ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ

Αποστολική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ — Α΄ ΚΟΡ. (Γ΄ 9 — 17)

Α’ προς Κοριν­θί­ους, κεφά­λαιο Γ΄, εδά­φια 9–17

9 Θεοῦ γάρ ἐσμεν συνερ­γοί· Θεοῦ γεώρ­γιον, Θεοῦ οἰκο­δο­μή ἐστε. 10 Κατὰ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ τὴν δοθεῖ­σάν μοι ὡς σοφὸς ἀρχι­τέ­κτων θεμέ­λιον τέθει­κα, ἄλλος δὲ ἐποι­κο­δο­μεῖ· ἕκα­στος δὲ βλε­πέ­τω πῶς ἐποι­κο­δο­μεῖ· 11 θεμέ­λιον γὰρ ἄλλον οὐδεὶς δύνα­ται θεῖ­ναι παρὰ τὸν κεί­με­νον, ὅς ἐστιν ᾿Ιησοῦς Χρι­στός. 12 Εἰ δέ τις ἐποι­κο­δο­μεῖ ἐπὶ τὸν θεμέ­λιον τοῦ­τον χρυ­σόν, ἄργυ­ρον, λίθους τιμί­ους, ξύλα, χόρ­τον, καλά­μην, 13 ἑκά­στου τὸ ἔργον φανε­ρὸν γενή­σε­ται· ἡ γὰρ ἡμέ­ρα δηλώ­σει· ὅτι ἐν πυρὶ ἀπο­κα­λύ­πτε­ται· καὶ ἑκά­στου τὸ ἔργον ὁποῖ­όν ἐστι τὸ πῦρ δοκι­μά­σει. 14 Εἴ τινος τὸ ἔργον μενεῖ ὃ ἐπῳ­κο­δό­μη­σε, μισθὸν λήψε­ται· 15 εἴ τινος τὸ ἔργον κατα­κα­ή­σε­ται, ζημιω­θή­σε­ται, αὐτὸς δὲ σωθή­σε­ται, οὕτως δὲ ὡς διὰ πυρός. 16 Οὐκ οἴδα­τε ὅτι ναὸς Θεοῦ ἐστε καὶ τὸ Πνεῦ­μα τοῦ Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν; 17 Εἴ τις τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ φθεί­ρει, φθε­ρεῖ τοῦ­τον ὁ Θεός· ὁ γὰρ ναὸς τοῦ Θεοῦ ἅγιός ἐστιν, οἵτι­νές ἐστε ὑμεῖς.

Ο Απολ­λώς, λοι­πόν, και εγώ είμε­θα μετα­ξύ μας ένα, συνερ­γά­ται του Θεού δια την ιδι­κήν σας σωτη­ρί­αν. Σεις δε είσθε αγρός και ιδιο­κτη­σία του Θεού, που καλιερ­γεί­ται από αυτόν τον ίδιον. Είσθε οικο­δό­μη­μα του Θεού, που εις την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα κτί­ζε­ται από τον ίδιον τον Θεόν με όργα­νά του ημάς. 10 Συμ­φω­να δε με την χάριν και την απο­στο­λήν που μου έδω­σεν ο Θεός μετα­ξύ των εθνών, εγώ, σαν σοφός αρχι­τέ­κτων φωτι­σμέ­νος από τον Θεόν, έχω θέσει ακλό­νη­τον θεμέ­λιον εις την Κοριν­θον και άλλος κτί­ζει επά­νω στο θεμέ­λιον αυτό. Ο καθέ­νας όμως ας βλέ­πη και ας προ­σέ­χη πως κτί­ζει επά­νω στο θεμέ­λιον. 11 Δεν πρέ­πει δε να ασχο­λή­ται με νέαν θεμε­λί­ω­σιν, διό­τι κανέ­νας δεν ημπο­ρεί να βάλη άλλο θεμέ­λιο αγκω­νά­ρι εκτός από εκεί­νο που έχει ήδη τεθή και κεί­ται εις την βάσιν της οικο­δο­μής· και αυτός είναι ο Ιησούς Χρι­στός. 12 Εάν δε κανείς κτί­ζη επά­νω στο θεμέ­λιον αυτό πολύ­τι­μα υλι­κά, όπως είναι ο χρυ­σός, ο άργυ­ρος, οι πολύ­τι­μοι λίθοι, η κτί­ζη ξύλα, χορ­τά­ρι και καλά­μια, 13 ας έχη υπ’ όψιν του, ότι του καθε­νός οικο­δό­μου θα γίνη φανε­ρόν το έργον και η αξία του. Διό­τι η μεγά­λη εκεί­νη ημέ­ρα της κρί­σε­ως θα το φανε­ρώ­ση ολο­κά­θα­ρα. Επει­δή θα συνο­δεύ­ε­ται αυτή με την θεί­αν δικαιο­σύ­νην, η οποία σαν φως θα απο­κα­λύ­πτη και σαν πυρ θα κατα­καίη κάθε τι το ευτε­λές και σάπιο. Και του καθε­νός το έργον τι είναι και τι αξί­ζει, θα το φανε­ρώ­ση η δικαία κρί­σις του Θεού που ομοιά­ζει με την φωτιά. 14 Εάν, λοι­πόν, το έργον που ένας ωκο­δό­μη­σε επά­νω στο θεμέ­λιον, στον Χρι­στόν, μένη άθι­κτον από την φωτιά, καθ’ ο στε­ρε­όν και ανθε­κτι­κόν, αυτός θα λάβη μισθόν. 15 Εάν όμως κάποιου άλλου το έργον κατα­καή και γίνη στά­κτη, αυτός θα ζημιω­θή, διό­τι οι κόποι του θα πάνε χαμέ­νοι. Ο ίδιος όμως ίσως σωθή με πολύ μεγά­λην δυσκο­λί­αν, σαν εκεί­νον που διέρ­χε­ται ανά­με­σα από τας φλό­γας. (Θα σωθή εάν η δικαιο­σύ­νη του Θεού τον κρί­νη, του­λά­χι­στον δια την καλήν του διά­θε­σιν, άξιον συγνώ­μης και σωτη­ρί­ας). 16 Σεις οι Κορίν­θιοι είσθε αυτό το πνευ­μα­τι­κόν οικο­δό­μη­μα, δια το οποί­ον ομι­λώ. Σας ερω­τώ, λοι­πόν· δεν γνω­ρί­ζε­τε, ότι είσθε πράγ­μα­τι πνευ­μα­τι­κός ναός του Θεού και ότι το πνεύ­μα του Θεού κατοι­κεί μέσα σας και μετα­ξύ σας; 17 Εάν, λοι­πόν, κανείς με τας φιλο­νει­κί­ας και τας διαι­ρέ­σεις κατα­στρέ­φη τον ναόν του Θεού, ας γνω­ρί­ζη αυτός, ότι θα τον κατα­στρέ­ψη ο Θεός. Διό­τι ο ναός του Θεού είναι άγιος, ιερόν αφιέ­ρω­μα στον Θεόν. Τετοιος δε άγιος ναός του Θεού είσθε σεις. 

9 Είμα­στε και οι δύο ένα [:δηλα­δή και ο Παύ­λος και ο Απολ­λώς], διό­τι και εκεί­νοι που φυτεύ­ουν και εκεί­νοι που ποτί­ζουν, είμα­στε συνερ­γά­τες του Θεού στο έργο Του που απο­βλέ­πει στην σωτη­ρία σας. Είστε αγρός που ανή­κει στον Θεό και καλ­λιερ­γεί­ται από Αυτόν. Είστε οικο­δο­μή του Θεού που κτί­ζε­ται από Αυτόν με όργα­να Του και χτί­στες Του εμάς. 10 Σύμ­φω­να με τη χάρη του Θεού που μου δόθη­κε για να θεμε­λιώ­νω εκκλη­σί­ες ανά­με­σα στα έθνη, σαν έμπει­ρος αρχι­τέ­κτο­νας έχω βάλει θεμέ­λιο στε­ρεό· αλλά όμως συνε­χί­ζει πάνω σε αυτό το χτί­σι­μο. Ο καθέ­νας από τους χτί­στες ας προ­σέ­χει πώς οικο­δο­μεί πάνω στο θεμέ­λιο. 11 Αυτός δεν έχει πλέ­ον δου­λειά με το θεμέ­λιο· διό­τι κανέ­νας δεν μπο­ρεί να βάλει άλλο θεμέ­λιο λίθο εκτός από εκεί­νο που βρί­σκε­ται τώρα αμε­τα­κί­νη­τος και άσει­στος στη βάση της οικο­δο­μής. Και ο θεμέ­λιος αυτός λίθος είναι ο Ιησούς Χρι­στός.

12 Εγώ λοι­πόν θεμε­λί­ω­σα καλά. Εάν όμως κανείς χτί­ζει πάνω στο θεμέ­λιο αυτό με υλι­κά σαν το χρυ­σά­φι ή το ασή­μι ή τους πολύ­τι­μους λίθους, ή αντι­θέ­τως με σανί­δια ή άχυ­ρα ή καλά­μια, 13 του κάθε χτί­στη το έργο θα γίνει φανε­ρό· διό­τι η ημέ­ρα της Κρί­σε­ως θα το ξεσκε­πά­σει και θα το φανε­ρώ­σει. Και θα το ξεσκε­πά­σει, διό­τι η ημέ­ρα εκεί­νη θα απο­κα­λυ­φθεί μαζί με την ενέρ­γεια της θεί­ας δικαιο­σύ­νης, που είναι δρα­στι­κή σαν φωτιά. Και ο Θεός θα ζυγί­σει με ακρί­βεια για να απο­κα­λύ­ψει ποιο είναι το έργο του καθε­νός, και θα φανε­ρώ­σει την πραγ­μα­τι­κή του αξία σαν φωτιά που κατα­καί­ει κάθε εύφλε­κτο υλι­κό. 14 Εάν το έργο που έκα­νε κάποιος κτί­ζον­τας στο αιώ­νιο θεμέ­λιο, δηλα­δή τον Χρι­στό, αντέ­ξει και δεν καεί από τη φωτιά της θεί­ας κρί­σε­ως, αυτός θα πάρει μισθό. 15 Εάν το έργο κάποιου άλλου κατα­κα­εί και δεν αντέ­ξει στη φωτιά της θεί­ας κρί­σε­ως, αυτός θα ζημιω­θεί, διό­τι οι κόποι του δεν θα αντα­μει­φθούν. Και ο ίδιος θα σωθεί μόλις και μετά βίας· θα σωθεί δηλα­δή σαν εκεί­νον που περ­νά μέσα από τις φλό­γες τις φωτιάς και δια­τρέ­χει μεγά­λο κίν­δυ­νο. Έτσι και αυτός θα σωθεί, αν τελι­κά αντέ­ξει στη φωτιά της θεί­ας κρί­σε­ως.

16 Είπα αρκε­τά για τους χτί­στες. Ας έρθω τώρα και σε αυτούς που αντί να κτί­ζουν, κατα­στρέ­φουν την οικο­δο­μή. Δεν γνω­ρί­ζε­τε από την πεί­ρα της χρι­στια­νι­κής ζωής σας ότι είστε ο ναός του Θεού και το Πνεύ­μα κατοι­κεί μέσα σας; 17 Εάν λοι­πόν κανείς με την πλα­νε­μέ­νη διδα­σκα­λία του και τους φατρια­σμούς του κατα­στρέ­φει τον ναό του Θεού, θα τον κατα­στρέ­ψει αυτόν ο Θεός. Και θα τον κατα­στρέ­ψει διό­τι ο ναός του Θεού είναι άγιος. Είναι αφιε­ρω­μέ­νος στον Θεό και είναι δικό Του κτή­μα. Είναι ιερός και απα­ρα­βί­α­στος. Και τέτοιος ναός, ναός του Θεού άγιος, είστε εσείς.

Eἴμε­θα βεβαί­ως συνερ­γά­τες τοῦ Θεοῦ (συνερ­γοῦν­τες ὡς ὑπη­ρέ­τες στὸ ἔργο του). Kαὶ εἶσθε χωρά­φι τοῦ Θεοῦ, καὶ οἰκο­δο­μὴ τοῦ Θεοῦ. 10 Σύμ­φω­να μὲ τὴ χάρι τοῦ Θεοῦ, ποὺ δόθη­κε σ’ ἐμέ­να, ἐγὼ σὰν σοφὸς ἀρχι­τέ­κτων ἔχω θέσει θεμέ­λιο λίθο, καὶ ἄλλος οἰκο­δο­μεῖ ἐπά­νω σ’ αὐτόν. Ἀλλὰ καθέ­νας ἂς προ­σέ­χῃ πῶς οἰκο­δο­μεῖ. 11 Ἄλλο δὲ θεμέ­λιο λίθο δὲν δύνα­ται κανεὶς νὰ θέσῃ παρα­με­ρί­ζον­τας αὐτὸν ποὺ ἤδη ἔχει τεθῆ. Kαὶ αὐτὸς εἶναι ὁ Ἰησοῦς Xρι­στός. 12 Ἐὰν δὲ κανεὶς ἐπά­νω στὸν θεμέ­λιο αὐτὸ λίθο οἰκο­δο­μῇ μὲ χρυ­σά­φι ἢ ἀσῆ­μι ἢ πολυ­τί­μους λίθους, ἢ ξύλα ἢ ἄχυ­ρα ἢ καλα­μιά, 13 καθε­νὸς τὸ ἔργο θὰ φανῇ. Διό­τι ἡ Ἡμέ­ρα (τῆς Kρί­σε­ως) θὰ τὸ φανε­ρώ­σῃ, ἐπει­δὴ θὰ ἔλθῃ μὲ φωτιά. Kαὶ ἔτσι τί εἶναι τὸ ἔργο τοῦ καθε­νὸς θὰ τὸ ἀπο­δεί­ξῃ ἡ φωτιά. 14 Ἐὰν τὸ ἔργο κάποιου, ποὺ οἰκο­δό­μη­σε ἐπά­νω στὸν θεμέ­λιο λίθο, ἀνθέ­ξῃ, αὐτὸς θὰ λάβῃ μισθό. 15 Ἐὰν τὸ ἔργο κάποιου κατα­στρα­φῇ ἀπὸ τὴ φωτιά, αὐτὸς θὰ ζημιω­θῇ (δὲν θὰ λάβῃ μισθό), ὁ ἴδιος ὅμως θὰ σωθῇ, ἔτσι δέ, ὅπως σῴζε­ται κανεὶς περ­νών­τας ἀπὸ φωτιά (θὰ σωθῇ δηλα­δὴ μόλις καὶ μετὰ βίας). 16 Δὲν ξέρε­τε, ὅτι εἶσθε ναός (κατοι­κη­τή­ριο) τοῦ Θεοῦ, καὶ συνε­πῶς τὸ Πνεῦ­μα τοῦ Θεοῦ (ποὺ εἶναι καὶ αὐτὸ Θεός) κατοι­κεῖ σὲ σᾶς; 17 Ἐὰν κάποιος (μὲ τὶς διαι­ρέ­σεις καὶ ἄλλα βεβαί­ως κακά) κατα­στρέ­φῃ τὸ ναὸ τοῦ Θεοῦ, θὰ κατα­στρέ­ψῃ αὐτὸν ὁ Θεός. Διό­τι ὁ ναὸς τοῦ Θεοῦ εἶναι ἅγιος, καὶ ὁ ναὸς αὐτὸς εἶσθε σεῖς.

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (Ερμη­νεία Περι­κο­πής)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ

«Θεοῦ γάρ ἐσμεν συνερ­γοί· Θεοῦ γεώρ­γιον, Θεοῦ οἰκο­δο­μή ἐστε(:Είμα­στε και οι δύο [:και ο Παύ­λος και ο Απολ­λώς] ένα, διό­τι και εκεί­νοι που φυτεύ­ουν και εκεί­νοι που ποτί­ζουν, είμα­στε συνερ­γά­τες του Θεού στο έργο Του που απο­βλέ­πει στην σωτη­ρία σας. Είστε αγρός που ανή­κει στον Θεό και καλ­λιερ­γεί­ται από Αυτόν. Είστε οικο­δο­μή του Θεού που κτί­ζε­ται από Αυτόν με όργα­νά Του και κτί­στες Του εμάς)»[Α΄Κορ.3,9].

Πρό­σε­ξε ότι απο­δί­δει και σε αυτούς έργο όχι μικρό, αφού προ­η­γου­μέ­νως απέ­δει­ξε ότι το παν είναι έργο του Θεού. Επει­δή δηλα­δή πάν­το­τε συμ­βου­λεύ­ει πει­θαρ­χία στους άρχον­τες, για τον λόγο αυτόν δεν υπο­τι­μά από­λυ­τα τους διδα­σκά­λους. «Θεοῦ γεώρ­γιον(:Είστε αγρός που ανή­κει στον Θεό και καλ­λιερ­γεί­ται από Αυτόν)». Επέ­μει­νε δηλα­δή στη μετα­φο­ρά, επει­δή είπε «φύτε­ψα» [βλ. Α΄Κορ. 3,6: «γ φύτευ­σα, πολλς πότι­σεν, λλ᾿ Θες ηξανεν(:Εγώ ο Παύ­λος φύτε­ψα σε σας την πίστη με το κήρυγ­μά μου, ο Απολ­λώς πότι­σε τη νεο­φυ­τε­μέ­νη πίστη σας, αλλά ο Θεός την αύξα­νε. Χωρίς όμως την αύξη­ση αυτή, η σπο­ρά ούτε θα φύτρω­νε, ούτε θα ριζο­βο­λού­σε, ούτε θα καρ­πο­φο­ρού­σα­τε)»]. «Εφό­σον είστε αγρός του Θεού, είναι δίκαιο να ονο­μά­ζε­στε όχι από το όνο­μα αυτών, που τον καλ­λιερ­γούν, αλλά από το όνο­μα του Θεού· διό­τι ένας αγρός δεν παίρ­νει το όνο­μά του από αυτόν που το καλ­λιερ­γεί, αλλά από τον ιδιο­κτή­τη».

«Θεοῦ οἰκο­δο­μή ἐστε(:Είστε οικο­δο­μή του Θεού που κτί­ζε­ται από Αυτόν με όργα­νά Του και χτί­στες Του εμάς)». Επί­σης η οικο­δο­μή δεν είναι του τεχνί­τη, αλλά του ιδιο­κτή­τη. «Και αν είστε οικο­δο­μή, δεν πρέ­πει να έχε­τε διά­σπα­ση, διό­τι τού­το δεν θα ήταν οικο­δο­μή. Εάν είστε αγρός, δεν πρέ­πει να έχε­τε διαι­ρέ­σεις, αλλά να περι­τει­χί­ζε­στε με ένα φρά­κτη, τον φρά­κτη της ομό­νοιας».

«Κατὰ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ τὴν δοθεῖ­σάν μοι ὡς σοφὸς ἀρχι­τέ­κτων θεμέ­λιον τέθει­κα (:Σύμ­φω­να με την χάρη του Θεού που μου δόθη­κε για να θεμε­λιώ­νω εκκλη­σί­ες ανά­με­σα στα έθνη, σαν έμπει­ρος αρχι­τέ­κτο­νας έχω βάλει θεμέ­λιο στε­ρεό)»[Α΄Κορ.3,10]. Σοφό απο­κά­λε­σε εδώ τον εαυ­τό του, όχι από έπαρ­ση, αλλά δίνον­τας σε αυτούς πρό­τυ­πο και δεί­χνον­τας ότι τού­το είναι χαρα­κτη­ρι­στι­κό του σοφού, το να θέτει ένα θεμέ­λιο. Πρό­σε­ξε λοι­πόν πώς ομι­λεί με μετριο­φρο­σύ­νη. Αφού δηλα­δή είπε τον εαυ­τό του σοφό, δεν άφη­σε να εννο­η­θεί ότι η σοφία είναι δική του, αλλά αφού προ­η­γου­μέ­νως απέ­δω­σε όλο τον εαυ­τό του στον Θεό, τότε απο­κά­λε­σε σοφό τον εαυ­τό του· διό­τι λέγει «κατά τη χάρη του Θεού που μου δόθη­κε». Δηλα­δή δεί­χνει συγ­χρό­νως ότι και το παν είναι του Θεού και ότι τού­το προ­παν­τός είναι χάρις, το να μη γίνον­ται διαι­ρέ­σεις, αλλά το όλο έργο να στη­ρί­ζε­ται σε ένα θεμέ­λιο.

«λλος δὲ ἐποι­κο­δο­μεῖ· ἕκα­στος δὲ βλε­πέ­τω πῶς ἐποι­κο­δο­μεῖ(:Άλλος όμως συνε­χί­ζει πάνω σε αυτό το κτί­σι­μο. Ο καθέ­νας από τους κτί­στες ας προ­σέ­χει πώς οικο­δο­μεί πάνω στο θεμέ­λιο)». Εδώ νομί­ζω ότι στη συνέ­χεια εισά­γει αυτούς στον αγώ­να της πνευ­μα­τι­κής ζωής, αφού τους συνέ­νω­σε και τους έκα­νε ένα.

«Θεμέ­λιον γὰρ ἄλλον οὐδεὶς δύνα­ται θεῖ­ναι παρὰ τὸν κεί­με­νον, ὅς ἐστιν ᾿ησοῦς Χρι­στός (:Αυτός δεν έχει πλέ­ον δου­λειά με το θεμέ­λιο· διό­τι κανέ­νας δεν μπο­ρεί να βάλει άλλο θεμέ­λιο λίθο εκτός από Εκεί­νον που βρί­σκε­ται τώρα αμε­τα­κί­νη­τος και άσει­στος στη βάση της οικο­δο­μής. Και ο θεμέ­λιος αυτός λίθος είναι ο Ιησούς Χρι­στός)»[Α΄Κορ. 3,11]. Και δεν την έχει αυτήν τη δυνα­τό­τη­τα, εφό­σον υπάρ­χει ο αρχι­τέ­κτο­νας· εάν όμως τεθεί το θεμέ­λιο, δεν υπάρ­χει πλέ­ον αρχι­τέ­κτο­νας.

Κοί­τα­ξε πώς απο­δει­κνύ­ει το όλο θέμα ακό­μη και με κοι­νές έννοιες. Αυτό λοι­πόν που λέγει, σημαί­νει το εξής: «Κήρυ­ξα τον Χρι­στό, σας έδω­σα το θεμέ­λιο, προ­σέ­χε­τε τώρα πώς συνε­χί­ζε­τε την οικο­δο­μή, μήπως με κενο­δο­ξία, μήπως απο­σπά­τε τους μαθη­τές για να τους προ­σκολ­λή­σε­τε σε ανθρώ­πους». Ας μην δίνου­με λοι­πόν προ­σο­χή στις αιρέ­σεις· «Θεμέ­λιον γὰρ ἄλλον οὐδεὶς δύνα­ται θεῖ­ναι παρὰ τὸν κεί­με­νον (:Κανέ­νας δεν μπο­ρεί να βάλει άλλο θεμέ­λιο λίθο εκτός από Εκεί­νον που βρί­σκε­ται τώρα αμε­τα­κί­νη­τος και άσει­στος στη βάση της οικο­δο­μής)»[Α΄Κορ.3,11].

Ας οικο­δο­μού­με, λοι­πόν, επά­νω σε αυτό το θεμέ­λιο και ας είμα­στε προ­σκολ­λη­μέ­νοι σε αυτό ως θεμέ­λιο, ως κλή­μα αμπέ­λου, και ας μην υπάρ­χει τίπο­τε μετα­ξύ εμάς και του Χρι­στού, διό­τι αν υπάρ­ξει κάτι στο μέσο, αμέ­σως χανό­μα­στε. Το κλή­μα δηλα­δή τρέ­φε­ται από τον χώρο στον οποίο βρί­σκε­ται· και η οικο­δο­μή στέ­κε­ται επει­δή τα διά­φο­ρα μέρη της είναι συν­δε­δε­μέ­να· μόλις υπάρ­ξει διά­στα­ση των μερών, χάνε­ται, διό­τι δεν έχει πού να στη­ρι­χθεί. Λοι­πόν, να μην κρα­τιό­μα­στε απλώς από τον Χρι­στό, αλλά να προ­σκολ­λη­θού­με σε Αυτόν· διό­τι αν απο­μα­κρυν­θού­με, χανό­μα­στε· «τι δο ο μακρύ­νον­τες αυτος π σο πολονται, ξωλό­θρευ­σας πάν­τα τν πορ­νεύ­ον­τα π σο(:ιδού, αυτοί οι οποί­οι απο­μα­κρύ­νον­ται από Εσέ­να, θα κατα­στρα­φούν με τον πνευ­μα­τι­κό θάνα­το, διό­τι Εσύ με τη δίκαιη κρί­ση Σου αφά­νι­σες και θα αφα­νί­ζεις πάν­το­τε καθέ­να που απο­στα­τεί από Εσέ­να)», λέγει[Ψαλμ.72,27]. Ας προ­σκολ­λιό­μα­στε σε Αυτόν και μάλι­στα ας προ­σκολ­λιό­μα­στε μέσα από τα έργα μας· «ν τς ντο­λάς μου τηρή­ση­τε, μενετε ν τ γάπ μου, καθς γ τς ντολς το πατρός μου τετή­ρη­κα κα μένω ατο ν τ γάπ(:Και θα μεί­νε­τε στην αγά­πη που σας έχω, εάν φυλά­ξε­τε τις εντο­λές μου, όπως κι εγώ, από τότε που έγι­να και άνθρω­πος, έχω τηρή­σει τις εντο­λές του Πατέ­ρα μου και μένω στην αγά­πη Του εξα­κο­λου­θών­τας πάν­το­τε να Του είμαι αγα­πη­τός, χωρίς ποτέ να μειώ­νε­ται η αγά­πη Του προς Εμέ­να)»[Ιω.15,10]. Και μάλι­στα μας ενώ­νει με πολ­λά παρα­δείγ­μα­τα.

Πρό­σε­ξε λοι­πόν. Αυτός είναι η κεφα­λή, εμείς το σώμα· μήπως είναι δυνα­τόν να υπάρ­ξει κανέ­να κενό διά­στη­μα μετα­ξύ της κεφα­λής και του σώμα­τος; Αυτός είναι το θεμέ­λιο, εμείς η οικο­δο­μή· Αυτός άμπε­λος, εμείς κλή­μα­τα· Αυτός είναι ο Νυμ­φί­ος, εμείς η νύμ­φη· Αυτός ο ποι­μέ­νας, εμείς τα πρό­βα­τα· Εκεί­νος είναι η οδός, εμείς αυτοί που βαδί­ζουν σε αυτήν· εμείς επί­σης είμα­στε ναός, Αυτός είναι ο ένοι­κος· Αυτός είναι ο πρω­τό­το­κος, εμείς οι αδελ­φοί Του· Αυτός είναι ο κλη­ρο­νό­μος, εμείς οι συγ­κλη­ρο­νό­μοι· Αυτός είναι η ζωή, εμείς οι ζών­τες· Αυτός είναι η ανά­στα­ση, εμείς οι ανα­στη­μέ­νοι· Αυτός είναι το φως, εμείς οι φωτι­ζό­με­νοι.

Όλα αυτά φανε­ρώ­νουν ένω­ση και δεν αφή­νουν να υπάρ­χει κανέ­να κενό στο μέσο, ούτε το παρα­μι­κρό· διό­τι όποιος απο­μα­κρύ­νε­ται λίγο, προ­χω­ρών­τας θα απο­μα­κρυν­θεί πολύ. Το σώμα π.χ. κατα­στρέ­φε­ται, αν η συνο­χή του δια­κο­πεί με ξίφος σε κάποιο σημείο· και η οικο­δο­μή καταρ­ρέ­ει, αν έχει έστω και μικρό κενό· και το κλή­μα γίνε­ται άχρη­στο, αν απο­κο­πεί από τη ρίζα έστω και για λίγο. Ώστε αυτό το μικρό δεν είναι μικρό, αλλά σχε­δόν είναι το παν. Όταν λοι­πόν κάνου­με ένα μικρό πλημ­μέ­λη­μα ή δεί­ξου­με έστω και λίγη ραθυ­μία, ας μην αδια­φο­ρή­σου­με για το μικρό του παρα­πτώ­μα­τος, διό­τι τού­το ταχέ­ως θα γίνει μέγα, εάν αμε­λή­σου­με. Κατά παρό­μοιο τρό­πο ένα ένδυ­μα, εάν αρχί­σει να σχί­ζε­ται και αμε­λή­σου­με για αυτό, σχί­ζε­ται τελεί­ως· επί­σης, εάν αδια­φο­ρή­σου­με για έναν όρο­φο, από τον οποίο κατέ­πε­σαν λίγα κερα­μί­δια, αυτός φέρει την κατάρ­ρευ­ση σε ολό­κλη­ρη την οικία.

Έχον­τας λοι­πόν στον νου μας αυτά ποτέ να μη κατα­φρο­νού­με τα μικρά παρα­πτώ­μα­τα, για να μην πέσου­με στα μεγά­λα· αν όμως τα κατα­φρο­νή­σου­με και φτά­σου­με στο βάθος των κακών, ούτε τότε να κατα­λη­φτού­με από από­γνω­ση, επει­δή φτά­σα­με εκεί, για να μη βαρύ­νει η κεφα­λή μας· διό­τι είναι δύσκο­λο ένας από εκεί να ανέλ­θει στη συνέ­χεια, εάν δεν έχει πλή­ρη νηφα­λιό­τη­τα, και αυτό όχι μόνο λόγω του μήκους, αλλά και λόγω της ίδιας της θέσε­ως· διό­τι και η αμαρ­τία είναι βάθος και προ­ξε­νεί θλί­ψη σε όσους φέρει κάτω. Όπως ακρι­βώς εκεί­νον που πίπτουν μέσα σε πηγά­δι δεν είναι εύκο­λο να ανέλ­θουν, αλλά χρειά­ζον­ται άλλους να τους σύρουν επά­νω, έτσι και αυτός που έφτα­σε σε βάθος αμαρ­τη­μά­των. Ας ρίξου­με λοι­πόν σχοι­νιά προς αυτούς και ας τους σύρου­με προς τα επά­νω· και μάλ­λον τού­το πρέ­πει να γίνει όχι μόνο για τους άλλους, αλλά και για τους εαυ­τούς μας· να δέσου­με και τους εαυ­τούς μας, και, αν θέλου­με, θα ανέλ­θου­με όχι τόσο, όσο κατε­βή­κα­με, αλλά πολύ περισ­σό­τε­ρο. Καθό­σον μάλι­στα ο Θεός βοη­θεί, διό­τι «δεν θέλει τον θάνα­το του αμαρ­τω­λού έως αυτός μετα­νο­ή­σει και επιστρέψει»[Ιεζ.18,23: «Μ θελή­σει θελή­σω τν θάνα­τον το νόμου, λέγει Κύριος, ς τ ποστρέ­ψαι ατν κ τς δο τς πονηρς κα ζν ατόν;(:Μήπως, τάχα, Eγώ θέλω τον θάνα­το του αμαρ­τω­λού”, λέγει ο Κύριος, “όπως και όσο θέλω και επι­θυ­μώ να απαρ­νη­θεί αυτός τον αμαρ­τω­λό τρό­πο της ζωής του, να επι­στρέ­ψει μετα­νο­η­μέ­νος προς Εμέ­να, για να ζήσει για πάν­τα και να μη λάβει τον αιώ­νιο πνευ­μα­τι­κό θάνα­το;”)»].

Κανείς λοι­πόν να μην κατα­λαμ­βά­νε­ται από από­γνω­ση, κανείς να μην παθαί­νει ό,τι παθαί­νουν οι ασε­βείς· διό­τι εκεί­νοι πίπτουν στο αμάρ­τη­μα αυτό. Διό­τι «ταν λθ σεβς ες βάθος κακν, κατα­φρο­νε, πέρ­χε­ται δ ατ τιμία κα νει­δος(:όταν ο ασε­βής και χωρίς φόβο Θεού άνθρω­πος πάρει τον κατή­φο­ρο και ολι­σθή­σει εις βάθος κακών, αναί­σχυν­τος πλέ­ον και πωρω­μέ­νος κατα­φρο­νεί τους πάν­τες. Για τον λόγο αυτόν επέρ­χε­ται εναν­τί­ον του ο εξευ­τε­λι­σμός και η καται­σχύ­νη)» [Παρ.18,3]. Ώστε δεν είναι το πλή­θος των αμαρ­τη­μά­των, που φέρει την από­γνω­ση, αλλά ο τρό­πος σκέ­ψε­ως του ασε­βούς.

Και αν λοι­πόν ακό­μη έχεις όλη την κακία, πες προς τον εαυ­τό σου: «Ο Θεός είναι φιλάν­θρω­πος και επι­θυ­μεί τη δική μας σωτη­ρία»· διό­τι λέγει: «Κα δετε δια­λε­χθμεν, λέγει Κύριος· κα ἐὰν σιν α μαρ­τί­αι μν ς φοι­νι­κον, ς χιό­να λευ­καν, ἐὰν δ σιν ς κόκ­κι­νον, ς ριον λευ­καν(:’’Και με τη μετά­νοια και τις καλές απο­φά­σεις σας, ελά­τε να συζη­τή­σου­με’’, λέγει ο Κύριος· ‘’και, εάν οι ψυχές σας εξαι­τί­ας των αμαρ­τιών σας είναι κόκ­κι­νες, εγώ θα τις κατα­στή­σω λευ­κές σαν το χιό­νι· και, εάν είναι ακό­μη περισ­σό­τε­ρο κατα­κόκ­κι­νες από το μέγε­θος και το πλή­θος των αμαρ­τη­μά­των που είχα­τε δια­πρά­ξει, εγώ θα τις κάνω λευ­κές σαν το μαλ­λί των προ­βά­των’’)» [Ησ.1,18].

Ας μην απο­κά­μου­με, λοι­πόν, διό­τι δεν είναι η πτώ­ση τόσο δυσά­ρε­στη, όσο το να παρα­μέ­νει κανείς στην πτώ­ση· ούτε είναι φοβε­ρό το να τραυ­μα­τι­στεί κανείς, όσο το να τραυ­μα­τι­στεί και να μη θέλει να θερα­πευ­τεί. «Τίς καυ­χή­σε­ται γνν χειν τν καρ­δί­αν; τίς παῤῥησιά­σε­ται καθαρς εναι π μαρ­τιν;(:Ποιος από τους ανθρώ­πους δύνα­ται να καυ­χη­θεί ότι έχει αγνή καρ­διά και καθα­ρή από τον ρύπο της αμαρ­τί­ας; Ή ποιος μπο­ρεί να πει με παρ­ρη­σία ότι είναι καθα­ρός από αμαρ­τί­ες; Κανείς.)» [Παρ.20,9]. Αυτά τα λέγω όχι για να σας κάνω ραθυ­μό­τε­ρους, αλλά για να σας εμπο­δί­σω να πέσε­τε σε από­γνω­ση εξαι­τί­ας των πολ­λών σας αμαρ­τιών.

Θέλεις να μάθεις για­τί ο Κύριός μας είναι Αγα­θός; Ο τελώ­νης ανήλ­θε στον ναό να προ­σευ­χη­θεί, όντας γεμά­τος από μύρια κακά, και αφού είπε μόνο: « Θεός, λάσθη­τί μοι τ μαρ­τωλ(:Κύριε και Θεέ μου, σπλα­χνί­σου με και συγ­χώ­ρη­σέ με τον αμαρ­τω­λό)» [Λου­κά 18,13], κατήλ­θε συγ­χω­ρη­μέ­νος.

Εξάλ­λου και δια του προ­φή­του ο Θεός λέγει: «Δι᾿ μαρ­τί­αν βρα­χύ τι λύπη­σα ατν κα πάτα­ξα ατν κα πέστρε­ψα τ πρό­σω­πόν μου π᾿ ατο, κα λυπή­θη κα πορεύ­θη στυ­γνς ν τας δος ατο. τς δος ατο ώρα­κα κα ασά­μην ατν κα παρε­κά­λε­σα ατν κα δωκα ατ παρά­κλη­σιν ληθι­νήν(: Τον αμαρ­τω­λό, επει­δή παρέ­βη το θέλη­μά μου και αμάρ­τη­σε, για λίγο διά­στη­μα τον τιμώ­ρη­σα και τον λύπη­σα. Τον έπλη­ξα και γύρι­σα αλλού το πρό­σω­πό μου. Αυτός όμως λυπή­θη­κε και πορεύ­τη­κε θλιμ­μέ­νος τον δρό­μο της ζωής του. Εγώ είδα την μετά από αυτά αλλα­γή των δρό­μων της ζωής του και τον θερά­πευ­σα από την ασθέ­νειά του. Τον παρη­γό­ρη­σα, έδω­σα σε αυτόν πραγ­μα­τι­κή παρη­γο­ρία)» [Ησ.57,17–18]. Τι είναι ίσο με αυτήν τη φιλαν­θρω­πία; «Επει­δή και μόνο κατά­λα­βε το λάθος του, λυπή­θη­κε και μετα­νόη­σε», λέγει, «του συγ­χώ­ρη­σα τα αμαρ­τή­μα­τα».

Εμείς όμως ούτε αυτό κάνου­με, και για τον λόγο αυτόν παρορ­γί­ζου­με τον Θεό πάρα πολύ· διό­τι Αυτός που εκδη­λώ­νει ευσπλα­χνία ακό­μη και αν λιγά­κι Τον παρα­κα­λέ­σου­με, όταν δεν Τον παρα­κα­λέ­σου­με ούτε τόσο λίγο, εύλο­γα αγα­να­κτεί και απαι­τεί να τιμω­ρη­θού­με με την έσχα­τη τιμω­ρία. Ποιος λοι­πόν λυπή­θη­κε πότε για τις αμαρ­τί­ες του; Ποιος στέ­να­ξε; Ποιος χτύ­πη­σε το στή­θος του με συν­τρι­βή; Ποιος φρόν­τι­σε; Εγώ του­λά­χι­στον νομί­ζω, κανείς· αλλά όμως οι άνθρω­ποι για πάρα πολ­λές ημέ­ρες θρη­νούν μεν για συγ­γε­νείς και φίλους τους που πέθα­ναν, για απώ­λεια χρη­μά­των, ούτε καν όμως το σκε­πτό­μα­στε ότι καθη­με­ρι­νώς χάνου­με την ψυχή μας. Πώς λοι­πόν θα μπο­ρέ­σεις να συγ­χω­ρη­θείς από τον Θεό, όταν ούτε καν γνω­ρί­ζεις ότι αμάρ­τη­σες;

«Ναι», λέγει ίσως κάποιος, «αμάρ­τη­σα». Μου λες «Ναι» με τη γλώσ­σα, πες μου αυτό με την διά­νοια και συγ­χρό­νως ανα­στέ­να­ξε, για να είσαι συνε­χώς χαρού­με­νος. Καθό­σον μάλι­στα, εάν στε­νο­χω­ριό­μα­στε με τα αμαρ­τή­μα­τά μας, εάν στε­νά­ζα­με για τα σφάλ­μα­τά μας, τίπο­τε άλλο δεν θα μας έθλι­βε, διό­τι αυτή η οδύ­νη θα απο­μά­κρυ­νε κάθε λύπη μας. Ώστε και κάτι άλλο θα κερ­δί­ζα­με μαζί με την εξο­μο­λό­γη­ση, δηλα­δή το να μη βυθι­ζό­μα­στε στις θλί­ψεις του παρόν­τος βίου, ούτε να αλα­ζο­νευό­μα­στε για τις λαμ­πρό­τη­τές του· και έτσι επί­σης πολύ θα εξι­λε­ώ­να­με τον Θεό, όπως ακρι­βώς με όσα κάνου­με τώρα, Τον παρο­ξύ­νου­με.

Πες μου λοι­πόν· εάν έχεις ένα δού­λο και ενώ αυτός έπα­θε πολ­λά κακά από τους συν­δού­λους του, για μεν τα άλλα δεν λέγει τίπο­τε, αλλά φρον­τί­ζει μόνο να μην εξορ­γί­ζει τον κύριό του, άρα­γε δεν αξί­ζει γι’ αυτό και μόνο να κατα­παύ­σει την οργή σου; Και το αντί­θε­το· αν δεν φρον­τί­ζει καθό­λου για τα σφάλ­μα­τά του προς τους συν­δού­λους του, δεν θα τον τιμω­ρή­σεις περισ­σό­τε­ρο; Έτσι κάνει και ο Θεός· όταν μεν αδια­φο­ρού­με για την οργή Του, οργί­ζε­ται περισ­σό­τε­ρο· όταν όμως φρον­τί­ζου­με να βελ­τιω­νό­μα­στε, η οργή Του είναι ηπιό­τε­ρη, και μάλ­λον ούτε καν οργί­ζε­ται πλέ­ον. Θέλει δηλα­δή εμείς οι ίδιοι να ζητού­με την τιμω­ρία των αμαρ­τη­μά­των μας και δεν την απαι­τεί πλέ­ον ο ίδιος. Για τον λόγο αυτόν δηλα­δή και μας απει­λεί με τιμω­ρία, για να εξα­φα­νί­σει την αδια­φο­ρία με τον φόβο· όταν λοι­πόν φοβη­θού­με και μόνο την απει­λή, δεν μας αφή­νει να δοκι­μά­σου­με την τιμω­ρία.

Κοί­τα­ξε λοι­πόν προς τον Ιερε­μία τι λέγει: « οχ ρς τί ατο ποιοσιν ν τας πόλε­σιν ούδα κα ν τας δος ερου­σα­λήμ; ο υο ατν συλ­λέ­γου­σι ξύλα, κα ο πατέ­ρες ατν καί­ου­σι πρ, κα α γυνακες ατν τρί­βου­σι στας το ποισαι χαυνας τ στρα­τι το ορανο, κα σπει­σαν σπονδς θεος λλο­τρί­οις, να παρορ­γί­σω­σί με(:Αλή­θεια, δεν βλέ­πεις τι κάνουν αυτοί στις διά­φο­ρες πόλεις του ‘Ιού­δα και στους δρό­μους της Ιερου­σα­λήμ; Τα παι­διά τους μαζεύ­ουν ξύλα, οι γονείς τους καί­νε αυτά στη φωτιά, ενώ οι γυναί­κες τους ζυμώ­νουν ζυμά­ρια, για να κατα­σκευά­σουν άρτους, προ­σφο­ρές προς τιμήν της στρα­τιάς των αστέ­ρων του ουρα­νού και να προ­σφέ­ρουν σπον­δές σε ξένους θεούς, για να με εξορ­γί­ζουν εναν­τί­ον τους)»[Ιερ.7,17–18]. Να φοβό­μα­στε μήπως και για μας λεχθεί κάτι τέτοιο.

Δεν βλέ­πεις τι κάνουν αυτοί; Κανέ­νας δεν επι­ζη­τεί τα του Χρι­στού, αλλά όλοι επι­ζη­τούν τα δικά τους. Οι υιοί τους τρέ­χουν σε ασέλ­γειες, οι πατέ­ρες τους σε πλε­ο­νε­ξία και αρπα­γή, οι γυναί­κες τους όχι μόνο δεν συγ­κρα­τούν, αλλά αντι­θέ­τως προ­κα­λούν τους άντρες τους στις εντυ­πω­σια­κές βιο­τι­κές ενα­σχο­λή­σεις. Στά­σου λοι­πόν στην αγο­ρά· ρώτη­σε αυτούς που φεύ­γουν και έρχον­ται και κανέ­να δεν θα δεις να φρον­τί­ζει για πνευ­μα­τι­κό θέμα, αλλά όλοι να τρέ­χουν για τα σαρ­κι­κά. Μέχρι πότε δεν θα συνέλ­θου­με; Μέχρι πότε θα βρι­σκό­μα­στε σε ύπνο βαθύ; Δεν χορ­τά­σα­με τα κακά; Και όμως και χωρίς λόγους αρκεί και μόνη η πεί­ρα των πραγ­μά­των να μας διδά­ξει για τη ματαιό­τη­τα και την καθο­λι­κή αθλιό­τη­τα των παρόν­των. Άνθρω­ποι λοι­πόν που καλ­λιερ­γού­σαν την ανθρώ­πι­νη σοφία και δεν γνώ­ρι­ζαν τίπο­τε από τα μέλ­λον­τα, επει­δή κατα­νόη­σαν την πολ­λή ευτέ­λεια των παρόν­των πραγ­μά­των, για αυτό και μόνο απέ­στη­σαν.

Πώς λοι­πόν εσύ θα συγ­χω­ρη­θείς, αφού σύρε­σαι κάτω και δεν κατα­φρο­νείς τα μικρά και παρέρ­χε­σαι τα μεγά­λα και αιώ­νια, εσύ που ακούς τον ίδιο τον Θεό να σου δεί­χνει αυτά και να σου τα απο­κα­λύ­πτει και ενώ έχεις τέτοιες υπο­σχέ­σεις από Αυτόν; Ότι βεβαί­ως αυτά δεν είναι ικα­νά να προ­σφέ­ρουν αλη­θι­νή ικα­νο­ποί­η­ση, το έδει­ξαν αυτοί που απέ­χουν από αυτά και χωρίς να τους έχουν δοθεί από αλλού υπο­σχέ­σεις για ανώ­τε­ρα. Ποιο δηλα­δή πλού­το ανέ­με­ναν και ήλθαν στην πτω­χεία; Κανέ­να, αλλά διό­τι γνώ­ρι­ζαν πολύ καλώς ότι η πενία αυτού του είδους είναι ανώ­τε­ρη από τον πλού­το. Ποια ζωή ήλπι­σαν και άφη­σαν την άνε­τη ζωή και παρα­δό­θη­καν στη σκλη­ρα­γω­γία; Ουδε­μία, αλλά διό­τι κατα­νόη­σαν την ίδια τη φύση των πραγ­μά­των και ανα­γνώ­ρι­σαν ότι αυτό είναι πολύ καταλ­λη­λό­τε­ρο και για τη φιλο­σο­φία της ψυχής και για την υγεία του σώμα­τος.

Αυτά λοι­πόν εμείς έχον­τας στον νου μας και ενθυ­μού­με­νοι συνε­χώς τα μέλ­λον­τα αγα­θά, ας απο­χω­ρι­στού­με από τα παρόν­τα, για να λάβου­με εκεί­να τα μέλ­λον­τα με τη χάρη και φιλαν­θρω­πία του Κυρί­ου μας Ιησού Χρι­στού, στον Οποίο μαζί με τον Πατέ­ρα και το Άγιο Πνεύ­μα ανή­κει δόξα, δύνα­μις, τιμή τώρα και πάν­το­τε και στους αιώ­νες των αιώ­νων. Αμήν.

……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

ΟΜΙΛΙΑ Θ΄ από το Υπό­μνη­μα στην Α΄προς Κοριν­θί­ους επι­στο­λή

«Εἰ δέ τις ἐποι­κο­δο­μεῖ ἐπὶ τὸν θεμέ­λιον τοῦ­τον χρυ­σόν, ἄργυ­ρον, λίθους τιμί­ους, ξύλα, χόρ­τον, καλά­μην, ἑκά­στου τὸ ἔργον φανε­ρὸν γενή­σε­ται· ἡ γὰρ ἡμέ­ρα δηλώ­σει· ὅτι ἐν πυρὶ ἀπο­κα­λύ­πτε­ται· καὶ ἑκά­στου τὸ ἔργον ὁποῖ­όν ἐστι τὸ πῦρ δοκι­μά­σει· εἴ τινος τὸ ἔργον μενεῖ ὃ ἐπῳ­κο­δό­μη­σε, μισθὸν λήψε­ται· εἴ τινος τὸ ἔργον κατα­κα­ή­σε­ται, ζημιω­θή­σε­ται, αὐτὸς δὲ σωθή­σε­ται, οὕτως δὲ ὡς διὰ πυρός(:Εγώ λοι­πόν θεμε­λί­ω­σα καλά. Εάν όμως κανείς χτί­ζει πάνω στο θεμέ­λιο αυτό με υλι­κά σαν το χρυ­σά­φι ή το ασή­μι ή τους πολύ­τι­μους λίθους, ή, αντι­θέ­τως, με σανί­δια ή άχυ­ρα ή καλά­μια, του κάθε κτί­στη το έργο θα γίνει φανε­ρό· διό­τι η ημέ­ρα της Κρί­σε­ως θα το ξεσκε­πά­σει και θα το φανε­ρώ­σει. Και θα το ξεσκε­πά­σει, διό­τι η ημέ­ρα εκεί­νη θα απο­κα­λυ­φτεί μαζί με την ενέρ­γεια της θεί­ας δικαιο­σύ­νης, που είναι δρα­στι­κή σαν φωτιά. Και ο Θεός θα ζυγί­σει με ακρί­βεια για να απο­κα­λύ­ψει ποιο είναι το έργο του καθε­νός, και θα φανε­ρώ­σει την πραγ­μα­τι­κή του αξία σαν τη φωτιά που κατα­καί­ει κάθε εύφλε­κτο υλι­κό. Εάν το έργο που έκα­νε κάποιος κτί­ζον­τας στο αιώ­νιο θεμέ­λιο, δηλα­δή τον Χρι­στό, αντέ­ξει και δεν καεί από την φωτιά της Θεί­ας Κρί­σε­ως, αυτός θα πάρει μισθό. Εάν το έργο κάποιου άλλου κατα­κα­εί και δεν αντέ­ξει στη φωτιά της Θεί­ας Κρί­σε­ως, αυτός θα ζημιω­θεί, διό­τι οι κόποι του δεν θα αντα­μει­φθούν. Και ο ίδιος θα σωθεί μόλις και μετά βίας· θα σωθεί δηλα­δή σαν εκεί­νον που περ­νά μέσα από τις φλό­γες της φωτιάς και δια­τρέ­χει μεγά­λο κίν­δυ­νο. Έτσι και αυτός θα σωθεί, αν τελι­κά αντέ­ξει στη φωτιά της Θεί­ας Κρί­σε­ως)» [Α΄Κορ.3,12–15].

Αυτό εδώ το ζήτη­μα, που θίγε­ται τώρα, δεν μας είναι δευ­τε­ρεύ­ον, αλλά ανα­φέ­ρε­ται στα πλέ­ον αναγ­καία και σε αυτά, τα οποία όλοι οι άνθρω­ποι ζητούν να μάθουν, δηλα­δή εάν τύχει τέλους το πυρ της κολά­σε­ως. Το ότι δεν έχει τέλος το πυρ της κολά­σε­ως, ο Χρι­στός το κατέ­στη­σε σαφές λέγον­τας: «Κα ἐὰν σκαν­δα­λίζ σε χείρ σου, πόκο­ψον ατήν· καλν σοί στι κυλλν ες τν ζων εσελ­θεν, τς δύο χερας χον­τα πελ­θεν ες τν γέεν­ναν, ες τ πρ τ σβε­στον, που σκώ­ληξ ατν ο τελευτ κα τ πρ ο σβέν­νυ­ται(:Και αν σου γίνε­ται αφορ­μή αμαρ­τί­ας το χέρι σου, δηλα­δή κάποιο πρό­σω­πο ή πράγ­μα πολύ συν­δε­δε­μέ­νο μαζί σου και πολύ χρή­σι­μο σε σένα, κόψε το από πάνω σου. Σε συμ­φέ­ρει περισ­σό­τε­ρο να μπεις στην αιώ­νια ζωή κου­λός, παρά με τα δύο χέρια σου να πας στη γέεν­να, στο πυρ που δεν σβή­νει ποτέ. Είναι προ­τι­μό­τε­ρο να υπο­στείς τη βαρύ­τε­ρη θυσία στον κόσμο αυτό και να απο­χω­ρι­στείς πράγ­μα­τα ή πρό­σω­πα που σου είναι χρή­σι­μα και αγα­πη­τά, παρά η προ­σκόλ­λη­σή σου σε αυτά να σε ρίξει στην κόλα­ση, όπου το σκου­λή­κι που θα κατα­τρώ­ει χωρίς να εξα­φα­νί­ζει εκεί­νους που θα είναι εκεί, δεν θα έχει τέλος˙ και η φωτιά που θα τους κατα­καί­ει χωρίς να τους απο­τε­φρώ­νει, δεν θα σβή­σει. Η τιμω­ρία τους δηλα­δή θα είναι ατε­λεύ­τη­τη και αιώ­νια)» [Μάρκ.9,44].

Και γνω­ρί­ζω μεν ότι παρα­λύ­ε­τε από φόβο, όταν ακού­τε αυτά, αλλά τι να κάνω; Καθό­σον μάλι­στα ο Θεός παραγ­γέλ­λει αυτά συνε­χώς να αντη­χούν, λέγον­τας: «Δια­μάρ­τυ­ραι τ λα(:Έντο­να μίλη­σε και δώσε αυτές τις εντο­λές σε αυτόν τον λαό)» [Έξ.19,10]· και εγώ έχω ταχθεί στην δια­κο­νία του λόγου και κατά συνέ­πεια είναι ανάγ­κη να είμαι ενο­χλη­τι­κός στους ακρο­α­τές χωρίς να το θέλω, αλλά διό­τι αναγ­κά­ζο­μαι. Ή μάλ­λον, εάν θέλε­τε, δεν θα είμαι ενο­χλη­τι­κός· διό­τι λέγει: «Ο γρ ρχον­τες οκ εσ φόβος τν γαθν ργων, λλ τν κακν. Θέλεις δ μ φοβεσθαι τν ξου­σί­αν; Τ γαθν ποί­ει, κα ξεις παι­νον ξ ατς(:Και πράγ­μα­τι, όποιος δεν πει­θαρ­χεί στους άρχον­τες, εναν­τιώ­νε­ται στη δια­τα­γή του Θεού· διό­τι οι άρχον­τες δεν εμπνέ­ουν φόβο για τα καλά έργα που συν­τε­λούν στην κοι­νω­νι­κή δικαιο­σύ­νη και πρό­ο­δο, αλλά για τα κακά, που δια­τα­ράσ­σουν την κοι­νω­νι­κή ασφά­λεια και τάξη. Θέλεις, λοι­πόν, να μη φοβά­σαι τους άρχον­τες της εξου­σί­ας; Κάνε οτι­δή­πο­τε συν­τε­λεί προς το καλό της κοι­νω­νί­ας, και θα έχεις έπαι­νο από τους άρχον­τες)»[Ρωμ. 13,3]. Ώστε είναι δυνα­τόν όχι μόνο να μη με ακού­τε με απο­στρο­φή, αλλά και με ευχα­ρί­στη­ση.

Το ότι λοι­πόν δεν έχει τέλος το πυρ της κολά­σε­ως και ο Χρι­στός το φανέ­ρω­σε· και ο Παύ­λος επί­σης, δεί­χνον­τας ότι η κόλα­ση είναι αιώ­νια, λέγει ότι οι αμαρ­τω­λοί θα τιμω­ρη­θούν με αιώ­νιο όλε­θρο [Β΄Θεσ.1,9: «Οτινες δκην τσου­σιν λεθρον αἰώνιον π προσπου το Κυρου κα π τς δξης τς σχος ατο(:Αυτοί θα τιμω­ρη­θούν με αιώ­νια εξο­λό­θρευ­ση μακριά από το πρό­σω­πο του Κυρί­ου και την ένδο­ξη δύνα­μή Του)»]· και πάλι: «Μ πλανσθε· οτε πόρ­νοι, οτε εδωλο­λά­τραι, οτε μοι­χοὶ, οτε μαλα­κο, οτε ρσε­νο­κοται, οτε πλε­ο­νέ­κται, οτε κλέ­πται, οτε μέθυ­σοι, ο λοί­δο­ροι, οχ ρπα­γες βασι­λεί­αν Θεο ο κλη­ρο­νο­μή­σου­σι(:Αυτό που κάνε­τε το κάνε­τε λοι­πόν από άγνοια; Δεν γνω­ρί­ζε­τε ότι οι άδι­κοι δεν θα κλη­ρο­νο­μή­σουν τη βασι­λεία του Θεού; Μην πλα­νά­στε. Ούτε οι πόρ­νοι, ούτε οι ειδω­λο­λά­τρες, ούτε οι μοι­χοί, ούτε οι εκθη­λυ­μέ­νοι και θηλυ­πρε­πείς, ούτε οι αρσε­νο­κοί­τες, ούτε οι πλε­ο­νέ­κτες, ούτε οι κλέ­φτες, ούτε οι μέθυ­σοι, ούτε αυτοί που εμπαί­ζουν και βρί­ζουν τους άλλους, ούτε οι άρπα­γες με κανέ­να τρό­πο δεν θα κλη­ρο­νο­μή­σουν τη βασι­λεία του Θεού)» [Α΄Κορ. 6,9–10]. Και προς τους Εβραί­ους εξάλ­λου έλε­γε: «Ερήνην διώ­κε­τε μετ πάν­των, κα τν για­σμόν, ο χωρς οδες ψεται τν Κύριον(:Να επι­διώ­κε­τε να έχε­τε ειρή­νη με όλους. Επι­διώ­κε­τε και τον αγια­σμό και την καθα­ρό­τη­τα της καρ­διάς από κάθε πάθος· διό­τι χωρίς τον αγια­σμό, κανείς δεν θα δει τον Κύριο)»[Εβρ.12,14].

Εξάλ­λου και ο Χρι­στός για εκεί­νους που θα Του πουν εκεί­νη τη φοβε­ρή ημέ­ρα της Κρί­σε­ως : «Κύριε Κύριε, ο τ σ νόμα­τι προ­ε­φη­τεύ­σα­μεν, κα τ σ νόμα­τι δαι­μό­νια ξεβά­λο­μεν, κα τ σ νόμα­τι δυνά­μεις πολλς ποι­ή­σα­μεν;(:Κύριε, Κύριε, στο όνο­μά Σου δεν προ­φη­τεύ­σα­με, πιστεύ­ον­τας ότι είσαι ο Μεσ­σί­ας και Υιός του Θεού; Και πιστεύ­ον­τας σε Εσέ­να δεν βγά­λα­με δαι­μό­νια; Και πιστεύ­ον­τας σε Εσέ­να δεν κάνα­με πολ­λά θαύ­μα­τα; Και τώρα λοι­πόν δεν θα μπού­με στη βασι­λεία Σου;)», λέγει τα εξής: «Κα τότε μολο­γή­σω ατος τι οδέπο­τε γνων μς· ποχω­ρετε π᾿ μο ο ργα­ζό­με­νοι τν νομί­αν(:Και τότε θα δια­κη­ρύ­ξω ξεκά­θα­ρα σε αυτούς ότι ποτέ δεν σας ανα­γνώ­ρι­σα ως δικούς μου. Φύγε­τε μακριά μου εσείς που εργα­ζό­σα­σταν την ανο­μία, διό­τι τα χαρί­σμα­τά μου τα χρη­σι­μο­ποι­ή­σα­τε όχι για την δική μου δόξα, αλλά σύμ­φω­να με τα δικά σας θελή­μα­τα και τους εγωι­στι­κούς σας σκο­πούς)»[Ματθ.7,22–23]. Και οι παρ­θέ­νες που απο­κλεί­στη­καν, δεν εισήλ­θαν ποτέ πλέ­ον, και για όσους δεν Του έδω­σαν τρο­φή λέγει ότι θα οδη­γη­θούν σε κόλα­ση αιώ­νια [Ματθ.25,46: «Κα πελεύ­σον­ται οτοι ες κόλα­σιν αώνιον»].

Και μη με ρωτάς πώς ισχύ­ει η δικαιο­σύ­νη, εάν η κόλα­ση δεν έχει τέλος· διό­τι, όταν ο Θεός κάνει κάτι, να υπα­κούς στις απο­φά­σεις και μην εξε­τά­ζεις με την ανθρώ­πι­νη λογι­κή τα λεγό­με­να. Άλλω­στε πώς δεν θα ήταν δίκαιο να τιμω­ρεί­ται αυτός, ο οποί­ος, ενώ από την αρχή δέχτη­κε μύριες ευερ­γε­σί­ες, έπρα­ξε κατό­πιν άξια κολά­σε­ως, και δεν έγι­νε καλύ­τε­ρος ούτε με απει­λή, ούτε με ευερ­γε­σία; Εάν δηλα­δή εξε­τά­ζεις το δίκαιο του πράγ­μα­τος, έπρε­πε εξαρ­χής και κατευ­θεί­αν να απο­λε­σθού­με σύμ­φω­να προς τις απαι­τή­σεις της δικαιο­σύ­νης· καθό­σον και αν ακό­μη είχα­με πάθει τού­το, το γεγο­νός αυτό θα έδει­χνε και φιλαν­θρω­πία. Όταν δηλα­δή κάποιος υβρί­ζει έναν, ο οποί­ος καθό­λου δεν τον αδί­κη­σε, τιμω­ρεί­ται σύμ­φω­να προς τη δικαιο­σύ­νη· όταν όμως κάποιος υβρί­ζει τον ευερ­γέ­τη, ο οποί­ος δεν του έκα­νε μεν προ­η­γου­μέ­νως κανέ­να κακό, αντί­θε­τα του έκα­νε άπει­ρα καλά, Αυτόν που και την ζωή Του έδω­σε και Θεός Του είναι και του έδω­σε ψυχή και του χάρι­σε μύρια και εφό­σον θα θελή­σει και στον ουρα­νό θα τον ανε­βά­σει, όταν μετά από τόσες ευερ­γε­σί­ες αυτόν τον Ευερ­γέ­τη όχι μόνο απλώς Τον υβρί­ζει, αλλά και καθη­με­ρι­νώς Τον υβρί­ζει με τις πρά­ξεις του, ποιας συγνώ­μης θα είναι άξιος; Δεν βλέ­πεις πώς τιμώ­ρη­σε τον Αδάμ για μία αμαρ­τία;

«Ναι», λέγει ίσως κάποιος· «τον τιμώ­ρη­σε διό­τι έδω­σε σε εκεί­νον παρά­δει­σο και τον έκα­νε να απο­λαύ­σει την πολ­λή εύνοιά Του». Και βεβαί­ως το να αμαρ­τά­νει κάποιος, ενώ έχει πλή­ρη ασφά­λεια, δεν είναι ίσο με το να αμαρ­τά­νει ευρι­σκό­με­νος σε πολ­λή θλί­ψη. Το φοβε­ρό δηλα­δή είναι τού­το, ότι δεν αμαρ­τά­νεις ευρι­σκό­με­νος στον παρά­δει­σο, αλλά στις άπει­ρες δυσκο­λί­ες του παρόν­τος βίου, και όμως δεν γίνε­σαι σωφρο­νέ­στε­ρος· ομοιά­ζεις με κάποιον που είναι δεμέ­νος με την πονη­ρία και ζει αναγ­κα­στι­κά με αυτήν. Και όμως σου υπο­σχέ­θη­κε ανώ­τε­ρα και από τον παρά­δει­σο· και δεν σου τα έδω­σε ακό­μη, για να μη μειώ­σει τη δύνα­μή σου στον και­ρό των αγώ­νων, ούτε τα απο­σιώ­πη­σε, για να μην κατα­βλη­θείς από τους κόπους. Και ο μεν Αδάμ έκα­νε μία αμαρ­τία και προ­κά­λε­σε ολό­κλη­ρο τον θάνα­τό του· εμείς όμως καθη­με­ρι­νά κάνου­με άπει­ρα πλημ­με­λή­μα­τα. Εάν λοι­πόν εκεί­νος, που έκα­νε μία αμαρ­τία, και που προσ­δο­κού­με αντί του παρα­δεί­σου τον ουρα­νό;

Είναι ενο­χλη­τι­κός ο λόγος και λυπεί τον ακρο­α­τή· και γνω­ρί­ζω τού­το από ό,τι παθαί­νω εγώ ο ίδιος· η καρ­διά μου δηλα­δή ταράσ­σε­ται και πάλ­λει και όσον ακούω να γίνε­ται λόγος για την κόλα­ση, τόσο περισ­σό­τε­ρο τρέ­μω και καταρ­ρέω από τον φόβο. Αλλά είναι ανάγ­κη να τα λέγου­με αυτά, για να μην καταν­τή­σου­με στην κόλα­ση. Εσύ δεν έλα­βες παρά­δει­σο, ούτε ξύλα και φυτά, αλλά ουρα­νό και ουρά­νια αγα­θά. Και εφό­σον κατα­δι­κά­στη­κε εκεί­νος που έλα­βε λιγό­τε­ρα και δεν τον έσω­σε καμία δικαιο­λο­γία, πολύ περισ­σό­τε­ρο θα υπο­στού­με ανε­πα­νόρ­θω­τα κακά εμείς, που δια­πράτ­του­με περισ­σό­τε­ρες αμαρ­τί­ες και έχου­με κλη­θεί για ανώ­τε­ρα.

Σκέ­ψου λοι­πόν πόσο χρό­νο μένει το γένος μας στον θάνα­το εξαι­τί­ας μιας αμαρ­τί­ας. Έχουν περά­σει περισ­σό­τε­ρα από πέν­τε χιλιά­δες έτη, και όμως ο θάνα­τος εξαι­τί­ας μιας αμαρ­τί­ας δεν έχει ακό­μη καταρ­γη­θεί. Και ούτε μπο­ρού­με να πού­με ότι ο Αδάμ άκου­σε προ­φή­τες, ότι είδε άλλους να τιμω­ρούν­ται για τα αμαρ­τή­μα­τά τους, οπό­τε ήταν φυσι­κό να φοβη­θεί και να σωφρο­νι­στεί από αυτό το παρά­δειγ­μα των άλλων· διό­τι τότε ήταν πρώ­τος και μόνος, αλλά όμως τιμω­ρούν­ταν.

Εσύ όμως τίπο­τε από αυτά δεν θα μπο­ρού­σες να προ­βάλ­λεις ως δικαιο­λο­γία, εσύ ο οποί­ος έγι­νες χει­ρό­τε­ρος μετά από τόσα πολ­λά παρα­δείγ­μα­τα, εσύ ο οποί­ος κατα­ξιώ­θη­κες τόσου Πνεύ­μα­τος και όμως φέρεις μαζί σου όχι μία ούτε δύο και τρεις, αλλά μύριες αμαρ­τί­ες. Επει­δή δηλα­δή τα αμαρ­τή­μα­τα γίνον­ται σε σύν­το­μη στιγ­μή, μη νομί­ζεις για τον λόγο αυτόν ότι και η κόλα­ση διαρ­κεί μία στιγ­μή. Δεν βλέ­πεις τους ανθρώ­πους, οι οποί­οι πολ­λές φορές εξαι­τί­ας μιας κλο­πής και μιας μοι­χεί­ας, που συνέ­βη σε μία σύν­το­μη στιγ­μή, δαπά­νη­σαν ολό­κλη­ρο τον βίο τους σε δεσμω­τή­ρια και μεταλ­λεία, παλαί­ον­τας με συνε­χή πεί­να και μύριους θανά­τους; Και κανείς δεν τους έσω­σε, ούτε είπε ότι, επει­δή το αμάρ­τη­μα συνέ­βη σε σύν­το­μο χρο­νι­κό διά­στη­μα, πρέ­πει και η τιμω­ρία της αμαρ­τί­ας να είναι ισο­δύ­να­μη και να διαρ­κεί ίσο χρό­νο.

«Αλλά», θα έλε­γε κάποιος, «αυτοί που κάνουν αυτά είναι άνθρω­ποι, ο Θεός όμως είναι φιλάν­θρω­πος». Πρώ­τον μεν ούτε οι άνθρω­ποι βέβαια επι­βάλ­λουν αυτές τις ποι­νές από ωμό­τη­τα, αλλά από φιλαν­θρω­πία· και ο Θεός επί­σης, όπως είναι φιλάν­θρω­πος, έτσι και τιμω­ρεί αυστη­ρά: «Κατ τ πολ λεος ατο, οτως κα πολς λεγ­χος ατο· νδρα κατ τ ργα ατο κρί­νει(:Όσο μεγά­λο είναι το έλε­ός Του, τόσο μεγά­λη είναι και η δίκαιη τιμω­ρία, που απο­στέλ­λει. Αυτός κρί­νει τον κάθε άνθρω­πο σύμ­φω­να με τα έργα του)»[Σοφ.Σειρ.16,12]. Όταν λοι­πόν λέγεις ότι είναι φιλάν­θρω­πος ο Θεός, τότε είναι σαν να μου λες ότι είναι μεγα­λύ­τε­ρη η αιτία της τιμω­ρί­ας μας, διό­τι αμαρ­τά­νου­με προς έναν τέτοιο Θεό.

Για τον λόγο αυτόν και ο Παύ­λος έλε­γε: «Φοβερν τ μπε­σεν ες χερας Θεο ζντος(:Είναι φοβε­ρό να πέσει κανείς στα χέρια του αλη­θι­νού Θεού, που δεν είναι νεκρός σαν τα είδω­λα, αλλά ζει πάν­το­τε)»[Εβρ.10,31]. Προ­σέξ­τε, σας παρα­κα­λώ, την πύρι­νη δύνα­μη των λόγων, διό­τι ίσως από αυτό να έχε­τε κάποια παρη­γο­ρία. Ποιος από τους ανθρώ­πους δύνα­ται να τιμω­ρή­σει τόσο αυστη­ρά, όσο τιμώ­ρη­σε ο Θεός, με το να προ­κα­λέ­σει κατα­κλυ­σμό και την πανω­λε­θρία τόσο πολ­λών ανθρώ­πων και στη συνέ­χεια με το να βρέ­ξει πυρ και να εξα­φα­νί­σει τους πάν­τες [:στα Σόδο­μα και στα Γόμορ­ρα]; Ποια τιμω­ρία ανθρώ­πων δύνα­ται να είναι τέτοια; Δεν βλέ­πεις ότι και η κόλα­ση που προ­ήλ­θε από αυτήν την αιτία ότι είναι σχε­δόν αθά­να­τη; Έχουν παρέλ­θει τέσ­σε­ρις χιλιά­δες έτη, και όμως η τιμω­ρία των Σοδο­μι­τών εξα­κο­λου­θεί να ισχύ­ει. Όπως δηλα­δή η φιλαν­θρω­πία Του είναι μεγά­λη, έτσι είναι μεγά­λη και η τιμω­ρία.

Και πράγ­μα­τι· εάν μεν είχε παραγ­γεί­λει πράγ­μα­τα βαρέα και αδύ­να­τα, ίσως θα μπο­ρού­σε κάποιος να προ­βάλ­λει την δυσκο­λία των νόμων· εφό­σον όμως είναι πάρα πολύ εύκο­λα, τι θα μπο­ρού­σα­με να προ­βά­λου­με ως δικαιο­λο­γία για το ότι δεν κάνου­με ούτε και αυτά; Αν και βέβαια μπο­ρείς, εάν θέλεις, και όσοι το κατόρ­θω­σαν μας κατη­γο­ρούν· αλλά όμως ο Θεός δεν φέρε­ται προς εμάς με αυτήν την απαι­τη­τι­κό­τη­τα, ούτε μας διέ­τα­ξε ή μας νομο­θέ­τη­σε αυτά, αλλά άφη­σε την εκλο­γή να ανή­κει στη διά­θε­ση αυτών που ακού­νε τον λόγο Του.

Μπο­ρείς όμως να είσαι σώφρο­νας στον γάμο και μπο­ρείς να μη μεθάς. Δεν μπο­ρείς να χαρί­σεις όλα τα χρή­μα­τά σου; Αν και βέβαια μπο­ρείς, και το μαρ­τυ­ρούν όσοι το έκα­ναν· αλλά όμως ούτε το επέ­βα­λε αυτό, αλλά παρήγ­γει­λε να μην είμα­στε άρπα­γες και να βοη­θού­με από τα υπάρ­χον­τά μας όσους έχουν ανάγ­κη. Και αν κάποιος λέγει ότι «Δεν μπο­ρώ να αρκε­στώ στη γυναί­κα μου μόνο», εξα­πα­τά τον εαυ­τό του και παρα­λο­γί­ζε­ται, και έχει κατη­γό­ρους εκεί­νους που ζουν με σωφρο­σύ­νη χωρίς να έχουν σχέ­σεις με γυναί­κα. Πες μου λοι­πόν: Δεν μπο­ρείς να μην κακο­λο­γείς; Δεν μπο­ρείς να μην κατα­ριέ­σαι; Και όμως, το να κάνει κανείς αυτά είναι βαρύ, όχι το να μην τα κάνει. Ποια λοι­πόν δικαιο­λο­γία έχου­με για το ότι δεν τηρού­με αυτά, που είναι τόσο ελα­φρά και εύκο­λα; Καμία δεν μπο­ρού­με να προ­βά­λου­με.

Από όλα λοι­πόν όσα λέχτη­καν είναι φανε­ρό ότι η κόλα­ση είναι αιώ­νια· επει­δή όμως μερι­κοί νομί­ζουν ότι ο λόγος του Παύ­λου λέγει το αντί­θε­το, εμπρός, αφού φέρου­με στο μέσο το θέμα, ας το εξε­τά­σου­με και αυτό. Αφού δηλα­δή είπε: «Εἴ τινος τὸ ἔργον μενεῖ ὃ ἐπῳ­κο­δό­μη­σε, μισθὸν λήψε­ται· εἴ τινος τὸ ἔργον κατα­κα­ή­σε­ται, ζημιω­θή­σε­ται (:Εάν το έργο που έκα­νε κάποιος κτί­ζον­τας στο αιώ­νιο θεμέ­λιο, δηλα­δή τον Χρι­στό, αντέ­ξει και δεν καεί από την φωτιά της Θεί­ας Κρί­σε­ως, αυτός θα πάρει μισθό· εάν το έργο κάποιου άλλου κατα­κα­εί και δεν αντέ­ξει στη φωτιά της Θεί­ας Κρί­σε­ως, αυτός θα ζημιω­θεί, διό­τι οι κόποι του δεν θα αντα­μει­φθούν)», πρό­σθε­σε, «αὐτὸς δὲ σωθή­σε­ται, οὕτως δὲ ὡς διὰ πυρός(:και ο ίδιος θα σωθεί μόλις και μετά βίας· θα σωθεί δηλα­δή σαν εκεί­νον που περ­νά μέσα από τις φλό­γες τις φωτιάς και δια­τρέ­χει μεγά­λο κίν­δυ­νο. Έτσι και αυτός θα σωθεί, αν τελι­κά αντέ­ξει στην φωτιά της Θεί­ας Κρί­σε­ως)»[Α΄Κορ.3,14–15].

Τι θα μπο­ρού­σα­με λοι­πόν να πού­με γι’ αυτό; Προ­η­γου­μέ­νως είχε πει: «Εἰ δέ τις ἐποι­κο­δο­μεῖ ἐπὶ τὸν θεμέ­λιον τοῦ­τον χρυ­σόν, ἄργυ­ρον, λίθους τιμί­ους, ξύλα, χόρ­τον, καλά­μην ἑκά­στου τὸ ἔργον φανε­ρὸν γενή­σε­ται· ἡ γὰρ ἡμέ­ρα δηλώ­σει· ὅτι ἐν πυρὶ ἀπο­κα­λύ­πτε­ται· καὶ ἑκά­στου τὸ ἔργον ὁποῖ­όν ἐστι τὸ πῦρ δοκι­μά­σει (:Εγώ λοι­πόν θεμε­λί­ω­σα καλά. Εάν όμως κανείς χτί­ζει πάνω στο θεμέ­λιο αυτό με υλι­κά σαν το χρυ­σά­φι ή το ασή­μι ή τους πολύ­τι­μους λίθους, ή, αντι­θέ­τως, με σανί­δια ή άχυ­ρα ή καλά­μια, του κάθε κτί­στη το έργο θα γίνει φανε­ρό· διό­τι η ημέ­ρα της Κρί­σε­ως θα το ξεσκε­πά­σει και θα το φανε­ρώ­σει. Και θα το ξεσκε­πά­σει, διό­τι η ημέ­ρα εκεί­νη θα απο­κα­λυ­φτεί μαζί με την ενέρ­γεια της θεί­ας δικαιο­σύ­νης, που είναι δρα­στι­κή σαν φωτιά. Και ο Θεός θα ζυγί­σει με ακρί­βεια για να απο­κα­λύ­ψει ποιο είναι το έργο του καθε­νός, και θα φανε­ρώ­σει την πραγ­μα­τι­κή του αξία σαν τη φωτιά που κατα­καί­ει κάθε εύφλε­κτο υλι­κό)»[Α΄Κορ. 3,12–13].

Καταρ­χάς ας εξε­τά­σου­με ποιο είναι το θεμέ­λιο και ποιος ο χρυ­σός, ποιοι οι πολύ­τι­μοι λίθοι, ποια η χόρ­τος και ποια η καλά­μη. Το μεν θεμέ­λιο ο ίδιος σαφώς δήλω­σε ότι είναι ο Χρι­στός με το να πει: «Θεμέ­λιον γὰρ ἄλλον οὐδεὶς δύνα­ται θεῖ­ναι παρὰ τὸν κεί­με­νον, ὅς ἐστιν ᾿Ιησοῦς Χρι­στός (:Αυτός δεν έχει πλέ­ον δου­λειά με το θεμέ­λιο· διό­τι κανέ­νας δεν μπο­ρεί να βάλ­λει άλλο θεμέ­λιο λίθο εκτός από εκεί­νον που βρί­σκε­ται τώρα αμε­τα­κί­νη­τος και άσει­στος στην βάση της οικο­δο­μής. Και ο θεμέ­λιος αυτός λίθος είναι ο Ιησούς Χρι­στός)»[Α΄Κορ.3,11].

Η οικο­δο­μή νομί­ζω ότι είναι οι πρά­ξεις. Αν και βέβαια μερι­κοί λένε ότι και αυτό το ίδιο έχει λεχθεί περί διδα­σκά­λων και μαθη­τών και περί διε­φθαρ­μέ­νων αιρέ­σε­ων, αλλά ο λόγος αυτός δεν γίνε­ται δεκτός· διό­τι, εάν αυτό είναι έτσι, πώς το μεν έργο χάνε­ται, ο οικο­δο­μών όμως θα σωθεί, έστω και ως δια πυρός; Διό­τι ο αίτιος μάλ­λον θα έπρε­πε να τιμω­ρη­θεί· τώρα όμως θα συμ­βεί να τιμω­ρεί­ται περισ­σό­τε­ρο το έργο της οικο­δο­μή­σε­ως. Δηλα­δή εάν μεν ο διδά­σκα­λος έχει γίνει ο αίτιος του κακού, είναι άξιος να τιμω­ρη­θεί αυστη­ρά· πώς λοι­πόν θα σωθεί; Εάν πάλι δεν είναι αίτιος, αλλά παρά τον δικό του δύστρο­πο χαρα­κτή­ρα, οι μαθη­τές του έχουν γίνει τέτοιοι, καθό­λου δεν είναι άξιος να τιμω­ρη­θεί, αλλά ούτε και να υπο­στεί καμία ζημία αυτός που έκα­νε καλή οικο­δο­μή. Πώς λοι­πόν λέγει ότι «θα υπο­στεί ζημί­ες»; Άρα είναι φανε­ρό ότι ομι­λεί περί πρά­ξε­ων.

Επει­δή δηλα­δή πρό­κει­ται στη συνέ­χεια να στρα­φεί προς τον πόρ­νο, κάνει ένα προ­οί­μιο αρκε­τά πιο πριν· διό­τι γνω­ρί­ζει, καθώς ομι­λεί περί άλλου θέμα­τος, να προ­ε­τοι­μά­ζει για άλλο θέμα, για το οποίο πρό­κει­ται να ομι­λή­σει· πράγ­μα­τι, λοι­πόν, επι­τι­μών­τας τους πιστούς για το ότι δεν κρα­τούν τους εαυ­τούς τους στα άρι­στα προ­ε­τοί­μα­σε τον λόγο περί των μυστη­ρί­ων.

Ότι επεί­γε­ται τώρα να ασχο­λη­θεί με τον πόρ­νο απο­δει­κνύ­ε­ται από το ότι, αφού μίλη­σε περί του θεμε­λί­ου, πρό­σθε­σε: «Οὐκ οἴδα­τε ὅτι ναὸς Θεοῦ ἐστε καὶ τὸ Πνεῦ­μα τοῦ Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν; εἴ τις τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ φθεί­ρει, φθε­ρεῖ τοῦ­τον ὁ Θεός· ὁ γὰρ ναὸς τοῦ Θεοῦ ἅγιός ἐστιν, οἵτι­νές ἐστε ὑμεῖς (:Είπα αρκε­τά για τους κτί­στες. Ας έρθω τώρα και σε αυτούς που αντί να κτί­ζουν, κατα­στρέ­φουν την οικο­δο­μή. Δεν γνω­ρί­ζε­τε από την πεί­ρα της χρι­στια­νι­κής ζωής σας ότι είστε ναός του Θεού και ότι το Πνεύ­μα του Θεού κατοι­κεί μέσα σας; Εάν λοι­πόν κανείς με την πλα­νε­μέ­νη διδα­σκα­λία του και τους φατρια­σμούς του κατα­στρέ­φει τον ναό του Θεού, θα τον κατα­στρέ­ψει αυτόν ο Θεός. Και θα τον κατα­στρέ­ψει διό­τι ο ναός του Θεού είναι άγιος. Είναι αφιε­ρω­μέ­νος στον Θεό και είναι δικό Του κτή­μα. Είναι ιερός και απα­ρα­βί­α­στος. Και τέτοιος ναός, ναός του Θεού άγιος, είστε εσείς)»[Α΄Κορ.3,16–17] Αυτά τα έλε­γε δια­τα­ράσ­σον­τας από τη στιγ­μή αυτήν με τον φόβο την ψυχή του πόρ­νου. «Εἰ δέ τις ἐποι­κο­δο­μεῖ ἐπὶ τὸν θεμέ­λιον τοῦ­τον χρυ­σόν, ἄργυ­ρον, λίθους τιμί­ους, ξύλα, χόρ­τον, καλά­μην(:Εάν όμως κανείς χτί­ζει πάνω στο θεμέ­λιο αυτό με υλι­κά σαν το χρυ­σά­φι ή το ασή­μι ή τους πολύ­τι­μους λίθους,ή, αντι­θέ­τως, με σανί­δια ή άχυ­ρα ή καλά­μια)»[Α΄Κορ.3,12]· δηλα­δή μετά την πίστη, χρειά­ζε­ται οικο­δό­μη­ση· για τον λόγο αυτόν και αλλού λέει: «στε παρα­κα­λετε λλή­λους ν τος λόγοις τού­τοις(:Αφού λοι­πόν τα πιστεύ­ε­τε και τα ξέρε­τε αυτά για τους πεθα­μέ­νους, να παρη­γο­ρεί­τε ο ένας τον άλλο με τους λόγους αυτούς της ελπί­δας που σας γρά­φω)» [Α΄Θεσ. 4,18· πρβλ. Α΄Κορ.5,11: «Νν δ γρα­ψα μν μ συνα­μί­γνυ­σθαι άν τις δελφς νομα­ζό­με­νος πόρ­νος πλε­ο­νέ­κτης εδωλο­λά­τρης λοί­δο­ρος μέθυ­σος ρπαξ, τ τοιούτ μηδ συνε­σθί­ειν(:Τώρα όμως σας έγρα­ψα να μην συνα­να­στρέ­φε­στε με κάποιον που, ενώ φέρει το όνο­μα μόνο του αδελ­φού, στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα όμως είναι πόρ­νος ή πλε­ο­νέ­κτης ή ειδω­λο­λά­τρης ή υβρι­στής ή κακό­γλωσ­σος, ή μέθυ­σος ή άρπα­γας. Με τέτοιον χρι­στια­νό δεν πρέ­πει ούτε να τρώ­τε μαζί του)»]· καθό­σον και ο τεχνί­της και ο μαθη­τευό­με­νος συνει­σφέ­ρουν στην οικο­δό­μη­ση· για τον λόγο αυτόν λέγει: «Καθέ­νας να προ­σέ­χει πώς χτί­ζει».

Εάν αυτά είχαν λεχθεί περί πίστε­ως, δεν θα υπήρ­χε λόγος να λεχθούν, διό­τι στην πίστη πρέ­πει όλοι να είναι ίσοι, επει­δή μια είναι η πίστη· στην αρε­τή του βίου δεν είναι δυνα­τόν να είναι όλοι ίδιοι. Η πίστη δηλα­δή δεν είναι δυνα­τόν σε άλλον να είναι μικρό­τε­ρη, και σε άλλον καλύ­τε­ρη, αλλά είναι η ίδια σε όλους που αλη­θι­νά πιστεύ­ουν· στη ζωή όμως είναι δυνα­τόν άλλοι μεν να είναι περισ­σό­τε­ρο φιλό­πο­νοι, άλλοι πάλι ραθυ­μό­τε­ροι· και οι μεν πρώ­τοι είναι επό­με­νο να ζουν ορθό­τε­ρο βίο, ενώ οι δεύ­τε­ροι να είναι υπο­δε­έ­στε­ροι· και είναι επό­με­νο άλλοι μεν να έχουν κατορ­θώ­σει τα μεγα­λύ­τε­ρα, άλλοι δε τα μικρό­τε­ρα· άλλοι μεν να έχουν κάνει τα μεγα­λύ­τε­ρα σφάλ­μα­τα, άλλοι δε τα ελα­φρό­τε­ρα. Για τον λόγο αυτόν είπε: «χρυ­σόν, ἄργυ­ρον, λίθους τιμί­ους, ξύλα, χόρ­τον, καλά­μην (:με υλι­κά σαν το χρυ­σά­φι ή το ασή­μι ή τους πολύ­τι­μους λίθους, ή, αντι­θέ­τως, με σανί­δια ή άχυ­ρα ή καλά­μια)»[Α΄Κορ.3,12].

«κάστου τὸ ἔργον φανε­ρὸν γενή­σε­ται(:το έργο του καθε­νός θα γίνει φανε­ρό)». Εδώ εννο­εί την πρά­ξη. «Εἴ τινος τὸ ἔργον μενεῖ ὃ ἐπῳ­κο­δό­μη­σε, μισθὸν λήψε­ται. εἴ τινος τὸ ἔργον κατα­κα­ή­σε­ται, ζημιω­θή­σε­ται, αὐτὸς δὲ σωθή­σε­ται, οὕτως δὲ ὡς διὰ πυρός(:Εάν το έργο που έκα­νε κάποιος κτί­ζον­τας στο αιώ­νιο θεμέ­λιο, δηλα­δή τον Χρι­στό, αντέ­ξει και δεν καεί από την φωτιά της Θεί­ας Κρί­σε­ως, αυτός θα πάρει μισθό· εάν το έργο κάποιου άλλου κατα­κα­εί και δεν αντέ­ξει στη φωτιά της Θεί­ας Κρί­σε­ως, αυτός θα ζημιω­θεί, διό­τι οι κόποι του δεν θα αντα­μει­φθούν. Και ο ίδιος θα σωθεί μόλις και μετά βίας· θα σωθεί δηλα­δή σαν εκεί­νον που περ­νά μέσα από τις φλό­γες τις φωτιάς και δια­τρέ­χει μεγά­λο κίν­δυ­νο. Έτσι και αυτός θα σωθεί, αν τελι­κά αντέ­ξει στην φωτιά της Θεί­ας Κρί­σε­ως)»[Α΄Κορ.3,13]. Και βέβαια, εάν αυτό λεγό­ταν για μαθη­τές και διδα­σκά­λους, ούτε θα έπρε­πε να τιμω­ρη­θούν οι διδά­σκα­λοι, εάν οι μαθη­τές δεν τον είχαν ακού­σει. Για τον λόγο αυτόν λοι­πόν λέει: «Καθέ­νας θα λάβει τον μισθό του ανά­λο­γα με τον κόπο του· όχι ανά­λο­γα με το απο­τέ­λε­σμα, αλλά ανά­λο­γα με τον κόπο». Σε τι ευθύ­νον­ται οι διδά­σκα­λοι, εάν δεν έδι­ναν προ­σο­χή αυτοί που άκου­γαν; Άρα και από εδώ φαί­νε­ται ότι ο λόγος είναι για έργα.

Η σημα­σία αυτού που λέει, είναι η εξής: Εάν κάποιος διά­γει κακό βίο, αλλά έχει ορθή πίστη, δεν θα τον βοη­θή­σει η πίστη του να μην τιμω­ρη­θεί, εφό­σον το έργο κατα­καί­ε­ται. Το δε «κατα­κα­ή­σε­ται» σημαί­νει ότι δεν θα αντέ­ξει τη δύνα­μη του πυρός. Αλλά όπως ακρι­βώς, εάν κάποιος έχον­τας χρυ­σά όπλα, διέλ­θει ποτα­μό πυρός, εξέρ­χε­ται από αυτόν λαμ­πρό­τε­ρος, εάν όμως διερ­χό­ταν αυτόν έχον­τας χορ­τά­ρι, όχι μόνο δεν ωφε­λεί σε τίπο­τε, αλλά και τον εαυ­τό του κατα­στρέ­φει, έτσι συμ­βαί­νει και με τα έργα. Δεν το λέγει δηλα­δή αυτό σαν να δια­λε­γό­ταν για πραγ­μα­τι­κά πρό­σω­πα και για κατα­καιό­με­νους, αλλά επει­δή ήθε­λε να αυξή­σει περισ­σό­τε­ρο τον φόβο και να απο­δεί­ξει ότι εκεί­νος που ζει στην κακία δεν έχει καμία ασφά­λεια· και για τον λόγο αυτόν έλε­γε «θα υπο­στεί ζημί­ες». Να μια τιμω­ρία. «Αὐτὸς δὲ σωθή­σε­ται, οὕτως δὲ ὡς διὰ πυρός(:και ο ίδιος θα σωθεί μόλις και μετά βίας· θα σωθεί δηλα­δή σαν εκεί­νον που περ­νά μέσα από τις φλό­γες τις φωτιάς και δια­τρέ­χει μεγά­λο κίν­δυ­νο. Έτσι και αυτός θα σωθεί, αν τελι­κά αντέ­ξει στην φωτιά της Θεί­ας Κρί­σε­ως)»[Α΄Κορ. 3,15]. Να και η δεύ­τε­ρη. Αυτό που λέγει, σημαί­νει το εξής: «Δεν θα χαθεί και ο ίδιος έτσι όπως τα έργα, εκμη­δε­νι­ζό­με­νος, αλλά θα μεί­νει μέσα στο πυρ». Το πράγ­μα, λέγει, χρειά­ζε­ται βέβαια σωτη­ρία, και για τον λόγο αυτόν πρό­σθε­σε: «οὕτως δὲ ὡς διὰ πυρός (:όπως σώζε­ται κανείς από το πυρ)»· διό­τι, ως γνω­στό, συνη­θί­ζου­με να λέμε για τις ύλες που δεν κατα­καί­ον­ται και δεν απο­τε­φρώ­νον­ται αμέ­σως, ότι δια­τη­ρούν­ται στο πυρ.

Μη νομί­σεις όμως, επει­δή άκου­σες τη λέξη «πρ», ότι αυτοί που κατα­καί­ον­ται οδη­γούν­ται στην ανυ­παρ­ξία. Εάν όμως ονο­μά­ζει σωτη­ρία και την τιμω­ρία αυτού του είδους, μην απο­ρείς, διό­τι συνη­θί­ζει να χρη­σι­μο­ποιεί εύη­χες λέξεις για όσα ηχούν κακώς και για τα καλά τις αντί­θε­τες λέξεις· όπως π.χ. η λέξη «αιχ­μα­λω­σία» θεω­ρεί­ται ότι σημαί­νει κάτι το κακό, αλλά ο Παύ­λος την χρη­σι­μο­ποιεί για καλό, λέγον­τας: «Λογι­σμος καθαι­ροντες κα πν ψωμα παι­ρό­με­νον κατ τς γνώ­σε­ως το Θεο, κα αχμα­λω­τί­ζον­τες πν νόη­μα ες τν πακον το Χρι­στο(:Αιχ­μα­λω­τί­ζου­με κάθε σκέ­ψη ώστε να υπα­κού­ει στον Χρι­στό)» [Β΄Κορ. 10,5]. Και πάλι χρη­σι­μο­ποιεί εύη­χες λέξεις για κακά πράγ­μα­τα, λέγον­τας: «να σπερ βασί­λευ­σεν μαρ­τία ν τ θανάτ, οτω κα χάρις βασι­λεύσ δι δικαιο­σύ­νης ες ζων αώνιον δι ησο Χρι­στο το Κυρί­ου μν(: έτσι ώστε όπως ακρι­βώς βασί­λευ­σε η αμαρ­τία, που έκα­νε αισθη­τό το τυραν­νι­κό κρά­τος της με τον θάνα­το, έτσι να βασι­λεύ­σει και η χάρις με το δώρο της δικαιώ­σε­ως και σωτη­ρί­ας, για να επι­κρα­τή­σει η αιώ­νια ζωή με τη μεσι­τεία του Ιησού Χρι­στού του Κυρί­ου μας)» [Ρωμ.5,21], αν και η λέξη «βασι­λεία» είναι εύη­χη λέξη. Έτσι και εδώ· με τον να πει «θα σωθεί», δεν έκα­νε υπαι­νιγ­μό για τίπο­τε άλλο, παρά για το μέγε­θος της τιμω­ρί­ας, σαν να έλε­γε ότι ο αμαρ­τω­λός αυτός θα τιμω­ρεί­ται συνε­χώς.

Στη συνέ­χεια προ­σθέ­τει σαν συμ­πέ­ρα­σμα τα εξής: «Οὐκ οἴδα­τε ὅτι ναὸς Θεοῦ ἐστε καὶ τὸ Πνεῦ­μα τοῦ Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν; (:Είπα αρκε­τά για τους κτί­στες. Ας έρθω τώρα και σε αυτούς που αντί να κτί­ζουν, κατα­στρέ­φουν την οικο­δο­μή. Δεν γνω­ρί­ζε­τε από την πεί­ρα της χρι­στια­νι­κής ζωής σας ότι είστε ναός του Θεού και ότι το Πνεύ­μα του Θεού κατοι­κεί μέσα σας;)»[Α΄Κορ.3,16]. Επει­δή δηλα­δή στην προ­η­γού­με­νη ομι­λία ομί­λη­σε για εκεί­νους που διαι­ρούν την Εκκλη­σία, μέμ­φε­ται στη συνέ­χεια και τον πόρ­νο, ουδέ­πο­τε βέβαια ονο­μα­στι­κά, αλλά αόρι­στα υπαι­νίσ­σε­ται τον διε­φθαρ­μέ­νο βίο του και δια­χω­ρί­ζει το αμάρ­τη­μα από τη δωρεά, η οποία του είχε ήδη δοθεί.

Κατό­πιν απο­τρέ­πει και τους άλλους από όσα ακρι­βώς είχαν ήδη πρά­ξει· διό­τι πάν­το­τε κάνει αυτό, λαμ­βά­νον­τας ως αφορ­μή όσα πρό­κει­ται να συμ­βούν ή έχουν ήδη συμ­βεί, είτε λυπη­ρά, είτα αγα­θά. Από μεν τα μέλ­λον­τα λέγει: « γὰρ ἡμέ­ρα δηλώ­σει· ὅτι ἐν πυρὶ ἀπο­κα­λύ­πτε­ται(:διό­τι η ημέ­ρα της Κρί­σε­ως θα το σκε­πά­σει και θα το φανε­ρώ­σει. Και θα το ξεσκε­πά­σει, διό­τι η ημέ­ρα εκεί­νη θα απο­κα­λυ­φτεί μαζί με την ενέρ­γεια της θεί­ας δικαιο­σύ­νης, που είναι δρα­στι­κή σαν φωτιά)»[Α΄Κορ.3,13], ενώ από όσα έχουν συμ­βεί λέγει: «Οὐκ οἴδα­τε ὅτι ναὸς Θεοῦ ἐστε καὶ τὸ Πνεῦ­μα τοῦ Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν; εἴ τις τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ φθεί­ρει, φθε­ρεῖ τοῦ­τον ὁ Θεός (:Είπα αρκε­τά για τους κτί­στες. Ας έρθω τώρα και σε αυτούς που αντί να κτί­ζουν, κατα­στρέ­φουν την οικο­δο­μή. Δεν γνω­ρί­ζε­τε από την πεί­ρα της χρι­στια­νι­κής ζωής σας ότι είστε ναός του Θεού και ότι το Πνεύ­μα του Θεού κατοι­κεί μέσα σας; εάν λοι­πόν κανείς με την πλα­νε­μέ­νη διδα­σκα­λία του και τους φατρια­σμούς του κατα­στρέ­φει τον ναό του Θεού, θα τον κατα­στρέ­ψει αυτόν ο Θεός)»[Α΄Κορ.3,16–17].

Βλέ­πεις τη σφο­δρό­τη­τα του λόγου; Αλλά όσο είναι άγνω­στο το πρό­σω­πο του κατη­γο­ρου­μέ­νου, δεν είναι τόσο βαρύς ο λόγος, διό­τι όλοι συμ­με­τέ­χουν στον φόβο, που προ­έρ­χε­ται από την επι­τί­μη­ση. «Φθε­ρεῖ τοῦ­τον ὁ Θεός», δηλα­δή θα τον κατα­στρέ­ψει. Αυτό βέβαια δεν σημαί­νει ότι ο Παύ­λος κατα­ριέ­ται να τον κατα­στρέ­ψει ο Θεός έναν τέτοιον άνθρω­πο, αλλά ότι προ­φη­τεύ­ει. « γὰρ ναὸς τοῦ Θεοῦ ἅγιός ἐστιν, οἵτι­νές ἐστε ὑμεῖς(:Και θα τον κατα­στρέ­ψει διό­τι ο ναός του Θεού είναι άγιος. Είναι αφιε­ρω­μέ­νος στον Θεό και είναι δικό Του κτή­μα. Είναι ιερός και απα­ρα­βί­α­στος. Και τέτοιος ναός, ναός του Θεού άγιος, είστε εσείς)»[Α΄Κορ.3,17], ενώ ο πόρ­νος είναι βέβη­λος. Κατό­πιν για να μη φανεί ότι απευ­θύ­νε­ται προς εκεί­νον, αφού είπε: «Διό­τι ο ναός του Θεού είναι άγιος», πρό­σθε­σε: «Και αυτός ο ναός είστε εσείς».

«Μηδες αυτν ξαπα­τά­τω· ε τις δοκε σοφς εναι ν μν ν τ αἰῶνι τούτ, μωρς γενέ­σθω, να γένη­ται σοφός(:Ας μην εξα­πα­τά κανείς τον εαυ­τό του νομί­ζον­τας ότι δεν θα τον φθεί­ρει ο Θεός όταν αυτός φθεί­ρει τον ναό του Θεού με τα σχί­σμα­τά του. Και επει­δή τα κόμ­μα­τα αυτά γίνον­ται από την ιδέα ότι ο αρχη­γός του ενός είναι καλύ­τε­ρος από τον αρχη­γό του άλλου, σας προ­σθέ­τω ότι, αν κανείς μετα­ξύ σας νομί­ζει ότι είναι σοφός επει­δή έχει την σοφία του κόσμου που βρί­σκε­ται μακριά από τον Θεό, αυτός ας γίνει μωρός με το να απο­δε­χθεί το κήρυγ­μα που ο κόσμος το θεω­ρεί κου­τα­μά­ρα· και ας στα­μα­τή­σει να έχει εμπι­στο­σύ­νη στη σοφία του και την κρί­ση του, για να γίνει πραγ­μα­τι­κά σοφός)» [Α΄Κορ.3,18]. Και αυτό το λέγει για εκείνον[:τον πόρ­νο της Κορίν­θου που τους σκαν­δά­λι­ζε με τη συμ­βί­ω­σή του με τη γυναί­κα του πατέ­ρα του], διό­τι νόμι­ζε ότι δήθεν είναι κάτι και υπε­ρη­φα­νευό­ταν για τη σοφία του.

Και για να μην φανεί ότι επί πολύ απο­τεί­νε­ται προς αυτόν, χωρίς να είναι ο κύριος σκο­πός του, αφού τον έβα­λε σε αγω­νία και τον παρέ­δω­σε στον φόβο, πάλι φέρει τον λόγο στο κοι­νό αμάρ­τη­μα και λέγει: «Εάν κάποιος μετα­ξύ σας νομί­ζει ότι είναι σοφός κατά την κρί­ση του κόσμου αυτού, ας γίνει μωρός, για να γίνει σοφός»[Α΄Κορ.3,18]. Και το κάνει αυτό στη συνέ­χεια με πολ­λή παρ­ρη­σία, διό­τι πράγ­μα­τι τους αντι­με­τώ­πι­σε επι­τυ­χώς· διό­τι και αν ακό­μη κάποιος είναι πλού­σιος ή έχει ευγε­νή κατα­γω­γή, είναι ο ευτε­λέ­στε­ρος των ευτε­λών, όταν κυριευ­τεί από την αμαρ­τία. Δηλα­δή, όπως ακρι­βώς αν κάποιος είναι βασι­λιάς και γίνει δού­λος βαρ­βά­ρων, είναι ο δυστυ­χέ­στε­ρος από όλους, έτσι συμ­βαί­νει και με την αμαρ­τία· η αμαρ­τία δηλα­δή είναι βάρ­βα­ρη και δεν γνω­ρί­ζει να ευσπλα­χνί­ζε­ται την ψυχή, την οποία κατέ­λα­βε μία φορά, αλλά την τυραν­νά­ει έως ότου να κατα­στρέ­ψει αυτούς που την δέχον­ται.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-i-ad-corinthios.pdf

  • Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, Υπό­μνη­μα στην πρώ­τη προς Κοριν­θί­ους επι­στο­λήν, ομι­λί­ες Η΄και Θ΄, πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 2015, τόμος 18, σελί­δες 228- 259.

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Το Ψαλ­τή­ριον με σύν­το­μη ερμη­νεία(από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τρί­τη, Αθή­να 2016

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Αρχιμ. Αθα­νά­σιος Μυτι­λη­ναί­ος (Ἓκα­στος βλε­πέ­τω πῶς ἐποι­κο­δο­μεῖ)

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου με θέμα:

«καστος βλε­πέ­τω πς ποι­κο­δο­με»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 1–8‑1999]

[Β403]

Ο Παύ­λος, αγα­πη­τοί μου, παρο­μοιά­ζει τους πιστούς της Εκκλη­σί­ας της Κορίν­θου με δύο εικό­νες. Τους απο­κα­λεί ‑η πρώ­τη εικό­να- «Θεο γεώρ­γιον». Δηλα­δή Θεού χωρά­φι. Και ακό­μη: «Θεο οκοδο­μή». Γεωρ­γοί, λοι­πόν, και οικο­δό­μοι είναι οι εργά­τες του Ευαγ­γε­λί­ου, όπως εν προ­κει­μέ­νω ο Παύ­λος και ο Απολ­λώς. Αυτοί επι­με­λούν­ται τον αγρόν του Θεού ή την οικο­δο­μήν του Θεού. Αυτοί κτί­ζουν δηλα­δή την πνευ­μα­τι­κή ζωή των πιστών. Στην συνέ­χεια, και ο κάθε πιστός φρον­τί­ζει τον αγρό της ψυχής του και τον καλ­λιερ­γεί· αλλά και ακό­μη φρον­τί­ζει να οικο­δο­μεί την πνευ­μα­τι­κή του ύπαρ­ξη.

Πριν, όμως, προ­χω­ρή­σου­με, παρα­τη­ρού­με ότι ο Παύ­λος στην εικό­να της οικο­δο­μής καθο­ρί­ζει το θεμέ­λιον της οικο­δο­μής. Αυτό, όπως θα δού­με λίγο πιο κάτω, είναι θεμε­λιώ­δους σημα­σί­ας. Γρά­φει ο Παύ­λος στην απο­στο­λι­κή περι­κο­πή που ακού­σα­με σήμε­ρα: «Κατ τν χάριν το Θεο τν δοθεσάν μοι ς σοφς ρχι­τέ­κτων θεμέ­λιον τέθει­κα». «Έβα­λα», λέγει, «θεμέ­λιον». Αλλά το θεμέ­λιον είναι δεδο­μέ­νο. Δεν το φτιά­χνει ο Παύ­λος το θεμέ­λιον αυτό. Απλώς το παίρ­νει και το τοπο­θε­τεί. Δηλα­δή; Τι σημαί­νει αυτό; Λέγει εδώ: «Θεμέ­λιον λλον οδες δύνα­ται θεναι παρ τν κεί­με­νον, ς στιν ησος Χρι­στός». «Κανείς άλλος δεν μπο­ρεί να θέσει θεμέ­λιον παρά από Εκεί­νον τον οποί­ον ήδη έχει τεθεί. Κι αυτός ο θεμέ­λιος είναι ο Ιησούς Χρι­στός».

Έτσι μπο­ρεί να τεθεί, θα λέγα­με, οιοσ­δή­πο­τε θεμέ­λιος, την ύπαρ­ξη του κάθε ανθρώ­που; Διό­τι όταν λέγει «κανείς άλλος θεμέ­λιος δεν μπο­ρεί να τεθεί» γεν­νά­ται το ερώ­τη­μα, είναι δυνα­τόν να τεθεί οιοσ­δή­πο­τε άλλος θεμέ­λιος; Και ποιοι μπο­ρεί να είναι αυτοί οι θεμέ­λιοι; Ασφα­λώς ναι, αγα­πη­τοί μου. Υπάρ­χουν πάρα πολ­λοί θεμέ­λιοι λίθοι της οικο­δο­μής του κάθε ανθρώ­που. Τα θεμέ­λια κάθε ανθρώ­που τίθεν­ται κατά την αγω­γή του. Μέσα στο σπί­τι, στο σχο­λειό και στην κοι­νω­νία ή την επο­χή που ζει. Έτσι παίρ­νει το θεμέ­λιο της υπάρ­ξε­ώς του. Δημιουρ­γεί­ται, λοι­πόν, κτί­ζε­ται, ο κάθε άνθρω­πος σύμ­φω­να με την επο­χή του, σας είπα, την αγω­γή του, σας είπα κ.λπ. Έτσι έχο­με τον ιδε­α­λι­στήν άνθρω­πον, έχο­με τον υλι­στήν άνθρω­πον, εκεί­νος ο οποί­ος οικο­δο­μεί­ται με υλι­στι­κές αντι­λή­ψεις ή ο άλλος που οικο­δο­μεί­ται με ιδε­α­λι­στι­κές αντι­λή­ψεις . Ακό­μα είναι ο οικο­νο­μι­κός άνθρω­πος. Κάθε επο­χή δια­μορ­φώ­νει τον άνθρω­πον. Είναι ο τεχνι­κός άνθρω­πος, ή ο τεχνο­λο­γι­κός, αν το θέλε­τε, είναι ο επι­στη­μο­νι­κός άνθρω­πος, είναι ακό­μη ο ανθρω­πι­στής, είναι ο ιππό­της, σε παλιό­τε­ρες επο­χές. Βλέ­πε­τε ότι εδώ έχο­με σε κάθε επο­χή ένα ιδε­ώ­δες αγω­γής. Και σύμ­φω­να με αυτό το ιδε­ώ­δες της αγω­γής, δημιουρ­γεί­ται ο κάθε άνθρω­πος.

Έτσι ο Παύ­λος καθο­ρί­ζει με κάθε εντι­μό­τη­τα, τι θεμέ­λιο θέτει στους ανθρώ­πους, εκεί­νους που βαπτί­ζει και τους εκχρι­στια­νί­ζει, τους κάνει χρι­στια­νούς. Είναι το θεμέ­λιον ΧΡΙΣΤΟΣ. Έτσι λέει. Το θεμέ­λιον ΧΡΙΣΤΟΣ.

Αλλά, λέγει ο Παύ­λος ακό­μη, άλλος θεμέ­λιος δεν υπάρ­χει. Εκτός Χρι­στού, είναι αυτά που αρα­διά­σα­με. Αλλά να αντι­κα­τα­στή­σο­με τον Χρι­στόν και να βάλο­με άλλον θεμέ­λιον, δεν υπάρ­χει άλλος. Λέγει ο Ζιγα­βη­νός: « γάρ πει­ρώ­με­νος θεναι οκ στι πιστός, οκ στι ρθό­δο­ξος». «Εκεί­νος ο οποί­ος», λέει, «θα κάνει προ­σπά­θεια να δημιουρ­γή­σει άλλον θεμέ­λιον, αυτός», λέγει, «δεν είναι πιστός, δεν είναι ορθό­δο­ξος». Τελεί­ω­σε, πάει. Ένας είναι ο θεμέ­λιος· ο Χρι­στός. Και υπο­τί­θε­ται ότι οι Χρι­στια­νοί, οι χρι­στια­νι­κές οικο­γέ­νειες, όταν μεγα­λώ­νουν τα παι­διά τους, βεβαί­ως στην αγω­γή θα βάλουν τον Χρι­στόν. Το ακού­σα­τε; Στην αγω­γή θα βάλουν τον Χρι­στόν. Δεν θα βάλουν τίπο­τε άλλο. Μπο­ρού­με να πάρο­με ίσως κάποια στοι­χεία, θα δού­με και πιο κάτω τι θα πει θεμέ­λιος, κάποια στοι­χεία, κάποια, μόλις, παι­δα­γω­γι­κά, ψυχο­λο­γι­κά, αλλά μόλις για­τί, προ­σέ­ξα­τε, οι ποι­κί­λες, ποι­κί­λες παι­δα­γω­γι­κές που κυκλο­φο­ρούν και οι ποι­κί­λες, ποι­κί­λες ψυχο­λο­γί­ες που κυκλο­φο­ρούν, απο­μα­κρύ­νουν από τον θεμέ­λιον Χρι­στός. Αυτό να μην το ξεχνά­με.

Και σε τι συνί­στα­ται αυτός ο θεμέ­λιος; Μας λέγει πάλι ο Ζιγα­βη­νός: « κατά Χρι­στόν διδα­σκα­λία, ες Χρι­στόν πίστις». Τι είναι; Λέγει. Είναι η διδα­σκα­λία του Χρι­στού. Είναι η πίστις εις τον Χρι­στόν. Αυτό είναι το θεμέ­λιον. Ο Χρι­στός, αγα­πη­τοί μου, είναι ο λίθος ο ακρο­γω­νιαί­ος, που απερ­ρί­φθη από τους οικο­δο­μούν­τας Εβραί­ους ως αδό­κι­μος. Ο ίδιος ο Κύριος το έθε­σε εις αυτούς. Και μάλι­στα θα πει: «Λίθον ν πεδο­κί­μα­σαν ο οκοδο­μοντες, οτος τέθη ες κεφαλν γωνί­ας». Παλιό­τε­ρα, οι οικο­δο­μές, που δεν είχα­με τσι­μέν­τα, ήταν αγκω­νά­ρια και βάζαν τα πιο καλά αγκω­νά­ρια σε μία γωνιά ή στις τέσ­σε­ρις γωνιές της οικο­δο­μής. Λοι­πόν, «ες κεφαλν γωνί­ας», αυτό θα πει «ακρο­γω­νιαί­ος λίθος» αυτό θα πει· «εκεί­νον τον οποί­ον απε­δο­κί­μα­σαν οι οικο­δο­μούν­τες». Ότι «Εγώ είμαι ο ακρο­γω­νιαί­ος λίθος. Σεις που πρέ­πει να κτί­σε­τε τον λαό σας, τον εαυ­τό σας, εσείς απο­δο­κι­μά­σα­τε αυτόν τον ακρο­γω­νιαί­ον λίθον». Και θα προ­σθέ­σει: «Κα πεσν π τν λίθον τοτον συν­θλα­σθή­σε­ται· φ᾿ ν δ᾿ ν πέσ, λικμή­σει ατόν». «Όποιος σκον­τά­ψει», λέγει, «επά­νω εις αυτόν τον λίθον» -είναι ο σκαν­δα­λι­σμός, αυτό θα πει σκον­τά­φτω, εξάλ­λου κατά λέξη αυτό θα πει σκαν­δα­λί­ζο­μαι, είναι ένα σκάν­δα­λον, ένα παλού­κι, δεν το βλέ­πω, δεν το προ­σέ­χω, όπως περ­πα­τώ, εκεί μου γίνε­ται εμπό­διο και πέφτω κάτω… Και είναι αν σκαν­δα­λι­σθώ επά­νω στο θέμα της Θεαν­θρω­πί­νης φύσε­ως του Χρι­στού. Είναι ο Χρι­στός Θεός; Έγι­νε ο Θεός άνθρω­πος; Αν εκεί σκαν­δα­λι­σθώ, τότε θα πέσω επά­νω εις αυτήν την πέτρα. Και το σπου­δαί­ον είναι ότι τότε η πέτρα αυτή σηκώ­νε­ται σαν να είναι ζων­τα­νό πράγ­μα, σηκώ­νε­ται, «φ᾿ ν δ᾿ ν πέσ, λικμή­σει ατόν», «θα τον κάνει», λέει, «λιώ­μα». «Λικμή­σει ατόν». Θα τον κάνει λιώ­μα αυτόν τον άνθρω­πον.

Έτσι λοι­πόν ο Χρι­στός είναι ο ζων θεμέ­λιος. Για μας τους Χρι­στια­νούς είναι αυτά. Δεν είναι για τους απέ­ξω. Δηλα­δή για τους μη Χρι­στια­νούς. Τι όμως εννο­ού­με όταν λέμε ότι ο Χρι­στός είναι ο θεμέ­λιος; Εννο­ού­με όλην την διδα­σκα­λία του Ευαγ­γε­λί­ου στο δόγ­μα και στο ήθος. Δεν μπο­ρώ να πω ότι στα δόγ­μα­τα είμαι ακρι­βής, εις δε το ήθος δεν είμαι ακρι­βής. Δηλα­δή στην πρα­κτι­κή ζωή, στην ορθο­πρα­ξία. Δεν μπο­ρώ να το πω αυτό. Συνε­πώς θα πρέ­πει και εις τα δύο αυτά να είμαι εντά­ξει. Να ζω σύμ­φω­να με το ευαγ­γε­λι­κόν ήθος και να πιστεύω ό,τι το Ευαγ­γέ­λιον που απο­κα­λύ­πτει. Και τι απο­κα­λύ­πτει το Ευαγ­γέ­λιον; Βεβαί­ως πάρα πολ­λές σελί­δες του Ευαγ­γε­λί­ου ανα­φέ­ρον­ται εις το ήθος. Και βεβαί­ως πάρα πολ­λές σελί­δες ανα­φέ­ρον­ται εις το δόγ­μα. Έτσι θα δεχθώ την διπλή φύση του Χρι­στού· και την θεία και την ανθρω­πί­νη. Ότι δηλα­δή ο Θεός Λόγος έγι­νε άνθρω­πος. Άρα είναι Θεάν­θρω­πος. Δεν είναι ούτε ψιλός –το «ψι-» με γιώ­τα- άνθρω­πος, ούτε μόνον Θεός. Όπως ακρι­βώς θα ήθε­λε ο Μονο­φυ­σι­τι­σμός επί παρα­δείγ­μα­τι. Τέλειος Θεός και τέλειος άνθρω­πος. Δεν υστε­ρεί ούτε εις την μίαν ούτε εις την άλλην φύσιν.Ακό­μη θα δεχθώ τον αντι­προ­σω­πευ­τι­κό χαρα­κτή­ρα του θανά­του Του. Για ποιον πέθα­νε επί του Σταυ­ρού;

Ακό­μη θα δεχθώ την ανα­μαρ­τη­σία Του. Ξέρε­τε στην επο­χή μας κυκλο­φο­ρεί μία θέσις αιρε­τι­κο­τά­τη και μάλι­στα από κάποιον αρχιε­πί­σκο­πον, εκτός Ελλά­δος, από κάποιον αρχιε­πί­σκο­πον, εκτός Ελλά­δος, ότι ο Χρι­στός έγι­νε αυτό που είναι κατά προ­κο­πήν. Αίρε­σις, αίρε­σις…! «Κατά προ­κο­πήν» θα πει φρόν­τι­σε να διορ­θώ­νει τον εαυ­τόν Του και ανε­γνω­ρί­σθη από τον Θεόν. Ο Θεός Κύριος να ελε­ή­σει… Ολκής αίρε­σις. Δεν απο­δέ­χε­ται την απ’ αρχής θεό­τη­τα του Χρι­στού.

Ακό­μα τον θάνα­τό Του, που είναι λυτρω­τι­κός και την Ανά­στα­σή Του. Ότι θα ανα­στη­θού­με και εμείς, άξιοι συν Αυτώ, λέει ο Από­στο­λος Παύ­λος. Ο Θεός Πατήρ θα οδη­γή­σει κι εμάς μαζί με τον Χρι­στόν, κατά την ημέ­ρα εκεί­νη, την μεγά­λη ημέ­ρα της Δευ­τέ­ρας του Χρι­στού Παρου­σί­ας και την ανά­στα­ση των νεκρών.

Ακό­μη θα δεχθού­με την Ανά­λη­ψή Του, την εκ δεξιών του Πατρός καθέ­δρα. Δηλα­δή όπως είπα­με, αντι­λαμ­βά­νε­σθε, για να μην πολυ­πραγ­μο­νώ, ολό­κλη­ρο το Ευαγ­γέ­λιο που περι­γρά­φει την Θεαν­θρω­πί­νη φύση του Χρι­στού σαν σωτή­ρα μας. Και είναι πραγ­μα­τι­κός Σωτήρ.

Ο Χρι­στια­νός αυτόν τον θεμέ­λιον έχει. Και λέγει ο Θεο­δώ­ρη­τος: «Μή τοί­νυν ξ νθρώ­πων αυτούς νομά­ζε­τε. Χρι­στός γάρ στιν θεμέ­λιος». «Μη βάζε­τε άλλα θεμέ­λια». Τον επι­στη­μο­νι­κόν άνθρω­πο, τον οικο­νο­μι­κόν άνθρω­πο. Προ­σέξ­τε. Αυτά τα θεμέ­λια είναι κατ’ άνθρω­πον. Ένας είναι ο θεμέ­λιος. Ο Χρι­στός.

Σήμε­ρα, αγα­πη­τοί μου, οι Χρι­στια­νοί μας, με το Βάπτι­σμά των, έθε­σαν τον Θεμέ­λιον ΧΡΙΣΤΟΣ. Αφού βαπτι­στή­κα­με, έχου­με ως θεμέ­λιο τον Χρι­στόν. Όσοι με ακού­τε είστε ασφα­λώς βαπτι­σμέ­νοι και ετέ­θη ο θεμέ­λιος ΧΡΙΣΤΟΣ. Το θέμα δεν είναι εκεί. Το θέμα ξέρε­τε πού είναι; Εάν επί του θεμε­λί­ου αυτού εγώ τώρα τι οικο­δο­μώ, τι κτί­ζω. Έχω τον θεμέ­λιον. Αλλά τι κτί­ζω; Όπως έχο­με κάτι κυκλώ­πεια τεί­χη ‑όπου είναι, στην Πελο­πόν­νη­σο, στην Κρή­τη, όπου είναι, κυκλώ­πεια τεί­χη- και να πάω τώρα εκεί, δηλα­δή θεμέ­λια πάρα πολύ γερά, φοβε­ρά, ο θαυ­μα­σμός μας πώς τα σήκω­ναν αυτά τα θεμέ­λια, αυτές τις πέτρες, και πάω τώρα εγώ πάνω σ’ αυτά α θεμέ­λια να κτί­σω το σπι­τά­κι μου. Πωπω, φτώ­χεια…! Να κτί­σω το σπι­τά­κι μου. Ένα δύο δωμα­τιά­κια, για να πηγαί­νω να παρα­θε­ρί­ζω εκεί. Σε τέτοιον θεμέ­λιον πας να κτί­σεις την καλύ­βα σου; Το σπι­τά­κι σου; Το παρα­θε­ρι­στι­κό σου; Είσαι με τα καλά σου, άνθρω­πε; Το ερώ­τη­μα λοι­πόν είναι: Επ’ αυτού του θεμε­λί­ου που λέγε­ται ΧΡΙΣΤΟΣ, τι κτί­ζει ο καθέ­νας; Αυτό είναι το ζητού­με­νον.

Το θέμα δεν ανή­κει μόνον εις τον ποι­μέ­να· θα το δού­με λιγά­κι πιο κάτω. Τι θα με βοη­θή­σει ο ποι­μήν να κτί­σω εγώ. Αλλά το θέμα είναι και πώς εγώ ο ίδιος προ­σέ­χω, βλέ­πω να κτί­σω. Ο Παύ­λος τι κάνει εδώ; Υλο­ποιεί την εικό­να του κτι­σί­μα­τος και απα­ριθ­μεί: «Ε δέ τις ποι­κο­δο­με -είδα­τε το ποι­κο­δο­με. Δηλα­δή κτί­ζω επά­νω σε κάτι που υπάρ­χει. Αυτό θα πει: πι‑οκοδομ, ποι­κο­δομ»- π τν θεμέ­λιον τοτον (:τον καθο­ρι­σμέ­νον θεμέ­λιον) χρυ­σόν, ργυ­ρον, λίθους τιμί­ους ‑οι λίθοι οι τίμιοι δεν είναι δια­μάν­τια και τέτοια, αυτά τα μικρά πετρά­δια, αλλά είναι οι πολύ­τι­μες πέτρες, όπως είναι τα μάρ­μα­ρα επί παρα­δείγ­μα­τι-· λίθους –λοι­πόν- τιμί­ους, ξύλα, χόρ­τον, καλά­μην». Βάζει έξι υλι­κά. Αυτά τα υλι­κά, αγα­πη­τοί μου, τα χωρί­ζει σε δύο κατη­γο­ρί­ες. Και τι λέγει; Ότι ο καθέ­νας τι κτί­ζει; Σημαί­νει ότι ανα­λό­γως δια­μορ­φώ­νει την προ­σω­πι­κό­τη­τά του. Λέμε: «Αυτός σπου­δαί­ος άνθρω­πος, σπου­δαί­ος Χρι­στια­νός». Έκτι­σε επά­νω στον θεμέ­λιον ΧΡΙΣΤΟΣ, με χρυ­σόν, με άργυ­ρον κ.τ.λ. Ο άλλος… τιπο­τέ­νιος, με ξύλα, λέει, με χορ­τά­ρι, έκτι­σε την καλύ­βα του. Τι μπο­ρείς να κάνεις με ξύλα και χορ­τά­ρι και καλά­μι, καλα­μιά; Τι μπο­ρείς να κάνεις;

Αλλά το σπου­δαί­ον είναι, όταν θα έρθει εκεί­νη η ημέ­ρα… ποια ημέ­ρα; Της Κρί­σε­ως. Η ημέ­ρα η μεγά­λη. Η οποία ημέ­ρα είναι πυρ. Τι θα αντέ­ξει εις το πυρ εκεί­νο; Δηλα­δή, τι αντέ­χει εις την αιω­νιό­τη­τα από τα κτι­σί­μα­τα τα οποία έχω κάνει επά­νω εις την προ­σω­πι­κό­τη­τά μου; Ό,τι γίνε­ται και βιώ­νε­ται εν Χρι­στώ Ιησού, αυτό θα μεί­νει εις την αιω­νιό­τη­τα. Και μάλι­στα, λέει ο Παύ­λος, είναι η πίστις κ.λπ. λέει ο Παύ­λος «Πν δ οκ κ πίστε­ως, μαρ­τία στίν». «Οτι­δή­πο­τε έκα­νες, χωρίς να το δέσεις με την πίστιν, όχι μόνον θα χαθεί την ημέ­ρα εκεί­νη, αλλά και είναι επι­πλέ­ον και αμαρ­τία». Το κατα­λά­βα­τε αυτό; Δηλα­δή κάνω μία ελεη­μο­σύ­νη. Καθα­ρά καθα­ρά. Δεν είναι αρε­τή η ελεη­μο­σύ­νη; Σίγου­ρα ναι. Εάν δεν την κάνω στο όνο­μα του Ιησού Χρι­στού αλλά στο όνο­μα το δικό μου, δηλα­δή τι; Να ικα­νο­ποι­ή­σω το συναί­σθη­μά μου, να δώσω μία καλή εντύ­πω­ση εις τους γύρω μου που με βλέ­πουν να κάνω μία ελεη­μο­σύ­νη, να γρα­φεί τ’ όνο­μά μου εις εκεί­νους τους πίνα­κες, τις πλά­κες των δωρη­τών και των ευερ­γε­τών, δηλα­δή το ελα­τή­ριο τι είναι; Η κενο­δο­ξία είναι. Η προ­βο­λή είναι. Δεν το έκα­να λοι­πόν για τον Χρι­στό. Αυτό πηγαί­νει χαμέ­νο. Και όχι μόνο πηγαί­νει χαμέ­νο, αλλά επι­πλέ­ον μας λέγει ο Παύ­λος ότι είναι και αμαρ­τία αυτό το πράγ­μα. Ας το προ­σέ­ξο­με λοι­πόν.

Ένα ποτή­ρι νερού… τι ευτε­λέ­στε­ρον θα μπο­ρού­σε να γίνει, ένα ποτή­ρι νερού να δώσω κάπου. Και μάλι­στα λέγει ένας Ευαγ­γε­λι­στής, να είναι και δρο­σε­ρόν, κρύο, «νεα­ρόν δωρ», κρύο. Δηλα­δή φρε­σκο­αν­τλη­μέ­νο από το πηγά­δι. Να μην βαρε­θώ και πάω στην βρύ­ση της κου­ζί­νας μου εκεί στον νερο­χύ­τη, για­τί κάποιος μου ζήτη­σε νερό και το γεμί­σω ένα ποτή­ρι και του το δώσω. Θα πάω να βγά­λω από το πηγά­δι. Και λέγει ότι «αν αυτό το κάνε­τε εις το όνο­μα του Χρι­στού, σας βεβαιώ­νω», λέει ο Κύριος, «μν μν λέγω μν, η κίνη­σίς σας αυτή δεν θα πάει χαμέ­νη». Αντί­θε­τα, μπο­ρεί να μετέλ­θο­με έργα πολι­τι­στι­κά, λαμ­πρά και περί­τε­χνα, αλλά να μην δεθούν με το όνο­μα του Ιησού Χρι­στού, δεν αντέ­χουν στην αιω­νιό­τη­τα. Δεν αντέ­χουν. Ποιος αρνεί­ται ότι ο Ερμής του Πρα­ξι­τέ­λους είναι ένα θαυ­μά­σιο άγαλ­μα; Ποιος αρνεί­ται ότι η Αφρο­δί­τη της Μήλου, έχει τέτοια συμ­με­τρία… να είχα και­ρό να σας περι­γρά­ψω την συμ­με­τρία αυτού του αγάλ­μα­τος. Κατα­πλη­κτι­κό! Που σήμε­ρα μας το άρπα­ξαν οι Γάλ­λοι ‑οι έξυ­πνοι Ευρω­παί­οι, πάν­τα έξυ­πνοι, πάν­το­τε έξυ­πνοι, ναι- και το έχου­νε στο Λού­βρο. Λοι­πόν ας είναι. Το θέμα είναι τού­το. Όσα έργα πολι­τι­στι­κά καν κατα­σκευά­σω, φτιά­ξω, θαυ­μά­σω, απο­κτή­σω, ουδέν όφε­λος. Ουδέν όφε­λος. Εκεί­νο που θα κάνω, μόνον εάν δεθεί με τον Χρι­στόν, οτι­δή­πο­τε πολι­τι­στι­κό, δεθεί με τον Χρι­στόν, γίνει στο όνο­μα του Χρι­στού, αυτό θα αντέ­ξει την ημέ­ρα εκεί­νη ως πρά­ξις. Όχι βεβαί­ως ως κτί­ριο. Κάνω ένα ορφα­νο­τρο­φείο. Εάν το έκα­να για να μαζευ­τούν τα ορφα­νά παι­δά­κια κ.τ.λ. κ.τ.λ. δεν υπάρ­χει αντίρ­ρη­σις ότι θα κατα­στρα­φεί. Και μάλι­στα, πόσα κτί­στη­καν και πόσα κατα­στρέ­φον­ται μέχρι που να τελειώ­σει η ιστο­ρία. Εάν το έκα­να για το όνο­μα του Χρι­στού, θα μεί­νει η πρά­ξις μου. Όχι το κτί­ριο. Εάν δεν το έκα­να στο όνο­μα του Χρι­στού, αλλά για την δική μου την φήμη, θα πάει χαμέ­νο.

Ο Παύ­λος, λοι­πόν, ανέ­φε­ρε, όπως είδα­με, δύο κατη­γο­ρί­ες υλι­κών πολυ­τί­μων και ευτε­λών. Τα πολύ­τι­μα υλι­κά, είπα­με είναι ο χρυ­σός, ο άργυ­ρος, είναι οι τίμιοι λίθοι. Τι είναι τα άλλα; Με τα οποία κτί­ζον­ται μέγα­ρα, παλά­τια κτί­ζον­ται. Τα άλλα υλι­κά, ξύλα, χορ­τά­ρι, καλά­μι· που κτί­ζον­ται συνή­θως ευτε­λείς καλύ­βες. Το κάθε υλι­κό, το δοκι­μά­ζει το πυρ, όπως σας είπα. Έτσι και τα έργα μας, που εποι­κο­δο­μή­θη­καν στον θεμέ­λιον ΧΡΙΣΤΟΣ, το πυρ της ημέ­ρας εκεί­νης θα το δοκι­μά­σει.

Γρά­φει ο Παύ­λος: «κάστου τ ργον φανερν γενή­σε­ται (:το έργο του καθε­νός θα γίνει φανε­ρό) · γρ μέρα δηλώ­σει - Ποια ημέ­ρα; Εκεί­νη. Η μεγά­λη. Του Χρι­στού-· τι ν πυρ ποκα­λύ­πτε­ται (:θα περά­σουν από το πυρ της δοκι­μα­σί­ας)· κα κάστου τ ργον ποόν στι τ πρ δοκι­μά­σει. Ε τινος τ ργον μενε(:όποιου το έργον θα μεί­νει) πκοδό­μη­σε, μισθν λήψε­ται(:θα πάρει μισθόν)». Προ­σέξ­τε κάτι, αν θέλε­τε. Λέει «μισθόν λήψε­ται». Είναι κάτι παρα­πέ­ρα από το θέμα της σωτη­ρί­ας ο μισθός. Αν ο Παύ­λος σώθη­κε, σωθώ κι εγώ, μπο­ρώ να συγ­κρί­νω το δικό μου το έργο με το έργο του Παύ­λου; Και εκεί­νος σώθη­κε, και εγώ ας πού­με ότι μπο­ρώ να σωθώ. Ο μισθός είναι στο πόσο κοπί­α­σα. Τι έκα­να. «Μισθόν λήψε­ται». Και είναι γνω­στό, από κάποιες παρα­βο­λές που μας είπε ο Χρι­στός, υπάρ­χει δια­φο­ρο­ποί­η­σις στον μισθόν. Μπο­ρώ εγώ να έχω την πρώ­την θέσιν στην Βασι­λεία του Θεού εγώ ο τιπο­τέ­νιος, μπρο­στά σε έναν Παύ­λο; Είναι δυνα­τόν ποτέ; Ο Παύ­λος είπε: «στήρ στέ­ρος δια­φέ­ρει ν δόξ»· κ.λπ. κ.λπ.

Ακό­μη: «Ε τινος τ ργον κατα­κα­ή­σε­ται(:όποιου το έργο καεί), ζημιω­θή­σε­ται (:θα ζημιω­θεί), ατς δ σωθή­σε­ται, οτως δ ς δι πυρός». Εδώ υπάρ­χουν διά­φο­ρες ερμη­νεί­ες στο τελευ­ταί­ον ημι­στι­χί­ον. Ίσως η καλυ­τέ­ρα ερμη­νεία είναι η εξής: «Αυτός θα σωθεί, δηλα­δή θα βρε­θεί γυμνός»… πώς κάποια στιγ­μή είμαι στο σπί­τι μου και κοι­μά­μαι. Βέβαια, είμαι με το νυχτι­κό μου ας το πού­με. Κάποια στιγ­μή λοι­πόν, φωτιά, φωτιά στο σπί­τι! Δεν μου λέτε, εκεί­νη την ώρα, τι, θα πάω να πάρω τα ρού­χα μου από την ντου­λά­πα; Ή θα πετα­χτώ έξω; Το σπί­τι κάη­κε. Με όλα τα υπάρ­χον­τα. Εγώ πώς έμει­να; Γυμνός. Δηλα­δή χωρίς να έχω τίπο­τα. Έτσι θα βρε­θούν οι άνθρω­ποι, όταν δεν χτί­σουν σωστά, με σωστά υλι­κά. Θα μεί­νουν γυμνοί, τελεί­ως γυμνοί.

Και όπως λέει ο Ζιγα­βη­νός- προ­σέξ­τε αυτό: «Δια τν ξύλων καί το χόρ­του καί τς καλά­μης, τά διά­φο­ρα εδη τς τίμου κακί­ας τι εναι στίν». Δηλα­δή τι είναι αυτά τα δεύ­τε­ρα υλι­κά, ξύλα, καλά­μι κ.τ.λ; Είναι, λέει, τα άτι­μα έργα. Όχι τα.. ξέρω γω, μικρά. Ας πού­με, έδω­σα ένα λεπτό, ένα δίλε­πτο της χήρας ελεη­μο­σύ­νη. Δεν είναι αυτό. Ο Χρι­στός είπε ωραιό­τα­τα, ότι η γυναί­κα αυτή έβα­λε όλη της την περιου­σία. Το δίλε­πτον της χήρας. Επαι­νεί­ται. Είναι, λοι­πόν, τα άτι­μα έργα, τα ευτε­λή, τα τιπο­τέ­νια. Και προ­σθέ­τει ο Μέγας Αθα­νά­σιος: «Τάς πονη­ράς πρά­ξεις». Τι είναι αυτό; Επά­νω εις τον θεμέ­λιον ΧΡΙΣΤΟΣ, θέτω τις πονη­ρές μου πρά­ξεις, τις πορ­νεί­ες μου, τις μοι­χεί­ες μου, τις κλο­πές μου. Ναι. Ο άγιος Γρη­γό­ριος ο Νύσ­σης λέει: « τς κακί­ας φύσις τις ες οδέν λλο ες πυρός δαπά­νην παρα­σκευά­ζε­ται». Είναι η φύσις της κακί­ας, τα κακά έργα. Αυτά, λέει, παρασκευάζουν…τι παρα­σκευά­ζουν; Την δαπά­νη στην φωτιά. Και ο Ωρι­γέ­νης λέγει: «Τήν κακί­αν καί τά π’ ατς πρατ­τό­με­να καί τρο­πικς λεγό­με­να, ξύλα εναι ( :ότι είναι ξύλα, χόρ­τος και καλά­μι)». Είναι τα κακά έργα. Αλή­θεια, πώς κτί­ζο­με την οικο­δο­μή της υπάρ­ξε­ώς μας, αγα­πη­τοί μου; Πώς κτί­ζο­με;

Είναι όμως και το θέμα των ποι­μέ­νων. Όταν προ­σφέ­ρουν κηρύγ­μα­τα, τα οποία είναι εκκο­σμι­κευ­μέ­να για να προ­σελ­κύ­ουν, αλλά αυτά τα κηρύγ­μα­τα τα εκκο­σμι­κευ­μέ­να, δεν σώζουν.

Αγα­πη­τοί, αντι­λη­φθή­κα­με την σοβα­ρό­τη­τα των λεγο­μέ­νων υπό του Παύ­λου; Ανα­φέ­ρε­ται εις τους δια­κό­νους του λόγου του Θεού, αλλά και στον κάθε πιστό που εποι­κο­δο­μεί στην ύπαρ­ξή του την αγιό­τη­τα ή την κακία. Μην σας θαμ­πώ­νει ένα κήρυγ­μα τάχα σύγ­χρο­νον και ελκυ­στι­κό. Δεν σώζει. Για­τί πολ­λές φορές είναι εκκο­σμι­κευ­μέ­νο. Τέτοια κηρύγ­μα­τα δεν αντέ­χουν στην αιω­νιό­τη­τα και δεν οδη­γούν δηλα­δή στη σωτη­ρία το ποί­μνιο. Και το σωστό κήρυγ­μα, τάχα ανα­χρο­νι­σμέ­νο, το βάζο­με στην άκρη. «Α», λέει, «αυτά είναι παλιές αντι­λή­ψεις». Όχι, αγα­πη­τοί μου.

Εύχο­μαι σε όλους μας να απο­κτή­σο­με γνή­σια κρι­τή­ρια οικο­δο­μής της σωτη­ρί­ας μας. Τι θα μεί­νει ή τι θα καεί. Για­τί αλλιώ­τι­κα θα ζήσο­με την ημέ­ρα εκεί­νη την μεγά­λη, μεγά­λες εκπλή­ξεις… Είθε ο Κύριος να μας ελε­ή­σει.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

ψηφιο­ποί­η­ση της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας και επι­μέ­λεια:

Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος



ΠΗΓΕΣ:

  • Απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση ομι­λί­ας δια χει­ρός του αξιο­τί­μου κ. Αθα­να­σί­ου Κ.

  • http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_811.mp3

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ”)

Μία οἰκο­δο­μή

«Θεοῦ ἐσμεν συνερ­γοί· Θεοῦ γεώρ­γιον, Θεοῦ οἰκο­δο­μή ἐστε» (A’ Kop. 3,9)

ΔΕΝ ΕΙΝΕ, ἀγα­πη­τοί μου, δὲν εἶνε πολύς καί­ρός, ποὺ συνέ­βη στη Θεσ­σα­λο­νί­κη τὸ ἑξῆς. Σὲ κάποιο μέρος εἶχε χτί­ςτῆ μιὰ πολυ­κα­τοι­κία. Ὅλες οἱ ἐργα­σί­ες εἶχαν τελειώ­σει. Ἀπ ̓ ἔξω ἡ πολυ­κα­τοι­κία φαί­νον­ταν πολὺ ὡραία. Ἐσω­τε­ρι­κὰ εἶχε ὄμορ­φη διαρ­ρύθ­μι­σι. Σὲ λίγο τὰ δια­με­ρί­σμα­τα νοι­κιά­στη­καν. Οἱ ἐνοι­κια­σταὶ ἔβα­λαν καὶ τηλε­ο­ρά­σεις. Ὅλα στὴν πολυ­κα­τοι­κία φαι­νόν­του­σαν εὐχά­ρι­στα. Ἀλλὰ ξαφ­νι­κὰ ἦρθε ἡ συμ­φο­ρά. Ἐνῷ αὐτοὶ ποὺ κάθον­ταν μέσα εἶχαν ἀνοί­ξει τὰ ῥαδιό­φω­να καὶ τὶς τηλε­ο­ρά­σεις κ ̓ ἔβλε­παν κι ἄκου­γαν εὐχά­ρι­στα γι ̓ αὐτοὺς πράγ­μα­τα, ἡ πολυ­κα­τοι­κία σεί­στη­κε. Ὅλοι τρό­μα­ξαν. Νόμι­σαν πὼς ἔφτα­σε τὸ τέλος τους, κ ̓ ἔτρε­ξαν νὰ φύγουν τὸ γρη­γο­ρώ­τε­ρο ἀπ ̓ τὴν πολυ­κα­τοι­κία. Τί εἶχε συμ­βῆ; σει­σμός;

Ὄχι. Ὁ μηχα­νι­κός, ποὺ εἶχε ἀνα­λά­βει νὰ χτί­σῃ τὴν πολυ­κα­τοι­κία, δὲν πρό­σε­ξε τὰ θεμέ­λια. Έβα­λε θεμέ­λια σὲ μέρος ποὺ τὸ ἔδα­φος δὲν ἦταν στε­ρεό. Ἔτσι ἡ πολυ­κα­τοι­κία μὲ τὸ βάρος της «κάθι­σε», καὶ γι’ αὐτὸ κλο­νί­στη­κε. Ἡ πολυ­κα­τοι­κία ἔμει­νε μόνο μὲ τὰ ἔπι­πλα, τὰ ῥαδιό­φω­να καὶ τὶς τηλε­ο­ρά­σεις. Ἔμει­νε ἔρη­μη ἀπὸ ἀνθρώ­πους. Κρί­θη­κε τέλος σὰν ἐπι­κίν­δυ­νη γιὰ τὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώ­πων, καὶ συνερ­γεῖα τῆς μηχα­νι­κῆς ὑπη­ρε­σί­ας ἦρθαν καὶ τὴν κατε­δά­φι­σαν…

Ἔτσι γκρε­μί­στη­κε μιὰ πολυ­κα­τοι­κία στὴ Θεσ­σα­λο­νί­κη. Καὶ δὲν εἶνε ἡ μόνη. Κι ἄλλες οἰκο­δο­μὲς ποὺ χτί­ζον­ται γκρε­μί­ζον­ται καὶ σκο­τώ­νουν τοὺς ἀνθρώ­πους, ποὺ δὲν προ­λα­βαί­νουν νὰ βγοῦν ἔξω. Δυστυ­χῶς! Γιὰ νὰ κερ­δί­σουν περισ­σό­τε­ρα χρή­μα­τα μηχα­νι­κοὶ καὶ ἐργο­λά­βοι, δὲν προ­σέ­χουν τὰ θεμέ­λια. Τὰ θεμέ­λια δεν φαί­νον­ται· εἶνε κρυμ­μέ­να κάτω ἀπ’ τὴ γῆ, καὶ δὲν τὰ κοι­τά­ζει κανείς. Ἐνῷ τὸ ὑπό­λοι­πο μέρος τῆς οἰκο­δο­μῆς φαί­νε­ται, καὶ ἀναγ­κα­στι­κὰ τὸ προ­σέ­χουν, γιὰ νὰ φαν­τά­ζῃ καὶ νὰ ἑλκύῃ. Ἀλλὰ τί τὸ ὄφε­λος νὰ εἶνε ὅλα τακτο­ποι­η­μέ­να κι ὄμορ­φα, καὶ τὰ θεμέ­λια τῆς οἰκο­δο­μῆς νὰ μὴν εἶνε στε­ρεά; Οικο­δο­μές χωρίς στε­ρεὰ θεμέ­λια ἀργὰ ἢ γρή­γο­ρα πέφτουν καὶ γίνον­ται ἐρεί­πια.

Ἀλλὰ για­τί μιλᾶ­με ἐδῶ γιὰ οἰκο­δο­μὲς καὶ θεμέ­λια; Τί μᾶς ἐνδια­φέ­ρουν; Θὰ μοῦ πῆτε Ἐμεῖς δὲν εἴμα­στε οὔτε μηχα­νι­κοὶ οὔτε ἐργο­λά­βοι, οὔτε λεφτὰ ἔχου­με γιὰ ν’ ἀγο­ρά­ζου­με δια­με­ρί­σμα­τα καὶ πολυ­κα­τοι­κί­ες. Εἴμα­στε φτω­χοὶ ἄνθρω­ποι. Μένου­με στο σπι­τά­κι μας, ποὺ ἔμε­ναν κ’ οἱ γονεῖς μας κ’ οἱ παπ­ποῦ­δες μας. Πᾶνε τώρα 200 χρό­νια, ποὺ χτί­στη­κε τὸ πατρι­κό μας σπί­τι, καὶ δὲν ἔχει πάθει τίπο­τε. Στὸ πατρι­κὸ αὐτὸ σπί­τι μένου­με κ’ ἐμεῖς τώρα, καὶ δὲν τὸ ἀλλά­ζου­με μὲ ὅλες τὶς πολυ­κα­τοι­κί­ες καὶ τοὺς οὐρα­νο­ξύ­στες τῆς Νέας Υόρ­κης. Στε­ρεὰ σπί­τια, φίλε μου, στε­ρεὰ σπί­τια πρέ­πει νὰ ζητοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρω­ποι, γιὰ νὰ μένουν ἐκεῖ μέσα μὲ ἀσφά­λεια…

Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ τὶς ὑλι­κὲς αὐτὲς οἰκο­δο­μές, ποὺ ὅλοι ξέρου­με, ὑπάρ­χει καὶ μιὰ ἄλλη οἰκο­δο­μή, οἰκο­δο­μὴ πνευ­μα­τι­κή, ποὺ τὸ ἕνα μέρος της εἶνε ὁρα­τὸ καὶ τὸ ἄλλο μέρος ἀόρα­το. Εἶνε οἰκο­δο­μή, ποὺ ἀρχί­ζει ἀπὸ τὴ γῆ καὶ φτά­νει στὰ ἄστρα. Μιὰ οἰκο­δο­μή, ποὺ ξεπερ­νά­ει σὲ τάξι, σὲ ὀμορ­φιὰ καὶ σὲ στε­ρε­ό­τη­τα κάθε ἄλλη οἰκο­δο­μή. Γι’ αὐτὴ τὴν οἰκο­δο­μή, τὴν πνευ­μα­τι­κὴ οἰκο­δο­μή, μιλά­ει σήμε­ρα ὁ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος.

Ποιά εἶνε ἡ πνευ­μα­τι­κὴ αὐτὴ οἰκο­δο­μή; Εἶνε ἡ Ἐκκλη­σία. Ἀλλ’ ὅταν λέμε Ἐκκλη­σία τί πρέ­πει νὰ ἐννο­οῦ­με; Τὸ ναὸ τῆς ἐνο­ρί­ας μας, τὸ κτή­ριο δηλα­δή, ποὺ ἔχου­με χτί­σει γιὰ νὰ μαζευώ­μα­στε ἐκεῖ καὶ νὰ λατρεύ­ου­με τὸν Κύριο; Βέβαια καὶ τὸ κτή­ριο λέγε­ται ἐκκλη­σία. Ἀλλὰ Ἐκκλη­σία κυρί­ως εἶνε ὅλοι ἐκεῖ­νοι, ποὺ πιστεύ­ουν στο Χρι­στό, κοι­νω­νοῦν τὰ ἄχραν­τα μυστή­ρια καὶ συν­δέ­ον­ται μετα­ξύ τους μὲ τὴν ἀγά­πη τοῦ Χρι­στοῦ καὶ θεω­ρεῖ ὁ ἕνας τὸν ἄλλο ἀδελ­φό. Αὐτοὶ ἀπο­τε­λοῦν τὴν Ἐκκλη­σία, τὴν πνευ­μα­τι­κὴ οἰκο­δο­μή, γιὰ τὴν ὁποία μιλά­ει ὁ Παῦ­λος. Καὶ τὴν ὀνο­μά­ζει ἔτσι τὴν Ἐκκλη­σία ὁ Παῦ­λος, για­τί ὑπάρ­χουν ὁμοιό­τη­τες μετα­ξὺ τῆς ὑλι­κῆς καὶ τῆς πνευ­μα­τι­κῆς οἰκο­δο­μῆς. Κοι­τάξ­τε μερι­κές.

Μιὰ οἰκο­δο­μή, γιὰ νά ’νε στε­ρεά, πρέ­πει νά ‘χῃ γερό θεμέ­λιο. Πρέ­πει νά ‘νε χτί­ςμέ­νη πάνω σὲ βρά­χο. Ἔτσι κ’ ἡ Ἐκκλη­σία, ἡ πνευ­μα­τι­κὴ οἰκο­δο­μή, ἔχει θεμέ­λιο. Θεμέ­λιο δὲ στε­ρεὸ καὶ ἀκλό­νη­το τῆς Ἐκκλη­σί­ας εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χρι­στός. Θεμέ­λιο εἶνε ἡ πίστι στὸ Χρι­στό, ἡ πίστι ὅτι ὁ Χρι­στὸς δὲν εἶνε ἁπλὸς ἄνθρω­πος, ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρω­ποι, ἀλλ’ εἶνε καὶ Θεός, ὁ ἀλη­θι­νός Θεός, ποὺ κατέ­βη­κε ἀπ’ τὰ οὐρά­νια ἐδῶ στὴ γῆ, φόρε­σε σάρ­κα ἀνθρώ­πι­νη, ἐμφα­νί­σθη­κε σὰν ἄνθρω­πος, πεί­να­σε, δίψα­σε, κήρυ­ξε, σταυ­ρώ­θη­κε, ἀνα­στή­θη­κε καὶ ἀνα­λή­φθη­κε στοὺς οὐρα­νούς, καὶ θὰ ἔρθῃ καὶ πάλι γιὰ νὰ κρί­νῃ τὸν κόσμο. Ὁ Χρι­στὸς εἶνε τὸ Α καὶ τὸ Ω. Ὁ Χρι­στὸς εἶνε τὸ πᾶν.

Πάνω στὴν πίστι αὐτὴ εἶνε χτί­ςμέ­νη ἡ πνευ­μα­τι­κὴ οἰκο­δο­μή, ἡ Ἐκκλη­σία. Τὸ εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Χρι­στὸς στὸν Πέτρο, ὅταν ὁ Πέτρος ὡμο­λό­γη­σε πὼς ὁ Χρι­στὸς εἶνε ὁ ἀλη­θι­νὸς Θεός. Σύ, εἶπε ὁ Χρι­στὸς στὸν Πέτρο, μὲ τὴν πίστι αὐτὴ πρέ­πει νὰ ὀνο­μά­ζε­σαι Πέτρος. Καὶ σὲ βεβαιώ­νω, πώς πάνω στὴν πίστι αὐτὴ θὰ χτί­σω τὴν Ἐκκλη­σία μου, καί θά ’νε τόσο στε­ρεὰ κι ἀκλό­νη­τη ἡ Ἐκκλη­σία, ὥστε ὅλοι οἱ σατα­νᾶ­δες νὰ βγοῦν ἀπ’ τὸ σκο­τει­νό τους βασί­λειο καὶ νὰ τὴν πολε­μή­σουν, δὲν θὰ μπο­ρέ­σουν νὰ τὴ νική­σουν. Αὐτὸ τὸ νόη­μα ἔχουν τὰ λόγια τοῦ Χρι­στοῦ· «Σὺ εἶ Πέτρος, καὶ ἐπὶ ταύ­τῃ τῇ πέτρᾳ οἰκο­δο­μή­σω μου τὴν ἐκκλη­σί­αν, καὶ πύλαι ᾅδου οὐ κατί­ςχύ­σου­σιν αὐτῆς» (Ματθ. 16,18).

Ὅπως πάνω σ’ ἕνα θεμέ­λιο οἱ χτί­στες τοπο­θε­τοῦν πέτρες, ἄλλες μικρό­τε­ρες κι ἄλλες μεγα­λύ­τε­ρες, καὶ τὶς συν­δέ­ουν μετα­ξύ τους μὲ ἀσβέ­στη καὶ γίνον­ται ὅλες ἕνα σῶμα, ἔτσι καὶ στὴν Ἐκκλη­σία. Ὅσοι πιστεύ­ουν στὸ Χρι­στὸ δὲν εἶνε ψυχι­κὰ ὁ ἕνας μακριὰ ἀπ ̓ τὸν ἄλλο, ἀλλὰ σὰν πέτρες πελε­κη­μέ­νες τοπο­θε­τοῦν­ται ὁ ἕνας κον­τὰ στὸν ἄλλο καὶ συν­δέ­ον­ται κι ἀπο­τε­λοῦν ἕνα σῶμα, μιὰ κοι­νω­νία. Ασβέ­στης, ποὺ κολ­λά­ει τὴ μιὰ πέτρα μὲ τὴν ἄλλη στὴ θεία αὐτὴ οἰκο­δο­μή, εἶνε ἡ ἀγά­πη. Χωρὶς τὴν ἀγά­πη ἡ ἕνω­σις τῶν χρι­στια­νῶν μοιά­ζει μ ̓ ἕναν τοῖ­χο, ποὺ εἶνε χτί­ςμέ­νος χωρὶς ἀσβέ­στη καὶ εἶνε εὔκο­λο νὰ γκρε­μι­στῇ σὲ μιὰ πλημ­μύ­ρα. Χτί­στες, ποὺ πρέ­πει νὰ πελε­κοῦν τίς πέτρες, δηλα­δὴ νὰ διορ­θώ­νουν τοὺς χρι­στια­νοὺς ἀπ’ τίς κακί­ες καὶ τὰ ἐλατ­τώ­μα­τά τους, εἶνε οἱ ἱερεῖς. Καὶ ὅπως σὲ μιὰ οἰκο­δο­μὴ ὑπάρ­χει εἰδι­κὴ μηχα­νή, τὸ ἀνα­βα­τό­ριο, ποὺ παίρ­νει τίς πέτρες ἀπ’ τὴ γῆ καὶ τὶς ἀνε­βά­ζει ψηλὰ γιὰ νὰ χτί­ςτοῦν στὸ κατάλ­λη­λο μέρος, ἔτσι μηχα­νή μπο­ροῦ­με νὰ ποῦ­με, ποὺ παίρ­νει τοὺς χρι­στια­νοὺς ἀπὸ χαμη­λὰ καὶ τοὺς ἀνε­βά­ζει ψηλά, εἶνε ὁ σταυ­ρὸς τοῦ Χρι­στοῦ. Ναί! Ὁ σταυ­ρός, λέει κάποιος ἅγιος, σὰν μηχα­νὴ παίρ­νει τοὺς πιστοὺς καὶ τοὺς ἀνε­βά­ζει στὰ ὕψη. Δὲν θὰ μπο­ροῦ­σε ν’ ἀπο­κτή­σῃ ὕψος ἡ πνευ­μα­τι­κὴ οἰκο­δο­μὴ χωρὶς τὴ δύνα­μι τοῦ σταυ­ροῦ.

* * *

Αγα­πη­τοί μου! Οἰκο­δο­μὴ ποὺ ἀρχί­ζει ἔχει καὶ τέλος. Ἀλλ ̓ ἡ πνευ­μα­τι­κὴ οἰκο­δο­μή, ἡ Ἐκκλη­σία, 20 αἰῶ­νες τώρα χτί­ζε­ται συνε­χῶς. Νέοι χρι­στια­νοὶ σὰν ζων­τα­νὰ λιθά­ρια προ­στί­θεν­ται, καὶ ἡ οἰκο­δο­μὴ διαρ­κῶς προ­χω­ρεῖ, καὶ κανέ­νας δὲν θὰ μπο­ρέ­σῃ νὰ στα­μα­τή­σῃ τὴν πρό­ο­δο τῆς οἰκο­δο­μῆς αὐτῆς. Θὰ αὐξά­νῃ μέχρι τῆς συν­τε­λεί­ας τῶν αἰώ­νων, μέχρι νὰ προ­στε­θῇ κι ὁ τελευ­ταῖ­ος πιστός.

Σ’ αὐτὴ τὴν οἰκο­δο­μή, στὴν Ὀρθό­δο­ξο Ἐκκλη­σία, ἀνή­κου­με κ ̓ ἐμεῖς, ἀγα­πη­τοί μου. Μεγά­λοι πατέ­ρες, ἅγιοι καὶ μάρ­τυ­ρες ἦταν στῦ­λοι καὶ κολῶ­νες. Ἐμεῖς τί εἴμα­στε; Εὐτυ­χι­σμέ­νοι θὰ εἴμα­στε, ἂν γίνου­με ἕνα μικρό λιθα­ρά­κι μέσα στὴν ἀπέ­ραν­τη καὶ μεγα­λειώ­δη οἰκο­δο­μή, που λέγε­ται Ὀρθό­δο­ξος Ἐκκλη­σία.

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek