μια τέτοια σκέ­ψη. Επει­δή λοι­πόν από τον πολύ χρό­νο είχαν μεγά­λη υπό­λη­ψη για την Παλαιά Δια­θή­κη, ενώ αυτά σαν νέα ακό­μη τα περι­φρο­νού­σαν, δεί­χνει με κύρος ότι σε αυτά πρέ­πει να προ­σέ­χουν περισ­σό­τε­ρο. Πώς; Σαν να λέγει ότι του Θεού είναι βέβαια και αυτά και εκεί­να, αλλά όχι με όμοιο τρό­πο. Και αυτό μας το δεί­χνει ύστε­ρα. Πρώ­τα όμως το δεί­χνει λιγό­τε­ρο καθα­ρά και στη συνέ­χεια πιο φανε­ρά, λέγον­τας: «Ε γρ πρώ­τη κεί­νη ν μεμ­πτος, οκ ν δευ­τέ­ρας ζητετο τόπος(:Είναι πραγ­μα­τι­κά ανώ­τε­ρη και καλύ­τε­ρη η νέα δια­θή­κη· διό­τι εάν η πρώ­τη εκεί­νη ήταν τέλεια και δεν είχε ελλεί­ψεις, δεν θα υπήρ­χε ανάγ­κη να εισα­χθεί και να συνα­φθεί δεύ­τε­ρη)»[Εβρ.8,7]· και πάλι: «ν τ λέγειν καινν πεπα­λαί­ω­κε τν πρώ­την· τ δ παλαιού­με­νον κα γηρά­σκον γγς φανι­σμο(:Μιλών­τας δηλα­δή ο Θεός για Νέα Δια­θή­κη, με αυτό που είπε κατέ­στη­σε παλαιά την πρώ­τη. Κι εκεί­νο που παλιώ­νει και γηρά­σκει, κον­τεύ­ει να εξα­φα­νι­στεί)» [Εβρ.8,13] και πολ­λά άλλα τέτοια. Αλλά δεν τολ­μά ακό­μη να πει κάτι τέτοιο στην αρχή, μέχρι που να προ­σελ­κύ­σει και να κερ­δί­σει την εμπι­στο­σύ­νη του ακρο­α­τή με τις περισ­σό­τε­ρες προ­ε­τοι­μα­σί­ες.

«Για­τί λοι­πόν», πες μας, «πρέ­πει να προ­σέ­χου­με περισ­σό­τε­ρο;». «Μή ποτε(:Μην τυχόν)», λέγει, «παραῤῥυμεν(:και απο­μα­κρυν­θού­με από αυτά)»[Εβρ.2,1]. Δηλα­δή, να μην κατα­στρα­φού­με, να μην πέσου­με. Και δεί­χνει εδώ πόσο φοβε­ρό πράγ­μα είναι η πτώ­ση, για­τί είναι δύσκο­λο εκεί­νο που απο­μα­κρύν­θη­κε να επι­στρέ­ψει πάλι, επει­δή αυτό έγι­νε από ραθυ­μία. Αυτή τη λέξη την πήρε από τις Παροι­μί­ες. Για­τί λέγει: «Υέ, μ παραῤῥυς, τήρη­σον δ μν βουλν κα ννοιαν (:Υιέ μου, πρό­σε­χε μην παρεκ­κλί­νεις από τον δρό­μο μου και παρα­συρ­θείς στον ολι­σθη­ρό κατή­φο­ρο της απω­λεί­ας. Φύλα­ξε τη δική μου συμ­βου­λή και οδη­γία)»[Παροιμ. 3,21]. Δεί­χνει έτσι και το εύκο­λο του ολι­σθή­μα­τος και το φοβε­ρό της κατα­στρο­φής· δηλα­δή δεν είναι ακίν­δυ­νη για μας η παρα­κοή. Και με όσα προ­σθέ­τει δεί­χνει ότι είναι μεγα­λύ­τε­ρη η τιμω­ρία. Αυτήν όμως την αφή­νει πάλι στην ανα­ζή­τη­ση και όχι στο συμ­πέ­ρα­σμα. Για­τί πραγ­μα­τι­κά αυτό κάνει τον λόγο λιγό­τε­ρο ενο­χλη­τι­κό, να μην προ­σθέ­τει μόνος του την από­φα­ση, αλλά να αφή­νει την εξου­σία στον ακρο­α­τή, για να βγά­λει αυτός την από­φα­ση. Το ίδιο κάνει και ο προ­φή­της Νάθαν στην Παλαιά Δια­θή­κη και ο Χρι­στός στο Ευαγ­γέ­λιο του Ματ­θαί­ου λέγον­τας: «ταν ον λθ κύριος το μπελνος, τί ποι­ή­σει τος γεωρ­γος κεί­νοις; (:Όταν λοι­πόν έλθει ο κύριος του αμπε­λιού, τι είναι δίκαιο να κάνει στους καλ­λιερ­γη­τές εκεί­νους;)»[Ματθ.21,40], αναγ­κά­ζον­τας τους ίδιους τους ακρο­α­τές να βγά­λουν την από­φα­ση· για­τί αυτό είναι η πιο μεγά­λη νίκη.

Έπει­τα, αφού είπε: «Ε γρ δι᾿ γγέ­λων λαλη­θες λόγος γένε­το βέβαιος(:Εάν ο νόμος που ανήγ­γει­λε ο Θεός στον Μωυ­σή δια­μέ­σου αγγέ­λων απο­δεί­χτη­κε έγκυ­ρος και ισχυ­ρός)», δεν πρό­σθε­σε «πολύ περισ­σό­τε­ρο είναι αυτός που κηρύ­χτη­κε από τον Χρι­στό», αλλά αυτό το άφη­σε και είπε το μικρό­τε­ρο: «πς μες κφευ­ξό­με­θα τηλι­καύ­της μελή­σαν­τες σωτη­ρί­ας;(:πώς εμείς θα ξεφύ­γου­με την τιμω­ρία, εάν αμε­λή­σου­με μια τόσο μεγά­λη και σπου­δαία σωτη­ρία;)». Και πρό­σε­χε πώς κάνει τη σύγ­κρι­ση. «Ε γρ(:εάν λοι­πόν)», λέγει, « δι᾿ γγέ­λων λαλη­θες λόγος(:ο νόμος που ανήγ­γει­λε ο Θεός στον Μωυ­σή δια­μέ­σου αγγέ­λων)». Εκεί «δι᾿ γγέ­λων(:μέσω των αγγέ­λων)», εδώ όμως «δι το Κυρί­ου(: μέσω του Κυρί­ου)»· και εκεί λόγος, εδώ όμως σωτη­ρία.

Έπει­τα, για να μην πει κανείς: «Τι λοι­πόν, όσα λέγεις εσύ, Παύ­λε, είναι του Χρι­στού;», τον προ­λα­βαί­νει και δεί­χνει ότι έχει το αξιό­πι­στο. Για­τί και το ότι τα άκου­σε εκεί­νος αυτά δεί­χνει το αξιό­πι­στο και με το ότι αυτά λέγον­ται τώρα από τον ίδιο τον Θεό, όχι απλώς με φωνή που κατέ­βαι­νε από τον ουρα­νό, όπως συνέ­βη­κε στην περί­πτω­ση του Μωυ­σή, αλλά με σημεία που γίνον­ταν και πράγ­μα­τα που παρεί­χαν την επι­βε­βαί­ω­ση.

Τι σημαί­νει όμως: «Ε γρ δι᾿ γγέ­λων λαλη­θες λόγος γένε­το βέβαιος»; Και στην προς Γαλά­τας επι­στο­λή λέγει περί­που το ίδιο: «Τ ον νμος; Τν παραβσεων χριν προ­σετθη, χρις ο λθ τ σπρμα πγγελ­ται, δια­τα­γες δι’ γγλων ν χειρ μεστου(:Και αφού από την τήρη­ση του νόμου δεν απο­κτά­ται η κλη­ρο­νο­μιά, γεν­νιέ­ται το ερώ­τη­μα: “Για ποιον λοι­πόν σκο­πό δόθη­κε ο νόμος;” Απάν­τη­ση: “Προ­στέ­θη­κε ο νόμος στην επαγ­γε­λία, έτσι ώστε με τις καθη­με­ρι­νές μας παρα­βά­σεις του να οδη­γη­θού­με σε συναί­σθη­ση της ενο­χής και της αδυ­να­μί­ας μας, μέχρι να έλθει ο από­γο­νος του Αβρα­άμ, για χάρη του οποί­ου είχαν δοθεί οι επαγ­γε­λί­ες”. Οπό­τε εμείς με τη συναί­σθη­ση των αδυ­να­μιών μας ευκο­λό­τε­ρα θα εγκολ­πω­νό­μα­σταν τον από­γο­νο του Αβρα­άμ, δηλα­δή τον Χρι­στό, δια­μέ­σου του Οποί­ου μας δίνον­ται οι ευλο­γί­ες. Έτσι ο νόμος είχε προ­σω­ρι­νή ισχύ. Δια­τά­χθη­κε με τη μεσο­λά­βη­ση αγγέ­λων και δόθη­κε με τα χέρια του Μωυ­σή, ως μεσί­τη μετα­ξύ Θεού και Ιου­δαί­ων)» [Γαλ. 3,19].

Και πάλι: «Οτινες λάβε­τε τν νόμον ες δια­ταγς γγέ­λων, κα οκ φυλά­ξα­τε (:εσείς πήρα­τε τον νόμο τον οποίο διέ­τα­ξε ο Θεός δια­μέ­σου αγγέ­λων, και δεν τον τηρή­σα­τε, αλλά τον παρα­βή­κα­τε)» [Πράξ. 7,53]. Και παν­τού λέγει ότι ο νόμος έχει δοθεί μέσω αγγέ­λων. Μερι­κοί λοι­πόν ισχυ­ρί­ζον­ται ότι εννο­εί τον Μωυ­σή. Αλλά αυτό δεν ευστα­θεί για­τί εδώ μιλά­ει για πολ­λούς αγγέ­λους. Και αγγέ­λους εννο­εί εδώ εκεί­νους που βρί­σκον­ται στον ουρα­νό. Τι λοι­πόν μπο­ρού­με να πού­με; Ή τον δεκά­λο­γο εννο­εί μόνο (για­τί εκεί ο Μωυ­σής μιλού­σε και ο Θεός απαν­τού­σε), ή ότι ήταν παρόν­τες άγγε­λοι που τους πρό­στα­ζε ο Θεός, ή ότι μιλά­ει έτσι για όλα όσα λέγον­ται και γίνον­ται στην Παλαιά Δια­θή­κη, επει­δή συμ­με­τεί­χαν σε όλα άγγε­λοι. Πώς όμως αλλού λέγει ότι « νόμος δι Μωϋ­σέ­ως δόθη(:ο νόμος, που τον παρέ­βαι­ναν οι άνθρω­ποι και για τον λόγο αυτό γίνον­ταν ένο­χοι και ανά­ξιοι να λάβουν την χάρη της υιο­θε­σί­ας, δόθη­κε δια­μέ­σου ανθρώ­που και δού­λου, του Μωυ­σή)»[Ιω.1,17] και εδώ ότι δόθη­κε μέσω των αγγέ­λων. Για­τί λέγει: «Κατέ­βη δ Κύριος π τ ρος τ Σιν π τν κορυφν το ρους ν γνόφ(:Και ο Κύριος κατέ­βη­κε στο όρος το Σινά στην κορυ­φή του όρους)» [Έξ.19,20].

«Ε γρ δι᾿ γγέ­λων λαλη­θες λόγος γένε­το βέβαιος». Τι σημαί­νει «βέβαιος»; Αλη­θι­νός, όπως θα μπο­ρού­σε να πει κανείς, και αξιό­πι­στος, για­τί στον κατάλ­λη­λο και­ρό πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­καν όλα όσα λέχτη­καν. Ή λοι­πόν αυτό εννο­εί, ή ότι επι­κρά­τη­σε και οι απει­λές πραγ­μα­το­ποιούν­ταν· ή «λόγο» εννο­εί τα προ­στάγ­μα­τα. Για­τί οι άγγε­λοι, απο­στελ­λό­με­νοι από τον Θεό, πρό­στα­ζαν πολ­λά έξω από τον μωσαϊ­κό νόμο· όπως στην περί­πτω­ση του «Κλαυθ­μώ­να»[Κριτ.2,1: « Κα νέβη γγε­λος Κυρί­ου π Γαλγλ π τν Κλαυθμνα κα π Βαιθλ κα π τν οκον σραλ κα επε πρς ατούς· τάδε λέγει Κύριος· νεβί­βα­σα μς ξ Αγύπτου κα εσήγα­γον μς ες τν γν, ν μοσα τος πατρά­σιν μν, κα επα· ο δια­σκε­δά­σω τν δια­θή­κην μου τν μεθ᾿ μν ες τν αἰῶνα(:Άγγε­λος Κυρί­ου ανέ­βη­κε από τα Γάλ­γα­λα σε μια τοπο­θε­σία την οποία ονό­μα­ζαν Κλαυθ­μώ­να και στη Βαι­θήλ, όπου κατοι­κού­σαν οι Ισραη­λί­τες, και είπε σε αυτούς: «Αυτά λέγει ο Κύριος: “Σας έβγα­λα ελεύ­θε­ρους από την Αίγυ­πτο και σας οδή­γη­σα στη χώρα αυτή, για την οποία ορκί­στη­κα στους προ­πά­το­ρές σας και είπα: Ουδέ­πο­τε θα αθε­τή­σω τη συμ­φω­νία μου με εσάς”)»], των Κρι­τών και του Σαμ­ψών. Γι΄αυτό λοι­πόν δεν είπε «νόμος», αλλά «λόγος». Και νομί­ζω πως ίσως το λέγει αυτό για να δηλώ­σει με αυτό μάλ­λον τα όσα οικο­νο­μή­θη­καν μέσω αγγέ­λων. Τι λοι­πόν θα πού­με; Ότι παρα­βρί­σκον­ταν τότε οι άγγε­λοι που είχαν ανα­λά­βει το ισραη­λι­τι­κό έθνος, και αυτοί έκα­ναν τις σάλ­πιγ­γες και τα άλλα, τη φωτιά, τον γνό­φο.

«Και κάθε παρά­βα­σή του», λέγει, «και παρα­κοή τιμω­ρή­θη­κε δίκαια με την ανά­λο­γη τιμω­ρία». Όχι η μία και η άλλη όχι, αλλά κάθε παρά­βα­ση και παρα­κοή. Τίπο­τε δεν έμει­νε χωρίς αντα­πό­δο­ση, λέγει, αλλά : «έλα­βε δίκαιη αντα­πό­δο­ση», αντί να πει «τιμω­ρία». Και για­τί είπε έτσι; Έτσι συνη­θί­ζει ο Παύ­λος, να μην κάνει μεγά­λη διά­κρι­ση στις λέξεις, αλλά αδιά­φο­ρα και σε εύφη­μα πράγ­μα­τα να χρη­σι­μο­ποιεί κακόη­χη· όπως και αλλού λέγει: «Λογι­σμος καθαι­ροντες κα πν ψωμα παι­ρό­με­νον κατ τς γνώ­σε­ως το Θεο, κα αχμα­λω­τί­ζον­τες πν νόη­μα ες τν πακον το Χρι­στο(:Και όταν λέω οχυ­ρώ­μα­τα, δεν εννοώ πύρ­γους ή φρού­ρια υλι­κά, αλλά πνευ­μα­τι­κά. Δηλα­δή ανα­τρέ­που­με συλ­λο­γι­σμούς πονη­ρούς και κάθε υψη­λο­φρο­σύ­νη που υψώ­νε­ται σαν πύρ­γος και εμπο­δί­ζει τους ανθρώ­πους να γνω­ρί­σουν τον αλη­θι­νό Θεό. Ακό­μη με τα όπλα μας κατα­νι­κού­με σαν άοπλο και παρα­δο­μέ­νο αιχ­μά­λω­το κάθε ανθρώ­πι­νη επι­νόη­ση και σοφι­στεία, και οδη­γού­με όσους παρα­πλα­νών­ται από αυτές στο να υπα­κού­σουν στον Χρι­στό)» [Β΄Κορ.10,5].

Και πάλι αλλού ανέ­φε­ρε την αντα­μοι­βή αντί για την κόλα­ση, και εδώ καλεί μισθό την τιμω­ρία. «Επερ δκαιον παρ Θε, ντα­πο­δοναι τος θλβου­σιν μς θλψιν(:Θα αξιω­θεί­τε πράγ­μα­τι με τα παθή­μα­τα αυτά να κλη­ρο­νο­μή­σε­τε τη βασι­λεία του Θεού, αφού είναι δίκαιο βέβαια για τον Θεό να αντα­πο­δώ­σει θλί­ψη σε όσους σας θλί­βουν)»[Β΄Θεσ. 1,6], λέγει. Δηλα­δή δεν χάθη­κε η δικαιο­σύ­νη, αλλά την εφάρ­μο­σε ο Θεός και έστρε­ψε την τιμω­ρία σε αυτούς που αμάρ­τη­σαν. Όμως τα αμαρ­τή­μα­τα δεν γίνον­ται όλα στα φανε­ρά, εκτός αν παρα­βια­στούν οι εντο­λές.

«Πώς λοι­πόν εμείς», λέγει, «θα ξεφύ­γου­με την τιμω­ρία, εάν αμε­λή­σου­με μια τόσο μεγά­λη και σπου­δαία σωτη­ρία;)»[Εβρ.2,3]. Με αυτό δήλω­σε ότι δεν ήταν μεγά­λη εκεί­νη η σωτη­ρία. Και σωστά πρό­σθε­σε και το «τόσο μεγά­λη». «Για­τί», λέγει, «δεν θα μας σώσει τώρα από πολέ­μους, ούτε θα μας δώσει τη γη και τα αγα­θά της, αλλά θα καταρ­γη­θεί ο θάνα­τος, θα αφα­νι­στεί ο διά­βο­λος, θα μας δοθεί η βασι­λεία των ουρα­νών, η αιώ­νια ζωή». Όλα λοι­πόν αυτά τα δήλω­σε με συν­το­μία λέγον­τας: «αν αμε­λή­σου­με για μια τόσο μεγά­λη σωτη­ρία». Στη συνέ­χεια προ­σθέ­τει και το αξιό­πι­στο: «τις ρχν λαβοσα λαλεσθαι δι το Κυρί­ου (:τη σωτη­ρία αυτή δεν μας τη γνω­στο­ποί­η­σαν κάποιοι άγγε­λοι, όπως έγι­νε στον νόμο, αλλά αφού άρχι­σε να την κηρύτ­τει ο ίδιος ο Κύριος)»[Εβρ.2,3]. Δηλα­δή από την ίδια την πηγή έχει την αρχή της· δεν τη δια­βί­βα­σε στη γη άνθρω­πος, ούτε κτι­στή δύνα­μη, αλλά ο ίδιος ο Μονο­γε­νής.

«π τν κου­σάν­των ες μς βεβαιώ­θη(:τη σωτη­ρία αυτή δεν μας τη γνω­στο­ποί­η­σαν κάποιοι άγγε­λοι, όπως έγι­νε στον νόμο, αλλά αφού άρχι­σε να την κηρύτ­τει ο ίδιος ο Κύριος, μας την παρέ­δω­σαν ως αλη­θι­νή και αξιό­πι­στη οι άγιοι Από­στο­λοι που την άκου­σαν κατευ­θεί­αν από το στό­μα του Κυρί­ου)». Τι σημαί­νει «βεβαιώ­θη»; Πιστεύ­τη­κε ή πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε. «Για­τί», λέγει, «έχου­με τον αρρα­βώ­να· δηλα­δή δεν έσβη­σε, δεν έλη­ξε, αλλά εξα­κο­λου­θεί να ισχύ­ει και να επι­κρα­τεί». Και η αιτία είναι η ενέρ­γεια της θεί­ας δύνα­μης. Τι σημαί­νει «π τν κου­σάν­των»;. Δηλα­δή, εκεί­νοι που την άκου­σαν από τον Κύριο, αυτοί μας τη βεβαί­ω­σαν. Αυτό είναι μεγά­λο και αξιό­πι­στο.

Το ίδιο λέγει και ο Λου­κάς στην αρχή του Ευαγ­γε­λί­ου: «Καθς παρέ­δο­σαν μν ο π᾿ ρχς ατόπται κα πηρέ­ται γενό­με­νοι το λόγου(:Όπως μας τα παρέ­δω­σαν με την προ­φο­ρι­κή τους διδα­σκα­λία εκεί­νοι που από την αρχή του μεσ­σια­κού έργου του Σωτή­ρος έγι­ναν αυτό­πτες μάρ­τυ­ρες του Ιησού Χρι­στού και υπη­ρέ­τες του κηρύγ­μα­τός Του)»[Λου­κά 1,2]. Πώς λοι­πόν βεβαιώ­θη­κε; «Και τι γίνε­ται», ανα­ρω­τιέ­ται ίσως κάποιος, «αν τα έπλα­σαν εκεί­νοι που τα άκου­σαν;» Αναι­ρών­τας λοι­πόν αυτό και δεί­χνον­τας πως η χάρη δεν είναι ανθρώ­πι­νη, πρό­σθε­σε: «συνε­πι­μαρ­τυ­ροντος το Θεο(:και μαζί με τη μαρ­τυ­ρία των Απο­στό­λων πρό­σθε­σε τη μαρ­τυ­ρία Του και ο ίδιος ο Θεός)». Αν δηλα­δή τα έπλα­σαν εκεί­νοι, δεν θα ήταν δυνα­τό να δώσει μαρ­τυ­ρία σε αυτούς ο Θεός. Μαρ­τυ­ρούν δηλα­δή εκεί­νοι, μαρ­τυ­ρεί όμως και ο Θεός.

Πώς μαρ­τυ­ρεί ο Θεός; Όχι με λόγο ούτε με φωνή(γιατί ήταν και αυτό αξιό­πι­στο), αλλά πώς; «Σημεί­οις τε κα τέρα­σι κα ποι­κί­λαις δυνά­με­σι (:Ο Θεός επι­βε­βαί­ω­νε το κήρυγ­μα των Απο­στό­λων με θαύ­μα­τα και κατα­πλη­κτι­κά έργα και ποι­κί­λες υπερ­φυ­σι­κές δυνά­μεις)». Σωστά ανά­φε­ρε το «κα ποι­κί­λαις δυνά­με­σι (:και ποι­κί­λες υπερ­φυ­σι­κές δυνά­μεις)», για να δηλώ­σει την αφθο­νία των χαρι­σμά­των, πράγ­μα που δεν έγι­νε στους προ­η­γού­με­νους, ούτε έγι­ναν τόσα θαύ­μα­τα και τόσο δια­φο­ρε­τι­κά. Δηλα­δή δεν πιστέ­ψα­με απλώς σε εκεί­νους-τους αποστόλους‑, αλλά με σημεία και τέρα­τα. Επο­μέ­νως, δεν πιστεύ­ου­με σε εκεί­νους, αλλά στον ίδιο τον Θεό. «Κα Πνεύ­μα­τος γίου μερι­σμος κατ τν ατο θέλη­σιν (:και θεία χαρί­σμα­τα, τα οποία το Άγιο Πνεύ­μα δια­μοί­ρα­ζε στους πιστούς σύμ­φω­να με το θέλη­μά Του)». Τι λοι­πόν σημαί­νει αυτό, τη στιγ­μή που και οι γόη­τες κάνουν θαύ­μα­τα και οι Ιου­δαί­οι έλε­γαν ότι με τη δύνα­μη του Βεελ­ζε­βούλ ο Χρι­στός βγά­ζει τα δαι­μό­νια; Αλλά δεν κάνουν τέτοια θαύ­μα­τα· γι΄αυτό είπε: «κα ποι­κί­λαις δυνά­με­σι». Για­τί εκεί­να δεν ήταν δύνα­μη, αλλά αδυ­να­μία και φαν­τα­σία και μάταια πράγ­μα­τα. Γι΄αυτό είπε: «με τον δια­μοι­ρα­σμό των χαρι­σμά­των του αγί­ου Πνεύ­μα­τος, σύμ­φω­να με το θέλη­μά Του».

Εδώ νομί­ζω πως υπο­νο­εί και κάτι άλλο. Φυσι­κό δηλα­δή ήταν να μην υπήρ­χαν εκεί πολ­λοί με χαρί­σμα­τα και να είχαν εκλεί­ψει αυτά, επει­δή αυτοί έγι­ναν νωθρό­τε­ροι. Για να τους παρη­γο­ρή­σει και σε αυτό και για να μην τους αφή­σει να πέσουν, ανά­θε­σε τα πάν­τα στη θέλη­ση του Θεού. «Αυτός», λέγει, «ξέρει τι συμ­φέ­ρει στον καθέ­να και έτσι κατα­με­ρί­ζει τη χάρη», πράγ­μα που κάνει και στην προς Κοριν­θί­ους λέγον­τας: «Νυν δ Θες θετο τ μέλη ν καστον ατν ν τ σώμα­τι καθς θέλη­σεν(:Τώρα όμως ο Θεός σοφά τοπο­θέ­τη­σε στο σώμα καθέ­να από τα μέλη ακρι­βώς όπως θέλη­σε σύμ­φω­να με την αγα­θό­τη­τα και την παν­σο­φία Του, πάν­το­τε το συμ­φέ­ρον και την εξυ­πη­ρέ­τη­ση ολό­κλη­ρου του σώμα­τος)»[:Α΄Κορ.12,18], και «κάστ δ δίδο­ται φανέ­ρω­σις το Πνεύ­μα­τος πρς τ συμ­φέ­ρον(:Δίνε­ται λοι­πόν στον καθέ­να το χάρι­σμα με το οποίο φανε­ρώ­νε­ται η ενέρ­γεια του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος, για να υπη­ρε­τη­θεί το συμ­φέ­ρον και η ωφέ­λεια όλων των μελών της εκκλη­σί­ας)»[:Α΄Κορ.12,7].

Δεί­χνει ότι το χάρι­σμα δίνε­ται σύμ­φω­να με τη θέλη­ση του Πατέ­ρα. Πολ­λές φορές όμως πολ­λοί δεν έλα­βαν χάρι­σμα από ακά­θαρ­το και νωθρό βίο, και μερι­κές φορές, αν και είχαν καλό και καθα­ρό βίο, δεν έλα­βαν· για ποιο λόγο; Για να μην εκτρα­πούν, να μην υπε­ρη­φα­νευ­τούν, να μη γίνουν ραθυ­μό­τε­ροι, να μην αλα­ζο­νευ­τούν περισ­σό­τε­ρο. Για­τί αν και χωρίς χάρι­σμα η ίδια η συνεί­δη­ση του καθα­ρού βίου μπο­ρεί να οδη­γή­σει σε έπαρ­ση, πολύ περισ­σό­τε­ρο όταν υπάρ­χει και η χάρη. Ώστε τα χαρί­σμα­τα δίνον­ταν περισ­σό­τε­ρο στους ταπει­νούς και στους απλοϊ­κούς και πιο πολύ στους απλοϊ­κούς· για­τί λέγει: «Καθ᾿ μέραν τε προ­σκαρ­τε­ροντες μοθυ­μαδν ν τ ερ, κλντές τε κατ᾿ οκον ρτον, μετε­λάμ­βα­νον τροφς ν γαλ­λιά­σει κα φελό­τη­τι καρ­δί­ας(:Και όλοι κάθε μέρα σύχνα­ζαν στο ιερό με ακού­ρα­στο ζήλο και με μια ψυχή. Και αφού έκο­βαν άρτο στα σπί­τια όπου συνα­θροί­ζον­ταν σε κοι­νά τρα­πέ­ζια, έπαιρ­ναν την τρο­φή που τους προ­σφε­ρό­ταν, κι έτρω­γαν με καρ­διά γεμά­τη από αγαλ­λί­α­ση και με παι­δι­κή ειλι­κρί­νεια και απλό­τη­τα)»[Πράξ.2,46]. Πραγ­μα­τι­κά και με τον τρό­πο αυτόν τους προ­έ­τρε­ψε περισ­σό­τε­ρο· και αν ήταν ραθυ­μό­τε­ροι, τους παρα­κί­νη­σε.

Για­τί αυτός που είναι ταπει­νός και δεν έχει μεγά­λη ιδέα για τον εαυ­τό του γίνε­ται πιο επι­με­λής, όταν λάβει ένα χάρι­σμα, επει­δή το έλα­βε χωρίς να αξί­ζει και επει­δή θεω­ρεί τον εαυ­τό του ανά­ξιο γι΄αυτό. Αυτός όμως που νομί­ζει ότι έχει κατορ­θώ­σει κάτι, θεω­ρεί ότι το πράγ­μα είναι οφει­λή προς αυτόν και φου­σκώ­νει από αλα­ζο­νεία. Ώστε ο Θεός οικο­νο­μεί το πράγ­μα αυτό όπως συμ­φέ­ρει. Αυτό μπο­ρεί να το δει κανείς να συμ­βαί­νει και στην εκκλη­σία· για­τί άλλος μπο­ρεί να κηρύτ­τει και άλλος ούτε το στό­μα του μπο­ρεί να ανοί­ξει. Κανείς λοι­πόν ας μη λυπά­ται γι΄αυτό, για­τί «κάστ δ δίδο­ται φανέ­ρω­σις το Πνεύ­μα­τος πρς τ συμ­φέ­ρον(:δίνε­ται λοι­πόν στον καθέ­να το χάρι­σμα με το οποίο φανε­ρώ­νε­ται η ενέρ­γεια του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος, για να υπη­ρε­τη­θεί το συμ­φέ­ρον και η ωφέ­λεια όλων τω μελών της εκκλη­σί­ας)»[:Α΄Κορ.12,7]. Αν δηλα­δή ένας οικο­δε­σπό­της γνω­ρί­ζει τι να εμπι­στευ­τεί στον καθέ­να, πολύ περισ­σό­τε­ρο ο Θεός που γνω­ρί­ζει καλά τον νου των ανθρώ­πων και ξέρει τα πάν­τα πριν γεν­νη­θούν αυτοί. Ένα είναι μόνο το άξιο λύπης, η αμαρ­τία, και κανέ­να άλλο.

Μην πεις «για­τί δεν έχω χρή­μα­τα;» ή «αν είχα, θα έδι­να στους φτω­χούς». Δεν ξέρεις, αν είχες, αν δεν ήσουν και περισ­σό­τε­ρο πλε­ο­νέ­κτης· τώρα βέβαια τα λες αυτά, αλλά όταν τα απο­κτή­σεις, θα γίνεις άλλος άνθρω­πος. Για­τί και όταν είμα­στε χορ­τα­σμέ­νοι νομί­ζου­με πως μπο­ρού­με να νηστεύ­ου­με· όταν όμως αφή­σου­με να περά­σει ένα μικρό χρο­νι­κό διά­στη­μα μάς έρχε­ται άλλη σκέ­ψη. Πάλι, όταν δεν είμα­στε μεθυ­σμέ­νοι νομί­ζου­με πως μπο­ρού­με να νική­σου­με το πάθος της μέθης· όταν όμως μας κυριέ­ψει, δεν έχου­με πια την ίδια γνώ­μη. Μην πεις: «για­τί δεν έχω το χάρι­σμα της διδα­σκα­λί­ας;» ή «αν το είχα, θα οικο­δο­μού­σα πάρα πολ­λούς». Δεν ξέρεις, αν το είχες, μήπως απέ­βαι­νε προς κατα­δί­κη σου, μήπως ο φθό­νος ή η οκνη­ρία γίνον­ταν αιτία να κρυ­βεί το τάλαν­το. Τώρα βέβαια είσαι απαλ­λαγ­μέ­νος απ΄ όλ’ αυτά και αν δεν δώσεις την κανο­νι­σμέ­νη μερί­δα τρο­φής δεν κατη­γο­ρεί­σαι, τότε όμως θα γίνεις υπεύ­θυ­νος για άπει­ρα πράγ­μα­τα.

Άλλω­στε ούτε τώρα είσαι έξω από το χάρι­σμα. Δεί­ξε στο μικρό, ποιος θα ήσουν αν είχες το χάρι­σμα εκεί­νο· για­τί λέγει ο Κύριος: «Ε ον ν τ δίκ μαμων πιστο οκ γένε­σθε, τ ληθινν τίς μν πιστεύ­σει; (:Εάν λοι­πόν στον άδι­κο πλού­το δεν φανή­κα­τε αξιό­πι­στοι και τίμιοι, αλλά τον δια­χει­ρι­στή­κα­τε εγωι­στι­κά και αντί­θε­τα με το θέλη­μα του Θεού που σας τον εμπι­στεύ­τη­κε, τον αλη­θι­νό και αιώ­νιο πλού­το της βασι­λεί­ας ποιος θα σας τον εμπι­στευ­θεί; Κανείς)» [Λου­κά 16,11]. Δεί­ξε όπως η χήρα· για­τί δύο οβο­λούς είχε εκεί­νη και όλα όσα είχε τα έδω­σε.

Ζητάς χρή­μα­τα; Δεί­ξε ότι περι­φρο­νείς τα λίγα, για να σου εμπι­στευ­τώ και για τα πολ­λά· αν όμως δεν περι­φρο­νείς αυτά, πολύ περισ­σό­τε­ρο δεν θα περι­φρο­νή­σεις και εκεί­να. Πάλι, στον λόγο δεί­ξε ότι χρη­σι­μο­ποιείς όπως πρέ­πει την παραί­νε­ση και τη συμ­βου­λή. Δεν έχεις την εξω­τε­ρι­κή ευγλωτ­τία; Δεν έχεις πλού­το νοη­μά­των; Αλλά όμως ξέρεις αυτά τα κοι­νά. Έχεις παι­δί, γεί­το­να, φίλο, αδελ­φό, συγ­γε­νείς. Αν δεν μπο­ρείς να βγά­λεις δημό­σια στην εκκλη­σία μακρό λόγο, μπο­ρείς να τους συμ­βου­λευ­τείς αυτούς ιδιαι­τέ­ρως. Εδώ δεν χρειά­ζε­ται η ρητο­ρεία ούτε πολ­λά λόγια· δεί­ξε σε αυτούς ότι, αν είχες ευγλωτ­τία λόγου, δεν θα αδια­φο­ρού­σες. Αν στο μικρό δεν φρον­τί­ζεις, πώς θα σου εμπι­στευ­τώ για το μεγά­λο; Το ότι λοι­πόν αυτό το μπο­ρεί ο καθέ­νας, άκου­σε πώς το επέ­τρε­ψε ο Παύ­λος και στους λαϊ­κούς: «Δι παρα­κα­λετε λλή­λους(:Αφού λοι­πόν έχου­με τέτοιον υψη­λό προ­ο­ρι­σμό, γι’ αυτό να προ­τρέ­πε­τε ο ένας τον άλλον)», λέγει, «κα οκοδο­μετε ες τν να, καθς κα ποιετε (:και να οικο­δο­μεί­τε στην αρε­τή ο καθέ­νας σας τον κάθε έναν ξεχω­ρι­στά, όπως άλλω­στε και ήδη το κάνε­τε)» [Α΄Θεσ. 5,11]· και Α΄Θεσ.4,18: «στε παρα­κα­λετε λλή­λους ν τος λόγοις τού­τοις(:αφού λοι­πόν τα πιστεύ­ε­τε και τα ξέρε­τε αυτά για τους πεθα­μέ­νους, να παρη­γο­ρεί­τε ο ένας τον άλλο με τους λόγους αυτούς της ελπί­δας που σας γρά­φω)»].

Ο Θεός γνω­ρί­ζει πώς να μοι­ρά­σει στον καθέ­να τα χαρί­σμα­τα. Μήπως είσαι εσύ καλύ­τε­ρος από τον Μωυ­σή; Άκου­σε πώς δυσα­να­σχε­τεί. «Μ γ (:Μήπως εγώ)», λέγει, «ν γαστρ λαβον πάν­τα τν λαν τοτον, γ τεκον ατούς, τι λέγεις μοι, λάβε ατν ες τν κόλ­πον σου, σε ραι τιθηνς τν θηλά­ζον­τα, ες τν γν ν μοσας τος πατρά­σιν ατν;(: Μήπως εγώ συνέ­λα­βα στην κοι­λιά μου όλον αυτόν τον λαό ή εγώ τον γέν­νη­σα, ώστε να μου λες: Πάρε αυτόν τον λαό στην αγκα­λιά σου, όπως η τρο­φός παίρ­νει στην αγκα­λιά της το νήπιο που θηλά­ζει και οδή­γη­σέ τους στη γη, την οποία ορκί­στη­κες στους πατέ­ρες τους;)» [Αριθμ.11,12]. Και τι έκα­με ο Θεός; Αφαί­ρε­σε απ’ αυτόν τη χάρη και την έδω­σε στους άλλους, δεί­χνον­τας ότι ούτε όταν βάστα­ζε τον λαό ήταν δικό του το χάρι­σμα, αλλά του Πνεύ­μα­τος. Αν είχες το χάρι­σμα πολ­λές φορές θα υπε­ρη­φα­νευό­σουν, πολ­λές φορές θα είχες παρε­κτρα­πεί· δεν ξέρεις εσύ τον εαυ­τό σου, όπως σε ξέρει ο Θεός. Ας μη λέμε: «σε τι απο­βλέ­πει αυτό και για­τί γίνε­ται αυτό;». Όταν οικο­νο­μεί ο Θεός, ας μην Του ζητού­με ευθύ­νες. Για­τί αυτό είναι γνώ­ρι­σμα της χει­ρό­τε­ρης ασέ­βειας και ανο­η­σί­ας. Δού­λοι είμα­στε και μάλι­στα δού­λοι που δια­φέ­ρου­με πολύ από τον Κύριο και δεν γνω­ρί­ζου­με αυτά που συμ­βαί­νουν κάθε ημέ­ρα.

Ας μην περιερ­γα­ζό­μα­στε την από­φα­ση του Θεού, αλλά εκεί­νο που μας έδω­σε ας το δια­τη­ρού­με, είτε είναι μικρό είτε είναι το πιο ασή­μαν­το, και οπωσ­δή­πο­τε θα προ­κό­ψου­με. Ή καλύ­τε­ρα, τίπο­τε δεν είναι μικρό από τις δωρε­ές του Θεού. Στε­νο­χω­ριέ­σαι για­τί δεν έχεις το χάρι­σμα της διδα­σκα­λί­ας; Πες μου λοι­πόν, τι νομί­ζεις πως είναι μεγα­λύ­τε­ρο, το χάρι­σμα της διδα­σκα­λί­ας ή το χάρι­σμα της θερα­πεί­ας ασθε­νειών; Ασφα­λώς το δεύ­τε­ρο. Τι όμως, δεν νομί­ζεις πως από τη θερα­πεία των ασθε­νειών μεγα­λύ­τε­ρο είναι το να ανοί­γει κανείς τα μάτια των τυφλών; Δεν νομί­ζεις πως μεγα­λύ­τε­ρο είναι να ανα­σταί­νει νεκρούς; Και πες μου ακό­μη, δεν νομί­ζεις πως είναι μεγα­λύ­τε­ρο το να κάνει αυτό με σκιές και σου­δά­ρια, από το να το κάνει με λόγια; Τι λοι­πόν, θέλεις, πες μου, να ανα­σταί­νεις νεκρούς με σκιές και σου­δά­ρια ή να έχεις το χάρι­σμα της διδα­σκα­λί­ας; Οπωσ­δή­πο­τε θα πεις το πρώ­το, να ανα­σταί­νεις δηλα­δή νεκρούς με σκιές και σου­δά­ρια.

Αν λοι­πόν σου δεί­ξω πως πολύ ανώ­τε­ρο από αυτό είναι άλλο χάρι­σμα, και ενώ μπο­ρεί να το λάβεις δεν το λαμ­βά­νεις, και γι΄αυτό δικαί­ως χάνεις και αυτά, τι θα πεις; Αλλά το χάρι­σμα αυτό είναι δυνα­τό να το έχει όχι ένας ούτε δύο, αλλά όλοι οι άνθρω­ποι. Ξέρω ότι αισθαν­θή­κα­τε κατά­πλη­ξη και μεγά­λη απο­ρία, αφού πρό­κει­ται να ακού­σε­τε ότι μπο­ρεί­τε να έχε­τε χάρι­σμα ανώ­τε­ρο από το να ανα­σταί­νε­τε νεκρούς, να ανοί­γε­τε τα μάτια των τυφλών και να κάνε­τε εκεί­να που γίνον­ταν και στην επο­χή των απο­στό­λων· και ίσως το θεω­ρεί­τε αυτό ανα­ξιό­πι­στο. Ποιο λοι­πόν είναι αυτό το χάρι­σμα; Η αγά­πη. Όμως πιστέψ­τε με, για­τί ο λόγος αυτός δεν είναι δικός μου, αλλά του Χρι­στού, που μιλά­ει μέσω του Παύ­λου. Τι λοι­πόν λέγει; «Ζηλοτε δ τ χαρί­σμα­τα τ κρείτ­το­να. κα τι καθ᾿ περ­βολν δν μν δεί­κνυ­μι(:Επι­διώ­κε­τε λοι­πόν με ζήλο τα χαρί­σμα­τα που φέρ­νουν μεγα­λύ­τε­ρη ωφέ­λεια, και γι’ αυτό είναι και ανώ­τε­ρα. Και τώρα σας δεί­χνω ένα πολύ ανώ­τε­ρο ακό­μα δρό­μο, και μέσο έξο­χο και υπέ­ρο­χο, με το οποίο απο­κτών­ται τα καλύ­τε­ρα χαρί­σμα­τα. Και το μέσο αυτό είναι η αγά­πη)»[Α΄Κορ. 12,31].

Τι σημαί­νει «και έναν πολύ ανώ­τε­ρο δρό­μο»; Αυτό που λέγει σημαί­νει το εξής: οι Κορίν­θιοι τότε υπε­ρη­φα­νεύ­ον­ταν για τα χαρί­σμα­τα και όσοι είχαν το χάρι­σμα να μιλούν διά­φο­ρες γλώσ­σες, το μικρό­τε­ρο χάρι­σμα, φέρον­ταν αλα­ζο­νι­κά στους άλλους. Λέγει λοι­πόν: «Θέλε­τε γενι­κά χαρί­σμα­τα; Εγώ σας δεί­χνω έναν δρό­μο χαρι­σμά­των, όχι απλώς ανώ­τε­ρο, αλλά πολύ ανώ­τε­ρο». Στη συνέ­χεια λέγει: «ν τας γλώσ­σαις τν νθρώ­πων λαλ κα τν γγέ­λων, γάπην δ μ χω, γέγο­να χαλκς χν κύμ­βα­λον λαλά­ζον· κα ἐὰν χω προ­φη­τεί­αν κα εδ τ μυστή­ρια πάν­τα κα πσαν τν γνσιν, κα ἐὰν χω πσαν τν πίστιν, στε ρη μεθι­στά­νειν, γάπην δ μ χω, οδέν εμι(:Εάν υπο­θέ­σου­με ότι μιλώ τις γλώσ­σες των ανθρώ­πων και των αγγέ­λων, δεν έχω όμως αγά­πη μοιά­ζω με τον άψυ­χο χαλ­κό που βουί­ζει όταν τον χτυ­πούν, ή με το κύμ­βα­λο που βγά­ζει μεγά­λο θόρυ­βο χωρίς κάποια σημα­σία· και αν έχω το χάρι­σμα της προ­φη­τεί­ας και γνω­ρί­ζω όλα τα μυστι­κά και τα σχέ­δια των βου­λών του θεού και έχω όλη την γνώ­ση που μπο­ρεί να απο­κτή­σει ο άνθρω­πος, και αν έχω όλη την πίστη ώστε και να μετα­κι­νώ ακό­μη βου­νά, δεν έχω όμως αγά­πη δεν είμαι τίπο­τε)» [Α΄Κορ.13,1–2].

Είδες χάρι­σμα; Λοι­πόν ζήλε­ψε αυτό το χάρι­σμα. Αυτό είναι ανώ­τε­ρο από το να ανα­σταί­νεις νεκρούς· αυτό είναι πολύ καλύ­τε­ρο από όλα τα άλλα. Και ότι το πράγ­μα είναι έτσι, άκου­σε τι λέγει ο Χρι­στός μιλών­τας στους μαθη­τές: «ν τούτ γνώ­σον­ται πάν­τες τι μο μαθη­ταί στε, ἐὰν γάπην χητε ν λλή­λοις(:Απ’ αυτό θα μάθουν όλοι ότι είστε δικοί μου μαθη­τές, από το αν δηλα­δή έχε­τε αγά­πη μετα­ξύ σας. Η αγά­πη αυτή θα σας εξα­σφα­λί­σει την ανα­γνώ­ρι­ση, τον σεβα­σμό και την εκτί­μη­ση των ανθρώ­πων περισ­σό­τε­ρο από τη θαυ­μα­τουρ­γι­κή σας δρά­ση)»[Ιω.13,35].

Στη συνέ­χεια, για να δεί­ξει με ποιο πράγ­μα, δεν ανέ­φε­ρε τα θαύ­μα­τα, αλλά τι; «Αν έχε­τε αγά­πη μετα­ξύ σας». Και πάλι προς τον Πατέ­ρα λέγει: «να πάν­τες ν σι, καθς σύ, πάτερ, ν μο κγ ν σοί, να κα ατο ν μν ν σιν, να κόσμος πιστεύσ τι σύ με πέστει­λας(:Σε παρα­κα­λώ για όλους αυτούς, για να είναι όλοι ένα με την αγά­πη και την ομο­φρο­σύ­νη που θα κυριαρ­χεί μετα­ξύ τους. Όπως εσύ, Πάτερ, είσαι ενω­μέ­νος με Εμέ­να κι εγώ ενω­μέ­νος με Εσέ­να, επει­δή έχου­με και οι δύο την ίδια ουσία και φύση, έτσι σε παρα­κα­λώ να είναι κι αυτοί ένα έχον­τας κοι­νω­νία και ένω­ση με μας, για να πιστέ­ψει ο κόσμος ότι Εσύ με απέ­στει­λες. Και θα το πιστέ­ψει ο κόσμος που είναι διαι­ρε­μέ­νος και διχα­σμέ­νος, καθώς θα βλέ­πει το κατα­πλη­κτι­κό αυτό θαύ­μα της ενό­τη­τας και συμ­φω­νί­ας των πιστών στο πρό­σω­πό μου)» [Ιω.17,21].

Και Αυτός έλε­γε προς τους μαθη­τές Του: «ντολν καινν δίδω­μι μν να γαπτε λλή­λους, καθς γάπη­σα μς να κα μες γαπτε λλή­λους(:Και σας δίνω γι’ αυτό νέα εντο­λή: Να αγα­πά­τε δηλα­δή ο ένας τον άλλο. Όπως εγώ σας αγά­πη­σα, έτσι κι εσείς να αγα­πιέ­στε μετα­ξύ σας)»[Ιω. 13,34]. Από εκεί­νους λοι­πόν που ανα­σταί­νουν νεκρούς, αυτός είναι πιο σεβα­στός και πιο λαμ­πρός. Και σωστά. Για­τί εκεί­νο το χάρι­σμα ανή­κει ολό­κλη­ρο στη χάρη του Θεού, ενώ αυτό και στη δική σου προ­σπά­θεια. Αυτό πράγ­μα­τι είναι γνώ­ρι­σμα του Χρι­στια­νού· αυτό δεί­χνει τον μαθη­τή του Χρι­στού, αυτόν που βασα­νί­ζε­ται, αυτόν που δεν έχει κανέ­να κοι­νό στη γη. Χωρίς αυτό ούτε το μαρ­τύ­ριο μπο­ρεί να ωφε­λή­σει σε κάτι.

Και για να μάθεις, πρό­σε­χε αυτό καλά. Ο Παύ­λος έλα­βε δύο ή καλύ­τε­ρα τρεις κορυ­φαί­ες αρε­τές, να ενερ­γεί θαύ­μα­τα, να γνω­ρί­ζει τα πάν­τα, να ζει ενά­ρε­τα, χωρίς την αγά­πη όμως είπε ότι αυτά δεν είναι τίπο­τε. Και πώς αυτά δεν αξί­ζουν τίπο­τε, εγώ θα το πω. «Κα ἐὰν ψωμί­σω(:και αν δια­θέ­σω)», λέγει, «πάν­τα τ πάρ­χον­τά μου κα ἐὰν παραδ τ σμά μου να καυ­θή­σω­μαι, γάπην δ μ χω, οδν φελομαι(:όλα τα υπάρ­χον­τα μου για να θρέ­ψω με ψωμί τους φτω­χούς, και αν παρα­δώ­σω το σώμα μου για να καώ, δεν έχω όμως αγά­πη, δεν ωφε­λού­με σε τίπο­τε από τις θυσί­ες αυτές)» [Α΄Κορ.13,3]. Για­τί είναι δυνα­τό και όταν ακό­μη μοι­ρά­ζει και προ­σφέ­ρει κανείς τα χρή­μα­τά του, να μην έχει αγά­πη. Αυτά όμως σας λέχθη­καν ικα­νο­ποι­η­τι­κά στο μέρος περί της αγά­πης, και εκεί παρα­πέμ­πω τους ανα­γνώ­στες. Τώρα όμως, όπως είπα, ας επι­θυ­μή­σου­με με ζήλο αυτό το χάρι­σμα, ας αγα­πή­σου­με ο ένας τον άλλον, και δεν θα χρεια­στού­με τίπο­τε άλλο για την επί­τευ­ξη της αρε­τής, αλλά όλα σε μας θα είναι εύκο­λα χωρίς κόπους και όλα θα τα κατορ­θώ­σου­με πολύ γρή­γο­ρα.

Αλλά να και τώρα, λέγει, αγα­πά­με ο ένας τον άλλον· για­τί ο ένας έχει δύο ή τρεις φίλους και ο άλλος τέσ­σε­ρις. Αυτός όμως δεν είναι αγά­πη για τον Θεό, αλλά για να αγα­πιέ­ται κανείς ο ίδιος, ενώ η αγά­πη για τον Θεό δεν έχει αυτήν την αρχή, αλλά αυτός θα συμ­πε­ρι­φέ­ρε­ται σε όλους σαν να ήταν αδελ­φοί του· τους ομο­πί­στους, επει­δή είναι γνή­σιοι αδελ­φοί, θα τους αγα­πά­ει, ενώ τους αιρε­τι­κούς, τους ειδω­λο­λά­τρες και τους Ιου­δαί­ους, επει­δή είναι αδελ­φοί κατά τη φύση αλλά φαύ­λοι και αχρεί­οι, θα τους ευσπλα­χνί­ζε­ται, θα λιώ­νει και θα κλαί­ει γι’ αυτούς.

Με αυτό θα γίνου­με όμοιοι με τον Θεό, αν τους αγα­πά­με όλους, ακό­μη και τους εχθρούς μας, και όχι αν κάνου­με θαύ­μα­τα. Για­τί και τον Θεό τον θαυ­μά­ζου­με και όταν ενερ­γεί θαύ­μα­τα, Τον θαυ­μά­ζου­με όμως πολύ περισ­σό­τε­ρο όταν κάνει φιλαν­θρω­πί­ες και όταν δεί­χνει ανε­ξι­κα­κία. Εάν λοι­πόν και στην περί­πτω­ση του Θεού αυτό είναι πολύ αξιο­θαύ­μα­στο, πολύ περισ­σό­τε­ρο στην περί­πτω­ση των ανθρώ­πων είναι ολο­φά­νε­ρο ότι αυτό μας καθι­στά αξιο­θαύ­μα­στους. Αυτό λοι­πόν ας ποθή­σου­με με ζήλο. Έτσι δεν θα έχου­με τίπο­τε λιγό­τε­ρο από τον Παύ­λο και τον Πέτρο και από εκεί­νους που ανέ­στη­σαν άπει­ρους νεκρούς, έστω και αν δεν μπο­ρού­με να σβή­σου­με πυρε­τό. Χωρίς την αγά­πη όμως και αν ακό­μη ενερ­γή­σου­με μεγα­λύ­τε­ρα θαύ­μα­τα από τους απο­στό­λους και αν ριψο­κιν­δυ­νέ­ψου­με άπει­ρες φορές για χάρη της πίστης, δεν θα έχου­με κανέ­να όφε­λος. Και αυτά δεν τα λέγω εγώ, αλλά τα γνω­ρί­ζει καλά εκεί­νος ο τρό­φι­μος της αγά­πης. Σε εκεί­νον λοι­πόν ας πιστεύ­ου­με.

Έτσι ασφα­λώς θα μπο­ρέ­σου­με να επι­τύ­χου­με τα αγα­θά που μας έχει υπο­σχε­θεί ο Θεός, στα οποία είθε να μετά­σχου­με όλοι μας, με τη χάρη και τη φιλαν­θρω­πία του Κυρί­ου μας Ιησού Χρι­στού, μαζί με τον οποίο στον Πατέ­ρα και συγ­χρό­νως στο Άγιο Πνεύ­μα ανή­κει η δόξα, η δύνα­μη και η τιμή, τώρα και πάν­το­τε και στους αιώ­νες των αιώ­νων. Αμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-ad-hebraeos.pdf

  • Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, Υπό­μνη­μα στην προς Εβραί­ους επι­στο­λήν, ομι­λία Γ΄,πατερικές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1990, τόμος 24, σελί­δες 258–289.

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλ­τή­ριον με σύν­το­μη ερμη­νεία(από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τρί­τη, Αθή­να 2016.

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ”)

Υπε­ρά­νω όλων ὁ Χρι­στὸς

«Αὐτοὶ οἱ οὐρα­νοὶ ἀπο­λοῦν­ται, σὺ δὲ δια­μέ­νεις.….… σὺ δὲ ὁ αὐτὸς εἶ, καὶ τὰ ἔτη σου οὐκ ἐκλεί­ψου­σι» (Εβρ. 1,11–12)

ΖΟΥΜΕ, ἀγα­πη­τοί μου, ζοῦ­με μέσα σ’ ἕνα ὄμορ­φο κόσμο. Ὁ ὄμορ­φος αὐτὸς κόσμος, ποὺ βλέ­που­με κι ἀπο­λαμ­βά­νου­με, εἶνε ἕνα θαυ­μά­σιο πανό­ρα­μα. Εἶνε, καὶ τί δὲν εἶνε! Εἶνε οἱ κάμ­ποι καὶ τὰ βου­νά. Εἶνε οἱ ποτα­μοί, οἱ λίμνες καὶ οἱ θάλασ­σες. Εἶνε τὰ φυτά, τὰ ἄνθη, τὰ δέν­τρα. Εἶνε τα ψάρια, τα που­λιά, τὰ ζῷα. Τὸ καθέ­να ἀπὸ αὐτά, δηλα­δὴ τὰ δέν­τρα, τὰ που­λιὰ καὶ τὰ ζῷα, περιέ­χει χιλιά­δες εἴδη. Ἂν πάρου­με π.χ. τὰ που λιά, θὰ δοῦ­με ὅτι εἶνε μιὰ θαυ­μα­στὴ ποι­κι­λία. Ὤ πόσα εἴδη ἀπὸ τὸ σπουρ­γί­τη μέχρι τὸν ἀετό! Τὰ διά­φο­ρα εἴδη τῶν που­λιῶν δια­κρί­νον­ται μετα­ξύ τους ἀπὸ τὴ φωνή, τὸ χρῶ­μα, τὸ ῥάμ­φος, τὸ πέταγ­μα, τὸ μέρος ποὺ χτί­ζουν τις φωλιές τους, τὶς συνή­θειές τους, τὴ διάρ­κεια τῆς ζωῆς καὶ ἄλλα. Αὐτὸ συμ­βαί­νει καὶ μὲ τὰ ἄλλα ζῷα, μὲ τὰ φυτά, μὲ τὰ ἄνθη, μὲ τὰ δέν­τρα. Ὅλα δὲ εἶνε και τασκευα­σμέ­να μὲ τέτοια τελειό­τη­τα, ποὺ τὰ θαυ­μά­ζουν καὶ οἱ πιὸ μεγά­λοι ἐπι­στή­μο­νες. Τὸ καθέ­να εἶνε καὶ ἕνα ἐργο­στά­σιο ποὺ ἐργά­ζε­ται μὲ ἀκρί­βεια θαυ­μα­στή. Τί εἶνε π.χ. ἕνα ἀηδό­νι, ποὺ τὸ περι­μέ­νου­με νὰ κελαη­δή­σῃ τὴν ἄνοι­ξι; Ἂν τὸ ζυγί­σου­με, δὲν θὰ εἶνε παρα­πά­νω ἀπὸ 30 γραμ­μά­ρια. Καὶ ὅμως ἡ ἐλά­χι­στη αὐτὴ ποσό­τη­τα ὕλης εἶνε μια μικρή μηχα­νή μηχα­νή ὄχι νεκρή, ἀλλὰ ζων­τα­νή, μηχα­νὴ ποὺ ἔχει ὅλα ὅσα χρειά­ζον­ται γιὰ νὰ κινῆ­ται καὶ νὰ ἐργά­ζε­ται. Ἔχει ἐπί­σης στὸ λάρυγ­γά του κάτι λεπτές χορ­δές, ποὺ ὅταν τὶς παί­ζῃ σὲ μαγεύ­ει. Εἶνε σὰν ν ̓ ἀκοῦς μιὰ κι θάρα ‑τί λέω, σὰν νὰ παί­ζῃ μιὰ ὀρχή­στρα ἀπὸ διά­φο­ρα ὄργα­να. Κανέ­νας μου­σι­κὸς δὲν φτά­νει τὴ μου­σι­κή του.

Καὶ ἐρω­τῶ· Εἶνε δυνα­τὸν αὐτὰ ποὺ βλέ­που­με ἐδῶ στὴ γῆ νὰ εἶνε τυχαῖα; Ποιός ἔκα­νε τὴν ὕλη; Ποιός τη ζύμω­σε γιὰ νὰ πάρῃ διά­φο­ρα σχή­μα­τα; Ποιός έκρυ­ψε μέσ’ στὴν ὕλη διά­φο­ρες ιδιό­τη­τες καὶ δυνά­μεις; Ποιός σὲ ἕνα μόριο ὕλης ἔκλει­σε μια τέτοια τερά­στια δύνα­μι, ποὺ ἂν ἀπε­λευ­θε­ρω­θῇ μπο­ρεῖ νὰ κινή­σῃ χιλιά­δες βαγό­νια καὶ και ράβια; Ποιός δίδα­ξε μου­σι­κὴ στὸ ἀηδό­νι; Ποιός δίδα­ξε στὴ μέλισ­σα νὰ χτί­ζῃ τὶς κηρῆ­θρες της μὲ τέτοια σοφία, σὰν νὰ εἶνε ἐπι­στή­μων μηχα­νι­κός καὶ ἀρχι­τέ­κτων; Ποιός δίδα­ξε τὸ μυρ­μήγ­κι νὰ κάνῃ τὶς ὑπό­γειες κατοι­κί­ες καὶ νὰ ἐργά­ζε­ται σὰν μιὰ ὠργα­νω­μέ­νη κοι­νω­νία; Ποιός; Μιὰ εἶνε ἡ λογι­κὴ ἀπάν­τη­σι Ο ΘΕΟΣ!

* * *

Ναί, δημιούρ­γη­μα τοῦ Θεοῦ εἶνε ἡ γῆ καὶ ὅσα ὑπάρ­χουν καὶ ζοῦν πάνω σ ̓ αὐτήν. Ἀλλ ̓ ἡ γῆ εἶνε τὸ μόνο δημιούρ­γη­μα τοῦ Θεοῦ; Ὄχι. Ἡ γῆ, ὁ τερά­στιος αὐτὸς πλα­νή­της ποὺ τὸν ζυγί­ζουν οἱ ἀστρο­νό­μοι και βρί­σκουν ὅτι εἶνε δισε­κα­τομ­μύ­ρια τόν­νοι, ναὶ αὐτὴ ἡ γῆ, ἂν τὴν συγ­κρί­νου­με μὲ τὰ ἑκα­τομ­μύ­ρια καὶ δισε­κα­τομ­μύ­ρια τῶν ἄλλων ἄστρων, θὰ βροῦ­με ὅτι εἶνε ἕνα κουκ­κὶ ἄμμου, μιὰ στα­γό­να θαλάσ­σης. Καὶ πάλι ῥωτᾶ­με ̇ Ποιός δημιούρ­γη­σε τὰ ἀνα­ρίθ­μη­τα αὐτὰ ἀστέ­ρια; Ποιός ἔδω­σε σ’ αὐτὰ τὴν πρώ­τη κίνη­σι; Ποιός ρύθ­μι­σε τὰ δρο­μο­λό­γιά τους, ὥστε νὰ κινοῦν­ται μέσα στὸν ἀπέ­ραν­το κόσμο καὶ νὰ μὴ συγ­κρού­ων­ται μετα­ξύ τους; Ποιός ἔδω­σε τὸ φῶς στὸν ἥλιο; Ποιός κανό­νι­σε τὴν ἀπό­στα­σι τῆς γῆς ἀπὸ τὸν ἥλιο νὰ εἶνε τόση, ὥστε ἡ γῆ οὔτε κάρ­βου­νο νὰ γίνε­ται ἀπὸ τὴν πολ­λὴ ζέστη οὔτε νὰ παγώ­νῃ ὁλό­κλη­ρη ἀπὸ τὸ πολὺ κρύο; Ποιός ὥρι­σε τὰ δρο­μο­λό­για ὅλων τῶν ἄστρων; Ποιός; Καὶ πάλι μία εἶνε ἡ λογι­κὴ ἀπάν­τη­σις Ο ΘΕΟΣ!

Ολα εἶνε θαυ­μά­σια! Ἀλλὰ τὸ πιὸ θαυ­μα­στό ἀπ’ ὅλα εἶνε κάτι ἄλλο. Εἶνε, ὅτι ὁ Θεὸς ἀπὸ ἄπει­ρη ἀγά­πη ἔγι­νε ἄνθρω­πος καὶ περ­πά­τη­σε πάνω στὴ γῆ. Ἡ ἐναν­θρώ­πη­σις τοῦ Θεοῦ εἶνε τὸ θαῦ­μα τῶν θαυ­μά­των. Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χρι­στὸς εἶνε ὁ Θεάν­θρω­πος. Εἶνε ὁ Θεός. Εἶνε τὸ δεύ­τε­ρο πρό­σω­πο τῆς ἁγί­ας Τριά­δος. Ἐν συνερ­γα­σίᾳ μὲ τὸν Πατέ­ρα καὶ τὸ Πνεῦ­μα τὸ ἅγιο δημιούρ­γη­σε τον κόσμο. Καὶ αὐτὴ τὴ μεγά­λη αλή­θεια τὴν δια­κή­ρυ­ξε ὁ Δαυ­ΐδ στὴν Παλαιὰ Δια­θή­κη καὶ τὴν ἐπα­να­λαμ­βά­νει στὴ σημε­ρι­νὴ ἀπο­στο­λι­κή περι­κο­πὴ ὁ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος ̇ «Κατ ̓ ἀρχὰς σύ, Κύριε, τὴν γῆν ἐθε­με­λί­ω­σας, καὶ ἔργα τῶν χει­ρῶν σού εἰσιν οἱ οὐρα­νοί» (Ψαλμ. 101,26 ‘Epp. 1,10).

Οἱ ἀρχαῖ­οι πρό­γο­νοί μας θαύ­μα­ζαν τόσο πολὺ τὴ δημιουρ­γία, ὥστε θεο­ποί­η­σαν ὅλα ὅσα ἔβλε­παν μέσα στὸν ὄμορ­φο αὐτό κόσμο. Τὰ ἔκα­ναν ὅλα θεούς. Θεὸς ὁ ἥλιος. Θεὸς τὰ ποτά­μια καὶ οἱ θάλασ­σες. Θεὸς τὰ φυτά. Θεὸς τὰ ζῷα. Θεὸς τὰ που­λιά. Ἀλλὰ αὐτὸ ἦταν μιὰ φοβε­ρή πλά­νη. Καὶ ἀπὸ τὴν πλά­νη αὐτὴ μᾶς βγά­ζει ὁ λόγος τοῦ Θε οῦ, ἡ ἁγία Γρα­φή. Μᾶς διδά­σκει, ὅτι ἡ δια­φο­ρὰ μετα­ξὺ τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν δημιουρ­γη­μά­των του εἶνε τερά­στια. Ὁ Θεὸς εἶνε ἄυλος, ἄχρο­νος, ἄφθαρ­τος. Ἐνῷ ἡ ὕλη, ἀπὸ τὴν ὁποία ἔχει δημιουρ­γη­θῆ τὸ σύμ­παν, δὲν ἔχει τις ιδιό­τη­τες αὐτὲς τοῦ Θεοῦ. Ἡ ὕλη δὲν εἶνε ἄχρο­νη, δὲν εἶνε ἄφθαρ­τη. Κάπο­τε ἄρχι­σε καὶ κάπο­τε θὰ τελειώ­σῃ. Ὁ ἥλιος π.χ., ποὺ φωτί­ζει καὶ φαί­νε­ται αἰώ­νιος, θὰ ἔρθῃ μέρα ποὺ θὰ σβή­σῃ, ὅπως σβή­νει τὸ καν τήλι ὅταν σωθῇ τὸ λάδι. Καὶ ἡ γῆ θὰ κατα­στρα­φῇ, ὅπως καὶ ὅλοι οἱ πλα­νῆ­τες, ὅλα τὰ ἄστρα καὶ ὅλο τὸ ὑλι­κὸ σύμ­παν.

Ἀλλ ̓ ἐνῷ τὸ ὑλι­κὸ σύμ­παν θὰ κατα­στρα­φῇ, ὁ δημιουρ­γός του, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χρι­στός, θὰ ἐξα­κο­λου­θή­σῃ νὰ ὑπάρ­χῃ. Καμ­μιά ἀλλοί­ω­σις δὲν θὰ συμ­βῇ στὴν ὕπαρ­ξί του. Γι’ αὐτὸ καὶ σήμε­ρα ὁ ἀπό­στο­λος ἐπα­να­λαμ­βά­νει τὰ λόγια τοῦ Δαυίδ καὶ λέει «Αὐτοὶ (οἱ οὐρα­νοὶ) ἀπο­λοῦν­ται, σὺ δὲ δια­μέ­νεις· καὶ πάν­τες ὡς ἱμά­τιον παλαιω­θή­σον­ται… σὺ δὲ ὁ αὐτὸς εἶ, καὶ τὰ ἔτη σου οὐκ ἐκλεί­ψου­σι» (Ψαλμ. 101,27–28· Ἑβρ. 1,11–12).

Ριζι­κὴ ἀλλα­γὴ θὰ γίνῃ στὸ ὑλι­κὸ σύμ­παν. Ἕνας νέος κόσμος, ποὺ θὰ εἶνε ἀπεί­ρως ὡραιό­τε­ρος ἀπὸ αὐτὸν ποὺ βλέ­που­με, θὰ βγῇ ἀπὸ τὴν κατα­στρο­φή. Καὶ τοῦ νέου αὐτοῦ κόσμου δημιουρ­γὸς θὰ εἶνε πάλι ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χρι στός.

* * *

Πάνω ἀπὸ τὴν ὕλη, ὁποια­δή­πο­τε μορ­φὴ καὶ σχῆ­μα καὶ ἂν πάρῃ, πάνω ἀπὸ τὸν ἥλιο καὶ τὰ πλα­νη­τι­κά συστή­μα­τα, εἶνε ὁ Χρι­στός.

Καὶ ὄχι μόνο πάνω ἀπὸ τὸν ὑλι­κὸ κόσμο, ἀλλὰ καὶ παρα­πά­νω ἀπὸ κάθε πνεῦ­μα. Παρα­πά­νω ἀπὸ τοὺς ἀνθρώ­πους, καὶ αὐτοὺς ἀκό­μη ποὺ δια­κρί­θη­καν γιὰ τὴ σοφία καὶ τὴν ἁγιό­τη­τά τους. Τί εἶνε, παρα­κα­λῶ, καὶ ὁ πιὸ σοφὸς καὶ ὁ πιὸ ἅγιος τῶν ἀνθρώ­πων; Ἕνα τίπο­τα, ἂν συγ­κρι­θῇ μὲ τὸν Ἰησοῦ Χρι­στό. Παρα­πά­νω ἀπ’ ὅλους τοὺς ἀνθρώ­πους ὅλων τῶν αἰώ­νων ποὺ πέρα­σαν καὶ τῶν αἰ ώνων ποὺ θὰ ἔρθουν, ἀπὸ τὸν Ἀδὰμ μέχρι τον τελευ­ταῖο ποὺ θὰ γεν­νη­θῇ καὶ θὰ ζήσῃ στὸν πλα­νή­τη μας, παρα­πά­νω εἶνε ὁ Χρι­στός. Τί λέω; Ὁ Χρι­στὸς εἶνε παρα­πά­νω ἀπὸ τοὺς ἀγγέ­λους καὶ τοὺς ἀρχαγ­γέ­λους. Καὶ αὐτὰ τὰ ἄυλα πνεύ­μα­τα ἀνα­γνω­ρί­ζουν τὸ ἀπε­ρί­γρα­πτο μεγα­λεῖο τοῦ Χρι­στοῦ, πέφτουν καὶ τὸν προ­σκυ­νοῦν καὶ ψάλ­λουν τὸν ὑπέ­ρο­χο ὕμνο «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος σαβα­ώθ, πλή­ρης ὁ οὐρα­νὸς καὶ ἡ γῆ τῆς δόξης σου…» (πρβλ. Ἠσ. 6,3). Μένουν μόνο οἱ δαί­μο­νες καὶ οἱ ἄπι­στοι, ποὺ δὲν ἀνα­γνω­ρί­ζουν τὴν ἐξου­σία τοῦ Χρι­στοῦ. Ἀλλὰ κι αὐτοὶ θὰ ἔρθῃ μέρα ποὺ ἡ δύνα­μί τους θὰ συν­τρι­βῇ ἐξ ὁλο­κλή­ρου καὶ ἡ ἐξου­σία τοῦ Χρι­στοῦ θὰ κυριαρ­χή­σῃ ἀπ’ ἄκρου σ ̓ ἄκρο.

Ὦ Χρι­στέ! Σὺ εἶσαι ὁ ἀλη­θι­νὸς Θεός. Σὺ εἶσαι ὁ Δημιουρ­γὸς καὶ Πλά­στης μας. Σὺ εἶσαι ὁ Βασι­λεύς, ὁ Παμ­βα­σι­λεύς. Ἐσέ­να προ­σκυ­νεῖ ὅλη ἡ κτί­σις. Ἐσέ­να λατρεύ­ουν ὅλοι οἱ ἄγγε­λοι καὶ οἱ ἀρχάγ­γε­λοι. Κ’ ἐμεῖς, ταπει­νὰ καὶ ἁμαρ­τω­λὰ πλά­σμα­τα, πέφτου­με καὶ σὲ προ­σκυ­νοῦ­με καὶ ζητοῦ­με τὸ ἔλε­ός σου. Ναί, τὸ ἔλε­ός σου, Κύριε!

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek