ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (ΣΤΑΥΡΟΠΡΟΣΚΥΝΗΣΕΩΣ)

Αποστολική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ — ΕΒΡ. (Δ΄ 14 — 16, Ε΄ 1 — 6)

14 ῎Εχον­τες οὖν ἀρχιε­ρέα μέγαν διε­λη­λυ­θό­τα τοὺς οὐρα­νούς, ᾿Ιησοῦν τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ, κρα­τῶ­μεν τῆς ὁμο­λο­γί­ας. 15 οὐ γὰρ ἔχο­μεν ἀρχιε­ρέα μὴ δυνά­με­νον συμ­πα­θῆ­σαι ταῖς ἀσθε­νεί­αις ἡμῶν, πεπει­ρα­μέ­νον δὲ κατὰ πάν­τα καθ’ ὁμοιό­τη­τα χωρὶς ἁμαρ­τί­ας. 16 προ­σερ­χώ­με­θα οὖν μετὰ παρ­ρη­σί­ας τῷ θρό­νῳ τῆς χάρι­τος, ἵνα λάβω­μεν ἔλε­ον καὶ χάριν εὕρω­μεν εἰς εὔκαι­ρον βοή­θειαν. Πᾶς γὰρ ἀρχιε­ρεὺς ἐξ ἀνθρώ­πων λαμ­βα­νό­με­νος ὑπὲρ ἀνθρώ­πων καθί­στα­ται τὰ πρὸς τὸν Θεόν, ἵνα προ­σφέ­ρῃ δῶρά τε καὶ θυσί­ας ὑπὲρ ἁμαρ­τιῶν, μετριο­πα­θεῖν δυνά­με­νος τοῖς ἀγνο­οῦ­σι καὶ πλα­νω­μέ­νοις, ἐπεὶ καὶ αὐτὸς περί­κει­ται ἀσθέ­νειαν· καὶ διὰ ταύ­την ὀφεί­λει, καθὼς περὶ τοῦ λαοῦ, οὕτω καὶ περὶ ἑαυ­τοῦ προ­σφέ­ρειν ὑπὲρ ἁμαρ­τιῶν. καὶ οὐχ ἑαυ­τῷ τις λαμ­βά­νει τὴν τιμήν, ἀλλὰ καλού­με­νος ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, καθά­περ καὶ ᾿Ααρών. οὕτω καὶ ὁ Χρι­στὸς οὐχ ἑαυ­τὸν ἐδό­ξα­σε γενη­θῆ­ναι ἀρχιε­ρέα, ἀλλ’ ὁ λαλή­σας πρὸς αὐτόν· υἱός μου εἶ σύ, ἐγὼ σήμε­ρον γεγέν­νη­κά σε· καθὼς καὶ ἐν ἑτέ­ρῳ λέγει· σὺ ἱερεὺς εἰς τὸν αἰῶ­να κατὰ τὴν τάξιν Μελ­χι­σε­δέκ.

14 Αφού, λοι­πόν, έχο­μεν Αρχιε­ρέα μέγαν, που έχει δια­βή τους ουρα­νούς και εκά­θι­σεν εκ δεξιών του Θεού, τον Ιησούν, τον Υιόν του Θεού, ας κρα­τώ­μεν σφι­κτά την ομο­λο­γί­αν της πίστε­ώς μας. 15 Διό­τι δεν έχο­μεν Αρχιε­ρέα, ο οποί­ος-λόγω αγνοί­ας εκεί­νων που συμ­βαί­νουν εις ημάς-δεν ημπο­ρεί να αισθαν­θή συμ­πά­θειαν προς τας πνευ­μα­τι­κάς και ηθι­κάς ημών ασθε­νεί­ας και αδυ­να­μί­ας. Του­ναν­τί­ον έχο­μεν Αρχιε­ρέα, ο οποί­ος έχει πει­ρα­σθή και δοκι­μα­σθή εις όλα, όσα είναι δυνα­τόν να πει­ρα­σθή η ανθρω­πί­νη φύσις, ομοί­ως με ημάς, χωρίς όμως να παρα­συρ­θή εις καμ­μί­αν απο­λύ­τως αμαρ­τί­αν. 16 Λοι­πόν ας προ­σευ­χώ­με­θα με θάρ­ρος και ακλό­νη­τος πεποί­θη­σιν στον θρό­νον της χάρι­τος, δια να λάβω­μεν έλε­ον και συγ­χώ­ρη­σιν των αμαρ­τιών μας και δια να εύρω­μεν την θεί­αν χάριν, που θα μας βοη­θή απο­τε­λε­σμα­τι­κώς εις κάθε περί­στα­σιν πει­ρα­σμών και κιν­δύ­νων. 

Διό­τι κάθε αρχιε­ρεύς, που λαμ­βά­νε­ται και ξεχω­ρί­ζε­ται από τους ανθρώ­πους, όπως συμ­βαί­νει μετα­ξύ των Ιου­δαί­ων, γίνε­ται και εγκα­θί­στα­ται αρχιε­ρεύς υπέρ των ανθρώ­πων, δια να προ­σφέ­ρη δώρα και θυσί­ας προς συγ­χώ­ρη­σιν των αμαρ­τιών του λαού. Και ημπο­ρεί αυτός να συμ­πα­θή και να φέρε­ται με μετριο­πά­θειαν προς αυτούς, που παρα­σύ­ρον­ται εις την αμαρ­τί­αν από άγνοιαν και πλά­νην, διό­τι και αυτός σαν άνθρω­πος περι­βάλ­λε­ται και δια­πο­τί­ζε­ται και φέρει την ανθρω­πί­νην ασθέ­νειαν. Ακρι­βώς δε εξ αιτί­ας αυτής της ασθε­νεί­ας και ενό­χης του ως ανθρώ­που έχει καθή­κον να προ­σφέ­ρη θυσί­ας και δια τον εαυ­τόν του, δια την συγ­χώ­ρη­σιν των αμαρ­τιών του, όπως προ­σφέ­ρει υπέρ του λαού. Και κανείς δεν παίρ­νει μόνος του και αυθαι­ρέ­τως την μεγά­λην τιμήν του αρχιε­ρα­τι­κού αξιώ­μα­τος, αλλά την λαμ­βά­νει, όταν προ­σκα­λή­ται από τον Θεόν, όπως είχε προ­σκλη­θή και ο Ααρών. Ετσι και ο Χρι­στός, ο μέγας Αρχιε­ρεύς, δεν εδό­ξα­σε μόνος του τον εαυ­τόν του στον να γίνη Αρχιε­ρεύς, δεν απέ­μει­νε αυτός στον εαυ­τόν του το αξί­ω­μα, αλλ’ ο Θεός, ο οποί­ος ελά­λη­σε προς αυτόν και του είπε· “συ είσαι Υιός μου, εγώ σε εγέν­νη­σα σήμε­ρα, που σου έδω­κα την ανθρω­πί­νην φύσιν”. Καθώς και εις άλλο χωρί­ον της Γρα­φής λέγει· “συ είσαι ιερεύς στον αιώ­να, έχεις αιω­νί­αν και ακα­τά­λυ­τον την αρχιε­ρω­σύ­νην, σύμ­φω­να με τον τύπον, που προ­φη­τι­κώς εδό­θη εν τω προ­σώ­πω του Μελ­χι­σε­δέκ εις την Π. Δια­θή­κην”.

14 Αφού λοι­πόν, σύμ­φω­να και με όσα είπα­με, έχου­με μεγά­λο αρχιε­ρέα, ο οποί­ος έχει πλέ­ον δια­σχί­σει τους ουρα­νούς και μπή­κε στον τόπο της αιώ­νιας ανα­παύ­σε­ως, στην ουρά­νια βασι­λεία του, όπου μας περι­μέ­νει, τον Ιησού δηλα­δή, ο οποί­ος δεν είναι ένας απλός άνθρω­πος αλλά και ο Υιός του Θεού, ας κρα­τού­με καλά την ομο­λο­γία της πίστε­ώς μας προς αυτόν. 15 Και μην περά­σει ποτέ από το νου μας ό,τι αφού αυτός είναι τώρα στους ουρα­νούς, δεν θα δεί­ξει ενδια­φέ­ρον για μας. Διό­τι δεν έχου­με αρχιε­ρέα που να μην μπο­ρεί να μας συμ­πα­θή­σει στις ηθι­κές και φυσι­κές αδυ­να­μί­ες μας, επει­δή τάχα δεν γνω­ρί­ζει τα όσα μας συμ­βαί­νουν ή επει­δή υψώ­θη­κε τόσο πολύ? αλλά έχου­με αρχιε­ρέα ο οποί­ος έχει αντι­με­τω­πί­σει πει­ρα­σμούς μ’ όλους τους τρό­πους που μπο­ρεί να δοκι­μα­σθεί η ανθρώ­πι­νη φύση. Έχει αντι­με­τω­πί­σει πει­ρα­σμούς εξο­λο­κλή­ρου όμοια με εμάς, χωρίς όμως να υπο­πέ­σει σε καμία αμαρ­τία. 16 Αφού λοι­πόν τέτοιος είναι ο αρχιε­ρέ­ας μας, ας πλη­σιά­ζου­με με θάρ­ρος και άφο­βη εμπι­στο­σύ­νη στο βασι­λι­κό του θρό­νο, από τον οποίο πηγά­ζει η χάρις. Ας πλη­σιά­ζου­με σ’ αυτόν για να λάβου­με συγ­χώ­ρη­ση για τις αμαρ­τί­ες μας και για να βρού­με εύνοια και δωρε­ές που θα μας δώσουν άμε­ση βοή­θεια σε κάθε κρί­σι­μη ώρα πει­ρα­σμού.

Θα βρού­με έλε­ος, χάρη και βοή­θεια από τον μεγά­λο και εύσπλα­χνο αρχιε­ρέα μας. Διό­τι κάθε αρχιε­ρέ­ας στη λευ­ϊ­τι­κή ιερω­σύ­νη των Ιου­δαί­ων ξεχω­ρί­ζε­ται από τους ανθρώ­πους και εγκα­θί­στα­ται αρχιε­ρέ­ας στα έργα της λατρεί­ας του Θεού για την ωφέ­λεια των ανθρώ­πων, για να προ­σφέ­ρει και δώρα και θυσί­ες για τη συγ­χώ­ρη­ση των αμαρ­τιών του λαού. Και μπο­ρεί ο αρχιε­ρέ­ας των Ιου­δαί­ων να δεί­χνει συμ­πά­θεια και ανο­χή σ’ όσους αμαρ­τά­νουν από άγνοια και πλά­νη, επει­δή κι αυτός ως άνθρω­πος έχει επά­νω του ηθι­κή ασθέ­νεια και ανθρώ­πι­νες αδυ­να­μί­ες. Και εξαι­τί­ας της ασθέ­νειας και της ενο­χής του αυτής οφεί­λει σύμ­φω­να με τις δια­τά­ξεις του νόμου, όπως προ­σφέ­ρει θυσία για χάρη του λαού, έτσι να προ­σφέ­ρει θυσία και για τον εαυ­τό του, για να συγ­χω­ρε­θούν οι αμαρ­τί­ες του. Επί­σης κανείς δεν παίρ­νει από μόνος του την υψη­λή τιμή της αρχιε­ρω­σύ­νης, αλλά τη δέχε­ται όταν καλεί­ται από τον Θεό? όπως κλή­θη­κε στο αξί­ω­μα αυτό από τον Θεό και ο Ααρών. Έτσι και ο Χρι­στός δεν δόξα­σε μόνος του τον εαυ­τό του με το να γίνει αρχιε­ρέ­ας, αλλά τον δόξα­σε ο Θεός Πατήρ, ο οποί­ος του είπε: Υιός μου είσαι εσύ. Εγώ σε γέν­νη­σα σήμε­ρα, όταν σου έδω­σα την ανθρώ­πι­νη φύση και τη δόξα­σα με την Ανά­στα­σή σου και την ενθρό­νι­σή σου στα δεξιά μου. Όπως και σ’ άλλο σημείο της Αγί­ας Γρα­φής λέει: Εσύ είσαι ιερέ­ας αιώ­νιος σαν τον Μελ­χι­σε­δέκ. Για το πρό­σω­πο αυτό παρα­σιω­πά­ται σκό­πι­μα στην Αγία Γρα­φή η γενε­α­λο­γία και ο θάνα­τός του, για να είναι σύμ­βο­λο και προ­τύ­πω­ση της παν­το­τι­νής βασι­λεί­ας και της ιερω­σύ­νης του. 

14 Ἀφοῦ λοι­πὸν ἔχου­με μεγά­λον ἀρχιε­ρέα, ὁ ὁποῖ­ος διέ­σχι­σε καὶ ὑπε­ρέ­βη τοὺς οὐρα­νούς, τὸν Ἰησοῦ τὸν Yἱὸ τοῦ Θεοῦ, ἂς κρα­τοῦ­με στε­ρεὰ τὴν Πίστι. 15 Δὲν ἔχου­με δὲ ἀρχιε­ρέα, ὁ ὁποῖ­ος δὲν δύνα­ται νὰ δεί­ξῃ συμ­πά­θεια στὶς ἀδυ­να­μί­ες μας, ἀλλ’ ὁ ὁποῖ­ος ἔχει δοκι­μα­σθῆ σὲ ὅλα ὁμοί­ως μὲ ἐμᾶς, χωρὶς ὅμως ἁμαρ­τία. 16 Ἂς πλη­σιά­ζω­με λοι­πὸν μὲ θάρ­ρος στὸ θρό­νο τῆς δόξης (στὸν ἔνδο­ξο θρό­νο), γιὰ νὰ λάβω­με ἔλε­ος καὶ ἐπι­τύ­χω­με χάρι γιὰ νὰ βοη­θη­θοῦ­με στὸν και­ρὸ τῆς ἀνάγ­κης. 

Kάθε δὲ ἀρχιε­ρεύς, ποὺ προ­έρ­χε­ται ἀπὸ ἀνθρώ­πους, χάριν τῶν ἀνθρώ­πων γίνε­ται ἀρχιε­ρεὺς στὴν ὑπη­ρε­σία τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ προ­σφέ­ρῃ δῶρα καὶ θυσί­ες γιὰ τὶς ἁμαρ­τί­ες. Kαὶ δύνα­ται νὰ συμ­πα­θῇ ἐκεί­νους, οἱ ὁποῖ­οι ἁμαρ­τά­νουν καὶ ἐκτρέ­πον­ται, ἐπει­δὴ καὶ αὐτὸς περι­βάλ­λε­ται ἀπὸ ἀδυ­να­μία. Kαὶ ἐξ αἰτί­ας της ὀφεί­λει, ὅπως γιὰ τὸ λαό, ἔτσι καὶ γιὰ τὸν ἑαυ­τό του νὰ προ­σφέ­ρῃ θυσία γιὰ τὶς ἁμαρ­τί­ες. Kαὶ κανεὶς δὲν λαμ­βά­νει ἀφ’ ἑαυ­τοῦ τὸ ἀξί­ω­μα, ἀλλ’ ὅταν καλῆ­ται ἀπὸ τὸ Θεό, ὅπως καὶ ὁ Ἀαρών. Ἔτσι καὶ ὁ Xρι­στὸς δὲν τίμη­σε ὁ ἴδιος τὸν ἑαυ­τό του μὲ τὸ νὰ γίνῃ ἀρχιε­ρεύς, ἀλλὰ τὸν τίμη­σε ἐκεῖ­νος (ὁ Θεός), ποὺ εἶπε σ’ αὐτόν: Δικός μου υἱὸς εἶσαι σύ, ἐγὼ σήμε­ρα σὲ γέν­νη­σα (σὲ ἔφε­ρα στὴν ὕπαρ­ξι ὡς ἄνθρω­πο). Ἐπί­σης σὲ ἄλλο μέρος λέγει: Σὺ εἶσαι ἱερεὺς αἰώ­νιος κατὰ τὸν τύπο τοῦ Mελ­χι­σε­δέκ.

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (Ερμη­νεία Περι­κο­πής)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ

[…] Όμως ο από­στο­λος Παύ­λος δεν ανα­θέ­τει τα πάν­τα στον ιερέα, αλλά ζητά­ει και τη δική μας συν­δρο­μή, και εννοώ την ομο­λο­γία της πίστης. «χον­τες οὖν ἀρχιε­ρέα μέγαν διε­λη­λυ­θό­τα τοὺς οὐρα­νούς, ησοῦν τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ, κρα­τῶ­μεν τῆς ὁμο­λο­γί­ας (:Αφού λοι­πόν, σύμ­φω­να και με όσα είπα­με, έχου­με μεγά­λο Αρχιε­ρέα, ο οποί­ος έχει πλέ­ον δια­σχί­σει τους ουρα­νούς και μπή­κε στον τόπο της αιώ­νιας ανα­παύ­σε­ως, στην ουρά­νια βασι­λεία Του όπου μας περι­μέ­νει, τον Ιησού δηλα­δή, ο οποί­ος δεν είναι ένας απλός άνθρω­πος αλλά και ο Υιός του Θεού, ας κρα­τού­με καλά την ομο­λο­γία της πίστε­ώς μας προς Αυτόν)»[Εβρ.4,14].Ποια ομο­λο­γία εννο­εί; Ότι υπάρ­χει ανά­στα­ση, ότι υπάρ­χει αντα­πό­δο­ση, ότι υπάρ­χουν άπει­ρα αγα­θά, ότι ο Χρι­στός είναι Θεός, ότι η πίστη είναι ορθή. Αυτά ας ομο­λο­γή­σου­με, αυτά ας κρα­τά­με στα­θε­ρά. Και ότι αυτά είναι αλη­θι­νά, φαί­νε­ται από το ότι ο αρχιε­ρέ­ας είναι μέσα. Επο­μέ­νως ας ομο­λο­γή­σου­με, αυτά ας κρα­τά­με στα­θε­ρά. Και ότι αυτά είναι αλη­θι­νά, φαί­νε­ται από το ότι ο αρχιε­ρέ­ας είναι μέσα. Επο­μέ­νως ας ομο­λο­γή­σου­με ότι δεν έχου­με πέσει. Αν και τα πράγ­μα­τα δεν είναι κον­τά, εμείς όμως ας ομο­λο­γή­σου­με· αν ήταν πριν από λίγο, ήταν ψέμα. Ώστε και αυτό είναι αλη­θι­νό, το ότι μετα­τί­θεν­ται.

Καθό­σον και ο αρχιε­ρέ­ας μας είναι μέγας: «Ο γρ χομεν ρχιε­ρέα μ δυνά­με­νον συμ­παθσαι τας σθε­νεί­αις μν(:Και μην περά­σει ποτέ από τον νου μας ότι, αφού Αυτός είναι τώρα στους ουρα­νούς, δεν θα δεί­ξει ενδια­φέ­ρον για μας· διό­τι δεν έχου­με αρχιε­ρέα που να μην μπο­ρεί να μας συμ­πα­θή­σει στις ηθι­κές και φυσι­κές αδυ­να­μί­ες μας, επει­δή τάχα δεν γνω­ρί­ζει τα όσα μας συμ­βαί­νουν ή επει­δή υψώ­θη­κε τόσο πολύ)»[Εβρ.4,15]. «Δεν αγνο­εί», λέγει, «τα δικά μας, όπως πολ­λοί αρχιε­ρείς, οι οποί­οι δεν γνω­ρί­ζουν αυτούς από το ποί­μνιό τους που βρί­σκον­ται σε θλί­ψεις, αλλά ούτε ότι υπάρ­χει ποτέ θλί­ψη. Για­τί στην περί­πτω­ση των ανθρώ­πων είναι αδύ­να­το να γνω­ρί­ζει την ταλαι­πω­ρία εκεί­νου που υπο­φέ­ρει αυτός που δεν τη δοκί­μα­σε και δεν την αισθάν­θη­κε. Τα πάν­τα υπέ­φε­ρε ο δικός μας αρχιε­ρέ­ας. Γι’ αυτό λοι­πόν πρώ­τα υπέ­φε­ρε και ύστε­ρα ανέ­βη­κε στον ουρα­νό, για να μπο­ρεί να δεί­χνει συμ­πά­θεια».

«Πεπει­ρα­μέ­νον δ κατ πάν­τα καθ᾿ μοιό­τη­τα χωρς μαρ­τί­ας(:αλλά έχου­με Αρχιε­ρέα ο οποί­ος έχει αντι­με­τω­πί­σει πει­ρα­σμούς με όλους τους τρό­πους με τους οποί­ους μπο­ρεί να δοκι­μα­στεί η ανθρώ­πι­νη φύση. Έχει αντι­με­τω­πί­σει πει­ρα­σμούς εξ ολο­κλή­ρου όμοια με εμάς, χωρίς όμως να υπο­πέ­σει σε καμία αμαρ­τία)». Πρό­σε­χε πως και παρα­πά­νω ανέ­φε­ρε τα «παρα­πλη­σί­ως(:με παρό­μοιο τρό­πο)», και εδώ το «καθ᾿ μοιό­τη­τα (:σύμ­φω­να με την ομοιό­τη­τά Του με εμάς)». Δηλα­δή διώ­χθη­κε, φτύ­στη­κε, κατη­γο­ρή­θη­κε, χλευά­στη­κε, συκο­φαν­τή­θη­κε, απο­πέμ­φθη­κε, στο τέλος σταυ­ρώ­θη­κε. «Πεπει­ρα­μέ­νον δ κατ πάν­τα καθ᾿ μοιό­τη­τα χωρς μαρ­τί­ας(:έχου­με Αρχιε­ρέα ο οποί­ος έχει αντι­με­τω­πί­σει πει­ρα­σμούς με όλους τους τρό­πους που μπο­ρεί να δοκι­μα­στεί η ανθρώ­πι­νη φύση. Έχει αντι­με­τω­πί­σει πει­ρα­σμούς εξ ολο­κλή­ρου όμοια με εμάς, χωρίς όμως να υπο­πέ­σει σε καμία αμαρ­τία)». Εδώ και κάτι άλλο υπαι­νίσ­σε­ται, ότι ήταν δυνα­τό να υπο­φέ­ρει χωρίς να αμαρ­τή­σει και να βρε­θεί σε θλί­ψεις. Ώστε και όταν λέγει «ν μοιώ­μα­τι σαρκς(:με σάρ­κα η οποία έμοια­ζε μόνο, αλλά δεν ήταν και πραγ­μα­τι­κή σάρ­κα της αμαρ­τί­ας)»[Ρωμ.8,3], δεν εννο­εί αυτό, ότι είχε ομοί­ω­μα σάρ­κας, αλλά ότι ανέ­λα­βε σάρ­κα. Για­τί λοι­πόν είπε «ν μοιώ­μα­τι»; Μιλού­σε για αμαρ­τω­λή σάρ­κα, αφού ήταν όμοια με τη δική μας σάρ­κα· για­τί στη φύση ήταν η ίδια με τη δική μας, στην αμαρ­τία όμως δεν ήταν η ίδια.

«Προ­σερ­χώ­με­θα ον μετ παῤῥησί­ας τ θρόν τς χάρι­τος, να λάβω­μεν λεον κα χάριν ερωμεν ες εκαι­ρον βοή­θειαν(:αφού λοι­πόν τέτοιος είναι ο Αρχιε­ρέ­ας μας ας πλη­σιά­ζου­με με θάρ­ρος και άφο­βη εμπι­στο­σύ­νη στον βασι­λι­κό Του θρό­νο, από τον οποίο πηγά­ζει η χάρη. Ας πλη­σιά­ζου­με σε Αυτόν για να λάβου­με συγ­χώ­ρη­ση για τις αμαρ­τί­ες μας και για να βρού­με εύνοια και δωρε­ές που θα μας δώσουν άμε­ση βοή­θεια σε κάθε κρί­σι­μη ώρα πει­ρα­σμού)»[Εβρ.4,16].

Ποιον εννο­εί «θρό­νον τς χάρι­τος»; Τον βασι­λι­κό θρό­νο, για τον οποίο λέγει: « Επεν Κύριος τ Κυρί μου· κάθου κ δεξιν μου, ως ν θ τος χθρούς σου ποπό­διον τν ποδν σου(: Είπε ο Κύριος και Θεός μου προς τον Κύριο και Θεό μου, προς τον Μεσ­σία: ‘’Κάθι­σε στα δεξιά του θρό­νου μου και εγώ θα θέσω όλους τους εχθρούς σου ως υπο­πό­διο των ποδών Σου’’)» [Ψαλμ.109,1]. Σαν να έλε­γε: «Ας πλη­σιά­ζου­με με θάρ­ρος, για­τί έχου­με ανα­μάρ­τη­το αρχιε­ρέα, που κατα­νι­κά­ει την οικου­μέ­νη»· για­τί λέγει : «Θαρ­σετε, γ νενί­κη­κα τν κόσμον(:Αλλά έχε­τε θάρ­ρος. Εγώ έχω νική­σει τον κόσμο. Και με τη νίκη μου αυτή εξα­σφά­λι­σα και για σας τον θρί­αμ­βο και τη δόξα)»[Ιω.16,33]. Για­τί αυτό σημαί­νει το να πάθει τα πάν­τα, αλλά να είναι καθα­ρός από αμαρ­τί­ες. «Αν εμείς», λέγει, «είμα­στε αμαρ­τω­λοί και Αυτός ανα­μάρ­τη­τος, πώς να πλη­σιά­ζου­με με θάρ­ρος; Για­τί είναι θρό­νος χάρι­τος, όχι θρό­νος κρί­σης τώρα. Γι’ αυτό ας πλη­σιά­ζου­με με θάρ­ρος», λέγει, «για να λάβου­με έλε­ος, όπως ζητά­με». Το πράγ­μα είναι γεν­ναιο­δω­ρία και δωρεά βασι­λι­κή.

«να λάβω­μεν λεον κα χάριν ερωμεν ες εκαι­ρον βοή­θειαν(:και για να βρού­με εύνοια και δωρε­ές που θα μας δώσουν άμε­ση βοή­θεια σε κάθε κρί­σι­μη ώρα πει­ρα­σμού)»[Εβρ.4,16]. «Αν τώρα πλη­σιά­σεις», λέγει, «θα λάβεις και χάρη και ευσπλα­χνία, για­τί πλη­σιά­ζεις την κατάλ­λη­λη ώρα. Αν όμως πλη­σιά­σεις τότε, δεν θα λάβεις πια, για­τί άκαι­ρη θα είναι τότε η προ­σέ­λευ­σή σου, επει­δή δεν θα είναι τότε θρό­νος χάρι­τος». Θρό­νος χάρι­τος είναι όσο κάθε­ται και δίνει χάρη ο βασι­λιάς. Όταν όμως έλθει η συν­τέ­λεια, τότε σηκώ­νε­ται για να κρί­νει. Για­τί λέγει: «νάστα, Θεός, κρί­νων τν γν, τι σ κατα­κλη­ρο­νο­μή­σεις ν πσι τος θνε­σι(:Σήκω, Θεέ μου, και εφάρ­μο­σε τη δίκαιη κρί­ση Σου και από­φα­ση επί της γης, διό­τι κάτω από τη δική Σου κυριό­τη­τα και κατο­χή βρί­σκον­ται όλα τα έθνη)» [Ψαλμ.81,8]. Μπο­ρού­με να πού­με και κάτι άλλο. «Ας πλη­σιά­ζου­με», λέγει, «με θάρ­ρος», δηλα­δή χωρίς να συναι­σθα­νό­μα­στε κανέ­να κακό, χωρίς να διστά­ζου­με. Για­τί ένας τέτοιος άνθρω­πος δεν μπο­ρεί να πλη­σιά­σει με θάρ­ρος.

Γι’ αυτό και αλλού λέγει: «Οτως λέγει Κύριος· καιρ δεκτ πήκου­σά σου κα ν μέρ σωτη­ρί­ας βοή­θη­σά σοι κα πλα­σά σε κα δωκά σε ες δια­θή­κην θνν το καταστσαι τν γν κα κλη­ρο­νομσαι κλη­ρο­νο­μί­ας ρήμους(:Αυτά λέγει ο Κύριος: ‘’Σε κατάλ­λη­λο και ευπρόσ­δε­κτο και­ρό εγώ άκου­σα την προ­σευ­χή σου, σε ημέ­ρα σωτη­ρί­ας σε βοή­θη­σα. Εγώ σε έπλα­σα. Έδω­σα εσέ­να ως νέα δια­θή­κη με τα έθνη, για να απο­κα­τα­στή­σεις τους ανθρώ­πους της γης, και να απο­κτή­σεις ως δική σου μόνι­μη ιδιο­κτη­σία, τους έως τώρα έρη­μους από χάρη Θεού λαούς’’)» [Ησ. 49,8]. Για­τί και τώρα είναι από­δει­ξη χάρι­τος, το να βρί­σκου­με μετά­νοια για τα αμαρ­τή­μα­τα που κάνου­με μετά το βάπτι­σμα. Και για να μη νομί­σεις ότι στέ­κε­ται όρθιος, ακού­ον­τας ότι είναι αρχιε­ρέ­ας, αμέ­σως Τον οδη­γεί στο θρό­νο. Ο ιερέ­ας όμως δεν κάθε­ται, αλλά στέ­κε­ται.

Βλέ­πεις ότι το να γίνει αρχιε­ρέ­ας δεν είναι έργο της φύσης, αλλά της χάρι­τος και της συγ­κα­τά­βα­σης και της ταπεί­νω­σής Του; Αυτό είναι ευκαι­ρία να πού­με τώρα και εμείς, ας πλη­σιά­ζου­με και να ζητά­με με θάρ­ρος· ας προ­σφέ­ρου­με μόνο πίστη, και όλα μας τα δίνει. Τώρα είναι ο και­ρός της δωρε­άς, ας μην απελ­πί­ζε­ται κανέ­νας. Τότε θα είναι ο και­ρός της από­γνω­σης, όταν θα κλεί­νε­ται ο νυμ­φώ­νας, όταν θα μπει ο βασι­λιάς να δει εκεί­νους που βρί­σκον­ται μέσα, όταν θα απο­λαύ­σουν τους κόλ­πους του πατριάρ­χη Αβρα­άμ εκεί­νο που πρό­κει­ται να τους αξιω­θούν. Τώρα όμως δεν είναι, για­τί το θέα­τρο ακό­μη υπάρ­χει, ο αγώ­νας ακό­μη συνε­χί­ζε­ται, το βρα­βείο ακό­μη είναι αβέ­βαιο.

Ας προ­σπα­θή­σου­με, λοι­πόν. Για­τί και ο Παύ­λος λέγει: « γ τοί­νυν οτω τρέ­χω, ς οκ δήλως, οτω πυκτεύω, ς οκ έρα δέρων, λλ᾿ ποπιά­ζω μου τ σμα κα δου­λα­γωγ, μήπως λλοις κηρύ­ξας ατς δόκι­μος γένω­μαι(:Μιμη­θεί­τε το παρά­δειγ­μά μου. Εγώ λοι­πόν τρέ­χω έτσι, ώστε ξέρω καλά τι ζητώ, για ποιο σκο­πό αγω­νί­ζο­μαι και με ποιο τρό­πο θα τον πετύ­χω. Δεν παρου­σιά­ζο­μαι σαν να πυγ­μα­χώ δίνον­τας γρο­θιές στον αέρα και αγω­νι­ζό­με­νος στα κού­φια, αλλά ταλαι­πω­ρώ το σώμα μου και το μετα­χει­ρί­ζο­μαι ως δού­λο, για να μην απο­δο­κι­μα­στώ και απο­δει­χθώ ανά­ξιος του βρα­βεί­ου εγώ ο ίδιος που κήρυ­ξα σε άλλους και με τη δική μου προ­τρο­πή και διδα­σκα­λία αυτοί πήραν το βρα­βείο)»[ Α΄Κορ. 9,26–27]. Έχου­με ανάγ­κη από δρό­μο, και μάλι­στα από δρό­μο πολύ. Όποιος τρέ­χει δεν βλέ­πει εντε­λώς κανέ­ναν, είτε περ­νά­ει μέσα από λιβά­δια, είτε μέσα από τόπους ξερούς. Ο δρο­μέ­ας δεν βλέ­πει προς τους θεα­τές, αλλά προς το βρα­βείο· είτε υπάρ­χουν πλού­σιοι ή φτω­χοί, είτε τον περι­παί­ζει κάποιος ή τον επαι­νεί, ή τον βρί­ζει ή τον λιθο­βο­λεί, ή του κλεί­νει το σπί­τι, είτε δει τα παι­διά ή τη γυναί­κα του ή οτι­δή­πο­τε άλλο, που­θε­νά δεν προ­σέ­χει. Αλλά σε ένα πράγ­μα μόνο αφο­σιώ­νε­ται, στο τρέ­ξι­μο και στο να λάβει το βρα­βείο. Ο δρο­μέ­ας που­θε­νά δεν στα­μα­τά­ει, για­τί αν αδρα­νή­σει έστω και για λίγο, έχα­σε τα πάν­τα. Ο δρο­μέ­ας όχι μόνο δεν ελατ­τώ­νει την προ­σπά­θειά του πριν το τέλος, αλλά τότε μάλι­στα αυξά­νει την ταχύ­τη­τά του.

«Πς γρ ρχιε­ρες ξ νθρώ­πων λαμ­βα­νό­με­νος πρ νθρώ­πων καθί­στα­ται τ πρς τν Θεόν, να προ­σφέρ δρά τε κα θυσί­ας πρ μαρ­τιν, μετριο­πα­θεν δυνά­με­νος τος γνοοσι κα πλα­νω­μέ­νοις, πε κα ατς περί­κει­ται σθέ­νειαν· κα δι ταύ­την φεί­λει, καθς περ το λαο, οτω κα περ αυτο προ­σφέ­ρειν πρ μαρ­τιν(:Θα βρού­με έλε­ος, χάρη και βοή­θεια από τον μεγά­λο και εύσπλα­χνο Αρχιε­ρέα μας· διό­τι κάθε αρχιε­ρέ­ας στη λευι­τι­κή ιερο­σύ­νη των Ιου­δαί­ων ξεχω­ρί­ζε­ται από τους ανθρώ­πους και εγκα­θί­στα­ται αρχιε­ρέ­ας στα έργα της λατρεί­ας του Θεού για την ωφέ­λεια των ανθρώ­πων, για να προ­σφέ­ρει και δώρα και θυσί­ες για τη συγ­χώ­ρη­ση των αμαρ­τιών του λαού. Και μπο­ρεί ο αρχιε­ρέ­ας των Ιου­δαί­ων να δεί­χνει συμ­πά­θεια και ανο­χή σε όσους αμαρ­τά­νουν από άγνοια και πλά­νη, επει­δή και αυτός ως άνθρω­πος έχει επά­νω του ηθι­κή ασθέ­νεια και ανθρώ­πι­νες αδυ­να­μί­ες. Και εξαι­τί­ας της ασθέ­νειας και της ενο­χής του αυτής οφεί­λει σύμ­φω­να με τις δια­τά­ξεις του νόμου, όπως προ­σφέ­ρει θυσία για χάρη του λαού, έτσι να προ­σφέ­ρει θυσία και για τον εαυ­τό του, για να συγ­χω­ρη­θούν οι αμαρ­τί­ες του)»[Εβρ.5,1–3].

Θέλει πλέ­ον ο Παύ­λος να δεί­ξει ότι η Δια­θή­κη αυτή είναι πολύ ανώ­τε­ρη από την Παλαιά. Και το κάνει αυτό δια­τυ­πώ­νον­τας από πριν και από πολύ μακριά τους συλ­λο­γι­σμούς του. Αφού λοι­πόν τίπο­τε δεν ήταν σωμα­τι­κό ή φαν­τα­στι­κό, όπως ούτε ο ναός, ούτε τα άγια των αγί­ων, ούτε ο ιερέ­ας που έχει τόσο μεγά­λη κατάρ­τι­ση, ούτε οι νομι­κές δια­κρί­σεις, αλλά όλα ήταν σπου­δαιό­τε­ρα και τελειό­τε­ρα και τίπο­τε δεν ήταν από τα σωμα­τι­κά, αλλά τα πάν­τα ανή­καν στα πνευ­μα­τι­κά, και αφού τα πνευ­μα­τι­κά δεν προ­έ­τρε­παν τόσο τους ασθε­νέ­στε­ρους στην πίστη όσο τα σωμα­τι­κά, γι’ αυτό κινεί όλον αυτόν τον λόγο. Και πρό­σε­χε τη σύνε­σή του. Αρχί­ζει από τον ιερέα πρώ­τα και συνέ­χεια τον ονο­μά­ζει αρχιε­ρέα, και από αυτόν δεί­χνει πρώ­τα τη δια­φο­ρά.

Γι’ αυτό ορί­ζει πρώ­τα τι είναι ιερέ­ας και δεί­χνει ποια πράγ­μα­τα έχει του ιερέα και ποια είναι τα σύμ­βο­λα της ιερο­σύ­νης. Και επει­δή του εναν­τιω­νό­ταν, ότι ούτε ευγε­νής ήταν, ούτε από φυλή ιερα­τι­κή κατα­γό­ταν, ούτε ιερέ­ας στη γη, και ήταν φυσι­κό γι’ αυτό να πουν μερι­κοί, «πώς λοι­πόν ήταν ιερέ­ας αυτός;», ό,τι έκα­νε στην «προς Ρωμαί­ους» επι­στο­λή[σε όλο το 4ο κεφά­λαιο], το ίδιο κάνει και τώρα. Παίρ­νον­τας δηλα­δή ένα λόγο που δύσκο­λα γίνε­ται πιστευ­τός, αν η πίστη κάνει αυτό που δεν μπό­ρε­σε να το κάνει ο κόπος του νόμου και ο ιδρώ­τας του ορθού τρό­που ζωής, και θέλον­τας να δεί­ξει ότι το φαι­νο­με­νι­κά αδύ­να­το έγι­νε και πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε, κατέ­φυ­γε στον πατριάρ­χη και τα μετέ­φε­ρε όλα σε εκεί­νη την επο­χή.

Έτσι λοι­πόν και εδώ ακο­λου­θεί τον άλλο δρό­μο της ιερο­σύ­νης, αφού μιλά­ει σε αυτούς που Τον ακο­λού­θη­σαν πρώ­τοι. Και όπως στην κόλα­ση δεν ανα­φέ­ρει μόνο τη γέε­να, αλλά και όσα συνέ­βη­καν στους πατέ­ρες, έτσι ακρι­βώς κάνει και εδώ. Πρώ­τα το επι­βε­βαιώ­νει από τα παρόν­τα. Έπρε­πε βέβαια τα επί­γεια να επι­βε­βαιώ­νον­ται από τα ουρά­νια, αλλά όταν οι ακρο­α­τές είναι αδύ­να­μοι πνευ­μα­τι­κά γίνε­ται το αντί­θε­το. Στην αρχή λοι­πόν εκεί­να που είναι κοι­νά τα ανα­φέ­ρει πρώ­τα, και ύστε­ρα δεί­χνει εκεί­νο που υπε­ρέ­χει. Για­τί έτσι γίνε­ται φανε­ρή η κατά σύγ­κρι­ση υπε­ρο­χή, όταν σε άλλα έχει κάτι κοι­νό και σε άλλα υπε­ρέ­χει, δια­φο­ρε­τι­κά δε γίνε­ται φανε­ρή η υπε­ρο­χή κατά σύγ­κρι­ση.

«Πς γρ ρχιε­ρες ξ νθρώ­πων λαμ­βα­νό­με­νος(:Θα βρού­με έλε­ος, χάρη και βοή­θεια από τον μεγά­λο και εύσπλα­χνο αρχιε­ρέα μας· διό­τι κάθε αρχιε­ρέ­ας στη λευι­τι­κή ιερο­σύ­νη των Ιου­δαί­ων ξεχω­ρί­ζε­ται από τους ανθρώ­πους)». Αυτό είναι κοι­νό με τον Χρι­στό. «πρ νθρώ­πων καθί­στα­ται τ πρς τν Θεόν(:Και εγκα­θί­στα­ται αρχιε­ρέ­ας στα έργα της λατρεί­ας του Θεού για την ωφέ­λεια των ανθρώ­πων)». Και αυτό είναι κοι­νό. «να προ­σφέρ δρά τε κα θυσί­ας πρ μαρ­τιν (:για να προ­σφέ­ρει και δώρα και θυσί­ες για τη συγ­χώ­ρη­ση των αμαρ­τιών του λαού)»[Εβρ.5,1]. Και αυτό κοι­νό, όχι όμως όλο. Τα υπό­λοι­πα δεν είναι κοι­νά. «Μετριο­πα­θεν δυνά­με­νος τος γνοοσι κα πλα­νω­μέ­νοις(:Και μπο­ρεί ο αρχιε­ρέ­ας των Ιου­δαί­ων να δεί­χνει συμ­πά­θεια και ανο­χή σε όσους αμαρ­τά­νουν από άγνοια και πλά­νη)». Εδώ λοι­πόν βρί­σκε­ται η υπε­ρο­χή. «πε κα ατς περί­κει­ται σθέ­νειαν(:επει­δή και αυτός ως άνθρω­πος έχει επά­νω του ηθι­κή ασθέ­νεια και ανθρώ­πι­νες αδυ­να­μί­ες)»[Εβρ.5,2].

Στη συνέ­χεια προ­σθέ­τει και άλλο· ότι γίνε­ται από άλλον και ότι δε γίνε­ται από μόνος του. Και αυτό είναι κοι­νό. «Κα οχ αυτ τις λαμ­βά­νει τν τιμήν, λλ καλού­με­νος π το Θεο, καθά­περ κα αρών(:Επί­σης, κανείς δεν παίρ­νει από μόνος του την υψη­λή τιμή της αρχιε­ρω­σύ­νης, αλλά τη δέχε­ται όταν καλεί­ται από τον Θεό· όπως κλή­θη­κε στο αξί­ω­μα αυτό από τον Θεό και ο Ααρών)»[Εβρ.5,4]. Εδώ κάτι άλλο πάλι απο­δει­κνύ­ει, δεί­χνον­τας πως έχει στα­λεί από τον Θεό. Αυτό το έλε­γε παν­τού ο Χρι­στός όταν μιλού­σε στους Ιου­δαί­ους: «Ε Θες πατρ μν ν, γαπτε ν μέ· γ γρ κ το Θεο ξλθον κα κω· οδ γρ π᾿ μαυ­το λήλυ­θα, λλ᾿ κενός με πέστει­λε(:Απαν­τών­τας λοι­πόν ο Ιησούς στην καυ­χη­σιο­λο­γία τους αυτή τους είπε: ‘’Εάν ο Θεός ήταν πατέ­ρας σας, θα είχα­τε αγά­πη και σε μένα, διό­τι εγώ από τον Θεό έχω βγει με την εναν­θρώ­πη­σή μου και έχω έλθει ανά­με­σά σας. Είμαι ανά­με­σά σας ως πρε­σβευ­τής του Θεού· διό­τι και στον κόσμο που ήλθα, δεν έχω έλθει από μόνος μου, αλλά Εκεί­νος με απέ­στει­λε’’)»[Ιω. 8,42]. Εδώ νομί­ζω πως υπαι­νίσ­σε­ται και τους ιερείς των Ιου­δαί­ων, σαν να μην είναι ιερείς εκεί­νοι που κατα­πα­τούν και παρα­βιά­ζουν τον νόμο της ιερο­σύ­νης.

«Οτω κα Χριστς οχ αυτν δόξα­σε γενηθναι ρχιε­ρέα(:Έτσι και ο Χρι­στός δεν δόξα­σε μόνος Του τον εαυ­τό Του με το να γίνει αρχιε­ρέ­ας)»[Εβρ.5,5]. Πού λοι­πόν χει­ρο­το­νή­θη­κε; Για­τί ο Ααρών χει­ρο­το­νή­θη­κε πολ­λές φορές, όπως στην περί­πτω­ση της ράβδου [βλ. Έξ.7,8–13· 8,12–14] και όταν η φωτιά κατέ­βη­κε από τον ουρα­νό και εξόν­τω­σε εκεί­νους που κατα­πά­τη­σαν την ιεροσύνη[Λευιτ. 10,1–3].

Εδώ όμως συμ­βαί­νει το αντί­θε­το· όχι μόνο δεν έπα­θαν τίπο­τε, αλλά αντί­θε­τα ευη­με­ρούν. Από πού λοι­πόν; Το δεί­χνει αυτό από την προ­φη­τεία. Δεν έχει τίπο­τε υλι­κό ούτε ορα­τό. Γι’ αυτό το βεβαιώ­νει από προ­φη­τεία και από τα μελ­λον­τι­κά. «λλ᾿ λαλή­σας πρς ατόν· υός μου ε σύ, γ σήμε­ρον γεγέν­νη­κά σε(:Αλλά Τον δόξα­σε ο Θεός Πατήρ, ο οποί­ος Του είπε: ‘’Υιός μου είσαι Εσύ. Εγώ Σε γέν­νη­σα σήμε­ρα, όταν Σου έδω­σα την ανθρώ­πι­νη φύση και τη δόξα­σα με την Ανά­στα­σή Σου και την ενθρό­νι­σή Σου στα δεξιά μου)»[Εβρ.5,5]. Τι σχέ­ση έχει αυτό προς τον Υιό; «Ναι», λέγει ίσως κάποιος, «αυτό έχει λεχθεί προς τον Υιό. Και τι βοη­θά­ει αυτό στο ζήτη­μά μας;». Πάρα πολύ· για­τί είναι προ­ε­τοι­μα­σία της χει­ρο­το­νί­ας Του από τον Θεό. «Καθς κα ν τέρ λέγει· σ ερες ες τν αἰῶνα κατ τν τάξιν Μελ­χι­σε­δέκ(:Όπως και σε άλλο σημείο της Αγί­ας Γρα­φής λέει: Εσύ είσαι ιερέ­ας αιώ­νιος σαν τον Μελ­χι­σε­δέκ. Για το πρό­σω­πο αυτό παρα­σιω­πά­ται σκό­πι­μα στην Αγία Γρα­φή η γενε­α­λο­γία και ο θάνα­τός του, για να είναι σύμ­βο­λο και προ­τύ­πω­ση της παν­το­τι­νής βασι­λεί­ας και της ιερο­σύ­νης Σου)»[Εβρ.5,6]. Σε ποιον έχει λεχθεί αυτό; Ποιος είναι ιερέ­ας κατά την τάξη Μελ­χι­σε­δέκ; Κανείς άλλος παρά μόνο Αυτός. Για­τί όλοι ήταν υπό­δου­λοι στον νόμο, όλοι τηρού­σαν το Σάβ­βα­το και έκα­ναν την περι­το­μή. «Κανείς», λέγει, «δεν θα μπο­ρού­σε να δεί­ξει κάποιον άλλον».

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-ad-hebraeos.pdf

  • Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, Υπό­μνη­μα στην προς Εβραί­ους επι­στο­λήν», ομι­λί­ες Ζ΄ και Η΄(επι­λεγ­μέ­να αποσπάσματα),πατερικές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1989, τόμος 24, σελί­δες 380–387 και 396–401 αντί­στοι­χα.

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλ­τή­ριον με σύν­το­μη ερμη­νεία(από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τρί­τη, Αθή­να 2016

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ”)

Ὁμο­λο­γεῖς τὴν πίστι σου;

«Ἀδελ­φοί, κρα­τῶ­μεν τῆς ὁμο­λο­γί­ας» (Εβρ. 4,14)

ΚΑΙ ΠΑΛΙ, ἀγα­πη­τοί μου, σήμε­ρα, Κυρια­κή Γ ́ τῶν Νηστειῶν, δια­βά­ζε ται ὡς Ἀπό­στο­λος μία περι­κο­πὴ ἀπὸ τὴν πρὸς Ἑβραί­ους ἐπι­στο­λή. Ἡ ἐπι­στο­λὴ αὐτὴ γρά­φτη­κε ἀπὸ τὸν ἀπό­στο­λο Παῦ­λο χάριν τῶν Ἑβραί­ων ἐκεί­νων ποὺ πίστε­ψαν στο Χρι­στό. Οἱ Ἑβραῖ­οι ποὺ πίστε­ψαν στὸ Χρι­στὸ ἦταν λίγοι μπρο­στὰ στοὺς ἄλλους Εβραί­ους, οἱ ὁποῖ­οι, παρ’ ὅλα τὰ θαύ­μα­τα ποὺ ἔγι­ναν καὶ πρὸ τῆς Ἀνα­στά­σε­ως καὶ μετὰ τὴν Ἀνά­στα­σι, δὲν θέλη­σαν νὰ πιστέ­ψουν στὸ Χρι­στό, ἀλλ ̓ ἐπέ­με­ναν στὴν ἀπι­στία τους. Οἱ ἄπι­στοι αὐτοὶ Ἑβραῖ­οι, ὅταν ἄκου­γαν ὅτι κάποιος συμ­πα­τριώ­της τους πίστευε στὸ Χρι­στό, ἄφρι­ζαν ἀπὸ τὴν κακία τους. Μετα­χει­ρί­ζον­ταν ὅλα τὰ μέσα, καὶ τὰ πιὸ ἐγκλη­μα­τι­κά, γιὰ νὰ τὸν κάνουν νὰ ἐπι­στρέ­ψῃ καὶ πάλι στὸν ἰου­δαϊ­σμό. Χτυ­ποῦ­σαν, φυλά­κι­ζαν, βασά­νι­ζαν, ἔπαιρ­ναν τις περιου­σί­ες τους, ἔβα­ζαν φωτιὰ καὶ ἔκαι­γαν τὰ σπί­τια τους. Πει­να­σμέ­νοι, γυμνοὶ καὶ ἄστε­γοι ἔμε­ναν οἱ χρι­στια­νοὶ Ἑβραῖ­οι, ποὺ διώ­κον­ταν ἀπὸ τοὺς συμ­πα­τριῶ­τες τους καὶ εἶχαν ἀνάγ­κη παρη­γο­ριᾶς καὶ ἐνι­σχύ­σε­ως, γιὰ νὰ μὴ καμ­φθοῦν καὶ ἀρνη­θοῦν τὴν πίστι τους.

* * *

Ἀλλὰ ποιός ἄλλος θὰ ἦταν πιὸ κατάλ­λη­λος νὰ παρη­γο­ρή­σῃ καὶ νὰ ἐνι­σχύ­σῃ τοὺς χρι­στια­νοὺς αὐτοὺς ἀπὸ τὸν ἀπό­στο­λο Παῦ­λο; Αὐτός, ποὺ ἄλλο­τε ἦταν φανα­τι­κὸς Ἑβραῖ­ος καὶ μὲ πάθος κατα­δί­ω­κε τοὺς συμ­πα­τριῶ­τες του χρι­στια­νούς, εἶχε πιὰ ῥιζι­κὰ ἀλλά­ξει. Ὁ Παῦ­λος πίστε­ψε στο Χρι­στό, βαπτί­στη­κε καὶ ἔγι­νε ὁ πιό θερ­μὸς κήρυ­κας τοῦ Χρι­στοῦ. Μὲ θάρ­ρος καὶ μὲ δύνα­μι μεγά­λη κήρυτ­τε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ παν­τοῦ ὡμο­λο­γοῦ σε τὸ Χρι­στό, αὐτὸς ποὺ ἄλλο­τε τὸν βλα­στη­μοῦ­σε. Ἤξε­ρε δὲ καλὰ τὸ τί ὑπέ­φε­ραν οἱ πιστοὶ Ἑβραῖ­οι. Ἤξε­ρε τὰ βασα­νι­στή­ριά τους. Ἤξε­ρε τὸν ἰδε­ο­λο­γι­κὸ πόλε­μο ποὺ τοὺς ἔκα­ναν γιὰ νὰ κλο­νί­σουν τὴν πίστι τους. Μὲ ῥητὰ ποὺ ἔπαιρ­ναν ἀπὸ τὴν ἁγία Γρα­φὴ καὶ τὰ ἑρμή­νευαν ὅπως ἤθε­λαν, μὲ ψέμα­τα και πλα­στο­γρα­φί­ες, προ­σπα­θοῦ­σαν νὰ ἀπο­δεί­ξουν, ὅτι ὁ Χρι­στὸς δὲν εἶνε ὁ Μεσ­σί­ας, ποὺ περί­με­νε αἰῶ­νες τὸ Ἑβραϊ­κὸ ἔθνος. Γι’ αὐτὸ ὁ Παῦ­λος ἔγρα­ψε την περί­φη­μη ἐπι­στο­λὴ πρὸς τοὺς πονε­μέ­νους συμ­πα­τριῶ­τες του χρι­στια­νούς.

Παρη­γο­ρεῖ ὁ Παῦ­λος καὶ ἐνι­σχύ­ει. Απο­δει­κνύ­ει, ὅτι ὁ Χρι­στὸς εἶνε ὑπε­ρά­νω πατριαρ­χῶν, προ­φη­τῶν, ἀγγέ­λων καὶ ἀρχαγ­γέ­λων, εἶνε ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, εἶνε ὁ Μεσ­σί­ας, ὁ Λυτρω­τὴς ὁλο­κλή­ρου τοῦ κόσμου, εἶνε ὁ ἀλη­θι­νός Θεός. Τὰ ἐπι­χει­ρή­μα­τά του παρ­μέ­να ἀπὸ τὴν ἁγία Γρα­φὴ εἶνε ἀτράν­τα­χτα. Οἱ ἄπι­στοι ἀπο­στο­μώ­νον­ται. Καὶ ὅσοι κλο­νί­ζον­ται στὴν πίστι ἀπὸ τὶς ἐπι­θέ­σεις τῶν ἐχθρῶν, παίρ­νουν θάρ­ρος καὶ δύνα­μι. Ἡ ἐπι­στο­λὴ αὐτὴ πρὸς Ἑβραί­ους εἶνε ἰσχυ­ρὸ ὅπλο κατὰ τῶν ἀπί­στων ὅλων τῶν ἐπο­χῶν. Καὶ εἶνε συγ­χρό­νως μιὰ θερ­μὴ πρό­σκλη­σι πρὸς ὅλους τοὺς Εβραί­ους, νὰ ἀφή­σουν τὴν ἀπι­στία τους καὶ νὰ πιστέ­ψουν στὸ Χρι­στό.

Στὴν ἐπι­στο­λὴ αὐτή, ἀφοῦ ὁ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος ἀπο­δει­κνύ­ει ὅτι ὁ Χρι­στὸς εἶνε ἀλη­θι­νὸς Θεός, ἀπευ­θύ­νε­ται πρὸς ὅλους καὶ λέει· «Ἀδελ­φοί, κρα­τῶ­μεν τῆς ὁμο­λο­γί­ας» (Εβρ. 4,14). Δηλα­δή Ἂς κρα­τοῦ­με καλὰ τὴν πίστι μας στὸ Χρι­στὸ καὶ ἂς τὴν κηρύτ­του­με καὶ ἂς τὴν ὁμο­λο­γοῦ­με παν­τοῦ χωρίς δισταγ­μό, χωρὶς ἀμφι­βο­λί­ες, χωρὶς δει­λί­ες και φόβους. Ακλό­νη­τοι καὶ ἀτρό­μη­τοι νὰ εἴμα­στε στὴν ὁμο­λο­γία τῆς πίστε­ώς μας.

«Ἀδελ­φοί, κρα­τῶ­μεν τῆς ὁμο­λο­γί­ας». Αὐτὴ τὴ θεό­πνευ­στη συμ­βου­λὴ ἄκου­σαν καὶ ἐφάρ­μο­σαν οἱ πιστοί, ὄχι μόνο ἐκεί­νης τῆς ἐπο­χῆς, ἀλλὰ καὶ τῶν κατό­πιν χρό­νων, ὅταν κατε­διώ­κε­το ἡ χρι­στια­νι­κὴ πίστις. Ὅποιος δια­βά­ζει τὰ μαρ­τυ­ρο­λό­για δὲν μπο­ρεῖ παρὰ νὰ στα­θῇ μὲ θαυ­μα­σμό μπρο­στὰ στοὺς ἥρω­ες τῆς πίστε­ως. Δυὸ λέξεις ἂν ἔλε­γαν στοὺς τυράν­νους, «Ἀρνού­με­θα τὸ Χρι­στό», ἔφτα­ναν γιὰ ν’ ἀπαλ­λα­γοῦν ἀπὸ τὰ βασα­νι­στή­ρια, νὰ βγοῦν ἀπό τίς φυλα­κὲς καὶ νὰ γυρί­σουν στὰ σπί­τια τους. Ἀλλὰ δὲν τὶς εἶπαν. Στὴν ἐρώ­τη­σι τῶν βασα­νι­στῶν «Τί εἶστε;», «Εἴμα­στε χρι­στια­νοί» ἀπαν­τοῦ­σαν. Οἱ μάρ­τυ­ρες, μπρο­στὰ σὲ χιλιά­δες κόσμο που φώνα­ζε «Θάνα­τος στοὺς χρι­στια­νούς!», ὡμο­λο­γοῦ­σαν τὴν πίστι τους. Ἦταν πολὺ συγ­κι­νη­τι­κό, ν ̓ ἀκούῃ κανεὶς ἄνδρες, ἀλλὰ καὶ γυναῖ­κες καὶ μικρὰ ἀκό­μη παι­διά, νὰ λένε «Πιστεύ­ου­με στο Χρι­στό. Κάν­τε μας ὅ,τι θέλε­τε. Τὴν πίστι μας δὲν τὴν ἀρνού­με­θα!». Καὶ ἡ ἱστο ρία τοῦ γένους μας ἀνα­φέ­ρει ὅτι, ὅταν οἱ Τοῦρ­κοι στὴν ἑλλη­νι­κὴ ἐπα­νά­στα­σι τοῦ 1821 κυρί­ευ­σαν τὴ Χίο, μάζε­ψαν γυναῖ­κες καὶ παι­διὰ στὴν παρα­λία, ἔβα­λαν κάτω ἕναν Ἐσταυ­ρω­μέ­νο καὶ εἶ παν στα γυναι­κό­παι­δα ̇ «Ὅσοι ἀπὸ σᾶς τὸν πατή­σουν, θὰ γλυ­τώ­σουν· ὅσοι δὲν τὸν πατή­σουν, θὰ θανα­τω­θοῦν». Τοὺς ἔβα­λαν προ­θε­σμία. Μὰ κανείς, οὔτε γυναί­κα οὔτε παι­δί, πάτη­σε τὸν Ἐσταυ­ρω­μέ­νο. Ὅλοι φώνα­ζαν «Πιστεύ­ου­με στὸ Χρι­στό. Μέγα τὸ ὄνο­μα τοῦ Χρι­στοῦ, μεγά­λη ἡ χάρι τῆς Πανα­γί­ας καὶ τῶν ἁγί­ων». Ἔτσι ὁμο­λο­γών­τας τὴν πίστι τους θυσιά­στη­καν οἱ νεο­μάρ­τυ­ρες αὐτοί.

* * *

«Ἀδελ­φοί, κρα­τῶ­μεν τῆς ὁμο­λο­γί­ας» (ἔ.ά.).

Ἐὰν ἀπὸ τὶς ἡρω­ϊ­κὲς ἐκεῖ­νες ἐπο­χὲς τοῦ χρι­στια­νι­σμοῦ ῥίξου­με ἕνα βλέμ­μα στη σημε­ρι­νή μας ἐπο­χή, ἆρα­γε θὰ συναν­τή­σου­με τὸ ἡρω­ϊ­κὸ πνεῦ­μα τῶν μαρ­τύ­ρων τῆς πίστε­ώς μας; Νὰ βάλουν οἱ ἄπι­στοι τὸ μαχαί­ρι στὸ λαι­μὸ τῶν χρι­στια­νῶν καὶ νὰ ποῦν στὸν κάθε χρι­στια­νό «Ἢ θ’ ἀρνη­θῇς τὴν πίστι σου ἢ θὰ θανα­τω­θῇς», τέτοιος κίν­δυ­νος δὲν ὑπάρ­χει σήμε­ρα στὴν πατρί­δα μας, ὅπως ὑπῆρ­χε ἄλλο­τε. Ναί, δὲν βάζουν σήμε­ρα το μαχαί­ρι στο λαι­μὸ τῶν πιστῶν οἱ ἄπι­στοι, ἀλλὰ πολε­μοῦν τὴν πίστι μὲ ἕναν ἄλλο τρό­πο ̇ εἰρω­νεύ­ον­ται τοὺς πι στούς. Οἱ δὲ λεγό­με­νοι πιστοὶ εἶνε τόσο δει­λοί, ὥστε φοβοῦν­ται τὶς εἰρω­νεῖ­ες τῶν ἀπί­στων, σὰν νὰ ἐπρό­κει­το οἱ ἄπι­στοι νὰ τοὺς σκο­τώ­σουν. Αλλοί­μο­νο! Οἱ μάρ­τυ­ρες δὲν φοβόν­του­σαν τὰ μαχαί ρια καὶ τὶς φωτιὲς καὶ τὰ ἄλλα βασα­νι­στή­ρια. Τώρα οἱ χρι­στια­νοὶ φοβοῦν­ται ἕνα εἰρω­νι­κό χαμό­γε­λο, μιὰ περι­φρο­νη­τι­κὴ λέξι, ἕνα μορ­φα­σμό τρέ­μουν μήπως χαρα­κτη­ρι­σθοῦν ἄνθρω­ποι καθυ­στε­ρη­μέ­νοι, καὶ σβή­νουν τὴ φωνή τους, καὶ δὲν κάνουν τὸ σταυ­ρό τους, καὶ κρύ­βον­ται σὰν τὰ μικρὰ παι­διὰ ποὺ παί­ζουν κρυ­φτού­λι. Δὲν ὁμο­λο­γοῦν τὴν πίστι τους.

Καὶ ἐνῷ οἱ λεγό­με­νοι πιστοὶ δὲν ὁμο­λο­γοῦν τὴν πίστι τους, οἱ ἄπι­στοι καὶ ἀσε­βεῖς, βλέ­πον­τας αὐτὴ τὴ σιω­πή, αὐτὴ τὴ βου­βα­μά­ρα τοῦ χρι­στια­νι­κοῦ κόσμου, βλέ­πον­τας ὅτι κανεὶς δὲν τοὺς ἐλέγ­χει καὶ δὲν τοὺς καυ­τη­ριά­ζει, ἔχουν γίνει θρα­σεῖς καὶ ἀναί­σχυν­τοι, καὶ περι­παί­ζουν τὴν ὀρθό­δο­ξο πίστι, καὶ βλα­στη­μοῦν τὰ θεῖα, κι ὅπου στα­θοῦν προ­σπα­θοῦν νὰ μετα­δώ­σουν τὴ χολέ­ρα τῆς ἀπι­στί­ας καὶ ἀθε­ΐ­ας. Ποῦ Παῦ­λος γιὰ νὰ ὁμο­λο­γή­σῃ τὴν πίστι καὶ νὰ ἐλέγ­ξῃ τοὺς ἀσε­βεῖς καὶ ἀπί­στους;

Ποῦ Παῦ­λος; Σύ, ἀγα­πη­τέ, νὰ γίνῃς Παῦ­λος. Δὲν λέμε ὅτι μπο­ρεῖς νὰ φτά­σῃς τὸν Παῦ­λο ̇ ὄχι. Ἀλλὰ νὰ μιμη­θῇς τὸν ἀπό­στο­λο Παῦ­λο καὶ τοὺς ἄλλους ἀπο­στό­λους καὶ μάρ­τυ­ρες, καὶ νὰ κηρύ­ξῃς τὸ Χρι­στὸ μέσα στὸ μικρὸ κύκλο ποὺ ζῇς, μπο­ρεῖς. Μὴ δει­λιά­σῃς. Καὶ ἂν ὅλοι αὐτοὶ ποὺ εἶνε γύρω σου περι­φρο­νοῦν, εἰρω­νεύ­ων­ται καὶ χλευά ζουν τὴν πίστι σου, καὶ ἂν προ­σπα­θοῦν μὲ χίλια δυό σατα­νι­κά μέσα νὰ σὲ κλο­νί­σουν καὶ νὰ σὲ τρα­βή­ξουν μακριὰ ἀπὸ τὸ Χρι­στό, σὺ μὴν κλο­νι­στῆς. Μεῖ­νε ἀκλό­νη­τος καὶ ἀτρό­μη­τος σὰν τὸ βρά­χο πού, ἐνῷ ἀπ ̓ ὅλες τὶς μεριές τόν χτυ­ποῦν τὰ μανια­σμέ­να κύμα­τα τοῦ ὠκε­α­νοῦ, αὐτὸς παρα­μέ­νει ἀκλό­νη­τος. Βρά­χος νὰ εἶνε ἡ πίστι σου στὸ Χρι­στό, ἡ ὀρθό­δο­ξος πίστις. Μὲ τὰ λόγια, μὲ τὰ ἔργα, μὲ τὴ χρι­στια­νι­κή σου ζωή, νὰ ὁμο­λο­γῇς μέσα στὸν ἄπι­στο καὶ ἄθεο κόσμο, ὅτι ἡ πίστι σου στὸ Χρι­στὸ εἶνε ἡ μόνη ἀλη­θι­νὴ πίστις. Τότε γίνε­σαι κ ̓ ἐσὺ ἕνας μικρός Παῦ­λος, ἕνας μάρ­τυ­ρας καὶ ὁμο­λο­γη­τὴς τοῦ Χρι­στοῦ. Ἔτσι θὰ εἶ σαι μετα­ξὺ ἐκεί­νων ποὺ ὁ ἀπό­στο­λος ἀπευ­θύ­νει σήμε­ρα τὴν προ­τρο­πή «Ἀδελ­φοί, κρα­τῶ­μεν τῆς ὁμο­λο­γί­ας» (ε.α.).

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek