ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ

Αποστολική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ — Ρωμ. (ΙΕ΄ 1 — 7)

Προς Ρωμαί­ους, κεφά­λαιο ΙΕ΄, εδά­φια 1–7

1 φεί­λο­μεν δ μες ο δυνα­το τ σθενματα τν δυντων βαστζειν, κα μ αυτος ρσκειν. 2 καστος μν τ πλησον ρεσκτω ες τ γαθν πρς οκοδομν· 3 κα γρ Χριστς οχ αυτ ρεσεν, λλ καθς γγρα­πται, ο νει­δι­σμο τν νει­διζντων σε ππεσον π᾿ μ. 4 σα γρ προ­ε­γρφη, ες τν μετραν διδα­σκαλαν προ­ε­γρφη, να δι τς πομονς κα τς παρακλσεως τν γραφν τν λπδα χωμεν. 5 δ Θες τς πομονς κα τς παρακλσεως δη μν τ ατ φρο­νεν ν λλλοις κατ Χριστν ᾿Ιησον, 6 να μοθυ­μαδν ν ν στματι δοξζητε τν Θεν κα πατρα το Κυρου μν ᾿Ιησο Χρι­στο. 7 Δι προ­σλαμβνεσθε λλλους, καθς κα Χριστς προ­σελβετο μς ες δξαν Θεο.

Όσοι έχου­με δυνα­τή πίστη οφεί­λου­με να ανε­χό­μα­στε τις αδυ­να­μί­ες αυτών που έχουν αδύ­να­μη πίστη, και να μην κάνου­με ό,τι αρέ­σει σ’ εμάς. Η συμ­πε­ρι­φο­ρά του καθε­νός μας να είναι αρε­στή στον πλη­σί­ον, ώστε να τον βοη­θά­ει να προ­κό­βει στο αγα­θό κι έτσι να συν­τε­λεί στην οικο­δο­μή της εκκλη­σί­ας. Άλλω­στε, κι ο Χρι­στός δεν έζη­σε για να ευα­ρε­στή­σει τον εαυ­τό του, αλλά, όπως λέει η Γρα­φή, οι ύβρεις όσων σ’ έβρι­ζαν, Θεέ, έπε­σαν πάνω μου. Να ξέρε­τε ότι όσα γρά­φτη­καν στις Γρα­φές, έχουν γρα­φτεί για να μας διδά­σκουν. Έτσι, με την υπο­μο­νή και την ενθάρ­ρυν­ση που δίνει η Γρα­φή, θα στη­ρι­χτεί η ελπί­δα μας. Είθε ο Θεός, που χαρί­ζει την υπο­μο­νή και την ενθάρ­ρυν­ση, να σας δώσει την ομό­νοια σύμ­φω­να με το θέλη­μα του Ιησού Χρι­στού. Έτσι, όλοι μαζί με μια φωνή θα δοξά­ζε­τε το Θεό, τον Πατέ­ρα του Κυρί­ου μας Ιησού Χρι­στού. Να δέχε­στε ο ένας τον άλλο, όπως δέχτη­κε κι εσάς ο Χρι­στός, για να δοξά­ζε­ται ο Θεός. 

1 Οφεί­λου­με εμείς οι δυνα­τοί στην πίστη και στην αρε­τή να δεί­χνου­με ανε­κτι­κό­τη­τα και συμ­πά­θεια στις αδυ­να­μί­ες των αδύ­να­των στην πίστη ανθρώ­πων, και να μην κάνου­με εκεί­να που αρέ­σουν στον εαυ­τό μας. 2 Ο καθέ­νας μας, δηλα­δή, ας γίνε­ται αρε­στός στο διπλα­νό του, για να συν­τε­λεί στο καλό του και να τον οικο­δο­μεί στην αρε­τή. 3 Διό­τι κι ο Χρι­στός δεν απέ­φυ­γε εκεί­να που ήταν κοπια­στι­κά και δυσά­ρε­στα στον εαυ­τό Του, ούτε προ­τί­μη­σε τα ανα­παυ­τι­κά και τιμη­τι­κά, αλλά όπως ανα­φέ­ρε­ται στην Αγία Γρα­φή: «Οι βρι­σιές και οι βλα­σφή­μιες εκεί­νων που σε βλα­σφη­μούν, ουρά­νιε Πατέ­ρα, έπε­σαν επά­νω μου». 4 Και σας φέρ­νω τη μαρ­τυ­ρία αυτή της Αγί­ας Γρα­φής, διό­τι όσα γρά­φτη­καν στο παρελ­θόν από τους θεό­πνευ­στους άνδρες, γρά­φτη­καν για τη δική μας διδα­σκα­λία, για να κρα­τού­με στε­ρεά την ελπί­δα με την υπο­μο­νή και την παρη­γο­ριά και την ενί­σχυ­ση που δίνουν οι Άγιες Γρα­φές.

5 Και ο Θεός που χαρί­ζει σε όλους μας την υπο­μο­νή και την παρη­γο­ριά, μακά­ρι να σας δώσει να έχε­τε όλοι μετα­ξύ σας τις ίδιες σκέ­ψεις και τα ίδια φρο­νή­μα­τα, και να ζεί­τε διαρ­κώς με ομό­νοια σύμ­φω­να με το θέλη­μα του Ιησού Χρι­στού, 6 για να δοξά­ζε­τε με μια ψυχή και μ’ ένα στό­μα τον Ύψι­στο, ο οποί­ος είναι Θεός του Κυρί­ου μας Ιησού Χρι­στού ως προς την ανθρώ­πι­νη φύση Του, και Πατέ­ρας Του ως προς τη θεία του φύση. 7 Για να κατορ­θώ­σε­τε όμως όλοι σας σαν ένας άνθρω­πος και με μια καρ­διά να δοξά­ζε­τε τον Θεό, σας συνι­στώ να δέχε­στε με αγά­πη ο ένας τον άλλον, όπως και ο Χρι­στός σας δέχθη­κε όλους και σας έκα­νε αγα­πη­τούς και δικούς του, για να δοξά­ζε­ται ο Θεός.

Ὀφεί­λου­με δὲ ἐμεῖς οἱ δυνα­τοὶ νὰ βαστά­ζω­με τὶς ἀδυ­να­μί­ες τῶν ἀδυ­νά­των, καὶ νὰ μὴ κάνω­με ὅ,τι μᾶς ἀρέ­σει. Kαθέ­νας ἀπὸ μᾶς ἂς φρον­τί­ζῃ νὰ ἀρέ­σῃ στὸν πλη­σί­ον σὲ ὅ,τι εἶναι καλό, γιὰ νὰ τὸν οἰκο­δο­μῇ. Διό­τι καὶ ὁ Xρι­στὸς δὲν ἐπι­δί­ω­ξε ν’ ἀρέ­σῃ στὸν ἑαυ­τό του, ἀλλὰ συνέ­βη καθὼς εἶναι γραμ­μέ­νο: Oἱ ὕβρεις τῶν ὑβρι­στῶν σου ἔπε­σαν ἐπά­νω μου. Ὅσα δὲ γρά­φτη­καν κατὰ τὸ παρελ­θόν, γρά­φτη­καν ἀπὸ πρω­τύ­τε­ρα γιὰ νὰ διδά­ξουν ἐμᾶς, ὥστε μὲ τὴν ὑπο­μο­νὴ καὶ τὴν ἐνί­σχυ­σι, ποὺ δίνουν οἱ Γρα­φές, νὰ κρα­τοῦ­με τὴν ἐλπί­δα. Ὁ δὲ Θεός, ποὺ εἶναι ἡ πηγὴ τῆς ὑπο­μο­νῆς καὶ τῆς ἐνι­σχύ­σε­ως, εἴθε νὰ σᾶς δώσῃ νὰ ἔχε­τε τὸ αὐτὸ ἐνδια­φέ­ρον ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλο κατὰ τὸ παρά­δειγ­μα τοῦ Ἰησοῦ Xρι­στοῦ, ὥστε (συν­δε­ό­με­νοι μὲ τὴν ἀμοι­βαία ἀγά­πη καὶ τὸ ἀμοι­βαῖο ἐνδια­φέ­ρον) νὰ δοξά­ζε­τε μὲ μιὰ ψυχὴ καὶ μ’ ἕνα στό­μα τὸ Θεὸ καὶ Πατέ­ρα τοῦ Kυρί­ου μας Ἰησοῦ Xρι­στοῦ. Γι’ αὐτὸ νὰ δέχε­σθε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, ὅπως καὶ ὁ Xρι­στὸς δέχθη­κε ἐσᾶς, γιὰ νὰ δοξά­ζε­ται ὁ Θεός. 

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (Ερμη­νεία Περι­κο­πής)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ

Αφού λοι­πόν ο Παύ­λος απέ­δω­σε την δοξο­λο­γία προς τον Θεό, πάλι από την ευχή προ­χω­ρεί σε παραί­νε­ση, στρέ­φον­τας τον λόγο στους πιο δυνα­τούς κατά την πίστη και λέγον­τας τα εξής: «Ὀφεί­λο­μεν δὲ ἡμεῖς οἱ δυνα­τοὶ τὰ ἀσθε­νή­μα­τα τῶν ἀδυ­νά­των βαστά­ζειν, καὶ μὴ ἑαυ­τοῖς ἀρέ­σκειν(:οφεί­λου­με εμείς οι δυνα­τοί στην πίστη και στην αρε­τή να δεί­χνου­με ανε­κτι­κό­τη­τα και συμ­πά­θεια στις αδυ­να­μί­ες των αδυ­νά­των στην πίστη ανθρώ­πων και να μην κάνου­με εκεί­να που αρέ­σουν στον εαυ­τό μας)»[Ρωμ.15,1].

Είδες πώς εξύ­ψω­σε αυτούς με τους επαί­νους, όχι με το να τους πει μόνο δυνα­τούς, αλλά και με το να τους τοπο­θε­τή­σει μαζί με τον εαυ­τό του; Και όχι μόνο έτσι, αλλά και τους παρα­κι­νεί πάλι με το χρή­σι­μο και το ευχά­ρι­στο. «Για­τί εσύ βέβαια είσαι δυνα­τός», λέγει, «και όταν δεί­χνεις συγ­κα­τά­βα­ση δεν βλά­πτε­σαι καθό­λου αλλά σε εκεί­νον ο κίν­δυ­νος είναι για τα χει­ρό­τε­ρα κακά, αν δεν βαστά­ζε­ται». Και δεν είπε «να βαστά­ζου­με τους αδυ­νά­τους», αλλά «τις αδυ­να­μί­ες των αδυ­νά­των ανθρώ­πων», για να παρα­κι­νή­σει και να οδη­γή­σει τον δυνα­τό σε ευσπλα­χνία, όπως και αλλού λέγει: «ἐὰν κα προ­λη­φθ νθρω­πος ν τινι παρα­πτματι, μες ο πνευ­μα­τι­κο καταρτζετε τν τοιοτον ν πνεματι πρᾳότητος(:εάν από αδυ­να­μία πέσει ένας άνθρω­πος σε κάποιο αμάρ­τη­μα, εσείς που είστε πνευ­μα­τι­κά ισχυ­ροί, να τον διορ­θώ­νε­τε και να τον παι­δα­γω­γεί­τε με πνεύ­μα πρα­ό­τη­τας)»[Γαλ.6,1].

Έγι­νες δυνα­τός; Από­δω­σε την αμοι­βή στον Θεό που σε έκα­νε τέτοιον και θα την απο­δώ­σεις, αν διορ­θώ­νεις την ασθέ­νεια του αρρώ­στου. Καθό­σον και εμείς ήμα­σταν ασθε­νείς, αλλά γίνα­με δυνα­τοί από τη θεία χάρη. Και αυτό δεν πρέ­πει να το κάνεις μόνο στην περί­πτω­ση αυτή, αλλά και σε εκεί­νους που πάσχουν από δια­φο­ρε­τι­κή αρρώ­στια, όπως αν κάποιος είναι οξύ­θυ­μος, αν είναι υβρι­στής, αν έχει κάποιο άλλο παρό­μοιο ελάτ­τω­μα, να τον βαστά­ζεις.

Και πώς θα μπο­ρού­σε να γίνει αυτό, άκου­σε τα επό­με­να. Για­τί, αφού είπε: «οφεί­λου­με να βαστά­ζου­με», πρό­σθε­σε: «και να μην κάνου­με όσα αρέ­σουν στον εαυ­τό μας»: «καστος ἡμῶν τῷ πλη­σί­ον ἀρε­σκέ­τω εἰς τὸ ἀγα­θὸν πρὸς οἰκο­δο­μήν(: ο καθέ­νας μας δηλα­δή ας γίνε­ται αρε­στός στον διπλα­νό του, για να συν­τε­λεί στο καλό του και να τον οικο­δο­μεί στην αρε­τή)»[Ρωμ.15,2].Αυτό που λέγει σημαί­νει το εξής: Είσαι δυνα­τός; Ας γνω­ρί­ζει τη δύνα­μή σου ο ασθε­νής· εκεί­νος ας μαθαί­νει τη δύνα­μή σου, σε εκεί­νον να αρέ­σεις. Και δεν είπε απλώς: «να αρέ­σεις», αλλά «για το καλό του»· και όχι απλώς για το καλό του, για να μη λέγει ο τέλειος «ιδού, τον έλκω στο καλό», αλλά πρό­σθε­σε «για την οικο­δο­μή του». Επο­μέ­νως είτε είσαι πλού­σιος, είτε έχεις εξου­σία, να μην κάνεις εκεί­να που αρέ­σουν στον εαυ­τό σου, αλλά στον φτω­χό και σε αυτόν που έχει ανάγ­κη· για­τί έτσι και την αλη­θι­νή δόξα θα απο­λαύ­σεις και πολ­λή ωφέ­λεια θα προ­κα­λέ­σεις. Για­τί η δόξα των κοσμι­κών πραγ­μά­των αμέ­σως εξα­φα­νί­ζε­ται, ενώ των πνευ­μα­τι­κών μένει, αν το κάνεις αυτό για την οικο­δο­μή του. Γι’ αυτό από όλους το ζητά­ει αυτό· όχι δηλα­δή ο τάδε και ο τάδε, αλλά «ο καθέ­νας σας».

Στη συνέ­χεια, επει­δή διέ­τα­ξε κάτι μεγά­λο και πρό­στα­ξε να αφή­σουν τη δική τους τελειό­τη­τα για να διορ­θώ­σουν την αδυ­να­μία του άλλου, πάλι τον Χρι­στό παρου­σιά­ζει στη μέση λέγον­τας: «κα γρ Χριστς οχ αυτ ρεσεν, λλ καθς γέγρα­πται, ο νει­δι­σμο τν νει­δι­ζόν­των σε πέπε­σον π᾿ μέ(:διό­τι και ο Χρι­στός δεν απέ­φυ­γε εκεί­να που ήταν κοπια­στι­κά και δυσά­ρε­στα στον εαυ­τό Του, ούτε προ­τί­μη­σε τα ανα­παυ­τι­κά και τιμη­τι­κά, αλλά όπως ανα­φέ­ρε­ται στην Αγία Γρα­φή: “οι βρι­σιές και οι βλα­σφη­μί­ες εκεί­νων που σε βλα­σφη­μούν, ουρά­νιε Πατέ­ρα, έπε­σαν επά­νω μου”)», πράγ­μα που πάν­το­τε κάνει.

Καθό­σον όταν μιλού­σε για την ελεη­μο­σύ­νη, Αυτόν παρου­σί­α­σε λέγον­τας: «Γινώ­σκε­τε γρ τν χάριν το Κυρί­ου μν ησο Χρι­στο, τι δι᾿ μς πτώ­χευ­σε πλού­σιος ν, να μες τ κεί­νου πτω­χεί πλου­τή­ση­τε(:διό­τι γνω­ρί­ζε­τε καλά τη χάρη που έδει­ξε ο Κύριός μας Ιησούς Χρι­στός· διό­τι, ενώ ήταν πλού­σιος, λόγω του απεί­ρου μεγα­λεί­ου της θεό­τη­τάς Του, έγι­νε για σας φτω­χός. Και φόρε­σε τη φτω­χή ανθρώ­πι­νη φύση και έγι­νε άνθρω­πος, για να γίνε­τε εσείς πλού­σιοι πνευ­μα­τι­κά με τη φτώ­χεια Εκεί­νου)» [Β΄Κορ.8,9]. Και όταν προ­έ­τρε­πε για αγά­πη, από εκεί προ­έ­τρε­ψε, λέγον­τας: «καθς κα Χριστς γάπη­σε τν κκλη­σί­αν κα αυτν παρέ­δω­κεν πρ ατς(:όπως και ο Χρι­στός αγά­πη­σε την Εκκλη­σία και παρέ­δω­σε τον εαυ­τό Του σε θάνα­το για χάρη της)» [Εφ.5,25].

Και όταν συμ­βού­λε­ψε να υπο­μέ­νου­με την αισχύ­νη και τους κιν­δύ­νους, σε Αυτόν κατέ­φυ­γε, λέγον­τας: «φορντες ες τν τς πίστε­ως ρχηγν κα τελειωτν ησον, ς ντ τς προ­κει­μέ­νης ατ χαρς πέμει­νε σταυ­ρόν, ασχύ­νης κατα­φρο­νή­σας, ν δεξι τε το θρό­νου το Θεο κεκά­θι­κεν(:και που­θε­νά αλλού ας μη στρέ­φου­με τα βλέμ­μα­τά μας κα την προ­σο­χή μας παρά μόνο στον Ιησού, που είναι ο αρχη­γός και θεμε­λιω­τής της πίστε­ώς μας και μας τελειο­ποιεί σε αυτήν. Αυτός, για τη χαρά που είχε μπρο­στά Του και θα δοκί­μα­ζε όταν με το πάθη­μά Του θα έσω­ζε πολ­λούς, υπέ­μει­νε σταυ­ρι­κό θάνα­το και περι­φρό­νη­σε την ντρο­πή και την ατί­μω­ση του θανά­του αυτού. Γι’ αυτό και έχει καθί­σει τώρα στα δεξιά του θρό­νου του Θεού)» [Εβρ. 12,2]. Έτσι και εδώ δεί­χνει ότι και Αυτός το έκα­νε αυτό και ότι ο προ­φή­της από την αρχή το προ­εί­πε. Γι’ αυτό και πρό­σθε­σε: «κα ο νει­δι­σμο τν νει­δι­ζόν­των σε πέπε­σον π᾿ μέ(:και οι χυδαί­ες ύβρεις και οι χλευα­σμοί που εκτο­ξεύ­ον­ται εναν­τί­ον Σου από τους ασε­βείς έπε­σαν όλοι κατα­πά­νω μου)» [Ψαλμ. 68,10].

Τι όμως σημαί­νει: «δεν ζήτη­σε εκεί­να που ήταν αρε­στά στον εαυ­τό Του»; Ήταν δυνα­τό σε Αυτόν να μην ατι­μα­σθεί, ήταν δυνα­τό να μην πάθει εκεί­να που έπα­θε, αν βέβαια ήθε­λε να προ­σέ­χει το δικό Του καλό· αλλά όμως δεν θέλη­σε, αλλά παρέ­βλε­ψε το δικό Του καλό , επει­δή πρό­σε­ξε το δικό μας. Και για ποιον λόγο δεν είπε: «κένω­σε τον εαυ­τό Του»; Για­τί δεν ήθε­λε να δεί­ξει αυτό μόνο, ότι δηλα­δή έγι­νε άνθρω­πος, αλλά ότι και ατι­μά­στη­κε και έλα­βε από πολ­λούς κακή δόξα επει­δή θεω­ρή­θη­κε πως είναι ανί­σχυ­ρος. Για­τί Του έλε­γαν οι Ιου­δαί­οι όταν βρι­σκό­ταν επά­νω στον Σταυ­ρό: «Εἰ υἱὸς εἶ τοῦ Θεοῦ, κατά­βη­θι ἀπὸ τοῦ σταυ­ροῦ (:εάν είσαι βασι­λιάς του Ισρα­ήλ, του ευλο­γη­μέ­νου δηλα­δή λαού του Θεού, ας κατε­βείς απ’ τον σταυ­ρό και θα σε πιστέ­ψου­με)»[Ματθ.27,40] και «ἄλλους ἔσω­σεν, ἑαυ­τὸν οὐ δύνα­ται σῶσαι(:άλλους έσω­σε με τα αγυρ­τι­κά του θαύ­μα­τα˙ τον εαυ­τό του δεν μπο­ρεί να τον σώσει)» [Ματθ.27,42].

Γι’ αυτό ανέ­φε­ρε πράγ­μα που του χρη­σι­μεύ­ει στην παρού­σα υπό­θε­ση και δεί­χνει πολύ περισ­σό­τε­ρο από εκεί­νο που υπο­σχέ­θη­κε· για­τί δεν δεί­χνει ότι ο Χρι­στός ατι­μά­στη­κε μόνο, αλλά και ο Πατέ­ρας. «Οι ύβρεις των υβρι­στών Σου», λέγει, «έπε­σαν πάνω μου». Αυτό που λέγει, σημαί­νει το εξής: «δεν συνέ­βη τίπο­τε και­νού­ριο, τίπο­τε παρά­ξε­νο». Για­τί εκεί­νοι που ασκή­θη­καν στο να Τον χλευά­ζουν κατά την Παλαιά Δια­θή­κη, αυτοί οργί­στη­καν πάρα πολύ και εναν­τί­ον του Υιού. Και αυτά γρά­φτη­καν για να Τον μιμού­μα­στε.

Εδώ ο Παύ­λος τους προ­ε­τοι­μά­ζει πλέ­ον και για την υπο­μο­νή στους πει­ρα­σμούς: «σα γρ προ­ε­γρά­φη(:και σας φέρ­νω τη μαρ­τυ­ρία αυτή της Αγί­ας Γρα­φής)», λέγει, «ες τν μετέ­ραν διδα­σκα­λί­αν προ­ε­γρά­φη, να δι τς πομονς κα τς παρα­κλή­σε­ως τν γραφν τν λπί­δα χωμεν(:διό­τι όσα γρά­φη­καν στο παρελ­θόν από τους θεό­πνευ­στους άνδρες, γρά­φτη­καν για τη δική μας διδα­σκα­λία, για να κρα­τού­με στε­ρεά την ελπί­δα με την υπο­μο­νή και την παρη­γο­ριά και την ενί­σχυ­ση που δίνουν οι Άγιες Γρα­φές)».Δηλα­δή, για να μην τη χάσου­με, για­τί ποι­κί­λοι είναι οι αγώ­νες από μέσα και απέ­ξω· για να δεί­ξου­με υπο­μο­νή, παίρ­νον­τας ενί­σχυ­ση και παρη­γο­ριά από τις Γρα­φές· για να μένου­με στην ελπί­δα, ζών­τας με υπο­μο­νή. Αυτά δηλα­δή κατα­σκευά­ζουν το ένα το άλλο, η υπο­μο­νή την ελπί­δα, η ελπί­δα την υπο­μο­νή· αυτά και τα δύο προ­έρ­χον­ται από τις Γρα­φές.

Έπει­τα στρέ­φει τον λόγο πάλι σε ευχή, λέγον­τας: « δ Θες τς πομονς κα τς παρα­κλή­σε­ως δη μν τ ατ φρο­νεν ν λλή­λοις κατ Χριστν ησον(:και ο Θεός που χαρί­ζει σε όλους μας την υπο­μο­νή και την παρη­γο­ριά, μακά­ρι να σας δώσει να έχε­τε όλοι μετα­ξύ σας τις ίδιες σκέ­ψεις και τα ίδια φρο­νή­μα­τα, και να ζεί­τε διαρ­κώς με ομό­νοια σύμ­φω­να με το θέλη­μα του Ιησού Χρι­στού)»[Ρωμ.15,5]. Για­τί αυτό είναι από­δει­ξη αγά­πης, εκεί­νο που φρο­νεί κανείς για τον εαυ­τό του, αυτό να φρο­νεί και για τον άλλο.

Έπει­τα πάλι για να δεί­ξει ότι δεν ζητά­ει απλώς αγά­πη, πρό­σθε­σε: «κατά το υπό­δειγ­μα του Ιησού Χρι­στού», πράγ­μα που κάνει παν­τού, επει­δή υπάρ­χει και άλλη αγά­πη. Και ποιο το κέρ­δος της ομο­φρο­σύ­νης; Λέγει: «να μοθυ­μαδν ν ν στό­μα­τι δοξά­ζη­τε τν Θεν κα πατέ­ρα το Κυρί­ου μν ησο Χρι­στο(:για να διδά­ξε­τε με μια ψυχή και με ένα στό­μα τον Ύψι­στο, ο Οποί­ος είναι Θεός του Κυρί­ου μας Ιησού Χρι­στού, ως προς την ανθρώ­πι­νη φύση Του, και Πατέ­ρας, ως προς τη θεία φύση Του)»[Ρωμ.15,6]. Δεν είπε απλώς «με ένα στό­μα», αλλά πρό­στα­ξε να το κάνουν αυτό και «με μια ψυχή».

Είδες πως ένω­σε ολό­κλη­ρο το σώμα και πως έκλει­σε τον λόγο πάλι σε δοξο­λο­γία, με την οποία προ­τρέ­πει όλως ιδιαί­τε­ρα για ομό­νοια και ομο­φρο­σύ­νη; Στη συνέ­χεια πάλι έρχε­ται από εδώ στην ίδια παραί­νε­ση λέγον­τας: «Δι προ­σλαμ­βά­νε­σθε λλή­λους, καθς κα Χριστς προ­σε­λά­βε­το μς ες δόξαν Θεο(:για να κατορ­θώ­σε­τε όμως όλοι σας σαν ένας άνθρω­πος και με μια καρ­διά να δοξά­ζε­τε τον Θεό, σας συνι­στώ να δέχε­στε με αγά­πη ο ένας τον άλλον, όπως και ο Χρι­στός σάς δέχθη­κε όλους και σας έκα­νε αγα­πη­τούς και δικούς Του, για να δοξά­ζε­ται ο Θεός)»[Ρωμ.15,7]. Πάλι το παρά­δειγ­μα από τον Θεό και το κέρ­δος ανέκ­φρα­στο, για­τί η ομο­φω­νία αυτή δοξά­ζει πάρα πολύ τον Θεό. Επο­μέ­νως και αν ακό­μη δια­φω­νείς με τον αδελ­φό σου, επει­δή λυπά­σαι γι΄ αυτόν, αφού κατα­νο­ή­σεις ότι δοξά­ζεις τον Κύριό σου, όταν στα­μα­τή­σεις την οργή, αν όχι για τον αδελ­φό σου, του­λά­χι­στον γι’ αυτό ακρι­βώς να συμ­φι­λιω­θείς, ή καλύ­τε­ρα, πρώ­τα γι’ αυτό.

Καθό­σον ο Χρι­στός αυτό παν­τού ανα­φέ­ρει και, συνο­μι­λών­τας με τον Πατέ­ρα, έλε­γε: «να πάν­τες ν σι, καθς σύ, πάτερ, ν μο κγ ν σοί, να κα ατο ν μν ν σιν, να κόσμος πιστεύσ τι σύ με πέστει­λας(:σε παρα­κα­λώ για όλους αυτούς, για να είναι όλοι ένα με την αγά­πη και την ομο­φρο­σύ­νη που θα κυριαρ­χεί μετα­ξύ τους. Όπως εσύ, Πάτερ, είσαι ενω­μέ­νος με Εμέ­να και Εγώ ενω­μέ­νος με Εσέ­να, επει­δή έχου­με και οι δύο την ίδια ουσία και φύση, έτσι σε παρα­κα­λώ να είναι και αυτοί ένα, έχον­τας κοι­νω­νία και ένω­ση με μας, για να πιστέ­ψει ο κόσμος ότι Εσύ με απέ­στει­λες. Και θα το πιστέ­ψει ο κόσμος που είναι διαι­ρε­μέ­νος και διχα­σμέ­νος, καθώς θα βλέ­πει το κατα­πλη­κτι­κό αυτό θαύ­μα της ενό­τη­τας και συμ­φω­νί­ας των πιστών στο πρό­σω­πό μου)» [Ιω.17,21].

«Δι προ­σλαμ­βά­νε­σθε λλή­λους, καθς κα Χριστς προ­σε­λά­βε­το μς ες δόξαν Θεο(:για να κατορ­θώ­σε­τε όμως όλοι σας σαν ένας άνθρω­πος και με μια καρ­διά να δοξά­ζε­τε τον Θεό, σας συνι­στώ να δέχε­στε με αγά­πη ο ένας τον άλλον, όπως και ο Χρι­στός, σας δέχτη­κε όλους και σας έκα­νε αγα­πη­τούς και δικούς Του, για να δοξά­ζε­ται ο Θεός)»[Ρωμ.15,7].

Ας υπα­κού­με λοι­πόν και ας είμα­στε ενω­μέ­νοι μετα­ξύ μας· για­τί εδώ η προ­τρο­πή δεν απευ­θύ­νε­ται προς τους αδυ­νά­τους, αλλά προς όλους. Και αν ακό­μη θέλει κανείς να χωρι­στεί από εσέ­να, εσύ να μην χωρι­στείς, ούτε να πεις τον ψυχρό εκεί­νο λόγο: «αν με αγα­πά­ει, τον αγα­πώ»· «αν δεν με αγα­πά­ει το δεξί μάτι μου, το βγά­ζω»· για­τί τα λόγια αυτά είναι σατα­νι­κά και αρμό­ζουν στους τελώ­νες και στη μικρο­ψυ­χία των ειδω­λο­λα­τρών. Εσύ όμως, που κλή­θη­κες για μεγα­λύ­τε­ρη πολι­τεία και γρά­φτη­κες πολί­της στους ουρα­νούς, είσαι υπεύ­θυ­νος για μεγα­λύ­τε­ρους νόμους. Να μη λες λοι­πόν αυτά τα λόγια, αλλά όταν δεν θέλει να σε αγα­πά­ει, τότε να δεί­χνεις μεγα­λύ­τε­ρη την αγά­πη σου, για να τον προ­σελ­κύ­σεις· καθό­σον είναι μέλος και όταν το μέλος από κάποια ανάγ­κη χωρί­ζε­ται από το υπό­λοι­πο σώμα, κάνου­με τα πάν­τα για να το ενώ­σου­με πάλι και δεί­χνου­με τότε μεγα­λύ­τε­ρη φρον­τί­δα· για­τί και ο μισθός είναι περισ­σό­τε­ρος, όταν κανείς προ­σελ­κύ­ει κάποιον που δεν θέλει να αγα­πά­ει.

Εάν λοι­πόν ο Κύριος προ­στά­ζει να προ­σκα­λού­με σε γεύ­μα εκεί­νους που δεν μπο­ρούν να μας το αντα­πο­δώ­σουν, για να αυξη­θούν όσα προ­έρ­χον­ται από την αντα­πό­δο­ση, πολύ περισ­σό­τε­ρο πρέ­πει να το κάνου­με αυτό στην περί­πτω­ση της αγά­πης· για­τί εκεί­νος που αγα­πιέ­ται και αγα­πά­ει σου απέ­δω­σε την αμοι­βή, ενώ εκεί­νος που αγα­πιέ­ται και δεν αγα­πά­ει, έκα­νε χρε­ώ­στη του τον Θεό αντί για τον εαυ­τό του. Αλλά και εκτός από αυτά, όταν σε αγα­πά­ει, δεν χρειά­ζε­ται πολ­λή φρον­τί­δα· όταν όμως δεν σε αγα­πά­ει, τότε χρειά­ζε­ται τη βοή­θειά σου.

Να μην κάνεις λοι­πόν την αιτία της φρον­τί­δας αιτία ραθυ­μί­ας, ούτε να λες «επει­δή είναι άρρω­στος, γι΄ αυτό τον παρα­με­λώ»· καθό­σον αρρώ­στια είναι η κατά­ψυ­ξη της αγά­πης, αλλά εσύ θέρ­μα­νε εκεί­νον που έπα­θε κατά­ψυ­ξη. «Τι λοι­πόν θα κάνω», λέγει, «αν δεν θερ­μαί­νε­ται;» Επί­με­νε να κάνεις εκεί­νο που εξαρ­τά­ται από εσέ­να. Τι λοι­πόν αν δια­στρέ­φε­ται περισ­σό­τε­ρο; Πάλι σου προ­ξε­νεί μεγα­λύ­τε­ρη την αντα­πό­δο­ση και τόσο περισ­σό­τε­ρο σε απο­δει­κνύ­ει μιμη­τή του Χρι­στού· για­τί αν το να έχου­με αγά­πη μετα­ξύ μας είναι γνώ­ρι­σμα μαθητών(γιατί λέγει: «ν τούτ γνώ­σον­ται πάν­τες τι μο μαθη­ταί στε, ἐὰν γάπην χητε ν λλή­λοις(:απ’ αυτό θα μάθουν όλοι ότι είστε δικοί μου μαθη­τές, από το αν δηλα­δή έχε­τε αγά­πη μετα­ξύ σας. Η αγά­πη αυτή θα σας εξα­σφα­λί­σει την ανα­γνώ­ρι­ση, τον σεβα­σμό και την εκτί­μη­ση των ανθρώ­πων περισ­σό­τε­ρο από τη θαυ­μα­τουρ­γι­κή σας δρά­ση)» [Ιω.13,35], το να αγα­πού­με εκεί­νον που μας μισεί, σκέ­ψου πόσο μεγά­λο θα είναι.

Για­τί και ο Κύριός σου αγα­πού­σε και παρη­γο­ρού­σε εκεί­νους που Τον μισού­σαν, και όσο πιο ασθε­νείς ήταν, τόσο περισ­σό­τε­ρο φρόν­τι­ζε γι΄αυτούς και δια­κή­ρυτ­τε λέγον­τας: «Ο χρεί­αν χου­σιν ο σχύ­ον­τες ατρο, λλ᾿ ο κακς χον­τες(:δεν έχουν ανάγ­κη από για­τρό οι υγιείς, αλλά εκεί­νοι που δεν είναι καλά στην υγεία τους και είναι άρρω­στοι)» [Ματθ.9,12], και θεω­ρού­σε άξιους για το ίδιο τρα­πέ­ζι τους τελώ­νες και τους αμαρ­τω­λούς· και όσο Τον ατί­μα­σαν οι Ιου­δαί­οι, τόση τιμή και φρον­τί­δα έδει­ξε γι΄αυτούς, ή καλύ­τε­ρα και πολύ περισ­σό­τε­ρη. Αυτόν να μιμη­θείς και εσύ. Ούτε βέβαια είναι μικρό το κατόρ­θω­μα, αλλά χωρίς αυτό ούτε εκεί­νος που μαρ­τυ­ρεί μπο­ρεί να γίνει πάρα πολύ αρε­στός στον Θεό, όπως λέγει ο Παύ­λος.

Μη λέγεις λοι­πόν ότι «με μισούν και γι’ αυτό δεν τους αγα­πώ κι εγώ», για­τί γι’ αυτό προ­πάν­των πρέ­πει να αγα­πάς. Άλλω­στε ούτε είναι δυνα­τό όταν αγα­πάς να μισεί­σαι αμέ­σως, αλλά και αν ακό­μη είναι θηρίο κανείς, αγα­πά­ει εκεί­νους που τον αγα­πούν. «ν γρ γαπή­ση­τε τος γαπντας μς, τίνα μισθν χετε; οχ κα ο τελναι τ ατ ποιοσι;(:διό­τι εάν αγα­πή­σε­τε μόνο εκεί­νους που σας αγα­πούν, ποια αντα­μοι­βή έχε­τε να πάρε­τε από τον Θεό; Δεν κάνουν το ίδιο και οι τελώ­νες;)», λέγει [Ματθ.5,46]. Εάν όμως ο καθέ­νας αγα­πά­ει εκεί­νους που αγα­πούν, ποιος δεν θα αγα­πή­σει εκεί­νους που τη στιγ­μή που μισούν­ται αγα­πούν; Αυτό λοι­πόν να δεί­ξεις και να μη στα­μα­τή­σεις να λέγεις αυτόν εδώ τον λόγο, ότι δηλα­δή «όσο και αν με μισείς, δεν θα στα­μα­τή­σω να σε αγα­πώ», και στα­μά­τη­σες κάθε φιλο­νι­κία, απο­μά­κρυ­νες κάθε ψυχρό­τη­τα· για­τί ή από φλεγ­μο­νή προ­έρ­χε­ται η αρρώ­στια αυτή ή από ψυχρό­τη­τα, αλλά συνή­θως και τα δύο η δύνα­μη της αγά­πης τα διορ­θώ­νει με τη θερ­μό­τη­τα.

Δεν βλέ­πεις ότι εκεί­νοι που αγα­πούν αισχρά ραπί­ζον­ται, φτύ­νον­ται, βρί­ζον­ται, παθαί­νουν άπει­ρα κακά από τις γυναί­κες εκεί­νες που είναι πόρ­νες; Τι λοι­πόν; Τερ­μά­τι­σαν τον έρω­τά τους οι ύβρεις; Καθό­λου, αλλά και περισ­σό­τε­ρο τον άνα­ψαν. Αν και βέβαια εκεί­νες που τα κάνουν αυτά μαζί με την πορ­νεία τους κατά­γον­ται και από άση­μο και ασή­μαν­το γένος, ενώ αυτοί που τα παθαί­νουν πολ­λές φορές μπο­ρούν να απα­ριθ­μούν λαμ­προύς προ­γό­νους και να περι­βάλ­λον­ται από πολ­λή άλλη επι­ση­μό­τη­τα, αλλά τίπο­τε από αυτά δεν τους στα­μα­τά­ει, ούτε τους απο­μα­κρύ­νει από την ερω­μέ­νη τους.

Έπει­τα δεν ντρε­πό­μα­στε, όση δύνα­μη έχει ο έρω­τας του δια­βό­λου και των δαι­μό­νων, να μην μπο­ρού­με να τη δεί­ξου­με για την αγά­πη που είναι σύμ­φω­νη με το θέλη­μα του Θεού; Δεν κατα­λα­βαί­νεις ότι αυτό είναι πάρα πολύ μεγά­λο όπλο εναν­τί­ον του δια­βό­λου; Δεν βλέ­πεις ότι είναι παρών ο πονη­ρός εκεί­νος δαί­μο­νας, τρα­βών­τας προς τον εαυ­τό του εκεί­νον που μισεί­ται και θέλον­τας να αρπά­ξει το μέλος, ενώ εσύ αδια­φο­ρείς και παρα­δί­νεις το έπα­θλο της μάχης; Καθό­σον ο αδελ­φός βρί­σκε­ται στη μέση σαν έπα­θλο· και αν νική­σεις, εσύ έλα­βες το στε­φά­νι, αν όμως αδια­φο­ρή­σεις, έφυ­γες αστε­φά­νω­τος. Στα­μά­τη­σε λοι­πόν να λέγεις τον σατα­νι­κό εκεί­νον λόγο, ότι «αν με μισεί το μάτι μου, δεν μπο­ρώ ούτε να το δω»· για­τί τίπο­τε δεν είναι πιο αισχρό από τον λόγο αυτόν, παρό­λο βέβαια που οι περισ­σό­τε­ροι τον θεω­ρούν από­δει­ξη ευγε­νι­κής ψυχής· αλλά τίπο­τε δεν είναι πιο χυδαίο από αυτόν, τίπο­τε πιο ανόη­το, τίπο­τε πιο μωρό.

Γι’ αυτό προ­πάν­των και πεν­θώ, επει­δή τα πράγ­μα­τα της κακί­ας θεω­ρούν­ται πως είναι της αρε­τής, και η κατα­φρό­νη­ση και περι­φρό­νη­ση φάνη­κε πως είναι πράγ­μα λαμ­πρό και σεμνό, πράγ­μα που είναι πάρα πολύ μεγά­λη παγί­δα του δια­βό­λου, το να περι­βάλ­λει με αγα­θή δόξα την κακία· γι’ αυτό και δύσκο­λα εξα­λεί­φε­ται· καθό­σον και εγώ άκου­σα πολ­λούς να καυ­χιούν­ται για το ότι δεν θέλουν να πλη­σιά­σουν εκεί­νους που τους απο­στρέ­φον­ται, αν και βέβαια ο Κύριός σου και χαί­ρε­ται να το κάνει αυτό.

Πόσες φορές λοι­πόν Τον περι­φρό­νη­σαν οι άνθρω­ποι; Πόσες φορές Τον απο­στρά­φη­καν; Αυτός όμως δεν στα­μα­τά­ει να τρέ­χει κον­τά τους. Μη λέγεις λοι­πόν ότι «δεν μπο­ρώ να πλη­σιά­σω εκεί­νους που με μισούν», αλλά πες ότι «δεν μπο­ρώ να περι­φρο­νή­σω εκεί­νους που με περι­φρο­νούν». Αυτός ο λόγος είναι του μαθη­τή του Χρι­στού, ενώ ο άλλος είναι του δια­βό­λου· αυτός κάνει τους ανθρώ­πους λαμ­προύς και ένδο­ξους, ενώ ο άλλος αισχρούς και κατα­γέ­λα­στους. Γι’ αυτό θαυ­μά­ζου­με τον Μωυ­σή, για­τί και όταν ακό­μη ο Θεός έλε­γε: «κα νν ασόν με κα θυμω­θες ργ ες ατούς κτρί­ψω ατος(:και τώρα άφη­σέ με να τους κατα­στρέ­ψω πάνω στη δίκαιη οργή μου)»[Έξ.32,9], δεν μπό­ρε­σε να περι­φρο­νή­σει εκεί­νους που πολ­λές φορές Τον απο­στρά­φη­καν, αλλά έλε­γε: «κα νν ε μν φες ατος τν μαρ­τί­αν ατν, φες· ε δ μή, ξάλει­ψόν με κ τς βίβλου σου, ς γρα­ψας(:και τώρα εάν φανείς ευσπλα­χνι­κός και συγ­χω­ρή­σεις την αμαρ­τία τους αυτή, συγ­χώ­ρε­σέ τους. Εάν όμως δεν τους συγ­χω­ρέ­σεις, εξά­λει­ψε μαζί με αυτούς και εμέ­να από το βιβλίο σου στο οποίο με έχεις)» [Έξ.32,32]· για­τί ήταν φίλος και μιμη­τής του Θεού.

Ας μην καυ­χιό­μα­στε λοι­πόν για εκεί­να για τα οποία πρέ­πει να αισθα­νό­μα­στε ντρο­πή, ούτε να λέμε τα λόγια αυτών των χυδαί­ων και πρό­στυ­χων ανθρώ­πων της αγο­ράς: «είμαι σε θέση να φτύ­σω στα πρό­σω­πα απεί­ρων ανθρώ­πων», αλλά και αν ακό­μη άλλος τα λέγει, ας τον περι­γε­λού­με και ας τον απο­στο­μώ­νου­με, για­τί υπε­ρη­φα­νεύ­ε­ται για εκεί­να για τα οποία έπρε­πε να ντρέ­πε­ται.

Τι λες; Πες μου· φτύ­νεις στο πρό­σω­πο ανθρώ­που πιστού, τον οποίο και όταν ήταν άπι­στος δεν τον έφτυ­σε ο Χρι­στός; Τι λέγω δεν τον έφτυ­σε; Τόσο λοι­πόν τον αγά­πη­σε, παρό­λο που ήταν αισχρός και άσχη­μος, ώστε και να πεθά­νει για τη σωτη­ρία του. Έπει­τα, Αυτός τόσο τον αγά­πη­σε αν και ήταν τέτοιος, ενώ εσύ τώρα που έγι­νε ωραί­ος και θαυ­μα­στός τον περι­φρο­νείς, πες μου, ενώ είναι μέλος του Χρι­στού και έγι­νε σώμα του Κυρί­ου; Δεν κατα­λα­βαί­νεις τι λες; Δεν αισθά­νε­σαι αυτά που τολ­μάς; Κεφα­λή έχει τον Χρι­στό και τρα­πέ­ζι και ένδυ­μα και ζωή και φως και νυμ­φίο και όλα είναι Εκεί­νος σε αυτόν, και τολ­μάς να πεις ότι «φτύ­νω αυτόν»; Και όχι μόνο αυτό, αλλά και χίλιους άλλους μαζί με αυτόν;

Στά­σου, άνθρω­πε, στα­μά­τη­σε τη μανία σου, ανα­γνώ­ρι­σε την αξία του αδελ­φού σου, μάθε ότι αυτά τα λόγια είναι από­δει­ξη ανο­η­σί­ας και παρα­φρο­σύ­νης και λέγε τα αντί­θε­τα, ότι «και αν ακό­μη με φτύ­νει άπει­ρες φορές, εγώ δεν θα απο­μα­κρυν­θώ από αυτόν». Έτσι και τον αδελ­φό θα κερ­δί­σεις και θα ζήσεις για τη δόξα του Θεού και θα συμ­με­τά­σχεις στα μελ­λον­τι­κά αγα­θά, τα οποία είθε όλοι μας να επι­τύ­χου­με, με τη χάρη και τη φιλαν­θρω­πία του Κυρί­ου μας Ιησού Χρι­στού, μαζί με τον οποίο στον Πατέ­ρα και συγ­χρό­νως στο Άγιο Πνεύ­μα ανή­κει η δόξα, τώρα και πάν­το­τε και στους αιώ­νες. Αμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-ad-romanos.pdf

  • Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, Υπό­μνη­μα στην Προς Ρωμαί­ους επι­στο­λή, επι­λεγ­μέ­νο από­σπα­σμα από την ομι­λία ΚΗ΄, πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1985, τόμος 17, σελί­δες 607–623.

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλ­τή­ριον με σύν­το­μη ερμη­νεία(από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τρί­τη, Αθή­να 2016

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Αρχιμ. Αθα­νά­σιος Μυτι­λη­ναί­ος (Η ΠΑΛΑΙΑ ΚΑΙ Η ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ ΣΤΗ ΖΩΗ ΤΟΥ ΠΙΣΤΟΥ)

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου με θέμα:

«Η ΠΑΛΑΙΑ ΚΑΙ Η ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ ΣΤΗ ΖΩΗ ΤΟΥ ΠΙΣΤΟΥ»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 21–7‑1985]

(Β140)

Ο Από­στο­λος Παύ­λος, αγα­πη­τοί μου, επι­θυ­μών­τας να βοη­θή­σει τους πιστούς της Εκκλη­σί­ας της Ρώμης, γρά­φει τα εξής: «φεί­λο­μεν δ μες ο δυνα­το τ σθε­νή­μα­τα τν δυνά­των βαστά­ζειν, κα μ αυτος ρέσκειν». «Εμείς», λέγει, «οι δυνα­τοί, εμείς που νομί­ζο­με ότι μπο­ρεί να έχο­με κάποια δύνα­μη πνευ­μα­τι­κή, ας κρα­τή­σο­με τις ατέ­λειες εκεί­νων οι οποί­οι έχουν ολι­γο­τέ­ραν πνευ­μα­τι­κή δύνα­μη». Και για να στη­ρί­ξει αυτό, δηλα­δή ότι δεν πρέ­πει να υπάρ­χει μία αυτα­ρέ­σκεια, «μ αυτος ρέσκειν», αλλά πρέ­πει να βοη­θού­με πραγ­μα­τι­κά τους άλλους, ανα­φέ­ρε­ται σε ένα πρό­τυ­πον. Και αυτό το πρό­τυ­πον είναι ο Ιησούς Χρι­στός· «δια τον Οποί­ον», λέγει, «εγρά­φη στην Παλαιά Δια­θή­κη: Ο νει­δι­σμο τν νει­δι­ζόν­των σε πέπε­σον π᾿ μέ». Ως να απο­τεί­νε­ται ο Υιός προς τον Πατέ­ρα λέγον­τας: «Εκεί­νοι που ονεί­δι­ζαν Σένα, ω Πατέ­ρα μου, τώρα ονει­δί­ζουν Εμέ­να». Είναι από τον Ψαλ­μόν 68, στί­χος 10.

Και εξ αφορ­μής όλων αυτών που σημειώ­νει ο Από­στο­λος, ότι δηλα­δή πρό­τυ­πό μας είναι ο Χρι­στός, ο Οποί­ος επή­ρε επά­νω Του τον ονει­δι­σμόν του Πατρός εκ μέρους των Εβραί­ων που απέ­δι­δαν εις τον Πατέ­ρα, προ­βαί­νει σε μία γενι­κο­τέ­ρα μεγί­στη αλή­θεια. Ότι δηλα­δή ό,τι εγρά­φη στην Παλαιά Δια­θή­κη, αφού ανε­φέρ­θη εις τον Χρι­στόν, αυτό εγρά­φη και για μας εις την Και­νή Δια­θή­κη. Και συνε­πώς ολό­κλη­ρη η Αγία Γρα­φή, και η Παλαιά και η Και­νή Δια­θή­κη, είναι μία διαρ­κής και μόνι­μος αξία. Γι΄αυτό σημειώ­νει και λέγει: «σα γρ προ­ε­γρά­φη(:διό­τι όσα γρά­φτη­καν πιο μπρο­στά, στην Παλαιά Δια­θή­κη), ες τν μετέ­ραν διδα­σκα­λί­αν προ­ε­γρά­φη(:γρά­φτη­καν για τη δική μας διδα­σκα­λία), να δι τς πομονς κα τς παρα­κλή­σε­ως τν γραφν(:με την υπο­μο­νή και την ελπί­δα και την παρη­γο­ρία των γρα­φών) τν λπί­δα χωμεν(:έχο­με την ελπί­δα της σωτη­ρί­ας)».

Ώστε λοι­πόν αγα­πη­τοί μου, να ένα μεγά­λο θέμα εδώ, ότι η Παλαιά Δια­θή­κη βρί­σκει το πλή­ρω­μά της μέσα στην Και­νή Δια­θή­κη μέσα στον χρό­νο, μέσα στην Εκκλη­σία, μέσα στους πιστούς· διό­τι ξανα­λέ­γω άλλη μία φορά, εκεί­νο που λέγει «προ­ε­γρά­φη», προ­ε­γρά­φη για μας, για την Εκκλη­σία. Συνε­πώς σήμε­ρα η Παλαιά Δια­θή­κη, η οποία έχει φύγει από τη ζωή μας ‑προ­σπα­θή­σα­με να τη βγά­λο­με την Παλαιά Δια­θή­κη, από μία παρα­νόη­ση ή κακό­βου­λα, όπως θέλε­τε πάρ­τε το, θεω­ρού­με ότι ο Θεός της Παλαιάς Δια­θή­κης είναι κάποιος κακός Θεός, κάποιος αιμο­βό­ρος Θεός, κάποιος εκδι­κη­τι­κός Θεός, ο οποί­ος δεν έχει καμία σχέ­ση με τον Θεό της Και­νής Δια­θή­κης. Βέβαια ένας μελε­τη­τής γρή­γο­ρα ανα­κα­λύ­πτει ότι είναι ο ίδιος ο Θεός. Κι αν θέλε­τε, Εκεί­νος που ομι­λεί εις την Παλαιά Δια­θή­κη, δεν είναι παρά ο Ίδιος Εκεί­νος που ομι­λεί εις την Και­νή Δια­θή­κη, δηλα­δή ο Υιός. Ο Υιός ομί­λη­σε εις το Σινά. Ο Υιός είπε: « Θεός πρ κατα­να­λί­σκον» ότι είναι. Ο Θεός είπε ότι είναι ζηλω­τής κ.ο.κ. Ο Ίδιος που ενην­θρώ­πη­σε όταν ήλθε το πλή­ρω­μα των και­ρών.

Όταν λοι­πόν ο Από­στο­λος Παύ­λος σημειώ­νει: «σα γρ προ­ε­γρά­φη», όσα γρά­φτη­καν για μας πιο μπρο­στά, ανα­φέ­ρε­ται όπως βλέ­πε­τε στην Παλαιά Δια­θή­κη. Και θέλει να τονί­σει ότι η Παλαιά Δια­θή­κη έχει αμεί­ω­τον αξί­αν, μόνι­μον, για κάθε επο­χή και για κάθε πιστό μέσα στην Εκκλη­σία.

Αλλά για να το κατα­λά­βο­με αυτό, επι­τρέ­ψα­τε να κάνο­με μία πολύ μικρή και σύν­το­μη ανά­λυ­ση. Και πρώ­τα πρώ­τα να δού­με το ιστο­ρι­κόν μέρος της Παλαιάς Δια­θή­κης. Είναι γνω­στό ότι η Παλαιά Δια­θή­κη έχει βιβλία ιστο­ρι­κά, έχει ποι­η­τι­κά, έχει και προ­φη­τι­κά. Και τα μεν ιστο­ρι­κά ανα­φέ­ρον­ται στην Ιστο­ρία του Ισρα­ήλ, τα ποι­η­τι­κά είναι οι Ψαλ­μοί, ο Ιώβ κ.ο.κ., Άσμα Ασμά­των. Τα δε προ­φη­τι­κά είναι τα έργα των προ­φη­τών.

Ως προς τα ιστο­ρι­κά βιβλία, όπως είναι τα πρώ­τα πέν­τε βιβλία, η Γένε­σις, η Έξο­δος, το Λευι­τι­κόν, οι Αριθ­μοί και το Δευ­τε­ρο­νό­μιον, και τα παρα­κά­τω ιστο­ρι­κά βιβλία, όπως είναι ο Ιησούς του Ναυή, τα τέσ­σε­ρα Βασι­λειών κ.ο.κ., αυτά, αγα­πη­τοί μου, θεω­ρούν­ται από τους αρνη­τάς του Χρι­στια­νι­σμού, δυστυ­χώς και από πολ­λούς χρι­στια­νούς, ότι είναι η Ιστο­ρία του Ισρα­ήλ, που για μας τους Έλλη­νες δεν μας ενδια­φέ­ρει. «Έχο­με τη δική μας την Ιστο­ρία, για­τί πρέ­πει να μάθο­με την Ιστο­ρία του Ισρα­ήλ; Ποιος ο λόγος;». Αυτό είναι το επι­χεί­ρη­μά τους.

Ύστε­ρα, εμείς οι Έλλη­νες είχα­με μιαν άλλη τοπο­θέ­τη­ση. Η τοπο­θέ­τη­σις του Έλλη­νος είναι ο ορθός λόγος. Η τοπο­θέ­τη­σις του Εβραί­ου είναι η πίστις. Ο Έλλη­νας επι­νο­εί. Ο Εβραί­ος δέχε­ται απο­κά­λυ­ψιν. Εάν ο Εβραί­ος επι­νο­ή­σει, αμαρ­τά­νει απέ­ναν­τι του απο­κα­λύ­πτον­τος Θεού, του απο­κα­λυ­πτό­με­νου Θεού. Συνε­πώς οι τοπο­θε­τή­σεις μας είναι δια­φο­ρε­τι­κές. Εμείς, επει­δή στη­ρι­ζό­με­θα εις τον ανθρώ­πι­νον λόγον, εμείς έχο­με μια υπε­ρη­φά­νεια. Όταν λέγω «Εμείς οι Έλλη­νες», οι αρχαί­οι Έλλη­νες. Και καλύ­τε­ρα, αν θέλε­τε, ο όρος «λλην» δεν είναι αυτός που συμ­πί­πτει με τον γεω­γρα­φι­κόν χώρον «λλην», αλλά είναι ο τρό­πος με τον οποί­ον σκέ­πτε­ται ένας άνθρω­πος. Και εμείς οι Έλλη­νες σκε­φτή­κα­με έτσι… Εμείς λοι­πόν οι Έλλη­νες έτσι σκε­φτό­μα­στε. Και σκε­φτό­μα­στε ακό­μη έτσι παρά ότι είμα­στε Χρι­στια­νοί. Και ερχό­μα­στε και λέμε: «Εμείς έχο­με μια ένδο­ξη Ιστο­ρία. Ένδο­ξη, που βγή­κε από τις δικές μας τις δυνά­μεις. Ποτέ δεν ήρθε ο Θεός να μας πει: ‘’Θα πολε­μή­σω μαζί σας’’. Οι Εβραί­οι έχουν μία Ιστο­ρία που όταν νικούν, νικά για λογα­ρια­σμό τους ο Θεός. Συνε­πώς αυτό έρχε­ται σε αντί­θε­ση με την υπε­ρη­φά­νειά μας και δεν θέλο­με τον Θεό της Παλαιάς Δια­θή­κης. Δεν θέλο­με την Ιστο­ρία του Ισρα­ήλ. Δεν μας…-ας πω μια σύγ­χρο­νη έκφρα­ση- δεν μας εκφρά­ζει. Δεν το θέλο­με, δεν μας αρέ­σει»… Αυτό είναι ένα βασι­κό επι­χεί­ρη­μα. Στο βάθος όμως πρό­κει­ται περί μιας αγνοί­ας ή περί μιας κακο­βού­λου θέσε­ως.

Θα ήθε­λα να σας έλε­γα, αγα­πη­τοί μου, ότι η Ιστο­ρία του Ισρα­ήλ είναι μία τυπι­κή Ιστο­ρία. Μπο­ρού­σαν οι Εβραί­οι να στα­θούν όπως και οι Έλλη­νες. Αν μου πεί­τε ότι είναι Ασιά­ται, θα σας έλε­γα ότι και οι Έλλη­νες είναι Ασιά­ται. Και οι Έλλη­νες ήρθαν από τα βάθη της Ασί­ας. Ναι. Και οι Έλλη­νες. Αν θέλε­τε, από τη Μεσο­πο­τα­μία όλοι ξεκί­νη­σαν. Κατά τη Γρα­φήν και κατά τους ανθρω­πο­λό­γους. Μην μου το πεί­τε αυτό. Θα μπο­ρού­σαν θαυ­μά­σια να πολε­μή­σουν οι Εβραί­οι. Απλώς ο Θεός δεν θέλει το πράγ­μα έτσι. Θέλει απλώς να μπει στην Ιστο­ρία. Και μπαί­νει στην Ιστο­ρία μόνον ενός λαού. Για να μπει κατο­πι­νά στην παγ­κό­σμια Ιστο­ρία. Έτσι, η Ιστο­ρία του Ισρα­ήλ είναι μία τυπι­κή Ιστο­ρία. Και όταν λέμε «τυπι­κή» εννο­ού­με η Ιστο­ρία εκεί­νη που βρί­σκει την εφαρ­μο­γή της ως τύπος σε όλους τους λαούς της Γης. Και ένα βασι­κό σημείο είναι το εξής, στην Ιστο­ρία την τυπι­κή του Ισρα­ήλ. Ο λαός, όταν είναι κον­τά στον Θεό, έχει όλα τα αγα­θά Του, όπως και στον Παρά­δει­σον οι πρω­τό­πλα­στοι. Όταν ο λαός φύγει μακριά από τον Θεό και λατρεύ­σει τα είδω­λα, τότε ο Θεός τον τιμω­ρεί. Αυτή είναι η βασι­κή, η κεν­τρι­κή, η θεμε­λιώ­δης θέσις της ισραη­λι­τι­κής Ιστο­ρί­ας· διό­τι αυτό βλέ­πο­με σαν μια διοί­κου­σα θέση, μια διοί­κου­σα ιδέα, γραμ­μή, μέσα σε όλο το μήκος της Ιστο­ρί­ας των Εβραί­ων.

Αυτό όμως εφαρ­μό­ζε­ται και εις τον και­νού­ριο Ισρα­ήλ. Και ποιος είναι ο νέος Ισρα­ήλ; Ο Ισρα­ήλ της Χάρι­τος, είναι οι Χρι­στια­νοί. Είναι η εξ Εθνών Εκκλη­σία. Έτσι μπο­ρού­με να πού­με: αν φύγο­με εμείς οι Χρι­στια­νοί από τον Θεό, τότε θα έχο­με τις συνέ­πειες της απο­στα­σί­ας μας· όπως είχε ο λαός του Ισρα­ήλ κάπο­τε. Ακού­στε, αγα­πη­τοί μου, πώς το λέγει αυτό ο Από­στο­λος Παύ­λος, για να δεί­ξει ότι η ιου­δαϊ­κή ιστο­ρία είναι μόνι­μος και διαρ­κής προ­ει­δο­ποί­η­σις δια την Εκκλη­σία των Εθνών, παν­τός Έθνους, ανά την Υφή­λιον, όχι μόνον των Ελλή­νων. Ανα­φε­ρό­με­νος στην απεί­θεια του Ισρα­ήλ εις την έρη­μο, γρά­φει στην Α΄προς Κοριν­θί­ους 10,10: «Τατα δ ‑όταν τιμω­ρή­θη­καν οι Εβραί­οι, απο­στα­τή­σαν­τες εις την έρη­μον και απει­θή­σαν­τες- τύποι μν γενή­θη­σαν(:έγι­ναν για μας τύποι, μοντέ­λα, υπο­δείγ­μα­τα. Ό,τι δηλα­δή συνέ­βη εκεί, θα συμ­βεί κι εδώ), ες τ μ εναι μς πιθυ­μητς κακν, καθς κκενοι πεθύ­μη­σαν (:Για να μη γίνο­με επι­θυ­μη­ταί κακών, όπως κι εκεί­νοι έγι­ναν επι­θυ­μη­ταί κακών· επε­θύ­μη­σαν κρέ­ας, επε­θύ­μη­σαν τα σκόρ­δα, επε­θύ­μη­σαν τα κρομ­μύ­δια, επε­θύ­μη­σαν τα πρά­σα της Αιγύ­πτου και είπαν εις τον Μωυ­σέα: «Τι μας έφε­ρες εδώ; Για να φάμε αυτό το διά­κε­νο, αυτό το κού­φιο, το κου­τό προ­ϊ­όν, δηλα­δή το μάν­να; Θα γυρί­σο­με πίσω στην Αίγυ­πτο». Έγι­ναν επι­θυ­μη­ταί και ετι­μω­ρή­θη­σαν αυστη­ρά. Όπως εκεί­νοι ετι­μω­ρή­θη­σαν, έτσι κι εμείς θα τιμω­ρη­θού­με εάν γίνο­με επι­θυ­μη­ταί· διό­τι εκεί­νοι έγι­ναν τύπος του νέου Ισρα­ήλ, δηλα­δή της Εκκλη­σί­ας)· μηδ γογ­γύ­ζε­τε -λέει στη συνέ­χεια ο Από­στο­λος Παύ­λος-, καθς καί τινες ατν γόγ­γυ­σαν κα πώλον­το π το λοθρευ­το(:Ούτε να γογ­γύ­ζε­τε και να μεμ­ψι­μοι­ρεί­τε εναν­τί­ον του Θεού για κάθε περι­πέ­τειά σας και διωγ­μό σας και δυσκο­λία σας -Όπως ακρι­βώς έγι­ναν και εκεί­νοι γογ­γυ­σταί. Στον τύπο πηγαί­νει αμέ­σως- Και κατε­στρά­φη­σαν από τον ολο­θρευ­τήν άγγε­λον). Τατα δ πάν­τα τύποι συνέ­βαι­νον κεί­νοις, γρά­φη δ πρς νου­θε­σί­αν μν, ες ος τ τέλη τν αώνων κατήν­τη­σεν (:Όλα αυτά συνέ­βαι­ναν τυπι­κώς, τυπο­λο­γι­κώς σε εκεί­νους, και γρά­φτη­καν για μας προς νου­θε­σί­αν, τώρα που είμε­θα εις το τέλος των αιώ­νων και πλη­σιά­ζει η Δευ­τέ­ρα του Χρι­στού παρου­σία)».

Ώστε λοι­πόν βλέ­πο­με εδώ ότι η διή­γη­σις η ιστο­ρι­κή, η Ιστο­ρία του Ισρα­ήλ δεν είναι από­βλη­τη. Είναι αναγ­καιο­τά­τη. Θυμη­θεί­τε ακό­μη ένα άλλο παρά­δειγ­μα. Ο ίδιος ο Κύριος, στο βιβλίο της Απο­κα­λύ­ψε­ως, όταν απο­τεί­νε­ται προς τον Επί­σκο­πον της Περ­γά­μου, γρά­φει, λέγει: «λλ χω κατ σο λίγα(:Καλός είσαι, έχω όμως μερι­κά παρά­πο­να μαζί σου), τι χεις κε κρα­τοντας τν διδαχν Βαλα­άμ, ς δίδα­ξε τν Βαλκ βαλεν σκάν­δα­λον νώπιον τν υἱῶν ᾿Ισραλ κα φαγεν εδωλό­θυ­τα κα πορ­νεσαι. οτως χεις κα σ κρα­τοντας τν διδαχν τν Νικο­λαϊτν μοί­ως. Μετα­νόη­σον ον». «Εκεί», λέγει, «στην επαρ­χία σου, την Πέρ­γα­μο, στη Μικρά Ασία, έχεις τη διδα­χή του Βαλα­άμ, αυτού του ειδω­λο­λά­τρου μάγου, που επρό­τει­νε εις τον Βαλάκ, τον βασι­λέα των Μωα­βι­τών, με τι τρό­πους να κερ­δί­σει τους Εβραί­ους». Δηλα­δή με άλλα λόγια, με τι τρό­πους να κάνει τον Θεό να οργι­στεί ο Θεός εναν­τί­ον των Εβραί­ων και τελι­κά οι Εβραί­οι να νικη­θούν από τους Μωα­βί­τας. Τι; Πονη­ρο­τά­τη μέθο­δος, δαι­μο­νι­κή. «Βάλ­τους», λέει, «να θυσιά­σουν στους θεούς σου και βάλ­τους να πορ­νεύ­σουν με τις γυναί­κες σου, τα κορί­τσια σου και θα δεις τότε, επει­δή ο Θεός τους δεν τα θέλει αυτά, θα οργι­στεί εναν­τί­ον των, θα τους εγκα­τα­λεί­ψει, θα τους τιμω­ρή­σει και τότε θα τους κερ­δί­σεις εσύ». Λέει λοι­πόν τώρα ο Χρι­στός: «Όπως τότε ο Βαλα­άμ επρό­τει­νε στον Βαλάκ εκεί­να κι εκεί­να, έτσι κι εσύ έχεις μερι­κούς τέτοιους στη μητρο­πο­λι­τι­κή σου επαρ­χία. Μετα­νόη­σε λοι­πόν, για­τί έρχο­μαι γρή­γο­ρα να μετα­κι­νή­σω τη λυχνία σου. Δηλα­δή να σε κάνω να φύγεις από τον τόπον αυτόν». Πού ανα­φέρ­θη­κε ο Χρι­στός; Σε μια ιστο­ρία παλιά. Είναι αυτή η ιστο­ρία γραμ­μέ­νη στο βιβλίο των Αριθ­μών, δηλα­δή σε ένα βιβλίο της Πεν­τα­τεύ­χου.

Βλέ­πε­τε, αγα­πη­τοί μου, πώς η Παλαιά Δια­θή­κη μπαί­νει στη ζωή μας την ίδια; Αλλά, γενι­κά, όπως λέει στην προς Εβραί­ους ο Από­στο­λος Παύ­λος: «Ε γρ πσα παρά­βα­σις κα παρα­κο λαβεν νδι­κον μισθα­πο­δο­σί­αν, πς μες κφευ­ξό­με­θα τηλι­καύ­της μελή­σαν­τες σωτη­ρί­ας;». «Εάν», λέγει, στην Παλαιά Δια­θή­κη, «κάθε παρά­βα­ση και κάθε παρα­κοή εύρι­σκε τον δάσκα­λό της, ετι­μω­ρεί­το δηλα­δή, εμείς, εμείς που έχο­με το αίμα του Χρι­στού και δεν έχο­με το αίμα των θυσιών, που έχο­με κάτι παμ­μέ­γι­στο και τερά­στιο, εάν υπο­τε­θεί ότι αμαρ­τά­νο­με, εάν υπο­τε­θεί ότι αμε­λού­με, πόσο περισ­σό­τε­ρο σε μας τα πράγ­μα­τα θα απο­βούν σε τιμω­ρία;». Ώστε λοι­πόν διδά­σκα­λος σοφός το ιστο­ρι­κόν μέρος της Παλαιάς Δια­θή­κης.

Έρχε­ται κατό­πιν, αγα­πη­τοί μου, το πνευ­μα­τι­κόν μέρος και το σωτη­ριο­λο­γι­κόν της Παλαιάς Δια­θή­κης, που είναι η πίστις. Είναι πολ­λά, αλλά κυριό­τα­τα, κυριό­τα­τα είναι η πίστις. Ανα­φέ­ρε­ται ο Από­στο­λος Παύ­λος στην Ρωμαί­ους 4,23 στον Αβρα­άμ, ότι δια της πίστε­ως δικαιώ­θη­κε και λέγει: «Οκ γρά­φη δ δι᾿ ατν μόνον τι λογί­σθη ατ ‑εις δικαιο­σύ­νην- λλ κα δι᾿ μς ος μέλ­λει λογί­ζε­σθαι, τος πιστεύ­ου­σιν π τν γεί­ραν­τα ησον τν Κύριον μν κ νεκρν». «Δεν λογα­ριά­στη­κε μόνον εις δικαί­ω­σιν, εις αρε­τήν η πίστις του Αβρα­άμ, που επί­στευ­σε ότι θα γεν­νή­σει υιόν, ενώ ήταν 100 χρο­νών άνθρω­πος και η Σάρα 90, αλλά το ίδιο πράγ­μα συμ­βαί­νει κι εμάς, το ίδιο θα λογα­ρια­στεί, εις δικαί­ω­σιν εάν κι εμείς πιστεύ­σο­με». Για­τί παίρ­νει τον Αβρα­άμ; Ο Αβρα­άμ είναι μπρο­στά στη νεκρή μήτρα της Σάρας, από την οποί­αν γεν­νιέ­ται ο Ισα­άκ, ο φορέ­ας της επαγ­γε­λί­ας ενός λαού. Ο πιστός είναι μπρο­στά στον νεκρόν Ιησούν, στον τάφο του Χρι­στού, από τον οποί­ον τάφον βγή­κε ο ανα­στη­μέ­νος Χρι­στός. Το ίδιο πράγ­μα. Εκεί­νος πίστευ­σε στην ανά­στα­ση ενός λαού, ο Αβρα­άμ. Εμείς πιστεύ­ο­με εις την ανά­στα­σιν του Χρι­στού. Το στοι­χεί­ον; Κοι­νόν. Ποιο; Η πίστις.

Ακό­μη η Παλαιά Δια­θή­κη, αγα­πη­τοί μου, προ­σφέ­ρε­ται ως προ­φη­τι­κός λόγος. Όχι μόνον για­τί πρέ­πει να μελε­τού­με την Παλαιά Δια­θή­κη, για να μάθο­με Ποιος είναι ο Χρι­στός, την ταυ­τό­τη­τά Του, αλλά και διό­τι οι προ­φη­τεί­ες της Παλαιάς Δια­θή­κης, όλες δεν εξε­πλη­ρώ­θη­σαν, αλλά θα εκπλη­ρω­θούν. Και ακό­μη ένα άλλο. Υπάρ­χουν προ­φη­τεί­ες στην Παλαιά Δια­θή­κη, οι οποί­ες αλλε­παλ­λή­λως μέσα στην Ιστο­ρία, έως το τέλος της Ιστο­ρί­ας θα εκπλη­ρούν­ται διαρ­κώς. Να σας πω μία προ­φη­τεία: «Εάν με ακού­σε­τε», λέγει ο Θεός, δια του προ­φή­του Ησα­ΐ­ου, «θα φάτε τα αγα­θά της γης· εάν δεν με ακού­σε­τε, θα σας φάει μαχαί­ρι». Και ύστε­ρα από λίγα χρό­νια, από 200 χρό­νια, τρώ­ει μαχαί­ρι το βόρειο Βασί­λειο και ύστε­ρα από 300 χρό­νια τρώ­ει μαχαί­ρι και το νότιο Βασί­λειο. Αυτή η προ­φη­τεία όμως επα­λη­θεύ­ε­ται πάν­το­τε. Όπο­τε ακού­με τον Θεό, τρώ­με τα αγα­θά της γης. Όπο­τε δεν Τον ακού­με, μάχαι­ρα εμάς μας περι­μέ­νει να μας κόψει. Είναι χρή­σι­μος λοι­πόν ο προ­φη­τι­κός λόγος όχι μόνο ο ανα­φε­ρό­με­νος εις τον Χρι­στόν, αλλά και εις ημάς.

Ακό­μα, αγα­πη­τοί μου, η Παλαιά Δια­θή­κη προ­σφέ­ρει τον ηθι­κόν νόμον. Ο ηθι­κός νόμος προ­ϋ­πο­τί­θε­ται εις την Παλαιά Δια­θή­κη όταν τον έχο­με εις την Και­νή Δια­θή­κη. Ο Χρι­στός είπε: «κού­σα­τε τι ρρέ­θη τος ρχαί­οις.. γ δ λέγω μν». Τι κάνει; Συμ­πλη­ρώ­νει. Αλλά τι συμ­πλη­ρώ­νει; Κάτι που υπάρ­χει. Πού υπάρ­χει; Στην Παλαιά Δια­θή­κη. Δεν μπο­ρείς να αγνο­ή­σεις την Παλαιά Δια­θή­κη και τον ηθι­κό της νόμο. Θα τον δεχθείς συμ­πλη­ρω­μέ­νον από την Και­νή Δια­θή­κη· διό­τι η Παλαιά «γένε­το παι­δα­γω­γός ες Χρι­στόν», όπως λέγει ο Από­στο­λος Παύ­λος, εάν υπο­τε­θεί ότι παρου­σιά­ζει ατε­λεί­ας.

Πέμ­πτον. Ακό­μη και αυτός ο τελε­τουρ­γι­κός νόμος, ο οποί­ος βεβαί­ως κατηρ­γή­θη, δεν έχο­με τις θυσί­ες της Παλαιάς Δια­θή­κης και κατηρ­γή­θη, για­τί λέτε; Για­τί έχο­με το πρω­τό­τυ­πο· διό­τι πλέ­ον ο μόσχος ή ο αμνός είναι ο Ιησούς Χρι­στός. Δεν έχο­με ανάγ­κη λοι­πόν θυσιών. Αφού έχο­με ήδη το πρω­τό­τυ­πον. Εκεί είχα­με τα αντί­τυ­πα. Πάλι όμως έχο­με την έννοιαν της θυσί­ας. Τι είναι η Θεία Λει­τουρ­γία; Είναι θυσία. Κεν­τρι­κό σημείο της λατρεί­ας, ποιο είναι; Η θυσία στην Παλαιά Δια­θή­κη. Κεν­τρι­κόν σημεί­ον της λατρεί­ας στην Και­νή Δια­θή­κη, τι είναι; Η Θεία Λει­τουρ­γία, η θυσία του Χρι­στού. Γενι­κά δηλα­δή θα λέγα­με, ακό­μη αν θέλε­τε και η καθα­ρά λατρεία. Έπρε­πε να πλυ­θούν χέρια πόδια οι ιερείς. Εμείς πλε­νό­μα­στε τυπι­κώς, για να εκφρά­σο­με την εσω­τε­ρι­κή καθα­ρό­τη­τα. Κεν­τρι­κά σημεία μένουν τα ίδια.

Θέλε­τε ακό­μη ένα έκτον σημεί­ον; Δια­τά­ξεις της Παλαιάς Δια­θή­κης που μας παρα­ξε­νεύ­ουν σήμε­ρα και που ανα­φέ­ρον­ται στην καθη­με­ρι­νό­τη­τα, αυτές έχου­νε μία ανα­φο­ρά, ανα­φο­ρι­κή, πνευ­μα­τι­κή διά­στα­ση. Δηλα­δή ετού­το σημαί­νει ετού­το. Ένα μικρό παρά­δειγ­μα. Λέγει: «Δεν θα βάλει φίμω­τρο εις το ζώο που σου αλω­νί­ζει». Θα πει κάποιος: «Ε, τώρα τι να κάνο­με μ’ αυτό, πρέ­πει να το τηρή­σο­με;» Ακού­στε τι λέγει ο Από­στο­λος Α΄Κορ.9,9: «ν γρ τ Μωϋ­σέ­ως νόμ γέγρα­πται· ο φιμώ­σεις βον λοντα». «Είναι γραμ­μέ­νο», λέει, «στον μωσαϊ­κό νόμο: ‘’Δεν θα βάλεις φίμω­τρο στο βόδι που αλω­νί­ζει, είναι στο αλώ­νι μέσα και πατά­ει και αλω­νί­ζει’’». «Μ τν βον μλει τ Θε; (:Μήπως ενδια­φέ­ρε­ται ο Θεός για τα βόδια;) δι᾿ μς πντως λγει; (:ή το λέγει για μας αυτό;). Δι᾿ μς γρ γρφη, τι π᾿ λπδι φελει ροτριν ροτριν, κα λον τς λπδος ατο μετχειν π᾿ λπδι». «Για μας», λέει, «γρά­φτη­κε: ότι άξιος εργά­της του μισθού αυτού. Θα αρο­τριάς και θα αλω­νί­ζεις στο χωρά­φι και στο αλώ­νι της ελπί­δος». «Για μας», λέει, «γρά­φτη­κε».

Ένα άλλο. «Όταν θα κάνεις», λέει, «ύφαν­ση, ύφαν­ση, πανί, μη βάλεις λινά­ρι και μαλ­λί μαζί. Ή λινά­ρι ή μαλ­λί. Όχι και τα δύο μαζί». Για­τί; Έχει σημα­σία αυτό. Μην είσα­στε τερο­ζυ­γοντες, που λέει ο από­στο­λος Παύ­λος. Το λέει ο ίδιος. «Μη βάλεις το ζευ­γά­ρι σου», το λέει και η Παλαιά Δια­θή­κη, «άλο­γο και βόδι, ή όνο και βόδι. Δεν μπο­ρούν αυτά να πάνε καλά»· που σημαί­νει «τερο­ζυ­γοντες πίστοις» τώρα ο Από­στο­λος Παύ­λος, «δεν μπο­ρείς να κάνεις παρέα με τον άπι­στον άνθρω­πον». Έχει σημα­σία. Έχει σημα­σία. Έχει δηλα­δή πνευ­μα­τι­κήν ανα­γω­γήν, ανα­φο­ρά το θέμα αυτών των δια­τά­ξε­ων μέσα στην Παλαιά Δια­θή­κη.

Αλλά, αγα­πη­τοί μου, με δύο λόγια ας ξανα­γυ­ρί­σου­με στο κεί­με­νό μας, αυτό που ο Από­στο­λος Παύ­λος μας είπε εις την σημε­ρι­νήν απο­στο­λι­κή περι­κο­πή. «σα γρ προ­ε­γρά­φη, ες τν μετέ­ραν διδα­σκα­λί­αν προ­ε­γρά­φη, να δι τς πομονς κα τς παρα­κλή­σε­ως τν γραφν τν λπί­δα χωμεν». Τι σημαί­νει; «Για μας» λοι­πόν, «δηλα­δή για την Και­νή Δια­θή­κη προ­ε­γρά­φη ό,τι προ­ε­γρά­φη στην Παλαιά Δια­θή­κη, με σκο­πό την ανά­πτυ­ξη της υπο­μο­νής και της παρη­γο­ρί­ας των γρα­φών, για να απο­κτή­σο­με την ελπί­δα της σωτη­ρί­ας εν Χρι­στώ». Καθα­ρό­τε­ρα το λέγει ο Από­στο­λος Παύ­λος ως εξής, Β΄Τιμ.3,16: «Πσα γραφ -πσα γραφὴ- θεό­πνευ­στος κα φέλι­μος πρς διδα­σκα­λί­αν». Ποια είναι αυτή η «πσα γραφ»; Και η Παλαιά και η Και­νή Δια­θή­κη. Αν το θέλε­τε, τον και­ρό που γρά­φει ο Παύ­λος, έχει υπό­ψιν του μόνο την Παλαιά Δια­θή­κη. Λοι­πόν, Παλαιά και Και­νή Δια­θή­κη θεό­πνευ­στος και ωφέ­λι­μος προς διδα­σκα­λί­αν, πρς λεγ­χον, πρς πανόρ­θω­σιν, πρς παι­δεί­αν τν ν δικαιο­σύν». Βλέ­πε­τε; Πσα γραφὴ. Το προ­σέ­ξα­τε αυτό; Πσα γραφ. Και ποιος ο σκο­πός της μελέ­της του λόγου του Θεού; «Πρς λεγ­χον, πρς πανόρ­θω­σιν, πρς παι­δεί­αν». Να παι­δα­γω­γη­θού­με. Να γυρί­σο­με πίσω στον Θεόν. Και ο σκο­πός αυτών ποιος είναι; «να ρτιος το Θεο νθρω­πος, πρς πν ργον γαθν ξηρ­τι­σμέ­νος (:Για να είναι ο άνθρω­πος του Θεού άρτιος, ολό­κλη­ρος, σωστός)». Ω, αυτή η αρτιό­της του ανθρώ­που, μόνον εις τον Χρι­στια­νι­σμόν υπάρ­χει. Είναι κάτι θαυ­μα­στό αγα­πη­τοί.

Αγα­πη­τοί μου, ολό­κλη­ρη η Αγία Γρα­φή, ολό­κλη­ρη, Παλαιά και Και­νή Δια­θή­κη, είναι ο μονα­δι­κά αλάν­θα­στος οδη­γός πάσης φύσε­ως προ­βλη­μά­των ανθρω­πί­νων. Αλάν­θα­στος οδη­γός και λύτης όλων αυτών των ανθρω­πί­νων προ­βλη­μά­των. Δεν υπάρ­χει τίπο­τε περιτ­τόν μέσα στην Αγί­αν Γρα­φήν. Αν έχει η Παλαιά Δια­θή­κη επα­να­λή­ψεις, είναι οι επα­να­λή­ψεις του δασκά­λου ή του εκπαι­δευ­τού στον στρα­τό, που το λέει και το ξανα­λέ­ει με σκο­πό την εντύ­πω­σιν. Παν ό,τι αφο­ρά τη σωτη­ρία μας είναι γραμ­μέ­νο μέσα στην Αγία Γρα­φή. Παλαιά και Και­νή Δια­θή­κη. Δεν υπάρ­χει τίπο­τε μα τίπο­τε που να μην ανα­φέ­ρε­ται εις τη σωτη­ρία μας. Ή κάτι που να ζητού­με και να μην είναι γραμ­μέ­νο εκεί μέσα.

Γι΄αυτό, αγα­πη­τοί, να γίνει ο λόγος του Θεού ένα καθη­με­ρι­νό μας εντρύ­φη­μα, για να γίνο­με κατά Θεόν σοφοί. Όπως λέγει στον Τιμό­θεο ο Από­στο­λος: «πό βρέ­φους τ ερ γράμ­μα­τα οδας, τ δυνά­μεν σε σοφί­σαι ες σωτη­ρί­αν». «Από νήπιο ξέρεις τα γράμ­μα­τα τα ιερά, που μπο­ρούν να σε κάνουν σοφό». Και σεις να γίνε­τε σοφοί και τα παι­διά σας από μικρά βοη­θή­σα­τέ τα, καθο­δη­γή­σα­τέ τα στις αθά­να­τες σελί­δες του λόγου του Θεού, της Αγί­ας Γρα­φής. Ο λόγος του Θεού είναι ζων­τα­νός. Για­τί πίσω από τα γράμ­μα­τα τα τυπω­μέ­να είναι ένα πρό­σω­πον, ο Λόγος του Θεού.

Γι΄αυτό λέγει στην προς Εβραί­ους 5,12 ο Από­στο­λος Παύ­λος: «Ζν γρ λόγος το Θεο(:Για­τί ζών­τας ο λόγος του Θεού) κα νεργς κα τομώ­τε­ρος πρ πσαν μάχαι­ραν δίστο­μον κα κρι­τικς νθυ­μή­σε­ων(:έρχε­ται και σε σκα­λί­ζει) κα ννοιν καρ­δί­ας, κα οκ στι κτί­σις φανς νώπιον ατο(:Δεν υπάρ­χει κάτι που είναι σκε­πα­σμέ­νο στον λόγο του Θεού), πάν­τα δ γυμν κα τετρα­χη­λι­σμέ­να τος φθαλ­μος ατο, πρς ν μν λόγος. Για­τί; Διό­τι δεν είναι τα τυπο­γρα­φι­κά στοι­χεία ο λόγος του Θεού. Είναι ένα πρό­σω­πον. Και το πρό­σω­πον αυτό είναι το δεύ­τε­ρον πρό­σω­πον της Αγί­ας Τριά­δος, που ενην­θρώ­πη­σε, ο Υιός και Λόγος του Θεού, ο Ιησούς Χρι­στός. Γι΄αυτό έχει δίκαιο ο Ιερός Χρυ­σό­στο­μος που σημειώ­νει και λέγει: «Ἀγα­πη­τοί, δύνα­τον, δύνα­τον σωθναι νευ τς τν θεί­ων Γραφν ναγνώ­σε­ως». Είναι αδύ­να­τον, είναι αδύ­να­τον να σωθεί κανείς χωρίς να μελε­τά τον λόγο του Θεού· και την Και­νή και την Παλαιά Δια­θή­κη.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή  μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

μετα­φο­ρά της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας σε ηλε­κτρο­νι­κό κεί­με­νο και επι­μέ­λεια:

Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση ομι­λί­ας δια χει­ρός του αξιο­τί­μου κ. Αθα­να­σί­ου Κ.

  • http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_284.mp3

 

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ”)

Ὄχι ἀπρό­σι­τοι

«Διὸ προ­σλαμ­βά­νε­σθε ἀλλή­λους, καθὼς καὶ ὁ Χρι­στὸς προ­σε­λά­βε­το ἡμᾶς εἰς δόξαν Θεοῦ» (Ρωμ. 15,7)

Ο ΧΡΙΣΤΟΣ, ἀγα­πη­τοί μου, ὁ Χρι­στὸς εἶνε τὸ πρό­τυ­πο, στὸ ὁποῖο ὅλοι οἱ χρι­στια­νοί πρέ­πει ν’ ἀπο­βλέ­που­με. Αὐτόν πρέ­πει ν’ ἀντι­γρά­φου­με καὶ ν’ ἀκο­λου­θοῦ­με. Ἔτσι μᾶς συνι­στᾷ καὶ ὁ σημε­ρι­νός Ἀπό­στο­λος. Νὰ μιμη­θοῦ­με τὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χρι­στό σὲ ὅλα στα εὔκο­λα ἀλλὰ καὶ στὰ δύσκο­λα, στὰ εὐχά­ρι­στα ἀλλὰ καὶ στὰ δυσά­ρε­στα. Πρὸ παν­τὸς νὰ τὸν μιμη­θοῦ­με στὴν ὑπο­μο­νὴ καὶ στὴν ταπεί­νω­σι, στὴν προ­σφο­ρὰ καὶ στὴ θυσία.

Στὸ Χρι­στὸ ὡς Θεὸ ἀνή­κει κάθε δόξα καὶ κάθε τιμή. Εν τού­τοις ἐκεῖ­νος μὲ τὴν ἐναν­θρώ­πη­σί του ἔκα­νε τὴ μεγά­λη θυσία νὰ ἔλθῃ ἐδῶ στὴ γῆ, παρα­βλέ­πον­τας ὅλα ὅσα εἶχε. Κατα­δέ­χθη­κε νὰ ’ρθῇ κον­τά μας. Πλη­σί­α­σε καὶ συνα­να­στρά­φη­κε μαζί μας, γιὰ νὰ μᾶς σώσῃ. Ἡ γνω­στὴ παρα­βο­λὴ τοῦ καλοῦ Σαμα­ρεί­του (βλ. Λουκ. 10,30- 37) δεί­χνει ὅλη τὴν ἀγά­πη του. Θυσί­α­σε τὴν ἡσυ­χία καὶ τὴν ἄνε­σί του, τὴν τιμὴ καὶ τὴ δόξα του. «Μπο­ροῦ­σε» ὁ Χρι­στός, λέει ὁ ι. Χρυ­σό­στο­μος ἑρμη­νεύ­ον­τας τὴν περι­κο­πὴ αὐτή, «μπο­ροῦ­σε νὰ μὴν ἐξευ­τε­λι­σθῇ, μπο­ροῦ­σε νὰ μὴν πάθῃ αὐτὰ ποὺ ἔπα­θε, ἂν βέβαια ἤθε­λε ν’ ἀπο­βλέ­ψη στο δικό του καλό· δὲν θέλη­σε ὅμως, ἀλλὰ προ­τι­μών­τας το δικό μας καλὸ παρέ­βλε­ψε το δικό του» (Ε.Π.Ε. 17[75],610). Ανέ­λα­βε πρὸς χάριν μας φρον­τί­δες καὶ κόπους, δέχθη­κε ἐξευ­τε­λι­σμούς καὶ ταπει­νώ­σεις. Δὲν ἀπη­ξί­ω­σε ν’ ἀσχο­λη­θῇ μ’ ἐμᾶς τοὺς ἀθλί­ους ἀνθρώ­πους, ποὺ τόσο τὸν εἴχα­με λυπή­σει. Ἂν λοι­πὸν ὁ Χρι­στὸς λέει σήμε­ρα ὁ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος ἔδει­ξε τέτοια στά­σι ἀπέ­ναν­τι σ’ ἐμᾶς, πόσο μᾶλ­λον ἐμεῖς μετα­ξύ μας πρέ­πει νὰ εἴμα­στε ταπει­νοί, κατα­δε­κτι­κοὶ καὶ πρό­θυ­μοι νὰ βοη­θοῦ­με τοὺς ἀδυ­νά­τους ἀδελ­φούς μας; Αὐτὸ σημαί­νει τὸ ῥητὸ «Διὸ προ­σλαμ­βά­νε­σθε ἀλλή­λους…» (Ρωμ. 15,7)· νὰ μὴν εἴμα­στε δηλα­δὴ ἀπρό­σι­τοι, ἀπλη­σί­α­στοι, ἀλλὰ νὰ δεχώ­μα­στε μὲ ἁπλό­τη­τα καὶ ἀγά­πη ὁ ἕνας τὸν ἄλλο.

Ἐπά­νω σ’ αὐτὸ ἂς ποῦ­με ἐδῶ λίγα λόγια.

* * *

Πῶς ὁ χρι­στια­νὸς μπο­ρεῖ νὰ γίνῃ προ­σι­τὸς καὶ κατα­δε­κτι­κός; Ποιός θὰ τοῦ καλ­λιερ­γή­σῃ τὸ ἐνδια­φέ­ρον καὶ τὴ συμ­πά­θεια γιὰ τὸν ἄλλο, ποιός θὰ τὸν κάνῃ πρό­θυ­μο νὰ συμ­πα­ρα­στα­θῇ καὶ νὰ βοη­θή­σῃ τὸν πλη­σί­ον; Ἡ ταπεί­νω­σι καὶ ἡ ἀγά­πη. Ἀπὸ ἀγά­πη καὶ ταπεί­νω­σι ὁ Θεός, στὸ πρό­σω­πο τοῦ Χρι­στοῦ, ἔγι­νε προ­σι­τὸς στοὺς ἀνθρώ­πους· ἦρθε ἀνά­με­σά τους καὶ συνα­να­στρά­φη­κε μαζί τους, κάνον­τας καὶ τοὺς ἀγγέ­λους νὰ κατα­πλήσ­σων­ται, ὅπως λέει ὁ Ἀκά­θι­στος ὕμνος «Πᾶσα φύσις ἀγγέ­λων κατε­πλά­γη τὸ μέγα τῆς σῆς ἐναν­θρω­πή­σε­ως ἔργον· τὸν ἀπρό­σι­τον γὰρ ὡς Θεόν, ἐθε­ώ­ρει πᾶσι προ­σι­τὸν ἄνθρω­πον, ἡμῖν μὲν συν­διά­γον­τα, ἀκού­ον­τα δὲ παρὰ πάν­των οὕτως· Αλλη­λού­ϊα». Ἀλλ ̓ ἐνῷ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ἔγι­νε προ­σι­τός, οἱ ἄνθρω­ποι μένουν πολ­λὲς φορὲς ἀπρό­σι­τοι, δηλα­δὴ ἀπλη­σί­α­στοι, ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλο.

Απρό­σι­τοι ἐν πρώ­τοις καὶ στὴν ἁπλῆ ἐπι­κοι­νω­νία. Πριν από μερι­κά χρό­νια δύο νεα­ροί φοι­τη­ταί σπού­δα­ζαν στὴν Αθή­να. Ἦταν κ’ οἱ δυὸ φτω­χὰ παι­διὰ καὶ κατά­γον­ταν ἀπὸ ἐπαρ­χί­ες ὁ ἕνας ἀπό τή Μακε­δο­νία καὶ σπού­δα­ζε μαθη­μα­τι­κός, ὁ ἄλλος ἀπὸ τὴ νότιο Ελλά­δα καὶ σπού­δα­ζε για­τρός. Ἔμε­ναν μαζὶ καὶ ζοῦ­σαν σὰν ἀδέρ­φια. Μοι­ρά­ζον­ταν τὸ ἴδιο φτω­χι­κό φαγη­τό τρώ­γον­τας, ποὺ λέει ὁ λόγος, ἀπὸ τὸ ἴδιο πιά­το. Τὰ κοι­νὰ ὄνει­ρα, ὁ κοι­νὸς ἀγῶ­νας, καὶ πρὸ παν­τὸς ἡ κοι­νὴ πίστι στὸ Χρι­στὸ δημιουρ­γοῦ­σε ἀνά­με­σά τους ἀγά­πη καὶ ἐγκαρ­διό­τη­τα. Ὅποιος τοὺς ἔβλε­πε χαι­ρό­ταν τὸ σύν­δε­σμό τους καὶ ἔλε­γε, πώς ἡ φιλία αὐτὴ θὰ κρα­τή­σῃ σ ̓ ὅλη τους τὴ ζωή. Πέρα­σαν τὰ χρό­νια. Μετὰ τὸ στρα­τὸ ὁ μὲν μαθη­μα­τι­κὸς ἀπέ­κτη­σε πολυ­με­λῆ οἰκο­γέ­νεια, ἐνῷ ὁ για­τρός κατέ­κτη­σε καὶ τὸ ἐπί­ζη­λο ἀξί­ω­μα τοῦ βου­λευ­τοῦ. Θέλη­σε τότε ὁ φτω­χὸς πολύ­τε­κνος νὰ συγ­χα­ρῇ τὸν ἀδελ­φι­κό του φίλο καὶ τοῦ ἔγρα­ψε. Ποιά ὅμως ἦταν ἡ ἔκπλη­ξί του, ὅταν διε­πί­στω­σε, ὅτι ὁ νεό­κο­πος πολι­τευ­τὴς τὸν εἶχε τόσο σύν­το­μα ξεχά­σει κι οὔτε ἕνα εὐχα­ρι­στῶ δὲν κατα­δέ­χθη­κε ν’ ἀπαν­τή­σῃ στὶς εὐχές του! Τόσο ἡ ματαία δόξα ἀλλά­ζει τὸν ἄνθρω­πο… Απρό­σι­τοι, λοι­πόν, στὴν ἀλλη­λο­γρα­φία· ἀλλὰ καὶ σὲ κάθε ἄλλη ἐπι­κοι­νω­νία. Συχνὰ λ.χ. ζητᾷς κάποιον στὸ τηλέ­φω­νο, καὶ σοῦ ἀπαν­τοῦν ψέμα­τα, ὅτι δὲν εἶνε ἐκεῖ ἐνῷ εἶνε, ἀλλὰ δὲν θέλει νὰ μιλή­σῃ μαζί σου.

Απρό­σι­τοι ἔπει­τα στη συνάν­τη­σι. Ἀφοῦ δὲν θέλουν τὴν ἐπι­κοι­νω­νία ἀπὸ μακριά, πολύ περισ­σό­τε­ρο δεν θέλουν τὴ συνάν­τη­σι ἀπὸ κον­τά. Ποῦ νὰ τοὺς συναν­τή­σῃς, νὰ τοὺς δῆς καὶ νὰ πῆς μια καλη­μέ­ρα μαζί τους! Κι ὄχι μόνο οἱ ἄρχον­τες, ποὺ ἀνέ­βη­καν σὲ ἀξιώ­μα­τα, ἀλλὰ καὶ οἱ ἄλλοι. Κοι­τά­ζουν τὴν ἡσυ­χία τους ἀδια­φο­ρών­τας γιὰ τὴν ἀνάγ­κη τοῦ ἄλλου. Κλεί­νον­ται στὸ κέλυ­φος τῆς φιλαυ­τί­ας των. Τὰ δια­με­ρί­σμα­τα τῶν πολυ­κα­τοι­κιῶν στὶς μεγα­λου­πό­λεις δὲν ἐπι­κοι­νω­νοῦν μετα­ξύ τους, κι ἂς τὰ χωρί­ζῃ μόνο ἕνας λεπτὸς τοῖ­χος. Οἱ ἄνθρω­ποι ζοῦν ἀπο­ξε­νω­μέ­νοι μετα­ξύ τους. Θεω­ροῦν τὴ συνάν­τη­σι μὲ τὸν ἄλλο ὡς ἀπώ­λεια χρό­νου, ὡς χασο­μέ­ρι, καὶ τὴν ἀπο­φεύ­γουν. Γι’ αὐτὸ πολ­λὲς φορὲς θέλει κάποιος νὰ τοὺς δῇ, καὶ προ­σποιοῦν­ται πὼς ἀπου­σιά­ζουν…

Απρό­σι­τοι στὴν ἐπι­κοι­νω­νία, ἀπρό­σι­τοι στὴ συνάν­τη­σι, ἀπρό­σι­τοι πρὸ παν­τὸς ὅταν τοὺς ζητοῦν βοή­θεια. Δὲν ἀνοί­γει εὔκο­λα ἡ πόρ­τα, ὅταν τὴ χτυ­πᾷ ἡ ἀνάγ­κη καὶ ἡ φτώ­χεια. «Δὲν εἶν ̓ εὔκο­λες οἱ θύρες ἐὰν ἡ χρεία τὲς κουρ­τα­λῇ», λέει ὁ ἐθνι­κὸς ποι­η­τής. Οἱ ἐξαι­ρέ­σεις εἶνε σπά­νιες. Σ’ αὐτὲς ἀνή­κει καὶ ἡ ἀκό­λου­θη, γνω­στὴ ἀπὸ τὸ ποί­η­μα τοῦ Γεωρ­γί­ου Στρα­τή­γη «Ο Ματρό­ζος». Σ’ αὐτὸ δια­σῴ­ζε­ται ἕνα συγ­κι­νη­τι­κὸ ἀνέκ­δο­το. Ὁ ἥρω­ας τοῦ ποι­ή­μα­τος κατὰ τὴν ἐπα­νά­στα­σι τοῦ ’21 εἶχε λάβει μέρος σὲ ναυ­μα­χί­ες κατὰ τῶν Τούρ­κων. Σὲ κάποια ἀπ’ αὐτὲς μάλι­στα, μὲ κίν­δυ­νο τῆς ζωῆς του, εἶχε σώσει τὸν ἔνδο­ξο πυρ­πο­λη­τὴ Κανά­ρη. Μετὰ τὴν ἀπε­λευ­θέ­ρω­σι ὁ Κανά­ρης ἔγι­νε ὑπουρ­γὸς τῶν ναυ­τι­κῶν, ὁ Ματρό­ζος ὅμως ἔπε­σε σε μεγά­λη δυστυ­χία. Ὅταν ἄκου­σε, ὅτι ὁ φίλος του εἶνε τώρα ὑπουρ­γός, ἀπο­φά­σι­σε νὰ πάῃ νὰ τοῦ ζητή­σῃ βοή­θεια. Ἔφθα­σε στὸ ὑπουρ­γεῖο, ἀλλ ̓ ἐκεῖ κάποιος φρου­ρός μὲ κορῶ­νες καὶ χρυ­σᾶ γαλό­νια, μὴ γνω­ρί­ζον­τας τὴν ἔνδο­ξη ἱστο­ρία ἐκεί­νου τοῦ ζητιά­νου, τὸν ἐμπό­δι­ζε νὰ περά­σῃ. Πικρα­μέ­νος ἀπὸ τὴ συμ­πε­ρι­φο­ρὰ αὐτὴ ὁ φτω­χὸς τοῦ φώνα­ξε

«Ἂν οἱ ζητιά­νοι σὰν κι ἐμὲ δὲν ἔχυ­ναν τὸ αἷμα, οἱ καπε­τά­νιοι σὰν καὶ σὲ δὲν θὰ φοροῦ­σαν στέμ­μα». Ακού­γον­τας τότε τὶς φωνὲς ὁ Κανά­ρης βγῆ­κε στὸ παρά­θυ­ρο, εἶδε τὴ σκη­νή, κατέ­βη­κε, κ’ ἔτσι συναν­τή­θη­καν. Ἡ ἀνα­γνώ­ρι­σις μετα­ξὺ τῶν δύο, γερόν­των πλέ­ον, παλαιῶν συμ­πο­λε­μι­στῶν ἦταν συγ­κι­νη­τι­κή. Ὁ Κανά­ρης θυμή­θη­κε τὸ παρελ­θόν. Ταπει­νός, κατα­δε­κτι­κὸς καὶ εὐγνώ­μων, τὸν ἀγκά­λια­σε πρό­θυ­μος νὰ τοῦ συμ­πα­ρα­στα­θῇ στὴν ἀνάγ­κη του.

Υπάρ­χει ὅμως καὶ κάτι ἀκό­μη χει­ρό­τε­ρο. Συμ­βαί­νει καμ­μιὰ φορὰ καὶ χρι­στια­νοί λεγό­με­νοι ἄνθρω­ποι, ὅταν κάποιος φταί­χτης θέλῃ νὰ τοὺς ζητή­σῃ συγ­γνώ­μη, αὐτοὶ νὰ δεί­χνων­ται ἀπρό­σι­τοι καὶ στὴ συγ­χώ­ρη­σι. Ἕνα σχε­τι­κό παρά­δειγ­μα ἀνα­φέ­ρει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς στίς Διδα­χές του γιὰ δύο χρι­στια­νοὺς τῆς ἐπο­χῆς τῶν μαρ­τύ­ρων, τὸ Σαπρί­κιο καὶ τὸ Νικη­φό­ρο. Ὁ Σαπρί­κιος εἶχε ὅλο ἀγα­θο­ερ­γί­ες, ὁ Νικη­φό­ρος ὅλο ἁμαρ­τί­ες, ἐπὶ πλέ­ον δὲ καὶ μῖσος γιὰ τὸ Σαπρί­κιο. Ὅταν ὅμως οἱ διῶ­κται συνέ­λα­βαν τὸ Σαπρί­κιο καὶ τὸν ὡδη­γοῦ­σαν στὸ θάνα­το, ὁ Νικη­φό­ρος ἔτρε­ξε μετα­νο­η­μέ­νος καὶ τοῦ ζητοῦ­σε συγ­γνώ­μη. Ἀλλὰ ὁ Σαπρί­κιος —ποιός θὰ τὸ περί­με­νε δὲν τὸν συγ­χω­ροῦ­σε! Καὶ παρ ̓ ὅλο ποὺ ὁ Νικη­φό­ρος τὸν θερ­μο­πα­ρα­κα­λοῦ­σε, αὐτὸς ἐπέ­με­νε μέχρι τέλους νὰ μὴ τὸν συγ­χω­ρῇ. Τέλος ὁ Θεός τιμώ­ρη­σε το Σαπρί­κιο γιὰ τὴ σκλη­ρό­τη­τά του, καὶ δέχθη­κε τὴ μετά­νοια τοῦ Νικη­φό­ρου (βλ. ἡμέ­τε­ρο βιβλίο Κοσμᾶς ὁ Αἰτω­λός, σελ. 173).

* * *

Απρό­σι­τοι οἱ πλού­σιοι ἄρχον­τες στὸ φτω­χὸ λαό, ἀπρό­σι­τοι οἱ μορ­φω­μέ­νοι ἐπι­στή­μο­νες στοὺς ἁπλοϊ­κοὺς ἀγραμ­μά­τους, ἀπρό­σι­τοι οἱ ὑπε­ρή­φα­νοι φαρι­σαῖ­οι στοὺς μετα­νο­η­μέ­νους τελῶ­νες. Ἀλλ ̓ ὁ ἀπό­στο­λος φωνά­ζει «Προ­σλαμ­βά­νε­σθε ἀλλή­λους, καθὼς καὶ ὁ Χρι­στὸς προ­σε­λά­βε­το ἡμᾶς».

Ὁ Χρι­στὸς ἄφη­σε στοὺς μαθη­τάς του τὴν ἐντο­λή, νὰ ἔχουν μετα­ξύ τους ἀγά­πη καὶ ὁμό­νοια ἀπ’ αὐτό, εἶπε, θὰ τοὺς κατα­λα­βαί­νουν πὼς εἶνε δικοί του μαθη­ταί· «Ἐν τού­τῳ γνώ­σον­ται πάν­τες ὅτι ἐμοὶ μαθη­ταί ἐστε, ἐὰν ἀγά­πην ἔχη­τε ἐν ἀλλή­λοις» (Ἰωάν. 13,35). Σύμ­φω­να μ ̓ αὐτὰ καὶ ὁ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος μᾶς προ­τρέ­πει σήμε­ρα «Προ­σλαμ­βά­νε­σθε ἀλλή­λους». Ὁ δὲ ἱ. Χρυ­σό­στο­μος τὸ ἐξη­γεῖ λέγον­τας «Συνά­πτω­μεν ἑαυ τοὺς ἀλλή­λοις», δηλα­δή Ἂς εἴμα­στε ἑνω­μέ­νοι ὁ ἕνας μὲ τὸν ἄλλο (ἔ.ά. 614).

Ποῦ ὅμως ἡ ἑνό­της αὐτή; Στὰ ἀνδρό­γυ­να παρα­τη­ροῦν­ται ψυχρό­τη­τες καὶ δια­ζύ­για, στὰ ἀδέρ­φια καὶ τοὺς συγ­γε­νεῖς συμ­φέ­ρον­τα καὶ τσα­κω­μοί, στους γεί­το­νες καὶ τοὺς συγ­χω­ρια­νούς ἐχθρό­τη­τες καὶ δικα­στή­ρια ̇ «οὐ συγ­χρῶν­ται Ἰου­δαῖ­οι Σαμα­ρεί­ταις» (Ἰωάν. 4,9). Ἀλλὰ καὶ στὸ ἔθνος, ὅπως λέει ὁ Σολω­μός, «ἡ διχό­νοια βαστά­ει ἕνα σκῆ­πτρο ἡ δολε­ρή» καὶ μᾶς δια­λύ­ει. Κόμ­μα­τα καὶ παρα­τά­ξεις, ἰδε­ο­λο­γί­ες καὶ φιλο­σο­φί­ες, ἀθλη­τι­κὲς συμ­πά­θειες καὶ ἀντι­πά­θειες, αὐτὰ καὶ πολ­λὰ ἄλλα φανα­τί­ζουν καὶ κομ­μα­τιά­ζουν τὸ λαό μας. Ἐὰν οἱ Ἕλλη­νες ἦταν ὅλοι ἑνω­μέ­νοι, ἡ Ἑλλὰς θὰ ἦτο πολὺ ἰσχυ­ρο­τέ­ρα.

Καὶ ὄχι μόνο στὴν ἐθνι­κή μας ζωὴ ἀλλὰ καὶ σ’ αὐτὴν ἀκό­μη τὴν ἐκκλη­σια­στι­κή ζωή, ποὺ θὰ ἔπρε­πε νὰ εἶνε ὑπό­δειγ­μα ὁμο­νοί­ας καὶ ἀγά­πης, μεγά­λη διαί­ρε­σις ὑπάρ­χει. Ἐνῷ ἡ Ἐκκλη­σία εἶνε ἕνα σῶμα καὶ ὅλα τὰ μέλη του θὰ ἔπρε­πε νὰ εἶνε ἑνω­μέ­να, συχνὰ παρα­τη­ροῦν­ται διαι­ρέ­σεις καὶ σχί­σμα­τα (βλ. Α’ Κορ. 12,12–27). Σπα­νί­ως θὰ συναν­τή­σῃ κανεὶς ἐπί­σκο­πο ν ̓ ἀγα­πᾷ εἰλι­κρι­νῶς τὸν ἄλλο ἐπί­σκο­πο καὶ ἱερέα ν’ ἀγα­πᾷ τὸ συνε­φη­μέ­ριό του. Σπα­νί­ως σ’ ἕνα μονα­στή­ρι ἢ σὲ μιὰ ἀδελ­φό­τη­τα εἶνε ὅλοι σύμ­ψυ­χοι. Σπα­νί­ως σὲ μιὰ ἐνο­ρία ἀπου­σιά­ζουν οἱ δια­φο­ρὲς μετα­ξὺ ἐνο­ρι­τῶν, ἀνδρῶν καὶ γυναι­κῶν. Αὐτὰ βλέ­πει ὁ μακρὰν τοῦ Θεοῦ κόσμος καὶ σκαν­δα­λί­ζε­ται.

Πόσο μακριὰ εἴμα­στε ἀπὸ τὸ παρά­δειγ­μα καὶ τὸ παράγ­γελ­μα τοῦ Κυρί­ου ἡμῶν Ἰησοῦ Χρι­στοῦ!

* * *

Αγα­πη­τοί μου χρι­στια­νοί,

Τί κάνει τοὺς ἀνθρώ­πους ἀπρό­σι­τους καὶ ἀκα­τά­δε­κτους, τί τοὺς κάνει νὰ μὴ πλη­σιά­ζων­ται καὶ νὰ μὴ πλη­σιά­ζουν τὸν ἄλλο; Τὰ πλού­τη, ἡ ἄνο­δος σὲ ἀξιώ­μα­τα, οἱ σχέ­σεις μὲ ὑψη­λὰ κοι­νω­νι­κὰ στρώ­μα­τα, με μεγά­λους καὶ τρα­νούς… μὲ μιὰ λέξι, ἡ ἔλλει­ψι τῆς ἀγά­πης. Κι ὅπου λεί­πει ἡ Αγά­πη, ἐκεῖ ἐπι­κρα­τεῖ τὸ προ­σω­πι­κό συμ­φέ­ρον, Η φιλαυ­τία.

Θέλεις νὰ εἶσαι χρι­στια­νός; Μιμή­σου τὸ Χρι­στό. Βγὲς ἀπ’ τὰ πλού­τη σου καὶ πλη­σί­α­σε τὸ φτω­χό. Κατέ­βα ἀπὸ τὴ δόξα σου καὶ σκύ­ψε στὸν άση­μο. Ἄσε τὴν εὐτυ­χία σου καὶ μοι­ρά­σου τὴ θλί­ψι μὲ τὸν πάσχον­τα. Μὴ λησμο­νεῖς ὅτι, παρ’ Όλες τίς μετα­ξύ μας δια­φο­ρές, εἴμα­στε ὅλοι ἀδέρ­φια. Καὶ τ’ ἀδέρ­φια πρέ­πει ὄχι μὲ λόγια ἀλλὰ μὲ ἔργα νὰ δεί­χνουν τὴν ἀγά­πη τὸ ἕνα στὸ ἄλλο.

Μὴ λησμο­νοῦ­με, τέλος, ὅτι μιὰ μέρα ὁ Κύριος θὰ μᾶς κρί­νῃ. Καὶ ἂν θέλου­με τότε νὰ τὸν βροῦ­με εὐμε­νῆ καὶ νὰ μὴν ἀκού­σου­με τὸ «Πορεύ­ε­σθε ἀπ ̓ ἐμοῦ…» (Ματθ. 25,41), ἂς γίνου­με συγ­κα­τα­βα­τι­κοί, προ­σι­τοί, πλή­ρεις συμ­πα­θεί­ας καὶ ἀγά­πης.

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek