ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ

Αποστολική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ — ΦΙΛ. (Δ΄ 4 — 9)

Χαί­ρε­τε ἐν Κυρίῳ πάν­το­τε· πάλιν ἐρῶ, χαί­ρε­τε. τὸ ἐπιει­κὲς ὑμῶν γνω­σθή­τω πᾶσιν ἀνθρώ­ποις. ὁ Κύριος ἐγγύς. μηδὲν μερι­μνᾶ­τε, ἀλλ’ ἐν παν­τὶ τῇ προ­σευ­χῇ καὶ τῇ δεή­σει μετὰ εὐχα­ρι­στί­ας τὰ αἰτή­μα­τα ὑμῶν γνω­ρι­ζέ­σθω πρὸς τὸν Θεόν. καὶ ἡ εἰρή­νη τοῦ Θεοῦ ἡ ὑπε­ρέ­χου­σα πάν­τα νοῦν φρου­ρή­σει τὰς καρ­δί­ας ὑμῶν καὶ τὰ νοή­μα­τα ὑμῶν ἐν Χρι­στῷ ᾿Ιησοῦ. Τὸ λοι­πόν, ἀδελ­φοί, ὅσα ἐστὶν ἀλη­θῆ, ὅσα σεμνά, ὅσα δίκαια, ὅσα ἁγνά, ὅσα προ­σφι­λῆ, ὅσα εὔφη­μα, εἴ τις ἀρε­τὴ καὶ εἴ τις ἔπαι­νος, ταῦ­τα λογί­ζε­σθε· ἃ καὶ ἐμά­θε­τε καὶ παρε­λά­βε­τε καὶ ἠκού­σα­τε καὶ εἴδε­τε ἐν ἐμοί, ταῦ­τα πράσ­σε­τε· καὶ ὁ Θεὸς τῆς εἰρή­νης ἔσται μεθ’ ὑμῶν.

Χαί­ρε­τε πάν­το­τε με την αγί­αν και πλου­σί­αν χαράν, που δίδει ο Κυριος· πάλιν θα πω· χαί­ρε­τε. Η επιεί­κειά σας, η υπο­χω­ρη­τι­κό­της και ανε­ξι­κα­κί­ας σας ας γίνη γνω­στή και ας διδά­ξη όλους τους ανθρώ­πους, πιστούς και απί­στους· ο Κυριος είναι κον­τά, έρχε­ται δια να απο­δώ­ση στον καθέ­να κατά τα έργα του. Μη αφί­νε­τε καθό­λου τον εαυ­τόν σας να κατα­λη­φθή από αγω­νιώ­δεις μερί­μνας και φρον­τί­δας, αλλά δια κάθε τι που σας χρειά­ζε­ται η δια κάθε δυσκο­λί­αν, που παρου­σιά­ζε­ται εμπρός σας, κάμνε­τε γνω­στά τα αιτή­μα­τά σας στον Θεόν δια της προ­σευ­χής και της δεή­σε­ως, αι οποί­αι πρέ­πει να συνο­δεύ­ων­ται πάν­το­τε με έκφρα­σιν ευγνω­μο­σύ­νης και ευχα­ρι­στί­ας δια τα υλι­κά και πνευ­μα­τι­κά αγα­θά, που μας δίδει ο Θεός. Και η ειρή­νη, που χαρί­ζει ο Θεός στους ανθρώ­πους του και η οποί­αν, καθ’ ο τελεία και υπερ­φυ­σι­κή, ξεπερ­νά­ει κάθε νουν ανθρώ­πων και αγγέ­λων, θα φρου­ρή­ση τας καρ­δί­ας σας, τα φρο­νή­μα­τα και τας σκέ­ψεις σας δια του Ιησού Χρι­στού. Λοι­πόν αδελ­φοί, όσα είναι αλη­θι­νά, όσα είναι τίμια και σεβα­στά, όσα είναι δίκαια ενώ­πιον του Θεού, όσα είναι αμό­λυν­τα και καθα­ρά, όσα είναι αγα­πη­τά και ευά­ρε­στα στον Θεόν και τους ανθρώ­πους, όσα έχουν και δίδουν καλήν φήμην και υπό­λη­ψιν, κάθε αρε­τήν και κάθε τι το άξιον επαί­νου, αυτά και μόνα να συλ­λο­γί­ζε­σθε. Αυτά που εμά­θα­τε και παρε­λά­βα­τε και έχε­τε ακού­σει από την προ­φο­ρι­κήν μου διδα­σκα­λί­αν, και αυτά που είδα­τε εις την όλην μου ζωήν και συμ­πε­ρι­φο­ράν, αυτά να πράτ­τε­τε. Και ο Θεός, ο θησαυ­ρός και ο χορη­γός της ειρή­νης, θα είναι μαζή σας.

Να χαί­ρε­στε πάν­το­τε με τη χαρά που προ­έρ­χε­ται από την ένω­ση και την κοι­νω­νία μας με τον Κύριο. Πάλι θα πω, να χαί­ρε­στε. Η επιεί­κειά σας και η υπο­χω­ρη­τι­κό­τη­τά σας ας γίνει γνω­στή σ’ όλους τους ανθρώ­πους, και σ’ αυτούς ακό­μη τους απί­στους. Ο Κύριος πλη­σιά­ζει να έλθει, και αυτός θα απο­δώ­σει στον καθέ­να ό,τι του ανή­κει. Μην κυριεύ­ε­στε από αγω­νιώ­δη φρον­τί­δα για τίπο­τε, αλλά για κάθε τι που σας παρου­σιά­ζε­ται, να κάνε­τε γνω­στά τα αιτή­μα­τά σας στο Θεό με την προ­σευ­χή και τη δέη­ση, οι οποί­ες πρέ­πει να συνο­δεύ­ον­ται και με ευχα­ρι­στία για όσα ο Θεός μας έδω­σε. Κι έτσι, όταν διώ­χνε­τε κάθε μέρι­μνα και εμπι­στεύ­ε­στε τον εαυ­τό σας στη θεία Πρό­νοια, η ειρή­νη που έχει ο Θεός και τη μετα­δί­δει στους δικούς του, της οποί­ας την τελειό­τη­τα δεν μπο­ρεί να νιώ­σει κανέ­νας νους, είτε ανθρώ­πι­νος είτε αγγε­λι­κός, θα φρου­ρή­σει τις καρ­διές σας και τις σκέ­ψεις σας, εφό­σον μένε­τε ενω­μέ­νοι με τον Ιησού Χρι­στό. Και τώρα απο­μέ­νει, αδελ­φοί μου, να σας απευ­θύ­νω και μία άλλη προ­τρο­πή: Όσα είναι αλη­θι­νά, όσα είναι σεμνά και σεβα­στά, όσα είναι δίκαια, όσα είναι αμό­λυν­τα και αγνά, όσα είναι προ­σφι­λή στο Θεό και στους καλούς ανθρώ­πους, όσα έχουν καλή φήμη, καθώς και οποια­δή­πο­τε άλλη αρε­τή και οποιο­δή­πο­τε καλό έργο που είναι άξιο επαί­νου, αυτά να συλ­λο­γί­ζε­στε και να προ­σέ­χε­τε, για να τα εφαρ­μό­ζε­τε και στη ζωή σας. Αυτά που μάθα­τε και παρα­λά­βα­τε και ακού­σα­τε με την προ­φο­ρι­κή διδα­σκα­λία μου, καθώς και αυτά που είδα­τε σ’ όλη τη συμ­πε­ρι­φο­ρά και τη δια­γω­γή μου, αυτά να κάνε­τε. Και τότε ο Θεός, που είναι ο χορη­γός της ειρή­νης, θα είναι μαζί σας.

Xαί­ρε­τε μὲ τήν (ἁγνὴ καὶ ἀλη­θι­νή) χαρὰ τοῦ Kυρί­ου πάν­το­τε, πάλι θὰ εἰπῶ, χαί­ρε­τε! Tὴν καλω­σύ­νη σας νὰ δεί­χνε­τε σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώ­πους. Ὁ Kύριος πλη­σιά­ζει νὰ ἔλθῃ. Nὰ μὴν ἔχε­τε καμ­μία ἀγω­νία (κανέ­να ἄγχος), ἀλλὰ σὲ κάθε περί­στα­σι ν’ ἀπευ­θύ­νε­τε τὰ αἰτή­μα­τά σας στὸ Θεὸ μὲ τὴν προ­σευ­χὴ καὶ τὴ δέη­σι, ποὺ θὰ συνο­δεύ­ων­ται μὲ εὐχα­ρι­στία. Kαὶ ἡ δύνα­μι τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ὑπερ­βαί­νει κάθε νοῦ (εἶναι δηλα­δὴ ἀσύλ­λη­πτη), θὰ φρου­ρῇ τὶς καρ­διές σας καὶ τὶς διά­νοιές σας γιὰ τὸν Ἰησοῦ Xρι­στό. Tέλος, ἀδελ­φοί, ὅσα εἶναι ἀλη­θι­νά, ὅσα εἶναι σεμνά, ὅσα εἶναι δίκαια, ὅσα εἶναι ἁγνά, ὅσα εἶναι προ­σφι­λῆ, ὅσα ἔχουν καλὴ φήμη, ὅ,τι ἀξί­ζει νὰ τιμᾶ­ται, ὅ,τι ἀξί­ζει νὰ ἐπαι­νῆ­ται, αὐτὰ νὰ σκέ­πτε­σθε. Aὐτά, τὰ ὁποῖα καὶ διδα­χθή­κα­τε καὶ παρα­λά­βα­τε, καὶ ἀκού­σα­τε καὶ εἴδα­τε ὅτι ὑπάρ­χουν σὲ μένα, αὐτὰ νὰ πράτ­τε­τε. Kαὶ ὁ δυνα­τὸς Θεὸς θὰ εἶναι μαζί σας.

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (Ερμη­νεία Περι­κο­πής)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ

«Χαί­ρε­τε ν Κυρί πάν­το­τε· πάλιν ρ, χαί­ρε­τε. τ πιεικς μν γνω­σθή­τω πσιν νθρώ­ποις. Κύριος γγύς. μηδν μερι­μντε, λλ᾿ ν παντ τ προ­σευχ κα τ δεή­σει μετ εχαρι­στί­ας τ ατήμα­τα μν γνω­ρι­ζέ­σθω πρς τν Θεόν. κα ερήνη το Θεο περέ­χου­σα πάν­τα νον φρου­ρή­σει τς καρ­δί­ας μν κα τ νοή­μα­τα μν ν Χριστ ησο(:να χαί­ρε­στε πάν­το­τε με τη χαρά που προ­έρ­χε­ται από την ένω­ση και την κοι­νω­νία μας με τον Κύριο. Πάλι θα πω, να χαί­ρε­στε. Η επιεί­κειά σας και η υπο­χω­ρη­τι­κό­τη­τά σας ας γίνει γνω­στή σε όλους τους ανθρώ­πους, και σε αυτούς ακό­μη τους απί­στους. Ο Κύριος πλη­σιά­ζει να έλθει, και Αυτός θα απο­δώ­σει στον καθέ­να ό,τι του ανή­κει. Μην κυριεύ­ε­στε από αγω­νιώ­δη φρον­τί­δα για τίπο­τε, αλλά για καθε­τί που σας παρου­σιά­ζε­ται, να κάνε­τε γνω­στά τα αιτή­μα­τά σας στον Θεό με την προ­σευ­χή και τη δέη­ση, οι οποί­ες πρέ­πει να συνο­δεύ­ον­ται και με ευχα­ρι­στία για όσα ο Θεός μας έδω­σε. Και έτσι, όταν διώ­χνε­τε κάθε μέρι­μνα και εμπι­στεύ­ε­στε τον εαυ­τό σας στη θεία Πρό­νοια, η ειρή­νη που έχει ο Θεός και τη μετα­δί­δει στους δικούς Του, της οποί­ας την τελειό­τη­τα δεν μπο­ρεί να νιώ­σει κανέ­νας νους, είτε ανθρώ­πι­νος είτε αγγε­λι­κός, θα φρου­ρή­σει τις καρ­διές σας και τις σκέ­ψεις σας, εφό­σον μένε­τε ενω­μέ­νοι με τον Ιησού Χρι­στό)»[Φιλιπ.4,4–7].

«Μακά­ριοι ο πεν­θοντες(:μακά­ριοι είναι εκεί­νοι που πεν­θούν για τις αμαρ­τί­ες τους και για το κακό που επι­κρα­τεί στον κόσμο, διό­τι αυτοί θα παρη­γο­ρη­θούν από τον Θεό)» [Ματθ.5,4] και «οα μν ο γελντες νν, τι πεν­θή­σε­τε κα κλαύ­σε­τε(:αλί­μο­νο σε σας που έχε­τε ως μονα­δι­κό σκο­πό της ζωής σας τη σαρ­κι­κή χαρά και γελά­τε τώρα από τις δια­σκε­δά­σεις και τις απο­λαύ­σεις του σαρ­κι­κού σας βίου, ουαί και αλί­μο­νό σας, διό­τι στην άλλη ζωή θα πεν­θή­σε­τε και θα κλά­ψε­τε)» [Λου­κά 6,25]., λέγει ο Χρι­στός. Για­τί λοι­πόν λέγει ο Παύ­λος: «Χαί­ρε­τε ν Κυρί πάν­το­τε (:να χαί­ρε­στε πάν­το­τε με τη χαρά που προ­έρ­χε­ται από την ένω­ση και την κοι­νω­νία μας με τον Κύριο)»;

Δεν έρχε­ται σε αντί­θε­ση προς τον Χρι­στό· μη γένοι­το να πού­με κάτι τέτοιο. Για­τί ο Χρι­στός είπε: «Αλί­μο­νο σε αυτούς που γελούν», υπο­νο­ών­τας το γέλιο του κόσμου τού­του, το γέλιο που προ­έρ­χε­ται από τις εκδη­λώ­σεις της παρού­σης ζωής, και μακά­ρι­σε αυτούς που πεν­θούν, όχι αυτούς που πεν­θούν απλώς την απώ­λεια των δικών τους, αλλά αυτούς που συγ­κι­νούν­ται υπερ­βο­λι­κά και πεν­θούν τα δικά τους κακά, αυτούς που σκέ­πτον­ται τα δικά τους αμαρ­τή­μα­τα ή και τα ξένα. Δεν είναι η χαρά αυτή αντί­θε­τη προς το πέν­θος εκεί­νο, αλλά και αυτή προ­έρ­χε­ται από εκεί­νο, για­τί αυτός που πεν­θεί τα δικά του κακά και εξο­μο­λο­γεί­ται, χαί­ρε­ται. Άλλω­στε, είναι δυνα­τό να πεν­θού­με για τα δικά μας αμαρ­τή­μα­τα και να χαι­ρό­μα­στε για τον Χρι­στό. Επει­δή λοι­πόν στε­νο­χω­ρούν­ταν για εκεί­να τα οποία έπα­σχαν( «τι μν χαρί­σθη τ πρ Χρι­στο(:και είναι από­δει­ξη αιώ­νιας σωτη­ρί­ας για σας, διό­τι σε σας δόθη­κε το χάρι­σμα)», λέγει, «ο μόνον τ ες ατν πιστεύ­ειν, λλ κα τ πρ ατο πάσχειν(:όχι μόνο να πιστεύ­ε­τε στον Ιησού Χρι­στό, αλλά και να πάσχε­τε για χάρη του ονό­μα­τος του Χρι­στού)» [Φιλιπ.1,29]), γι΄αυτό λέγει: «Χαί­ρε­τε τη χαρά που προ­έρ­χε­ται από την ένω­σή μας με τον Κύριο». Αυτά δεν σημαί­νουν τίπο­τε άλλο, παρά: «Να κάνε­τε τέτοια ζωή, ώστε να χαί­ρε­τε. Όταν λοι­πόν οι υπο­χρε­ώ­σεις σας προς τον Θεό δεν εμπο­δί­ζον­ται, χαί­ρε­τε». Ή λοι­πόν αυτό εννο­εί, ή το «ν» τίθε­ται στη θέση του «σύν», σαν να έλε­γε: «Χαί­ρε­τε με τη βοή­θεια του Κυρί­ου πάν­το­τε».

«Πάλιν ρ, χαί­ρε­τε(:πάλι θα πω, να χαί­ρε­στε)».Τού­το είναι χαρα­κτη­ρι­στι­κό ανθρώ­που που έχει θάρ­ρος και απο­δει­κνύ­ει ότι εκεί­νος που είναι ενω­μέ­νος με τον Θεό, πάν­το­τε χαί­ρε­ται· είτε στε­νο­χω­ρεί­ται, είτε πάσχει οτι­δή­πο­τε, πάν­το­τε χαί­ρε­ται αυτός. Άκου­σε για τους απο­στό­λους τον Λου­κά που λέγει ότι «ο μν ον πορεύ­ον­το χαί­ρον­τες π προ­σώ­που το συνε­δρί­ου, τι πρ το νόμα­τος ατο κατη­ξιώ­θη­σαν τιμα­σθναι(:ύστε­ρα λοι­πόν από τις απει­λές και την κακο­με­τα­χεί­ρι­ση αυτή που δέχθη­καν οι από­στο­λοι, έφυ­γαν από το συνέ­δριο με μεγά­λη χαρά, διό­τι αξιώ­θη­καν να υπο­στούν ατι­μω­τι­κή τιμω­ρία για χάρη του ονό­μα­τός Του)» [Πράξ.5,41]. Εάν οι μαστι­γώ­σεις και τα δεσμά, τα οποία φαί­νε­ται ότι προ­κα­λούν την πιο μεγά­λη λύπη, προ­ξε­νούν χαρά, ποιο από τα άλλα θα μπο­ρέ­σει να μας προ­κα­λέ­σει λύπη; «Πάλιν ρ, χαί­ρε­τε». Καλώς επα­νέ­λα­βε τον λόγο δύο φορές. Για­τί, επει­δή η κατά­στα­ση των πραγ­μά­των προ­κα­λού­σε λύπη, επα­να­λαμ­βά­νον­τας δεί­χνει ότι οπωσ­δή­πο­τε πρέ­πει να χαί­ρουν.

«Τ πιεικς μν γνω­σθή­τω πσιν νθρώ­ποις(:η επιεί­κειά σας και η υπο­χω­ρη­τι­κό­τη­τά σας ας γίνει γνω­στή σε όλους τους ανθρώ­πους, και σε αυτούς ακό­μη τους απί­στους)»[Φιλιπ.4,5]. Είπε παρα­πά­νω: «ν τ τέλος πώλεια, ν θες κοι­λία κα δόξα ν τ ασχύν ατν, ο τ πίγεια φρο­νοντες! (:το τέλος των ανθρώ­πων αυτών θα είναι η κατα­στρο­φή, διό­τι θα κατα­λή­ξουν στην αιώ­νια κόλα­ση. Αυτοί λατρεύ­ουν ως Θεό την κοι­λιά τους και θεω­ρούν ως δόξα τους πρά­ξεις που φέρ­νουν ντρο­πή. Αυτοί έχουν γήι­να φρο­νή­μα­τα)»[Φιλιπ.3,19]. Επει­δή λοι­πόν ήταν φυσι­κό να απε­χθά­νον­ται αυτοί τους πονη­ρούς, τους συμ­βου­λεύ­ει να μην έχουν τίπο­τε κοι­νό με εκεί­νους, αλλά να συμ­πε­ρι­φέ­ρον­ται με πολ­λή επιεί­κεια, όχι όμως προς τους αδελ­φούς μόνο, αλλά και προς τους εχθρούς και τους αντι­πά­λους.

« Κύριος γγύς· μηδν μερι­μντε(:ο Κύριος πλη­σιά­ζει να έλθει, και Αυτός θα απο­δώ­σει στον καθέ­να ό,τι του ανή­κει· μην κυριεύ­ε­στε από αγω­νιώ­δη φρον­τί­δα για τίπο­τε)»[Φιλιπ.4,6]. Για ποιον λόγο λοι­πόν, πες μου, αδη­μο­νεί­τε; Για­τί αντι­στέ­κε­στε; Μήπως για­τί βλέ­πε­τε να ζουν με απο­λαύ­σεις αυτοί; «Μηδν μερι­μντε». Ήδη πλη­σί­α­σε η κρί­ση, σύν­το­μα θα δώσουν λόγο για τα έργα τους. Αλλά εσείς ζεί­τε μέσα σε θλί­ψεις και εκεί­νοι σε απο­λαύ­σεις; Ήδη όμως αυτά θα λάβουν τέλος. Μήπως σας επι­βου­λεύ­ον­ται και σας απει­λούν; Όμως αυτά δεν θα προ­χω­ρή­σουν μέχρι τέλος. Ήδη πλη­σί­α­σε η κρί­ση, οπό­τε θα συμ­βούν τα αντί­θε­τα. «Μηδν μερι­μντε». Πλη­σί­α­σε ήδη ο και­ρός της αντα­πο­δό­σε­ως. Είτε φερ­θεί­τε με επιεί­κεια σε εκεί­νους που σας προ­κα­λούν τα κακά, είτε η πενία, είτε ο θάνα­τος, είτε οτι­δή­πο­τε άλλο κακό υπάρ­χει, τα πάν­τα θα απέλ­θουν.

«Μηδν μερι­μντε, λλ᾿ ν παντ τ προ­σευχ κα τ δεή­σει μετ εχαρι­στί­ας τ ατήμα­τα μν γνω­ρι­ζέ­σθω πρς τν Θεόν (:μην κυριεύ­ε­στε από αγω­νιώ­δη φρον­τί­δα για τίπο­τε, αλλά για καθε­τί που σας παρου­σιά­ζε­ται, να κάνε­τε γνω­στά τα αιτή­μα­τά σας στον Θεό με την προ­σευ­χή και τη δέη­ση, οι οποί­ες πρέ­πει να συνο­δεύ­ον­ται και με ευχα­ρι­στία για όσα ο Θεός μας έδω­σε)»[Φιλιπ.4,6]. Μία λοι­πόν εκεί­νη η προ­τρο­πή, δηλα­δή το « Κύριος γγύς(:ο Κύριος πλη­σιά­ζει να έλθει, και Αυτός θα απο­δώ­σει στον καθέ­να ό,τι του ανή­κει)» και εκεί­νο το «δο γ μεθ᾿ μν εμι πάσας τς μέρας ως τς συν­τε­λεί­ας το αἰῶνος(:ιδού, Εγώ που έλα­βα κάθε εξου­σία, θα είμαι πάν­τα μαζί σας βοη­θός και συμ­πα­ρα­στά­της σας, μέχρι να τελειώ­σει ο αιώ­νας αυτός, μέχρι δηλα­δή τη συν­τέ­λεια του κόσμου)» [Ματθ.28,20].

Ιδού και άλλη προ­τρο­πή που ως φάρ­μα­κο ανα­κου­φί­ζει και τη λύπη και τις περι­στά­σεις και όλα τα δυσά­ρε­στα πράγ­μα­τα. Ποιο λοι­πόν είναι αυτό; Η προ­σευ­χή, η ευχα­ρι­στία για το καθε­τί. Ώστε οι προ­σευ­χές δεν θέλει να είναι μόνο αιτή­μα­τα, αλλά και ευχα­ρι­στί­ες για εκεί­να τα οποία έχου­με. Για­τί πώς θα ζητή­σει κανείς τα μέλ­λον­τα, χωρίς να ανα­γνω­ρί­ζει ευγνω­μο­σύ­νη για τα προ­η­γού­με­να; «Αλλά για καθε­τί που σας παρου­σιά­ζε­ται, να κάνε­τε γνω­στά τα αιτή­μα­τά σας στον Θεό με την προ­σευ­χή και τη δέη­ση, οι οποί­ες πρέ­πει να συνο­δεύ­ον­ται και με ευχα­ρι­στία για όσα ο Θεός μας έδω­σε», λέγει. Συνε­πώς πρέ­πει να ευχα­ρι­στού­με για όλα και για εκεί­να που νομί­ζον­ται ότι προ­κα­λούν λύπη. Αυτό πράγ­μα­τι είναι χαρα­κτη­ρι­στι­κό ευγνώ­μο­νος ανθρώ­που. Για­τί εκεί­νο βέβαια το απαι­τεί η φύση των πραγ­μά­των, αυτό όμως προ­έρ­χε­ται από ψυχή που είναι ευγνώ­μων και βρί­σκε­ται σε στε­νή σχέ­ση με τον Θεό. Αυτές τις προ­σευ­χές ανα­γνω­ρί­ζει ο Θεός και τις άλλες δεν γνω­ρί­ζει. Λοι­πόν έτσι να προ­σεύ­χε­στε, ώστε να ανα­γνω­ρί­ζον­ται οι προ­σευ­χές σας. Για­τί τα πάν­τα κατευ­θύ­νει προς το συμ­φέ­ρον μας, έστω και αν εμείς δεν γνω­ρί­ζου­με. Και αυτό είναι από­δει­ξη του ότι μας συμ­φέ­ρει πολύ, δηλα­δή το να μη γνω­ρί­ζου­με εμείς.

«Κα ερήνη το Θεο περέ­χου­σα πάν­τα νον φρου­ρή­σει τς καρ­δί­ας μν κα τ νοή­μα­τα μν ν Χριστ ησο(:κι έτσι, όταν διώ­χνε­τε κάθε μέρι­μνα και εμπι­στεύ­ε­στε τον εαυ­τό σας στη θεία Πρό­νοια, η ειρή­νη που έχει ο Θεός και τη μετα­δί­δει στους δικούς Του, της οποί­ας την τελειό­τη­τα δεν μπο­ρεί να νιώ­σει κανέ­νας νους, είτε ανθρώ­πι­νος είτε αγγε­λι­κός, θα φρου­ρή­σει τις καρ­διές σας και τις σκέ­ψεις σας, εφό­σον μένε­τε ενω­μέ­νοι με τον Ιησού Χρι­στό)». Τι σημαί­νει αυτό; «Η ειρή­νη του Θεού», λέγει, «την οποία έφε­ρε στους ανθρώ­πους, υπε­ρέ­χει κάθε νου». Ποιος λοι­πόν θα περί­με­νε και ποιος θα ήλπι­ζε ότι θα υπάρ­ξουν τόσα αγα­θά; Υπερ­βαί­νει κάθε ανθρώ­πι­νο νου, όχι μόνο λόγο. Για όφε­λος των εχθρών Του, για όφε­λος εκεί­νων που Τον μισούν, εκεί­νων που Τον απο­στρέ­φον­ται, για χάρη αυτών δεν απέ­φυ­γε να παρα­δώ­σει τον μονο­γε­νή Υιό Του, προ­κει­μέ­νου να συνά­ψει ειρή­νη με τους ανθρώ­πους. Αυτή λοι­πόν η ειρή­νη, δηλα­δή η συμ­φι­λί­ω­ση, η αγά­πη του Θεού «να φρου­ρή­σει τις καρ­διές σας και τις σκέ­ψεις σας».

Αυτό αρμό­ζει στον διδά­σκα­λο, όχι μόνο να δίνει παραι­νέ­σεις, αλλά και να προ­σεύ­χε­ται και με δεή­σεις να βοη­θά ώστε ούτε από τους πει­ρα­σμούς να κατα­βαλ­λό­μα­στε, ούτε από την απά­τη να περι­φε­ρό­μα­στε εδώ και εκεί. Σαν να έλε­γε: «Εκεί­νος που σας έσω­σε με τέτοιον τρό­πο, που ο νους δεν μπο­ρεί να κατα­νο­ή­σει, αυτός θα σας δια­φυ­λά­ξει και θα σας ασφα­λί­σει, ώστε να μην πάθε­τε τίπο­τε». Ή λοι­πόν αυτό σημαί­νει, ή ότι «η ειρή­νη», την οποία λέγει ο Χρι­στός: «Ερήνην φίη­μι μν, ερήνην τν μν δίδω­μι μν· ο καθς κόσμος δίδω­σιν, γ δίδω­μι μν. μ ταρασ­σέ­σθω μν καρ­δία μηδ δει­λιά­τω(: Φεύ­γω και σας αφή­νω την ειρή­νη. Σας δίνω τη δική μου αλη­θι­νή και βαθιά ειρή­νη, την οποία ήλθα να φέρω στον κόσμο που συν­τα­ρά­ζε­ται από την αμαρ­τία. Δεν σας δίνω εγώ μια ειρή­νη υπο­κρι­τι­κή, απα­τη­λή και αστα­θή, σαν αυτή που δίνει ο κόσμος. Ας μην ταρά­ζε­ται η καρ­διά σας από εσω­τε­ρι­κούς φόβους κι ας μη δει­λιά­ζει από εξω­τε­ρι­κά φόβη­τρα και απει­λές)» [Ιω.14,27], «αυτή θα σας φρου­ρή­σει».

Η ειρή­νη λοι­πόν υπε­ρέ­χει κάθε ανθρώ­πι­νο νου. Και σαν ρωτάς, «με ποιον τρό­πο;». Άκου. Όταν παραγ­γέλ­λει να ειρη­νεύ­ου­με προς τους εχθρούς μας, προς εκεί­νους που μας αδι­κούν, προς εκεί­νους που μας έχουν πολε­μή­σει και που μας συμ­πε­ρι­φέ­ρον­ται με απέ­χθεια, πώς δεν είναι αυτό υπε­ρά­νω του ανθρώ­πι­νου νου; Καλύ­τε­ρα όμως ας εξε­τά­σου­με το πρώ­το: « ερήνη το Θεο περέ­χου­σα πάν­τα νον(:η ειρή­νη που έχει ο Θεός και τη μετα­δί­δει στους δικούς Του, της οποί­ας την τελειό­τη­τα δεν μπο­ρεί να νιώ­σει κανέ­νας νους)». Εάν όμως η ειρή­νη υπε­ρέ­χει κάθε νου, κατά πολύ περισ­σό­τε­ρο ο ίδιος ο Θεός, ο Οποί­ος δίνει την ειρή­νη, υπε­ρέ­χει κάθε νου, όχι μόνο των ανθρώ­πων, αλλά και των αγγέ­λων και των ουρα­νί­ων δυνά­με­ων. Και τι σημαί­νει: «ν Χριστ ησο»; «Με Αυτόν θα προ­φυ­λά­ξει», λέγει, «ώστε να μένει κανείς στα­θε­ρός στην πίστη και να μην εκπέ­σει από αυτήν».

«Τ λοι­πόν, δελ­φοί, σα στν ληθ, σα σεμνά, σα δίκαια(:και τώρα απο­μέ­νει, αδελ­φοί μου, να σας απευ­θύ­νω και μία άλλη προ­τρο­πή: Όσα είναι αλη­θι­νά, όσα είναι σεμνά και σεβα­στά, όσα είναι δίκαια)»[Φιλιπ.4,8]. Τι σημαί­νει το «τ λοι­πόν»; Αντί του: «τα πάν­τα έχουν λεχθεί σε σας». Η λέξη σημαί­νει ότι είναι επι­τα­κτι­κή ανάγ­κη να γίνει κάτι και δεν έχει καμία σχέ­ση προς τα παρόν­τα. «Τ λοι­πόν, δελ­φοί, σα στν ληθ, σα σεμνά, σα δίκαια, σα γνά, σα προ­σφιλ, σα εφημα, ε τις ρετ κα ε τις παι­νος, τατα λογί­ζε­σθε· κα μάθε­τε κα παρε­λά­βε­τε κα κού­σα­τε κα εδετε ν μοί, τατα πράσ­σε­τε (:και τώρα απο­μέ­νει, αδελ­φοί μου, να σας απευ­θύ­νω και μία άλλη προ­τρο­πή: Όσα είναι αλη­θι­νά, όσα είναι σεμνά και σεβα­στά, όσα είναι δίκαια, όσα είναι αμό­λυν­τα και αγνά, όσα είναι προ­σφι­λή στον Θεό και στους καλούς ανθρώ­πους, όσα έχουν καλή φήμη, καθώς και οποια­δή­πο­τε άλλη αρε­τή και οποιο­δή­πο­τε καλό έργο που είναι άξιο επαί­νου, αυτά να συλ­λο­γί­ζε­στε και να προ­σέ­χε­τε, για να τα εφαρ­μό­ζε­τε και στη ζωή σας· αυτά που μάθα­τε και παρα­λά­βα­τε και ακού­σα­τε με την προ­φο­ρι­κή διδα­σκα­λία μου, καθώς και αυτά που είδα­τε σε όλη τη συμ­πε­ρι­φο­ρά και τη δια­γω­γή μου, αυτά να κάνε­τε)»[Φιλιπ.4,8–9].

Tι σημαί­νει «σα προ­σφιλ»; Προ­σφι­λή στους πιστούς, προ­σφι­λή στον Θεό. «σα στν ληθ (:όσα είναι αλη­θι­νά)». Για­τί πράγ­μα­τι αυτά είναι αλη­θι­νά, η αρε­τή, και ψέμα είναι η κακία, για­τί και η ηδο­νή αυτής είναι ψέμα και η δόξα της είναι ψέμα και όλα τα πράγ­μα­τα του κόσμου τού­του είναι ψέμα. Το «όσα είναι αγνά» αντι­δια­στέλ­λε­ται προς το: «έχουν φρο­νή­μα­τα γήι­να». Το «όσα είναι σεμνά» αντι­δια­στέλ­λε­ται προς το «λατρεύ­ουν σαν Θεό τους την κοι­λία». «Όσα είναι δίκαια, όσα έχουν καλή φήμη», αυτά είναι, λέγει. «Ε τις ρετ κα ε τις παι­νος(: οποια­δή­πο­τε αρε­τή και οποιοσ­δή­πο­τε έπαι­νος)». Εδώ θέλει να φρον­τί­ζουν αυτοί και για τις σχέ­σεις τους προς τους ανθρώ­πους.

«Αυτά να συλ­λο­γί­ζε­στε», λέγει. Βλέ­πεις ότι θέλει να απο­μα­κρύ­νει κάθε πονη­ρή σκέ­ψη από τις δικές μας ψυχές; Για­τί από τις σκέ­ψεις γίνον­ται οι πονη­ρές πρά­ξεις. «Αυτά που μάθα­τε και παρα­λά­βα­τε». Αυτό είναι από­δει­ξη της άρι­στης διδα­σκα­λί­ας, το να παρέ­χει δηλα­δή σε όλες τις παραι­νέ­σεις τον εαυ­τό του ως παρά­δειγ­μα, όπως και σε άλλο σημείο της επι­στο­λής λέγει: «καθς χετε τύπον μς(:και να προ­σέ­χε­τε και να παρα­δειγ­μα­τί­ζε­στε από εκεί­νους που έχουν στη ζωή τους την υπο­δειγ­μα­τι­κή συμ­πε­ρι­φο­ρά που σας δώσα­με κι εμείς ως πρό­τυ­πο)» [Φιλιπ.3,17]. Και πάλι εδώ λέγει: «Αυτά που μάθα­τε και παρα­λά­βα­τε», δηλα­δή, διδα­χτή­κα­τε, «και ακού­σα­τε και είδα­τε σε εμέ­να», και στα λόγια και στις πρά­ξεις και στη συμ­πε­ρι­φο­ρά μου. Βλέ­πεις ότι για κάθε πράγ­μα καθο­ρί­ζει αυτά; Αφού λοι­πόν δεν ήταν δυνα­τόν να ακρι­βο­λο­γεί για όλα, και για τα εισερ­χό­με­να και για τα εξερ­χό­με­να και για τον λόγο και για την έκφρα­ση και τη συναναστροφή(γιατί ο Χρι­στια­νός οφεί­λει να φρον­τί­ζει για όλα αυτά), είπε σύν­το­μα και περι­λη­πτι­κά: «Σε εμέ­να ακού­σα­τε και είδα­τε», δηλα­δή, «πλη­σί­ον σε εμέ­να». Σαν να έλε­γε: «Αυτά να πράτ­τε­τε». Να μη λέγε­τε μόνο, αλλά και να πράτ­τε­τε.

«Κα Θες τς ερήνης σται μεθ᾿ μν(:και τότε ο Θεός, που είναι ο χορη­γός της ειρή­νης, θα είναι μαζί σας)»[Φιλιπ.4,9]. Δηλα­δή εάν φυλάσ­σε­τε έτσι αυτά και έχε­τε ειρή­νη μετα­ξύ σας, θα ζεί­τε με γαλή­νη και ασφά­λεια μεγά­λη, δεν θα πάθε­τε τίπο­τε το θλι­βε­ρό και το ανε­πι­θύ­μη­το. Για­τί όταν εμείς ειρη­νεύ­ου­με προς Αυτόν-και ειρη­νεύ­ου­με με την αρε­τή- πολύ περισ­σό­τε­ρο θα είναι Αυτός μαζί μας. Για­τί Αυτός που μας αγά­πη­σε τόσο πολύ, ώστε και χωρίς να θέλου­με μας δέχε­ται, αν μας δει να σπεύ­δου­με προς Αυτόν, δεν θα επι­δεί­ξει πιο μεγά­λη φιλία;

Στη φύση του ανθρώ­που τίπο­τε δεν είναι τόσο εχθρι­κό, όσο η κακία. Πώς όμως η κακία είναι εχθρός μας και φίλος η αρε­τή είναι φανε­ρό από πολ­λά σημεία. Και, εάν θέλε­τε, ας εξε­τά­σου­με αυτό πρώ­τα από ένα αντί­θε­το, την πορ­νεία. Η πορ­νεία κάνει τους ανθρώ­πους αισχρούς, πτω­χούς, γελοί­ους, περι­φρο­νη­μέ­νους από όλους, αφού μετα­χει­ρί­ζε­ται αυτά που είναι χαρα­κτη­ρι­στι­κό να μετα­χει­ρί­ζον­ται οι εχθροί. Πολ­λές φορές προ­ξέ­νη­σε αυτή και νοσή­μα­τα και κιν­δύ­νους· και πολ­λοί χάθη­καν και τραυ­μα­τί­στη­καν για τις πόρ­νες. Εάν όμως η πορ­νεία προ­ξε­νεί αυτά, η μοι­χεία πολύ περισ­σό­τε­ρο. Μήπως και η ελεη­μο­σύ­νη είναι έτσι; Καθό­λου· αλλά ως φιλό­στορ­γη μητέ­ρα οδη­γεί το παι­δί της σε κοσμιό­τη­τα πολ­λή, σε πει­θαρ­χία, σε δόξα αγα­θή, το κάνει να κατα­γί­νε­ται σε δια­σκε­δά­σεις αναγ­καί­ες, δεν μας εγκα­τα­λεί­πει, ούτε απο­μα­κρύ­νει τα αναγ­καία, αλλά καθι­στά και την ψυχή περισ­σό­τε­ρο συνε­τή. Για­τί τίπο­τε δεν είναι περισ­σό­τε­ρο χωρίς σύνε­ση από τις πόρ­νες.

Μήπως όμως θέλε­τε να δού­με την πλε­ο­νε­ξία; Και αυτή μας μετα­χει­ρί­ζε­ται, όπως θα μας μετα­χει­ρι­ζό­ταν ο εχθρός. Πώς; Μας κάνει μιση­τούς από όλους. Μας κάνει όλους να καυ­χιό­μα­στε και αυτούς που έχουν αδι­κη­θεί και αυτούς που δεν έχουν, σε εκεί­νους επει­δή συμ­πο­νούν, αλλά φοβούν­ται για τον εαυ­τό τους. Όλοι μας βλέ­πουν ως κοι­νούς εχθρούς, ως θηρία, ως δαί­μο­νες· από παν­τού πολ­λές κατη­γο­ρί­ες, επι­βου­λές, φθό­νοι, πράγ­μα­τα που ανή­κουν στους εχθρούς. Αντί­θε­τα όμως η δικαιο­σύ­νη όλους τους κάνει φίλους, όλους οικεί­ους, όλους τους καθι­στά ευνοϊ­κούς απέ­ναν­τί μας· από όλους γίνον­ται προ­σευ­χές για μας. Εξαι­τί­ας τού­του όλα τα δικά μας βρί­σκον­ται σε μεγά­λη ασφά­λεια, δεν υπάρ­χει κανέ­νας κίν­δυ­νος, καμία υπο­ψία, ακό­μη και ο ύπνος έρχε­ται χωρίς φόβο, με ασφά­λεια· δεν υπάρ­χει καμία φρον­τί­δα, καμία στε­νο­χώ­ρια.

Βλέ­πεις ότι αυτή είναι περισ­σό­τε­ρο πιο καλή; Πες μου, όμως, τι είναι καλύ­τε­ρο; Το να φθο­νού­με ή το να χαι­ρό­μα­στε με τους άλλους; Ας εξε­τά­σου­με όλα αυτά και θα δια­πι­στώ­σου­με ότι η αρε­τή σαν μητέ­ρα πραγ­μα­τι­κά φιλό­στορ­γη μάς προ­φυ­λάσ­σει, ενώ η κακία μας οδη­γεί σε κιν­δύ­νους, πράγ­μα που είναι επι­σφα­λές και επι­κίν­δυ­νο. Άκου τον προ­φή­τη που λέει: «Κρα­ταί­ω­μα Κύριος τν φοβου­μέ­νων ατόν, κα δια­θή­κη ατο δηλώ­σει ατος(:ο Κύριος γίνε­ται πανί­σχυ­ρος βοη­θός σε όσους Τον σέβον­ται˙ κι αυτό το απο­δει­κνύ­ει φανε­ρά η δια­θή­κη που έκα­νε γι’ αυτούς, όπου με ρητές και αδιά­ψευ­στες υπο­σχέ­σεις ανέ­λα­βε την προ­στα­σία τους)» [Ψαλμ.24,14]. Δεν φοβά­ται κανέ­ναν εκεί­νος που δεν συναι­σθά­νε­ται τίπο­τε το πονη­ρό. Δεν έχει θάρ­ρος σε κανέ­να πάλι εκεί­νος που ζει μέσα στην κακία, αλλά τρέ­μει και τους δού­λους και τους βλέ­πει με υπο­ψία. Για­τί όμως λέγω τους δού­λους; Δεν αντέ­χει το δικα­στή­ριο της συνει­δή­σε­ως. Όχι μόνο οι έξω, αλλά και οι σκέ­ψεις μέσα του τον χτυ­πούν και δεν τον αφή­νουν να ηρε­μή­σει. «Τι λοι­πόν;», λέγει ίσως κάποιος: «Πρέ­πει να ζει κανείς απο­βλέ­πον­τας σε επαί­νους;». Δεν είπε: «Πρό­σε­χε τον έπαι­νο», αλλά «και τα αξιέ­παι­να έργα να κάνεις και να μην απο­βλέ­πεις μόνο στον έπαι­νο». «Όσα είναι αλη­θι­νά»· για­τί αυτά είναι ψέμα. «Όσα είναι σεμνά»· το σεμνό είναι έργο της έξω δυνά­με­ως, το δε αγνό της ψυχής.

«Να μη σκαν­δα­λί­ζε­τε», λέγει, «ούτε να δίνε­τε αφορ­μή». Επει­δή είπε: «Όσα έχουν καλή φήμη», για να μη νομί­σεις ότι τα ανθρώ­πι­να μόνο λέγει, πρό­σθε­σε: «Οποια­δή­πο­τε αρε­τή και οποιον­δή­πο­τε έπαι­νο, αυτά να συλ­λο­γί­ζε­στε, αυτά να πράτ­τε­τε». Παν­το­τι­νά με αυτά θέλει να ασχο­λού­μα­στε, αυτά να φρον­τί­ζου­με, αυτά να σκε­φτό­μα­στε. Για­τί αν συμ­βαί­νει να έχου­με ειρή­νη μετα­ξύ μας, και ο Θεός θα είναι μαζί μας. Αν όμως κάνου­με πόλε­μο, ο Θεός της ειρή­νης δεν θα είναι μαζί μας. Για­τί τίπο­τε δεν είναι τόσο εχθρι­κό στην ψυχή, όσο η κακία· και τίπο­τε πάλι δεν ασφα­λί­ζει αυτήν, όσο η ειρή­νη και η αρε­τή.

Συνε­πώς εμείς πρέ­πει να κάνου­με την αρχή και τότε θα προ­σελ­κύ­σου­με τον Θεό. Δεν είναι ο Θεός του πολέ­μου και της μάχης. Ας καταρ­γή­σεις λοι­πόν τον πόλε­μο και τη μάχη, και αυτήν που κάνεις προς Αυτόν και αυτήν που κάνεις προς τον πλη­σί­ον. Να είσαι ειρη­νι­κός προς όλους. Κατα­νόη­σε ποιους σώζει ο Θεός·«μακά­ριοι ο ερηνο­ποιοί(:μακά­ριοι είναι εκεί­νοι που έχουν μέσα τους την ειρή­νη που προ­έρ­χε­ται από τον αγια­σμό της ψυχής και τη μετα­δί­δουν και στους άλλους, ειρη­νεύ­ον­τάς τους και με τους συναν­θρώ­πους τους και με τον Θεό)», λέγει, «τι ατο υο Θεο κλη­θή­σον­ται (:διό­τι αυτοί θα ανα­γνω­ρι­στούν και θα ανα­κη­ρυ­χτούν στον ουρά­νιο κόσμο υιοί του Θεού)» [Ματθ.5,9]. Οι ειρη­νεύ­ον­τες με όλους μιμούν­ται πάν­το­τε τον Υιό του Θεού, να μιμη­θείς και εσύ Αυτόν. Να ζήσεις ειρη­νι­κά. Όσο περισ­σό­τε­ρο σε πολε­μεί ο αδελ­φός, τόσο μεγα­λύ­τε­ρος θα είναι ο μισθός σου. Για­τί άκουε τον προ­φή­τη που λέγει: «Μετ τν μισούν­των τν ερήνην μην ερηνι­κός(:με εκεί­νους που μισούν την ειρή­νη, ήμουν ειρη­νι­κός)»[Ψαλμ.119,7]. Αυτό είναι αρε­τή, αυτό είναι ανώ­τε­ρο από τον ανθρώ­πι­νο νου, αυτό συν­τε­λεί να πλη­σιά­ζει ο άνθρω­πος τον Θεό.

Δεν ευχα­ρι­στεί τίπο­τε τόσο τον Θεό, όσο το να μην είσαι μνη­σί­κα­κος. Αυτό σε συγ­χω­ρεί τα αμαρ­τή­μα­τά σου, αυτό σε απαλ­λάσ­σει από τις κατη­γο­ρί­ες. Αν όμως πολε­μού­με και μαχό­μα­στε, απο­μα­κρυ­νό­μα­στε από τον Θεό. Για­τί από τη μάχη προ­έρ­χον­ται οι έχθρες, από την έχθρα οι μνη­σι­κα­κί­ες. Κόψε βαθιά τη ρίζα και δεν θα υπάρ­χει ο καρ­πός· έτσι θα μάθου­με να περι­φρο­νού­με τα επί­γεια πράγ­μα­τα. Για­τί δεν υπάρ­χει, πράγ­μα­τι δεν υπάρ­χει στα πνευ­μα­τι­κά μάχη, αλλά όπου αν δεις να γίνε­ται ή μάχη ή φθό­νος ή οτι­δή­πο­τε θα μπο­ρού­σε να πει κανείς, γίνε­ται εξαι­τί­ας των επι­γεί­ων· έτσι κάθε μάχη έχει την αρχή της ή στην πλε­ο­νε­ξία ή στον φθό­νο ή στη ματαιο­δο­ξία. Αν λοι­πόν ζήσου­με ειρη­νι­κά, θα μάθου­με να περι­φρο­νού­με και τα επί­γεια. Έκλε­ψε κάποιος τα χρή­μα­τα; Δεν έκα­νε όμως κανέ­να αδί­κη­μα, αρκεί να μην αρπά­ξει τον ουρά­νιο πλού­το, θα πει κάποιος. Εμπό­δι­σε τη δόξα σου; Όχι όμως τη δόξα προς τον Θεό, αλλά αυτήν που δεν έχει καμία αξία, για­τί ούτε δόξα είναι αυτή, αλλά όνο­μα δόξας, καλύ­τε­ρα όμως και κακή δόξα. Έκλε­ψε την τιμή σου; Όχι όμως τη δική σου, αλλά τη δική του. Όπως ακρι­βώς εκεί­νος που αδι­κεί, πραγ­μα­τι­κά δεν αδι­κεί, αλλά αδι­κεί­ται, έτσι και εκεί­νος που επι­βου­λεύ­ε­ται τον πλη­σί­ον, κατα­στρέ­φει πρώ­τα τον εαυ­τό του· για­τί « ρύσ­σων βόθρον ες ατν μπε­σεται(:όποιος ανοί­γει λάκ­κο για τον πλη­σί­ον του, πέφτει σε αυτόν ο ίδιος μέσα)» [Εκκλ.10,8].

Ας μην επι­βου­λευό­μα­στε λοι­πόν τους άλλους, για να μη βλά­πτου­με τον εαυ­τό μας. Όταν θα υπο­νο­μεύ­σου­με τη δόξα των άλλων, ας κατα­νο­ή­σου­με ότι βλά­πτου­με τους εαυ­τούς μας, ότι περισ­σό­τε­ρο επι­βου­λευό­μα­στε τους εαυ­τούς μας. Για­τί, αν γίνου­με ισχυ­ροί, βλά­πτου­με ενδε­χο­μέ­νως εκεί­νον ενώ­πιον των ανθρώ­πων, αδι­κού­με όμως τους εαυ­τούς μας ενώ­πιον του Θεού, επει­δή Τον παρορ­γί­ζου­με. Ας μη βλά­πτου­με λοι­πόν τους εαυ­τούς μας. Για­τί όπως ακρι­βώς όταν αδι­κού­με τους πλη­σί­ον, αδι­κού­με τους εαυ­τούς μας, έτσι όταν τους ευερ­γε­τού­με, ευερ­γε­τού­με τους εαυ­τούς μας. Όταν λοι­πόν σε βλά­ψει ο εχθρός σου, αφού σκε­φτείς ότι σε ευερ­γέ­τη­σε, να μην αντα­πο­δώ­σεις μόνο τα ίσα σε αυτόν, αν είσαι συνε­τός, αλλά και να τον ευερ­γε­τή­σεις. «Αλλά το χτύ­πη­μα παρα­μέ­νει απο­τε­λε­σμα­τι­κό», θα πει κάποιος. Κατα­νόη­σε λοι­πόν το εξής, ότι δηλα­δή δεν ευερ­γε­τείς εκεί­νον, αλλά ότι τιμω­ρείς εκεί­νον, ευερ­γε­τείς όμως τον εαυ­τό σου, και γρή­γο­ρα θα τρέ­ξεις για να ευερ­γε­τή­σεις. Τι λοι­πόν; «Πρέ­πει να ευερ­γε­τού­με», λέγει, «με τέτοιο σκο­πό;» Δεν πρέ­πει να ενερ­γού­με έτσι, όταν όμως δεν το ανέ­χε­ται η καρ­διά, έστω με τέτοιο σκο­πό, ώθη­σέ την και γρή­γο­ρα θα την πεί­σεις να αφή­σει την έχθρα και στη συνέ­χεια θα ευερ­γε­τή­σεις ως φίλο τον εχθρό σου.

Έτσι θα επι­τύ­χεις τα μέλ­λον­τα αγα­θά, τα οποία είθε όλοι μας να επι­τύ­χου­με με τη βοή­θεια του Κυρί­ου μας Ιησού Χρι­στού, μαζί με τον Οποίο στον Πατέ­ρα και στο Άγιο Πνεύ­μα ανή­κει η δόξα, η δύνα­μη, η τιμή, τώρα και πάν­το­τε και στους αιώ­νες των αιώ­νων. Αμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, Υπό­μνη­μα στην προς Φιλιπ­πη­σί­ους επι­στο­λήν, ομι­λία ΙΔ΄, πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1983, τόμος 22, σελί­δες 28–43.

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλ­τή­ριον με σύν­το­μη ερμη­νεία(από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τρί­τη, Αθή­να 2016.

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Αρχιμ. Αθα­νά­σιος Μυτι­λη­ναί­ος (ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΖΩΗΣ)

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου με θέμα:

«ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΖΩΗΣ»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 7–4‑1985]

(Β134)

Ζού­με, αγα­πη­τοί μου, σε μία ταραγ­μέ­νη επο­χή. Τα πρό­τυ­πα έχουν εκλεί­ψει. Καθε­τί που οι αιώ­νες έχουν σεβα­στεί, θεω­ρεί­ται πια νοση­ρό και επι­κίν­δυ­νο κατε­στη­μέ­νο και πρέ­πει να γκρε­μι­στεί… Γι΄αυτό ακρι­βώς και η επο­χή μας έχει χάσει τον προ­σα­να­το­λι­σμό της και ανα­ζη­τά. Ανα­ζη­τά σε όλους τους τομείς, πώς θα ζήσει η κοι­νω­νία καλύ­τε­ρα. Πώς θα εκφρα­στεί ο άνθρω­πος με την τέχνη καλύ­τε­ρα· πώς θα φιλο­σο­φή­σει ακρι­βέ­στε­ρα· πώς θα χρη­σι­μο­ποι­ή­σει την επι­στή­μη επ’ ωφε­λεία. Ανα­ζη­τά· παν­τού ανα­ζη­τά. Γι’ αυτό βλέ­πει κανείς σε όλες αυτές τις προ­σπά­θειες του ανθρώ­που, φεύ­γον­τας από την κλα­σι­κό­τη­τα, να είναι και η τέχνη του και η ζωή του μία καρι­κα­τού­ρα. Έτσι, που αν κανείς ζήσει λίγο την κλα­σι­κό­τη­τα, να αισθά­νε­ται ότι βρί­σκε­ται σε μία παρα­κμή. Αν πού­με ότι στην επο­χή μας, ότι ζει αυτήν την παρα­κμή, θα μας απαν­τή­σει η επο­χή μας: «Όχι· δεν ζού­με την παρα­κμή. Αρνη­θή­κα­με το παρελ­θόν και ζητά­με κάτι. Κάτι και­νού­ριο. Είναι μία μετα­βα­τι­κή περί­ο­δος. Ζητά­με κάτι άλλο…».

Αλλά τι ζητά­ει η επο­χή; Αγα­πη­τοί, τι ζητά­ει η επο­χή… Ζητά τα αλη­θή μέτρα που θα κάνουν τον άνθρω­πο, άνθρω­πο. Αλλά είναι γνω­στό ότι ο άνθρω­πος παλιν­δρο­μεί μέσα στη ζωή του και αυτό είναι ένα μετα­πτω­τι­κό φαι­νό­με­νο· το ότι παλιν­δρο­μεί. Εκεί που κρα­τά­ει την αλή­θεια, την αφή­νει, και ανα­ζη­τά την αλή­θεια. Οξύ­μω­ρον σχή­μα. Εκεί που κρα­τά­ει την αλή­θεια, την αφή­νει. Και ανα­ζη­τά την αλή­θεια. Για­τί για μια στιγ­μή νομί­ζει ότι δεν κρα­τά­ει την αλή­θεια, ή βαρέ­θη­κε την αλή­θεια ή κου­ρά­στη­κε με την αλή­θεια και ζητά­ει κάτι άλλο. Και αυτό το κάτι άλλο, θέλει να είναι η αλή­θεια. Αλλά η αλή­θεια δεν είναι σπα­σμέ­νη, δεν είναι μοι­ρα­σμέ­νη, δεν είναι κομ­μα­τια­σμέ­νη. Γι΄αυτό ακρι­βώς τον λόγο ο άνθρω­πος παλιν­δρο­μεί πάν­τα στη ζωή του. Και σαν λαοί και σαν πρό­σω­πα.

Αλλά, όπως κι αν το κάνου­με, κάνον­τας αυτούς τους μεγά­λους κύκλους ο άνθρω­πος και φθά­νον­τας πάλι στο σημείο εκεί­νο απ’ όπου ξεκί­νη­σε, απλώς μπαί­νει σε μία περι­πέ­τεια. Απλώς μπαί­νει σε μία περι­πέ­τεια που τον ταλαι­πω­ρεί και τον ξεφτί­ζει. Ξανα­γυ­ρί­ζει στην αλή­θεια, αλλά ένας λογι­κός άνθρω­πος θα μπο­ρού­σε να πει: «Για­τί να ζω αυτήν την περι­πέ­τεια;. Εκτός πια εάν αυτή η περι­πέ­τεια με κάνει-κι αυτό είναι της μόδας, είναι πολύ της μόδας- με κάνει ανή­συ­χον άνθρω­πο, άνθρω­πο τάχα, δήθεν βαθύ. Για­τί αν πρέ­πει να μένω σ’ αυτό που γνω­ρί­ζω ως αλη­θές, δεν έχω αξία, ζω σε μία επι­φά­νεια. Αν όμως αρνη­θώ αυτό που έχω, τότε γίνο­μαι βαθύς για­τί ψάχνω»... Αγα­πη­τοί μου…σνομπισμός. Αν επι­τρέ­πε­ται να πω τη λέξη και τον χαρα­κτη­ρι­σμό. Δηλα­δή με άλλα λόγια, ο άνθρω­πος χάνει πραγ­μα­τι­κά τον εαυ­τό του όταν ανα­ζη­τά εκεί­νο που θέλει να βρει και χάνον­τας τον εαυ­τό του, στο τέλος μπαί­νει σε μία ταλαι­πω­ρία. Όμως, για­τί θα έλει­πε το βάθος, αν θα κρα­τού­σα­με εκεί­νο που ήδη υπάρ­χει; Για­τί παρα­κα­λώ θα χάνα­με το βάθος, αν θα μένα­με σε εκεί­νο το οποίο έχου­με; Αν εγώ μένω αυτή τη στιγ­μή μέσα σε ένα τετρα­γω­νι­κό μέτρο, για­τί θα πρέ­πει να κάνω παλιν­δρο­μή­σεις τδε κκεσε, ενώ έχω ένα απε­ριό­ρι­στο βάθος μέσα στο οποίο μπο­ρώ να βρί­σκο­μαι;

Έτσι, αγα­πη­τοί, εκεί­νο το οποίο προ­σφέ­ρε­ται, πρέ­πει να το καλ­λιερ­γή­σου­με, να το βαθύ­νου­με. Κι αυτό που προ­σφέ­ρε­ται, προ­σφέ­ρε­ται από τον ουρα­νό. Μια αθά­να­τη σελί­δα, αθά­να­τη σελί­δα τρό­που ζωής, που δεν έχει δια­κυ­μάν­σεις και περι­πέ­τειες από κεί­νες που ξεφτά­νε τον άνθρω­πο και τον κάνουν ένα ερεί­πιο ριγ­μέ­νο στο πεζο­δρό­μιο με τα ναρ­κω­τι­κά, με την ατη­μέ­λεια, με εκεί­νο το άφη­μα του εαυ­τού του, που τον κάνει η κατά­στα­ση αυτή τον άνθρω­πο αξιο­θρή­νη­τον και αξιο­λύ­πη­τον, θύμα των δαι­μό­νων, μια αθά­να­τη σελί­δα… ακού­σα­τέ την, αγα­πη­τοί μου, από την επι­στο­λή προς Φιλιπ­πη­σί­ους, του Απο­στό­λου Παύ­λου, που σήμε­ρα ακού­στη­κε στην απο­στο­λι­κή περι­κο­πή:

«Τ λοιπν, δελ­φο, σα στν ληθ, σα σεμν, σα δκαια, σα γν, σα προ­σφιλ, σα εφημα, ε τις ρετ κα ε τις παι­νος, τατα λογζεσθε· κα μθετε κα παρελβετε κα κοσατε κα εδετε ν μο, τατα πρσσε­τε· κα Θες τς ερνης σται μεθ’ μν»: «Το λοι­πόν, αδελ­φοί, ως προς εκεί­να που σας είπα, κάτι να σας συμ­πλη­ρώ­σω, αδελ­φοί. Το λοι­πόν. Ως προς τα υπό­λοι­πα, έχω να σας πω, όσα είναι αλη­θι­νά, όσα είναι σεμνά, όσα είναι δίκαια, όσα είναι αγνά και προ­σφι­λή, όσα έχουν καλή φήμη, αν κάποια αρε­τή υπάρ­χει και κάτι που επαι­νεί­ται, αυτά να λογί­ζε­σθε, αυτά να έχε­τε στον νου σας· εκεί­να που μάθα­τε και παρα­λά­βα­τε από μένα και ακού­σα­τε και είδα­τε σε μένα, αυτά να πράσ­σε­τε· και ο Θεός της ειρή­νης θα είναι μαζί σας».

Καταρ­χάς βέβαια, αν δεί­τε ολό­κλη­ρο το κεφά­λαιο, το 4ον από την προς Φιλιπ­πη­σί­ους, θα δεί­τε να γρά­φει ο Από­στο­λος με μία ανεί­πω­τη ειρή­νη. Με μία χάρη που δεν συναν­τά­ται εδώ στη γη παρά έρχε­ται από τον ουρα­νό. Αλλά παίρ­νον­τας αυτό το μικρό από­σπα­σμα, ας δού­με τι μπο­ρεί να μας πει ο Από­στο­λος. Όσα, λέγει, είναι αλη­θή, αυτά να λογί­ζε­σθε. Ποια είναι αλη­θή; Έχε­τε ακού­σει πολ­λές φορές την έκφρα­ση «έζη­σα μια ψεύ­τι­κη ζωή»; Υπάρ­χει αλη­θι­νή και ψεύ­τι­κη ζωή; Ή χαρα­κτη­ρί­ζου­με την ίδια τη ζωή ψεύ­τι­κη; Ή λέμε έναν άνθρω­πο «αυτός ζει ψεύ­τι­κα». Όχι ότι λέγει ψέμα­τα. Αλλά ότι αυτό που δια­λέ­χτη­κε για να βιω­θεί, δεν ήτο αλη­θι­νό, δεν ήτο το σωστό, δεν ήτο αυτή αύτη η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Αν θέλε­τε, αυτό που ακρι­βώς καθο­ρί­ζει τον άνθρω­πο, όπως βγή­κε από τα χέρια του Θεού. Αυτό που κάνει τον άνθρω­πο κοι­νω­νό του ουρα­νού. Αυτό, όταν λεί­πει, όλα είναι ψεύ­τι­κα. Έτσι ένας άνθρω­πος άμα ζήσει τη ζωή της αμαρ­τί­ας, τη ζωή των ηδο­νών και των αισθή­σε­ων, στο τέλος θα πει: «Ψεύ­τι­κη ζωή, πόσο γρή­γο­ρα πέρα­σες!». Ο Θεός κάνει ψεύ­τι­κα πράγ­μα­τα, για να ανα­φω­νή­σεις τη ζωή σου, που σου τη χάρι­σε σαν δώρο πανά­κρι­βο και μονα­δι­κό, ψεύ­τι­κα πράγ­μα­τα; Κάνει ο Θεός ψεύ­τι­κα πράγ­μα­τα; Εσύ έζη­σες το ψέμα, το ψεύ­δος, την απά­τη, εκεί­νο που ακρι­βώς θα μπο­ρού­σε να ειπεί ο σοφός Σολο­μών: «Ματαιό­της ματαιο­τή­των, τά πάν­τα ματαιό­της». Ο σοφός Σολο­μών το λέγει αυτό αφού δοκί­μα­σε ό,τι μπο­ρού­σε να δοκι­μά­σει ένας άνθρω­πος πάνω στη γη. Από τη σοφία μέχρι τις ηδο­νές των αισθή­σε­ων. Τα εδο­κί­μα­σε όλα! Και έφτα­σε να ειπεί, βαθιά απο­γο­η­τευ­μέ­νος: «Ματαιό­της ματαιο­τή­των, τά πάν­τα ματαιό­της». Και όμως, αγα­πη­τοί μου, ουδέν είναι μάταιον. Αντι­θέ­τως, ο Θεός μας είπε να στρέ­φου­με τα μάτια μας μακριά από τη ματαιό­τη­τα. Ό,τι ο Θεός δημιουρ­γεί, δεν είναι μάταιον. Αλλά για­τί ανα­φω­νεί ο άνθρω­πος ότι είναι όλα μάταια; Για­τί έζη­σε και ζει την ψεύ­τι­κη ζωή.

Λέγει λοι­πόν τώρα ο Από­στο­λος: «σα στν ληθ», «ό,τι είναι αλη­θι­νό, πραγ­μα­τι­κό…». Επί παρα­δείγ­μα­τι, ο άνθρω­πος είναι… ‑ας μου επι­τρα­πεί αυτός ο όρος- δεν μ’ αρέ­σει, για­τί δεν είναι σωστός- είναι μία «μετα­φυ­σι­κή ύπαρ­ξις». Τώρα θα το πω σωστά. Ο άνθρω­πος είναι μία θεο­λο­γι­κή ύπαρ­ξις· που σημαί­νει ένα ον που δεν μπο­ρεί να ζήσει χωρίς τον Θεό. Αυτό είναι η αλή­θεια. Αν θα ΄θελε να ζήσει χωρίς τον Θεό, αυτό δεν είναι η αλή­θεια. Αυτό είναι το ψεύ­δος. Αυτό ακρι­βώς θέλει να πει ο Από­στο­λος Παύ­λος. «Όσα εστίν αλη­θή, αυτά να ζεί­τε».

«σα σεμνά». Τι θα πει «όσα σεμνά»; Όσα σεβα­στά. Ό,τι είναι σεβα­στό. Εξω­τε­ρι­κά. Για­τί θα πει κάτι πιο κάτω που θα είναι εσω­τε­ρι­κό. Όσα είναι σεβα­στά. Και είναι πολ­λά πράγ­μα­τα σεβα­στά εις τον κόσμον αυτόν. Εάν, αγα­πη­τοί μου, πού­με δεν είναι τίπο­τα σεβα­στόν εις τον κόσμον αυτόν, και τι είναι ο ηλι­κιω­μέ­νος άνθρω­πος και τι είναι ο πρε­σβύ­τε­ρος και τι είναι ο ιερεύς και τι είναι ο ναός και τι είναι τού­το και τι είναι εκεί­νο, όλα να τα ποδο­πα­τή­σου­με, όλα να τα γκρε­μί­σου­με, αυτό ακρι­βώς δεί­χνει τον άνθρω­πο τον παρη­κμα­σμέ­νο. Ο παρη­κμα­σμέ­νος άνθρω­πος είναι δαι­μο­νι­σμέ­νος άνθρω­πος. Ο διά­βο­λος αγα­πά την κατα­στρο­φή του ανθρώ­που, την παρα­κμή του. Όταν ο άνθρω­πος όμως σέβε­ται, οτι­δή­πο­τε σέβε­ται, επι­τρέ­ψα­τέ μου, κι ένα λου­λού­δι στο βου­νό που περ­νά­ει, στον δρό­μο, στο μονο­πά­τι, το σέβε­ται. Δεν το πατά. Αλλά και αν το κόψει, θα το κόψει και θα το περιερ­γα­στεί. Θα το μυρί­σει, θα το κοι­τά­ξει καλά, θα δοξά­σει τον Θεό, θα το βάλει στο βάζο του στο σπί­τι του. Δεν θα κάνει εκεί­νο που κάνου­με, θα το έχε­τε δει πολ­λές φορές, σκύ­βου­με, κόβου­με με μίαν αναί­δειαν, μέσα στην κτί­ση μπρο­στά είναι μία αναί­δεια, κόβο­με ένα λου­λού­δι, το βάζου­με στα ρου­θού­νια μας και με απα­ρέ­σκεια το πετά­με. Άνθρω­πε, για­τί δεν σέβε­σαι αυτό που όλα ο Θεός γύρω σου έχει δημιουρ­γή­σει; Ο άνθρω­πος που σέβε­ται, σέβε­ται τα πάν­τα. Κι ένα μικρό παι­δί! Όχι μόνο ένα λου­λού­δι· κι ένα μικρό παι­δί. Μπρο­στά σε ένα μικρό παι­δί δεν θα ασχη­μο­νή­σει. Το σέβε­ται. Δεν έχει κρι­τή­ριο την ηλι­κία. Ούτε ακό­μα την ποιό­τη­τα. Έχει απλώς μπρο­στά του κρι­τή­ριο ότι είναι κτί­σμα­τα του Θεού. Όλα τα σέβε­ται. Όσα λοι­πόν είναι σεμνά, αυτά να λογί­ζε­στε. Δηλα­δή ό,τι είναι σεβα­στό, αυτό να έχε­τε στον νου σας.

«σα δίκαια». Όσα δίκαια. Ό,τι ανή­κει στη σχέ­ση σου, άνθρω­πε, με τον Θεό, με τον συνάν­θρω­πό σου και με τον εαυ­τό σου. Η σχέ­ση δικαιο­σύ­νης είναι μεγά­λο πράγ­μα. Η σχέ­ση δικαιο­σύ­νης δεν είναι μετα­ξύ του εργο­δό­του και του εργα­ζο­μέ­νου. Η δικαιο­σύ­νη δεν περιο­ρί­ζε­ται στο θέμα, παρα­κα­λώ, στο θέμα του μισθού, στο θέμα των χρη­μά­των. Είναι πολύ περιο­ρι­σμέ­νο αυτό. Είναι και αυτό. Αλλά δεν είναι μόνον αυτό όμως. Είναι κάτι πολύ πολύ βαθύ­τε­ρο, κάτι πολύ πολύ πλα­τύ­τε­ρο. Τι ανή­κει στον Θεό; Θα Του το απο­δώ­σω. Τι ανή­κει στον πλη­σί­ον μου; Και η ησυ­χία ακό­μη που πρέ­πει να κάνω το μεση­μέ­ρι, είναι θέμα δικαιο­σύ­νης. Ακού­σα­τέ το αυτό. Είναι θέμα δικαιο­σύ­νης, όταν αντι­λαμ­βά­νο­μαι ότι πρέ­πει να κάνω ησυ­χία, να μην ανη­συ­χή­σω τον άλλον άνθρω­πο. Αλλά και απέ­ναν­τι στον εαυ­τό μου δικαιο­σύ­νη. Θα του απο­δώ­σω ό,τι πρέ­πει. Όταν πολ­λές φορές ακού­τε ανθρώ­πους να λένε: «Εγώ κάνω ό,τι μ’ αρέ­σει, αμαρ­τά­νω κατά το δοκούν, δεν αδι­κώ κανέ­ναν. Ποιον πει­ρά­ζω;». Ναι, δεν αδι­κείς κανέ­ναν, έστω, ας το πάρου­με κι έτσι, σε μία πρώ­τη φάση. Αδι­κείς όμως τον εαυ­τό σου. Και δεν πρέ­πει και η δικαιο­σύ­νη να είναι και στον εαυ­τό σου; Δεν λέγει η εντο­λή: «γαπή­σεις τν πλη­σί­ον σου ς σεαυ­τόν»; Ποιο είναι το κρι­τή­ριο; Ο εαυ­τός σου. Το κρι­τή­ριον είναι ο εαυ­τός σου. Και στην αγά­πη και στη δικαιο­σύ­νη. Αν δεν έμα­θες να απο­δί­δεις αγά­πη στον εαυ­τό σου, αγά­πη και δικαιο­σύ­νη στον εαυ­τό σου, πώς θα απο­δώ­σεις στον άλλον; Πώς θα απο­δώ­σεις στον Θεό; Εάν ο εαυ­τός σου είναι ο πλη­σιέ­στε­ρος πλη­σί­ον σου και τον αγνο­είς και τον περι­φρο­νείς και τον αδι­κείς, πώς θα μπο­ρέ­σεις να απο­δώ­σεις στον άλλον τη δικαιο­σύ­νη; Το κρι­τή­ριο σου λεί­πει. Το μέτρο σου λεί­πει. Πώς θα μετρή­σεις λοι­πόν, αφού ο εαυ­τός σου είναι στρα­πα­τσα­ρι­σμέ­νος;

Βλέ­πε­τε λοι­πόν, αγα­πη­τοί μου, ότι είναι μεγά­λο πράγ­μα να είναι κανείς δίκαιος. Είναι μία από τις τέσ­σε­ρις μεγά­λες αρε­τές των αρχαί­ων Ελλή­νων η δικαιο­σύ­νη. Και όπως λέγουν οι Πατέ­ρες, η δικαιο­σύ­νη σκορ­πιέ­ται, μοι­ρά­ζε­ται, ανά­με­σα στις άλλες τρεις αρε­τές. Δηλα­δή αυτό που θα λέγα­με στην πατε­ρι­κή γλώσ­σα, είναι η διά­κρι­σις, είναι ο τρό­πος που συν­δέ­ε­ται η μία αρε­τή με την άλλη. Αυτό είναι η δικαιο­σύ­νη. Είναι μεγά­λο πράγ­μα. Είναι πλα­τύ. Είναι βαθύ πράγ­μα.

«σα γνά». Ω, όσα αγνά! Εάν τα σεμνά είναι κάτι το εξω­τε­ρι­κό, τα αγνά είναι κάτι το εσω­τε­ρι­κό. Είναι ό,τι ανα­φέ­ρε­ται στα ελα­τή­ρια και στις εφέ­σεις του ανθρώ­που, που πρέ­πει να είναι όλα αυτά αμό­λυν­τα, καθα­ρά. Λέμε: «Αυτός ο άνθρω­πος είναι αγνός άνθρω­πος». Τι θα πει αυτό; Έχει αγνές προ­θέ­σεις. Τα ελα­τή­ριά του είναι αγνά. Δεν είναι ο σκο­λιός, ο διε­στραμ­μέ­νος άνθρω­πος. Το «ναι» του είναι «ναι» του. Το «όχι» του είναι «όχι» του. Αυτό που ο Κύριος είπε στον όρκο· το «ναι» σας, « ναι σας» και το «όχι» σας, «όχι σας». Ακρι­βώς αυτό είναι. Είναι ο άδο­λος άνθρω­πος, είναι ο αγνός άνθρω­πος. Πολ­λές φορές το λέμε αυτό για έναν άνθρω­πο. «Αυτός είναι αγνός άνθρω­πος, είναι αγνός πατριώ­της». Τι σημαί­νει αυτό; Δεν υπάρ­χουν άλλα στοι­χεία που να μπαί­νουν και να επη­ρε­ά­ζουν τα ελα­τή­ριά του στις απο­φά­σεις του και στις ενέρ­γειές του. Αγνός άνθρω­πος! Ωραίο πράγ­μα! Αγνός άνθρω­πος. ν ερεί ννοί. Αγνός βέβαια ν στεν ννοί, είναι εκεί­νος ο οποί­ος δεν κάνει ανή­θι­κες πρά­ξεις. Δηλα­δή ο ηθι­κός, ν στεν ννοί , ο εγκρα­τής ν στεν ννοί.

«σα προ­σφιλ». Όσα είναι προ­σφι­λή. Προ­σφι­λές θα πει αγα­πη­τό. Όσα λοι­πόν είναι προ­σφι­λή, αυτά να λογί­ζε­στε. Και ποια είναι τα προ­σφι­λή, αγα­πη­τοί μου; Ό,τι είναι προ­σφι­λές στον Θεό πρώ­τα. Αυτό που λέμε: «Αρέ­σει στον Θεό;». «Κύριε, αν κάνω μία πρά­ξη, θα σου αρέ­σει;». Όπως ομοί­ως και στους ανθρώ­πους. Βέβαια πολ­λά πράγ­μα­τα μπο­ρεί να αρέ­σουν και να είναι βρώ­μι­κα. Άρε­σε, λέγει, πολύ ο χορός της Σαλώ­μης, όταν χόρε­ψε μπρο­στά… εκεί­νο το διε­φθαρ­μέ­νο κορί­τσι, το εντε­λώς διε­φθαρ­μέ­νο κορί­τσι, το ανή­θι­κο, όταν χόρε­ψε μπρο­στά στον πατέ­ρα του τον Ηρώ­δη και εις τους επι­σή­μους της Επαρ­χί­ας. Άρε­σε. Άρε­σε… Προ­σφι­λές; Το κρι­τή­ριο του προ­σφι­λούς, δεν είναι στους ανθρώ­πους μπρο­στά, δεν είναι από τους ανθρώ­πους, αλλά το κρι­τή­ριο είναι… τι αρέ­σει στον Θεό. Άμα αρέ­σει κάτι στον Θεό, οπωσ­δή­πο­τε αρέ­σει στους ανθρώ­πους· αν θέλε­τε, στους αγνούς ανθρώ­πους, στους καθα­ρούς ανθρώ­πους. Θέλε­τε ακό­μη; Και εις τους βρώμικους…Δεν είναι δυνα­τόν ποτέ το σεμνό, το αγα­θό, το ωραίο, εκεί­νο που είναι προ­σφι­λές, να μην αρέ­σει και στους διε­φθαρ­μέ­νους ανθρώ­πους. Θα μου πεί­τε: «Το κοροϊ­δεύ­ουν…». Μα αυτό είναι η από­δει­ξη ότι τους αρέ­σει! Θα μου πεί­τε «η από­δει­ξη όταν κοροϊ­δεύ­ουν;». Βεβαί­ως! Είναι η αντί­δρα­σις. Ότι αυτό που εγώ δεν έχω, το κοροϊ­δεύω για­τί δεν το φτά­νω. «μφα­κές εσιν». «Αγου­ρί­δες είναι», όπως είπε η αλε­πού για τα στα­φύ­λια. Ό,τι δεν φθά­νει ο άλλος, το κοροϊ­δεύ­ει. Αν λοι­πόν σε κοροϊ­δεύ­ει ο διε­φθαρ­μέ­νος για­τί κάνεις προ­σφι­λή πράγ­μα­τα, είναι μία από­δει­ξη ότι δεν το φθά­νει. Το θέλει στο βάθος. Αν είχε ταπεί­νω­ση, θα σου ‘σφιγ­γε το χέρι και θα σου έλε­γε «μπρά­βο».

«σα εφημα». Όσα έχουν καλήν φήμην. Για­τί προ­φα­νώς υπάρ­χουν και πράγ­μα­τα τα οποία δεν έχουν καλήν φήμην. Πρέ­πει λοι­πόν οπωσ­δή­πο­τε να ακο­λου­θού­με πάν­το­τε εκεί­νο που έχει καλή φήμη. Όχι πάν­το­τε ό,τι μόνο είναι, αλλά και ό,τι φαί­νε­ται. Προ­σέ­ξα­τέ το αυτό. Λέει ο Από­στο­λος Παύ­λος: «Προ­νο­ού­με­νοι καλ νώπιον πάν­των νθρώ­πων». Να φρον­τί­ζου­με να υπάρ­χει μία καλή φήμη, όχι με ελα­τή­ριο την κενο­δο­ξί­αν, αλλά με ελα­τή­ριον να δοξα­στεί ο Θεός και όχι να κατη­γο­ρη­θεί ο Θεός και να βλα­σφη­μη­θεί. Ενώ­πιον πάν­των ανθρώ­πων. Και όταν λέει «πάν­των» εννο­εί και τους μη χρι­στια­νούς. Τι θα κάνω, που να μην σκαν­δα­λί­σω. Ό,τι κάνω, θα είναι εύφη­μο. Όχι λοι­πόν ότι πιστεύω αλλά και όπως φαί­νο­μαι. Είναι πολύ σπου­δαίο. Υπάρ­χει ένα παλιό ρητό, γνω­μι­κό, που έλε­γε: «Η σύζυ­γος του αυτο­κρά­το­ρος δεν πρέ­πει να είναι τιμία αλλά πρέ­πει να φαί­νε­ται τίμια». Διό­τι κάποιος μπο­ρεί να πει: «Ε, εγώ είμαι αγνός άνθρω­πος, και αν κινη­θώ όπως θέλω, κι αν ο άλλος βάλει στο μυα­λό του κάτι πονη­ρό, τι με νοιά­ζει εμέ­να; Εγώ είμαι αγνός άνθρω­πος». Δεν είναι αρκε­τό. Δεν είναι αρκε­τό. Πρέ­πει και να είσαι, πρέ­πει και να φαί­νε­σαι. Όχι να επι­δει­κνύ­ε­σαι. Όχι να λες: «Ξέρεις, εγώ είμαι εγώ…». Αλλά απλώς οι πρά­ξεις σου να είναι τέτοιες που να φαί­νον­ται και να δοξά­ζε­ται ο Θεός. Γι΄αυτό λέγει ο Κύριος, ο ίδιος ο Κύριος το λέγει αυτό: «πως δωσιν μν τ καλ ργα κα δοξά­σω­σι τν πατέ­ρα μν τν ν τος ορανος». Είδα­τε; Η δοξο­λο­γία του Θεού πρέ­πει να είναι στο τέλος. «σα εφημα, τατα λογί­ζε­σθε. Ε τις ρετ κα ε τις παι­νος, τατα λογί­ζε­σθε». Και συγ­κε­φα­λαιω­τι­κά πια, για να μην τρα­βή­ξει μακρύ τον κατά­λο­γο ο Από­στο­λος, τι λέγει; Και τέλος πάν­των, ό,τι είναι αρε­τή και ό,τι είναι επαι­νε­τόν, αυτό να λογί­ζε­σθε. Σήμε­ρα δεν είμε­θα κυνη­γοί των αρε­τών και των επαι­νε­τών πραγ­μά­των, αλλά των αντι­στρό­φων. Για να κάνου­με επί­δει­ξη. Δεν είναι της μόδας, όπως σας είπα και στην αρχή, σήμε­ρα να ζού­με την αρε­τή.

Αγα­πη­τοί, προ­σέ­ξα­τέ το. Είναι μία σελί­δα χρι­στια­νι­κής τελειό­τη­τος αυτό που μας λέει ο από­στο­λος Παύ­λος. Μία σελί­δα πνευ­μα­τι­κής ζωής. Όχι απλώς τηρη­ταί κάποιων εντο­λών. Όχι αυτό μόνον. Οι εντο­λές προ­ϋ­πο­τί­θεν­ται. Αλλά τι; Αφού θα ζήσου­με τις εντο­λές, θα αρχί­ζουν οι εντο­λές να βγά­ζουν άρω­μα. Αυτά λοι­πόν που ανέ­φε­ρε εδώ ο Από­στο­λος, είναι το άρω­μα των εντο­λών. Και δεν είναι αυτές από μόνες τους οι εντο­λές. Αλλά το άρω­μά τους. Πολ­λοί άνθρω­ποι τηρούν τις εντο­λές, αλλά κάνουν να μην βγαί­νει άρω­μα από τις εντο­λές. Πρέ­πει λοι­πόν να βγαί­νει άρω­μα. Έτσι, ό,τι αρω­μα­τώ­δες, θα μπο­ρού­σα­με να ερμη­νεύ­σου­με, ό,τι αρω­μα­τώ­δες από αρε­τές και επαι­νε­τά πράγ­μα­τα, αυτά, λέει, να έχε­τε στο μυα­λό σας και με κάθε τρό­πο να προ­σπα­θεί­τε με αυτά να ζήσε­τε και με αυτά να εμφα­νί­ζε­στε.

« κα μθετε κα παρελβετε κα κοσατε κα εδετε ν μο, τατα πρσσε­τε». Εδώ βάζει τέσ­σε­ρα ζεύ­γη. «Εκεί­να που έχε­τε μάθει και έχε­τε παρα­λά­βει…»- από ποιον; «Από μένα. Κι εκεί­να που ακού­σα­τε και είδα­τε σε μένα, αυτά να πράσ­σε­τε». Πέραν από εκεί­να τα οποία θεω­ρη­τι­κά τους είπε, αγα­πη­τοί μου, ο Από­στο­λος, τώρα τους δίνει και ένα διά­γραμ­μα πρα­κτι­κόν. Μην πεί­τε ότι είναι αλα­ζο­νεία εκ μέρους του Παύ­λου. Αυτός όλος ο στί­χος είναι μία πλά­τυν­σις ενός άλλου στί­χου, που είπε: «Μιμη­ταί μου γίνε­σθε, καθς κγ Χρι­στο». Μην πεί­τε ότι ο Παύ­λος είναι κενό­δο­ξος, είναι υπε­ρή­φα­νος. Μην το πού­με αυτό. Ο Παύ­λος προ­βάλ­λει τον εαυ­τό του προς μίμη­σιν. Και τι λέγει; «Εκεί­να που μάθα­τε και πήρα­τε, αυτά να πράσ­σε­τε». Σαν διδα­σκα­λία. «Εκεί­να που είδα­τε και ακού­σα­τε σε μένα. Είδα­τε όσο ήμου­να στην πόλη σας, τους Φιλίπ­πους. Και ακού­σα­τε όσα δεν ήμουν εγώ στην πόλη σας, αλλά ακού­σα­τε σαν φήμη, αυτά να πράσ­σε­τε». Για­τί το λέγει αυτό ο Από­στο­λος Παύ­λος, άρα­γε; Για­τί; Θέλει να δώσει, αγα­πη­τοί μου, έναν τύπον ανθρώ­που. Ο Παύ­λος είναι πολύ ταπει­νός, είναι πάρα πολύ ταπει­νός. Φοβεί­ται δε όλα εκεί­να τα μοντέ­λα, τα υπο­δείγ­μα­τα, τα οποία προ­σε­φέ­ρον­το στην επο­χή του. Και θέλει να παρου­σιά­σει ‑πρω­το­εμ­φα­νί­σι­μος είναι ο Χρι­στια­νι­σμός στον κόσμον- να παρου­σιά­σει πρό­τυ­πα. Με άλλα λόγια, ομι­λεί για πρό­τυ­πα. Και είναι γνω­στό ότι πρό­τυ­πον δεν είναι μόνον ο Παύ­λος. Καθέ­νας που ζει Χρι­στόν είναι ένα πρό­τυ­πο. Όλοι οι άγιοι είναι πρό­τυ­πα. Θα μπο­ρού­σα­με λοι­πόν να πού­με απλά: Πέραν από τις συμ­βου­λές, έχε­τε και πρό­τυ­πα. Η επο­χή μας γκρε­μί­ζει τα πρό­τυ­πα· όποια και να είναι. Εμείς πρέ­πει να έχου­με τα πρό­τυ­πα. Τα πρό­τυ­πα της χάρι­τος του Θεού. Τα καλ­λι­τε­χνή­μα­τα της σμί­λης της χάρι­τος του Θεού. Και είναι οι άγιοι. Αυτοί θα είναι τα πρό­τυ­πά μας. Και λέγει: «Τότε, εάν έχε­τε τη διδα­σκα­λί­αν και πρό­τυ­πα τους αγί­ους και τα πράτ­τε­τε όλα αυτά, τα εφαρ­μό­ζε­τε, τότε -ακού­στε- τότε « Θες τς ερήνης σται μεθ μν(:Ο Θεός της ειρή­νης θα είναι μαζί σας)». Για­τί λέγει τον Θεόν, «Θεν τς ερήνης»; Για­τί είναι πραγ­μα­τι­κά Θεός της ειρή­νης. Δηλα­δή είναι η αλη­θι­νή ειρή­νη ο Θεός. Τότε, ο Θεός της ειρή­νης θα είναι μαζί σας. Θα ανα­παυ­θεί­τε εσω­τε­ρι­κά. Τότε θα βρεί­τε νόη­μα στη ζωή. Τότε θα πεί­τε: «Δεν είναι τίπο­τα μάταιο εις τον κόσμον αυτόν». Όλα είναι εξα­για­σμέ­να. Όλα κάτω από τη χάρη του Θεού. Μέσα σε μία ανεί­πω­τη χαρά, μέσα σε μία ανεί­πω­τη ειρή­νη. Εκεί­νη που ψάχνει ο κόσμος να βρει, αλλά δεν την βρί­σκει, για­τί δεν έχει τον Χρι­στό. Και όλα αυτά είναι οι θησαυ­ροί του Χρι­στού, οι θησαυ­ροί οι από­κρυ­φοι του Χρι­στού· που όταν κανείς πιστέ­ψει στο πρό­σω­πό Του, αρχί­ζει έναν-έναν να τον ανα­κα­λύ­πτει και να τον προ­σοι­κειού­ται.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

ψηφιο­ποί­η­ση και επι­μέ­λεια της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση ομι­λί­ας δια χει­ρός του αξιο­τί­μου κ. Αθα­να­σί­ου Κ.

  • http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_272.mp3

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ”)

Ποῦ ἡ χαρά;

«Χαί­ρε­τε ἐν Κυρίῳ πάν­το­τε· πάλιν ἐρῶ, χαί­ρε­τε» (Φιλιπ. 4,4)

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ, αγα­πη­τοί μου, ὁ ἄνθρω­πος πλά­στη­κε γιὰ τὴ χαρά. Γι’ αὐτὸ ὁ Θεὸς τοὺς πρώ­τους ἀνθρώ­πους, τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔα, δὲν τοὺς ἔρρι­ξε σ’ ἕνα ξερο­νή­σι, ἀλλὰ τοὺς ἔβα­λε σ’ ἕνα δια­λε­χτό κομ­μά­τι γῆς, ποὺ εἶχε ὀμορ­φιά και χάρι τόση

ὅση δὲν μπο­ροῦ­με νὰ φαν­τα­στοῦ­με. Παρά­δει­σος λεγό­ταν ἡ πρώ­τη κατοι­κία τοῦ ἀνθρώ­που. Ἦταν περι­βό­λι μὲ ὅλα τὰ ἀγα­θά. Χῶμα καθα­ρὸ καὶ γόνι­μο. Νερά τρε­χού­με­να. Δέν­τρα γεμᾶ­τα καρ­πούς. Λου­λού­δια που σκορ­ποῦ­σαν ἀρώ­μα­τα. Που­λιά ποὺ κελαη­δοῦ­σαν. Ζῷα ὅλα ἥμε­ρα καὶ χρή­σι­μα. Κλί­μα θαυ­μά­σιο. Ὁ ἀέρας, ποὺ φυσοῦ­σε κ ̓ ἔκα­νε τις κορ­φὲς τῶν δέν­τρων νὰ κινοῦν­ται ἐλα­φρὰ καὶ τὰ φύλ­λα τοὺς νὰ σιγο­τρα­γου­δᾶ­νε, ἦταν ἕνας ἀέρας εὐχά­ρι­στος, καθα­ρός, ὅλος ὑγεία. Δὲν ὑπῆρ­χαν ἐκεῖ μικρό­βια, ἀρρώ­στιες, θάνα­τος. Χαρὰ Θεοῦ. Αὐτὸς ἦταν ὁ παρά­δει­σος.

Στον παρά­δει­σο ἔμει­νε τὸ πρῶ­το ζευ­γά­ρι τῶν ἀνθρώ­πων ποὺ εὐλό­γη­σε ὁ Θεός. Γιὰ τὰ ἀγα­θά, ποὺ ἀπο­λάμ­βα­ναν, ὁ Θεὸς δὲν ζητοῦ­σε καμ­μιὰ πλη­ρω­μή. Δωρε­ὰν τὸ φῶς, τὸ νερό, οἱ καρ­ποί, ὁ ἀέρας, τὰ πάν­τα. Ἕνα μόνο ζητοῦ­σε ὁ Θεὸς ἀπ ̓ αὐτούς· νὰ ὑπα­κού­ουν σ ̓ ὅ,τι αὐτὸς διέ­τα­ζε. Καὶ τὸ ζητοῦ­σε ὁ Θεὸς ὄχι γιὰ τὸν ἑαυ­τό του, για­τὶ ὁ Θεὸς δὲν ἔχει καμ­μιὰ ἀπο­λύ­τως ἀνάγ­κη ἀπὸ τὸν ἄνθρω­πο, ἀλλ ̓ ἐπει­δὴ ὅ,τι δια­τά­ζει ὁ Θεὸς αὐτὸ εἶνε καὶ τὸ ἀλη­θι­νὸ συμ­φέ­ρον τοῦ ἀνθρώ­που. Ὁ ἄνθρω­πος, ὑπα­κού­ον­τας στὸ Θεό, θὰ ζοῦ­σε πάν­το­τε χαρού­με­νος κ ̓ εὐτυ­χι­σμέ­νος.

Ἀλλὰ ὁ ἄνθρω­πος δὲν ὑπά­κου­σε στὸ Θεό. Υπά­κου­σε στὸ διά­βο­λο. Αὐτὸς σφύ­ρι­ξε στ’ αὐτὶ τοῦ ἀνθρώ­που, ὅτι εὐτυ­χι­σμέ­νος θὰ γίνῃ, ἂν πάψῃ νὰ ὑπα­κούῃ στὸ Θεό. Καὶ ὁ ἄνθρω­πος, ἀντὶ νὰ φρά­ξῃ τ’ αὐτιά του νὰ μὴν ἀκού­σῃ τί τὸν συμ­βου­λεύ­ει ὁ πονη­ρός, ἔδω­σε προ­σο­χὴ στὰ λόγια τοῦ δια­βό­λου καὶ παρέ­βη τὴν ἐντο­λὴ τοῦ Θεοῦ. Ἀλλ ̓ ἀπὸ τὴν ὥρα, ποὺ ἡ Εὔα καὶ ὁ Ἀδὰμ παρέ­βη­σαν τὴν ἐντο­λή, ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκεί­νη ἔφυ­γε ἡ χαρὰ καὶ ἦρθε ἡ λύπη. Δὲν μπο­ροῦ­σαν πιὰ νὰ μεί­νουν στὸν παρά­δει­σο. Ἔφυ­γαν. Ἡ γῆ γέμι­σε ἀγκά­θια. Τὰ ζῷα ἀγρί­ε­ψαν. Τὰ στοι­χεῖα τῆς φύσε­ως ἐπα­να­στά­τη­σαν. Ὁ ἀέρας μολύν­θη­κε, καὶ ἦρθε ἡ ἀρρώ­στια καὶ ὁ θάνα­τος. Αὐτὰ ἦταν τὰ ἀπο­τε­λέ­σμα­τα τῆς ἀνυ­πα­κο­ῆς, τῆς ἁμαρ­τί­ας τῶν πρω­το­πλά­στων.

* * *

Ἡ λύπη ἀπὸ τότε βασι­λεύ­ει στὸν κόσμο. Οἱ ἄνθρω­ποι, στε­νο­χω­ρη­μέ­νοι, θλιμ­μέ­νοι, βασα­νι­σμέ­νοι ἀπὸ τὰ διά­φο­ρα θλι­βε­ρά γεγο­νό­τα καὶ πιὸ πολὺ ἀπὸ τὸ κακὸ ποὺ ὑπάρ­χει μέσα τους, δὲν βρί­σκουν ἀνά­παυ­σι. Ἔχουν χάσει τὸν παρά­δει­σο καὶ τὸν ζητᾶ­νε, καὶ νομί­ζουν ὅτι θὰ τὸν ξανα­βροῦν ἐὰν ἀκού­σουν ὄχι ὅ,τι τοὺς συμ­βου­λεύ­ει ὁ Θεός, ἀλλ ̓ ὅ,τι τους συμ­βου­λεύ­ει ὁ διά­βο­λος. Αὐτὸς ἔδιω­ξε τὸν πρῶ­το ἄνθρω­πο ἀπὸ τὸν παρά­δει­σο, καὶ αὐτὸς πάλι δὲν ἀφή­νει τὰ παι­διὰ τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὔας νὰ βροῦν τὸ σωστό δρό­μο, νὰ πάρουν τὸ στε­νό μονο­πά­τι ποὺ βγά­ζει στον παρά­δει­σο τοῦ Θεοῦ. Ὁ διά­βο­λος ὑπό­σχε­ται τὴ χαρά. Δημιουρ­γεί ψεύ­τι­κο παρά­δει­σο. Μὲ τὰ ὄργα­νά του ἄνοι­ξε σ ̓ ὅλο τὸν κόσμο χιλιά­δες κέν­τρα δια­σκε­δά­σε­ως, τὰ δια­φη­μί­ζει ως κέν­τρα ψυχα­γω­γί­ας καὶ καλεῖ τοὺς ἀνθρώ­πους. Καὶ οἱ ἄνθρω­ποι, σὰν τρελ­λοί, τρέ­χουν μὲ τὴν ἐλπί­δα ὅτι θὰ βροῦν τὴ χαρά. Γίνον­ται λοι­πὸν του­ρί­στες. Ταξι­δεύ­ουν ἀπὸ πόλι σὲ πόλι. Ξενυ­χτοῦν σὲ ταβέρ­νες. Κάνουν αἰσχροὺς ἔρω­τες. Παί­ζουν χαρ­τιά. Χορεύ­ουν ἔξαλ­λους χορούς. Πίνουν. Μεθοῦν. Ῥου­φοῦν μὲ ὅλες τὶς αἰσθή­σεις ὅλη τὴν ἡδο­νή. Καὶ παθαί­νουν ὅ,τι παθαί­νουν αὐτοὶ ποὺ παίρ­νουν ναρ­κω­τι­κά· τὰ ναρ­κω­τι­κὰ φέρ­νουν στὴν ἀρχὴ εὐχά­ρι­στο μού­δια­σμα τῶν νεύ­ρων καὶ ὁ ναρ­κο­μα­νής βλέ­πει ὄνει­ρα, φαν­τα­στι­κοὺς κόσμους, καὶ εἶνε γεμᾶ­τος χαρὰ καὶ εὐτυ­χία. Ὁ δυστυ­χὴς νομί­ζει ὅτι ζῇ στὸν παρά­δει­σο. Ἀλλ ̓ ἀλλοί­μο­νο! Μόλις πάψῃ ἡ ἐπί­δρα σι τοῦ ναρ­κω­τι­κοῦ, ὁ φαν­τα­στι­κὸς παρά­δει­σος σβή­νει καὶ ἡ λύπη ἔρχε­ται πάλι πιό βαρειά. Αὐτοὶ ποὺ παίρ­νουν τὰ ναρ­κω­τι­κὰ ἀρχί­ζουν νὰ κλαῖ­νε σὰν μικρὰ παι­διά, νὰ χτυ­πιοῦν­ται καὶ νὰ ζητοῦν ν’ αὐτο­κτο­νή­σουν. Ἡ ψυχα­γω­γία καταν­τᾷ ψυχο­κτο­νία!

Ἄνθρω­πε, ἡ ἁμαρ­τία εἶνε χει­ρό­τε­ρη ἀπὸ τὰ ναρ­κω­τι­κά! Ἅμα κάνῃς τὸ κακό, ἅμα πέφτῃς στὰ αἰσχρὰ καὶ ἀκα­το­νό­μα­στα ἁμαρ­τή­μα­τα, ἅμα ἱκα­νο­ποι­ῇς τὶς ἁμαρ­τω­λὲς ἐπι­θυ­μί­ες καὶ πάθη, νομί­ζεις ότι βρή­κες τὴ χαρὰ καὶ τὴν εὐτυ­χία; Δυστυ­χι­σμέ­νε! Ζῇς μέσα σ ̓ ἕνα φαν­τα­στι­κό ψεύ­τι­κο κόσμο. Δεν περ­νοῦν χρό­νια, μῆνες, μέρες λέω;, δὲν περ­νά­ει οὔτε ὥρα, καὶ ἡ χαρὰ ποὺ δοκί­μα­σες ἀπὸ τὴν ἁμαρ­τία γίνε­ται λύπη, στε­νο­χώ­ρια καὶ πίκρα. Μέλι στὴν ἀρχὴ ἡ ἁμαρ­τία, ἀλλὰ στὸ τέλος γίνε­ται φαρ­μά­κι.

Ἀλλὰ θὰ ῥωτή­σῃ κανείς ̇ Δὲν ὑπάρ­χει λοι­πόν χαρά; Υπάρ­χει, ἀγα­πη­τοί μου, χαρά. Χαρὰ ποὺ μπο­ροῦ­με νὰ τὴ γευ­θοῦ­με ὅλοι, γυναῖ­κες καὶ ἄνδρες, μικροί και μεγά­λοι, φτω­χοὶ καὶ πλού­σιοι, ἀγράμ­μα­τοι καὶ ἐπι­στή­μο­νες. Υπάρ­χει χαρὰ πού, μιὰ στα­λαγ­μα­τιά της νὰ πέσῃ στὴν καρ­διὰ τοῦ πιὸ δυστυ­χι­σμέ­νου ἀνθρώ­που, θὰ τὸν κάνῃ εὐτυ­χι­σμέ­νο. Ἀλλὰ ἡ χαρὰ αὐτὴ δὲν βρί­σκε­ται ἐκεῖ ποὺ τὴ ζητά­ει ὁ κόσμος. Δὲν βρί­σκε­ται στὰ ἁμαρ­τω­λὰ κέν­τρα, στοὺς χορούς, στὰ μεθύ­σια καὶ στὶς ἀσω­τί­ες, στοὺς αἰσχροὺς ἔρω­τες καὶ στὰ ναρ­κω­τι­κά. Ἡ χαρά, ἡ πραγ­μα­τι­κή χαρά, βρί­σκε­ται στὶς καρ­διὲς τῶν ἀνθρώ­πων ἐκεί­νων ποὺ πιστεύ­ουν ἀλη­θι­νὰ στὸ Χρι­στὸ καὶ ζοῦν σύμ­φω­να μὲ τὶς θεῖ­ες του ἐντο­λές. Ὁ Χρι­στός εἶνε ἡ χαρά.

Θέλε­τε ἕνα παρά­δειγ­μα; Εἶνε ὁ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος. Ἀπὸ μιὰ ἐπι­στο­λή του, ποὺ ἔστει­λε πρὸς τοὺς Μακε­δό­νες, τοὺς Φιλιπ­πη­σί­ους, εἶνε παρ­μέ­νη ἡ ἀπο­στο­λι­κὴ περι­κο­πὴ ποὺ δια­βά­στη­κε σήμε­ρα, Κυρια­κὴ τῶν Βαΐ­ων, σὲ ὅλες τὶς ἐκκλη­σί­ες μας. Ὁ ἀπό­στο­λος γρά­φον­τας τὴν ἐπι­στο­λὴ αὐτὴ εἶνε γεμᾶ­τος χαρά, καὶ γι’ αὐτὸ ἡ ἐπι­στο­λή του αὐτὴ ὀνο­μά­ζε­ται ἐπι­στο­λὴ τῆς χαρᾶς. Ἕνας κοσμι­κὸς ποὺ τὴ δια­βά­ζει θὰ νομί­σῃ ὅτι ὁ Παῦ­λος τὴν ὥρα ποὺ τὴν ἔγρα­φε θὰ βρι­σκό­ταν σὲ μιὰ εὐχά­ρι­στη κατά­στα­σι. Καὶ ὅμως, πόσο πέφτει ἔξω! Ὁ Παῦ­λος τὴν ὥρα ποὺ ἔγρα­φε τὴν ἐπι­στο­λὴ βρι­σκό­ταν μέσ’ στις φυλα­κὲς τῆς Ῥώμης. Βρι­σκό­ταν δεμέ­νος σὰν κακοῦρ­γος γιὰ τὴν πίστι τοῦ Χρι­στοῦ καὶ περί­με­νε ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα ν’ ἀνοί­ξῃ ἡ πόρ­τα τῆς φυλα­κῆς, νὰ τὸν πάρουν καὶ νὰ τὸν ἐκτε­λέ­σουν, ὅπως καὶ τὸν ἐξε­τέ­λε­σαν. Κον­τὰ στὸ στό­μα τοῦ θηρί­ου ἦταν. Καὶ ἐνῷ βρί­σκε­ται στὴν κατά­στα­σι αὐτή, ἐν τού­τοις ἡ καρ­διά του εἶνε γεμά­τη χαρὰ καὶ ἀγαλ­λί­α­σι.

Για­τί ἔχει μέσα του τὸ Χρι­στό. Ἡ φυλα­κὴ γιὰ τὸν Παῦ­λο εἶνε παρά­δει­σος. Χαί­ρε­ται, για­τὶ ὑπο­φέ­ρει γιὰ τὸ Χρι­στό. Καὶ τὴ χαρὰ αὐτὴ θέλει νὰ τὴ μετα­δώ­σῃ σ ̓ ὅλους ἐκεί­νους ποὺ πιστεύ­ουν στὸ Χρι­στό, σ’ ὅλους τοὺς ἀνθρώ­πους. Δὲν τὸν ἀκοῦ­τε τί λέει; «Χαί­ρε­τε ἐν Κυρίῳ πάν­το­τε πάλιν ἐρῶ, χαί­ρε­τε» (Φιλιπ. 4,4). Τέτοιο κήρυγ­μα χαρᾶς ἀκού­στη­κε ποτὲ στὸν κόσμο;

Καὶ ἐνῷ ὁ Παῦ­λος φυλα­κι­σμέ­νος χαι­ρό­ταν, ὄχι μακριὰ ἀπὸ τὴ φυλα­κή του ἦταν τὰ ἀνά­κτο­ρα. Ἦταν τὰ ἀνά­κτο­ρα τοῦ Νέρω­να. Τὰ ἀνά­κτο­ρα τοῦ βασι­λιᾶ, ποὺ κατα­δί­ω­κε τὸν Παῦ­λο καὶ ὅλους τοὺς χρι­στια­νούς. Ὅποιος τὰ ἔβλε­πε θὰ νόμι­ζε, ὅτι αὐτὸς ποὺ ζῇ μέσ’ στὰ ἀνά­κτο­ρα κι ἀπο­λαμ­βά­νει ὅλα τὰ ἀγα­θὰ θὰ ἦταν χαρού­με­νος κ ̓ εὐτυ­χι­σμέ­νος. Ἦταν; Ὄχι. Ἄπι­στος καὶ διε­φθαρ­μέ­νος, ὅπως ἦταν, ζοῦ­σε μιὰ δυστυ­χι­σμέ­νη ζωή, καὶ τὸ τέλος του ἦταν ἄθλιο.

Τι παρά­ξε­να πράγ­μα­τα· τὰ ἀνά­κτο­ρα κόλα­σι, ἡ φυλα­κὴ παρά­δει­σος! Ἀπὸ τὸν ἄνθρω­πο ἐξαρ­τᾶ­ται νὰ κάνῃ τὰ ἀνά­κτο­ρα κόλα­σι καὶ τὴ φυλα­κὴ παρά­δει­σο.

* * *

Ἄνθρω­ποι! Ὅσοι θέλε­τε τὴ χαρά, μιμη­θῆ­τε τὸν Παῦ­λο. Πιστέψ­τε στὸ Χρι­στό. Ἀγα­πῆ­στε τὸ Χρι­στό. Ὑπα­κού­ε­τε στο Χρι­στό. Και τότε, ὅσες θλί­ψεις καὶ βάσα­να, ἀρρώ­στιες καὶ θάνα­τοι ἂν σᾶς βροῦ­νε, θὰ ἔχε­τε μιὰ πηγὴ ποὺ θὰ πίνε­τε ἀθά­να­το νερὸ καὶ ἡ καρ­διά σας θὰ δρο­σί­ζε­ται καὶ θὰ χαί­ρε­ται. Ναί, πηγὴ τῆς χαρᾶς εἶνε ὁ Χρι­στός! Πίνον­τας ἀπὸ τὴν πηγὴ αὐτὴ θὰ καλῆ­τε τὸν κόσμο, ποὺ δὲν ξέρει τί θὰ πῇ χαρά, νὰ ἔρθῃ στὴν πηγὴ νὰ πιῇ καὶ νὰ γευ­θῇ κι αὐτὸς τὴ χαρά, τὴν πραγ­μα­τι­κὴ χαρά. Πηγὴ χαρᾶς θὰ γίνε­τε κ ̓ ἐσεῖς, καὶ θὰ λέτε ὅπως ὁ Παῦ­λος ̇ «Ἀδελ­φοί, χαί­ρε­τε ἐν Κυρίῳ πάν­το­τε· πάλιν ἐρῶ, χαί­ρε­τε» (ε.α.).

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek