ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΟΣ)

Αποστολική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ - ΕΒΡ. (ΣΤ΄ 13 - 20)

13 Τῷ γὰρ ᾿Αβραὰμ ἐπαγγειλάμενος ὁ Θεός, ἐπεὶ κατ’ οὐδενὸς εἶχε μείζονος ὀμόσαι, ὤμοσε καθ’ ἑαυτοῦ, 14 λέγων· ἦ μὴν εὐλογῶν εὐλογήσω σε καὶ πληθύνων πληθυνῶ σε· 15 καὶ οὕτω μακροθυμήσας ἐπέτυχε τῆς ἐπαγγελίας. 16 ἄνθρωποι μὲν γὰρ κατὰ τοῦ μείζονος ὀμνύουσι, καὶ πάσης αὐτοῖς ἀντιλογίας πέρας εἰς βεβαίωσιν ὁ ὅρκος· 17 ἐν ᾧ περισσότερον βουλόμενος ὁ Θεὸς ἐπιδεῖξαι τοῖς κληρονόμοις τῆς ἐπαγγελίας τὸ ἀμετάθετον τῆς βουλῆς αὐτοῦ, ἐμεσίτευσεν ὅρκῳ, 18 ἵνα διὰ δύο πραγμάτων ἀμεταθέτων, ἐν οἷς ἀδύνατον ψεύσασθαι Θεόν, ἰσχυρὰν παράκλησιν ἔχωμεν οἱ καταφυγόντες κρατῆσαι τῆς προκειμένης ἐλπίδος· 19 ἣν ὡς ἄγκυραν ἔχομεν τῆς ψυχῆς ἀσφαλῆ τε καὶ βεβαίαν καὶ εἰσερχομένην εἰς τὸ ἐσώτερον τοῦ καταπετάσματος, 20 ὅπου πρόδρομος ὑπὲρ ἡμῶν εἰσῆλθεν ᾿Ιησοῦς, κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδὲκ ἀρχιερεὺς γενόμενος εἰς τὸν αἰῶνα.

13 Εις δε τον Αβραάμ, όταν είχε δώσει ο Θεός τας μεγάλας υποσχέσεις, επειδή δεν είχε κανένα μεγαλύτερόν του-εφ’ όσον αυτός είναι ο μόνος απειροτέλειος-δια να ορκισθή και να βεβαιώση έτσι κατά τον απόλυτον τρόπον τον Αβραάμ, ότι ασφαλώς και βεβαίως θα τας εκπληρώση, ωρκίσθη στον εαυτόν του 14 λέγων· “αληθώς και βεβαίως θα σε ευλογήσω πλουσίως και θα αυξήσω εις πλήθος πολύ και αναρίθμητον τους απογόνους σου”. 15 Και έτσι ο Αβραάμ επίστευσεν στον Θεόν, επερίμενε με ακλόνητον αναμονήν, και επέτυχε την εκπλήρωσιν της υποσχέσεως, (διότι αφ’ ενός μεν απέκτησε υιόν εκ της Σαρρας, τον Ισαάκ, γενάρχην και αρχηγόν έθνους, εφ’ ετέρου δε από την χώραν των πνευμάτων είδε την ενανθρώπησιν του Υιού του Θεού, του ευλογημένου Σωτήρος των ανθρώπων). 16 Διότι οι άνθρωποι ορκίζονται συνήθως στον Θεόν, τον μεγαλύτερον από όλους, και δίδεται όρκος, δια να σταματήση κάθε αντιλογία μεταξύ των και δια να επιβεβαιωθούν επισήμως τα λεγόμενα. 17 Δι’ αυτό και ο Θεός, επειδή ήθελε με μεγαλυτέραν βεβαιότητα να δείξη στους κληρονόμους των υποσχέσεών του το αμετάκλητον και αμετακίνητον της αποφάσεως του, συγκατέβη να χρησιμοποιήση ως μέσον επιβεβαιώσεως τον όρκον. 18 Και έτσι με δύο πράγματα, τα οποία είναι αμετάκλητα και αμετακίνητα, δηλαδή με την υπόσχεσίν του και τον όρκον του, εις τα οποία είναι εντελώς αδύνατον να ψευσθή ποτέ ο Θεός, να έχωμεν την βεβαιότητα και το στήριγμα να κρατήσωμεν την ελπίδα, η οποία μας έχει προσφερθή. 19 Αυτήν δε την ελπίδα την έχομεν σαν άγκυραν της ψυχής ασφαλή και σταθεράν, η οποία εισέρχεται και μας κρατεί σταθερά ηνωμένους προς τον ουρανόν, τον οποίον ουρανόν εσυμβόλιζε το εκείθεν από το παραπέτασμα της σκηνής του μαρτυρίου τμήμα, τα Αγια των Αγίων. 20 Εις τον ουρανόν δε πρωτοπόρος χάρις ημών εισήλθεν ο Ιησούς, γενόμενος αρχιερεύς κατά τον τύπον του Μελχισεδεκ, όχι προσωρινός, αλλά αιώνιος.

13 Οι επαγγελίες του Θεού θα πραγματοποιηθούν οπωσδήποτε. Διότι όταν έδωσε ο Θεός τις επαγγελίες στον Αβραάμ, ορκίστηκε ότι θα τις πραγματοποιήσει. Κι επειδή δεν είχε κανέναν ανώτερό του ο Θεός να ορκιστεί σ’ αυτόν, ορκίστηκε στον εαυτό του 14 και είπε: Σου υπόσχομαι αληθινά ότι θα σε ευλογήσω πολύ πλούσια και θα πληθύνω πάρα πολύ τους απογόνους σου. 15 Έτσι πήρε ο Αβραάμ την υπόσχεση του Θεού. Κι αφού περίμενε με υπομονή πολλά χρόνια, πέτυχε την εκπλήρωση της ευλογίας που του υποσχέθηκε ο Θεός, ως προς το σημείο που αναφερόταν στην επίγεια ζωή. Απέκτησε δηλαδή από τη Σάρρα παιδί, από το οποίο πληθύνθηκαν οι απόγονοι του πατριάρχη κι έγιναν ένα μεγάλο έθνος. 16 Ο Θεός ορκίστηκε στον εαυτό του. Οι άνθρωποι βέβαια ορκίζονται στο Θεό, ο οποίος είναι ανώτερος απ’ όλους. Και δίνουν όρκο οι άνθρωποι, για να σταματήσουν κάθε αντιλογία και αμφισβήτηση μεταξύ τους και για να επιβεβαιώσουν την αλήθεια των λόγων τους. 17 Επειδή λοιπόν με τον όρκο αποκλείεται κάθε αμφιβολία και επειδή ο Θεός ήθελε να δείξει καθαρά και με μεγαλύτερη βεβαιότητα σ’ εκείνους που θα κληρονομούσαν τις επαγγελίες ότι ήταν αμετάκλητη και αμετάθετη η απόφασή του να πραγματοποιήσει τα όσα υποσχέθηκε, γι’ αυτό δέχθηκε από άκρα συγκατάβαση και αγαθότητα να μεσολαβήσει όρκος στα λόγια του. 18 Και δέχθηκε τη μεσολάβηση του όρκου, ώστε με δύο πράγματα στερεά και αμετακίνητα, δηλαδή με την υπόσχεσή του και με τον όρκο του, στα οποία είναι απολύτως αδύνατο να πει ψέματα ο Θεός, να έχουμε εμείς που καταφύγαμε σ’ αυτόν μεγάλη ενθάρρυνση και προτροπή και στήριγμα προκειμένου να κρατήσουμε την ελπίδα που βρίσκεται μπροστά μας. 19 Αυτή την ελπίδα την έχουμε σαν άγκυρα της ψυχής. Αυτή μας ασφαλίζει από τους πνευματικούς κινδύνους και είναι σταθερή και αμετακίνητη και εισέρχεται στον ουρανό, τον οποίο εικονίζει ο ιερός τόπος της σκηνής και του ναού που εκτεινόταν πιο μέσα από το καταπέτασμα και λεγόταν Άγια Αγίων. 20 Εκεί, στον ουρανό, ως πρόδρομος μπήκε ο Ιησούς πριν από μας και για χάρη μας, για να μας ανοίξει το δρόμο και για να μας ετοιμάσει τόπο. Και έτσι αναδείχθηκε αρχιερέας όχι προσωρινός αλλά αιώνιος, “κατά την τάξη Μελχισεδέκ”.

13 Ὅταν, ὡς γνωστόν, ὁ Θεὸς ἔδωσε ὑπόσχεσι στὸν Ἀβραάμ, ἐπειδὴ δὲν μποροῦσε νὰ ὁρκισθῇ σὲ κανένα ἀνώτερο (ἀφοῦ δὲν ὑπάρχει ἀνώτερος ἀπ’ τὸ Θεό), ὡρκίσθηκε στὸν ἑαυτό του 14 λέγοντας: Ἐξάπαντος θὰ σ’ εὐλογήσω μὲ τὸ παραπάνω, καὶ θὰ σὲ πληθύνω μὲ τὸ παραπάνω (θὰ σοῦ δώσω πάρα πολλοὺς ἀπογόνους). 15 Kατόπιν δὲ τούτου, ἀφοῦ περίμενε μὲ ὑπομονή, ἐπέτυχε αὐτό, ποὺ ὑποσχέθηκε ὁ Θεός. 16 Oἱ ἄνθρωποι βεβαίως ὁρκίζονται στὸν ἀνώτερό τους, καὶ ὁ ὅρκος μὲ τὴν παρεχομένη βεβαίωσι θέτει τέλος σὲ κάθε ἀντιλογία τους. 17 Γι’ αὐτὸ ὁ Θεός, θέλοντας περισσότερο νὰ δείξῃ στοὺς κληρονόμους τοῦ ἀγαθοῦ ποὺ ὑποσχέθηκε τὸ ἀμετάκλητο τῆς ἀποφάσεώς του, ἐγγυήθηκε μὲ ὅρκο, 18 ὥστε μὲ δύο πράγματα ἀπαράβατα (τὴν ὑπόσχεσι καὶ τὸν ὅρκο), στὰ ὁποῖα δηλαδὴ εἶναι ἀδύνατο νὰ ψευσθῇ ὁ Θεός, νὰ ἔχωμε ἰσχυρὴ ἐνθάρρυνσι ἐμεῖς, οἱ ὁποῖοι ἀναζητήσαμε καταφύγιο, γιὰ νὰ κρατήσωμε τὴν ἐλπίδα στὸ προκείμενο ἀγαθό. 19 Aὐτὴ τὴν ἐλπίδα ἔχουμε σὰν ἄγκυρα τῆς ψυχῆς ἀσφαλῆ καὶ σταθερή, ποὺ εἰσέρχεται στὰ ἐνδότερα πίσω ἀπὸ τὸ καταπέτασμα (στὰ ἅγια τῶν ἁγίων, στὸν οὐρανὸ δηλαδή, ποὺ συμβολίζεται ἀπὸ τὰ ἅγια τῶν ἁγίων τοῦ ναοῦ). 20 Ἐκεῖ ὡς πρόδρομος γιὰ μᾶς (γιὰ νὰ μᾶς ἀνοίξῃ δρόμο νὰ ἀκολουθήσωμε) εἰσῆλθε ὁ Ἰησοῦς, ἔχοντας ἀναδειχθῆ αἰώνιος ἀρχιερεὺς κατὰ τὸν τύπο τοῦ Mελχισεδέκ.

Ιερός Χρυσόστομος (Ερμηνεία Περικοπής)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ

«Τῷ γάρ᾿Αβραμ παγγειλμενος Θες, πε κατ᾿ οδενς εχε μεζονος μσαι, μοσε καθ᾿ αυτολγων(:Οι επαγγελίες του Θεού θα πραγματοποιηθούν οπωσδήποτε· διότι όταν έδωσε ο Θεός τις επαγγελίες στον Αβραάμ, ορκίστηκε ότι θα τις πραγματοποιήσει. Και επειδή δεν είχε κανένα ανώτερό Του ο Θεός να ορκιστεί σε Αυτόν, ορκίστηκε στον εαυτό Του και είπε:) ‘’ μν ελογν ελογσω σε κα πληθνων πληθυν σε’’(:‘’Σου υπόσχομαι αληθινά ότι θα σε ευλογήσω πολύ πλούσια και θα πληθύνω πάρα πολύ τους απογόνους σου)· κα οτω μακροθυμσας πτυχε τς παγγελας(:Έτσι πήρε ο Αβραάμ την υπόσχεση του Θεού. Και αφού περίμενε με υπομονή πολλά χρόνια, πέτυχε την εκπλήρωση της ευλογίας που του υποσχέθηκε ο Θεός, ως προς το σημείο που αναφερόταν στην επίγεια ζωή του. Απέκτησε δηλαδή από τη Σάρρα παιδί, από το οποίο πληθύνθηκαν οι απόγονοι του πατριάρχη κι έγιναν ένα μεγάλο έθνος).νθρωποι μν γρ κατ το μεζονος μνουσι, κα πσης ατος ντιλογας πρας ες βεβαωσιν ρκος (:ο Θεός ορκίστηκε στον εαυτό Του. Οι άνθρωποι βέβαια ορκίζονται στον Θεό, ο Οποίος είναι ανώτερος από όλους. Και δίνουν όρκο οι άνθρωποι για να σταματήσουν κάθε αντίρρηση και αμφισβήτηση μεταξύ τους και για να επιβεβαιώσουν την αλήθεια των λόγων τους)»[Εβρ.6,13-16].

Αφού επέκρινε σφοδρά τους Εβραίους και αφού τους φόβισε αρκετά, πρώτα τους παρηγορεί με τους επαίνους και ύστερα με το ότι θα πραγματοποιηθούν οπωσδήποτε οι ελπίδες τους, πράγμα που είναι και ισχυρότερο. Δεν τους παρηγορεί όμως από τα παρόντα, αλλά πάλι από τα περασμένα. Αυτό τους έπειθε περισσότερο. Όπως δηλαδή στην τιμωρία τούς φοβίζει περισσότερο με εκείνα, έτσι και στα βραβεία τους παρηγορεί με αυτά, δείχνοντας ποια είναι η συνήθεια του Θεού. Και είναι αυτή η συνήθεια του Θεού, να μην εκπληρώνει δηλαδή αμέσως τις υποσχέσεις Του, αλλά ύστερα από πολύ καιρό. Και το κάνει αυτό, και για να φανερώσει μια μέγιστη απόδειξη της δύναμής Του, και για να οδηγήσει και εμάς στην πίστη, ώστε όσοι ζουν σε θλίψεις και δεν λαμβάνουν τις υποσχέσεις ούτε τους μισθούς να μην αποκάμουν από τους κόπους τους. Και αφού τους άφησε όλους, παρόλο που μπορούσε να αναφέρει πολλούς, εστίασε στον Αβραάμ και εξαιτίας του αξιώματος του προσώπου αυτού και εξαιτίας του ότι σε αυτόν κυρίως είχε συμβεί αυτό. Αν και βέβαια στο τέλος της επιστολής λέγει ότι όλοι αυτοί, αφού είδαν από μακριά και ασπάσθηκαν τις υποσχέσεις, δεν τις έλαβαν, για να μη φτάσουν στην τελειότητα χωρίς εμάς.

«Όταν ο Θεός» λέγει, «έδωσε υπόσχεση στον Αβραάμ, επειδή δεν είχε κανέναν ανώτερο για να ορκιστεί, ορκίστηκε στον εαυτό Του λέγοντας: ’’αλήθεια, σου υπόσχομαι ότι θα σε ευλογήσω πλούσια και θα πληθύνω πολύ τους απογόνους σου’’. Και έτσι με την υπομονή που επέδειξε ο Αβραάμ προσμένοντας την εκπλήρωση των επαγγελιών του Θεού, προσέλκυσε τη θεία χάρη και πραγματοποίησε την υπόσχεση».

Πώς λοιπόν στο τέλος λέγει ότι: «Οκ κομίσατο τν παγγελίαν(:Δεν έλαβε τις υποσχέσεις)»[Εβρ.11,39: «Κα οτοι πάντες μαρτυρηθέντες δι τς πίστεως οκ κομίσαντο τν παγγελίαν(:Και όλοι αυτοί οι άγιοι άντρες, αν και έλαβαν εγκωμιαστική μαρτυρία για την πίστη τους, δεν απόλαυσαν την υπόσχεση της ουράνιας κληρονομιάς)»] και εδώ ότι «με την υπομονή με την οποία περίμενε ο Αβραάμ πέτυχε την εκπλήρωση της ευλογίας που του υποσχέθηκε ο Θεός, ως προς το σημείο που αναφερόταν στην επίγεια ζωή του»; Πώς δεν έλαβε αυτές; Και πώς πραγματοποίησε αυτές; Δεν λέγει για τα ίδια πράγματα εδώ και εκεί, αλλά τους παρηγορεί δύο φορές. «Έδωσε υπόσχεση στον Αβραάμ». Και τα επίγεια βέβαια του τα έδωσε ύστερα από πολύ καιρό, ενώ τα μελλοντικά, τα επουράνια, όχι ακόμη. «Και έτσι με την υπομονή που επέδειξε πέτυχε την εκπλήρωση της ευλογίας που του υποσχέθηκε ο Θεός, ως προς το σημείο που αναφερόταν στην επίγεια ζωή του».

Βλέπεις ότι δεν έκαμε τα πάντα μόνο η υπόσχεση, αλλά και η υπομονή; Εδώ τους φοβίζει, δείχνοντας ότι πολλές φορές η υπόσχεση εμποδίζεται από ολιγοψυχία. Και αυτό βέβαια το απέδειξε μέσω του λαού· γιατί ολιγοψύχησαν και γι’ αυτό δεν πραγματοποιήθηκε σε αυτούς καθόλου η υπόσχεση· ενώ το αντίθετο το δείχνει με τον Αβραάμ. Έπειτα προς το τέλος κάνει και κάτι περισσότερο. Δείχνει δηλαδή πως, αν και έδειξαν υπομονή, δεν πραγματοποιήθηκαν σε αυτούς οι υποσχέσεις και ούτε έτσι όμως στενοχωρήθηκαν.

«νθρωποι μν γρ κατ το μεζονος μνουσι, κα πσης ατος ντιλογας πρας ες βεβαωσιν ρκος(:Ο Θεός ορκίστηκε στον εαυτό Του. Οι άνθρωποι βέβαια ορκίζονται στον Θεό, ο Οποίος είναι ανώτερος από όλους. Και δίνουν όρκο οι άνθρωποι για να σταματήσουν κάθε αντίρρηση και αμφισβήτηση μεταξύ τους και για να επιβεβαιώσουν την αλήθεια των λόγων τους)»[Εβρ.6,16]. Σωστά. Ποιος λοιπόν είναι εκείνος που ορκίστηκε στον Αβραάμ; Δεν είναι ο Υιός; «Όχι», λέγει. Από πού το λέγεις αυτό, Παύλε; Κυρίως βέβαια το λέγει ο Υιός, αλλά δεν το αμφισβητώ. Όταν λοιπόν Αυτός κάνει τον ίδιο όρκο: «Αλήθεια, αλήθεια σας λέγω», δεν φαίνεται ότι τον κάνει, επειδή δεν έχει κάποιον ανώτερο να ορκιστεί;

Όπως λοιπόν ορκίστηκε ο Πατέρας, έτσι ορκίζεται και ο Υιός στον εαυτό Του, λέγοντας «αλήθεια, αλήθεια σάς λέγω». Εδώ τους υπενθυμίζει εκείνους τους όρκους του Χριστού, τους οποίους έλεγε συνέχεια: « πιστεύων ες μέ, κν ποθάν, ζήσεται·κα πς ζν κα πιστεύων ες μ ο μ ποθάν ες τν αἰῶνα(:Εκείνος που πιστεύει σε μένα, ακόμη κι αν πεθάνει σωματικώς, όπως πέθανε ο αδελφός σου, θα ζήσει· διότι εκτός από την ουράνια και πνευματική ζωή, την οποία από τώρα θα μεταδώσω στην ψυχή του, αργότερα θα τον αναστήσω και σωματικώς. Και κάθε άνθρωπος που δεν έχει ακόμη πεθάνει, αλλά ζει εδώ στη γη, εφόσον πιστεύει σε μένα, θα αντιμετωπίσει γεμάτος αφοβία τον πρόσκαιρο θάνατο, τον οποίο τρέμουν και φοβούνται οι άνθρωποι που βρίσκονται μακριά από μένα. Κι επειδή θα μένει πάντοτε ενωμένος με μένα, δεν θα υποστεί ποτέ τον πνευματικό θάνατο, που είναι και ο πραγματικός και ανεπανόρθωτος θάνατος)»[Ιω.11,26].

Τι σημαίνει «κα πσης ατος ντιλογας πρας ες βεβαωσιν ρκος (:και δίνουν όρκο οι άνθρωποι για να σταματήσουν κάθε αντίρρηση και αμφισβήτηση μεταξύ τους και για να επιβεβαιώσουν την αλήθεια των λόγων τους)»; Αντί για το «απ’ αυτόν διαλύεται η αμφισβήτηση κάθε αντιλογίας»· όχι αυτής ή εκείνης, αλλά κάθε αντιλογίας. Έπρεπε βέβαια και χωρίς όρκο να πιστεύεται ο Θεός. «ν περισστερον βουλμενος Θες πιδεξαι τος κληρονμοις τς παγγελας τ μετθετον τς βουλς ατο, μεστευσεν ρκ (:Επειδή λοιπόν με τον όρκο αποκλείεται κάθε αμφιβολία και επειδή ο Θεός ήθελε να δείξει καθαρά και με μεγαλύτερη βεβαιότητα σε εκείνους που θα κληρονομούσαν τις επαγγελίες Του ότι ήταν αμετάκλητη και αμετάθετη η απόφασή Του να πραγματοποιήσει τα όσα υποσχέθηκε, γι’ αυτό δέχθηκε από άκρα συγκατάβαση και αγαθότητα να μεσολαβήσει όρκος στα λόγια Του)»[Εβρ.6,17], λέγει. Εδώ περιλαμβάνει και τους πιστούς. Γι’ αυτό υπενθυμίζει και την υπόσχεση αυτή που γενικά δόθηκε σε μας. «Εγγυήθηκε», λέγει, «με όρκο». Πάλι εδώ λέγει ότι ο Υιός έγινε εγγυητής ανάμεσα στους ανθρώπους και στον Θεό.

«να δι δο πραγμτων μεταθτων, ν ος δνατον ψεσασθαι Θεν (:και δέχθηκε τη μεσολάβηση του όρκου, ώστε με δύο πράγματα στερεά και αμετακίνητα δηλαδή με την υπόσχεσή Του και με τον όρκο Του, στα οποία είναι απολύτως αδύνατο να πει ψέματα ο Θεός)»[Εβρ.6,18]. Ποιο είναι το ένα και ποιο το άλλο; Το να πει και να υποσχεθεί, και το να προσθέσει τον όρκο στην υπόσχεση. Επειδή λοιπόν στους ανθρώπους αυτό φαίνεται πως είναι πιο αξιόπιστο, δηλαδή ο όρκος, γι’ αυτό και το πρόσθεσε.

Βλέπεις ότι δεν προσέχει τη δική Του αξία, αλλά πώς να πείσει τους ανθρώπους, και ότι ανέχεται να λέγονται ανάξια πράγματα για τον εαυτό Του; Δηλαδή, θέλει να βεβαιώσει. Και στην περίπτωση του Αβραάμ δείχνει ότι όλα ανήκουν στο Θεό και όχι στην υπομονή εκείνου, επειδή δέχτηκε να προσθέσει και όρκο, αφού σε αυτό που ορκίζονται οι άνθρωποι, σε αυτό ορκίστηκε και ο Θεός, δηλαδή στον εαυτό Του. Αλλά εκείνοι ορκίζονται σε ανώτερο, Αυτός όμως όχι σε ανώτερο· παρ΄όλ’ αυτά, το έκαμε. Δεν είναι δηλαδή το ίδιο να ορκιστεί στον εαυτό του ο άνθρωπος και ο Θεός· γιατί ο άνθρωπος δεν εξουσιάζει τον εαυτό του. Βλέπεις λοιπόν ότι αυτό δε λέχθηκε μάλλον προς τον Αβραάμ αλλά προς εμάς.

«σχυρν παρκλησιν χωμεν ο καταφυγντες κρατσαι τς προκειμνης λπδος (:να έχουμε εμείς που καταφύγαμε σε Αυτόν μεγάλη ενθάρρυνση και προτροπή και στήριγμα προκειμένου να κρατήσουμε δυνατά την ελπίδα που βρίσκεται μπροστά μας)»[Εβρ.6,18], λέγει. Και εδώ πάλι με την υπομονή πραγματοποίησε την υπόσχεση. Τώρα λέγει· και δεν είπε, επειδή ορκίστηκε. Και τι σημαίνει όρκος, το φανέρωσε λέγοντας το «να ορκιστεί στο μεγαλύτερο». Αλλά επειδή το ανθρώπινο γένος είναι άπιστο, κατεβαίνει στα ίδια με μας. Όπως λοιπόν ορκίζεται για μας, παρόλο που είναι ανάξιο γι΄Αυτόν το να μην πιστεύεται, έτσι είπε και το «καίπερ ν υός, μαθεν φ᾿ ν παθε τν πακοήν(:έτσι λοιπόν, αν και ήταν Υιός του Θεού, ο μονογενής και ομοούσιος του Πατρός, έμαθε εκ προσωπικής πείρας ως άνθρωπος από όσα έπαθε, την υπακοή, την οποία έδειξε έμπρακτα και στον ύψιστο βαθμό)»[Εβρ.5,8], επειδή οι άνθρωποι θεωρούν ότι αυτό είναι περισσότερο αξιόπιστο, το να τα δοκιμάσει ο ίδιος. Και τι σημαίνει: «Τς προκειμνης λπδος(:την ελπίδα που βρίσκεται μπροστά μας)»; «Απ’ αυτά», λέγει, «συμπεραίνουμε τα μελλοντικά. Γιατί, αν αυτά πραγματοποιήθηκαν ύστερα από τόσο χρόνο οπωσδήποτε θα πραγματοποιηθούν και εκείνα. Επομένως όσα έγιναν στον Αβραάμ μάς εγγυώνται και για τα μελλοντικά».

«που πρδρομος πρ μν εσλθεν ᾿Ιησος, κατ τν τξιν Μελχισεδκ ρχιερες γενμενος ες τν αἰῶνα(:εκεί, στον ουρανό, ως πρόδρομος μπήκε ο Ιησούς, πριν από μας και για χάρη μας, για να μας ανοίξει τον δρόμο και για να μας ετοιμάσει τόπο. Και έτσι αναδείχθηκε αρχιερέας όχι προσωρινός αλλά αιώνιος, κατά την τάξη Μελχισεδέκ)»[Εβρ.6,20].Ενώ βρισκόμαστε ακόμη στον κόσμο και δεν αναχωρήσαμε ακόμη από τη ζωή, δείχνει ότι απολαμβάνουμε ήδη τις υποσχέσεις, γιατί μέσω της ελπίδας είμαστε ήδη στον ουρανό. Είπε «περιμένετε»· γιατί μέσω της ελπίδας είμαστε ήδη στον ουρανό. Είπε «περιμένετε» γιατί οπωσδήποτε θα συμβούν. Έπειτα βεβαιώνοντας αυτό λέγει· «μάλλον όμως, τα απολαύσατε ήδη με την ελπίδα». Και δεν είπε «εμείς είμαστε μέσα» αλλά «αυτή μπήκε μέσα», πράγμα που ήταν αληθέστερο και πιθανότερο. Γιατί, όπως η άγκυρα όταν κρεμαστεί από το πλοίο δεν το αφήνει να πηγαίνει εδώ και εκεί, έστω και αν το χτυπούν άπειροι άνεμοι, αλλά όταν ριφθεί το σταθεροποιεί, έτσι και η ελπίδα.

«ν ς γκυραν χομεν τς ψυχς σφαλ τε κα βεβααν κα εσερχομνην ες τ στερον το καταπετσματος(:αυτή την ελπίδα την έχουμε σαν άγκυρα της ψυχής. Αυτή μας ασφαλίζει από τους πνευματικούς κινδύνους και είναι σταθερή και αμετακίνητη και εισέρχεται στον ουρανό, τον οποίο εικονίζει ο ιερός τόπος της σκηνής και του ναού που εκτεινόταν πιο μέσα από το καταπέτασμα και λεγόταν Άγια Αγίων)»[Εβρ.6,19].Και πρόσεχε πώς βρήκε την κατάλληλη εικόνα. Γιατί δεν μίλησε για θεμέλιο, πράγμα που δεν ταίριαζε, αλλά για άγκυρα. Εκείνο δηλαδή που βρίσκεται σε τρικυμία και δε φαίνεται να είναι πάρα πολύ σταθερό, στέκεται πάνω σε νερό, όπως επάνω στη γη, και ταλαντεύεται και δεν ταλαντεύεται. Για όσους λοιπόν είναι πάρα πολύ σταθεροί και πιστοί, εύλογα ανέφερε εκείνο ο Χριστός λέγοντας: «κοδόμησε τν οκίαν ατο π τν πέτραν(:αυτός είναι συνετός άνθρωπος, που έκτισε το σπίτι του πάνω στην πέτρα, στο στερεό δηλαδή και αδιάσειστο θεμέλιο της διδασκαλίας μου και του παραδείγματός μου)»[Ματθ.7,24].

Για όσους όμως αποκάμνουν και πρέπει να στηρίζονται με την ελπίδα, ορθά το ανέφερε αυτό ο Παύλος. Γιατί η θύελλα και η μεγάλη τρικυμία ταλαντεύει το σκάφος, ενώ η ελπίδα δεν αφήνει να περιφέρεται εδώ και εκεί, έστω και αν το χτυπούν άπειροι άνεμοι. Επομένως αν δεν την είχαμε, θα είχαμε καταποντιστεί πριν από πολύ καιρό. Όχι μόνο στα πνευματικά, αλλά και στα βιοτικά θα μπορούσε κανείς να βρει μεγάλη τη δύναμή της, όπως στο εμπόριο, στη γεωργία και στην εκστρατεία. Γιατί, αν κανείς δεν την προστάξει αμέσως, δεν θα μπορέσει να ασχοληθεί με κανένα έργο. Και δεν είπε απλώς «γκυραν» αλλά και «σφαλ τε κα βεβααν», για να φανερώσει τη σταθερότητα εκείνων που στηρίζονται σε αυτήν για τη σωτηρία τους. Γι’ αυτό προσθέτει, «εισέρχεται στον ουρανό, τον οποίο εικονίζει ο ιερός τόπος της σκηνής και του ναού που εκτεινόταν πιο μέσα από το καταπέτασμα και λεγόταν Άγια Αγίων». Τι σημαίνει αυτό; Αντί για το «αυτή φθάνει στον ουρανό».

Στη συνέχεια πρόσθεσε και την πίστη, για να μην είναι μόνο ελπίδα, αλλά και πολύ αληθινή. Γιατί μετά τον όρκο προσθέτει και κάτι άλλο, την απόδειξη από τα πράγματα, ότι δηλαδή πρόδρομος για χάρη μας μπήκε ο Ιησούς. Ο πρόδρομος όμως είναι πρόδρομος για κάποιους, όπως ήταν ο Ιωάννης για τον Χριστό. Και δεν είπε απλώς «μπήκε», αλλά «πρδρομος πρ μν εσλθεν ᾿Ιησος (:ως πρόδρομος μπήκε ο Ιησούς, πριν από μας και για χάρη μας, για να μας ανοίξει τον δρόμο και για να μας ετοιμάσει τόπο)», επειδή επρόκειτο και εμείς να ακολουθήσουμε. Γιατί δεν πρέπει να είναι μεγάλη η απόσταση του προδρόμου από αυτούς που τον ακολουθούν, επειδή δεν θα ήταν τότε πρόδρομος. Ο πρόδρομος δηλαδή και όσοι ακολουθούν πρέπει να βρίσκονται στον ίδιο δρόμο, και αυτός να βαδίζει, ενώ οι άλλοι να προσπαθούν να τον φτάσουν.

«κατ τν τξιν Μελχισεδκ ρχιερες γενμενος ες τν αἰῶνα(:και έτσι αναδείχθηκε αρχιερέας όχι προσωρινός αλλά αιώνιος, κατά την τάξη Μελχισεδέκ)», λέγει παρακάτω. Να και άλλη παρηγοριά, αφού ο αρχιερέας μας βρίσκεται στον ουρανό και είναι πολύ καλύτερος από τους αρχιερείς των Ιουδαίων, όχι μόνο ως προς τον τρόπο, αλλά και ως προς τον τόπο και τη σκηνή και τη διαθήκη και το πρόσωπο. Και αυτό αναφέρεται στη σάρκα.

Πρέπει λοιπόν και αυτοί στους οποίους είναι ιερέας, αυτοί που αποτελούν το ποίμνιό του να είναι πολύ καλύτεροι. Και όπως είναι μεγάλη η διαφορά του Χριστού από τον Ααρών, τέτοια είναι και η δική μας διαφορά από τους Ιουδαίους. Πρόσεχε λοιπόν, στον ουρανό έχουμε το Ιερό Σφάγιο, στον ουρανό τον Ιερέα, στον ουρανό τη Θυσία. Επομένως ας προσφέρουμε τέτοιες θυσίες που μπορούν να προσφέρονται σε εκείνο το θυσιαστήριο· όχι πια πρόβατα και βόδια, όχι αίμα και κνίσα.

Όλα αυτά έχουν καταργηθεί και έχει εισαχθεί στη θέση τους η λογική λατρεία. Τι όμως είναι η λογική λατρεία; Αυτά που προσφέρονται με την ψυχή, με το πνεύμα(γιατί λέγει: «Πνεμα Θεός, κα τος προσκυνοντας ατν ν πνεύματι κα ληθεί δε προσκυνεν(:Ο Θεός είναι πνεύμα, γι’ αυτό και δεν περιορίζεται σε τόπους. Και εκείνοι που τον λατρεύουν πρέπει να τον προσκυνούν με τις εσωτερικές τους πνευματικές δυνάμεις, με αφοσίωση της καρδιάς και του νου, αλλά και με αληθινή επίγνωση του Θεού και της λατρείας που του αρμόζει)»[Ιω.4,24]· όσα δεν έχουν ανάγκη από το σώμα, από όργανα, από τόπους. Και τέτοια είναι η πραότητα, η σωφροσύνη, η ελεημοσύνη, η ανεξικακία, η υπομονή, η ταπεινοφροσύνη.

Τις θυσίες αυτές θα μπορούσε να τις δει κανείς και στην Παλαιά Διαθήκη να έχουν από την αρχή προεικονιστεί. Γιατί λέγει ο Δαβίδ: «Θύσατε θυσίαν δικαιοσύνης κα λπίσατε π Κύριον(:Προσφέρετε ως θυσία όχι ζώα και υλικές προσφορές, αλλά δικαιοσύνη και αγαθότητα· και στηρίξτε όλη την ελπίδα και την εμπιστοσύνη σας στον Κύριο)»[Ψαλμ. 4,6]. Και πάλι: «Σο θύσω θυσίαν ανέσεως κα ν νόματι Κυρίου πικαλέσομαι(:Σε σένα λοιπόν και εγώ τώρα θα προσφέρω ευχαριστήρια θυσία για τη διάσωσή μου. Και γεμάτος ευγνωμοσύνη θα επικαλεστώ το όνομά Σου, υψώνοντας ευλαβικά το ποτήριο της θυσίας για να εκφράσω τις ευχαριστίες μου προς Εσένα)»[Ψαλμ. 115,8]· και: «Θυσία ανέσεως δοξάσει με(:Εμένα μόνο η θυσία δοξολογίας θα με δοξάσει· μια θυσία ευγνωμοσύνης που θα ξεχειλίζει από μία αγνή καρδιά αφοσιωμένη σε Εμένα)»[Ψαλμ.49,23]· και: «Θυσία τ Θε πνεμα συντετριμμένον(:Θυσία ευάρεστη και ευπρόσδεκτη στον Θεό είναι εκείνη που προσφέρεται με εσωτερική συντριβή και ειλικρινή μετάνοια· ποτέ ο Θεός δεν θα απορρίψει μια καρδιά που αισθάνεται αληθινή συντριβή και ταπείνωση)»[Ψαλμ.50,19].

Και πάλι: «νατί μοι λίβανον κ Σαβ φέρετε;(:Τι να κάνω εγώ το λιβάνι, που φέρετε από τη Σαβά, εφόδον καταπατείτε συνέχεια τον νόμο μου;)»[Ιερ.6,20]. Και άλλος: «Μετάστησον π᾿ μο χον δν σου, κα ψαλμν ργάνων σου οκ κούσομαι(: Απομακρύνετε από κοντά μου τον ήχο των ωδών σας. Δεν θέλω να ακούσω τις μελωδίες των οργάνων σας)»[Αμώς 5,23]. Αλλά αντί για όλα αυτά: «λεος θέλω κα ο θυσίαν(:Προτιμώ την αγάπη σας προς Εμένα και όχι τις τυπικές θυσίες)»[Ωσηέ, 6,6].

Βλέπεις με ποιες θυσίες ευαρεστείται ο Θεός; Βλέπεις ότι άλλες έχουν ήδη παραμεριστεί από την αρχή και ότι άλλες πήραν τη θέση τους; Αυτές λοιπόν ας προσφέρουμε. Γιατί εκείνες είναι απόδειξη πλούτου και των πλουσίων, αυτές όμως της αρετής· εκείνες είναι εξωτερικές, αυτές εσωτερικές· εκείνες θα μπορούσε να τις κάνει και ο τυχαίος άνθρωπος, αυτές όμως λίγοι. Όσο ανώτερος είναι ο άνθρωπος από το πρόβατο, τόσο ανώτερη είναι αυτή η θυσία από εκείνη, γιατί εδώ προσφέρεις θυσία την ψυχή σου. Υπάρχουν όμως και άλλες θυσίες, τα πραγματικά ολοκαυτώματα, τα σώματα των αγίων μαρτύρων. Εκεί είναι αγία και η ψυχή και το σώμα, εκείνα έχουν μεγάλη ευωδιαστή οσμή.

Μπορείς και εσύ, αν θέλεις, να προσφέρεις τέτοια θυσία. Τι δηλαδή αν δεν κάψεις το σώμα με τη φωτιά; Μπορείς όμως να το κάψεις με άλλη φωτιά, όπως με τη φωτιά της θεληματικής φτώχειας, της θλίψης. Το να μπορεί δηλαδή κάποιος να ζει με απολαύσεις και πολυτέλεια, αλλά να προτιμά την επίπονη και δύσκολη ζωή και να νεκρώνει το σώμα, δεν είναι ολοκαύτωμα; Νέκρωσε και σταύρωσε το σώμα σου, και τότε θα λάβεις και ο ίδιος το στεφάνι αυτού του μυστηρίου. Εκείνο δηλαδή που κάνει εκεί το ξίφος, ας το κάνει εδώ η προθυμία. Ας μη σε καίει και ας μη σε κατέχει ο έρωτας για τα χρήματα, αλλά ας κατακαίεται και ας σβήνει τελείως η παράλογη αυτή επιθυμία με τη φωτιά του πνεύματος και ας κατακόβεται με τη μάχαιρα του Πνεύματος. Αυτή είναι θυσία καλή, δεν χρειάζεται ιερέα, αλλά αυτόν που την προσφέρει· θυσία καλή, που τελείται βέβαια στη γη, αλλά αμέσως ανεβαίνει στον ουρανό.

Δεν θαυμάζουμε ότι η φωτιά στην παλαιά εποχή κατέβαινε και κατέστρεφε τα πάντα; Μπορεί και τώρα να κατεβεί φωτιά πολύ πιο θαυμαστή από εκείνη και να καταστρέψει όλα όσα βρίσκονται μπροστά της· ή καλύτερα όχι να καταστρέψει, αλλά να ανεβάσει στον ουρανό. Γιατί δεν τα κάνει αυτά στάχτη, αλλά προσφέρει δώρα στον Θεό. Τέτοιες ήταν οι προσφορές του Κορνηλίου. Γιατί λέγει: «Α προσευχαί σου κα α λεημοσύναι σου νέβησαν ες μνημόσυνον νώπιον το Θεο(:Οι προσευχές σου και οι ελεημοσύνες σου ανέβηκαν στον ουρανό ως προσφορά ευπρόσδεκτη στο Θεό και ως μια ενθύμηση για να μη σε ξεχνά ποτέ)»[Πράξ.10,4]. Βλέπεις άριστη σύζευξη; Τότε μας ακούνε, όταν και εμείς ακούμε τους φτωχούς που μας πλησιάζουν· «ς φράσσει τ τα ατο το μ πακοσαι σθενος, κα ατς πικαλέσεται, κα οκ σται εσακούων(:Εκείνος που κλείνει τα αυτιά του, για να μην ακούσει την παράκληση του φτωχού, ενός αδύνατου και ασθενούς, θα ευρεθεί και αυτός στην ανάγκη να επικαλεστεί και να ζητήσει βοήθεια των άλλων και δεν θα υπάρξει κανείς να τον ακούσει)»,λέγει η Γραφή [Παροιμ.21,13].

«Μακάριος συνιν π πτωχν κα πένητα· ν μέρ πονηρ ύσεται ατν Κύριος(:Τρισευτυχισμένος είναι ο άνθρωπος που κατανοεί τον φτωχό και αυτόν που στερείται τα πάντα· κατανοεί τη δύσκολη θέση του και ενδιαφέρεται γι΄αυτόν· διότι, όταν κάποια μέρα θα τον βρουν στενοχώριες, ασθένειες και συμφορές, ο Κύριος θα τον λυτρώσει και θα τον σώσει)»[Ψαλμ. 40,2]. Και δεν είναι άλλη αυτή η ημέρα, παρά εκείνη η ημέρα της κρίσης, η οποία γίνεται δύσκολη για τους αμαρτωλούς. Τι σημαίνει: « συνιν(:αυτός που κατανοεί)»; Αυτός που καταλαβαίνει τι σημαίνει φτωχός, αυτός που γνωρίζει καλά τη στενοχώρια του. Γιατί, όποιος μάθει τη στενοχώρια του, οπωσδήποτε θα τον βοηθήσει αμέσως. Όταν δεις φτωχό, μην τον περιφρονήσεις, αλλά αμέσως σκέψου ποιος θα ήσουν, αν εσύ ήσουν εκείνος, αν ήσουν εσύ στη θέση του· τι δεν θα ήθελες να σου κάνουν όλοι; «Αυτός που κατανοεί», λέγει. Σκέψου ότι είναι ελεύθερος όμοια με σένα και ότι μετέχει στην ίδια με σένα ευγενική καταγωγή και ότι όλα τα έχει κοινά με σένα. Παρόλο όμως που αυτός δεν έχει τίποτε κατώτερο από εσένα, ούτε με τα σκυλιά σου πολλές φορές τον θεωρείς ίσο. Γιατί εκείνα χορταίνουν ψωμί, αυτός όμως κοιμήθηκε πολλές φορές πεινασμένος· ο ελεύθερος έγινε περισσότερο περιφρονημένος και από τους δούλους σου.

«Οι δούλοι όμως», λέγει ίσως κάποιος, «εκτελούν υπηρεσία σε μας». Πες μου, ποια ακριβώς είναι αυτή; Ότι σε υπηρετούν καλά; Αν λοιπόν αποδείξω ότι και αυτός εκπληρώνει υπηρεσία σε σένα πολύ μεγαλύτερη από εκείνους, τι θα πεις; Γιατί θα σου παρασταθεί την ημέρα της κρίσης και θα σε γλυτώσει από τη φωτιά. Τι παρόμοιο κάνουν όλοι οι δούλοι; Όταν πέθανε η Ταβιθά, ποιος την ανάστησε;[βλ. Πράξ.9,36-43]. Δούλοι που την περιστοίχισαν ή φτωχοί; Εσύ όμως δεν θέλεις να εξισώνεις τον ελεύθερο με τους δούλους. Είναι πολύ το κρύο και πεσμένος στο χώμα ρακένδυτος ο φτωχός, πεθαίνοντας από το κρύο, χτυπώντας τα δόντια, και από το πρόσωπο και την εμφάνιση είναι ικανός να σε παρακαλέσει, ενώ εσύ που ζεσταίνεσαι και μεθάς, τον περιφρονείς. Πώς λοιπόν έχεις την αξίωση να σε σώσει ο Θεός όταν βρίσκεσαι σε συμφορά; Πολλές φορές όμως λες και αυτό: «αν ήμουν εγώ και έπιανα κάποιον να έχει αμαρτήσει πολύ, θα τον συγχωρούσα, και ο Θεός δεν συγχωρεί;». Μην το πεις αυτό, γιατί και εσύ αυτόν που δεν αμάρτησε καθόλου σε εσένα, που μπορείς να τον απαλλάξεις, τον περιφρονείς.

Αν όμως περιφρονείς έναν τέτοιον άνθρωπο, πώς ο Θεός θα σε συγχωρήσει όταν αμαρτάνεις σε Αυτόν; Άραγε δεν είναι άξια αυτά για τη γέενα; Και τι το παράξενο; Πολλές φορές ένα σώμα νεκρό και αναίσθητο, που δεν αισθάνεται πια την τιμή, το στολίζεις με πολλά και ποικίλα και χρυσοΰφαντα ρούχα, αλλά περιφρονείς το σώμα που υποφέρει και αφανίζεται και βασανίζεται και ταλαιπωρείται από την πείνα και το κρύο, και ενδίδεις περισσότερο στη ματαιοδοξία παρά στον φόβο του Θεού.

Και είθε να σταματούσε εδώ, αλλά αμέσως ακολουθούν κατηγορίες εναντίον εκείνου που τον πλησιάζει· «γιατί δεν εργάζεται», λέγει, «και γιατί τρέφεται χωρίς να εργάζεται;» Πες μου, εσύ από την εργασία σου έχεις αυτά που έχεις και δεν πήρες πατρικό κλήρο; Αν όμως εργάζεσαι, γι’ αυτό κατηγορείς άλλον; Δεν ακούς τον Παύλο που λέγει: «Υμες δ, δελφο, μ κκακσητε καλοποιοντες(:Εσείς όμως, αδελφοί, μην αποκάμνετε κάνοντας το καλό ακόμη και σε αυτούς, αλλά να το κάνετε ακούραστα)»;[Β΄Θεσ.3,13]. Γιατί, αφού είπε: «Ε τις ο θλει ργζεσθαι, μηδ σθιτω(:Όποιος δεν θέλει να εργάζεται, δεν πρέπει ούτε και να τρώει)»[Β΄Θεσ.3,10], πρόσθεσε αυτό.

«Αλλά», λέγει επίσης ίσως κάποιος, «είναι απατεώνας». Τι λες, άνθρωπε; Τον ονομάζεις «απατεώνα» για ένα ψωμί και ένα ένδυμα; Αλλά το πουλάει αμέσως, λέγει. Αλλά μήπως εσύ διαχειρίζεσαι τα δικά σου σωστά; Τι δηλαδή; Όλοι είναι φτωχοί επειδή δεν εργάζονται; Κανείς δεν είναι φτωχός από ναυάγια; Κανείς από δικαστήρια; Κανείς από κλοπή; Κανείς από κινδύνους; Κανείς από αρρώστιες; Κανείς από άλλη περίσταση; Αλλά αν ακούσουμε κάποιον να οδύρεται και να τα φωνάζει δυνατά αυτά, και γυμνό να βλέπει στον ουρανό, και να έχει μακριά μαλλιά και να είναι ρακένδυτος, τον αποκαλούμε αγύρτη, απατεώνα και υποκριτή; Δεν ντρέπεσαι; Ποιον ονομάζεις απατεώνα; Μη δώσεις τίποτε, και να μην κατηγορήσεις όμως τον άνθρωπο. «Αλλά έχει χρήματα»,λέγει, «και προσποιείται». Αυτό είναι κατηγορία εναντίον σου, όχι εναντίον εκείνου. Αυτός γνωρίζει ότι έχει να κάνει με σκληρούς, με θηρία μάλλον παρά με ανθρώπους, και ότι, και αν ακόμη μιλήσει αξιολύπητα, δεν παρασύρει κανέναν· και γι’ αυτό αναγκάζεται να περιβληθεί και με αξιολύπητη ενδυμασία για να σου λυγίσει την ψυχή.

Αν δούμε κάποιον να πλησιάζει με ενδυμασία που ταιριάζει σε ελεύθερο, αυτός είναι απατεώνας, λέγει, και για να φανεί ότι κατάγεται από ευγενείς πλησιάζει με αυτόν τον τρόπο. Αν δούμε κάποιον με την αντίθετη ενδυμασία, και αυτόν τον κακίζουμε. Τι να κάνουν λοιπόν; Πω πω, πόση αγριότητα, πόση σκληρότητα! «Και για ποιο λόγο», λέγει, «γυμνώνουν τα ακρωτηριασμένα μέλη τους;» Για σένα. Αν ήμασταν ελεήμονες, δε θα είχαν ανάγκη από αυτά τα τεχνάσματα· αν έπειθαν από την πρώτη προσέλευση, δε θα μηχανεύονταν τόσα πολλά. Ποιος είναι τόσο άθλιος, ώστε να θέλει να φωνάζει τόσα πολλά, ώστε να θέλει να ασχημονεί, ώστε να θέλει να οδύρεται δημόσια με τη γυμνή γυναίκα του, με τα παιδιά του και να πασπαλίζεται με σκόνη; Από πόση φτώχεια είναι χειρότερα αυτά; Αλλά γι’ αυτά όχι μόνο δεν ελεούνται, αλλά και κατηγορούνται από μας. Ακόμη λοιπόν θα αγανακτήσουμε, επειδή δεν εισακουόμαστε όταν προσευχόμαστε στον Θεό; Ακόμη λοιπόν θα δυσανασχετήσουμε, επειδή δεν πείθουμε όταν παρακαλούμε; Δε φρίττουμε, αγαπητοί;

«Αλλά πολλές φορές», λέγει, «έδωσα». Αλλά μήπως εσύ δεν τρως πάντοτε; Και τα παιδιά πολλές φορές όταν ζητούν τα διώχνεις; Πω πω αδιαντροπιά! Ονομάζεις αδιάντροπο τον φτωχό; Και εσύ βέβαια όταν αρπάζεις δεν είσαι αδιάντροπος, ενώ εκείνος όταν παρακαλεί για ψωμί είναι αδιάντροπος; Δεν καταλαβαίνεις πόση είναι η ανάγκη της κοιλιάς; Δεν τα κάνεις όλα γι’ αυτό; Δεν αδιαφορείς για τα πνευματικά γι΄αυτόν τον λόγο; Δεν είναι μπροστά μας ο ουρανός και η βασιλεία των ουρανών; Εσύ όμως φοβούμενος την εξουσία εκείνης, υπομένεις τα πάντα, και δεν την περιφρονείς; Αυτή είναι αδιαντροπιά. Δεν βλέπεις γέρους ανάπηρους; Αλλά, πω πω ανοησία! «Ο τάδε», λέγει, «δανείζει τόσα χρυσά νομίσματα, και ο τάδε τόσα, και όμως επαιτεί». Λέτε παραμύθια για μικρά παιδιά και ανοησίες. Γιατί και εκείνα πάντοτε ακούνε τέτοια παραμύθια από την τροφό τους. Δεν πείθομαι, δεν πιστεύω μακριά μία τέτοια σκέψη. Δανείζει κάποιος και ενώ έχει πολλά επαιτεί; Πες μου, για ποιο λόγο; Και τι είναι αισχρότερο από την επαιτεία; Προτιμότερος ο θάνατος παρά η επαιτεία.

Μέχρι πότε θα είμαστε σκληροί; Τι λοιπόν; Όλοι δανείζουν; Όλοι είναι απατεώνες; Κανείς δεν είναι αληθινά φτωχός; «Ναι», λέγει, «και πολλοί μάλιστα». Γιατί λοιπόν δεν τους βοηθείς εκείνους, επειδή εξετάζεις λεπτομερώς τη ζωή τους; Πρόσχημα είναι αυτά και δικαιολογία. «Τ ατοντί σε δίδου κα τν θέλοντα π σο δανείσασθαι μ ποστραφς(:Σε εκείνον που σου ζητά ελεημοσύνη δίνε, αλλά πάντοτε με διάκριση που θα την διαπνέει η ειλικρινής αγάπη. Και μην περιφρονήσεις εκείνον που σου ζητά δανεικά χωρίς τόκο)»[Ματθ.5,42]· άπλωσε το χέρι σου, και μην το έχεις μαζεμένο. Δεν οριστήκαμε εξεταστές της ζωής των ανθρώπων, γιατί έτσι δεν θα ελεήσουμε κανέναν.

Γιατί όταν παρακαλείς τον Θεό λες «να μην θυμηθείς τις αμαρτίες μου»; Επομένως, και αν ακόμη είναι πάρα πολύ αμαρτωλός εκείνος, το ίδιο να σκέπτεσαι και γι΄αυτόν και να μη θυμάσαι τις αμαρτίες του. Ο καιρός είναι για φιλανθρωπία, όχι για λεπτομερή εξέταση· για ελεημοσύνη, όχι για υπολογισμούς. Θέλει να τον θρέψεις· αν θέλεις, δώσε του· αν όμως δεν θέλεις, διώξε τον, χωρίς να απορείς γιατί είναι άθλιος και ταλαίπωρος. Γιατί δεν τον ελεείς και γιατί αποτρέπεις και αυτούς που θέλουν να τον ελεήσουν; Όταν δηλαδή ο τάδε ακούσει από σένα ότι αυτός είναι απατεώνας, ότι εκείνος είναι υποκριτής, ότι ο άλλος δανείζει, ούτε σε αυτούς δίνει ούτε σε εκείνους, επειδή υποψιάζεται πως όλοι είναι τέτοιοι. Γνωρίζετε βέβαια ότι εύκολα υποψιαζόμαστε τα κακά, ενώ τα καλά καθόλου.

Ας γίνουμε ελεήμονες, όχι απλώς, αλλά όπως ο Πατέρας μας ο ουράνιος. Αυτός τρέφει και μοιχούς και πόρνους και αγύρτες. Και τι λέγω; Τρέφει και εκείνους που έχουν κάθε είδος κακίας. Γιατί μέσα σε τόσο κόσμο είναι αναπόφευκτο να υπάρχουν και πολλοί τέτοιοι. Όμως όλους τους τρέφει, όλους τους ντύνει. Κανείς δεν πέθανε ποτέ από πείνα, εκτός αν κάποιος το ήθελε. Έτσι ας γίνουμε ευσπλαχνικοί· αν έχει κάποιος ανάγκη και βρίσκεται σε οικονομική δυσκολία, βοήθα τον. Τώρα όμως φθάσαμε σε τόσο μεγάλο σημείο αδιαφορίας, ώστε να το κάνουμε αυτό όχι μόνο στους φτωχούς που βαδίζουν μέσα από στενωπούς, αλλά και στους μοναχούς. «Ο τάδε είναι απατεώνας», λέγει. Δεν το έλεγα αυτό προηγουμένως, ότι αν δίνουμε σε όλους χωρίς διάκριση πάντοτε θα ελεούμε, αν όμως αρχίσουμε να εξετάζουμε λεπτομερώς δε θα ελεήσουμε ποτέ; Τι λες; Για να πάρει ψωμί, είναι απατεώνας; Αν βέβαια ζητάει τάλαντα χρυσού και αργύρου ή πολυτελή ενδύματα ή δούλους ή οτιδήποτε άλλο, δίκαια θα μπορούσε να τον ονομάσει κανείς απατεώνα. Αν όμως δε ζητάει τίποτε από αυτά, αλλά τροφή και στέγη, που είναι απόδειξη ευσέβειας, αυτό, πες μου, είναι γνώρισμα απατεώνα;

Ας σταματήσουμε αυτήν την άκαιρη, σατανική και ολέθρια πολυπραγμοσύνη. Αν κάποιος λέγει ότι ανήκει στον κλήρο ή ονομάζει τον εαυτό του ιερέα, να τον περιεργάζεσαι και να τον εξετάζεις προσεκτικά, γιατί εκεί δεν είναι ακίνδυνη η ανεξέταστη παροχή, αλλά ο κίνδυνος είναι για μεγάλα πράγματα. Αν όμως είναι ανάγκη από τροφή, να μην εξετάζεις τίποτε, γιατί δε δίνεις, αλλά παίρνεις. Εξέτασε, αν θέλεις, πώς έδειχνε τη φιλοξενία ο Αβραάμ σε όλους που έρχονταν κοντά του. Αν ήταν περίεργος για εκείνους που κατέφευγαν σε αυτόν, δε θα φιλοξενούσε αγγέλους. Γιατί ίσως δεν θα πίστευε ότι είναι άγγελοι και θα τους έδιωχνε και αυτούς μαζί με τους άλλους, αλλά επειδή τους δεχόταν όλους, δέχθηκε και αγγέλους.

Μήπως ο Θεός σού δίνει τον μισθό από τη συμπεριφορά αυτών που λαμβάνουν; Από τη δική σου προαίρεση, από την ανάλογη γενναιοδωρία, από την πολλή φιλανθρωπία, από την καλοσύνη. Αυτή ας υπάρχει και θα απολαύσεις όλα τα αγαθά, τα οποία είθε να τα απολαύσουμε όλοι μας, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, μαζί με τον Οποίο στον Πατέρα και συγχρόνως στο Άγιο Πνεύμα ανήκει η δόξα, η δύναμη και η τιμή, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

  • Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στην προς Εβραίους επιστολήν», ομιλία ΙΑ΄, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1989, τόμος 24, σελίδες 467-493.

  • Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.

  • Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.

  • Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.

  • Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλτήριον με σύντομη ερμηνεία(απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τρίτη, Αθήνα 2016

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Αυγουστίνος Καντιώτης (Από το βιβλίο "ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ")

Ποῦ ἐλπίζεις;

«Ην (ἐλπίδα) ὡς ἄγκυραν ἔχομεν τῆς ψυχῆς ἀσφαλῆ τε καὶ βεβαίαν καὶ εἰσερχομένην εἰς τὸ ἐσώτερον τοῦ καταπετάσματος» (Εβρ. 6,19)

ΟΣΟΙ, ἀγαπητοί μου, ὅσοι ἔχετε ταξιδέψει μὲ πλοῖα, γνωρίζετε ὅτι τὰ πλοῖα, μικρὰ καὶ μεγάλα, κι αὐτὰ τὰ ὑπερωκεάνια που διασχίζουν τις θάλασσες καὶ τοὺς ὠκεανούς, ἔχουν ἄγκυρα. Ἡ ἄγκυρα εἶνε ἀπαραίτητη. Κανένα πλοῖο δὲν ξεκινάει, ἂν δὲν ἔχῃ τὴν ἄγκυρα ἐν τάξει. Γιατὶ ὅταν σηκωθῇ τρικυμία καὶ τὸ πλοῖο κινδυνεύῃ νὰ παρασυρθῇ ἀπὸ τὰ κύματα καὶ νὰ πέσῃ πάνω σὲ ξέρες καὶ νὰ γίνῃ συντρίμ μια, τότε ὁ πλοίαρχος διατάζει τοὺς ναῦτες νὰ ῥίξουν τὴν ἄγκυρα. Ἡ ἄγκυρα, ποὺ πέφτει στὴ θάλασσα, ἂν πιάσῃ στερεὰ στὸν πυθμένα, τότε τὸ πλοῖο κρατιέται γερὰ καὶ δὲν παρασύρεται πιὰ ἀπὸ τὰ κύματα. Ασφάλεια τοῦ πλοίου στὸν καιρὸ τῆς τρικυμίας εἶνε ἡ ἄγκυρα.

Ἀλλὰ γιατί μιλᾶμε ἐδῶ γιὰ ταξίδια, γιὰ πλοῖα καὶ γιὰ ἄγκυρες; Γιατὶ καὶ ἡ σημερινή περικοπὴ τοῦ Ἀποστόλου μιλάει γιὰ ἄγκυρα. Ποιά εἶνε λοιπὸν αὐτὴ ἡ ἄγκυρα, ποὺ λέει ὁ Ἀπόστολος ὅτι πρέπει νὰ ἔχουμε; Σ’ αὐτὸ θὰ ἀπαντήσουμε στὸ σημερινό μας κήρυγμα.

Ὁ Ἀπόστολος μιλάει μὲ γλῶσσα ἀλληγορική. Παίρνει, δηλαδή, τὴν ἄγκυρα σὰν μιὰ εἰκόνα, σὰν ἕνα παράδειγμα, γιὰ νὰ μᾶς διδάξῃ. Ἂς ἀναπτύξουμε τὴν εἰκόνα.

* * *

Ἡ ζωή, ἀγαπητοί, ποὺ ζοῦμε στὸν κόσμο αὐτὸ μοιάζει μὲ ἕνα ταξίδι. Ἀρχὴ τοῦ ταξιδιοῦ μας εἶνε ἡ μέρα ποὺ γεννηθήκαμε. Τέλος τοῦ ἐπιγείου ταξιδιοῦ μας εἶνε ἡ μέρα ποὺ θὰ πεθάνουμε. Θάλασσα εἶνε ὁ κόσμος. Καὶ ὅπως στὴ θάλασσα δὲν εἶνε πάντοτε γαλήνη, ἀλλὰ ἔρχονται μέρες ποὺ ἡ θάλασσα ταράζεται ἀπὸ δυνατοὺς ἀνέμους καὶ σηκώνει τεράστια κύματα, ἔτσι καὶ ἡ ζωὴ ποὺ ζοῦμε στον κόσμο αὐτὸ δὲν εἶνε πάντοτε γαλή νια καὶ ἥσυχη. Λίγες εἶνε οἱ μέρες ποὺ ἀπολαμβάνουμε ἡσυχία καὶ εἰρήνη. Τὸν περισσότερο καιρὸ τὰ κύματα δὲν μᾶς ἀφήνουν νὰ ἡσυχάσουμε καὶ ν’ ἀναπαυθοῦμε. Ἄνεμοι καὶ κύματα εἶνε οἱ θλίψεις καὶ τὰ βάσανα τῆς ζωῆς. Ποιές θλίψεις καὶ ποιά βάσανα; Μετρᾶς τὰ κύματα; Ἄλλο τόσο μπορεῖς νὰ μετρήσῃς καὶ τὰ βάσανα καὶ τὶς θλίψεις τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς. Φτώχεια, ἀρρώστιες, ἐγκαταλείψεις, ἀπιστίες, ἀχαριστίες, προδοσίες φίλων, διαβολὲς καὶ συκοφαντίες, ἀδικίες καὶ κατατρεγμοί, πλεονεξίες καὶ ἁρπαγές, δικαστήρια, φυλακὲς καὶ ἐξορίες καὶ τόσα ἄλλα κακὰ μποροῦν νὰ βροῦν τὸν ἄνθρωπο στὸ διάστημα τῆς ἐπιγείου ζωῆς του. Εἶνε τόσα τὰ βάσανα καὶ οἱ θλίψεις, ὥστε ἔρχονται στιγμὲς ποὺ ὁ ἄνθρωπος χάνει το θάρρος του καὶ κλονίζεται. Μοιάζει τότε μὲ ἕνα καράβι που βρίσκεται σὲ τρικυμία καὶ κινδυνεύει νὰ ναυαγήσῃ. Καὶ τὸ καράβι μὲν γιὰ τὶς ὧρες τῆς τρικυμίας ἔχει ἄγκυρα· ὁ ἄνθρωπος ὅμως ποὺ θλίβεται καὶ χτυπιέται ἀπ’ ὅλες τὶς μεριὲς τί χρειάζεται γιὰ νὰ μὴν καταστραφῇ; Χρειάζεται κι αὐτὸς ἄγκυρα. Ἄγκυρα δὲ εἶνε ἡ ἐλπίς. Χωρὶς ἐλπίδα δὲν μπορεῖ νὰ ζήσῃ ὁ ἄνθρωπος. Ἀλλὰ ποιά εἶνε ἡ ἐλπίδα ἐκείνη, ποὺ θὰ κρατήσῃ τὸν ἄνθρωπο καὶ δὲν θὰ τὸν ἀφήσῃ νὰ καταποντισθῇ μέσα στὰ ἄγρια κύματα τῆς ἀπελπισίας;

Ἂν ῥίξουμε μιὰ ματιὰ στὴν κοινωνία, θὰ δοῦμε ὅτι οἱ ἄνθρωποι στηρίζουν τὴν ἐλπίδα τους σὲ διάφορα πρόσωπα καὶ πράγματα. Ἐλπίδα ἔχουν οἱ πολλοὶ τὰ λεφτά, τις καταθέσεις στις τράπεζες, τὰ διαμερίσματα ποὺ ἔχουν ἀγοράσει, τὰ καταστήματά τους, τὰ ἐργοστάσιά τους, τὰ πλοῖα τους. Ἄλλοι στηρίζουν τὶς ἐλπίδες τους στην προστασία ἀνθρώπων ποὺ κατέχουν μεγάλες θέσεις. Ἄλλοι στὴ σωματική τους δύναμι, στὴν ὑγεία, στὴν τέχνη, στὴν ἐπιστήμη. Ἄλλοι στὰ παιδιά τους, ποὺ περιμένουν μιὰ μέρα νὰ τοὺς γηροκομήσουν. Καὶ ἄλλοι, τέλος, στηρίζουν τὶς ἐλπίδες τους στὰ πολιτικὰ πράγματα, στὰ μεγάλα καὶ ἰσχυρὰ κράτη ποὺ συμπαθοῦν ἰδεολογικῶς καὶ ἐλπίζουν ὅτι θὰ νικήσουν καὶ θὰ ἱκανοποιήσουν τους πόθους τους.

Ἀλλὰ εἶνε ἀνάγκη νὰ ποῦμε πόσο ἀπατηλές, πόσο ψεύτικες εἶνε οἱ ἐλπίδες αὐτές; Ὅσοι πέρασαν τὰ χρόνια μας καὶ ἄσπρισαν τὰ μαλλιά μας καὶ βαδίζουμε τώρα πρὸς τὸν τάφο, μέσα στὰ τελευταία 50 χρόνια εἴδαμε νὰ γίνωνται τόσες μεταβολὲς στὸν κόσμο καὶ ἔχουμε ἀποκτήσει μιὰ πεῖρα πολύτιμη καὶ διδακτική. Εἴδαμε ἀνθρώπους, ποὺ ἦταν φιλάργυροι καὶ μάζευαν λεφτὰ καὶ νόμιζαν ὅτι δὲν ἔχουν ἀνάγκη κανέναν. Τὸ χρῆμα εἶχαν κάνει θεό τους. Ἡ ἐλπίδα τους ἦταν τὸ χρῆμα. Μὰ ἦρθε ὁ παγκόσμιος πόλεμος, ἀνέτρεψε τὰ πάντα, ξευτέλισε τὰ νομίσματα, καὶ ἔτσι μιὰ μέρα αὐτὸς ποὺ εἶχε ἕνα ἑκατομμύριο εἶδε τὰ χρήματα νὰ χάνουν τὴν ἀξία τους τόσο πολύ, ποὺ νὰ μὴ μπορῇ μὲ τὸ ἑκατομμύριο νὰ ἀγοράσῃ ἕνα καρβέλι ψωμί. Εἴδαμε τις μετοχὲς τῶν τραπεζῶν νὰ γίνωνται χαρτιὰ χωρὶς ἀξία, χαρτιὰ γιὰ πούλημα καὶ περιτύλιγμα. Εἴδαμε σπίτια νὰ γκρεμίζωνται ἀπὸ βομβαρδισμό τῶν ἀεροπλάνων. Εἴδαμε χωριά καὶ πόλεις νὰ καίγωνται. Εἴδαμε στρατηγούς, κυβερνῆτες καὶ δικτάτορες μεγάλων κρατῶν, ποὺ τοὺς ἔτρεμε ὁ κόσμος, νὰ πέφτουν, νὰ γίνωνται οἱ πιὸ ἀδύναμοι· οἱ φίλοι καὶ θαυμασταί τους νὰ ἐξαφανίζωνται, κι αὐτοὶ νὰ πεθαίνουν μ ̓ ἕναν ἄτιμο κ’ ἐξευτελιστικὸ θάνατο ἢ νὰ αὐτοκτονοῦν ἢ νὰ συλλαμβάνωνται καὶ νὰ ἐκτελοῦνται. Εἴδαμε ἀνθρώπους, ποὺ εἶχαν ὑγεία ἀτσάλινη, ξαφνικὰ νὰ πέφτουν στὸ κρεβάτι, νὰ λυώνουν σὰν τὸ κερὶ καί, ἐνῷ ἄλλοτε ἔστυβαν καὶ τὴν πέτρα, τώρα νὰ μὴ μποροῦν νὰ σηκώσουν οὔτε τὸ κουτάλι νὰ φᾶνε. Ἄλλους, ποὺ εἶχαν παιδιὰ καὶ κοπίασαν πολὺ γιὰ νὰ τὰ μεγαλώσουν καὶ νὰ τὰ κάνουν ἀνθρώπους, ὅταν γέρασαν, εἴδαμε νὰ τοὺς ἐγκαταλείπουν τὰ ἀχάριστα παιδιὰ καὶ οἱ δυστυχισμένοι γονεῖς νὰ βρίσκουν ἄσυλο σε κάποιο γηροκομεῖο. Εἴδαμε κόμματα νὰ διαλύωνται καὶ ἄλλα νέα νὰ ἐμφανίζωνται, κι αὐτὰ πάλι νὰ παλιώνουν καὶ νεώτερα νὰ παρουσιάζωνται, καὶ ὁ τροχὸς τῆς πολιτικῆς νὰ τρέχῃ διαρκῶς καὶ τὰ ἄνω νὰ γίνωνται κάτω καὶ τὰ κάτω ἄνω. Εἴδαμε…

Τί δείχνουν ὅλα αὐτά; Δείχνουν, ὅτι οἱ ἐλπίδες, ποὺ στηρίζουν οἱ ἄνθρωποι στὰ διάφορα πρόσωπα ή πράγματα, δὲν εἶχαν βάσεις στερεές. Οἱ ἐλπίδες τους μοιάζουνε μὲ ἄγκυρα, ποὺ ἡ ἁλυσίδα της δὲν ἄντεξε στὰ ἄγρια κύματα, ἔσπασε, κι ἄφησε τὸ πλοῖο ἀπροστάτευτο. Ἤ, γιὰ νὰ φέρουμε ἕνα ἄλλο παράδειγμα, οἱ ἄνθρωποι, ποὺ στηρίζουν τὶς ἐλπίδες τους στὰ πράγματα τοῦ κόσμου, μοιάζουν μ ̓ ἐκεῖνον ποὺ στηρίζεται πάνω σ ̓ ἕνα ῥαβδὶ ἀπὸ καλάμι. Τὸ καλάμι θὰ σπάσῃ καὶ οἱ ἀγκίδες τοῦ σπασμένου καλαμιοῦ θὰ μποῦν στὴ σάρκα του (βλ. Ησ. 36,6· Ιεζ. 29,6-7).

Δὲν ὑπάρχει λοιπὸν ἐλπίδα, ἄγκυρα δυνατή, ποὺ νὰ μὴ μπορῇ κανένας ἄνεμος, κανένα κῦμα νὰ τὴν συντρίψῃ; Υπάρχει, ἀγαπητοί μου. Δὲν εἶνε οὔτε τὰ πλούτη οὔτε ἡ σωματικὴ δύναμι οὔτε ἡ τέχνη καὶ ἡ ἐπιστήμη οὔτε ἡ πολιτικὴ καὶ οἱ διάφορες ἰδεολογίες οὔτε τὰ ὑψηλὰ πρόσωπα οὔτε τὰ ἰσχυρὰ κράτη οὔτε ἡ φιλία καὶ ἡ συμμαχία τους. Ελπίδα σταθερή, ἀληθινή, φωνάζει σήμερα ὁ Ἀπόστολος, εἶνε μία. Εἶνε ὁ Χριστός.

Ὁ Χριστὸς δὲν βρίσκεται σωματικῶς στὴ γῆ. Βρίσκεται στοὺς οὐρανούς. Ὅποιος πιστεύει στὸ Χριστὸ ἔχει τὴν ἐλπίδα του σὰν ἄγκυρα ποὺ εἶνε ριγμένη στερεὰ καὶ ἀκλόνητη πολὺ ψηλά, πάνω ἀπὸ τὰ ἄστρα, ἐκεῖ ὅπου εἶνε ὁ Χριστός, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ὁ πιστὸς κρατιέται καὶ δὲν φοβᾶται μήπως πέσῃ στὸ χάος τῆς ἀπελπισίας. Αἰσθάνεται μέσ’ στὴν καρδιά του τὸ Χριστὸ νὰ τὸν παρηγορῇ, νὰ τὸν ἐνισχύῃ στὶς δύσκολες στιγμὲς τῆς ζωῆς του. Κι ὅταν ἀκόμη ὁ πιστὸς περνάῃ τὸ γεφύρι τοῦ θανάτου, ἡ ἐλπίδα δὲν τὸν ἀφήνει. Τον συνοδεύει μέχρι την τελευταία στιγμή. Ἔτσι ὁ πιστὸς φεύγει ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτὸ μὲ τὴν βεβαία ἐλπίδα, ὅτι πάνω στοὺς οὐρανοὺς θὰ συναντήσῃ τὸ Χριστὸ καὶ αἰώνια θὰ ζήσῃ στὸν κόσμο τῆς χαρᾶς καὶ εὐτυχίας.

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek