ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (ΟΣΙΑΣ ΜΑΡΙΑΣ ΤΗΣ ΑΙΓΥΠΤΙΑΣ)

Αποστολική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ — ΕΒΡ. (Θ΄ 11 — 14)

11 Χρι­στὸς δὲ παρα­γε­νό­με­νος ἀρχιε­ρεὺς τῶν μελ­λόν­των ἀγα­θῶν διὰ τῆς μεί­ζο­νος καὶ τελειο­τέ­ρας σκη­νῆς, οὐ χει­ρο­ποι­ή­του, τοῦτ’ ἔστιν οὐ ταύ­της τῆς κτί­σε­ως, 12 οὐδὲ δι’ αἵμα­τος τρά­γων καὶ μόσχων, διὰ δὲ τοῦ ἰδί­ου αἵμα­τος εἰσῆλ­θεν ἐφά­παξ εἰς τὰ ῞Αγια, αἰω­νί­αν λύτρω­σιν εὑρά­με­νος. 13 εἰ γὰρ τὸ αἷμα ταύ­ρων καὶ τρά­γων καὶ σπο­δὸς δαμά­λε­ως ραν­τί­ζου­σα τοὺς κεκοι­νω­μέ­νους ἁγιά­ζει πρὸς τὴν τῆς σαρ­κὸς καθα­ρό­τη­τα, 14 πόσῳ μᾶλ­λον τὸ αἷμα τοῦ Χρι­στοῦ, ὃς διὰ Πνεύ­μα­τος αἰω­νί­ου ἑαυ­τὸν προ­σή­νεγ­κεν ἄμω­μον τῷ Θεῷ, καθα­ριεῖ τὴν συνεί­δη­σιν ὑμῶν ἀπὸ νεκρῶν ἔργων εἰς τὸ λατρεύ­ειν Θεῷ ζῶν­τι; 

11 Και πράγ­μα­τι ο Χρι­στός, όταν ήλθεν ως Αρχιε­ρεύς των αγα­θών, τα οποία δια την Π. Δια­θή­κην ήσαν μέλ­λον­τα, εισήλ­θε δια της μεγα­λυ­τέ­ρας και τελειο­τέ­ρας σκη­νής, που δεν είχε κατα­σκευα­σθή από ανθρώ­πι­να χέρια, δηλα­δή όχι δια μέσου των υλι­κών κτι­σμά­των, αλλά με το άγιον και τίμιον σώμα δια της αει­παρ­θέ­νου Μαρί­ας. (Αυτό το σώμα ήτο η μεγα­λυ­τέ­ρα και τελειο­τέ­ρα σκη­νή του Θεού). 12 Εισήλ­θε δε άπαξ δια παν­τός εις τα επου­ρά­νια Αγια προ­σφέ­ρων θυσί­αν όχι αίμα τρά­γων και μόσχων, αλλά το ιδι­κόν του αίμα, και επέ­τυ­χε έτσι δι’ ημάς τους αμαρ­τω­λούς την αιω­νί­αν απο­λύ­τρω­σιν και σωτη­ρί­αν. 13 Διό­τι εάν το αίμα των ταύ­ρων και των τρά­γων και η ανα­κα­τω­μέ­νη με νερό στά­κτη της δαμά­λε­ως, που εκαί­ε­το ολό­κλη­ρος στο θυσια­στή­ριον, ραν­τί­ζου­σα τους μολυ­σμέ­νους, τους δίδη καθα­ρι­σμόν και κάποιον αγια­σμόν ως προς την καθα­ριό­τη­τα του σώμα­τος 14 πόσω μάλ­λον το αίμα του Χρι­στού, ο οποί­ος με το ηνω­μέ­νον μαζή του αιώ­νιον Αγιον Πνεύ­μα προ­σέ­φε­ρε θυσί­αν τον εαυ­τόν του, τον τελεί­ως καθα­ρόν και αμό­λυν­τον και από την παρα­μι­κρο­τέ­ραν ακό­μη αμαρ­τί­αν, θα καθα­ρί­ση την συνεί­δη­σίν σας από τα έργα της αμαρ­τί­ας, που οδη­γούν στον αιώ­νιον θάνα­τον και θα σας δώση την παρ­ρη­σί­αν και την δύνα­μιν να λατρεύ­ε­τε ορθώς τον ζών­τα Θεόν; 

11 Αντί­θε­τα ο Χρι­στός ήλθε ως αρχιε­ρεύς των μελ­λον­τι­κών αγα­θών, των αγα­θών δηλα­δή της Και­νής Δια­θή­κης. Και εισήλ­θε στα επου­ρά­νια Άγια των Αγί­ων μέσα από μια ανώ­τε­ρη και τελειό­τε­ρη σκη­νή, που δεν κατα­σκευά­στη­κε από χέρια ανθρώ­πων. Δηλα­δή δεν εισήλ­θε μέσα από μια επί­γεια σκη­νή, όπως ήταν η Σκη­νή του Μαρ­τυ­ρί­ου, αλλά δεδο­μέ­νου ότι το σώμα του ήταν η σκη­νή και κατοι­κία του Θεού Λόγου, ασυγ­κρί­τως ανώ­τε­ρη και τελειό­τε­ρη, εισήλ­θε μέσα από τη σκη­νή αυτή του σώμα­τός του. Ακρι­βώς μάλι­στα το σώμα του αυτό, επει­δή συνε­λή­φθη εκ Πνεύ­μα­τος Αγί­ου, δεν προ­ερ­χό­ταν από την κτί­ση αυτή, αλλά από νέα πνευ­μα­τι­κή κτί­ση. 12 Ούτε χρη­σι­μο­ποί­η­σε ο Χρι­στός ως θυσία το αίμα τρά­γων και μόσχων, όπως οι αρχιε­ρείς των Ιου­δαί­ων. Αλλά με το δικό του αίμα μπή­κε μια για πάν­τα στα επου­ρά­νια Άγια και εξα­σφά­λι­σε για μας απο­λύ­τρω­ση όχι προ­σω­ρι­νή αλλά αιώ­νια. 13 Διό­τι, εάν το αίμα των ταύ­ρων και των τρά­γων και το ράν­τι­σμα με το νερό και τη στά­χτη του δαμα­λιού που κατα­και­γό­ταν στο θυσια­στή­ριο δίνει στους θρη­σκευ­τι­κά μολυ­σμέ­νους και ακά­θαρ­τους έναν εξω­τε­ρι­κό καθαρ­μό και εξα­γνί­ζει το σώμα τους, προ­κει­μέ­νου να μπο­ρούν να μετέ­χουν στη λατρεία, 14 πόσο μάλ­λον το αίμα του Χρι­στού, ο οποί­ος με το αιώ­νιο Πνεύ­μα που κατοι­κού­σε μέσα του πρό­σφε­ρε στο Θεό ως θυσία τον εαυ­τό του ολο­κλη­ρω­τι­κά καθα­ρό και ελεύ­θε­ρο από κάθε ρύπο αμαρ­τί­ας, θα καθα­ρί­σει τη συνεί­δη­σή σας από τα έργα της αμαρ­τί­ας που φέρ­νουν στην ψυχή νέκρω­ση, και θα σας αξιώ­σει να λατρεύ­ε­τε αξί­ως τον ζων­τα­νό Θεό; 

11 Ἀλλ’ ὁ Xρι­στός, ὅταν ἦλθε ὡς ἀρχιε­ρεὺς τῶν ἀγα­θῶν, τὰ ὁποῖα ἦταν μελ­λον­τι­κά, χρη­σι­μο­ποιών­τας τὴ μεγα­λύ­τε­ρη καὶ τελειό­τε­ρη σκη­νή, ὄχι χει­ρο­ποί­η­τη, ὄχι δηλα­δὴ αὐτοῦ τοῦ κόσμου (ἀλλὰ τοῦ ὑπερ­φυ­σι­κοῦ κόσμου), 12 καὶ ὄχι αἷμα τρά­γων καὶ μόσχων, ἀλλὰ τὸ δικό του αἷμα, εἰσῆλ­θε στά (ἐπου­ρά­νια) ἅγια (τῶν ἁγί­ων) μιὰ γιὰ πάν­τα, καὶ ἐπέ­τυ­χε αἰω­νία λύτρω­σι. 13 Διό­τι, ἐὰν τὸ αἷμα ταύ­ρων καὶ τρά­γων καὶ ράν­τι­σμα μὲ στά­χτη ἀπὸ δαμά­λι (ποὺ ἔγι­νε ὁλο­καύ­τω­μα) καθα­ρί­ζῃ τοὺς μολυ­σμέ­νους τελε­τουρ­γι­κὰ ὡς πρὸς τὴν καθα­ρό­τη­τα τοῦ σώμα­τος, 14 πόσο μᾶλ­λον τὸ αἷμα τοῦ Xρι­στοῦ, ὁ ὁποῖ­ος ἑνω­μέ­νος (ὡς ἄνθρω­πος) μὲ τὸ αἰώ­νιο πνεῦ­μα (τὴ θεό­τη­τα) προ­σέ­φε­ρε τὸν ἑαυ­τό του ὡς θῦμα ἄμω­μο στὸ Θεό, ἔχει τὴ δύνα­μι νὰ καθα­ρί­ζῃ τὴ συνεί­δη­σί μας ἀπὸ νεκρὰ ἔργα (ἔργα ἁμαρ­τί­ας ποὺ νεκρώ­νουν), ὥστε νὰ λατρεύ­ω­με τὸ ζων­τα­νὸ Θεό; (Tὸ αἷμα τοῦ Xρι­στοῦ ἔχει ἄπει­ρη δύνα­μι, διό­τι εἶναι αἷμα λογι­κοῦ, ἑκου­σί­ου, ἀμώ­μου καὶ θεαν­θρω­πί­νου θύμα­τος).

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (Ερμη­νεία Περι­κο­πής)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ

«Χρι­στὸς παρα­γε­νό­με­νος ἀρχιε­ρεὺς τῶν μελ­λόν­των ἀγα­θῶν διὰ τῆς μεί­ζο­νος καὶ τελειο­τέ­ρας σκη­νῆς, οὐ χει­ρο­ποι­ή­του(:Ο Χρι­στός ήλθε ως αρχιε­ρέ­ας των μελ­λον­τι­κών αγα­θών, των αγα­θών δηλα­δή της Και­νής Δια­θή­κης. Και εισήλ­θε στα επου­ρά­νια Άγια των Αγί­ων μέσα από μία ανώ­τε­ρη και τελειό­τε­ρη σκη­νή, που δεν κατα­σκευά­στη­κε από χέρια ανθρώ­πων. Δηλα­δή δεν εισήλ­θε μέσα από μία επί­γεια σκη­νή, όπως ήταν η Σκη­νή του Μαρ­τυ­ρί­ου, αλλά δεδο­μέ­νου ότι το σώμα Του ήταν η σκη­νή και κατοι­κία του Θεού Λόγου, ασυγ­κρί­τως ανώ­τε­ρη και τελειό­τε­ρη, εισήλ­θε μέσα από τη σκη­νή αυτή του σώμα­τός Του)»[Εβρ.9,11].

Εδώ ως «μεί­ζο­να καί τελειο­τέ­ραν σκη­νήν» εννο­εί τη σάρ­κα. Και σωστά την ονό­μα­σε και «ανώ­τε­ρη» και «τελειό­τε­ρη», εφό­σον σε αυτήν κατοι­κεί ο Θεός Λόγος και όλη η ενέρ­γεια του Πνεύ­μα­τος· για­τί «ο γρ κ μέτρου δίδω­σιν Θες τ Πνεμα(:και τα διδά­σκει αυτά αλάν­θα­στα, διό­τι ο Θεός δεν Του έδω­σε το Άγιο Πνεύ­μα όπως κάπο­τε στους προ­φή­τες περιο­ρι­σμέ­να και σε ορι­σμέ­νες στιγ­μές της ζωής τους, αλλά Του το έδω­σε ολο­κλη­ρω­τι­κά, αδιά­κο­πα και απε­ριό­ρι­στα· και συνε­πώς Αυτός κατέ­χει την πλή­ρη και από­λυ­τη θεϊ­κή απο­κά­λυ­ψη και διδά­σκει με ακρί­βεια τη διδα­σκα­λία του Θεού)»[Ιω.3,34]· ή το λέγει επει­δή είναι τελειό­τε­ρη, αφού είναι ακα­τά­λη­πτη, και κατορ­θώ­νει μεγα­λύ­τε­ρα.

«Τοῦτ’ ἔστιν οὐ ταύ­της τῆς κτί­σε­ως(:Ακρι­βώς μάλι­στα το σώμα Του αυτό, επει­δή συνε­λή­φθη εκ Πνεύ­μα­τος Αγί­ου, δεν προ­ερ­χό­ταν από την κτί­ση αυτή, αλλά από νέα πνευ­μα­τι­κή κτί­ση)»[Εβρ.9,11]. Να πώς εισήλ­θε από σκη­νή που είναι ανώ­τε­ρη· για­τί δεν θα ήταν κατα­σκευα­σμέ­νη από το Άγιο Πνεύ­μα, αν την κατα­σκεύ­α­σε άνθρω­πος. «στιν οὐ ταύ­της τῆς κτί­σε­ως(: Δεν προ­έρ­χε­ται από αυτόν τον κόσμο)»· δηλα­δή δεν είναι από αυτά τα κτί­σμα­τα, αλλά από τον πνευ­μα­τι­κό κόσμο· για­τί έχει κατα­σκευα­στεί από το άγιο Πνεύ­μα. Βλέ­πεις πώς ονο­μά­ζει το σώμα, και «σκη­νή» και «κατα­σκεύ­α­σμα» και «ουρα­νό»; «Εισήλ­θε στα επου­ρά­νια Άγια των Αγί­ων», λέγει, «διὰ τῆς μεί­ζο­νος καὶ τελειο­τέ­ρας σκη­νῆς(:μέσα από μία ανώ­τε­ρη και τελειό­τε­ρη σκη­νή)»· έπει­τα, «δι το κατα­πε­τά­σμα­τος, τοτ᾿ στι τς σαρκς ατο(:αφού πρώ­τος Αυτός εισήλ­θε μέσα από το κατα­πέ­τα­σμα, δηλα­δή με τη σάρ­κα Του και το αίμα Του)»[Εβρ.10,20] δια του κατα­πε­τά­σμα­τος, δηλα­δή της σάρ­κας Αυτού· και πάλι: «Ες τ σώτε­ρον το κατα­πε­τά­σμα­τος(:Πιο μέσα από το κατα­πέ­τα­σμα της σκη­νής)»[Εβρ.6,19]· και πάλι: «εσερ­χο­μέ­νην ες τ για τν γίων(: που εισέρ­χε­ται στα Άγια των αγί­ων)», για να παρου­σια­στεί μπρο­στά στον Θεό.

Και για ποιον λόγο το κάνει αυτό; Επει­δή θέλει να μας διδά­ξει με το καθέ­να από αυτά τη δια­φο­ρε­τι­κή σημα­σία που έχει, αλλά έχει την ίδια αιτία. Εννοώ το εξής με αυτό. Ο ουρα­νός είναι κατα­πέ­τα­σμα· όπως τα Άγια τα απο­κρύ­πτει το κατα­πέ­τα­σμα, έτσι και η σάρ­κα απο­κρύ­πτει τη θεό­τη­τα· και όμοια το σώμα είναι σκη­νή, έχον­τας μέσα τη θεό­τη­τα· και ο ουρα­νός επί­σης είναι σκη­νή, για­τί εκεί μέσα είναι ο ιερέ­ας.

«Χρι­στὸς παρα­γε­νό­με­νος ἀρχιε­ρεὺς(:Αντί­θε­τα ο Χρι­στός ήλθε ως αρχιε­ρέ­ας)». Δεν είπε «έγι­νε», αλλά «ήλθε», δηλα­δή ήλθε σε αυτό το ίδιο, δεν έλα­βε άλλο. Δεν ήλθε προ­η­γου­μέ­νως και μετά έγι­νε αρχιε­ρέ­ας, αλλά συγ­χρό­νως όταν ήλθε. Και δεν είπε: «Ήλθε ως αρχιε­ρέ­ας των θυσια­ζο­μέ­νων», αλλά «τῶν μελ­λόν­των ἀγα­θῶν(:των μελ­λον­τι­κών αγα­θών, των αγα­θών δηλα­δή της Και­νής Δια­θή­κης)»· για­τί ο λόγος δεν μπο­ρού­σε να παρα­στή­σει το παν. «Οὐδὲ δι’ αἵμα­τος(:ούτε χρη­σι­μο­ποί­η­σε ο Χρι­στός ως θυσία το αίμα)», λέγει, «τρά­γων καὶ μόσχων(:τρά­γων και μόσχων, όπως οι αρχιε­ρείς των Ιου­δαί­ων)». Όλα είναι αλλαγ­μέ­να. «Διὰ δὲ τοῦ ἰδί­ου αἵμα­τος εἰσῆλ­θεν ἐφά­παξ (:αλλά με το δικό Του αίμα μπή­κε μια για πάν­τα», λέγει, «εἰς τὰ για (:στα επου­ρά­νια Άγια)». Να, «για» ονό­μα­σε τον ουρα­νό. «Μια για πάν­τα», λέγει, «εισήλ­θε στα επου­ρά­νια Άγια», «αἰω­νί­αν λύτρω­σιν εὑρά­με­νος (:εξα­σφα­λί­ζον­τας για μας απο­λύ­τρω­ση όχι προ­σω­ρι­νή, αλλά αιώ­νια)»[Εβρ.9,12]. Και το «εξα­σφά­λι­σε», ήταν από τα υπερ­βο­λι­κά αδύ­να­τα και πέρα από κάθε ελπί­δα, πώς δηλα­δή με μία είσο­δο εξα­σφά­λι­σε αιώ­νια λύτρω­ση.

Έπει­τα το πει­στι­κό: «Εἰ γὰρ τὸ αἷμα ταύ­ρων καὶ τρά­γων καὶ σπο­δὸς δαμά­λε­ως ῥαν­τί­ζου­σα τοὺς κεκοι­νω­μέ­νους ἁγιά­ζει πρὸς τὴν τῆς σαρ­κὸς καθα­ρό­τη­τα, πόσῳ μᾶλ­λον τὸ αἷμα τοῦ Χρι­στοῦ, ὃς διὰ Πνεύ­μα­τος αἰω­νί­ου ἑαυ­τὸν προ­σή­νεγ­κεν ἄμω­μον τῷ Θεῷ, καθα­ριεῖ τὴν συνεί­δη­σιν ὑμῶν ἀπὸ νεκρῶν ἔργων εἰς τὸ λατρεύ­ειν Θεῷ ζῶν­τι;(: διό­τι, εάν το αίμα των ταύ­ρων και των τρά­γων και το ράν­τι­σμα με το νερό και τη στά­χτη του δαμα­λιού που κατα­και­γό­ταν στο θυσια­στή­ριο δίνει σους θρη­σκευ­τι­κά μολυ­σμέ­νους και ακά­θαρ­τους έναν εξω­τε­ρι­κό καθαρ­μό και εξα­γνί­ζει το σώμα τους, προ­κει­μέ­νου να μπο­ρούν να μετέ­χουν στη λατρεία, πόσο μάλ­λον το αίμα του Χρι­στού, ο οποί­ος με το αιώ­νιο Πνεύ­μα που κατοι­κού­σε μέσα Του πρό­σφε­ρε στον Θεό ως θυσία τον εαυ­τό Του ολο­κλη­ρω­τι­κά καθα­ρό και ελεύ­θε­ρο από κάθε ρύπο αμαρ­τί­ας, θα καθα­ρί­σει τη συνεί­δη­σή σας από τα έργα της αμαρ­τί­ας που φέρ­νουν στην ψυχή νέκρω­ση, και θα σας αξιώ­σει να λατρεύ­ε­τε αξί­ως τον ζων­τα­νό Θεό😉»[Εβρ.9,13–14].

«Εάν δηλα­δή», λέγει, «το αίμα των ταύ­ρων μπο­ρεί να καθα­ρί­σει σάρ­κα, πόσο περισ­σό­τε­ρο θα καθα­ρί­σει τον ρύπο της ψυχής το αίμα του Χρι­στού». Για να μη νομί­σεις δηλα­δή, ακού­ον­τας ότι «αγιά­ζει», ότι είναι κάτι το σπου­δαίο, ανα­φέ­ρει και δεί­χνει τη δια­φο­ρά του κάθε καθα­ρι­σμού, και πώς ο καθα­ρι­σμός αυτός είναι υψη­λός, ενώ εκεί­νος ταπει­νός. Και λέγει ότι αυτό είναι πολύ φυσι­κό, αφού εκεί­νο ήταν το αίμα ταύ­ρων, ενώ αυτό είναι το Αίμα του Χρι­στού. Και δεν αρκέ­στη­κε στο όνο­μα μόνο, αλλά ανα­φέ­ρει και τον τρό­πο της προ­σφο­ράς· για­τί, λέγει: «ς διὰ Πνεύ­μα­τος αἰω­νί­ου ἑαυ­τὸν προ­σή­νεγ­κεν ἄμω­μον τῷ Θεῷ(:ο οποί­ος με το αιώ­νιο Πνεύ­μα που κατοι­κού­σε μέσα Του πρό­σφε­ρε στον Θεό ως θυσία τον εαυ­τό Του ολο­κλη­ρω­τι­κά καθα­ρό και ελεύ­θε­ρο από κάθε ρύπο αμαρ­τί­ας)»[Εβρ.9,14]· δηλα­δή το θυσια­ζό­με­νο ήταν άμω­μο και καθα­ρό από αμαρ­τί­ες. Το «διὰ Πνεύ­μα­τος αἰω­νί­ου» δηλώ­νει ότι δεν προ­σφέρ­θη­κε δια πυρός ούτε με κάποιους άλλους.

«Καθα­ριεῖ τὴν συνεί­δη­σιν ὑμῶν(:Θα καθα­ρί­σει τη συνεί­δη­σή σας από τα έργα της αμαρ­τί­ας που φέρ­νουν στην ψυχή νέκρω­ση)», λέγει, «ἀπὸ νεκρῶν ἔργων (:από τα έργα της αμαρ­τί­ας που φέρ­νουν στην ψυχή νέκρω­ση)». Και σωστά είπε «ἀπὸ νεκρῶν ἔργων»· για­τί αν κάποιος τότε άγγι­ζε νεκρό, μολυ­νό­ταν· και εδώ αν κάποιος συμ­βεί να αγγί­ξει νεκρό έργο, μολύ­νε­ται με τη συνεί­δη­ση. «Εἰς τὸ λατρεύ­ειν(:και θα σας αξιώ­σει να λατρεύ­ε­τε αξί­ως)», λέγει, «Θεῷ ζῶν­τι(:τον ζων­τα­νό και αλη­θι­νό Θεό)». Εδώ δεί­χνει ότι εκεί­νος που δια­πράτ­τει νεκρά έργα δεν είναι δυνα­τό να δου­λεύ­ει στον ζων­τα­νό Θεό. Και σωστά είπε «τον αλη­θι­νό και ζων­τα­νό Θεό», δεί­χνον­τας και με αυτό ότι και τα προ­σφε­ρό­με­να σε Αυτόν είναι τέτοια. Επο­μέ­νως όλα αυτά τα δικά μας είναι και ζων­τα­νά και αλη­θι­νά, ενώ εκεί­να τα των Ιου­δαί­ων είναι και νεκρά και ψευ­δή· και πολύ σωστά.

Κανέ­νας λοι­πόν που έχει νεκρά έργα να μην εισέρ­χε­ται εδώ. Για­τί αν εκεί­νος που αγγί­ζει νεκρό σώμα δεν έπρε­πε να εισέρ­χε­ται, πολύ περισ­σό­τε­ρο δεν πρέ­πει εκεί­νος που έχει νεκρά έργα· για­τί είναι μολυ­σμός φοβε­ρό­τα­τος. Και νεκρά έργα είναι όλα εκεί­να που δεν έχουν ζωή, που εκπέμ­πουν δυσω­δία. Όπως δηλα­δή το νεκρό σώμα δεν είναι χρή­σι­μο σε καμία αίσθη­ση, αλλά και προ­ξε­νεί λύπη σε εκεί­νους που το πλη­σιά­ζουν, έτσι και η αμαρ­τία πλήτ­τει αμέ­σως το λογι­στι­κό και δεν αφή­νει ούτε τον ίδιο τον νου να ηρε­μεί, αλλά τον θορυ­βεί και τον ταράσ­σει. Λέγε­ται ότι και η εμφά­νι­ση λοι­μού κατα­στρέ­φει τα σώματα.Τέτοια είναι και η αμαρ­τία· δεν δια­φέ­ρει καθό­λου από τον λοι­μό, δια­φθεί­ρον­τας όχι τον αέρα πρώ­τα και μετά τα σώμα­τα, αλλά αμέ­σως υπει­σέρ­χε­ται στην ψυχή.

Δεν βλέ­πεις εκεί­νους που υπο­φέ­ρουν από λοι­μώ­δη νόσο πώς φλο­γί­ζον­ται, πώς περι­στρέ­φον­ται, πώς είναι γεμά­τοι από δυσω­δία, πώς είναι αισχρά τα πρό­σω­πά τους, πώς όλοι είναι ακά­θαρ­τοι; Τέτοιοι είναι και εκεί­νοι που αμαρ­τά­νουν, έστω και αν δεν το βλέ­πουν. Για­τί, πες μου, δεν είναι χει­ρό­τε­ρος από εκεί­νον που υπο­φέ­ρει από πυρε­τό, αυτός που κυριεύ­τη­κε από την επι­θυ­μία των χρη­μά­των ή των σωμά­των; Δεν είναι ακα­θαρ­τό­τε­ρος από όλους αυτούς, δια­πράτ­τον­τας όλα τα αδιάν­τρο­πα και υπο­φέ­ρον­τας από αυτά; Πράγ­μα­τι τι υπάρ­χει αισχρό­τε­ρο από άνδρα που αγα­πά υπερ­βο­λι­κά τα χρή­μα­τα; Όσα δεν στα­μα­τούν να κάνουν οι πόρ­νες γυναί­κες και οι θεα­τρί­νες, αυτά δεν παύ­ει να τα κάνει και αυτός· ή καλύ­τε­ρα εκεί­νες είναι δυνα­τό να στα­μα­τή­σουν, αυτός όμως όχι. Τι λέγω, δε στα­μα­τά; Υπο­μέ­νει και δου­λο­πρε­πή πράγ­μα­τα, κολα­κεύ­ον­τας εκεί­νους που δεν πρέ­πει, δεί­χνον­τας επί­σης θρα­σύ­τη­τα εκεί που δεν πρέ­πει, παρου­σιά­ζον­τας παν­τού ανω­μα­λία. Κάθε­ται πολ­λές φορές με πονη­ρούς ανθρώ­πους και γόη­τες και διε­φθαρ­μέ­νους, πολύ πιο φτω­χούς και πιο ευτε­λείς από αυτόν τον ίδιο, ενώ άλλους αγα­θούς και κατά πάν­τα ενά­ρε­τους τούς υβρί­ζει και συμ­πε­ρι­φέ­ρε­ται προς αυτούς με θρα­σύ­τη­τα.

Είδες και από τα δύο και την ασχη­μο­σύ­νη και την αδιαν­τρο­πιά; Και ταπει­νός είναι πέρα από το μέτρο, και αλα­ζό­νας. Δια­μέ­νουν βέβαια οι πόρ­νες σε οίκη­μα και αυτό είναι άξιο κατη­γο­ρί­ας τους, το ότι πωλούν το σώμα τους έναν­τι χρη­μά­των, αλλά έχουν κάποια δικαιο­λο­γία τη φτώ­χεια και την πεί­να που τις κατα­ναγ­κά­ζει, αν και βέβαια ούτε αυτό μπο­ρεί να θεω­ρη­θεί ως δικαιο­λο­γία· για­τί μπο­ρούν να εργά­ζον­ται και να τρέ­φον­ται. Εδώ όμως συχνά­ζει ο πλε­ο­νέ­κτης όχι σε οίκη­μα, αλλά στο μέσο της πόλης, προ­σφέ­ρον­τας όχι το σώμα, αλλά την ψυχή του στον διά­βο­λο, ώστε και να εισέρ­χε­ται και να συνευ­ρί­σκε­ται μαζί του σαν προς πόρ­νη πραγ­μα­τι­κά, και αφού εκπλη­ρώ­σει όλη την επι­θυ­μία του εξέρ­χε­ται και βλέ­πει όλη η πόλη και όχι μόνο δύο και τρεις άνθρω­ποι. Και αυτό είναι χαρα­κτη­ρι­στι­κό γνώ­ρι­σμα των πορ­νών, το να δίνει σε αυτές κανείς χρή­μα­τα· είτε δηλα­δή είναι κανείς δού­λος είτε ελεύ­θε­ρος είτε μονο­μά­χος είτε οποιοσ­δή­πο­τε και προ­σφέ­ρει αμοι­βή, κατα­δέ­χον­ται, ενώ εκεί­νοι που δεν προ­σφέ­ρουν τίπο­τε κι αν ακό­μη είναι ευγε­νέ­στε­ροι από όλους, χωρίς τα χρή­μα­τα δεν μπο­ρούν να τις πλη­σιά­σουν.

Αυτό κάνουν και αυτοί εδώ· τους ορθούς λογι­σμούς, όταν δεν έχουν χρή­μα­τα, τους απο­στρέ­φον­ται, ενώ τους μια­ρούς και πραγ­μα­τι­κά θηριο­μά­χους τούς συνα­να­στρέ­φον­ται εξαι­τί­ας των χρη­μά­των, ασχη­μο­νούν μαζί τους και χάνουν την ομορ­φιά της ψυχής τους. Όπως ακρι­βώς δηλα­δή εκεί­νες είναι ως προς τη φύση τους απο­κρου­στι­κές και γεμά­τες πονη­ριά και άγριες και παχιές και άσχη­μες και κακό­πλα­στες και σε όλα αισχρές, τέτοιες γίνον­ται και οι ψυχές τους , μην μπο­ρών­τας με τα εξω­τε­ρι­κά βαψί­μα­τα να συγ­κα­λύ­ψουν την ασχή­μια τους. Για­τί, όταν η ασχή­μια είναι η χει­ρό­τε­ρη από όλες, όσα και αν επι­νο­ή­σουν, δεν μπο­ρούν να υπο­κρι­θούν. Το ότι βέβαια η αδιαν­τρο­πιά κάνει πόρ­νες, άκου­σε τον προ­φή­τη που λέγει: «ψις πόρ­νης γένε­τό σοι, πηναι­σχύν­τη­σας πρς πάν­τας(:Συμ­πε­ρι­φέρ­θη­κες προς όλους με αδιαν­τρο­πιά, απέ­κτη­σες μορ­φή πόρ­νης)»[Ιερ.3,3].

Αυτό μπο­ρού­με να πού­με και προς τους πλε­ο­νέ­κτες· συμ­πε­ρι­φέρ­θη­κες προς όλους με αδιαν­τρο­πιά· όχι προς αυτούς και προς εκεί­νους, αλλά προς όλους. Πώς; Ο άνθρω­πος αυτού του είδους δε σέβε­ται ούτε τον πατέ­ρα του, ούτε το παι­δί του, ούτε τη γυναί­κα του, ούτε φίλο, ούτε αδελ­φό, ούτε ευερ­γέ­τη, ούτε κανέ­να άλλο γενι­κά. Και για­τί λέγω «φίλο και αδελ­φό και πατέ­ρα»; Δεν σέβε­ται τον ίδιο τον Θεό, αλλά τα θεω­ρεί όλα τα σχε­τι­κά με Αυτόν ως μύθο, και γελά μεθυ­σμέ­νος από τη μεγά­λη επι­θυ­μία, και ούτε να ακού­σει δεν θέλει κάτι από εκεί­να που μπο­ρούν να τον ωφε­λή­σουν.

Αλλά πω πω παρα­λο­γι­σμός, ποια είναι και τα λόγια που λένε: «Αλι­μό­νο σου, μαμω­νά, και σε εκεί­νον που δεν έχει»: Εδώ κατα­κυ­ριεύ­ο­μαι από τη φλό­γα του θυμού· αλί­μο­νο σε εκεί­νους που λένε αυτά, και αν ακό­μη τα λένε γελών­τας. Για­τί, πες μου, δεν απεί­λη­σε με αυτήν την απει­λή ο Θεός λέγον­τας: «Οδες δύνα­ται δυσ κυρί­οις δου­λεύ­ειν · γρ τν να μισή­σει κα τν τερον γαπή­σει, νς νθέ­ξε­ται κα το τέρου κατα­φρο­νή­σει. ο δύνα­σθε Θε δου­λεύ­ειν κα μαμων(:Μην απα­τά­τε τον εαυ­τό σας με την ιδέα ότι είναι δυνα­τόν να θησαυ­ρί­ζει κανείς και στη γη και ταυ­τό­χρο­να να είναι προ­σκολ­λη­μέ­νος και στο Θεό. Κανείς δεν μπο­ρεί να είναι συγ­χρό­νως δού­λος σε δύο κυρί­ους· διό­τι ή θα μισή­σει τον ένα και θα αγα­πή­σει τον άλλο, ή θα προ­σκολ­λη­θεί στον ένα και θα περι­φρο­νή­σει τον άλλο. Δεν μπο­ρεί­τε να είστε συγ­χρό­νως δού­λοι και του Θεού και του μαμω­νά, δηλα­δή του πλού­του. Ή θα μισή­σε­τε τον πλού­το για να αγα­πή­σε­τε τον Θεό, ή θα προ­σκολ­λη­θεί­τε στον πλού­το και θα περι­φρο­νή­σε­τε τότε τον Θεό)» [Ματθ.6,24] και εσύ καταρ­γείς την απει­λή τολ­μών­τας να λες τέτοια λόγια προς κακό του εαυ­τού σου;

Δεν λέγει ο Παύ­λος ότι αυτή είναι ειδω­λο­λα­τρία και ονο­μά­ζει ειδω­λο­λά­τρη τον πλε­ο­νέ­κτη;[Εφ.5,5: «Τοτο γάρ στε γινώ­σκον­τες, τι πς πόρ­νος κάθαρ­τος πλε­ο­νέ­κτης, ς στιν εδωλο­λά­τρης, οκ χει κλη­ρο­νο­μί­αν ν τ βασι­λεί το Χρι­στο κα Θεο(:Φυλα­χτεί­τε από αυτά, διό­τι πρέ­πει να ξέρε­τε καλά αυτό, ότι κάθε πόρ­νος ή ακά­θαρ­τος ή πλε­ο­νέ­κτης, ο οποί­ος ουσια­στι­κά είναι ειδω­λο­λά­τρης, αφού η λατρεία του χρή­μα­τος απορ­ρο­φά ολό­κλη­ρη την καρ­διά του, δεν έχει κανέ­να δικαί­ω­μα κλη­ρο­νο­μιάς στη βασι­λεία του Χρι­στού και Θεού)»]. Εσύ όμως στέ­κε­σαι και γελάς όπως οι κοσμι­κές γυναί­κες, προ­κα­λών­τας τα γέλια σαν τις γυναί­κες του θεά­τρου;

Αυτό τα ανέ­τρε­ψε όλα, αυτό τα κατέρ­ρι­ψε· κατάν­τη­σαν τα δικά μας γέλως και πολι­τι­σμός και αστειό­τη­τα· τίπο­τε το στα­θε­ρό, τίπο­τε το στε­ρεό. Δεν τα λέγω αυτά μόνο προς τους κοσμι­κούς άντρες, αλλά γνω­ρί­ζω ποιους υπαι­νίσ­σο­μαι· γέμι­σε η Εκκλη­σία από γέλω­τα. Αν ο τάδε πει κάποιο αστείο, αμέ­σως προ­κα­λούν­ται γέλια σε αυτούς που κάθον­ται. Και το θαυ­μα­στό είναι ότι πολ­λοί δεν στα­μα­τούν να γελούν και κατά την ίδια την ώρα της ευχής. Παν­τού χορεύ­ει ο διά­βο­λος, όλους τους ντύ­θη­κε, όλους τους εξου­σιά­ζει. Ατι­μά­στη­κε ο Χρι­στός, περι­φρο­νή­θη­κε, δεν υπάρ­χει που­θε­νά η εκκλη­σία. Δεν ακού­τε τον Παύ­λο που λέγει: «Κα ασχρό­της κα μωρο­λο­γία ετραπελία,τ οκ νήκον­τα(: Επί­σης δεν αρμό­ζουν σε σας τους Χρι­στια­νούς και δεν πρέ­πει να ανα­φέ­ρον­ται καν ως λέξεις οι αισχρές πρά­ξεις και τα ανόη­τα φλύ­α­ρα λόγια και τα άπρε­πα και βρώ­μι­κα αστεία)» [Εφ.5,4]; Μαζί με την αισχρό­τη­τα ανα­φέ­ρει τη γελοιό­τη­τα και εσύ γελάς; Μωρο­λο­γία τι είναι; Εκεί­να που δεν έχουν τίπο­τε το χρή­σι­μο.

Γελάς λοι­πόν διαρ­κώς και φαι­δρύ­νεις το πρό­σω­πό του εσύ ο μονα­χός; Γελάς, πες μου, εσύ που έχεις σταυ­ρω­θεί, εσύ που πεν­θείς; Πού άκου­σες τον Χρι­στό να το κάνει αυτό; Που­θε­νά, αλλά πολ­λές φορές ήταν σκυ­θρω­πός. Πραγ­μα­τι­κά, όταν είδε την Ιερου­σα­λήμ δάκρυ­σε, όταν σκέ­φτη­κε τον προ­δό­τη ταρά­χτη­κε, και όταν επρό­κει­το να ανα­στή­σει τον Λάζα­ρο έκλα­ψε· και εσύ γελάς; Εάν εκεί­νος που δεν πονά για τα αμαρ­τή­μα­τα των άλλων είναι άξιος κατη­γο­ρί­ας, εκεί­νος που συμ­πε­ρι­φέ­ρε­ται με αναλ­γη­σία για τα δικά του και γελά, ποια συγνώ­μη είναι άξιος να επι­τύ­χει; Ο παρών και­ρός είναι και­ρός πέν­θους και θλί­ψε­ως, βασά­νων και δου­λα­γω­γί­ας, αγώ­νων και ιδρώ­των· και εσύ γελάς; Δεν βλέ­πεις πώς επι­τι­μή­θη­κε η Σάρ­ρα;

Δεν ακούς τον Χρι­στό που λέγει: «Οα μν ο γελντες νν, τι πεν­θή­σε­τε κα κλαύ­σε­τε(:Αλί­μο­νο και σε σας που έχε­τε ως μονα­δι­κό σκο­πό της ζωής σας τη σαρ­κι­κή χαρά και γελά­τε τώρα από τις δια­σκε­δά­σεις και τις απο­λαύ­σεις του σαρ­κι­κού σας βίου, ουαί και αλί­μο­νό σας, διό­τι στην άλλη ζωή θα πεν­θή­σε­τε και θα κλά­ψε­τε)»[Λου­κά 6,25]; Αυτά ψάλ­λεις καθη­με­ρι­νά; Πες μου δηλα­δή, τι λες; «Γέλα­σα»; Καθό­λου. Αλλά τι; «κοπί­α­σα ν τ στε­ναγμ μου(: Απέ­κα­μα από τους στε­ναγ­μούς μου για τις παρε­κτρο­πές μου)»[Ψαλμ.6,6].Αλλά ίσως μερι­κοί είναι τόσο παρα­λυ­μέ­νοι και απο­χαυ­νω­μέ­νοι, ώστε να γελούν και για την επι­τί­μη­ση αυτή, σαν να τα λέμε δηλα­δή αυτά για να προ­κα­λέ­σου­με γέλω­τα. Πραγ­μα­τι­κά τέτοια είναι η παρα­φρο­σύ­νη, τέτοια η τρέ­λα, ούτε την επι­τί­μη­ση δεν αισθά­νε­ται.

Στέ­κε­ται ο ιερέ­ας του Θεού λέγον­τας την ευχή για όλους και εσύ γελάς, χωρίς να φοβά­σαι τίπο­τε; Και εκεί­νος βέβαια λέγει τρέ­μον­τας τις ευχές για σένα, και εσύ τον περι­φρο­νείς; Δεν ακούς τη Γρα­φή που λέγει: «Οαί ο κατα­φρο­νη­ταί(:Αλί­μο­νο σε όσους περι­φρο­νούν τα ιερά και τα όσια, τη δικαιο­σύ­νη και την αλή­θεια)»[προ­φή­της Αββα­κούμ: 1,5]; Δεν φρίτ­τεις; Δεν δεί­χνεις συστο­λή; Και βέβαια εισερ­χό­με­νος σε ανά­κτο­ρα προ­σέ­χεις να είναι κόσμιο και το παρά­στη­μά σου και το βλέμ­μα σου και το βάδι­σμά σου και όλα τα άλλα, ενώ εδώ, όπου είναι τα πραγ­μα­τι­κά ανά­κτο­ρα, και τέτοια όπως ακρι­βώς είναι τα ουρά­νια, γελάς; Εσύ βέβαια γνω­ρί­ζω ότι δεν βλέ­πεις, ακούς όμως ότι παν­τού παρα­βρί­σκον­ται άγγε­λοι και μάλι­στα στον οίκο του Θεού στέ­κον­ται δίπλα στο βασι­λιά, και όλα είναι γεμά­τα από τις ασώ­μα­τες εκεί­νες δυνά­μεις. Ο λόγος μου αυτός απευ­θύ­νε­ται και προς τις γυναί­κες, οι οποί­ες μπρο­στά στους άνδρες βέβαια δεν τολ­μούν εύκο­λα να το κάνουν αυτό, και αν το κάνουν, δεν το κάνουν πάν­το­τε, αλλά κατά τον χρό­νο της ανά­παυ­σης, ενώ εδώ πάν­το­τε. Πες μου, γυναί­κα, καλύ­πτεις το κεφά­λι του και γελάς βρι­σκό­με­νη μέσα στην εκκλη­σία; Εισήλ­θες να εξο­μο­λο­γη­θείς τα αμαρ­τή­μα­τά σου, να προ­σπέ­σεις στον Θεό, να Τον παρα­κα­λέ­σεις και να Τον ικε­τεύ­σεις για τα κακά που διέ­πρα­ξες και τα πλημ­με­λή­μα­τα, και το κάνεις αυτό γελών­τας; Πώς λοι­πόν θα μπο­ρέ­σεις να κατα­στή­σεις Αυτόν ευμε­νή;

«Και τι κακό», θα έλε­γε κανείς, «είναι το γέλιο»; Δεν είναι κακό το γέλιο, αλλά κακό είναι όταν γίνε­ται πέρα από το μέτρο και άκαι­ρα. Το γέλιο υπάρ­χει σε εμάς ώστε, όταν δού­με φίλους που έχου­με πολύ χρό­νο να τους δού­με, να το κάνου­με αυτό, όταν δού­με κάποιους συνε­σταλ­μέ­νους και φοβι­σμέ­νους, να τους ενθαρ­ρύ­νου­με με το χαμό­γε­λο, και όχι να καγ­χά­ζου­με και να γελά­με πάν­το­τε. Το γέλιο υπάρ­χει μέσα στην ψυχή μας, για να ανα­κου­φί­ζε­ται κάπο­τε η ψυχή, όχι για να οδη­γεί­ται στη διά­χυ­ση. Άλλω­στε και η επι­θυ­μία υπάρ­χει μέσα στα σώμα­τά μας και δεν πρέ­πει οπωσ­δή­πο­τε επει­δή υπάρ­χει να τη χρη­σι­μο­ποιού­με ή να τη χρη­σι­μο­ποιού­με πέρα από το μέτρο· αλλά και συγ­κρα­τού­με αυτήν και δεν λέμε «επει­δή υπάρ­χει μέσα μας, ας τη χρη­σι­μο­ποι­ή­σου­με».

Με δάκρυα δού­λευε τον Θεό, για να μπο­ρέ­σεις να καθα­ρί­σεις τα αμαρ­τή­μα­τά σου. Γνω­ρί­ζω ότι πολ­λοί με κατη­γο­ρούν λέγον­τας «αμέ­σως δάκρυα». Γι’ αυτό είναι και­ρός δακρύ­ων. Γνω­ρί­ζω ότι και αισιο­δο­ξούν όλοι εκεί­νοι που λένε: «Φάγω­μεν κα πίω­μεν, αριον γρ ποθνή­σκο­μεν(:Ας φάμε, ας πιού­με, διό­τι αύριο πεθαί­νου­με)» [Α΄Κορ.15,32].

Αλλά σκέ­ψου ότι «Ματαιό­της ματαιο­τή­των, τ πάν­τα ματαιό­της(:Ματαιό­της ματαιο­τή­των, όλα ανε­ξαι­ρέ­τως τα επί­γεια είναι μάταια)»[Εκκλ.1,2]. Δεν το λέγω εγώ, αλλά εκεί­νος που γνώ­ρι­σε όλα τα πράγ­μα­τα έμπρα­κτα, λέγει τα εξής: «μεγά­λυ­να ποί­η­μά μου, κοδό­μη­σά μοι οκους. φύτευ­σά μοι μπελνας, ποί­η­σά μοι κήπους κα παρα­δεί­σους κα φύτευ­σα ν ατος ξύλον πν καρ­πο·ποί­η­σά μοι κολυμ­βή­θρας δάτων το ποτί­σαι π᾿ ατν δρυμν βλαστντα ξύλα· κτη­σά­μην δού­λους κα παι­δί­σκας, κα οκογε­νες γένον­τό μοι, καί γε κτσις βου­κο­λί­ου κα ποι­μνί­ου πολλ γένε­τό μοι πρ πάν­τας τος γενο­μέ­νους μπρο­σθέν μου ν ερου­σα­λήμ· συνή­γα­γόν μοι καί γε ργύ­ριον κα χρυ­σί­ον κα περιου­σια­σμος βασι­λέ­ων κα τν χωρν· ποί­η­σά μοι δον­τας κα δού­σας κα ντρυ­φή­μα­τα υἱῶν νθρώ­πων, ονοχό­ον κα ονοχό­ας· κα μεγα­λύν­θην κα προ­σέ­θη­κα παρ πάν­τας τος γενο­μέ­νους μπρο­σθέν μου ν ερουσαλήμ·καί γε σοφία μου στά­θη μοι. κα πν, τησαν ο φθαλ­μοί μου, οκ φελον π᾿ ατν, οκ πεκώ­λυ­σα τν καρ­δί­αν μου π πάσης εφρο­σύ­νης, τι καρ­δία μου εφράν­θη ν παντ μόχθ μου, κα τοτο γένε­το μερίς μου π παντς μόχθου. Κα πέβλε­ψα γ ν πσι ποι­ή­μα­σί μου, ος ποί­η­σαν α χερές μου, κα ν μόχθ, μόχθη­σα το ποιεν, κα δο τ πάν­τα ματαιό­της κα προ­αί­ρε­σις πνεύ­μα­τος, κα οκ στι περισ­σεία π τν λιον(:Επι­δί­ω­ξα λοι­πόν τα μεγά­λα έργα. Έκτι­σα οικο­δο­μές μεγα­λο­πρε­πείς. Φύτε­ψα για τον εαυ­τό μου αμπε­λώ­νες. Περιέ­κλει­σα κήπους και δεν­δρό­κη­πους και φύτε­ψα σε αυτούς δέν­δρα καρ­πο­φό­ρα παν­τός είδους. Διέ­τα­ξα και κτί­στη­καν δεξα­με­νές υδά­των, για να ποτί­ζον­ται από αυτές όλα τα χλο­ε­ρά δέν­δρα του δάσους. Αγό­ρα­σα ως κτή­μα μου δού­λους και δού­λες. Και τα παι­διά, που αυτοί γέν­νη­σαν στα ανά­κτο­ρά μου, έγι­ναν δικά μου. Απέ­κτη­σα μεγά­λα κοπά­δια βοδιών και προ­βά­των, περισ­σό­τε­ρα από όσα είχαν απο­κτή­σει όλοι εκεί­νοι, που υπήρ­ξαν πριν από εμέ­να στην Ιερου­σα­λήμ. Συγ­κέν­τρω­σα για τον εαυ­τό μου άργυ­ρο και χρυ­σό, θησαυ­ρούς και περιου­σί­ες βασι­λέ­ων και ολο­κλή­ρων περιο­χών. Είχα προς δια­σκέ­δα­σή μου τρα­γου­δι­στές και τρα­γου­δί­στριες. Έκα­μα δικές μου και γνώ­ρι­σα όλες τας δια­σκε­δά­σεις και απο­λαύ­σεις των ανθρώ­πων. Είχα οινο­χό­ους, για να με κερ­νούν κρα­σί. Έφτα­σα σε μεγα­λείο και δόξα και ξεπέ­ρα­σα όλους τους ανθρώ­πους, οι οποί­οι πριν από εμέ­να είχαν ζήσει στην Ιερου­σα­λήμ. Εν μέσω όμως όλων αυτών των μεγα­λεί­ων και των απο­λαύ­σε­ων η σοφία μου μού συμ­πα­ρα­στά­θη­κε, ώστε να μην εκτρα­πώ ανε­πα­νόρ­θω­τα. Κάθε τι, το οποίο επι­θύ­μη­σαν οι οφθαλ­μοί μου, δεν τους το στέ­ρη­σα και δεν εμπό­δι­σα την καρ­δία μου να απο­λαύ­σει κάθε τέρ­ψη και χαρά. Η καρ­δία μου απή­λαυ­σε όλα τα αγα­θά των ταλαι­πω­ριών και των κόπων μου. Αυτό άλλω­στε υπήρ­ξε και το κέρ­δος όλων των κόπων της ζωής μου. Και έπει­τα από όλες αυτές τις τέρ­ψεις και τις απο­λαύ­σεις έρι­ξα εγώ ένα βλέμ­μα σε όλα όσα έπρα­ξα, σε όλα όσα κατα­σκεύ­α­σαν τα χέριά μου, σε όλα όσα με κόπο και ταλαι­πω­ρία αγω­νί­στη­κα να απο­κτή­σω, και έβγα­λα το συμ­πέ­ρα­σμα, ότι όλα αυτά είναι ματαιό­τη­τα. Κού­φια ορμή παρερ­χο­μέ­νου ανέ­μου και ότι δεν υπάρ­χει κανέ­να μόνι­μο, αιώ­νιο κέρ­δος, καμία ωφέ­λεια κάτω από τον επί­γειο ήλιο)»[Εκκλ.2,4–11]. Και τι λέγει μετά από όλα αυτά; «Ματαιό­της ματαιο­τή­των, τα πάν­τα ματαιό­της».

Ας πεν­θή­σου­με λοι­πόν, αγα­πη­τοί, ας πεν­θή­σου­με, για να γελά­σου­με πραγ­μα­τι­κά για να νιώ­σου­με πραγ­μα­τι­κά ευφρο­σύ­νη κατά τον και­ρό της ειλι­κρι­νούς χαράς. Για­τί αυτή η χαρά που αισθα­νό­μα­στε για τα γήι­να οπωσ­δή­πο­τε είναι ανα­μιγ­μέ­νη με λύπη και δεν είναι δυνα­τό να τη βρού­με αυτήν ποτέ καθα­ρή, ενώ εκεί­νη είναι ειλι­κρι­νής και άδο­λη και δεν έχει τίπο­τε το ύπου­λο ούτε κάτι άλλο ανα­μιγ­μέ­νο. Με εκεί­νη, την πνευ­μα­τι­κή, χαρά ας νιώ­θου­με ευχα­ρί­στη­ση, εκεί­νην ας επι­διώ­ξου­με. Δεν είναι δυνα­τό να επι­τύ­χου­με αυτήν αλλιώς, παρά με το μην προ­τι­μά­με εδώ τα ευχά­ρι­στα, αλλά εκεί­να που ωφε­λούν και να θλι­βό­μα­στε λίγο με τη θέλη­σή μας και να υπο­φέ­ρου­με με ευχα­ρι­στία όλα εκεί­να που μας συμ­βαί­νουν. Για­τί έτσι θα μπο­ρέ­σου­με να επι­τύ­χου­με και τη βασι­λεία των ουρα­νών, με τη χάρη και φιλαν­θρω­πία του Κυρί­ου μας Ιησού Χρι­στού, στον οποίο μαζί με τον Πατέ­ρα και το Άγιο Πνεύ­μα πρέ­πει κάθε δόξα, τιμή και προ­σκύ­νη­ση, τώρα και πάν­το­τε και στους ατέ­λειω­τους αιώ­νες. Αμήν.



ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος



ΠΗΓΕΣ:

  • Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, Υπό­μνη­μα στην προς Εβραί­ους επι­στο­λήν», ομι­λία ΙΕ΄, πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1989, τόμος 24, σελί­δες 568–583.

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλ­τή­ριον με σύν­το­μη ερμη­νεία(από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τρί­τη, Αθή­να 2016

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ”)

Τὸ αἷμα τοῦ Χρι­στοῦ

«…Πόσῳ μᾶλ­λον τὸ αἷμα τοῦ Χρι­στοῦ… καθα­ριεῖ τὴν συνεί­δη­σιν ὑμῶν ἀπὸ νεκρῶν ἔργων εἰς τὸ λατρεύ­ειν Θεῷ ζῶν­τι;» (Εβρ. 9,14)

ΥΠΑΡΧΕΙ, ἀγα­πη­τοί μου, ἁρμο­νία στὰ δημιουρ­γή­μα­τα τοῦ Θεοῦ. Ἐξη­γού­με­θα. Ἡ ὕλη, τὸ χῶμα ποὺ πατοῦ­με, εἶνε τὸ κατώ­τε­ρο δημιούρ­γη­μα τοῦ Θεοῦ. Ἔχει σκο­πὸ νὰ ὑπη­ρε­τῇ τὰ φυτά, τὰ λου­λού­δια, τὰ δέν­τρα. Χωρὶς τὸ χῶμα ποιό φυτό μπο­ρεῖ ν’ ἀνα­πτυ­χθῇ; Τὸ χῶμα, ἡ γῆ, εἶνε ἡ μάνα, ποὺ ἀπὸ τὰ σπλά­χνα της βγαί­νουν σὰν παι­διά της τὰ ὄμορ­φα τριαν­τά­φυλ­λα, τὰ κατα­πρά­σι­να στά­χυα, τὰ καρ­πο­φό­ρα δέν­τρα. Καὶ ὅπως τὸ χῶμα ἔχει σκο­πὸ νὰ ὑπη­ρε­τῇ τὰ φυτὰ καὶ τὰ δέν­τρα, ἔτσι κι αὐτὰ ἔγι­ναν μὲ σκο­πὸ νὰ προ­σφέ­ρουν τὶς ὑπη­ρε­σί­ες τους. Καὶ τὶς προ­σφέ­ρουν δωρε­άν, παρα­κα­λῶ. Ὑπη­ρε­τοῦν τὰ ζῷα. Χωρίς χορ­τά­ρι ποιό ζῷο μπο­ρεῖ νὰ ζήσῃ; Δὲν βλέ­πε­τε μὲ πόση λαχτά­ρα ὁ τσο­πά­νος περι­μέ­νει νὰ βγά­λῃ ἡ γῆ χορ­τά­ρι, γιὰ νὰ ὁδη­γή­σῃ στὰ χλο­ε­ρὰ λιβά­δια τὸ κοπά­δι του; Καὶ τὸ χορ­τά­ρι αὐτὸ θερί­ζε­ται ἀπὸ τὰ δόν­τια τῶν ζῴων καὶ πέφτει σ ̓ ἕνα ἐργο­στά­σιο, ποὺ δὲν μπο­ρεῖ καὶ ὁ πιὸ σοφὸς μηχα­νι­κὸς νὰ τὸ κάνῃ. Καὶ τὸ ἐργο­στά­σιο αὐτό, ποὺ παίρ­νει τὸ χορ­τά­ρι καὶ τὸ κάνει γάλα, λίπος καὶ κρέ­ας, εἶνε τὸ στο­μά­χι τῶν ζῴων. Πῶς τὸ χορ­τά­ρι ποὺ τρώ­ει τὸ ζῷο γίνε­ται κρέ­ας; Μυστή­ριο. Κανέ­νας ἐπι­στή­μο­νας δὲν μπο­ρεῖ νὰ τὸ ἐξη­γή­σῃ. Εἶνε ἔργο τοῦ Θεοῦ καὶ μόνο. Ἀλλὰ καὶ τὰ ζῷα δὲν ἔγι­ναν κι αὐτὰ μόνο γιὰ τὸν ἑαυ­τό τους. Ἔγι­ναν γιὰ νὰ ὑπη­ρε­τοῦν κι αὐτά. Ποιόν; Τόν ἄνθρω­πο. Χωρὶς τὰ ζῷα πόσο δύσκο­λη γιὰ νὰ μὴν ποῦ­με ἀδύ­να­τη θὰ ἦταν ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώ­που! Φαν­τα­στῆ­τε τὴ γῆ χωρὶς ζῷα, καὶ θὰ δῆτε τὸν ἄνθρω­πο πόσο θὰ ὑπο­φέ­ρῃ. Ὅ,τι κι ἂν κάνῃ ὁ ἄνθρω­πος μὲ τὴν ἐπι­στή­μη γιὰ νὰ τὰ ἀντι­κα­τα­στή­σῃ, ἡ ἔλλει­ψί τους θὰ εἶνε σοβα­ρή.

Ἀλλὰ σὰν νὰ μακρύ­να­με το λόγο μας καὶ πρέ­πει νὰ στα­μα­τή­σου­με. Για­τί μιλᾶ­με σήμε­ρα γιὰ χωρά­φια, γιὰ λιβά­δια, γιὰ σπαρ­τά, γιὰ δέν­τρα καὶ ζῷα; Για­τί θέλου­με νὰ δοῦ­με, ποιά σχέ­σι ὑπάρ­χει ἀνά­με­σα στὰ δημιουρ­γή­μα­τα τοῦ Θεοῦ. Εἴδα­με, λοι­πόν, τὸ χῶμα νὰ ὑπη­ρε­τῇ τὰ φυτὰ καὶ τὰ δέν­τρα. Τὰ φυτὰ καὶ τὰ δέν­τρα νὰ ὑπη­ρε­τοῦν τὰ ζῷα. Τὰ ζῷα νὰ ὑπη­ρε­τοῦν τὸν ἄνθρω­πο. Καὶ ὁ ἄνθρω­πος; Ὁ ἄνθρω­πος, ποὺ εἶνε τὸ τελειό­τε­ρο δημιούρ­γη­μα τοῦ Θεοῦ, ποιόν ὑπη­ρε­τεῖ; Τὸν ἑαυ­τό του μόνο; Ἀλλὰ τότε θὰ εἶνε ἕνας ἄνθρω­πος φίλαυ­τος, ἕνας —ἂς τὸν ποῦ­με μὲ τὴ γλῶσ­σα τοῦ λαοῦ φιλο­το­μα­ρι­στής. Νὰ ἐργα­ζώ­μα­στε καὶ νὰ ὑπη­ρε­τοῦ­με ὄχι μόνο τὸν ἑαυ­τό μας, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἄλλους ἀνθρώ­πους, καὶ παρα­πά­νω ἀπ’ ὅλα νὰ ὑπη­ρε­τοῦ­με τὸ Θεό· νὰ τὸν εὐχα­ρι­στοῦ­με, νὰ τὸν δοξά­ζου­με καὶ νὰ ἐκτε­λοῦ­με τὸ ἅγιο θέλη­μά του, αὐτὸς εἶνε ὁ προ­ο­ρι­σμός μας.

* * *

Νὰ ἐκτε­λοῦ­με τὸ ἅγιο θέλη­μα τοῦ Θεοῦ! Αὐτὸς εἶνε ὁ προ­ο­ρι­σμός μας. Τὸν ἐκτε­λοῦ­με; Ἐὰν κάνα­με ὅ,τι θέλει ὁ Θεός, παν­τοῦ τάξις καὶ ἁρμο­νία, χαρὰ καὶ εὐτυ­χία θὰ βασί­λευε. Ἀλλὰ δυστυ­χῶς, ἐνῷ τὰ φυτὰ καὶ τὰ ζῷα ἐκτε­λοῦν τὸν προ­ο­ρι­σμό τους, ὁ ἄνθρω­πος ξέφυ­γε ἀπὸ τὸν προ­ο­ρι­σμό του καί, ἀντὶ νὰ ἔχῃ κέν­τρο το Θεό, ἔγι­νε ὁ ἴδιος κέν­τρο, ἀγνόη­σε το Θεό, τον περι­φρό­νη­σε, τὸν βλα­στή­μη­σε ὁ ἀχά­ρι­στος, καὶ ἔγι­νε ἐπα­να­στά­της καὶ παρα­βά­της τῶν ἐντο­λῶν του. Καὶ ἐξ αἰτί­ας του ἡ τάξις καὶ ἡ ἁρμο­νία δια­τα­ρά­χτη­κε.

Ὁ ἄνθρω­πος ἔγι­νε εὐτυ­χι­σμέ­νος; Ὄχι. Μακριά ἀπὸ τὸ Θεὸ δὲν ὑπάρ­χει εὐτυ­χία. Δυστυ­χία καὶ μόνο δυστυ­χία ὑπάρ­χει. Κι ὅταν ἀκό­μη ὁ ἄνθρω­πος ἔχῃ ὅλα τὰ ἀγα­θὰ καὶ φαί­νε­ται ἐξω­τε­ρι­κῶς εὐτυ­χι­σμέ­νος, καὶ τότε δὲν εἶνε εὐτυ­χι­σμέ­νος.

Για­τὶ αἰσθά­νε­ται, ὅτι δὲν εἶνε ἐν τάξει μὲ τὸ Θεό. Μιὰ φωνὴ ἀκού­γε­ται μέσα του· «Εἶσαι ἔνο­χος, παρέ­βης τὸν ἠθι­κὸ νόμο βλα­στή­μη­σες, ἔκλε­ψες, ἀτί­μα­σες, ἀδί­κη­σες, σκό­τω­σες, πάτη­σες πάνω σὲ πτώ­μα­τα κ’ ἔτσι ἔγι­νες πλού­σιος καὶ ἰσχυ­ρὸς καὶ μεγά­λος…». Ἡ φωνὴ αὐτὴ ἀκού­γε­ται στὰ στή­θη κάθε ἀνθρώ­που καὶ δὲν τὸν ἀφή­νει νὰ ἡσυ­χά­σῃ. Ὅπου καὶ νὰ πάῃ ὁ ἔνο­χος, καὶ στὴν Αὐστρα­λία καὶ στὴν Ἀμε­ρι­κὴ καὶ στὸ φεγ­γά­ρι ἀκό­μη, δὲν θὰ ἡσυ­χά­σῃ. Τὰ ἁμαρ­τή­μα­τά του τὸν ἀκο­λου­θοῦν. Κάρ­βου­νο ἀναμ­μέ­νο ἔχει μέσα του. Σκορ­πιοί τον κεν­τᾶ­νε. Ὄνει­ρα φοβε­ρὰ τὸν ξυπνᾶ­νε. Βοή­θεια! φωνά­ζει σὰν νὰ τὸν κυνη­γᾶ­νε ἐχθροί. Εἶνε ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὰ ἁμαρ­τή­μα­τά του ὁ ἄνθρω­πος διε­τά­ρα­ξε τὶς ἁρμο­νι­κές σχέ­σεις μὲ τὸ Θεὸ κ ̓ ἔγι­νε ἐχθρός του.

Ναί, ἐχθρὸς τοῦ Θεοῦ ὁ ἄνθρω­πος, ἄξιος κολά­σε­ως. Ἄξιος ὅλων τῶν τιμω­ριῶν, ποὺ ἡ δικαιο­σύ­νη τοῦ Θεοῦ πρέ­πει νὰ ἐπι­βά­λῃ στοὺς παρα­βά­τες τῶν ἐντο­λῶν του. Ἄξιος αἰω­νί­ου θανά­του. Ἡ ἔνο­χη συνεί­δη­σι ζητά­ει τὴ συγ­χώ­ρη­σι, τὴν ἐξι­λέ­ω­σι. Γι’ αὐτὸ βλέ­που­με, ὅτι ὅλοι οἱ πρὸ Χρι­στοῦ λαοὶ προ­σπα­θοῦ­σαν μὲ διά­φο­ρα μέσα νὰ ἐξι­λε­ώ­σουν τὸ Θεὸ γιὰ τ ̓ ἁμαρ­τή­μα­τά τους. Καὶ ὅταν μάλι­στα συνέ­βαι­νε καμ­μιά μεγά­λη συμ­φο­ρά, πλημ­μύ­ρα ποτα­μοῦ, σει­σμός, ἐπι­δη­μία ἀσθε­νειῶν, —ὤ τότε!— ὅλοι αἰσθά­νον­ταν, ὅτι ἔχει ξεσπά­σει πάνω τους ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ, καὶ μὲ θυσί­ες ζῴων, καὶ ἀνθρώ­πων ἀκό­μη, προ­σπα­θοῦ­σαν νὰ σβή­σουν τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ, νὰ πάψῃ τὸ κακό, γιὰ νὰ ἔρθῃ πάλι στὴ γῆ ἡ τάξις καὶ ἡ ἁρμο­νία, ἡ συμ­φι­λί­ω­σις Θεοῦ καὶ ἀνθρώ­πων, ἡ εἰρή­νη καὶ ἡ ἀγά­πη.

Ἀπ ̓ ὅλους τοὺς λαοὺς ἐκεῖ­νος, ποὺ εἶχε πρὸ Χρι­στοῦ τὴν πιὸ καθα­ρὴ ἰδέα γιὰ τὸ Θεό, ἦταν ὁ Ἰσραη­λι­τι­κός. Καὶ ὁ λαὸς αὐτός, ὅπως καὶ οἱ ἄλλοι λαοί, εἶχε τις θυσί­ες. Ὄχι βέβαια θυσί­ες ἀνθρώ­πων, ἀλλὰ ζῴων. Εἶχαν καὶ οἱ Ἰσραη­λῖ­τες τὸ θυσια­στή­ριό τους, ἕναν τόπο δηλα­δὴ ἀφιε­ρω­μέ­νο στὸ Θεό, σὰν νὰ ποῦ­με μιὰ δική μας ἁγία τρά­πε­ζα. Σ’ αὐτὸ τὸν τόπο, στὸ θυσια­στή­ριο, ἔκαι­γε πάν­τα φωτιά, καὶ ὅσοι Ἰου­δαῖ­οι ἔπε­φταν σὲ ἁμαρ­τή­μα­τα, ἔρχον­ταν στὸ θυσια­στή­ριο αὐτὸ και ἔφερ­νε ὁ καθέ­νας ἕνα ἀρνὶ ἢ κατσί­κι ἢ μοσχά­ρι καὶ τὸ πρό­σφε­ρε στὸ Θεό. Ὁ ἱερεὺς τὸ ἔσφα­ζε, τὸ ἔκαι­γε, καὶ μὲ τὸ αἷμα τοῦ ζῴου ῥάν­τι­ζε τὸν ἁμαρ­τω­λό, ποὺ ἔφευ­γε μὲ τὴν ἰδέα ὅτι τὰ ἁμαρ­τή­μα­τά του συχω­ρέ­θη­καν. Εἶχαν δὲ καὶ μιὰ ὡρι­σμέ­νη μέρα τοῦ ἔτους, ποὺ γινό­ταν προ­σευ­χὴ καὶ θυσία ὄχι γιὰ λίγους ἀνθρώ­πους, ἀλλὰ γιὰ ὅλο τὸ λαό. Ἡ ἡμέ­ρα αὐτὴ ὀνο­μά­ζε­ται ἡμέ­ρα τοῦ ἐξι­λα­σμοῦ, δηλα­δὴ ἡμέ­ρα συγ­χω­ρή­σε­ως ὅλων τῶν ἁμαρ­τη­μά­των που διέ­πρα­ξε ὁ λαὸς ὅλο τὸ ἔτος. Θυσί­α­ζαν τότε πρό­βα­τα καὶ μοσχά­ρια. Ὁ ἀρχιε­ρεὺς ποὺ λει­τουρ­γοῦ­σε ἔπαιρ­νε μια λεκά­νη, τὴ γέμι­ζε μὲ αἷμα ζῴων, καὶ μ ̓ αὐτὸ ῥάν­τι­ζε ὅλο το λαό.

Χρό­νια και χρό­νια ὁ Ἰου­δαϊ­κὸς λαὸς θυσί­α­ζε χιλιά­δες, ἑκα­τομ­μύ­ρια ζῷα. Ἂν μάζευε κανεὶς τὸ αἷμα ὅλων αὐτῶν τῶν ζῴων, θὰ ἔκα­νε ἕνα τερά­στιο ποτά­μι. Ἀλλ ̓ ὁ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος σήμε­ρα, στὴν περι­κο­πὴ ποὺ ἀκού­σα­με, ἔρχε­ται καὶ φωνά­ζει, ὅτι ὅλο αὐτὸ τὸ αἷμα τῶν μυριά­δων ζῴων, ποὺ χύθη­κε στὸ θυσια­στή­ριο τῶν Ἰου­δαί­ων, δὲν ἔφτα­νε νὰ συχω­ρέ­σῃ οὔτε μιὰ μικρὴ ἁμαρ­τία. Οἱ θυσί­ες αὐτές, ποὺ εἶχε δια­τά­ξει ὁ Θεός, γίνον­ταν μόνο και μόνο γιὰ νὰ θυμί­ζουν συνε­χῶς, ὅτι ὁ ἄνθρω­πος εἶνε ἔνο­χος ἀπέ­ναν­τι τοῦ Θεοῦ καὶ ἔχει ἀνάγ­κη συγ­χω­ρή­σε­ως. Μιὰ διαρ­κὴς ὑπό­μνη­σις τῆς ἁμαρ­τω­λό­τη­τος τοῦ ἀνθρώ­που ἦταν οἱ θυσί­ες τοῦ ἀρχαί­ου κόσμου, ἀλλὰ καὶ μιὰ ζωη­ρὴ εἰκό­να τῆς δίψας ποὺ αἰσθά­νον­ταν οἱ πρὸ Χρι­στοῦ ἄνθρω­ποι γιὰ τὴ συγ­χώ­ρη­σι τῶν ἁμαρ­τιῶν τους.

Μιὰ μόνο θυσία ἔσω­σε τὴν ἀνθρω­πό­τη­τα, ἕνα μόνο αἷμα. Αἷμα ἁγνὸ καὶ καθα­ρὸ ἀπὸ κάθε ἴχνος ἁμαρ­τί­ας, αἷμα ἀμό­λυν­το, τὸ αἷμα ποὺ ἔχυ­σε πάνω στὸ σταυ­ρὸ ὁ Χρι­στός. Μόνο αὐτὸ τὸ αἷμα στά­θη­κε ἱκα­νὸ νὰ καθα­ρί­σῃ τὸν ἄνθρω­πο ἀπὸ τὶς ἁμαρ­τί­ες, νὰ τὸν συμ­φι­λιώ­σῃ μὲ τὸ Θεό, νὰ φέρῃ τὴν εἰρή­νη, τὴν τάξι καὶ τὴν ἁρμο­νία στὸ σύμ­παν.

Ναί, χρι­στια­νοί μου! Μιὰ στα­λαγ­μα­τιὰ ἀπὸ τὸ αἷμα τοῦ Κυρί­ου ἡμῶν Ἰησοῦ Χρι­στοῦ γίνε­ται μιὰ θάλασ­σα, ἕνας ὠκε­α­νός, ὅπου πέφτουν καὶ σβή­νουν κ’ ἐξα­φα­νί­ζον­ται τὰ ἁμαρ­τή­μα­τα τοῦ ἀνθρώ­που, ἔστω καὶ ἂν αὐτὰ εἶνε σὰν βου­νὰ ἀπὸ ἀναμ­μέ­να κάρ­βου­να. Ἡ θάλασ­σα νικᾷ τὴ φωτιά ̇ καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χρι­στοῦ νικᾷ κάθε ἁμαρ­τία. Χωρὶς τὸ πολύ­τι­μο αὐτὸ αἷμα ποιός μπο­ροῦ­σε νὰ σωθῇ καὶ νὰ λυτρω­θῇ; Αὐτὸ ποτέ δεν πρέ­πει νὰ τὸ λησμο­νοῦ­με, καὶ ἡ εὐγνω­μο­σύ­νη μας στὸ Χρι­στὸ πρέ­πει νὰ εἶνε ἀπέ­ραν­τη!

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek