ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ - ΕΒΡ. (Θ΄ 11 - 14)
- Η Αποστολική Περικοπή
- Ερμηνεία Ι. Κολιτσάρα
- Ερμηνεία Παν. Τρεμπέλα
- Ερμηνεία Νικ. Σωτηρόπουλου
11 Χριστὸς δὲ παραγενόμενος ἀρχιερεὺς τῶν μελλόντων ἀγαθῶν διὰ τῆς μείζονος καὶ τελειοτέρας σκηνῆς, οὐ χειροποιήτου, τοῦτ’ ἔστιν οὐ ταύτης τῆς κτίσεως, 12 οὐδὲ δι’ αἵματος τράγων καὶ μόσχων, διὰ δὲ τοῦ ἰδίου αἵματος εἰσῆλθεν ἐφάπαξ εἰς τὰ ῞Αγια, αἰωνίαν λύτρωσιν εὑράμενος. 13 εἰ γὰρ τὸ αἷμα ταύρων καὶ τράγων καὶ σποδὸς δαμάλεως ραντίζουσα τοὺς κεκοινωμένους ἁγιάζει πρὸς τὴν τῆς σαρκὸς καθαρότητα, 14 πόσῳ μᾶλλον τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ὃς διὰ Πνεύματος αἰωνίου ἑαυτὸν προσήνεγκεν ἄμωμον τῷ Θεῷ, καθαριεῖ τὴν συνείδησιν ὑμῶν ἀπὸ νεκρῶν ἔργων εἰς τὸ λατρεύειν Θεῷ ζῶντι;
11 Και πράγματι ο Χριστός, όταν ήλθεν ως Αρχιερεύς των αγαθών, τα οποία δια την Π. Διαθήκην ήσαν μέλλοντα, εισήλθε δια της μεγαλυτέρας και τελειοτέρας σκηνής, που δεν είχε κατασκευασθή από ανθρώπινα χέρια, δηλαδή όχι δια μέσου των υλικών κτισμάτων, αλλά με το άγιον και τίμιον σώμα δια της αειπαρθένου Μαρίας. (Αυτό το σώμα ήτο η μεγαλυτέρα και τελειοτέρα σκηνή του Θεού). 12 Εισήλθε δε άπαξ δια παντός εις τα επουράνια Αγια προσφέρων θυσίαν όχι αίμα τράγων και μόσχων, αλλά το ιδικόν του αίμα, και επέτυχε έτσι δι’ ημάς τους αμαρτωλούς την αιωνίαν απολύτρωσιν και σωτηρίαν. 13 Διότι εάν το αίμα των ταύρων και των τράγων και η ανακατωμένη με νερό στάκτη της δαμάλεως, που εκαίετο ολόκληρος στο θυσιαστήριον, ραντίζουσα τους μολυσμένους, τους δίδη καθαρισμόν και κάποιον αγιασμόν ως προς την καθαριότητα του σώματος 14 πόσω μάλλον το αίμα του Χριστού, ο οποίος με το ηνωμένον μαζή του αιώνιον Αγιον Πνεύμα προσέφερε θυσίαν τον εαυτόν του, τον τελείως καθαρόν και αμόλυντον και από την παραμικροτέραν ακόμη αμαρτίαν, θα καθαρίση την συνείδησίν σας από τα έργα της αμαρτίας, που οδηγούν στον αιώνιον θάνατον και θα σας δώση την παρρησίαν και την δύναμιν να λατρεύετε ορθώς τον ζώντα Θεόν;
11 Αντίθετα ο Χριστός ήλθε ως αρχιερεύς των μελλοντικών αγαθών, των αγαθών δηλαδή της Καινής Διαθήκης. Και εισήλθε στα επουράνια Άγια των Αγίων μέσα από μια ανώτερη και τελειότερη σκηνή, που δεν κατασκευάστηκε από χέρια ανθρώπων. Δηλαδή δεν εισήλθε μέσα από μια επίγεια σκηνή, όπως ήταν η Σκηνή του Μαρτυρίου, αλλά δεδομένου ότι το σώμα του ήταν η σκηνή και κατοικία του Θεού Λόγου, ασυγκρίτως ανώτερη και τελειότερη, εισήλθε μέσα από τη σκηνή αυτή του σώματός του. Ακριβώς μάλιστα το σώμα του αυτό, επειδή συνελήφθη εκ Πνεύματος Αγίου, δεν προερχόταν από την κτίση αυτή, αλλά από νέα πνευματική κτίση. 12 Ούτε χρησιμοποίησε ο Χριστός ως θυσία το αίμα τράγων και μόσχων, όπως οι αρχιερείς των Ιουδαίων. Αλλά με το δικό του αίμα μπήκε μια για πάντα στα επουράνια Άγια και εξασφάλισε για μας απολύτρωση όχι προσωρινή αλλά αιώνια. 13 Διότι, εάν το αίμα των ταύρων και των τράγων και το ράντισμα με το νερό και τη στάχτη του δαμαλιού που κατακαιγόταν στο θυσιαστήριο δίνει στους θρησκευτικά μολυσμένους και ακάθαρτους έναν εξωτερικό καθαρμό και εξαγνίζει το σώμα τους, προκειμένου να μπορούν να μετέχουν στη λατρεία, 14 πόσο μάλλον το αίμα του Χριστού, ο οποίος με το αιώνιο Πνεύμα που κατοικούσε μέσα του πρόσφερε στο Θεό ως θυσία τον εαυτό του ολοκληρωτικά καθαρό και ελεύθερο από κάθε ρύπο αμαρτίας, θα καθαρίσει τη συνείδησή σας από τα έργα της αμαρτίας που φέρνουν στην ψυχή νέκρωση, και θα σας αξιώσει να λατρεύετε αξίως τον ζωντανό Θεό;
11 Ἀλλ’ ὁ Xριστός, ὅταν ἦλθε ὡς ἀρχιερεὺς τῶν ἀγαθῶν, τὰ ὁποῖα ἦταν μελλοντικά, χρησιμοποιώντας τὴ μεγαλύτερη καὶ τελειότερη σκηνή, ὄχι χειροποίητη, ὄχι δηλαδὴ αὐτοῦ τοῦ κόσμου (ἀλλὰ τοῦ ὑπερφυσικοῦ κόσμου), 12 καὶ ὄχι αἷμα τράγων καὶ μόσχων, ἀλλὰ τὸ δικό του αἷμα, εἰσῆλθε στά (ἐπουράνια) ἅγια (τῶν ἁγίων) μιὰ γιὰ πάντα, καὶ ἐπέτυχε αἰωνία λύτρωσι. 13 Διότι, ἐὰν τὸ αἷμα ταύρων καὶ τράγων καὶ ράντισμα μὲ στάχτη ἀπὸ δαμάλι (ποὺ ἔγινε ὁλοκαύτωμα) καθαρίζῃ τοὺς μολυσμένους τελετουργικὰ ὡς πρὸς τὴν καθαρότητα τοῦ σώματος, 14 πόσο μᾶλλον τὸ αἷμα τοῦ Xριστοῦ, ὁ ὁποῖος ἑνωμένος (ὡς ἄνθρωπος) μὲ τὸ αἰώνιο πνεῦμα (τὴ θεότητα) προσέφερε τὸν ἑαυτό του ὡς θῦμα ἄμωμο στὸ Θεό, ἔχει τὴ δύναμι νὰ καθαρίζῃ τὴ συνείδησί μας ἀπὸ νεκρὰ ἔργα (ἔργα ἁμαρτίας ποὺ νεκρώνουν), ὥστε νὰ λατρεύωμε τὸ ζωντανὸ Θεό; (Tὸ αἷμα τοῦ Xριστοῦ ἔχει ἄπειρη δύναμι, διότι εἶναι αἷμα λογικοῦ, ἑκουσίου, ἀμώμου καὶ θεανθρωπίνου θύματος).
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ
«Χριστὸς παραγενόμενος ἀρχιερεὺς τῶν μελλόντων ἀγαθῶν διὰ τῆς μείζονος καὶ τελειοτέρας σκηνῆς, οὐ χειροποιήτου(:Ο Χριστός ήλθε ως αρχιερέας των μελλοντικών αγαθών, των αγαθών δηλαδή της Καινής Διαθήκης. Και εισήλθε στα επουράνια Άγια των Αγίων μέσα από μία ανώτερη και τελειότερη σκηνή, που δεν κατασκευάστηκε από χέρια ανθρώπων. Δηλαδή δεν εισήλθε μέσα από μία επίγεια σκηνή, όπως ήταν η Σκηνή του Μαρτυρίου, αλλά δεδομένου ότι το σώμα Του ήταν η σκηνή και κατοικία του Θεού Λόγου, ασυγκρίτως ανώτερη και τελειότερη, εισήλθε μέσα από τη σκηνή αυτή του σώματός Του)»[Εβρ.9,11].
Εδώ ως «μείζονα καί τελειοτέραν σκηνήν» εννοεί τη σάρκα. Και σωστά την ονόμασε και «ανώτερη» και «τελειότερη», εφόσον σε αυτήν κατοικεί ο Θεός Λόγος και όλη η ενέργεια του Πνεύματος· γιατί «οὐ γὰρ ἐκ μέτρου δίδωσιν ὁ Θεὸς τὸ Πνεῦμα(:και τα διδάσκει αυτά αλάνθαστα, διότι ο Θεός δεν Του έδωσε το Άγιο Πνεύμα όπως κάποτε στους προφήτες περιορισμένα και σε ορισμένες στιγμές της ζωής τους, αλλά Του το έδωσε ολοκληρωτικά, αδιάκοπα και απεριόριστα· και συνεπώς Αυτός κατέχει την πλήρη και απόλυτη θεϊκή αποκάλυψη και διδάσκει με ακρίβεια τη διδασκαλία του Θεού)»[Ιω.3,34]· ή το λέγει επειδή είναι τελειότερη, αφού είναι ακατάληπτη, και κατορθώνει μεγαλύτερα.
«Τοῦτ’ ἔστιν οὐ ταύτης τῆς κτίσεως(:Ακριβώς μάλιστα το σώμα Του αυτό, επειδή συνελήφθη εκ Πνεύματος Αγίου, δεν προερχόταν από την κτίση αυτή, αλλά από νέα πνευματική κτίση)»[Εβρ.9,11]. Να πώς εισήλθε από σκηνή που είναι ανώτερη· γιατί δεν θα ήταν κατασκευασμένη από το Άγιο Πνεύμα, αν την κατασκεύασε άνθρωπος. «Ἒστιν οὐ ταύτης τῆς κτίσεως(: Δεν προέρχεται από αυτόν τον κόσμο)»· δηλαδή δεν είναι από αυτά τα κτίσματα, αλλά από τον πνευματικό κόσμο· γιατί έχει κατασκευαστεί από το άγιο Πνεύμα. Βλέπεις πώς ονομάζει το σώμα, και «σκηνή» και «κατασκεύασμα» και «ουρανό»; «Εισήλθε στα επουράνια Άγια των Αγίων», λέγει, «διὰ τῆς μείζονος καὶ τελειοτέρας σκηνῆς(:μέσα από μία ανώτερη και τελειότερη σκηνή)»· έπειτα, «διὰ τοῦ καταπετάσματος, τοῦτ᾿ ἔστι τῆς σαρκὸς αὐτοῦ(:αφού πρώτος Αυτός εισήλθε μέσα από το καταπέτασμα, δηλαδή με τη σάρκα Του και το αίμα Του)»[Εβρ.10,20] δια του καταπετάσματος, δηλαδή της σάρκας Αυτού· και πάλι: «Εἰς τὸ ἐσώτερον τοῦ καταπετάσματος(:Πιο μέσα από το καταπέτασμα της σκηνής)»[Εβρ.6,19]· και πάλι: «εἰσερχομένην εἰς τὰ ἅγια τῶν ἁγίων(: που εισέρχεται στα Άγια των αγίων)», για να παρουσιαστεί μπροστά στον Θεό.
Και για ποιον λόγο το κάνει αυτό; Επειδή θέλει να μας διδάξει με το καθένα από αυτά τη διαφορετική σημασία που έχει, αλλά έχει την ίδια αιτία. Εννοώ το εξής με αυτό. Ο ουρανός είναι καταπέτασμα· όπως τα Άγια τα αποκρύπτει το καταπέτασμα, έτσι και η σάρκα αποκρύπτει τη θεότητα· και όμοια το σώμα είναι σκηνή, έχοντας μέσα τη θεότητα· και ο ουρανός επίσης είναι σκηνή, γιατί εκεί μέσα είναι ο ιερέας.
«Χριστὸς παραγενόμενος ἀρχιερεὺς(:Αντίθετα ο Χριστός ήλθε ως αρχιερέας)». Δεν είπε «έγινε», αλλά «ήλθε», δηλαδή ήλθε σε αυτό το ίδιο, δεν έλαβε άλλο. Δεν ήλθε προηγουμένως και μετά έγινε αρχιερέας, αλλά συγχρόνως όταν ήλθε. Και δεν είπε: «Ήλθε ως αρχιερέας των θυσιαζομένων», αλλά «τῶν μελλόντων ἀγαθῶν(:των μελλοντικών αγαθών, των αγαθών δηλαδή της Καινής Διαθήκης)»· γιατί ο λόγος δεν μπορούσε να παραστήσει το παν. «Οὐδὲ δι’ αἵματος(:ούτε χρησιμοποίησε ο Χριστός ως θυσία το αίμα)», λέγει, «τράγων καὶ μόσχων(:τράγων και μόσχων, όπως οι αρχιερείς των Ιουδαίων)». Όλα είναι αλλαγμένα. «Διὰ δὲ τοῦ ἰδίου αἵματος εἰσῆλθεν ἐφάπαξ (:αλλά με το δικό Του αίμα μπήκε μια για πάντα», λέγει, «εἰς τὰ Ἃγια (:στα επουράνια Άγια)». Να, «Ἃγια» ονόμασε τον ουρανό. «Μια για πάντα», λέγει, «εισήλθε στα επουράνια Άγια», «αἰωνίαν λύτρωσιν εὑράμενος (:εξασφαλίζοντας για μας απολύτρωση όχι προσωρινή, αλλά αιώνια)»[Εβρ.9,12]. Και το «εξασφάλισε», ήταν από τα υπερβολικά αδύνατα και πέρα από κάθε ελπίδα, πώς δηλαδή με μία είσοδο εξασφάλισε αιώνια λύτρωση.
Έπειτα το πειστικό: «Εἰ γὰρ τὸ αἷμα ταύρων καὶ τράγων καὶ σποδὸς δαμάλεως ῥαντίζουσα τοὺς κεκοινωμένους ἁγιάζει πρὸς τὴν τῆς σαρκὸς καθαρότητα, πόσῳ μᾶλλον τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ὃς διὰ Πνεύματος αἰωνίου ἑαυτὸν προσήνεγκεν ἄμωμον τῷ Θεῷ, καθαριεῖ τὴν συνείδησιν ὑμῶν ἀπὸ νεκρῶν ἔργων εἰς τὸ λατρεύειν Θεῷ ζῶντι;(: διότι, εάν το αίμα των ταύρων και των τράγων και το ράντισμα με το νερό και τη στάχτη του δαμαλιού που κατακαιγόταν στο θυσιαστήριο δίνει σους θρησκευτικά μολυσμένους και ακάθαρτους έναν εξωτερικό καθαρμό και εξαγνίζει το σώμα τους, προκειμένου να μπορούν να μετέχουν στη λατρεία, πόσο μάλλον το αίμα του Χριστού, ο οποίος με το αιώνιο Πνεύμα που κατοικούσε μέσα Του πρόσφερε στον Θεό ως θυσία τον εαυτό Του ολοκληρωτικά καθαρό και ελεύθερο από κάθε ρύπο αμαρτίας, θα καθαρίσει τη συνείδησή σας από τα έργα της αμαρτίας που φέρνουν στην ψυχή νέκρωση, και θα σας αξιώσει να λατρεύετε αξίως τον ζωντανό Θεό😉»[Εβρ.9,13-14].
«Εάν δηλαδή», λέγει, «το αίμα των ταύρων μπορεί να καθαρίσει σάρκα, πόσο περισσότερο θα καθαρίσει τον ρύπο της ψυχής το αίμα του Χριστού». Για να μη νομίσεις δηλαδή, ακούοντας ότι «αγιάζει», ότι είναι κάτι το σπουδαίο, αναφέρει και δείχνει τη διαφορά του κάθε καθαρισμού, και πώς ο καθαρισμός αυτός είναι υψηλός, ενώ εκείνος ταπεινός. Και λέγει ότι αυτό είναι πολύ φυσικό, αφού εκείνο ήταν το αίμα ταύρων, ενώ αυτό είναι το Αίμα του Χριστού. Και δεν αρκέστηκε στο όνομα μόνο, αλλά αναφέρει και τον τρόπο της προσφοράς· γιατί, λέγει: «Ὅς διὰ Πνεύματος αἰωνίου ἑαυτὸν προσήνεγκεν ἄμωμον τῷ Θεῷ(:ο οποίος με το αιώνιο Πνεύμα που κατοικούσε μέσα Του πρόσφερε στον Θεό ως θυσία τον εαυτό Του ολοκληρωτικά καθαρό και ελεύθερο από κάθε ρύπο αμαρτίας)»[Εβρ.9,14]· δηλαδή το θυσιαζόμενο ήταν άμωμο και καθαρό από αμαρτίες. Το «διὰ Πνεύματος αἰωνίου» δηλώνει ότι δεν προσφέρθηκε δια πυρός ούτε με κάποιους άλλους.
«Καθαριεῖ τὴν συνείδησιν ὑμῶν(:Θα καθαρίσει τη συνείδησή σας από τα έργα της αμαρτίας που φέρνουν στην ψυχή νέκρωση)», λέγει, «ἀπὸ νεκρῶν ἔργων (:από τα έργα της αμαρτίας που φέρνουν στην ψυχή νέκρωση)». Και σωστά είπε «ἀπὸ νεκρῶν ἔργων»· γιατί αν κάποιος τότε άγγιζε νεκρό, μολυνόταν· και εδώ αν κάποιος συμβεί να αγγίξει νεκρό έργο, μολύνεται με τη συνείδηση. «Εἰς τὸ λατρεύειν(:και θα σας αξιώσει να λατρεύετε αξίως)», λέγει, «Θεῷ ζῶντι(:τον ζωντανό και αληθινό Θεό)». Εδώ δείχνει ότι εκείνος που διαπράττει νεκρά έργα δεν είναι δυνατό να δουλεύει στον ζωντανό Θεό. Και σωστά είπε «τον αληθινό και ζωντανό Θεό», δείχνοντας και με αυτό ότι και τα προσφερόμενα σε Αυτόν είναι τέτοια. Επομένως όλα αυτά τα δικά μας είναι και ζωντανά και αληθινά, ενώ εκείνα τα των Ιουδαίων είναι και νεκρά και ψευδή· και πολύ σωστά.
Κανένας λοιπόν που έχει νεκρά έργα να μην εισέρχεται εδώ. Γιατί αν εκείνος που αγγίζει νεκρό σώμα δεν έπρεπε να εισέρχεται, πολύ περισσότερο δεν πρέπει εκείνος που έχει νεκρά έργα· γιατί είναι μολυσμός φοβερότατος. Και νεκρά έργα είναι όλα εκείνα που δεν έχουν ζωή, που εκπέμπουν δυσωδία. Όπως δηλαδή το νεκρό σώμα δεν είναι χρήσιμο σε καμία αίσθηση, αλλά και προξενεί λύπη σε εκείνους που το πλησιάζουν, έτσι και η αμαρτία πλήττει αμέσως το λογιστικό και δεν αφήνει ούτε τον ίδιο τον νου να ηρεμεί, αλλά τον θορυβεί και τον ταράσσει. Λέγεται ότι και η εμφάνιση λοιμού καταστρέφει τα σώματα.Τέτοια είναι και η αμαρτία· δεν διαφέρει καθόλου από τον λοιμό, διαφθείροντας όχι τον αέρα πρώτα και μετά τα σώματα, αλλά αμέσως υπεισέρχεται στην ψυχή.
Δεν βλέπεις εκείνους που υποφέρουν από λοιμώδη νόσο πώς φλογίζονται, πώς περιστρέφονται, πώς είναι γεμάτοι από δυσωδία, πώς είναι αισχρά τα πρόσωπά τους, πώς όλοι είναι ακάθαρτοι; Τέτοιοι είναι και εκείνοι που αμαρτάνουν, έστω και αν δεν το βλέπουν. Γιατί, πες μου, δεν είναι χειρότερος από εκείνον που υποφέρει από πυρετό, αυτός που κυριεύτηκε από την επιθυμία των χρημάτων ή των σωμάτων; Δεν είναι ακαθαρτότερος από όλους αυτούς, διαπράττοντας όλα τα αδιάντροπα και υποφέροντας από αυτά; Πράγματι τι υπάρχει αισχρότερο από άνδρα που αγαπά υπερβολικά τα χρήματα; Όσα δεν σταματούν να κάνουν οι πόρνες γυναίκες και οι θεατρίνες, αυτά δεν παύει να τα κάνει και αυτός· ή καλύτερα εκείνες είναι δυνατό να σταματήσουν, αυτός όμως όχι. Τι λέγω, δε σταματά; Υπομένει και δουλοπρεπή πράγματα, κολακεύοντας εκείνους που δεν πρέπει, δείχνοντας επίσης θρασύτητα εκεί που δεν πρέπει, παρουσιάζοντας παντού ανωμαλία. Κάθεται πολλές φορές με πονηρούς ανθρώπους και γόητες και διεφθαρμένους, πολύ πιο φτωχούς και πιο ευτελείς από αυτόν τον ίδιο, ενώ άλλους αγαθούς και κατά πάντα ενάρετους τούς υβρίζει και συμπεριφέρεται προς αυτούς με θρασύτητα.
Είδες και από τα δύο και την ασχημοσύνη και την αδιαντροπιά; Και ταπεινός είναι πέρα από το μέτρο, και αλαζόνας. Διαμένουν βέβαια οι πόρνες σε οίκημα και αυτό είναι άξιο κατηγορίας τους, το ότι πωλούν το σώμα τους έναντι χρημάτων, αλλά έχουν κάποια δικαιολογία τη φτώχεια και την πείνα που τις καταναγκάζει, αν και βέβαια ούτε αυτό μπορεί να θεωρηθεί ως δικαιολογία· γιατί μπορούν να εργάζονται και να τρέφονται. Εδώ όμως συχνάζει ο πλεονέκτης όχι σε οίκημα, αλλά στο μέσο της πόλης, προσφέροντας όχι το σώμα, αλλά την ψυχή του στον διάβολο, ώστε και να εισέρχεται και να συνευρίσκεται μαζί του σαν προς πόρνη πραγματικά, και αφού εκπληρώσει όλη την επιθυμία του εξέρχεται και βλέπει όλη η πόλη και όχι μόνο δύο και τρεις άνθρωποι. Και αυτό είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα των πορνών, το να δίνει σε αυτές κανείς χρήματα· είτε δηλαδή είναι κανείς δούλος είτε ελεύθερος είτε μονομάχος είτε οποιοσδήποτε και προσφέρει αμοιβή, καταδέχονται, ενώ εκείνοι που δεν προσφέρουν τίποτε κι αν ακόμη είναι ευγενέστεροι από όλους, χωρίς τα χρήματα δεν μπορούν να τις πλησιάσουν.
Αυτό κάνουν και αυτοί εδώ· τους ορθούς λογισμούς, όταν δεν έχουν χρήματα, τους αποστρέφονται, ενώ τους μιαρούς και πραγματικά θηριομάχους τούς συναναστρέφονται εξαιτίας των χρημάτων, ασχημονούν μαζί τους και χάνουν την ομορφιά της ψυχής τους. Όπως ακριβώς δηλαδή εκείνες είναι ως προς τη φύση τους αποκρουστικές και γεμάτες πονηριά και άγριες και παχιές και άσχημες και κακόπλαστες και σε όλα αισχρές, τέτοιες γίνονται και οι ψυχές τους , μην μπορώντας με τα εξωτερικά βαψίματα να συγκαλύψουν την ασχήμια τους. Γιατί, όταν η ασχήμια είναι η χειρότερη από όλες, όσα και αν επινοήσουν, δεν μπορούν να υποκριθούν. Το ότι βέβαια η αδιαντροπιά κάνει πόρνες, άκουσε τον προφήτη που λέγει: «Ὄψις πόρνης ἐγένετό σοι, ἀπηναισχύντησας πρὸς πάντας(:Συμπεριφέρθηκες προς όλους με αδιαντροπιά, απέκτησες μορφή πόρνης)»[Ιερ.3,3].
Αυτό μπορούμε να πούμε και προς τους πλεονέκτες· συμπεριφέρθηκες προς όλους με αδιαντροπιά· όχι προς αυτούς και προς εκείνους, αλλά προς όλους. Πώς; Ο άνθρωπος αυτού του είδους δε σέβεται ούτε τον πατέρα του, ούτε το παιδί του, ούτε τη γυναίκα του, ούτε φίλο, ούτε αδελφό, ούτε ευεργέτη, ούτε κανένα άλλο γενικά. Και γιατί λέγω «φίλο και αδελφό και πατέρα»; Δεν σέβεται τον ίδιο τον Θεό, αλλά τα θεωρεί όλα τα σχετικά με Αυτόν ως μύθο, και γελά μεθυσμένος από τη μεγάλη επιθυμία, και ούτε να ακούσει δεν θέλει κάτι από εκείνα που μπορούν να τον ωφελήσουν.
Αλλά πω πω παραλογισμός, ποια είναι και τα λόγια που λένε: «Αλιμόνο σου, μαμωνά, και σε εκείνον που δεν έχει»: Εδώ κατακυριεύομαι από τη φλόγα του θυμού· αλίμονο σε εκείνους που λένε αυτά, και αν ακόμη τα λένε γελώντας. Γιατί, πες μου, δεν απείλησε με αυτήν την απειλή ο Θεός λέγοντας: «Οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν ·ἢ γὰρ τὸν ἕνα μισήσει καὶ τὸν ἕτερον ἀγαπήσει, ἢ ἑνὸς ἀνθέξεται καὶ τοῦ ἑτέρου καταφρονήσει. οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνᾷ(:Μην απατάτε τον εαυτό σας με την ιδέα ότι είναι δυνατόν να θησαυρίζει κανείς και στη γη και ταυτόχρονα να είναι προσκολλημένος και στο Θεό. Κανείς δεν μπορεί να είναι συγχρόνως δούλος σε δύο κυρίους· διότι ή θα μισήσει τον ένα και θα αγαπήσει τον άλλο, ή θα προσκολληθεί στον ένα και θα περιφρονήσει τον άλλο. Δεν μπορείτε να είστε συγχρόνως δούλοι και του Θεού και του μαμωνά, δηλαδή του πλούτου. Ή θα μισήσετε τον πλούτο για να αγαπήσετε τον Θεό, ή θα προσκολληθείτε στον πλούτο και θα περιφρονήσετε τότε τον Θεό)» [Ματθ.6,24] και εσύ καταργείς την απειλή τολμώντας να λες τέτοια λόγια προς κακό του εαυτού σου;
Δεν λέγει ο Παύλος ότι αυτή είναι ειδωλολατρία και ονομάζει ειδωλολάτρη τον πλεονέκτη;[Εφ.5,5: «Τοῦτο γάρ ἐστε γινώσκοντες, ὅτι πᾶς πόρνος ἢ ἀκάθαρτος ἢ πλεονέκτης, ὅς ἐστιν εἰδωλολάτρης, οὐκ ἔχει κληρονομίαν ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ(:Φυλαχτείτε από αυτά, διότι πρέπει να ξέρετε καλά αυτό, ότι κάθε πόρνος ή ακάθαρτος ή πλεονέκτης, ο οποίος ουσιαστικά είναι ειδωλολάτρης, αφού η λατρεία του χρήματος απορροφά ολόκληρη την καρδιά του, δεν έχει κανένα δικαίωμα κληρονομιάς στη βασιλεία του Χριστού και Θεού)»]. Εσύ όμως στέκεσαι και γελάς όπως οι κοσμικές γυναίκες, προκαλώντας τα γέλια σαν τις γυναίκες του θεάτρου;
Αυτό τα ανέτρεψε όλα, αυτό τα κατέρριψε· κατάντησαν τα δικά μας γέλως και πολιτισμός και αστειότητα· τίποτε το σταθερό, τίποτε το στερεό. Δεν τα λέγω αυτά μόνο προς τους κοσμικούς άντρες, αλλά γνωρίζω ποιους υπαινίσσομαι· γέμισε η Εκκλησία από γέλωτα. Αν ο τάδε πει κάποιο αστείο, αμέσως προκαλούνται γέλια σε αυτούς που κάθονται. Και το θαυμαστό είναι ότι πολλοί δεν σταματούν να γελούν και κατά την ίδια την ώρα της ευχής. Παντού χορεύει ο διάβολος, όλους τους ντύθηκε, όλους τους εξουσιάζει. Ατιμάστηκε ο Χριστός, περιφρονήθηκε, δεν υπάρχει πουθενά η εκκλησία. Δεν ακούτε τον Παύλο που λέγει: «Καὶ αἰσχρότης καὶ μωρολογία ἢ εὐτραπελία,τὰ οὐκ ἀνήκοντα(: Επίσης δεν αρμόζουν σε σας τους Χριστιανούς και δεν πρέπει να αναφέρονται καν ως λέξεις οι αισχρές πράξεις και τα ανόητα φλύαρα λόγια και τα άπρεπα και βρώμικα αστεία)» [Εφ.5,4]; Μαζί με την αισχρότητα αναφέρει τη γελοιότητα και εσύ γελάς; Μωρολογία τι είναι; Εκείνα που δεν έχουν τίποτε το χρήσιμο.
Γελάς λοιπόν διαρκώς και φαιδρύνεις το πρόσωπό του εσύ ο μοναχός; Γελάς, πες μου, εσύ που έχεις σταυρωθεί, εσύ που πενθείς; Πού άκουσες τον Χριστό να το κάνει αυτό; Πουθενά, αλλά πολλές φορές ήταν σκυθρωπός. Πραγματικά, όταν είδε την Ιερουσαλήμ δάκρυσε, όταν σκέφτηκε τον προδότη ταράχτηκε, και όταν επρόκειτο να αναστήσει τον Λάζαρο έκλαψε· και εσύ γελάς; Εάν εκείνος που δεν πονά για τα αμαρτήματα των άλλων είναι άξιος κατηγορίας, εκείνος που συμπεριφέρεται με αναλγησία για τα δικά του και γελά, ποια συγνώμη είναι άξιος να επιτύχει; Ο παρών καιρός είναι καιρός πένθους και θλίψεως, βασάνων και δουλαγωγίας, αγώνων και ιδρώτων· και εσύ γελάς; Δεν βλέπεις πώς επιτιμήθηκε η Σάρρα;
Δεν ακούς τον Χριστό που λέγει: «Οὐαὶ ὑμῖν οἱ γελῶντες νῦν, ὅτι πενθήσετε καὶ κλαύσετε(:Αλίμονο και σε σας που έχετε ως μοναδικό σκοπό της ζωής σας τη σαρκική χαρά και γελάτε τώρα από τις διασκεδάσεις και τις απολαύσεις του σαρκικού σας βίου, ουαί και αλίμονό σας, διότι στην άλλη ζωή θα πενθήσετε και θα κλάψετε)»[Λουκά 6,25]; Αυτά ψάλλεις καθημερινά; Πες μου δηλαδή, τι λες; «Γέλασα»; Καθόλου. Αλλά τι; «Ἐκοπίασα ἐν τῷ στεναγμῷ μου(: Απέκαμα από τους στεναγμούς μου για τις παρεκτροπές μου)»[Ψαλμ.6,6].Αλλά ίσως μερικοί είναι τόσο παραλυμένοι και αποχαυνωμένοι, ώστε να γελούν και για την επιτίμηση αυτή, σαν να τα λέμε δηλαδή αυτά για να προκαλέσουμε γέλωτα. Πραγματικά τέτοια είναι η παραφροσύνη, τέτοια η τρέλα, ούτε την επιτίμηση δεν αισθάνεται.
Στέκεται ο ιερέας του Θεού λέγοντας την ευχή για όλους και εσύ γελάς, χωρίς να φοβάσαι τίποτε; Και εκείνος βέβαια λέγει τρέμοντας τις ευχές για σένα, και εσύ τον περιφρονείς; Δεν ακούς τη Γραφή που λέγει: «Οὐαί οἱ καταφρονηταί(:Αλίμονο σε όσους περιφρονούν τα ιερά και τα όσια, τη δικαιοσύνη και την αλήθεια)»[προφήτης Αββακούμ: 1,5]; Δεν φρίττεις; Δεν δείχνεις συστολή; Και βέβαια εισερχόμενος σε ανάκτορα προσέχεις να είναι κόσμιο και το παράστημά σου και το βλέμμα σου και το βάδισμά σου και όλα τα άλλα, ενώ εδώ, όπου είναι τα πραγματικά ανάκτορα, και τέτοια όπως ακριβώς είναι τα ουράνια, γελάς; Εσύ βέβαια γνωρίζω ότι δεν βλέπεις, ακούς όμως ότι παντού παραβρίσκονται άγγελοι και μάλιστα στον οίκο του Θεού στέκονται δίπλα στο βασιλιά, και όλα είναι γεμάτα από τις ασώματες εκείνες δυνάμεις. Ο λόγος μου αυτός απευθύνεται και προς τις γυναίκες, οι οποίες μπροστά στους άνδρες βέβαια δεν τολμούν εύκολα να το κάνουν αυτό, και αν το κάνουν, δεν το κάνουν πάντοτε, αλλά κατά τον χρόνο της ανάπαυσης, ενώ εδώ πάντοτε. Πες μου, γυναίκα, καλύπτεις το κεφάλι του και γελάς βρισκόμενη μέσα στην εκκλησία; Εισήλθες να εξομολογηθείς τα αμαρτήματά σου, να προσπέσεις στον Θεό, να Τον παρακαλέσεις και να Τον ικετεύσεις για τα κακά που διέπραξες και τα πλημμελήματα, και το κάνεις αυτό γελώντας; Πώς λοιπόν θα μπορέσεις να καταστήσεις Αυτόν ευμενή;
«Και τι κακό», θα έλεγε κανείς, «είναι το γέλιο»; Δεν είναι κακό το γέλιο, αλλά κακό είναι όταν γίνεται πέρα από το μέτρο και άκαιρα. Το γέλιο υπάρχει σε εμάς ώστε, όταν δούμε φίλους που έχουμε πολύ χρόνο να τους δούμε, να το κάνουμε αυτό, όταν δούμε κάποιους συνεσταλμένους και φοβισμένους, να τους ενθαρρύνουμε με το χαμόγελο, και όχι να καγχάζουμε και να γελάμε πάντοτε. Το γέλιο υπάρχει μέσα στην ψυχή μας, για να ανακουφίζεται κάποτε η ψυχή, όχι για να οδηγείται στη διάχυση. Άλλωστε και η επιθυμία υπάρχει μέσα στα σώματά μας και δεν πρέπει οπωσδήποτε επειδή υπάρχει να τη χρησιμοποιούμε ή να τη χρησιμοποιούμε πέρα από το μέτρο· αλλά και συγκρατούμε αυτήν και δεν λέμε «επειδή υπάρχει μέσα μας, ας τη χρησιμοποιήσουμε».
Με δάκρυα δούλευε τον Θεό, για να μπορέσεις να καθαρίσεις τα αμαρτήματά σου. Γνωρίζω ότι πολλοί με κατηγορούν λέγοντας «αμέσως δάκρυα». Γι’ αυτό είναι καιρός δακρύων. Γνωρίζω ότι και αισιοδοξούν όλοι εκείνοι που λένε: «Φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνήσκομεν(:Ας φάμε, ας πιούμε, διότι αύριο πεθαίνουμε)» [Α΄Κορ.15,32].
Αλλά σκέψου ότι «Ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης(:Ματαιότης ματαιοτήτων, όλα ανεξαιρέτως τα επίγεια είναι μάταια)»[Εκκλ.1,2]. Δεν το λέγω εγώ, αλλά εκείνος που γνώρισε όλα τα πράγματα έμπρακτα, λέγει τα εξής: «Ἐμεγάλυνα ποίημά μου, ᾠκοδόμησά μοι οἴκους. Ἐφύτευσά μοι ἀμπελῶνας, ἐποίησά μοι κήπους καὶ παραδείσους καὶ ἐφύτευσα ἐν αὐτοῖς ξύλον πᾶν καρποῦ·ἐποίησά μοι κολυμβήθρας ὑδάτων τοῦ ποτίσαι ἀπ᾿ αὐτῶν δρυμὸν βλαστῶντα ξύλα· ἐκτησάμην δούλους καὶ παιδίσκας, καὶ οἰκογενεῖς ἐγένοντό μοι, καί γε κτῆσις βουκολίου καὶ ποιμνίου πολλὴ ἐγένετό μοι ὑπὲρ πάντας τοὺς γενομένους ἔμπροσθέν μου ἐν Ἱερουσαλήμ· συνήγαγόν μοι καί γε ἀργύριον καὶ χρυσίον καὶ περιουσιασμοὺς βασιλέων καὶ τῶν χωρῶν· ἐποίησά μοι ᾄδοντας καὶ ᾀδούσας καὶ ἐντρυφήματα υἱῶν ἀνθρώπων, οἰνοχόον καὶ οἰνοχόας· καὶ ἐμεγαλύνθην καὶ προσέθηκα παρὰ πάντας τοὺς γενομένους ἔμπροσθέν μου ἐν Ἱερουσαλήμ·καί γε σοφία μου ἐστάθη μοι. καὶ πᾶν, ὃ ᾔτησαν οἱ ὀφθαλμοί μου, οὐκ ἀφεῖλον ἀπ᾿ αὐτῶν, οὐκ ἀπεκώλυσα τὴν καρδίαν μου ἀπὸ πάσης εὐφροσύνης, ὅτι καρδία μου εὐφράνθη ἐν παντὶ μόχθῳ μου, καὶ τοῦτο ἐγένετο μερίς μου ἀπὸ παντὸς μόχθου. Καὶ ἐπέβλεψα ἐγὼ ἐν πᾶσι ποιήμασί μου, οἷς ἐποίησαν αἱ χεῖρές μου, καὶ ἐν μόχθῳ, ᾧ ἐμόχθησα τοῦ ποιεῖν, καὶ ἰδοὺ τὰ πάντα ματαιότης καὶ προαίρεσις πνεύματος, καὶ οὐκ ἔστι περισσεία ὑπὸ τὸν ἥλιον(:Επιδίωξα λοιπόν τα μεγάλα έργα. Έκτισα οικοδομές μεγαλοπρεπείς. Φύτεψα για τον εαυτό μου αμπελώνες. Περιέκλεισα κήπους και δενδρόκηπους και φύτεψα σε αυτούς δένδρα καρποφόρα παντός είδους. Διέταξα και κτίστηκαν δεξαμενές υδάτων, για να ποτίζονται από αυτές όλα τα χλοερά δένδρα του δάσους. Αγόρασα ως κτήμα μου δούλους και δούλες. Και τα παιδιά, που αυτοί γέννησαν στα ανάκτορά μου, έγιναν δικά μου. Απέκτησα μεγάλα κοπάδια βοδιών και προβάτων, περισσότερα από όσα είχαν αποκτήσει όλοι εκείνοι, που υπήρξαν πριν από εμένα στην Ιερουσαλήμ. Συγκέντρωσα για τον εαυτό μου άργυρο και χρυσό, θησαυρούς και περιουσίες βασιλέων και ολοκλήρων περιοχών. Είχα προς διασκέδασή μου τραγουδιστές και τραγουδίστριες. Έκαμα δικές μου και γνώρισα όλες τας διασκεδάσεις και απολαύσεις των ανθρώπων. Είχα οινοχόους, για να με κερνούν κρασί. Έφτασα σε μεγαλείο και δόξα και ξεπέρασα όλους τους ανθρώπους, οι οποίοι πριν από εμένα είχαν ζήσει στην Ιερουσαλήμ. Εν μέσω όμως όλων αυτών των μεγαλείων και των απολαύσεων η σοφία μου μού συμπαραστάθηκε, ώστε να μην εκτραπώ ανεπανόρθωτα. Κάθε τι, το οποίο επιθύμησαν οι οφθαλμοί μου, δεν τους το στέρησα και δεν εμπόδισα την καρδία μου να απολαύσει κάθε τέρψη και χαρά. Η καρδία μου απήλαυσε όλα τα αγαθά των ταλαιπωριών και των κόπων μου. Αυτό άλλωστε υπήρξε και το κέρδος όλων των κόπων της ζωής μου. Και έπειτα από όλες αυτές τις τέρψεις και τις απολαύσεις έριξα εγώ ένα βλέμμα σε όλα όσα έπραξα, σε όλα όσα κατασκεύασαν τα χέριά μου, σε όλα όσα με κόπο και ταλαιπωρία αγωνίστηκα να αποκτήσω, και έβγαλα το συμπέρασμα, ότι όλα αυτά είναι ματαιότητα. Κούφια ορμή παρερχομένου ανέμου και ότι δεν υπάρχει κανένα μόνιμο, αιώνιο κέρδος, καμία ωφέλεια κάτω από τον επίγειο ήλιο)»[Εκκλ.2,4-11]. Και τι λέγει μετά από όλα αυτά; «Ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης».
Ας πενθήσουμε λοιπόν, αγαπητοί, ας πενθήσουμε, για να γελάσουμε πραγματικά για να νιώσουμε πραγματικά ευφροσύνη κατά τον καιρό της ειλικρινούς χαράς. Γιατί αυτή η χαρά που αισθανόμαστε για τα γήινα οπωσδήποτε είναι αναμιγμένη με λύπη και δεν είναι δυνατό να τη βρούμε αυτήν ποτέ καθαρή, ενώ εκείνη είναι ειλικρινής και άδολη και δεν έχει τίποτε το ύπουλο ούτε κάτι άλλο αναμιγμένο. Με εκείνη, την πνευματική, χαρά ας νιώθουμε ευχαρίστηση, εκείνην ας επιδιώξουμε. Δεν είναι δυνατό να επιτύχουμε αυτήν αλλιώς, παρά με το μην προτιμάμε εδώ τα ευχάριστα, αλλά εκείνα που ωφελούν και να θλιβόμαστε λίγο με τη θέλησή μας και να υποφέρουμε με ευχαριστία όλα εκείνα που μας συμβαίνουν. Γιατί έτσι θα μπορέσουμε να επιτύχουμε και τη βασιλεία των ουρανών, με τη χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον οποίο μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα πρέπει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνηση, τώρα και πάντοτε και στους ατέλειωτους αιώνες. Αμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στην προς Εβραίους επιστολήν», ομιλία ΙΕ΄, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1989, τόμος 24, σελίδες 568-583.
Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλτήριον με σύντομη ερμηνεία(απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τρίτη, Αθήνα 2016
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
Τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ
«…Πόσῳ μᾶλλον τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ… καθαριεῖ τὴν συνείδησιν ὑμῶν ἀπὸ νεκρῶν ἔργων εἰς τὸ λατρεύειν Θεῷ ζῶντι;» (Εβρ. 9,14)
ΥΠΑΡΧΕΙ, ἀγαπητοί μου, ἁρμονία στὰ δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ. Ἐξηγούμεθα. Ἡ ὕλη, τὸ χῶμα ποὺ πατοῦμε, εἶνε τὸ κατώτερο δημιούργημα τοῦ Θεοῦ. Ἔχει σκοπὸ νὰ ὑπηρετῇ τὰ φυτά, τὰ λουλούδια, τὰ δέντρα. Χωρὶς τὸ χῶμα ποιό φυτό μπορεῖ ν’ ἀναπτυχθῇ; Τὸ χῶμα, ἡ γῆ, εἶνε ἡ μάνα, ποὺ ἀπὸ τὰ σπλάχνα της βγαίνουν σὰν παιδιά της τὰ ὄμορφα τριαντάφυλλα, τὰ καταπράσινα στάχυα, τὰ καρποφόρα δέντρα. Καὶ ὅπως τὸ χῶμα ἔχει σκοπὸ νὰ ὑπηρετῇ τὰ φυτὰ καὶ τὰ δέντρα, ἔτσι κι αὐτὰ ἔγιναν μὲ σκοπὸ νὰ προσφέρουν τὶς ὑπηρεσίες τους. Καὶ τὶς προσφέρουν δωρεάν, παρακαλῶ. Ὑπηρετοῦν τὰ ζῷα. Χωρίς χορτάρι ποιό ζῷο μπορεῖ νὰ ζήσῃ; Δὲν βλέπετε μὲ πόση λαχτάρα ὁ τσοπάνος περιμένει νὰ βγάλῃ ἡ γῆ χορτάρι, γιὰ νὰ ὁδηγήσῃ στὰ χλοερὰ λιβάδια τὸ κοπάδι του; Καὶ τὸ χορτάρι αὐτὸ θερίζεται ἀπὸ τὰ δόντια τῶν ζῴων καὶ πέφτει σ ̓ ἕνα ἐργοστάσιο, ποὺ δὲν μπορεῖ καὶ ὁ πιὸ σοφὸς μηχανικὸς νὰ τὸ κάνῃ. Καὶ τὸ ἐργοστάσιο αὐτό, ποὺ παίρνει τὸ χορτάρι καὶ τὸ κάνει γάλα, λίπος καὶ κρέας, εἶνε τὸ στομάχι τῶν ζῴων. Πῶς τὸ χορτάρι ποὺ τρώει τὸ ζῷο γίνεται κρέας; Μυστήριο. Κανένας ἐπιστήμονας δὲν μπορεῖ νὰ τὸ ἐξηγήσῃ. Εἶνε ἔργο τοῦ Θεοῦ καὶ μόνο. Ἀλλὰ καὶ τὰ ζῷα δὲν ἔγιναν κι αὐτὰ μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό τους. Ἔγιναν γιὰ νὰ ὑπηρετοῦν κι αὐτά. Ποιόν; Τόν ἄνθρωπο. Χωρὶς τὰ ζῷα πόσο δύσκολη γιὰ νὰ μὴν ποῦμε ἀδύνατη θὰ ἦταν ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου! Φανταστῆτε τὴ γῆ χωρὶς ζῷα, καὶ θὰ δῆτε τὸν ἄνθρωπο πόσο θὰ ὑποφέρῃ. Ὅ,τι κι ἂν κάνῃ ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν ἐπιστήμη γιὰ νὰ τὰ ἀντικαταστήσῃ, ἡ ἔλλειψί τους θὰ εἶνε σοβαρή.
Ἀλλὰ σὰν νὰ μακρύναμε το λόγο μας καὶ πρέπει νὰ σταματήσουμε. Γιατί μιλᾶμε σήμερα γιὰ χωράφια, γιὰ λιβάδια, γιὰ σπαρτά, γιὰ δέντρα καὶ ζῷα; Γιατί θέλουμε νὰ δοῦμε, ποιά σχέσι ὑπάρχει ἀνάμεσα στὰ δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ. Εἴδαμε, λοιπόν, τὸ χῶμα νὰ ὑπηρετῇ τὰ φυτὰ καὶ τὰ δέντρα. Τὰ φυτὰ καὶ τὰ δέντρα νὰ ὑπηρετοῦν τὰ ζῷα. Τὰ ζῷα νὰ ὑπηρετοῦν τὸν ἄνθρωπο. Καὶ ὁ ἄνθρωπος; Ὁ ἄνθρωπος, ποὺ εἶνε τὸ τελειότερο δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, ποιόν ὑπηρετεῖ; Τὸν ἑαυτό του μόνο; Ἀλλὰ τότε θὰ εἶνε ἕνας ἄνθρωπος φίλαυτος, ἕνας —ἂς τὸν ποῦμε μὲ τὴ γλῶσσα τοῦ λαοῦ φιλοτομαριστής. Νὰ ἐργαζώμαστε καὶ νὰ ὑπηρετοῦμε ὄχι μόνο τὸν ἑαυτό μας, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, καὶ παραπάνω ἀπ’ ὅλα νὰ ὑπηρετοῦμε τὸ Θεό· νὰ τὸν εὐχαριστοῦμε, νὰ τὸν δοξάζουμε καὶ νὰ ἐκτελοῦμε τὸ ἅγιο θέλημά του, αὐτὸς εἶνε ὁ προορισμός μας.
* * *
Νὰ ἐκτελοῦμε τὸ ἅγιο θέλημα τοῦ Θεοῦ! Αὐτὸς εἶνε ὁ προορισμός μας. Τὸν ἐκτελοῦμε; Ἐὰν κάναμε ὅ,τι θέλει ὁ Θεός, παντοῦ τάξις καὶ ἁρμονία, χαρὰ καὶ εὐτυχία θὰ βασίλευε. Ἀλλὰ δυστυχῶς, ἐνῷ τὰ φυτὰ καὶ τὰ ζῷα ἐκτελοῦν τὸν προορισμό τους, ὁ ἄνθρωπος ξέφυγε ἀπὸ τὸν προορισμό του καί, ἀντὶ νὰ ἔχῃ κέντρο το Θεό, ἔγινε ὁ ἴδιος κέντρο, ἀγνόησε το Θεό, τον περιφρόνησε, τὸν βλαστήμησε ὁ ἀχάριστος, καὶ ἔγινε ἐπαναστάτης καὶ παραβάτης τῶν ἐντολῶν του. Καὶ ἐξ αἰτίας του ἡ τάξις καὶ ἡ ἁρμονία διαταράχτηκε.
Ὁ ἄνθρωπος ἔγινε εὐτυχισμένος; Ὄχι. Μακριά ἀπὸ τὸ Θεὸ δὲν ὑπάρχει εὐτυχία. Δυστυχία καὶ μόνο δυστυχία ὑπάρχει. Κι ὅταν ἀκόμη ὁ ἄνθρωπος ἔχῃ ὅλα τὰ ἀγαθὰ καὶ φαίνεται ἐξωτερικῶς εὐτυχισμένος, καὶ τότε δὲν εἶνε εὐτυχισμένος.
Γιατὶ αἰσθάνεται, ὅτι δὲν εἶνε ἐν τάξει μὲ τὸ Θεό. Μιὰ φωνὴ ἀκούγεται μέσα του· «Εἶσαι ἔνοχος, παρέβης τὸν ἠθικὸ νόμο βλαστήμησες, ἔκλεψες, ἀτίμασες, ἀδίκησες, σκότωσες, πάτησες πάνω σὲ πτώματα κ’ ἔτσι ἔγινες πλούσιος καὶ ἰσχυρὸς καὶ μεγάλος…». Ἡ φωνὴ αὐτὴ ἀκούγεται στὰ στήθη κάθε ἀνθρώπου καὶ δὲν τὸν ἀφήνει νὰ ἡσυχάσῃ. Ὅπου καὶ νὰ πάῃ ὁ ἔνοχος, καὶ στὴν Αὐστραλία καὶ στὴν Ἀμερικὴ καὶ στὸ φεγγάρι ἀκόμη, δὲν θὰ ἡσυχάσῃ. Τὰ ἁμαρτήματά του τὸν ἀκολουθοῦν. Κάρβουνο ἀναμμένο ἔχει μέσα του. Σκορπιοί τον κεντᾶνε. Ὄνειρα φοβερὰ τὸν ξυπνᾶνε. Βοήθεια! φωνάζει σὰν νὰ τὸν κυνηγᾶνε ἐχθροί. Εἶνε ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὰ ἁμαρτήματά του ὁ ἄνθρωπος διετάραξε τὶς ἁρμονικές σχέσεις μὲ τὸ Θεὸ κ ̓ ἔγινε ἐχθρός του.
Ναί, ἐχθρὸς τοῦ Θεοῦ ὁ ἄνθρωπος, ἄξιος κολάσεως. Ἄξιος ὅλων τῶν τιμωριῶν, ποὺ ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ πρέπει νὰ ἐπιβάλῃ στοὺς παραβάτες τῶν ἐντολῶν του. Ἄξιος αἰωνίου θανάτου. Ἡ ἔνοχη συνείδησι ζητάει τὴ συγχώρησι, τὴν ἐξιλέωσι. Γι’ αὐτὸ βλέπουμε, ὅτι ὅλοι οἱ πρὸ Χριστοῦ λαοὶ προσπαθοῦσαν μὲ διάφορα μέσα νὰ ἐξιλεώσουν τὸ Θεὸ γιὰ τ ̓ ἁμαρτήματά τους. Καὶ ὅταν μάλιστα συνέβαινε καμμιά μεγάλη συμφορά, πλημμύρα ποταμοῦ, σεισμός, ἐπιδημία ἀσθενειῶν, —ὤ τότε!— ὅλοι αἰσθάνονταν, ὅτι ἔχει ξεσπάσει πάνω τους ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ, καὶ μὲ θυσίες ζῴων, καὶ ἀνθρώπων ἀκόμη, προσπαθοῦσαν νὰ σβήσουν τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ, νὰ πάψῃ τὸ κακό, γιὰ νὰ ἔρθῃ πάλι στὴ γῆ ἡ τάξις καὶ ἡ ἁρμονία, ἡ συμφιλίωσις Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, ἡ εἰρήνη καὶ ἡ ἀγάπη.
Ἀπ ̓ ὅλους τοὺς λαοὺς ἐκεῖνος, ποὺ εἶχε πρὸ Χριστοῦ τὴν πιὸ καθαρὴ ἰδέα γιὰ τὸ Θεό, ἦταν ὁ Ἰσραηλιτικός. Καὶ ὁ λαὸς αὐτός, ὅπως καὶ οἱ ἄλλοι λαοί, εἶχε τις θυσίες. Ὄχι βέβαια θυσίες ἀνθρώπων, ἀλλὰ ζῴων. Εἶχαν καὶ οἱ Ἰσραηλῖτες τὸ θυσιαστήριό τους, ἕναν τόπο δηλαδὴ ἀφιερωμένο στὸ Θεό, σὰν νὰ ποῦμε μιὰ δική μας ἁγία τράπεζα. Σ’ αὐτὸ τὸν τόπο, στὸ θυσιαστήριο, ἔκαιγε πάντα φωτιά, καὶ ὅσοι Ἰουδαῖοι ἔπεφταν σὲ ἁμαρτήματα, ἔρχονταν στὸ θυσιαστήριο αὐτὸ και ἔφερνε ὁ καθένας ἕνα ἀρνὶ ἢ κατσίκι ἢ μοσχάρι καὶ τὸ πρόσφερε στὸ Θεό. Ὁ ἱερεὺς τὸ ἔσφαζε, τὸ ἔκαιγε, καὶ μὲ τὸ αἷμα τοῦ ζῴου ῥάντιζε τὸν ἁμαρτωλό, ποὺ ἔφευγε μὲ τὴν ἰδέα ὅτι τὰ ἁμαρτήματά του συχωρέθηκαν. Εἶχαν δὲ καὶ μιὰ ὡρισμένη μέρα τοῦ ἔτους, ποὺ γινόταν προσευχὴ καὶ θυσία ὄχι γιὰ λίγους ἀνθρώπους, ἀλλὰ γιὰ ὅλο τὸ λαό. Ἡ ἡμέρα αὐτὴ ὀνομάζεται ἡμέρα τοῦ ἐξιλασμοῦ, δηλαδὴ ἡμέρα συγχωρήσεως ὅλων τῶν ἁμαρτημάτων που διέπραξε ὁ λαὸς ὅλο τὸ ἔτος. Θυσίαζαν τότε πρόβατα καὶ μοσχάρια. Ὁ ἀρχιερεὺς ποὺ λειτουργοῦσε ἔπαιρνε μια λεκάνη, τὴ γέμιζε μὲ αἷμα ζῴων, καὶ μ ̓ αὐτὸ ῥάντιζε ὅλο το λαό.
Χρόνια και χρόνια ὁ Ἰουδαϊκὸς λαὸς θυσίαζε χιλιάδες, ἑκατομμύρια ζῷα. Ἂν μάζευε κανεὶς τὸ αἷμα ὅλων αὐτῶν τῶν ζῴων, θὰ ἔκανε ἕνα τεράστιο ποτάμι. Ἀλλ ̓ ὁ ἀπόστολος Παῦλος σήμερα, στὴν περικοπὴ ποὺ ἀκούσαμε, ἔρχεται καὶ φωνάζει, ὅτι ὅλο αὐτὸ τὸ αἷμα τῶν μυριάδων ζῴων, ποὺ χύθηκε στὸ θυσιαστήριο τῶν Ἰουδαίων, δὲν ἔφτανε νὰ συχωρέσῃ οὔτε μιὰ μικρὴ ἁμαρτία. Οἱ θυσίες αὐτές, ποὺ εἶχε διατάξει ὁ Θεός, γίνονταν μόνο και μόνο γιὰ νὰ θυμίζουν συνεχῶς, ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶνε ἔνοχος ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ καὶ ἔχει ἀνάγκη συγχωρήσεως. Μιὰ διαρκὴς ὑπόμνησις τῆς ἁμαρτωλότητος τοῦ ἀνθρώπου ἦταν οἱ θυσίες τοῦ ἀρχαίου κόσμου, ἀλλὰ καὶ μιὰ ζωηρὴ εἰκόνα τῆς δίψας ποὺ αἰσθάνονταν οἱ πρὸ Χριστοῦ ἄνθρωποι γιὰ τὴ συγχώρησι τῶν ἁμαρτιῶν τους.
Μιὰ μόνο θυσία ἔσωσε τὴν ἀνθρωπότητα, ἕνα μόνο αἷμα. Αἷμα ἁγνὸ καὶ καθαρὸ ἀπὸ κάθε ἴχνος ἁμαρτίας, αἷμα ἀμόλυντο, τὸ αἷμα ποὺ ἔχυσε πάνω στὸ σταυρὸ ὁ Χριστός. Μόνο αὐτὸ τὸ αἷμα στάθηκε ἱκανὸ νὰ καθαρίσῃ τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες, νὰ τὸν συμφιλιώσῃ μὲ τὸ Θεό, νὰ φέρῃ τὴν εἰρήνη, τὴν τάξι καὶ τὴν ἁρμονία στὸ σύμπαν.
Ναί, χριστιανοί μου! Μιὰ σταλαγματιὰ ἀπὸ τὸ αἷμα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ γίνεται μιὰ θάλασσα, ἕνας ὠκεανός, ὅπου πέφτουν καὶ σβήνουν κ’ ἐξαφανίζονται τὰ ἁμαρτήματα τοῦ ἀνθρώπου, ἔστω καὶ ἂν αὐτὰ εἶνε σὰν βουνὰ ἀπὸ ἀναμμένα κάρβουνα. Ἡ θάλασσα νικᾷ τὴ φωτιά ̇ καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ νικᾷ κάθε ἁμαρτία. Χωρὶς τὸ πολύτιμο αὐτὸ αἷμα ποιός μποροῦσε νὰ σωθῇ καὶ νὰ λυτρωθῇ; Αὐτὸ ποτέ δεν πρέπει νὰ τὸ λησμονοῦμε, καὶ ἡ εὐγνωμοσύνη μας στὸ Χριστὸ πρέπει νὰ εἶνε ἀπέραντη!